Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

Αυτό που θα μας σώσει είναι η πίστη στον Χριστό κ όχι η μόρφωσή μας.



site analysis



Κάποια αγράμματη αλλά ευσεβής γιαγιά, πήγε μια μέρα στην Εκκλησία κ άκουσε τον ιεροκήρυκα να λέει :
--- Αυτός που δεν διαβάζει την Αγία Γραφή, δεν θα σωθεί !
Η γιαγιά μόλις άκουσε το λόγο αυτόν χλώμιασε, απογοητεύτηκε κ γυρίζοντας σπίτι, λέει στην κόρη της :
--- Παιδί μου θα κολαστώ, διότι δεν διαβάζω την Αγία Γραφή !

Η κόρη της προσπάθησε να την καθησυχάσει, αλλά ματαίως......
Μια μέρα, αποφάσισε η γιαγιά να πάει σε έναν φωτισμένο γέροντα, για να την βοηθήσει . Η γιαγιά μόλις τον είδε, του λέει :
--- Πάτερ μου, δεν θα σωθώ, διότι δεν διαβάζω την Αγία Γραφή, διότι είμαι αγράμματη !
Ο γέροντας όμως την καθησύχασε κ της είπε :
- Κ πώς σώθηκαν τόσοι κ τόσοι αγράμματοι άνθρωποι γιαγιά ; Μάλιστα έχουμε κ Αγίους, που ήταν τελείως αγράμματοι ! Αυτοί πως σώθηκαν ; Τα γράμματα δεν σώζουν, αλλά ούτε κ η αμορφωσιά κολάζει .
Λοιπόν γιαγιά, θα κάνεις το εξής : Θα παίρνεις το Ευαγγέλιο, θα το ανοίγεις στην πρώτη σελίδα, θα βάζεις την παλάμη σου πάνω στο Ευαγγέλιο κ μετά θα πηγαίνεις στο εικονοστάσι κ θα λες την εξής προσευχή : '' Χριστέ μου, αυτά που γράφεις στο Ευαγγέλιο, βάλτα μέσα στην καρδιά μου !' ".Την άλλη μέρα θα βάζεις την παλάμη σου στην δεύτερη σελίδα κ.ο.κ.
Η γιαγιά εφάρμοσε κατά γράμμα τα λόγια του γέροντα για αρκετούς μήνες . Μια μέρα στο σπίτι παίζανε τα εγγονάκια της κ άρχισαν να μιλάνε άσχημα κ να κατακρίνουν .
Η γιαγιά το άκουσε κ τα παρατήρησε, λέγοντάς τα : --- Παιδιά μου, μην κρίνετε για να μην κριθείτε ! Κόκκαλο η κόρη της !
--- Μάνα, αυτό που είπες, από που το άκουσες κ το είπες ; Αυτό το λέει το Ευαγγέλιο, εσύ δεν ξέρεις γράμματα, ποιός σου το είπε ;
--- Παιδί μου, δεν το άκουσα από κάπου, αλλά βγήκε μέσα από την καρδιά μου !
Από την στιγμή εκείνη, άρχισε η γιαγιά να αναπαράγει λόγια του Ευαγγελίου, χωρίς να το καταλαβαίνει ! Η γιαγιά επειδή έκανε υπακοή στον γέροντα με πίστη κ απλότητα, άρχισε ο Χριστός να εμφυτεύει τα λόγια του Ευαγγελίου στην καρδιά της !
Αυτό που θα μας σώσει είναι η πίστη στον Χριστό κ όχι η μόρφωσή μας. Εξάλλου ο Χριστός, επέλεξε αγράμματους ανθρώπους για Μαθητές Του, για να δείξει, ότι μπορεί να σε κάνει πάνσοφο, ακόμα κ αν είσαι αγράμματος, αρκεί να έχει κανείς πίστη κ ταπείνωση.......
~ Γέροντας Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα ~
Ευλογημένη Κυριακή από το Θεό ! Ο Θεός μαζί μας ! Αμήν  Αμήν Αμην

ΦΙΛΟΙ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΣΑΛΙΚΗ

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Η θυσία της δασκάλας για να σωθούν τα παιδιά από την πείνα της κατοχής.



site analysis

 Ένα συγκινητικό μάθημα από ήρωες εκπαιδευτικούς, που δεν έγραψε ποτέ η ιστορία



  Στην καρδιά της Κατοχής άρχισαν τα συσσίτεια του Ερυθρού Σταυρού στα σχολεία, αφού τα παιδιά υπέφεραν από υποσιτισμό και πέθαιναν κατά χιλιάδες.

  Η διανομή του συσσιτίου ήταν και ένα επιπλέον κίνητρο για την παρουσία στο σχολείο, καθώς όποιος έλειπε έχανε τη μερίδα του και συχνά, αυτό σήμαινε ότι την έχανε και η οικογένειά του. 
 Το μενού ήταν φτωχό και τις περισσότερες ημέρες το ίδιο. Όταν υπήρχε κάτι διαφορετικό ή κάτι επιπλέον, η μέρα γινόταν ξεχωριστή.
   Παρά τις κακουχίες η παιδική διάθεση για παιχνίδι δεν έλειπε, όπως μαρτυρά το απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς, «Ο καιρός της Σοκολάτας».
  Μια στάλα γλυκόζη ήταν πολυτέλεια για τα κοκκαλιάρικα παιδιά της κατοχής. Όμως, ήταν και αφορμή για σκανδαλιά από το πειραχτήρι της τάξης, που δεν εκτίμησε την αυτοθυσία της δασκάλας να μοιράσει το μερίδιό της στους μαθητές. Ο μικρός δεν τιμωρήθηκε, αλλά πήρε πικρό μάθημα. Ακολουθεί το απόσπασμα: «Από το δικό μου, κυρία!» «….. Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. ‘Ηταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά. Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. «Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου.

  «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;» «Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου», δήλωσα ορθά κοφτά. «Το ίδιο κι εγώ», φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου. Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο. Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή. ‘Ωσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. «Γλυκόζη» το είπαν.
     Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους. ΄Ενα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Τι συμβαίνει παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα. Κέντρο Γάλακτος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. 1942-43 Κέντρο Γάλακτος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. 1942-43 Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά. «Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του- «πειραχτήρης» ήταν το παρατσούκλι του – να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του.
     Ο άλλος έγνεψε «ναι». Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ’ αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. ‘Υστερα τ’ αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι. 
‘Οταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα. Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε.
   Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι. «Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα. «Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη», χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!» Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι. Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της… 
   ‘Υστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. «Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ’ όνομα του Θεού!», είπε ξέπνοα. «Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είν’ αμαρτία!» Την πήραν πάλι τα δάκρυα. 
Κι έκλαιγε, έκλαιγε… Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο.
    Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!» Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε… » Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Ο καιρός της σοκολάτας» (2012) της Λότης Πέτροβιτς. Εκδόσεις Πατάκη Πηγή φωτογραφιών: Βούλα Παπαϊωάνου, μουσείο Μπενάκη... 

Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Αγγελική (Κούλα) Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη -H αρχόντισσα των Ιωαννίνων- (1925 – 2019)



site analysis



Γράφει ο Βασίλης Μαλισιόβας

Το Σάββατο 16 Μαρτίου στις 8.30 το πρωί αναχώρησε γαλήνια για το μεγάλο ταξίδι προς την αιωνιότητα η αρχόντισσα κυρά Αγγελική (Κούλα) Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη, η οποία ήδη αναπαύεται στη γη των Ιωαννίνων, που τόσο αγάπησε και εξύμνησε.

Πέρα από τη θλίψη και τον πόνο που η απώλειά της προκαλεί στους οικείους και τους φίλους της, ο θάνατός της σηματοδοτεί ένα μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό στο πολιτισμικό κεφάλαιο της πόλης, αλλά και της Ηπείρου γενικότερα.

«Ο κόσμος λώβιασε απ’ τον παρά…»

Πριν από αρκετά χρόνια, όταν είχα αποφασίσει να ασχοληθώ συστηματικά με τη συγγραφή ενός ηπειρώτικου λεξικού, είχα δοκιμάσει μια μεγάλη πικρία όταν κάποιος συμπατριώτης μας, ούτε λίγο ούτε πολύ, μου είπε ευθέως: «Και γιατί να σας βοηθήσω να συγκεντρώσετε παλιές λέξεις; Εγώ τι όφελος θα έχω; Εσείς προφανώς θα βγάλετε λεφτά απ’ αυτό…».

Δεν θα με ενοχλούσε αυτό αν το έλεγε ένας εμπαθής ολιγογράμματος. Δυστυχώς, ο άνθρωπος αυτός όχι απλώς είχε πανεπιστημιακή μόρφωση, αλλά κατείχε και μια κομβική θέση στην εκπαίδευση. Το μόνο που του είπα ήταν ότι, αν υπολόγιζα σε χρήματα τις χιλιάδες ωρών που δαπάνησα γι’ αυτόν τον κοινωφελή σκοπό, θα έπρεπε να είμαι πλούσιος. Φυσικά, ούτε ευρώ δεν έχω λάβει από κάποια χορηγία, αλλά ούτε και προσδοκώ σε οικονομικό όφελος απ’ την προσπάθεια.

Λίγες μέρες μετά, κάποιος φίλος Γιαννιώτης μού μίλησε για την Κούλα (Αγγελική) Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη. Μου είπε ότι ξέρει όσο ελάχιστοι το τοπικό ιδίωμα, έχει απίστευτη διαύγεια πνεύματος, αλλά και είναι πρόθυμη να βοηθήσει με χαρά όποιον της το ζητάει. Της τηλεφώνησα αμέσως και της μίλησα γι’ αυτό που κάνω.

«Παιδί μου, εγώ πώς να σε βοηθήσω; Τι ξέρω εγώ…», είπε με μια αμηχανία, αλλά και με μια γλυκύτητα που διαπερνούσε την τηλεφωνική γραμμή.

«Αν θέλετε, μπορείτε να με βοηθήσετε. Εσείς γνωρίζετε όσο ελάχιστοι την ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων, αλλά και πολλά στοιχεία για την καθημερινότητα εκείνης της εποχής… Δεν το λέω με καμία διάθεση κολακείας, αλλά οι γνώσεις σας για το θέμα είναι πολύτιμες…».

Ο πάγος είχε σπάσει. Εκείνη τη στιγμή κατακτήθηκε μια σχέση πραγματικά μοναδική, που ξεπερνούσε αυτή μεταξύ ερευνητή και χρονομάρτυρα. Χείμαρρος η κυρα-Κούλα, έλεγε τη μία ιστορία πίσω απ’ την άλλη. Μιλούσε με πάθος και νοσταλγία γι’ αυτά που έζησε και που ισοπέδωσε ο χρόνος…

Κάποια στιγμή, μιας και πλέον είχα μεγάλη οικειότητα μαζί της, την ένιωθα δικό μου άνθρωπο, συγγενή μου μπορώ να πω, της εκμυστηρεύτηκα τη συνομιλία με τον άνθρωπο αυτόν που αρνήθηκε να μιλήσει για το ιδίωμα της περιοχής του, με το επιχείρημα ότι αυτός δεν θα έχει κάποιο όφελος.

Μόλις τελείωσα την εξιστόρηση, η απολύτως εύστοχη γνωμοδότηση της κυρα-Κούλας με άφησε άφωνο: «Λώβιασε ο κόσμος απ’ τον παρά!», δηλαδή η κοινωνία μολύνθηκε απ’ το χρήμα. Ήταν μία απ’ τις κορυφαίες αποτυπώσεις της θυμοσοφίας της, και βέβαια έχει ήδη αποθησαυριστεί στο Ηπειρώτικο Λεξικό.
Μια ζωή μυθιστορηματική

Σεβόμενος την ιερή ιδιωτικότητα και εχεμύθεια των συνομιλιών μας, κατέγραφα μόνο όσες πληροφορίες έχουν γενικότερο ενδιαφέρον. Παρά την προχωρημένη ηλικία της, διέθετε κατά τεκμήριο αξιοθαύμαστη πνευματική διαύγεια. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι πριν από λίγο καιρό αρθρογραφούσε τακτικά στην εφημερίδα «Πρωινός λόγος», με θέματα που αφορούσαν τη ζωή κατά τις περασμένες δεκαετίες, την τοπική ιστορία, αλλά και προβληματισμούς για τα ζητήματα της σύγχρονης εποχής.

Η κυρα-Κούλα Τζαλμακλή Χατζηγιάννη, η θετή μου γιαγιά (δική της η προτροπή «να με θεωρείς γιαγιά σου, όπως κι εγώ εσένα σε βλέπω σαν τον μεγάλο εγγονό μου»), γεννήθηκε το 1925 στα Γιάννενα. Έζησε σε χρόνια πραγματικά ταραγμένα. Η πόλη των Ιωαννίνων είχε απελευθερωθεί μόλις πριν από 12 χρόνια (οι γονείς και οι παππούδες της είχαν γεννηθεί επί Τουρκοκρατίας), ενώ ζούσαν και δραστηριοποιούνταν αρκετοί Εβραίοι αλλά και Τουρκογιαννιώτες (εκχριστιανισθέντες οι περισσότεροι εξ αυτών). Με χαρά και συγκίνηση μού έλεγε για έναν φίλο της Εβραίο, συμμαθητή της στα Γιάννενα, ο οποίος το 1950 μετεγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Ισραήλ. Της τηλεφωνούσε τακτικά μέχρι πριν από τρία χρόνια (οπότε πέθανε), γιατί ήθελε να αναπολούνε τα περασμένα. Μιλούσαν με τις ώρες.

Η κυρα-Κούλα, γέννημα-θρέμμα Γιαννιώτισσα, πήγε σχολείο το 1932, στο Α΄ Δημοτικό, το Καπλάνειο. Θυμάται σαν να ήταν χθες τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές της, τους δασκάλους της, το κτίριο του σχολείου, χαρές και λύπες εκείνης της εποχής.

Ήταν ασυμβίβαστη από μικρό κορίτσι. Το έλεγε ανοιχτά πως ήδη από το δημοτικό σχολείο δεν την ενδιέφερε η ιδέα να είναι μια καλή μαθήτρια. Το ίδιο έκανε και στο γυμνάσιο. Ταυτόχρονα όμως αγαπούσε πολύ το διάβασμα. Εκ πρώτης όψεως οξύμωρο, όμως για όποιον την ήξερε ήταν απολύτως φυσιολογικό. Η κυρα-Κούλα ήταν ένας άνθρωπος που κοιτούσε την ουσία, όχι τους τύπους. Σε εποχές πάρα πολύ δύσκολες, η ίδια πήγαινε κόντρα στο ρεύμα και έκανε αυτό που τη γέμιζε ψυχολογικά και πνευματικά. Μεγάλωσε με αγάπη, την οποία την ανταπέδωσε αφειδώς όχι μόνο στα μέλη της υπέροχης οικογένειας που η ίδια δημιούργησε (με συνοδοιπόρο τον αείμνηστο Κώστα Χατζηγιάννη), αλλά και σε όποιον την προσέγγιζε.

Η αγάπη της για το διάβασμα (κυρίως για λογοτεχνικά και ιστορικά βιβλία) απέδωσε πλούσιους καρπούς, αφού έγινε επιτυχημένη επιχειρηματίας, αλλά και απέκτησε ζηλευτή ευρυμάθεια και ένα αξιοσημείωτο ταλέντο στο γράψιμο. Πέρα από το αξιόλογο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Στα Γιάννενα σάς γκιζερώ του περασμένου αιώνα», αρθρογραφούσε τακτικά στον τοπικό Τύπο, ενώ πολλοί ήταν οι εκπαιδευτικοί, οι ερευνητές και οι δημοσιογράφοι που της είχαν πάρει συνεντεύξεις, αξιοποιώντας τις μοναδικές γνώσεις της για τη ζωή κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.

Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά και πρόεδρος του Συλλόγου Παλαιών Γιαννιωτών, μιας και τα Γιάννενα ήταν πάντα ενθρονισμένα στην καρδιά της. «Τ’ς κ’βέντις πο’ ‘λιγαν οι παλιοί ιγώ τ’ς έβανα στ’ν τσέπη μου…», μου έλεγε συχνά, δηλαδή πάντα έδειχνε ενδιαφέρον και αποτύπωνε στο μυαλό της όσα άκουγε απ’ τους ηλικιωμένους, ήδη από τότε που η ίδια ήταν παιδί.

Ας μην μακρηγορήσω όμως άλλο επ’ αυτού. Θέλω να δώσω τον λόγο στην υπερπολύτιμη πληροφορήτρια κυρα-Κούλα, η οποία αναπολεί τα μαθητικά της χρόνια μιλώντας στο τοπικό ιδίωμα: «Τα γκυδώνια τ’ αγοράζαμαν στου μπακάλη ένα πινηνταράκι (50 λεπτά, μισή δραχμή) κι τα ’πιρναμαν στου σκουλειό για κουλατσιό… Άμα τ’ αγόραζαμαν μισιακό (εξ ημισείας) ή θέλαμαν να δώκουμι κι στ’ φιλινάδα μας, του βαράγαμαν στουν κιουσέ (γωνία) για να κουπεί στ’ μέση... Έτρεχαν τα ζ’μιά απ' του γκυδώνι κι λιρώνουνταν ου τοίχους, σα να είχι λιρουθεί από καφέ... Αυτά γένουνταν προυπουλιμικά στα Γιάννινα, το 1937...».

Τα πάντα ήταν τότε διαφορετικά στα Γιάννενα: «Τα παλιά τα χρόνια, πήγιναν μι βάρκις στ' μεσόλιμνη κι έπιρναν νιρό για πιει (πόσιμο). Ήταν δάκρυ του νιρό (πεντακάθαρο). Σηκώνονταν πέντι η ώρα του πρωί, για να ’ναι καθαρό, να μην τ’ ανακατεύουν τα κουπιά απ’ τς βάρκις...». Φυσικά, πήγαιναν με βάρκες μακριά από τις όχθες, περίπου στο μέσον της λίμνης, όπου αναβλύζει νερό, και μάλιστα το πωλούσαν. Ένας από αυτούς τους νερουλάδες ήταν και ο Εβραίος Σιλομό (Σολομών). Ένας καλοκάγαθος και ταλαιπωρημένος άνθρωπος, όπως τον θυμούνται οι παλιοί Γιαννιώτες. Μάλιστα, σύμφωνα με τις αφηγήσεις τους, επειδή πάντα κρατούσε δυο γκιούμια (κουβάδες) με νερό, είχε ασταθές βάδισμα λόγω του μεταφερόμενου βάρους. «Σιλομό, μια στράτα», ήταν η παραγγελία προς τον νερουλά Σιλομό. «Ίσια (αμέσως), πασιά μ’...», απαντούσε αυτός. «Για πηρέτιου (δηλ. για οικιακή χρήση) μάς ήφιρνι ου Σιλουμός νιρό απ’ τη μεσόλιμνη... Αυτόν τουν πείραζαν τα πιδιά, αλλά αυτός ήταν καλός, γιλούσι ου καημένους...».

Όμως ο χρόνος κυλάει, έχει ήδη ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα Γιάννενα είναι υπό ιταλική κατοχή, η μικρή Αγγελική μαθαίνει υποχρεωτικά ιταλικά…

«Ιμείς κάθουμασταν στου κάστρου στα Γιάννινα… Τότι του ’40 μάθιναμαν κι Ιταλικά στου σκουλειό… Ιγώ θ’μάμι ακόμα ικειό του βιβλίου του ιταλικό: Il primo libro. Πάει να πει ‘του πρώτου βιβλίου’... Ιγώ είχα μάθει καλά Ιταλικά... Τα Γιάννινα είχαν ιταλική κατουχή, ήταν Ιταλοί ιδώ... Θ’μάμι κάπουτι είχι έρθει ένας Ιταλός απ’κάτ’ απ’ του σπίτι κι φώναζι... Ιγώ κατάλαβα ότι ήθιλι να έρθει στου σπίτι... Μου ’πι ου πατέρας μ’ κι άν’ξα τ’ν πόρτα... Ξέρ’ς τι ήθιλι αυτός; Ήθιλι να βρει ένα σπίτι, να έχει παρέα για να τρώει του βράδυ... Θ’μάμι μας έδ’χνι κι μία φουτουγραφία μι του πιδί τ' κι έσκουζι (έκλαιγε)! Καλός άνθρουπους... Είχι έρθει κι άλλις φουρές για να φάει βράδυ στου σπίτι... Θ’μάμι τότι πο’ ’φ’γαν οι Ιταλοί για τ’ν Αλβανία, τουν είδαμαν κι αυτόν τουν έρ’μου μ’ ένα χειράμαξου, κ’βάλαγι πυρουμαχικά... Κι πάει μ’ αυτό στ’ν Αλβανία! Δεν τουν ματάειδαμαν απού τότι...».
Περασμένα κι αξέχαστα…

Η Κούλα Τζαλμακλή-Χατζηγιάννη με βοήθησε να έρθω σε επαφή και με άλλους πληροφορητές (μία εξ αυτών, η οποία απεβίωσε, είχε γεννηθεί πριν ακόμη απελευθερωθούν τα Γιάννενα από τους Τούρκους), όμως μόνο αυτή είχε αποδεδειγμένα τόσο ισχυρή μνήμη, κυρίως όμως διάθεση να βοηθήσει την έρευνα, χωρίς ποτέ να δυσανασχετήσει. Της τηλεφωνούσα για να τη ρωτήσω παλιές, δυσερμήνευτες λέξεις και η απάντησή της τις περισσότερες φορές ήταν η εξής: «Αχ, τι θυμήθηκα τώρα…». Η νοσταλγία κυριαρχούσε και το ταξίδι πίσω στον χρόνο επαναλαμβανόταν άπειρες φορές.

Θυμόταν από μνήμης πολλά παραδοσιακά τραγούδια. Για παράδειγμα: «Έσκασε το χειλάκι μου σε πέντε-δέκα τόπους. Μήν’ (μήπως) από το γκιντέρι (καημός) μου, μήν’ από τους ανθρώπους;». Άλλο: «Στα Γιάννενα, στον Κουραμπά, έχω ένα χελιδόνι, παρακαλώ τη γειτονιά να μη μου το μαλώνει».

Η αφήγησή της χαρακτηριζόταν από έντονη οπτικοποίηση και θεατρικότητα. Μια μέρα τής είπα ότι ανησύχησα που δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Η απάντησή της: «Τι κιαμέτι (θεομηνία, κατακλυσμός) ήταν αυτό σήμιρα του προυί… Γης κι ουρανός ένα! Δε φαίνουνταν τίπουτα! Κόπ’κι του ρεύμα, χάλασαν κι τα τηλέφουνα...».

Τα λεγόμενά της πάντα είχαν ισχυρό συναισθηματικό φορτίο και λογοτεχνική χροιά, ακόμα κι όταν αφορούσαν τετριμμένα πράγματα. «Αυτά τα λιλέκια (πελαργοί) έρθουντι ιδώ κι γιννάν’... Τότι π’ μιγαλώνουν τα π’λιά, του χινόπουρου, φεύγουν κι ματάρθουντι του Μάρτη... Είνι σαν τα πιδιά, π’ μιγαλώνουν κι φεύγουν... Ιμείς οι γιρόντοι μαναχά κάθουμαστι ιδώ... Δεν πααίνουμι π’θινά...».

«Είχι πουλύ αέρα ιχτέ… Βόγκαγι η λίμνη ιδώ στα Γιάννινα… Σήμιρα έπισι ου αέρας κι λάρουσι (γαλήνεψε) η λίμνη… Κι στα χρόνια τα θ’κά μ’ έλιγαν ότι άμα άρχιζι ου αέρας κι βόγκαγι η λίμνη 'Μπαστί έρ’ξαν!' (έπνιξαν νόθο παιδί)…. Κι άμα δεν το ’βγανι στ’ς 24 ώρις, έλιγαν στ’ς τρεις μέρις θα του βγάλει...»
Καλονοικοκυρά και υπέρκομψη

Η κυρα-Κούλα, εκτός από τα άλλα ταλέντα της, ήταν άριστη νοικοκυρά. Χρυσοχέρα κυριολεκτικά. Κυρά κι αρχόντισσα παλαιάς κοπής. Ακόμη κι όταν είχε σοβαρά προβλήματα με τα πόδια, μετακινούνταν με το μπαστούνι μέσα στο σπίτι για να φτιάξει ένα μερακλίδικο φαγητό ή γλυκό του παλιού καιρού. Κεντούσε κι έπλεκε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Οι δικοί της τής έλεγαν να μην κουράζεται, όμως αυτή θεωρούσε αδιανόητο να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα.

Στο σπίτι της είχε σε περίοπτη θέση ένα παλιό βιβλίο με τίτλο «Η κοινωνική συμπεριφορά στο τραπέζι», το έδειχνε με καμάρι σε όλους.

Η φινέτσα και το καλό γούστο επίσης χαρακτήριζαν την αείμνηστη. Σε μια αφήγησή της μου έλεγε το εξής: Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, οι καλές μοδίστρες στα Γιάννενα δεν αναλάμβαναν να ράψουν ρούχα από κακής ποιότητας υφάσματα (για παράδειγμα που «δεν έχυναν» καλά, δηλ. δεν έκαναν ωραίες πτυχώσεις), αλλά παρέπεμπαν τις υποψήφιες πελάτισσες σε νεόκοπες μοδίστρες, που μόλις «είχαν πάρει ψαλίδι». «-Να του πας στ’ Μαριγούλα να σ’ του ράψει αυτό του ύφασμα... -Για τα μούτρα τ’ς το 'χου... Θα του δώκου σι τιρζίνα (μοδίστρα) να μ’ του ράψει!». «Δε γένισι καλή τιρζίνα άμα σκιάζισι του ψαλίδι... Όλη η μαστουριά είνι στου κόψιμου... Οι τιρζίνις μάς έραβαν ό,τι χρειάζουμασταν... Τα παλιά τα χρόνια δεν ήταν έτοιμα ρούχα... Όταν ήρθαν τα έτοιμα τα ρούχα στα Γιάννινα, ούι τι χαρά κάναμαν... Θ’μάμι είχι ανοίξει ένα μαγαζί π' πούλαγι ζακέτις, μπλούζις για τ'ς γ’ναίκις...».
Η ζωή στο χωριό

Η αείμνηστη Αγγελική θυμόταν με απίστευτες λεπτομέρειες τη ζωή στο χωριό της, τον παππού και τη γιαγιά στο Καπέσοβο. Πήγαινε κάθε καλοκαίρι όταν ήταν παιδί, ενώ και όλη το διάστημα της Κατοχής το πέρασε οικογενειακώς εκεί. Μεταφέρω αυτούσιες τις αφηγήσεις της: «Τότι π’ δούλιβαν οι ιργάτ’σσις στ’ αμπέλι, πήγινι η κυραμάνα (γιαγιά) κι τ’ς έβανι κάτι στου στόμα (λίγου λουκούμι, κανιά καραμέλα), σι ώρις τακτικές… Όχι κάθι λίγου κι λιγάκι… Κάτι τι να τ’ς βάλει στου στόμα… Κι άμα έπιαναν τ’ν κουβέντα οι ιργάτ’σσις, δεν τ’ς μάλουνι, αλλά τ'ς έλιγι: ‘Αναγκάστι (βιαστείτε), κουπέλις! Ψια (λίγο) μι χέρια...’. Αυτό έλιγι...».

«Μι τουν καρβιλιάρη (ξύλινο φτυάρι για τον φούρνο) έβαναν του ψουμί ουλόβουλου (ολόκληρο) κι… ταγκ! Το ’ρ’χναν στ' μαυρόπλακα κι ψένουνταν… Η κυραμάνα μ’ (γιαγιά) έφκιανι χάσικου ψουμί (από καθαρό σταρένιο αλεύρι)... Χασικούρα... Καταΐσιου... Στ’ν πλάκα τα καρβέλια, μι τουν καρβιλιάρη... Κι δεν το ’κουβι μι του μαχαίρι, φέτις... Του τσάκ’ζι στου γόνατου... Ταγκ! Κόβουνταν μιγάλου κουμμάτι, του μ’σό του καρβέλι! Κι τρώγαμαν ιμείς τ’ αγγόνια... Προυτού τουν πόλιμου (ενν. 1940) αυτά π’ σ’ λέου...».
«Είμαι μεγαλύτερη… απ’ όλες τις συμμαθήτριές μου!»

Ένα άλλο χάρισμα της κυρα-Κούλας ήταν το πραγματικά μοναδικό χιούμορ της. Μια μέρα μού είπε: «Εγώ είμαι μεγαλύτερη απ’ όλες τις συμμαθήτριές μου, και μάλιστα πολλά χρόνια!». Δεν το κατάλαβα, θεώρησα απορίας άξιο πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό. «Αχ, Βασίλη μου… Οι συμμαθήτριές μου είναι μικρότερες από μένα γιατί την κρύβουν την ηλικία τους, ενώ εγώ τη λέω ξεκάθαρα! Τα έζησα τα χρονάκια μου, γιατί να τα κρύψω όπως κάνουν αυτές; Τις προάλλες, μπροστά μου κιόλας, μια παλιά μου συμμαθήτρια έκρυβε πέντε χρόνια… Δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό που κάνουν είναι γελοίο;».

Από το ανεπανάληπτο χιούμορ της δεν γλίτωνε κανείς, ακόμη κι αν επρόκειτο για πρόσωπα που έζησαν πριν από χρόνια. «Ικειά τα χρόνια είχαν πέραση οι άσπρις κι οι παχιές, μι τ’ άσπρα τα μούτρα… Καμάρουναν οι θ’κοί τ’ς... Οι γ’ναίκις άλειφαν τα μούτρα μι σουλμά (ιδιοπαρασκευασμένο καλλυντικό, κρέμα προσώπου)… Ήταν φκιασίδι... Έφκιαναν του μούτρου σα να ’ταν ασβιστουμένου! Σαν προυσουπίδις (μασκαράδες των Απόκρεω) γένουνταν! Δεν ήταν ούτι να γιλάσουν, ούτι να κρίνουν (μιλήσουν), γιατί έσκαγι του μούτρου! Ου σουλμάς ήταν άσπρους... Σα να τ’ς είχις αλείψει μι γιαούρτι πρόβειου! Σα ρ’ζόγαλου ήταν τα μούτρα τ’ς! Άμα τ'ς ήβλιπις χουρίς σουλμά, ήταν καταζαρουμένις...».
Αξιοθαύμαστη γενναιότητα μπροστά στις δυσκολίες

Χωρίς υπερβολή θα μπορούσε να γραφτεί ένα ολόκληρο βιβλίο μόνο για να καταγράψει το ψυχικό σθένος αυτής της γυναίκας. Δεν λύγισε στις απάνθρωπες δυσκολίες της Κατοχής, στα δεινά του Εμφυλίου, στην πείνα και την εξαθλίωση. Όλα αυτά τα αντιμετώπιζε με ένα πείσμα μοναδικό, με μια περηφάνια αξιοζήλευτη. Δεν διαμαρτυρόταν για τα πόδια που την πονούσαν. «Ε, τι να κάνουμε… Μεγάλοι είμαστε… Ο σιούμπασης (αρχηγός, μεταφορικά το μυαλό) να ‘ναι καλά, αυτό είναι το παν…», έλεγε γελώντας.

Ούτε όμως κι ο μέγας και έσχατος εχθρός όλων μας, ο θάνατος, τρόμαζε την κυρα-Κούλα. Τον αντιμετώπιζε με αξιοπρέπεια και λεβεντιά, για να μην πω με περιφρόνηση. Όταν ο Χάρος θέρισε ξαφνικά τον λατρεμένο γιο της Γιώργο, η μητέρα του τον θρήνησε μεν και η θλίψη φώλιασε για πάντα στην ψυχή της, αλλά δεν την ισοπέδωσε. Τραυματισμένη ψυχολογικά, με πόνο ανείπωτο στην καρδιά, όμως ορθοπόδησε και πάλι, για χάρη των δικών της ανθρώπων.

Με μελαγχολία μού μιλούσε για το ότι «έφυγαν» οι περισσότεροι συνομήλικοί της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει συνομιλητή για να μιλήσει στο τοπικό ιδίωμα.

Στα κείμενα που έγραφε κάθε βδομάδα στον τοπικό Τύπο αποτύπωνε τους προβληματισμούς του πολίτη που αγωνιά για την τύχη του τόπου του, όχι μόνο της πόλης του, αλλά και της χώρας του συνολικά. Πριν από λίγα χρόνια μού είχε πει: «Βασίλη μου, τα πράγματα σήμερα είναι χειρότερα κι απ’ την Κατοχή! Τότε ξέραμε ποιον έχουμε απέναντί μας, ποιον πολεμάμε… Σήμερα είναι αόρατος ο εχθρός. Τότε είχαμε ένα όραμα. Ειδικά όταν άρχισε να διαφαίνεται η νίκη των συμμάχων, είχαμε όλοι μια ελπίδα, ότι θ’ απελευθερωθούμε και θα καλυτερέψει η ζωή μας… Ενώ σήμερα ο κόσμος είναι απελπισμένος, η κατάσταση χειροτερεύει μέρα με τη μέρα…».
Πολύτιμο φυλαχτό η ευχή της!

Το Σάββατο 9 Μαρτίου, παραμονή της Τυρινής, ήμουν στο σπίτι της κυρα-Κούλας, στη Ζωοδόχο. Ηλιόλουστη η μέρα, οπότε ήπιαμε τον καφέ στην αυλή. Η κυρα-Κούλα απολάμβανε τη φροντίδα και την αγάπη των ανθρώπων της και αγνάντευε γαλήνια το Μιτσικέλι.

Συγκινήθηκα όταν την είδα καταβεβλημένη. Δεν παραπονέθηκε για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για το ότι λόγω προβλημάτων όρασης δεν μπορούσε πλέον να διαβάσει και να γράψει! «Διάβασε» τη θλίψη μου. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. «Βασίλη, θέλω να με θυμάσαι…». «Μα αυτό είναι αυτονόητο, κυρα-Κούλα μου! Ξέρεις πόσο σ’ αγαπάω! Σου είμαι ευγνώμων για τη βοήθειά σου…», ψέλλισα και με δυσκολία πλέον προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα. Ζήτησα την ευχή της. «Την έχετε, παιδί μου… Κι εσύ κι όλος ο κόσμος! Κι ακόμα μεγαλύτερη ευχή για όσους αγαπάνε τα βιβλία και διαβάζουν…», είπε συγκινημένη. «Σου εύχομαι όχι απλώς να τα κατοστήσεις, αλλά να ζήσεις πολύ πάνω απ’ τα εκατό!», της είπα κομπιάζοντας. «Σπάρα απ’ τον τόπο σου! (κουνήσου απ’ τη θέση σου)… Έζησα εγώ…», φώναξε χαμογελώντας η γλυκύτατη γιαγιά, με την πληρότητα της ζωής ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

Της υποσχέθηκα να ανταμώσουμε το Πάσχα. Ο Χάρος μάς πρόλαβε και χάλασε τα σχέδιά μας. Η κυρα-Κούλα πέρασε ήδη στη χορεία των αθανάτων, πλήρης αγάπης, βιωμάτων και προσφοράς!

Αιωνία η μνήμη της
!

Έκανα καθήκοντα μοναχής Βίκυ Μοσχολιού Μοναχός Ησύχιος


Οι γυναίκες στην ΕΟΚΑ



site analysis


Γράφει ο Πέτρος Παπαπολυβίου

Η σημερινή επέτειος της 1ης Απριλίου 1955 αλλά και το νέο βιβλίο της Μαρούλας Βιολάρη-Ιακωβίδου με τίτλο «Μη ορρωδήσασα… Ένα δοκιμιακό αντίδωρο» (Λευκωσία: Εν Τύποις 2018) μας δίνει την ευκαιρία να μιλήσουμε για τη συμμετοχή των γυναικών της Κύπρου στην ΕΟΚΑ. 

Από τα πιο αξιοπρόσεκτα παρεπόμενα της γυναικείας συμβολής στην ΕΟΚΑ είναι ότι η γυναικεία χειραφέτηση για μεγάλες ομάδες του πληθυσμού στο νησί μας κατακτήθηκε μέσα από τη συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα. Βασικοί πυρήνες για τη γυναικεία στελέχωση υπήρξαν οι χριστιανικές οργανώσεις, οι ΟΧΕΝ Νεανίδων, αλλά και τα σχολεία (στο Παρθεναγωγείο Φανερωμένης ο Χριστόδουλος Παπαχρυσοστόμου όρκιζε τις μαθήτριές του στην ΕΟΚΑ στο γραφείο της διεύθυνσης του σχολείου). Και είναι εντυπωσιακό ότι στην ερμητικά «κλειστή» οργανωτική διάρθρωση της ΕΟΚΑ, ο αρχηγός της ανέθεσε τα καθήκοντα του τομεάρχη (στη Λάρνακα) στις αγωνίστριες Ελενίτσα Σεραφείμ και Τούλα Χαραλάμπους. Και αντίστοιχα, νεαρά κορίτσια όπως η Νίνα Δρουσιώτη, η Λούλα Κοκκίνου και η Δήμητρα Κουρσουμπά, ανέλαβαν νευραλγικά καθήκοντα στο σύστημα των συνδέσμων. 

Όπως έχει γράψει ο Γιαννάκης Δρουσιώτης, στενός συνεργάτης του Γρίβα-Διγενή στην ΕΟΚΑ, ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός, ώστε η Λούλα Κοκκίνου ζητούσε από τον αρχηγό της ΕΟΚΑ τον σχηματισμό ανταρτικής γυναικείας ομάδας… Όσο κι αν ήταν αδιανόητο για τις συνθήκες της εποχής, οι κοπέλες – σύνδεσμοι χειρίζονταν άψογα τις θεωρούμενες «ανδρικές υποθέσεις» και όχι απλώς τα κατάφερναν, αλλά μεγαλουργούσαν σε ευρηματικότητα, θάρρος και ανδρεία, όταν μετέφεραν την αλληλογραφία, όταν συνόδευαν τους μετακινούμενους αγωνιστές ή όταν παρέδιδαν οπλισμό. 

Θυμίζω εδώ το σχετικό απόσπασμα από τα «Απομνημονεύματα» του Γ. Γρίβα-Διγενή: «Αι γυναίκες απεδείχθησαν πολύ έμπιστοι και παραδόξως ολιγώτερον φλύαροι ή οι άνδρες εις την εκπλήρωσιν της αποστολής των, καθώς επίσης και περισσότερον καρτερικαί εις τα βασανιστήρια των Άγγλων. Ουδεμία γυνή εξ εκείνων, τας οποίας επέλεξα και εχρησιμοποίησα εις εμπιστευτικάς αποστολάς, επρόδωσε ή εφλυάρησε ή απεκάλυψέ τι κατόπιν βασάνων υπό της αγγλικής ιεράς εξετάσεως.» 

Εάν συνυπολογιστούν τα φρικτά βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν οι αγωνίστριες που συνελήφθηκαν, ορισμένες από τις οποίες είχαν σημαντικό ρόλο στην ΕΟΚΑ, αλλά και το κυρίαρχο στερεότυπο της «γυναικείας φλυαρίας» στη δεκαετία του 1950 –τουλάχιστον-, μπορεί να συνειδητοποιηθεί το ειδικό βάρος του παραπάνω αποσπάσματος. 

Και βέβαια, ή γυναικεία προσφορά δεν περιορίζεται στα στελέχη. Είναι η πολύτεκνη μάνα Λουκία Λαουτάρη-Παπαγεωργίου που δολοφονήθηκε από τον βρετανικό στρατό, όταν προσπάθησε να προστατέψει ένα παιδί στο Αυγόρου που έγραφε συνθήματα υπέρ της ΕΟΚΑ. Είναι οι μαθήτριες των σχολείων που πετροβολούσαν τα μέλη των «Δυνάμεων Ασφαλείας», οι μητέρες, οι σύζυγοι και οι αδελφές των ηρώων, οι γυναίκες που φιλοξένησαν καταζητούμενους αγωνιστές και αντάρτες στα σπίτια τους αψηφώντας τους κινδύνους: την ανατίναξη του σπιτιού τους... Η Δέσποινα Κ. και η Δέσποινα Χ. από τον Άγιο Θεόδωρο Αγρού, που επισκέπτονταν τακτικά τους αντάρτες της Παπούτσας μέσα στην παγωνιά και στο σκοτάδι, για να τους φιλέψουν με σπιτικό φαγητό και να τους πλύνουν τα ρούχα. Οι χήρες των «ανωνύμων» αγωνιστών, που συνέχισαν τις πικρές ζωές τους δουλεύοντας διπλά για να μεγαλώσουν τα ορφανά τους στα κακοτράχαλα βουνά και στα δημόσια έργα. Η Νίτσα Χατζηγεωργίου, για όσα υπέφερε στα χέρια των βασανιστών της και για όσα αφέθηκε να αντιμετωπίσει μόνη της στα χρόνια που ακολούθησαν. Η Βασιλού και η Κλαίρη, που παντρεύτηκαν μυστικά και εσπευσμένα τους αγαπημένους τους, επειδή τους «κάλεσε η πατρίδα». Ακόμη και εκείνα τα κοριτσόπουλα – οι εφηβικοί έρωτες των μελλοθανάτων αγωνιστών της αγχόνης - που δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις της εποχής και δεν βρήκαν το σθένος να αποχαιρετίσουν τους ήρωές τους στις Κεντρικές Φυλακές…

Ένα σύντομο άρθρο είναι αδύνατο να συνοψίσει τις γυναικείες όψεις του αγώνα της ΕΟΚΑ. Μιαν άλλη διάσταση αποκαλύπτει το απόσπασμα από το βιβλίο της Μ. Βιολάρη – Ιακωβίδου, που ως δημοσιογράφος και μέλος της ΕΟΚΑ έζησε συγκλονιστικές στιγμές κατά το 1955-1959: «Θα ήταν παράλειψη αν δεν επεσήμαινα και το τραγικό μεγαλείο της μάνας του Χρύσανθου Μυλωνά, της Ελένης. Σαράντα μέρες μετά τη δολοφονία του γιου της, οι γονείς του δολοφόνου-προδότη, κάνουν μνημόσυνο για τον γιο της – κι αυτό πρωτόγνωρο. Η Ελένη πηγαίνει στο μνημόσυνο και – ναι – πίνει καφέ στο σπίτι του προδότη, που έχει ήδη φυγαδευθεί από τους Άγγλους. 
– Να καταριέσαι τον γιο μου, όπως τον καταριούμαι κι εγώ, της λέει η μάνα του προδότη. 
– Όι, εν ημπορώ. Ας τον κρίνει ο Θεός, απαντά η Ελένη Μυλωνά.» 

*Ο Π. Παπαπολυβίου είναι αναπλ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Οσία Μαρία η Αιγυπτία



Μαρία Αιγυπτία
 site analysis 

   Στον ίσκιο του κέδρου, εκεί στου Ιορδάνη την ακροποταμιά, όπου πέρα δεξιά κόβει τον ουρανό το όρος του Πειρασμού, καθισμένος ο αββάς Ζωσιμάς ακούει την ιστορία μιας γερόντισσας. Ένα ανθρώπινο φάσμα είναι η γερόντισσα, κι’ άλλο από τα μάτια της, όπου μέσα παίζει ακόμα της ζωής η φλόγα δε δείχνουν πως το πλάσμα αυτό που έχει μείνει μόνο κόκκαλα, υπάρχει ακόμα στον κόσμο. Ωστόσο, η κάπως τρεμουλιαστή φωνή, που είχε πά¬ψει, και φαινόταν πιο νεκρή κιόλας η γυναίκα, τώρα πήρε πάλι ν’ ακούγεται με παλμό ζεστό, καθώς συνεχίζει την ιστορία:

    «…Σεργιανούσα στην προκυμαία, εκεί κάτω στην Αίγυπτο. Κι’ όπως συχνά γινόταν, και κείνη την ημέρα ένας άντρας ήρθε κοντά μου, πλούσιος κι’ από γενιά ευγενική. Μου έταξε δώρα και γλέντια και... όλα όσα κιόλας ήξερα, όσα είχα δοκιμάσει, όσα είχα απολαύσει, καθώς από χρόνια έπινα στο ποτήρι της ηδονής, και φρόντιζα να μην αφήνω ούτε σταλαγματιά. Κι’ αυτό μ’ άρεσε. Μ’ άρεσε γιατί έτσι ένοιωθα ζωντανή, ένοιωθα την ομορφιά μου να θριαμβεύει, κι’ έπαιρνα δύναμη, με τούτη τη σίγουρη χαρά του κορμιού...».
Η Μαρία σταμάτησε. Ένα σμάρι ορτύκια ξαφνιασμένα φτερούγισαν νευρικά για να χαθούν στο πέλαγος τ’ ουρανού, πέρα κει κατά την κορυφή του όρους του Πειρασμού. Κανείς δε μιλάει. Συλλογισμένα, ρωτάει σε λίγο ο άββάς Ζωσιμάς:
—Και δεν πήγες μαζί του; Γιατί;
—Δεν ξέρω. . . Μέσα μου μια δύναμη αλλιώτικη, κάτι σα σιδερένιο χέρι με βάστηξε: Μην πας, μου είπε. Κι’ εγώ ξαφνιάστηκα με τούτο και δεν ξέρω να πω, γιατί μου άρεσε. Να. Γι’ αυτό δεν πήγα. Στάθηκα μάλιστα αρκετή ώρα κι’ έβλεπα τον άντρα να ξεμακραίνει, ενώ δίπλα μου εκεί στην ακρογιαλιά, έβλεπα κόσμο να ‘ρχεται. Κόσμο πολύ. Κάθε λογής άνθρωποι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. . . Όλοι έρχονταν να μπουν στα καράβια. Ήταν προσκυνητές. Είδηση δεν είχα τι πήγαιναν να προσκυνήσουν και που. Έμεινα εκεί ανάμεσα στο πλήθος. Μια παράξενη απαντοχή φώτιζε ολονών τα πρόσωπα, σα να ήταν για να πάνε να βρουν κάτι πολύ σπουδαίο, κάτι εξαιρετικό. Με κέντησε η περιέργεια. Η λέξη «Ιερουσαλήμ», χτύπησε στην ακοή μου με απόηχο καμπάνας. «Ιερουσαλήμ… Ιερουσαλήμ…» Χαρούμενος ήταν ο απόηχος που λες κι’ απόμενε από μακρινές παιδικές θύμησες… Μ’ άρεσε αυτή η αλλόκοτη αίσθηση. Ένοιωσα παιδί… Το άτακτο παιδί που ήμουν κάποτε… Μα… Σε ζαλίζω, ξεφεύγω σε άσκοπες αναδρομές.
—Όχι. Όχι, κόρη μου, λέγε τα όπως σ’ αρέσει. Αλάφρωσε την καρδιά σου.
Και, λοιπόν, συνεχίζει η Μαρία, τέντωσα τ’ αυτιά μου, άκουσα, καθώς συνάμα ζύγωνα σ’ ένα μπουλούκι ανθρώπων, άκουσα κάποιον καλόγερο να λέει για το σταυρό που είδε στον ουρανό ο Μέγας Κωνσταντίνος. Θυμάμαι τα λόγια του: «Ήταν ένας πελώριος σταυρός που τον σχημάτιζαν δυό στήλες άστρα, και γύρω γράμματα που έλεγαν: «Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα ».
-Ναι, κόρη μου, αυτό ήταν το 312, εκατό χρόνια και βάλε, από τότε. Κι’ αργότερα πάλι ο Κωνσταντίνος είδε, στον ύπνο του αυτή τη φορά, το σταυρό, αλλά ήταν ο αληθινός σταυρός ο ξύλινος, κι’ απάνω βρισκόταν καρφωμένος ο Ιησούς. Κι’ άκουσε φωνή που του έλεγε: «Έγειρε και κατασκεύασον σταυρόν, όπως τον είδες, να νικάς τους πολεμίους σου πάντοτε».
– Ναι. Μα εγώ πρώτη μου φορά τ’ άκουγα αυτά κι’ ολομεμιάς ο κόσμος άλλαξε όψη καθώς άρχισα να νοιώθω αλλιώτικα. Κι’ όπως είδα τον κόσμο αυτό, τους προσκυνητές, να μπαίνουνε στα καράβια, τους ακολούθησα. Στο πλοίο μου γύρεψαν να πληρώσω το ναύλο. Τους είπα ότι δεν είχα χρήματα αρκετά απάνω μου. . . Είχα ωστόσο, μα σκέφτηκα να τα φυλά¬ξω μήπως μου χρειαστούν και…
Η Μαρία σώπασε, ύστερα με απόφαση:
-Η δύναμη της συνήθειας μ’ έκανε να πληρώσω με άλλο τίμημα.. . Κι’ ως τα κατάβαθα του κορμιού μου ένοιωσα για πρώτη φορά την αμαρτία. Κι’ έκλαψα. Έκλαψα γιατί πονούσα. Όλο μου το κορμί πονούσε μ’ έναν πόνο πρωτόγνωρο, σάμπως κάποιο φαρμάκι να είχε χυθεί στα σπλάχνα μου, να έτρεχε στο αίμα μου. Έκλαιγα κι’ ακολουθούσα ωστόσο τον κόσμο που, στην Ιερουσαλήμ πια, πορευόταν στην εκκλησία. Χτυπούσαν οι καμπάνες. Κάθε καμπανιά έφτανε ίσια στην καρδιά μου και με βαρούσε με το ηχηρό σφυρί της. Δεκατρείς Σεπτεμβρίου ήταν. Οι προσκυνητές είχαν γεμίσει την εκκλησία απ’ τα χαράματα. Στάθηκα απ’ έξω στο προαύλιο, μαζί με το πλήθος που δεν πρόλαβε να μπει μέσα. Όταν όμως ήρθε η ώρα της Υψώσεως του Σταυρού, όλο εκείνο το πλήθος, ίδιο ανθρώπινο κύμα, μ’ έσπρωχνε, μ’ έσπρωχνε με τη φοβερή του δύναμη για να μπορέσει να χωρέσει στην εκκλησία. Έτσι βρέθηκα κι’ εγώ στην πόρτα. Τότε γίνηκε τούτο το παράξενο: Όσο και να μ’ έσπρωχνε το κύμα των ανθρώπων, εγώ δεν μπορούσα να προχωρήσω. Άλλοι όμως μπροστά μου, δίπλα μου, πίσω μου, με προσπερνούσαν, έμπαιναν. Εγώ έβαζα όλη μου τη δύναμη, προσπαθούσα να κάνω ένα βήμα μπροστά, κι’ όμως, κάτι με βαστούσε. Ήταν αδύνατο να προχωρήσω. Τά ‘χασα. Τρόμαξα. Νόμιζα πως δε θα μου ήταν πια δυνατό να κουνηθώ από κει που στεκόμουν. Σάμπως το σώμα μου να είχε βαρύνει τόσο, ώστε τα πόδια μου να ρίζωσαν στη γη. Μέσα στη σάστισή μου είπα τότε να κάνω τουλάχιστον πίσω. Δοκίμασα. Κατά πίσω δε με βαστούσε τίποτα. Τίποτα δε με βάραινε. Ήμουν ελεύθερη να βαδίσω, να πάω όπου ήθελα. Μπροστά όμως, εκεί στη φωτισμένη πόρτα, που έλαμπε μέσα η εκκλησία με τα μύρια κεριά των πιστών, εκεί που άστραφτε ο σταυρός που τον σχημάτιζαν δυό στήλες άστρα, εκεί εγώ, η αμαρτωλή, δεν μπορούσα να μπω. Δεν έπρεπε. Τράβηξα τότε πέρα στην αυλή, σε μια γωνιά. Γονάτισα. Μέσα στα δάκρυα μου είπα τούτα τα λόγια στην Παναγία: «Παρθένα μου, Δέσποινα, Εσύ που γέννησες το Θεό, τον Άνθρωπο, το Λόγο, για να καλέσει τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν, βόηθησέ με και μένα την άθλια, την ταλαίπωρη. . . Άφησέ με και μένα που βρίσκομαι ολομόναχη στον κόσμο να μπω στην εκκλησία, να προσκυνήσω κι’ εγώ το Σταυρό του Γιού Σου και τάζω ν’ απαρνηθώ τον κόσμο και τις αμαρτωλές χαρές του. Από δω κι’ εμπρός θα πάω όπου Εσύ μου πεις, όπου Εσύ θα με οδηγήσεις…» Και τότε μια δύναμη μ’ έσπρωξε, η δύναμη κάποιας υπόσχεσης ή ελπίδας, σηκώθηκα, κίνησα μαζί με τους άλλους προσκυνητές. Προχώρησα καθώς όλο και μ’ έσπρωχνε το ζωντανό τους κύμα, έφτασα στην πόρτα πάλι. Μπήκα στην εκκλησία. Προσκύνησα τον Τίμιο Σταυρό και είπα: «Και τώρα, Παναγία μου, Δέσποινα, θα κάνω ό,τι μου πεις. Δείξε μου Εσύ το δρόμο που θα με φέρει στη μετάνοια. Κι’ άκουσα φωνή γλυκεία, μακρινή κι’ απόκοσμη που έλεγε: «Αν περάσεις τον Ιορδάνη, εκεί θα βρεις ανάπαυση ». Τά ‘χασα. Ήταν λοιπόν δυνατό να μου γίνει μια τέτοια χάρη; Εμένα; Εμένα της άθλιας αμαρτωλής; «Δέσποινά μου, είπα. Δέσποινά μου, μη μ’ εγκαταλείψεις πια. . .» Κι’ αποφάσισα να τραβήξω για τον Ιορδάνη. Δεν ήξερα το δρόμο. Βρέθηκα σ’ ένα φούρνο, γύρεψα ν’ αγοράσω τρεις άρτους να τους έχω για το δρόμο, ρώτησα το φούρναρη. Εκείνος μου έδειξε την πύλη της πολιτείας. Ως το βασίλεμα βάδιζα. Κι’ έφτασα στην εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή που βρισκόταν κιόλας κοντά στον Ιορδάνη. Μπήκα, προσευχήθηκα. Της δύσης οι φλόγες γέμιζαν την εκκλησία με αίμα και φωτιά. Όλα εκεί μέσα άστραφταν κόκκινα. Τα καντήλια, τα ιερά σκεύη, οι παραστάσεις. Σα νά ‘χαν σβήσει από κει τα πρόσωπα των Αγίων και νά ‘χαν μείνει στη θέση τους φλόγες. Αίμα. Όλο το αίμα πού χύθηκε από τις πληγές του Χριστού. Κι’ εκείνο το αίμα μου κατάκαιγε την καρδιά, στέγνωσε τα δάκρυα μου κι’ εγώ έμεινα εκεί χάμω πεσμένη, ένα κουβάρι, να βασανίζομαι μέσα στη φωτιά, ώρες. . . Ώσπου, σιγά-σιγά, η φωτιά έπαψε να με φλογίζει. Ρίγη πήραν να ταράξουν το κορμί μου, κρύωνα. Ένα κρύο διαπεραστικό έφτανε ως τα κόκκαλά μου, μου τα τρυπούσε με χίλιες βελόνες. Τότε σήκωσα το κεφάλι. Η εκκλησία είχε αδειάσει από το αίμα και τη φωτιά κι’ έτσι μπόρεσα να κλάψω. Όταν βρέθηκα πάλι στην ακροποταμιά κι’ απόμεινα μαγεμένη να βλέπω τα νερά του Ιορδάνη που τά ‘σερνε βιαστικά κάποια μυστική δύναμη, η δύναμη που είχε πάρει ο ποταμός από τότε που λούστηκε στα νερά του ο Λυτρωτής μας, έσκυψα, καθώς ο μαγνήτης ετούτος της δύναμης όλο και πιότερο με τραβούσε, έβρεξα τα χέρια μου, δρόσισα το πρόσωπό μου κι’ η ψυχή μου πήρε ν’ αλαφρώνει, ν’ αναγαλιάζει με τούτη τη δροσιά. Όλη νύχτα έμεινα στου ποταμού την όχθη, εκεί κοντά στη θεία δύναμη κι’ έπαιρνα κουράγιο από τις φωτεινές σταλαγματιές τ’ άστρα που λικνίζονταν παρηγορητικά μέσα στο νερό. Ύστερα εξομολογήθηκα κι’ ο Άγιος γέροντας της εκκλησιάς μου έδωσε να κοινωνήσω. Την ώρα εκείνη ρόδιζε η αυγή κι’ η εκκλησιά μοσχομύρισε ροδοπέταλα. Ο ήλιος που έβγαινε στάθηκε πάνω από τις κορυφές. Κι’ όπως, έξω πια από την εκκλησιά, τον αντίκρυσα, με θάμπωσε το φως του. Μέσα σε τούτο το θάμπος άκουσα την απόκοσμη, τη γλυκεία φωνή να μου ψιθυρίζει με το πρωινό αγέρι: « Μαρία, πρέπει τώρα να διαβείς τον Ιορδάνη… Πρέπει να φτάσεις στην άλλη όχθη… Στην έρημο…» Και το φως του ήλιου δυνάμωνε, όλο δυνάμωνε, ώσπου όλα, τα πάντα γίνηκαν φως.
Ο αββάς Ζωσιμάς ασάλευτος ακούει τη Μαρία που έχει φτάσει στο πιο δύσκολο μέρος της ιστορίας της, όταν αφήνοντας πίσω τις όχθες του Ιορδάνη να πλέουν μέσα στο φως με τους δρυς και τους φοίνικες, με τις ελιές και τους κέδρους που λούζονται στο δοξαστικό χρυσάφι, προχωρεί στη στεριά. Προχωρεί εκεί όπου κάθε πράσινο φύλλο στεγνώνει, μαραίνεται, χάνεται. Όπου κάθε ζωή σβήνει, για να μείνει μόνος ο άνθρωπος. Μόνος, «ενώπιος ενωπίω». Μόνος με το πάθος του, να πολεμήσει τους πειρασμούς του. Μόνος στην υπεράνθρωπη επιχείρηση της σωτηρίας της ψυχής του. Εκεί μένει η Μαρία. Μόνη στην άγονη γη, στο φρικτό της ξηρασίας τοπίο. Μόνη στην άνιση πάλη με τις φοβερές δυνάμεις της αμαρτίας.
Μέρες, νύχτες, μήνες, χρόνια, περνά εκεί όπου τις στιγμές της προσευχής και της έκστασης τις διαδέχονται οι θύμησες. Και τότε η σιγαλιά της ερήμου γεμίζει ήχους μαυλιστικούς από όργανα του γλεντιού και της κραιπάλης. Τ’ άστρα τ’ ουρανού γκρεμίζονται στη γη να γίνουν μπρούντζινοι πολυτελέστατοι λύχνοι, και δαυλοί και πυροτεχνήματα σε κάποιο από τα πολλά αρχοντικά οπού το κορμί της κυλιόταν στην αμαρτία. Μπροστά της απλώνεται τραπέζι φορτωμένο με κάθε λογής φαγητά και φρούτα και γλυκίσματα, και το κρασί, ίδιο αίμα, βάφει τις μαλαματένιες κούπες. Κι’ αυτή χορεύει. . . Χορεύει πάνω στο τραπέζι τσαλαπατώντας τον πλούτο και τη χλιδή, κι’ οι άντρες χαχανίζουν νευρικά, έξαλλα γύρω της, πεινασμένοι για τη σάρκα της. Απλώνουν τα χέρια απάνω της, τραβούν τα ρούχα της, κι’ αυτή θριαμβεύοντας μέσα στης κραιπάλης τη μανία θέλει να σκεπάσει τη γύμνια της με τα πλούσια μαλλιά της. Θέλει να δείξει πόσο ωραία είναι τούτα τα μαλλιά που χύθηκαν απάνω στην τρυφερή σάρκα της, διάφανος εβένινος μανδύας. Νευριασμένα τα χέρια των αντρών την τυλίγουν, τη βασανίζουν, τα χείλη αναμμένα από το κρασί, ζητούν από τη σάρκα της τη φλόγα της ζωής και τα όργανα, άγρια μουσική του οργίου, ζαλίζουν την ακοή της κι’ αυτή χαίρεται. . .
Ώσπου οι μουσικές ξεφτάνε σε θλιβερά κρωξίματα από κάτι χαμένα στην έρημο αγριοπούλια, των λύχνων και των δαυλών οι φλόγες χαμηλώνουν, χάνονται για να ξαναφανούν ψηλά στην απεραντοσύνη, να γίνουν φωτεινές στάλες από δάκρυα τ’ ουρανού. Τα πεινασμένα χέρια που τύλιγαν το κορμί της ψυχραίνουνται, σκληραίνουν, γεμίζουν λέπια, γίνονται φίδια. Παγωμένα φίδια που σφίγγουν, ίδιες τανάλιες, το σώμα της, το ακινητούν εκεί στην άμμο της άγονης γης. Στο λαιμό της, στο πρόσωπό της, στα χείλη της τα πεινασμένα φιλιά των αντρών γίνηκαν δαγκάνες σκορπιών. Πλήθος δαγκάνες, αμέτρητοι οι σκορπιοί που ρίχνουν το φαρμάκι τους, μέσα στα σπλάχνα της Μαρίας. . .
Σαν έρχεται η αυγή και υποχωρούν οι πειρασμοί, εξαντλημένη η γυναίκα από τούτη τη νύχτα της κραιπάλης, ικετεύει την Προστάτισσά της, την Παναγία τη Δέσποινα, να την ελευθερώσει από τα δεσμά της θύμησης.
Μέρες περνούν με προσευχή, με μετάνοια, με νηστεία. Πάνω από το κεφάλι της διαβαίνουν πλήθος πεινασμένες ακρίδες, που σαν της μπόρας το σύννεφο σκεπάζουν τον ήλιο. Και τότε η Μαρία κρυώνει, χτυπούν τα δόντια της, τρέμει σύγκορμη, ως να περάσει το σύννεφο, να λάμψει πάλι ο ήλιος, το φως, η παρηγοριά.
Κι’ οι πειρασμοί δεν υποχωρούν. Παρουσιάζονται πολλές φορές την ημέρα. Να, εκεί μακρυά, κατά την ακροποταμιά σκόνη πολλή σηκώνεται. Κοπάδι αγριόχοιροι περνούν, κι’ ως να καταλαγιάσει η σκόνη αυτωνών, έρχονται άλλοι, άλλο κοπάδι, κι’ άλλο. Κι’ είναι μαύρα, άγρια ζώα που τρέχουν μουγκρίζοντας. Μα όχι. Δεν είναι ζώα, άντρες είναι. Όλοι οι άντρες που γνώρισε η Μαρία το έμαθαν πως βρίσκεται εδώ, ήρθαν. Ήρθαν ασυγκράτητοι, με άγρια μουγκρητά να πέσουν απάνω της. «Παναγία μου. . . Παναγία μου Δέσποινα και Παρθένα, πάρε τους από δω, τύφλωσέ τους να μη βλέπουν με τ’ αναμμένα μάτια τους, με τους δαυλούς αυτούς του αμαρτωλού πόθου, βόηθα Παναγία μου. . .».
Τρέχει η Μαρία και χώνεται πίσω από έναν αγκαθωτό θάμνο να προφυλαχτεί. Προσεύχεται, ενώ γύρω της, δίπλα της βρυχιούνται τα θηρία: « Έλα, Μαρία, κοντά μας… Είσαι δική μας… Δική μας…»
Κάποτε καταλαγιάζει ο σάλαγος. Νύχτα βαθιά. Ο ουρανός δε σημειώνεται με άστρα. Η πλάση όλη γίνηκε ένα λαγούμι θεοσκότεινο όπου η Μαρία προσεύχεται βυθισμένη στη μαύρη, πηχτή του υγρασία. Βαρειές, ίδιες μπάλλες από μολύβι, χτυπούν πάνω στη σιγαλιά, μία-μία, οι ώρες σημειώνοντας το χρόνο στης Μαρίας την προσευχή. Νύχτες ολάκερες, κόμποι, σκοινί ατέλειωτο οι μπάλλες αυτές, πήραν κάποτε ν’ αλαφρώνουν, να μαζεύουν, να μικραίνουν. . . Ώσπου, κάποια νύχτα, με το αραίωμα του σκοταδιού, άρχισαν να διαλύονται σε σταλαγματιές δροσιάς. Διαλύθηκαν σε σταλαγματιές δροσιάς οι μπάλλες, ενώ πέρα μακρυά, πέρα από την κορφή του όρους του Πειρασμού, οι άκρες τ’ ουρανού χαράζονται από το πρώτο φως. Είναι τώρα σάμπως η Μαρία ν’ ακούει μουσική ήρεμη, γλυκειά, από μάκρινες καμπάνες. Κάθε καμπάνα και μια συλλαβή κι’ οι συλλαβές λέξεις: «Μαρία προσευχήσου, θα σωθείς…Μαρία προσευχήσου, θα νικήσεις…». Ω, τι αγαλλίαση, τι παρηγοριά οι καμπάνες και πως ο ήχος τους δυναμώνει το φως, και τι τρυφερή ζέστα τυλίγει το σώμα της, μαλακώνει την καρδιά της…
Αλλά και οι πειρασμοί καιροφυλαχτούν. Ύπουλα της παρουσιάζονται εκεί που λιγότερο τους περιμένει. Παίρνουν μάλιστα μορφές αθώες. Να, ένα ζαρκάδι, όμορφο, ήσυχο έρχεται κοντά να παρηγορήσει τη μοναξιά της. Την κοιτάζει με το έκπληκτο, πειθήνιο βλέμμα του. Κι’ η Μαρία, όσο το παρατηρεί, τόσο βλέπει το ζαρκάδι να μεταμορφώνεται, να γίνεται. . . Μα, ναι λοιπόν, το ζαρκάδι γίνεται εκείνος ο στρατιώτης που κάποια νύχτα ήταν σπίτι της. Που την άλλη μέρα έφευγε για τη μάχη. Όλη νύχτα γύρεψε με απελπισμένο πάθος την παρηγοριά από τη γυναίκα. Σαν έφευγε την αυγή, του έδωσε πίσω τα χρήματα που της άφηνε, καθώς της έλεγε: « Τώρα δε με νοιάζει κι’ αν πεθάνω. . .». Τα μάτια του ζαρκαδιού γέμισαν δάκρυα. Η Μαρία απλώνει το χέρι, θέλει να το χαϊδέψει. Κι’ άξαφνα, πίσω της, εκεί στη ράχη της, ξεσπά άσκημο γέλιο. Κι’ άλλο, κι’ άλλο. . . Γέλια χλευαστικά που της φέρνουν ρίγη, που ξεκλωνίζουν το κορμί της. «Φύγε, φύγε από μπρος μου, πειρασμέ, φωνάζει αγριεμένη στο ζαρκάδι, φύγε Σατανά. . . ». Τα δόντια της χτυπούν, μαζεύει το χέρι της που θα χάιδευε τον πειρασμό, και το βυθίζει εκεί στου θάμνου τ’ αγκάθια. Ώσπου τ’ αγκάθια να στιγματισθούν με κόκκινες σταλαγματιές από το αμαρτωλό της αίμα.
Έτσι περνούν μέρες, νύχτες, μήνες, χρόνια στην άγρια ετούτη πάλη. Χρόνια δεκαεφτά. Ακριβώς τα χρόνια της αμαρτωλής ζωής της Μαρίας. Στον ίσκιο του κέδρου σιωπηλή μένει τώρα η γερασμένη γυναίκα. Το ανθρώπινο ερείπιο που ήταν κάποτε η Μαρία. Ο άββάς Ζωσιμάς κοιτάζει τη φλόγα της ζωής στα μάτια της:
-Πόσα χρόνια έχεις, Μαρία, στην έρημο; Κι’ ή Μαρία πολύ ήρεμα:
-Σαράντα επτά, αδελφέ Ζωσιμά. . .
-Σαράντα επτά. . . Και πότε κατανίκησες τους πειρασμούς αυτούς του παρελθόντος;
-Πάνε τριάντα περίπου χρόνια. Από τότε ζω με μια και μόνη προσπάθεια: Να ελευθερώσω την ψυχή μου από το βάρος του κορμιού.
-Μα το πέτυχες, Μαρία. Εσύ είσαι ελαφρύτερη κι’ από πετούμενο τ’ ουρανού. Δεν έχεις πια σχεδόν καθόλου σάρκα να σε βασανίζει. . . Πετσί και κόκκαλο απόμεινες. . . Κι αυτή σου η μετάνοια πρέπει να γίνει γνωστή, θα μιλήσω τώρα που θα γυρίσω στο μοναστήρι στον ηγούμενο, θα. . .
-Όχι. Τον κόβει έντρομη η Μαρία. Όχι. Όχι, αδελφέ Ζωσιμά, σε παρακαλώ, σε ικετεύω, δε θα πεις τίποτα σε κανέναν, έως ότου ο Μεγαλοδύναμος μ’ ελευθερώσει, έστω κι’ από το ελάχιστο αυτό βάρος που με βαστά ακόμη στη γη. . .
-Όπως θέλεις, κόρη μου. . . Όπως θέλεις. Μόνο σκέψου και πες μου, σε τί μπορώ να σου φανώ χρήσιμος; Χαρά μου θα είναι να σε βοηθήσω. Τώρα, βλέπεις, πρέπει να φύγω. Είναι ανάγκη να γυρίσω πίσω στη μονή μου.
-Να φύγεις, να πας στην ευχή του Θεού, αδελφέ Ζωσιμά, και σ’ ευχαριστώ που ήρθες, σ’ ευγνωμονώ που κάθισες και με άκουσες.
Η Μαρία σκέφτεται λίγο, συνεχίζει:
-Μια χάρη μόνο θέλω να μου κάνεις. Του χρόνου, τη Μεγάλη Εβδομάδα, το βράδυ του Μυστικού Δείπνου να πάρεις από το μοναστήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, να μου το φέρεις να κοινωνήσω. Θα σε περιμένω στην όχθη του Ιορδάνη.
Ο χρόνος πέρασε. Μεγάλη Πέμπτη βράδυ. Πανσέληνος. Ο Ιορδάνης κυλά με ασημένια βία τα νερά του. Κι’ ο αββάς Ζωσιμάς με το Άγιο Δισκοπότηρο στα χέρια, περιμένει εκεί στην όχθη κάποια βάρκα για να περάσει αντίκρυ. Έχει ώρα που περιμένει, βάρκα δε φαίνεται. Με το βλέμμα στηλωμένο στην άλλη όχθη ο αββάς θλίβεται και μάταια αναζητά οτιδήποτε πλεούμενο για να μπορέσει να περάσει. Ωστόσο χάρηκε κι’ ανάσανε με ανακούφιση όταν είδε τη Μαρία που ήρθε και στάθηκε απέναντι. Περιμένει κι’ αυτή. Άδικα όμως. Βάρκα δε φαίνεται πουθενά. Κι’ ο ποταμός κυ¬λάει πάντα ανάμεσά τους τα νερά του που γίνονται φως. Άσπρο φως. Ο Ζωσιμάς σηκώνει τα μάτια στον ουρανό. Παρακαλεί το Θεό να δώσει κάποια βοήθεια. Κι’ άξαφνα βλέπει εκεί, στην άλλη όχθη τη Μαρία που απλώνει το χέρι της στον ποταμό. Σχηματίζει το σημείο του Σταυρού, σα να τον σφραγίζει, και τότε… Τότε προχωρεί η Μαρία στον ποταμό. Βαδίζει ήσυχα κι’ ελεύθερα πάνω στην ασημένια επιφάνεια του νερού.
Όταν η Μαρία έφτασε κοντά, ο Ζωσιμάς κατάπληκτος έπεσε να την προσκυνήσει.
—Όχι. Όχι. Σήκω, αββά Ζωσιμά. Εσύ που είσαι ιερέας και βαστάς τα Θεία Μυστήρια θα προσκυνήσεις εμένα;
Ο Ζωσιμάς σηκώθηκε. Της πρόσφερε τη Θεία Κοινωνία, κι’ η Μαρία εστέναξε και είπε: « Νυν απολύεις την δούλην σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου. . . ». Γύρισε υστέρα στο Ζωσιμά:
— Συχώρεσέ με, είπε, να σου ζητήσω ακόμα ένα μου τελευταίο πόθο. Τώρα πήγαινε στο μοναστήρι σου με του Θεού τη Χάρη. Του χρόνου όμως έλα πάλι. Προχώρησε πιο πέρα από δω, στον ξεροπόταμο, εκεί στην έρημο κοντά. Εκεί το δίχως άλλο θα με βρεις όπως το θέλει ο Κύριος. Και να προσεύχεσαι για μένα την ταλαίπωρη, την άθλια.
Ο Ζωσιμάς μετρούσε τις μέρες, τις βδομάδες, τους μήνες, ως να περάσει ο χρόνος. Και σαν έφτασε η Μεγάλη Πέμπτη πήρε πάλι τη Θεία Μετάληψη, πήγε να βρει τη Μαρία. Περίμενε, περίμενε, τίποτα. Άρχισε να τη γυρεύει. Όλη νύχτα τη γύρευε. . . Και σαν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου χάραξαν τον ουρανό για να σχηματίσουν το στεφάνι της αυγής, η λάμψη εκείνη από το σχηματιζόμενο φωτοστέφανο έδειξε κάτι του Ζωσιμά. Κι’ αυτός ζύγωσε. Εκεί, στα κοτρόνια του ξεροπόταμου είδε ένα κουρέλι ριγμένο ίδιο αποφόρι, από παμπάλαιο ρούχο: Ήταν η Μαρία. Ήταν το βάρος αυτό της ψυχής της που μετά από τόσον αγώνα κατανικήθηκε κι’ απόμεινε άχρηστο λείψανο, να γίνει χώμα. Να γίνει ύλη. Έθαψε ο Ζωσιμάς το σώμα αυτό με το φθαρμένο κουρελιασμένο φόρεμα, της έβαλε ένα σταυρό στο στήθος.
Είναι 4 Απριλίου του 421 μ.Χ. Ο ήλιος ρίχνει όλο του το φως στην έρημο. Όλα έγιναν λάμψη και δόξα, αχλή που καταργεί κάθε σχήμα, ακόμα και των βουνών, ακόμα και της κορυφής του όρους του Πειρασμού.
Ιουλία Ιατρίδη.
(«Χριστιανικό Συμπόσιον. Γ΄», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Κολλάρου και Σία Α.Ε., σ.125-130)