Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Λόγος ἐπικήδειος στὴ μητέρα του, κ. Μηλιὰ Μασοῦρα (Ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Ἐλευθερίου, Συνοικισμὸς Λατσιῶν, 06.09.2014) -(Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου)



site analysis


Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Πατέρες καὶ ἀδελφοί μου,
Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος με την κεκοιμημένη μητέρα του Μηλιά







Μεταβαίνει σήμερον «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» ὁ πλέον δικός μας ἄνθρωπος: ἡ μάνα μας! Γιὰ τὸν καθένα ἡ μάνα εἶναι «μάννα» καί, βεβαίως, καὶ ἡ Μηλιὰ γιὰ μένα. Ἡ Μηλιὰ τοῦ Θεοχάρη Ἀκρίτα, τῆς Μυροφόρας τοῦ Πρωτόπαπα καὶ τῶν Πρωτοπαπάδων. Ἡ Μηλιὰ ὕστερα τοῦ Νικόλα τοῦ Μασοῦρα, τοῦ ἀλετράρη, ποὺ τὴ νυμφεύθηκε μετὰ τὴν πρόωρη χηρεία του.
Πρὶν πῶ ὁτιδήποτε γιὰ τὴ μάνα μας, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας, ὅτι ἡ Μηλιὰ ἦταν κόρη τῆς Μυροφόρας, ποὺ προαναφέραμε, τῆς γνωστῆς ὡςΘεοχάραινας τῆς Κάτω Ζώδειας. Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ γιαγιά μου Μυροφόρα ἄφησε μνήμη ὁσίας γυναικός. Καί, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε στὴν ἀδελφή της Μάρθα (σήμερα 99 ἐτῶν!), σὲ μεταθανάτια ὁλοφώτεινη ἐμφάνισή της σ᾽αυτήν· «Ὁ Χριστὸς μὲ κατέταξε μὲ τὶς παρθένες, κι ἃς ἔκαμα τέσσερα παιδιά. Ἡ παρθενία δὲν εἶναι αὐτό, ποὺ νομίζετε! Ἔγκειται στὸν νού!  Κι ἐγὼ πρόσεχα τὸν νού μου ἀπὸ τὰ 33 μου χρόνια, ὁπόταν ἔχασα τὸν ἄνδρα μου.»

Ἡ μάνα μου, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἰσῆλθε στὸ σπίτι τοῦ μακαριστοῦ πατέρα μας, ἔμελλε νὰ γίνει μητέρα, μητέρα τῶν δύο ὀρφανῶν παιδιῶν του, τοῦ Ἀνδρέα μας καὶ τοῦ Μιχάλη μας. Μιὰ λεπτομέρεια, τὴν ὁποία εἶναι καλὰ νὰ τὴν ἔχουν ὑπόψη τους οἱ σύγχρονες γυναῖκες τῆς Κύπρου. Ἡ μάνα μου δὲν εἶχε μόνο νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Στὸ σπίτι μέσα βρῆκε καὶ τὴν πενθερὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Ὅταν τὰ πενθερικὰ τοῦ πατέρα μου εἶδαν πόσο καλὸς ἄνθρωπος, πόσο καλὴ χριστιανὴ ἦταν ἡ Μηλιά, ἄνκαι εἶχαν κόρες, εἶπαν, καλύτερα στὴν Μηλιὰ νὰ μείνουμε· καὶ ἔτσι τοὺς γηροκόμησε καὶ αὐτούς. Ὅταν κάποτε πῆγα νὰ ἐξομολογηθῶ, νέος διάκος τότε, στὸν Γέροντα τοῦ Σταυροβουνίου, π. Ἀθανάσιο, μὲ ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, γυιέ μου;» «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», τοῦ ἀπάντησα. «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», μοῦ εἶπε τότε, «γνώρισα μιὰ γυναίκα, ποὺ ἔκανε κάτι τὸ σπάνιο: μεγάλωσε, ὄχι μόνο τὰ δικά της παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἄνδρα της ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ γηροκόμησε καὶ τὰ πενθερικά της!» Χαμογέλασα, καὶ τοῦ λέω· «Ἡ μάνα μου εἶναι αὐτή, Γέροντα!» «Εἶσαι εὐλογημένος, ποὺ ἔχεις αὐτὴ τὴ μάνα», μοῦ εἶπε. «Πρόσεχε, γιατί εὐλογημένες μάνες, σημαίνει εὐλογημένες ὑποχρεώσεις.»
Μεγαλώσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Αἰσθάνομαι, ὅτι ἡ μεγαλύτερη προίκα, ποὺ ἔδωσε στὰ παιδιά της, στὰ ἐγγόνια της, στὰ δισέγγονα καὶ στὰ τρισέγγονά της, εἶναι ἡ πίστη. Μᾶς ἔδωσε πίστη βαθιά, ποὺ νὰ μὴν στερεύει ποτὲ ἐνώπιον ὁποιασδήποτε δυσκολίας. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία ἀπὸ τὸν θάνατο! Καὶ τὸν γεύτηκε ἡ Μηλιὰ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια μέχρι τὰ ὕστερά της, ὅταν πρῶτα, στὰ ἑφτὰ τῆς χρόνια, κήδευσε τὸν πατέρα της, στὰ πενήντα της τὸν ἄνδρα της Νικόλα, ὕστερα τὸν γυιό της Πέτρο, 24 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, καὶ κατόπιν τὸν πλέον ἀγαπημένο της «γυιό», ποὺ γι᾽ αὐτὴν δὲν ἦταν κατὰ σάρκα γυιός της, τὸν ἀγαπημένο μας γαμπρὸ Ἀνδρέα. Ἀλλά, μάνα, σημαίνει νὰ ἔχεις παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀντέχουν αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή· δὲν τὴν ἀπολυτοποίουν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἐξασκοῦν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Αὐτὸ ἔζησε, αὐτὸ μᾶς μετέδωσε ἡ μάνα μας.
Θὰ ἤθελα, ὡς εὐχαριστία γιὰ τὴν παρουσία σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς πῶ μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς μάνας μας, γιὰ νὰ δοῦμε αὐτό, ποὺ ὁ ἅγιος Γέροντάς μας π. Συμεών, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, μᾶς περιέγραψε προηγουμένως στὸν λόγο του, ὡς λαϊκὴ εὐσέβεια. «Ἔχεις λαόν; ´Εχεις Θεόν!»
Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»
Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων. Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο; Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει· «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!» Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε! Παρόλο τοῦτο, ὅλοι μας, καὶ παιδιά της καὶ ἐγγόνια της καὶ δισέγγονα καὶ τρισέγγονά της καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν πλησίαζαν, αἰσθανόμαστε τὴν πνευματικὴ ἀγάπη της, νὰ χαϊδεύει τὴν καρδιά μας καὶ ὅλο μας τὸ εἶναι. Ἡ μάνα μας δὲν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ γλυκοῦ λόγου. Ἐνίοτε αὐτὸς γινόταν καὶ πικρός. Ὅταν κάποτε τῆς εἶπα· «Μάνα, ὅλοι μοῦ λένε ὅτι εἶμαι ἀπότομος! Ὁ πατέρας μου ἦταν γλυκύς, ἐσὺ δὲν εἶσαι ἀπότομη. Ἀπὸ ποιὸν πῆρα;» Δαχτυλόδειξε τότε μὲ μιὰ μεγαλοπρέπεια τὸν ἑαυτό της καὶ εἶπε· «Ἀπὸ μένα πῆρες!» «Μά, δὲν εἶσαι ἀπότομη!» Μοῦ λέει· «Ἤμουν, γυιέ μου, μέχρι τὰ πενήντα μου! Μετὰ μὲ ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος, καὶ κατάλαβα, ὅτι τὸ νὰ ἐπιβάλλω τὴ γνώμη μου μὲ τὸ ἔξυπνο μυαλό μου, ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴ γενιὰ τῶν Ἀκριτῶν, δὲν εἶναι εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Καλύτερα νὰ τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ νὰ τοὺς ἐπιβάλλουμε ἐμεῖς τὴν ἄποψή μας.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ μάνα μας!
Νὰ σᾶς πῶ ἀκόμη γιὰ τὶς ἐπισκέψεις, ποὺ εἶχε ἀπὸ ἁγίους σὲ δύσκολες ὧρες τῶν παιδιῶν της: Ὅταν ἦταν νὰ γεννήσει ἐμένα, εἶδε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὅταν θὰ γινόμουν μοναχός, τὴν ἔπεισε γιὰ τὴν ἐπιλογή μου ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ποὺ συνομίλησε μαζί της. Ὅταν κινδύνευσε ὁ ἀδελφός μου Χάρης μὲ δύσκολη ἀσθένεια, κι ἐμεῖς τῆς κρύβαμε τὴν ἀσθένειά του, τῆς τὴν ἀποκάλυψε ἕνας ἅγιος! Μοῦ εἶπε μιὰ μέρα· «Δεσπότη, μὰ ὁ ἅγιος Νικήτας ἦταν ξανθός;» Τῆς λέω, «Ναί. Ἦταν Γότθος. Ἡ πατρίδα του ἦταν ἐκεῖ, ποὺ σήμερα εἶναι ἡ Ρουμανία. Ἀλλά, γιατί μὲ ἐρωτᾶς;» «Τὸν εἶδα», μοῦ λέει «ὅταν πῆγα νὰ προσκυνήσω ἕνα ἀπόγευμα, καὶ μοῦ εἶπε· ‘’Να μὴν στεναχωριέσαι γιὰ τὸν Χάρη! Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια οὐ πρὸς θάνατον, ἀλλὰ παιδαγωγία Χριστοῦ’’. Τί σημαίνει ὅμως αὐτὸ τὸ τελευταῖο;» «Εἶναι γιὰ νὰ τὸν φέρει κοντά του ὁ Χριστός, μάνα.» Τότε ἀναφώνησε· «Δόξα σοι, ὁ Θεός! Νὰ μᾶς δώσει ὅ,τι δοκιμασία θέλει! Φτάνει νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό!» Καὶ τῆς λέω· «Γιατί, μάνα, νὰ νιώθουμε τόσην ἀγάπη, ὅταν εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό;» «Εἶσαι Δεσπότης, γυιέ μου, καὶ μ᾽ ἐρωτᾶς ἐμένα; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος· τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι προσωρινά!» Νὰ ἀναφέρω ἀκόμη γιὰ τὴν αἴσθηση τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ εἶχε, ὅταν συμμετεῖχε σ᾽ αὐτά. Πόση σοβαρότητα καὶ εὐλάβεια αἰσθανόταν ἀπέναντι στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας!
Καὶ ἕνα τελευταῖο: Μὲ εἶδε μιὰ φορὰ νὰ γογγύζω καὶ νὰ ἔχω θυμό, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μιὰ περιπετειώδη Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε. Καί, τί νομίζετε μοῦ εἶπε, ὅταν μὲ εἶδε στὴ Μητρόπολη ἐκνευρισμένο; «Μά, εἶσαι ἐκνευρισμένος;» Τῆς λέω, «Ναί, ἀπὸ ὁρισμένα διατρέξαντα στὴ Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε.» «Δὲν μοῦ λές, παιδί μου, ὅταν εἶσαι ἐπάνω στὸν θρόνο καὶ σὲ θυμιατίζουν δύο διάκοι κι ἐσὺ καμαρώνεις, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Κι ὅταν σὲ μνημονεύουν συνεχῶς στὸν ναὸ καὶ λένε· ‘‘υπὲρ τοῦ πατρὸς καὶ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Νεοφύτου’’, κι ἐσὺ εὐλογὰς καμαρωτός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Μοῦ ἀρέσει.» «Κι ὅταν προσκυνὰ τὸ χέρι σου ὁ λαός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω καὶ πάλιν, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Ἔ, λοιπόν! Τὰ καλὰ δεχούμενα, τὰ κακὰ οὐχί; Αὐτὸ σὲ μάθαμε;»
Πρὶν τέσσερα χρόνια, ἀντιλήφθηκα ὅτι ἡ μνήμη τῆς μάνας μας ἄρχισε νὰ ἀδυνατίζει. Τὴ ρώτησα· «Ἔζησες πολλοὺς πόνους στὴ ζωή σου. Ποιὸς ἦταν ὁ πιὸ μεγάλος πόνος;» Μοῦ ἀπάντησε· «Ὅταν κατέβασα τὸν γυιό μου τὸν Πέτρο στὸν τάφο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος ἡ μάνα νὰ θάβει τὸ σπλάχνο της!» Ἀμέσως ὅμως μετά, γιὰ νὰ μὴν τὴ νικήσει ἡ θλίψη, πρόσθεσε μὲ βιασύνη• «Ἀλλά, δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὁ Θεὸς ξέρει τὸ γιατί!» Ὕστερα, τῆς ζήτησα νὰ μοῦ δώσει μιὰ νουθεσία, δίκην παρακαταθήκης, τί νὰ προσέξω στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου μου. Καὶ μοῦ ἀπάντησε· «Ὁ Θεὸς σὲ ἀνέβασε πολὺ ψηλά. Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!» Ἐννοοῦσε, νὰ μὴν μὲ κυριεύσει ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς μάνας μας ἦταν νὰ μᾶς μάθει τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός!
Ὡς ἐπιστέγασμα τῶν πτωχῶν μου τούτων λόγων γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς μάνας μου, ἐπιτρέψετέ μου νὰ καταθέσω κάτι, ποὺ μοῦ εἶπε πρὶν λίγο ἕνας παλαιὸς γνωστός μας δάσκαλος, ποὺ γνώριζε καὶ τὴ Μηλιά: «Ἡ μάνα σοῦ ἦταν ἡ μοῦσα σου, ποὺ σὲ ἐνέπνεε. Φρόντισε νὰ συνεχιστεῖ τοῦτο τὸ ὡραῖο ποὺ νιώθαμε κοντά της καὶ κοντά σου. Νὰ εἶσαι σὲ συνεχὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα της, γιὰ νὰ συνεχισθεῖ αὐτὴ ἡ ἔμπνευση!»
Αὐτά, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὡς δεῖγμα εὐχαριστίας γιὰ τὴ δική σας παρουσία, καὶ ἐξαιρέτως τὴ δική σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς καὶ ἀγαπητὲ ἀρχιεπίσκοπε τῶν Μαρωνιτῶν. Αὐτὰ καὶ γιὰ σᾶς, λαὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἤρθατε νὰ δεῖτε ἕνα κομμάτι τῆς δικῆς σας ψυχῆς νὰ φεύγει, ἕνα κομμάτι ποὺ φαίνεται ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴ σύγχρονη Κύπρο, καὶ μένει ἡ Κύπρος ἡ μοντέρνα, ἡ μεταλλαγμένη, ποὺ ἀναζητᾶ τὸ καινούργιο νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κοντὰ στὴ μάνα μας μάθαμε, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ἡ ἄλλη ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ὁ θάνατος ἔχει νόημα· εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Ἀναστάσεως! Αὐτὰ μάθαμε κοντὰ στὴ μάνα μας. Εὔχομαι ὅλη ἡ Κύπρος νὰ εἶναι κοντὰ σὲ τέτοιους ἀνθρώπους. Δόξα τῷ Θέῷ, κάθε γενιὰ ἔχει τέτοιους ἀνθρώπους! Τὸ ζητούμενο, νὰ μπορέσουμε νὰ μαθητεύσουμε καὶ νὰ μεταδώσουμε αὐτὴ τὴ μαθητεία καὶ στὰ τέκνα καὶ στὰ ἔκγονά μας.
Παρακαλῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί μου, ἀρχιερεῖς καὶ πατέρες, νὰ μνημονεύετε τακτικὰ στὶς προσευχὲς καὶ τὶς Λειτουργίες σας τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Μηλιά. Εὐχαριστοῦμε ἀπὸ καρδιᾶς!
Τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ Μηλιάς, εἴη αἰωνία ἡ μνήμη! Ἀμήν!
ΠΗΓΗ.ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΟΡΦΟΥ

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Μοναχή Θεοκλήτη Μνήσθητι Κύριε



Η αδελφή Θεοκλήτη από την αδελφότητα της μονής του Αγίου Παύλου. Κοιμήθηκε στις 18/8/2014 και κατά την διάρκεια της νοσηλείας της συνέβαιναν πολλά θαυμαστά στο νοσοκομείο της Λάρισας που νοσηλευόταν και η κοίμησή της ήταν επίσης θαυμαστή.
ήταν αμερικανίδα, καμία σχέση με την ορθοδοξία, ένα ταξίδι ήρθε Ελλάδα και έμεινε. Σε ένα χρόνο έγινε μεγαλόσχημη και πνεύμα Θεού και περίσσευμα Αγάπης.
 
Ας γίνει παράδειγμα για όλους μας 

Μοναχή Χριστοδούλη, η έγκλειστος



site analysis


 
Zoom in (real dimensions: 800 x 533)Εικόνα
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Την γνώρισα στα ύστερνά της. Το εργόχειρό της ήταν ιεροράπτρια. Δεν ήτανε σπουδαία στο εργόχειρό της, αλλ’ η φτωχολογιά εκεί κατέφευγε. Σ’ όλους τους μαθητές της Πατμιάδος Σχολής αυτή έρραβε τα ρασάκια. Με τα λίγα έσοδά της συντηρείτο, γιατί το μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο και δεν εκάλυπτε τις ανάγκες των αδελφών της Μονής.
Κάθε φορά που πήγαινα στην γυναικεία Μονή, η Χριστοδούλη πίσω από την πύλη περίμενε κάποιον να βρη να αγγαρεύση είτε για λίγο ψωμί είτε για διάφορα τρόφιμα. Έβαζα κακό λογισμό: «Μα πέντε βήματα είναι ο φούρνος και το μαγαζί και περιμένει εμένα να της ψωνίσω;». Κάθε φορά έδινε και φιλοδώρημα. Προσπαθούσα να το αποφύγω. Λίγες φορές το πέτυχα . Επιμένοντας πως είναι ευλογία της Παναγίας , με έκαμπτε να το πάρω.
Η Χριστοδούλη ήταν ασκητικός άνθρωπος. Η στρωμνή της ήταν καταγής , στοιβές πατικωμένες , με προσκέφαλο μια πέτρα. Μια παλιοκουβέρτα τα σκέπαζε όλα. Λιτό ήταν και το φαγητό της.
Σαν κοιμήθηκε λύθηκε η απορία μου, γιατί η Χριστοδούλη μ’ έστελνε σε θελήματα. Μίλησε ο πατήρ Παύλος Νικηταράς και ελάλησε τα εξής:
- Η γερόντισσα Χριστοδούλη εισήλθε στο μοναστήρι της Παναγίας πριν από εξήντα χρόνια και σήμερα εξέρχεται για πρώτη και τελευταία φορά , βασταζόμενη υπό τεσσάρων, για το κοιμητήριο της Μονής.
Εξήκοντα χρόνια στο μοναστήρι, δίπλα στο σπίτι της, και ποτέ δεν εξήλθε της πύλης! Δοξασμένος ο Θεός. Υπάρχουν και σήμερα καλόγριες σαν του παλιού καιρού. Αν βάλουμε κανόνα στον εαυτό μας , και τον πιο σκληρό, και τον κρατήσουμε μυστικά και από τους Αγγέλους, ο Κύριος θα βοηθήση να τον εκτελέσουμε μέχρι το τέλος. Όταν τον έβαζε η απαλή κόρη, άραγε να μη σκέφθηκε πως κάποτε θα αρρωστήσουν οι γείτονες γονείς της και θα πρέπει να τους παρασταθή, ή ακόμα και οι στενοί της συγγενείς; Θα γιορτάση το μοναστήρι τον Θεολόγο και τον Όσιο∙ δεν θα δημιουργηθή μέσα της ο πόθος να προσκυνήση; Αν αρρωστήση βαριά, δεν θα πρέπει να ταξιδέψη εκτός νησιού για γιατρούς και θεραπείες; Όλα τα νίκησε ο κανόνας της άσκησης , και θεία και ανθρώπινα και ανάγκες, και έμεινε έγκλειστος ,του Θεού συνεργούντος , εξήντα χρόνια! 
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος
Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμ
ψηστον

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Βίος της Αγίας Μάρτυρος Σουσανίκης της εκ Γεωργίας



site analysis

 


Η αποστασία του βασιλιά.
Η ευσεβής Σουσανίκη έζησε τον 5ο αιώνα. Ήταν κόρη ενός Αρμένιου στρατηγού, του Βαρδάν, και γυναίκα του ηγεμόνα της Κάρτλης Βαρσκέν, γιου του Αρσουσά, με τον οποίο είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά, τρεις γιους και μία θυγατέρα.
Ο Βαρσκέν, μολονότι βαπτισμένος χριστιανός, ήταν πολύ ασεβής. Η Σουσανίκη θλιβόταν για την ασέβεια του συζύγου της, αλλά σήκωνε υπομονετικά το σταυρό της με αδιάλειπτη προσευχή.
Τελικά ο Βαρσκέν αλλαξοπίστησε. Το 466 πήγε στο βασιλιά της Περσίας Φερούζ Μουρντανάχ (459-484), από τον οποίο ήταν τότε εξαρτημένη η Κάρτλη, και, θέλοντας να κερδίσει την εύνοιά του, αρνήθηκε τον Χριστό κι έγινε πυρολάτρης, όπως οι Πέρσες.
Ο Φερούζ, γεμάτος χαρά, πρόσφερε πλούσια δώρα στον Βαρσκέν και τον κατευόδωσε για την πατρίδα του. Κι εκείνος, φτάνοντας στην περιοχή της Ερέτης, στα σύνορα της Κάρτλης, έστειλε κάποιον υπηρέτη του με γρήγορο άλογο, για να ειδοποιήσει τους υπηκόους του, που θα του έκαναν επίσημη υποδοχή.
Εγκατάλειψη του αποστάτη.
Ο καβαλάρης έφτασε στην Τσουρτάβη, ζήτησε ακρόαση από την αρχόντισσα Σουσανίκη και, αφού τη χαιρέτησε, της ανάγγειλε την επιστροφή του συζύγου της.
-Αν παραμένει στην πίστη του, είπε εκείνη, τότε με το καλό να έρθει. Αν όχι, τότε δεν θέλω ούτε να τον δω ούτε ν’ ακούσω γι’ αυτόν.
Προαισθανόταν η αρχόντισσα κάτι δυσάρεστο, γι’ αυτό ζήτησε επίμονα από τον υπηρέτη να της φανερώσει την αλήθεια. Όταν άκουσε ότι ο Βαρσκέν αλλαξοπίστησε, ταράχτηκε και είπε με δάκρυα:
-Πόσο αξιολύπητος είναι! Αρνήθηκε το Χριστό, τον αληθινό Θεό, και πήγε με τους απίστους!
Ύστερα σηκώθηκε, πήρε τους γιους και την κόρη της κι έτρεξε στην εκκλησία. Έβαλε τα παιδιά να σταθούν μπροστά στο ιερό και άρχισε να προσεύχεται:
-Κύριε και Θεέ μου! Εσύ μου έδωσες αυτά τα παιδιά. Εσύ φύλαξέ τα στην αγία πίστη. Μην τα στερήσεις από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, για να μην τα απομακρύνουν από την ποίμνη Σου.
Τελειώνοντας, έστειλε τα παιδιά στο παλάτι, ενώ η ίδια μπήκε σ’ ένα κελλάκι, κοντά στο ναό, και βυθίστηκε σε βαρύ πένθος.
Την ώρα εκείνη ο επίσκοπος του παλατιού Φώτιος απουσίαζε στο σπίτι κάποιου πιστού μαζί με τον πρεσβύτερο Ιάκωβο, μετέπειτα επίσκοπο Τσουρτάβης, πνευματικό της αγίας Σουσανίκης και βιογράφο της. Ο διάκος του επισκόπου έτρεξε ως εκεί και τους διηγήθηκε τα καθέκαστα – ότι ο ηγεμόνας ερχόταν και ότι η γυναίκα του εγκατέλειψε το παλάτι.
«Λυπηθήκαμε πολύ», σημειώνει ο π. Ιάκωβος. «Άφησα τον επίσκοπο και πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο κελλάκι, όπου είχε κλειστεί η Σουσανίκη. Τη βρήκα πικραμένη.
»-Αρχόντισσά μου, της είπα, έχεις μπροστά σου σκληρό αγώνα. Θα παλέψεις με τις πανουργίες του εχθρού, για να φυλάξεις την πίστη σου. Οπλίσου, λοιπόν, με θάρρος και υπομονή.
»-Γνωρίζω πως με περιμένει μεγάλη δοκιμασία, είπε η αγία. Είμαι όμως έτοιμη για όλα.
»-Η θλίψη σου είναι θλίψη μας και η χαρά σου χαρά μας. Τί σκέφτεσαι σχετικά με το μαρτύριο;…
Από το βιβλίο: Οι Αγιοι της Γεωργίας. Έκδοσις: Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωροπός Αττικής. 2004.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.-ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ