Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Εις την Οσιωτάτη Γερόντισσα + Μοναχή Μακαρία Δεσύπρη.



site analysis


Καθηγουμένη και Κτιτόρισσα Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και Αγίου Εφραίμ,
Όρους Άμωμων Αττικής
Μνήμη, Ευγνωμοσύνη και Αγάπη
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΗΣ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗΣ+ΜΟΝΑΧΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΔΕΣΥΠΡΗ (1911-1999)
Οσιωτάτη Καθηγουμένη +Μοναχή Μακαριά, κατά κόσμον Μαργαρίτα Δεσύπρη, έγεννήθη την 12ην Μαρτίου 1911 στο χωριό Φαλατάδο της Τήνου. Γόνος πολύτεχνης ευσεβούς οικογένειας εγαλουχήθη στα νάματα της Ορθοδοξίας από τους ευσεβείς γονείς της, Μαρίνα και Γεώργιο, ιδιαίτερα δε από τον ιερέα πάππο της εκ μητρός, π. Αντώνιο, ον και υπερηγάπα.
Η ευσεβής μήτηρ της, ως άλλη Εμμέλεια ηξιώθη νά αφιέρωση στον Κύριο δύο θυγατέρας μοναχάς, την Μοναχή Πελαγία και την Μακαριστή Καθηγουμένη μας, και έναν υιό ιερέα, τον π. Ανδρέ­α Δεσύπρη, τον μόνο επιζώντα σήμερον.
Προσήλθεν στην ταξί των Μοναχών ως Δόκιμος στις 11 Δεκεμβρίου 1930· εκάρη Μοναχή στις 31 Ιουνίου 1932 από τον μακαρι­στό Ιερομόναχο Πέτρο Βλοτίλδη και στις 29-6-1935 εχειροτονήθησε Μεγαλόσχημο επί Μακαριωτάτου Χρυσοστόμου στην Ιερά Μονής Αγίου Ιεροθέου στα Μέγαρα Αττικής.
Όμως ο Κύριος της Δόξης την εκάλει δι' άλλους αγώνας. Η περίοδος της Κατοχής την ευρίσκει στις γυναικείες φυλακές του Α­βέρωφ στην Αθήνα, όπου παρηγορούσε φυλακισμένες και περιέθαλπε μετά αγάπης πολλής τα τέκνα τους.
Το καλοκαίρι του 1945 επισκεφθείσα την Νέα Μάκρη Αττικής ανηφόρησε δια να ανάψη το καντηλάκι των ερειπίων τής πάλαι ποτέ Σταυροπηγιακής ανδρώας Ιεράς Κοινοβιακής Μονής του Ό­ρους των Αμώμων, όπως αργότερα τής απεκαλύφθη θαυμαστώς έκτοτε, πληροφορηθείσα εσωτερικώς ότι «ο τόπος ούτος Άγιος έστι» παρέμεινεν αδιαλείπτως μέχρι την εκδημία της.
Εγκατασταθείσα στα ερείπια διεβίωσε στο κελλίο της με αφαντάστους στερήσεις, κάτω από τελείως αντίξοες συνθήκες. Την νύκτα έπλεκε κάλτσες «διά να προσπορίζεται τα προς το ζην» και την ήμερα «ξέθαβε» τα ερείπια του μικρού ναΐσκου του Ευαγγελισμού, διότι ήθελε να εύρη τους θεμέλιους λίθους των Πατέρων και επ' αυτών να ανοικοδόμηση τον Ναόν και τα κελλία των Μοναχών.
Πολλάκις ησθένησεν και παρέμεινε στο κελλίο της «πυρέσουσα εν καιρώ χειμώνος» χωρίς σκεπάσματα, χωρίς πόρτες και παράθυρα. Περαστικός τις τσοπάνος της έριξε την κάπα του, ό­ταν αντελήφθη, ότι έζη άνθρωπος ασθενής στα ερείπια ταύτα.
Όμως ό Θεός της επεφύλασσεν υψίστη τιμή: την αποκάλυψι των Λειψάνων του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εφραίμ του Θαυματουργού μετά πεντακοσίων χρόνων κατάκρυψι στην γη.
ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Καθισμένη πάνω στα ερείπια του παλιού Μοναστηριού, όπου ή θεία πρόνοια ωδήγησε τα βήματα μου, έφερνα τον στοχασμό μου σε χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ή­ταν παντού τα κόκκαλα των Αγίων, πού με το αίμα τους ποτίστη­κε το δέντρο της Ορθοδοξίας. Και καθώς καταγινόμουν στο κα­θάρισμα απ' τα χαλάσματα της Ιεράς Μονής, αναλογιζόμουν ότι βρίσκομαι σε ιερό τόπο, και έλεγα· Θεέ μου αξίωσε με την ανάξια δούλη σου να ίδω έναν από τους πατέρας πού έζησαν εδώ. Και ενώ πέρασε αρκετός καιρός κατά τον όποιο συνεχώς παρακαλού­σα, ένιωθα μία φωνή μέσα μου να μου λέγει: «σκάψε εκεί και θα βρεις αυτό πού επιθυμείς» και θαυμαστώς μου υπέδειξε με τρόπο μυστηριακό ένα κομμάτι γης στο προαύλιο του Μοναστη­ριού. Ό καιρός περνούσε και ή φωνή πιο δυνατή, πιο φλογερή με προέτρεπε· «Σκάψε και θα βρεις αυτό που επιθυμείς» κι έδειξα τον τόπο στον εργάτη πού είχα φωνάξει εκείνες τις μέρες για μία μικρή επισκευή στο παλιό Ηγουμενείο. Εκείνος ό άνθρωπος δενήταν πρόθυμος να σκάψει εκεί πού με ωθούσε ή εσωτερική φωνή. Ήθελε να σκάψει κάπου πιο πέρα, οπουδήποτε άλλου. Στην επιμο­νή του τον άφησα να πάει όπου ήθελε, και εγώ έμεινα εκεί και προσευχόμουν να μην μπορεί να σκάψει, να βρίσκει βράχους, για να αναγκαστεί να έλθει στον τόπο πού με ωθούσε εκείνη ή φωνή.
Και πράγματι, ενώ προσπάθησε σε τρία-τέσσερα μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους και γι' αυτό επέστρεψε εις τον τόπο πού αρ­χικώς του υπέδειξα.
Ο τόπος εκείνος από το τζάκι, τις τρεις θυρίδες, το μισογκρε­μισμένο τοίχο, όλα αυτά μαρτυρούσαν πώς κάποτε υπήρξε κελί κάποιου Μοναχού και πού έμειναν τα ερείπια αυτά για να μας πουν το δράμα πού κάποτε συνέβη εκεί.
Καθαρίσαμε τον τόπο από τις πέτρες, και άρχισε ο εργάτης εκείνος να σκάβη κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα και επειδή φοβόμουνα να μη μου κάνη ζημιά, του είπα: «μην βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιο σιγά», άλλ' επειδή δεν με άκουγε και έσκα­βε με τον ίδιο ρυθμό, τού είπα: «Μήπως είναι και κανείς θαμμέ­νος και κάνεις ζημιά! Σε παρακαλώ, πρόσεχε». Και τότε κατάλα­βε και μου είπε«νομίζεις ότι θα είναι αλήθεια αυτό πού έχεις στο νου σου;» Και αλήθεια ήμουν τόσο βεβαία σαν να τον έβλε­πα. Και προχωρώντας τώρα εις την αγία και ιεράν εκταφή, και φθάνοντας περίπου ένα και εβδομήντα βάθος πρώτα έφερε εις το φως ο κασμάς το κεφάλι τού άνθρωπου του Θεού. Την ίδια δε στιγμή σκορπίστηκε άρρητη ευωδία σε όλη τη γύρω ατμόσφαιρα. Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλώσσα του, κόπηκε ή μιλιά του.
«Άφησε με μόνη, σε παρακαλώ», είπα στον εργάτη, και απο­μακρύνθηκε.
Γονάτισα με ευλάβεια και ασπάστηκα το σκήνωμα τού Άγιου και αισθάνθηκα βαθειά την έκταση του μαρτυρίου του.
Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απόκτησα μεγάλο θησαυ­ρό, και παίρνοντας το χώμα με προσοχή έβλεπα την αρμονία του σκηνώματος του, πού, αν και τόσους αιώνες μέσα στη γη, δεν εί­χε αλλοιωθεί.
Χαρακτηριστικόν, ότι επρόκειτο για κληρικόν, είναι το ό­τι παίρνοντας το χώμα εις την θέσιν όπου ήσαν τα άγια του χέ­ρια, είδα το στρίφωμα του μανικιού του ράσου, πού δεν υπήρχε ούτε ή ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χονδροϋφασμένο από αργα­λειό του παλαιού καιρού· το πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό και προχωρώντας κάτω εις τα πόδια και πάλιν να! το στρίφωμα τού ράσου του, όπως και εις τα χέρια του ολοκάθαρο, και τα πέλματα του είχαν αποτυπωθεί στο χώμα. Δεν ήξευρα τι πρώτα να κάνω να χαρώ ή να τον κλάψω· πώς βρέθηκε εκεί θαμ­μένος ο τού Θεού άνθρωπος; Τι να είχε συμβεί; Τι, να είδαν τα μάτια του; Έλεγα, κάποιο δράμα θα συνέβη. Και προσπαθώντας να καθαρίσω τα οστά από τη λάσπη των δακτύλων του έθρυμματίζονταν, διότι ή βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω το βάθος του τάφου του, γι' αυτό και τα έτοποθέτησα, όπως ήταν στην θυρίδα, πού ήταν πάνω από τον τάφο του.
-  Μα τι να σας πω και για κείνη την βροχή; Λες και ο Ουρανός έριχνε ασημένια φυλλαράκια με τα όποια έραινε τον Άγιο και τον τάφον του.
Ήταν βράδυ, διάβαζα τον Εσπερινό, ήμουν μόνη ακόμα σ΄ αυτόν τον άγιο τόπον, πού μ' έφερε ό Κύριος να τον υπηρετήσω, και ξαφνικά ακούω βήματα, πού ξεκινούσαν από το βάθος του τάφου, προχώρησαν εις την αυλή και έφτασαν εις την πόρτα της Εκκλησίας. Τα βήματα του ήκούοντο δυνατά και σταθερά τόσον, ώστε ένιωσα μέσα μου ότι ήτο ή μόνη φορά πού φοβήθηκα, αι­σθάνθηκα το αίμα μου να μουδιάζει εις το κεφάλι μου και από το φόβο μου ούτε γύριζα πίσω να ιδώ, οπότε ακούω τη φωνή του να μου λέγει:
«Έως πότε θα με έχεις εκεί πέρα; Κι αυτός που μου έβαλε το κε­φάλι μου έτσι ....» Τότε γύρισα και τον είδα ήτο υψηλός εις το α­νάστημα, με μάτια μικρά στρογγυλά, με ελαφριές ρυτίδες στην ά­κρη, τα γένια του έφθαναν και εκάλυπταν τον λαιμό, και κάπως εδώ και εκεί με χάρι εδιχάζοντο πλαγίως και έμπροσθεν και ολί­γον σγουρά, χρώματος μαύρου, με όλη την μοναχική αμφίεση· στο αριστερό του χέρι υπήρχε φως υπέρλαμπρον και το δεξί του χέρι ευλογούσε.
-  Ή ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση και χαρά ανεκλάλητο· πήρα θάρρος και δύναμι, ο φόβος εξαφανίστηκε, τον ένιωσα δικό μου και του είπα.
Συγχώρησέ με, και αύριο, μόλις ξημερώσει ο Θεός την ήμερα θα σε περιποιηθώ, και αμέσως έγινε άφαντος, και συνέχισα τον Εσπερινό μου εν ειρήνη. Το πρωί μετά την ακολουθία του Όρθρου επήρα τα άγια οστά και τα εκαθάρισα από τα χώματα, τα έπλυνα καθαρά, και τα απόθεσα στο Λερό σε μία παλιά θυρίδα, αφού ά­ναψα και ένα καντηλάκι.
Το βράδυ τής ιδίας ημέρας βλέπω στον ύπνο μου τον Όσιον άνθρωπον του Θεού μέσα εις την Εκκλησίαν όρθιον, αριστερά όμως και κοντά στον Άγιο, είδα όρθια και στο ανάστημα τού Αγίου, μια περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα του Άγιου, πού την κρατούσε με το ένα του χέρι αγκαλιασμένη. Ήταν από παλαιό ασήμι σφυ­ρηλατημένη και με το χέρι εργασμένη, δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι και εγώ τού έβαλα μία λαμπάδα αναμμένη από καθαρό κερί, και τότε άκουσα την φωνή του να μου λέγει:
«Σ' ευχαριστώ πολύ. Ονομάζομαι Εφραίμ».
Πέρασε αρκετός καιρός και είχα μέσα μου μία απορία για τούτο το περιστατικό. Μία μέρα. και μετά το τέλος του Εσπερινού, καθώς άπλωσα το χέρι μου για να κλείσω την πόρτα τής Εκ­κλησίας ακούω τρία χτυπήματα, σαν από κεχριμπαρένιο κομπολόι. Κατάλαβα ότι ήταν ο Άγιος, εμπήκα στο ιερό, διότι είχα εκεί τοποθετημένα τα Αγία του λείψανα, άναψα ένα κεράκι και προσκύνησα. "Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω δια την ουράνιον εκείνην ευωδία πού ανέπεμπαν τα άγια του Λείψανα! Χείμαρρος πραγματικός επλημμύρισε όλο μου το είναι, αισθάνθηκα εντός μου τον Παράδεισον, μα και την ταπεινότητα μου σ' αυτό το με­γαλείο.
+Καθηγουμένη Μοναχή Μακαριά
Το 1950 η Μακαριστή Γερόντισσα πλαισιωθελίσα από  τας πρώτας προσελθούσας Μοναχάς προέβη στην ανασύστασι τής παλαίφατης Μονής και μέσα από πολύχρονους στερήσεις, κόπους και αγώνας, «την ανέ­δειξε μεγάλο προσκυνηματικό κέντρο τής Παγκό­σμιας Ορθοδοξίας» χάρι στην δύναμη του Θαυματουργού "Αγί­ου μας Εφραίμ, όπως ομολογούν σύγχρονα μεγάλα πνευματικά αναστήματα.
Το «θαυμαστό Σέμνωμα» του Όρους των Άμωμων ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Εφραίμ ο Θαυματουργός, χάριτι Θεού και αόκνοις προσπάθειαις τής Μακαριστής Καθηγουμένης Μακαριάς κατέ­στη γνωστός απανταχού σχεδόν τής Γης και ως σύγχρονος κολυ­μπήθρα του Σιλωάμ παρέχει «πάσιν τοις αιτούσιν ιάματα».
Ή «Μητέρα Μακαρία», η «Μάννα των πονεμένων», όπως την απεκάλουν οι ίδιοι οι πιστοί, διότι έτσι την αισθάνονταν, σ' ό­λο τον επίγειο βίο της, παρά τα αλεπάλληλα εμφράγματα πού εί­χε υποστεί, τον σακχαρώδη διαβήτη, πού την εταλαιπώρει και το θραύσμα βλήματος πού έφερε στην κοιλιακή χώρα από τα χρόνια τής Κατοχής, περιχαρής διηκόνει πάντα πιστόν προσερχόμενο και εξαιτούντα την Αγία Προσευχή της. Σχεδόν νυχθημερόν προσηύχετο και ενουθέτει πνευματικά ορφανά, χήρας, διαζευγμένους, νέους και ασθενείς, επιστήμονας και βιοπαλαιστάς, μονα­χούς και μοναχάς. Πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι τής εζήτουν να ευλόγηση τις διατριβές τους, εκπαιδευτικοί το έργο τους και δι­καστικοί τις οικογένειες τους.
Ακάματη στην διακονία του Θείου Λόγου, αυστηρά αφοσιωμένη στην "Ορθόδοξη Λατρεία, ασκήτρια στην μοναχική της ζωή. «ετρέφετο με την λειτουργική ζωή. την μελέτη του Θείου Λόγου, την αδιάλειπτη προσευχή και την σιωπή».
Ολιγομίλητη με μία έκφραση «χαρμολύπης» διάχυτη στο γλυ­κό και τρυφερό, γεμάτο αγάπη και ταπείνωση βλέμμα της. προσπα­θούσε να απόκρυψη τις πλούσιες δωρεές με τις όποιες την είχε πε­ριβάλει ο Δωροθέτης Κύριος.
Η βαθύτατη πίστη της, η ευγένεια και το πράον του χαρακτήρος της, η διακριτικότητα, η ανεξικακία, η συγχωρητικότητα, η «χωρίς όρια φιλανθρωπία» της και ή απέραντη αγάπη της προς «πάντα άνθρωπον» σημάδεψαν καθοριστικά την Αγία της Μορφή.
Χωρίς οικονομικούς πόρους συνετήρει μέχρι το 1980 ορφα­νοτροφείο με 70 περίπου παιδιά σχολικής ηλικίας, στα όποια παρείχε στέγη, τροφή, ενδυμασία και παιδεία στοιχειώδους βαθμίδος, όσα δε επρόκοπτον στα γράμματα τα έφτασε μέχρι των Ανωτάτων "Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και σήμερον ομολο­γούν ότι «τα εχόρταινεν εκ του μηδενός». Δια να ανταπεξέλθη δε στις ανάγκες τους εξέθετε στον προαύλιο χώρο του Ζαππείου μεγάρου των Αθηνών εργόχειρα της αγάπης της. μη φειδομένη χρόνου, κόπου, μόχθου και αποστάσεων.
Αν και δεν είχε Πανεπιστημιακή μόρφωση, προέβη σε έκδοση Πατερικών κειμένων, «Λόγοι Ασκητικοί Βασιλείου του Μεγά­λου» και σε σύνταξη Παρακλητικού Κανόνος και ακολουθίας Χαιρετισμών προς τον Άγιον της Εφραίμ, τον όποιον υπερηγάπα. Τα θαύματα δε του οποίου κατέγραψε και εξέδωσε σταδιακά σε (10) δέκα τόμους δια να στηρίζει και να ενδυναμώνει τους πι­στούς. Επεδίδετο ακόμη και στην Αγιογραφία Ιερών Μορφών της Ορθοδοξίας μας.
Απαντούσε καθημερινά σε πλήθος τηλεφωνημάτων και επι­στολών πιστών που εδέχετο, ενώ προσηύχετο θερμά και εσταύρωνε υπομονετικά με τεμάχιο Ιερού Λειψάνου του Άγιου τους ευσε­βείς πού ζητούσαν την προσευχή της.
Ετέλεσε ατομικές και ομαδικές βαπτίσεις Βορειοηπειρωτών τους οποίους εφιλοξένησε επί διετία μετά των οικογενειών τους στον ξενώνα της Μονής.
Το μελίρρυτο στόμα της ακαταπαύστως μέχρι τελευταίας ανα­πνοής εδόξαζε τον Κύριο, την Παναγία Παρθένο και τον Άγιον της Εφραίμ στον όποιο ανέθετε «πάσαν την ζωήν ημών».
Δεν αξιώθηκε να ζήση την επίσημη αναγνώρισι του Μεγάλου Αγίου της, ενώ διαρκής πόθος της ήταν να πάρει ή ίδια με τα χέ­ρια της από το Πατριαρχείο την πολυπόθητη Πατριαρχική Πράξι της Αγιεπωνυμίας.
Ό Κύριος της Δόξης επέτρεψε σε βαθύτατο γήρας να σήκωση μεγάλο σταυρό. Τον σήκωσε με καρτερία και σιωπή. Αντιμετώπι­
Την προτεραία τής Αγίας Κοιμήσεως της έψαλε με χαρά με παρευρισκόμενο Ιερέα Αναστάσιμα Τροπάρια στο κρεβάτι του πόνου.
Η τελευτή της υπήρξεν απολύτως ήρεμη και οσιακή· άλλωστε την είχε προείπει προ δεκαετίας και πλέον.
Η Αγία Ψυχή της, ασφαλώς χειραγωγημένη από τον Άγιον της Μεγαλομάρτυρα Εφραίμ τον Θαυματουργόν, αφού μετέλαβε των Άχραντων Μυστηρίων, επέταξε στους Ουρανούς, όπου και άνηκε, στις 23-4-99, ήμερα Παρασκευή περί ώρα 2:20 μ.μ. εορτή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Άρρητος δε ευωδιά περιέβαλε αμέσως το Σεπτόν της Σκήνωμα στο δωμάτιοτου Νοσοκομείου, όπου ενοσηλεύετο, οι δε παριστάμενοι ιατροί, νοσοκόμοι και μέλη τής ακολουθίας τής δακρυρροούντες «εθαύμαζον» δια τα γενόμενα.
Τηλεόραση και Τύπος ανήγγειλαν την εκδημία τής Μακαρι­στής πια +Μοναχής Μακαριάς Καθηγουμένης Ιεράς Μονής Ευαγ­γελισμού και Αγίου Εφραίμ Όρους Άμωμων Αττικής.
Το Σεπτό της Λείψανο εξετέθη σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα εντός του Καθολικού τής Ιεράς Μονής τής οποίας υπήρξε Χάριτι Θεού Κτιτόρισσα και Καθηγουμένη επί ήμισυ αιώνα διά την οποίαν Μονήν ηνάλωσε εαυτόν μέχρι τελευταίας αναπνοής παραμείνασα πιστή στην διακονία του Σαρκωθέντος Λόγου, τής Σταυρωθείσης Αγάπης.
Χιλιάδες πιστοί την προσκύνησαν και περίπου πέντε χιλιάδες την συνόδεψαν στην τελευταία της κατοικία παρά την δυνατή βροχή πού έπεφτε συνεχώς. Κηδεύτηκε πανδήμως υπό πλήθους πι­στών μοναχών και ιερέων, παρουσία των τοπικών Άρχων, του Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος κ.κ. Κλεόπα, χοροστατούντος του Θε­οφιλέστατου Επισκόπου Διαυλείας κ.κ. Δαμασκηνού Καρπαθάκη, όστις μετά των λοιπών ομιλητών και εξήρε την «μεγάλη αυτή μορφή του σύγχρονου γυναικείου μοναχισμού», της «Ταπεινής και φιλαγάθου Καθηγουμένης»του Αγίου Εφραίμ.
Τέλος ευλαβικά εναπόθεσαν το πολυβασανισμένο Όσιο Σώμα της στον απόμερο τάφο πού είχε πρό ετών ή ίδια ετοιμάσει στον Άβατο προαύλιο χώρο της Ιεράς Μονής της «για να αφουγκράται τις ψαλμωδίες και να θεάται τα ένδοξα και εξαίσια πού ο Άγιος επιτελεί στους μετά πίστεως προσερχόμενους στην Μο­νή Του».
Ας είναι ή Ουράνια ζωή σου. Μητέρα Μακαρία, αγγελική, ό­πως και ή επίγεια βιοτή σου και ή 'Αγία Ευχή σου πού «χάρισε στην Οικουμενική "Ορθοδοξία τον Μεγαλομάρτυρα Άγιο Εφραίμ » πάντα να μας εύλογη, να μάς συγχωρεί και να μας αξιώσει της Επουρανίου Βασιλείας. "Αμήν.
Αιωνία Σου ή μνήμη. Πολυσέβαστη και Πεφιλημένη Μητέρα μας.
Εις τα πνευματικά μου τέκνα τάς Μοναχάς
Υπερήφανος Μοναχός δένδρον άριζον και ου μη φέρη προσβολήν
άνεμου. Και ωσάν ή
σαπουνόφουσκα μόλις ραγείσα
αφανίζεται· ούτω και ή μνήμη
του υπερήφανου μετά θάνατον
αφανίζεται. Και όπως ή προσευχή
του ταπεινού κάμπτη τον Θεόν,
τοιοτοτρόπως και ή προσευχή του
υπερήφανου παροργίζη τον Ύψιστον
αγαπητά μου τέκνα και
θυγατέρες μου εν Κυρίω.
Αγαπήσατε τας ύβρεις και
ατιμίας, τας ταπεινώσεις και
εξουδενώσεις και εξουδενώσεις
ίνα ο Κύριος σας συναριθμήση
εν τω χορώ των Μονα­ζόντων
και των Μαρτύρων αγαπήσατε τας ύβρεις· τας ατιμί­ας
μετά λογισμού ταπεινού και
να πιστεύσητε ότι ουδέν είστε
και όταν αυτό πιστεύσητε
εντός σας, τότε ο Κύριος θα
ελεήση τεκνίον μου την
καρδίαν σου και θα σωθήτε
παιδιά μου δια της
ευλογη­μένης ταπεινώσεως.
ή μητέρα σας Μακαριά Μοναχή
έγραφον εν τω κελλίω μου 12-8-64

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Η ΟΣΙΑ ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΣΙΝ, ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΒΕΡ (+ 1368)



site analysis

Η ΟΣΙΑ ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΣΙΝ,
ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΒΕΡ (+ 1368)
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ἀρχική δημοσίευση τοῦ κειμένου στό Περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»Λευκωσίας, (φ. 39, 1993, σελ. 33 – 38) καί στό Περιοδικό "Ο ΠΟΙΜΗΝ"τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μυτιλήνης (τ. 1993). Κατωτέρω δημοσιεύεται βελτιωμένο.
Λέγεται, ὅτι ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ βοήθησε τόν Τσάρο Ἀλέξανδρο Β’ «νά δεῖ τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου του» (ὅταν ὁ Ἡγεμόνας τόν ἐπισκέφθηκε μυστικά στή μονή του). Ἔτσι ὁ Τσάρος «πέθανε» γιά τόν κόσμο καί ἔζησε τήν κατά Θεόν ἀσκητική ζωή ὡς λαϊκός Στάρετς Θεόδωρος Κούσμιτς τῆς Σιβηρίας. Ἡ Ὁσία Ἄννα τοῦ Κασίν κατά τήν διάρκεια τῆς πολυτάραχης ζωῆς της, ὄχι ἁπλῶς εἶδε, ἀλλά βίωσε τήν ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου καί γι’ αὐτό ἀντάλλαξε τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου μέ τήν Ἀγγελική Μοναχική πολιτεία. Ὁ βίος της - ὁ κοσμικός, ἀλλά καί ὁ μοναχικός - ἄν καί ἄγνωστος στίς λεπτομέρειές του, περιεῖχε φαίνεται μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες, τόσους καί τέτοιους ὥστε νά τιμηθεῖ ἀπό τόν δωρεοοδότη Κύριο μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της καί τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων.
Ἡ ἁγ. Ἄννα γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, τό 1278. Ἦταν συγγενής τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μιχαήλ Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ (20η Σεπτεμβρίου) καί Βασιλείου Ἡγεμόνα τοῦ Ροστώφ (4η Μαρτίου). Τό 1294 συζεύθηκε τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γ' Γιαρολάβιτς. Εἶχε τήν ἀτυχία νά ἐμπλακεῖ ἡ οἰκογένειά της στήν ἐμφύλια διαμάχη γιά τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα, μέ τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο τῆς Μόσχας.

Τό ἱστορικό-κοινωνικό ὑπόβαθρο τοῦ βίου τῆς ἁγ. ἌνναςἈπό τά μέσα ἤδη τοῦ 11ου αί. ἡ ἐμφάνιση στίς στέππες τοῦ Ρωσικοῦ νότου τοῦ ληστρικοῦ λαοῦ τῶν Πολόβτσων, ὑποχρέωσε μεγάλο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ νά μετακινηθεῖ πρός τά βορειοανατολικά. Ἀκόμη ἡ διαίρεση τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας σέ πολλές μ ικρές καί μεταξύ τους ἀντιμαχόμενες ἡγεμονίες, ἡ προϊοῦσα ἀνεξαρτητοποίηση τῆς ἐμπορικῆς δημοκρατίας τοῦ Νόβγκοροντ καί ἡ ταχύτατη ἀνάπτυξη τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Σούζνταλ, συντέλεσαν στήν παρακμή τοῦ Κιέβου. Τό 1169 ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Ἀνδρέας Μπογκολιούμπσκυ κατέλαβε καί λεηλάτησε τό Κίεβο καί μετέφερε τήν ἕδρα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα στό Βλαδιμήρ. Μεταξύ τῶν νέων πόλεων πού ἱδρύθηκαν τότε ἦταν τό Τβέρ, τό Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἡ Μόσχα.
Τό Κίεβο κατέρρευσε ὁριστικά τό 1240, μέ τήν κατάληψη καί καταστροφή του ἀπό τούς Τατάρους, ἀπό τούς ἴδιους εἰσβολεῖς ὅμως καταλύθηκε καί ἡ Ἡγεμονία τοῦ Σούζνταλ – Βλαδιμήρ. Οἱ Ἡγεμόνες – Πρίγκιπες τῶν μικρῶν ἡγεμονιῶν κατανάλωσαν τίς ἐλάχιστες – πλέον – δυνάμεις τοῦ Ρωσικοῦ Ἔθνους στίς μεταξύ τους ἐμφύλιες διαμάχες γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ τίτλου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα, τόν ὁποῖο – κατά τόν Καθηγητή Βλ. Φειδᾶ - ὁ Τάταρος Χάν παραχωροῦσε «είς τόν πλουσιώτερον καί ταπεινότερον τούτων».
«Οἱ Ρῶσσοι Ἡγεμόνες - γράφει - ἔδει νά ἀναγνωρισθοῦν ὑπό τῶν Χάν κατά τήν ὑποχρεωτικήν μετάβασίν των εἰς τήν διαμονήν τῶν Χάν, τό Σαράϊ, ὅπου μετέβαινον συνήθως μετά πολλῶν δώρων. Αἱ ἀπαιτήσεις τῶν Χάν ἦσαν ἡ ὑποταγή τῶν Ρώσσων Ἡγεμόνων καί ἡ τακτική συλλογή τοῦ καταβαλλομένου ὑπό τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ φόρου, τοῦ λεγομένου «βυχόντ». (Βλ. Φειδᾶ, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας, 988 – 1988», σελ. 140 – 141).
Κατά τήν περίοδο 1304 – 1319 τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα διεκδικοῦσαν ὁ σύζυγος τῆς ἁγ. Ἄννας Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς - δευτερότοκος γιός τοῦ Γιαροσλάβου Γ’ Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1238 – 1240) καί πατέρα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι – καί ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μόσχας Γεώργιος Δανίλοβιτς, ἐγγονός τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέβσκι. Στόν μεταξύ τῶν δύο Ἡγεμόνων ἐμφύλιο ἀγῶνα ἀτυχῶς ἀναμείχθηκε καί ἡ Ρωσική Ἐκκλησία, στό πρόσωπο τοῦ Μητροπολιτῶν Ρωσίας Πέτρου καί Θεογνώστου. Αἰτία ἦταν ἡ μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας ἀπό τό Κίεβο ἀρχικά στό Βλαδιμήρ καί τελικά στή Μόσχα καί οἱ προσωπικές ἀπόψεις πάνω στό θέμα Ἱεραρχῶν καί Ἡγεμόνων.
Τό πρόβλημα δημιουργήθηκε μέ τήν ἐξαφάνιση τό 1240 τοῦ Βυζαντινῆς προελεύσεως Μητροπ. Ρωσίας Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἴσως θανατώθηκε ἀπό τούς Τατάρους ἤ ἐπέστρεψε στήν ΚΠολη. Ὁ διάδοχός του ἅγ. Κύριλλος Β’ (1242 - 1281), ὁ ὁποῖος ἐξελέγη χάρις στήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Δανιήλ Ρωμανόβιτς, ἦρθε ἀπό τήν Νίκαια (τότε πολιτικό-θρησκευτική ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας) στή Ρωσία τό 1248. Ὁ Κύριλλος στά 33 χρόνια τῆς ἀρχιερατίας του ἀπέφυγε τήν μόνιμη ἐγκατάσταση σέ κάποια πόλη. Ὁ διάδοχός του Μητροπολίτης ἅγ. Μάξιμος (1282 - 1305), μέχρι τό 1299 ἀκολούθησε τήν τακτική τοῦ προκατόχου του, τό 1299 ὅμως ἐγκαταστάθηκε στό Βλαδιμήρ. Τήν μεταφορά τῆς ἕδρας ἐπικύρωσε καί τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως. (Miklosich - Muller, “Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, Sacra et Profana”, 1860, σελ. 351 - 353).
Μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπ. Μαξίμου τόν Θρόνο διεκδίκησαν δύο ὑποψήφιοι. Ὁ Μοναχός Γερόντιος (ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ) καί ὁ Ἱερομόναχος Πέτρος (ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ). Σημειώνεται, ὅτι ἡ πλευρά τοῦ Γεωργίου ἐξέφραζε τούς ἀντιτιθεμένους στή μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας ἀπό τό Κίεβο, ἐνῶ ἐκείνη τοῦ Μιχαήλ τήν ἀντίθετη. Βεβαίως καί οἱ δύο πλευρές εἶχαν πολιτικά κίνητρα καί συμφέροντα στίς τοποθετήσεις τους.
Τό 1308 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἀθανάσιος Α’ χειροτόνησε Μητροπ. Ρωσίας τόν Ἱερομόναχο Πέτρο, ἡ ἐκλογή καί χειροτονία του ὅμως δυσαρέστησε τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ καί τό 1310 ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀντιμετώπισε τίς κατηγορίες τοῦ Ἐπισκόπου Τβέρ Ἀνδρέα, σέ Σύνοδο πού συκλήθηκε στό Περεγιασλάβλ. Παρά τό γεγονός, ὅτι στό βίο τοῦ ἁγ. Πέτρου ἀναφέρεται ὅτι «τό περιεχόμενο τῶν κατηγοριῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἀνδρέα ἐναντίον του ἦταν γνωστό στόν ἅγιο Πρίγκιπα Μιχαήλ, ἀλλά αὐτός δέν θεώρησε σκόπιμο νά ἀναμιχθεῖ στήν ὑπόθεση», οἱ γιοί τοῦ Μιχαήλ Πρίγκιπες Ἀλέξανδρος καί Δημήτριος παραυρέθηκαν στή Σύνοδο (Περιοδικό «ΘΥΜΙΑΜΑ», φ. 2, 1985, σελ. 12).
Ὁ Μητροπολίτης ἅγ. Πέτρος, παρά τήν ἀθώωσή του στή Σύνοδο τοῦ 1310, ἀρνήθηκε τήν ὑποστηριξή του στό Τβέρ καί τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ καί ὑποστήριξε ἐνεργά τήν Μόσχα καί τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο, ὅπου μετέφερε τήν Μητροπολιτική Ἕδρα, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξει τόν τίτλο τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας. Τό γεγονός αὐτό ἐνίσχυσε τήν θέση τῆς Ἡγεμονίας τῆς Μόσχας ἀπέναντι στίς ἄλλες. Ἐξόχως ὀξυδερκής ὁ Πέτρος ὑποστήριξε τήν Μόσχα, διότι διέβλεπε τήν ἀνάγκη ἑνώσεως τῶν μικρῶν Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν κάτω ἀπό μία πολιτική ἕδρα καί ἕνα Ἡγεμόνα πανρωσικῆς ἐμβελείας καί ἀποδοχῆς.
Ὁ σύζυγος τῆς ἁγ. Ἄννας Μιχαήλ γεννήθηκε τό 1271 καί ἦταν - ὅπως προαναφέρθηκε - δευτερότοκος γιός τοῦ Γιαροσλάβου Γ’ Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1238 – 1240) καί πατέρα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι , γεννάρχη τόσο τῆς Ἡγεμονικῆς Δυναστείας τῆς Μόσχας, ὅσο καί ἐκείνης τοῦ Τβέρ.
Ὁ Μιχαήλ διαδέχτηκε τό 1285 τόν πατέρα του στήν Ἡγεμονία τοῦ Τβέρ. Κατά τήν πρώτη φάση τῆς συγκρούσεως μεταξύ Τβέρ καί Μόσχας οἱ Τάταροι ἀπένειμαν τό 1305 τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα στόν Μιχαήλ. Σέ μία προσπάθεια νά ἐνισχύσει τήν θέση του ὁ Ἡγεμόνας Γεώργιος τῆς Μόσχας, ἐκτέλεσε τόν κρατούμενο ἀπό τό 1300 στή Μόσχα Ἡγεμόνα τοῦ Ριαζάν Κωνσταντῖνο καί προσάρτησε τό Ριαζάν στήν Ἡγεμονία του. Στή συνέχεια κατέλαβε τό Μοζάϊσκ καί μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου, συνεργάστηκε μέ τήν ἀνεξάρτητη Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ κατά τοῦ Τβέρ. Ἐνισχυμένος μέ τούς τρόπους αὐτούς ὁ Γεώργιος πῆγε τό 1315 στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, γιά νά διεκδικήσει τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἀπό τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος καί καθαιρέθηκε ἀπό τούς Τατάρους, ὅταν ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Χάν Οὐζμπέκ Πριγκίπισσα Κοντσάκα. Ἐνισχυμένος καί ἀπό Ταταρικά στρατεύματα ὁ Γεώργιος ἐπιτέθηκε τότε κατά τοῦ Τβέρ, ἀλλά νικήθηκε καί ὁ ἀδελφός του Βόρις, ὅπως καί ἡ σύζυγός του Κοντσάκα συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι. Ὅταν ἡ κρατούμενη στό Τβέρ σύζυγός του ἀπεβίωσε ξαφνικά κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες, ὁ Γεώργιος ἰσχυρίστηκε ὅτι δηλητηριάστηκε καί κατηγόρησε στόν πεθερό του Χάν Οὐζμπέκ τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ. Τελικά ὁ Οὐζμπέκ κάλεσε καί τούς δύο διεκδικητές στήν Ὀρδή. Ἡ Ἡγεμονίδα Ἄννα συνόδευσε τόν σύζυγό της μέχρι τό χωριό Μαλίνικ, στόν ποταμό Νέρλα καί ἔκτοτε δέν τόν ξαναεῖδε ζωντανό (1318). Τελικά ὁ Χάν ἐκτέλεσε τόν Μιχαήλ πρίν ἀρχίσει ἡ δίκη του.
Ὁ Ρωσικός λαός θεώρησε τόν θάνατο τοῦ Ἡγεμόνα Μιχαήλ μαρτύριο, δεχόμενος ὅτι τά αἴτια τοῦ θανάτου του ἦσαν ἐκτός ἀπό πολιτικά καί θρησκευτικά, ἀφοῦ μποροῦσε νά ἐξωμώσει γιά νά σώσει τήν ζωή του (ὅπως λ.χ. οἱ ἐπί Τουρκοκρατίας Ἅγιοι Νεομάρτυρες).
Ὁ Γεώργιος τῆς Μόσχας ἀντίθετα ἐπέστρεψε στή Ρωσία τό 1319, μισούμενος ἀπό τόν λαό καί τούς ἄλλους Ἡγεμόνες, σάν συνεργάτης τῶν κατακτητῶν, γιά λογαριασμό τῶν ὁποίων εἶχε ἀναλάβει τήν εἴσπραξη τῶν φόρων.
Τό 1322, ὁ γιός τοῦ Μιχαήλ Δημήτριος, ζητῶντας ἐκδίκηση γιά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατήγγειλε στούς Τατάρους ὅτι ὁ Γεώργιος κρατοῦσε γιά λογαρισμό του μέρος τῶν φόρων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Γεώργιος κλήθηκε νά δικαστεῖ ἀπό τόν Χάν, καθαιρέθηκε καί ὁ τίτλος ἀπονεμήθηκε στόν Δημήτριο. Τό 1325, ἐνῶ οἱ δύο ἀντίπαλοι συναντήθηκαν στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, ὁ Δημήτριος σκότωσε τόν Γεώργιο μπροστά στόν Χάν Οὐζμπέκ, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτελεστεῖ καί ὁ ἴδιος ἀπό τούς Τατάρους ὀκτώ μῆνες ἀργότερα (1326).
Τήν ἄποψη περί μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Μιχαήλ ἐνίσχυσε καί τό γεγονός, ὅτι τό λείψανό του, ἄν καί παρέμεινε ἄταφο ἐπί διετία, βρέθηκε ἀδιάφθορο καί ἐνταφιάστηκε μέ μεγάλες τιμές τό 1320 στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Τβέρ, κοντά στούς τάφους τῶν γονέων του καί τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ἁγ. Συμεών (ἡ μνήμη του τήν 4η Φεβρουαρίου).
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Μιχαήλ εἶναι εὑρύτατα διαδεδομένη στή Ρωσική Ἐκκλησία καί τιμᾶται τήν 24η Ἰουνίου, τήν 30η Σεπτεμβρίου καί τήν 22α Νοεμβρίου.

Ἡ Πριγκίπισσα Ἄννα ὡς Μοναχή καί ἉγίαἩ Ἡγεμονίδα Ἄννα, ἄν καί ἔζησε σέ μία ἐξαιρετικά ταραγμένη ἐποχή (κοινωνικά ἐκρηκτική, πολιτικά ρευστή καί σέ πολλά σημεῖα βάρβαρη καί ἀπάνθρωπη), διατήρησε τήν πίστη της καί ἀναλώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας, στηρίζοντας τόν χειμαζόμενο ἀπό τά δεινά τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καί τῆς Ταταρικῆς κατοχῆς Ρωσικό λαό. Ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου οἱ πειρασμοί τῆς ἡγεμονικῆς ζωῆς καί οἱ κοσμικές περιπέτειες, τῆς ἔδειξαν τό μέγεθος τῆς ἀνθρώπινης ματαιότητας. Ἔτσι μετά τήν ἐκτέλεση τοῦ συζύγου της (1318), ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Τβέρ, ὅπου μόνασε 30 χρόνια.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1368 στή Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου - Ὑπαπαντῆς, στό Κασίν, ὅπου τήν εἶχε μεταφέρει ὁ νεώτερος γιός της Ἡγεμόνας Βασίλειος, γιά νά τήν προφυλάξη ἀπό κάποια ἐπιδημία.
Ὁ τάφος παρέμεινε στήν ἀφάνεια γιά διάστημα δύο περίπου αἰώνων. Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1611 (242 χρόνια μετά τήν κοίμησή της), μετά ἀπό ἐμφάνισή της στόν ἀσθενή Γεώργιο, νεωκόρο τοῦ Ναοῦ. Τοῦ εἶπε τό ὄνομά της, τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν θεραπεύσει καί ἔκανε παρατηρήσεις γιά τήν κατάσταση τοῦ τάφου της. «Κανείς δέν τόν σέβεται – εἶπε - ἄλλοι κάθονται πάνω του καί ἄλλοι ἀκουμποῦν ἐκεῖ τά καπέλα τους». Ζήτησε νά τοποθετήσουν πάνω του τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου καί νά ἀνάβουν καντήλι, βεβαίωσε δέ ὅτι αὐτή προσεύχεται στήν Ὑπεραγία Θεοτόκου γιά τήν πόλη.
Ἀναδείχθηκε θαυματουργός, διότι σύντομα –μετά τήν θεραπεία τοῦ νεωκόρου - καταγράφηκαν ἄλλες 26 θεραπείες καί τό Κασίν τήν ἀνάδειξε πολιοῦχο του. Κατά τόν 18ο αἰ. καταγράφηκαν ἄλλες 39 περιπτώσεις ἰάσεων καί κατά τήν περίοδο 1899 – 1909 ἄλλες 31. Σέ 20 περίπου περιπτώσεις οἱ εὐεργετηθέντες τήν περιέγραψαν σάν μοναχή, ἡλικίας 50 περίπου ἐτῶν, ἡ ὁποία συστήθηκε σάν «Ἄννα, ἡ ὁρθῶς πιστεύουσα».
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν (πρώτη δεκαετία τοῦ 17ου αἰ.), πυρπολήθηκε ἀπό τούς Πολωνούς εἰσβολεῖς ἡ Μονή τῆς Ὑπαπαντῆς – Κοιμ. Θεοτόκου στό Κασίν, ὅπου ὁ τάφος τῆς Ἁγίας. Ἡ νέα περίοδος ἀκμῆς τῆς μονῆς ἐγκαινιάζεται μέ τήν παρουσία ἀνάμεσα στά ἐρείπια μιᾶς ἄλλης Πριγκίπισσας, τῆς Ὁσίας Δωροθέας τοῦ Κασίν.
Ἡ ὁσ. Δωροθέα γεννήθηκε τό 1549 (κατά τήν βασιλεία Ἰβάν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ) καί κατάγοταν ἀπό τήν Πριγκιπική οἰκογένεια τῶν Κορκοντίνωφ. Γιά τό κοσμικό της ὄνομα καί τήν προηγούμενη ζωή της δέν σώζονται πληροφορίες. Εἶναι γνωστό μόνο ὅτι ἦταν νυμφευμένη μέ τόν Θεόδωρο Λαντίγκιν, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε ὑπερασπιζόμενος τήν πόλη.
Ὁ θάνατος τοῦ συζύγου της, ἡ καταστροφή τῆς πατρίδας της, ἡ πεῖνα καί οἱ κακουχίες τοῦ λαοῦ, ἔδειξαν στή Δωροθέα τήν ἐγκόσμια ματαιότητα καί τήν ὁδήγησαν στήν ἀπόφαση νά μονάσει. Ἐγκαταστάθηκε στήν πυρπολημένη μονή τῆς Ὑπαπαντῆς καί μέ πολύ κόπο ἔφτιαξε ἕνα κελλί στή μέση τῶν ἐρειπίων. Στήν προσπάθειά της νά ἀνοικοδομήσει τήν μονή, βρῆκε τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κόρσουμ. Σύντομα ἡ φήμη τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς της ζωῆς ἔφερε κοντά της καί ἄλλες φιλομόναχες ψυχές καί ἔτσι ἡ μονή ἐπανιδρύθηκε.
Ἡ ὁσ. Δωροθέα ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα τό 1615 καί κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1629, κατά τήν βασιλεία Μιχαήλ Ρωμανώφ, χωρίς ποτέ νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ἐνταφιάσθηκε στό βόρειο μέρος τοῦ ναοῦ. Μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ ἀδελφότητα τηροῦσε χρονικό τῶν θαυμάτων της. Κατά θεία οἰκονομία καί ἡ δική της μνήμη ἄρχισε νά διαδίδεται μετά πάροδο δύο περίπου αἰώνων (ὅπως καί τῆς ἁγ. Ἄννας), ὅταν ἄρχισαν ἐμφανίσεις της στήν Ἡγουμένη Ἀντωνία.
Ἡ Ἡγουμένη Ἀντωνία (Μεζέντσοβα, + 1875), πνευματική θυγατέρα τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ Ἱερέως Πέτρου τοῦ Ἄγκιλιχ, ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς. Μόναζε σέ μονή τοῦ Σούζνταλ - ὅπου τά Λείψανα τῆς θαυματουργοῦ ὁσ. Σοφίας (Πριγκίπισσας Σολωμονίας, συζύγου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ', + 1542, 16η Δεκεμβρίου) – καί ἦρθε στή Μονή Ὑπαπαντῆς, μετά ἀπό ἐμφάνιση τῆς ὁσ. Δωροθέας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν της ἡ ἁγ. Ἄννα ἐμφανιζόταν καί ὑπεδείκνυε ποιες δόκιμες ἦσαν ἕτοιμες γιά τήν μοναχική κουρά καί πού βρίσκονταν θαμμένα παλαιά μοναχικά σχήματα. Τό 1857, πεπεισμένη γιά τήν ἁγιότητα τῆς ὁσ. Δωροθέας, ὕψωσε πάνω ἀπό τόν τάφο της ἕνα παρεκκλήσιο ἀπό λαμαρῖνα (φοβούμενη τήν ἀντίδραση τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν), ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως τῆς περιοχῆς ἐπευλόγησε τήν πράξη της καί ἔτσι τό 1870 ἕνα πέτρινο παρεκκλήσιο κάλυψε τόν τάφο.
Ἡ ἁγιότητά τῆς ἁγ. Ἄννας διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1909, κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’. Στίς μεγαλειώδεις τελετές πού πραγματοποιήθηκαν τότε συμμετεῖχαν ὁ Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Μητροπ. Μόσχας Βαδίμηρος (ἔπειτα Κιέβου, Νεομάρτυρας, + 1918), 12 Ἀρχιεπίσκοποι καί Ἐπίσκοποι, ὁ Βασιλικός Ἐπίτροπος τῆς Συνόδου Λουκιάνωφ, ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα (Νεομάρτυρας + 1918) καί περίπου 100.000 πιστοί. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου της.
Ἡ ἁγ. Ἄννα τοῦ Κασίν εἶναι προστάτης ὅσων ὑποφέρουν ἀπό τήν στέρηση συγγενικῶν τους προσώπων.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 12η Ἰουνίου καί τήν 2α Ὀκτωβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου της τήν 21η Ἰουλίου.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη τῆς Μονῆς Ὑπαπαντῆς καί τῶν τιμίων Λειψάνων τῶν Ὁσίων Ἄννας καί Δωροθέας. Ὅμως, «μεταξύ ἐκείνων πού ἀγαποῦν τούς δούλους τοῦ Θεοῦ - σημειώνεται στή «Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ» - ἡ μνήμη τῆς ὁσ. Ἄννης δέν πρόκειται νά ξεχαστεῖ καί ἐκείνη συνεχίζει νά προσεύχεται στόν οὐρανό γιά τη Ρωσική γῆ καί γιά ὅλους ἐκείνους πού τήν τιμοῦν μέ πίστη καί ἀγάπη».