Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Εις την Οσιωτάτη Γερόντισσα + Μοναχή Μακαρία Δεσύπρη.



site analysis


Καθηγουμένη και Κτιτόρισσα Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ,
Όρους Άμωμων Αττικής
Μνήμη, Ευγνωμοσύνη και Αγάπη
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΗΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗΣ+ΜΟΝΑΧΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΔΕΣΥΠΡΗ (1911-1999)
Οσιωτάτη Καθηγουμένη +Μοναχή Μακαριά, κατά κόσμον Μαργαρίτα Δεσύπρη, έγεννήθη την 12ην Μαρτίου 1911 στο χωριό Φαλατάδο της Τήνου. Γόνος πολύτεχνης ευσεβούς οικογένειας εγαλουχήθη στα νάματα της Ορθοδοξίας από τους ευσεβείς γονείς της, Μαρίνα και Γεώργιο, ιδιαίτερα δε από τον ιερέα πάππο της εκ μητρός, π. Αντώνιο, ον και υπερηγάπα.
Η ευσεβής μήτηρ της, ως άλλη Εμμέλεια ηξιώθη νά αφιέρωση στον Κύριο δύο θυγατέρας μοναχάς, την Μοναχή Πελαγία και την Μακαριστή Καθηγουμένη μας, και έναν υιό ιερέα, τον π. Ανδρέ­α Δεσύπρη, τον μόνο επιζώντα σήμερον.
Προσήλθεν στην ταξί των Μοναχών ως Δόκιμος στις 11 Δεκεμβρίου 1930· εκάρη Μοναχή στις 31 Ιουνίου 1932 από τον μακαρι­στό Ιερομόναχο Πέτρο Βλοτίλδη και στις 29-6-1935 εχειροτονήθησε Μεγαλόσχημο επί Μακαριωτάτου Χρυσοστόμου στην Ιερά Μονής Αγίου Ιεροθέου στα Μέγαρα Αττικής.
Όμως ο Κύριος της Δόξης την εκάλει δι' άλλους αγώνας. Η περίοδος της Κατοχής την ευρίσκει στις γυναικείες φυλακές του Α­βέρωφ στην Αθήνα, όπου παρηγορούσε φυλακισμένες και περιέθαλπε μετά αγάπης πολλής τα τέκνα τους.
Το καλοκαίρι του 1945 επισκεφθείσα την Νέα Μάκρη Αττικής ανηφόρησε δια να ανάψη το καντηλάκι των ερειπίων τής πάλαι ποτέ Σταυροπηγιακής ανδρώας Ιεράς Κοινοβιακής Μονής του Ό­ρους των Αμώμων, όπως αργότερα τής απεκαλύφθη θαυμαστώς έκτοτε, πληροφορηθείσα εσωτερικώς ότι «ο τόπος ούτος Άγιος έστι» παρέμεινεν αδιαλείπτως μέχρι την εκδημία της.
Εγκατασταθείσα στα ερείπια διεβίωσε στο κελλίο της με αφαντάστους στερήσεις, κάτω από τελείως αντίξοες συνθήκες. Την νύκτα έπλεκε κάλτσες «διά να προσπορίζεται τα προς το ζην» και την ήμερα «ξέθαβε» τα ερείπια του μικρού ναΐσκου του Ευαγγελισμού, διότι ήθελε να εύρη τους θεμέλιους λίθους των Πατέρων και επ' αυτών να ανοικοδόμηση τον Ναόν και τα κελλία των Μοναχών.
Πολλάκις ησθένησεν και παρέμεινε στο κελλίο της «πυρέσουσα εν καιρώ χειμώνος» χωρίς σκεπάσματα, χωρίς πόρτες και παράθυρα. Περαστικός τις τσοπάνος της έριξε την κάπα του, ό­ταν αντελήφθη, ότι έζη άνθρωπος ασθενής στα ερείπια ταύτα.
Όμως ό Θεός της επεφύλασσεν υψίστη τιμή: την αποκάλυψι των Λειψάνων του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εφραίμ του Θαυματουργού μετά πεντακοσίων χρόνων κατάκρυψι στην γη.
ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Καθισμένη πάνω στα ερείπια του παλιού Μοναστηριού, όπου ή θεία πρόνοια ωδήγησε τα βήματα μου, έφερνα τον στοχασμό μου σε χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ή­ταν παντού τα κόκκαλα των Αγίων, πού με το αίμα τους ποτίστη­κε το δέντρο της Ορθοδοξίας. Και καθώς καταγινόμουν στο κα­θάρισμα απ' τα χαλάσματα της Ιεράς Μονής, αναλογιζόμουν ότι βρίσκομαι σε ιερό τόπο, και έλεγα· Θεέ μου αξίωσε με την ανάξια δούλη σου να ίδω έναν από τους πατέρας πού έζησαν εδώ. Και ενώ πέρασε αρκετός καιρός κατά τον όποιο συνεχώς παρακαλού­σα, ένιωθα μία φωνή μέσα μου να μου λέγει: «σκάψε εκεί και θα βρεις αυτό πού επιθυμείς» και θαυμαστώς μου υπέδειξε με τρόπο μυστηριακό ένα κομμάτι γης στο προαύλιο του Μοναστη­ριού. Ό καιρός περνούσε και ή φωνή πιο δυνατή, πιο φλογερή με προέτρεπε· «Σκάψε και θα βρεις αυτό που επιθυμείς» κι έδειξα τον τόπο στον εργάτη πού είχα φωνάξει εκείνες τις μέρες για μία μικρή επισκευή στο παλιό Ηγουμενείο. Εκείνος ό άνθρωπος δενήταν πρόθυμος να σκάψει εκεί πού με ωθούσε ή εσωτερική φωνή. Ήθελε να σκάψει κάπου πιο πέρα, οπουδήποτε άλλου. Στην επιμο­νή του τον άφησα να πάει όπου ήθελε, και εγώ έμεινα εκεί και προσευχόμουν να μην μπορεί να σκάψει, να βρίσκει βράχους, για να αναγκαστεί να έλθει στον τόπο πού με ωθούσε εκείνη ή φωνή.
Και πράγματι, ενώ προσπάθησε σε τρία-τέσσερα μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους και γι' αυτό επέστρεψε εις τον τόπο πού αρ­χικώς του υπέδειξα.
Ο τόπος εκείνος από το τζάκι, τις τρεις θυρίδες, το μισογκρε­μισμένο τοίχο, όλα αυτά μαρτυρούσαν πώς κάποτε υπήρξε κελί κάποιου Μοναχού και πού έμειναν τα ερείπια αυτά για να μας πουν το δράμα πού κάποτε συνέβη εκεί.
Καθαρίσαμε τον τόπο από τις πέτρες, και άρχισε ο εργάτης εκείνος να σκάβη κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα και επειδή φοβόμουνα να μη μου κάνη ζημιά, του είπα: «μην βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιο σιγά», άλλ' επειδή δεν με άκουγε και έσκα­βε με τον ίδιο ρυθμό, τού είπα: «Μήπως είναι και κανείς θαμμέ­νος και κάνεις ζημιά! Σε παρακαλώ, πρόσεχε». Και τότε κατάλα­βε και μου είπε«νομίζεις ότι θα είναι αλήθεια αυτό πού έχεις στο νου σου;» Και αλήθεια ήμουν τόσο βεβαία σαν να τον έβλε­πα. Και προχωρώντας τώρα εις την αγία και ιεράν εκταφή, και φθάνοντας περίπου ένα και εβδομήντα βάθος πρώτα έφερε εις το φως ο κασμάς το κεφάλι τού άνθρωπου του Θεού. Την ίδια δε στιγμή σκορπίστηκε άρρητη ευωδία σε όλη τη γύρω ατμόσφαιρα. Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλώσσα του, κόπηκε ή μιλιά του.
«Άφησε με μόνη, σε παρακαλώ», είπα στον εργάτη, και απο­μακρύνθηκε.
Γονάτισα με ευλάβεια και ασπάστηκα το σκήνωμα τού Άγιου και αισθάνθηκα βαθειά την έκταση του μαρτυρίου του.
Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απόκτησα μεγάλο θησαυ­ρό, και παίρνοντας το χώμα με προσοχή έβλεπα την αρμονία του σκηνώματος του, πού, αν και τόσους αιώνες μέσα στη γη, δεν εί­χε αλλοιωθεί.
Χαρακτηριστικόν, ότι επρόκειτο για κληρικόν, είναι το ό­τι παίρνοντας το χώμα εις την θέσιν όπου ήσαν τα άγια του χέ­ρια, είδα το στρίφωμα του μανικιού του ράσου, πού δεν υπήρχε ούτε ή ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χονδροϋφασμένο από αργα­λειό του παλαιού καιρού· το πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό και προχωρώντας κάτω εις τα πόδια και πάλιν να! το στρίφωμα τού ράσου του, όπως και εις τα χέρια του ολοκάθαρο, και τα πέλματα του είχαν αποτυπωθεί στο χώμα. Δεν ήξευρα τι πρώτα να κάνω να χαρώ ή να τον κλάψω· πώς βρέθηκε εκεί θαμ­μένος ο τού Θεού άνθρωπος; Τι να είχε συμβεί; Τι, να είδαν τα μάτια του; Έλεγα, κάποιο δράμα θα συνέβη. Και προσπαθώντας να καθαρίσω τα οστά από τη λάσπη των δακτύλων του έθρυμματίζονταν, διότι ή βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω το βάθος του τάφου του, γι' αυτό και τα έτοποθέτησα, όπως ήταν στην θυρίδα, πού ήταν πάνω από τον τάφο του.
-  Μα τι να σας πω και για κείνη την βροχή; Λες και ο Ουρανός έριχνε ασημένια φυλλαράκια με τα όποια έραινε τον Άγιο και τον τάφον του.
Ήταν βράδυ, διάβαζα τον Εσπερινό, ήμουν μόνη ακόμα σ΄ αυτόν τον άγιο τόπον, πού μ' έφερε ό Κύριος να τον υπηρετήσω, και ξαφνικά ακούω βήματα, πού ξεκινούσαν από το βάθος του τάφου, προχώρησαν εις την αυλή και έφτασαν εις την πόρτα της Εκκλησίας. Τα βήματα του ήκούοντο δυνατά και σταθερά τόσον, ώστε ένιωσα μέσα μου ότι ήτο ή μόνη φορά πού φοβήθηκα, αι­σθάνθηκα το αίμα μου να μουδιάζει εις το κεφάλι μου και από το φόβο μου ούτε γύριζα πίσω να ιδώ, οπότε ακούω τη φωνή του να μου λέγει:
«Έως πότε θα με έχεις εκεί πέρα; Κι αυτός που μου έβαλε το κε­φάλι μου έτσι ....» Τότε γύρισα και τον είδα ήτο υψηλός εις το α­νάστημα, με μάτια μικρά στρογγυλά, με ελαφριές ρυτίδες στην ά­κρη, τα γένια του έφθαναν και εκάλυπταν τον λαιμό, και κάπως εδώ και εκεί με χάρι εδιχάζοντο πλαγίως και έμπροσθεν και ολί­γον σγουρά, χρώματος μαύρου, με όλη την μοναχική αμφίεση· στο αριστερό του χέρι υπήρχε φως υπέρλαμπρον και το δεξί του χέρι ευλογούσε.
-  Ή ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση και χαρά ανεκλάλητο· πήρα θάρρος και δύναμι, ο φόβος εξαφανίστηκε, τον ένιωσα δικό μου και του είπα.
Συγχώρησέ με, και αύριο, μόλις ξημερώσει ο Θεός την ήμερα θα σε περιποιηθώ, και αμέσως έγινε άφαντος, και συνέχισα τον Εσπερινό μου εν ειρήνη. Το πρωί μετά την ακολουθία του Όρθρου επήρα τα άγια οστά και τα εκαθάρισα από τα χώματα, τα έπλυνα καθαρά, και τα απόθεσα στο Λερό σε μία παλιά θυρίδα, αφού ά­ναψα και ένα καντηλάκι.
Το βράδυ τής ιδίας ημέρας βλέπω στον ύπνο μου τον Όσιον άνθρωπον του Θεού μέσα εις την Εκκλησίαν όρθιον, αριστερά όμως και κοντά στον Άγιο, είδα όρθια και στο ανάστημα τού Αγίου, μια περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα του Άγιου, πού την κρατούσε με το ένα του χέρι αγκαλιασμένη. Ήταν από παλαιό ασήμι σφυ­ρηλατημένη και με το χέρι εργασμένη, δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι και εγώ τού έβαλα μία λαμπάδα αναμμένη από καθαρό κερί, και τότε άκουσα την φωνή του να μου λέγει:
«Σ' ευχαριστώ πολύ. Ονομάζομαι Εφραίμ».
Πέρασε αρκετός καιρός και είχα μέσα μου μία απορία για τούτο το περιστατικό. Μία μέρα. και μετά το τέλος του Εσπερινού, καθώς άπλωσα το χέρι μου για να κλείσω την πόρτα τής Εκ­κλησίας ακούω τρία χτυπήματα, σαν από κεχριμπαρένιο κομπολόι. Κατάλαβα ότι ήταν ο Άγιος, εμπήκα στο ιερό, διότι είχα εκεί τοποθετημένα τα Αγία του λείψανα, άναψα ένα κεράκι και προσκύνησα. "Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω δια την ουράνιον εκείνην ευωδία πού ανέπεμπαν τα άγια του Λείψανα! Χείμαρρος πραγματικός επλημμύρισε όλο μου το είναι, αισθάνθηκα εντός μου τον Παράδεισον, μα και την ταπεινότητα μου σ' αυτό το με­γαλείο.
+Καθηγουμένη Μοναχή Μακαριά
Το 1950 η Μακαριστή Γερόντισσα πλαισιωθελίσα από  τας πρώτας προσελθούσας Μοναχάς προέβη στην ανασύστασι τής παλαίφατης Μονής και μέσα από πολύχρονους στερήσεις, κόπους και αγώνας, «την ανέ­δειξε μεγάλο προσκυνηματικό κέντρο τής Παγκό­σμιας Ορθοδοξίας» χάρι στην δύναμη του Θαυματουργού "Αγί­ου μας Εφραίμ, όπως ομολογούν σύγχρονα μεγάλα πνευματικά αναστήματα.
Το «θαυμαστό Σέμνωμα» του Όρους των Άμωμων ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Εφραίμ ο Θαυματουργός, χάριτι Θεού και αόκνοις προσπάθειαις τής Μακαριστής Καθηγουμένης Μακαριάς κατέ­στη γνωστός απανταχού σχεδόν τής Γης και ως σύγχρονος κολυ­μπήθρα του Σιλωάμ παρέχει «πάσιν τοις αιτούσιν ιάματα».
Ή «Μητέρα Μακαρία», η «Μάννα των πονεμένων», όπως την απεκάλουν οι ίδιοι οι πιστοί, διότι έτσι την αισθάνονταν, σ' ό­λο τον επίγειο βίο της, παρά τα αλεπάλληλα εμφράγματα πού εί­χε υποστεί, τον σακχαρώδη διαβήτη, πού την εταλαιπώρει και το θραύσμα βλήματος πού έφερε στην κοιλιακή χώρα από τα χρόνια τής Κατοχής, περιχαρής διηκόνει πάντα πιστόν προσερχόμενο και εξαιτούντα την Αγία Προσευχή της. Σχεδόν νυχθημερόν προσηύχετο και ενουθέτει πνευματικά ορφανά, χήρας, διαζευγμένους, νέους και ασθενείς, επιστήμονας και βιοπαλαιστάς, μονα­χούς και μοναχάς. Πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι τής εζήτουν να ευλόγηση τις διατριβές τους, εκπαιδευτικοί το έργο τους και δι­καστικοί τις οικογένειες τους.
Ακάματη στην διακονία του Θείου Λόγου, αυστηρά αφοσιωμένη στην "Ορθόδοξη Λατρεία, ασκήτρια στην μοναχική της ζωή. «ετρέφετο με την λειτουργική ζωή. την μελέτη του Θείου Λόγου, την αδιάλειπτη προσευχή και την σιωπή».
Ολιγομίλητη με μία έκφραση «χαρμολύπης» διάχυτη στο γλυ­κό και τρυφερό, γεμάτο αγάπη και ταπείνωση βλέμμα της. προσπα­θούσε να απόκρυψη τις πλούσιες δωρεές με τις όποιες την είχε πε­ριβάλει ο Δωροθέτης Κύριος.
Η βαθύτατη πίστη της, η ευγένεια και το πράον του χαρακτήρος της, η διακριτικότητα, η ανεξικακία, η συγχωρητικότητα, η «χωρίς όρια φιλανθρωπία» της και ή απέραντη αγάπη της προς «πάντα άνθρωπον» σημάδεψαν καθοριστικά την Αγία της Μορφή.
Χωρίς οικονομικούς πόρους συνετήρει μέχρι το 1980 ορφα­νοτροφείο με 70 περίπου παιδιά σχολικής ηλικίας, στα όποια παρείχε στέγη, τροφή, ενδυμασία και παιδεία στοιχειώδους βαθμίδος, όσα δε επρόκοπτον στα γράμματα τα έφτασε μέχρι των Ανωτάτων "Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και σήμερον ομολο­γούν ότι «τα εχόρταινεν εκ του μηδενός». Δια να ανταπεξέλθη δε στις ανάγκες τους εξέθετε στον προαύλιο χώρο του Ζαππείου μεγάρου των Αθηνών εργόχειρα της αγάπης της. μη φειδομένη χρόνου, κόπου, μόχθου και αποστάσεων.
Αν και δεν είχε Πανεπιστημιακή μόρφωση, προέβη σε έκδοση Πατερικών κειμένων, «Λόγοι Ασκητικοί Βασιλείου του Μεγά­λου» και σε σύνταξη Παρακλητικού Κανόνος και ακολουθίας Χαιρετισμών προς τον Άγιον της Εφραίμ, τον όποιον υπερηγάπα. Τα θαύματα δε του οποίου κατέγραψε και εξέδωσε σταδιακά σε (10) δέκα τόμους δια να στηρίζει και να ενδυναμώνει τους πι­στούς. Επεδίδετο ακόμη και στην Αγιογραφία Ιερών Μορφών της Ορθοδοξίας μας.
Απαντούσε καθημερινά σε πλήθος τηλεφωνημάτων και επι­στολών πιστών που εδέχετο, ενώ προσηύχετο θερμά και εσταύρωνε υπομονετικά με τεμάχιο Ιερού Λειψάνου του Άγιου τους ευσε­βείς πού ζητούσαν την προσευχή της.
Ετέλεσε ατομικές και ομαδικές βαπτίσεις Βορειοηπειρωτών τους οποίους εφιλοξένησε επί διετία μετά των οικογενειών τους στον ξενώνα της Μονής.
Το μελίρρυτο στόμα της ακαταπαύστως μέχρι τελευταίας ανα­πνοής εδόξαζε τον Κύριο, την Παναγία Παρθένο και τον Άγιον της Εφραίμ στον όποιο ανέθετε «πάσαν την ζωήν ημών».
Δεν αξιώθηκε να ζήση την επίσημη αναγνώρισι του Μεγάλου Αγίου της, ενώ διαρκής πόθος της ήταν να πάρει ή ίδια με τα χέ­ρια της από το Πατριαρχείο την πολυπόθητη Πατριαρχική Πράξι της Αγιεπωνυμίας.
Ό Κύριος της Δόξης επέτρεψε σε βαθύτατο γήρας να σήκωση μεγάλο σταυρό. Τον σήκωσε με καρτερία και σιωπή. Αντιμετώπι­
Την προτεραία τής Αγίας Κοιμήσεως της έψαλε με χαρά με παρευρισκόμενο Ιερέα Αναστάσιμα Τροπάρια στο κρεβάτι του πόνου.
Η τελευτή της υπήρξεν απολύτως ήρεμη και οσιακή· άλλωστε την είχε προείπει προ δεκαετίας και πλέον.
Η Αγία Ψυχή της, ασφαλώς χειραγωγημένη από τον Άγιον της Μεγαλομάρτυρα Εφραίμ τον Θαυματουργόν, αφού μετέλαβε των Άχραντων Μυστηρίων, επέταξε στους Ουρανούς, όπου και άνηκε, στις 23-4-99, ήμερα Παρασκευή περί ώρα 2:20 μ.μ. εορτή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Άρρητος δε ευωδιά περιέβαλε αμέσως το Σεπτόν της Σκήνωμα στο δωμάτιοτου Νοσοκομείου, όπου ενοσηλεύετο, οι δε παριστάμενοι ιατροί, νοσοκόμοι και μέλη τής ακολουθίας τής δακρυρροούντες «εθαύμαζον» δια τα γενόμενα.
Τηλεόραση και Τύπος ανήγγειλαν την εκδημία τής Μακαρι­στής πια +Μοναχής Μακαριάς Καθηγουμένης Ιεράς Μονής Ευαγ­γελισμού και Αγίου Εφραίμ Όρους Άμωμων Αττικής.
Το Σεπτό της Λείψανο εξετέθη σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα εντός του Καθολικού τής Ιεράς Μονής τής οποίας υπήρξε Χάριτι Θεού Κτιτόρισσα και Καθηγουμένη επί ήμισυ αιώνα διά την οποίαν Μονήν ηνάλωσε εαυτόν μέχρι τελευταίας αναπνοής παραμείνασα πιστή στην διακονία του Σαρκωθέντος Λόγου, τής Σταυρωθείσης Αγάπης.
Χιλιάδες πιστοί την προσκύνησαν και περίπου πέντε χιλιάδες την συνόδεψαν στην τελευταία της κατοικία παρά την δυνατή βροχή πού έπεφτε συνεχώς. Κηδεύτηκε πανδήμως υπό πλήθους πι­στών μοναχών και ιερέων, παρουσία των τοπικών Άρχων, του Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος κ.κ. Κλεόπα, χοροστατούντος του Θε­οφιλέστατου Επισκόπου Διαυλείας κ.κ. Δαμασκηνού Καρπαθάκη, όστις μετά των λοιπών ομιλητών και εξήρε την «μεγάλη αυτή μορφή του σύγχρονου γυναικείου μοναχισμού», της «Ταπεινής και φιλαγάθου Καθηγουμένης»του Αγίου Εφραίμ.
Τέλος ευλαβικά εναπόθεσαν το πολυβασανισμένο Όσιο Σώμα της στον απόμερο τάφο πού είχε πρό ετών ή ίδια ετοιμάσει στον Άβατο προαύλιο χώρο της Ιεράς Μονής της «για να αφουγκράται τις ψαλμωδίες και να θεάται τα ένδοξα και εξαίσια πού ο Άγιος επιτελεί στους μετά πίστεως προσερχόμενους στην Μο­νή Του».
Ας είναι ή Ουράνια ζωή σου. Μητέρα Μακαρία, αγγελική, ό­πως και ή επίγεια βιοτή σου και ή 'Αγία Ευχή σου πού «χάρισε στην Οικουμενική "Ορθοδοξία τον Μεγαλομάρτυρα Άγιο Εφραίμ » πάντα να μας εύλογη, να μάς συγχωρεί και να μας αξιώσει της Επουρανίου Βασιλείας. "Αμήν.
Αιωνία Σου ή μνήμη. Πολυσέβαστη και Πεφιλημένη Μητέρα μας.
Εις τα πνευματικά μου τέκνα τάς Μοναχάς
Υπερήφανος Μοναχός δένδρον άριζον και ου μη φέρη προσβολήν
άνεμου. Και ωσάν ή
σαπουνόφουσκα μόλις ραγείσα
αφανίζεται· ούτω και ή μνήμη
του υπερήφανου μετά θάνατον
αφανίζεται. Και όπως ή προσευχή
του ταπεινού κάμπτη τον Θεόν,
τοιοτοτρόπως και ή προσευχή του
υπερήφανου παροργίζη τον Ύψιστον
αγαπητά μου τέκνα και
θυγατέρες μου εν Κυρίω.
Αγαπήσατε τας ύβρεις και
ατιμίας, τας ταπεινώσεις και
εξουδενώσεις και εξουδενώσεις
ίνα ο Κύριος σας συναριθμήση
εν τω χορώ των Μονα­ζόντων
και των Μαρτύρων αγαπήσατε τας ύβρεις· τας ατιμί­ας
μετά λογισμού ταπεινού και
να πιστεύσητε ότι ουδέν είστε
και όταν αυτό πιστεύσητε
εντός σας, τότε ο Κύριος θα
ελεήση τεκνίον μου την
καρδίαν σου και θα σωθήτε
παιδιά μου δια της
ευλογη­μένης ταπεινώσεως.
ή μητέρα σας Μακαριά Μοναχή
έγραφον εν τω κελλίω μου 12-8-64

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Η ΟΣΙΑ ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΣΙΝ, ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΒΕΡ (+ 1368)



site analysis

Η ΟΣΙΑ ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΣΙΝ,
ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΒΕΡ (+ 1368)
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ἀρχική δημοσίευση τοῦ κειμένου στό Περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»Λευκωσίας, (φ. 39, 1993, σελ. 33 – 38) καί στό Περιοδικό "Ο ΠΟΙΜΗΝ"τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μυτιλήνης (τ. 1993). Κατωτέρω δημοσιεύεται βελτιωμένο.
Λέγεται, ὅτι ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ βοήθησε τόν Τσάρο Ἀλέξανδρο Β’ «νά δεῖ τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου του» (ὅταν ὁ Ἡγεμόνας τόν ἐπισκέφθηκε μυστικά στή μονή του). Ἔτσι ὁ Τσάρος «πέθανε» γιά τόν κόσμο καί ἔζησε τήν κατά Θεόν ἀσκητική ζωή ὡς λαϊκός Στάρετς Θεόδωρος Κούσμιτς τῆς Σιβηρίας. Ἡ Ὁσία Ἄννα τοῦ Κασίν κατά τήν διάρκεια τῆς πολυτάραχης ζωῆς της, ὄχι ἁπλῶς εἶδε, ἀλλά βίωσε τήν ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου καί γι’ αὐτό ἀντάλλαξε τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου μέ τήν Ἀγγελική Μοναχική πολιτεία. Ὁ βίος της - ὁ κοσμικός, ἀλλά καί ὁ μοναχικός - ἄν καί ἄγνωστος στίς λεπτομέρειές του, περιεῖχε φαίνεται μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες, τόσους καί τέτοιους ὥστε νά τιμηθεῖ ἀπό τόν δωρεοοδότη Κύριο μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της καί τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων.
Ἡ ἁγ. Ἄννα γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, τό 1278. Ἦταν συγγενής τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μιχαήλ Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ (20η Σεπτεμβρίου) καί Βασιλείου Ἡγεμόνα τοῦ Ροστώφ (4η Μαρτίου). Τό 1294 συζεύθηκε τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γ' Γιαρολάβιτς. Εἶχε τήν ἀτυχία νά ἐμπλακεῖ ἡ οἰκογένειά της στήν ἐμφύλια διαμάχη γιά τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα, μέ τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο τῆς Μόσχας.

Τό ἱστορικό-κοινωνικό ὑπόβαθρο τοῦ βίου τῆς ἁγ. ἌνναςἈπό τά μέσα ἤδη τοῦ 11ου αί. ἡ ἐμφάνιση στίς στέππες τοῦ Ρωσικοῦ νότου τοῦ ληστρικοῦ λαοῦ τῶν Πολόβτσων, ὑποχρέωσε μεγάλο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ νά μετακινηθεῖ πρός τά βορειοανατολικά. Ἀκόμη ἡ διαίρεση τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας σέ πολλές μ ικρές καί μεταξύ τους ἀντιμαχόμενες ἡγεμονίες, ἡ προϊοῦσα ἀνεξαρτητοποίηση τῆς ἐμπορικῆς δημοκρατίας τοῦ Νόβγκοροντ καί ἡ ταχύτατη ἀνάπτυξη τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Σούζνταλ, συντέλεσαν στήν παρακμή τοῦ Κιέβου. Τό 1169 ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Ἀνδρέας Μπογκολιούμπσκυ κατέλαβε καί λεηλάτησε τό Κίεβο καί μετέφερε τήν ἕδρα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα στό Βλαδιμήρ. Μεταξύ τῶν νέων πόλεων πού ἱδρύθηκαν τότε ἦταν τό Τβέρ, τό Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἡ Μόσχα.
Τό Κίεβο κατέρρευσε ὁριστικά τό 1240, μέ τήν κατάληψη καί καταστροφή του ἀπό τούς Τατάρους, ἀπό τούς ἴδιους εἰσβολεῖς ὅμως καταλύθηκε καί ἡ Ἡγεμονία τοῦ Σούζνταλ – Βλαδιμήρ. Οἱ Ἡγεμόνες – Πρίγκιπες τῶν μικρῶν ἡγεμονιῶν κατανάλωσαν τίς ἐλάχιστες – πλέον – δυνάμεις τοῦ Ρωσικοῦ Ἔθνους στίς μεταξύ τους ἐμφύλιες διαμάχες γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ τίτλου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα, τόν ὁποῖο – κατά τόν Καθηγητή Βλ. Φειδᾶ - ὁ Τάταρος Χάν παραχωροῦσε «είς τόν πλουσιώτερον καί ταπεινότερον τούτων».
«Οἱ Ρῶσσοι Ἡγεμόνες - γράφει - ἔδει νά ἀναγνωρισθοῦν ὑπό τῶν Χάν κατά τήν ὑποχρεωτικήν μετάβασίν των εἰς τήν διαμονήν τῶν Χάν, τό Σαράϊ, ὅπου μετέβαινον συνήθως μετά πολλῶν δώρων. Αἱ ἀπαιτήσεις τῶν Χάν ἦσαν ἡ ὑποταγή τῶν Ρώσσων Ἡγεμόνων καί ἡ τακτική συλλογή τοῦ καταβαλλομένου ὑπό τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ φόρου, τοῦ λεγομένου «βυχόντ». (Βλ. Φειδᾶ, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας, 988 – 1988», σελ. 140 – 141).
Κατά τήν περίοδο 1304 – 1319 τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα διεκδικοῦσαν ὁ σύζυγος τῆς ἁγ. Ἄννας Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς - δευτερότοκος γιός τοῦ Γιαροσλάβου Γ’ Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1238 – 1240) καί πατέρα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι – καί ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μόσχας Γεώργιος Δανίλοβιτς, ἐγγονός τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέβσκι. Στόν μεταξύ τῶν δύο Ἡγεμόνων ἐμφύλιο ἀγῶνα ἀτυχῶς ἀναμείχθηκε καί ἡ Ρωσική Ἐκκλησία, στό πρόσωπο τοῦ Μητροπολιτῶν Ρωσίας Πέτρου καί Θεογνώστου. Αἰτία ἦταν ἡ μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας ἀπό τό Κίεβο ἀρχικά στό Βλαδιμήρ καί τελικά στή Μόσχα καί οἱ προσωπικές ἀπόψεις πάνω στό θέμα Ἱεραρχῶν καί Ἡγεμόνων.
Τό πρόβλημα δημιουργήθηκε μέ τήν ἐξαφάνιση τό 1240 τοῦ Βυζαντινῆς προελεύσεως Μητροπ. Ρωσίας Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἴσως θανατώθηκε ἀπό τούς Τατάρους ἤ ἐπέστρεψε στήν ΚΠολη. Ὁ διάδοχός του ἅγ. Κύριλλος Β’ (1242 - 1281), ὁ ὁποῖος ἐξελέγη χάρις στήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Δανιήλ Ρωμανόβιτς, ἦρθε ἀπό τήν Νίκαια (τότε πολιτικό-θρησκευτική ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας) στή Ρωσία τό 1248. Ὁ Κύριλλος στά 33 χρόνια τῆς ἀρχιερατίας του ἀπέφυγε τήν μόνιμη ἐγκατάσταση σέ κάποια πόλη. Ὁ διάδοχός του Μητροπολίτης ἅγ. Μάξιμος (1282 - 1305), μέχρι τό 1299 ἀκολούθησε τήν τακτική τοῦ προκατόχου του, τό 1299 ὅμως ἐγκαταστάθηκε στό Βλαδιμήρ. Τήν μεταφορά τῆς ἕδρας ἐπικύρωσε καί τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως. (Miklosich - Muller, “Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, Sacra et Profana”, 1860, σελ. 351 - 353).
Μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπ. Μαξίμου τόν Θρόνο διεκδίκησαν δύο ὑποψήφιοι. Ὁ Μοναχός Γερόντιος (ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ) καί ὁ Ἱερομόναχος Πέτρος (ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ). Σημειώνεται, ὅτι ἡ πλευρά τοῦ Γεωργίου ἐξέφραζε τούς ἀντιτιθεμένους στή μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας ἀπό τό Κίεβο, ἐνῶ ἐκείνη τοῦ Μιχαήλ τήν ἀντίθετη. Βεβαίως καί οἱ δύο πλευρές εἶχαν πολιτικά κίνητρα καί συμφέροντα στίς τοποθετήσεις τους.
Τό 1308 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἀθανάσιος Α’ χειροτόνησε Μητροπ. Ρωσίας τόν Ἱερομόναχο Πέτρο, ἡ ἐκλογή καί χειροτονία του ὅμως δυσαρέστησε τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ καί τό 1310 ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀντιμετώπισε τίς κατηγορίες τοῦ Ἐπισκόπου Τβέρ Ἀνδρέα, σέ Σύνοδο πού συκλήθηκε στό Περεγιασλάβλ. Παρά τό γεγονός, ὅτι στό βίο τοῦ ἁγ. Πέτρου ἀναφέρεται ὅτι «τό περιεχόμενο τῶν κατηγοριῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἀνδρέα ἐναντίον του ἦταν γνωστό στόν ἅγιο Πρίγκιπα Μιχαήλ, ἀλλά αὐτός δέν θεώρησε σκόπιμο νά ἀναμιχθεῖ στήν ὑπόθεση», οἱ γιοί τοῦ Μιχαήλ Πρίγκιπες Ἀλέξανδρος καί Δημήτριος παραυρέθηκαν στή Σύνοδο (Περιοδικό «ΘΥΜΙΑΜΑ», φ. 2, 1985, σελ. 12).
Ὁ Μητροπολίτης ἅγ. Πέτρος, παρά τήν ἀθώωσή του στή Σύνοδο τοῦ 1310, ἀρνήθηκε τήν ὑποστηριξή του στό Τβέρ καί τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ καί ὑποστήριξε ἐνεργά τήν Μόσχα καί τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο, ὅπου μετέφερε τήν Μητροπολιτική Ἕδρα, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξει τόν τίτλο τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας. Τό γεγονός αὐτό ἐνίσχυσε τήν θέση τῆς Ἡγεμονίας τῆς Μόσχας ἀπέναντι στίς ἄλλες. Ἐξόχως ὀξυδερκής ὁ Πέτρος ὑποστήριξε τήν Μόσχα, διότι διέβλεπε τήν ἀνάγκη ἑνώσεως τῶν μικρῶν Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν κάτω ἀπό μία πολιτική ἕδρα καί ἕνα Ἡγεμόνα πανρωσικῆς ἐμβελείας καί ἀποδοχῆς.
Ὁ σύζυγος τῆς ἁγ. Ἄννας Μιχαήλ γεννήθηκε τό 1271 καί ἦταν - ὅπως προαναφέρθηκε - δευτερότοκος γιός τοῦ Γιαροσλάβου Γ’ Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1238 – 1240) καί πατέρα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι , γεννάρχη τόσο τῆς Ἡγεμονικῆς Δυναστείας τῆς Μόσχας, ὅσο καί ἐκείνης τοῦ Τβέρ.
Ὁ Μιχαήλ διαδέχτηκε τό 1285 τόν πατέρα του στήν Ἡγεμονία τοῦ Τβέρ. Κατά τήν πρώτη φάση τῆς συγκρούσεως μεταξύ Τβέρ καί Μόσχας οἱ Τάταροι ἀπένειμαν τό 1305 τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα στόν Μιχαήλ. Σέ μία προσπάθεια νά ἐνισχύσει τήν θέση του ὁ Ἡγεμόνας Γεώργιος τῆς Μόσχας, ἐκτέλεσε τόν κρατούμενο ἀπό τό 1300 στή Μόσχα Ἡγεμόνα τοῦ Ριαζάν Κωνσταντῖνο καί προσάρτησε τό Ριαζάν στήν Ἡγεμονία του. Στή συνέχεια κατέλαβε τό Μοζάϊσκ καί μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου, συνεργάστηκε μέ τήν ἀνεξάρτητη Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ κατά τοῦ Τβέρ. Ἐνισχυμένος μέ τούς τρόπους αὐτούς ὁ Γεώργιος πῆγε τό 1315 στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, γιά νά διεκδικήσει τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἀπό τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος καί καθαιρέθηκε ἀπό τούς Τατάρους, ὅταν ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Χάν Οὐζμπέκ Πριγκίπισσα Κοντσάκα. Ἐνισχυμένος καί ἀπό Ταταρικά στρατεύματα ὁ Γεώργιος ἐπιτέθηκε τότε κατά τοῦ Τβέρ, ἀλλά νικήθηκε καί ὁ ἀδελφός του Βόρις, ὅπως καί ἡ σύζυγός του Κοντσάκα συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι. Ὅταν ἡ κρατούμενη στό Τβέρ σύζυγός του ἀπεβίωσε ξαφνικά κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες, ὁ Γεώργιος ἰσχυρίστηκε ὅτι δηλητηριάστηκε καί κατηγόρησε στόν πεθερό του Χάν Οὐζμπέκ τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ. Τελικά ὁ Οὐζμπέκ κάλεσε καί τούς δύο διεκδικητές στήν Ὀρδή. Ἡ Ἡγεμονίδα Ἄννα συνόδευσε τόν σύζυγό της μέχρι τό χωριό Μαλίνικ, στόν ποταμό Νέρλα καί ἔκτοτε δέν τόν ξαναεῖδε ζωντανό (1318). Τελικά ὁ Χάν ἐκτέλεσε τόν Μιχαήλ πρίν ἀρχίσει ἡ δίκη του.
Ὁ Ρωσικός λαός θεώρησε τόν θάνατο τοῦ Ἡγεμόνα Μιχαήλ μαρτύριο, δεχόμενος ὅτι τά αἴτια τοῦ θανάτου του ἦσαν ἐκτός ἀπό πολιτικά καί θρησκευτικά, ἀφοῦ μποροῦσε νά ἐξωμώσει γιά νά σώσει τήν ζωή του (ὅπως λ.χ. οἱ ἐπί Τουρκοκρατίας Ἅγιοι Νεομάρτυρες).
Ὁ Γεώργιος τῆς Μόσχας ἀντίθετα ἐπέστρεψε στή Ρωσία τό 1319, μισούμενος ἀπό τόν λαό καί τούς ἄλλους Ἡγεμόνες, σάν συνεργάτης τῶν κατακτητῶν, γιά λογαριασμό τῶν ὁποίων εἶχε ἀναλάβει τήν εἴσπραξη τῶν φόρων.
Τό 1322, ὁ γιός τοῦ Μιχαήλ Δημήτριος, ζητῶντας ἐκδίκηση γιά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατήγγειλε στούς Τατάρους ὅτι ὁ Γεώργιος κρατοῦσε γιά λογαρισμό του μέρος τῶν φόρων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Γεώργιος κλήθηκε νά δικαστεῖ ἀπό τόν Χάν, καθαιρέθηκε καί ὁ τίτλος ἀπονεμήθηκε στόν Δημήτριο. Τό 1325, ἐνῶ οἱ δύο ἀντίπαλοι συναντήθηκαν στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, ὁ Δημήτριος σκότωσε τόν Γεώργιο μπροστά στόν Χάν Οὐζμπέκ, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτελεστεῖ καί ὁ ἴδιος ἀπό τούς Τατάρους ὀκτώ μῆνες ἀργότερα (1326).
Τήν ἄποψη περί μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Μιχαήλ ἐνίσχυσε καί τό γεγονός, ὅτι τό λείψανό του, ἄν καί παρέμεινε ἄταφο ἐπί διετία, βρέθηκε ἀδιάφθορο καί ἐνταφιάστηκε μέ μεγάλες τιμές τό 1320 στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Τβέρ, κοντά στούς τάφους τῶν γονέων του καί τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ἁγ. Συμεών (ἡ μνήμη του τήν 4η Φεβρουαρίου).
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Μιχαήλ εἶναι εὑρύτατα διαδεδομένη στή Ρωσική Ἐκκλησία καί τιμᾶται τήν 24η Ἰουνίου, τήν 30η Σεπτεμβρίου καί τήν 22α Νοεμβρίου.

Ἡ Πριγκίπισσα Ἄννα ὡς Μοναχή καί ἉγίαἩ Ἡγεμονίδα Ἄννα, ἄν καί ἔζησε σέ μία ἐξαιρετικά ταραγμένη ἐποχή (κοινωνικά ἐκρηκτική, πολιτικά ρευστή καί σέ πολλά σημεῖα βάρβαρη καί ἀπάνθρωπη), διατήρησε τήν πίστη της καί ἀναλώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας, στηρίζοντας τόν χειμαζόμενο ἀπό τά δεινά τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καί τῆς Ταταρικῆς κατοχῆς Ρωσικό λαό. Ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου οἱ πειρασμοί τῆς ἡγεμονικῆς ζωῆς καί οἱ κοσμικές περιπέτειες, τῆς ἔδειξαν τό μέγεθος τῆς ἀνθρώπινης ματαιότητας. Ἔτσι μετά τήν ἐκτέλεση τοῦ συζύγου της (1318), ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Τβέρ, ὅπου μόνασε 30 χρόνια.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1368 στή Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου - Ὑπαπαντῆς, στό Κασίν, ὅπου τήν εἶχε μεταφέρει ὁ νεώτερος γιός της Ἡγεμόνας Βασίλειος, γιά νά τήν προφυλάξη ἀπό κάποια ἐπιδημία.
Ὁ τάφος παρέμεινε στήν ἀφάνεια γιά διάστημα δύο περίπου αἰώνων. Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1611 (242 χρόνια μετά τήν κοίμησή της), μετά ἀπό ἐμφάνισή της στόν ἀσθενή Γεώργιο, νεωκόρο τοῦ Ναοῦ. Τοῦ εἶπε τό ὄνομά της, τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν θεραπεύσει καί ἔκανε παρατηρήσεις γιά τήν κατάσταση τοῦ τάφου της. «Κανείς δέν τόν σέβεται – εἶπε - ἄλλοι κάθονται πάνω του καί ἄλλοι ἀκουμποῦν ἐκεῖ τά καπέλα τους». Ζήτησε νά τοποθετήσουν πάνω του τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου καί νά ἀνάβουν καντήλι, βεβαίωσε δέ ὅτι αὐτή προσεύχεται στήν Ὑπεραγία Θεοτόκου γιά τήν πόλη.
Ἀναδείχθηκε θαυματουργός, διότι σύντομα –μετά τήν θεραπεία τοῦ νεωκόρου - καταγράφηκαν ἄλλες 26 θεραπείες καί τό Κασίν τήν ἀνάδειξε πολιοῦχο του. Κατά τόν 18ο αἰ. καταγράφηκαν ἄλλες 39 περιπτώσεις ἰάσεων καί κατά τήν περίοδο 1899 – 1909 ἄλλες 31. Σέ 20 περίπου περιπτώσεις οἱ εὐεργετηθέντες τήν περιέγραψαν σάν μοναχή, ἡλικίας 50 περίπου ἐτῶν, ἡ ὁποία συστήθηκε σάν «Ἄννα, ἡ ὁρθῶς πιστεύουσα».
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν (πρώτη δεκαετία τοῦ 17ου αἰ.), πυρπολήθηκε ἀπό τούς Πολωνούς εἰσβολεῖς ἡ Μονή τῆς Ὑπαπαντῆς – Κοιμ. Θεοτόκου στό Κασίν, ὅπου ὁ τάφος τῆς Ἁγίας. Ἡ νέα περίοδος ἀκμῆς τῆς μονῆς ἐγκαινιάζεται μέ τήν παρουσία ἀνάμεσα στά ἐρείπια μιᾶς ἄλλης Πριγκίπισσας, τῆς Ὁσίας Δωροθέας τοῦ Κασίν.
Ἡ ὁσ. Δωροθέα γεννήθηκε τό 1549 (κατά τήν βασιλεία Ἰβάν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ) καί κατάγοταν ἀπό τήν Πριγκιπική οἰκογένεια τῶν Κορκοντίνωφ. Γιά τό κοσμικό της ὄνομα καί τήν προηγούμενη ζωή της δέν σώζονται πληροφορίες. Εἶναι γνωστό μόνο ὅτι ἦταν νυμφευμένη μέ τόν Θεόδωρο Λαντίγκιν, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε ὑπερασπιζόμενος τήν πόλη.
Ὁ θάνατος τοῦ συζύγου της, ἡ καταστροφή τῆς πατρίδας της, ἡ πεῖνα καί οἱ κακουχίες τοῦ λαοῦ, ἔδειξαν στή Δωροθέα τήν ἐγκόσμια ματαιότητα καί τήν ὁδήγησαν στήν ἀπόφαση νά μονάσει. Ἐγκαταστάθηκε στήν πυρπολημένη μονή τῆς Ὑπαπαντῆς καί μέ πολύ κόπο ἔφτιαξε ἕνα κελλί στή μέση τῶν ἐρειπίων. Στήν προσπάθειά της νά ἀνοικοδομήσει τήν μονή, βρῆκε τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κόρσουμ. Σύντομα ἡ φήμη τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς της ζωῆς ἔφερε κοντά της καί ἄλλες φιλομόναχες ψυχές καί ἔτσι ἡ μονή ἐπανιδρύθηκε.
Ἡ ὁσ. Δωροθέα ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα τό 1615 καί κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1629, κατά τήν βασιλεία Μιχαήλ Ρωμανώφ, χωρίς ποτέ νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ἐνταφιάσθηκε στό βόρειο μέρος τοῦ ναοῦ. Μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ ἀδελφότητα τηροῦσε χρονικό τῶν θαυμάτων της. Κατά θεία οἰκονομία καί ἡ δική της μνήμη ἄρχισε νά διαδίδεται μετά πάροδο δύο περίπου αἰώνων (ὅπως καί τῆς ἁγ. Ἄννας), ὅταν ἄρχισαν ἐμφανίσεις της στήν Ἡγουμένη Ἀντωνία.
Ἡ Ἡγουμένη Ἀντωνία (Μεζέντσοβα, + 1875), πνευματική θυγατέρα τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ Ἱερέως Πέτρου τοῦ Ἄγκιλιχ, ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς. Μόναζε σέ μονή τοῦ Σούζνταλ - ὅπου τά Λείψανα τῆς θαυματουργοῦ ὁσ. Σοφίας (Πριγκίπισσας Σολωμονίας, συζύγου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ', + 1542, 16η Δεκεμβρίου) – καί ἦρθε στή Μονή Ὑπαπαντῆς, μετά ἀπό ἐμφάνιση τῆς ὁσ. Δωροθέας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν της ἡ ἁγ. Ἄννα ἐμφανιζόταν καί ὑπεδείκνυε ποιες δόκιμες ἦσαν ἕτοιμες γιά τήν μοναχική κουρά καί πού βρίσκονταν θαμμένα παλαιά μοναχικά σχήματα. Τό 1857, πεπεισμένη γιά τήν ἁγιότητα τῆς ὁσ. Δωροθέας, ὕψωσε πάνω ἀπό τόν τάφο της ἕνα παρεκκλήσιο ἀπό λαμαρῖνα (φοβούμενη τήν ἀντίδραση τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν), ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως τῆς περιοχῆς ἐπευλόγησε τήν πράξη της καί ἔτσι τό 1870 ἕνα πέτρινο παρεκκλήσιο κάλυψε τόν τάφο.
Ἡ ἁγιότητά τῆς ἁγ. Ἄννας διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1909, κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’. Στίς μεγαλειώδεις τελετές πού πραγματοποιήθηκαν τότε συμμετεῖχαν ὁ Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Μητροπ. Μόσχας Βαδίμηρος (ἔπειτα Κιέβου, Νεομάρτυρας, + 1918), 12 Ἀρχιεπίσκοποι καί Ἐπίσκοποι, ὁ Βασιλικός Ἐπίτροπος τῆς Συνόδου Λουκιάνωφ, ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα (Νεομάρτυρας + 1918) καί περίπου 100.000 πιστοί. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου της.
Ἡ ἁγ. Ἄννα τοῦ Κασίν εἶναι προστάτης ὅσων ὑποφέρουν ἀπό τήν στέρηση συγγενικῶν τους προσώπων.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 12η Ἰουνίου καί τήν 2α Ὀκτωβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου της τήν 21η Ἰουλίου.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη τῆς Μονῆς Ὑπαπαντῆς καί τῶν τιμίων Λειψάνων τῶν Ὁσίων Ἄννας καί Δωροθέας. Ὅμως, «μεταξύ ἐκείνων πού ἀγαποῦν τούς δούλους τοῦ Θεοῦ - σημειώνεται στή «Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ» - ἡ μνήμη τῆς ὁσ. Ἄννης δέν πρόκειται νά ξεχαστεῖ καί ἐκείνη συνεχίζει νά προσεύχεται στόν οὐρανό γιά τη Ρωσική γῆ καί γιά ὅλους ἐκείνους πού τήν τιμοῦν μέ πίστη καί ἀγάπη».

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Η Αγία Ελέναμπα η προορατική



site analysis

Η αγία Ελέναμπα η προορατική


Η Ελέναμπα ήταν μια ευσεβής και σοφή έφηβη κόρη, που ζούσε στο χωριό Κεφαλοχώρι της Νίκαιας της Μικράς Ασίας. Το όνομά της σημαίνει «Ελένη που μιλάει σαν αββάς» (=γέροντας, πνευματικός διδάσκαλος). Ήταν ορφανή και πάμπτωχη και εργαζόταν ως υπηρέτρια σε έναν πονόψυχο Τούρκο. Εκείνος πολλές φορές την άκουγε τη νύχτα να προσεύχεται και να παρακαλεί το Θεό να φορτωθεί τις αμαρτίες άλλων, συγκεκριμένων, ανθρώπων, που αργότερα προφανώς θα έκανε προσευχές, νηστείες και άλλες θυσίες για να τις εξαλείψει.
Ήταν προικισμένη από το Θεό με προορατικό χάρισμα και πολλοί άνθρωποι έρχονταν να πάρουν τη συμβουλή της, αλλά και να ζητήσουν τις προφητείες της (εννοείται, χωρίς αμοιβή). Ιδίως πληροφορούσε γυναίκες για την τύχη των συζύγων τους, που είχαν επιστρατευθεί στα τουρκικά Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Ο Τούρκος αφέντης της τη σεβόταν και κατέγραφε τις προφητείες της, γιατί διαπίστωνε με τα ίδια του τα μάτια το χάρισμά της.
Η οσία αυτή νέα κοιμήθηκε γύρω στο 1920, σε ηλικία μικρότερη των 14 ετών. Πριν κοιμηθεί είχε προβλέψει το θάνατό της και είχε ζητήσει να τη ντύσουν σαν μοναχή. Από τον τάφο της ανέβλυσε αγίασμα και όσοι άρρωστοι το έπιναν θεραπεύονταν. Τα ρούχα της και κάποια προσωπικά της αντικείμενα μεταφέρθηκαν από τους συγγενείς της, με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, στο Νέο Κεφαλοχώρι, στο νομό Σερρών, όπου την ευλαβούνται ως αγία.


www.oodegr.com

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ ΙΒΑΝΟΒΝΑ Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ



site analysis




Γεννήθηκε στο χωριό Γκολέτκοβα της επαρχίας Ταμπόφ της Ρωσίας. Σέ ηλικία 13 χρόνων έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς της Ζαχαρία και Πελαγία και πήγε να μείνει με την οικογένεια του μεγαλύτερου της αδελφού. Εκεί δεν την ήθελαν, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι παραμελούσε τον εαυτό της και ένοιωθαν προσβεβλημένοι από το όλο παρουσιαστικό της. Ποτέ δεν χτενιζόταν και τα ρούχα της αποτελούνταν κυρίως από κουρέλια. Είχε επίσης από πολύ μικρή μια τάση να συμπεριφέρεται παράξενα.
"Έτσι έφυγε και άρχισε να περιπλανιέται μεταξύ των περιοχών του Σάρωφ, του Ντιβέγεβο και του Άρντάτωφ. Πάντοτε μισόγυμνη και πεινασμένη φορώντας καταστρεμμένα παπούτσια χειμώνα-καλοκαίρι. Τα βράδια τα περνούσε στο δάσος προσευχόμενη και ήταν σχεδόν πάντοτε λασπωμένη.
Συχνά επισκεπτόταν το μοναστήρι του Ντιβέγεβο και εκεί όσες καλογριές τη λυπόντουσαν της έδιναν καθαρά ρούχα, τα όποϊα σε λίγες μέρες ή Μαρία απαλλασσόταν δίνοντας τα στους φτωχούς. Υπήρχαν όμως και οι μοναχές εκείνες πού την έδιωχναν κακήν κακώς. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για κανέναν και για τίποτα.
Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά τη δέχτηκαν στο μοναστήρι οπού έκάρη μοναχή. Έκεί συνέχισε να προσποιείται τη σαλή για να κρύβει τις αρετές της, ιδίως το προορατικό χάρισμα πού ό Κύριος μας της έδωσε. Άρχισαν σιγά-σιγά να την επισκέπτονται διάφοροι πού άκουσαν γιααυτήν και ζητούσαν συμβουλή για κάποιο πρόβλημα τους η για να πάρουν πνευματικές νουθεσίες.
Κάποτε την επισκέφτηκε ένα μικρό αγόρι και ή Μαρία είπε: «Κοίταξε, ήρθε ό ιερέας Αλέξιος». Το παιδί αργότερα έγινε ιερομόναχος με το όνομα αυτό. Όταν κάποτε την επισκέφτηκε ό πατήρ Αλέξιος ή όσία του είπε: «Δεν τρώω κρέας. Άρχισα να τρώω χορταρικά και τώρα είμαι καλύτερα». Τα λόγια αυτά ήταν για εκείνον, που είχε αρχίσει να τρώει κρέας μετά από κάποια αρρώστια του. Της έβαλε μετάνοια και έκοψε το κρέας.
"Αλλοτε την επισκέφτηκε μια κυρία από το Μούρομ και μόλις την είδε της είπε ότι κάπνιζε σαν φουγάρο. «Δεν μπορώ να το κόψω, καπνίζω και τη νύχτα, ακόμα και πριν τη Θεία Λειτουργία» της απάντησε. Τότε ή Μαρία είπε στη συγκελλιώτισσά της να πάρει την ακριβή ταμπακέρα της και να την πετάξει στη φωτιά. Μετά από καιρό πήραν ένα γράμμα από την κυρία αύτη πού εκφράζε την ευγνωμοσύνη της, αναφέροντας ότι από τότε πού τους επισκέφτηκε ούτε πού σκέφτεται το τσιγάρο.

Μια άλλη φορά την επισκέφτηκαν κάποιες μοναχές, εξαδέλφες του Μίσα Άρτσιμπούσεβα και τη ρώτησαν γι' αυτόν. Ή όσία τους είπε ότι ό Μίσα έμπλεξε τελευταία με μια γύφτισσα. Μετά αφού συναντήθηκαν και τον ρώτησαν σχετικά, τους εξήγησε ότι ενώ ποτέ δεν κάπνιζε, τελευταία αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα πού είχαν για μάρκα μια «γύφτισσα».
Μετά την μεταπολίτευση στη Ρωσία από την Κομμουνιστική Επανάσταση του 1917, ή Μαρία άρχισε να χρησιμοποιεί πολύ άσχημη γλώσσα, θέλοντας έτσι να υποδείξει τα νέα δεινά της Εκκλησίας από το νέο καθεστώς. Οι υπόλοιπες μοναχές σκανδαλιζόμενες τη ρώτησαν πώς ήταν δυνατόν μια καλογριά να μην μιλάει ευγενικά και ή Μαρία απάντησε: «Υπό τον Τσάρο Νικόλαο αυτό ήταν εύκολο, για δοκιμάστε το και με τους Σοβιετικονς».
Τέλος ή Μαρία Ίβάνοβνα κοιμήθηκε ειρηνικά το 1927.

ΑΓΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ-ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΤΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΝΤΙΒΕΕΒΟ



site analysis



Η Αγαθή Σεμιόνοβνα Μελγκούνοβα,ήταν πολύ πλούσια και κατείχε πολλά κτήματα στο Γιάροσλαβ,στο Βλαντιμίρ και στο Ριαζάν.Από νεα έμεινε χήρα και το 1760 έγινε μοναχή στη Μονή Φλορέφσκι του Κιέβου με το όνομα Αλεξάνδρα.Δεν της ήταν γραφτό να μείνει πολύ εκεί αφού είδε σε όραμα την Παναγία η οποία της είπε να φτιάξει ένα νέο μοναστήρι.
Υπό την καθοδήγηση της Παναγίας και μετά από δεκάδες προσκυνήματα,η Αγ.Αλεξάνδρα έφτασε στον τόπο που είχε διαλέξει η Παναγία.Ήταν στο Ντιβέεβο,όχι πολύ μακρια από το Σαρώφ όπου την εποχή εκείνη βρισκόνταν μια ανδρική μονή γνωστή για τους μεγάλα πνευματικά της αναστήματα.Υπό την καθοδήγηση των ερημιτών του Σαρώφ η Αγ.Αλεξάνδρα ξεκίνησε την ησυχαστική της ζωή σ'ένα κελί δίπλα από έναν ναό αφιερωμένο στην εικόνα της Παναγίας του Καζάν.Δώρησε όλην την περιουσία της για να χτιστούν και να ανακαινιστούν ναοί και για να βοηθηθούν χήρες τα ορφανά και οι φτωχοί.Η ίδια ζούσε από τον ιδρώτα του προσώπου της καθαρίζοντας σταύλους ή πλένοντας ρούχα.Οι κάτοικοι του Σαρώφ θυμόνταν για πολλά χρόνια την ταπεινοφροσύνη της και τη βοήθεια που πρόσφερε στα κρυφά.
Σιγά-σιγά εκεί δημιουργήθηκε μια αδελφότητα βάση της οποίας ήταν η εκουσία φτωχεία,η χειρωνακτική εργασία,η φιλοξενία των προσκυνητών και η αδιακοπη ευχή του Ιησού,βαδίζοντας έτσι στη χνάρια της αυθεντικής ορθόδοξης μοναστικής ζωής
Από την αρχή ακόμη ερχόνταν στην Αγ.Αλεξάνδρα άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης για να πάρουν συμβουλές και να πάρουν την ευλογία της.
Η Αγ.Αλεξάνδρα εκοιμήθη στις 13 Ιουνίου 1789 και είχε πει ότι εκεί θα χτιστεί ένα μεγάλο μοναστήρι ,αλλά και τις ταραχές που θα λάβουν μέρος εκεί.Δυο εβδομάδες πριν από την κοίμησή της πήρε το μεγάλο αγγελικό σχήμα.
Ο Αγ.Σεραφείμ του Σαρώφ της είχε βαθειά εκτίμηση ακόμη από όταν η αγία ζούσε.Μετά το θάνατό της είπε ότι εκείνη βρίσκεται κοντά στο θρόνο του Θεού και είπε σε μια αδελφή να μάθει στους υπόλοιπους να προσεύχονται σ'αυτήν με τον ακόλουθο τρόπο:«Μητέρα και Κυρία μου προσευχήσου για μένα στον Κύριο να με συγχωρήσει,όπως Εκείνος συγχώρεσε εσένα και να με θυμηθείς και εμένα μπροστά στο θρόνο του Θεού»
Στο μοναστήρι υπάρχουν πολλές γραπτές μαρτυρίες για τα θαύματα που έκανε η Αγ.Αλεξάνδρα

Ἡ Μοναχή ΜΑΡΙΑΜ ΟΡΛΩΒΑ (+ 1997)τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν



site analysis


Τήν 30η Ἰουλίου/12η Αὐγούστου 1997, ἀπεδήμησε πρός Κύριον ἡ Μοναχή Μαριάμ, κατά κόσμον Μαρία Βασίλιεβνα Ὀρλώβα. (Στήν φωτογραφία ἡ μακαριστή μοναχή Μαριάμ πρίν τήν κουρά της, ὅπως τήν γνώρισε ὁ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κήρυκος).

Ἡ Μοναχή Μαριάμ γεννήθηκε τό 1906 στήν Ἱερατική οἰκογένεια τοῦ Ἱερομάρτυρος Πατρός Βασιλείου Σμερνώβ, πρώτη μέσα σέ ἕξι παιδιά. Ἀπό τήν παιδική της ἡλικία μεγάλωσε σέ ἀτμόσφαιρα χριστιανικῆς ἀγάπης, ἡ ὅλη καθημερινή ζωή τῆς οἰκογενείας της ἦταν στήν ὑπακοή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑπηρεσίας. Τό ποίμνιο τοῦ π. Βασιλείου βρισκόταν στό χωριό Κρουτέτς τῆς περιοχῆς Ἀλεξαντρώφ, τῆς περιφερείας τοῦ Βλαδιμήρ. Ἐδῶ, στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Γρηγορούσας, ὁ π. Βασίλειος ὑπηρέτησε 30 χρόνια. Τό ποίμνιο ἦταν μικρό καί ἔτσι δέν μποροῦσε νά ζῆ ἀπό τά ἔσοδα τῆς ἐκκλησίας, γι’ αὐτό ἔπρεπε νά ἀσχολεῖται καί μέ ἀγροτικές ἐργασίες. Ὁ ἴδιος ὤργωνε τήν γῆ, ἔκοβε τά χόρτα, ἑτοίμαζε γιά τόν χειμῶνα ἀποθέματα ζωοτροφῶν. Αὐτά ὅμως δέν ἐπηρέαζαν τήν ὑπηρεσία του στόν ναό. Ὅλες οἱ Ἀκολουθίες ἐγίνοντο ἐπιμελημένα βάσει τοῦ τυπικοῦ.

Τά γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1917, ἡ οἰκογένεια τοῦ π. Βασιλείου τά δέχθηκε μέ μεγάλη θλίψη. Ὁ ἴδιος ὁ π. Βασίλειος σεβόταν πολύ τόν Τσάρο Νικόλαο Β’ καί ἔλεγε, ὅτι ἄν τοῦ ζητοῦσαν νά πεθάνη γι’ αὐτόν, δέν θά δίσταζε νά τό κάνει!

Ἡ Μαρία τόν καιρό αὐτό ἦταν 11 χρονῶν καί πήγαινε σχολεῖο. Καί στά ἑπόμενα χρόνια, τά ἀμέσως μετά τήν Ἐπανάσταση, ὁ π. Βασίλειος ὑπηρετοῦσε στήν ἴδια ἐκκλησία, ἀσχολούμενος καί μέ τήν ἀγροτική οἰκονομία. Μετά τό σχολεῖο ἡ Μαρία μετακόμισε στήν Μόσχα καί ἐκεῖ παντρεύτηκε τόν Λέβ (Λεωνίδα) Ἀλεξάντροβιτς Ὀρλώφ. Ὁ σύζυγός της ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τόν ἐξέχοντα ἐκκλησιαστικό συγγραφέα καί κήρυκα τῆς Ὀρθοδοξίας Σέργιο Νεῖλο, ἡ δραστηριότητα τοῦ ὁποίου εἶχε μεγάλη σημασία γιά τήν πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τόν 20ο αἰ.

Ὁ Σέργιος Νεῖλος ἦταν ἐκεῖνος πού ἀποκάλυψε τά «μυστικά τῆς ἀνομίας» τό 1905, δημοσιεύοντας «Τά Πρωτόκολλα τῶν Σοφῶν τῆς Σιών», στό βιβλίο «Τά σημαντικά συνοπτικῶς». Ἐκεῖ μέ ἐντυπωσιακή εἰλικρίνεια ἐκτίθεται τό σχέδιο τῶν Σιωνιστῶν γιά τήν κατάκτηση τῆς παγκόσμιας κυριαρχίας. Ὁ 20ος αἰ. ἔγινε μάρτυρας τῆς θριαμβευτικῆς ἐπέλασης τοῦ Σατανᾶ καί τῶν ὀργάνων του στά Χριστιανικά κράτη, τά ὁποῖα ἔπεσαν τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ὅπως αὐτό ἦταν σχεδιασμένο στά «Πρωτόκολλα».

Ὁ Σέργιος Ἀλεξάντροβιτς Νεῖλος γεννήθηκε τό 1862 στή Μόσχα καί ἦταν γιός μικροκτηματία. Ἔκανε ἀνώτερες σπουδές καί ἀνῆκε στούς διανοουμένους. Γνώρισε τήν Ὀρθοδοξία σέ ὥριμη ἡλικία καί ἔκτοτε ἀφιερώθηκε στήν προάσπισή της. Ὑπῆρξε πνευματικό ἀνάστημα τῶν Ὁσίων Στάρετς τῆς Ὄπτινα καί τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης. Συνέγραψε πολλά ἀξιόλογα βιβλία πνευματικοῦ περιεχομένου, τά ὁποῖα καθ' ὅλη τήν διάρκεια τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος βοήθησαν πολύ τόν Ρωσικό λαό.

Στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. ἐγκαταστάθηκε στήν Ὄπτινα σάν ἔφορος τῶν ἀρχείων τῆς Μονῆς, ἀπό τά ὁποῖα ἐξέδωσε διάφορα ἀποσπάσματα μέ τήν εὐλογία τοῦ Στάρετς Βαρσανουφίου. Ἔμεινε στό σπίτι πού παλαιότερα κατοικοῦσε ὁ συγγραφέας Κωνσταντῖνος Λεόντιεφ, στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ζίντρα. Ἐκεῖ ἔγραψε τό πολύτιμο ἡμερολόγιό του, ὅπου καταχώρησε τίς συναντήσεις του μέ τούς Ὁσίους Γέροντες τῆς Ὄπτινα καί ἄλλους πνευματικούς ἀνθρώπους. Τό ἡμερολόγιο αὐτό ἐκδόθηκε τό 1916 μέ τόν τίτλο "Στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Ζίντρα".

Στά «Πρωτόκολλα» προβλέπονται οἱ Παγκόσμιοι Πόλεμοι, οἱ πολιτικές μορφές συγκρότησις τῶν συγχρόνων κρατῶν, ἡ πορεία ἀνάπτυξις τῆς παγκόσμιας οἰκονομίας, τά πλαίσια τῆς δανειο-οἰκονομικῆς πολιτικῆς. Σ’ αὐτά ἀποτυπώνεται καθαρά καί μέ ἀκρίβεια ἡ εἰκόνα τῆς καταστροφῆς τῶν ἀνεξαρτήτων Χριστιανικῶν κρατῶν καί τῆς κυριαρχίας τῆς παγκόσμιας διεθνοῦς ὑπεκυβέρνησις, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἑβραῖο Βασιλιά – ψευδομεσία - Ἀντίχριστο!

Ὁ Σέργιος Νεῖλος δέν ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀσχολήθηκε μέ τά «Πρωτόκολλα». Τά πρῶτα ἑκατό ἀντίτυπα ἐκδόθηκαν τό 1896, ἀπό τόν Εἰσαγγελέα τοῦ Συνοδικοῦ Γραφείου τῆς Μικόβσκογιε Φ. Π. Σουχόπιν. Ἕνα χρόνο ἀργότερα τά «Πρωτόκολλα» πολλαπλασιάστηκαν ἀπό τό Νομαρχιακό Τυπογραφεῖο, κατά παραγγελία τοῦ Ἀ. Κ. Κλεπόβσκι, ὁ ὁποῖος ἦταν στήν ὑπηρεσία τοῦ Μεγάλου Δοῦκα Σεργίου Ἀλεξάντροβιτς, ἀδελφοῦ τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’. Ὅμως, μόνον ὁ συναγερμός πού σήμαναν τά βιβλία τοῦ Σεργίου Νείλου, ἔγινε ἀκουστός σέ ὅλα τά σημεῖα τοῦ κόσμου.

Ἦταν θέλημα Θεοῦ πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, ἡ πορεία τοῦ Σεργίου Νείλου καί τῆς συζύγου του Ἑλένης (ἡ ὁποία παρεπιπτόντως γεννήθηκε στήν Ἑλλάδα, στήν οἰκογένεια Ρώσου διπλωμάτου) καί τῆς οἰκογενείας τοῦ π. Βασιλείου Σμυρνώφ καί τῆς ἔπειτα μοναχῆς Μαριάμ νά εἶναι κοινή.

Τό 1928 ὁ π. Βασίλειος πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ Σέργιος Νεῖλος καί ἡ σύζυγός του, διωκόμενοι ἀπό τό Σοβιετικό καθεστώς, δέν εἶχαν κατάλυμα καί περιφέρονταν φιλοξενούμενοι. Μέσῳ τοῦ γαμπροῦ του Λέβ Ὀρλώφ (συζύγου τῆς Μαρίας), ὁ ὁποῖος ἔγραψε μία ἐπιστολή στόν Σέργιο Νεῖλο), ὁ π. Βασίλειος κάλεσε τό ζευγάρι στό σπίτι του, στό χωριό Κρουτέτς, ὅπου ὁ Σέργιος καί ἡ Ἑλένη ἔφθασαν τό ἴδιο ἔτος 1928.

Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1920, ἦταν περίοδος κραδασμῶν γιά τήν Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό 1927 ἐκδόθηκε ἡ γνωστή θλιβερή Διακήρυξη τοῦ Ἀντιπροσώπου τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπ. Σεργίου, στήν ὁποία διακηρύσσοταν ὅτι οἱ χαρές τοῦ ἀθέου Σοβιετικοῦ Κράτους ἦταν καί χαρές τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί οἱ Ἱερεῖς καί οἱ πιστοί πού ἀγωνίζονταν κατά τοῦ ἀθεϊσμοῦ καί ἀντιθεϊσμοῦ τῶν Κομμουνιστῶν ἦσαν ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας!

Ἡ Διακήρυξις αὐτή προκάλεσε σχίσμα. Οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πού δέν ἤθελαν νά θέσουν τίς ψυχές τους κάτω ἀπό τόν ζυγό τοῦ Βελίαρ, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Μητροπ. Σέργιο καί κατέφυγαν στίς Κατακόμβες. (Αὐτό τό σχῆμα τῆς παράνομης γιά τό Σοβιετικό κράτος καί τό Σεργιανιστικό Πατριαρχεῖο Μόσχας θρησκευτικῆς δραστηριότητας, εἶναι γνωστό διεθνῶς μέ τόν ὅρο «Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν»).

Ἐπικεφαλῆς σημαντικοῦ μέρους Γνησίων Ὀρθοδόξων πού ἀγωνίζονταν κατά τῆς πολιτικῆς τοῦ Μητροπ. Σεργίου, τέθηκε ὁ Μητροπολίτης Ἰωσήφ τῆς Πετρουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀποκήρυξε τόν Σέργιο. Σύντομα ὁ Μητροπ. Ἰωσήφ συνελήφθη (τελικά ἐκτελέστηκε τό 1937) καί ἄρχισαν διώξεις τῶν λεγομένων Ἰωσηφιτῶν. Ὅμως ὑπῆρχαν μοναχοί καί Ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι ἐπισήμως μέν δέν εἶχαν δηλώσει τήν ἀποστασιοποίησή τους ἀπό τόν Μητροπ. Σέργιο, ἀλλά δέν τόν μνημόνευαν στήν Θεία Λειτουργία. Αὐτοί ἀποτελοῦσαν τήν ὁμάδα τήν ἐπωνομαζομένη Μετσέβσκαγια, ἀπό τόν πνευματικό τους ἡγέτη Ἀλέξιο Μέτσεβ. Ἕνας ἀπό τούς Ἱερεῖς αὐτούς ἦταν καί ὁ π. Βασίλειος Σμυρνώφ. Αὐτή ἦταν κατά κάποιο τρόπο ἡ κρυφή ἀντιπολίτευση στόν Μητροπ. Σέργιο, λόγῳ τῶν μεγάλης κλίμακας διώξεων σέ ὁποιαδήποτε ἀνοιχτή διαφωνία στήν πολιτική του.

Πολλοί δέν κατανοοῦσαν τήν οὐσία τῶν γεγονότων πού ἦσαν σέ ἐξέλιξη. Νόμιζαν, ὅτι ὁ Μητροπ. Σέργιος ἐπεδίωκε νά διατηρήσει τήν ἐπίσημη ἐκκλησιαστική ὀργάνωση, μέσῳ τῆς συμφιλίωσις μέ τήν ἀντίθεη ἐξουσία. Ὁ σύζυγος τῆς Μαρίας Βασίλιεβνας, ὁ Λέβ Ἀλεξάντροβιτς, ἀνῆκε σ’ αὐτούς τούς ἀμφιταλαντευόμενους ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό ἔγραψε μία ἐπιστολή στόν Σέργιο Νεῖλο, στήν ὁποία παράθετε τήν ἀπορία του σχετικά μέ τήν νέα ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Ἀναπληρωτή τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπ. Σεργίου. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Σεργίου Νείλου σ’ αὐτήν τήν ἐπιστολή εἶναι οὐσιαστικά ἡ Ὁμολογία Πίστεως τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ρωσίας καί ἕνα σημαντικό ντοκουμέντο τῆς ἐποχῆς.

Ἐπί τοῦ ἐρωτήματος πολλῶν Ὀρθοδόξων, «τί θά κάνουμε τώρα πού ὁ Μητροπολίτης Σέργιος πρόδωσε τήν Ἐκκλη-σία καί ὅλοι ἐδῶ οἱ Ἱερεῖς τόν μνημονεύουν;», ἔδωσε τήν ἑξῆς ὁμολογιακή ἀπάντηση:

«Εἰς τούς ναούς ὅπου μνημονεύουν τόν Σέργιο νά μήν πηγαίνετε, διότι αὐτοί πλέον συμπαρετάχθησαν μέ τήν μερίδα τοῦ προδότου Ἰοῦδα, τά δέ Μυστήριά των δέν ἁγιάζονται. Προτιμότερον οἱ πιστοί, ὅπου δέν ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι ναοί, νά προσεύχωνται εἰς τάς οἰκίας των, διά νά φυλαχθοῦν ἀπό τήν αἵρεσιν καί τήν ἀποστασίαν, παρά νά κολάζωνται μαζί μέ αὐτούς πού μνημονεύουν τόν Μητροπ. Σέργιο»! (Περιοδικό «Γνώσεσθε τήν ἀλήθεια», φ. 21 Ἰαν. 2007, σελ. 1 - 2).

Κατά τήν μαρτυρία τῆς μοναχῆς Μαριάμ, αὐτό τό ὁμολογιακό φρόνημα ὁ Σέργιος Νεῖλος τό ἐγνώρισε καί διδάχθηκε παρά τῶν Ὁσίων Στάρετς τῆς Ὄπτινα καί ἰδιαιτέρως τοῦ Στάρετς Νεκταρίου (+ 1928).

Ὁ κατά κόσμον Νικόλαος Βασίλεβιτς Tychonov, γεννήθηκε τό 1853 στήν πόλη Γιελέτς τῆς ἐπαρχίας Ὀριόλ. Τό 1873, σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, ἐντάχθηκε στή Μονή τῆς Ὄπτινα, ὅπου ἀσκήθηκε κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τῶν μεγάλων πνευματοφόρων Γερόντων της - Στάρετς, τοῦ ὁσ. Ἀνατολίου Α' (+ 1894, τόν ὁποῖο εἶχε Πνευματικό) καί τοῦ ὁσ. Ἀμβροσίου (+ 1891, τόν ὁποῖο εἶχε Γέροντα) καί ἔζησε μέ τούς Στάρετς Ὁσίους Ἰωσήφ, Βαρσανούφιο καί Ἀνατόλιο Β'.

Τό 1876 χειροθετήθηκε μικρόσχημος Μοναχός, τό 1894 χειροτονήθηκε Διάκονος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο καί τό 1898 Πρεσβύτερος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Καλούγας Μακάριο. Τό 1912 ἡ Ἀδελφότητα τόν ἀνέδειξε Στάρετς καί Πνευματικό καί τό 1920 Προϊστάμενο τῆς Σκήτης. Τότε δέχθηκε καί τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα.

Ἔζησε στήν Ὄπτινα 50 χρόνια (1873 - 1923), 25 χρόνια στό ἴδιο κελλί, ἄλλοτε ὡς ἔγκλειστος καί ἄλλοτε ὡς διά Χριστόν Σαλός. Ἐλεημένος μέ τά χαρίσματα τῆς προφητείας, καί τῆς πνευματικῆς κοθοδηγήσεως, στήριξε τούς πιστούς στήν ἀμέσως πρίν καί κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 περίοδο, ἐνῶ κοντά του βρῆκαν τόν δρόμο πρός τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία πολλοί ἐκπρόσωποι τῆς Ρωσικῆς διανοήσεως καί τῆς "ἀργυρῆς ἐποχῆς" τῆς Ρωσικῆς λογοτεχνίας. Τό 1914 τόν ἐπισκέφθηκε ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ (ἔπειτα Νεομάρτυς, + 1918), ἡ ὁποία ἀπό σεβασμό συνομίλησε μαζί του ὄρθια! Μίλησε μέ θαυμαστή εὐκρίνεια γιά τήν Ἐπανάσταση, τήν δολοφονία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β' καί τῆς οἰκογενείας του, τήν καταστροφή τῆς Ἁγίας Ρωσίας, ἀλλά καί τήν τελική νίκη τῆς Πίστεως ἐπί τοῦ Ἀθεϊσμοῦ. Ἐκτός ἄλλων προφήτευσε στόν Καθηγητή Ἰβάν Andreyev τήν σύλληψη καί τήν ἐξορία του.

Ἔζησε τήν διάλυση τῆς Ὄπτινα (1923) καί τήν διασπορά τῶν 250 μοναχῶν της. Τήν Μεγ. Πέμπτη τοῦ 1923 συνελήφθη καί καταδικάστηκε σέ θάνατο, ἀλλά τελικά ἐξορίστηκε, ἀρχικά στό Πλόχινο τῆς Καλούγας καί τελικά στό Χόλμισι τοῦ Μπριάνσκ.

Πρίν τήν Διακήρυξη τοῦ 1927, τόν ἐπισκέφθηκαν οἱ Καθηγητές Komorovich καί Anichkov. Κατά τήν συζήτησή τους ὁ Γέροντας ἀποκάλεσε τόν Μητροπ. Σέργιο νεωτεριστή. Ὅταν οἱ συνομιλητές του τοῦ ὑπενθύμισαν, ὅτι μετανόησε καί ἀποκαταστάθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Τύχωνα, ἐκεῖνος ἀπάντησε προφητικά: "Ναί, μετανόησε· ἀλλά τό δηλητήριο εἶναι ἀκόμη μέσα του"!

"Οἱ Σεργιανιστές - ἔλεγε - εἶναι χειρότεροι ἀπό τούς Ἀνακαινιστές τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας", διότι ἐκεῖνοι μετανόησαν, ἐνῶ αὐτοί εἶναι ἀμετανόητοι, ἔχουν πορωθεῖ".

Πρίν κοιμηθεῖ ζήτησε ἀπό τά πνευματικά του τέκνα νά μήν τόν μεταφέρουν στήν ἐνορία τοῦ Κοζέλσκ, διότι ἐκεῖ μνημόνευαν τόν Μητροπ. Σέργιο!

Ἐνδεικτικό τῶν ἐκκλησιολογικῶν θέσεων καί τῆς Ὁμολογίας τοῦ Στάρετς Νεκταρίου εἶναι ὅτι ἀπαγόρευε στούς πιστούς νά κάνουν ἀκόμη καί τόν σταυρό τους περνῶντας ἔξω ἀπό Ναούς τῶν Σεργιανιστῶν, διότι θεωροῦσε τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἄμοιρο Χάριτος καί τά Μυστήριά του ἄκυρα!

Τίς τελευταῖες εὐχές δέχθηκε ἀπό τό πνευματικό του τέκνο π. Ἀδριανό Rymarenko (ἔπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα τοῦ Νόβο Ντιβίγιεβο, τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς). Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 29η Ἀπριλίου 1928 καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τόν ἔπειτα Ἱερομάρτυρα π. Σέργιο Mechien καί τέσσερεις ἄλλους Ἱερεῖς.

Μετά θάνατον ἀναδείχθηκε θαυματουργός. Δύο φορές στή ζωή του ἀξιώθηκε τῆς ἐμφανίσεως τῶν Ὁσίων Στάρετς τῆς Ὄπτινα (ἡ δεύτερη λίγο πρίν τήν κοίμησή του).

Τό 1935 ὁ τάφος τοῦ μακαρίου Γέροντος ἔγινε στόχος τυμβωρύχων. Ἄγνωστοι τόν ἄνοιξαν, ἔβγαλαν τό φέρετρο, ἐρεύνησαν γιά πολύτιμα ἀντικείμενα καί ἐπειδή δέν βρῆκαν τίποτα, ἄφησαν τό φέρετρο ἔξω ἀπό τήν γῆ καί ἔφυγαν! Τό ἑπόμενο πρωϊ κάποια παιδιά πού ἔφερναν τά ἄλογά τους ἀπό τήν νυκτερινή βοσκή, εἶδαν τό ἀνοικτό φέρετρο καί εἶπαν στούς χωρικούς, ὅτι "ἕνας μοναχός σηκώθηκε ἀπό τόν τάφο"! Τότε τό Λείψανο τοῦ Ἁγίου βρέθηκε ἄφθαρτο, μέ τό δέρμα στό χρῶμα τοῦ κεριοῦ καί τά χέρια εὐλύγιστα καί μαλακά! Οἱ χωρικοί, ἀφοῦ τίμησαν τό Λείψανο, τό ἔβαλαν καί πάλι στόν τάφο του.

Τό 1987 ἡ Μονή τῆς Ὄπτινα ἐπιστράφηκε στό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί τήν 16. 7. 1989 ἀνοίχθηκε ὁ τάφος τοῦ Στάρετς Νεκταρίου. Τότε διαπιστώθηκε, ὅτι τό Λείψανο τοῦ Γέροντος εἶχε διαλυθεῖ καί τά ὀστά του εὐωδιαζαν! Σήμερα τά Λείψανά του φυλάσσονται στή Μονή τῆς Ὄπτινα.

Ἡ ἁγιότητά του (ὅπως καί τῶν ἄλλων Ὁσίων Στάρετς τῆς Ὄπτινα), διακηρύχθηκε τό 1990 ἀπό τήν ὑπό τόν Μητροπ. Βιτάλιο Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς καί τήν 13/26. 6. 1996 ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 29η Ἀπριλίου.

Ἔτσι ὁ Σέργιος Νεῖλος, κάτω ἀπό τήν πνευματική ἐπίδραση τῶν Ὁσίων Στάρετς τῆς Ὄπτινα, διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στή διαμόρφωση, ἀνάδειξη καί προβολή τῆς Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν.

Στό σπίτι τοῦ π. Βασιλείου ὁ Σέργιος Νεῖλος καί ἡ σύζυγός του ἔζησαν περίπου ἕναν χρόνο. Ἀργότερα ἡ μητέρα Μαρία ἀναφέροταν πάντα σ’ αὐτή τήν περίοδο τῆς ζωῆς της μέ τήν οἰκογένεια Νείλου ὡς δῶρο Θεοῦ, ὡς γιορτή τῆς Λαμπρῆς. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ δύναμη τῆς παρουσίας τους, μιᾶς πραγματικῆς Χριστιανικῆς οἰκογενείας, πού ἦταν πάντα ἕτοιμη νά μοιραστεῖ μέ τούς ἄλλους τούς θησαυρούς τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας, τήν ὁποία καί οἱ δύο εἶχαν ἀντλήσει ἀπό τήν συναναστροφή τους μέ τούς Ὁσίους Στάρετς τῆς Ὄπτινα καί τόν ἅγ. Ἰωάννη τῆς Κροστάνδης.

Ὁ Σέργιος Νεῖλος ἀνησυχοῦσε πολύ μήπως ἡ παρα-μονή του στό σπίτι τοῦ π. Βασιλείου τοῦ προκαλοῦσε προβλήματα. Ὁ Νεῖλος ἦταν ὑπό παρακολούθηση καί μία φορά πράκτορες τῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας ἦρθαν γιά ἔρευνα. Ἡ μητέρα Μαρία πάντα θυμόταν μέ συγκίνηση, πῶς κατάφερε νά κρύψει τετράδια τοῦ Νείλου, σώζοντάς τα ἔτσι, παρά τήν ἐξονυχιστική ἔρευνα μιᾶς ὁλόκληρης ἡμέρας!

Μετά ἀπό τήν ἔρευνα αὐτή ἡ ὑγεία τοῦ Νείλου κλονίσθηκε καί ἄρχισε νά παρουσιάζει καρδιολογικά προβλήματα.

Ἡ μητέρα Μαρία διέσωσε, ὅτι ὁ Σέργιος Νεῖλος εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στόν ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ (μέ τόν ὁποῖο ἔμοιαζε φυσιογνωμικά). Μάλιστα, κάποτε εἶχε πεῖ προφητικά: "Νά, ὁ Πατέρας μέ τό ραβδί ἔρχεται καί μοῦ δείχνει τόν δρόμο· θά εἶμαι ἐκεῖ πού θά μέ πάει". Τά λόγια αὐτά ἐπαληθεύθηκαν τό βράδυ τῆς 1ης πρός 2α Ἰανουαρίου 1929, ὅταν κοιμήθηκε - κρυπτόμενος στό σπίτι τοῦ Ἱερέως Βασιλείου - ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει ὁ Ἑσπερινός τῆς ἑορτῆς τοῦ ὁσ. Σεραφείμ! Πολλοί πιστεύουν, ὅτι δηλητηριάστηκε ἀπό τούς Σοβιετικούς. (Βλ. "Ὅσιος Νεκτάριος - Ὁ τελευταῖος μεγάλος Στάρετς τῆς Ὄπτινα", ἔκδοσις Ἱ. Μ. ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου Καλάμου Ἀττικῆς, σελ. 48 - 49· καί Ἡμεροδείκτης 2002 Ἱ. Μητροπόλεως Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς).

Ὁ Σέργιος Νεῖλος κοιμήθηκε μπροστά στά μάτια τῆς Μαρίας Βασίλιεβνας καί χάρις αὐτήν καί τήν σύζυγό του Ἑλένη, ἔγιναν γνωστά τά γεγονότα τῶν τελευταίων των ἡμερῶν. Μία ὥρα πρίν τόν θάνατό του ὁ Σέργιος εἶπε ὅτι ἔρχονται δύσκολοι καιροί γιά τήν Ἐκκλησία καί ὅτι ἔχουν ἀνοίξει οἱ πόρτες γιά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου! Ἀκόμη, ἐναποθέτοντας τό χέρι του στό μέτωπο τοῦ π. Βασιλείου εἶπε: «Πατέρα, πατέρα, σᾶς λυπᾶμαι»! Ἡ τελευταία του πράξη ἦταν νά εὐλογήσει τήν μικρή κόρη τῆς Μαρίας Βασίλιεβνας. Μετά κοιμήθηκε.

Ἡ Σοβιετική ἐξουσία δέν συγχώρεσε στόν π. Βασίλειο τήν φιλοξενία τοῦ Σεργίου Νείλου. Τήν ἴδια χρονιά (1929) ὁ π. Βασίλειος ἐξορίστηκε καί τό ἑπόμενο ἔτος 1930 συνελήφθη, τό σπίτι του κατασχέθηκε καί ἡ οἰκογένειά του ἐξορίστηκε. Ὁ π. Βασίλειος ἔμεινε στήν ἐξορία πέντε χρόνια. Ἐπέστρεψε στό Κρουπέτς τό 1936. Τό 1937 συνελήφθη καί πάλι καί στίς 8 Φεβρουαρίου 1938 ἐκτελέστηκε. (Πρόκειται, δηλαδή, γιά Νεομάρτυρα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας).

Κατά τήν διαμονή της στή Μόσχα ἡ Μαρία Βασίλιεβνα, γνώρισε καί συνδέθηκε στενά μέ τήν Τατιάνα Μιχαήλοβνα, πνευματική κόρη μιᾶς ζηλωτρίας Ἰωσηφιτικῆς, τῆς μητέρας Ταμάρας. Ἡ μητέρα Ταμάρα ἦταν ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ὅπως ἐπίσης καί τά πνευματικά της παιδιά, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀρσένιος (Ζαντανόβσκι, + 1937). Ἡ Μαρία Βασίλιεβνα συμμετεῖχε σέ μυστικές Λειτουργίες στό σπίτι τῆς Τατιάνας Μιχαήλοβνας.

Στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1940, εἶχαν μείνει πολύ λίγοι Ἱερεῖς στήν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν, ἀλλά ὁ Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ἄλλαξε τήν πολιτική τῶν Κομμουνιστῶν ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία. Ὁ Στάλιν πείστηκε, ὅτι μποροῦσε νά ἀξιοποιήσει ἀποτελεσματικά τούς «Ἱεράρχες - Λοχίες», γιά τήν προπαγάνδα τοῦ καθεστῶτος του καί σέ μία ἑβδομάδα συγκάλεσε «Σύνοδο» ἡ ὁποία «ἐξέλεξε» «Πατριάρχη Μόσχας» τόν Μητροπ. Σέργιο. Ἔτσι ἐμφανίστηκε τό Σοβιετοποιημένο Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἡ «Ἐκκλησία τῶν συνηγόρων τοῦ διαβόλου». Ἄνοιξαν ναοί (πού θά περίμενε κανείς νά μείνουν κλειστοί γιά πάντα),, ἐμφανίστηκαν «Ἱερεῖς», κυκλοφόρησαν «Ὀρθόδοξα» ἡμερολόγια, στά ὁποῖα μποροῦσε κανείς νά δεῖ γιορτές, ὅπως «ἡμέρα γέννησις τοῦ Ἰωσήφ Β. Στάλιν», «διεθνής ἡμέρα τῆς γυναίκας», «ἡμέρα τῆς Ὀκτωβριανῆς Ἐπανάστασης», κ.λ.π.

Ἡ Μαρία Βασίλιεβνα ἀντιλήφθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή τήν σκοπιμότητα τοῦ Σοβιετοποιημένου Πατριαρχείου Μόσχας, τό ὁποῖο στήν οὐσία ἀπέβλεπε στήν ἀνάδειξη τῆς θρησκευτικότητας τοῦ λαοῦ, μέ σκοπό τόν ἔλεγχο καί τήν ἐξόντωση τῶν δραστήριων θρησκευτικῶν στοιχείων. Σ’ αὐτή τήν ψευδο-ἐκκλησία τοῦ «Ἰσαποστόλου Ἰωσήφ Στάλιν», ἡ Μαρία Βασίλιεβνα δέν ἔμεινε οὔτε μία ἡμέρα.

Πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, οἱ ἀθεϊστές ἐκπλήρωσαν ἄψογα τήν ἀποστολή τους ἀπέναντι στά σκοτεινά κέντρα τοῦ Παγκόσμιου Σιωνιστικοῦ Κινήματος, νά καλλιεργήσουν δηλαδή τόν νέο τύπο «Ἱερωμένων», τῶν φαινομενικά Ὀρθοδόξων, ἀλλά στήν οὐσία ὑπάκουων ὀργάνων τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας. Τό «Πατριαρχεῖο Μόσχας» μέσῳ τῶν «Ἱεροκηρύκων» του (ὅπως τοῦ «Μητροπολίτου» Λένινγκραντ Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος ἦταν ταυτόχρονα καί Παπικός Ἐπίσκοπος (!!!) καί πέθανε τό 1979 στό ἰδιαίτερο γραφεῖο τοῦ Πάπα, κατά τήν διάρκεια ἀκροάσεως), συνειδητά διαφήμησε σ’ ὅλο τόν κόσμο τόν Κομμουνισμό σάν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στήν γῆ, στήν ὁποία ἐπιτέλους ἐφαρμόζονται τά ἰδανικά τοῦ Χριστιανισμοῦ!

Γι’ αὐτό ὅμως δέν γράφουν τά «Πρωτόκολλα»; «Ὅταν ἡ Μοναρχική Ρωσία γίνει τό φρούριο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐμεῖς θά ἐλευθερώσουμε ἀπό τίς ἁλυσίδες τούς ἐπαναστάτες, μηδενιστές καί ἀθέους, καί θά προκαλέσουμε φοβερή κοινωνική καταστροφή πού θά δείξει σ’ ὅλο τόν κόσμο τόν ἀπόλυτο ἀθεϊσμό μέ ὅλη τήν τρομακτικότητά του ὡς αἰτία ἐπιστροφῆς στήν ἀγριότητα καί τήν αἱματηρή ἀταξία. Τότε οἱ ἄνθρωποι, πού θά ὑποχρεωθοῦν νά ἀμυνθοῦν ἀπέναντι στήν ξετρελαμένη μειοψηφεία τῆς ἀνταρσίας, θά ἐξολοθρεύσουν αὐτούς τούς καταστροφεῖς τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ δέ ὄχλος ἀπογοητευμένος, μή ξέροντας ποιο Θεό νά προσκυνήσει, θά λάβει φώτιση ἀπό τό ἀληθινό φῶς μέσῳ τοῦ παγκόσμιου κηρύγματος, πού ἐκεῖνο τόν καιρό θά εἶναι πλέον ἀνοικτό καί διεθνοποιημένο».

«Φῶς» ἐδῶ νοεῖται ἡ ἑωσφορική – σατανιστική διδασκαλία, τό ὑπόβαθρο τοῦ Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ.

Αὐτό τό ἀπόσπασμα τῶν «Πρωτοκόλλων», ἔχει ληφθεῖ ἀπό τό βιβλίο τοῦ Σεργίου Νείλου, «Ἐγγύς ἐστίν ἐπί θύραις» καί δείχνει ὁλοκάθαρα, ὅτι ἡ ἐπανάσταση στήν Ρωσία ἦταν ἕνα μόνον στάδιο τῆς ὑλοποίησης ἑνός τεραστίου σχεδίου πάλης μεταξύ τῆς Συναγωγῆς τοῦ Σατανᾶ καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπανάσταση αὐτή εἶχε στήν πραγματικότητα τούς παρακάτω στόχους:

1. Τήν καθαίρεση τῆς «ἐλέῳ Θεοῦ» Τσαρικῆς ἐξουσίας στήν Ρωσία. «Νά βγεῖ - δηλαδή - ἀπό τήν μέση» ὁ Τσάρος τῆς Ρωσίας, «ὁ κατέχων», κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

2. Τήν ἐξολόθρευση τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Ρωσία καί σέ ὅλο τόν κόσμο καί τήν ἐκτόπιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κουλτούρας ἀπό τήν συνείδηση καί τήν ζωή τοῦ λαοῦ, ὥστε οἱ ἄνθρωποι «νά μήν ξέρουν ποιόν Θεό νά προσκυνήσουν».

3. Τήν καλλιέργεια τοῦ Ἀθεϊσμοῦ, ὥστε νά ἀπομακρυνθεῖ ὁ λαός ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιά νά ἐλευθε-ρωθεῖ ὁ δρόμος γιά τό τελικό στάδιο.

4. Τέλος, τό ἀνοικτό καί ἄνετο κήρυγμα τῆς σατανιστικῆς διδασκαλίας, σταδιακό μέν, ἀλλά πλατύ, ὥστε νά πλαισιώνει ὅλες τίς πλευρές τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.

Πιό ἁπλᾶ, μετά τήν καταστροφή τῆς Ὀρθοδόξου Μοναρχίας καί τήν βίαιη ἀπόσπαση τοῦ λαοῦ ἀπό τήν τροφό του Μητέρα Ἐκκλησία, τήν διασπορά τῶν ἀθεϊστικῶν ἰδεῶν καί τήν τελική ἀποτυχία τους νά ἀπαντήσουν στά μεταφυσικά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου καί νά καλύψουν τήν ἔμφυτη θρησκευτικότητά του, νά ἔρθουν οἱ Σιωνιστές καί νά ποῦν: «Ἡ Ἐκκλησία στήν ὁποία μεγαλώσατε, σᾶς ὁδήγησε στήν κοινωνική καί οἰκονομική καταστροφή. Οἱ λύσεις καί οἱ ἀναντήσεις βρίσκονται στό νέο Μεσσία», δηλαδή στόν ἱστορικό Ἀντίχριστο.

Ὅταν ὅλοι οἱ παραπάνω στόχοι τῆς Ἐπαναστάσεως ὑλοποιήθηκαν, τότε ἡ Ἐπανάσταση ἔπαψε νά εἶναι χρήσιμη καί μέσα σέ δύο ἡμέρες ὁ Κομμουνισμός, μέ τά τάνκς καί τά κανόνια του (καί βεβαίως μέ τό φοβερό πυρηνικό του ὁπλοστάσιο) καταργήθηκε καί πρόβαλε ἡ ἐπονομαζόμενη «ἐλεύθερη καί δημοκρατική Ρωσία», στό ἔλεος τῆς ντόπιας καί ξένης Μαφίας καί τῶν Δυτικῶν - Ἑβραϊκῶν κεφαλαίων – δανείων.

Ἡ Ὁμολογήτρια Μαρία Βασίλιεβνα πέρασε τήν ζωή της σ’ αὐτήν τήν πολύπλοκη χρονική περίοδο τῆς Ἱστορίας. Μεγάλη σημασία εἶχε καί ἡ συνάντησή της μέ τόν Θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν Μοναχό Ἐπιφάνιο Τσέρνωφ τό 1992, ὅταν αὐτός ἐπέστρεψε στήν Ρωσία.

Ὁ κατά κόσμον Ἀλέξανδρος Ἀντρέγιεβιτς Chernov, γεννήθηκε τό 1909 στήν περιοχή τοῦ Ροστώφ, σέ οἰκογένεια Κοζάκων. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀξιωματικός τοῦ Ρωσικοῦ Στρατοῦ καί ὑπηρετοῦσε στήν Αὐτοκρατορική Αὐλή. Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1917 (κατά τήν ὁποία σκοτώθηκε ὁ πατέρας του), τόν βρῆκε ἐσωτερικό σπουδαστή στή Στρατιωτική Σχολή τοῦ Νοβοχερκάσκ. Τό 1919, κατά τόν Ρωσικό Ἐμφύλιο Πόλεμο, ἡ Σχολή ἀκολούθησε τά Λευκά Στρατεύματα, μέχρι τά Ρωσικά παράλια τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Ἀπό ἐκεῖ μέ πλοῖο μέσῳ ΚΠόλεως καί Κύπρου πῆγαν στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ὁ νεαρός Ἀλέξανδρος νοσηλεύθηκε σέ νοσοκομεῖο, διότι στήν ΚΠολη εἶχε προσβληθεῖ ἀπό τύφο.

Ὅπως ὁ ἴδιος ἀνέφερε στόν γράφοντα τό 1980, στήν Αἰγυπτιακή ἔρημο ὅπου εἶχε κατασκηνώσει ἡ Σχολή, γεννήθηκε στή νεανική ψυχή του ἡ ἐπιθυμία τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τό 1922 ἡ Σχολή στεγάστηκε στό Ρωσικό Προξενεῖο τῆς Σμύρνης καί ὅταν τό Προξενεῖο πυρπολήθηκε ἀπό Σοβιετικούς πράκτορες, ὁ Ἀλέξανδρος μαζί μέ ἄλλους σπουδαστές κατέφυγε στή Βουλγαρία. Ἐκεῖ φοίτησε στό Ρωσικό Σχολεῖο τῆς Βάρνας καί τό 1927 γνώρισε τόν διαπρεπή Ἀρχιεπίσκοπο Θεοφάνη τῆς Πολτάβας (+ 1940), Πνευματικό τῆς Τσαρικῆς Οἰκογενείας, μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά.

Τό 1929 ἐγκαταστάθηκε στή Σόφια καί φοίτησε διαδοχικά στή Βουλγαρική Στρατιωτική Ἀκαδημία καί στό Πανεπιστήμιο τῆς Σόφιας, ὅπου σπούδασε Ἱστορία - Φιλολογία καί Θεολογία. Τό 1932 ὁ ἀρχιεπ. Θεοφάνης μετανάστευσε στή Γαλλία, ἀλλά μέ εὐλογία του ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε στή Βουλγαρία καί ἐργάσθηκε σάν Καθηγητής στό Πλέβεν.

Τό 1945, ὅταν ὁ Ἑρυθρός Στρατός "ἀπελευθέρωσε" τήν Βουλγαρία, συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε στή Σοβιετική Ἕνωση, ὅπου φυλακίσθηκε στίς φυλακές Butyrskaya καί Lefortov τῆς Μόσχας. Στή συνέχεια καταδικάσθηκε σέ 10 χρόνια ἐγκλεισμό στό Στρατόπεδο τοῦ Κίροβογκραντ. Ὅταν υἱοθέτησε τόν "κανόνα τῆς σιωπῆς", γιά νά ἀντιμετωπίσει τά βασανιστήρια τῶν δεσμοφυλάκων του, νοσηλεύθηκε στό Ψυχιατρικό Τμῆμα τῆς φυλακῆς του, ὡς διανοητικά διαταραγμένος! Τό 1953, ὅταν δόθηκε ἀμνηστία, δέν ἀπελευθερώθηκε, ἀλλά κρατήθηκε μέχρι τό 1955, παρά τήν πολύ κακή κατάσταση τῆς ὑγείας του.

Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι κατά τήν διάρκεια μιᾶς δίκης του, πάνω στήν ἕδρα τοῦ δικαστή, βρισκόταν ἕνα ἀπό τά τρία μόλις δακτυλογραφημένα ἀντίγραφα ἑνός βιβλίου του γιά τόν ρόλο τῶν Σιωνιστῶν στήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 !

Τήν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν γνώρισε τό 1948, κρατούμενος σέ στρατόπεδο. Μοναχός ἔγινε μετά τήν ἀπελευθέρωσή του (τό 1955), στό Κίεβο, ἀπό Ἱερομονάχους τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἀρχιεπισκόπου Γκλαζώφ Πέτρου (Λαντίγκιν, + 1957), μέ τό ὄνομα Ἀντώνιος.

Μέχρι τό 1966 συνέχισε τόν "κανόνα τῆς σιωπῆς", σάν τρόπο ἀσκήσεως, ἄν καί μετά τήν ἀπελευθέρωσή του δέν ὑπῆρχε λόγος νά σιωπᾶ. Ὅλο αὐτό τό διάστημα ἐπικοινωνοῦσε μέ τούς συγκρατουμένους του, ἀλλά καί μέ τά πνευματικά του τέκνα ἀργότερα, μέ ἕνα τρόπο κρυπτογραφικό (τόν ὁποῖο ἔδειξε στόν γράφοντα τό 1980). Μία τετράγωνη ἐπιφάνεια (λ.χ. ἕνα γραφεῖο, τραπέζι ἤ ἕνας δίσκος), ἦταν χωρισμένη νοητά σέ μικρά τετράγωνα πού ἀντιστοιχοῦσαν στά γράμματα τοῦ Ρωσικοῦ ἀλφαβήτου. Ὁ κρατούμενος γιά νά ἐπικοινωνήσει, σχημάτιζε λέξεις δείχνοντας μέ τό δάχτυλό του γράμματα - τετράγωνα!

Μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ἔζησε σέ ἕνα χωριό τοῦ Καυκάσου, ὅμως γιά νά ἀποφύγει μία νέα σύλληψη, μετακινοῦνταν συνεχῶς ἀπό μέρος σέ μέρος. Ἔτσι, μέσα στή δικαιοδοσία τοῦ ἀρχιεπ. Πέτρου (τόν ὁποῖο δέν συνάντησε ποτέ, διότι κοιμήθηκε τό 1957, ἐνῶ ἀντίθετα συνάντησε 100 περίπου Ἱερεῖς), δημιούργησε πολλές μυστικές κοινότητες Κατακομβιτῶν πιστῶν.

Τό 1975 συνελήφθη στό Κίεβο γιά "παράμονη ἐκκλησιαστική δραστηριότητα" καί φυλακίσθηκε. Τό 1978, ἀπελάθηκε στή Δύση σάν ἀλλοδαπός ταραχοποιός!!! (δέν δέχτηκε ποτέ Σοβιετική ταυτότητα ἤ διαβατήριο), μετά ἀπό τρεῖς ἀναφορές του στόν τότε Σοβιετικό Ἡγέτη Λ. Μπρέζνιεφ. Ἀρχικά τοῦ πρόσφερε ἄσυλο ἡ Ἐλβετία. Στή συνέχεια βρῆκε ἄσυλο στήν Ἀγγλία, ὅπου κατά τήν περίοδο 1980 - 94, δημοσιοποίησε κείμενα καί πληροφορίες γιά τήν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν, μεγάλης ἱστορικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς σημασίας.

Τό 1978, ὅταν μετά ἀπό μία συνέντευξή του στό Περιοδικό "The Orthodox Word", ἔγινε εὑρύτερα γνωστός στή Ρωσική Διασπορά, πέτυχε νά συναντήσει τόν τότε Πρωθιεράρχη της Μητροπ. Φιλάρετο (+ 1985) στή Γαλλία, στή Μονή Λέσνα. Ὅπως δήλωσε χαρακτηριστικά ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος τό 1980 στόν γράφοντα, γιά τούς πιστούς τῶν Κατακομβῶν ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς ἦταν "ἡ χρυσή ἐλπίδα"! Τό ἴδιο πίστευε καί ὁ ἴδιος μέχρι πού συνάντησε τόν Μητροπ. Φιλάρετο καί διαπίστωσε τήν πλήρη διάσταση ἀπόψεων μεταξύ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν καί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, στό θέμα τῆς Ἐκκλησιολογίας - Ὁμολογίας. Πολύ τόν ἀπογοήτευσε ἀκόμη ἡ παρουσία στή Σύνοδο τοῦ Μητροπ. Φιλαρέτου Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων (ὅπως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Γενεύης καί Δυτ. Εὐρώπης Ἀντωνίου) καί ἡ ἀνοχή ἐνοριῶν μέ τό Νέο Ἡμερολόγιο.

Στήν ἴδια ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία πίστευε, ὅτι ὑπῆρχαν «μικρές σπίθες μέσα στή στάχτη», πιστοί – δηλαδή - ὅλων τῶν βαθμῶν, οἱ ὁποῖοι πρέσβευαν τήν Ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν.

Στή συνέχεια ὁ μ. Ἀντώνιος, μέ τήν οὐσιαστική συνδρομή τοῦ Βλαδιμήρου Moss, ἦρθε στήν Ἑλλάδα, γνώρισε τόν τότε Προκαθήμενο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κυρό Ἀνδρέα καί τήν περί αὐτόν Ἱερά Σύνοδο καί διαπίστωσε τήν Ὁμολογιακή καί Ἐκκλησιολογική συμφωνία μεταξύ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν καί τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά ὑπαχθεῖ στήν δικαιοδοσία τῆς ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀνδρέα Ἱερᾶς Συνόδου καί ἐπίσης νά ὑπαγάγει «ἄχρι καιροῦ, ὑπό τό ὠμοφόρειον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρέου», τίς πολυάριθμες καί πολυπληθεῖς Κοινότητες Κατακομβιτῶν πιστῶν τῶν ὁποίων εἶχε ἀναλάβει τήν πνευματική καθοδήγηση, μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Γκλαζώφ Πέτρου (Λαντίγκιν, + 1957). Ἡ ἕνωσις αὐτή ἐπισφραγίσθηκε μέ πανηγυρική Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Τιμίου Προδρόμου Ροῦφ Ἀθηνῶν, προεξάρχοντος τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Ἀνδρέου.

Ὁ μ. Ἀντώνιος ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα ἐνῶ διέμενε στή Νῆσο τοῦ Ἀνθρώπου (Μεγ. Βρεττανία), φιλοξενούμενος τοῦ Ἱερέως π. Σίμωνος Jensen, ἀπό τόν Σεβ. Μητροπ. Κιτίου κυρό Ἐπιφάνιο, μετονομασθείς σέ Ἐπιφάνιο. Τό 1989 Ἔξαρχος τῶν Κοινοτήτων αὐτῶν διορίστηκε ὁ Μητροπ. Γ.Ο.Χ. Θεσσαλονίκης Χρυσόστομος (Μητρόπουλος), ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τήν Ρωσία συνοδευόμενος ἀπό τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο, χειροτόνησε 3 Κληρικούς - τόν Πρωθιερέα Ἰωάννη, τόν Ἱερέα Βασίλειο καί τόν Διάκονο Ἰωάννη - στήν περιοχή τῆς Σταυρουπόλεως Καυκάσου καί ἐγκαινίασε τόν Ναό τῆς Ἁγίας Σκέπης στήν ἴδια περιοχή (ὁ Πρωθιερεύς Ἰωάννης εἶναι πνευματικό ἀνάστημα τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἀρχιεπισκόπου Γκλαζώφ Πέτρου Λαντίγκιν, ἀπό τόν ὁποῖο ἔχει ὡς εὐλογία τεμάχιο Τιμίου Ξύλου καί ξύλινο Ἀντιμήνσιο).

Τό 1991, μετά τήν κατάρρευση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος ἐπέστρεψε στήν Ρωσία, ὅπου κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 2α/15η Νοεμβρίου 1994. Ἐνταφιάστηκε στήν Σταυρούπολη τοῦ Καυκάσου καί μεταξύ τῶν πιστῶν τιμᾶται ὡς Ὁμολογητής.

Τό 1995 Ἔξαρχος τῶν Ρωσικῶν Κοινοτήτων διορίστηκε ὁ Μητροπ. Γ.Ο.Χ. Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος. Ὁ ἐπ. Κήρυκος μέχρι τήν σύνταξη τοῦ παρόντος ἔχει πραγματοποιήσει 10 ποιμαντικές ἐπισκέψεις στή Ρωσία, κατά τίς ὁποίες χειροτόνησε 4 ἀκόμη Κληρικούς, ἐγκαινίασε ναούς καί συντέλεσε στήν ὀργάνωση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.

Τό 1995, κατά τήν πρώτη ποιμαντική ἐπίσκεψη τοῦ ἐπ. Κηρύκου στήν Ρωσία, «ὁ Ἐπίσκοπος – τροφοδότης» τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, γνώρισε τήν Ὁμολογήτρια Μαρία Βασίλιεβνα (ἡλικίας τότε 89 ἐτῶν) καί τήν ἔκηρε Μεγαλόσχημη μέ τό ὄνομα Μαριάμ. Ἦταν ἡ ἀμοιβή τῶν ἀγώνων της καί ἡ ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς της στήν ὑπόθεση τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας στήν Ρωσία.

Ρωσικό κείμενο: Ἱερεύς Ἀνδρέας Σίντνιεβ.