Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Ἡ γιαγιά Σταυρούλα «Ἅμα κρατᾶς τόν Θεό ἀπ’ τό χέρι τί ἔχεις νά φοβηθεῖς;»


 site analysis 
Βασισμένο σέ πραγματικά γεγονότα


Νίκης Τρακοσιῆ Φιλολόγου

14 τοῦ Σεπτέμβρη, μέ τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας σκέφτηκε νά πάει κατευθείαν στό γηροκομεῖο νά δεῖ τή γιαγιά Σταυρούλα κι ὕστερα νά πάει σπίτι.
Στήν πραγματικότητα δέν εἶχε καί πολλή ὄρεξη γιά κουβέντες. Βαριά ἔνιωθε τήν ψυχή της αὐτές τίς μέρες, ἀλλά τό ἤξερε ὅτι ἄν πήγαινε πρῶτα σπίτι, μᾶλλον δέ θά ἔμενε περιθώριο καί γιά τή γιαγιά.
Ἀδικημένη τήν εἶχαν πάντα, ἀλλά ἐκείνη ποτέ δέν εἶχε ἀπαίτηση. Χαιρόταν τόσο, ὅταν τούς ἔβλεπε, ἀλλά δέν παραπονιόταν ποτέ ἄν ἀργοῦσαν νά πᾶνε.
Σήμερα, μιά πού γιόρταζαν κι οἱ δύο τους, ἔπρεπε νά πάει. Ἀπό τή γιαγιά Σταυρούλα πῆρε τo ὄνομά της ἡ ἴδια κι εἶχαν ἰδιαίτερη ἀδυναμία ἡ μία στήν ἄλλη. «Καί τί νά τῆς εὐχηθῶ»; σκεφτόταν. «Τά χρόνια πολλά σάν ἀστεῖο ἀκούγεται».
Τά εἶχε τά πολλά χρόνια στήν πλάτη ἡ γιαγιά καί δέν ἐπιθυμοῦσε περισσότερα. «Καλό παράδεισο»  «καλή ὑπομονή» ἤθελε νά τῆς εὔχονται, ἰδιαίτερα τούς τελευταίους μῆνες, πού βασανιζόταν πολύ ἀπό τίς ἀρρώστιες πούἔφθειραν σιγά-σιγά τό ἐξασθενημένο σῶμα της.
Μέ τόν βασιλικό πού τῆς ἔδωσε ὁ Ἱερέας μπῆκε στό δωμάτιό της. Φωτίστηκε τό πρόσωπο τῆς γιαγιᾶς, σάν παιδάκι ἔκανε ἀπ’ τή χαρά της. Πῆρε τό βασιλικό καί τό φιλοῦσε, νά πάρει κι αὐτή λίγη χάρη, ὅπως ἔλεγε. «Τήν εὐχή μου νά ’χεις πού μοῦ ἔφερες λίγη χάρη τοῦ Σταυροῦ, Σταυρούλα μου».
-Πῶς εἶσαι, γιαγιά;
-Καλά, κόρη μου, καλά δόξα νά ̓χει ὁ Κύριος. Ἐκεῖνος καλά μᾶς ἔχει. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε καλοί.
«Ἄχ, γιαγιά», σκέφτηκε.
«Τόσα βάσανα στή ζωή σου… ὅσα ξέρουμε δηλαδή, γιατί μόνη σου τά τραβοῦσες καί πάντα μέ τό δόξα σοι ὁ Θεός. Κι ἄν δέν ἤσουν καλή, δέν ξέρω ἐμεῖς ποῦ θά βρισκόμαστε τώρα. Ποιός θά κρατοῦσε τό βάρος στή δική μας οἰκογένεια, ἄν θά βρίσκαμε ἐμεῖς τά ἐγγόνια σου, ἕνα ἀποκούμπι στίς μεγάλες φουρτοῦνες τῆς δικῆς μας παιδικῆς ζωῆς. Ἄχ, γιαγιάκα! Ἄν δεν ἤσουν καλή»!
Βούρκωσαν τά μάτια της, ἄθελά της, γιατί αὐτές τίς μέρες πεθύμησε τόσο νά ἔχει ἕνα ἀποκούμπι σάν ἐκεῖνο τῆς γιαγιᾶς… Πολύ δύσκολα κυλοῦσε ἡ δική της ζωή. Κόπος πολύς, ἀσυνεννοησία, εὐθύνες ὑπερβολικές… Οἱ ἄλλοι φαίνονταν ἀνέμελοι, ἡ ἴδια ἔνιωθε πολύ φορτωμένη… Πολύ βαρύς τῆς φαινόταν ὁ δικός της σταυρός.
Μέ κάποιο παράπονο ἄκουσε σήμερα στό Εὐαγγέλιο τό, «ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ…»
Ἄρχισαν τήν κουβέντα τους, ρωτοῦσε ἡ γιαγιά γιά τά δισέγγονα καί γιά τά ἐγγόνια, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά μιλήσουν γιά πολύ. Ἡ διπλανή γιαγιά ἄρχισε νά φωνάζει γεμάτη θυμό, νά παραπονιέται γιά τίς φροντίστριες, νά ἀπαιτεῖ νά τίς φωνάξουν ἀμέσως…
Δέν ἦταν ἡ πρώτη φορά πού γινόταν αὐτό, ἀλλά σήμερα ἦταν ἰδιαίτερα ἔντονες οἱ φωνές της. Πρόβαλε στήν πόρτα μία φροντίστρια, γιά νά δεῖ τί συνέβαινε.
-Χαρά στήν ὑπομονή της! εἶπε δείχνοντας μέ τό βλέμμα τή γιαγιά Σταυρούλα. Ὅλη τή νύχτα φωνάζει καί δέν τήν ἀφήνει νά ἡσυχάσει κι αὐτή ἄρρωστη γυναίκα. Καί δέν λέει λέξη, δέν ἀπαντᾶ, δέν παραπονιέται. Ἄλλη θά μᾶς ἔκανε χίλια παράπονα γιά νά τήν πάρουμε ἀλλοῦ.
Αὐτό δέν τό γνώριζε. Ἔτσι, λοιπόν! Κι ἐκεῖ, μεσ’ τήν ταλαιπωρία ἡ γιαγιά; Σηκώθηκε ἀμέσως ἀπό τή θέση της.
-Ποῦ πᾶς; Φεύγεις κιόλας;
-Ὄχι, πάω μία στιγμή ἔξω καί ἔρχομαι.
Πῆγε κατευθείαν στήν διευθύντρια, γιά νά ἀπαιτήσει νά ἀλλάξουν συγκάτοικο στή γιαγιά.
Δέν γίνεται καί τώρα στό τέλος τῆς ζωῆς της νά μήν μπορεῖ νά ἡσυχάσει ἕνα βράδυ.
Ἀρκετά βάσανα πέρασε στή ζωή της. Λίγη ἄνεση στό τέλος, εἶχε δικαίωμα νά τή ζητήσει. Καλά καλά δέν τελείωσε τήν πρότασή της στήν διευθύντρια καί πῆρε τήν ἀπάντηση.
Ἐγώ ἡ ἴδια στενοχωριέμαι γι’ αὐτή τήν κατάσταση. Ἐδῶ παραπονιοῦνται ἀπό πλαϊνά δωμάτια… Ψές ἄδειασε ἕνα κρεβάτι. Πῆγα ἀμέσως καί εἶπα στή γιαγιά σου ὅτι θά μετακόμιζε, γιά νά εἶναι πιό ἥσυχη.
Ξέρεις τί μοῦ ἀπάντησε; «εὐχαριστῶ, κόρη μου, ἀλλά ἀφῆστε με ἐκεῖ πού εἶμαι. Ἐγώ σέ λίγο θά πεθάνω. Θά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριο, θά δώσω λόγο γιά ὅλα. Ἄν μοῦ πεῖ ὅτι τόν τελευταῖο σταυρό μου δέν τόν ἄντεξα, δέν τόν κράτησα; Εἶναι καί τοῦ Σταυροῦ αὔριο. Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ».
Τῆς εἶπα ὅτι δέν θά δυσκόλευε κανέναν. Ἦταν σίγουρη γι’ αὐτό πού ἤθελε. «Μπορεῖ σήμερα-αὔριο νά ἔλθει κάποια ἄλλη. Ποῦ θά τή βάλετε; Μπορεῖ νά μήν ἀντέχει τίς φωνές. Ἐγώ ἀντέχω…».
Γύρισε πίσω στό δωμάτιο τῆς γιαγιᾶς. Ἡ ἄλλη συνέχιζε τήν γκρίνια. Κύλησε τό τροχοκάθισμα τῆς γιαγιᾶς νά πᾶνε «βόλτα» καί κάθισαν στό σαλονάκι, ὅπου ἦταν κι ἄλλες «φιλενάδες». Ἄλλες καταγίνονταν μέ κάποιο ἐργόχειρο, ἄλλες βυθισμένες στόν «κόσμο» τους.
Ἐκεῖ ἦταν καί ἡ γιαγιά Ἑλένη, χαρούμενη πού εἶχε κοντά της τόν ἐγγονό της. Τῆς προκάλεσε κάποια ἔκπληξη ἡ παρουσία του, γιατί ὡς τώρα δέν εἶχε δεῖ κάποιο παιδί τῆς γιαγιᾶς Ἑλένης καί ἀπό λεπτότητα δέν τή ρώτησε ποτέ.
-Ἔχεις τόσο μεγάλο ἐγγονό, κυρία Ἑλένη! Νά τόν χαίρεσαι!
-Τρεῖς ἔχω, ὁ Θεός νά τούς ἔχει καλά. Ἔρχονται ὅποτε μποροῦν, πότε ὁ ἕνας, πότε ὁ ἄλλος.
-Γιά μᾶς ἡ γιαγιά ἦταν τό μεγάλο στήριγμα. Τῆς χρωστοῦμε πολλά. Εἶπε ὁ ἐγγονός, χωρίς νά ἀκούσει ἡ γιαγιά. Καί δείχνοντας μέ τό βλέμμα του τή γριά, πρόσθεσε. Μεγάλη ἡρωίδα αὐτή πού βλέπετε.
Τῆς κίνησαν τήν περιέργεια τά λόγια του.
-Πόσα παιδιά ἔχεις, κυρία Ἑλένη;
-Ὁ γιός μου ὁ Ἀντρέας εἶναι ἀγνοούμενος ἀπό τήν εἰσβολή… Δόξα σοι ὁ Θεός! Ὁ γιός μου ὁ Ἰάκωβος πέθανε τριανταπέντε χρονῶν καί μᾶς ἄφησε τοῦτα τά τρία παιδιά. Δόξα νά ᾽χει ὁ Κύριος. Δέν παραπονέθηκα ποτέ.
Μέ τή νύφη μου τά μεγαλώσαμε, μέ στερήσεις, μέ δυσκολίες… Ὅμως, νά τρεῖς λεβέντες μέ τή μόρφωσή τους, μέ τή δουλειά τους, καλοί καί χρυσοί ἄνθρωποι. Δόξα νά ᾽χεις, Κύριε!
-Γιά κάτι τέτοιες ἡρωίδες ἔπρεπε νά φτιάχνουν μνημεῖα στίς πλατεῖες, νά περνοῦμε νά ὑποκλινόμαστε. Συμπλήρωσε
τήν κουβέντα του ὁ ἐγγονός σιγά, νά μήν ἀκούσει ἡ γιαγιά.
Τή συζήτηση παρακολουθοῦσε κι ἡ φροντίστρια σιωπηλή ὡς ἐκείνη τή στιγμή. Στράφηκε σέ μία ἄλλη γιαγιά πού καθόταν σέ ἀναπηρικό κάθισμα. «Ἄλλη ἡρωίδα τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀνεξικακίας αὐτή», εἶπε καί τήν προκάλεσε.
-Πές τίποτα κι ἐσύ, κυρία Ἐλπινίκη.
-Τί νά πῶ, κόρη μου; Οἱ νέοι νά μᾶς ποῦν τά δικά τους. Ἐμεῖς τελειώσαμε, πήραμε δρόμο…
-Μέ τό καροτσάκι πῆρες τόν δρόμο; Τήν ἀστείεψε μία ἄλλη.
-Μέ τό καροτσάκι θά μπεῖ στόν παράδεισο, συνέχισε ἡ φροντίστρια καί τή ρώτησε ξανά. Τί ἔπαθες, κυρία Ἐλπινίκη καί δέν μπορεῖς νά περπατήσεις;
-Ἀφοῦ σοῦ εἶπα ἄλλη φορᾶ. Εἶχα ἕνα ἀτύχημα. Τώρα… πέρασαν καί δέκα χρόνια. Περασμένα ξεχασμένα. Εὐτυχῶς πού ὑπάρχουν καί τά τροχοκαθίσματα καί δέ μένουμε σ’ ἕνα κρεβάτι μιά ζωή. Δόξα σοι ὁ Θεός.
-Τήν κτύπησε κάποιος μέ τό αὐτοκίνητο καί τήν ἄφησε ἀβοήθητη στόν δρόμο. Συμπλήρωσε μέ κάποια δόση θυμοῦ ἡ φροντίστρια. Ἀλλά αὐτή, ὅλο «δόξα σοι ὁ Θεός».
-Δόξα νά ᾽χεῖς, Κύριε, ἐπανέλαβε σάν ἠχώ ἡ γιαγιά Σταυρούλα. Καί τόν σταυρό πού μᾶς ἔδωσες νά τόν κρατήσουμε ὡς τό τέλος.
-Μά κάποτε, εἶναι πολύ βαρύς, γιαγιά. Δέν ἀντέχουμε.
-Βαρύς εἶναι. Πιό βαρύς ἀπό τοῦ Χριστοῦ μας δέν εἶναι. Κι Ἐκεῖνος δέν εἶχε ἀνάγκη νά σταυρωθεῖ. Γιά μᾶς σταυρώθηκε.
-Καί νά μή θέλουμε, τά βάσανα κι ὁ σταυρός ἐδῶ εἶναι. Εἶπε ἡ φροντίστρια μέ ἕναν ἀναστεναγμό, πού ἔδειχνε ὅτι
σκεφτόταν κι ἐκείνη τά δικά της βάσανα.
-Κι ὅμως, εἶναι φορές πού προσπαθοῦμε κι ἴσως καί τόν ἀποτινάζουμε, ἐπενέβηκε ἄλλη ἐπισκέπτρια. Μήπως σήμερα
ἰδιαίτερα, μέ ὅλα τά μέσα πού ἔχουμε, μέ τίς λύσεις πού δίνουμε στά προβλήματά μας, μέ τή διεκδίκηση τῶν δικαιωμάτων, τῆς ἄνεσης, τῆς προσωπικῆς ζωῆς… ὄχι ἐκεῖ πού πρέπει καί εἶναι θεμιτό, ἀλλά καί μέ ἁμαρτωλούς τρόπους ἀκόμη, καί μέ λύσεις τόσο ἀντίθετες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτό δέν κάνουμε; Ἀποτινάζουμε τόν σταυρό μας. Κι ὕστερα φτιάχνουμε μόνοι τό δικό μας Γολγοθά…
-Ἄν γινόταν νά τόν ἀλλάζαμε; Ρώτησε ἡ φροντίστρια, ἀλλά κανένας δέν τῆς ἀπάντησε.
Ἡ Σταυρούλα σκέφτηκε λίγο. Σάν ἀστραπή πέρασε ἀπό τό μυαλό της ἡ σκέψη, «ἄν εἶχα ἐγώ τόν σταυρό τῆς γιαγιᾶς Σταυρούλας ἤ τῆς Ἑλένης ἤ τῆς Ἐλπινίκης»… Ἔδιωξε ἀμέσως τή σκέψη σάν γρουσουζιά.
«Ἄχ, τό δικό μου σταυρό πρέπει νά κρατῶ», εἶπε μέσα της.
-Γιαγιά, ποῦ βρῆκες τήν τόση ὑπομονή σου; Πῶς ἀντέχεις; Ρώτησε τή γιαγιά Σταυρούλα.
-Τί σημαίνει πῶς ἀντέχω; Τόσον καιρό δέν ἔμαθες; Ἅμα κρατᾶς τόν Θεό ἀπ’ τό χέρι τί ἔχεις νά φοβηθεῖς; Ἅμα βλέπεις μπροστά σου τόν Χριστό σταυρωμένο, τολμᾶς νά παραπονεθεῖς;
Γιά τήν ἀγάπη Του θά σηκώσεις κι ἐσύ τό δικό σου σταυρό, κι ἅμα φοβᾶσαι ὅτι δέν θά ἀντέξεις, θά Τοῦ ζητᾶς νά σοῦ δώσει ὑπομονή.
Κοίταξε στίς εἰκόνες τούς Μάρτυρες, πού κρατοῦν ἕναν σταυρό ὁ καθένας. Πόσο σφικτά καί σταθερά τόν κρατοῦν, ἀλλά καί κοιτάζουν ψηλά, στόν Κύριο.
Ἄχ! ἄν ἀγαπούσαμε τόν Χριστό, ἄν θέλαμε νά εἴμαστε κοντά Του στή βασιλεία Του, ποιός σταυρός καί ποιός ἀγώνας θά μᾶς φαινόταν βαρύς; Μέ χαρά θά προχωρούσαμε κι ἄς μάνιαζαν τά κύματα τῆς ζωῆς γύρω μας. Νά ᾽χεις πάντα ὑπομονή, Σταυρούλα μου. 
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»
Παρέμβαση  Ἐκκλησιαστική
Ὀρθόδοξο πνευματικὸ ἔντυπο – 
Ἐκκλησία τῆς Κύπρου
Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 2014 – Ἔτος 7ο – Τεῦχος 28ο 

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

Οσιομάρτυς Μοναχή Μαρία της Γκατσινας 1874 — 1932†



site analysis

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

“Ή κατάθλιψη είναι πνευματικός σταυρός, Την επιτρέπει ό Θεός για να βοηθήσει εκείνους πού θέλουν μα δεν ξέρουν πώς να μετανοήσουν, εκείνους πού, αφού μετανοήσουν, ξαναγυρίζουν πάλι στις παλιές αμαρτίες τους...Τήν τρομερή αυτή ψυχική δοκιμασία μόνο δύο φάρμακα μπορούν να την θεραπεύσουν: είτε πρέπει να μάθει να μετανοεί σωστά κανείς και να προσφέρει έργα μετανοίας, ή να υπομένει τον πνευματικό σταυρό, την κατάθλιψη, με ταπείνωση, πραότητα, υπομονή κι ευγνωμοσύνη στον Κύριο.
 Να γνωρίζεις πώς τον σταυρό αυτόν ό Κύριος θα τον λογαριάσει ως καρπό μετανοίας...
 Έπειτα, σκέψου πόσο μεγάλη παρηγοριά είναι να συνειδητοποιείς πώς ή δοκιμασία σου είναι ό κρυφός καρπός της μετάνοιας, ένας ανεπίγνωστος αύτοκολασμός λόγω της απουσίας απαραίτητων έργων... 
Με τη σκέψη αυτή πρέπει ό άνθρωπος να φτάσει στη συντριβή. Και τότε ή κατάθλιψη σιγά σιγά υποχωρεί κι οι αληθινοί καρποί μετανοίας θ' αναπτυχθούν...”

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020

Η ΑΓΙΑ ΑΓΑΘΗ-«Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος τιμὴ ἐκ Θεοῦ, καὶ πατρίδος λύτρωσις».


  site analysis 
(+5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΊΟΥ)
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Η Ἁγία Μάρτυς Ἀγάθη καταγόταν ἀπὸ τὴν Κατάνη τῆς Σικελίας. Τὸ λατινικὸ Μαρτύριον, ποὺ εἶναι ἀρχαιότερο, ὅπως καὶ τὸ Ἐγκώμιον, ποὺ συνέταξε ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος, δὲν ἀναφέρουν τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα της. Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς σημειώνει ὅτι τόπος καταγωγῆς τῆς Ἁγίας ἦταν τὸ Παλέρμο. Τὴν πληροφορία αὐτὴ υἱοθέτησαν ἀβασάνιστα καὶ οἱ ὑπόλοιποι Συναξαριστές, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι. Τὴν καταγωγὴ τῆς Ἁγίας Ἀγάθης ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κατάνης ἐνισχύει καὶ ὁ Ἅγιος Πέτρος, Ἐπίσκοπος Ἄργους, στὸ Ἐγκώμιον ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν σικελικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κατάνης, Ἐπίσκοπο Μεθώνης Ἀθανάσιο. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρει μάλιστα ὅτι στὴν πόλη αὐτὴ ἡ Ἁγία γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ μαρτύρησε.
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη προερχόταν ἀπὸ εὐγενικὴ καὶ εὔπορη οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ πρέπει νὰ τοὺς ἔχασε σὲ μικρὴ ἡλικία. Ὅμως ἡ Ἁγία ἀπὸ παιδὶ ἔβαλε στὴν καρδιά της τὸν Χριστό καὶ ἀφιερώθηκε στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας ἄρχισε ὅταν ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Πρῶτα ἀσκήθηκε σὲ αὐτὴν ἕνας ψυχικὸς βιασμός, ποὺ εἶχε διάρκεια τριάντα ἡμέρες, χωρὶς ὅμως νὰ τὴν κάμψει. Βλέποντας ὁ ἔπαρχος τῆς Σικελίας Κυντιανός, ἄνθρωπος μὲ ἄγρια ἔνστικτα, τὴν σταθερότητα τῆς Ἁγίας, προσπάθησε νὰ μεταστρέψει τὸ φρόνημά της ὥστε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ὕστερα τὴν παρέδωσε σὲ κάποια ἄπιστη γυναῖκα, ποὺ τὴν ὀνόμαζαν Ἀφροδισία καὶ τὶς θυγατέρες της, γιὰ νὰ τὴν πείσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της στὸν Κύριο.
Ὅταν ἄκουσε ὁ Κυντιανὸς ἀπὸ τὴν Ἀφροδισία ὅτι ἡ Ἁγία Ἀγάθη παρέμενε ἄκαμπτη, πλημμύρισε ἀπὸ ὀργή. Διέταξε νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του καὶ ἄρχισε πάλι τὶς ἀπειλές. Στὸν διάλογο ποὺ ἀκολούθησε, ἡ Ἁγία ὑποστήριξε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία καὶ παρὰ τὸ νεαρὸ τῆς ἡλικίας της, ὅτι εἶναι δούλη Χριστοῦ. Κατηγόρησε εὐθέως τὸν ἔπαρχο ὅτι πιστεύει σὲ ξόανα καί, μάλιστα, ἀναρωτήθηκε, πῶς ἕνας τόσο ἔξυπνος ἄνθρωπος παρουσιάζεται μὲ τὴν πίστη του τόσο ἀνόητος. Ὁ ἔπαρχος, μόλις ἄκουσε αὐτό, ράπισε τὴν Ἁγία καὶ διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν καὶ νὰ τὴν λογχίσουν. Παρὰ τοὺς φρικτοὺς πόνους, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἐξακολουθοῦσε νὰ ὁμολογεῖ τὴν πίστη της στὸν Χριστό καὶ νὰ δηλώνει ὅτι τὰ βασανιστήρια τῆς προξενοῦν χαρά, γιατί εἶναι πρόσκαιρα. Ὁ Κυντιανός, ἔξαλλος ἀπὸ ὀργή, διέταξε νὰ τῆς ἀποκόψουν τὸν μαστό. Ὕστερα ἀπὸ τὴν φρικώδη αὐτὴ πράξη τὴν ὁδήγησαν στὴ φυλακή.
Μόλις πλησίασαν τὰ μεσάνυκτα, ἐπισκέφθηκαν τὴν Ἁγία ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μὲ μορφὴ γέροντα καὶ ἕνας Ἄγγελος, μὲ μορφὴ παιδιοῦ, ποὺ κρατοῦσε λαμπάδα. Ἄπλετο φῶς πλημμύρισε τὸ ὑγρὸ καὶ σκοτεινὸ κελὶ τῆς Ἁγίας. Ὁ Ἀπόστολος γιάτρεψε τὶς πληγές της καὶ ἀποκατέστησε τὸν κομμένο μαστό. Ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς ἄνοιξε καὶ οἱ λοιποὶ κρατούμενοι ὠθοῦσαν τὴν Ἁγία νὰ ἀποδράσει. Αὐτή, ὅμως, σκεπτόμενη ἀπὸ τὴ μία ὅτι θὰ τιμωρηθοῦν οἱ δεσμοφύλακες ἂν δραπετεύσει καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει τὸ μαρτύριο, δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο.
Τὴν τέταρτη ἡμέρα, ὁ Κυντιανὸς τὴν προσάγει στὸ δικαστήριο. Ἐκεῖ τῆς ἐπαναλαμβάνει ὅτι ἂν δὲν ὑπακούσει στὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα καὶ δὲν θυσιάσει στοὺς θεούς, θὰ θανατωθεῖ. Καμιὰ ὅμως ἀπειλὴ δὲν ἔκαμψε τὴν Ἁγία. Ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη της στὸν Χριστό καὶ ἐπέδειξε τὶς θεραπευμένες πληγές της. Ὁ ἀπάνθρωπος τότε ἔπαρχος διέταξε νὰ ρίξουν γυμνὴ τὴν Ἁγία πάνω σὲ αἰχμηρὰ κεραμίδια, ποὺ πάνω τους ἔκαιγαν κάρβουνα. Ξαφνικά, μεγάλος σεισμὸς ἔγινε στὴν πόλη τῆς Κατάνης καὶ προξένησε πολλὲς ζημιές. Ἀνάμεσα στὰ θύματα ἦταν ὁ σύμβουλος τοῦ ἔπαρχου Σιλουανὸς καὶ ὁ φίλος του Φαλκόνιος. Μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση ὁ Κυντιανὸς διέταξε νὰ μεταφέρουν τὴν Ἁγία στὴ φυλακή. Μέσα στὸ δεσμωτήριο ἡ Ἁγία προσευχήθηκε στὸν Κύριο καὶ Τὸν εὐχαρίστησε γιὰ τὴ δύναμη ποὺ τῆς χάρισε. Καὶ μόλις τελείωσε τὴν προσευχή της, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της. Ἦταν τὸ ἔτος 251 μ.Χ
Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης, ἔντονα θορυβημένος ἀπὸ τὸ γεγονός, διαμαρτυρήθηκε στὸν ἔπαρχο. Στὴ συνέχεια, μετέφεραν τὸ τίμιο λείψανό της σὲ ἀσφαλὲς μέρος. Τότε παρουσιάσθηκε ἕνας λευκοντυμένος νεαρός, ἄγνωστος στοὺς αὐτόχθονες, ὁ ὁποῖος κατευθύνθηκε πρὸς τὸν τάφο τῆς Ἁγίας Ἀγάθης καὶ πάνω σὲ μαρμάρινη πλάκα ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος τιμὴ ἐκ Θεοῦ, καὶ πατρίδος λύτρωσις». Οἱ παριστάμενοι εἶπαν ὅτι ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἦταν ὁ Ἄγγελος τῆς Ἁγίας.
Ὁ λαὸς τῆς Κατάνης τιμοῦσε καὶ σεβόταν τὴν Ἁγία. Ὡς ἀνταπόκριση στὴν τιμὴ αὐτή, ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἔσωσε τὴν πόλη της ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου τῆς Αἴτνας. Οἱ κάτοικοι τῆς Κατάνης ἔτρεξαν στὸν τάφο της καὶ ἀφοῦ πῆραν τὴ λάρνακα μὲ τὸ ἅγιο λείψανό της, τὴν ἔστρεψαν πρὸς τὴν λάβα, ποὺ ζύγωνε τὴν πόλη καὶ ἔτσι ἀποσοβήθηκε ἡ συμφορά. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὶς 5 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 252 μ.Χ., ἀκριβῶς ἕνα χρόνο μετὰ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀγάθης ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό της, τὸ ὁποῖο βρισκόταν στὸ ἕβδομο τοῦ Βυζαντίου. Τὰ ἱερὰ λείψανά της μεταφέρθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῶν αὐτοκρατόρων Βασιλείου Β’ (976 – 1025 μ.Χ.) καὶ Κωνσταντίνου Η’ (1025 – 1028 μ.Χ.)
ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ


Δοξαστικόν Ποίημα Συκεώτου
Παράδοξον θαῦμα γέγονεν, ἐν τῇ ἀθλήσει τῆς πανενδόξου Ἀγάθης, καὶ Μάρτυρος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐφάμιλλον τῷ Μωϋσεῖ· ἐκεῖνος γάρ, τὸν λαὸν νομοθετῶν ἐν τῷ ὄρει, τὰς ἐγγραφείσας ἐν πλαξὶ θεοχαράκτους Γραφὰς ἐδέξατο, ἐνταῦθα δὲ ὁ Ἄγγελος, οὐρανόθεν τῷ τάφῳ πλάκα ἐπεκόμισεν ἐγγεγραμμένην· Νοῦς ὅσιος, αὐτοπροαίρετος, τιμὴ ἐκ Θεοῦ, καὶ πατρίδος λύτρωσις.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Μανούλα μου… μὴ μὲ δολοφονῇς, θέλω νὰ ζήσω!!! Του Αρχιμ. Βαρλαάμ Μετεωρίτου



site analysis


Πὼ πώωωωω!!!
Μεγάλη χαρὰ ἔχω σήμερα γιατὶ εἶναι ἡ πρώτη μέρα τῆς ζωῆς μου… Σήμερα, καλοί μου ἄνθρωποι, ἔγινε ἡ συλλήψή μου, ἕνα θαῦμα τῆς ζωῆς… ἀπὸ τὴν ἕνωση τῶν δύο κυττάρων, τὴ γονιμοποίηση, δημιουργήθηκε ὁ ζυγωτής, ὅπως ὀνομάζεται, δηλαδὴ τὸ πρῶτο κύτταρο τῆς νέας ζωῆς… αὐτὸ εἶμαι, ναὶ ναί! εἶμαι τὸ μωρό σας!
Ἀπὸ σήμερα ξεκινάει ἕνα θαυμάσιο ταξίδι, ἕνα ταξίδι ποὺ θὰ διαρκέσῃ 266 ἕως 280 ἡμέρες, ἐννέα μῆνες δηλαδή.
Μία νέα ζωὴ ἀναπτύσσεται μέσα στὴ μήτρα τῆς μητέρας μου, ἕνα ταξίδι γεμάτο συναισθήματα, ἀλλαγὲς καὶ προκλήσεις…
Πολύπλοκοι μηχανισμοὶ συλλήψεως καὶ μοναδικὰ φαινόμενα “παίρνουν μέρος” γιὰ αὐτή μου τὴ δημιουργία… ἴσως τοῦ τελειότερου πλάσματος! ὄντως, ὁ καλὸς Θεός, ἔβαλε ὅλη Του τὴν τέχνη ὅταν μᾶς ἔπλασε.
Γιὰ κοίταξε, μανούλα μου, τί γρήγορα μεγαλώνω; κάθε μέρα γίνομαι ἕνα χιλιοστὸ πιὸ μεγάλος!
Μανούλα μου, βρίσκομαι στὴν τέταρτη ἑβδομάδα, γιὰ ἄκου με, ἄρχισε ἡ καρδούλα μου νὰ χτυπάῃ… πὼ πώωωωω!!!! ἰδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικὰ ἡ ἀτμόσφαιρα, διότι εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔρχομαι σὲ ἐπαφὴ μαζί σας, μὲ ἐσᾶς τοὺς γονείς μου, φαντάζομαι πόσο χαρούμενοι θὰ εἶστε!
Γιὰ κοίταξε, μανούλα μου, καλύτερα! ἄρχισε ὁ σχηματισμὸς τοῦ κορμιοῦ μου, διακρίνεται τὸ κεφαλάκι μου. Τὰ μάτια μου καὶ τὰ ρουθούνια μου ἀρχίζουν νὰ διαμορφώνονται. Τὰ αὐτιά μου ἀρχίζουν νὰ ἀναπτύσσονται καὶ τὰ χεράκια μου καὶ τὰ ποδαράκια μου ἀρχίζουν νὰ προεξέχουν. Τὰ δαχτυλάκια μου ἀρχίζουν νὰ σχηματίζονται. Δὲν εἶναι καταπληκτικό;
Ξέρεις πόσο ἔχω μεγαλώσει, μανούλα μου; ἔχω περίπου τὸ μέγεθος ἑνὸς ρυζιοῦ, 2-4 χιλιοστά.
Μέρα μὲ τὴ μέρα, βδομάδα μὲ τὴ βδομάδα, καὶ μήνα μὲ τὸ μήνα ἡ ἀνάπτυξή μου εἶναι ραγδαία, ἀφοῦ σιγά-σιγά ἀρχίζω νὰ διαμορφώνομαι.
Δὲν ξέρω καὶ πολλὰ γιὰ τὸ ποῦ βρίσκομαι. Εἶναι σκοτεινά. Δὲν μπορῶ νὰ δῶ. Μπορῶ, ὅμως, νὰ νιώσω. Οἱ αἰσθήσεις μου λειτουργοῦν στὸ ἔπακρο. Μπορῶ νʼ ἀκούω τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ ὅσα οἱ ἄλλοι δὲ θὰ ἔλεγαν ποτὲ ἂν ἤμουν μπροστά τους. Ἀκούω, ναὶ μέν, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω ὅσα τρυποῦν τὰ αὐτιά μου. Λέξεις, ἦχοι, ψίθυροι φτάνουν ἀλλοιωμένοι. Μόνο τὴ δική σου φωνὴ ξεχωρίζω. Μόνο αὐτὴ μὲ ἠρεμεῖ, μὲ καθησυχάζει. Νιώθω ὄμορφα ὅταν σὲ ἀκούω. Νιώθω πὼς ἔχω μία συντροφιά.
Εἶσαι ὅ,τι πιὸ κοντινὸ ἔχω σὲ παρέα. Ἐσένα μόνο ξέρω τόσο καλά. Ἔχω τὸ προνόμιο νὰ σὲ γνωρίζω πολὺ πρὶν μὲ γνωρίσεις ἐσύ. Μπορῶ νὰ ἀντιλαμβάνομαι κάθε τί ἐπάνω σου. Αὐτὰ ποὺ λὲς καὶ ὅσα παλεύεις νὰ μὴν ξεστομίσῃς. Τὶς σκέψεις ποὺ σὲ βαραίνουν καὶ τὶς πιθανότητες ποὺ σὲ τρομάζουν. Ὅσα σὲ εὐχαριστοῦν καὶ ὅσα σὲ φοβίζουν…
Μανούλα μου, γλυκιά μου μανούλα, τί συμβαίνει; κάτι τρομακτικὸ συμβαίνει! τὸ ἀντιλαμβάνομαι, τὸ νιώθω! Ἡ καρδούλα μου ἀρχίζει νὰ χτυπάει ἔντονα καὶ μὲ γοργοὺς ρυθμούς…
Μανούλα μου, θέλεις νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ μένα; Θὰ σοῦ εἶμαι βάρος; Δὲν ἤμουν ἐπιλογή σου; Εἶμαι παιδὶ ἀτύχημα; Εἶμαι παιδὶ λάθος; Τὰ οἰκονομικὰ δὲν μὲ σηκώνουν; Ὁ πατέρας σὲ ἄφησε ἢ εἶμαι καρπὸς ἐξωσυζυγικῆς σχέσης; Θέλεις νὰ κάνῃς διακοπὴ κυήσεως; Θέλεις νὰ μὲ σκοτώσῃς;
Γιατί γλυκιά μου μανούλα; Σοῦ ἔκανα κάτι κακό; Κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε; Μήπως σὲ ἐνοχλεῖ ποὺ κάνω βόλτες ἐδῶ μέσα; Μήπως ποὺ μεγαλώνω; Δὲν φταίω ἐγὼ γι’ αὐτό, μόνο του γίνεται. Ἄν μποροῦσα θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα λιγότερο. Θὰ σὲ ἔκανα νὰ νιώσῃς ἀσφαλής, ἔστω γιὰ λίγο. Θὰ σοῦ ἔδειχνα πὼς δὲν εἶμαι ἀδυναμία σου, ἀλλὰ δύναμή σου. Δὲ σοῦ θυμώνω. Ἁπλά, ξέρω πὼς ἀκόμη καὶ ἂν μὲ διώξῃς ἀπὸ τὸ σῶμα σου, ποτὲ μὰ ποτὲ δὲ θὰ μπορέσω νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν ψυχή σου.
Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ πὼς θὰ εἶμαι τὸ καλύτερο παιδί. Οὔτε τὸ χειρότερο. Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ πὼς θὰ εἶμαι ἔξυπνο ἢ χαζό. Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ πὼς θὰ εἶμαι ὄμορφο ἢ ἄσχημο.
Ἕνα, ὅμως, μπορῶ νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ, πὼς ὅ,τι κι ἂν εἶμαι, θὰ εἶμαι δικό σου. Θὰ εἶμαι κομμάτι σου. Καὶ ὅταν θὰ πονᾷς, θὰ πονάω διπλά. Καὶ ὅταν θὰ νιώθῃς μοναξιά, θὰ σοῦ κάνω παρέα. Καὶ ὅταν ἔρθουν δυσκολίες, θὰ στέκομαι δίπλα σου.
Αὐτά, μανούλα μου, μπορῶ νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ καὶ ξέρεις γιατί; Γιατί πρόλαβα νὰ σὲ ἀγαπήσω προτοῦ σὲ ἀντικρύσω.
Ἂν πρόλαβες καὶ ἐσὺ νὰ μὲ ἀγαπήσῃς, ἔστω καὶ λίγο, ὑποσχέσου μου πὼς θὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ ζήσω!
Δὲν καταλαβαίνω κάποια πράγματα, μανούλα μου.
Ἐνῶ ἔχω νομικὰ τὸ κληρονομικὸ δικαίωμα ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς συλλήψεώς μου, δὲν ἔχω τὸ σημαντικότερο δικαίωμα, αὐτὸ τῆς ζωῆς!!!
Ἐνῶ εἶναι ἀδίκημα νὰ πειράξῃς τὰ αὐγὰ τῆς θαλάσσιας χελώνας ἑνὸς σπάνιου εἴδους, ἑνῶ εἶναι ἀδίκημα νὰ πειράξῃς τὰ αὐγὰ τοῦ βασιλαετοῦ, τὸ δικαίωμα ἑνὸς ἀνθρώπινου ἐμβρύου στὴ ζωή, δὲν ἀποτελεῖ ἀδίκημα!!!
Μὴν ξεχνᾶς, μανούλα μου, πὼς κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλῶς σπάνιος, εἶναι μοναδικός!!!!
Ἂχ μανούλα μου! Τί γλυκιὰ λέξη εἶναι αὐτή!
Πολλὴ περίεργη… Κρύβει μέσα της ἕνα σωρὸ θησαυρούς… Τὴν ξεστομίζεις τόσο ἄνετα, ὅσο βγαίνει ἡ ἀνάσα σου. Μαμά, λές, καὶ ἁπλώνονται μπροστά σου ἀγκαλιὲς καὶ χέρια προστατευτικά.
Ἐσένα θέλω νὰ φωνάζω μαμά. Καὶ χαίρομαι, ὅταν μὲ θὲς κι ἐσὺ γιὰ παιδί σου. Καὶ σκοτεινιάζω, ὅταν σκέφτεσαι νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ μένα.
Μανούλα μου, γλυκιά μου μανούλα μου, θέλω νὰ ξέρῃς πὼς τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι βάρος, εἶναι εὐτυχία, εἶναι τὸ μέλλον, εἶναι ὁ κόσμος μας, γι’ αὐτό, μανούλα μου, μὴ μὲ δολοφονήσῃς, ἄφησέ με νὰ ζήσω.
Σὲ εὐχαριστῶ ἐκ τῶν προτέρων, τὸ ἀγέννητο παιδί σου!

Ρώτησαν μια μάνα


Η μοίρα μιας μητέρας είναι να περιμένει τα παιδιά της...



site analysis

Η μοίρα μιας μητέρας είναι να περιμένει τα παιδιά της.
Από το νηπιαγωγείο.
Θα τους περιμένει να γυρισουν στο σπιτι!
Τους περιμένει όταν αρχίζουν τη ζωή τους στο δρόμο
και επιστρέφουν για το σπίτι μετά από ένα πάρτι.
Τους περιμένει όταν έρχονται από τη δουλειά
για να βρουν ζεστό φαΐ .
Περιμένει πότε θα έρθει η στιγμή
να τους καμαρωσει νύφη ή γαμπρό.
Περιμένει πότε θα πάρει στην αγκαλιά της
τα εγγόνια της!
 
Να μην ξεχνάτε τους γονείς σας,
χαρίστε τους μια ζεστή αγκαλιά
ένα χαδι με όλη σας την καρδιά.
Επειδή μεγαλώνουν και γερνάνε
αλλά η καρδιά της μητέρας δεν μεγαλώνει ποτέ.

Πείτε και εσείς ένα "ΜΑΝΑ σ' αγαπώ!"
Όσο την έχετε κοντά σας...
Πηγή

* Χρόνια σου πολλά κι ας μην κατάφερες ποτέ να κρατήσεις μωρό στην αγκαλιά σου!



site analysis


Ηλιόλουστη Κυριακή και γιορτή της Υπαπαντής.
Γιορτή της ορθόδοξης μανούλας.
Γιορτή χωρίς τριαντάφυλλα και καρδούλες στα ανθοπωλεία.
Δίχως ποιήματα στο facebook.
Χωρίς χειροτεχνίες στο σχολείο.

Κατέβηκα στο αρχονταρίκι του ναού και ρουφώντας γουλιά - γουλιά τον καφέ μου στέκομαι και καμαρώνω τις μανούλες της ενορίας μας.

Η κυρα Λένη αγκομαχώντας κάθεται και προσπαθεί να κουμαντάρει στην άβολη καρέκλα τα κιλά της, τα χρόνια της και τα κουράγια της. Της στέλνω με το νου μου εφτά τριαντάφυλλα, όσα και τα παιδιά της, μαζί μ' ένα μπουμπούκι κλειστό για το μικράκι της που χάθηκε -λένε- τον καιρό που δεν είχαν βγει τα εμβόλια ακόμα. Την έχω δει πολλές φορές τα Σαββατόβραδα να κατηφορίζει το δρόμο του Κοιμητηρίου κι ας πέρασαν 23 χρόνια από τότε.

Στην Χριστίνα τη γειτόνισσα, που έκατσε δειλά δίπλα θα στείλω το πιο πορφυρό τριανταφυλλάκι και μέσα θα κλείσω μιαν ευχή να γειάνει το μονάκριβό της που τέλειωσε μόλις την τρίτη χημειοθεραπεία.

Δυο ευωδιαστά ζουμπούλια μαζί την έγνοια μου να μην ξεχάσω να στείλω στην Κατερίνα με τα κατακόκκινα μάτια και το θλιμμένο χαμόγελο. Δεν το περιμέναμε ούτε εμείς ούτε κι εκείνη ότι ο γλυκός και ευγενικός Γιωργάκης της που 'χε μεγαλώσει με χίλιες θυσίες και αγάπη ήταν δεμένος χειροπόδαρα με τις ουσίες. 

Μαριώ μας, ηρωίδα μας! 
Για σένα κρατώ μιαν αγκαλιά αγριολούλουδα. 
Να σε τυλίξουν με το άρωμά τους και να σε ταξιδέψουν για λίγο πέρα και πάνω από το φάσμα του αυτισμού του παιδιού σου. 
Και να μας δώσεις λίγη από την ελπίδα σου, από το κουράγιο σου, λίγη από την πίστη σου.

Το πιο όμορφο, το πιο ευωδιαστό λουλούδι το κράτησα για σένα χαρά μου, σύντροφε της καρδιάς και της ζωής μου.
Για σένα που δεν κατάφερες ποτέ να κρατήσεις μωρό στην αγκαλιά σου.
Για σένα που θρήνησες απανωτές παλίνδρομες κυήσεις.
Για σένα που περίμενες καρτερικά -χρόνια τώρα- κάποια είδηση από το Κέντρο Βρεφών που δεν ήλθε ποτέ.
Για σένα που αρνήθηκες να πειραματιστούν στο κορμί σου και στα "άχρηστα" γονιμοποιημένα ωάρια. 

Στο προσφέρω γονατιστός άγγελέ μου.
Για μένα είσαι η πιο μεγάλη μάνα.
Μάνα του πονεμένου, 
του βασανισμένου,
του κατατρεγμένου,
μάνα εκατοντάδων ψυχών ...
... και δική μου κάθε φορά που σαν μωρό παιδί λυγίζω.
Χρόνια σου πολλά άγγελέ μου!
πηγη.αμφοτεροδεξιος
Υπ.