Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Ο αφανισμός της ελληνορθόδοξης οικογένειας



site analysis


Μαρίας Μαντουβάλου
Ἀναπλ. Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἡ Νέα Τάξη, ἡ λεγόμενη Παγκοσμιοποίηση, τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει ἐντείνει τὶς προσπάθειές της, ὥστε νὰ μὴν ἀφήσει τίποτα ὄρθιο στὴν Ἑλληνορθόδοξη Ἑλλάδα. Μηχανεύεται τὰ πάντα καὶ ἔχει δυστυχῶς συμπαραστάτες ντόπιους, ἑλληνόφωνους ἀξιωματούχους ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται μεταμοντέρνοι, ὀπαδοὶ τῆς ὕστερης Νεωτερικότητας, τῆς πολιτισμικότητας καὶ τοῦ διεθνισμοῦ καὶ χλευάζουν κάθε ἑλληνορθόδοξη παραδοσιακὴ ἐθνικὴ ἀξία. Στὸ στόχαστρο ἔχουν μπεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, τὸ Ἔθνος, τὸ σχολεῖο καὶ ἡ οἰκογένεια. Δηλαδή, ἡ μεθόδευσή τους τείνει νὰ ἀνατρέψει ἐκ βάθρων τὸν ἐκκλησιαστικό, ἐθνικό, ἐκπαιδευτικὸ καὶ οἰκογενειακὸ ἱστὸ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ὥστε τὸ ἑπόμενο βῆμα νὰ εἶναι, ὅπως πιστεύουν καὶ ἐπιδιώκουν, ἡ καταβαράθρωση ὅλων τῶν θεσμῶν καὶ τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν καὶ κατὰ συνέπεια ἡ διάλυση τῆς ἀπαραίτητης συνοχῆς τοῦ κράτους, ἀφοῦ θὰ τὸ ἔχουν στερήσει ἀπὸ τὶς ζωογόνες ρίζες του, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ ζωντανότερο κύτταρο ποὺ εἶναι ἡ οἰκογένεια καὶ ποὺ ἀποτελεῖ τομέα ἰδιαίτερα καθαγιασμένο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἡ θεμελίωσή της στηρίζεται στὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ γάμου.

Φωτογραφία τῆς Nelly, ἑλληνικὴ ὕπαιθρος
Αὐτόν, λοιπόν, τὸν ἱερὸ πολιτειακὸ θεσμὸ ἐπιχειρεῖ νὰ ἐξολοθρεύσει ἡ Νέα Τάξη, γιατί ἡ ἱερότητά του στέκεται, μοναδικὸ ἴσως, ἐμπόδιο στὰ καταχθόνια σχέδιά της μετὰ τὴν εὐχερῆ διείσδυσή της στὰ σχολεῖα καὶ σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες τῆς ἐκπαίδευσης, τὶς ὁποῖες καὶ ἔχει ἁλώσει. Δὲν περνᾶ ἁπλὰ μία δοκιμασία σήμερα ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογένειας, ὅπως συνηθίζουν νὰ γράφουν, στὰ πλαίσια μίας γενικότερης δοκιμασίας θεσμῶν. Δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνας θεσμὸς ἡ οἰκογένεια, ἀλλὰ ἡ ρίζα τῆς κοινωνίας, ὁ πρωταρχικὸς πυρῆνας της. Γνωρίζουν οἱ κακόβουλοι ὅτι, ἅμα σαπίσει ἡ ρίζα, θὰ σαπίσει καὶ ὁ καρπός, καὶ καρπὸς τῆς οἰκογένειας εἶναι τὰ παιδιὰ ὡς νίκη πάνω στὸ θάνατο. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, χριστιανικὸ σπίτι ἴσον ἐκκλησία καὶ μέσα σ΄ αὐτὸ οἱ γονεῖς ἀνατρέφουν τὰ παιδιὰ μὲ τὴν κρυφὴ ἐλπίδα νὰ τὰ μετατρέψουν σὲ ἀγγέλους. Στὸν χῶρο τῆς πατρικῆς ἑστίας μὲ τὴν ἕνωση τῶν δύο προσώπων καὶ τὴν παρουσία τῶν παιδιῶν καλλιεργεῖται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀγωγὴ ποὺ στηρίζεται στὰ ἑλληνορθόδοξα ἤθη καὶ ἔθιμα, μὲ κύρια χαρακτηριστικὰ τὴν πατροπαράδοτη σεμνότητα, τὴν ἀνθρωπιά, τὴν καλωσύνη, τὴν ἀξιοπρέπεια, τὴν εὐγένεια. Αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικά, ὅμως, γνωρίσματα τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας ἡ Νέα Τάξη, μὲ τὶς ἐπιταγές της, θέλει νὰ τὰ καταστρέψει, ὥστε ἀλλοιώνοντας τὸν ἱστὸ τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ κράτους, ν΄ ἀφήσει ἕρμαια στὶς διαθέσεις της τὴ μάννα, ποὺ εἶναι ἡ ψυχὴ τῆς οἰκογένειας, τὸν πατέρα, σκέπη καὶ προστασία της καὶ κυρίως τὰ παιδιά.
Τὸ διαβρωτικό της ἔργο τὸ ξεκινάει ἀπὸ τὴ γυναίκα ποὺ θέλει ὁλοκληρωτικὰ καὶ ὕπουλα τὸν ἠθικὸ ἐξολοθρεμό της καὶ τὸ πετυχαίνει μὲ τὴν προπαγάνδα μέσα ἀπὸ δῆθεν καινοτομίες καὶ ἐκσυγχρονισμούς, διαβρώνοντας ἔτσι τὴν ἔννοια τῆς μητέρας καὶ τὸ ὑπέρτατο μεγαλεῖο της, ὅπως τὸ ἔχουν ὑμνήσει πολλοὶ Ἕλληνες λογοτέχνες. Πρὶν προχωρήσω, ἂς ἀκούσουμε ἕνα ποιητὴ γιὰ νὰ ξαναθυμηθοῦμε τί σημαίνει Ἑλληνίδα μάννα. Ἀπὸ τὸν Βερίτη τὸ ποίημα:
ΜΑΝΝΑ ΓΛΥΚΥΤΑΤΗ
Ἀφιερωμένο στὴ Χριστιανὴ Μητέρα
Θέ μου, νὰ κάμω σὲ Σένα θερμὴ προσευχὴ γιὰ τὴ Μάννα! Θέ μου, ἡ ἀγάπη Σου ἂς εἶν΄ πιὸ βαθειά, πιὸ γλυκειὰ γιὰ τὴ Μάννα! Μέσα της κάμε ν΄ ἁπλώνεται πάντα ἡ δική Σου γαλήνη, καὶ στὶς πληγὲς τῆς καρδιᾶς της ἡ χάρη Σου βάλσαμο ἂς γίνει! Μάννα γλυκύτατη, Μάννα οὐρανόσταλτη, ἀτίμητη Μάννα! δὲ σὲ θαμπώνουν ἀπάτες ἐσένα κι ὀνείρατα πλάνα. Πάνω στὸ χρέος ἀκοίμητη ἐσύ, νύχταμέρα σκυμμένη, τ΄ ἄπειρο ἀκοῦς μὲς στὸ χάος μία-μία τὶς στιγμὲς νὰ σημαίνει. Τόσο ἡ ψυχή σου εἶν΄ ἁπλή, ποὺ μιλᾶ μὲ τ΄ ἀμίλητα πλάσματα, κι οὔτε γελιέσαι ποτὲ μ΄ ὅσα φτιάνει τὸ ψέμα φαντάσματα. Πάνω ἀπ΄ τὸ λίκνο μᾶς σκύβοντας, ἄγγελε ὤ, τὴ χαρά σου! τὰ μεταξένια σου ἁπλώνεις φτερά, τὰ μεγάλα φτερά σου. Ώ, τὸ γλυκό, τρυφερό σου, μαννούλα, κι ὁλοθερμὸ φίλημα, στοῦ βρεφικοῦ μας ὀνείρου τ’ ἀθῶο κι ἁπλὸ παραμίλημα! Ὤ, πῶς πονᾶς ὅταν βλέπεις ἐμᾶς στὸ κρεββάτι τοῦ πόνου, καὶ στοὺς δικούς μας κινδύνους, καλή, πόσα φίδια σὲ ζώνουν! Πόσες φορές σοῦ τρυπᾶμε, φτωχή, τὴν  καρδιὰ μὲ μαχαίρι, καὶ πόσες ἄλλες σηκώσαμε ἀπάνω σου βέβηλο χέρι! Πόσες φορὲς σ΄ ἀνεβάσαμε ἀπάνω σὲ ξύλον ὀδύνης, δίχως ἐσὺ καὶ μία λέξη πικρὴ παραπόνου ν΄ ἀφήνης! Κι ὤ, πόσες ἄλλες φορὲς στοῦ φριχτοῦ Γολγοθᾶ μας τὰ σκότη μόνη σου κλαῖς, σ΄ ἕνα θρῆνο βουβό, τὴ χαμένη μας νιότη! Ὅλα μας τὰ ’μαθες Μάννα γλυκύτατη, ἀτίμητη Μάννα, καὶ μὲ τῆς Πίστης μας τ΄ ἅγιό μας ἔθρεψες κι ἄφθαρτο μάννα. Ἕνα κομμάτι χρυσάφι μας ἔκρυψες μέσα βαθιά μας, νὰ μπουμπουκιάσουν οἱ ἀνθοὶ λαχταρᾶς τοῦ καλοῦ στὴν καρδιά μας. Μάννα! Ποῦ βρῆκες τὴν τόση στοργή, τὴν ἀγάπη τὴν τόση; Μὲσ΄ τὴν ψυχή σου ἀπ΄ τὸ χέρι τοῦ Πλάστη μας ἔχει φυτρώσει!

Ἅγιοι Δαυὶδ Κομνηνὸς καὶ τὰ τέκνα του, Βασίλειος, Γεώργιος καὶ Μανουὴλ μαζὶ μὲ τὸν ἀνιψιὸ καὶ διάδοχο τοῦ θρόνου του, Ἀλέξιο.
Ἀφοῦ αὐτὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικά της ἑλληνορθόδοξης μάννας, ἡ ἀλώβητη ὕπαρξή της ἀνατρέπει τοὺς ὑποχθόνιους στόχους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς Νέας Τάξης, τῆς παγκόσμιας κυβέρνησης καὶ γι΄ αὐτὸ μπαίνουν σὲ ἐνέργεια οἱ θεμελιακοὶ μηχανισμοὶ ἀποπροσανατολισμοῦ καὶ διάβρωσης ἀπὸ εἰδικευμένους ἰδεολογικοὺς μηχανισμούς, εἰσαγόμενους καὶ υἱοθετούμενους ἀπὸ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. Χαράσσονται λοιπὸν στὸν λαὸ ἰδεολογικὰ μηνύματα ποὺ ὁδηγοῦν σὲ πλήρη μετάλλαξη, σμιλεύονται νέα ἰδεολογικὰ πρότυπα μὲ στόχο τὴν ἐξάλειψη τῆς οἰκογενειακῆς μνήμης. Μετασχηματίζονται οἱ ἐθνικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀξίες καὶ κατασκευάζονται νέοι σημασιολογικοὶ κώδικες ἀνατροπῆς τῶν παραδοσιακῶν ἐθνικῶν κωδίκων μὲ σημεῖα ἀναφορᾶς, ὄχι τοὺς δεσμοὺς αἵματος τῆς οἰκογένειας καὶ τῶν Ἁγίων της Πίστεως, ἀλλὰ τὰ ἐξατομικευμένα ἐξαμβλωματικὰ πρότυπα.
Συνέπεια ὅλων αὐτῶν τῶν φθοροποιῶν ἐνεργειῶν ἡ ξενομανία, ὁ δῆθεν μοντερνισμός, ἡ ἀδιαφορία καὶ τὸ μίσος γιὰ κάθε ἑλληνικὸ μὲ καλλιέργεια τῆς κακότητας καὶ τῆς καχυποψίας γιὰ κάθε τι ντόπιο. Ἀκολουθεῖ τὸ γκρέμισμα κάθε προγεφυρώματος ἀπέναντι στοὺς ἐχθρούς της Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος. Πράκτορες τῆς στρατευμένης ἀθεΐας, μὲ καταχθόνια καὶ ἐπιδέξια τεχνάσματα, στήνουν ἕνα πολυσύνθετο ἱστὸ ἀράχνης γιὰ νὰ μπλέξουν στὰ νήματά της τὸν ἀντιστεκόμενο ἀκόμη στὰ ἀνθελληνικά τους σχέδια τὸν Ὀρθόδοξο λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀφανισμὸς τῆς οἰκογένειας ἐξυπηρετεῖ τὰ σχέδια ἐκμηδένισης τῆς Θρησκείας καὶ τῆς Πατρίδας. Ὅλα αὐτὰ κρύβονται κάτω ἀπὸ σοβαροφανεῖς παγκόσμιους ὀργανισμούς. Ἔτσι, σήμερα ἡ Ἑλληνίδα γυναῖκα, εὐτυχῶς σὲ μικρὸ ἀριθμὸ ἀκόμη, παρουσιάζει εἰκόνα θλιβερή. Ἔχει ἐκτροχιαστεῖ μὲ τὴν πορνοκρατία τῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας.
Ἡ Ἑλληνίδα μητέρα εἶναι μητέρα ἡρώων καὶ Ἁγίων. Εἶναι βέβαιο ὅτι σύντομα θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς ἐπιρροὲς τῶν κυκλωμάτων τῆς ρυπαρότητας καὶ θὰ ξαναφορέσει τὸν ἐσωτερικό της στολισμό, ποὺ μόνο αὐτὴ γνωρίζει νὰ θεωρεῖ ὡς ἀληθινό της καλλωπισμὸ καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ψυχικός. Θὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν παγίδα ποὺ τὴν ἔρριξαν ἄνομα ἑλληνικὰ καὶ ξένα συμφέροντα, ποὺ προπαγανδίζουν τὸν πανσεξουαλισμό, τὸν πολιτικὸ γάμο, τὶς ἐκτρώσεις, τὴν κατάργηση τοῦ ὀρθόδοξου γάμου καὶ καλλιεργοῦν τὴν κενοδοξία, τὴ φιλαρέσκεια, τὸν αἰσθησιασμό, τὴν ἀποχαλίνωση. Θὰ ξαναβρεῖ, εἶναι βέβαιο, τὴ σεμνότητα, τὴν κοσμιότητα, τὸ αἴσθημα τῆς ντροπῆς, τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ θὰ ἀποβάλλει τὸ σάβανο ποὺ τύλιξαν τὴν ψυχή της δολιοφθορεῖς τῶν ἑλληνορθόδοξων θεμελίων. Θὰ ἀντιδράσει στὸ καινούργιο παιδομάζωμα ἀπὸ τοὺς σύγχρονους διαφθορεῖς τῶν κρατῶν, τοὺς κράχτες τῆς ἀπιστίας ποὺ θέλουν νὰ μεταμορφώσουν τὰ παιδιὰ μὲ τὰ ὕπουλα ἐκπαιδευτικά τους  σχέδια, σὲ μητραλοῖες καὶ πατραλοῖες.
Τὸ εὐγενέστερο ἔθνος τοῦ κόσμου κινδυνεύει σήμερα καὶ ἀπὸ τὸν τάφο του ὁ φλογερὸς ἱεράρχης τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ποτὲ Φλωρίνης Αὐγουστίνος, βροντοφωνάζει: «Τὸ ξαναλέω, πετάξτε ἀπὸ τὰ χέρια σας τὰ βιβλία τῆς ἀπιστίας, τὰ βιβλία τῶν ἰεχωβάδων καὶ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν. Πετάξτε καὶ τὶς ἐφημερίδες τῆς ἀτίμου πλουτοκρατίας, ποὺ πλουτίζουν καὶ θησαυρίζουν καὶ κάνανε τεράστια συγκροτήματα, καὶ ὑβρίζουν καὶ αὐτές, μὲ τοὺς ἐλεεινοὺς συντάκτες τους, τὴ Θρησκεία, τὴν Πατρίδα, καὶ ὅλα τὰ ὅσια καὶ ἱερὰ τῆς πίστεώς μας. Μὴ δίνεις φράγκο γι΄ αὐτές. Σὲ ρωτῶ: Ἂν αὔριο μία ἀπ΄ αὐτὲς τὶς ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν ὑβρίσει τὴ μάννα σου, θὰ δώσεις λεφτὰ γιὰ νὰ τὴν ἀγοράσῃς; Ὄχι, γιατί εἶσαι παιδὶ ποὺ ἀγαπᾶς τὴ μάννα σου. Αὐτὲς τὶς πατσαβοῦρες, ποὺ βρίζουν τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία μας, μὴ δίνεις φράγκο γιὰ νὰ τὶς ἀγοράσεις. Ἂν εἴχαμε χριστιανικὸ λαό, ἂν ὑπῆρχε Ἐκκλησία ζωντανή, ἐμεῖς μπορούσαμε νὰ κλείσουμε τὶς ἐφημερίδες τῆς διαφθορᾶς καὶ νὰ τοὺς διδάξουμε, ὅτι ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα, εἶναι Ὀρθοδοξία, ὅτι ἐδῶ βρίσκεται ὁ Θεός.
Μὴ παίρνεις ἐφημερίδες πορνικές, ποὺ διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν κάθε ὅσιο καὶ ἱερό. Ἀπευθύνομαι ἰδιαίτερα σ΄ ἐσᾶς τοὺς γονεῖς ποὺ τρέμετε γιὰ τὰ παιδιά σας καὶ πρέπει νὰ τρέμετε. Ὤ, ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, κατεβῆτε κάτω στὴ γῆ, μὲ τὰ λευκά σας φτερά, γιὰ νὰ προστατέψετε τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ κανένας ἄλλος δὲν τὰ προστατεύει. Κανεὶς δὲν προστατεύει τὴ νεότητά μας, οὔτε οἱ παπάδες, οὔτε οἱ δάσκαλοι, οὔτε ἡ ἀστυνομία, οὔτε ὁ εἰσαγγελέας. Ὤ, ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, προστατέψτε τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ εἶναι ἄξια καλύτερου μέλλοντος καὶ ἄξια κάθε προστασίας. Ἐσᾶς τοὺς γονεῖς, σᾶς παρακαλῶ, ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας μας πίστεως, νὰ εἶστε κέρβεροι στὰ παιδιά σας. Μὴν ἀκούσετε ἐμένα τὸν ἱερομόναχο, ἀκοῦστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ σᾶς λέει: «πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει»».
Ἡ «πολιτισμένη» ὅμως καὶ ὑποκριτικὴ Εὐρώπη ἀσχολήθηκε καὶ αὐτὴ μὲ φαρισαϊκὸ τρόπο μὲ τὸ θέμα τῆς οἰκογένειας καὶ μὲ προεξάρχοντα τὸν πρώην Πρωθυπουργὸ τῆς Ἀγγλίας, Tony Blair καὶ τὰ σχέδιά του γιὰ τὸν «τρίτο δρόμο ὡς μία νέα πολιτικὴ γιὰ τὸ νέο αἰῶνα» μᾶς πληροφορεῖ καὶ γιὰ λογαριασμό μας, χωρὶς νὰ μᾶς ρωτήσει ὅτι σήμερα ἡ ἀξία τῆς πολυπολιτισμικῆς καὶ πολυεθνικῆς κοινωνίας χαίρουν γενικῆς ὑποστήριξης καὶ ὅτι οἱ γονεῖς ἔχουν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τους, ἀλλὰ ὡστόσο ἀναφέρεται σὲ παγκόσμια ἀγορὰ καὶ πλανητικὴ κουλτούρα (ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, δὲν ξέρω γιὰ τοὺς Ἄγγλους, γνωρίζουμε πολὺ καλὰ τὶς συνέπειες καὶ τῆς παγκόσμιας ἀγορᾶς καὶ τῆς πλανητικῆς κουλτούρας καὶ τὰ δύο εἶναι ὀλετῆρες τοῦ τόπου μας). Κάνει λόγο ὁ πρώην Ἄγγλος Πρωθυπουργὸς γιὰ παγκοσμιοποιημένο κόσμο καὶ ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ συνθῆκες ποὺ ἐκτρέφουν τὸ ἔγκλημα εἶναι ἡ διάλυση τῆς οἰκογένειας, ὅτι οἱ γονεῖς θὰ ἀναλαμβάνουν τὴν εὐθύνη γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν τους καὶ τέλος προχωρεῖ, μὲ ἀσύστολο τρόπο, χωρὶς οὔτε κἄν νὰ ὑπαινίσσεται τὴν εὐθύνη τῆς ἐξαγώγιμης ἀπὸ τοὺς ἴδιους τους Εὐρωπαίους κατευθυνόμενης διαφθορᾶς, κυρίως στὴν Ἑλλάδα λέγοντας: «Ἡ ὑποστήριξη τῆς οἰκογένειας. »Ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ δέχεται σοβαρὲς πιέσεις. Τὸ ποσοστὸ διαζυγίων ἔχει αὐξηθεῖ. Περισσότερα παιδιὰ μεγαλώνουν μέσα στὴ φτώχεια. Ἡ βία μέσα στὸ σπίτι ἔχει γίνει χειρότερη ἢ τουλάχιστον πιὸ ἐμφανής. Μία νέα προσέγγιση πρέπει νὰ βασίζεται στὴν κατανόηση τόσο τῶν στοιχείων ποὺ εἶναι σταθερὰ ὅσο καὶ ἐκείνων ποὺ ἀλλάζουν. »Ἡ οἰκογένεια ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ μονάδα τῆς κοινωνίας. Ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν παιδιῶν συνεχίζει νὰ ἀνατρέφεται στὸ πλαίσιο τῆς οἰκογένειας. Ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν παιδιῶν συνεχίζει νὰ θέλει νὰ ζεῖ μέσα σὲ μία οἰκογένεια, ποὺ προσφέρει ὑποστήριξη, ἐκπαίδευση καὶ ἠθικὴ προετοιμασία ἔτσι ὅπως κανεὶς ἄλλος θεσμὸς δὲν μπορεῖ νὰ παρέχει.
Ὡστόσο, ἡ οἰκογένεια ἔχει ἀλλάξει. Σήμερα οἱ περισσότερες γυναῖκες θέλουν νὰ ἐργάζονται καὶ αὐτὸ σημαίνει νέες προκλήσεις γιὰ τὴν ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν ἐργασία καὶ τὴν οἰκογένεια. Ἐπιπλέον, ὑπάρχουν καὶ περισσότερα μονογονεϊκὰ νοικοκυριά. »Αὐτὲς οἱ ἀλλαγὲς ἔχουν προσθέσει νέες πιέσεις στοὺς γονεῖς. Ἐν τούτοις, οἱ κυβερνήσεις πολλὲς φορὲς ἔχουν προσφέρει λιγότερη, ἀντὶ γιὰ περισσότερη, στήριξη στὶς οἰκογένειες. »Χρειάζεται μία νέα προσέγγιση, ἡ ὁποία νὰ πηγαίνει πέρα ἀπὸ τὴν παλιὰ διαμάχη ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἁπλῶς δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν οἰκογένεια καὶ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ γυρίσουν  τὸ ρολόι πίσω, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ οἱ γυναῖκες δὲν εἶχαν βγεῖ ἀκόμα στὴν ἀγορὰ ἐργασίας. »Ὅταν κάποιος ὑπογραμμίζει – ὅπως κι ἐγώ, λέει ὁ Blair – τὴ σημαντικότητα τῆς οἰκογένειας, δὲν σημαίνει ὅτι πιστεύει πὼς μποροῦμε νὰ ἀναπλάσουμε μία νοσταλγικὴ ἐκδοχὴ τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς, ὅπως αὐτὴ ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1950. Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν τόσο ἐξωπραγματικὸ καὶ ἀνόητο ὅσο κι ἂν ὑποστηρίζαμε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἐποχὴ ποὺ τὰ ἐργοστάσια ἔκαιγαν κάρβουνο. Ἡ παραδοσιακὴ δομὴ τῆς οἰκογένειας–πλήρης ἀπασχόληση τοῦ ἄνδρα στὴν ἐργασία, πλήρης ἀπασχόληση τῆς γυναίκας στὰ οἰκιακὰ–δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιβιώσει τοῦ αἰτήματος γιὰ ἰσότητα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν». Οἱ λοιποὶ Εὐρωπαῖοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Blair, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος, μᾶς μιλοῦν γιὰ τὴν ἀνάγκη «μετασχηματισμοῦ» τοῦ ρόλου τῶν γυναικῶν γεγονὸς ποὺ θέτει σὲ ἀμφισβήτηση μορφὲς κοινωνικῆς ὀργάνωσης ποὺ ἴσχυαν γιὰ αἰῶνες, προτείνοντας νέες ἐπιλογὲς ζωῆς καὶ προτύπων καινοτομικῶν, ὅπως οἱ «ἐκτὸς γάμου ἐναλλακτικὲς μορφὲς συμβίωσης», μὲ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ πρότυπα ζωῆς τὰ παλιὰ καὶ τὶς καθιερωμένες παλιὲς δομές, ὅπου τὸ αἴτημα τῆς αὐτονομίας καὶ τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ, αὐτὸ τὸ τελευταῖο εἶναι τὸ νέο φροῦτο τῆς ἁμαρτωλῆς Εὐρώπης, θὰ ἐπιβάλλεται στὶς παραδοσιακὲς καὶ ὀργανωτικὰ προκαθορισμένες μορφὲς ζωῆς, ὅπως τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ κράτους. Οἱ πολῖτες θὰ ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ «χειροτεχνήσουν» οἱ ἴδιοι τὴν πορεία τοῦ βιογραφικοῦ τους κύκλου. Αὐτὰ προβάλλει ὁ ἀσύστολος εὐρωπαϊκὸς ἀθεϊσμός, μὲ τὸν ἀσύδοτο εὐδαιμονισμὸ καὶ ἡδονισμὸ καὶ τὴν ἡγεμονία τῆς τεχνολογίας καὶ τεχνοκρατίας, ἀρρώστια γιὰ τὴν ὁποία γράφει ὁ Ζιζιούλας ὅτι θὰ γίνει θανατηφόρα καὶ ὅτι τὰ συμπτώματα τῆς ἐγκληματικότητας, τῶν ναρκωτικῶν κ.λπ., δίνουν τὴν ἐντύπωση ἐπιθανάτιου ρόγχου. Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀποτρόπαια, ἂς ἀντιτάξουμε ἐμεῖς δείγματα ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀνεκτίμητους καὶ εὐτυχῶς ἀδαπάνητους ἀκόμη θησαυρούς:
ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
Δημοτικὸ
Τ΄ ἄσπρα πουλῆσαν τὸ Χριστό, τ΄ ἄσπρα πουλοῦν κι ἐσένα (τὴν Πάργα δηλαδὴ) πάρτε μαννάδες τὰ παιδιά, παπάδες τοὺς ἁγίους! Ἄστε, λεβέντες, τ΄ ἅρματα, ἀφῆστε τὸ ντουφέκι, σκάφτε, πλατιά, σκάφτε βαθιά, ὅλα σας τὰ κιβούρια, καὶ τ΄ ἀντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας. Τούρκους δὲν ἐπροσκύνησαν, Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν. Τὰ πολυτιμότερα γιὰ μᾶς δὲν εἶναι ὁ πολυδιαφημισμένος χρυσὸς καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν γονέων.
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ
Γεωργίου Στρατήγη
Σύ, τῆς καρδιᾶς κρυφὸ μαργαριτάρι, καὶ τῆς ζωῆς σεμνὸ προσκυνητάρι, ὅπου ἔχτισεν ὁ ἄνθρωπος στὴ γῆ, ὅταν σ΄ αὐτὴ τὴν ἔρμη ἤθελε πλάση, ἀντὶ γιὰ τὴν Ἐδὲμ ὅπου εἶχε χάσει, τὴ θεϊκὴ νὰ μαλακώσει ὀργή. Ἄπαρτο κάστρο ποὺ ποτὲ δὲ μπαίνει καὶ πάντα ἀπὸ τὴ θύρα σου ἔξω μένει ἔχθρα, κακία καὶ προδοσιὰ κρυφή· ποὺ αἰώνια τῆς ἀγάπης τὴ λαμπάδα κρατεῖ ἀναμμένην ἄγρυπνη τριάδα, Πατέρας καὶ Μητέρα κι Ἀδελφοί. Ὤ, σπίτι μας καλὸ καὶ τιμημένο χίλιες φορὲς ἂς εἶσαι εὐλογημένο, καὶ τοῦ Θεοῦ μας πάντοτε ἡ ματιὰ τ΄ ἀδέλφια μου νὰ ραίνει μ΄ εὐλογία, καὶ νὰ μυρώνει ἀδιάκοπα μὲ ὑγεία τὰ τίμια τῶν γονιῶν μου γηρατειά. Σὺ μέ ’μαθες τὸν Πλάστη νὰ πιστεύω, καὶ τὴ γλυκειὰ Πατρίδα νὰ λατρεύω, ἐσὺ καὶ τὴ Φιλία νὰ λαχταρῶ. Πόσες φορὲς μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ βάθη, σὰν ἔνιωσα τοῦ κόσμου τ΄ ἄγρια πάθη, ποὺ τρικυμίες μᾶς φέρνουν τῆς ζωῆς, σὰν ἔμπαινα μὲσ΄ στὴν καλή σου θύρα μὲ γιάτρευες ἀμέσως μὲ τὰ μύρα μίας τρισευλογημένης σου πνοῆς! Καὶ τ΄ ἄψυχά σου ἀκόμα μὲ γνωρίζουν, κι ἀγάπης λόγια γύρω ψιθυρίζουν, τραπέζι, εἰκονοστάσι, καὶ σκαμνί· χαμόγελό μου δείχνει κάθε εἰκόνα, τὴν ἀγκαλιά μου ἀνοίγει ἡ πολυθρόνα, ποὺ κάθονται οἱ γονεῖς μου οἱ σεμνοί. Χαῖρε, ὤ, χαῖρε σπίτι τιμημένο, χίλιες φορὲς ἂς εἶναι εὐλογημένο, καὶ τοῦ Θεοῦ μας πάντοτε ἡ ματιὰ τ΄ ἀδέρφια μου νὰ ραίνει μ΄ εὐλογία, καὶ νὰ μυρώνει ἀδιάκοπα μὲ ὑγεία τὰ τίμια τῶν γονιῶν μου γηρατειά! Αὐτὸ τὸ σπίτι θέλει νὰ ξεθεμελιώσει ἡ Νέα Τάξη.
ΟΝΕΙΡΟ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
Ζαχαρία Παπαντωνίου
Ἀπόψε ἦρθαν στὸν ὕπνο μου καὶ στάθηκαν κοντά μου ἡ μάννα καὶ τ΄ ἀδέρφια μου μὲ πρόσωπα χλωμὰ τοῦ χωρισμοῦ μας τὸ φιλὶ ἀκόμα εἶχαν στὸ στόμα κι ἦταν σὰν εἰκονίσματα φτωχὰ βυζαντινά. Στὴν πόρτα σὰν ἐπρόβαλαν καὶ μ΄ εἶδαν πλαγιασμένο στὸ στρῶμα ποὺ δὲν στρώνανε, ἂς ράγισε ἡ καρδιά, λόγο δὲ μπόρεσαν νὰ ποῦν, ὀϊμέ! Καὶ μὲ τὰ μάτια τὸ πὼς ἐξενιτεύτηκα μὲ μάλλωσαν πικρά. Ἂς ἀποφασίσουμε σήμερα νὰ σταματήσουμε τὸ καινούργιο παιδομάζωμα ποὺ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὰ κράτη τὰ πολυτιμότερα μυαλά, μὲ τοὺς διεθνεῖς διαγωνισμοὺς τῶν πολυεθνικῶν ἀπ΄ ὅπου οἱ ἄριστοι κάθε χώρας μεταφέρονται σὲ τεχνητοὺς παραδείσους, ἐκτὸς πάντα ἀπὸ τὴν πατρίδα τους.
ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Σωτήρης Σκίπης
Γιατί μὲς τὰ γυρίσματα τῶν κύκλων ὅ,τι κι ἂν ἔρθει, ὅ,τι κι ἂν βρέξει, ὅ,τι κι ἂν γίνει, σὰν τὸ πανὶ ἂν μαζεύεσαι γιὰ λίγο ἁπλώνεσαι καὶ πάλι, ὤ, Ρωμηοσύνη.
Καὶ θὰ κλείσω μὲ μία προσευχὴ γιὰ ὅλους μας, μὲ λόγια του Βερίτη:
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΘΛΙΜΜΕΝΩΝ
Ὤ, Δέσποινά μας Παναγιὰ γλυκειὰ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, σὺ ποὺ σκορπίζεις εὐλογία μὲσ΄ στὴν ψυχὴ κάθε πιστοῦ. Ὅλοι γονατιστοὶ μπροστά σου, φτωχοὶ καὶ χῆρες κι ὀρφανά, σὲ προσκυνοῦνε ταπεινὰ ζητῶντας τὴ βοήθειά σου. Δέσποινα δέξου τὴν προσευχή μας, τὴν προσευχή μας τὴ θερμή, ποὺ βγαίνει μὲσ΄ ἀπ΄ τὴν ψυχή μας σ΄ αὐτὴ τὴν ἱερὴ στιγμή. Γλυκειὰ μητέρα τῶν θλιμμένων, καὶ στήριγμα τῶν χριστιανῶν, δὸς στὶς ψυχὲς τῶν πονεμένων λίγη δροσιὰ τῶν οὐρανῶν. Ὅλους Ἐσὺ προστάτεψέ μας, γέρους καὶ νέους καὶ παιδιά, καὶ πάντα πλούσια χάριζέ μας, ἐλπίδα καὶ παρηγοριά.
Μεγαλόπολη, 18 Μαΐου 2013.
Ἡμερίδα τῆς Ἑνωμένης Ρωμηοσύνης γιὰ τὴν Οἰκογένεια.

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη



site analysis

Εὐδοξία Αὐγουστίνου, Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη


anna mela c

Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπούλου, ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη
«Ποτέ δέν εἶναι ἀργά», ἐπαναλάμβανε συχνά. Ἡ φράση αὐτή ἔγινε τό σύμβολό της, ὁ κανόνας τῆς ζω­ῆς της. Τή φιλο­τέ­χνησε μάλιστα σέ ἡμερολόγια, πού ζω­γράφισε ἡ ἴδια καί τά ἀπέστειλε σέ φίλους της ὡς ἀναμνηστικό, λίγο πρίν ἀνα­χω­ρήσει γιά τή γει­τονιά τῶν ἀγγέλων. Κι ἀ­πό κάτω: «Ἄννα Μελᾶ-Παπα­δο­πούλου, ἡ Μάνα»... 
 Ἡ μάνα τίνος; Ἡ μάνα τοῦ στρατιώτη, τοῦ φτω­χοῦ, τοῦ ἀρρώστου, τοῦ ὀρφανοῦ, ἡ μάνα ὅλου τοῦ κόσμου. Τέτοια στάθηκε ἡ Ἄννα Μελᾶ-Παπα­δο­πού­λου, ἀδελφή τοῦ μακεδονομάχου Παύλου Μελᾶ, πρό­τυπο καί κορύφωση τῆς φι­λαλληλίας, πού ’φτασε ὥς τήν αὐταπάρνηση καί τήν αὐτοθυ­σία. 
 Τέταρτο ἀπό τά ἑφτά παιδιά τοῦ Μι­χαήλ Με­λᾶ καί τῆς Ἑλένης Βουτσινᾶ γεν­νήθηκε στή Μασσα­λία τό 1871. Ὁ φι­λό­τεχνος πατέρας της τήν ἐνθάρ­ρυνε νά ἀναπτύξει τό ταλέντο της στή ζωγραφική, ἐνῶ ἀπό τήν εὐσεβῆ μητέρα της ἔμα­θε νά ὑπηρετεῖ τόν πά­σχοντα συνάνθρωπο. Εἴ­κοσι ἐτῶν παντρεύ­εται τόν Ἀπόστολο Πα­πα­­δόπουλο καί ἐγκαθίσταται μαζί του στό τσιφλίκι τῆς οἰκογένειάς του, στίς Ρο­βιές Εὐβοίας. 

 Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἐγκατάστασής της στήν Εὔ­βοια συγκλονίζεται ἀπό τίς δυ­σκο­λίες τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς ὑπαίθρου καί περνᾶ στή δράση. Πο­λύ συχνά, μάλιστα, διέθετε τά χρήματα τοῦ συ­ζύγου της, γιά νά τούς ἐνι­σχύσει οἰκονομικά. Στίς Ροβιές ἔφερε δάσκαλο, τόν ὁποῖο πλήρωνε ἐκεί­νη, νά δι­δάσκει τά παιδιά τοῦ χω­ριοῦ. Καί στή Λίμνη Εὐ­βοίας ἔχτισε σχολεῖο. Ἄνθρωπος μέ ἔντονες εὐ­αισθησίες, ἀλλά καί τεράστιες ψυ­χικές καί σω­ματικές ἀντοχές -«ἀγορο­κόριτσο» τήν χα­ρακτή­ρι­ζαν- ἐρ­γάστηκε σκληρά, γιά νά συντρέ­ξει τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Κάποτε ἀπο­- ­κοι­μήθηκε, ἐνῶ ξενυχτοῦσε ἕνα ἄρρωστο παι­δά­κι. Ἀπό τότε ἡ ἀριστοκράτισσα Με­λᾶ, κόρη τοῦ δημάρχου Ἀθη­ναί­ων, δέν ξανακοιμήθηκε σέ στρῶμα, παρά σέ κου­βέρτα πού ἔριχνε ἐπάνω σέ σα­νί­δα. Κατά τή διάρ­κεια τοῦ χει­μώ­να ἡ οἰκογένεια μέ τά δυό παιδιά διέμενε στήν Ἀθήνα· ἐκεῖ ἡ Ἄννα δίδασκε κεν­τητική σέ ἄπο­ρα κορί­τσια.
 Στίς 13 Ὀκτωβρίου 1904 ὁ ἀδελ­φός της Παῦλος Μελᾶς σκο­τώ­θηκε στή Μακε­δονία. Γιά λό­γους μυστικό­τητας τῆς ἀπο­στο­­λῆς του, οἱ σύντρο­φοί του ἔκο­ψαν τό κεφάλι καί τό ᾽θαψαν ξέ­χωρα ἀπό τό σῶ­μα. Δύο ἀπό τά ἀδέλφια του, ὁ Κων­σταν­τῖνος καί ὁ Λέων, πῆγαν νά βροῦν τούς χώρους ταφῆς. Ὁ Λέων ἀρ­ρω­σταίνει καί πεθαίνει τρεῖς μῆνες μετά τόν Παῦλο. Αὐ­τά τά τραγι­κά γεγονότα ἐπηρέασαν βαθιά τήν «Κυρά τῶν Ρο­βιῶν». Ἔκτοτε ἀφο­­σι­ώνεται ὁλο­κλη­­ρωτικά στό φιλαν­θρωπικό ἔργο. 
 Τό 1912, ὅταν ξέσπασε ὁ Α´ Βαλ­κα­νι­κός Πόλεμος, ἡ Ἄννα Πα­παδο­πούλου -παρά τίς ἔν­το­νες ἀντιδράσεις τῶν οἰ­κεί­ων της- κα­τα­τάσ­σεται στόν στρα­τό ὡς ἐ­θε­λόντρια νοσο­κόμα μαζί μέ πολ­λές ἄλ­λες γυναῖκες καί ἀκο­λουθεῖ τήν ἐκ­στρα­τεία στή Μακε­δονία. Τό 1913 ξεσπᾶ ἐπιδημία χολέρας· μετα­­φέρει τότε σκηνές, ἀρρώ­στους καί «ὕπο­πτους» ἀσθενεῖς σέ ἕνα δασάκι μακριά ἀπό τό στρατόπεδο. Ἡ ἴδια δέν φεύγει οὔτε στιγμή ἀπό κοντά τους· γίνεται ὁ ἐπίγειος ἄγγελος παρηγο­ριᾶς τους. Κρεμᾶ σέ ἕνα δέντρο ἕναν μαυ­ρο­πίνακα, γιά νά ἀνα­κοι­νώνει τίς ἐλλεί­ψεις. Ὁ στρατιώτης, ὁ ὁ­ποῖ­ος δύο ἡμέρες ἀρ­γότερα πλησιάζει, ἔκπλη­­κτος διαβά­ζει πώς ζητᾶ ἕνα τσαπί καί ἕνα φτυάρι. Τά θέλει, γιά νά θάψει τούς πρώ­τους στρα­τιῶτες πού ὑπέκυψαν· μέχρι τότε ἔ­σκαβε τούς τάφους ἡ ἴδια μέ τά χέρια της!  Ἀπό τό 1912 ὥς τό 1922, δέκα ὁλό­κλη­ρα χρόνια, δέν στάθηκε στιγμή. Γύριζε ἀπό μέτωπο σέ μέτωπο, Μακεδονία, Ἤ­πειρο, Σερβία, Θράκη, Μικρασία, νά ἐν­θαρρύνει, νά περιθάλπει τούς πολεμιστές, νά τούς μοιράζει ροῦχα, φανέλες, κάλ­τσες, σκεπά­σματα, φαγώσιμα, βιβλία καί λόγια ἐνθαρ­ρυντικά καί παρήγορα. 
Ποῦ τά ἔβρισκε; Τά λόγια στήν καρδιά της. Τά πράγματα τά συγκέντρωνε ἀπό παντοῦ. Εἶχε ξεσηκώσει τόν κόσμο. Ὅλοι τῆς ἔδιναν γιά τόν Στρατιώτη. Στίς πόλεις οἱ γυναῖκες, τά κορίτσια, δέν ἔκαναν ἄλ­λο, παρά νά ράβουν, νά ὑφαίνουν, νά πλέκουν μάλλινα γιά τόν Στρατιώτη καί νά τά δί­νουν στήν ἀεικίνητη αὐτή γυ­ναί­κα, γιά νά πάει νά τόν βρεῖ μέ τόσους κιν­δύνους ἐκεῖ πού πο­λεμοῦσε καί νά τόν ντύσει, νά τόν ζεστάνει, νά τόν ἐγκαρ­δι­ώσει.
 Κι ἐκεῖνοι, οἱ ἑτοιμοθάνατοι, οἱ πλη­γω­μένοι στρατιῶτες, πού δέχονταν τή φρον­τίδα της, «μάνα» τήν ἀποκαλοῦσαν. Ἀκόμη καί οἱ Σέρβοι ἔτσι τήν ἔλεγαν στή δική τους γλῶσσα: «σλάτκα μάικα» (=γλυκειά μας μά­­να). Ἔτσι ὀνομάσθηκε «Μάνα τοῦ Στρα­τιώτη». Στή μνήμη της ὁ τίτλος αὐτός ἀπο­δό­θηκε καί σέ ἄλλες ἐξέ­χου­σες νοσοκόμες τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυ­ροῦ. Κι ὅταν τά παλληκάρια ἔφευ­γαν, ἐκείνη τά νεκρο­στόλιζε· κι ἄν στό μέ­τωπο δέν ὑπῆρχε ἱε­ρέας, ἡ «Μάνα» ἔλεγε τή νεκρώσιμη ἀκο­λουθία.
Ὅταν ὁ ἑλληνικός στρατός φεύγει γιά τή Μικρά Ἀσία, πηγαίνει ἀπό τίς πρῶτες. Ἐντελῶς, ὅμως, ξαφνικά ἀποπέμπεται ἀ­πό τό μέτωπο μέ τήν κατηγορία τῆς φι­λο­βε­νιζελικῆς προπαγάνδας, ἐπειδή πάνω της βρέθηκαν φωτογραφίες της μέ τόν Βενι­ζέ­λο.
Πικραμένη ἀλλά ἄκαμπτη δέν πα­ραι­τεῖται ἀπό τό ἔργο της. Μετά τήν κατα­στροφή τοῦ ᾽22 δραστηριοποιεῖται στήν ἀποκατάσταση τῶν ξεριζωμένων Μι­κρα­σιατῶν. Ἔργα της, ἐπίσης, εἶναι τό Σανα­τόριο τῆς Κορφοξυλιᾶς Ἀρκαδίας -ταξί­δεψε ἡ ἴδια στήν Ἀμερική καί Αἴγυπτο καί διενήργησε ἐράνους- τό Σανατόριο τοῦ Πεύκου Μα­τσούκα, μία πτέρυγα στό νοσο­κομεῖο «Σωτηρία» κ.ἄ. Γιά ὅλα αὐτά ἡ Ἀ­καδημία Ἀθηνῶν τῆς ἀπένειμε τό με­γάλο βραβεῖο τῆς Αὐτοθυσίας, ἐνῶ συνο­λικά τιμήθηκε μέ 28 παράσημα. 
 Ὡστόσο, πολεμώντας μέ τό χτικιό, λα­βώθηκε. Στίς 12 Φεβρουαρίου 1938, σέ ἡ­λι­κία 67 ἐτῶν, σταμάτησε νά χτυπᾶ ἡ φλο­γερή της καρδιά στήν Ἀθήνα. Τάφη­κε στίς Ροβιές. «Ἔπεσε κατά τήν ἐκτέλεση τοῦ κα­θήκοντός της» ἡ ἡρωίδα Ἄννα Με­λᾶ-Πα­παδοπούλου, ἡ ψυχωμένη Ἑλ­λη­νί­δα, πού ἀπό μικρή διάλεξε νά ἐφαρμόσει στή ζωή της τό ρητό-λόγο τῆς ἀρχαίας Ἀντι­γό­νης «θά ζῶ, γιά νά ἀγαπῶ» κι ἔ­κα­νε τή ζωή της ἀγάπη ἀληθινή, προσφορά θυσιαστική.
ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΑΥΓΟΥΣΤΑ



site analysis


...και το άφθαρτο λείψανό της στην Κέρκυρα!

Η Αγία Θεοδώρα γεννήθηκε το 815 μ.Χ., στην Παφλαγονία της Μικράς Ασιάς. Απέκτησε με τον εικονομάχο αυτοκρατορα Θεόφιλο έναν υιό το Μιχαήλ και πέντε θυγατέρες τη Θέκλα, την Άννα, την Αναστασία, την Πουλχερία και τη Μαρία. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική και θρησκευτική πάλη γύρω από το ζήτημα της λατρείας ή όχι των εικόνων, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 730 μ.Χ., από τον ιδρυτή της δυναστείας των Ισαύρων Λέοντα τον Γ. Η διαμάχη αυτή χώρισε το Βυζάντιό σε δύο μέρη στους εικονολάτρες και στους εικονομάχους. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ακολούθησε εικονομαχική πολιτική. Με βασανιστήρια, διώξεις και καταστροφή ιερών κειμηλίων και εικόνων (π.χ. ασβέστωναν τις ιερές Εικόνες). Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα έμεινε πιστή στις θρησκευτικές αρχές που είχε διδαχθεί από τους γονείς της και μαζί με τα παιδία της κρυφά στα διαμερίσματα της αλλά και σ'; επισκέψεις στην μητέρα της, απέδιδαν τις πρέπουσες τιμές στους Αγίους. Αποκαλούσαν μητέρα και παιδία τις ιερές Εικόνες ''καλά νινιά'' για να μην καταλάβει κάτι ο αυτοκράτορας.Το 842 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Θεόφιλος αρρώστησε βαριά από δυσεντερία τόσο που παραμορφώθηκε το στόμα του και ο λάρυγγάς του είχε βγει έξω. Σε όραμά της η αυτοκράτειρα Θεοδώρα είδε, την άχραντο Θεοτόκο με το θείο βρέφος αγκαλιά, περιστοιχισμένη με λαμπροφορεμένους αγγέλους, οι οποίοι έδερναν το Θεόφιλο ανελέητα. Καθώς ξύπνησε άκουσε το σύζυγο της να λέει αναστενάζοντας,’’Αλίμονό σε μένα τον άθλιο και δυστυχή. Για τις αγίες Εικόνες με κτυπάνε.’’; η Θεοδώρα παρακαλούσε θερμά την εικόνα του Χριστού που είχε βγάλει από τα σεντούκια, να τον λυπηθεί. Ξαφνικά ο Θεόφιλος άρπαξε και καταφιλούσε μια εικόνα, που σαν εγκόλπιο είχε κρεμασμένη ένας από τους παρευρισκομένους. Το θαύμα έγινε και το στόμα και ο λάρυγγάς του επανήλθαν στη φυσιολογική τους κατάσταση.

Με το θάνατο του συζύγου της το 842 ανέβηκε στο θρόνο ο ανήλικος υιός της Μιχαήλ σε ηλικία τριών ετών. Η Αυγούστα, ως επίτροπος του υιού της συγκρότησε και επικύρωσε τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (787), κατέβασε από τον πατριαρχικό θρόνο τον εικονομάχο Ιωάννη, τον έβδομο και ανέβασε το Μεθόδιο. Επίσης αποφασίστηκε η οριστική αναστήλωση των ιερών Εικόνων. Έδωσε εντολή ν' αφεθούν ελεύθεροι από τις φύλακες και να επιστρέψουν από τις εξορίες όσοι εξαιτίας των εικόνων είχαν βασανισθεί και διωχθεί. Με απόφαση Συνόδου το 842, συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία όσοι Πατέρες , μοναχοί , κληρικοί είχαν διασωθεί από την αυτοκρατορική οργή και μ'επικεφαλής την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον υιό της Μιχαήλ, τέλεσαν λιτανεία των Ιερών Εικόνων με θυμιατά, λαμπάδες και επανέφεραν στους ναούς τις ιερές Εικόνες. Η εκκλησία μας τιμά και εορτάζει αυτό το γεγονός κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, η οποία ονομάσθηκε Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Όμως κηδεμόνας του Μιχαήλ ήταν ο αδερφός της Βάρδας, άνθρωπος ποταπός και ασεβής, που παρέσυρε σε ανόσιες πράξεις τον ανιψιό του. Αφού συκοφάντησε για κατάχρηση του αυτοκρατορικού ταμείου τη Θεοδώρα και πως επιβουλευόταν τον υιό της, κατάφερε να ξεσηκώσει το Μιχαήλ εναντίον της και την έκλεισε στο μοναστήρι των Γαστρίων μαζί με τις κόρες της.

Εκεί εξανάγκασε τον Πάτρωνα, αδερφό της Θεοδώρας να τις κάρει μοναχές, χωρίς τη θελήσή του, ενάντια στην ελευθερία του ατόμου και στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Έζησε έως την κοίμηση της εκεί, διαπρέποντας στο μοναχικό βίο όπως και στον αυτοκρατορικό με τις αρετές και την πιστή της, στηρίζοντας τις κόρες τις. H αληθινή της ευσέβεια και η ορθόδοξη πίστη της, δεν άφησαν τη Θεοδώρα να παρασυρθεί από αλαζονεία, ματαιοδοξία για την βασιλική δόξα που είχε ζήσει, αλλά με πραγματική ταπείνωση έζησε εν Χριστώ.
Κοιμήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου του 867, μετά την ανακομιδή το ιερό λείψανό της βρέθηκε άθικτο, ευωδίαζε μύρο και επιτελούσε πολλά θαύματα, η εκκλησία μας την ανακήρυξε Αγία. Το σεπτό σκήνωμα, φυλασσόταν έως το 1456 στην Κωνσταντινούπολη, μετά την πτώση της μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας.

Η μνήμη της τιμάται στις 11 Φεβρουαρίου Κάθε χρόνο, μετά από απόφαση του μακαριστού Μητροπολίτου Τιμοθέου Τριβιζά το 1984, την Κυριακή της Ορθοδοξίας τελείται ιερά λιτάνευση του σεπτού σκηνώματος της Αγίας Θεοδώρας στην πόλη της Κέρκυρας.
πηγή

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Αγάθη: Η Αγία που νίκησε το ηφαίστειο ( 5 Φεβρουαρίου)




Η Αγία Αγάθη, μάρτυρας της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. Την καταγωγή της διεκδικούν δύο πόλεις της Σικελίας, το Παλέρμο και η Κατάνη, όπου πιθανότερα γεννήθηκε, ανατράφηκε και μαρτύρησε. 

Η αγία προερχόταν από πλούσια οικογένεια ειδωλολατρών και διακρινόταν για τη φυσική της ομορφιά, το ήθος, τις αρετές και τη βαθειά της πίστη. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έμεινε ορφανή και διέθεσε όλη της την περιουσία σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. 

Η αγία μαρτύρησε σε νεαρή ηλικία στις 5 Φεβρουαρίου επί Δεκίου (249-251). O έπαρχος Κιντιανός προσπάθησε χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα να την πείσει να τον παντρευτεί. Η αγία όμως όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την πίστη της, αλλά θέλησε να μαρτυρήσει γι' αυτήν. Έτσι υπέμεινε με θαυμαστή καρτερικότητα όλα τα βασανιστήρια, δοξολογώντας τον Θεό που την αξίωσε με τη τιμή του μαρτυρίου. 

Ο λαός της Κατάνης, έντονα θορυβημένος από το γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στον έπαρχο. Στη συνέχεια, μετέφεραν το τίμιο λείψανό της σε ασφαλές μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ένας λευκοντυμένος νεαρός, άγνωστος στους αυτόχθονες, ο οποίος κατευθύνθηκε προς τον τάφο της Αγίας Αγάθης και πάνω σε μαρμάρινη πλάκα έγραψε τα εξής: «Νους όσιος, αυτοπροαίρετος τιμή εκ Θεού, και πατρίδος λύτρωσις». Οι παριστάμενοι είπαν ότι ο νεαρός εκείνος ήταν ο Άγγελος της Αγίας.



Ο λαός της Κατάνης τιμούσε και σεβόταν την Αγία. Ως ανταπόκριση στην τιμή αυτή, η Αγία Αγάθη έσωσε την πόλη από μία φοβερή έκρηξη του ηφαιστείου της Αίτνας. Προκειμένου οι κάτοικοι της Κατάνης να αποσοβήσουν την καταστροφή, έτρεξαν στον τάφο της Αγίας και αφού πήραν τη λάρνακα με το άγιο λείψανό της, την έστρεψαν προς την λάβα, που ζύγωνε την πόλη και έτσι αποσοβήθηκε η συμφορά. 

Το γεγονός αυτό συνέβη στις 5 Φεβρουαρίου του έτους 252 μ.Χ., ακριβώς ένα χρόνο μετά το μαρτύριο της Αγίας. Τα ιερά λείψανά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β' (976 - 1025) και Κωνσταντίνου Η' (1025 - 1028). 

Τον 9ο αι. ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος (843-847), συνέταξε Εγκώμιο εις την Αγίαν μεγαλομάρτυρα του Χριστού Αγάθη. Το Εγκώμιο αυτό στηρίζεται σε πληροφορίες που παρείχε το ελληνικό μαρτύριο της αγίας. Επίσης ανάμεσα στα έργα του Συμεών του Μεταφραστή (10ος αι.) συγκαταλέγεται και η ΄Αθλησις της Αγίας. Οι κατοπινές συλλογές των Μηνολογίων και Συναξαρίων στηρίζονται στο κείμενο του Συμεών του Μεταφραστή.

www.dogma.gr

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Γερόντισσα Μητροδώρα η έγκλειστη



site analysis




Βιογραφικά Η Μητροδώρα γεννήθηκε στις 28-8-1928 στο χωριό Λάσα της Επαρχίας Πάφου της Κύπρου. Ήταν δευτερότοκη από έξι αδέλφια της οικογενείας Νικολάου Νεάρχου και Αθηνάς.

Από μικρή είχε μία χάρη επάνω της και διακρινόταν για την αθωότητά της. Ήταν τελείως απονήρευτη. Είχε βαρυκοΐα από νέα. Η αθωότητά της σε συνδυασμό με την βαρυκοΐα της έδωσαν το «πιστοποιητικό» της χαζής, πράγμα που την βόλευε για να κινείται άνετα και όπως ήθελε.
Έλεγε στην ξαδέλφη της Γεωργία: «Με είχαν για χαζή. Οι γονείς μου ήθελαν να με παντρέψουν, εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ. Έπαιζα τέλεια την χαζή και δεν παντρεύτηκα». Ο δρόμος της αγαμίας ήταν επιδίωξη της συνειδητή.

Αφού εκοιμήθησαν οι γονείς της και αποκαταστάθησαν τ’ αδέλφια της, η Μητροδώρα έμεινε μόνη της σ’ ένα μεγάλο πετρόκτιστο σπίτι. Η αυλή περιβαλλόταν από μανδρότοιχο που είχε ύψος τρία μέτρα περίπου. Κανείς δεν μπορούσε να μπή, αλλά ούτε και να δή το σπίτι. Είχε μία μεγάλη μεταλλική πόρτα από χοντρή λαμαρίνα (ξωπόρτι). Μόνο στην γνωστή της γιαγιά Ανδρονίκη άνοιγε, όταν χτυπούσε πολύ δυνατά και συνθηματικά την πόρτα.
Όλα μέσα στο σπίτι της ήταν παλαιά, αλλά ήταν χαριτωμένα και σαν να υμνούσαν τον Θεό. Στην αυλή είχε λίγες κότες, μία κατσίκα δεμένη με δύο κατσικάκια και αρκετά περιστέρια που μπαινόβγαιναν στο σπίτι της μέσα τρώγοντας ανενόχλητα από ένα σακκί κριθάρι. «Μου αρέσουν και λυπούμαι να τα ξεκάνω», έλεγε. Το καλοκαίρι είχε και τα χελιδόνια συντροφιά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο για να μπαινοβγαίνουν, και έβαζε χαρτιά για να μή λερώνουν. Κοιμόταν τα βράδια όλοι μαζί κάτω από την ίδια σκεπή.




Εκεί μέσα ζούσε σαν έγκλειστη βασίλισσα η Μητροδώρα, ντυμένη με μαύρα ρούχα και με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι της που την έκανε να φαίνεται γριά. Είχε πρόσωπο φωτεινό και πολύ γλυκό, πιο πολύ και από ένα μωρό. Ήταν στολισμένη με δύο αθώα ματάκια που σε κοιτούσαν όλο αθωότητα και έπαιζαν παιδικά, συνοδευόμενα με ένα γλυκό χαμόγελο. Γι’ αυτό ήταν ελκυστική σαν μαγνήτης και επιζητούσαν οι γυναίκες την συντροφιά της, αλλά αυτή προτιμούσε να μένη μόνη της με τον Θεό και τα ζώα της στην εγκλείστρα της.



Το τυπικό της

Το καθημερινό τυπικό της ήταν κυρίως η μελέτη της Αγίας Γραφής και πνευματικών βιβλίων. Η Αγία Γραφή της από την συνεχή χρήση είχε διαλυθή και φαινόταν σαν ένα μάτσο φύλλα. Κοιμόταν πολύ λίγο. Ξενυχτούσε μελετώντας. Ύστερα ξεκουραζόταν και ξυπνούσε νωρίς και πάλι άρχιζε την μελέτη. Όταν ξημέρωνε φρόντιζε τα ζώα της και ύστερα πάλι διάβαζε. Γύρω στις 10 π.μ. περίπου πήγαινε στην Εκκλησία που ετιμάτο στην Υπαπαντή. Ο ιερέας την αγαπούσε και της είχε δώσει κλειδιά του ναού για ν’ ανάβη τα καντήλια. Πήγαινε λοιπόν στην Εκκλησία την ώρα που οι δρόμοι ήταν άδειοι και δεν την έβλεπε κανείς. Αν συναντούσε κάποιον, έλεγε «Καλημέρα», έσκυβε προφασιζόμενη ότι δεν ακούει και προχωρούσε. Εκλειδώνετο μέσα, άναβε τα καντήλια και έμενε πολλές ώρες προσευχόμενη. Σε ερώτηση τι κάνει τόσες ώρες στην Εκκλησία απάντησε χαμογελώντας: «Μετανοιάζω και προσεύχομαι».

Ύστερα γύριζε στο σπίτι της. Καθ’ οδόν περνούσε μερικές φορές από ένα κατάστημα, αγόραζε κάτι που της ήταν απαραίτητο, και πάλι κλειδωνόταν στο σπίτι της. Ένιωθε άβολα μέσα σε κόσμο και ειδικά όταν καταλάβαινε ότι την πρόσεχαν. Προσπαθούσε τότε σκύβοντας το κεφάλι της να κρυφτή πίσω από κάποια γνωστή της. Έλεγε «όταν πάω στην Εκκλησία και έχη κόσμο στον δρόμο, κλείνω τα μάτια μου να μή βλέπω και να μην ακούω τίποτε». Τόσο πολύ πρόσεχε η Μητροδώρα. Ήταν έγκλειστη, αλλά ήταν και νηπτική (προσεκτική).
Την ρώτησαν γιατί δεν πάει και αυτή στους Αγίους Τόπους, όπως πάνε πολλοί Κύπριοι. Απάντησε: «Όχι, γυιέ μου. Δεν θέλω να πάω για να μην δώ και ακούσω άλλα πράγματα· για να μην γυρίζει ο νους μου και στο τέλος χάσω και τον Χριστό μου. Καλά είμαι έτσι».

Υπήρχε ένα πεζούλι που εκάθοντο ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο τόπος που συγκεντρώνοντο και έλεγαν τα νέα του χωριού. Όταν πίεζαν πολύ την Μητροδώρα να καθήση και αυτή μαζί τους, καθόταν για λίγο παράμερα χωρίς να μιλά. Αυτό όμως σπάνια γινόταν και το έκανε παρά την θέλησή της για να μην τις στενοχωρήση.


 Μία φορά ένας γνωστός της είδε την Μητροδώρα με το φωτεινό πρόσωπο της να κάθεται μαζί τους και παραξενεύτηκε. Αυτή του έκανε νόημα, σκούπισε με το χέρι της το στόμα, εννοώντας ότι δεν μιλά και αποφεύγει έτσι την κατάκριση. Και όταν ύστερα την ρώτησε γιατί δεν ανοίγει όταν χτυπούν στο σπίτι της, απάντησε: «Οι γυναίκες κάθονται μου λέει η μία για την άλλη. Δεν είναι καλό αυτό και έχει κόλαση (είναι εφάμαρτο). Γι’ αυτό και έγώ δεν ανοίγω. Με έχουν για χαζή, αλλά καλύτερα».

Προτιμούσε την ησυχία και τον εγκλεισμό γιατί εύρισκε χρόνο να προσεύχεται και να διαβάζη. Όλη την ημέρα και τη νύχτα διάβαζε. Βιβλία της προμήθευε γνωστός της και απορούσε πως τα διάβαζε τόσο γρήγορα. Κάποτε της πήγε τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου, αλλά είχε ενδοιασμό μήπως δεν μπόρεση να το καταλάβη και δεν της αρέση. Όταν το διάβασε, είπε ότι αυτό ήταν το καλύτερο βιβλίο και της άρεσε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.
Όταν την πρωτογνώρισε ο π. Θεοδόσιος, την ρώτησε μεταξύ άλλων αν εξομολογήται. Τότε άρχισε να κλαίη γοερά και να λέη: 
«Τους λέω, γυιέ μου, να με πάρουν (για εξομολόγηση) και δεν με παίρνουν. Μου λένε ότι δεν έχω τίποτε, ότι δεν χρειάζεται, αλλά εγώ θέλω να εξομολογηθώ γιατί είμαι αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή», και συνέχισε να κλαίη, να τραβά τα ρούχα του π. Θεοδοσίου και να τον παρακαλή: 
«Πάρε μου, γυιέ μου, πάρε μου. Θα κάνεις μεγάλο ψυχικό». 

Πράγματι την πήρε και εξωμολογήθηκε στον ηγούμενο της Αγίας Μονής π. Αθανάσιο, νύν Μητροπολίτη Λεμεσού. Στον δρόμο για το Μοναστήρι είπε: «Η Παναΐα μας είναι πολλά θαυματουργή. Εψές επήγα και εγονάτισα και έκλαια και λαλώ της “Παναγούλα μου, πέψε ένα πλάσμα να με πάρη να εξομολογηθώ”. Άδε έπεψε εσένα».

Αφού εξωμολογήθηκε, ο π. Αθανάσιος είπε ότι η Μητροδώρα είναι πολύ χαριτωμένος άνθρωπος.
Χαιρόταν πολύ όταν ερχόταν η Κυριακή και πήγαινε στην Λειτουργία. Επειδή το χωριό της ήταν μικρό και δεν εγίνοντο συχνά ακολουθίες και Λειτουργίες, πολλές φορές πλήρωνε τον ιερέα για να κάνη Αρτοκλασία και Λειτουργία.

Γνωστοί της την έπαιρναν στην Αγία Μονή κάθε Παρασκευή βράδυ που γινόταν αγρυπνία. Η χαρά της Μητροδώρας ήταν μεγάλη. Όταν ήταν γιορτή και είχε Λειτουργία και στο χωριό της, αυτή μόλις γύριζε από την αγρυπνία, έπαιρνε το κλειδί, άνοιγε την Εκκλησία, άναβε τα καντήλια και περίμενε προσευχόμενη να ‘ρθούν ο ιερέας και οι ψάλτες. Όταν της έλεγαν ότι δεν είναι ανάγκη να ξαναπηγαίνη για Λειτουργία, αφού ήταν στην αγρυπνία, δεν το εδέχετο λέγοντας: «Να λειτουργή η Εκκλησία και εγώ να μένω σπίτι μου;».
Κοινωνούσε τακτικά. Πολλοί της έλεγαν ότι δεν χρειάζεται να κοινωνή τόσο συχνά. Της είπε και ένας άλλος Πνευματικός να μην κοινωνή συχνά και αναστατώθηκε. Έλεγε σε κάποιον το παράπονο της: «Δεν μπορώ να πάω στην Λειτουργία, να βγή ο Χριστός και να μην κοινωνήσω, θα ‘ρθώ σπίτι και θα κλαίω. Με την θεία Κοινωνία αγιάζεσαι, αγιάζεται το κορμί σου. Δεν γίνεται να μή κοινωνήσω». Και συνέχισε να κοινωνή με την ευλογία του Πνευματικού της, με καλή προετοιμασία και πολλή ευλάβεια. Μερικές φορές έλεγε: «Όταν κοινωνήσης, ύστερα δεν πεινάς». Γι’ αυτό, όταν κοινωνούσε αργούσε πολύ να φάη, γιατί δεν αισθανόταν πείνα.

Κάποια γειτόνισσα της σε μεγάλη ηλικία, έχοντας και εγγόνια, έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνη έκτρωση. Πήγε στην Μητροδώρα για να την συμβουλευτή. Μόλις το άκουσε άρχισε να κλαίη και να την παρακαλή να κράτηση το βρέφος. Της έλεγε: «θα πάς να γίνης φόνισσα; Να σκοτώσης το μωρό; Γέννα το και φέρτο να το μεγαλώσω. Μήν το σκοτώσης». Η γυναίκα κατανύχθηκε, το κράτησε και το μωρό έγινε μία χαριτωμένη κοπέλλα. Η Μητροδώρα την κρατούσε και την πρόσεχε μέχρι να πάη σχολείο.

Εμπειρίες χάριτος
Όταν εξωμολογήθηκε και της διάβασε την ευχή ο Πνευματικός, ευωδίασε ολόκληρη. Ήταν η ίδια ένα άγιο λείψανο που ευωδίαζε. Στο σπίτι της τις νύχτες έβλεπε φως. Γέμιζε το δωμάτιο της φως. Όταν την ρωτούσε γνωστός της γι’ αυτές τις υπερφυσικές εμπειρίες της, εκρύπτετο και απαντούσε ότι δεν είναι καλό να τα λέμε αυτά.

Ήταν κάποτε στην Αγία Μονή που είναι σε μεγάλο υψόμετρο, στην αγρυπνία του αγίου Χαραλάμπους. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όλοι κρύωναν, αλλά η Μητροδώρα ήταν ζεστή, τα χέρια της έκαιγαν. «Όταν εκκλησιαστής, ύστερα δεν κρυώνεις», είπε σε αυτόν που την ρώτησε γιατί αυτή δεν κρυώνει.
Στο δωμάτιο που κοιμόταν, στην Ανατολική γωνία είχε το καντηλάκι της, και οι δύο τοίχοι ήταν γεμάτοι με εικόνες Αγίων, τις οποίες αγόραζε από μικρή παρά την αντίδραση της μητέρας της. Για το καντηλάκι της έλεγε ότι το έχει συνέχεια αναμμένο και ότι τα βράδια, όταν τελειώνη το λάδι σαν να την φωνάζη κάποιος «ξύπνα, Μητροδώρα, το καντήλι θα σβήσει», αμέσως ξυπνά και μόλις το προλαβαίνει. Βάζει λάδι και ποτέ δεν σβήνει.
Κάποιος γνωστός της είδε στο σπίτι της ένα αντικείμενο και του άρεσε. Χωρίς καθόλου να εκδηλωθή, αυτή το διαισθάνθηκε και φεύγοντας του το έδωσε ως δώρο με πολύ χαριτωμένο τρόπο.
Στην δυτική πλευρά του σπιτιού της είχε έναν τοίχο ξηρολιθιά που γκρεμίστηκε, και από εκεί έβγαιναν οι κότες της έξω. «Τί να κάνω», έλεγε, «αφού δεν έχω κανένα να μου φτιάξη τον τοίχο. Βάζω τον σταυρό μου και λέω “ελα δύναμίς σου, Θεέ μου και Παναΐα μου” και αρπάζω μία πέτρα μεγάλη και την βάζω στον τοίχο. Την κοιτάω ύστερα και λέω: “Θεέ μου, μα εγώ την έβαλα; Πόση δύναμη μου έδωσες;”». Με αυτό τον τρόπο έβαλε όλες τις πέτρες και έκτισε τον τοίχο, αυτή που ούτε μισό κουβά νερό να σηκώση δεν μπορούσε, γιατί είχε σπασμένο σπόνδυλο. Τα διηγείτο αυτά με πολλή απλότητα και συγκίνηση.
Είχε πολλά δάκρυα και όταν μιλούσε για πνευματικά θέματα έκλαιγε.
Συχνά έλεγε ότι η Παναγία μας είναι θαυματουργή. Όταν την ρώτησε έμπιστο της πρόσωπο αν είδε καμμία φορά την Παναγία, χαμογέλασε και δεν απάντησε. Στην επιμονή του είπε, «ναί». Μετά την ξαναρώτησε: «Μία φορά ή πολλές;», και απάντησε, «πολλές».

Δοκιμασίες
Εϊναι νόμος πνευματικός οι θλίψεις να σφραγίζουν την ζωή των ηγαπημένων υπό του Κυρίου. Φυσικά και η Μητροδώρα δεν μπορεί να αποτελέση εξαίρεση. Ιδίως στα τελευταία χρόνια της πέρασε μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ήθελε ο Θεός· να την δοκιμάση για να λάμψη περισσότερο η αρετή της.
Ο πρώτος πειρασμός που για χρόνια την βασάνιζε ήταν τα περιουσιακά. Έξ αιτίας αυτών άργησε να γίνη μοναχή, ενώ το ήθελε από μικρή. Μερικοί διέδιδαν ότι ο παπάς θα κάνει την Μητροδώρα μοναχή και θα φάνε την περιουσία της τα Μοναστήρια. Η καημένη έκλαιγε και δεν ήξερε τι να κάνη.

Την Μητροδώρα, οι απλοί άνθρωποι του χωριού την εκτιμούσαν, γιατί επληροφορούντο εσωτερικά για την ζωή της, και από αφέλεια και απερισκεψία διέδιδαν ότι είναι αγία ή ότι ζή σαν καλόγρια. Ο Θεός, φαίνεται, για να την προστατέψη από τον πόλεμο της υπερηφάνειας, επέτρεψε ενώ πήγαινε στην Εκκλησία και την χτύπησε με τα κέρατα μία κατσίκα της γειτόνισσας και την έρριξε κάτω. Χτύπησε άσχημα και έκανε πολύν καιρό να συνέλθη.
Μετά από αυτό και ενώ δεν είχε γίνει ακόμη καλά, επληρώθη κυριολεκτικά σ’ αυτήν ο ψαλμικός λόγος: «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς… έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών…». Ένα βράδυ, ενώ ήταν αναμμένο το τζάκι, κάθησε κοντά για να ζεστάνη την πλάτη της, και χωρίς να καταλάβη πήρε φωτιά. Χρειάσθηκε να μείνη αρκετό καιρό στο Νοσοκομείο, γιατί το κάψιμο ήταν πολύ, και με τα ρούχα έβγαινε και το δέρμα της. Πονούσε πολύ, αλλά δεν έλεγε τίποτε.
Και η τελευταία δοκιμασία της ήταν ο καρκίνος. Πονούσε και ο γιατρός διέγνωσε καρκίνο στο στομάχι. Ήδη ήταν προχωρημένη η νόσος. Έμεινε στο κρεββάτι, άρχισε να χάνη βάρος και είχε πόνους ανυπόφορους.

Μοναχική κουρά και κοίμηση
Οι γνωστοί της που την έβλεπαν να σβήνη σιγά-σιγά, την προέτρεψαν να πάρη το μοναχικό σχήμα που επιθυμούσε. Ήδη είχαν τακτοποιηθή και τα περιουσιακά και ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Δέχτηκε και έγινε η κουρά της στις 8 Οκτωβρίου 2000, παραμονή του αγίου Ανδρόνικου και Αθανασίας, στην Μονή του αγίου Ηρακλειδίου. Οι μοναχές και η Γερόντισσα ήθελαν να την κρατήσουν στο Μοναστήρι για ευλογία εξ αιτίας της αρετής της, αλλά αυτή ζήτησε να πάη στο σπίτι της, στην εγκλείστρα της, όπου αγωνίστηκε όλη την ζωή της, και να ταφή στο κοιμητήρι του χωριού της.

Οι τελευταίες μέρες της ήταν γεμάτες χαρά αλλά και πόνο. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που έπνιγε την χαρά.
Την τελευταία μέρα κυριολεκτικά σπαρταρούσε από τους πόνους, κουνούσε συνέχεια τα χέρια και τα πόδια της και γύριζε στο κρεββάτι. Της έκαναν Ευχέλαιο, την κοινώνησαν μετά έπαυσαν οι πόνοι και ησύχασε τελείως. Το πρωί της επομένης ημέρας πάλι την κοινώνησαν και ύστερα έγειρε το κεφάλι της ήρεμα και πέταξε η ψυχή της για τον ουρανό στις 2 Νοεμβρίου το έτος 2000, σε ηλικία 71 ετών.
Πριν ακόμη αρρωστήση η Μητροδώρα, ο π. Θεοδόσιος της είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου, να τον ειδοποίηση, όταν θα πεθάνη. Του το υποσχέθηκε και τήρησε την υπόσχεση της. Την ημέρα που εκοιμήθη είδε όνειρο ο π. Θεοδόσιος ότι ήταν στο σπίτι της με πολύ κόσμο και άκουσε την γιαγιά να φωνάζη:
«Πέστε στον παπά ότι θα πεθάνω». Την ίδια ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και τον ειδοποίησαν ότι η γερόντισσα Μητροδώρα μόλις είχε κοιμηθή.Αιωνία της η μνήμη. Αμήν. 

Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ. 224 – 234, Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012-proskinitis.blogspot.com

Προφήτις Άννα θυγάτηρ Φανουήλ



site analysis

Η προφήτις Άννα ήταν σημαντική προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από την Φυλή Ασήρ και αξιώθηκε της υψίστης τιμής να δη τον Υιό και Λόγο του Θεού, το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, σεσαρκωμένο. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τον Θεό Λόγο άσαρκο, αφού όλες οι εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, προφήτευσαν την ενανθρώπησή Του και τον ανέμεναν.
Η προφήτις Άννα αξιώθηκε να δη τον Χριστό όταν τον έφερε η Παναγία μαζί με τον Ιωσήφ στον Ναό, σαράντα ημερών βρέφος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν δε ο δίκαιος Συμεών δέχθηκε στην αγκάλη του τον Χριστό, όπως τον είχε πληροφορήσει το Άγιον Πνεύμα, ότι δηλαδή δεν θα αποθάνη πριν να δη τον Χριστό, και είπε το «νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη…», τότε η προφήτις Άννα άρχισε να υμνή και να δοξολογή τον Θεό με δυνατή φωνή και μιλούσε για το «παιδί» σε όλους, όσοι ανέμεναν λύτρωση στην Ιερουσαλήμ. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο ιερός υμνογράφος, η προφήτις Άννα, γεμάτη κατάνυξη και πνευματική αγαλλίαση, υμνούσε τον Χριστό και αναφερόταν στα γεγονότα που θα συμβούν στην ζωή Του, εμεγάλυνε δε και την Θεοτόκο. «Ιερώς ανθωμολογείτο, Άννα υποφητεύουσα η σώφρων και οσία και πρεσβυρά τω Δεσπότη εν τω ναώ διαρρήδην, την Θεοτόκον δε ανακηρύττουσα, πάσι τοις παρούσιν εμεγάλυνεν».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχολιάζοντας τον παραπάνω ύμνο λέγει, μεταξύ των άλλων, και τα εξής αξιοπρόσεκτα:
1. Ότι «αυτή η Άννα, η θυγατέρα του Φανουήλ, γεμάτη αγαλλίαση προσευχόταν και υμνούσε τον Θεό δυνατά και την άκουγαν οι παρόντες σε αντίθεση με την Άννα την μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, η οποία προσευχόταν με σιωπή».
Είναι αποδεκτά από την Εκκλησία και τα δύο αυτά είδη προσευχής. Δηλαδή, όταν προσευχόμαστε κατ’ ιδίαν έχουμε την δυνατότητα να προσευχόμαστε σιωπηλά, ήτοι με τον νου και την καρδιά μας. Ενώ στις λατρευτικές Συνάξεις, ήτοι στις ιερές Ακολουθίες και στην θεία Λειτουργία, οι ύμνοι και οι προσευχές, ψάλλονται και αναγινώσκονται δυνατά και εις ευήκοον πάντων, ούτως ώστε να συμμετέχουν όλοι οι παρόντες.
2. Ότι άλλο πράγμα είναι το προφητεύω και άλλο το υποφητεύω. Προφητεύω σημαίνει ότι αναφέρομαι σε γεγονότα τα οποία θα συμβούν στο μέλλον, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ υποφητεύω θα πη ότι κάνω λόγο για γεγονότα περασμένα η παρόντα η για γεγονότα τα οποία θα συμβούν μετά από μικρό χρονικό διάστημα.
Η προφήτις Άννα όταν αξιώθηκε να δη το «σωτήριον του Θεού» ήταν ογδόντα τεσσάρων ετών. Παντρεύτηκε στην νεανική της ηλικία, αλλά έζησε με τον άνδρα της μόνον επτά χρόνια και μετά έμεινε χήρα. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, μέχρι τα βαθειά της γεράματα, τα αφιέρωσε στην λατρεία του Θεού και περνούσε τον χρόνο της ζωής της στον ναό με προσευχές και νηστείες «λατρεύουσα νύκτα και ημέραν».
Ο βίος και η πολιτεία της προφήτιδος Άννης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Η οποιαδήποτε διακονία στον Ναό του Θεού και γενικότερα στην Εκκλησία όταν γίνεται ελεύθερα και προ παντός με αγάπη και μεράκι αποτελεί πηγή έμπνευσης, ευλογίας και πνευματικής αγαλλίασης. Επειδή, όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται καταπιεσμένος, αλλά ο,τι κάνει το κάνει προς δόξαν Θεού, μόνον και μόνον γιατί το θέλει και το αγαπά, δηλαδή το πράττει με την καρδιά του, με ευχάριστη διάθεση χωρίς δυσανασχέτηση και γογγυσμό, τότε ελκύει την Χάρη του Θεού, η οποία κατέρχεται στην καρδιά του και του προξενεί γλυκύτητα, χαρά, ειρήνη και πνευματική αγαλλίαση. Ιδιαίτερα, όταν έχη συνηθίσει να προσεύχεται κατά την διάρκεια της όποιας διακονίας του, τότε ο χρόνος της ζωής του αγιάζεται και ο ίδιος αισθάνεται εσωτερική πληρότητα και πνευματική χαρά. Με την ευχάριστη εσωτερική διάθεση, και το υποχρεωτικό γίνεται προαιρετικό. Όταν κανείς θεωρή την διακονία του μέσα στην Εκκλησία ως έργο ευλογημένο και όχι ως καταναγκαστικό έργο, τότε ο λογισμός του παραμένει καθαρός και η ψυχή του γεμάτη ειρήνη. Άλλωστε, είναι παρατηρημένο ότι όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο λιγότερη είναι η κούραση που αισθάνεται κανείς και τόσο μεγαλύτερη η εσωτερική ειρήνη και η χαρά.
Η προφήτις Άννα εξακολουθούσε να διακονή στον Ναό μέχρι τα βαθειά της γεράματα, χωρίς να λογαριάζη κόπους και κούραση, επειδή αγαπούσε πολύ τον Θεό. Αποτέλεσμα δε της αγάπης προς τον Θεό είναι η αγάπη προς τους ανθρώπους, η εσωτερική πληρότητα και η νοηματοδότηση της ζωής. Αυτό θα πρέπη να παραδειγματίση όλους εμάς, που με το παραμικρό κουραζόμαστε, δυσανασχετούμε, αισθανόμαστε καταπίεση και βασανιζόμαστε από λογισμούς φυγής και εγκατάλειψης της προσπάθειας και του αγώνα. Δεν γνωρίζουμε, δυστυχώς, οι περισσότεροι πως να αξιοποιούμε τον χρόνο της ζωής μας και τον σπαταλούμε άσκοπα, λες και θα μπορούσαμε να τον ξαναβρούμε. Ο χρόνος της ζωής μας είναι λίγος και μετρημένος και πρέπει να τον αξιοποιούμε με έργα αγάπης και θυσιαστικής διακονίας και με προσευχή. Ο Μ. Βασίλειος μας λέγει ότι εάν χάσουμε χρήματα μπορούμε να βρούμε άλλα, ενώ «χρόνον εάν απωλέσωμεν, άλλον ευρείν ου δυνάμεθα» και ότι «προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος».
Είναι πράγματι ευχάριστο το γεγονός ότι υπάρχουν και στις μέρες μας άνθρωποι, οι οποίοι παρά το προχωρημένο της ηλικία τους διαθέτουν νεανικό ζήλο και αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους κατά τον καλύτερο τρόπο, με το να θέτουν εθελούσια τον εαυτό τους στην διακονία του Θεού και του «πλησίον». Οι άνθρωποι αυτοί χαριτώνονται από τον Θεό και αποτελούν για το περιβάλλον που ζουν, αλλά και για όλους εκείνους που τους συναναστρέφονται, όαση πνευματική στην έρημο της σημερινής άφιλης κοινωνίας και πηγή έμπνευσης, χαράς και ευλογίας.
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Υπαπαντή: η Ορθόδοξη γιορτή της Μητέρας στις 2 Φεβρουαρίου



site analysis


Κάποτε, η γιορτή της Μητέρας γιορταζόταν στην χώρα μας την Υπαπαντή… μακάρι και πάλι να επανέλθει αυτή την μέρα, που μας ταιριάζει περισσότερο, ως Ορθόδοξους Έλληνες.

Υπαπαντή: τέτοια μέρα ορίστηκε πρώτη φορά να τιμάται η μητέρα στην Ελλάδα το 1929. 
Με τα χρόνια όμως και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η γιορτή μεταφέρθηκε στη 2η Κυριακή του Μαΐου, όπως εορταζόταν τότε και στην Αμερική.

Γιατί αυτή η αλλαγή;… ήταν μάλλον μέσα στα πλαίσια του «αμερικανικού ονείρου» και της τάσης προς εμπορευματοποίηση ακόμα και των πιο ευαίσθητων αισθημάτων…

Κάνοντας μια μικρή ιστορική αναδρομή, θα δούμε ότι από τα αρχαία χρόνια υπήρχε καθιερωμένη εορτή προς τιμήν της Μητέρας. 

Για ένα πρόσωπο όμως τόσο σημαντικό για την ζωή του κάθε ανθρώπου, ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αξίζει να τιμάται ακόμα και κάθε μέρα. Η καθιέρωση ειδικών «ημερών» είναι ένας φορμαλισμός όχι απαραίτητος για να της εκφράσουμε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη μας.

Θα σταθώ λίγο στην αλλαγή της ημέρας εορτασμού της Μητέρας, από την Υπαπαντή στην 2η Κυριακή του Μαΐου.

Θεωρώ πως οι καταβολές μας ως λαός και η Ορθόδοξη πίστη, που είναι και το κυρίαρχο θρήσκευμα στην Ελλάδα, μας συνδέουν περισσότερο με την ημέρα της Υπαπαντής.

Η Παναγία είναι εκείνη που επικαλούμαστε όλοι σε δύσκολες στιγμές της ζωής μας, όσο και αν επιφανειακά δεν θεωρούν όλοι τον εαυτό τους συνειδητό πιστό. Αυτό είναι ένα βίωμα που μεταγγίζεται από τη μάνα στο παιδί της και η κραυγή «Παναγία μου!…» βγαίνει εντελώς αυθόρμητα σε κρίσιμες ώρες.

Η Παναγία είναι εκείνη στην οποία θα προστρέξει και η μάνα που πονά για το παιδί, από την εγκυμοσύνη ακόμα, μέχρι την γέννα, το μεγάλωμά του και κάθε δύσκολη στιγμή.

Οι γυναίκες που ευτύχησαν να γίνουν μάνες νιώθουν την μεγάλη συγκίνηση που τους διακατέχει όταν, βγαίνοντας αλώβητες από την πορεία της εγκυμοσύνης και του τοκετού και αφού έχουν διαβεί και τις πρώτες σαράντα μέρες της προσαρμογής μητέρας και βρέφους στην νέα οικογενειακή κατάσταση… η μητέρα φέρνει το παιδί της στην Εκκλησία για να ευλογηθούν και οι δύο και ταυτόχρονα να γίνει η πρώτη έξοδος από το σπίτι και η είσοδος του νέου μέλους στην κοινωνία του Θεού των ανθρώπων.

Αυτή η τόσο σημαντική ημέρα για το ζεύγος μητέρας- παιδιού καθώς και η στήριξη της Παναγίας Μάνας σε όσες μητέρες επικαλούνται την Χάρη Της, δικαιολογούν τον εορτασμό και την τιμή της Μητέρας κατά την Υπαπαντή, δηλαδή τον Σαραντισμό του ίδιου του Βρέφους Ιησού.

Θα ήταν μεγάλη ευλογία να γινόταν ευρύτερα γνωστή αυτή η μέρα ως ημέρα τιμής της Ελληνίδας Ορθόδοξης μητέρας…

Ας έχουμε όλες οι μανούλες την στήριξη, τον φωτισμό και την ενδυνάμωση που χαρίζει η Παναγία μας, που αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του Θεού και ας είναι το πρότυπό μας και η καταφυγή μας.