Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Η ζωή και το λέργο της Οσίας Ξένης(24 Ιανουαριου)



site analysis


                      
                                                                  ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μέσα στους αιώνες που κύλισαν είναι πολλές οι ψυχές που αγάπησαν το θείο Διδάσκαλο και έζησαν όπως εκείνος παραγγέλει. Αυτές οι ψυχές γίνονται , ιδιαίτερα στις μέρες μας φάροι πνευματικοί.
Μια από αυτές τις ψυχές είναι και η Οσία Ξένη
Στα ίχνη του Ιησού,που ξενιτεύτηκε από τον ουρανό στη γη, αναχώρησε και η οσία με τις δύο θεαραπαινίδες της σε ξένη χώρα για να μπορεί εκεί να προσφέρει τη λατρεία της στο Χριστό και τη διακονία της στον συνάνθρωπο.
Στη ζωή της συνάντησε πολλές δυσκολίες. Δεν λύγισε όμως. Έμεινε όρθια και σαν λαμπάδα έλιωνε στο βωμό της αγάπης και της προσφοράς, για να φωτίζει αιώνια κάθε ψυχή που θέλει να ακολουθήσει τη δική της ζωή.
Αυτή τη ζωή της,  ζωή  αγάπης και  διακονίας, αγωνίζεται να υλοποιήσει  η Αδελφότητά μας. Και προσπαθεί να το επιτυγχάνει κάθε φορά και περισσότερο, κάθε φορά και καλύτερα.
είθε η Οσία Ξένη, να γίνει το φωτεινό παράδειγμα που θα μας εμπνέει πάντοτε, ώσπου να έρθει η ώρα και της δικής μας αποδημίας από τη γη στον ουρανό, όπου ευφραίνεται η Οσία μας με άπειρες άλλες ψυχές που αγάπησαν και ακολούθησαν τα ίχνη του Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει κάθε τιμή και δόξα.

Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ
Βρισκόμαστε στον Ε΄ μ.Χ. αιώνα. Η Ρώμη εξακολουθεί να παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον από το παλιό της μεγαλείο.
Η Ρώμη θα θυμίζει πάντοτε τις πιο ευγενικές μορφές που έζησαν στην πόλη αυτή τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Θα θυμίζει ένα Σεβαστιανό και έναν Παγκράτιο μια Αγνή και μια Καικιλία και πλήθος άλλων μαρτύρων.
Αλλά και μετά την εποχή των διωγμών η πόλη δεν έπαψε να γεννά ευγενικές και εκλεκτές ψυχές. Μια τέτοια ψυχή είναι η Οσία Ξένη. Ευσεβία ήταν το πρώτο της όνομα. Οι γονείς της ήταν ειδωλολάτρες επιφανείς και πλούσιοι.Γι’ αυτό φρόντισαν να δώσουν στην κόρη  τους ανάλογη αγωγή και μόρφωση. Η Ευσεβία, όσο ήταν δυνατό σε μια κοπέλα της εποχής της, αγάπησε τα γράμματα, αλλά περισσότερο αγάπησε την αρετή. Ήταν ψυχή ενάρετη, ήταν όμως ειδωλολάτρισσα.
Αλλά μια τόσο καλοπροαίρετη ψυχή ήταν αδύνατο να μείνει μακριά από τη χριστιανική πίστη. Μέσα στο αρχοντικό της υπήρχαν πολλές δούλες και δύο από αυτές ήταν χριστιανές. Αυτές οι δύο ανέλαβαν, με πολλή προσευχή, αγάπη και υπομονή να κατηχήσουν τη νεαρή Ευσεβία, που έγινε μια πιστή και αφοσιωμένη μαθήτρια του Ιησού. Η καρδιά της ήταν «γη αγαθή»,και ο σπόρος του Θείου Λόγου ρίζωσε και καρποφόρησε πλούσια.
ΝΥΜΦΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
Όταν η χριστιανή Ευσεβία ενηλικιώθηκε, διέθετε πολλά προσόντα. Είχε ευγενική καταγωγή, μόρφωση, ομορφιά και ήταν πλούσια. Γι’ αυτό πολλοί επιφανείς Ρωμαίοι τη ζήτησαν σε γάμο. Οι γονείς της διάλεξαν τον επιφανέστερο. Η κόρη όμως δυσαρεστήθηκε, γιατί στην καρδιά της είχε ανάψει η φλόγα της αγάπης στον Ιησού. Προτιμούσε να γίνει νύμφη Χριστού και όχι ενός Ρωμαίου άρχοντα. Ωστόσο οι γονείς της γίνονταν καθημερινά φορτικοί και επέμεναν στο γάμο. Έτσι η Ευσεβία αποφάσισε να φύγει κρυφά σε άγνωστο μέρος, όπου θα μπορούσε ελεύθερη και απερίσπαστη να δοθεί ολοκληρωτικά στα δύο μεγάλα της ιδανικά: Στη λατρεία του Ιησού και στη διακονία του πλησίον.
Αλλά μόνη της πού θα πήγαινε; Αποφάσισε λοιπόν να εμπιστευθεί την απόφασή της στις δύο χριστιανές θεραπαινίδες της και να τις καλέσει στο δικό της τρόπο ζωής λέγοντάς τους την απόφασή της: «Επιθυμώ να σας εμπιστευθώ ένα μυστικό της καρδιάς μου. Σας εξορκίζω όμως να μην αποκαλύψετε τίποτε και σε κανέναν. Επιπλέον σας παρακαλώ να με ακολουθήσετε, για να με βοηθήσετε στον ιερό σκοπό μου, αλλά κι εσείς να σώσετε τις ψυχές σας».
Ύστερα από αυτά πρόσθεσαν και εκείνες: «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Προτιμούμε να πεθάνουμε μαζί σου παρά να βασιλεύσουμε μακριά σου».
ΑΠΟΔΗΜΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Η Ευσεβία ευχαρίστησε το Θεό για την κατανόηση που βρήκε από τις δύο πιστές θεραπαινίδες και επιδόθηκε στην προετοιμασία του μεγάλου εγχειρήματος. Μοίρασε στους φτωχούς της πόλης όλα τα χρυσά και ασημένια στολίδια της, ενώ για τον εαυτό της κράτησε όσα χρήματα της ήταν αναγκαία. Πώς όμως θα έφευγε από το σπίτι της , χωρίς να γίνει αντιληπτή η αναχώρησή της; Προσευχήθηκε πολύ στον Κύριο και αποφάσισε να αναχωρήσουν νύχτα από το σπίτι της.Και για να μη δώσουν υποψία σε κανένα φόρεσαν ανδρικές στολές.
Φωτισμένες από την προσευχή κατέβηκαν στο επίνειο της Ρώμης, την Όστια. Εκεί ένα πλοίο ήταν έτοιμο να αναχωρήσει για την Αλεξάνδρεια. Ανέβηκαν στο καράβι και ξεκίνησαν για την Αλεξάνδρεια.
Το ταξίδι ήταν κοπιαστικό και επικίνδυνο, η Ευσεβία όμως δεν ανησυχούσε γι’ αυτό. Ήταν πρόθυμη να υποστεί κάθε ταλαιπωρία και είχε πλήρη εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον για τον οποίο επιχειρούσε την περιπέτεια αυτή.
ΣΤΗΝ ΚΩ
Στην Αλεξάνδρεια η Ευσεβία δεν ησύχασε. Σε μια μεγάλη πόλη υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να γίνει αντιληπτή η παρουσία της από του πατέρα της, που σίγουρα θα κινούσαν γη και ουρανό για να την βρουν. Γι’ αυτό επιβιβάζεται για δεύτερη φορά σ’ ένα πλοίο, με κατεύθυνση τη νήσο Κω. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού η Ευσεβία σκέφτηκε ότι οι άνθρωποι που θα έστελνε ο πατέρας της για να τη βρουν θα την αναζητούσαν με το όνομα Ευσεβία.
Έτσι αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της με κάποιο άλλο που θα ήταν σχετικό με την περιπέτειά της και θα εξέφραζε τον ψυχικό της κόσμο. Κι αυτό το όνομα ήταν το όνομα Ξένη.
 Ξένη, γιατί ξένη ήταν στα μέρη που ταξίδευε, Ξένη, γιατί ξενιτεύθηκε. Πολλοί Ρωμαίοι και Ρωμαίες ξενιτεύονταν τότε εξαιτίας του εμπορίου, για να γνωρίσουν άλλα μέρη ή να διασκεδάσουν την ανία τους. Η Ξένη όμως ξενιτεύθηκε για να μπορεί να επιδοθεί απερίσπαστα στη λατρεία του Ιησού και στη διακονία των ανθρώπων.
Ξένη, γιατί ήθελε να παραμείνει ξένη μέσα στον κόσμο, απαρατήρητη, αφανής. Αγάπησε πολύ την ταπεινοφροσύνη η Οσία Ξένη. Όνειρό της ήταν να παραμείνει για πάντα μια ταπεινή ψυχή. Το καινούριο της λοιπόν όνομα θα της υπενθύμιζε την επιδίωξή της αυτή.
Ξένη, γιατί έπρεπε να είναι ξένη προς τον κόσμο της αμαρτίας, ξένη προς την κακία. Το μίσος δεν είχε θέση στην καρδιά της ούτε ο φθόνος ούτε η ζήλεια. Μέσα στην καρδιά της υπήρχε μόνο φλογερή αγάπη. Αγάπη για τον Χριστό και για τον κόσμο. Δεν είχε καρδιά που να εχθρεύεται. Ήταν μια αληθινή νύμφη του Νυμφίου Ιησού.
Ξένη, για να μη ξεχάσει ποτέ ότι ήταν ξένη στη γη αυτή. Ξένη, για να μην επηρεασθεί από τα πράγματα του κόσμου αυτού.
Ξένη, για να θυμάται το χρέος της ξενίας, της φιλοξενίας προς τους ανθρώπους. Η Οσία Ξένη σκεφτόταν ότι όταν θα τακτοποιούνταν οριστικά, θα έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη για τους ξένους. Θα έχτιζε ιδιαίτερο ξενώνα γι’ αυτούς και θα ασκούσε τη φιλοξενία όπως ο Αβραάμ, ο Λωτ και άλλες φιλόξενες ψυχές.
Ξένη, για να της θυμίζει το όνομα αυτό την ουράνια φιλοξενία, για την οποία έκανε λόγο ο Κύριος τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του.
Την απόφασή της για το καινούριο όνομα η Οσία Ξένη την έκανε γνωστή στις δύο θεραπαινίδες,οι οποίες άκουσαν με θαυμασμό την έμπνευση της αυτή.
                     ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΑΣ ΠΟΙΜΑΙΝΕΙ, ΚΥΡΙΕ;
Παράλληλα με τον τόπο της οριστικής τους διαμονής τις τρεις αποδημήτριες του Χριστού τις  απασχολεί η έλλειψη πνευματικού οδηγού. Πού να πάνε να μείνουν για πάντα μόνες; Ποιος θα τις συμβουλεύει; Ποιος θα τις προτρέπει στο καλύτερο; Ποιος θα τις επιπλήττει για τα σφάλματά τους; Ποιος θα τις ενισχύει στις δύσκολες στιγμές, στις στιγμές των ποικίλων πειρασμών; Ποιο πατρικό χέρι θα τις σηκώνει από τις πνευματικές τους πτώσεις;
Είναι πρόβατα του Χριστού. Πρόβατα χωρίς ποιμένα γίνεται; Ποιος θα τις ποιμαίνει; Υπάρχουν λύκοι παντού, που ζητούν, να κατασπαράξουν τα πρόβατα του Χριστού. Ποιος λοιπόν, θα τις προστατεύσει απ’ αυτούς τους λύκους;
Αναζητούν λοιπόν οδηγό, ποιμένα για τον πνευματικό τους καταρτισμό, για την πνευματική τους ασφάλεια και για   να ασκηθούν στην υπακοή.

 
Ο ΠΑΥΛΟΣ
Από το λιμάνι της Κω περνούσαν πολλά πλοία, που πήγαιναν σε όλα τα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου. Εκατοντάδες άνθρωποι ταξίδευαν από το ένα μέρος στο άλλο. Εκεί, παράμερα από το λιμάνι , βλέπουν από μακριά, κάποιο κληρικό. Ήταν μια σεβάσμια μορφή με πρόσωπο αγγελικό. Ήταν ταξιδιώτης, ερχόταν από τα Ιεροσόλυμα. Είχε πάει να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους που κάποτε περπάτησαν τα πόδια του Χριστού. Τώρα επέστρεφε στα Μύλασα της Καρίας, απέναντι στη Μικρασιατική γη,στο Μοναστήρι του Αγίου Απόστολου Ανδρέα, στο οποίο ήταν ηγούμενος. Το όνομά του ήταν Παύλος, ιερομόναχος.
                                               Η ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ ΣΤΑ ΜΥΛΑΣΑ
Οι τρεις αμνάδες του Ιησού, ακολουθώντας τον πνευματικό τους ποιμένα, που τους έστειλε Εκείνος, φθάνουν στα Μύλασα. Ο Παύλος φροντίζει πολύ για τις ψυχές αυτές. Αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στην οριστική τακτοποίησή τους. Φωτίζεται από το Θεό και διαπιστώνει στις ψυχές τους δύο μεγάλους πόθους, τον πόθο της αγιότητας και τον πόθο για δράση. Να κάνουν καλό στον κόσμο, να φανούν χρήσιμες στον πλησίον. Να διακονήσουν πιστά και πρόθυμα τον Κύριο, παντού, όπου τις προστάξει ο Παύλος τους. Να αξιωθούν να γίνουν τρεις σεμνές και ταπεινές διακόνισσες Εκείνου.
                                                
                                              ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ

Από εδώ και πέρα η διακονία της Οσίας Ξένης γίνεται πιο εντατική και κοπιαστική. Δεν είχε πια μόνο το Κοινόβιό της αλλά και το έργο και την αποστολή της Διακόνισσας της Εκκλησίας. Πρώτη αυτή, και ύστερα ένας αριθμός ευλαβών ψυχών, αφιερωμένων παρθένων, αποτελούσαν , πλάι στον καλό και ευλαβή επίσκοπο Παύλο , έναν όμιλο, σαν τον όμιλο των γυναικών που ακολουθούσαν τον Ιησού και τον διακονούσαν…
Σαν ένας άγγελος του Θεού έδινε το παρών στους φτωχούς, στους αρρώστους και στους φυλακισμένους. Φρόντιζε για τη φιλοξενία των γυναικών, για την επιτήρηση των θυρών του Ναού κατά την ώρα της λατρείας και είχε την επίβλεψη των χριστιανών γυναικών, τις οποίες συμβούλευε και νουθετούσε σαν Διακόνισσα. Κατηχούσε τις νέες και τις γυναίκες και έπαιρνε ενεργό μέρος στο Μυστήριο του Βαπτίσματος. Αλλά η πιο υψηλή διακονία ήταν η μεταφορά της Θείας Ευχαριστίας σε άρρωστες, γυναίκες, που δεν μπορούσαν να εκκλησιαστούν
Στην κοπιαστική της διακονία θυμόταν πάντοτε τον Νυμφίο της και Σωτήρα Χριστό, που δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται για τη σωτηρία των ψυχών.
Η Οσία Ξένη, μεθυσμένη από την πνευματική της διακονία , ξέχασε το νόημα της λέξης ανάπαυση. Βιαζόταν να κάνει καλό στον κόσμο. Πονούσε να βλέπει άλλες ψυχές να ζουν στην άγνοια και στην αμαρτία, και άλλες να έχουν ανάγκη από οποιαδήποτε βοήθεια.
Στη διακονία της συχνά θυμόταν τα ολοκαυτώματα της Παλαιάς Διαθήκης. Θυμόταν τα περιστέρια, που καίγονταν ολόκληρα πάνω στα θυσιαστήρια, για να γίνουν οσμή ευωδίας στον Κύριο. Περιστερά κι’ αυτή του Χριστού, ήθελε να θυσιαστεί ολόκληρη πάνω στην ωραία της αποστολή.
Θυσιαστήρια, πάνω στα οποία καιγόταν καθημερινά, ήταν πολλά. Θυσιαστήρια ήταν οι αδελφές του Κοινοβίου της. Κάθε αδελφή ήταν για την Οσία Ξένη κι’ ένα θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο θυσίαζε κάθε φορά και κάτι περισσότερο από τη ζωή της.Η αγωνία για την πνευματική τους προκοπή, η ανησυχία τους για την σωτηρία των ψυχών τους, ήταν μια φλόγα που κάλυπτε ολόκληρο το είναι της.
Θυσιαστήριο ήταν κάθε κατηχούμενη. Η σκέψη ότι γι’ αυτή την ψυχή ο Ιησούς με αγωνία προσευχόταν στον κήπο της Γεθσημανής την έκανε να συμμετέχει στην αγωνία του Ιησού, στην αγωνία για τη σωτηρία της ψυχής που κατηχούσε, έργο, το οποίο της ανέθεσε η Εκκλησία με τον πνευματικό της πατέρα, τον επίσκοπο των Μυλάσων, τον Παύλο.
Θυσιαστήριο ήταν κάθε πονεμένη ψυχή που ζητούσε δύο λόγια παρηγοριάς και λίγο κουράγιο, για να συνεχίσει την πορεία της σε κάποιο Γολγοθά της ζωής της. Η Οσία Ξένη πονούσε με όλες τις πονεμένες ψυχές, γιατί τις αγαπούσε όλες. Όλοι οι άνθρωποι που έτρεχαν κοντά της για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα, ήταν θυσιαστήρια για την καλή και ακαταπόνητη Διακόνισσα της επισκοπής των Μυλάσων.
Η ζωή της ήταν μια λαμπάδα. Και όπως η λαμπάδα λιώνει όσο καίει, έτσι και εκείνη. Σαν μια πνευματική λαμπάδα έλιωνε κάθε μέρα όλο και περισσότερο, ώσπου έφθασε το τέλος.
                                                            
                                    ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
Όλες οι αδελφές του κοινοβίου των Μυλάσων συγκεντρώθηκαν,τότε, γύρω από το σεπτό σκήνωμα της Οσίας Ξένης με βαθιά οδύνη στην καρδιά και με δάκρυα στα μάτια. Την έκλαψαν πολύ την πνευματική τους μητέρα. Την έκλαψαν όσο την πόνεσαν. Την έκλαψαν όσο την αγάπησαν στη ζωή τους.
Εκεί πλάι, με το βλέμμα τους στραμμένο στη θεία μορφή της, άφησαν την σκέψη τους να πάει στα περασμένα. Η κάθε αδελφή θυμόταν τη δική της ιστορία, που σχετιζόταν με τη γερόντισσα αυτή, και άρχιζε την ώρα που ο Κύριος οδήγησε τα βήματά της στο Κοινόβιο της Καρίας .Στην αναμόχλευση της όμορφης αυτής ιστορίας τους, έβλεπαν για μια ακόμα φορά την απέραντη αγάπη που έτρεφε η μεγάλη νεκρή τους, όσο ζούσε στις ψυχές τους. Μια αγάπη που εκδηλωνόταν άλλοτε με γλυκύτητα, άλλοτε με αυστηρότητα, άλλοτε με επιπλήξεις κι άλλοτε με κάποιον άλλο τρόπο που τον ενέπνεε η αγάπη της και ο Ιησούς.
Στη συνείδηση των αδελφών η προεστώσα τους είχε επιβληθεί σαν αγία. Αυτό το διακήρυξε και ο Θεός την ημέρα της κοιμήσεώς της με τον πιο εντυπωσιακό και θαυμαστό τρόπο. Ήταν μεσημέρι, κανένα σύννεφο δεν σκίαζε τον ορίζοντα των Μυλάσων και ο ήλιος έλαμπε. Τότε ακριβώς φάνηκε στον ουρανό ένα στεφάνι από αστέρια, που στο κέντρο είχε ένα σταυρό λαμπρό, από αστέρια κι’ αυτό.
Το θαυμάσιο αυτό φαινόμενο το είδαν όλοι οι κάτοικοι των Μυλάσων και των περιχώρων. Το παρατήρησαν με προσοχή και με δέος χωρίς όμως να καταλαβαίνουν τη σημασία του. Εκείνη την ημέρα γιόρταζε το χωριό Λευκή, προάστιο των Μυλάσων, τη μνήμη του Αγίου Εφραίμ, που έζησε και κοιμήθηκε στα Μύλασα. Οι προσκυνητές, που ήταν πολλοί, είδαν και αυτοί τα λαμπρό στεφάνι με το ίδιο δέος και την ίδια συγκίνηση, αλλά και με την ίδια απορία που το έβλεπαν και οι εκεί κάτοικοι. Την εξήγηση έδωσε ο επίσκοπος Παύλος, που ήταν παρών στην πανήγυρη του Αγίου: «Η κυρία Ξένη κοιμήθηκε και γι’ αυτό φάνηκε τέτοιο σημάδι θαυμαστό».
Η εξήγηση αυτή συγκλόνισε τους χριστιανούς. Επίσκοπος και λαός αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία έτρεξαν στο Κοινόβιο των Μυλάσων. Όλος αυτός ο κόσμος δόξαζε το Θεό, που με το θαυμαστό στεφάνι διακήρυττε την αγιότητα της καλής Διακόνισσας. Οι ευλαβείς γυναίκες των Μυλάσων παρακαλούσαν θερμά τον επίσκοπό τους: «Μη κρύψεις το μαργαριτάρι Δέσποτα. Μη θάψεις το θυσαυρό. Μη καλύψεις τον έπαινο και τη δόξα της πόλης. Ας δουν όλοι ποιου Δεσπότη Χριστού είμαστε δούλοι. Ας δουν οι άπιστοι το μυστήριο και ας ντραπούν. Ας δουν οι Ιουδαίοι το σημείο του Σταυρού και ας γνωρίσουν ότι ο Σταυρωθείς απ’ αυτούς, Θεός ήταν.Ας δουν όλοι την Ξένη ποια δόξα αξιώθηκε από το Θεό. Ας δουν όλοι ποια δωρεά και χάρη αξιώθηκε η πόλη μας…»
Ο καλός εκείνος επίσκοπος άκουσε την παράκληση των πιστών και έκανε όπως του είπαν. Όταν έφθασαν στο Κοινόβιο, προσκύνησαν με ευλάβεια το λείψανο της Οσίας και ύστερα σχηματίστηκε μεγάλη πομπή με το λείψανό της. Μπροστά ήταν ο κλήρος και πίσω ακολουθούσε ο λαός με αναμμένες λαμπάδες. Η πομπή πέρασε μέσα από τα Μύλασα, για να δουν όλοι τη δόξα που αξιώθηκε από τον Θεό η Οσία Ξένη.Το παράδοξο ουράνιο στεφάνι με το σταυρό ακολουθούσε πάνω από την πομπή και ακριβώς πάνω από το άγιο λείψανο. Και κάθε φορά που η πομπή σταματούσε μπροστά σε κάθε εκκλησία , για να γίνει δέηση, σταματούσε και το στεφάνι. Όλοι έτρεξαν να δουν από κοντά αυτό το θαύμα. Ακόμα και οι Ιουδαίοι αναγκάσθηκαν να αναγνωρίσουν το θαύμα εκείνης της ημέρας. Η πομπή κατέληξε στο μοναστήρι και κανένας χριστιανός δεν γύρισε το βράδυ σπίτι του. Έμειναν κοντά στο επίσκοπο και στις αδελφές του Κοινοβίου ξάγρυπνοι και προσευχόμενοι.
Θεραπείες ασθενειών
Ανάμεσα στο πλήθος που αγρύπνησε εκείνη τη νύχτα στο Μοναστήρι της Οσίας Ξένης, ήταν και αρκετοί άρρωστοι. Το παράδοξο ουράνιο στεφάνι, που διακήρυττε την αγιότητα της Ξένης των Μυλάσων, έκανε πολλούς αρρώστους να φθάσουν στο Μοναστήρι. Άρρωστοι, που δεν γίνονταν καλά με βότανα και φάρμακα, πίστευαν ότι θα γίνουν καλά με τη χάρη της και έτσι γινόταν. Μόλις οι άρρωστοι άγγιζαν το άγιο λείψανο, γίνονταν καλά.Κόσμος πολύς που υπέφερε από χρόνιες και ανίατες παθήσεις, εκείνο το βράδυ βρήκε τη θεραπεία του, γεγονός για το οποίο όλοι δόξαζαν το Θεό.
                                                 ΣΤΟΝ ΣΙΚΙΝΙΟ ΤΟΠΟ
Επιθυμία της Οσίας ήταν να ενταφιαστεί στον Σικίνιο τόπο. Το ήξεραν αυτό οι αδελφές του Κοινοβίου γι’ αυτό και ο επίσκοπος δέχτηκε να ταφεί εκεί. Έτσι μετά την αγρυπνία και τη νεκρώσιμη ακολουθία μετέφεραν το άγιο λείψανο με πομπή στον Σικίνιο τόπο στο νότιο μέρος των Μυλάσων
Το ουράνιο στεφάνι ακολουθούσε και τώρα την πομπή και μόνο όταν το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε στον τάφο, μόνο τότε εξαφανίστηκε από τον ουρανό, ώστε να μην αμφιβάλλει κανείς ότι για την Οσία Ξένη είχε φανεί. Εκεί στο μνήμα του Σικινίου ο επίσκοπος Παύλος πήρε τα σεντόνια που ήταν στο φέρετρο της Οσίας, τα έκοψε σε τεμάχια και τα μοίρασε όλα στους πιστούς. Τα τεμάχια αυτά θα ήταν φυλαχτά, αλλά και μια διαρκής ανάμνηση εκείνης που, ύστερα από το Χριστό, έδωσε την καρδιά της στο λαό αυτό του Θεού.
                                          ΕΥΛΑΒΙΚΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Το ιερό σκήνωμα εναποτέθηκε στον τάφο του Σικίνιου τόπου, ενώ η ψυχή της είχε πάρει θέση στην πόλη, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο Θεός. Εκείνος στον οποίο έδωσε όλη της την αγάπη και τη λατρεία, όλη της την καρδιά, της έδωσε τα φτερά, για να πετάξει και να αναπαυθεί κοντά του. Την πρώτη φορά πέταξε από τη Ρώμη στα Μύλασα. Αυτή τη φορά πέταξε από τα Μύλασα στον ουρανό. Αποδήμησε από τη γη στα ουράνια σκηνώματα.
Η Οσία Ξένη, με την κοίμησή της, έπαψε να είναι σωματικά παρούσα ανάμεσα στις αδελφές του Κοινοβίου και ανάμεσα στο λαό του Θεού που την αγαπούσε. Ήταν όμως παρούσα πνευματικά. Χάρη στην παρρησία που βρήκε κοντά στον Κύριο, ήταν γι’ αυτές τις ψυχές μια αιώνια μεσίτρια. Δεν έπαψε ποτέ να προσεύχεται στον Κύριο για τους πιστούς που αγάπησε και διακόνησε, όσο ζούσε, κάτω στη γη. Αλλά και οι πιστοί , μάλιστα δε οι αδελφές του Κοινοβίου, έστρεφαν διαρκώς τη σκέψη τους σ’ εκείνην και έκαναν παράκληση στη χάρη της να μεσιτεύει γι’ αυτές στο Θεό.
Ο τάφος της Οσίας έγινε προσκύνημα. Καθημερινά οι πιστοί έρχονταν στον τάφο και εκεί γονατιστοί παρακαλούσαν την Οσία να μεσιτεύει στο Θεό γι’ αυτούς. Πολλοί από τους προσκυνητές, που ήταν άρρωστοι και υπέφεραν από διάφορες παθήσεις, με την πίστη που τους διέκρινε, γίνονταν καλά. Κι αυτοί ήταν εκείνοι, που περισσότερο από όλους μιλούσαν με παλμό για την Οσία, ώστε η φήμη της να φθάσει παντού.
                                                   ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ
Το ιερό λείψανο έμεινε πολλά χρόνια στη γη της Καρίας. Κάποτε όμως, στα μεταγενέστερα χρόνια, παρέστη ανάγκη να γίνει μετακομιδή. Έτσι το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης, σε χρόνο που δεν είναι γνωστός, μεταφέρθηκε στη Θρακική πόλη Σηλυβρία, στον εκεί Μητροπολιτικό Ναό.
                                                     ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΩΝ ΜΥΛΑΣΩΝ
Ακολούθησαν χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό της Μ. Ασίας. Στα 1922 έγινε η Μικρασιατική καταστροφή και ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι Έλληνες χριστιανοί εγκατέλειψαν τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν στο πάτριο έδαφος της κυρίως  Ελλάδας. Μαζί τους πήραν πρώτα τα ιερά λείψανα κι ό,τι άλλο μπορούσαν. Έτσι το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης από τη Σηλυβρία μεταφέρθηκε στην Καβάλα, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα στο ναό του Αγίου Ιωάννου, και από τα Μύλασα στη σημερινή Νίκαια του Πειραιά. Εδώ, στη Νίκαια, οι Μυλασείς, με πρωτοβουλία του από τον Πόντο Επισκόπου Σεβαστείας Γερβασίου, που το 1934 πήρε προαγωγή ως Μητροπολίτης Γρεβενών, και του Αρχιμ. Φιλαρέτου, ανήγειραν ναό στο όνομα της Οσίας, όπου και εναπόθεσαν το τεμάχιο από το ιερό λείψανο της Οσίας Ξένης.
                                                             ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ
Αυτή ήταν η ζωή της Οσίας Ξένης και των δύο θεραπαινίδων της. Αλλά ποια είναι η δική μας ζωή; Όποια κι’ αν είναι, μπορεί να γίνει καλή και από καλή καλύτερη. Τα μυστικά μάς τα αποκαλύπτει η Οσία μας.
Πρώτο μυστικό: Να αγαπήσουμε το Χριστό, έτσι όπως μας το ζητά ο ίδιος, με όλη μας την ψυχή, με όλη μας τη διάνοια, με όλη μας τη δύναμη. Έτσι τον αγάπησε η Οσία μας και οι θεραπαινίδες, έτσι τον αγάπησαν όλες οι άγιες ψυχές. Και όταν έτσι τον αγαπήσουμε, τότε δε θα μπορεί καμιά δύναμη στον κόσμο να μας χωρίσει από το Χριστό.
Δεύτερο μυστικό: Να καλλιεργήσουμε την πνευματική ενότητα με όσες ψυχές έχουν τα ίδια με εμάς πνευματικά ενδιαφέροντα. Με τις αδελφές ψυχές, μ’ αυτές που αγαπούν όπως κι εμείς το Χριστό, με τις αγωνίστριες ψυχές. Ο Ιησούς ζητά επίμονα την ενότητα αυτή.
Τρίτο μυστικό: Να καταρτιζόμαστε πνευματικά. Η συχνή και θερμή προσευχή,  η μελέτη της Αγ. Γραφής και άλλων πατερικών βιβλίων, η τακτική Θεία Κοινωνία και η καθημερινή περισυλλογή θα μας βοηθήσουν σημαντικά στον πνευματικό μας καταρτισμό.
Τέταρτο μυστικό: Να αγαπήσουμε τη διακονία, την προσφορά. Ο Ιησούς έδωσε τη ζωή του. Ας δώσουμε και εμείς τη δική μας. Έ μ β λ η μ ά   μ α ς   α ς   ε ί ν α ι   τ ο   Λ έ ν τ ι ο   τ η ς   Μ.   Π έ μ π τ η ς.

Μακάρι να βρεθούν ψυχές, πολλές ψυχές, που να ενσαρκώσουν τη ζωή και το πνεύμα της Οσίας Ξένης, να δώσουν τη μαρτυρία του Ιησού στο σύγχρονο κόσμο και να πράξουν ό,τι καλό και ωραίο για το καλό των συνανθρώπων μας και για τη δόξα του Κυρίου μας. Αμήν.

Παρακλητικός Κανών στην Οσία Ξένη την εν Χριστώ σαλή



Ὁ Ἱερεύς: Εὐλογητός ὁ Θεός ἠμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.

...................................

Ψαλμός ρμβ΄ (142)
Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τήν δέησίν μου ἐν τή ἀληθεία σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τή δικαιοσύνη σού• καί μή εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου σου, ὅτι
οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τήν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τήν ζωήν μου, ἐκάθισε μέ ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκρούς αἰῶνος καί ἠκηδίασεν
ἔπ ἐμέ τό πνεῦμά μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πάσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. διεπέτασα
πρός σέ τάς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρος σοί. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμά μου μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἄπ ἐμοῦ, καί ὁμοιωθήσομαι
τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. ἀκουστόν ποίησον μοί τό πρωί τό ἔλεός σου, ὅτι ἐπί σοῖ ἤλπισα• γνώρισον μοί, Κύριε, ὁδόν, ἐν ἤ πορεύσομαι, ὅτι πρός σέ ἤρα τήν ψυχήν μού•
ἐξελού μέ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρός σέ κατέφυγον. δίδαξον μέ τοῦ ποιεῖν τό θέλημά σου, ὅτι σύ εἰ ὁ Θεός μού• τό πνεῦμά σου τό ἀγαθόν ὁδηγήσει μέ ἐν γῆ εὐθεία.
Ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις μέ, ἐν τή δικαιοσύνη σου ἑξάξεις ἐκ θλίψεως τήν ψυχήν μου καί ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου καί ἀπολεῖς πάντας
τούς θλίβοντας τήν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλός σου εἰμι.

Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος ἅ΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίω, καί ἐπικαλεῖσθε τό ὄνομα τό ἅγιον αὐτοῦ.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος β΄. Πάντα τά ἔθνη ἐκύκλωσαν μέ, καί τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχος γ΄. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὔτη, καί ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἠμῶν.
Θεός Κύριος, καί ἐπέφανεν ἠμίν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Εἴτα τά παρόντα Τροπάρια.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.
Ὡς ξενωθεῖσα τῶν ἐν κόσμω πραγμάτων, πολλῶν χαρίτων ἐκ Θεοῦ ἠξιώθης, Ὁσία Ξένη βίου καθαρότητι, ὅθεν ἀεί πρέσβευε, τῷ νυμφίω σου Μῆτερ, πάσης περιστάσεως,
καί ἀνάγκης λυτροῦσθαι, τούς τῷ σεπτῶ σπεύδοντας ναῶ, καί τήν θερμήν σου, ζητοῦντας ἀντίληψιν.

Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Θεοτοκίον
Οὐ σιωπήσομεν ποτέ Θεοτόκε, τάς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰμή γάρ σύ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἠμᾶς ἐρρύσατο, ἐκ τοσούντων κινδύνων;
Τίς δέ διεφύλαξεν, ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἔκ σού, σούς γάρ δούλους σώζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ψαλμός ν΄ (50)
Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημα μου•επί πλεῖον πλῦνον μέ ἀπό τῆς ἀνομίας μου καί ἀπό τῆς ἁμαρτίας
μοῦ καθάρισον μέ. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διαπαντός. Σοί μόνω ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἄν
δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου, καί νικήσης ἐν τῷ κρίνεσθαι σέ. Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου. Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας,
τά ἄδηλα καί τά κρύφια της σοφίας σου ἐδήλωσας μοί. Ραντιεῖς μέ ὑσσώπω, καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς μέ, καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοί ἀγαλλίασιν καί
εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀποστρεψον τό πρόσωπόν σου ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἑξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον
ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μή ἀπορρίψης μέ ἀπό τοῦ προσώπου σου καί τό πνεῦμά σου τό ἅγιον μή ἀντανέλης ἄπ ἐμοῦ. Ἀπόδος
μοί τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καί πνεύματι ἠγεμονικῶ στήριξον μέ. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου, καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι. Ρύσαι μέ ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός,
ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου•αγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τήν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν,
ἔδωκα ἀν•ολοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῶ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε,
ἐν τή εὐδοκία σου τήν Σιῶν, καί οἰκοδομηθήτω τά τείχη Ἱερουσαλήμ• τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφοράν καί ὁλοκαυτώματα• τότε ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριον
σού μόσχους.

Εἴτα ψάλλομεν τάς Ὠδᾶς τοῦ Κανόνος.
Ὠδή ἅ΄. Ἦχος πλ. δ΄. . Ὑγρᾶν διοδεύσας.
Δοχεῖον ἀΰλου οὖσα φωτός, λαμπρότητι βίου, ἐξ ἀχλύος ἁμαρτιῶν, ταῖς σαῖς φωτοφόροις ἰκεσίαις, Ὁσία Ξένη ἠμᾶς ἐλευθέρωσον.
Ἰλύος ρυσθεῖσα τῆς τῶν παθῶν, ἐκ ταύτης Ὁσία, ἀποκάθαρον τάς ψυχᾶς, ἠμῶν τή θερμή σου ἱκεσία, καί πάσιν αἴτει πταισμάτων συγχώρησιν.
Δυνάμωσον Μῆτερ τό ἀσθενές, ἠμῶν τῆς καρδίας, κατά πάσης ἐπιβουλῆς, ἐχθρῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων, Ὁσία Ξένη ταῖς σαῖς ἀντιλήψεσι. χριστιανος.gr

Θεοτοκίον
Ὁλόφωτον σκήνωμα τοῦ Θεοῦ, Κεχαριτωμένη, Παντευλόγητε Μαριάμ, παγίδων τοῦ σκότους λύτρωσαι μέ, καί τήν ζοφώδη ψυχήν μου καταύγασον.

Ὠδή γ΄. Οὐρανίας ἁψίδος
Ὑπερτέρα του κόσμου, τή σῆ ζωή πέφηνας, ὅθεν ὑπερτέρους ἁπάσης, ἠμᾶς κακώσεως, Ξένη ἀναδεῖξον, καί θλιβερῶν συμπτωμάτων, τούς πιστῶς προστρέχοντας, ταῖς ἰκεσίαις σου.
Ξενοτρόπως ἀγώνα, τόν ἱερόν ἤνυσας, Ξένη θεοφόρε Ὁσία, ἁγίω ἔρωτι, ὅθεν ἐκ πάσης φθορᾶς, καί συμφορᾶς καί ἀνάγκης, ξένωσον δεόμεθα, τούς προσιόντας σοί.
Ἐκ παθῶν ἀκαθάρτων, καί χαλεπῶν θλίψεων, καί ἐπηρειῶν πολυτρόπων, τοῦ πολεμήτορος, ἠμᾶς ἁπάλλαξον, τούς τῷ ἁγίω ναῶ σου, Ξένη παμμακάριστε πίστει προστρέχοντας.

Θεοτοκίον
Νέον τέτοκας βρέφος, ὑπερφυῶς Ἄχραντε, τόν Δημιουργόν τῶν αἰώνων, καί πάντων Κύριον, ὅθεν νεούργησον, παλαιωθέντα τόν νοῦν μου, πλείσταις παραβάσεσιν, ἴνα γεραίρω σέ.
Διασωσον Ὁσία Ξένη πρεσβείαις σου πρός τόν Κτίστην, ἀπό πάσης ἐπιφορᾶς καί κακώσεως, τούς ἐκζητούντας τήν θείαν σου προστασίαν.
Ἐπιβλεψον ἐν εὐμενία Πανύμνητε Θεοτόκε ἐπί τήν ἐμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, καί ἴασαι, τῆς ψυχῆς μου τό ἄλγος.

Αἴτησις καί τό Κάθισμα
Ἦχος β΄. Πρεσβεία θερμή
Παθῶν χαλεπῶν, καί συνοχῆς καί θλίψεως, καί νόσων δεινῶν, ἀτρώτους ἠμᾶς φύλαττε, Ὁσία Ξένη πανσεμνέ, τή θερμή σου πρεσβεία πρός Κύριον, καί τῶν πταισμάτων
αἴτει ἱλασμόν, τοῖς πίστει προστρέχουσι τή σκέπη σου.

Ὠδή δ’. Εἰσακήκοα Κύριε
Ἡ πρεσβεία σου γένοιτο, θείας εὐφροσύνης καί παρακλήσεως, θεοφόρε Ξένη πρόξενος, τοῖς εἰλικρινῶς σέ μακαρίζουσι.
Ἤν θεόθεν ἀπείληφας, τή σή πολιτεία χάριν σωτήριον, ἠμίν ἀπλωσον θεοσοφέ, ὡς ἄν τῶν δεινῶν περιγινώμεθα.
Μανικῶν ἐπιθέσεων, Ξένη ἠμᾶς λύτρωσαι τοῦ ἀλάστορος, καί ὑγείαν δίδου ἄπασι, τήν κατά ψυχήν καί σῶμα πανσεμνέ.

Θεοτοκίον
Ἰατρόν πάντων τέξασα, καί Σωτήρα Κόρη Χριστόν τόν Κύριον, ἀσθενοῦντα πολλοῖς πάθεσι, ἰασαί μέ Δέσποινα καί σῶσον μέ.

Ὠδή ἐ’. Φώτισον ἠμᾶς
Νέκρωσον σεμνή, τῶν παθῶν ἠμῶν σκιρτήματα, καί πρός τρῖβον μετανοίας ἀληθοῦς, καθοδήγησον ἠμᾶς ταῖς ἰκεσίαις σου.
Θαύμασι πολλοῖς, θεοφόρε διαλάμπουσα, τήν συνέχουσαν ὀδύνην χαλεπήν, τήν ζωήν ἠμῶν θεράπευσον δεόμεθα.
Ἔχουσα πολλήν, παρρησίαν πρός τόν Κύριον, Μῆτερ Ξένη καθικέτευε ἀεί, τοῦ διδόναι τῶν πταισμάτων ἠμίν ἄφεσιν.

Θεοτοκίον
Ἴθυνον ἠμᾶς, πρός ζωῆς θείας ἐντάλματα, Θεοτόκε ἁπαλλάττουσα ἠμᾶς, τῶν δεσμῶν τῆς ἁμαρτίας ὡς φιλάγαθος.

Ὠδή στ’. Τήν δέησιν
Ἀγγέλων, τήν πολιτείαν μετῆλθες, μετά σώματος θεοληπτε Ξένη, ὅθεν ἠμᾶς τῆς δαιμόνων μανίας, καί τῶν ἐν βίω κινδύνων καί θλίψεων, ρύσαι τή σῆ ἐπισκοπῆ, καί χαρᾶς
θεϊκῆς ἠμᾶς πλήρωσον.
Νοσούσι, τήν θεραπείαν παρέχεις, καί τοῖς πάσχουσι τήν ἴασιν Μῆτερ, καί θλιβομένοις παράκλησιν θείαν, ὡς δοξασθεῖσα δυνάμει τοῦ Πνεύματος, ὅθεν βοῶμεν σοί θερμῶς,
τάς αἰτήσεις ἠμῶν πλήρου πάντοτε.
Χειμάζει μέ, ἁμαρτίας ἡ ζάλη, καί καθέλκει εἰς βυθόν ἀπωλείας, ἀλλά τῷ σῶ καταφεύγω λιμένι, Ξένη Ὁσία καί πίστει κραυγάζω σοί, ὁδήγησον μέ ἀσφλῶς, σωτηρίας πρός
ὅρμον καί σῶσον μέ.

Θεοτοκίον
Ἀφράστως, τόν Ποιητήν τῶν ἁπάντων, τετοκυΐα εἰς ἀνάπλασιν κόσμου, Εὐλογημένη Παρθένε Μαρία, συντετριμμένον τόν νοῦν μου ἀναπλασον, ἐξ ἁμαρτίας χαλεπῆς,
πρός ζωῆς ἐναρέτου κατόρθωσον.
Διασωσον Ὁσία Ξένη πρεσβείας σου πρός τόν Κτίστην, ἀπό πάσης ἐπιφορᾶς καί κακώσεως, τούς ἐκζητούντας τήν θείαν σου προστασίαν.
Ἄχραντε ἡ διά λόγου τόν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικήν παρρησίαν. χριστιανος.gr

Αἴτησις καί τό Κοντάκιον.
Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου
Ὡς προστασία ἠμῶν καί ἀντίληψις, Ὁσία Ξένη ἀπαύστως περίσωζε, ἐκ πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως, ταῖς πρός Χριστόν ἰκεσίαις σου ἔνδοξε, τούς πίστει καί πόθω τιμώντας σέ.

Προκείμενον.
Ὑπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοί.
Στίχ. Καί ἔστησεν ἐπί πέτραν τούς πόδας μου καί κατηύθυνεν τά διαβήματά μου.

Εὐαγγέλιον. Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον Κέφ. κέ΄ 1-13.
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην, ὠμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἴτινες λαβοῦσαι τάς λαμπάδας αὐτῶν, ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. Πέντε δέ
ἤσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι, καί αἵ πέντε μωραί, αἴτινες μωραί, λαβοῦσαι τάς λαμπάδας ἑαυτῶν, οὐκ ἔλαβον μεθ’ ἑαυτῶν ἔλαιον. Αἵ δέ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν
μετά τῶν λαμπάδων αὐτῶν. Χρονίζοντος δέ τοῦ νυμφίου, ἐνύσταξαν πᾶσαι, καί ἐκάθευδον. Μέσης δέ νυκτός κραυγή γέγονεν. Ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν
αὐτοῦ. Τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἵ παρθένοι ἐκεῖναι, καί ἐκόσμησαν τάς λαμπάδας αὐτῶν. Αἵ δέ μωραί ταῖς φρονίμοις εἶπον, Δότε ἠμίν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἵ λαμπάδες ἠμῶν
σβέννυνται. Ἀπεκρίθησαν δέ αἵ φρόνιμοι, λέγουσαι, Μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἠμίν καί ὑμίν, πορεύεσθε δέ μᾶλλον πρός τούς πωλοῦντας, καί ἀγοράσατε ἐαυταῖς. Ἀπερχομένων δέ
αὐτῶν ἀγορᾶσαι, ἦλθεν ὁ νυμφίος, καί αἵ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τούς γάμους, καί ἐκλείσθη ἡ θύρα. Ὕστερον δέ ἔρχονται καί αἵ λοιπαί παρθένοι, λέγουσαι, Κύριε, Κύριε,
ἀνοιξον ἠμίν. Ὁ δέ ἀποκριθεῖς εἶπεν, Ἀμήν λέγω ὑμίν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. Γρηγορεῖτε οὔν, ὅτι οὐκ οἴδατε τήν ἡμέραν οὐδέ τήν ὥραν, ἐν ἡ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.

Δόξα Πατρί καί Υἵω καί Ἅγιω Πνεύματι.
Ταῖς τῆς σῆς Ὁσίας, πρεσβαίαις Ἐλεήμων, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν. χριστιανος.gr
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβαίαις Ἐλεήμων, ἑξάλειψον τά πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος: Ἐλεῆμον, ἐλέησον μέ ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἑξάλειψον τό ἀνόμημά μου.

Προσόμοιον.
Ἦχος πλ. β’. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Ξένη παμμακάριστε, νύμφη Χριστοῦ θεοφόρε, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σκεῦος πολυτίμητον τή ἀσκήσει σου, ἐκτενῶς πρέσβευε, ἀπό πάσης βλάβης, καί παθῶν καί περιστάσεων
καί νόσων ρύεσθαι, τούς εἰλικρινῶς σέ γεραίροντας, καί βίον δίδου ἄλυτον, καί εἰρήνην Μῆτερ οὐράνιον, τοῖς ἐν εὐλαβεία, προστρέχουσι τῷ θείω σου ναῶ, καί τῆς θερμῆς
προστασίας σου, τήν χάριν κηρύττουσι. χριστιανος.gr

Ὁ Ἱερεύς:
Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σού• ἐπισκεψαι τόν κόσμον σου ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς. Ὑψωσον κέρας Χριστιανῶν ὀρθοδόξων καί καταπεμψον
ἐφ’ ἠμᾶς τά ἐλέη σου τά πλούσια• πρεσβείαις τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας• δυνάμει τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυρού• προστασίαις
τῶν τιμίων ἐπουρανίων Δυνάμεων Ἀσωμάτων• ἰκεσίαις τοῦ Τιμίου καί Ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου• τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων Ἀποστόλων•
ὧν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἠμῶν, μεγάλων ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθανασίου καί
Κυρίλλου, Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμμονος, πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας. Νικολάου τοῦ ἐν Μύροις, Σπυρίδωνος ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος, τῶν Θαυματουργών• τῶν ἁγίων ἐνδόξων
μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου, Θεοδώρων Τύρωνος καί Στρατηλάτου, τῶν ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους καί Ἐλευθερίου, τῶν ἁγίων
ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων. Τῶν ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων ἠμῶν. Τῶν ἁγίων καί δικαίων θεοπατόρων Ἰωακείμ καί ’Ἄννης. Τῆς ὁσίας μητέρας ημών Ξένης,
καί πάντων σου τῶν Ἁγίων. Ἰκετεύομεν σέ, μόνε πολυέλεε Κύριε. Ἐπάκουσον ἠμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν δεομένων σου καί ἐλέησον ἠμᾶς. χριστιανος.gr

Ὠδή ζ’. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας
Ρείθροις θείως χαρίτων, ὧν ἐκτήσω ἀξίως παρά Κυρίου σου, κατασβεσον τήν φλόγα, παθῶν τῶν συνθλιβόντων, τάς ψυχᾶς καί τά σώματα, Ξένη Ὁσία σεμνή, τῶν σέ
παρακαλούντων.
Ἰαμάτων τήν χάριν, ἐπομβρία τή θεία βλύζει ἑκάστοτε, Εἰκών σου ἡ ἁγία, καί ἡ σεπτή σορός σου, τοῖς πιστῶς καταφεύγουσι, τῷ ἱερῶ σου ναῶ, Ξένη Ὁσία Μῆτερ. χριστιανος.gr
Νοσημάτων παντοίων, καί δεινῶν συμπτωμάτων ἠμᾶς ἁπάλλαξον, καί ρῶσιν καί ὑγείαν, καί θείαν εὐφροσύνην, καί πταισμάτων τήν ἄφεσιν, αἴτει ἠμίν ἐκ Θεοῦ, Ξένη Ὁσία Μῆτερ.

Θεοτοκίον
Γνώμην ἔμφρονα δίδου, καί ψυχῆς καρτερίαν βίου ταῖς θλίψεσι, καί πάσαν του Βελίαρ τήν καθ’ ἠμῶν μανίαν, Θεοτόκε ἀπότρεπε, ὡς προστασία ἠμῶν, καί τεῖχος ἀσφαλείας.

Ὠδή ἡ’. Τόν Βασιλέα
Ἐπικειμένης, ἠμᾶς ἐκλύτρωσαι βλάβης, καί πᾶν σκάνδαλον ἀπότρεπε Ὁσία, ἐκ τῶν προσιόντων, τή θεία σου πρεσβεία.
Ρύσαι Ὁσία, τή σωστική σου πρεσβεία, τῆς τοῦ ὄφεως κακίστης ἐπηρείας, τούς ἐκδεχομένους, τήν σήν ἐπιστασίαν.
Ἄνωθεν ἴδε, τούς εὐλαβῶς παρεστώτας, τή εἰκόνι σου Ὁσία τή ἁγία, καί τάς ἰκεσίους, φωνᾶς αὐτῶν προσδέχου.

Θεοτοκίον
Σῶσον μέ Κόρη, τῆς τοῦ ἐχθροῦ ἑξαπάτης, καί παρασχου μοί μετάνοιαν γνησίαν, ἴνα ἐπιτύχω, τῆς ἄνω βασιλείας.

Ὠδή θ’. Κυρίως Θεοτόκον
Ἱκέτευε ἀπαύστως, Ξένη μακαρία, ἠμίν διδόναι πταισμάτων συγχώρησιν, καί τῶν ἐν βίω κινδύνων τήν ἀπολύτρωσιν.
Μαστίγων ὀλεθρίων, καί πάσης ἀνάγης, καί παντός φθόνου ἀνώτερον τήρησον, ἠμῶν τόν βίον Ὁσία τή ἀντιλήψει σου.
Ὁλόφωτον παστάδα, ἤδη κατοικοῦσα, τῆς ζοφερᾶς ἁμαρτίας ἁπάλλαξον, Ὁσία Ξένη τους πόθω σέ μεγαλύνοντας.

Θεοτοκίον
Ὑπερφωτε λυχνία, τῆς ἀΰλου δόξης, Θεοχαρίτωτε Δέσποινα λάμπρυνον, τήν σκοτισθεῖσαν ψυχήν μου τοῖς πλημμελήμασι.
Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν
ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν.

Καί τά Μεγαλυνάρια
Χαίρουσα ἀγάπη τή θεϊκή, Ξένη μακαρία, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί τῶν ἐν τῷ κόσμω, ἁπάντων ξενωθεῖσα, Κυρίω ὠκειώθης, τῷ σέ δοξάσαντι.
Ἔλιπες μνηστήρα τόν γεηρόν, καί ἀσχέτω πόθω, νύμφη ὤφθης θεοειδῆς, Ξένη μακαρία, Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου, ἀνύσασα ἐν κόσμω, ζωήν ἰσάγγελον.
Λάθρα ἀπεμάκρυνας σεαυτήν, γονέων καί πλούτου, δί’ ἀγάπην τήν τοῦ Χριστοῦ, καί ἐν ξένη χώρα, ὡς ξένη γεγονυΐα ξενοπρεπών χαρίτων, Ξένη ἠξίωσαι.
Δί’ ἀστέρων ἄνωθεν ὁ Χριστός, ὑπέφηνε πάσι, τήν ἁγίαν σου βιοτήν, Ξένη θεοφόρε, ὤ πρέσβευε ἀπαύστως, ὑπέρ τῶν προσιόντων, τή προστασία σου.
Νόσων ἐκλυτροῦνται καί πειρασμῶν, οἱ πίστει τελεία, προσιόντες τῷ σῶ ναῶ, ἐξ ὧν ἠμᾶς ρύου, ὤ Ξένη πανολβία, καί πλήρου τάς αἰτήσεις, τῶν εὐφημούντων σέ.
Πάσης ἀθυμίας καί συνοχῆς, ἁπάλλαξον Μῆτερ, καί ἐκ νόσων πολυειδῶν, τούς ὑμνολογοῦντας, τούς θείους σου ἀγώνας, ὤ Ξένη θεοφόρε, πιστῶν ἀντίληψις.
Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων αἵ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετά τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν εἰς τό σωθῆναι ἠμᾶς.

Τό Τρισάγιον
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος ἐλέησον ἠμᾶς. (τρεῖς φορές)
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία τριάς, ἐλέησον ἠμᾶς. Κύριε ἰλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν. Δέσποτα, συγχώρισον τάς ἀνομίας ἠμίν. Ἅγιε, ἐπισκεψε καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἠμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου.
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον.
Δόξα Πατρί καί Υἱῶ καί Ἁγίω Πνεύματι.
Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἠμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου, γεννηθήτω τό θέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανό καί ἐπί τῆς γής. Τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον
δός ἠμίν σήμερον, καί ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν, καί μή εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν ἀλλά ρύσαι ἠμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ.

Ὅ Ἱερεύς: Ὅτι σου ἐστίν ἤ Βασιλεία καί ἤ δύναμις καί ἤ δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν, καί ἀεί, καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τά συνήθη τροπάρια, ἐκτενής ἀπόλυσις, μεθ’ ἤν
Ψάλλομεν τό ἑξῆς:
Ἦχος β’. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Ξένη τῶν Ὁσίων ἡ καλλονή, νύμφη τοῦ Χριστοῦ θεοφόρε, αὐτόν ἱκέτευε, πάσης περιστάσεως, καί πάσης θλίψεως, ἀσινεῖς διασώζεσθαι, τούς ἐν εὐλαβεία, σπεύδοντας
ἑκάστοτε, τή προστασία σου, λύουσα παθῶν τάς ὀδύνας, καί χαράν παρέχουσα πάσι, ταῖς πρός τόν Σωτήρα ἰκεσίαις σου.

Ἦχος πλ. δ΄.
Δέσποινα προσδεξαι, τάς δεήσεις τῶν δούλων σου, καί λύτρωσαι ἠμᾶς, ἀπό πάσης ἀνάγκης καί θλίψεως.

Ἦχος β΄.
Τήν πάσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξον μέ ὑπό τήν σκέπην σου.

Ὁ Ἱερεύς: Δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἠμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἠμᾶς. Ἀμήν.

Δίστιχον
Ξένη Μῆτερ προσδεξαι τάς ἱκεσίας ἄς σοί ὁ Γεράσιμος ἤδη προσάγει....

Ακολουθία της Αγίας και Θεοφόρου Μητρός ημών Ξένης, της διά Χριστόν Σαλης



site analysis


Οσία Ξένη

Ψαλλομένη τῇ 24ῃ μηνὸς Ἰανουαρίου
Ποίημα Στυλιανοῦ Μακρῆ, Δρος Θ.,
Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου
ΝΑΟΥΣΑ, 2008
ΕΝ Τῼ ΜΕΓΑΛῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ

Μετὰ τὸν Προοιμιακόν, τὸ Μακάριος ἀνήρ.
Εἰς δὲ τὸ Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν στίχους στ΄
καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Προσόμοια

Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.
Νοῦν καὶ καρδίαν ὡς ἄνω ἔχουσα πάντιμε, τὰ ῥέοντα ἡγήσω, εἶναι σκύβαλα Ξένη, ὅθεν ἐν τῷ οἴκῳ τῆς σῆς ψυχῆς, τὸν ἀῤῥεύστως ἐξένισας, ἐκ τῆς Παρθένου τεχθέντα Λόγον Θεόν, τῆς Ῥωσσίας μέγα καύχημα. 
Τῷ ἑκουσίως πτωχεύσαντι ἠκολούθησας, τῷ μὴ τόπον τοῦ κλῖναι, κεφαλὴν ἐσχηκότι, Ξένη καὶ ἀνηῦρες εἰς τοὺς ἀγρούς, θησαυρὸν ἀδαπάνητον, τῶν ἀρετῶν ἀγρυπνίαις καὶ προσευχαῖς, ἀνυστάκτοις καὶ δεήσεσι. 
ς βακτηρίαν ἐλπίδα ἔσχες πρὸς Κύριον, ὡς ἔνδυμα τὴν πίστιν, ὡς ὀσφὴν τὴν ἀγάπην, λάθρᾳ πορευθεῖσα Ξένη σεπτή, τὴν ὁδὸν ἁγιότητος, καὶ ταπεινώσει τὴν τρίβον τῶν μυστικῶν, χαρισμάτων θεοφρούρητε. 
Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσι.
ς μωρὰν ἐξελέξατο, τὴν τοῦ κόσμου ὁ Κύριος, καὶ Θεὸς σὲ Ξένη τῆς Πετρουπόλεως, τοῦ καταισχῦναι θεόσοφε, σοφοὺς τοὺς ἀσόφους τε, ἀνοήτους καὶ φωτί, ἀϊδίῳ λαμπρύνῃ σε, ἐπιγνώσεως, τῶν Αὑτοῦ ἀπορρήτων μυστηρίων, καὶ εἰς ἄνωθεν σοφίαν, μυσταγωγήσῃ σε πάντιμε. 
Τῆς σαρκὸς τὸ χαμαίζηλον, κατεπάτησας φρόνημα, μακαρία Ξένη τῇ ταπεινώσει σου, καὶ ἑκουσίᾳ πτωχείᾳ σου, στοιχοῦσα δὲ Πνεύματι, τῷ Ἁγίῳ ἀρετῶν, τὴν ψυχήν σου ἐκόσμησας, διαδήματι, καὶ στολῇ σωφροσύνης ἵνα πόθῳ, ὡς ἑτοίμη εἰς Νυμφῶνα, Χριστοῦ εἰσέλθῃς οὐράνιον. 
Προοράσεως χάρισμα, τοῦ προλέγειν τὰ μέλλοντα, σοὶ ἐδόθη Ξένη καὶ διοράσεως, παρὰ τοῦ χρόνου ἐπέκεινα, Θεοῦ Ὃν ἱκέτευε, μὴ μνησθῆναι τῶν ἡμῶν, παρελθόντων τε πράξεων, καὶ ὧν μέλλωμεν, φαύλων ἔργων ποιῆσαι ἀλλὰ σπεῖραι, ἐν ἡμῖν Αὑτοῦ τὸν φόβον, πρὸς καρποφόρον μετάνοιαν. 
Δόξα. Ἦχος πλ. β΄.
Ξένον θαῦμα! Γυνὴ ἀνδρικῶς ἀθλεῖ, καὶ καταπατεῖ τὸν ἀπατήσαντα, πάλαι ποτε τὸ θῆλυ ἐν Ἐδέμ· κόσμου ξενωμένη, προσοικειοῦται Χριστῷ· ἀγροὺς δὲ μεταποιεῖ, εἰς κῆπον τῆς τρυφῆς· οὐκ ὄφει διαλέγεται, ἀλλὰ τῷ συντρίψαντι ἐκείνου τὴν κάραν, ἐν Σταυρῷ διαλλάσσεται· οὐ χεῖρας ἐκτείνει, παρανόμως εἰς ξῦλον, ἀλλ εἰς οὐρανούς· οὐκ ἀπατηθεῖσα ληστείᾳ τοῦ νοός, βρῶσιν ἀπολλυμένην, μᾶλλον δ’ ἁρπαγεῖσα, εἰς θεωρίαν φωτός, φέρει τοῖς χείλεσι, τὴν εἰς αἰῶνας μένουσαν. Ὅθεν ἐγκωμίοις καὶ ᾄσμασιν, εὐφημήσωμεν αὐτήν, αἰτησάμενοι τὴν αὐτῆς πρεσβείαν, εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν. 
Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός.
Τίς μὴ μακαρίσῃ σέ, Παναγία Παρθένε, τίς μὴ ἀνυμνήσῃ σου τὸν ἀλόχευτον τόκον; Ὁ γὰρ ἀχρόνως ἐκ Πατρός, ἐκλάμψας Υἱὸς μονογενής, ὁ Αὐτὸς ἐκ σοῦ τῆς Ἁγνῆς προῆλθεν, ἀφράστως σαρκωθείς, φύσει Θεὸς ὑπάρχων, καὶ φύσει γενόμενος ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς· οὐκ εἰς δυάδα προσώπων τεμνόμενος, ἀλλ’ ἐν δυάδι φύσεων, ἀσυγχύτως γνωριζόμενος. Αὐτὸν ἱκέτευε, Σεμνὴ Παμμακάριστε, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. 
Εἴσοδος· Φῶς ἱλαρόν· τὸ Προκείμενον τῆς ἡμέρας
καὶ τὰ Ἀναγνώσματα
 Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα 
(κεφ. 10, 7)
Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων καὶ εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν αὐτοῦ. Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρε σοφίαν καὶ θνητός, ὃς οἶδε σύνεσιν. Κρεῖσσον γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς. Τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν· πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν. Ἐκ γὰρ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη, νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ. Τοιγαροῦν ἀκούσατέ μου, ὦ τέκνα, σεμνὰ γὰρ ἐρῶ. Καὶ μακάριος ἄνθρωπος, ὃς τὰς ἐμὰς ὁδοὺς φυλάξει. Αἱ γὰρ ἔξοδοί μου ἔξοδοι ζωῆς καὶ ἑτοιμάζεται θέλησις παρὰ Κυρίου. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ ὑμᾶς καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων. Ὅτι ἐγὼ ἡ Σοφία κατεσκεύασα βουλὴν καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν· ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. Ἐμὴ βουλὴ καὶ ἀσφάλεια, ἐμὴ φρόνησις, ἐμὴ ἱσχύς. Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν. Νοήσατε τοίνυν ἄκακοι πανουργίαν, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἔνθεσθε καρδίαν. Εἰσακούσατέ μου καὶ πάλιν, σεμνὰ γὰρ ἐρῶ· καὶ ἀνοίγω ἀπὸ χειλέων ὀρθά. Ὅτι ἀλήθειαν μελετήσει ὁ λάρυγξ μου, ἐβδελυγμένα δὲ ἐναντίον μου χείλη ψευδῆ. Μετὰ δικαιοσύνης πάντα τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου, οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιόν, οὐδὲ στραγγαλιῶδες. Πάντα εὐθέα ἐστὶ τοῖς νοοῦσι καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν. Διδάσκω γὰρ ὑμῖν ἀληθῆ, ἵνα γένηται ἐν Κυρίῳ ἡ ἐλπὶς ὑμῶν καὶ πλησθήσεσθε Πνεύματος
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα
(κεφ. 4, 7)
Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη καὶ ζῶν μετὰ ἁμαρτωλῶν μετετέθη. Ἡρπάγη μὴ κακίᾳ ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ· βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλὰ καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα
(κεφ. 3, 1)
Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτοῖς βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων, ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται· ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτοὺς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ. Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτοὺς καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη καὶ κρατήσουσι λαῶν καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας. Οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτῷ συνήσουσιν ἀλήθειαν καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ· ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ. 
Εἰς τὴν Λιτήν.
Ἦχος α΄.
δοὺ νῦν λιτανεύοντες, τὸ ἱερόν σου εἰκόνισμα, ὥσπερ βραβεῖον, Ξένη ἁγία, τὸ ‘Χαίροις’ σοὶ προσάγωμεν· Χαίροις ὅτι Θεῷ ἐπλούτισας, ἑκουσίᾳ πτωχείᾳ, ἀποστρέψασα κενὸν τὸν μαμωνᾶ, τουτέστι διάβολον· Χαίροις ὅτι προσεποιήσω μωρίαν, διὰ Χριστὸν ᾯ πρέσβευε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν. 
Ὴχος ὁ αὐτός. Δόξα. Καὶ νῦν.
Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ δοξάζομέν σε, οἱ πιστοὶ κατὰ χρέος, τὴν πόλιν τὴν ἄσειστον, τὸ τεῖχος τὸ ἄρρηκτον, τὴν ἀρραγῆ προστασίαν, καὶ καταφυγὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.  
Εἰς τὸν Στίχον, Στιχηρὰ Προσόμοια
Ἦχος πλ. β΄. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Δεῦτε εὐφημήσωμεν λαμπρῶς, Ξένην τὴν ἁγίαν ὡς κόσμου, τὴν ξενωθεῖσαν πιστοί· αὕτη γὰρ σαλότητα, διὰ Χριστὸν ἱεράν, ἐν φρονήσει προέκρινεν, ἢ κόσμου σοφίαν, ὅλως πραγματεύσασθαι πρὸς τὴν ἀπόκτησιν, θείων ἀγαθῶν τῆς Σοφίας, τῆς ἀνυπερβάτου καὶ δώρων, τῆς τῶν οὐρανῶν μακαριότητος. 
τε ἀπετμήθη φυσικῶς, ὁ δεσμὸς βουλήματι θείῳ, τῆς συμφυΐας ψυχῆς, Ξένη καὶ τοῦ σώματος, ἐν τῇ κοιμήσει σου, τότε τῇ μὲν ἠνοίχθησαν, οὐράνιαι πῦλαι, Παραδείσου ἔνδοξε τῷ δὲ ἠνοίχθη ἐν γῇ, τάφος εἰς ταφὴν τοῦ σεπτοῦ σου, καὶ παντίμου μῆτερ λειψάνου, ὥσπερ ἁγιότητος τεκμήριον. 
Εἰ καὶ ὁ σαλότητος σταυρός, ὃν ἐπ’ ὤμων ἦρες μωρία, εἶναι ἀθέοις δοκεῖ, ἄφροσίν τε σκάνδαλον ἀλλ’ ἀθανάτου ζωῆς, γέγονέν σοι ὁ πρόξενος, σεμνὴ καὶ αἰτία, μῆτερ σωτηρίας σου, καὶ τῆς πρεσβείας μοχλός, ᾧ καὶ χρησαμένη ἀπαύστως, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε Ξένη, τὸν σὲ θαυμαστώσαντα ἱκέτευε. 

Δόξα. Ἦχος πλ. δ΄.
τε ἡ σώφρων Ξένη, προσεποιεῖτο φανερῶς σαλότητα, τότε οἱ ἄφρονες ἐλοιδόρουν, τὴν κεκρυμμένην ὁσιότητα· ἡ μὲν ἐπανευπαύετο δάκρυσι μετανοίας, οἱ δὲ ἐκάθευδον ἐν τῷ ὕπνῳ ἀδολεσχίας· ὅτε εἰς ἀγροὺς αὕτη προσευχομένη, ἐβιάζετο τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἁρπᾶσαι, ἐκεῖνοι ‘ἀγρὸν ἠγόραζον’, παραβιάζοντες τὸν νόμον Αὑτοῦ· αὕτη ἐπυρπολεῖτο φωσφόρῳ πυρί, τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης, ἐκεῖνοι ἐκυλινδοῦντο βορβόρῳ βαθεῖ, τῶν ἡδονῶν τῆς ἀπάτης. Διὸ καὶ μακαρίζοντες αὐτήν, δεῦτε πιστοὶ συντόνως ἐκβοήσωμεν· Ὦ Ξένη πασίφημε, ὑπομονῆς περιήχημα, καὶ ταπεινώσεως ἔξαρμα, πρέσβευε ὑπὲρ τῶν ὑμνούντων, καὶ ἐκτελούντων τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου.  
Καὶ νῦν. Ἦχος ὁ αὐτός. Θεοτοκίον.
νύμφευτε Παρθένε, ἡ τὸν Θεὸν ἀφράστως συλλαβοῦσα σαρκί, Μῆτερ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σῶν οἰκετῶν παρακλήσεις δέχου, Πανάμωμε, ἡ πᾶσι χορηγοῦσα, καθαρισμὸν τῶν πταισμάτων· νῦν τὰς ἡμῶν ἱκεσίας προσδεχομένη, δυσώπει σωθῆναι πάντας ἡμᾶς. 
Νῦν ἀπολύεις, τὸ Τρισάγιον καὶ τὸ Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Ἐν σοὶ μῆτερ…

Ἀπόλυσις












ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Τῇ θέρμῃ προσευχῆς, μετεσκεύαζες ψῦχος, Ῥωσίας πολικόν, εἰς ἀπόλαυσιν Ξένη, ὁσία ὅτε νήφουσα, θαλπωρῇ τοῦ ὀνόματος, τοῦ Δεσπότου σου, νοῦν ἐπυρπόλεις ὀλβία, ὡς αἰσθήσεων, ἀμνημονοῦσα σαρκός σου, καὶ πόνων τοῦ σώματος. 
Δόξα. Ὅμοιον.
σταύρωται ἐμοί, ὥσπερ Παύλῳ ὁ κόσμος, ἐσταύρωμαι κἀγώ, κόσμῳ Ξένη ἐβόας, αὐτοῦ δεσμὰ τὰ δύσθλαστα, ἐῤῥηχυῖα σαφέστατα, ἵνα εὔψυχε, σὺν τῷ Χριστῷ ἀποθάνῃς, καὶ συζήσῃς δέ, Αὐτῷ Ῥωμαίοις ὡς θεῖος, εἰρήκει Ἀπόστολος. 
Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
στέγοις ἀρωγή, καὶ τροφὸς τοῖς πεινῶσιν, καὶ πένησι σαφῶς, ἀδαπάνητος πλοῦτος, ὑπάρχεις Παναμώμητε, οἷς ταχὺ συμπαράστηθι, ὡς ἂν Δέσποινα, αὐτῶν τὰς χρείας πληρώσῃς, πᾶσας Ἄχραντε, καὶ τῶν τε ἐκδεχομένων, ἐκ σοῦ τὴν ἀντίληψιν. 
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σκορπίσασα πένησι, οὐσίαν Ξένη τὴν σήν, ὀπίσω θεόπλουτε, τοῦ ἑκουσίως ὑπέρ, ἀνθρώπων πτωχεύσαντος, ἔδραμες μακαρία, Ἰησοῦ ἵνα κτήσῃ, πλοῦτον τῶν οὐρανίων, χαρισμάτων ὁσία, τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, πτωχῶν ὑπέρμαχε. 
Δόξα. Ὅμοιον.
Πατέρα οὐράνιον, Υἱόν τε Πνεῦμα Αὐτοῦ, εἰς οἶκον ἐξένισας, τὸν τῆς ψυχῆς σου σεμνή, ἀλλ’ οὐ καθ’ ὐπόστασιν, μᾶλλον δὲ κατὰ χάριν, ἐπουράνιον μῆτερ, ταύτην μονὴν δεικνῦσα, ἱερὰν τῆς Ἁγίας, Τριάδος θεόφρον Ξένη, καὶ ἐνδιαίτημα. 
Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Εὐθέως προσάγαγε, τὰς ἱκεσίας ἡμῶν, δι’ ἄφατον ἔλεος, ποσὶν Ἁγνὴ τοῦ ἐκ σοῦ, τεχθέντος Δεσπότου σου· σοὶ γὰρ ἐδόθη χάρις, σωστικῶς τοῦ πρεσβεύειν, ὑπὲρ ἡμαρτηκότων, ἀλλ’ εἰς σὲ ἐλπιζόντων, θελόντων τε ἀποδρᾶναι, τῆς κατακρίσεως. 
Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
ς ἑπομένη τῷ ἐν φάτνῃ ὡς βρέφος, Ξένη σπαργάνοις καὶ σινδόνι ἐν τάφῳ, ἐνειλημένῳ τρίβον ἐπορεύθης σεμνῶς, τῆς ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, μυστικῆς τε καινώσεως, καὶ ἀναγεννήσεως, ἀφόβως νεκρωθεῖσα, δι’ ἁμαρτίαν ὡς ὁ τῶν Ἐθνῶν, Παῦλος προτρέπει, πιστοῖς ἀξιάγαστε. 
Δόξα. Ὅμοιον.
Τὸν νηπιάσαντα Χριστόν θεηγόρε, καθικετεύουσα νηπίοις ὑγείαν, παρασχεθῆναι ἔτυχας ἀλκαίᾳ τῇ σῇ, χάριτι θαυματουργίας σου, ὅτι ταῦτα ἀπέσπασας, ῥυσαμένη ἔνδοξε, χειρῶν τῶν τοῦ θανάτου, καὶ τοῖς γονεῦσι ἔδωκας αὑτῶν, πίστει δοξάσαι, τὸν σὲ θαυμαστώσαντα. 
Καὶ νῦν. Ὅμοιον.
Τὸ τῆς συλλήψεως τοῦ Λόγου ἐν μήτρᾳ, παρθενικῇ σου Θεοτόκε ἀσπόρως, ξένόν ἐστι μυστήριον δι’ οὗ ἀληθῶς, ὄρους ὑπερβᾶσα φύσεως, τὴν ἐν κόσμῳ κατήργησας, γνῶσιν καὶ διήνοιξας, τῆς ἄνωθεν σοφίας, τὰς κεκλεισμένας πύλας τοῖς πιστῶς, ὁμολογοῦσι, Θεοῦ τὴν ἐνσάρκωσιν. 
Τὸ α΄ ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου καὶ τὸ Προκείμενον·
Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ.
Στίχ. Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον.
Εὐαγγέλιον τὸ ἐν τῷ Ὄρθρῳ τῶν ὁσίων.
Ὁ Ν΄ ψαλμός.
Δόξα. Ταῖς τῆς σῆς ὁσίας…
Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου…
Ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. β΄.
περωτᾷ σε ὁ κόσμος, θεόπνευστε Ξένη· Τί ὅτι οὐκ ἐδίδου, νυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις σου; ἆρα διὰ τὴν τοῦ ψύχους σφοδρότητα; τί ὅτι οὐκ ἔπαυες δακρύουσα; ἆρα διὰ τὴν τοῦ συμβίου ἀπώλειαν; τί ὅτι ἀπεδίδρασκες εἰς ἀγρούς; ἆρα διὰ τὸν τῶν ὕβρεων τάραχον; τί ὅτι ἐπλανῶ εἰς τὰς ὁδούς; ἆρα διὰ τὴν τῶν νοημάτων πλάνην; Σὺ δὲ πρὸς αὐτὸν ἀπαντᾷς οὕτω· Οὔκουν ταῦτα, δι’ ὧνπερ καὶ προείρηκας ἐγένοντο, ἀλλὰ πάντα διὰ Χριστὸν ἐποίησα, τὸν χαριζόμενον πᾶσι τὸ μέγα ἔλεος. 
Εἶτα οἱ κανόνες τῆς Ἁγίας, οὗ ἡ ἀκροστοιχίς:
«Ἐν τῷ οἴκῳ δόξης σου κἀμὲ ξένισον, Ξένη». (Στυλιανοῦ).
ᾨδὴ α΄. Ἦχος δ΄. Ἀνοίξω τὸ στόμα μου.
ν οἴκῳ τῆς δόξης σου, ὡς ξενοδόκος μὲ ξένισον, οἰκέτην τὸν ἄοικον, Χριστοῦ κἀμὲ μετ’ Αὐτοῦ, οἰκειώσασα, ὅτι τὴν θείαν Χάριν, Αὑτοῦ ἀπεξένωμαι, Ξένη θεότιμε. 
Νεκρώσασα φρόνημα, Ξένη σαρκὸς τὸ χαμαίζηλον, εἰς ὕψος οὐράνιον, ἤρθης τὸν νοῦν μυστικῶς, τοῦ θεάσασθαι, ἀπόῤῥητα καὶ ξένα, καὶ θεῖα μυστήρια, τοῦ Παντοκράτορος. 
Τοῖς πένησιν ἔδωκας, τὰ τῆς οὐσίας σου ἅπαντα, οὐχ ὅμως ἐσκέδασας ἐπὶ τὰ ῥέοντα νοῦν, μᾶλλον δ’ ἔῤῥηξας, κόσμου δεσμὰ μωρίᾳ, καὶ τοῦτον ἐπλούτισας, γνώσει τῇ κρείττονι. 
Θεοτοκίον.
δύρου καὶ ἔκλαιες, τὸν σὸν Υἱὸν καὶ Δεσπότην σου, κρεμάμενον βλέπουσα, ἐπὶ τῷ Ξύλῳ Σταυροῦ, ὅτε δ’ ἔπειτα, πρωτίστη ἀναστάντα, Αὐτὸν εἶδες Ἄχραντε, σφόδρα ἐγήθησας. 
ᾨδὴ γ΄. Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους.
Οὐ Ξένη τὰς ῥήσεις καὶ τὰς πράξεις, τὰς σὰς κατενόησαν σαφῶς, οἱ σὲ περιγελάσαντες, ὅτι καλῶς ἀπέκρυψας, μωρίας τῷ καλύμματι, πλοῦτον ταλάντων δοθέντων σοι. 
δίαζες Πνεύματι τῷ Θείῳ, τοῦ κτῆσαι τὴν ἔλλαμψιν Αὑτοῦ, ἐξ Οὗ καὶ εἰς ἀπόλαυσιν, φωτὸς Χριστοῦ ἠξίωσαι, ἐν θεοπτίᾳ πάντιμε, ἀχθῆναι Ξένη καὶ θέωσιν. 
Κατέσκαψας μῆτερ τὸν ψυχῆς σου, ἀγρὸν ὃν κατήρδευσας τοῖς σοῖς, δάκρυσι ὡς ἐνσπείρασα, αὐτῷ τὴν σὴν μετάνοιαν, ἑκατονταπλασίονας, καρποὺς τοῦ δρέψαι χαρίτων σου. 
Θεοτοκίον.
ν ὅμμα Παρθένε διανοίας, φαυλότητος Κόρη ῥεμβασμῷ, ἠμαύρωται διάνοιξον, Χριστοῦ φῶς ἀπαστράψασα, καὶ ἐκ βυθοῦ σκοτόεντος, ἁμαρτιῶν τούτους λύτρωσαι. 
Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
κενόδοξον τὴν σὴν καρδίαν, διετήρησας μῆτερ ὀλβία, καὶ Χριστῷ κεκαθαρμένη προσήνεγκας, ἀπὸ παντοίου ματαίου σκιρτήματος, ὑπερηφάνου τε Ξένη κινήσεως, ὅθεν δύνασαι Αὐτὸν ἱκετεύειν πάντοτε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.  
Δόξα. Ὅμοιον.
ν τῷ γήρει σου ὡς βακτηρίαν, ἔσχες ἔνδοξε τὸν ἐν Κυρίῳ, ὃν ἀνέμενες καιρὸν ἀναλύσεως, μετὰ χαρᾶς ὅτι κέρδος ἐφάνη σοι, τὸ σὲ θανεῖν ἢ τὸ ζῆν ἐν τῷ σώματι, Ξένη εὔξενε, διὸ καὶ Χριστὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος. 
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Τὸ ἀπήμαντον τῆς παρθενίας, καὶ τὸ ἄσπορον τῆς σῆς λοχείας, ἀνερμήνευτον τῷ ὄντι μυστήριον, δι’ οὗ ἡ βρότειος φῦσις δεδόξασται, καὶ γενεαὶ γενεῶν ἠξιώθησαν, ἀνακράζειν σοι· Παρθένε Υἱῷ σου πρέσβευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος. 
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τῆς μακαρίας ξενιτείας τὴν φερώνυμον, καὶ τοῖς μωροῖς διὰ Χριστόν τε ὁμοιότροπον, ἀνυμνήσωμεν ἐπαίνοις ὀλβίαν Ξένην, ὅτι αὕτη ταπεινώσει ἠγωνίσατο, τοῦ κερδᾶναι τὸ βραβεῖον ἄνω κλήσεως, ᾗ καὶ κράξωμεν· Χαίροις Ξένη πανεύφημε. 
Ὁ Οἶκος
νω Θεοῦ Σοφία, κατειργάσατο γνῶσιν, ἐν σοὶ τοῦ καταισχῦναι μωρίαν, σοφῶν αἰῶνος τούτου καὶ νῦν, Ἑαυτῆς δεικνῦσά σε χρηστὸν πάντιμε, ταμεῖον κατηξίωσεν, βοᾷν σοι πάντας· 
Χαῖροις, δι’ ἧς ὁ Χριστὸς ὑμνεῖται·
Χαίροις, δι’ ἧς ὁ σατὰν λυπεῖται·
Χαίροις, Πετρουπόλεως μέγα θησαύρισμα·
Χαίροις, τῆς Ῥωσσίας ἁπάσης τὸ καύχημα·
Χαίροις, ὅτι κατῃσχύνθησαν οἱ γελάσαντες εἰς σέ·
Χαίροις, ὅτι ἐφαιδρύνθησαν οἱ ἐλπίζοντες εἰς σέ·
Χαίροις, ἡ εὐκληρία τοῦ θανόντος συμβίου·
Χαίροις, ἡ κληρονόμος ἀγαθῶν αἰωνίων·
Χαίροις, πολλῶν νοσούντων ἡ ἴασις·
Χαίροις, πολλῶν μεθύσων ἡ λύτρωσις·
Χαίροις, πτωχῶν ἡ βεβαία προστάτις·
Χαίροις, ἀστέγων ἡ συμπαραστάτις·
Χαίροις, Ξένη πανεύφημε. 
Συναξάριον
Τῇ κδ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς μνήμη τῆς ἁγίας καὶ θεοφόρου
μητρὸς ἡμῶν Ξένης τῆς ἐν Πετρουπόλει διὰ Χριστὸν σαλῆς.

Ταῖς αὑτῆς πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἐξαποστειλάριον. Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν.
‘‘Ἡ Ξένη φίλοι τέθνηκεν’’, ἐβόας ἀλλ’ ἐκεῖνοι, τί τὸ τοιοῦτον ἄκουσμα, οὐ κατενόουν μᾶλλον, περιγελῶντες ἠγνόουν, ὅτι οὐκέτι μῆτερ, σὺ ἔζης ἀλλ’ ἐν σοὶ Χριστός, ἡ Ζωὴ τῶν ἁπάντων ἔζη καθώς, Παῦλος ὁ Ἀπόστολος ὠμολόγει, παρ’ οὗ εὐστρόφως ἔμαθες, θάνατον μὴ πτοεῖσθαι.
Θεοτοκίον.
ξ ἀκορέστου ἄνελξον, γαστρὸς μὲ δρακοντείου, ᾌδου δεινῶν μου πτώσεων, Κόρη μὲ ῥυσαμένη· εἰς σὲ γὰρ πᾶσαν ἐλπίδα, Πάναγνε ἀνεθέμην, ὡς δύνασαι πρεσβείαις σου, χορηγεῖν τὰ ἐλέη τοῦ σοῦ Υἱοῦ, πᾶσι τοῖς ἐμπίπτουσιν ἐν ἀβύσσῳ, πταισμάτων καὶ ἀφέσεως, χρήζουσι Θεοτόκε. 
Εἰς τοὺς Αἴνους
Ἦχος πλ. β. Ὅλην ἀποθέμενοι.
Δεῦρο νῦν εὐφράνθητι, ἡ Ἐκκλησία Ῥωσσίας, ἔσχες γὰρ θησαύρισμα, ἔσχατον ἐν τάξεσιν τῶν ἁγίων σου, τὴν Χριστοῦ ὄπισθεν, συνεσπισομένην, μετ’ αὐτῶν τε καὶ συνάρασα, τῆς ἀπαρνήσεως, ἑαυτῆς σταυρὸν τὸν σωτήριον, καὶ λάμψασαν ὡς ἥλιος, ἐν τῷ οὐρανοῦ στερεώματι, Ξένην τὴν ἁγίαν, ἐξ ἧσπερ ἀπολαύσεις δαψιλῶς, τὴν εὐλογίαν τῆς χάριτος, ἐξαιρέτως σήμερον. 
Χαίροις Πετρουπόλεως, τὸ ἐν Κυρίῳ ὑπάρχον, καύχημα καὶ δόξασμα· χαίροις ταπεινώσεως τὸ στεφάνωμα, μυστικὸν ἔρεισμα, ἐν Θεῷ σοφίας, τῆς μωρίας ἱερώτατον, ὄντως κειμήλιον, Ῥωσσιῶν πασῶν περιδόξαστον, ἐξάκουσμα καὶ πρότυπον, τῆς ὑπομονῆς ἐν ταῖς θλίψεσι, Ξένη θεοφόρε, τὸ σέβασμα ἁπάντων τῶν πιστῶν, καὶ τῶν τιμώντων ἐν ᾄσμασιν, τὴν σεπτήν σου κοίμησιν. 
Ξένον καὶ παράδοξον, θαῦμα κατίδωμεν πάντες· Ξένη ἡ πανεύφημος, ῥάκη ἀπεκδέδυται παλαιότητος, τῆς ἡμῶν φύσεως, καὶ τῆς ἀφθαρσίας, πολυζήλωτον ἠμφίεσται, στολὴν ἣν ὕφηνε, Πνεῦμα δ’ αὐτὴν τὸ Πανάγιον, σοφίας καὶ συνέσεως, ἅμα τε καθαῖρον τὰ πταίσματα. Ὅθεν λαμπροφόρως, παρίσταται νῦν θρόνῳ τοῦ Χριστοῦ, ἐν παῤῥησίᾳ πρεσβεύουσα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν. 
Θαύμασιν ἀπέδειξας, τῆς πρὸς Θεὸν τὸ ἀλκαῖον, Ξένη ἱκεσίας σου, ὅτε θεραπεύσασα τὴν παράλυσιν, τῶν ποδῶν ἔδωκας, παραλελυμένῳ, τὴν ὑγείαν καὶ ἰάτρευσας, καρκίνον ἔνδοξε, ὤτων τε ἀλγίστην ἀσθένειαν, καὶ πάθος τὸ δυσχείρωτον, οἴνῳ μεθυόντων ἠφάνισας, καὶ ἀθώους μῆτερ, εἰς βῆμα τοὺς ἀχθέντας δικαστῶν, ἔσωσας τούτων τὴν ἄδικον, κρίσιν ἀποτρέψασα.
Δόξα. Ἦχος πλ. δ΄.
Λίθον τῆς μωρίας σου, Ξένη θεόφρον, ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομήσαντες, γνῶσιν τοῦ κόσμου σοφοί, οὗτος ἐγενήθη εἰς ἔλεγχον αὐτῶν. Σὺ δὲ μακαρία, ἔσκαψας εἰς βάθος ταπεινώσεως, ἐβάθυνας ἐν ὑπομονῇ, ἔθηκας θεμέλιον ἐλπίδα, ἐπὶ τὴν πέτραν τῆς πίστεως, καὶ ᾠκοδόμησας οἰκίαν, σεαυτῇ ἁγιότητος· ἀλλ’ ἡ πλημμύρα τῶν θλίψεων, καὶ ὁ ποταμὸς τῶν πρὸς σὲ ἐμπαιγμῶν, οὐκ ἴσχυσαν σαλεῦσαι αὐτήν, ἐν ᾗ καὶ ξένισον πάντας, τοὺς ἐπαινοῦντας, τὴν σὴν πολυδόξαστον ἄθλησιν.
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.