Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Γερόντισσα Ταϊσία Σαλόπιβα: πνευματικό παιδί του Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης




῾Η ῾Οσιωτάτη Καθηγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς τοῦ Λεουσένι
(1840 – 1915)
Σύντομος Βίος
Η ΗΓΟΥΜΕΝΗ Ταϊσία, κατὰ κόσμον Μαρία Σαλόπιβα, κατήγετο ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ μεγάλου Ρώσου ποιητοῦ ᾿Αλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837).
Γεννήθηκε τὸ 1840 στὴν ᾿Επαρχία Νόβγκοροντ καὶ ἐσπούδασε στὸ ᾿ΙνστιτοῦτοΠαυλόβσκυ τῆς Πετρουπόλεως, μία Σχολὴ γιὰ κορίτσια ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς.Τὸ ἔτος 1862, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀποφοίτησί της, ἄρχισε τὴν μοναστική τηςζωὴ στὴν πόλι Τιχβὶν τῆς ᾿Επαρχίας Νόβγκοροντ, στὴν γυναικεία Μονὴ τῶνΕἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Εἶναι γνωστό, ὅτι στὴν ἀντίστοιχη ἀνδρι- κὴ Μονὴ τοῦ Τιχβίν, ἡ ὁποία ὠνομάζετο καὶ «Μεγάλο Μοναστήρι», ἐφυλάσσετο καὶ ἡ περίφημη θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Τιχβίν, τῆς ὁποίας ἡ Σύναξις τελεῖται τὴν 26η ᾿Ιουνίου.
Τὸν πρῶτο χρόνο τῆς δοκιμασία της στὴν Μονὴ ρασοφορέθηκε καὶ τὸ 1870 ἔλαβε τὸ Μικρὸ Σχῆμα καὶ ὠνομάσθηκε ᾿Αρκαδία. Τὸ 1872 μετώκησε στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φοβερᾶς Προστασίας στὸ Σβέριν καὶ τὸ 1878 στὴν Μονὴ τῆς Παναγίας Φανερωμένης στὸ Σβάνσκυ τῆς ᾿Επισκοπῆς Νόβγκοροντ, ὅπου καὶ ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχὴ τὸν ἑπόμενο χρόνο, λαβοῦσα τὸ ὄνομα Ταϊσία.
Τἣν 19.3.1881 διωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη ᾿Ισίδωρο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς νεοπαγοῦς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου στὸ Λεουσένι τῆς περιοχῆς Μποροβιτσί. Η ᾿Αδελφότητα ἐκείνη ἀντιμετώπιζε τότε πολλὰ καὶ δύσκολα προβλήματα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἐνέργειες καὶ τὴν καθοδήγησι τῆς Γεροντίσσης Ταϊσίας, ἡ πρώην ἄγνωστη καὶ πτωχὴ μοναστικὴ Κοινότης τοῦ Λεουσένι ἀνωρθώθηκε καὶ τὸ 1885 ἀναγνωρίσθηκε ἐπισήμως ὡς Κοινόβιο ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐνσυνεχείᾳ ἀνεδείχθη σὲ ἕνα Μοναστήρι πρώτης τάξεως, διάσημο γιὰ τὴν μοναχική του πειθαρχία καὶ τὴν παραδειγματική του ὀργάνωσι.
Στὴν Μονὴ Λεουσένι, ἡ ὁποία μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχθηκε σὲ σπουδαῖο κέντρο ἐκκλησιαστικῆς διαπαιδαγωγήσεως, ἀλλὰ καὶ μορφώσεως, ἀφοῦ περιελάμβανε καὶ Σχολεῖα, ἡ Μητέρα Ταϊσία παρέμεινε ὡς ῾Ηγουμένη μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς κοιμήσεώς της, 2ας ᾿Ιανουαρίου 1915, ἡμέρα κοιμήσεως καὶ τοῦ ῾Αγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.
Τὸ ἱερὸ σκήνωμά της ἐτάφη στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει κατακλυσθῆ ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ φράγματος τοῦ ποταμοῦ Βόλγα· ἔτσι, τὸ εὐλογημένο Λείψανο τῆς Μητέρας Ταϊσίας εὑρίσκεται σήμερα στὸν βυθό αὐτῆς τῆς τεχνιτῆς λίμνης.
* * *
Η χαρισματικὴ ῾Ηγουμένη Ταϊσία ἦταν πνευματικὴ θυγατέρα πρῶτα τοῦ
῾Οσιωτάτου ᾿Αρχιμανδρίτου Λαυρεντίου τῆς Μονῆς ᾿Ιβήρων τοῦ Βαλντάϊ (1808-1876, + 2 ᾿Ιουλίου) καὶ ἀργότερα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης (+20.12.1908), τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωστῆρος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας, τὸν ὁποῖο συχνὰσυνώδευε στὰ ταξίδια καὶ προσκυνή-ματά του γιὰ νὰ ἱδρύη μὲ τὴν εὐλογίατου μοναστηριακὰ Μετόχια.
῾Υπῆρξε μία ἀπὸ τὶς περιφημότερες Μοναχές, γνωστὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐπικράτεια τῆς Ρωσίας γιὰ τὴν ἀρετή, τὴν μόρφωσι καὶ τὰ σπάνια διοικητικά της χαρίσματα.
῞Ιδρυσε γιὰ τὰ ὀρφανὰ τῶν Κληρικῶν ἕνα μοναστηριακὸ Σχολεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ τὸν καιρὸ ἀναβαθμίσθηκε σὲ ᾿Εκκλησιαστικὸ Κολλέγιο Θηλέων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ Μοναστήρι τοῦ Λεουσένι νὰ καταστῆ φυτώριο πνευματικῆς μορφώσεως καὶ διαφωτισμοῦ στὶς βόρειες περιοχὲς τῆς ᾿Επισκοπῆς τοῦ Νόβγκοροντ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριακονταετοῦς ἡγουμενείας της εἶχε τόσοἐνεργὸ καὶ σημαντικὴ συμμετοχὴ στὴν ἵδρυσι καὶ ὀργάνωσι πολλῶν νέων γυναικείων Μονῶν στὴν Βόρεια Ρωσία, ὥστε δὲν ὑπῆρξε κυριο λεκτικὰ οὔτε ἕνα νεοϊδρυμένο Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ὠργανώθηκε μὲ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῆς ῾Ηγουμένης Ταϊσίας.
Γιὰ τὸ Μοναστήρι της τοῦ Λεουσένι ἔκτισε τρία μεγάλα Μετόχια: στὸ Τσερεπόβιτς, στὴν Πετρούπολι καὶ στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τοῦ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης, στὸν ποταμὸ Σοῦρα τοῦΑρχαγγέλου.
῞Ιδρυσε ἐπίσης καὶ ἐστερέωσε τὸ Μοναστήρι τοῦ Βοροντσὼφ στὴν᾿Επισκοπὴ τοῦ Πσκώφ, καθὼς καὶ τὸ Μετόχι της στὴν Πετρούπολι.᾿Επίσης, μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης, ἦταν μία ἀπὸ τοὺς ἱδρυτὲς τῆς Μονῆς τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ νησὶ Καρπόβκα τῆς Πετρουπόλεως, ὅπου σήμερα ὑπάρχει ὁ θαυματόβρυτος τάφος τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κρονστάνδης.
῾Η ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς ᾿Εκκλησίας (τὸ 1889), καθὼς καὶ ὁ
Τσάρος τῆς Ρωσίας (τὸ 1892), τῆς ἀπένειμαν τὸν ἐπιστήθιο Σταυρὸ
καὶ τὸν χρυσὸ ἀδαμαντοκόλλητο Σταυρὸ ἀντιστοίχως, γιὰ τὴν μεγάλη
της προσφορὰ στὸν Μοναχισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ στὴν Ρωσικὴ ᾿Εκκλη-
σία γενικώτερα.
Κατὰ τὰ ἔτη 1910, 1911 καὶ 1913 ἔλαβε διάφορα δῶρα προσωπικὰ
ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Νικόλαο Βʹ καὶ τὴν Αὐτοκράτειρα ᾿Αλεξάνδρα,
τοὺς μετέπειτα Βασιλομάρτυρας (+4/17. 6. 1918).
* * *
῾Η Μητέρα Ταϊσία ὑπῆρξε ἐπίσης ἄριστη παιδαγωγὸς καὶ ταλαντοῦχος συγγραφεύς.
Τὰ ἐκδοθέντα ἔργα της εἶναι τὰ ἑξῆς:
1. Κανὼν εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου.
2. Χαιρετισμοὶ (᾿Ακάθιστος) εἰς τὸν ῞Αγιον Συμεὼν τὸν Θεοδόχο.
3. Συνομιλίες μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κρονστάνδης.
4. ῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης ὡς Ποιμένας.
5. ῾Η Γυναικεία Μοναστικὴ Κοινότητα τοῦ Σοῦρα (ποίημα).
6. Ποιήματα (τόμοι τρεῖς).
7. Αὐτοβιογραφία.
8. ῾Η ζωὴ τῆς διὰ Χριστὸν Σαλῆς Γερόντισσας Εὐδοκίας Ροντιόνοβα.
9. Γράμματα σὲ μία ᾿Αρχάρια Μοναχὴ
(Αʹ- ΙΔʹ).
10. Λόγος κατὰ τὴν ρασοφορία Μοναζουσῶν τῆς Μονῆς τοῦ Σοῦρα
στὸν ᾿Αρχάγγελο.
• Στὰ ἑλληνικά, ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία, νὰ κυκλοφοροῦν
σὲ δύο τόμους ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Τὸ ῞Αγιον ῎Ορος» στὴν Θεσσαλονίκη,
τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 3 καὶ 7 μαζὶ (πραγματικὸ ἐντρύφημα!), καθὼς καὶ μερικὰ
Ποιήματα, ὑπ᾿ ἀριθ. 6 (1992)· ἐπίσης, τὰ ὑπ᾿ ἀριθ. 9 καὶ 10 μαζὶ
(1993).
..Διδασκαλία περί προσευχής.
῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος διαιρεῖ τὴν προσευχὴ σὲ τρία στάδια καὶ λέγει:«᾿Αρχὴ μὲν προσευχῆς, προσβολαὶ μονολογίστως διωκόμεναι ἐκ προοιμίων αὐτῶν· μεσότης δέ, τὸ ἐν τοῖς λεγομένοις καὶ νοουμένοις εἶναι τὴν διάνοιαν· τὸ δὲ ταύτης τέλειον, ἁρπαγὴ πρὸς Κύριον»1.«᾿Αρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲςπροσβολὲς στὴν ἀρχή τους μ᾿ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο.Μέσον τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματατῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸςτὸν Κύριο».Σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο στάδιο φθάνουν κατὰ κανόνα μόνον ὅσοιἔχουν τελειοποιηθῆ στὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ τὸ μεγάλο του ἔλεος ἀξιώνει μερικοὺς νὰ πάρουν μιὰ γεύση αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἔστω κι᾿ ἂν δὲν ἔχουν προχωρήσει πολὺ στὴν προσευχή,σὰν ἀνταμοιβὴ τῶν προσπαθειῶν ποὺ καταβάλλουν.Θὰ σοῦ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα2.
* * *
῎Ημουν ἀκόμη ἀρχάρια, Δόκιμη, καὶ ἡ Γερόντισσά μου, ἡ Μητέρα Γλαφύρα, μ᾿ ἔστειλε σὲ μιὰν ἄλλη Γερόντισσα, τὴν Μοναχὴ Θεοκτίστη.
῏Ηταν μετὰ τὸν ῾Εσπερινό, ὅταν οἱ περισσότερες Μοναχὲς πηγαίνουν στὴν Τράπεζα.
῞Οταν ἔφθασα στὴν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ εἶπα, σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα δίχως νὰ περιμένω ἀπάντηση. Πέρασα τὸ κατώφλι καὶ εἶδα τὴν ἀκόλουθη σκηνή.
Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Κελλιοῦ καὶ μπροστὰ στὶς Εἰκόνες ἦταν γονατισμένη ἡ Γερόντισσα Θεοκτίστη μὲ τὰ χέρια της ὑψωμένα σὲ δέηση καὶ τὰ μάτια της προσηλωμένα στοὺς ῾Αγίους.Προφανῶς δὲν εἶχε καταλάβει ὅτι μπῆκα, ἂν καὶ εἶχα εἰπεῖ τὴν εὐχὴ μεγαλόφωνα καὶ ἡ πόρτα ἔτριξε δυνατά. ῏Ηταν ἐντελῶς μόνη
της στὸ Κελλί. Εγὼ στάθηκα μὲ ἀμηχανία στὸ κατώφλι, μὴ τολμώντας νὰ προ-
χωρήσω καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνω. ᾿Εὰν ἔμενα στὸ Κελλὶ ὑπῆρχε
φόβος νὰ φέρω τὴν Γερόντισσα σὲ δύσκολη θέση, ὅταν θὰ συνερ-
χόταν καὶ ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε κάποια μάρτυρας τῆς ὑψηλῆς προσευχῆς
της, κι᾿ ἂν ἔφευγα θὰ ἔτριζε πάλι ἡ πόρτα. ῞Υστερα δὲν ἤθελα καὶ
νὰ φύγω.
Στὸν διάδρομο ἄρχισαν ν᾿ ἀκούγωνται οἱ χαρούμενες φωνὲς τῶν ᾿Αδελφῶν, ποὺ εἶχαν πιὰ τελειώσει τὸ γεῦμα τους στὴν Τράπεζα καὶ πήγαιναν στὰ Κελλιά τους κι᾿ ἑτοιμάσθηκα νὰ προλάβω τὶς δύο Δόκιμες τῆς Γερόντισσας, ποὺ θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἐπιστρέφουν.
᾿Εκεῖνες ὅμως δὲν ἦλθαν, πρᾶγμα ποὺ μὲ εὐχαρίστησε πολύ.
Δὲν ξέρω πόσην ὥρα ἔμεινα ἔτσι στὸ κατώφλι ἀναποφάσιστη
καὶ ἔκθαμβη μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. ῎Ισως νὰ ἦταν μιὰ ὁλόκληρη ὥρα,
ἴσως καὶ παραπάνω.
…῾Η Γερόντισσα δὲν ἄλλαξε θέση, δὲν κινήθηκε καθόλου, μόνο οἱ
σποραδικοὶ λυγμοί της καὶ κάποια σιγανὰ καὶ ἀκαθόριστα ἐπιφωνή-
ματα μαρτυροῦσαν ὅτι ἦταν σὲ ἐγρήγορση. Τέλος κατέβασε τὰ χέρια της κι᾿ ἔσκυψε τὸ κεφάλι της στὸ πάτωμα. ῎Εμεινε σ᾿ αὐτὴν τὴν στάση λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ σηκώθηκε καὶ φύσηξε τὴν μύτη της στὸ μαντήλι της.
Κατάλαβα τότε ὅτι ἡ Γερόντισσα εἶχε συνέλθει ἀπὸ τὴν ἔκσταση
κι᾿ ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ καταλάβη ὅτι ἤμουν ἐκεῖ καὶ τὴν στενοχωρήσω,
μισάνοιξα τὴν πόρτα καὶ εἶπα πάλι δυνατὰ τὴν εὐχή, κάνοντας
πὼς ἔμπαινα μόλις ἐκείνη τὴν στιγμή.
«᾿Αμήν», ἀπάντησε κι᾿ ἔτρεξε γρήγορα καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ ἕνα χώρισμα στὴν γωνία τοῦ κελλιοῦ της. Μετὰ βγῆκε ἀργὰ-ἀργὰ τρίβοντας τὰ μάτια της καὶ μουρμούρισε πὼς ἔστειλε κάπου τὶς δόκιμές της κι᾿ αὐτὴν τὴν πῆρε λίγο ὁ ὕπνος.
᾿Εγὼ ἔβαλα μετάνοια συγκρατώντας μὲ δυσκολία τὰ δάκρυά μου καὶ τῆς εἶπα τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχα ἔλθει, ἀλλὰ ἐκείνη φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἄκουγε τὰ λόγια μου καὶ πράγματι δὲν μποροῦσε νὰ τ᾿ ἀκούση, γιατὶ μὲ τὴν ψυχή της βρισκόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο καλύτερο τόπο, ποὺ δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Μὲ κοίταξε λοιπὸν μὲ ἀπορία καὶ στὸ τέλος εἶπε:
«Μήπωςβρίσκεσαι ἐδῶ ἀπὸ ὥρα;».
᾿Επανέλαβα τότε τὸ ψέμα μου ὅτι μόλις εἶχα μπῆ τώρα ποὺ εἶπα τὴν εὐχὴ κι᾿ ἔτριξε ἡ πόρτα, ἀλλὰ προφανῶς μὲ πρόδιδε ἡ ὄψη μου, γιατὶ τὰ δάκρυά μου ἤθελαν νὰ τρέξουν ποτάμι, καθὼς ἔβλεπα τὴν ἤρεμη καὶ ἀγγελικὴ ἔκφραση, ποὺ ἦταν ἀποτυπωμένη στὸ πρόσωπο τῆς Γερόντισσας. ᾿Εξακολούθησα ὅμως νὰ ἐπιμένω στὸ ψέμα μου, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ταράξω τὴν Μοναχή.
Αὐτὴ παρέμενε σιωπηλή, ὅσην ὥρα μιλοῦσα ἐγώ, μὰ φαινόταν νὰ σκέφτεται ἄλλα καὶ ὄχι ὅ,τι τῆς ἔλεγα. Εν τῷ μεταξὺ μὲ ἀπασχολοῦσε καὶ μένα ἡ σκέψη τί θὰ ἔλεγα
στὴν Γερόντισσά μου, ποὺ μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν καθ-
υστέρησή μου. ῾Η Μητέρα Θεοκτίστη καθόταν ἀκόμη σιωπηλὴ μὲ τὸ βλέμμα καρ- φωμένο κατ᾿ εὐθεῖαν μπροστά· τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀσταμάτηταἀπὸ τὰ μάτια της, μὰ δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὰ σκουπίση· ἦτανφανερὸ ὅτι οὔτε κἂν τὰ πρόσεχε καὶ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση
μετέωρη, λυπημένη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἔκσταση.
Τέλος μὲ ξαναρώτησε: «Βρίσκεσαι πολλὴν ὥρα ἐδῶ;».Αὐτὴν τὴν φορὰ δὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ εἰπῶ τίποτε, μόνο τῆςἔβαλα ἐδαφιαία μετάνοια. Δὲν μπορῶ κι᾿ ἐγὼ νὰ καταλάβω πῶςβρῆκα τὸ θάρρος νὰ τὴν ρωτήσω: «Μητέρα, τί σοῦ συνέβη;».᾿Εκείνη ἔστρεψε τὸ βλέμμα της μὲ μιὰ ἐρωτηματικὴ ἔκφραση καὶμὲ κοίταξε καλά· μετὰ εἶπε μὲ καλωσύνη: «Τίποτε δὲν μοῦ συνέβη,παιδί μου, μὰ νά, ἦταν σὰν νὰ πέταξα καὶ νὰ πῆγα κάπου, σὰν νὰ εἶδα κάτι», κι᾿ ἄρχισε πάλι νὰ κλαίη.
Μετὰ ἀφοῦ σώπασε γιὰ λίγο συνέχισε: «῞Ενα πρᾶγμα ἔχω νὰ
εἰπῶ, ῾῾Δόξα σοι, Κύριε᾿᾿…» κι᾿ ἔκανε τὸν σταυρό της.
Μετὰ μὲ ρώτησε γιὰ τὰ δικά μου καὶ μὲ παρηγόρησε λέγοντάς
μου νὰ μὴ στενοχωριέμαι γιὰ τὶς θλίψεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Τέλος
μὲ κατευόδωσε: «Πήγαινε τώρα στὸ καλὸ καὶ πὲς στὴν Γερόντισσά
σου ὅτι ἐγὼ σὲ κράτησα».
῾Η Γερόντισσα Θεοκτίστη προερχόταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν ἁπλῶν χωρικῶν καὶ ἦταν ὀλογιγράμματη, ἴσως καὶ τελείως ἀγράμματη.Γιὰ πολλὰ χρόνια τὸ διακόνημά της ἦταν ἡ πολὺ δύσκολη δουλειὰ τῆς συλλογῆς εἰσφορῶν· πήγαινε δηλαδὴ στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μάζευε χρήματα γιὰ τὸ Μοναστήρι.
῞Οταν πιὰ γέρασε καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ δυνάμεις της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πήγαινε μόνο στὶς ᾿Ακολουθίες στὴν ᾿Εκκλησία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες Γερόντισσες.
῾Η ζωή της στὸ κελλί, ἂν κρίνω ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἦταν σὰν ὅλων τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς της ἦταν γνωστὴ μόνον σ᾿ ᾿Εκεῖνον ποὺ «ἐτάζει καρδίας».
* * *
Θὰ σοῦ διηγηθῶ τώρα ἕνα ἄλλο περιστατικὸ3 σχετικὰ πάλι μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ ἀνυψώνει πάνω ἀπὸ τὰ γήϊνα αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦν σ᾿ αὐτήν.
Στὸ Μοναστήρι μας ὑπῆρχε μιὰ Μοναχή, σχετικὰ νέα, ἀλλὰ πολὺ εὐάρεστη στὸν Θεὸ γιὰ τὴν πνευματική της πρόοδο. Αὐτὴ ἔμενε μαζὶ μὲ δύο νεαρὲς Δόκιμες.
Αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ διηγηθῶ συνέβη κάποιο Σάββατο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.᾿Εκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ τὸ δεῖπνο ἔφυγαν καὶ οἱ δύο Δόκιμες γιὰ νὰ πᾶνε κάπου καὶ ἡ Μοναχὴ θέλησε νὰ ἐκμεταλλευθῆ ὴν μοναξιὰ καὶ νὰ προσευχηθῆ.Καὶ νὰ τὶ μοῦ εἶπε κατὰ λέξη:«Θυμοῦμαι ὅτι ἄρχισα νὰ ἀπαγγέλω ἀπ᾿ ἔξω τοὺς Χαιρετισμοὺς στὸν Γλυκύτατο ᾿Ιησοῦ, ποὺ τὴν παρουσία Του ἔνοιωθα ἀκόμη στὴνκαρδιά μου, ἀφοῦ ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχα κοινωνήσει.Εἶπα ἕνα Οἶκο καὶ μετὰ ἕναν ἄλλο κι᾿ ἄρχισα νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ψυχή μου ὅλο καὶ περισσότερο συγκινιόταν καὶ θερμαινόταν ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. ῞Υστερα σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ τρέμω ὁλόκληρη στὴν ψυχὴ καὶ
στὸ σῶμα καὶ νὰ κλαίω μὲ ἄφθονα δάκρυα.Οἱ φυσικές μου δυνάμεις μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ γιὰ νὰ μὴν πέσω, γονάτισα κι᾿ ἔβαλα μετάνοια μπροστὰ στὶς ἅγιες Εἰκόνες, ἐνῶ συνέχιζα ἀπὸ μέσα μου νὰ λέω τὸν ᾿Ακάθιστο. Φαίνεται ὅτι τὸν εἶπα μέχρι τὴν μέση, γιατὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ συνέχισα.
Τὸ κάθε τὶ γύρω μου στὸ Κελλί, τὸ πάτωμα ποὺ ἤμουν γονατισμένη καὶ ὅλα τὰ ἀντικείμενα σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκαν· μπροστά μου παρουσιάσθηκε μιὰ ἄλλη σκηνὴ κι᾿ ἔβλεπα κάπου μακρυὰ τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ μας ποὺ καθόταν ἐκεῖ. Τὸν περιτριγύριζαν ἕνα πλῆθος ὄντα ποὺ δὲν θυμοῦμαι, ἐὰν ἦταν ἄνθρωποι ἢ ῎Αγγελοι καὶ ποὺ ὅλα ἔψαλλαν μ᾿ ἕναν ἐξαίσιο μελωδικὸ τρόπο, ἐνῶ ἐγὼ στεκόμουν ἐκεῖ πίσω τους καὶ εὐφραινόμουν. Δὲν θυμοῦμαι τίποτ᾿ ἄλλο νὰ σοῦ εἰπῶ κι᾿ οὔτε ξέρω ἂν τὸ ὅραμα κράτησε πολύ, παρὰ μόνο ὅ,τι μοῦ εἶπαν κατόπιν οἱ διακονήτριές μου, πὼς δηλαδὴ ὅταν ἦλθαν στὸ Κελλί μου καὶ μὲ εἶδαν πεσμένη μπροστὰ στὶς Εἰκόνες, νόμισαν στὴν ἀρχὴ πὼς προσευχόμουν, ἀλλὰ κατόπιν, βλέποντας ὅτι περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δὲν σηκωνόμουν, νόμισαν πὼς κοιμόμουν κι᾿ ἄρχισαν νὰ μὲ φωνάζουν, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ὁπότε μ᾿ ἄφησαν ἢσυχη.
῞Οταν συνῆλθα ἀπὸ τὴν θαυμάσια αὐτὴ ἔκσταση καὶ τὸ ὅραμα, τὸ Κελλί μου ἦταν πάλι ἄδειο καὶ χάρηκα πολὺ γι᾿ αὐτό.Τὸ πάτωμα, στὸ σημεῖο ποὺ ἀκουμποῦσε τὸ μέτωπό μου, ἦτανκατάβρεχτο μὲ δάκρυα σὰν νὰ εἶχε χυθῆ νερό.Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ μέλη μου δὲν εἶχαν νεκρωθῆ, τὰ δάκρυα ὅμως οὔτε τὰ ἔνοιωσα, οὔτε τὰ συνειδητοποίησα καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ καθαρά, δὲν ἤξερα καθόλου τί μοῦ συνέβαινε.῾Η γλυκύτητα ποὺ γέμισε τὴν καρδιά μου αὐτὲς τὶς πανάγιες στιγμές, παρέμεινε γιὰ πολὺ μέσα στὴν ψυχή μου σὰν μάρτυρας τῆς οὐράνιας ἐπισκέψεώς μου».
* * *
Βλέπεις, ᾿Αδελφή, τί παραδείγματα ὑψηλῆς καὶ συγκεντρωμένης προσευχῆς ἔχομε ἀπὸ σύγχρονες Μοναχές;Ποιός μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ἀπὸ τὰ νὰ ἐπιτύχωμε κι᾿ ἐμεῖς αὐτὸτὸ ὕψος;Στὰ βιβλία τῶν ῾Αγίων Πατέρων ὑπάρχουν βέβαια πολλὰ παρόμοια παραδείγματα, ἐγὼ ὅμως σοῦ ἔφερα σκόπιμα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς μας, γιατί, ὅταν διαβάζωμε κι᾿ ἀκοῦμε διηγήσεις γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῶν ῾Αγίων, λέμε συχνὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν δική μας ἀμέλεια: «Τότε ὑπῆρχαν ῞Αγιοι.Αὐτὸ ἔγινε ἐκείνη τὴν ἐποχή, τώρα ὅμως οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδύνατοι καὶ οἱ καιροὶ ἄλλαξαν!».
Νὰ λοιπόν, μάθε ἀπὸ τὴν δική μου πεῖρα ὅτι ἀκόμη καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀληθινοὶ ἀγωνιστές.Οὔτε ὁ χρόνος, οὔτε ὁ τόπος κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἡ σταθερὴ ἀπόφασή του.
Νὰ προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ στερήση τὴν εὐλογία Του.

Η ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΗ ΜΟΝΑΧΗ ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ Chin(+1977)


Θεωρούμε ιδιαίτερη τιμή και ευλογία την παραχώρηση εκ μέρους της Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου ,της βιογραφίας της νεοφανούς Οσιομάρτυρος Ελένης του Καυκάσου που ασκήτεψε και μαρτύρησε στην περιοχή Τσίν(Chin), στον Ορεινό Καύκασο.
Η βιογραφία αυτή γράφτηκε από τον Iερομόναχο  Σάββα Βατοπαιδινό(ή   π.Δημήτριο ,κατά κόσμο Χριστόφορο Τελιανίδη) ,ο οποίος ζει στις μέρες μας και οποίος όχι απλώς έζησε κοντά στην Γερόντισσα αλλά κληρονόμησε από αυτή και το χάρισμα της θεραπείας με την ευχή του Ιησού.
Η βιογραφία της Οσιομάρτυρος Ελένης εκδόθηκε στα Γεωργιανά από τον Γεώργιο Μονανούλι ,με την ευλογία του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Πάσης Γεωργίας  κ. κ.Ηλία Β΄.Μεταφράστηκε από Βατοπαιδινούς πατέρες,την επεξεργάστηκε δε  ο θεολόγος  κ.Αλέκος Χριστοδούλου ,και μέρος της βιογραφίας  αυτής δημοσιεύουμε εμείς.
Ευχαριστούμε την Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου για την ευλογία αυτή.
Παρακαλούμε όσους αναδημοσιεύσουν το άρθρο αυτό ή  τμήματα του άρθρου καθώς και την μοναδική φωτογραφία της οσιομάρτυρος Ελένης να μνημονεύουν υποχρεωτικά και την Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου στην οποία ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα της βιογραφίας της νεοφανούς Αγίας.
«Δια  πρεσβειών της Οσίας μητρός ημών Ελένης, Κύριε Ιησού Χριστέ  ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμην».
πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.
Πρόλογος Ρωσικής εκδόσεως
Σ’ αυτή τη μάταιη και αμαρτωλή ζωή όπου υπάρχουν πολλές θλίψεις και πολλοί πειρασμοί, στην οποία βασιλεύει η αρρώστια της αμαρτίας και της κακίας, όλοι είμαστε άρρωστοι και στο σώμα και στην ψυχή. Μερικές φορές όταν συναντάς έστω και ελάχιστη αγάπη και καλοσύνη, χωρίς να το θέλεις σε προσελκύει ο άνθρωπος σαν με κάποια αόρατα δίκτυα, διότι από αυτόν εξέρχεται η έμπνευση της χάριτος. Όλοι μας έχουμε στη διάθεσή μας τους βίους και τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας, όμως πρέπει να πούμε ότι η πεινασμένη ψυχή χορταίνει περισσότερο με την επαφή με αγίους της εποχής μας και με ζωντανά σύγχρονα παραδείγματα αρετής.
Πριν αρκετά χρόνια μιλώντας με ένα χριστιανό της ενορίας μας έμαθα πως ο Γέροντας της γυναικείας μονής στην Τσάλκα, ο π. Δημήτριος Τελιανίδης (νύν αρχιμανδρίτης Σάββας) θεραπεύει αρρώστους με την ευχή του Ιησού. Τον καιρό εκείνο διάβαζα με επιμέλεια βιβλία περί της νοεράς προσευχής. Αμέσως γεννήθηκε μέσα μου μεγάλη επιθυμία να τον επισκεφθώ μαζί με άλλους χριστιανούς της ενορίας μου. Από τον πνευματικό πατέρα μου τον π. Ζουράμπ Ανθάδζε άκουσα ότι ο π. Δημήτριος είναι πολύ ξακουστός εργάτης της ευχής. Πήρα ευλογία από τον πνευματικό μου για να τον επισκεφθώ μαζί με τον δεκάχρονο γυιό μου, ο οποίος τότε ήταν άρρωστος και είχε ανάγκη θεραπείας.
Ήταν χειμώνας και αργά το βράδυ, όταν πήγαμε στο δήμο Ίσανη της Τιφλίδας εκεί που έμενε τότε ο Γέροντας Σάββας σε μία πολυκατοικία. Στο διαμέρισμα ήταν πολύς κόσμος και κρατήσαμε τη σειρά μας. Διάβαζαν τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου αδιάκοπα. Πολλές εικόνες, πολλά αναμμένα καντήλια και πολλά κεριά βρίσκονταν στο διαμέρισμα. Βασίλευε προσευχητική διάθεση. Περιμένοντας τη σειρά μας, μάθαμε πολλές περιπτώσεις θεραπείας αρρώστων που οι γιατροί δεν τους έδιναν ελπίδες. Τελικά ήλθε η σειρά μας. Ο Γέροντας καθόταν σε μία μικρή πολυθρόνα λέγοντας χαμηλόφωνα την ευχή του Ιησού. Με τα δάχτυλά του σταύρωνε τα πονεμένα μέρη του σώματος και κάπου-κάπου ρωτούσε τον ασθενή πώς αισθανόταν. Κοντά μας κάθονταν άλλοι άρρωστοι που προσκυνούσαν το σταυρό του Γέροντα με τη σειρά τους. Αυτά όλα ήταν αξέχαστα για μένα.
Κοίταζα τα παιδιά, τους γέρους και τις γυναίκες οι οποίοι ήταν βασανισμένοι από τις ασθένειές τους και σκεφτόμουν πως σήμερα που τόσο έντονα διαφημίζονται οι ιατρικές επιτεύξεις, η Εκκλησία με τα χέρια των αληθινών δούλων της θεραπεύει χωρίς αμοιβή ανίατα νοσήματα, και αυτό το κάνει όχι μόνο για τα τέκνα της, αλλά και για τους απίστους.
Μετά από μερικές επισκέψεις στον Γέροντα Σάββα, πήρα μαζί μου και την μητέρα μου και την πεθερά μου. Κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων στις συνομιλίες μου με τον Γέροντα έμαθα ότι έχει γραμμένες κάποιες μοναδικές σημειώσεις για κάποια Γερόντισσα Ελένη την οποία γνώριζε ο Γέροντας. Τον παρακάλεσα να μου τις δείξει. Δεν αρνήθηκε. Με μεγάλη συγκίνηση ξεφύλλισα τα παλιά λιωμένα φύλλα στα οποία το κείμενο ήταν γραμμένο με τη γραφομηχανή. Όπως μου είπε ο Γέροντας αυτά γράφτηκαν πριν πολλά χρόνια και μερικά φύλλα λιώσανε ή χάθηκαν. Πήρα ευλογία από τον Γέροντα και έκανα αντίγραφα. Όλη τη νύχτα αδιάκοπα διάβαζα τις σημειώσεις αυτές. Μπροστά μου αποκαλύφθηκε η ιστορία και ο βίος της αφανούς για τους χριστιανούς μοναχής Ελένης, η οποία ασκήτευε στα βουνά της Αμπχαζίας. Eίναι αδύνατο να εκφράσω εκείνη την κατάσταση που αισθανόμουν όταν διάβαζα αυτή την ιστορία. Μου γεννήθηκε μεγάλη επιθυμία να δημοσιεύσω και εκδώσω και αυτό το βιβλίο. Γι’ αυτό πήρα την ευλογία του Γέροντα και άρχισα με επιμέλεια και κόπο. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ειλικρίνεια της διηγήσεως σ’ αυτή την ιστορία περί της Χριστιανικής αγάπης που σπάνια τη συναντάς. Αυτό είναι μία από τις φωτεινές σελίδες της ιστορίας της Γεωργιανής Εκκλησίας.
Εκείνον τον καιρό παρ’ όλες τις καταπιέσεις της κρατικής Κομμουνιστικής μηχανής χριστιανοί διαφορετικής εθνικότητας έμεναν και δούλευαν μαζί, βαστά­ζοντας αλλήλους και έτσι τήρησαν τις εντολές του Χριστού.
Ο Γέροντας Σάββας μου έλεγε πως δεν είχε διαβάσει, ούτε ακούσει παρόμοια θαύματα σαν αυτά που είδε με τα μάτια του κοντά στη Γερόντισσα Ελένη· αλλά μόνο ελάχιστα από αυτά τα παράδοξα γεγονότα κατέγραψε.

Γενικά βιογραφικά στοιχεία.
Η Μεγαλόσχημη μοναχή Ελένη γεννήθηκε το 1889 στην πόλη Πένζα. Είχε δύο αδελφούς και δύο αδελφές. Ο παππούς της καταγόταν από την Κύπρο και είχε παντρευτεί στη Ρωσία. Η Ελένη όταν ήταν πέντε χρονών αρρώστησε βαριά. Οι γονείς της απελπισμένοι την πήραν σε κάποιο μοναστήρι, στην πόλη Πσκώβ, στο οποίο με τη χάρη του Θεού έγινε εντελώς καλά. Ευχαριστημένοι την άφησαν εκεί, όπου πέρασε και τα παιδικά της χρόνια. Μεγάλωσε στην υπακοή και πολύ νέα έγινε μοναχή. Η αδελφή της η Νίνα όταν έγινε δώδεκα χρονών έγινε κι αυτή μοναχή στην ίδια μονή.
Όταν οι κομμουνιστές άρχισαν τις διώξεις κατά της Εκκλησίας, το μοναστήρι αυτό κλείστηκε αμέσως. Οι αδελφές μετακόμισαν στη Μόσχα, κοντά στον τότε Πατριάρχη Τύχωνα, όπου υπηρετούσε ο κατά σάρκα αδελφός τους Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ.
Τον καιρό εκείνο η Γερόντισσα Ελένη μετά από ασθένεια εισήχθη στο νοσοκομείο στη Μόσχα, και της αφαίρεσαν έναν νεφρό. Μετά την εγχείριση οι γιατροί την συμβούλευσαν να πάει στην Γεωργία, στην πόλη Σοχούμ, σε τόπο που δεν έπρεπε να ήταν ούτε ψηλά στα βουνά, ούτε κοντά στη θάλασσα. Πριν από τη συμβουλή των γιατρών εμφανίστηκε η Θεοτόκος στην Γερόντισσα και της έδειξε την τοποθεσία, που θα έμενε. Μετά τη σύσταση των γιατρών ο αδελφός της, ο Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ πήγε στο Σοχούμ για να βρεί ένα σπίτι για τη Γερόντισσα Ελένη. Ψάχνοντας συναντήθηκε με τους Έλληνες, οι οποίοι κατοικούσαν στο χωριό Τσίν. Αυτοί τον πήραν και του έδειξαν μία έρημη περιοχή, όπου έμεναν μερικοί μοναχοί και εκεί αγόρασαν ένα μικρό κελλί.
Το 1921 η Γερόντισσα Ελένη ήρθε σ’ αυτή την τοποθεσία, που λεγόταν Τσίν. Έτσι ονομάστηκε η μοναχή του Τσίν.
Στο ασκητήριο στο Chin.
Στην αρχή της διαμονής ήταν πολύ δύσκολα στην έρημο, επειδή οι άνθρωποι ήταν άγνωστοι. Ο Θεός όμως αγαπά τους δούλους του. Σύντομα με τη βοήθειά του οι χριστιανοί γνωρίστηκαν με τη Γερόντισσα, άρχισαν να την σέβονται, να την αγαπούν και να την βοηθούν στις ανάγκες της. Η αδελφή της Νίνα στην αρχή πήγε στο Αστραχάν κοντά στον αδελφό της Αρχιεπίσκοπο Φίλιππο και εκεί υπηρετούσε. Μετά τη σύλληψη του Φιλίππου η Νίνα ήλθε κοντά στη Γερόντισσα Ελένη και αγωνίστηκαν μαζί. Έτσι οι δύο αδελφές ζούσαν πολύ σεμνά και είχαν πολλή αγάπη μεταξύ τους. Προσφωνούσε η μία την άλλη «αδελφούλα» και έκαναν υπακοή μεταξύ τους.
Το κελλί τους στην έρημο έγινε σαν το νοσοκομείο, επειδή οι άρρωστοι που δεν μπορούσαν να γιατρευτούν κάπου αλλού, ερχόντουσαν εκεί και οι αδελφές τους θεράπευαν με την ευχή τους και τη Χάρη του Θεού. Έμειναν εκεί μέχρι το 1932.
Διήγηση θαυμάτων.(Ιερομ.Σάββας Βατοπαιδινός )
Α. Η εμφάνιση του Χριστού.
Η Γερόντισσα Ελένη και η αδελφή της Νίνα είχαν μεγάλη απλότητα και πίστη και έτσι έζησαν πολλά θαυμαστά γεγονότα και δέχθηκαν από τον Θεό πληροφορίες με οπτασίες και οράματα. Μία μέρα το 1932, ώρα δέκα το πρωί, εμφανίστηκε σ’ αυτές ένας παπάς με το σταυρό, ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και τους είπε το μέλλον όλου του κόσμου. Ότι τα μοναστήρια θα κλεισθούν και θα αρχίσουν να εξορίζουν όλους τους μοναχούς. Τότε οι Γερόντισσες ρώτησαν το Σωτήρα: «Πάτερ, θα στείλουν και εμάς στην εξορία;». Έμαθαν ότι θα υποφέρουν πολύ, όμως ο λαός που κατοικεί εκεί θα τις υπερασπιστεί. Ο Κύριος ήταν μαζί τους μέχρι τη δύση του ήλιου. Οι Γερόντισσες είχαν μία τσαγιέρα, η οποία έλαμπε σαν το χρυσάφι. Φεύγοντας από το κελλί τους ο παπάς αυτός τους είπε: «Αδελφές, θα πάρω αυτήν την τσαγιέρα». Του απάντησαν: «Πάρτην, πάρτην, πάτερ». Μόλις την πήρε στο χέρι του εξαφανίστηκε.
Β. Ἡ συμφιλίωση μέ τήν φύση
Η Γερόντισσα Ελένη και η αρκούδα.
«Καρδία ἐλεήμων – διδάσκει ὁ ὅσ. Ἐφραῖμ ὁ Σῦρος – εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως. Ἥγουν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων… καί διά τοῦτο καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων ζώων εὔχεται… καί ὑπέρ τῶν ἐρπετῶν, ὡς ἐκ τῆς πολλῆς αὐτῆς ἐλεημοσύνης» (Βλδιμήρου Λόσκυ, «Μυστική Θεολογία», σελ. 105).
Ο άγιος έχει «καρδία ελεήμονα» και αγάπη προς τα δημιουργήματα του Θεού.Και η νηστεία κάνει το σώμα «διάφανο και ανάλαφρο όμοιο με το σώμα του Αδάμ πρίν την πτώση».Έτσι τα ζώα « οσφραίνονται πάνω του την καλή μυρωδιά του Αδάμ»(Ειρ.Γκοραίνωφ –Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
Στό Βίο τοῦ οσ. Σεραφείμ του Σάρωφ διαβάζουμε για την φιλία του με μία αρκούδα, η οποία έπαιρνε ψωμί ἀπο το χέρι του και του έφερνε άγριο μέλι! (Εἰρ. Γκοραϊνωφ αὐτ., σελ. 66).
Στό Βίο τῆς μακαρίας Ἑλένης μαρτυρεῖται μία παρόμοια ειρηνική σχέση.
Kάποια μέρα πήγε μία αρκούδα στη μοναχή Ελένη και της έδειξε το πόδι της. Η Γερόντισσα είδε ότι υπήρχε μία ακίδα και πρήστηκε. Όταν με τη τσιμπίδα έβγαλε την ακίδα, η πληγή άρχισε να τρέχει πύο και μετά μαύρο αίμα. Η Γερόντισσα με τα χέρια της έστυψε καλά το ακάθαρτο αίμα, έκανε επίδεση και την άφησε να φύγει. Έπειτα από μερικές μέρες η αρκούδα επανήλθε στη Γερόντισσα και της έκανε πάλι επίδεση. Σύντομα θεραπεύτηκε και άρχισε να διανυχτευρεύει δίπλα στο κελλί.
Η Γερόντισσα Ελένη φρόντιζε την αρκούδα. Μάζευε διάφορα αγριόχορτα τα έβραζε και τα αναμίγνυε με το αλεύρι και την τάϊζε. Αν οι μοναχές δεν προλάβαιναν να βράσουν κάτι και να ετοιμάσουν την τροφή της, η αρκούδα ερχόταν και γρατσούνιζε την πόρτα μέχρι να ανοίξουν για να της δώσουν ένα κομματάκι ψωμί.
Κάποτε ήρθε η αρκούδα και έφερε καλαμπόκι από ξένο χωράφι. Η Γερόντισσα της είπε: «Γιατί πειράζεις τους φτωχούς; Δεν βλέπεις ότι πεινασμένοι καλλιεργούν τα χωράφια τους; Εσύ έρχεσαι εδώ και μας φέρνεις κλεμμένα; Μην φέρεις πλέον». Έπειτα έφερε ένα κλαδί με φρούτα και έγινε εντελώς ήμερη. Αυτό το ήξεραν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Όταν έρχονταν άνθρωποι στις μοναχές, συχνά έβλεπαν την αρκούδα, που ήταν πολύ μεγάλη και φοβόντουσαν. Κάθε φορά έλεγαν στην Γερόντισσα: «Εμείς φοβόμαστε την αρκούδα». Οι χωρικοί σέβονταν την Γερόντισσα και οι κυνηγοί της έγραψαν το εξής: «Γερόντισσα Ελένη ακούσαμε ότι έχετε μία αρκούδα. Εμείς ερχόμαστε για κυνήγι και τυχαία μπορεί να τη σκοτώσουμε. Σας παρακαλούμε κάντε της περιλαίμιο για να την γνωρίσουμε». Η Γερόντισσα ετοίμασε το περιλαίμιο, πήρε στο χέρι της το γράμμα των κυνηγών και είπε στην αρκούδα: «Ακουσε τί έγραψαν οι κυνηγοί για σένα», και της διάβασε το γράμμα τους. «Νά, θα έρθουν και θα σου κάνουν μπούμ». Η αρκούδα έσκυψε τα αυτιά της δείχνοντας ότι κατάλαβε. Η Γερόντισσα της έδεσε το περιλαίμιο και από τότε έτσι περπατούσε για 8-9 χρόνια μέχρι που κάποιοι ληστές την σκότωσαν.
Γ. Η σωτήρια επέμβαση της Παναγίας.
Ας γυρίσουμε όμως στην αφήγησή μας. Το έτος 1937 συνέλαβαν τη Γερόντισσα Νίνα και την φυλάκισαν. Στην φυλακή, στη Τσάκβη, πέρασε 8 χρόνια. Ήθελαν να φυλακίσουν και την Γερόντισσα Ελένη. Με το θέλημα του Θεού αρρώστησε βαριά. Το πλήθος την υπερασπιζόταν και έλεγε: «Μην την παίρνετε. Έτσι και αλλιώς πεθαίνει». Η αρρώστια συνεχίστηκε αρκετό καιρό και οι άνθρωποι την επισκέπτονταν και την περιποιούνταν.
Το 1946 συνέβη το εξής. Κάποτε ήρθαν μερικοί κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι βοηθούσαν την Γερόντισσα στο κελλί της και άναψαν τη σόμπα για να μαγειρέψουν. Λόγω της μεγάλης ανομβρίας και της ξηρασίας από την καπνοδόχο άρχισε να καίγεται η στέγη. Η Γερόντισσα Ελένη άκουσε το θόρυβο της πυρκαγιάς και κατάφερε με τα τέσσερα να βγεί στην αυλή. Βλέποντας τη φωτιά άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί τη Θεοτόκο: «Παναγία μου αν καεί το σπίτι θα πεθάνω στο δρόμο, επειδή κανείς δεν θα με πάρει στο σπίτι του». Τότε όποιος έκρυβε μοναχό στο σπίτι του τον δίκαζαν πολύ αυστηρά οι κομμουνιστές. Τότε παρουσιάστηκε η Υπεραγία Θεοτόκος με το βρέφος στο χέρι της και ευλόγησε το σπίτι, έσβησε τη φωτιά και θεράπευσε τελείως τη Γερόντισσα. Η Μητέρα του Θεού της αφηγήθηκε τα μέλλοντα του κόσμου, της είπε τί μπορούσε από αυτά να πεί στους ανθρώπους και τί πρέπει να κρύψει. Την διέταξε: «Εδώ θα στήσετε το σταυρό και μετά από καιρό θα γίνει Εκκλησία».

Η γνωριμία μου με την Γερόντισσα. Τα χαρίσματά της.-(Ιερομ..Σάββα Βατοπαιδινού(κατά κόσμο Χριστοφόρο Τελιανίδη)
A.Το χάρισμα της προοράσεως.
Επιθυμούσα πολύ και παρακαλούσα τον Θεό να συναντηθώ με πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι θα με καθοδηγούσαν στη σωτηρία.
Μία φορά ένας Έλληνας άρρωστος ήρθε από απόσταση 100 χλμ. ήθελε να πάει στην Γερόντισσα Ελένη για να θεραπευθεί. Με το θέλημα του Θεού με παρακάλεσε να πάω μαζί του σαν μεταφραστής επειδή γνώριζα Ρωσικά. Πήγαμε στη Γερόντισσα και την παρακάλεσα να θεραπεύσει τον άρρωστο. Εκείνη απάντησε: «Θα γίνει καλά, να μή στενοχωριέται». Με την ευχή της Γερόντισσας γρήγορα θεραπεύθηκε. Ύστερα με παραβολές μου αποκάλυψε τις σκέψεις μου. Απορούσα γιατί όσα μου έλεγε δεν τα είχα εκμυστηρευθεί σε κανένα. Σκεφτόμουν. «Πώς μπορούσε να ξέρει τους μυστικούς λογισμούς μου;».
Επειδή με ζήλο αναζητούσα το δρόμο της σωτηρίας, με το θέλημα του Θεού η Γερόντισσα έστειλε κάποιον σ’ εμένα και με παρακάλεσε να τη βοηθήσω να φτιάξει έναν φράχτη και μερικές άλλες εργασίες.
Κάποτε μετά την τράπεζα ήμουν καθισμένος με τη Γερόντισσα και μιλούσαμε πνευματικά. Ξαφνικά, μου λέει: «Έχω φοβερό πονοκέφαλο». Τότε τη ρώτησα: «Γερόντισσα, νοιώθεις σαν να έχεις μυρμήγκια, που περπατάνε στο κεφάλι σου»; Μου απάντησε: «Έτσι σε σένα περπατάνε». Όντως είχα ακριβώς τέτοιο πονοκέφαλο. Εκείνα τα χρόνια προσευχόμουν πολύ και κοιμόμουν λίγο. Αρχισαν αδιαθεσίες. Η Γερόντισσα όμως πήρε την αρρώστια μου. Από τότε άρχισα να τη σέβομαι περισσότερο.
Κάθησα μία εβδομάδα μαζί της και μετά γύρισα στο σπίτι μου. Oι Γερόντισσες μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Σκεφτόμουν τί χαρίσματα είχε η Γερόντισσα Ελένη από το Θεό. Πώς μπορούσε να γνωρίζει τις μυστικές μου σκέψεις; Θα ήθελα πολύ οι Γερόντισσες να έμεναν στο σπίτι μου. Θα τις φρόντιζα και θα ήταν αρκετό να έκαναν μόνο προσευχή για μένα.
Σε λίγο ξαναπήγα στο κελλί τους. Η Γερόντισσα Ελένη πάλι κατάλαβε τους λογισμούς μου και μου είπε: «Χριστοφόρε, όπως σκέφτεσαι ακριβώς έτσι θα γίνει». Δεν ήρθαν όμως οι Γερόντισσες στο σπίτι μου, αλλά μετά από μερικά χρόνια πήγα εγώ σ’ αυτές και τους έκανα υπακοή. Πήγαινα πολύ συχνά και η Γερόντισσα Ελένη πάντοτε ήξερε τους λογισμούς μου.
Κάποτε είχαμε μία συζήτηση στο σπίτι της. Η Γερόντισσα διηγήθηκε μία ιστορία, η οποία με αφορούσε προσωπικά. «Μία νύχτα ήμουν στο κελλί μου καθισμένη. Ξαφνικά γέμισε φώς. Και είπα: “Kύριε δεν είμαι άξια να δώ τέτοια Χάρη”, και έκλεισα τα μάτια μου. Σε λίγο τα άνοιξα. Το φως εξαφανίστηκε, επειδή δεν ήταν από το Θεό. Αν δείς τέτοια οπτασία, να μην τη δέχεσαι αμέσως». Αυτά η Γερόντισσα τα είπε για μένα, επειδή πολύ συχνά όταν στεκόμουν για προσευχή έβλεπα παρόμοιες οπτασίες και νόμιζα ότι ήσαν από τον Θεό.
Μετά τη συζήτηση αυτή πήγα στο κελλί μου τα μεσάνυχτα. Αρχισα να κάνω τον κανόνα μου. Ήλθε πάλι το φώς, γέμισε το σπίτι και με σήκωνε στον αέρα. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της Γερόντισσας και είπα: «Κύριε δεν είμαι άξιος να δώ τη Χάρη σου». Έκλεισα τα μάτια μου και σταμάτησα τις μετάνοιες. Έτσι στεκόμουν 2-3 λεπτά καταφρονώντας την οπτασία. Ξαφνικά όλα εξαφανίστηκαν. Τότε κατάλαβα πως οι οπτασίες δεν ήταν από τον Θεό, αλλά από τον εχθρό.
Μετά από αυτό το περιστατικό οι οπτασίες συνεχίστηκαν μερικά χρόνια ακόμα, όμως δεν τις δεχόμουν και σιγά σιγά με την ευχή της Γερόντισσας Ελένης ολότελα εξαφανίστηκαν. Μετά από αυτά περισσότερο εμπιστευόμουν τα λόγια της.
Κάποτε ένας ιερέας του χωριού μας κατά την θεία Λειτουργία στο Ιερό Βήμα μου είπε: «Χριστόφορε, (τό κοσμικό μου όνομα) να μάθεις να διακονείς όπως ο υποδιάκονος». Εγώ του απάντησα: «Ναί πάτερ, θα μάθω και θα γίνω ιερέας». Και εκείνος μου λέει: «Δεν θα γίνεις ιερέας». Τότε στεναχωρέθηκα πολύ, όχι μόνο ότι δεν θα γίνω ιερέας, αλλά διότι δεν θα σωθώ, και σκεφτόμουν: «Ο ίδιος ο Κύριος σταυρώθηκε για τους αμαρτωλούς και αυτός μου λέει δεν θα γίνω ιερέας. Μήπως άδικα αγωνίζομαι για τη σωτηρία μου και άδικα πηγαίνω στην εκκλησία»; Παρ’ ολίγο να πέσω σε απόλυτη απελπισία.
Σύντομα, μετά από αυτό το περιστατικό με τον ιερέα, πήγα στη Γερόντισσα. Έτυχε να είμαι στο κελλί της και κατά τη συνήθεια της Εκκλησίας άρχισα να ψάλλω το «Κύριε εκέκραξα». Ξαφνικά μπαίνει στο κελλί η Γερόντισσα και χαμογελώντας, μου λέει: «Χριστόφορε θα γίνεις ιερέας, θα γίνεις». Xάρηκα πολύ, ακούγοντας αυτά τα λόγια, αλλά απάντησα ότι δεν είμαι άξιος για να γίνω. Αυτή μου είπε ξανά: «Θα γίνεις ιερέας». Εγώ με αντίρρηση της είπα: «Όχι, Γερόντισσα, δεν θα γίνω ιερέας». Τότε μου λέει: «Θα δείς. Θα γίνεις ιερέας και ο λαός θα σε αγαπήσει». Πράγματι, αυτό πραγματοποιήθηκε ύστερα από 28 χρόνια.
Το χάρισμα των ιαμάτων
Κάποτε, ήρθε στην οικοδομή ένας νέος άνθρωπος και στο πόδι του είχε ένα έκζεμα. Είπε στη Γερόντισσα· «έχω έκζεμα και οι γιατροί μου είπαν να κάνω εγχείρηση, αλλά εγώ φοβάμαι πολύ». Η Γερόντισσα τον ευλόγησε και του είπε: «Πήγαινε, ας σου κάνουν την εγχείρηση, μή φοβάσαι». Ο νέος έκανε όπως του είπε και όταν ανάρρωσε εντελώς, ήρθε στη Γερόντισσα ευχαριστημένος και είπε όλα όπως έγιναν.
· Αλλη φορά, έφεραν από το Καζακστάν μια δαιμονισμένη, και η Γερόντισσα Ελένη, την έκανε καλά και επέστρεψε θεραπευμένη στο σπίτι της.
· Ένας άνδρας από το χωριό Στρόμα, δούλευε στο αρτοποιείο της πόλης, είχε πολλές θλίψεις γιατί η κόρη του αρρώστησε. Πήγε σ’ όλους τους γιατρούς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αυτοί επειδή ήξεραν την ασθένεια του είπαν, «μήν ξοδεύεις μάταια τα λεφτά σου, η αρρώστια της κόρης σου είναι ανίατη». Εκείνος, δεν ήξερε τί να κάνει. Ακουσε ότι στο χωριό Τσίν, υπάρχει η ευλογημένη Γερόντισσα, η οποία θεραπεύει όλες τις ασθένειες και έστειλε εκεί την κόρη του μαζί με μία συγχωριανή της Γερόντισσας. Η Γερόντισσα Ελένη τη θεράπευσε. Η κοπέλα έγινε καλά και στη συνέχεια παντρεύτηκε. Το 1937, έτος μετά την εξορία των Ελλήνων, ο πατέρας της επισκέφθηκε τη Γερόντισσα, συζήτησε μαζί μου και μου διηγήθηκε όλη την ιστορία.
· Στο χωριό Τσίν, η κόρη κάποιου γιατρού, παντρεύτηκε και οι γείτονές της της έκαναν μάγια. Αυτό έγινε το 1937. Η κοπέλα αυτή τρελλάθηκε και ο πατέρας της άρχισε να αναζητά θεραπεία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κάποιες γυναίκες του είπαν· «μήπως να πάμε στη Γερόντισσά μας, εκείνη μπορεί να μας βοηθήσει». Αυτός απάντησε· «τί μπορεί να κάνει η Γερόντισσά σας, όταν οι επιστήμονες δεν μπορούν να βοηθήσουν;». Οι γυναίκες όμως πάλι του είπαν: «Αν πάμε τί κακό θα είναι· αν δεν μας βοηθήσει, τουλάχιστον δε θα μας βλάψει». Έκεινος τότε συμφώνησε και έτσι οι γυναίκες πήγαν στη Γερόντισσα, της εξήγησαν πως δαιμονίστηκε η κοπέλα και τη ρώτησαν την αιτία. Εκείνη τους απάντησε ότι στην κοπέλα έκαναν μάγια. Το ανακοίνωσαν στο πατέρα της, και εκείνος πήγε σε γκουρού για να μάθει την αλήθεια, αλλά και αυτός του είπε το ίδιο. Μετά απ’ αυτό οι γυναίκες ξαναπήγαν την κοπέλα στη Γερόντισσα η οποία την θεράπευσε εντέλως. Το 1969 πήγα στο σπίτι αυτής της κοπέλας· τότε ήδη είχε δύο παιδιά. Επειδή ήξερε ότι ήμουν δόκιμος της Γερόντισσας, μου διηγήθηκε την ιστορία με την ασθένειά της. «Εγώ θυμάμαι καλά πώς τρελλάθηκα· εκείνο τον καιρό μου παρουσιάστηκε ο δαίμονας με μορφή ωραίου παλληκαριού, με απερίγραπτη ομορφιά και μου υποσχέθηκε ότι θα με παντρευτεί αν στραγγαλίσω τον άνδρα μου. Από τότε όλη η προσπάθειά μου ήταν να πιάνω τον άνδρα μου από το λαιμό για να τον στραγγαλίσω, αλλά με συγκρατούσαν οι γύρω μου. Στο τέλος όμως η Γερόντισσα Ελένη με θεράπευσε». Από τότε ο πατέρας της έγινε μεγάλος ευεργέτης της Γερόντισσας.
Κάποια άλλη φορά συνάντησα κάποιον άνθρωπο που δούλευε στο τυροκομείο και μου είπε το εξής· «όλη τη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ και το πρωί πηγαίνω στη δουλειά μου σαν τρελλός· τί να κάνω;» Του απάντησα ότι θα πάω στη Γερόντισσα να την παρακαλέσω να προσευχηθεί για σένα και όλα θα πάνε καλά. Αυτός χάρηκε, με παρακάλεσε όμως να μην το ξεχάσω. Πράγματι η Γερόντισσα συμφώνησε και προσευχήθηκε γι’ αυτόν. Όταν τον ξανασυνάντησα, ρώτησα για την υγεία του, και μου απάντησε: «όλα είναι καλά! Ευχαριστώ».
Άλλα θαυμαστά γεγονότα.(Ιερομ..Σάββα Βατοπαιδινού)
Εκείνο τον καιρό ήταν μεγάλη ανομβρία και τα φύλλα του δάσους ήταν ξερά. Μετά που άναψαν τη φωτιά, κάποια στιγμή άρχισε να φυσάει δυνατός άνεμος και η φωτιά διαδόθηκε ακαριαία προς το κελλί της Γερόντισσας. Οι δόκιμες φοβήθηκαν και άρχισαν να φωνάζουν: «Πυρκαγιά, Γερόντισσα Ελένη, πυρκαγιά, θα καούμε». Τότε βγήκαμε από το κελλί και είδαμε πως η φωτιά το είχε ήδη περικύκλωσει. Η Γερόντισσα με ρώτησε: «Χριστοφόρε, άραγε είναι επικίνδυνο αυτό»; Για να μή φοβηθεί η Γερόντισσα της είπα: «Γερόντισσα μή φοβάστε» και άρχισα να σβήνω τη φωτιά. Όμως δεν τα κατάφερνα επειδή έγινε πολύ δυνατή. Τότε η Γερόντισσα ευλόγησε τη φωτιά με το σημείο του σταυρού και μου είπε: «Πήγαινε πιο πέρα για να μην καείς». Μπήκε στο κελλί πήρε το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας και με τα δύο σταύρωνε τη φωτιά λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Μήτερ Θεού, βοηθήστε μας». Το πύρ γύρω από το κελλί αμέσως έσβησε, αλλά καιγόταν ακόμα έκταση μήκους εκατόν μέτρων περίπου, κοντά στο φράχτη. Η φωτιά προχώρησε προς το δάσος και άρχισε να το καίει. Η Γερόντισσα όμως πήγε προς συνάντηση της φωτιάς και τη σταύρωσε με τα εξής λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησέ μας», και η φωτιά αμέσως έσβησε.
Παραξενεύθηκα πολύ, πώς μπόρεσε να σβηστεί τέτοια φωτιά χωρίς ανθρώπινη επέμβαση. Όταν όλοι μπήκαμε στο κελλί και αρχίσαμε συζητήσεις, εγώ είπα «Γερόντισσα αν καιγόταν το δάσος, εγώ θα έλεγα ότι ήμουν ένοχος για την πυρκαγιά, για να μην σας κατηγορήσουν». Η Γερόντισσα μου απάντησε «Εγώ όμως αυτό δεν θα το επέτρεπα…» και σιώπησε. Εμείς καταλάβαμε πώς αυτό το περιστατικό έγινε διότι έκαψαν τα άχυρα χωρίς ευλογία.
Εγώ σεβόμουν πολύ τη Γερόντισσα και συχνά σκεφτόμουν τα χαρισμάτα που είχε. Όταν πήγαινα στο σπίτι μου σχεδίαζα πόσο σύντομα θα ήταν η επόμενη επίσκεψή μου.
Κάποτε πήγα στη Γερόντισσα και τη βοήθησα. Ενώ έκοβα τα ξύλα είχα λογισμούς πώς θα μπορέσω να πάω στην Ελλάδα. Ξαφνικά με φώναξε η Γερόντισσα και μου είπε τα εξής: «Στην Ελλάδα θα πάς μέν, αλλά όχι έτσι όπως σκέφτεσαι τώρα. Εσύ, Χριστοφόρε, θα έρθεις ξανά εδώ και θα μας φέρεις τα καλαμπόκια».
Μετά από αυτό δεν πήγα ξανά στη Γερόντισσα Ελένη επειδή σύντομα μας μετέφεραν στο Καζακστάν, με την εντολή του Ανωτάτου Συμβουλίου. Αυτό έγινε το 1949. Οι άνθρωποι βρίσκονταν σε απόγνωση, δεν είχαν ελπίδα ότι θα επιστρέψουν ξανά στην πατρίδα τους, στο Σοχούμ, μεταξύ τους ήμουν και εγώ. Όμως όταν θυμόμουν την κουβέντα με την Γερόντισσα που μου είπε: «Χριστόφορε θα έρθεις ξανά και θα μας φέρεις τα καλαμπόκια», έλεγα στους ανθρώπους πως θα επιστρέψουμε πάλι στην πατρίδα μας. Αυτοί όμως μου απαντούσαν: «Αν δείς το σβέρκο σου, θα δείς και το Σοχούμ».
Από το 1949 ως το 1955 ήμουν στην εξορία στο Καζακστάν. Όλο τον καιρό εκείνο σκεφτόμουνα πότε θα γυρίσω στην πατρίδα και θα πάω πίσω στη Γερόντισσα. Το έτος 1955 απελευθερώθηκα και κατευθείαν επέστρεψα στην Γερόντισσα και έμεινα μαζί της δεκαπέντε ημέρες. Εκείνο τον καιρό πονούσα πάρα πολύ το πόδι μου, άνοιξε πληγή και έβγαινε πύον, πονούσα μέχρι το κόκκαλο του ποδιού. Αν δεν ήμουν τότε με τη Γερόντισσα οι γιατροί θα μου έκοβαν το πόδι. Η Γερόντισσα όμως με την ευχή της θεράπευσε το πόδι μου και μου είπε ότι η αρρώστια μου ήρθε από τους εχθρούς μου διά μέσου του μάγου. Τότε τη ρώτησα: «Και ποιός μου το έκανε αυτό»; «Ο Θεός σε γιάτρεψε και δεν χρειάζεται να ξέρεις ποιός το έκανε αυτό. Εκείνοι πάντως θα τιμωρηθούν γι’ αυτό» μου απάντησε.
Μετά την ανάρρωσή μου αποφάσισα να μείνω στη Γερόντισσα, αλλά εκείνη μου είπε: «Πήγαινε πίσω και άλλαξε τα πιστοποιητικά σου (Ελληνικό διαβατήριο σε Σοβιετικό), πάρε άδεια και όταν θα έρθεις τότε θα δούμε τί θα κάνουμε». Έτσι πήγα στο Καζακστάν, διαγράφηκα και μου έδωσαν άδεια για να γυρίσω πίσω, αλλά χωρίς το πιστοποιητικό, επειδή πολλοί με εμπόδιζαν και δεν κατάφερνα να αλλάξω το Ελληνικό διαβατήριο σε Σοβιετικό.
Το 1956 πήγα στη Γερόντισσα. Όταν συναντηθήκαμε και πήρα την ευχή της, μου είπε: «Είσαι μακάριος Χριστοφόρε, όπως εσύ κανείς δεν ήρθε εδώ». Εγώ σκεφτόμουνα γιατί μου λέει «όπως εσύ κανείς δεν ήρθε εδώ; τόσος κόσμος έρχεται εδώ». Φαίνεται ότι με αυτά τα λόγια η Γερόντισσα προφήτευσε ότι στο μέλλον θα γινόμουν μοναχός. Τότε, το 1956-57 ήμουν απασχολημένος με πολλές δουλιές και δεν σκεφτόμουν τον μοναχισμό.
Κάποτε την παρακάλεσα να μου επιτρέψει να της κτίσω καινούριο σπίτι. «Μόνος σου δεν μπορείς», μου είπε. Το 1957 κάηκε το παλιό της σπίτι. Με Έλληνες που ήρθαν από το Καζακστάν κτίσαμε ένα καινούριο. Κατά την οικοδομή του σπιτιού γίνονταν μεγάλα θαύματα.
Κοντά στο σπίτι υπήρχε μία πηγή. Το νερό της ήταν πολύ λίγο. Όταν οι εργάτες άρχισαν να κτίζουν το σπίτι η ροή του νερού εικοσαπλασιάστηκε, έγινε σαν το μέγεθος ενός δακτύλου. Θαύμα ήταν και το ότι οι δασοπόνοι έδωσαν άδεια για τα οικοδομικά υλικά. Όλοι σχεδόν και οι αρχές έδιναν βοήθεια.
Οι άνθρωποι από το χωριό Γεωργεύκα υποσχέθηκαν τα πέταυρα (λεπτά σανίδια επικάλυψης) για την στέγη. Ο καιρός όμως πέρασε και αυτοί ξέχασαν την υπόσχεσή τους. Όταν άρχισαν οι ανομβρίες τότε θυμήθηκαν την Γερόντισσα και την παρακάλεσαν να προσευχηθεί για να βρέξει. Μερικοί ήλθαν και της είπαν: «Γερόντισσα, όλη η σοδειά θα χαθεί. Ευχηθείτε για να βρέξει!». Αυτή δεν τους απάντησε. Τους είπε όμως: «Πηγαίνετε και να πείτε στα παλληκάρια που υποσχέθηκαν τα ξύλα της σκεπής να τα φέρουν. Τότε ίσως βρέξει». «Καλά, Γερόντισσα, θα τους το πούμε». Αυθημερόν έκανε προσευχή ζητώντας από τον Θεό βροχή. Αμέσως αστραποβρόντησε, έρριξε βροχή η οποία όμως σταμάτησε. Το γεγονός αυτό είναι σαν να τους έλεγε: «η βροχή είναι έτοιμη να έρθει, εκπληρώστε όμως και εσείς την υπόσχεσή σας». Τα παλληκάρια πήγαν στο δάσος. Μέχρι να βρούν τα κατάλληλα δένδρα και να ετοιμάσουν τα ξύλα της σκεπής πέρασαν είκοσι ημέρες. Εμείς βρήκαμε εν τώ μεταξύ άλλα ξύλα και σκεπάσαμε την μισή στέγη. Ξέραμε όμως από την Γερόντισσα Ελένη ότι δεν θα βρέξει αν δεν έλθουν τα ξύλα της σκεπής. Κάθε πρωί λέγαμε: «Δεν ήλθαν τα ξύλα, δεν έρχεται βροχή». Μία νύχτα, μετά τις είκοσι ημέρες, έπεσε ραγδαία βροχή. Εμείς απορούσαμε, επειδή δεν μας είχαν φέρει ακόμα τα ξύλα. Το πρωί ρωτήσαμε την Γερόντισσα: «Γιατί έβρεξε αφού ακόμα δεν έχουν φέρει τα ξύλα;». «Μάλλον θα μας τα φέρουν». Πράγματι, το μεσημέρι ήρθαν έξι άλογα φορτωμένα με τα ξύλα για την σκεπή. Την επόμενη νύχτα έβρεξε πολύ.
Κατά τη διάρκεια της οικοδομής μαζί με τον συνεργάτη μου πριονίζαμε τα σανίδια στο δάσος. Κάποτε, το πρωί, όταν η Γερόντισσα έκανε παράκληση για να βρέξει, είπα στον συνεργάτη μου: «Πάμε να πάρουμε τα αδιάβροχα, επειδή η Γερόντισσα Ελένη έκανε προσευχή και οπωσδήποτε θα βρέξει». Εκείνος απάντησε: «Δεν θα γίνει τίποτε, δεν θα μας χρειαστούν». Στενοχωρήθηκα. Πήγαμε χωρίς αδιάβροχα. Μόλις φτάσαμε στη δουλειά, δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτε γιατί ο ουρανός έγινε κατάμαυρος και έβρεξε καταρρακτωδώς. Τότε με τα σανίδια κάναμε ένα παράπηγμα και όλη την ημέρα μείναμε εκεί. Ο συνεργάτης μου μου είπε: «Χριστόφορε, είχες δίκαιο».
Όταν η οικοδομή είχε σχεδόν τελειώσει και μας έμειναν μόνο δύο διάδρομοι, παρακάλεσα τον δασοφύλακα να μου δώσει άδεια για να κόψω ακόμα μια δρύ. Εκείνος μου είπε «δέν μπορώ να το επιτρέψω γιατί ήδη έκοψες αρκετά δένδρα». Λυπήθηκα πολύ, γιατί οι διάδρομοι ήταν μισοχτισμένοι και όλοι οι μάστορες έφευγαν. Πήγα στη Γερόντισσα και της παραπονέθηκα: «Γερόντισσα, ο διάδρομος είναι ατελής και ο δασοφύλακας δεν μου επιτρέπει να κόψω το δένδρο. Τί να κάνουμε;». Αυτή με κοίταξε, αλλά δεν μου είπε τίποτε. Την ίδια νύχτα, γύρω στις 11, από το βουνό ακούστηκε μεγάλος κρότος. Όλοι φοβηθήκαμε πολύ και νομίσαμε ότι πέφτουν βράχοι απ’ το βουνό, και θα μας σκοτώσουν όλους. Το πρωί ξύπνησα νωρίς και πήγα να μάθω, τί θόρυβος ήταν αυτός. Δίπλα στο σπίτι βρήκα ένα μεγάλο δρύϊνο δένδρο, το οποίο ξεριζώθηκε από το βουνό, και βρισκόταν εκεί σαν να το μετέφεραν με τρακτέρ. Χάρηκα πολύ, αμέσως πήγα στη Γερόντισσα και της είπα· «Γερόντισσα, ο Θεός μας έστειλε το δένδρο». Εκείνη, μου απάντησε· «Νά, βλέπεις; Εσύ όμως θλιβόσουν».
Τον χειμώνα του 1957, η Γερόντισσα μου έδωσε ευλογία για να μείνω στην έρημο, 15 χλμ. πάνω στα βουνά, στο ξηροπόταμο. Εκεί έμεναν οι μοναχοί Ονησιφόρος και Παχώμιος (ήταν και ένας ιερομόναχος ο Θεόδουλος, που πέθανε). Κοντά τους ήταν άδεια κελλιά, όπου και εγκαταστάθηκα και πέρασα τον χειμώνα αλλά και το καλοκαίρι. Εκεί έκανα ένα μικρό λαχανόκηπο, και φύτεψα πατάτες. Μετά το ξεχορτάριασμα, επέστρεψα στις Γερόντισσες και δούλευα εκεί. Έχτιζα συμπληρωματικά, σοβάτιζα και με τις πέτρες έκανα πεζούλια. Όταν οι πατάτες άνθισαν, έκανα δεύτερο ξεχορτάριασμα και το παράχωμα, επειδή ήταν ανομβρία. Είχα λογισμό να πάω στη Γερόντισσα και να την παρακαλέσω να κάνει προσευχή για να βρέξει. Έτσι και έκανα. Πήγα εκεί το μεσημέρι και όταν πήρα ευχή, με ρώτησε: «Χριστόφορε, πώς πάτε εκεί;». Εγώ απάντησα: «Με την ευχή σας Γερόντισσα, όλα είναι καλά, η σοδειά μας είναι καλή· οι πατάτες ανθίζουν, αλλά δεν βρέχει και όπως φαίνεται, όλα θα χαθούν. Να εύχεσθε, Γερόντισσα Ελένη, για να βρέξει». Αυτή, με ρώτησε· «Μα δεν έβρεξε σε σάς; Εδώ όμως έβρεξε».Ύστερα έκανε το σταυρό της και είπε: «Κύριε, δώσε τους βροχή, για να έχουν καλή τη σοδειά τους». Εκείνη τη στιγμή, ο καιρός ήταν καλός, αλλά σε 20 λεπτά, άρχισε να βρέχει δυνατά και παρόμοια βροχή δεν είχε γίνει. Εγώ, απευθύνθηκα στη Γερόντισσα: «Γερόντισσα, τί είναι αυτό; κάθε μέρα βρέχει και βρέχει· οι πατάτες μας θα χαλάσουν από το πολύ νερό· τώρα κάνε προσευχή, σας παρακαλώ, να σταματήσει η βροχή». Ήταν κιόλας βράδυ, και η Γερόντισσα έκανε το σταυρό της, με τα λόγια: «Κύριε, μας έδωσες την βροχή, ακόμη και οι δρόμοι έγιναν λασπωμένοι, τώρα δώσε μας την καλοκαιρία, για να έχουν την καλή σοδειά τους». Σιγά σιγά ο ουρανός άνοιξε και το πρωί ήταν καλοκαιρία.
………………………………………………………………….
Η Γερόντισσα ως δια Χριστόν σαλή
Η Γερόντισσα, πριν φύγει απ’ αυτή τη ζωή, έκανε την διά Χριστόν σαλή. Προσποιούνταν πως δεν ακούει, πως δεν καταλαβαίνει και όλοι έλεγαν ότι «γέρασε και έχασε τα μυαλά της». Κάποτε μερικοί κοσμικοί της έφεραν φρέσκο ψάρι· το πήρε και το έβαλε κάτω από το κρεββάτι της και είπε στη δόκιμη· «Κοίταξε, μή πλησιάσεις κοντά στο κρεββάτι γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». Το ψάρι βέβαια βρώμισε, αλλά η Γερόντισσα Ελένη, το έκανε αυτό για να μην την τιμούν στο χωριό σαν αγία. Και όλοι όσοι πλησίαζαν έλεγαν «η καημένη η Γερόντισσα βρωμάει!»· ή πάλι ξεσπούσαν στη δόκιμη λέγοντας «γιατί δεν φροντίζεις τη Γερόντισσα; Δεν την πλένεις και δεν την καθαρίζεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι μυρίζει άσχημα;»· και η δόκιμη απαντούσε ότι δεν ξέρει τί συμβαίνει, αφού η Γερόντισσα είναι καθαρή και πλυμμένη. Έτσι έγινε και με μία γυναίκα που λυπήθηκε και έφυγε για το σπίτι της. Απόρησε η δόκιμη αλλά η Γερόντισσα της είπε· «Αυτή αύριο θα έλθει εδώ». Πράγματι την επομένη, η κόρη της έπεσε στο πηγάδι και παραλίγο θα πνιγόταν, αλλά οι γείτονες πρόλαβαν και την έβγαλαν. Η μητέρα της έτρεξε στη Γερόντισσα, ζήτησε συγνώμη για όσα είχε πεί, και την παρακάλεσε να προσευχηθεί για την κόρη της.
Στον Καθεδρικό Ναό στο Σοχούμ, ένας ιερέας με το όνομα Αρσένιος, για δύο χρόνια έπαιρνε ταξί, πήγαινε στη Γερόντισσα και την κοινωνούσε. Την έβλεπε να κάνει την διά Χριστόν σαλή, και νόμιζε πως έχασε τις λογικά της. Κάποτε τη ρώτησε· -«Γερόντισσα, προσεύχεσαι για μένα; Και τί λές; -Εγώ λέω, του απάντησε, σώσον Κύριε τον παπα-Μάξιμο!». Ο παπα-Αρσένιος πολύ στεναχωρήθηκε και είπε «εγώ τόσα χρόνια παίρνω ταξί, έρχομαι και την κοινωνώ, και αυτή προσεύχεται για τον παπα-Μάξιμο!». Όταν κάποια φορά ο παπα-Αρσένιος ξαναπήγε, εκείνη παρίστανε την άρρωστη· ο παπα-Αρσένιος της έκανε εξορκισμό, αλλά αρρώστησε ο ίδιος! Αργότερα έλεγε στους παρευρισκόμενους ότι αρρώστησε επειδή τα δαιμόνια βγήκαν από τη Γερόντισσα και μπήκαν σ’ αυτόν. Όταν το είπαν στη Γερόντισσα, εκείνη απάντησε χαμογελώντας· «ο Θεός να μή δώσει να έχω δαίμονες».
Λίγο καιρό αργότερα, ζήτησα ευλογία απ’ τη Γερόντισσα, να φτιάξω επιτάφιο προσκυνητάρι στον τάφο της αδελφής της Νίνας, ενώ σκεφτόμουν πως κάποτε και η ίδια θα πεθάνει και πρέπει να το κάνω πιο μεγάλο. Μου είπε· «κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός». Ερχόταν συχνά να με δεί, ενώ δούλευα, με δοκίμαζε και συχνά έλεγε, «Χριστόφορε γιατί σκάβεις, σκάβεις και όλο σκάβεις;». Εγώ πάλι της έλεγα· «Γερόντισσα, αφού δεν ξέρεις τί κάνω, άφησέ με ήσυχο να δουλέψω· αφού εσύ μου έδωσες ευλογία». «Καλά, καλά, εργάσου» μου έλεγε· αλλά ερχόταν ξανά και έκανε πάλι τα ίδια! Κάποια μέρα όμως τα άφησα όλα και της είπα ότι φεύγω πιά, κάπου θα πάω να βρώ να δουλέψω. «Έλα πίσω και τελείωσε τη δουλειά που σου ανέθεσε ο Θεός», μου είπε, και έτσι με μεγάλη υπομονή τελείωσα το προσκυνητάρι. Σ’ όλη τη διάρκεια της δουλειάς που και που ερχόταν η Γερόντισσα, κυτούσε και τα δάκρυα από τα μάτια της έτρεχαν σαν ποτάμι. Όταν τη ρωτούσα όμως δεν απαντούσε.
Αλλη φορά την παρακάλεσα για κάποιο πρόσωπο, να προσευχηθεί για να το σώσουμε, και εκείνη απάντησε· «Λυπάμαι και εκείνον και σένα, αλλά όλα έχουν τελειώσει!». Εγώ σκέφτηκα ότι το λέει επειδή φεύγω απ’ αυτήν, αλλά εκείνη προέλεγε τον σύντομο θάνατό της.
Αλλη φορά ενώ δούλευα, με φώναξε· «Παπά, έλα εδώ και δες ποιοί είναι αυτοί που ήρθαν σε μάς». Πλησίασα αλλά δεν είδα κανέναν. Το ίδιο έγινε δύο ή τρεις φορές. Με ξαναφώναξε δύο ή τρεις φορές όμως, λέγοντας· «έλα να δείς ποιοί είναι αυτοί και τί θέλουν;». Γερόντισσα μή με ενοχλείς, της είπα, γιατί για σας δουλεύω. Κούνησε απειλιτικά το δάχτυλό της, και είπε· «θά με ψάχνεις και δεν θα με βρίσκεις!».
Τελικά έφυγα, πήγα στο Σοχούμ στο Μητροπολίτη Ηλία και τον διακονούσα. Όταν ήλθε στη πόλη η υποτακτική της, της είπα να πεί στη Γερόντισσα, ότι μόλις τελειώσω το διακόνημά μου στο Μητροπολίτη, θα έλθω. Η δόκιμη μετάφερε τα λόγια μου στη Γερόντισσα, αλλά εκείνη είπε· «Τί το όφελος, είτε έρθει είτε όχι; Αφού δεν τον αφήνουν να έρθει εδώ». Εγώ όμως προσπαθούσα να τελειώσω το διακόνημα που είχα αναλάβει, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να πάω στη Γερόντισσα. Είπα στο Μητροπολίτη Ηλία τον σκοπό μου, και εκείνος απάντησε· «ώσπου να τελειώσεις, εκείνη θα πεθάνει!»
Το μαρτυρικό  τέλος της Γερόντισσας.
Όταν η υποτακτική επέστρεψε στη Γερόντισσα Ελένη, παρατήρησε ότι είχε ανάψει το κερί που είχε όταν έγινε μεγαλόσχημη μοναχή, και διάβαζε την ακολουθία της θείας μεταλήψεως. (Αυτό το κερί το ανάβουν όταν ο μεγαλόσχημος μοναχός ψυχορραγεί στην επιθανάτια κλίνη).
Η υποτακτική με έκπληξη κοιτούσε τη Γερόντισσα, και σκεφτόταν ότι, μάλλον η Γερόντισσα έχασε τα λογικά της αφού άναψε αυτό το κερί και διαβάζει την ακολουθία της θείας μεταλήψεως χωρίς να υπάρχει ιερέας για να την κοινωνήσει. «Γερόντισσα Ελένη, μήπως σας ενοχλώ;», της είπε. Όταν αυτή της απάντησε «Όχι» αυτή έφυγε, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και απ’ εκεί την παρακολουθούσε. Η Γερόντισσα όλη νύχτα δεν κοιμήθηκε καθόλου, αλλά προσευχόταν. Το πρωί φώναξε την υποτακτική της και της είπε: «Παλιότερα, οι άγγελοι έρχονταν στην έρημο και κοινωνούσαν τους μοναχούς». Η υποτακτική την ρώρησε «Γερόντισσα ήρθαν και σε σένα οι άγγελοι;» και αυτή απάντησε· «Γιατί πρέπει να ξέρεις;».
Ύστερα, η Γερόντισσα πήρε μια εικόνα -όπως κάνουν στον επιτάφιο οι ιερείς- τη λιτάνευσε γύρω από το σπίτι, έφθασε στο ξωκλήσι και την άφησε εκεί. Η υποτακατική της τη ρώτησε «Γερόντισσα, τί σημαίνει αυτό». Αυτή όμως δεν απάντησε. Έτσι η Γερόντισσα, προέλεγε τον σύντομο θάνατό της. Στη συνέχεια, ρωτούσε «Πού είναι οι εικόνες; Πού;» και απαντούσε η ίδια «Στην εκκησία, στην εκκλησία, στον Δεσπότη του Καθεδρικού στο Σοχούμ, λόγω του αξιώματός του!». Ύστερα απ’ αυτό άρχισε μία συζήτηση με αόρατα πρόσωπα, τους ληστές· «Εσείς ήρθατε να με σκοτώσετε. Αντε, σκοτώστε με. Θα γίνω μάρτυρας. Εσείς Όμως θα πάτε στη κόλαση».
Έπειτά η Γερόντισσα είπε στην υποτακτική της · «Ο πατέρας έχτισε το σπίτι για μένα και σύντομα θα πάω στο σπίτι μου· αλλά θα είμαι εδώ, κοντά σας».
Στον Αδάμ, που ήρθε από τη Γεωργιεύκα, διάβασε τη προσευχή και του είπε να κάνει γρήγορα γιατί θα πεθάνει, αλλά «γιά σένα όμως, θα προσεύχομαι», απάντησε όταν τη ρώτησε, «σέ ποιόν θα μας αφήσεις εμάς;». Φεύγοντας ο Αδάμ, η Γερόντισσα απομάκρυνε τη δόκιμη από κοντά της. Εκείνη την ημέρα, ήρθαν ληστές, σκότωσαν τη Γερόντισσα, την πέταξαν από το βράχο και έπεσε κοντά στο ποτάμι. Όλα έγιναν όπως προέλεγε ή ίδια στις ομιλίες της, ότι δηλαδή θα είναι κοντά μας, πλησίον του ποταμού!
Την επόμενη μέρα, όταν ήρθε η δόκιμη, επειδή δε βρήκε τη Γερόντισσα, πήγε στο χωριό Γεωργιεύκα, βρήκε τον Αδάμ και του είπε ότι «χάθηκε η Γερόντισσα». Ήταν βράδυ· έψαξαν, αλλά δεν την βρήκαν. Το επόμενο πρωί πήγαμε ξανά στη Γεωργιεύκα, ψάξαμε και βρήκαμε τη Γερόντισσα νεκρή κοντά στο ποτάμι. Τη μεταφέραμε στο σπίτι και μετά μία εβδομάδα την ενταφιάσαμε δίπλα στη αδελφή της Νίνα, κάτω από το προσκυνητάρι που έχτισα γι’ αυτές. Αυτό έγινε το Σεπτέμβριο του 1975.
Ένα θαύμα μετά την Κοίμησή της.
Επιθυμία μου ήταν, να μείνω στον τόπο που ασκήτεψε η Γερόντισσα, γι’ αυτό πήγα στο Μητροπολίτη Ηλία και του το είπα· «Είναι ευλογημένο να πάω στην έρημο, στο σπίτι της Γερόντισσας Ελένης;». Εκείνος όμως μου έδειξε το σπίτι του, και μου είπε: «Να το δωμάτιό σου, φέρε απ’ εκεί τις εικόνες και μείνε εδώ». «Καλύτερα να ρίξουμε κλήρο και όπου μας δείξει ο Θεός εκεί θα μείνω», του απάντησα εγώ. Ο Μητροπολίτης συμφώνησε, λέγοντάς μου όμως, «μετά μή μου πείς ή εκεί ή εδώ».
Ο κλήρος έδειξε ότι πρέπει να μείνω κοντά στον Μητροπολίτη· εγώ βέβαια σκεφτόμουν ότι δεν πρέπει το σπίτι της Γερόντισσας να το αφήσω κενό, και ξαναλέω στο Δεσπότη: «Δέσποτα, δεν μπορώ να ησυχάσω, θα πάω στην έρημο στη Γερόντισσα». Εκείνος μου είπε· «εφόσον το θέλεις, πήγαινε εκεί· ένα λόγο θα σου πώ μόνο και μετά αποφάσισε όπως εσύ νομίζεις». Μου είπε, λοιπόν, αυτή την ιστορία· «Έμαθαν τον λύκο να ψαρεύει· εκείνος όμως σκέφτηκε· -″Θα μπορέσω και εγώ με την ουρά μου να πιάσω ψάρια!‶. Πήγε στη λίμνη, έχωσε την ουρά του στο νερό και περίμενε. Το νερό όμως πάγωσε και έτσι αναγκάστηκε ν’ αφήσει την ουρά του και να φύγει, και μόλις που μπορούσε να πάρει τα πόδια του!»
Την άλλη μέρα, αποχαιρέτησα τον Μητροπολίτη Ηλία και έφυγα για την έρημο, για το σπίτι της Γερόντισσας Ελένης. Αν και είχα συνειδητοποιήσει ότι μπορεί και να με σκοτώσουν, εξαιτίας του σεβασμού που είχα στη μακαριστή Γερόντισσα, αποφάσισα να μην ακούσω τον Δεσπότη. Έμεινα 8 μήνες στην έρημο, μόνος μου. Ο Δεσπότης που έβλεπε τα βάσανά μου, μερικές φορές με κάλεσε κοντά του. Εγώ δεν αποφάσιζα να εγκαταλείψω την έρημο, και πάντα παρακαλούσα τη Γερόντισσα, να με πληροφορήσει πώς την σκότωσαν. Κάποτε, με αυτές τις σκέψεις, πήγα στο Σοχούμ, στην εκκλησία, και διανυκτέρευσα στο σπίτι του Μητροπολίτη Ηλία. Αυτός τότε μου είπε· «Χριστόφορε, ετοιμάσου, σε λίγο θα σε κάνουμε ρασοφόρο μοναχό». Με μεγάλη χαρά απάντησα· «ευλογημένο, Δέσποτα». Όλα τα ρούχα τα είχε ετοιμάσει ο ίδιος, και μου έδωσε το όνομα Χαρίτων. Την άλλη μέρα, εξομολογήθηκα και κοινώνησα και έφυγα πάλι στην έρημο. Την άλλη μέρα, και ενώ διάβαζα τους Χαιρετισμούς στο εξωκκλήσι, μου έκαναν επίθεση οι ληστές· με έδεσαν χειροπόδαρα, φίμωσαν το στόμα μου, με έριξαν στο πάτωμα και με απειλούσαν λέγοντας ότι θα με πετάξουν από το βράχο, ενώ έψαχναν κάποιο φορείο για να με δέσουν πάνω του. Αρχισα να προσεύχομαι, παρακαλώντας τη Γερόντισσα Ελένη, να με βοηθήσει, υποσχόμενος ότι, αν μείνω ζωντανός, θα κάνω υπακοή στο Δεσπότη Ηλία. Οι ληστές ήθελαν να με πάνε στο δάσος και εκεί να με σκοτώσουν. Όσο όμως και αν προσπάθησαν δεν μπορούσαν να με κουνήσουν από τη θέση μου. Ο Θεός επέτρεψε και φοβήθηκαν τόσο πολύ, και έτσι απομακρύνθηκαν τρέχοντας, και εγώ έμεινα ζωντανός. Από το περιστατικό αυτό κατάλαβα τη βοήθεια της μακαριστής Γερόντισσας. Μετά από αυτό έκανα υπακοή, κράτησα την υπόσχεσή μου, πήγα στον Δεσπότη και του τα διηγήθηκα όλα. Εκείνος για δεύτερη φορά, έδωσε ευλογία να φέρω τις εικόνες και να μείνω κοντά του, οπότε και εγώ μετακόμισα οριστικά στη Μητρόπολη. Αργότερα μου διάβασε το βίο του αγίου Χαρίτωνος, που και αυτόν τον έδεσαν ληστές και με την βοήθεια του Θεού έμεινε ζωντανός. Ο Δεσπότης είπε· «αυτός ο Χαρίτων, είσαι σύ», και τότε κατάλαβα ότι δίνοντάς μου αυτό το όνομα, προέλεγε αυτό το περιστατικό.
Μια προφητεία της Γερόντισσας
Αφήγηση του Γεωργιανού Γεωργίου Μονανούλι-εκδότη της Βιογραφίας της Γερόντισσας.
Ο Αρχιμανδρίτης Σάββας μου διηγήθηκε μία οπτασία της Γερόντισσας Ελένης: Εκεί που έμενε και ασκήτευε αυτή η μοναχή θα ιδρυθεί μια μονή στην οποία θα αγωνιστούν σαράντα παρθένες· ότι η Γεωργία θα συνενωθεί και ο Γέροντας Σάββας θα επιστρέψει σ’ αυτήν την περιοχή και θα ασκητεύσει μαζί με τους υποτακτικούς του. Όταν θα ιδρυθεί η γυναικεία μονή τόνιζε, πως εμείς δεν θα είμαστε σ’ αυτή τη ζωή· προφανώς θα γίνει στο απομακρυσμένο μέλλον.

Μοναχή Τιμοθέη, Ηγουμένη Αγ.Γεωργίου Βρανά Μαραθώνος Αττικής.(+25/06/1997)




Προκειται για αγια, με πλήθος θαυμαστών σημείων όταν ζούσε αλλά και μετα θάνατον

Γεννήθηκε τό 1918 στη Ρόδο από τούς ευσεβείς και πολύτεκνους γονείς Παναγιώτη και Αικατερίνη Χριστοδούλου πού έφτασαν στο νησί πρόσφυγες τη δεκαετία του 1910 από τη Μικρά Ασία. Όταν ή κατά κόσμο Άννα ήλθε εις ηλικία 3 μηνών, ή οικογένεια της μετακόμισε στην Αθήνα. Εκεί έχασε αρκετά από τα αδέλφια της από επιδημική αρρώστια της εποχής. Εις ηλικία 10 ετών έχασε και τούς δύο γονείς της.Μόνο της στήριγμα έμεινε ή αδελφή της Κυριακή καθώς και ή Ορθόδοξος Χριστιανική Ένωσις Κορασίδων του πατρός Αγγέλου Νησιώτη στην αγκαλιά της οποίας βρήκε τη θαλπωρή πού τής έλειπε όπως και το στήριγμα για να συνέχιση την πορεία του πονεμένου Βίου της.

Στα κατηχητικά του πατρός Αγγέλου γνωρίζεται με την μεγαλύτερή της κατά αρκετά χρόνια Φωτεινή Χατζηδάκη με την οποία συμφωνούν στα πνευματικά και επιθυμούν από κοινού να μονάσουν. Ή ίδια έλεγε χαριτωμένα ότι «έγινα υποτακτική από 10 ετών. Ή αδελφή Φωτεινή και κατόπιν Γερόντισσα Μελετία ήταν για μένα τα πάντα. Μάνα και Γερόντισσά μου». Έτσι με τη σύσταση τού πατρός Αγγέλου όταν ή 'Άννα διήγε το 16ο έτος τού βίου της εγκαταλείπουν το κλεινόν άστυ και βάζουν μετάνοια στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Μάντζαρη Ευβοίας όπου μετά τη νόμιμο δοκιμασία κείρονται ρασοφόρες μοναχές. Ή μεν Φωτεινή μετονομάζεται εις Μελετία μοναχή ή δε Άννα εις Τιμοθέη μοναχή.


Τα χρόνια των 2 αδελφών στο μοναστήρι κυλούν με προσευχή, με άσκηση, με σεμνότητα αλλά και αρκετή χειρωνακτική εργασία. Ή δεκαετία του 1940 με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ή παντοειδής στέρηση, ό κατατρεγμός, ή φτώχεια πλήττουν και το μοναστήρι.

Ή αδελφή Μελετία δοκιμάζεται σκληρά από την υγεία της. Καθημερινά κάνει αιμοπτύσεις από το στομάχι και δυστυχώς το διαιτολόγιο της Μονής είναι ακατάλληλο: τα όσπρια και οι τραχανάδες επιδεινώνουν το πρόβλημά της. Έτσι οι δύο αδελφές με σύσταση πνευματικού αποχωρούν από τού Μάντζαρη και έρχονται στην Αθήνα με το ξηρό και υγιεινό κλίμα για μια νέα δημιουργία.

Στα 1960 λοιπόν ζητούν συμβουλή από τον τότε Ηγούμενο της Μονής Πετράκη ό όποιος τούς συστήνει να κατοικήσουν στο ερειπωμένο Μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου Βρανά πλησίον τού Μαραθώνος 'Αττικής και το όποιο αποτελεί μετόχιο παλαιό της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Πεντέλης. Ή εν λόγω Μονή τούς χορηγεί την άδεια και εγκαθίστανται σε ένα χώρο ό οποίος εκτός από την μισοχαλασμένη Εκκλησιά τού Αη-Γιώργη δεν διαθέτει ούτε μία σκεπή! Ασκεπείς λοιπόν παραμένουν και αυτό γιατί το όλο περιβάλλον τού μοναστηριού αυτού τού 12ου αιώνος με τα άσκεπή κελιά, την απέριττη μεταβυζαντινή Εκκλησιά και την μισογκρεμισμένη μάνδρα ξυπνάει μέσα τους μνήμες ιερές από τον καιρό πού πατέρες Όσιοι κατοίκησαν εκεί και με τον κόπο τους έστησαν το μοναστήρι και με τα δάκρυα τους τα ασκητικά αγωνίστηκαν να ημερέψουν τον τόπο. Ήδη μια υπερκόσμια ευωδία υποδέχεται τις δύο ταπεινές αυτές υπάρξεις. Και όταν κάθονται να ξαποστάσουν από την ταλαιπωρία τής πρώτης τους εγκατάστασης στις 20 Ιουλίου 1960 έκπληκτες βλέπουν στην ερημιά ένα κάτασπρο άλογο να καλπάζει και τρεις φορές να περνά γύρω από την πρόχειρη σκηνή τους. Ξάφνου ακούγεται αντρική φωνή να λέει: «Σουτ, εδώ θα μείνετε!». Δάκρυα χαράς πλημμυρίζουν τις αδελφές και γαλήνη διακατέχει το είναι τους καθώς συνειδητοποιούν ότι ό Άγιος Γεώργιος τούς υποδέχτηκε στο μοναστήρι του, εκφράζοντας την θέλησή του με το παραπάνω συμβάν...
Νέος αγώνας αρχίζει για τις αδελφές με νέο κύκλο δοκιμασιών και στερήσεων. Φώς δεν υπάρχει όπως και, νερό και τηλέφωνο. Κοιμούνται σε δύο στενά ράντζα. Προσκύνημα δεν υπάρχει. Ξεκινούν τα εργόχειρα τα οποία τούς αποφέρουν το πενιχρό έσοδο των 300 δραχμών. Όταν ξοδεύουν για τις ανάγκες τους τα χρήματα ταυτοχρόνως τελειώνουν και οι γαλέτες με ιός όποιες περνούσαν. Στις 15 Αύγουστου μετά την ακολουθία τους τις επισκέπτεται τυχαία κάποιος αμπελουργός από τον Μαραθώνα και βλέποντας τες στενοχωρημένες τους προσφέρει να φάνε σταφύλι νουθετώντας τες: «Μην στενοχωριέστε αδελφές μου! Όπως ή Παναγία μας θαυματουργικά παρουσίασε το άγιασμα με το νερό στον Όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη έτσι και για σας θα φροντίσει για τη συντήρηση σας».

Τα λόγια του φωτισμένου εκείνου άνθρωπου στήριξαν τις ψυχές των αδελφών πού καθώς έφευγε, άρχισαν να τσιμπολογούν αχόρταγα το σταφύλι. Κάποιοι περαστικοί πού έρχονταν από Γλυφάδα, τις είδαν να τρώνε λαίμαργα το σταφύλι και τις ρώτησαν αντρική είναι παραθεριστές. Καθώς τις είδαν στενοχωρημένες, τούς υποσχέθηκαν να τούς μεταφέρουν νερό 2 φορές την εβδομάδα για να χτίσουν. Ή Παναγία τη μεσιτεία του Αγίου Γεωργίου έκανε το θαύμα της, διότι έτσι κτίστηκαν τα 2 πρώτα κελιά τα όποια τα θεώρησαν παλάτι.

Οι μέρες τους κυλούσαν γεμάτες πολλή προσευχή, ακολουθία και κομποσκοίνι. Όλη μέρα κουβαλούσαν πέτρες για χτίσιμο και καθάριζαν τα χαλάσματα. Κάποια φορά έβαλαν φωτιά για να καούν κάποια ξερόχορτα. Λόγω τού ανέμου όμως δυνάμωσε και έγινε πυρκαγιά πού άρχιζε να απειλή ότι είχαν κτίσει. Στην απεγνωσμένη φωνή τους «Άγιε Γιώργη σώσε μας» απάντησε ή αλλαγή τού ανέμου πού ώ τού θαύματος! άφησε τη φωτιά να κάψει τόσο χώρο μόνο, όσο έπρεπε να κτίσουν την επαύριον.

Ή μεγάλη πνευματική χαρά στη ζωή τους, τούς δόθηκε από τον τότε πνευματικό τους αρχιμανδρίτη Φιλόθεο Ζερβάκο, Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου ό όποιος τις έκειρε μεγαλόσχημες την Κυριακή τού Ασώτου τού 1969. Ό επί γης χωρισμός των δύο συνασκητριών ήλθε με το θάνατο της αυστηρής και δυναμικής Γεροντίσσης Μελετίας στις 23 Σεπτεμβρίου 1973. Μέτ' ολίγας ημέρας ανέλαβε τα καθήκοντα τής Ηγουμένης ή αδελφή Τιμοθέη με εντολή τής κυριάρχου Μονής Πεντέλης.

Εκτοτε κατοίκησαν και άλλες αδελφές στο ταπεινό μοναστηράκι τού Αγίου Γεωργίου και πολλά έργα έγιναν αναδεικνύοντας τον ιερό πρώην κατεστραμμένο χώρο σε κοινοβιακή Μονή.

Στα χρόνια πού ακολούθησαν μαζί με την Μονή αναδείχτηκε και ή ταπεινή και αφανής προσωπικότης τής Ηγουμένης Τιμοθέης.

Με την προσευχή της έγιναν πολλά θαύματα. Πρώτα από' όλα ή Ύπεραγία Θεότητος έδειξε την αντίληψη Της επί τής Μονής ταύτης διά τής μυροβλυσίας τής άχραντου εικόνος Της «ή Ρίζα τού Ίεσσαί» στο τέμπλο τού παλαιού Καθολικού.
Ή αείμνηστος Ηγουμένη είχε την ευχή και το χάρισμα των δακρύων. Ή διάνοια της ήταν κεκοσμημένη με φόβον Θεού και μνήμην θανάτου.

Είχε πολύ λεπτή συνείδηση. Τηρούσε το άκατάκριτον και ήταν αόργητος. Στολίζετο με την χάρη τής καλωσύνης, τής πραότητος και τής αγάπης. Ήταν πρότυπο ανεξικακίας και μακροθυμίας.

Σε ερώτηση πού έκανε ό γράφων στην διάδοχο της Ηγουμένη, Θεοτίμη μοναχή, σχετικά με τα χαρίσματα της μακαριστής, εκείνη απάντησε:

«Πρώτ' από' όλα το γεγονός ότι έκανε δηλ. μπορούσε να μείνει με όλους, ακόμη και τούς πιο δύσκολους χαρακτήρες, τούς χειρότερους. Ύστερα ή ξενητεία της προς τον κόσμο και τα εν αύτώ διότι ούδέποτε έξήρχετο τής Μονής ούτε συναναστροφές, συνομιλίες και συνδιαλλαγές είχε.

Επίσης είχε και την άφιλο- συγγένειαν. Μίαν κατά σάρκα αδελφή είχε, την Κυριακή, την οποίαν αποχαιρέτησε άπαξ όταν έφυγε για το πρώτο μοναστήρι και αντρική και κατοικούσε στην Αθήνα ουδέποτε έσπευσε να την επισκεφθεί.

Τέλος ή προσευχή της πού έκανε θαύματα σε πολλούς ασθενείς και άτεκνες γυναίκες όπως και ένα ακόμη περιστατικό πού με τον αγιασμό έσωσε την ημιθανή αγελάδα μιας πτωχής αγρότισσας.
Επίσης μας έλεγε: «Ότι πέτυχα, οφείλεται στην ευχή της Γερόντισσας μου στην οποία έκανα άκρα υπακοή» και έφερνε ως παράδειγμα την περίπτωση πού με την επίκληση τής ευχής τής Γερ. Μελετίας ξέφυγε τον κίνδυνο από την επίθεση ενός φιδιού.

Όταν τής έδιδαν ονόματα για προσευχή διά ζώσης ή από το τηλέφωνο, τα περνούσε πρώτα 3 φορές από το κομποσκοίνι της και πάντοτε γονυπετής και ένδακρυς και κατόπιν τα έδιδε του Ιερέως για 3 λειτουργίες να μνημονευθούν. Πάντοτε -χάριτι θεού- ή προσευχή της καρποφορούσε και δεχόταν ευχαριστήρια τηλεφωνήματα. Είχε καλό θυμητικό όσον αφορά στα πρόσωπα και τα προβλήματα τους για τα όποια προσευχόταν. Αν δεν την ενημέρωναν φρόντιζε εγκαίρως να πληροφορείται από τις αδελφές.

Διέθετε λεπτότητα, δεν οργιζόταν, ούτε εκφραζόταν αρνητικά για τις πτώσεις των αδελφών. Συνήθως έλεγε: «Ας κάνουμε προσευχή, θα το ζητήσω και εγώ να σε συγχώρηση ό Χριστός μας». Μιλούσε ευγενικά και πάντοτε στον πληθυντικό αριθμό ακόμη και στις αδελφές. Όταν τής συνέβαινε κάτι θαυμαστό, από την υπερβολική της συγκίνηση δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη και έδιδε τότε το λόγο σε άλλη αδελφή να το διηγηθεί δημοσία προς όφελος των συνανθρώπων της.

Το μεσημέρι πρότυπο τής κοιμήσεώς της κατέβηκε στο τραπέζι όπου έφαγε πολύ ολίγο και αποχαιρέτησε γελαστή την αδελφή Σωφρονία για να την τονώσει εν όψει τού επικειμένου αποχωρισμού τους.

Στις 17.30 μ.μ. έδωσε εντολή στην αδελφή Θεοτίμη πού μόλις είχε σηκωθεί από την μεσημβρινή ανάπαυση, να ξεκούραστη λέγοντάς της: «Ξεκουράσου τώρα γιατί σε λίγο θα έλθουν πολλοί». Ή αδελφή υπακούοντας πήγε στο κελί της και μη μπορώντας να κοιμηθεί, άρχισε να διαβάζει τούς χαιρετισμούς τής Παναγίας. Προτού τούς τελειώσει και ενώ ή ώρα ήταν 18.00 μ.μ. ή αδελφή ανησύχησε και μπήκε στο κελί τής Γερόντισσας όπου βρέθηκε ενώπιων ενός θαυμαστού θεάματος:

Ή Γερόντισσα τακτοποιημένη στο κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με σφαλιστά τα μάτια και το στόμα της, είχε ήδη παραδώσει την ψυχή της στον Κύριον τής δόξης! Το βράδυ πολλοί ζήτησαν να προσκυνήσουν στο κελί της το όποιο σφραγίστηκε για να μη πάρουν ως ευλογία τίποτε. Τελικώς συνωστίζονταν στο ανοιχτό παράθυρο όπου δεν χόρταιναν να οσφραίνονται την ευωδία πού έξήρχετο από τον τόπο αναπαύσεως τής Γερόντισσας.
 

Ή Γερόντισσα Τιμοθέη στολισμένη με τα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος άπήλθεν εις άπάντησιν τού Νυμφίου τής ψυχής της Χριστού στις 25 Ιουνίου 1997 και ημέρα Τετάρτη. Το όσιακό της λείψανο ευωδίασε και μαζί με αυτό όλο το μοναστήρι καθώς την έντυναν για να την βάλουν στην εκκλησία. Ζεστό και ευλύγιστο παρέμεινε μέχρι τον τάφο καθώς πιστοποιούν και οι σχετικές φωτογραφίες όπου φαίνεται κάποια γυναίκα να ανυψώνει σταυρωτά το χέρι της για να το άσπαστή. Κάποια άλλη γυναίκα πού δεν την πρόλαβε ζωντανή να την χαιρετήσει, από ευλάβεια ανασήκωσε το λείψανο για να το άσπαστή και το άφησε καθιστό στο φέρετρο αγκαλιάζοντας το πολλές φορές. Πέρασε μάλιστα το χέρι τής Γερόντισσας γύρω από τον αυχένα της. Τόσο μεγάλη ήταν ή ευκαμψία τού λειψάνου και τόσο μεγάλη και ή ευλάβεια τής γυναίκας! Για τη Γερόντισσα έδωσε μαρτυρία και ό πνευματικός της, Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, αρχιμανδρίτης Τιμόθεος Σακκάς ό οποίος τόνισε την απλότητα τού χαρακτήρος της όπως και την καθαρότητα τής εξομολογήσεως της. Μαρτυρία έδωσε και ή κυρία Σωτηρία Νούση.

Και ό γράφων πήρε την ευχή της πολλάκις ως λαϊκός. Και σήμερα μοναχός αναλογίζεται: Τί σπάνιο πράγμα ό μοναχός να μπορεί να συμβιεί με άπαντες όπως ή Γερόντισσα Τιμοθέη διότι συνήθως όλοι στο μοναστήρι διαλέγουμε με ποιόν θα συνδιακονήσουμε και με ποιόν θα συνπνευματιστούμε!!!

ΒΙΒΛ. ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. ΘΑΥΜΑΣΤΟΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ .ΑΘΗΝΑ 2005.
http://apantaortodoxias.blogspot.com