Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

῾Η ῾Αγία Μαρία ἡ Βιθυνὴ*


Επὶ τῇ μνήμῃ τῶν ῾Αγίων Εὐγενίου καὶ τῆς θυγατέρας του Μαρίας: 12 Φεβρ

῾Ο Βίος τοῦ Εὐγενίου καὶ τῆς θυγατέρας του Μαρίας

— ῾Αγίου Συμεὼν τοῦ Μεταφραστοῦ
(ΣΤʹ αἰὼν)
ΗΤΑΝ κάποιος ἄνθρωπος στὴ Βιθυνία, ποὺ λεγόταν Εὐγένιος. Αὐτὸς εἶχε γυναίκα, ἡ ὁποία γέννησε μιὰ μοναχοκόρη καὶ τὴν ὀνόμασε Μαρία. ᾿Επειδὴ ὅμως πέθανε ἡ μητέρα της, τὴν ἀνέθρεψε ὁ πατέρας της μὲ πολὺ συστηματικὴ διδασκαλία καὶ ἁγία ζωή. Κι ὅταν μεγάλωσε ἡ νέα, τῆς εἶπε ὁ πατέρας της:
«Παιδί μου, νά, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου τ᾿ ἀφήνω στὰ χέρια σου, κι ἐγὼ σηκώνομαι καὶ φεύγω στὸ μοναστήρι νὰ σώσω τὴν ψυχή μου».
Καὶ ἡ κόρη ἀπάντησε καὶ εἶπε: «Πατέρα, σὺ θέλεις νὰ σώσεις τὴν ψυχή σου, καὶ τὴ δική μου νὰ τὴν ἀφήσεις νὰ χαθεῖ; Δὲν ξέρεις ὅτι λέει ὁ Κύριος· ῾Ο βοσκὸς ὁ καλὸς τὴ ζωή του θυσιάζει γιὰ τὰ πρόβατάτου, καὶ πάλι λέγει· Αὐτὸς ποὺ σώζει ψυχὴ θὰ εἶναι ὅπως αὐτὸς ποὺ τὴ δημιούργησε»;
Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ πατέρας της τῆς λέει, ἐπειδὴ τὴν ἔβλεπε νὰ
ὀδύρεται καὶ νὰ κλαίει: «Παιδί μου, τί μπορῶ νὰ σοῦ κάνω, ἀφοῦ ἐγὼ ἐπιθυμῶ νὰ μπῶ σὲ μοναστήρι καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν μαζί μου νὰ εἶσαι; Γιατὶ ὁ διάβολος ἐνοχλεῖ μὲ σᾶς τὶς γυναῖκες καὶ ταράζει τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ».
Κι αὐτὴ εἶπε· «῎Οχι, πατέρα, δὲν θὰ μπῶ στὸ μοναστήρι ὅπως σὺ νο-
μίζεις, ἀλλὰ ἀφοῦ κόψω τὰ μαλλιά μου καὶ ντυθῶ ἀνδρικά,
ἔτσι θὰ ἔλθω μαζί σου».
* * *
ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ἀφοῦ μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔκοψε τὰ μαλλιά της τὴν ἔντυσε ἀνδρικά, τὴν ὀνόμασε Μαρίνο καὶ τῆς παρήγγειλε λέγοντας:«Πρόσεχε, παιδί μου, πῶς νὰ φυλάγεις τὸν ἑαυτό σου,
γιατὶ πρόκειται νὰ περνᾶς ἀνάμεσα ἀπὸ φωτιά· φύλαξε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου ἁγνὸ χάριν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ὑπόσχεσή μας».Κι ἀφοῦ τὴν πῆρε μπῆκε σὲ κοινόβιο καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα προόδευε ἡ κόρη σὲ κάθε ἀρετὴ καὶ σὲ πολλὴ ἄσκηση. ῞Ολοι λοιπὸν οἱ ἀδελφοὶ τὴ θεωροῦσαν ὅτι εἶναι εὐνοῦχος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε γένεια καὶ εἶχε λεπτὴ φωνή, ἐνῶ ἄλλοι ὑπέθεταν ὅτι αὐτὸ συνέβαινε ἀπὸ πολλὴ ἐγκράτεια, γιατὶ ἔτρωγε κάθε δύο μέρες. Συνέβη νὰ πεθάνει ὁ πατέρας της καὶ πρόσθεσε στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὑπακοή, ὥστε καὶ χάρισμα νὰ πάρει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐναντίον τῶν δαιμόνων· σ᾿ ὁποιονδήποτε δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους ἀκουμποῦσε τὰ χέρια της εὐθὺς ἀμέσως θεραπευόταν. Τὸ κοινόβιο εἶχε μαζί μ᾿ αὐτὴν σαράντα πνευματικοὺς ἄνδρες καὶ κάθε μήνα τέσσερις ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ἔστελναν ἔξω γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐπειδὴ εἶχαν αὐτοὶ καὶ ἄλλων ἀναχωρητῶν τὴ φροντίδα. Στὰ μέσα τοῦ δρόμου ὑπῆρχε πανδοχεῖο καὶ ἐπειδὴ ἦταν μακρὺς ὁ δρόμος πηγαινοερχόμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖ ἀναπαύονταν.Αὐτοὺς τοὺς περιποιόταν ὁ ξενοδόχος καὶ τοὺς φιλοξενοῦσε μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα.
ΚΑΠΟΙΑ μέρα λοιπὸν ὁ ἡγούμενος κάλεσε κοντά του τὸν ἀββᾶ Μαρίνο καὶ τοῦ λέγει:«᾿Αδελφέ, γνωρίζω καλὰ ὅλη σου τὴ ζωὴ καὶ τὴ μεγάλη σου ὑπακοή, ὅτι δηλαδὴ εἶσαι τέλειος σὲ ὅλα. ᾿Αποφάσισε λοιπὸν νὰ βγεῖς στὴ διακονία τοῦ μοναστηριοῦ, ἐπειδὴ οἱ ἀδελφοὶ λυποῦνται ποὺ δὲν βγαίνεις. ᾿Εὰν τὸ κάνεις αὐτό, μεγαλύτερο μισθὸ θὰ ἀποκομίσεις ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεό». Καὶ ὁ Μαρίνος ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ λέει:«Δῶσε τὴν εὐχή σου, πάτερ, καὶ ὅπου κι ἄν μὲ διατάξεις,ἐγὼ πηγαίνω». Κι ὅταν λοιπὸν κάποια μέρα βγῆκε ὁ ἀββᾶς Μαρίνος μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφοὺς γιὰ δουλειὰ τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σταμάτησαν νὰ ξεκουρασθοῦν στὸ πανδοχεῖο, συνέβη κάποιος στρατιώτης νὰ διαφθείρει τὴν κόρη τοῦ πανδοχέα, ὥστε αὐτὴ νὰ συλλάβει. Εἶπε σ᾿ αὐτὴν ὁ στρατιώτης ὅτι: «῎Αν γίνει γνωστὸ στὸν πατέρα σου, πὲς ὅτι· ῾Ο νεώτερος, ὁ μοναχὸς τοῦ κοινοβίου, ὁ ὄμορφος, ὁ λεγόμενος Μαρίνος, ἐκεῖνος κοιμήθηκε μαζί μου». Κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε τὴν πληρωμὴ γιὰ τὴν ἀτίμωση, πῆρε τὸ δρόμο καὶ ἔφυγε. ᾿Επειδὴ ὅμως ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες τὸ ἀντιλήφθηκε ὁ πατέρας της, ζήτησε νὰ μάθει λέγοντας: «᾿Απὸ ποῦ σοῦ ἔγινε αὐτό;». Καὶ αὐτὴ ἔρριξε τὸ φταίξιμο πάνω στὸν Μαρίνο.
Ο ΠΑΝΔΟΧΕΑΣ λοιπὸν ἀφοῦ τὴν πῆρε, φθάνει στὸ μοναστήρι κρά-
ζοντας καὶ λέγοντας: «Ποῦ εἶναι ὁ πλάνος ἐκεῖνος, ποὺ τὸν λένε χριστιανό;».
Καὶ μόλις τὸν συνάντησε ὁ ἀποκρισάριος τοῦ εἶπε: «Τί φωνάζεις ἀδελφέ;».
Κι αὐτὸς ἀπάντησε:«Φωνάζω, γιατὶ κακιὰ ἡ ὥρα ποὺ σᾶς συνάντησα καὶ νὰ
μὴν μοῦ συμβεῖ ποτὲ πιὰ νὰ δῶ μοναχοὺς καὶ ὅσα ἔχουν σχέση μ᾿ αὐτούς».
Τὰ ἴδια ὅμως ἔλεγε καὶ στὸν ἡγούμενο, ὅτι: «Τὸ κορίτσι μου, πάτερ, τὸ ὁποῖο εἶχα μονάκριβο καὶ ποὺ σ᾿ αὐτὸ περίμενα ὅτι μποροῦν ν᾿ ἀναπαυθοῦν τὰ γηρατιά μου, νὰ τὶ μοῦ τὸ ᾿κανε ὁ Μαρίνος, ποὺ τὸν λέτε χριστιανό».
Κι ὁ ἡγούμενος τοῦ λέει:«᾿Αδελφέ, τί νὰ σοῦ κάνω, ἀφοῦ αὐτὸς δὲν εἶναι ἐδῶ;
῞Οταν ὅμως ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία, δὲν μοῦ μένει τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ τὸν διώξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι».
Κι ἀφοῦ ἔφτασε ὁ ἀββᾶς Μαρίνος μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ἀδελφούς,
λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἡγούμενος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ διαγωγή σου καὶ ἡ ἄσκηση, ὅτι δηλαδὴ ἐνῶ κατέλυσες στὸ πανδοχεῖο διέφθειρες τὴν κόρη τοῦ πανδοχέ-
α καὶ ἦρθε ἐκεῖνος ἐδῶ καὶ μᾶς ἔκανε θέατρο μπροστὰ στοὺς
λαϊκούς;». Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ Μαρίνος πέφτει κάτω λέγοντας:
«Συγχώρεσέ με, πάτερ, γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου, γιατὶ ὡς
ἄνθρωπος πλανήθηκα».
῾Ο ἡγούμενος ὀργίστηκε καὶ τὸν ἔβγαλε ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ βγῆκε ἔξω καὶ καθόταν στὸ ὕπαιθρο ὑπομένοντας τὸ
κρύο μὲ γενναιότητα καὶ τὴ ζέστη. Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἔμπαιναν καὶ
ἔβγαιναν τὸν ρωτοῦσαν· «Γιατί κάθεσαι ἐδῶ;».Καὶ τοὺς ἔλεγε· «Γιατὶ ἐπόρνευσα καὶ γι᾿ αὐτὸ μ᾿ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι».
Κι ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ τοκετοῦ τῆς θυγατέρας τοῦ πανδοχέα,
γέννησε ἡ κόρη του ἀγόρι καὶ ἀφοῦ τὸ πῆρε στὰ χέρια του ὁ πανδοχέ-
ας φθάνει στὸ μοναστήρι. Βρῆκε τὸν Μαρίνο νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὸν
πυλώνα, τοῦ ᾿ριξε στὰ πόδια του τὸ παιδὶ καὶ λέει· «Νὰ τὸ παιδὶ τῆς
ἁμαρτίας σου. Πάρτο».
Καὶ ἀμέσως ἔφυγε. Κι ἀφοῦ λοιπὸν πῆρε ὁ Μαρίνος τὸ παιδὶ λυπό-
ταν γι᾿ αὐτὸ λέγοντας:
«Καλὰ ἐγὼ τὶς ἁμαρτίες μου πληρώνω, ἀλλὰ γιατί καὶ αὐτὸ τὸ ἀξιολύπητο παιδὶ μαζί μου νὰ πεθαίνει;».
῎Αρχισε λοιπὸν νὰ ζητάει καὶ νὰ παίρνει γάλα ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ
νὰ τὸ ἀνατρέφει σὰν πατέρας. Καὶ δὲν τοῦ ᾿φτανε ὁ περισπασμὸς τὸν
ὁποῖο εἶχε, ἀλλὰ τὸ παιδὶ κλαίγοντας καὶ θρηνώντας τοῦ χαλοῦσε καὶ
τὰ ροῦχα του.Μετὰ τρία χρόνια, ἐπειδὴ εἶδαν οἱ ἀδελφοὶ τὴν τόσο μεγάλη θλίψη καὶ τὴν ὑπομονή του, ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν ἡγούμενο λένε:
«᾿Αρκετὰ τιμωρήθηκε, ἀφοῦ μπροστὰ σὲ ὅλους ὁμολογεῖ
τὸ σφάλμα του».
Καὶ ἐπειδή, ὁ ἡγούμενος μὲ κανένα τρόπο δὲν πειθόταν νὰ τὸν δεχθεῖ, τοῦ λένε οἱ ἀδελφοί:
«᾿Εὰν δὲν τὸν δεχθεῖς κι ἐμεῖς φεύγουμε ἀπὸ τὸ μοναστή-
ρι· πῶς ἆραγε μποροῦμε νὰ ζητοῦμε συγγνώμη γιὰ τὶς ἁ-
μαρτίες μας τὶς καθημερινές, τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς κάθεται
τρία χρόνια στὸ ὕπαιθρο;».
ΤΟΤΕ τὸν δέχτηκε ὁ ἡγούμενος λέγοντας:«Νά, σὲ δέχομαι ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τῶν ἀδελφῶν, παρόλο ποὺ εἶσαι ὁ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους».
Κι αὐτὸς ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Μοῦ εἶναι πολὺ, πάτερ, νὰ μπῶ κάτω ἀπὸ τὴ στέγη σας».
Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν ἔβαλε στὶς πιὸ ἐξευτελιστικὲς ἐργασίες τοῦ
μοναστηριοῦ καὶ τὶς ἔκανε αὐτὲς μὲ προθυμία ζώντας μὲ πολὺ κούρα-
ση, ἐνῶ εἶχε καὶ τὸ παιδὶ πίσω του νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ ζητάει
φαγητὸ καὶ ὅσα χρειάζονται τὰ νήπια νὰ τρῶν. ᾿Αφοῦ λοιπὸν μεγάλω-
σε τὸ παιδὶ καὶ ἀνατράφηκε μὲ πολλὴ ἀρετὴ ἀξιώθηκε νὰ πάρει καὶ τὸ
μοναχικὸ σχῆμα.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ρώτησε ὁ ἡγούμενος τοὺς ἀδελφούς:«Ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφὸς Μαρίνος; Γιατὶ μέχρι σήμερα πέρα mσαν τρεῖς μέρες καὶ δὲν τὸν εἶδα στὶς ἀκολουθίες ἀφοῦ πάντοτε πρὶν ἀπ᾿ ὅλους ἐρχόταν σ᾿ αὐτὲς - μπῆτε στὸ κελλί του μήπως ἀπὸ κάποια ἀρρώστια βρίσκεται πεσμένος».
᾿Αφοῦ σηκώθηκαν λοιπὸν καὶ πῆγαν, τὸν βρῆκαν νὰ ἔχει πεθάνει καὶ
ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγούμενος ὅτι ὁ ἀββᾶς Μαρίνος πέθανε καὶ αὐτὸς
εἶπε: «῏Αραγε πῶς ἔφυγε ἡ ἄθλια ψυχή του; Ποιά ἀπολογία
μπόρεσε νὰ δώσει;».
Καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κηδέψουν. Καὶ μόλις πῆγαν νὰ τὸν πλύνουν
ἀνακάλυψαν ὅτι ἦταν γυναίκα καὶ ὅλοι ἀνέκραξαν τὸ «Κύριε ἐλέησον».
Καὶ ὁ ἡγούμενος ρωτοῦσε νὰ μάθει: «Τί ἔχετε πάθει;».
Κι αὐτοὶ εἶπαν· «῾Ο ἀδελφὸς Μαρίνος εἶναι γυναίκα».
Τότε ἀφοῦ μπῆκε μέσα, πέφτει κάτω μὲ τὸ πρόσωπο στὸ ἔδαφος
κλαίοντας καὶ λέγοντας:
«᾿Εδῶ θὰ πεθάνω μπροστὰ στὰ ἅγια του πόδια, ἕωςὅτου ἀκούσω συγχώρηση».
Καὶ ἦλθε φωνὴ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔλεγε: «᾿Εὰν αὐτὸ τὸ ἤξερες καὶ τὸ ἔκανες, δὲν θὰ σοῦ συγχωριόταν ἡ ἁμαρτία· ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔκανες χωρὶς νὰ τὸ γνω-
ρίζεις, θὰ σοῦ συγχωρεθεῖ».
ΑΦΟΥ σηκώθηκε εἰδοποιεῖ τὸν πανδοχέα κι ὅταν ἐκεῖνος μπῆκε τοῦλέει:
«Νά, ὁ Μαρίνος πέθανε».
Κι αὐτὸς λέει:
«῾Ο Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσει, γιατὶ ρήμαξε τὸ σπίτι μου».
Λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ ἡγούμενος:
«Μετανόησε,ἀδελφέ, γιατὶ ἁμάρτησες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μένα μὲ παρέσυρες μὲ τὰ λόγια σου, γιατὶ ὁ Μαρίνοςεἶναι γυναίκα».
Καὶ ἀφοῦ τὸ κατάλαβε ὁ πανδοχέας τἄχασε καὶ δόξασε τὸν Θεό. Καὶ
νὰ σὲ λίγη ὥρα φθάνει ἡ θυγατέρα του γεμάτη τύψεις καὶ λέγει τὴν
ἀλήθεια ὅτι: «῾Ο στρατιώτης μὲ ἀτίμασε καὶ μὲ μόλυνε» καὶ ἀμέσως
θεραπεύθηκε.
Καὶ ἀφοῦ πῆραν οἱ ἀδελφοὶ τὸ λείψανο τῆς ὁσίας Μαρίας, τὸ ἄλειψαν μὲ μύρα καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ τόπο ἱερὸ προσφέροντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ταφή, ἀνυμνώντας τὸν Χριστὸ τὸν σωτήρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, αὐτὸν ποὺ πάντοτε δοξάζει ὅσους τὸν δοξάζουν. Σ᾿ αὐτὸν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
_
(*) Δημητρίου Γ. Τσάμη, Μητερικόν, Τόμος Αʹ, ἐκδόσεις ᾿Αδελφότητος «῾Η ῾Αγία Μακρί-
να», Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 314-319.

Ή όσια Συγκλητική



Ή όσια Συγκλητική έζησε στον καιρό του Μεγάλου Αθανασίου. ΟΊ γονείς της ήταν πλούσιοι, αλλά και πολύ ευσεβείς. Τα χέρια τους ήταν πάντοτε ανοιχτά προς τους φτωχούς, και ή μόνη ευχαρίστηση τους ήταν να μένουν στην αγάπη του Θεού και να υπηρετούν στην αγάπη των ανθρώπων. Τα πατρικά πλούτη έφερναν διακεκριμένους γαμπρούς στο σπίτι τους για την ωραία κόρη τους. Ή Συγκλητική όμως, παρακάλεσε τους γονείς της να μη επιμένουν να παντρευτεί. Διότι ήθελε να αφιερωθεί στην αγάπη του πλησίον. Πράγματι, οί ευσεβείς γονείς σεβάστηκαν την απόφαση της κόρης τους. Έτσι λοιπόν ή Συγκλητική αφιέρωσε τη ζωή της για την ανακούφιση των ασθενών, των λυπημένων, των ορφανών και των φτωχών. Ευχαρίστηση της ήταν να βλέπει το γέλιο, εκεί οπού δέσποζε πριν ό σπαραγμός, και να σφουγγίζει τα δάκρυα, για να επανέρχεται στα μάτια ή ακτινοβολία της γαλήνης και της αγαλλίασης. Ό πολύς κόπος όμως, στην Ιερή αυτή διακονία, έκαναν το σώμα της Συγκλητικής ασθενικό. 'Αλλ' ή όσια, στη δοκιμασία αύτη υπήρξε καρτερική, χωρίς ποτέ να γογγύσει προς τον Θεό. Τελικά πέθανε 80 χρονών με τη συνείδηση αναπαυμένη, και τις ευχές χιλιάδων, τους οποίους βοήθησε, αλλά και υπό την ευλογία του στεφανοδότη Χριστού.

Απολυτίκιον.
Ηχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.


Σοφία και χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ακλόνητος έμεινας, ως ό Ίώβ ό κλεινός, εχθρού έπιθέαεσιν όθεν Συγκλητική σε, ή ουράνιος δόξα, δέδεκται μετά τέλος, ως παρθένον φρονίμην εν η των μεμνημένων σου αεί μνημόνευε

Ὁσίας Συγκλητικῆς
Διδαχές

Παιδιά μου, ὅλοι ξέρομε, πῶς θά σωθοῦμε, ἀλλά χάνομε τήν σωτηρία μας ἀπό τήν πνευματική μας ἀμέλεια. Πρέπει λοιπόν, ἀρχικά, νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου» «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νόμου καί τό πλήρωμα τῆς χάριτος. Λίγα λόγια, ἀλλά μέ πολλή καί μεγάλη δύναμι. Ὅλες οἱ ἀρετές ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τήν ἀ γ ά π η τέλος τοῦ νόμου. Αὐτή εἶναι ἑπομένως ἡ σωτηρία μας, ἡ διπλῆ ἀγάπη, ἡ ἀρχή καί τό τέλος κάθε καλοῦ ἔργου τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καί λύπη καταστρεπτική. Γνωρίσματα τῆς καλῆς λύπης εἶναι ἡ θλῖψι γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, ἡ λύπη γιά τήν ἄγνοια, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί μας καί ὁ φόβος μήπως χάσουμε τήν ἀγαθή προαίρεσι καί δέν φθάσουμε στόν σκοπό τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ τῆς ἄλλης, πού δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός, εἶναι ἡ παράλογη καί ὑπερβολική θλῖψι, πού οἱ πατέρες τήν ὀνομάζουν ἀκηδία. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀκηδίας καί τῆς λύπης, πρέπει νά τό διώχνουμε μέ τήν προσευχή καί τήν ψαλμωδία.
Ἄς προσέχῃ, λοιπόν, ὅποιος νομίζει πώς στέκεται, γιά νά μή πέσῃ. Γιατί αὐτός πού ἔπεσε, ἔχει μία μόνο φροντίδα, νά σηκωθῆ, ἐκεῖνος ὅμως, πού στέκεται, ἄς προσέχῃ νά μή πέσῃ, γιατί οἱ πτώσεις εἶναι διάφορες. Αὐτοί πού ἔπεσαν ἔχουν στερηθῆ τή θεία χάρι κι ὅταν σηκώθηκαν, ἡ ζημιά τους δέν ἦταν μικρή. Αὐτός πού στέκεται, ἄς μήν ἐξευτελίζη τόν ἄλλον πού ἔπεσε, μήπως πάθῃ κι αὐτός τά ἴδια καί βρεθῆ σέ χειρότερο βάραθρο. Εἶναι πολύ φυσικό, ἡ φωνή πού ἔρχεται ἀπό βαθύ πηγάδι καί καλεῖ σέ βοήθεια, νά μήν ἀκουσθῆ, ὅπως λέει καί ὁ ψαλμωδός: «Μή καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω ἐπ᾽ ἐμέ φρέαρ τό στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 68,16). Ὁ πρῶτος πού ἔπεσε, ἔμεινε (μέσα στό πηγάδι), σύ ὅμως πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως, ὅταν πέσῃς, δέν μπορέσης νά σηκωθῆς καί γίνης τροφή στά θηρία. Ἐκεῖνος, πού πέφτει δέν μπορεῖ νά κλείσῃ τήν πόρτα στόν πονηρό. Ἀλλά σύ μή νυστάξῃς καθόλου καί ψάλλε πάντοτε τό θεῖο ρητό: «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 22,4). Τέλος νά ἀγρυπνῆς συνέχεια, γιατί ὁ διάβολος σάν λέοντας ὠρύεται κοντά σου.
Τό πόσο καλή καί σωστική εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τήν ἐνδύθηκε γιά νά οἰκονομήση τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ μάλιστα εἶπε: «Μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Πρόσεχε ποιός εἶναι αὐτός, πού μιλεῖ καί γίνε τέλειος μαθητής Του. Ἡ ἀρχή καί τό τέλος στά καλά ἔργα ἄς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐννοῶ τό ταπεινό φρόνημα καί ὄχι μόνο τά σχήματα λόγου. Ὅταν ἡ ψυχή σκέπτεται ταπεινά, ταπεινές θά εἶναι καί οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Ἔχεις ἐφαρμόσει ὅλες τίς ἀρετές; Ὁ Κύριος τό ξέρει, ἀλλά ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, ν᾽ ἀρχίζουμε πάλι ἀπό τήν ταπείνωση, λέγοντας, «ὅταν πάντα ποήσητε, εἴπατε. Δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10).
Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποκτᾶται μέ ὀνειδισμούς, μέ ὕβρεις καί πόνους, σέ σημεῖο πού νά σέ ποῦν τρελλό καί ἀνόητο, πτωχό, ἀδύνατο καί τιποτένιο, ἀπρόκοπτο σέ καλά ἔργα, ἀνίκανο νά μιλᾶς, ἀνυπόληπτο, ἐξουθενωμένο. Αὐτά εἶναι τά νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης. Κι ὁ Κύριος τά ἴδια ἄκουσε καί ἔπαθε. Καί Σαμαρείτη τόν εἶπαν καί δαιμονισμένο. Πῆρε τήν μορφή δούλου, μαστιγώθηκε καί γέμισε στό σῶμα Του πληγές.
Πρέπει λοιπόν κι ἐμεῖς νά μιμούμεθα τίς πράξεις τῆς ταπεινοφροσύνης. Εἶναι μερικοί, πού μέ ἐξωτερικά σχήματα ὑποκρίνονται τόν ταπεινό ἀπό φιλοδοξία, ἀλλά φανερώνονται ἀπό τά ἀποτελέσματα. Ὅταν τύχη νά ὑβριστοῦν ἐλαφρά, δέν ὑπομένουν, χύνοντας ἀμέσως τό δηλητήριό τους, σάν τά δηλητηριώδη φίδια.
Ἡ ὀργή λοιπόν εἶναι μικρό ἁμάρτημα. Τό πιό βαρύ ὅμως ἁμάρτημα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ μνησικακία. Γιατί ὁ θυμός διαλύεται σάν τόν καπνό, πού θολώνει γιά λίγο τήν ψυχή, ἡ μνησικακία ὅμως σάν μόνιμη κατάσταση ἐξαγριώνει τήν ψυχή περισσότερο κι ἀπό θηρίο. Καί ὁ σκύλος, ὅταν χτυπήση κάποιο μέ μανία, μέ λίγη τροφή μαλακώνει, ὅπως καί τά ἄλλα θηρία, πού πραΰνονται μέ τήν ἀγάπη. Ἐκεῖνος ὅμως, πού κυριεύεται ἀπό μνησικακία, οὔτε μέ παρακλήσεις ἀλλάζει, οὔτε μέ τροφή μαλακώνει, οὔτε μέ τόν χρόνο, πού μεταβάλλει τά πάντα, μπορεῖ νά θεραπευθῆ. Οἱ μνησίκακοι εἶναι οἱ πιό ἀσεβεῖς καί παράνομοι ἀπ᾽ ὅλους, γιατί δέν ὑπακούουν στά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού λέει, «Ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καί οὔτω προσάγαγε τό δῶρον» (Ματθ. 5,24) καί «μή ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» (Ἐφεσ. 4,26).
Πρέπει λοιπόν νά προσέχουμε τήν μνησικακία. Ἀπ᾽ αὐτή γεννῶνται πολλά κακά, ὅπως ὁ φθόνος, ἡ λύπη καί ἡ καταλαλιά. Ἡ ζημιά πού κάνουν, ἄν καί φαίνεται μικρή, ὅπως τά λεπτά βέλη τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι θανατηφόρα. Πολλές φορές τά τραύματα, πού προξενεῖ ἕνα δίκοπο μαχαίρι, ἤ ἕνα μεγάλο ξίφος, πού εἶναι ἡ πορνεία, ἡ πλεονεξία καί ὁ φθόνος, μποροῦν νά θεραπευθοῦν μέ τό σωτήριο φάρμακο τῆς μετανοίας. Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως, ἡ μνησικακία καί ἡ κατάκρισι, ἐπειδή θεωροῦνται μικρά βέλη, ξεφεύγουν ἀπό τήν προσοχή καί πληγώνουν τήν ψυχή θανατηφόρα, στά πιό σπουδαῖα μέρη. Κι αὐτά τήν φονεύουν, ὄχι τόσο μέ τίς μεγάλες πληγές, πού ἄνοιξαν, ὅσο μέ τήν ἀμέλεια, στήν ὁποία ρίχνουν τούς πληγωμένους. Γιατί, ἐπειδή περιφρόνησαν τήν καταλαλιά καί τά ἄλλα, σάν ἀσήμαντα, σιγά σιγά ἀπό τά ἴδια νικήθηκαν.
Στ᾽ ἀλήθεια ἡ κατάκρισι εἶναι βαρύ καί φοβερό ἁμάρτημα. Κι ὅμως εἶναι τροφή καί ἀνάπαυσι γιά πολλούς ἀνθρώπους. Σύ μή δεχθῆς ποτέ ν᾽ ἀκούσης κάτι σέ βάρος ἄλλου. Μή κάνεις τήν ψυχή σου δοχεῖο ἀπό ξένες κακίες. Κράτησε τήν ψυχή σου ἁπλῆ, γιατί ἄν δεχθῆς τήν ἀκαθαρσία τῶν κακῶν λόγων, μέ τίς σκέψεις θά φέρης ἐμπόδια στήν προσευχητική σου διάθεσι καί θά μισήσης χωρίς αἰτία, ὅσους συναντᾶς. Ἀφοῦ πρῶτα ἡ ἀκοή σου θά ἔχη μολυνθῆ μέ τίς κακολογίες, ὅλους θά τούς κοιτᾶς μέ ἀγένεια, ὅπως παθαίνει ὁ ὀφθαλμός, ὅταν κοιτάξη στό ἔγχρωμο δυνατό φῶς καί δέν μπορεῖ νά δῆ καθαρά τό σχῆμα αὐτῶν, πού βλέπει.
Γι αὐτό πρέπει νά προσέχουμε πολύ τήν γλῶσσα καί τήν ἀκοή μας. Νά μή λέμε τίποτα ἀλλά καί νά μήν ἀκοῦμε, μέ ἐμπάθεια· γιατί ἔχει γραφῆ, «Μή ἀκοήν ματαίαν παραδέξασθαι» (Ἐξ. 23,1) καί «τόν καταλαλοῦντα λάθρα τῷ πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. 100,5). Καί στό ψαλτήρι, «ὅπως λαλήσῃ τό στόμα μου τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ 16,4). Ἐμεῖς συνήθως μιλᾶμε, χωρίς νά ξέρουμε. Πρέπει λοιπόν νά μήν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σέ ὅσα λέγονται, οὔτε νά κατακρίνουμε ὅσους κατακρίνουν, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν Γραφή νά ἐφαρμόζουμε τό «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα μου» (Ψαλμ. 37,14).
Σέ καμμιά περίπτωσι δέν κάνει νά χαιρώμαστε στήν δυστυχία κάποιου ἀνθρώπου, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι. Μερικοί μάλιστα, ὅταν βλέπουν κάποιο νά μαστιγώνεται ἤ νά φυλακίζεται ἀπό ἄγνοια, λένε «Ὁ στρώσας κακῶς ταλαιπωρήσει ἐν τῷ δεινῶ», δηλ. ὅποιος δέν στρώσει καλά, θά κοιμηθῆ καί ἄσχημα. Σύ λοιπόν, πού ἔχεις τακτοποιήσει καλά τά θέματά σου, νομίζεις πώς θά ἀναπαυθῆς στήν ζωή σου; Καί τί θά ποῦμε γι᾽ αὐτό, πού λέει ἡ Γραφή, «ἕν συνάντημα τῷ δικαίῳ καί τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἴδια, ἄσχετα ἄν ἡ πολιτεία μας εἶναι διαφορετική.
Ὅπως δέν κάνει νά μισοῦμε τούς ἐχθρούς μας, τό ἴδιο δέν κάνει νά περιφρονοῦμε καί νά ἐξευτελίζουμε τούς ραθύμους στήν ἀρετή. Μερικοί γιά (νά δικαιολογήσουν) τούς ἑαυτούς τους χρησιμοποιοῦν τό Γραφικό,«Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ» καί «μετά στρεβλοῦ συνδιαστρέψεις» (Ψαλμ. 17, 26-27) καί λένε ὅτι πρέπει ν᾽ ἀποφεύγουμε τούς ἁμαρτωλούς γιά νά μή διαστραφοῦμε. Ἀλλά ἐξ ἀγνοίας πράττουν τά ἀντίθετα. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐδῶ δέν παραγγέλλει τήν ἀποφυγή, γιά νά μή γίνουμε στρεβλοί, ἀλλά τήν προσπάθεια (πού πρέπει νά δείξουμε) γιά τήν διόρθωσί τους. Τό «συνδιαστρέψεις» θά πῆ νά στρέψης τόν κακό (ἄνθρωπο) στόν ἑαυτό σου, στήν ἀρετή, ἀπό ἀριστερά στά δεξιά.
Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο νά προσπαθῆ νά διδάσκη, ὅποιος δέν μπόρεσε νά ζήση ἔμπρακτα τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως αὐτός πού ἔχει παλαιό σπίτι καί ἑτοιμόρροπο, ὅταν φιλοξενήση ξένους, κινδυνεύει νά τούς βλάψη μέ τήν πτώση τοῦ οἰκήματος, τό ἴδιο κι αὐτοί, ἐπειδή δέν ἔκτισαν σταθερά τό πνευματικό τους οἰκοδόμημα, θά ὁδηγήσουν στήν καταστροφή ὅσους τούς πλησιάζουν νά ὠφεληθοῦν μαζί μέ τούς ἑαυτούς τους. Γιατί, ἐνῶ μέ τά λόγια τους τούς κάλεσαν στήν σωτηρία, μέ τό κακό τους παράδειγμα τούς σκανδάλισαν πολύ. Τά καλά καί θεωρητικά λόγια μοιάζουν μέ εἰκόνα ζωγραφικῆς, πού ἔχει γίνει ἀπό χρώματα, ἕτοιμα νά διαλυθοῦν σέ λίγο χρόνο ἀπό τούς ἀνέμους καί τίς σταγόνες τῆς βροχῆς. Τήν πρακτική ὅμως διδασκαλία οὕτε ὁλόκληρος αἰώνας δέν θά μπορέση νά διαλύση. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, λαξεύοντας τά πιό σκληρά μέρη τῆς ψυχῆς, χαρίζει στούς πιστούς τήν αἰώνια μορφή τοῦ Χριστοῦ.

Μ Ἀθανασίου: Βίος τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς

Γερόντισσα Ταϊσία Σαλόπιβα:.......... πνευματικό παιδί του Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης



῾Η ῾Οσιωτάτη Καθηγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Λεουσένι
(1840 - 1915)

Σύντομος Βίος

Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ταϊσία, κατὰ κόσμον Μαρία Σαλόπιβα, κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μεγάλου Ρώσου ποιητοῦ ᾿Αλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837).

Γεννήθηκε τὸ 1840 στὴν ᾿Επαρχία Νόβγκοροντ καὶ ἐσπούδασε στὸ ᾿ΙνστιτοῦτοΠαυλόβσκυ τῆς Πετρουπόλεως, μία Σχολὴ γιὰ κορίτσια ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς.Τὸ ἔτος 1862, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀποφοίτησί της, ἄρχισε τὴν μοναστική τηςζωὴ στὴν πόλι Τιχβὶν τῆς ᾿Επαρχίας Νόβγκοροντ, στὴν γυναικεία Μονὴ τῶνΕἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι γνωστό, ὅτι στὴν ἀντίστοιχη ἀνδρι- κὴ Μονὴ τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο καὶ «Μεγάλο Μοναστήρι», ἐφυλάσσετο καὶ ἡ περίφημη θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν, τῆς ὁποίας ἡ Σύναξις τελεῖται τὴν 26η ᾿Ιουνίου.

Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς δοκιμασία της στὴν Μονὴ ρασοφορέθηκε καὶ τὸ 1870 ἔλαβε τὸ Μικρὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε ᾿Αρκαδία. Τὸ 1872 μετώκησε στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φοβερᾶς Προστασίας στὸ Σβέριν καὶ τὸ 1878 στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φανερωμένης στὸ Σβάνσκυ τῆς ᾿Επισκοπῆς Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὴ τὸν ἑπόμενο χρόνο, λαβοῦσα τὸ ὄνομα Ταϊσία.

Τἣν 19.3.1881 διωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη ᾿Ισίδωρο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς νεοπαγοῦς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Λεουσένι τῆς περιοχῆς Μποροβιτσί. Η ᾿Αδελφότητα ἐκείνη ἀντιμετώπιζε τότε πολλὰ καὶ δύσκολα προβλήματα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνέργειες καὶ τὴν καθοδήγησι τῆς Γεροντίσσης Ταϊσίας, ἡ πρώην ἄγνωστη καὶ πτωχὴ μοναστικὴ Κοινότης τοῦ Λεουσένι ἀνωρθώθηκε καὶ τὸ 1885 ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς Κοινόβιο ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐνσυνεχείᾳ ἀνεδείχθη σὲ ἕνα Μοναστήρι πρώτης τάξεως, διάσημο γιὰ τὴν μοναχική του πειθαρχία καὶ τὴν παραδειγματική του ὀργάνωσι.

Στὴν Μονὴ Λεουσένι, ἡ ὁποία μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχθηκε σὲ σπουδαῖο κέντρο ἐκκλησιαστικῆς διαπαιδαγωγήσεως, ἀλλὰ καὶ μορφώσεως, ἀφοῦ περιελάμβανε καὶ Σχολεῖα, ἡ Μητέρα Ταϊσία παρέμεινε ὡς ῾Ηγουμένη μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς της, 2ας ᾿Ιανουαρίου 1915, ἡμέρα κοιμήσεως καὶ τοῦ ῾Αγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.

Τὸ ἱερὸ σκήνωμά της ἐτάφη στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει κατακλυσθῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φράγματος τοῦ ποταμοῦ Βόλγα· ἔτσι, τὸ εὐλογημένο Λείψανο τῆς Μητέρας Ταϊσίας εὑρίσκεται σήμερα στὸν βυθό αὐτῆς τῆς τεχνιτῆς λίμνης.

῾Η χαρισματικὴ ῾Ηγουμένη Ταϊσία ἦταν πνευματικὴ θυγατέρα πρῶτα τοῦ ῾Οσιωτάτου ᾿Αρχιμανδρίτου Λαυρεντίου τῆς Μονῆς ᾿Ιβήρων τοῦ Βαλντάϊ (1808-1876, + 2 ᾿Ιουλίου) καὶ ἀργότερα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης (+20.12.1908), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωστῆρος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν ὁποῖο συχνὰσυνώδευε στὰ ταξίδια καὶ προσκυνή-ματά του γιὰ νὰ ἱδρύη μὲ τὴν εὐλογίατου μοναστηριακὰ Μετόχια.
῾Υπῆρξε μία ἀπὸ τὶς περιφημότερες Μοναχές, γνωστὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωσι καὶ τὰ σπάνια διοικητικά της χαρίσματα.

῞Ιδρυσε γιὰ τὰ ὀρφανὰ τῶν Κληρικῶν ἕνα μοναστηριακὸ Σχολεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ τὸν καιρὸ ἀναβαθμίσθηκε σὲ ᾿Εκκλησιαστικὸ Κολλέγιο Θηλέων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Μοναστήρι τοῦ Λεουσένι νὰ καταστῆ φυτώριο πνευματικῆς μορφώσεως καὶ διαφωτισμοῦ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ.


Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριακονταετοῦς ἡγουμενείας της εἶχε τόσοἐνεργὸ καὶ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὴν ἵδρυσι καὶ ὀργάνωσι πολλῶν νέων γυναικείων Μονῶν στὴν Βόρεια Ρωσία, ὥστε δὲν ὑπῆρξε κυριο λεκτικὰ οὔτε ἕνα νεοϊδρυμένο Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὠργανώθηκε μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῆς ῾Ηγουμένης Ταϊσίας.

Γιὰ τὸ Μοναστήρι της τοῦ Λεουσένι ἔκτισε τρία μεγάλα Μετόχια: στὸ Τσερεπόβιτς, στὴν Πετρούπολι καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης, στὸν ποταμὸ Σοῦρα τοῦΑρχαγγέλου.

῞Ιδρυσε ἐπίσης καὶ ἐστερέωσε τὸ Μοναστήρι τοῦ Βοροντσὼφ στὴν᾿Επισκοπὴ τοῦ Πσκώφ, καθὼς καὶ τὸ Μετόχι της στὴν Πετρούπολι.᾿Επίσης, μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης, ἦταν μία ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ νησὶ Καρπόβκα τῆς Πετρουπόλεως, ὅπου σήμερα ὑπάρχει ὁ θαυματόβρυτος τάφος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης.

῾Η ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (τὸ 1889), καθὼς καὶ ὁ Τσάρος τῆς Ρωσίας (τὸ 1892), τῆς ἀπένειμαν τὸν ἐπιστήθιο Σταυρὸ καὶ τὸν χρυσὸ ἀδαμαντοκόλλητο Σταυρὸ ἀντιστοίχως, γιὰ τὴν μεγάλη
της προσφορὰ στὸν Μοναχισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν Ρωσικὴ ᾿Εκκλησία γενικώτερα.

Κατὰ τὰ ἔτη 1910, 1911 καὶ 1913 ἔλαβε διάφορα δῶρα προσωπικὰ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Νικόλαο Βʹ καὶ τὴν Αὐτοκράτειρα ᾿Αλεξάνδρα, τοὺς μετέπειτα Βασιλομάρτυρας (+4/17. 6. 1918).

῾Η Μητέρα Ταϊσία ὑπῆρξε ἐπίσης ἄριστη παιδαγωγὸς καὶ ταλαντοῦχος συγγραφεύς.
Τὰ ἐκδοθέντα ἔργα της εἶναι τὰ ἑξῆς:

1. Κανὼν εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου.
2. Χαιρετισμοὶ (᾿Ακάθιστος) εἰς τὸν ῞Αγιον Συμεὼν τὸν Θεοδόχο.
3. Συνομιλίες μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης.
4. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης ὡς Ποιμένας.
5. ῾Η Γυναικεία Μοναστικὴ Κοινότητα τοῦ Σοῦρα (ποίημα).
6. Ποιήματα (τόμοι τρεῖς).
7. Αὐτοβιογραφία.
8. ῾Η ζωὴ τῆς διὰ Χριστὸν Σαλῆς Γερόντισσας Εὐδοκίας Ροντιόνοβα.
9. Γράμματα σὲ μία ᾿Αρχάρια Μοναχὴ
(Αʹ- ΙΔʹ).
10. Λόγος κατὰ τὴν ρασοφορία Μοναζουσῶν τῆς Μονῆς τοῦ Σοῦρα
στὸν ᾿Αρχάγγελο.

• Στὰ ἑλληνικά, ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, νὰ κυκλοφοροῦν
σὲ δύο τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος» στὴν Θεσσαλονίκη,
τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 3 καὶ 7 μαζὶ (πραγματικὸ ἐντρύφημα!), καθὼς καὶ μερικὰ
Ποιήματα, ὑπ᾿ ἀριθ. 6 (1992)· ἐπίσης, τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 καὶ 10 μαζὶ
(1993).


...Διδασκαλία περί προσευχής.

῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος διαιρεῖ τὴν προσευχὴ σὲ τρία στάδια καὶ λέγει:«᾿Αρχὴ μὲν προσευχῆς, προσβολαὶ μονολογίστως διωκόμεναι ἐκ προοιμίων αὐτῶν· μεσότης δέ, τὸ ἐν τοῖς λεγομένοις καὶ νοουμένοις εἶναι τὴν διάνοιαν· τὸ δὲ ταύτης τέλειον, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον»1.«᾿Αρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲςπροσβολὲς στὴν ἀρχή τους μ᾿ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο.Μέσον τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματατῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸςτὸν Κύριο».Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο φθάνουν κατὰ κανόνα μόνον ὅσοιἔχουν τελειοποιηθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος ἀξιώνει μερικοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴν προσευχή,σὰν ἀνταμοιβὴ τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλουν.Θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα2.

῎Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.

῏Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.
῞Οταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περιμένω ἀπάντηση. Πέρασα τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή.
Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους.Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη της στὸ Κελλί. Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προχωρήσω καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ φέρω τὴν Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερχόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ νὰ φύγω.

Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν, ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας, ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν. ᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ.

Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη καὶ ἔκθαμβη μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα, ἴσως καὶ παραπάνω.

…῾Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οἱ σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνήματα μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση. Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα. ῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν μύτη της στὸ μαντήλι της.

Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση κι᾿ ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω, μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας
πὼς ἔμπαινα μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή.

«᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος.

᾿Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε: «Μήπωςβρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;».

᾿Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή.

Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα. Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα στὴν Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθυστέρησή μου. ῾Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρ- φωμένο κατ᾿ εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτηταἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦτανφανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση.



Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;».Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆςἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶςβρῆκα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶμὲ κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη,παιδί μου, μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη.

Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿...» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της. Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς μου νὰ μὴ στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος μὲ κατευόδωσε: «Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα».

῾Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογιγράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη.Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι.

῞Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.
῾Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκεῖνον ποὺ «ἐτάζει καρδίας».

Θὰ σοῦ διηγηθῶ τώρα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ3 σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν σ᾿ αὐτήν.
Στὸ Μοναστήρι μας ὑπῆρχε μιὰ Μοναχή, σχετικὰ νέα, ἀλλὰ πολὺ εὐάρεστη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική της πρόοδο. Αὐτὴ ἔμενε μαζὶ μὲ δύο νεαρὲς Δόκιμες.



Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ διηγηθῶ συνέβη κάποιο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.᾿Εκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο ἔφυγαν καὶ οἱ δύο Δόκιμες γιὰ νὰ πᾶνε κάπου καὶ ἡ Μοναχὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ ὴν μοναξιὰ καὶ νὰ προσευχηθῆ.Καὶ νὰ τὶ μοῦ εἶπε κατὰ λέξη:«Θυμοῦμαι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀπαγγέλω ἀπ᾿ ἔξω τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν Γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, ποὺ τὴν παρουσία Του ἔνοιωθα ἀκόμη στὴνκαρδιά μου, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχα κοινωνήσει.Εἶπα ἕνα Οἶκο καὶ μετὰ ἕναν ἄλλο κι᾿ ἄρχισα νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ψυχή μου ὅλο καὶ περισσότερο συγκινιόταν καὶ θερμαινόταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. ῞Υστερα σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ τρέμω ὁλόκληρη στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ νὰ κλαίω μὲ ἄφθονα δάκρυα.Οἱ φυσικές μου δυνάμεις μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσω, γονάτισα κι᾿ ἔβαλα μετάνοια μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, ἐνῶ συνέχιζα ἀπὸ μέσα μου νὰ λέω τὸν ᾿Ακάθιστο. Φαίνεται ὅτι τὸν εἶπα μέχρι τὴν μέση, γιατὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ συνέχισα.

Τὸ κάθε τὶ γύρω μου στὸ Κελλί, τὸ πάτωμα ποὺ ἤμουν γονατισμένη καὶ ὅλα τὰ ἀντικείμενα σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκαν· μπροστά μου παρουσιάσθηκε μιὰ ἄλλη σκηνὴ κι᾿ ἔβλεπα κάπου μακρυὰ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ μας ποὺ καθόταν ἐκεῖ. Τὸν περιτριγύριζαν ἕνα πλῆθος ὄντα ποὺ δὲν θυμοῦμαι, ἐὰν ἦταν ἄνθρωποι ἢ ῎Αγγελοι καὶ ποὺ ὅλα ἔψαλλαν μ᾿ ἕναν ἐξαίσιο μελωδικὸ τρόπο, ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν ἐκεῖ πίσω τους καὶ εὐφραινόμουν. Δὲν θυμοῦμαι τίποτ᾿ ἄλλο νὰ σοῦ εἰπῶ κι᾿ οὔτε ξέρω ἂν τὸ ὅραμα κράτησε πολύ, παρὰ μόνο ὅ,τι μοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ διακονήτριές μου, πὼς δηλαδὴ ὅταν ἦλθαν στὸ Κελλί μου καὶ μὲ εἶδαν πεσμένη μπροστὰ στὶς Εἰκόνες, νόμισαν στὴν ἀρχὴ πὼς προσευχόμουν, ἀλλὰ κατόπιν, βλέποντας ὅτι περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δὲν σηκωνόμουν, νόμισαν πὼς κοιμόμουν κι᾿ ἄρχισαν νὰ μὲ φωνάζουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ὁπότε μ᾿ ἄφησαν ἢσυχη.

῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν θαυμάσια αὐτὴ ἔκσταση καὶ τὸ ὅραμα, τὸ Κελλί μου ἦταν πάλι ἄδειο καὶ χάρηκα πολὺ γι᾿ αὐτό.Τὸ πάτωμα, στὸ σημεῖο ποὺ ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό μου, ἦτανκατάβρεχτο μὲ δάκρυα σὰν νὰ εἶχε χυθῆ νερό.Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη μου δὲν εἶχαν νεκρωθῆ, τὰ δάκρυα ὅμως οὔτε τὰ ἔνοιωσα, οὔτε τὰ συνειδητοποίησα καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ καθαρά, δὲν ἤξερα καθόλου τί μοῦ συνέβαινε.῾Η γλυκύτητα ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου αὐτὲς τὶς πανάγιες στιγμές, παρέμεινε γιὰ πολὺ μέσα στὴν ψυχή μου σὰν μάρτυρας τῆς οὐράνιας ἐπισκέψεώς μου».

Βλέπεις, ᾿Αδελφή, τί παραδείγματα ὑψηλῆς καὶ συγκεντρωμένης προσευχῆς ἔχομε ἀπὸ σύγχρονες Μοναχές;Ποιός μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νὰ ἐπιτύχωμε κι᾿ ἐμεῖς αὐτὸτὸ ὕψος;Στὰ βιβλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων ὑπάρχουν βέβαια πολλὰ παρόμοια παραδείγματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ ἔφερα σκόπιμα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς μας, γιατί, ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι.Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή, τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».

Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.
ΠΗΓΗ.Πνευματικα θησαυρισματα(.dosambr.wordpress.com )

Συνέντευξη με την μοναχή Φωτεινή-Μια ερημίτισσα των καιρών μας


Η μοναχή Φωτεινή ζει στο δάσος του Νέαμτς κοντά στη σπηλιά της Αγ. Θεοδώρας της Σίχλα εδώ σε μια καλύβα εδώ και πολλά χρόνια . Το κατά κόσμο όνομα της ήταν Φλοαρέα Μπουζίνκου ήταν παντρεμένη χώρισε και έχει ένα παιδί. .Έγραψε και δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα ,εργάστηκε αλλά πάντα ακολουθούσε το δρόμο του Θεού, ανεξάρτητα από τα προβλήματα και τις στενοχώριες της ψάχνοντας Τον στα μοναστήρια ,στις ακολουθίες και στο λόγο των πνευματικών. Έγινε μοναχή όταν η Αγ. Θεοδώρα της Σίχλα την θεράπευσε από τον καρκίνο κατά τρόπο θαυμαστό Εδώ στα βουνά της Σίχλα βρήκε τη πολυπόθητη γι' αυτή ησυχία σε μια καλύβα. Σίγουρα εδώ στην ερημιά οι πειρασμοί και οι δοκιμασίες είναι μεγάλες και για αυτό μας μιλάει η αδελφή Φωτεινή με πολύ ταπεινοφροσύνη


-Πως είναι να ζει κανείς στην έρημο αδερφή Φωτεινή σε σχέση με τη ζωή στο κόσμο; Επειδή λένε για αυτούς που διαλέγουν να ζήσουν στην ερημιά ότι είναι τρελοί

(μοναχή Φωτεινή ) – Σας λέγω σίγουρα ότι αν γεννιόμουν ξανά κατευθείαν στην ησυχία θα πήγαινα . Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ «ησυχίας» και «κόσμου», ακόμη και μεταξύ μοναστηριού και της ησυχίας της ερήμου. Σίγουρα οι πειρασμοί είναι πιο μεγάλοι στην έρημο αλλά η χαρά που δίνει ο Κύριος δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα εγκόσμιο. Αν από τη έρημο χρειαστεί να βγεις στον κόσμο (όπως καμιά φορά είναι ανάγκη να κάνω εγώ ) αισθάνεσαι ότι μπαίνεις στους «τρελούς»όπως και οι άλλοι λένε για αυτούς που αποτραβιόνται στην ερημιά….αλλά δε θέλω να προσβάλω κανέναν.

-Μπορούμε να πούμε ότι εδώ σε αυτή τη καλύβα είστε στο προθάλαμο του Παραδείσου;

-Εγώ χαίρομαι για ότι μου έδωσε ο Θεός επειδή αισθάνομαι ότι με αγαπάει η Παναγία, αλλιώς δε θα άντεχα στους πειρασμούς της ερήμου χωρίς τη βοήθεια της Παναγίας των Αγίων και του Χριστού ….επειδή ο εχθρός είναι πεισματώδης και επιθετικός ιδίως προς εκείνους που φέρουν το ζυγό του Χριστού και αποτραβήχτηκαν στην ησυχία

-Μοναχή Φωτεινή γνωρίζω μοναχούς και μοναχές που θέλουν να φύγουν από το μοναστήρι και να πάνε στη έρημο σε μια μικρή καλύβα στο δάσος, να είναι με το Χριστό ,μόνοι αυτοί και ο Χριστός, όσο και να υπέφερουν. Σε αυτούς θα ήθελα από τη πείρα σας να πείτε τι πειρασμοί τους περιμένουν



-Ναι, μπορώ να πω, αφού σίγουρα πολλοί μοναχοί είναι ήδη οικείοι με τις παγίδες και τις πονηριές του εχθρού. Αλλά δε ξέρω να δώσω συμβουλές η αγιοσύνη τους πρέπει να δώσει σε μένα. Αν αισθάνονται λοιπόν αυτή την ανάγκη, αφού έχουν μείνει στο μοναστήρι τουλάχιστον 10 χρόνια (συμφωνά με τους κανόνες) θα πρέπει να έχουν πρώτα από όλα την ευλογία του πνευματικού τους.

-Μετά το 1989 κυρίως βγαίνουν στο δάσος κάποιοι άνθρωποι που δε τα πάνε καλά με τους νόμους και αν δουν κάποιο μοναχό σε κάποιο καλυβάκι τον ληστεύουν. Αυτοί δε ξέρουν τι είναι ερημίτης ,μοναχός ,ότι διάλεξε να ζήσει στη φτώχεια και ότι δεν έχουν τι να κλέψουν.

-Ηρθαν και σε μένα δε πολυβρήκαν κάτι να κλέψουν, αλλά είχα μια υποτακτική ή οποία φοβήθηκε και έφυγε ,δεν άντεξε.


Ή τη νύχτα όταν κάνεις την ακολουθία του όρθρου συμβαίνει να αισθάνεσαι τον διάβολο να περνάει από κοντά σου και να αφήνει μια μυρωδιά ψοφιμιού, κάτι τρομερό και να χρειάζεται να ανοίξεις τη πόρτα και το παράθυρο της καλύβας για να μπορείς να συνεχίσεις τη προσευχή

-Εμφανίζεται αυτή η μυρωδιά χωρίς να υπάρχει η «πηγή» αυτής της μυρωδιάς;

-Ναι σίγουρα στο δάσος δεν υπάρχουν τέτοιες μυρωδιές. Αλλά είναι καλό αυτό επειδή ο Θεός επιτρέπει στο σατανά να σε πειράξει για να Τον πλησιάσεις πιο πολύ, επειδή ίσως δεν έκανες όλο το κανόνα και για αυτό έχεις πειρασμούς ,όπως εγώ η ανάξια όπου δεν προσεύχομαι όσο πρέπει και στενοχωρώ το Θεό. Άλλη φορά ενώ προσευχόμουν ήρθε κάποιος και μου ξερίζωσε υδρορροές από το τοίχο της καλύβας (αν και έξω δεν ήταν κανείς εγώ τα έβαλα στη θέση τους και συνέχισα τη προσευχή, αλλά έχασα αρκετό χρόνο για την επιδιόρθωση. Συνέχισα να διαβάζω το ψαλτήρι και πάλι άκουσα τις υδρορροές να πέφτουν…τις επιδιόρθωσα και συνέχισα τη προσευχή μου.



-Τι είναι πιο δύσκολο στην έρημο αδερφή Φωτεινή;

-Αυτό που είναι δύσκολο είναι η πάλη με τους λογισμούς . Είναι δύσκολη αυτή η πάλη επειδή ο εχθρός σου δίνει σκέψεις όπου ούτε που υποπτεύεσαι πως μπορεί να γεννήσει το μυαλό σου. Για παράδειγμα : «τι γυρεύεις εδώ ;», «γιατί ήρθες εδώ;», «άλλη δουλειά δεν έχεις;»,»δεν μπορούσες να μείνεις στον κόσμο;»

Για αυτό είναι καλό να μην επισκέπτονται συγγενείς επειδή τον αναστατώνουν, ίσως κάποια μοναχή ή μοναχός για να φέρει λίγο φαγητό. Είναι καλό όμως τον ερημίτη να μην τον επισκέπτεται κόσμος .Εμένα ο πνευματικός μου δε μου επιτρέπει να δέχομαι κόσμο και άλλωστε γιατί να έρθει κάποιος σε εμένα , τι συμβουλές να του δώσω …εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος …προσεύχομαι για όλο τον κόσμο όπως κάνει η εκκλησία μας.


μετάφραση-www.proskynitis.blogspot.com



πηγή-περιοδικό LUMEA MONAHILOR

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Γερόντισσα Ξένη τῆς Αἰγίνης (1867-1923)


Εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Αἴγινα. Πρόκειται γιὰ τὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ὁ Ἅγιος τοῦ 20ου αἰῶνα μὲ δέκα νέες ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ξεχώριζε ἡ Χρυσάνθη Στρογγυλοῦ, μία τυφλὴ Κρητικοπούλα.
Γεννήθηκε τὸ 1867 στὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης, ὅταν ἔβραζε ἡ κρητικὴ ἐπανάσταση γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Σὲ ἡλικία ἐννέα μηνῶν ἔχασε τὸ φῶς της ἀπὸ μηνιγγίτιδα. Οἱ γονεῖς τῆς Νικόλαος καὶ Μαρία, εὐσεβεῖς ἄνθρωποι τὴν φώτισαν μὲ τὸ χριστιανικὸ φῶς. Ἔτσι ὅταν ἡ τυφλὴ Χρυσάνθη ᾖρθε στὴν Ἀθήνα, φιλοξενήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς οἰκογένειες καὶ χάρη στὴν πνευματική της καλλιέργεια ἀγαπήθηκε ἀπ᾿ ὅλους. Πήγαινε τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία, στοὺς Ταξιάρχες, στὸ Πολύγωνο. Φοροῦσε καλογερικά. Ἐκεῖ τὴ συναντοῦσε ἡ Αἰκατερίνα Ματθοπούλου, εὐσεβὴς καὶ εὔπορη. Ἦταν νύφη τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου. Ἐκεῖ σύχναζε ἡ εὐσεβὴς κόρη ὅπου καὶ ἐγνώρισε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν σπίτι τῆς κ. Ματθοπούλου μετὰ ἀπὸ ἕνα μνημόσυνο. Ἀπὸ τότε ἡ κ. Χρυσάνθη μὲ μιὰ ὁμάδα καλῶν κοριτσιῶν εἶχαν γιὰ πνευματικὸ τοὺς πατέρα τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Οἱ πνευματικὲς συναντήσεις αὐτὲς γίνονταν στὸ σπίτι τῆς νύφης τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθόπουλου. Τὶς ἀφοσιωμένες αὐτὲς καρδιὲς τὶς πυρπολοῦσε ὁ πόθος τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸ Θεό. Τὸ 1904 ὁ Σεβ. Νεκτάριος διάλεξε ἕνα μέρος στὴ θέση Ξάντος στὴν Αἴγινα ὅπου ὑπῆρχε ἄλλοτε ἡ Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν νὰ μείνουν ὁ Ἅγιος με τὶς 10 νέες.
Μὲ τὴν πνευματικὴ διαύγεια ποὺ διέκρινε τὸν Ἅγιο, ὅρισε γιὰ ἡγουμένη τὴν τυφλὴ Χρυσάνθη ποὺ μετονομάστηκε Ξένη μοναχή.
Ὑπάρχουν προφορικὲς μαρτυρίες πιστῶν Αἰγινητῶν, ὅπου καταδεικνύεται ὁ θαυμαστὸς βίος, τὸ προφητικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα τῆς γερόντισσας, ὅπως καὶ ἡ ἐκ μέρους τῶν συμμοναζουσῶν της βαθιὰ ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση ὡς πρὸς τὴν ὁσία. Οἱ ἐνθυμήσεις ποὺ ἔχουν διασωθεῖ εἶναι ἀπολύτως χαρακτηριστικές, παραθέτουμε ἐνδεικτικὰ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτές:
«Ἦταν ἡ πρώτη ἡγουμένη τοῦ Μοναστηρίου» ἔλεγε ἡ Εὐαγγελία Μπέση. «Ἁγία γυναῖκα. Ἦταν προικισμένη μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἐφάρμοζε κατὰ γράμμα τὶς συμβουλὲς τοῦ Σεβασμιότατου καὶ βοηθοῦσε καὶ τὶς ἀδελφὲς νὰ τὶς ἐφαρμόσουν καὶ αὐτές. Τὴν σέβονταν ὅλες. Εἶχε καὶ θαυμάσιο ποιητικὸ τάλαντο. Ἦταν θρησκευτικὴ ποιήτρια. Ἔγραφε ὕμνους στὸ Χριστό, στὴν Παναγία, στοὺς Ἁγίους. Ὑπέροχη ψυχή. Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».
Παρεμφερεῖς εἶναι καὶ οἱ ἐνθυμήσεις τοῦ Σωτηρίου Οἰκονόμου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Ριζάρειο Σχολή, διηγεῖται μὲ ἔμφαση: «Ἁγία ψυχή! Μάλιστα ἀπορῶ πῶς δὲν τὴν ἀνακήρυξαν καὶ αὐτὴν ἁγία».
Ἡ Πετρούλα Βότση-Γιαννακοπούλου ἀφηγήθηκε προσωπική της ἐμπειρία: «Ἦταν Ἅγιος ἄνθρωπος! Χαριτωμένος. Εἶχε καὶ χάρισμα προορατικό. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα τὸ ἐξομολογητήριο, ἦταν παλιὰ πορτίτσα μισή - μισὴ πάνω μισὴ κάτω. - Καλημέρα Γερόντισσα, τῆς ἔλεγα. -Καλῶς τὴν Πετρούλα, ἀποκρινόταν καλοσυνάτα. Ὅποιος καὶ ἂν τὴν πλησίαζε, δίχως φυσικὰ νὰ βλέπει, οὔτε μία ἀκτῖνα φῶς, ἐπικοινωνοῦσε μαζί του σὰν νὰ ἔβλεπε κανονικά. Λέτε καὶ δὲν ἦταν τυφλή. Εἶχε χάρισμα...».
Ἰδιαιτέρως σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ἀνιψιᾶς της, Μαρίας Στρογγυλοῦ: «Ὅταν προσευχόταν, νόμιζες πῶς δὲν πατοῦσε στὴ γῆ! Ὅτι βρισκόταν στὸν οὐρανό!»
Ἡ Αἰγηνίτισσα μοναχὴ Νεκταρία ἔλεγε γι᾿ αὐτή: «Ἦταν ἁγία γυναῖκα! Εὐωδιάζουν τὰ ὀστᾶ της! Πολλὰ βράδια στὸ ἀπόδειπνο -ἀφοῦ εἶχε κοιμηθεῖ ὁ Ἅγιος- ἔβλεπε ἕνα Γεροντάκι μὲ τὸ σκουφάκι του τὸ μαῦρο καὶ περιφερόταν γύρω-γύρω, τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας. Δὲν ἔβλεπε καθόλου. Ἀλλὰ τὰ πάντα «ἔβλεπε». Ὅταν ἔμπαινε στὸ Ναὸ ἔλεγε: -Γιατί παιδιά μου ἔχουν σκόνη οἱ Εἰκόνες αὐτές; Μιὰ μέρα μοῦ εἶπε: -Γιατί Ζηνοβία φορᾷς τόσο κοντὸ φουστανάκι, ἀφοῦ θὰ γίνεις μοναχή;»
Τὸν Ἅγιο τὸν ξενύχτησαν πολλοὶ στὸ Μοναστήρι. Ἡ Γερόντισσα Ξένη γύριζε γύρω-γύρω καὶ παρηγοροῦσε τὸν κόσμο ποὺ ἔκλαιγε. Τὸ ἀπόγευμα πρὶν κοιμηθῇ ὁ Δεσπότης, οἱ καλόγριες πῆραν τηλεγράφημα ποὺ ἔλεγε ὅτι πάει καλύτερα στὸ Ἀρεταίειο. Χάρηκαν. Ἡ Ξένη ὅμως δὲν χάρηκε. Τὸν εἶχε δεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τῆς εἶπε: -Ἦρθα νὰ σᾶς χαιρετίσω. Ἀναχωρῶ! Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα μάθαμε τὰ μαντάτα. Ὁ Δεσπότης κοιμήθηκε.
Στὶς ἑκατὸν τριάντα ἕξι σῳζόμενες ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, οἱ ἑκατὸν δέκα περίπου ἀποστέλλονται πρὸς τὴν «ὁσιωτάτην ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὴν ὁσίαν Ξένην». Ἡ ὁσία παρὰ τὴν ἀσθενικήν της κράση ἐβίαζε τόσον ἐαυτὴν προσευχομένη καὶ νηστεύουσα, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τῆς ὑπενθυμίζῃ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐκθέτῃ τὴν ὑγεία της σὲ κίνδυνο. Ἄλλοτε πάλι, τῆς ἔγραφε «νὰ ὀλιγοστεύσῃ τὰ κομβοσκοίνια». Ἐκείνη, βεβαίως, πειθαρχοῦσε, διότι ἦτο ἄνθρωπος ὑπακοῆς, ἐγνώριζε, ἐξ ἄλλου, καλῶς τί θὰ ἀπαντοῦσε ὁ ἅγιος ὅταν ὁποιαδήποτε μοναχὴ παρήκουε τὶς νουθεσίες του: «Φυλάξατε τὰς συνθήκας τοῦ ἁγίου σχήματος καὶ τοὺς νόμους Του».
Ἡ ἴδια εἶχε μεγάλη εὐαισθησία καὶ φόβο Θεοῦ προκειμένου νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ποτὲ δὲν μεταλάμβανε ἂν δὲν ἔπαιρνε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου. Εἶχε βαθιὰ ταπείνωση. Ἀρκεῖ νὰ μνημονευθεῖ ὅτι ὅταν τῆς ἔδιναν καινούργιο ράσο δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸ φοράῃ καινούργιο, γι᾿ αὐτὸ ἔκοβε ὁρισμένα τεμάχια καὶ τοποθετοῦσε στὴν θέση τοῦ μπαλώματα, ὥστε νὰ φαίνεται παλαιό. Εἶχε διαυγῆ διάκριση καὶ θεάρεστη ὑπομονή. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, πεπεισμένος διὰ τὴν πνευματική της σοφία καὶ σύνεση, τῆς ἔγραφε νὰ γνωρίσῃ τὶς ἀδελφὲς «ὅτι ὀφείλουσιν ἅπασαι νὰ ἐξαγορεύονται τοὺς λογισμούς των εἰς αὐτήν», ἄλλοτε πάλι, τῆς ἔγραφε: «ἐπιθυμῶ οὐδεμία τῶν ἀδελφῶν πλήν σου νὰ διατάσσῃ».
Ἀσκούμενη καὶ ἁγιαζομένη τοιουτοτρόπως, κατέστη ἔμπειρος εἰς τοὺς ὅρους τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος τῆς ἔγραφε γιὰ μία ἀδερφή: «Ὑπομιμνήσκω αὐτὴ τοὺς ὅρους τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Πρῶτον: Αὐταπάρνησις. Ταύτη ἕπεται ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος καὶ ἡ ὑποταγή. Δεύτερον: Ὑπομονὴ καὶ ταπείνωσις καὶ τὰ παρεπόμενα ταῖς ἀρεταῖς ταύταις. Καὶ τρίτον: Προσοχὴ καὶ διάκρισις» καὶ ἐν συνεχείᾳ τῆς παραγγέλει: «Περὶ αὐτῶν καὶ περὶ τῶν λοιπῶν τοῦ πολιτεύματος ὅρων νὰ τὴν διδάξεις σύ». Ἡ θεία Ἡγουμένη Ξένη - ἔχουσα ὑπόψη της τὸ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» – ἐβίαζε τὸν ἐαυτόν της (ὅπως τὴν καθοδηγοῦσε ὁ ἅγιος) μετὰ συνέσεως ἐν πᾶσι», «ὥστε ἡ πίστις, ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν ἔβαινον κάθ᾿ ἑκάστην τελειούμεναι». Ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου πατέρα της. Ἀγωνιζόταν νὰ δουλεύει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἔχει τὸ νοῦ της στὸ Θεό, καὶ αὐτὰ προσπαθοῦσε νὰ ἐμπνεύσει καὶ στὶς ψυχὲς τῶν μοναζουσῶν τῆς ἀδελφότητος, συνιστώντας σὲ αὐτὲς τὴν προσευχή, καὶ τὴν προσοχή. Μάλιστα, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦν τὶς παρακινοῦσε κάθε μέρα νὰ γράφουν στὴν παλάμη τοὺς προσοχὴ καὶ προσευχή. Ἐπαναπαυόμενος ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴν ἁγιότητά της, τῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σταυρώσει μὲ ἅγιο λείψανο μία ἀδερφή. Στὴ σκέψη της καὶ στὴ γνώμη της, ὁ ἅγιος ἔδινε πολὺ σημασία, γι᾿ αὐτὸ τῆς ἀνέθεσε ἐν λευκῷ καὶ κατὰ τὴν κρίση της τὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ κελλί του τὸ ἔκτισε τελικὰ ἐκεῖ ποὺ εἶχε τὴν γνώμη της νὰ κτισθεῖ.
Αὐτὰ εἶναι στὴν πνευματικὴ σφαῖρα συντελούμενα θαύματα, μιὰ ἀγράμματος, στερούμενη καὶ τοῦ φυσικοῦ φωτὸς τῶν ματιῶν, κατορθώνει νὰ διοικεῖ μοναστικὴ ἀδελφότητα καὶ νὰ προάγει αὐτὴ πνευματικῶς.
Ἡ μοναχὴ Ξένη «εἶχε μία πηγαία ποιητικὴ φλέβα, μιὰ εὐαίσθητη ψυχὴ ποὺ τὴν λέπτυναν ἀκόμη περισσότερο ὁ πόνος καὶ ἡ πίστη. Αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράζει σὲ στίχους τὰ συναισθήματα ποὺ τὴν πλημμύριζαν, τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸ Χριστό, τὴν Παναγία, τὸ δέος μπροστὰ στὴν φοβερὴ Δευτέρα Παρουσία, τὸ φόβο γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ τὸν κρυμμένο πόνο, γιὰ τὸ βαθὺ σκοτάδι ποὺ τὴν ἔζωνε. Οἱ στίχοι ποὺ ἡ τύφλωσή της τῆς ἐμπνέει τρέμουν ἀπὸ στεναγμό, ἀλλὰ δονοῦνται ἀπὸ ἁπαλὴ πίστη καὶ ἁπαλύνουν μὲ τὴν παρηγοριὰ ποὺ ἡ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ δώσει».

Ἐξομολόγηση τῆς τυφλῆς

Ἄνθρωποι, λυπηθεῖτε με γιὰ τὴν κατάστασή μου,
καὶ δεηθεῖτε τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὴν ψυχή μου.
Πιστεύσατε μὲ ἀδελφοί, ἀλήθεια τὸ λέγω,
Σὲ μένα ἐπερίσσευσε τὸ ὄνομα τῶν ἔργων.
Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποία ἡ ἀρετή μου,
Λέγω, γυμνὴ παντὸς καλοῦ ὑπάρχει ἡ ψυχή μου.
Ἐστερημένη ἀρετῶν καὶ κατακεκριμένη,
καὶ πάσης ἀγαθότητος ἐγκαταλελειμένη.
Ἔχω πτωχείαν ἄπειρον, πληγᾶς καὶ ἀσθενείας
Καὶ κινδυνεύω νὰ χαθῶ εἰς βάθος ἀπωλείας.
Ἔχω δεινὴν ἀμέλειαν, μεγάλην ὀκνηρίαν,
Θυμὸν ὑπερηφάνειαν, σκληρότητα, κακία.
Εἶμαι ψυχρὰ στὴν ἀρετήν, θερμὴ εἰς τὴν κακία,
Ἑτοίμη εἰς τοὺς γέλωτας καὶ τὴν πολυλογία.
Ἀντὶ τῆς κατανύξεως ἔχω ἀναισθησία,
Ἀντὶ νὰ κλαίω πάντοτε γελῶ ἡ τρισαθλία.
Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι τί, καὶ ὅλα τὰ καλύπτει.
Ὡς πότε θὰ ἐξαπατῶ τὸν κόσμο ἡ ἀθλία,
Μὲ τὰς ψευδεῖς μου ἀρετὰς καὶ τὴν ὑποκρισία;
Ὅταν ὁ κόσμος μὲ ἐπαινεῖ, χαίρω καὶ καμαρώνω
Καὶ ὅταν μὲ ἐλέγχουσι, λυποῦμαι καὶ θυμώνω.
Ὅσοι μὲ ἐγνωρίσατε πρέπει νὰ λυπεῖσθε,
καὶ δάκρυα νὰ χύνετε, ὅταν θὰ μὲ ἐνθυμεῖσθε.
Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ μὲ διαφωτίσει
Καὶ δι᾿ εὐχῶν σας ἀδελφοί, ἐλπίζω νὰ μὲ σώσῃ,
Καὶ ἐκ τῆς δεινῆς κακίας μου νὰ μὲ ἐλευθερώσει.
Αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ Ἡγουμένη ποιήτρια Ξένη. Εἶχε βαθιὰ ταπείνωση, διαυγῆ διάκριση καὶ θεάρεστη ὑπομονή. Ὁ Θεὸς τῆς χάρισε καὶ ποιητικὸ τάλαντο. Δὲν εἶναι βέβαια κάποια ξακουστὴ ποιήτρια. Τὰ ἁπλὰ ποιήματά της ὅμως δροσερὰ ἀγριολούλουδα, κομμένα ἀπὸ τὸν καλλιεργημένο ἀγρὸ τῆς ποιητικῆς της φύσης, συνθέτουν μία ὡραία ἀνθοδέσμη, ποὺ θὰ διατηρεῖ αἰώνια τὴν εὐωδία της, ἀφοῦ ἀναφέρονται στὸν αἰώνιο καὶ Ἀμάραντο Ρόδο, τὴν Παναγία Μητέρα του.
Μᾶς θυμίζουν τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος στὸν τυφλὸ Θεολόγο τῆς Ἀλεξάνδρειας Δίδυμο: «Μὴν σὲ ταράσσει ποὺ δὲν ἔχεις τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καὶ οἱ μῦγες καὶ τὰ κουνούπια. Χαῖρε διότι ἔχεις ὀφθαλμούς, μὲ τοὺς ὁποίους καὶ οἱ ἄγγελοι βλέπουν, μὲ τοὺς ὁποίους βλέπουμε τὸ Θεὸ καὶ τὸ δικό του φῶς.»
Μερικὰ ποιητικὰ θησαυρίσματα σὰν τῆς τυφλῆς αὐτῆς κόρης, μποροῦν νὰ δώσουν μία ἀφορμὴ γιὰ βαθύτερες σκέψεις καὶ ἀναζητήσεις. Εἶναι ἕνας μακρινὸς ἀπόηχος τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τοῦ Καισαρίου Δαπόντε. Μιὰ ζωντανὴ συνέχεια τοῦ θρησκευτικοῦ δημοτικοῦ στίχου. Καὶ εἶναι πολὺ συγκινητικὸ ὅτι καὶ στὴ ἐποχή μας ἔχουμε τέτοια λουλούδια ἀπὸ τὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ τέτοια γυναικεῖα ἀναστήματα, πλάι στὸν ἅγιο τοῦ αἰῶνα μας.
Κοιμήθηκε τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1923.

Μακρίνα Μοναχή


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiikoKo_qkHHCPIehCVA2KYbmZR9tOylYwsoyfYQ5KdNqcYizeQ-Ky-okrHtuj89ebKkj4l-DwyHV5ylxdXU0L8eT3NAPBx4B86j-CzOU2mls54yiwmaHLK3u49AUuChqHEUVo_mawGi8/s1600/%25CE%259C%25CE%2591%25CE%259A%25CE%25A1%25CE%2599%25CE%259D%25CE%2591+%25CE%259C%25CE%259F%25CE%259D%25CE%2591%25CE%25A7%25CE%2597.jpg
Η Γερόντισσα Μακρίνα, προηγουμένη της Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) από την Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας.

Η Γερόντισσα Μακρίνα, κατά κόσμον Μαρίκα Τσιροπούλα, γεννήθηκε στην Λειβαδιά το 1917. Πολύ ευκατάστατη η οικογένειά της και η ίδια ζούσε μια κοσμική ζωή μέχρι τα 35 της περίπου χρόνια, όταν η Χάρη του Θεού την επισκέφθηκε. Από τότε με την καθοδήγηση των διακριτικών πνευματικών πατέρων π. Δανιήλ και π. Γρηγεντίου άλλαξε τρόπο ζωής και έγινε ενεργό μέλος της Εκκλησίας και της ενορίας.

Η ψυχή της, όμως, “πυρακτουμένη θεϊκώ έρωτι” ζητούσε κάτι βαθύτερο. Έτσι “ως πρόβατον Θεοδιψητικόν” εγκατέλειψε τον κόσμο και ενώθηκε με τις γνωστές της Μοναχές και την Γερόντισσα Ανθούσα της Μονής Ευαγγελιστρίας. Μετά, όμως, από 7 χρόνια, με την ευλογία και την συγκατάθεση της Γερόντισσας και του τότε Μητροπολίτου κυρού Νικοδήμου, έκανε πράξη τον λογισμό της, πήρε την απόφαση να ριχθή στον σκληρό αγώνα της μοναξιάς και του μόχθου, να εγκατασταθή στην δύσβατη, απρόσιτη, έρημη και ερειπωμένη τότε Μονή Πελαγίας για να την ανακαινίση, μα περισσότερο να ανάβη το κανδήλι της Παναγίας. Φοβερό το τόλμημα, οικτρές οι συνθήκες, ερείπια παντού, όμως, δεν κλονίσθηκε, δεν δειλίασε, δεν λύγισε. Αντίθετα με θάρρος, με ακράδαντη πίστη και με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό και με την πεποίθηση ότι ήταν δικό Του θέλημα, οπλισμένη παράλληλα με σωματική και πνευματική ανδρεία και υπομονή και με μια εσωτερική δύναμη πού, όπως πολλές φορές η ίδια διαβεβαίωνε, την ενίσχυε σε όλες τις δυσκολίες και αντιξοότητες, ανέλαβε να φέρη εις πέρας το δύσκολο αυτό έργο.


Η αγάπη της για τον Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν πηγαία. Με ειλικρινή, άδολη αγάπη και αβραμιαία φιλοξενία δεχόταν όλους. Συμμετείχε στα προβλήματα και τις στενοχώριες τους, προσευχόταν για αυτούς, τους συμβούλευε, τους καθοδηγούσε.

Η προσευχή της ήταν απλή, ζωντανή. Ζούσε έντονα την παρουσία του Θεού και των αγίων και όλα τα ερμήνευε ως θαύματα. Ο Θεός την ενίσχυε ποικιλοτρόπως, άκουγε ψαλμωδίες, φωνούλες, τιτιβίσματα πουλιών. Με δάκρυα θερμά φώναζε πολλές φορές “Κύριέ μου μη με εγκαταλείψης”.

Όταν πλησίαζε τα 70 της χρόνια και αρκετές ασθένειες είχαν κάνει την εμφάνισή τους, οι δε δυνάμεις της είχαν αρχίσει να την εγκαταλείπουν, ενέτεινε τις προσευχές της και παρακαλούσε με δάκρυα την Κυρία Θεοτόκο να φροντίση να στείλη αδελφότητα να συνεχίση το έργο της “και να μην ερημώση το Μοναστηράκι της” που τόσο αγάπησε. Τότε ήταν, καθώς έλεγε η ίδια, που την επισκέφθηκε ο π. Πορφύριος και της προείπε ότι ο Θεός θα της πάρη όλες τις αρρώστιες και ότι “θα ρθούν πολλές και καλές μοναχές· εσύ να είσαι καλή μαζί τους”. Και πράγματι, όταν το 1987 με την μεσολάβηση του Σεβ. Μητροπολίτη Θηβών κ. Ιερωνύμου εμφανίσθηκε η νέα αδελφότητα, την δέχθηκε ολόψυχα, παραιτήθηκε από Ηγουμένη και με σεβασμό υποτάχθηκε στην καινούρια, την Γερόντισσα Φωτεινή, ενσωματώθηκε και έζησε μαζί τους επί 17 χρόνια σαν μια οικογένεια παρά την διαφορά της ηλικίας και το γεγονός ότι είχε μείνει μόνη της για 19 ολόκληρα χρόνια. Όχι μόνο ήταν υποδειγματικά προοδευτική, καλή και συνεργάσιμη αλλά ενστερνίσθηκε και ό,τι η νέα αδελφότητα αγαπούσε (τον πνευματικό, τους Γεροντάδες, τους αγίους).

Φιλακόλουθη, όπως ήταν, δεν παρέλειπε να κατεβαίνη στον Ναό ακόμη και με χιόνια, παγετούς, πυρετό. Αγαπούσε πολύ να διαβάζη το ψαλτήρι και τους κανόνες. Χαιρόταν να βλέπη να γίνωνται έργα και μάλιστα αυτά που βοηθούσαν στην καλύτερη διαβίωση των αδελφών (όπως ηλεκτροδότηση, καινούρια πτέρυγα, καλοριφέρ, αγιογράφηση του Καθολικού, εκδόσεις των βιβλίων, κεντήματα).

Αγαπούσε πολύ την άσκηση όχι μόνο στην τροφή και στην ενδυμασία αλλά και το σωματικό κόπο γιατί αυτά βοηθούσαν στην ταπείνωση. Και αν καμιά φορά γινόταν κάποια παρεξήγηση, άλλαζε αμέσως λογισμό, και πρώτη έτρεχε να βάλη μετάνοια. Είχε δε χύσει πολλά δάκρυα για εκείνο το αυθόρμητο εγκάρδιο χαρακτηριστικό της γέλιο. Ζώντας, βέβαια, μέσα στην ορθόδοξη μοναχική παράδοση δεν ιδιοποιήθηκε καθόλου το έργο της αλλά, όπως διαβεβαίωνε και πίστευε η ίδια, το απέδιδε εξ ολοκλήρου στην δύναμη και βοήθεια του Θεού. Ισχύει εδώ το του ψαλμωδού: “Κατατρύφησον του Κυρίου και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου”.

Πλήρης, λοιπόν, ημερών, 87 ετών, και γεμάτη εσωτερικά, μετά από μια δύσκολη τρίμηνη κατάκλιση, όπου αποκαλύφθηκε η όλη της εσωτερική εργασία και καλλιέργεια, εν μέσω όλης της αδελφότητος, έφυγε οσιακά, αθόρυβα. Ετάφη στον άγιο Αλέξιο, όπου πριν 5 χρόνια η ίδια είχε ετοιμάσει τον τάφο της.

Στον επικήδειο λόγο του ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών κ. Ιερώνυμος μεταξύ των άλλων είπε: “...Σήμερα φεύγει από κοντά μας η Γερόντισσα Μακρίνα δικαιωμένη. Γιατί αυτά που ήθελε, αυτά για τα οποία αγωνίσθηκε, ο Θεός της τα χάρισε. Λένε πολλοί ότι τα έσχατα του ανθρώπου τον χαρακτηρίζουν. Και τα έσχατα της Γερόντισσας Μακρίνας ήταν ευλογημένα. Μια ομάδα αγγέλων πλάι της την υπηρετούσαν, την διακονούσαν. Όχι ένα ή δύο παιδιά να υπηρετήσουν την μητέρα, αλλά 5-6-7 παιδιά να είναι συνέχεια στην υπηρεσία της και την διακονία της. Έτσι, λοιπόν, φεύγει πλήρως αναπαυμένη, χαρούμενη, αφού είδε να ολοκληρώνωνται τα οράματά της, πολλές φορές δε μου έλεγε στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις μας "Δόξα τω Θεώ για όλα αυτά τα οποία με αξίωσε να κάνω, να δω και να ζήσω".

Να ευχηθούμε από την χώρα των ζώντων στην οποία αναπαύεται να εύχεται για όλους μας, για τους κατά σάρκα και πνεύμα συγγενείς, για όσους είχαν συνδεθή μαζί της, για τους προσκυνητές του Μοναστηριού, αλλά ιδιαίτερα για την αδελφότητα, “τις κόρες της” όπως έλεγε, να τις ευλογή ο Θεός, να τις δίνη δύναμη και κουράγιο στην δύσκολη αυτήν εποχή, ώστε να την μνημονεύουν, να προσεύχωνται γι’ αυτήν και εκείνη γι’ αυτές ώστε να ολοκληρώνεται αυτό που είπε ο Κύριος ότι δηλαδή όλοι μας είμαστε μια οικογένεια και δεν έχουμε εδώ πόλη αλλά την μέλλουσα επιζητούμε.

Η μνήμη της αδελφής Μακρίνας Μοναχής να είναι αιωνία”.

Μ.Σ.
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ -ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ-ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΜΟΝΑΧΗ ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ ΔΕΒΕΝΤΖΗ. ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΜΠΑΣΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ. Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΕ....

....


Η κατά κόσμον Παναγιώτα, θυγατέρα των ευσεβών Φωτίου και Διαμάντως Δερβεντζή γεννήθηκε εις το χωρίον Μπάσι του νομού Κορινθίας γύρω στα 1900 (τότε τα κορίτσια δεν αναγράφοντα στα μητρώα).
Στην τρυφερά ηλικία των 8 ετών έχασε τον πατέρα της και αναγκάστηκε όπως και τα αδέλφια της Πάτρα, Κατίνα, Αλέκος και Φώτης να ξενιτευτεί για να αντιμετώπιση μόνη της τη ζωή. Έτσι Βρέθηκε στο σπίτι κάποιων ευλαβών ομογενών στην Αίγυπτο, οι όποιοι την προσέλαβαν ως οικιακή Βοηθά. Οι άνθρωποι αυτοί καθώς είδαν τον απλό και σεμνό χαρακτήρα της και την εργατικότητα, προθυμία και ειλικρίνεια της την ξετίμησαν και την είχαν σαν παιδί τους. Της φέρθηκαν καλά χωρίς να την εκμεταλλεύονται ή να την στενοχωρούν. Τούς μισθούς της δε, τούς κατέθεταν ακέραιους σε Τράπεζα του Καΐρου.
Στα 30 της χρόνια αξιώθηκε να πραγματοποίηση ένα άγιο και ευσεβή πόθο της: να προσκυνήσει εις τα θεοβάδιστα μέρη της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ. Στην Ιερουσαλήμ οραματίστηκε 3 άνδρες πού της έδωσαν εντολή να επιστρέψει στο χωριό της στην Ελλάδα και να κτίση ένα ναό προς τιμήν τους. Εκείνη με την απλότητα πού διέθετε, θεώρησε ότι ήταν οι 3 Ιεράρχες και φρόντισε να προμηθευθεί σύντομα κάποια εικόνα τους. Όμως οι μορφές της εικόνας δεν έμοιαζαν με εκείνες πού οραματίστηκε. Τις μορφές ανεγνώρισε στο εικόνισμα της Αγίας Τριάδος πού της έδωσε ό πνευματικός της.
Με την ευλογία του αγίου εκείνου ανδρός και την αμέριστη συμπαράσταση ιών αφεντικών της, έθεσε σε εφαρμογή το θεάρεστο έργο της.
Έγραψε στ' αδέλφια της Αλέκο και Κατίνα και τους ανέθεσε να αναλάβουν το έργο άνεργέσεως του ναού της Αγίας Τριάδος δίπλα στο ναΐσκο της Αγίας Κυριακής στην γενέτειρά της στο Μπάσι. Με χρήματα από την προσωπική της εργασία λοιπόν και χάρις στις ανύσταχτες της ενέργειες αναγκάστηκε και ήταν ολιγογράμματος, έθεμελιώθη το έτος 1936 ό ιερός ναός της Αγίας Τριάδος. Με τους μισθούς της επίσης αγοράστηκε και ικανή έκταση γύρω από το ναό με σκοπό την μελλοντική ίδρυση Μονής.
Το 1946 έρχεται οριστικά στην Ελλάδα και έγκαταβιώνει στο μοναδικό τότε κελλάκι πού βρίσκεται στα ΒΑ τού ναού. Με τη συμπαράσταση του πρώτου εξαδέλφου της Παναγιώτου Σκούρα ιερέως και διδασκάλου κείρεται μοναχή υπό τού τότε Μητροπολίτου Κορινθίας και κατόπιν Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ στον ιερό ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Γκούρας Κορινθίας το έτος 1949 λαμβάνουσα το όνομα Πρίσκιλλα.
Με τις σύντονες προσπάθειές της και την συμπαράσταση των Μπασιωτών μετέβαλε σύντομα τον αγριεμένο τόπο σε οίκον Θεού, σε συγκροτημένο μοναστήρι πού το στόλιζαν οι δίδυμες εκκλησίες τής Αγίας Τριάδος και τής Αγίας Κυριακής.
Με τη συντροφιά των Αγίων και τής προσευχής ζούσε ευτυχισμένη στο ερημητήριο της από το όποιο έξήρχετο· μόνο για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει στις πλησιόχωρες ενορίες και πάντοτε πεζή. Πεζή έξαλλου επεσκέφθη και την Ιερά Μητρόπολη τρεις φορές όταν χρειάστηκε να μεταβεί εκεί για υποθέσεις του μοναστηρίου της. Και αυτό γιατί θεωρούσε κάθε άνεση ανεπίτρεπτη για τις μοναχές.
Στο ταπεινό αλλά ευλογημένο μοναστηράκι της έζησε και αρκετές δύσκολες στιγμές ιδίως κατά τη διάρκεια τού δεύτερου αντάρτικου (1946- 1949). Τότε οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν τις εκκλησίες για κατάλυμα και άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν με τα ξύλα από την ξυλεία πού προοριζόταν για την επένδυση των κελιών. Κάποια φορά ξέχασαν αναμμένη τη φωτιά και έτσι κατεκάη ή επίπλωση τού ναού χωρίς όμως να καταστραφούν οι εικόνες τού τέμπλου.
Ή απλοϊκή Γερόντισσα έκτοτε υπέφερε από φοβίες. Κάποια νύχτα όταν μετά τον κανόνα της έγειρε να κοιμηθεί, άκουσε μια ουράνια φωνή να τής υπαγορεύει μία προσευχούλα την οποία αποστήθισε και ή οποία έκτοτε έγινε ή παρηγοριά της μέσα στην ερημιά.
Ή προσευχή εκείνη έλεγε τα έξης:
«Βρίσκομαι στην ερημιά, κι έχω απέναντι μου υψηλά Βουνά, κι έχω τον Θεό Πατέρα, τον Ιησού παρηγοριά. Τα πουλάκια πού πετούνε, δω και εκείνες μες τα κλαδιά τσίου - τσίου τα καημένα, πώς πετούν χαριτωμένα τί ευχάριστο για μένα, πού δεν βλέπω άλλον κανένα! Με το βλέμμα ιλαρό τα υποδέχομαι και γώ και μαζί συνομιλώ. 'Ω Ποιητά μου, Λυτρωτά μου, δώσε θάρρος στην καρδιά μου να ξεχνώ την ερημιά μου, στα ιερά καθή κοντα μου, στην καλή την Παναγιά μου, πούχω πάντα συντροφιά μου, στην καλή μου Παναγιά, συντροφιά μου και ελπίδα».
Ή αείμνηστος Γερόντισσα ήταν καλοσυνάτη και ευγενής με όλους, αποφεύγοντας κάθε κοσμικότητα στην συμπεριφορά της. Διακρίθηκε για την ακλόνητο πίστη και την ευσέβεια της, τη βαθειά ταπείνωση, την πραότητα και την συγχωρητικότητά της ως επίσης και την εντιμότητα της, χάρισμα σπάνιο και το όποιο την καθιέρωσε στην συνείδηση των Μπασιωτών σαν πνευματική τους Μητέρα.
Το στόμα της δεν εξέφρασε ποτέ άπρεπη ή πικρό λόγο, ή δε διδαχή της κινούσε τον τυχόντα συνομιλητή της εις μετάνοια και διόρθωση. Το κομποσκοίνι και η ευχή ήταν αχώριστοι σύντροφοι της.
Η δίαιτα της ήταν λιτότατη και λιγοστή. Το κελάκι της απλό και απέριττο πρόδιδε την πνευματική εργασία που ετελείτο εκεί σε όποιον εισερχόταν σε αυτό.
Διάθετε και το ιαματικό χάρισμα το οποίο πλουσιοπάροχα της χορήγησε η Θεία Χάρις για την αγία βιωτή της και την καθαρή προσευχή της. Έτσι εξελίχθηκε σε μάνα κάθε πονεμένου ο οποίος την πλησίασε και ο οποίος έφευγε χαρούμενος με τη
βεβαίωση ότι θα ενεργήσει για ιό πρόβλημα του ή ταπεινή προσευχή της αγίας εκείνης γυναικός.
Αξιώθηκε να απόκτηση και μία υποτακτική, την αδελφή Θωμαϊδα ή οποία με αυταπάρνηση την εξυπηρέτησε όταν γύρω στα ογδόντα της χρόνια έσπασε το πόδι της. Δοξάζοντας το ύπερύμνητον όνομα της Αγίας Τριάδος και αδιαλείπτως προσευχόμενη έκοιμήθη στις 22 Αυγούστου 1984.
Τις πληροφορίες μας έδωσε το πνευματικόν τέκνον της Γεροντίσσης, ό εκείνες Κιάτου Κορινθίας καταγόμενος Θεολόγος Γεώργιος Μαγκιρίδης, ό οποίος σαν παιδί έπεσκέπτετο τακτικά την Γερόντισσα και ρουφούσε αχόρταγα τη διδαχή της.


ΒΙΒΛΙΟΓ. ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ