Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Μαρία η Μαγδαληνή: Από προβεβλημένη απόστολος σε σύμβολο του έρωτα και της σεξουαλικότητας



site analysis



Κείμενο: Πέτρος Βασιλειάδης, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Κατά την  δεκαετία του ’80, ο χριστιανικός κόσμος ανταποκρινόμενος στην πρόκληση του ΟΗΕ – ο οποίος κατά την συμπλήρωση της δεκαετίας για τα δικαιώματα των γυναικών υποστήριξε ότι για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των  γυναικών ευθύνη φέρουν και οι θρησκείες – λάνσαρε σε οικουμενικό επίπεδο στα πλαίσια του ΠΣΕ την δική της οικουμενική δεκαετία «Εκκλησίες αλληλέγγυες προς τις γυναίκες». Στην πρώτη κιόλας συνδιάσκεψη διατυπώθηκε (στην περίφημη «Επιστολή από το Sheffield», τον τόπο δηλ. στον οποίο είχε συνέλθει) μια πολυσυζητημένη πρόταση, η οποία ανέφερε επί λέξει: «χαιρετίζουμε την αναγνώριση ότι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα δεν έρχεται σε αντίθεση με την (χριστιανική) πνευματικότητα, η οποία είναι ενιαία και αφορά το σώμα, το νου και το πνεύμα στην ολότητά τους … Δυστυχώς όμως η σεξουαλικότητα αυτή καθαυτή ήταν για αιώνες, και συνεχίζει να είναι, προβληματική για τον χριστιανισμό».
Μια από τις κύριες αιτίες – ίσως η κυριότερη – που οδήγησε την χριστιανική επιστημονική κοινότητα στην διαπίστωση αυτής της καταστάσεως, που επηρέασε για αιώνες την κοινωνική ζωή του δυτικού κόσμου, είναι η θεολογία που διατυπώθηκε στην Δύση στις αρχές του 5ου μ. Χ. αι. με την περί προπατορικού αμαρτήματος θεωρία της μεγαλύτερης ίσως φυσιογνωμίας του Δυτικού κόσμου, του ιερού Αυγουστίνου. Και αν ακόμη ο μεγάλος αυτός θεολόγος της Καθολικής Εκκλησίας δεν είναι η μοναδική αιτία καταδίκης της δια της δημιουργίας παρασχεθείσας δυναμικής της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, εντούτοις συγκέντρωσε όλα τα πυρά της νεωτερικής και μετανεωτερικής κριτικής έρευνας.
Έγινε όμως η αφορμή να επανεξεταστούν ιστορικά και θεολογικά στον χριστιανικό κόσμο πολλά θέματα, ένα από τα οποία είναι και αυτό που αφορά στο πρόσωπο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Σ’ αυτό το ζήτημα μόνο θα περιοριστώ, εξετάζοντάς το από αυστηρά επιστημονική σκοπιά.
Το όνομα της Μαρίας της Μαγδαληνής στον εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας καλλιτεχνικό, φιλοσοφικό, αλλά και μέχρι πρόσφατα και στο δυτικό εκκλησιαστικό και θεολογικό κόσμο, έχει ταυτιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το ευρύτερο χώρο του ερωτισμού. Όταν καλλιτέχνες ή μυθοπλάστες διηγηματογράφοι, όπως για παράδειγμα οι Dan Brown, William Phipps, Chris Gollon, Martin Scorsese και πολλοί άλλοι, αναζητούν ή θέλουν να επινοήσουν κάποια ερωμένη του Ιησού του από Ναζαρέτ, όλοι μα όλοι επιλέγουν την Μαρία την Μαγδαληνή. Και αυτό δεν είναι παράδοξο, μια και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, και εντός ακόμη της εκκλησιαστικής γραμματείας, η Μαγδαληνή χαρακτηρίστηκε ως η περισσότερο θελκτική και σαγηνευτική γυναικεία φυσιογνωμία της Καινής Διαθήκης. Πολλοί μάλιστα, ακόμη και στις μέρες μας την θεωρούν ως μια πρώην πόρνη, που βέβαια μετανόησε μετά την υπαρξιακή της συνάντηση με το Χριστό. Σε έναν από τους νεότερους βρετανούς ζωγράφους, τον Chris Gollon που ανέφερα προηγουμένως στον πίνακα The Pre-penitent Magdalene η Μαρία η Μαγδαληνή ιστορείται ως μια προκλητική femme fatal στολισμένη με τα ανάλογα στολίδια και έντονο make-up. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, αλλά με σοβαρό συμβολικό ποιητικό προβληματικό, κινείται και το σύντομο κείμενο με τίτλο «Μαγδαληνή», στη συλλογή του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Εποχή των ισχνών αγελάδων (Θεσσαλονίκη, 1950).
Κι όμως πουθενά στις αξιόπιστες ιστορικές πηγές, ιδίως στις αρχαιότερες υπάρχουσες, αυτές δηλαδή της Καινής Διαθήκης, δεν αναφέρεται τίποτε από όλα αυτά. Αντίθετα, στα τρία από τα τέσσερα κανονικά ευαγγέλια η Μαρία η Μαγδαληνή μνημονεύεται με το όνομά της μόνον στις διηγήσεις του πάθους και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού. Στα κατά Μάρκον, κατά Ματθαίον και κατά Ιωάννην ευαγγέλια αναφέρεται ως μάρτυρας της σταυρώσεως («Ησαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ..», Mκ 15:40 παρ. Στο κατά Ιωάννην τοποθετείται τελευταία «εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή), και της ταφής του («ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται», Μκ 15:47, Μτ 27:61). Κυρίως όμως η Μαρία η Μαγδαληνή είναι μια από τις πρώτες μάρτυρες της αναστάσεως του Χριστού, του καινού δηλαδή μνημείου, στο κατά Ιωάννην  μάλιστα η πρώτη (Mκ 16:1–8; Mτ 28:9; Λκ 24:1–12; Ιω 20:14–18).
Μόνο στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο αναφέρεται με το όνομά της η Μαρία η Μαγδαληνή και σε μαρτυρίες από την δημόσια δράση του Ιησού, πριν δηλαδή από την λεγόμενη ιστορία του πάθους και της αναστάσεως των τεσσάρων ευαγγελιστών.  Στην αρχή του 8ου κεφ. περιγράφεται ότι ο Ιησούς «διώδευε κατὰ πόλιν καὶ κώμην κηρύσσων…εὐαγγελιζόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ δώδεκα σὺν αὐτῷ, καὶ γυναῖκες τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ᾿ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει … αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς. (Λκ 8:1-3).
Το επίθετο «Μαγδαληνή», το οποίο συνοδεύει πάντα το όνομά της, τουλάχιστον στα Ευαγγέλια, υποδηλώνει πως δεν ήταν παντρεμένη, αφού στην περίπτωση αυτή θα την συνόδευε το όνομα του συζύγου της. Το Μαγδαληνή  καταδεικνύει ότι η συγκεκριμένη Μαρία καταγόταν από την εμπορική πόλη Migdal (Taricheae) στη δυτική ακτή της λίμνης της Γαλιλαίας, ή θάλασσας της Τιβεριάδος. Πρέπει να ήταν εύπορη γυναίκα, εφόσον φυσικά γίνει πιστευτή η πληροφορία του Λουκά, αφού βοηθούσε, με γενναία μάλιστα υλική υποστήριξη, το επαναστατικό για την εποχή εκείνη έργο  του Ιησού και των δώδεκα μαθητών του. Κατά την ίδια πηγή είχε την προσωπική εμπειρία της θεραπευτικής δύναμης του Ιησού, πιθανώς δηλαδή ενός είδους εξορκισμού. Με βάση όμως την αυστηρά ιστορικο-κριτική προσέγγιση των μαρτυριών του Λουκά η σύγχρονη επιστήμη διατηρεί επιφυλάξεις, αφού στο συγκεκριμένο αυτό ευαγγέλιο διαφαίνεται σαφώς μια τάση να ελαχιστοποιηθεί ο ρόλος της Μαγδαληνής, σε χτυπητή μάλιστα αντίθεση με τα άλλα τρία κανονικά Ευαγγέλια. Ας σημειωθεί, πως ο Λουκάς είναι ο μόνος μεταξύ των  Ευαγγελιστών που αναφέρει ότι ο αναστημένος Χριστός εμφανίστηκε αποκλειστικά στον Πέτρο (Λκ 24:34,  βλ. επίσης Α΄ Κορ 15:5). Κατά την Ann Graham Brock (Mary Magdalenethe First ApostleThe Struggle for AuthorityCambridge, MA: Harvard University Press, 2003, σελ. 19–40) καμία εμφάνιση του Ιησού στην Μαρία την Μαγδαληνή δεν αναφέρεται στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο. Συνεπώς, η αναφορά του στα επτά δαιμόνια ίσως να προέρχεται από αυτήν την προκατάληψη, αν δεν έχει συμβολική σημασία.
Αν αυτή είναι η εικόνα που μας παρουσιάζουν οι πρωτογενείς πηγές της χριστιανικής παραδόσεως, τότε εύλογα μπορεί κανείς να διερωτηθεί: Πώς η Μαγδαληνή μετατράπηκε στο διάβα του χρόνου σε μετανιωμένη πόρνη, και αργότερα με αρκετή δόση φαντασιώσεων σε κάτι παραπάνω;
Η σύγχρονη κριτική έρευνα τείνει να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάτι τέτοιο συνέβη ως συνειδητή προσπάθεια εκ μέρους των μεταγενέστερων ερμηνευτών της ιστορίας του χριστιανικού μηνύματος να προβεί σταδιακά σε υποβάθμιση του ρόλου της, τουλάχιστον έτσι όπως αυτό παρουσιάζεται στις αρχαιότερες πηγές της ευαγγελικής παράδοσης.  Τοπώς συνέβη κάτι τέτοιο, τόσο ιστορικά, όσο και θεολογικά, θα προσπαθήσουμε να το παρουσιάσουμε όσο γίνεται πιο συνοπτικά.
Αναφορικά, λοιπόν, με την διαδικασία αυτής της υποβάθμισης έχουμε να παρατηρήσουμε ότι κάτι τέτοιο συνέβη – εκτός βέβαια πολλών άλλων που δεν είναι της ώρας να τα αναλύσουμε – με την σταδιακή, και ατεκμηρίωτη φυσικά, ταύτισή της Μαρίας από τα Μάγδαλα με άλλες γυναίκες που αναφέρονται στα Ευαγγέλια.  Και πρώτα-πρώτα με την ανώνυμη γυναίκα από την Βηθανία, που έχρισε με μύρο την κεφαλή του Ιησού, μια καθαρά συμβολική πράξη αναγνώρισης του Ιησού ως Μεσσία, λίγο πριν από την παράδοση και σταύρωσή του (Μκ 14:3-9 και Μτ 26:6-13). Να σημειώσουμε πως αυτή η πράξη ερμηνεύεται ως «έμπρακτη» ομολογία της μεσσιανικότητας του Ιησού, πράξη δηλαδή παρόμοια με την λεκτική ομολογία του Πέτρου στην Καισάρεια του Φιλίππου: «Σὺ εἶ ὁ Χριστός (ο Υιός του Θεού του ζώντος»(Μκ 8:28 παρ).
Στα μεταγενέστερα ευαγγέλια η σκηνή αυτή της μυράλειψης του Ιησού μεταφέρεται χρονικά στην αρχή της δημόσιας δράσης του Ιησού (από τον Λουκά στο 7:36–50), και το κυριότερο η χρίση δεν γίνεται στην κεφαλή αλλά στους πόδας του Ιησού (και από τον Λουκά και από τον Ιωάννη, ο οποίος όμως διατηρεί την χρονική στιγμή του γεγονότος εντός της λεγόμενης ιστορίας του πάθους, αλλά ταυτοποιώντας την ανώνυμη γυναίκα με μιαν άλλη Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου). Στον Λουκά προστίθεται το μοτίβο της μετάνοιας με επακόλουθο τη συγχώρεση των αμαρτιών της από τον Ιησού.
Η δεύτερη εσφαλμένη ταυτοποίηση της Μαγδαληνής είναι με την ανώνυμη μοιχαλίδα (Ιω 7:53–8:11), την οποία έσωσε από τον λιθοβολισμό της ο Ιησούς, με το γνωστό «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ᾿ αὐτήν» (Ιω 8:7). Αυτήν την ταυτοποίηση αποδέχεται και ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης Mel Gibson στην πολύκροτη ταινία του, The Passion of the Christ (Περισσότερα γι’ αυτήν την ταυτοποίηση στο έργο της Jane Schaberg, The Resurrection of Mary Magdalene: Legends, Apocrypha, and the Christian Testament, New York: Continuum, 2002,  σελ. 65–77, 82).
Αυτή η διαδικασία σταδιακού αποπροσδιορισμού του αποστολικού ρόλου της Μαρίας της Μαγδαληνής, με τις λαθεμένες αναγνώσεις και ταυτοποιήσεις των κειμένων, ολοκληρώθηκε με την εκκλησιαστική επικύρωσή της τον 6ο μ.Χ. αι. από τον Πάπα Γρηγόριο τον Μέγα (540–604 μ.Χ.), ο οποίος σε μια ομιλία του την παρουσιάζει ως πρότυπο της μετάνοιας. Ο Πάπας Γρηγόριος προσδιόρισε θετικά την μυράλειψη της ανώνυμης αλλά και την ανώνυμη μοιχαλίδα με το πρόσωπο της Μαρίας της Μαγδαληνής, και υποστήριξε ότι τα αρώματα με τα οποία άλειψε τα πόδια του Ιησού ήταν εκείνα που χρησιμοποιούσε προηγουμένως για το σώμα της. Παράλληλα τα επτά δαιμόνια ταυτίστηκαν με τα λεγόμενα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Πάπας Γρηγόριος, πως όταν η Μαγδαληνή έπεσε στα πόδια του Ιησού, «μετέτρεψε το πλήθος των εγκλημάτων της σε αρετές, προκειμένου να υπηρετήσει τον Θεό εν πλήρει μετανοία» (Jane Schaberg, The Resurrection of Mary Magdalene: Legends, Apocrypha, and the Christian Testament, σελ. 82). Έτσι παγιώθηκε ο μύθος της Μαρίας της Μαγδαληνής ως της πόρνης με τη χρυσή καρδιά. Είναι το μοτίβο που επέλεξε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, στο έργο που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και μέχρι σήμερα πλήθος ποιητών και λογοτεχνών.
Κατά ένα παράξενο, πολύ ενδιαφέροντα όμως, τρόπο, ο μύθος αυτός της Μαγδαληνής ως μετανοημένης πόρνης βρίσκεται μόνο στην δυτική εκκλησιαστική παράδοση. Στην Ορθόδοξη ανατολική Εκκλησία συνεχίζει να τιμάται γι’ αυτό που πραγματικά ήταν: ισαπόστολος, προβεβλημένη δηλαδή απόστολος, απόστολος των αποστόλων, αγία, μάρτυρας της αναστάσεως. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική μια ομιλία (επίσης από τον 6ο μ.Χ. αι.) ενός άλλου Γρηγορίου, του Γρηγορίου Πατριάρχη Αντιοχείας, στην οποία φέρεται ο αναστημένος Ιησούς να απευθύνεται στις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης και της Μαγδαληνής, οι οποίες «έδραμον προς τον μνήμα» με τα ακόλουθα λόγια: «Είπατε τοις εμοίς αποστόλοις τα μυστήρια ά είδατε. Έσεσθε πρώτοι απόστολοι των αποστόλων. Μανθανέτω δε Πέτρος ο αρνησάμενός με, ότι δύναμαι και γυναίκας αποστόλους εγείραι» (βλ. επ’ αυτού J. N. Birdsall, “Gregory of Antioch: Homilia in S. ΤheophaniaCPG  7385—Gleanings of Text and Theme,” JTS 60 τ. 2 (2009), σελ.  531-537).
Ο πατριάρχης αυτός και άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας προφανώς προεκτείνει τον ιστορικό ρόλο της Μαγδαληνής ως αποστόλου, που βρίσκεται αναλυτικότερα στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, και σχετίζεται φυσικά με την εμπειρία της Μαγδαληνής κατά την πρώτη εμφάνιση του αναστημένου Χριστού («τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου», Ιω 20:1,11–19. Οι στίχοι 2-10 προφανέστατα αποτελούν προσθήκη στον ανωτέρω αρχαιότερο πυρήνα, μια και εξόφθαλμα καταστρέφει την δομή της διήγησης). Σε αντίθεση μάλιστα με την εικόνα που εμφανίζει το κατά Λουκάν, το τέταρτο ευαγγέλιο παρουσιάζει ξεκάθαρα την Μαγδαληνή ως την πρώτη μάρτυρα της αναστάσεως, του κορυφαίου γεγονότος της θείας οικονομίας.
Ο θετικός αυτός ρόλος που ιστορικά, με βάση δηλ. τις ιστορικές μαρτυρίες, διαδραματίζει η Μαρία η Μαγδαληνή στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ενισχύθηκε στη συνέχεια αρκετά σε ορισμένους χριστιανικούς κύκλους, που μάλιστα εξήραν υπέρ το δέον και τίμησαν τη μνήμη της. Το απόκρυφο «Ευαγγέλιο της Μαρίας», που δημοσιεύτηκε μόλις το 1955, είναι προϊόν μιας τέτοιας αρχαίας – για ορισμένους περιθωριακής – χριστιανικής κοινότητας. Στο απόκρυφο αυτό ευαγγέλιο, αλλά και στα περισσότερα απόκρυφα κείμενα της Κ.Δ., που όμως μερικά από αυτά διατηρούν στις διηγήσεις τους κάποιον ιστορικό πυρήνα (Κατά Θωμάν Ευαγγέλιο, Ευαγγέλιο του Φιλίππου, Πίστις-Σοφία), η εικόνα της Μαρίας της Μαγδαληνής είναι η εξής: (α) Κατέχει εξέχουσα θέση μεταξύ των μαθητών του Ιησού. (β) Επέζησε ως χαρακτήρας, ή ως ανάμνηση, ακόμη και σε μια εποχή και έναν πολιτισμό με έντονα τα ανδροκρατικά στοιχεία, και κατά πολλούς έντονα πατριαρχικής ιδεολογίας. (γ) Διακρίνεται για το θάρρος της και μιλά ελεύθερα. (δ) Διαδραματίζει σαφώς ηγετικό ρόλο, ακόμη και έναντι των αρρένων αποστόλων (των αδελφών της, όπως τους αποκαλεί). (ε) Είναι άτομο ευλογημένο να δέχεται και να ερμηνεύει θεϊκά οράματα. (στ) Εγκωμιάζεται για την ορθή και σε βάθος κατανόηση των θεϊκών διδασκαλιών. (ζ) Προσδιορίζεται ως στενή και οικεία μαθήτρια του Ιησού. (η) Δεν διστάζει όταν πρέπει να αντιπαρατίθεται και μερικές φορές να έρχεται σε ανοικτή σύγκρουση με έναν ή περισσότερους από τους αποστόλους. (θ) Την υπερασπίζεται ο Ιησούς.
Πολλά από τα εννέα αυτά χαρακτηριστικά βρίσκονται και σε άλλα μη κανονικά (απόκρυφα) κείμενα. Σε μερικά, βέβαια, άλλα απόκρυφα κείμενα της αρχέγονης χριστιανικής παράδοσης αλλοιώνεται προς το αρνητικό ο ρόλος της, ή και απαλείφεται το όνομά της από διηγήσεις στις οποίες η Μαγδαληνή σε άλλα κείμενα διαδραματίζει ηγετικό ρόλο. Όλα αυτά σταματούν μετά τον 6ο μ.Χ. αι., για να εμφανιστεί ξαφνικά κατά τον μεσαίωνα στη Δύση η γνωστή μυθοπλασία της Μαγδαληνής ως συμβόλου του έρωτα και της σεξουαλικότητας.
Τα κριτικό ερώτημα που τίθεται στην επιστήμη είναι, αν το πορτρέτο της Μαγδαληνής ως ηγετικής μορφής της πρώτης εκκλησίας απεικονίζει όντως την ιστορική πραγματικότητα; Πολύ πιθανόν. Αν μάλιστα αναλογιστούμε την σημαίνουσα θέση που συνεχίζει να κατέχει στην ανατολική λειτουργική και αγιολογική παράδοση. Ορισμένοι μελετητές της Κ.Δ. μάλιστα υποστηρίζουν ότι μπορεί ακόμη και να συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των θηλέων ηγετικών προσωπικοτήτων, στους οποίους ο απόστολος Παύλος απευθύνει θερμό χαιρετισμό στο περίφημο 16 κεφ. της προς Ρωμαίους επιστολής τουἀσπάσασθε Μαριάμ, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν εἰς ἡμᾶς», 16:6). Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να παραμένει υποθετικό.. δεν υπάρχει, όμως, καμιά απολύτως ιστορική ένδειξη, ή έστω και υποψία, ότι η Μαγδαληνή ήταν πόρνη, ερωμένη, ή σύντροφος του Ιησού. Αντίθετα, είναι πέρα για πέρα επιβεβαιωμένο, ότι ήταν προβεβλημένη μαθήτριά του, απόστολος των αποστόλων, και ότι τα στοιχεία αυτά στο διάβα της ιστορίας έχουν επιμελώς περιθωριοποιηθεί ή ακόμη και επιτυχώς διαγραφεί — τουλάχιστον μέχρι σήμερα, που η επιστήμη έχει πλέον αναδείξει την πραγματική σημασία της «Ιστορικής Μαγδαληνής».

Μαρία Μαγδαληνή. Τό ἀληθινό της πρόσωπο



site analysis




    Στά γεγονότα τν σεπτν παθν καί τς ναστάσεως το Κυρίου συναντομε συχνά τήν Μαρία Μαγδαληνή. Εναι μία πό τίς μυροφόρες, πρώτη στήν ποία μφανίσθηκε ναστημένος Κύριος. λλά γυναίκα ατή χει πολύ παρεξηγηθε πό πολλούς, ο ποοι παραποίησαν καί κακοποίησαν φοβερά τήν προσωπικότητά της.
    Γιά τό λόγο ατό δέν θά ’ταν, νομίζω, καθόλου καιρο καί διάφορο νά παρουσιάσω τό ληθινό πρόσωπο τς Μαρίας Μαγδαληνς, τσι πως ατό ναδύεται μέσα πό τίς ναφορές τς Καινς Διαθήκης καί τήν παράδοση τς ρθοδόξου κκλησίας μας.
    Κατ’ ρχήν παρανόηση τς Μαρίας Μαγδαληνς, νάγεται σέ ρχαίους Λατίνους ρμηνευτές, ο ποοι δωσαν τήν πρώτη λη γιά εφάνταστα μυθολογήματα καί δημιουργήθηκε τσι στή Δύση μία πέραντη φιλολογία, πού νθε μέχρι σήμερα, λεγόμενη Μαγδαληνολογία. Σέ περιόδους παρακμς παρεισέφρησαν καί στό χρο τς ρθόδοξης νατολς τά παραμύθια τν παπικν. Στήν ποχή μας δέ, γιναν ποθέσεις μυθιστορημάτων καί κινηματογραφικν ργων καί διαδόθηκαν πλατιά στό λαό, μέ ποτέλεσμα σήμερα πολλοί ρθόδοξοι Χριστιανοί νά γνοον τήν λήθεια γιά τό πρόσωπο τς σεμνς ατς μαθήτριας το Κυρίου καί νά συνδέουν τή Μαρία Μαγδαληνή μέ πράγματα χι μόνο νυπόστατα λλά καί βλάσφημα.
Ποιά εναι, λοιπόν, πράγματι Μαρία Μαγδαληνή; Τό νομα Μαγδαληνή δηλώνει τι Μαρία καταγόταν πό τά Μάγδαλα (Μθ 15,39), μία κωμόπολη τς Γαλιλαίας, τήν ποία ο ρμηνευτές τοποθετον στά βόρεια τς λίμνης Τιβεριάδος, στήν περιοχή τς σημερινς λ Μεγντζίλ. Κακς ο Λατνοι,παρασυρμένοι προφανς πό τό χαρακτηρισμό της ς μυροφόρου, τήν ταυτίζουν μέ τήν νώνυμη πόρνη, πού μετανόησε καί μνημονεύεται πό τόν εαγγελιστή Λουκ (Λκ 7,37-50) τι μύρωσε τόν ησο.
Μία λλη γραφική πληροφορία γιά τή Μαρία Μαγδαληνή, πού διασώζεται πό τούς εαγγελιστές Μρκο καί Λουκ, λέει τι Μαρία ταν πρτα δαιμονιζόμενη καί εχε πτά δαιμόνια, τήν θεράπευσε μως ησος, καί μετά τή θεραπεία της πονοεται τι τόν κολουθοσε καί τόν διακονοσε, μαζί μέ τίς λλες μαθήτριές του. Καί ατή τήν εαγγελική πληροφορία τήν χουν παραποιήσει ο Λατνοι, ο ποοι ρμήνευσαν τά πτά δαιμόνια ς πτά θανάσιμα μαρτήματα, σα μετρον ο δυτικοί.
Συνολικά ναφέρεται στά εαγγέλια νδεκα φορές, πάντοτε μέ τό πίθετο Μαγδαληνή καί πάντοτε παριθμεται πρώτη, πως πό τούς μαθητές πρτος ριθμεται Πέτρος. Μόνο στό ω 19,25 δέν χει τήν πρώτη θέση Μαρία, διότι κε μνημονεύεται πρώτη Παναγία μητέρα το Κυρίου. Συγκεκριμένα ναφέρεται στή διακονία το κηρύγματος το ησο (Λκ 8,2), στό σταυρό (Μθ 27,56· Μρ 15,40· ω 19,25), στήν ταφή (Μθ 27,61· Μρ 15,47), στήν νάσταση (Μθ 28,1· Μρ 16,1.9· Λκ 24,10· ω 20,1-18). Ο εαγγελιστές Ματθαος καί Λουκς γράφουν πλς τι πό τούς πρώτους εδε τόν ναστημένο ησο Χριστό, χωρίς νά διευκρινίζουν ν ταν μόνη μαζί μέ λλους, ν Μρκος καί ωάννης σημειώνουν τι μόνη της Μαρία εδε πρώτη τήν ναστημένο Κύριο. Μάλιστα ωάννης διηγεται λεπτομερς ατή τήν πρώτη μφάνιση το Κυρίου.
κτός πό τά στοιχεα ατά πού μς παραδίδει Καινή Διαθήκη, γνωρίζουμε πό τήν παράδοση τς κκλησίας, πως διασώζεται στήν μνολογία της, τι Μαρία Μαγδαληνή ταν παρθένος· «πήντησας τ παρθέν δωρούμενος τήν ζωήν», ψάλλουμε στό πολυτίκιο το πλάγιου β’ χου. (Μόλις πού χρειάζεται νά πενθυμίσω τι παρθένος δ δέν εναι Παναγία μας, λλά Μαρία Μαγδαληνή). πληροφορία ατή τς παραδόσεως συμβιβάζεται κριβέστατα μέ τίς μαρτυρίες τς γίας Γραφς, διότι σο μέν ταν δαιμονιζόμενη δέν ταν γγαμος οτε πόρνη (διαφορετικά θά τό σημείωνε Γραφή), φ’ του δέ θεραπεύτηκε καί κολούθησε πάραυτα τόν ησο, εναι φανερό καί φυσικό τι δέν παντρεύτηκε. κτός ατο παράδοση βασίζεται προφανς καί σέ μία ρχική καί διάκοπη στορική πληροφορία κτός Καινς Διαθήκης. τι ταν παρθένος Μαγδαληνή Μαρία πάρχουν τόσα τεκμήρια σα καί γιά τόν εαγγελιστή ωάννη.
να λλο πίσης παρεξηγημένο στοιχεο τς ταυτότητας τς Μαγδαληνς εναι λικία της. Τά μυθιστορήματα καί ο κινηματογραφικές ταινίες τήν παρουσιάζουν σάν μία νεαρή, ραία καί προκλητική γυναίκα, περίπου 20-25 τν καί πλάθουν ποικίλα νόητα καί βρώμικα σενάρια, που ρρωστημένη φαντασία συναγωνίζεται τήν ασχρή καί λάγνα προαίρεση. λλά λες ατές ο φαντασιώσεις καμία σχέση δέν χουν μέ τήν λήθεια. Βέβαια στά εαγγέλια δέν γίνεται λόγος γιά τήν λικία τς Μαρίας Μαγδαληνς. Μπορε μως ναγνώστης μέ μία προσεκτική μελέτη νά συναγάγει τι γυναίκα ατή ταν νω τν 50-60 τν. Τό συμπέρασμα ατό βγαίνει βίαστα πό τό γεγονός τι πάντοτε Μαρία φαίνεται νά χει τήν πρώτη θέση νάμεσα στίς μαθήτριες το Κυρίου, ο ποες εχαν λικία μητέρων σέ σχέση μέ τούς μαθητές, μία δέ πό ατές, Σαλώμη, ταν μητέρα δύο μαθητν, το ακώβου καί το ωάννου. ν, πως εναι ελογο, πολογίσουμε τι ο μαθητές ταν περίπου 30-35 τν, φυσικά λικία τς Σαλώμης καί τν λλων μαθητριν το Κυρίου θά ταν γύρω στά 50 μέ 60 χρόνια. πομένως Μαρία Μαγδαληνή, ποία άναφέρεται ς ρχηγός το μίλου τν γυναικν πού κολουθοσαν τόν Κύριο, δέν θά μποροσε νά εναι νεότερη· θά ταν καί ατή τουλάχιστον 50-60 τν.
Μέ τά στοιχεα ατά, τεκμηριωμένα πό τό λόγο το Θεο καί βεβαιωμένα πό τή μαρτυρία τς γίας κκλησίας του, μπορομε νά βλέπουμε στή Μαρία Μαγδαληνή τήν ριμη καί συνετή μαθήτρια το Κυρίου, πού εεργετημένη πό τό Μεγάλο Διδάσκαλο φοσιώθηκε στή διακονία το ργου του, μαζί μέ τίς λλες εσεβες γυνακες, νάμεσα στίς ποες Μαρία κατέχει γετική θέση. κολούθησε πιστά τόν Κύριο σέ λες τίς φάσεις τς ζως του καί ξιώθηκε πρώτη ατή νά τόν συναντήσει ναστημένο καί νά γίνει γιά τήν κκλησία το Χριστο πρτος μάρτυρας τς ναστάσεως.
Στέργιος Ν. Σάκκος

Μαρία Μαγδαληνή, ἱστορικότητα καὶ πλάνες



site analysis



Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνή, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ παράδοση γιὰ τὸ σεβαστὸ πρόσωπό της ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ ἐπικαλοῦνται (ἐσχάτως ἐπικερδῶς) οἱ συγγραφεῖς τῆς δύσης. Μὲ τὴ βιογραφία της (γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν οὐσιαστικὲς πληροφορίες οὔτε στὴν Καινὴ Διαθήκη οὔτε στὰ ἀπόκρυφα) δὲν ἀσχολοῦνται οἱ ἱστορικοὶ καὶ οἱ Πατέρες τῶν πρώτων αἰώνων, οἱ ὁποῖοι ὡστόσο τὴν ἐκτιμοῦν βαθύτατα (ἀπὸ τὸ Χρυσόστομο π.χ., στὸ λόγο 40, χαρακτηρίζεται «σπουδαιοτάτη», «τέτραθλος καὶ ἀνδρεία γυνή»), ἀλλὰ πολὺ μεταγενέστερα οἱ βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ Γεώργιος Κεδρηνός, Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος καὶ Μόδεστος Ἱεροσολύμων συγκεντρώνοντας τὶς σχετικὲς παραδόσεις (βλ. τὰ ἔργα τους στὴν Patrologia Graeca). Ἀναφέρουν ὅτι ταξίδεψε στὴ Ρώμη, ὅπου ζήτησε καὶ πέτυχε (μὲ ἀπευθείας εἰσήγηση στὸν αὐτοκράτορα Τιβέριο) τὴ θανατικὴ καταδίκη τῶν τριῶν βασικῶν ἐνόχων τῆς σταύρωσης τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Πιλάτου καὶ τῶν ἀρχιερέων Ἄννα καὶ Καϊάφα. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴν Παλαιστίνη, ἔζησε λίγα χρόνια κοντὰ στὴν Παναγία, καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἐξορίστηκε στὴ Μασσαλία μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Μάξιμο (ἀπὸ τοὺς 70), συνεργάστηκε μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ἔδρασε ὡς ἀπόστολος στὴν Αἴγυπτο, τὴ Συρία καὶ τὴ Φοινίκη καὶ ὁλοκλήρωσε τὴ ζωή της στὴν Ἔφεσο, κοντὰ στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ὅπου καὶ ὑπῆρχε ὁ τάφος μὲ τὸ λείψανό της, ποὺ μεταφέρθηκε ἄφθαρτο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 890 μ.Χ. ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα Στ´ τὸ Σοφό, ὅπως καὶ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Λαζάρου ἀπὸ τὴν Κύπρο.
Ἡ ἐκδοχὴ ὅτι πρόκειται γιὰ μετανοημένη πόρνη, θεωρία ἄγνωστη στὰ εὐαγγέλια, παρέμεινε καὶ παραμένει μέχρι σήμερα ἄγνωστη καὶ στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, μέχρι τὶς μέρες μας, ποὺ τὴν υἱοθετήσαμε ἐκ δυσμῶν λόγω ἄγνοιας τῆς δικῆς μας παράδοσης.
Ὁμοίως ἡ ὑπόθεση γιὰ τὴν καταδίκη του Πιλάτου κ.λ.π. δὲ φαίνεται πιθανή, γιατί ἕνα τέτοιο γεγονὸς θὰ προκαλοῦσε σάλο καὶ θυελλώδεις ἀντιδράσεις τῶν Ἰουδαίων τῆς Ρώμης, ποὺ θὰ ἦταν γνωστὰ καὶ ἀπὸ ρωμαϊκὲς πηγὲς καὶ πιθανὸν νὰ ἐπηρέαζαν τὴ στάση τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ποῦ ἐπακολούθησαν (ἢ μήπως τὴν ἐπηρέασαν ἀρνητικά;). Ἄλλωστε, κατὰ τὸν ἱστορικὸ τοῦ 4ου αἰῶνα Εὐσέβιο Καισαρείας, ὁ Πιλάτος ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν Καλιγούλα καὶ αὐτοκτόνησε στὴν ἐξορία. Τὰ πράγματα ὅμως συγκλίνουν στὴν ἱστορικότητα τοῦ ταξιδιοῦ τῆς ἁγίας Μαγδαληνῆς στὴ Ρώμη, πράγμα ποὺ ἐνισχύει τὴν ὑπόθεση ὅτι ἔπαιξε σπουδαῖο ρόλο ἢ ἐνδεχομένως καὶ ἱδρυτικὸ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, τὸν ἱδρυτὴ τῆς ὁποίας μέχρι στιγμῆς δὲ γνωρίζουμε. Πάντως οὔτε ὁ Πέτρος οὔτε ὁ Παῦλος εἶναι. Ὁ Ρενάν, στὸ ἔργο του «Παῦλος», γράφει πὼς οἱ Εὐρωπαῖοι πρέπει νὰ εἶναι εὐγνώμονες στοὺς ἄγνωστους καὶ φτωχοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔφεραν πρῶτοι τὸ χριστιανικὸ μήνυμα στὴν Ἰταλία καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν στὸ δυτικὸ κόσμο.
Γιὰ τὴν ἱστορία πρέπει νὰ ἀναφέρω ὅτι στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Μονὴ τῆς Πέτρας τοῦ Ὁσίου Σίμωνος (Σιμωνόπετρα), φυλάσσεται ἕνα ἄφθαρτο γυναικεῖο χέρι, ποὺ διατηρεῖται αἰῶνες σὲ φυσικὴ θερμοκρασία ζωντανοῦ σώματος. Τὸ χέρι αὐτό, κατὰ τὴν παράδοση, ἀνήκει στὴν ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ποὺ μὲ τὰ θαύματά της θεωρεῖται δεύτερος κτήτορας τῆς Σιμωνόπετρας. Τὸ 1747 τὸ ἅρπαξαν πειρατές, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸ ἀγόρασε τὸ 1765, στὴν Τρίπολη τῆς Λιβύης, ὁ ἡγούμενος Ἰωάσαφ. Δυστυχῶς τὰ ἀρχεῖα τῆς μονῆς κάηκαν στὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1891 κι ἔτσι δὲν ξέρουμε ἄλλες λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἱστορία του.
Ἀντίθετα, στὴ δύση ἡ Μαγδαληνὴ μεταμορφώθηκε σὲ πόρνη, κατ᾿ ἀρχὰς μὲ ἀφορμὴ τὴ γνωστὴ στιχομυθία της μὲ τὸν Ἰησοῦ ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάσταση. Τὸ γεγονὸς ὅτι Τὸν εἶδε πρώτη (Ἐκεῖνος δηλαδὴ ἐπέλεξε νὰ ἐμφανιστεῖ πρῶτα σ᾿ ἐκείνη), τὴν προσφώνησε τρυφερὰ «Μαρία» κι ἐκείνη ὅρμησε νὰ Τοῦ φιλήσει τὰ πόδια, ἔδωσαν ἀφορμὴ γιὰ αἰσθαντικὲς φαντασιώσεις σὲ ἀνθρώπους, πού, λόγω τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας ποὺ εἶχε ἐπιβληθεῖ στὸ δυτικὸ κλῆρο ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα, ζοῦσαν μὲ τὴν ἀφόρητη καταπίεση τῶν ἐρωτικῶν ἀπωθημένων τους. Καλλιεργήθηκε ἔτσι ἕνας μύθος, ποὺ ἐπεκτάθηκε καὶ τελικὰ ἐπικράτησε –ἐπαναλαμβάνω, μόνο στὴ δύση.
Ἐπιπλέον, λόγω τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου, ὑπερτονίστηκε ἡ σημασία τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας θεωρήθηκε «σαρκικὴ ἁμαρτία» κι ἔδωσε τροφὴ σὲ γαργαλιστικὲς φαντασιώσεις (ὅπως καὶ σήμερα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποστατοῦν κατὰ χιλιάδες ἀπὸ ἕναν ψεύτικο χριστιανισμό, ποὺ τὸν ἔχουμε παραμορφώσει κατὰ τὰ μοῦτρα μας). Οἱ λέξεις ἀνήθικος καὶ ἁμαρτωλὸς ἀπέκτησαν σεξουαλικὸ περιεχόμενο κι ἔχασαν στὴν οὐσία τὸ ἀληθινό τους περιεχόμενο, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἄρνηση τῆς ἀγάπης. Συγχρόνως, οἱ δυτικοὶ μυστικιστὲς ποὺ μίλησαν γιὰ ἔρωτα μὲ τὸ Θεό, ὅπως ὁ ἅγιος Φραγκίσκος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ ἢ ἡ ἁγία Τερέζα τῆς Ἄβιλλα, συνιστοῦν ἀποκλῖνον ρεῦμα τῆς δυτικῆς θεολογίας, ποὺ πλησιάζει πρὸς τὴν ὀρθόδοξη σκέψη –ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπομακρύνεται κυρίως λόγω τοῦ ἄκρατου συναισθηματισμοῦ του.
Τὴ σύγχυση ἐπέτεινε ἡ μεταφορὰ τοῦ λειψάνου τῆς ἁγίας ἀπὸ τὴν Ἔφεσο στὴν ΚΠολη τὸ 890 μ.Χ. ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα Στ´ τὸ Σοφό, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Λαζάρου ἀπὸ τὴν Κύπρο. Οἱ δυὸ ἀνακομιδὲς συνεορτάστηκαν ἀπὸ τὴ δυτικὴ Ἐκκλησία στὶς 4 Μαΐου, μὲ συνέπεια νὰ ταυτιστεῖ ἐσφαλμένα ἡ Μαγδαληνὴ μὲ τὴν ἄλλη Μαρία, τὴν ἀδερφὴ τοῦ Λαζάρου (ὅμως ἡ Μαγδαληνὴ ἦταν ἀπὸ τὰ Μάγδαλα, ἐνῶ ὁ Λάζαρος καὶ οἱ ἀδερφές του ἀπὸ τὴ Βηθανία). Ἐπειδὴ λοιπὸν στὸ κατὰ Ἰωάννην, 12, 1-11 ἀναφέρεται ὅτι, μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἡ ἀδερφή του ἡ Μαρία, συγκλονισμένη κι εὐτυχισμένη, ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ μὲ μύρο, ἐνῶ στὸ κατὰ Λουκᾶν 7, 36-50 καὶ στὸ Ματθ. 26, 6-16 ἀναφέρεται ὅτι μία μετανοημένη πόρνη ἔκανε κλαίγοντας κάτι ἀνάλογο στὸ σπίτι τοῦ φαρισαίου Σίμωνα τοῦ Λεπροῦ, πάλι στὴ Βηθανία, τὰ γεγονότα ταυτίστηκαν.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ δυὸ διηγήσεις μπερδεύονται σ᾿ ἕνα σημεῖο: κατὰ τὸν Ἰωάννη, ὁ Ἰούδας σκανδαλίστηκε μὲ τὸ μύρο τῆς Μαρίας καὶ ἀναρωτήθηκε γιατὶ νὰ σπαταληθεῖ ἔτσι, ἀντὶ νὰ πουληθεῖ καὶ τὸ ἀντίτιμό του νὰ δοθεῖ στοὺς φτωχοὺς (ὄχι γιατί τὸν ἐνδιέφεραν οἱ φτωχοί, γράφει ὁ εὐαγγελιστής, ἀλλὰ γιατὶ ἀγαποῦσε ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τὰ χρήματα), ἐνῶ, κατὰ τὸ Ματθαῖο, τὸ ἴδιο εἶπαν οἱ μαθητὲς γιὰ τὴν πράξη τῆς πόρνης (ὁ Ἰησοῦς, ἂν σᾶς ἐνδιαφέρει, ἀπάντησε νὰ μὴ σκανδαλίζονται, γιατὶ ἡ δυνατότητα βοήθειας τῶν φτωχῶν πάντα ὑπάρχει, ἐνῶ ἡ πράξη της ἦταν ἕνας αὐθορμητισμός, συνέπεια τοῦ συγκλονισμοῦ της, καὶ κατ᾿ οὐσίαν Τὸν στόλισε προκαταβολικὰ γιὰ τὴν ταφή Του –ἀμέσως μετὰ ὁ Ἰούδας συνεννοήθηκε μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς). Ἡ ἀσάφεια αὐτὴ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν εὐαγγελικῶν διηγήσεων ποὺ διαπλέκονται καὶ ἐξ αἰτίας της προέκυψε ὁ μύθος ὅτι ἡ συγκεκριμένη πόρνη καὶ ἡ ἀδερφὴ τοῦ Λαζάρου ἦταν τὸ ἴδιο πρόσωπο καὶ ταυτιζόταν μὲ τὴ Μαγδαληνή – ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἐμπλέκεται καθόλου σὲ κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ ἐπεισόδια.
Τὸ γεγονὸς τῆς πόρνης ἑορτάζεται στὴν ὀρθοδοξία μὲ τρόπο ποὺ συμβάλλει στὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν αὐτοκριτικὴ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Τρίτης καὶ γιὰ τὸν ἑορτασμό του ἔχουν γραφτεῖ σπουδαία μουσικὰ καὶ ποιητικὰ ἔργα, μὲ κυριότερο τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Ὅμως πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται τὸ ὄνομά της, γιατὶ καὶ πουθενὰ δὲν εἶναι καταγεγραμμένο. Αὐτὸ δὲν ὑποκρύπτει κάποια ὑποτιθέμενη προκατάληψη, γιατὶ ὑπάρχουν ἁγίες πρώην πόρνες (ὅπως ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία) καὶ γιατὶ τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς Μ. Τρίτης ἔχει τὴν ἴδια μουσικὴ μὲ τὸ τροπάριο «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου», ποὺ ἀναφέρεται στὴν Παναγία.
Σημειωτέον ὅτι ἡ πορνεία προϋποθέτει διαχωρισμὸ τοῦ σὲξ ἀπὸ τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν ἄλλο ἄνθρωπο. Πορνεία, στὴν ὀρθόδοξη θεολογικὴ γλώσσα, εἶναι κάθε σεξουαλικὴ σχέση χωρὶς ἀγάπη, ἀκόμη κι ἂν συμβαίνει μέσα στὸ γάμο, πράγμα ποὺ θεωροῦμε ὑποβάθμιση τοῦ θεμελιώδους ἀνθρώπινου προσώπου καὶ χρήση τοῦ ἀνθρώπινου σώματος -ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς ναὸς τοῦ Θεοῦ- ὡς ἐργαλείου γιὰ τὴν ἀτομική μου ἡδονή.
Στὸ μεσαίωνα, ποὺ ἀναβίωσε καὶ μάλιστα ἄνθισε ὁ ἀποκρυφισμός (ἡ ἰδέα ὅτι ὑπάρχει μία «ἀπόκρυφη γνώση», στὴν ὁποία καλοῦνται νὰ μυηθοῦν κάποιοι ἐκλεκτοί) καὶ δημιουργήθηκε ἡ ἀλχημεία, ὁ νέος γνωστικισμός, ὁ νέος παγανισμός, οἱ μυστικὲς ἀδελφότητες κ.τ.λ., ἡ χριστιανικὴ προσέγγιση τῆς Μαγδαληνῆς θεωρήθηκε κατώτερου πνευματικοῦ ἐπιπέδου καὶ περιφρονήθηκε ἐντελῶς, ὅπως καὶ κάθε τι χριστιανικό, ποὺ συνδέθηκε de facto μὲ τὴν ἐξουσιαστικὴ μανία τῶν ἐκπροσώπων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα ἑρμηνεύτηκαν μὲ ἀποκρυφιστικὴ ματιά. Ἔτσι τὸ πρόσωπο τῆς Μαγδαληνῆς βόλευε, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ «ἱερὴ νύμφη» καὶ ν᾿ ἀποδείξουν οἱ μυημένοι στὶς διάφορες παγανιστικὲς κινήσεις ὅτι κι ὁ χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία παγανιστικὴ θρησκεία, τὴν ὁποία οἱ μοχθηροὶ ἐπίσκοποι μεταμόρφωσαν σὲ καταπιεστικὸ σύστημα συντηρητικῆς ἠθικῆς!
Ἡ ἱερὴ νύμφη κατέχει βασικὸ ρόλο στὶς παγανιστικὲς λατρεῖες, γιατὶ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴ γονιμότητα τῆς προσωποποιημένης Φύσης καὶ φυσικὰ χρειάζονται ἕνα συμβολικὸ θεϊκὸ γάμο, ποὺ θὰ τὴ γονιμοποιήσει. Ἀναζητήθηκε λοιπὸν αὐτὸς ὁ γάμος καὶ στὸ χριστιανισμό. Ἡ ἰδέα τῆς Μαγδαληνῆς τοὺς ἦρθε κυριολεκτικὰ στὸ πιάτο –πρώην πόρνη, ἡ πρώτη στὴν ὁποία «ἀποκαλύφθηκε» ὁ Ἰησοῦς (ἄρα ...μυημένη), καὶ ἐπιπλέον ὑπῆρχαν τὰ γνωστικὰ εὐαγγέλια, ποὺ μποροῦσαν νὰ προσφέρουν καὶ μία ὑποτιθέμενη τεκμηρίωση ἀπὸ τὶς πηγές. Οἱ γνωστικοὶ βέβαια, ὅπως εἴπαμε, δὲν ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὴν ἱστορικότητα τῶν γεγονότων, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀντιστοιχία μὲ τὶς οὐράνιες μυθοπλασίες τους καὶ τὰ στάδια μύησης τῶν πιστῶν τους στὴ σωτήρια Γνώση ποὺ ἐπαγγέλλονταν [ἡ «Μαγδαληνή» στὸ ἀπόκρυφο εὐαγγέλιο τοῦ Φιλίππου, στὴ «Σοφία Ἰησοῦ Χριστοῦ» κ.τ.λ., δὲν εἶναι ἄνθρωπος ἀλλὰ ἔκπτωτο πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄσαρκος «Ἰησοῦς» ἔρχεται σὲ ὑπερκόσμιο γάμο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κοσμικῆς τάξης]. Οἱ μεσαιωνικοὶ ἑρμηνευτὲς ὅμως τὰ ἐξέλαβαν ὡς κρυμμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα καὶ τὰ ἀξιοποίησαν ἀνάλογα.
Ὅλη ἡ σύγχρονη παραφιλολογία περὶ Μαγδαληνῆς ὀφείλεται στὴ σκοτεινὴ ψυχοπαθολογία τοῦ μεσαίωνα, τὴ γεμάτη ἀδιέξοδα καὶ ἀπωθημένα, ποὺ εὐνόησε τὴν καλλιέργεια τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ μυστικισμοῦ. Οἱ Ναΐτες, οἱ Ροδόσταυροι, οἱ Ἐλευθεροτέκτονες, οἱ Illuminati καὶ τὰ ὑπόλοιπα ὑποπροϊόντα τοῦ μεσαιωνικοῦ δυτικοῦ κόσμου, κάποτε στοίχισαν τὴ ζωὴ σὲ ἀμέτρητους δυστυχισμένους ἀνθρώπους καὶ σήμερα εἶναι παιχνίδια γιὰ σενάρια συνωμοσίας εὐρείας ἐμπορικῆς κατανάλωσης.
Λυπᾶμαι, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, ποὺ σᾶς παρουσιάζω μία πραγματικότητα τόσο ἀνιαρή, χωρὶς ἔστω μία τόση δὰ συνωμοσιούλα, ἀλλὰ παρηγορηθεῖτε, ἂν εἶναι δυνατόν, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ὁ Θεὸς συρρικνώθηκε οἰκειοθελῶς σὲ ἄνθρωπο-θύμα κάθε ἀνθρώπινης κακίας, γιὰ νὰ καλέσει στὴ θέωση ἐσᾶς καὶ τὸν καθένα προσωπικὰ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχετε ποτὲ γνωρίσει ἢ ἀκούσει.
Θεόδωρος Ρηγινιώτης, ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὰ ἀπόκρυφα εὐαγγέλια καὶ ὁ σχηματισμὸς τῆς Καινῆς Διαθήκης», ἐκδ. Πύρρα, Ἀθήνα 2006.

Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα-Μνήμη πανεύοσμος



site analysis



Του Αρχιμ. Δαμασκηνού Λιονάκη

Πρό ὀλίγων ἡμερῶν, στίς 15 Ἰουλίου, παρέστη ἡ ταπεινότης μου στήν νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς μακαριστῆς μοναχῆς Μυρτιδιωτίσσης, Καθηγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Ἁγίου Πνεύματος Σερρῶν. Σκέπτομαι «ἐν ἁπλότητι» ὅτι ἡ μακαριστή Γερόντισσα ἀνεχώρησε «μετὰ σπουδῆς» «ἐκ τῶν τοῦ βίου προσκαίρων», διότι ἐπεθύμησε νά ἑορτάσει «ἐν τῇ ἄνω Σιὼν» τήν ἑορτή τοῦ ἐνδόξου Προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τόν ὁποῖο «δυνάμει κρείττονι δυναμουμένη» ἐπί πολλά ἔτη ὑπηρέτησε, καίτοι «ἀσθενὴς τῷ σώματι».

Ἡ κατά τό ἁγιορειτικό τυπικό τέλεση τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας καί ἡ μεγάλη ἀγάπη καί οἱ κρουνοί δακρύων τῶν πιστῶν δημιούργησαν ἀτμόσφαιρα κατανυκτική καί προέτρεψαν σέ θερμή προσευχή τούς παρισταμένους. Ὅλοι καί ὅλα μιλοῦσαν γιά τήν κατά Θεόν βιοτή τῆς μακαρίας μοναχῆς.

«Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος», θέαμα συγκλονιστικό, προέπεμπε τήν μητέρα του μέ ὀχετούς δακρύων. Ὁ ἀγαθός Θεός πληροφοροῦσε, ἀναλογίζομαι, τίς καρδιές τῶν εὐλαβῶν πιστῶν γιά τήν ἀρετή τῆς ἐκλεκτῆς ἀκολούθου Του καί τίς κινοῦσε σέ ἱκεσία ὁλόθερμη «ὑπὲρ μακαρίας μνήμης καὶ αἰωνίου ἀναπαύσεως» αὐτῆς!

Σέ πολύ τρυφερή ἡλικία, μόλις τεσσάρων ἐτῶν, ἡ μακαριστή ἀσθένησε ἀπό πολιομυελίτιδα, ἡ ὁποία «ἀφ’ ἡλικίας παιδὸς» τήν καθήλωσε σέ ἀναπηρική πολυθρόνα. Ἡ σεμνή, ὅμως, κόρη δέν ἀπογοητεύθηκε· δέν ἐπέλεξε τήν ὁδό τοῦ γογγυσμοῦ, τῆς μεμψιμοιρίας καί τῆς θεομαχίας, ἀλλά «ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς διέθετο».

Τό ἀναπηρικό της ἁμαξίδιο ἔγινε καθέδρα βασιλική, ἄμβωνας κηρύγματος βιωματικοῦ καί οὐσιαστικοῦ, τόπος μαρτυρίου καί μαρτυρίας ἀναπηρίας σωματικῆς καί ὁλοκληρίας πνευματικῆς! «Ὑπομένουσα ὑπέμεινε τὸν Κύριον» ἡ ἀγαθή δούλη Του καί «πράττουσα ἐδίδασκε».

Μέ τόν δυναμισμό της ὑπερνικοῦσε «τὸ χαῦνον τοῦ θήλεος» καί «πάντα ὑπέμενε». Καλλιέργησε τά θεόσδοτα τάλαντά της, σπούδασε μουσική καί ἀγγλική φιλολογία. Λεπτή ψυχή καί «αἰσθητικὴ καρδία» ἡ μακαριστή μητέρα τῶν Σερρῶν… Ὁ ἀκόρεστος, ὅμως, καί ἀκράτητος πόθος τῆς εὐλογημένης ψυχῆς της ὑπῆρξε πάντοτε ὁ Κύριος Ἰησοῦς. «Σέ, Νυμφίε μου, ποθῶ», «τετρωμένη ἀγάπης» ἀνέκραζε μυστικῶς πρός «τῶν ἐφετῶν τὸ ἀκρότατον».

Ἡ μοναχική κλήση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταφλέγει τήν ὕπαρξή της μέ τό πῦρ τοῦ θείου ἔρωτος καί κατευθύνει τά διαβήματά της στήν περιοχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Σερρῶν, ὅπου ἱδρύει τήν Ἱερά Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιού. Ἐκεῖ ἐγκαθίσταται μαζί μέ μικρό πυρῆνα ἀδελφῶν μοναζουσῶν, προερχομένων ἐξ Ἀθηνῶν.

Ἐκεῖ ἡ προσευχή ὑπέρ τοῦ κόσμου καί ἡ ἐκδαπάνηση ὑπέρ τοῦ πλησίον· ἐκεῖ τό πένθος καί τά δάκρυα· ἐκεῖ ἡ ἀνάπαυση τῶν «κοπιώντων καὶ πεφορτισμένων»· ἐκεῖ «ὁ πλοῦτος ἐν τῇ πενίᾳ», «ἡ δύναμις ἐν τῇ ἀσθενείᾳ», «ἡ ἀνάπαυσις ἐν τῷ κόπῳ», «ἡ καῦσις τῆς καρδίας»!

Ἐκεῖ ἡ Παναγία ἡ Μυρτιδιώτισσα, τό θαυμαστό καί χαριτόβρυτο κειμήλιο τῶν Σερρῶν, ἡ πηγή τῶν ἀμετρήτων θείων δωρημάτων καί εὐλογιῶν. Πολλά τά αἰτήματα καί τά τάματα στήν Κυρία τῶν Μυρτιδίων, πλῆθος πολύ καί οἱ θαυμαστές ἐπεμβάσεις τῆς Θεομήτορος, μάλιστα σέ θέματα τεκνογονίας.

Τό ὄνομα «Μυρτώ», εὐγνωμοσύνης καί ἀγάπης ἀντίδωρο, κοσμεῖ ἑκατοντάδα περίπου νέων κοριτσιῶν, καρπῶν προσευχῆς δεκτῆς πρώην ἀτέκνων γυναικῶν. Τολμῶ νά ὑποθέσω ὅτι ἡ μακαριστή Γερόντισσα «οὐκ ἐπαύσατο δεομένη» ὑπέρ τῶν ἀτέκνων ἀνδρογύνων…

Στά ἑβδομῆντα δύο της χρόνια, μετά ἀπό σύντομη ταλαιπωρία ὑγείας ἔφυγε γιά τόν Οὐρανό ἡ Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα.

Ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή της στό Ἅγιο Πνεῦμα τῶν Σερρῶν ἀποτελεῖ παρακαταθήκη γιά τίς πνευματικές θυγατέρες της καί νύμφες Χριστοῦ, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς «περιλειπομένους».

Πολλά ἔχει νά ὠφεληθεῖ ὁ πιστός ἀπό τήν μελέτη καί μίμηση τῆς ταπεινῆς καί ἀθόρυβης πολιτείας της.

Ἡ Γερόντισσα μέ τήν παιδική καρδιά δέν ἔχασε τόν στόχο της, δέν αὐτονομήθηκε ἀπό τήν πηγή τῆς χάριτος, ἀλλά συνέδεσε τήν ὕπαρξή της μέ τόν Χριστό, ἀφέθηκε στήν πρόνοιά Του, ζήτησε καί ἔλαβε τό ἔλεός Του. Ἔθεσε τά χαρίσματά της στήν διακονία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπέκτησε «τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά».

Ἄν καί δέν εὐτύχησα νά γνωρίσω καί νά ἀναστραφῶ τήν μακαριστή Γερόντισσα, πείθομαι ὅτι ὑπῆρξε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εὐλογημένος, ἀπό τόν Θεό καί στόν Θεό δοσμένος, «Χριστοῦ εὐωδία», «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», γλυκειά καί σπλαγχνική μητέρα, «λιμὴν τῶν θαλαττευόντων», στηριγμός τῶν ἀδυνάτων, πλουτισμός τῶν πενήτων, «ἀντίληψις τῶν ἐν ἀνάγκαις».

Στό λευκό, φωτεινό καί χαρίεν πρόσωπό της ἔκτυπη ἡ καθαρότητα, ἡ πραότητα καί ἡ «πάντα νοῦν ὑπερέχουσα» εἰρήνη, ἡ ἑκούσια ἄρση τοῦ σταυροῦ, τῶν πόνων, τῶν θλίψεων καί δοκιμασιῶν τοῦ παρόντος βίου, ὁ γλυκασμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ χαρά «ἐν τοῖς παθήμασι» καί ἡ προσδοκία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ ἁγιογραφικός λόγος «καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει» (Παροιμ. Σολομ. 15, 13) φρονῶ ὅτι ἐξηγεῖ τήν ἀγγελική ὡραιότητα τοῦ προσώπου τῆς μεταστάσης.

Βαρύνει, ἀσφαλῶς, ὁ ἐγκωμιαστικός λόγος τοῦ σεπτοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Χρυσοστόμου Κατσουλιέρη, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πνευματικός ἀλείπτης, διδάσκαλος καί καθοδηγός τῆς μακαριστῆς, καί αὐθεντικῶς μαρτυρεῖ περί αὐτῆς.

Πραγματοποίησε κάποτε ἡ ἀξιομακάριστη προσκυνηματικό ταξίδι στούς Ἁγίους Τόπους.

Ὅταν προσκύνησε στόν Πανάγιο Τάφο καί στόν φρικτό Γολγοθᾶ, ὅπως ἡ ἴδια ἐκμυστηρεύθηκε ἀργότερα στόν συνοδό Γέροντά της, εἶπε: «Χριστέ μου, μή μέ σηκώσεις ἀπό τό καρότσι, γιά νά μή σέ χάσω ποτέ»! Ποθοῦσε ἡ εὐλογημένη ψυχή της «σὺν Χριστῷ εἶναι»…

Εἴθε ὁ Κύριος νά ἀναπαύει τήν ψυχή τῆς μητέρας τῶν Σερρῶν «μετὰ δικαίων». Εἴθε ἡ φωτεινή μορφή καί ἡ σεμνή καί ἀφανής βιοτή της νά ἐμπνέουν ὅλους τούς πιστούς καί νά μᾶς ὁδηγοῦν «εἰς τρίβους σωτηρίας».

ΠΗΓΗ.Romfea

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

To oσιακό τέλος και η ταφή της Οσίας Μακρίνας.(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης)



site analysis



(Απόσπασμα από τον λόγο -Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνας)
…Οδεύοντας ο συγγραφέας Γρηγόριος Νύσσης στην αφήγηση του τέλους της ζωής της Μακρίνας, μας πληροφορεί πως είδε κάποιο όνειρο που του δημιούργησε φοβερές ανησυχίες για το μέλλον: του φάνηκε πως κρατούσε στα χέρια του λείψανα μαρτύρων κι έβγαινε απ’ αυτά λάμψη σαν από καθαρό καθρέφτη που βρίσκεται απέναντι στον ήλιο, ώστε να θαμπώνουν τα μάτια του απ’ την ακτινοβολία της λάμψεως. Και συνέβη να δει την ίδια νύχτα τρεις φορές αυτό το όνειρο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει καθαρά τι υπονοούσε. Αισθανόταν κάποια λύπη στην ψυχή του και περίμενε να κρίνει το όνειρο από την εξέλιξη των γεγονότων. Όταν πλησίασε σ’ εκείνη την ερημιά που κατοικούσε η Μακρίνα, ζώντας αγγελική και ουράνια ζωή, ρώτησε, κατ’ αρχήν, για τον αδελφό του τον Πέτρο έναν από τους συνασκητές του, εάν ήταν εκεί. Εκείνος του απάντησε πως εδώ και τέσσερις ημέρες είχε φύγει για να έρθει σ’ αυτόν. Κατάλαβε τι συνέβη, είχε πάει από άλλο δρόμο να τον συναντήσει.
Όταν έφθασε στον τόπο της Μακρίνας, παρατήρησε πως η συνοδεία των Μοναστριών περίμενε με κοσμιότητα την είσοδό του στην εκκλησία. Μόλις τελείωσε η καθιερωμένη ευχή κι ευλογία, οι Μοναχές παίρνοντας με σκυμμένο το κεφάλι την ευλογία, όπως έπρεπε, έφευγαν προς τα κελιά τους.
Η Μακρίνα βασανιζόταν σκληρά από την αρρώστια. Ήταν ξαπλωμένη όμως όχι πάνω σε κρεβάτι ή σε στρώμα, αλλά κατά γης, έχοντας μια σανίδα κάτω από το σάκο της. Μια άλλη σανίδα πάλι, λοξά τοποθετημένη, στήριζε το κεφάλι της αντί για προσκέφαλο, υποβαστάζοντας ανακουφιστικά τον αυχένα.
Στύλωσε  τα χέρια στο έδαφος κι έβγαλε το σώμα της έξω απ’ τα στρωσίδια της όσο μπορούσε, αποδίδοντας με τον τρόπο αυτόν την τιμή της υποδοχής. Όπως ακριβώς μαθαίνουμε από την ιστορία του Ιώβ, πως ο άνθρωπος αυτός, αν και έλιωνε από την σαπίλα των τραυμάτων σ’ ολόκληρο το σώμα του, δεν έστρεψε το λογισμό στον πόνο του, αλλά παρ’ όλο που βασανιζόταν  σωματικά από τους πόνους,  δε χαλάρωνε την εσωτερική του «εργασία», ούτε σταματούσε η σκέψη του ν’ ανεβαίνει στις υψηλότερες αλήθειες, κάτι τέτοιο έβλεπε να συμβαίνει και μ’ εκείνη τη Μεγάλη. Ενώ, δηλαδή, ο πυρετός της είχε καταμαράνει όλη τη δύναμη και την έσερνε στο θάνατο, εκείνη,  σαν να της ανακούφιζε κάποια δροσιά το σώμα, έστρεφε το νου της ανεμπόδιστο στη θεωρία των υψηλών αληθειών, χωρίς να επηρεάζεται καθόλου από τη βαριά αρρώστια.
Ο Γρηγόριος, αφού βρήκε σε έναν από τους κοντινούς κήπους έτοιμο κάποιο καλοφτιαγμένο κατάλυμα, ξεκουράστηκε κάτω από τη σκιά των αγριοκλημάτων.
Πράγματι, όπως ένας δρομέας που ξεπέρασε τον αντίπαλό του και φθάνει πια στο τέρμα του σταδίου, καθώς πλησιάζει το βραβείο και βλέπει το στεφάνι της νίκης χαίρεται σαν να τα κέρδισε ήδη και αναγγέλλει πανηγυρικά στους φίλους θεατές τη νίκη του, από την ίδια διάθεση κι εκείνη τον παρακινούσε να ελπίζει τα καλύτερα γι’ αυτήν. Αφού λοιπόν χάρηκε από το ευχάριστο μήνυμά της, άφησε τον εαυτό του ν’ απολαύσει ό,τι είχε μπροστά του. Ήταν δε αυτά πολλά και διάφορα και η ετοιμασία τους είχε γίνει με πολλή αγάπη, επειδή η φροντίδα της Μεγάλης είχε φθάσει και μέχρι αυτά ακόμη.
Ο Γρηγόριος είχε σκοπό μ’ αυτή την εξιστόρησή του να «ευχαριστήσει» το Θεό, όπως ο ίδιος δηλώνει. Γιατί τη ζωή των γονέων του μας την παρουσίασε λαμπρή και περίβλεπτη για την εποχή εκείνη, όχι τόσο εξ’ αιτίας της περιουσία τους, όσο γιατί έγινε μεγάλη από τη φιλανθρωπία του Θεού. Οι γονείς του πατέρα του, για την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό, είχαν υποστεί δήμευση της περιουσίας τους. Ενώ ο παππούς από τη μητέρα τους θανατώθηκε από βασιλική αγανάκτηση και η μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σε άλλα αφεντικά. Κι όμως, με την πίστη στο Θεό, τα αγαθά τους αυξήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στα χρόνια εκείνα να μην υπάρχει κανείς που να τους ξεπερνά. Όταν πάλι μοιράσθηκε η περιουσία τους σε εννέα μέρη, όσα δηλαδή ήταν τα παιδιά τους, τόσο αυξήθηκε στο κάθε παιδί με την ευλογία του Θεού το μερίδιό του, ώστε η κληρονομιά χωριστά καθ’ ενός παιδιού να ξεπερνάει τη μεγάλη περιουσία των γονέων τους. Στο σημείο αυτό της διήγησης είναι εμφανής η σύνδεση ανάμεσα στη μεγάλη περιουσία και το άφθονο χρήμα από τη μια μεριά, και στη Θεοσέβεια από την άλλη. Τα πρώτα προκύπτουν ως φυσικά επακόλουθα, ως αγαθά αποτελέσματα και καρποί της δεύτερης. Αυτού του είδους η πρώιμη «προτεσταντική» ηθική επεκτείνεται στη συνέχεια της αφήγησής μας.
Απ’ όσα δόθηκαν στην ίδια τη Μακρίνα, κατά τη διανομή σε όλα τα αδέλφια, τίποτε δεν κράτησε, αλλά όλα τα παρέδωσε να τακτοποιηθούν, κατά τη θεία εντολή, από τα χέρια του ιερέως. Έγινε δε τόση η περιουσία της, από την ευλογία του Θεού, ώστε να μη σταματούν ποτέ τα χέρια της να απεργάζονται τις εντολές. Ούτε ποτέ απέβλεψε σε ανθρώπινη βοήθεια, ούτε ποτέ από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία πήρε αφορμή να ενεργεί φιλάνθρωπα η ίδια. Αλλά ούτε όσους ζητούσαν βοήθεια αποστράφηκε, ούτε επιζητούσε όσους έδιναν χρήματα, γιατί ο Θεός μυστικά με την ευλογία Του, αύξανε όπως τα σπέρματα και τους μικρούς πόρους από την εργασία της σε πλούσιο καρπό. Απ’ τον τρόπο που σχετίζονται στενά, στο σημείο αυτό του λόγου του Γρηγορίου, η αύξηση της περιουσίας με τη φιλανθρωπία και την εργασία, κατανοεί ο αναγνώστης τα μυστικά νήματα που συνδέουν την αιτία με το αποτέλεσμα σ’ αυτό το βασικό σχήμα της πρωτοβυζαντινής κοινωνικής σκέψης.
Όταν, έπειτα, άρχισε εκείνος να της διηγείται τα βάσανά του, πρώτα την εξορία από το βασιλιά Ουάλη, έπειτα τη σύγχυση στις Εκκλησίες από τις αιρέσεις που τους καλούσαν σε αγώνες και κόπους, του είπε: «Στον κόσμο αυτό γι’ αυτόν το λόγο κυρίως καυχόμαστε, γιατί ευτυχούμε και γιατί η καταγωγή μας είναι από γονείς ευγενείς. Ο πατέρας μας θεωρείτο σπουδαίος βέβαια για την εποχή του, ως προς τη μόρφωσή του, αλλ’ όμως η φήμη του σταματούσε στα τοπικά δικαστήρια. Κι αν ακόμη τους υπόλοιπους τους ξεπερνούσε στη ρητορική δύναμη, δε βγήκε από τον Πόντο η φήμη του. Του έφθανε όμως ότι ήταν στην πατρίδα του φημισμένος. Εσύ, όμως, είσαι ονομαστός σε πόλεις, σε δήμους και σε έθνη, κι εσένα, για βοήθεια και διόρθωση, Εκκλησίες σε στέλνουν και Εκκλησίες σε προσκαλούν. Και σε όλα αυτά δε βλέπεις τη χάρη του Θεού; Ούτε καταλαβαίνεις την αιτία των τόσο μεγάλων δωρεών, ότι δηλαδή η ευχή των γονέων μας σε ανεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ότι από μόνος σου δεν είχες καμιά ή έστω μικρή προετοιμασία για ένα τέτοιο έργο;».
Την είχε όμως καταλάβει, ήδη, ελαφρά και συνεχής δύσπνοια. Το κοινό καμάρι της γενιάς τους θα «έφευγε». Ο Γρηγόριος σχεδόν ενθουσιαζόταν από τα όσα έβλεπε, καθώς διαισθανόταν ότι η Μακρίνα  έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη φύση. Γιατί θεωρούσε ότι ήταν πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα η τέλεια αταραξία της ακόμη και τώρα, που βρισκόταν στις τελευταίες της στιγμές και περίμενε το θάνατο. Και το ότι δε δείλιασε μπροστά στον αποχωρισμό της ζωής, αλλ’ αντιμετώπισε με γενναίο φρόνημα, μέχρι την τελευταία της αναπνοή, όσα είχαν αποφασιστεί από τον Θεό, για την επίγεια ζωή της.
Έβλεπε τότε ότι εξωτερίκευε στους παρόντες το θείο εκείνο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε μυστικά στα βάθη της ψυχής της και «δημοσιοποιούσε» τη διάθεση της καρδιάς της. Φαινόταν πως βιάζεται να φθάσει προς τον «Ποθούμενο» λυτρωτή, ώστε να βρεθεί κοντά Του όσο γίνεται πιο γρήγορα, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος. Στ’ αλήθεια σαν προς εραστή πορευόταν, γιατί τίποτε άλλο από τα ευχάριστα της ζωής δεν μπορούσε να τραβήξει το ενδιαφέρον της.
Ευθύς, από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν τα δυο αδέλφια, η Μακρίνα του είπε πως θέλει τα δικά του χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από εκείνον να γίνουν οι κανονισμένες φροντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασε τότε το παγωμένο από τη λύπη χέρι του πάνω στο  πρόσωπό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησε στην εντολή της. Γιατί  τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να  τα τακτοποιήσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε. Και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δε χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευπρεπίσει.
Ήταν δύσκολο να παραμείνει κανείς ασυγκίνητος στους γοερούς θρήνους των Μοναζουσών. Γιατί ενώ μέχρι προ ολίγου  εκείνες υπέμεναν με ησυχία, κλείνοντας βαθιά στην ψυχή τους τον πόνο τους, και κατέπνιγαν την ορμή τους για θρήνους, από το σεβασμό που της είχαν, σαν να φοβούνταν την επιτίμησή της και τώρα ακόμη που το πρόσωπό της έπαψε να μιλάει, τη φοβερή στιγμή του θανάτου της ξέσπασαν. Πριν φοβόντουσαν μήπως, αν ξέσπαγε καμιά κραυγή θρήνου, παρά την εντολή που είχαν, λυπηθεί η Διδάσκαλός τους. Όταν πλέον δεν ήταν δυνατό να ξεπερασθεί με ησυχία η λύπη, γιατί ο πόνος κατέκαιγε από μέσα τις ψυχές τους, τότε ξαφνικά ξέσπασε ένας πικρός κι ασταμάτητος θρήνος, ώστε δεν μπόρεσε ούτε και αυτός πλέον να συγκρατηθεί. Ο θρήνος σαν ένας πλημμυρισμένος χείμαρρος τον παρέσυρε κάτω από τα νερά του, κι αμελώντας τις υποχρεώσεις του για την ταφή, παραδόθηκε ολόκληρος στη θρηνωδία.
Πιο βαριά από τις υπόλοιπες υπέφεραν αυτές που την αποκαλούσαν μητέρα και προστάτη τους. Ήταν δε αυτές, όσες στην περίοδο της πείνας σκορπισμένες στους δρόμους τις μάζεψε, τις τάισε, τις ανέθρεψε και τις οδήγησε στην καθαρή κι αγνή ζωή.
Ανάμεσα στις μονάζουσες ήταν μια γυναίκα ευγενής, που για τα πλούτη και την ομορφιά της και γενικώς για όλη της τη λαμπρότητα ήταν αξιοζήλευτη στα νιάτα της. Αυτή είχε παντρευτεί έναν από τους μεγάλους αξιωματούχους αλλά έζησε λίγο χρόνο μαζί του. Σε νεαρή ηλικία ακόμη χώρισε κι αφού έκαμε φύλακα και καθοδηγητή στη «χηρεία» της τη Μεγάλη Μακρίνα, ζούσε τον περισσότερο καιρό με τις παρθένες, μαθητεύοντας κοντά τους στη ζωή της αρετής. Το όνομά της ήταν Ουετιανή κι ο πατέρας της, Αράξιος, ήταν βουλευτής. Σ’ αυτή, λοιπόν, ο Γρηγόριος είπε πως τώρα πια δεν προκαλεί φθόνο να βάλουν πάνω στο νεκρό σώμα της τα λαμπρότερα στολίδια και να κατακοσμήσουν με τα  με τα ωραιότερα υφάσματα το καθαρό και ακηλίδωτο σκήνωμά της.
Κάποια διακόνισσα που ονομαζόταν Λαμπαδία εξέφρασε την αντίθεσή της στη σκέψη του φιλόστοργου αδελφού λέγοντάς του: « Δεν πρέπει να καταστολίσουμε με κοσμικό τρόπο το ιερό της λείψανο. Γιατί, να, στα χέρια σου έχεις όλο το θησαυρό της. Να το ένδυμα, να το κάλυμμα της κεφαλής της, να τα λειωμένα παπούτσια της. Αυτός είναι ο πλούτος της. Αυτή είναι η περιουσία της. Τίποτε άλλο εκτός απ’ όσα βλέπεις δεν υπάρχει σε κάποια κρυφά κιβώτια ή σε θαλάμους ασφαλισμένο. Μια αποθήκη γνώριζε για τον πλούτο της, το θησαυροφυλάκιο του ουρανού. Εκεί έχοντας τα πάντα αποθέσει, δεν της έμεινε τίποτε πάνω στη γη». Ωστόσο, στο τέλος κι αυτή, παρά την αυστηρότητά της, συγκατανεύει, εν μέρει, στην επιθυμία του Γρηγορίου να στολίσει κάπως το νεκρό της σώμα, προσθέτοντας τα παρακάτω λόγια που θυμίζουν σκηνή αρχαίας τραγωδίας: «Θα δεχόταν και ζωντανή την τιμή αυτή από σένα για δυο λόγους. Και για την ιεροσύνη σου, που πάντοτε τιμούσε, και για τη συγγένεια. Ούτε βεβαίως θα θεωρούσε αταίριαστο για τον εαυτό της κάτι που προσφέρεται απ’ τον αδερφό της. Γι’ αυτό άλλωστε παρακάλεσε από τα δικά σου χέρια να στολισθεί το νεκρό σώμα της».
Απ’ το λαιμό της νεκρής Μακρίνας διαπιστώθηκε πως κρεμόταν, ως ευτελές περιδέραιο, ένας σιδερένιος σταυρός κι ένα σιδερένιο δαχτυλίδι(σημάδι παράδοξου, πνευματικού αρραβώνα) από λεπτό σπάγκο, σύμβολα και τα δυο της ολοκληρωτικής της αφοσίωσης στον ουράνιο Νυμφίο. Το αυτοσχέδιο αυτό φυλαχτό κληρονόμησαν ο αδελφός της και η Ουετιανή, παίρνοντας ο ένας το σταυρό και ο άλλος το δαχτυλίδι, που είχε πάνω του χαραγμένο το σύμβολο του σταυρού και στο βαθουλωτό μέρος της πέτρας του κομμάτι-τεμάχιο από Τίμιο Ξύλο («Ξύλο της Ζωής»).
Η Μακρίνα στα τελευταία χρόνια της ζωής της αντιμετώπισε τον καρκίνο του μαστού, γι’ αυτό και στο σώμα της, στο μέρος του στήθους, υπήρχε ένα σημάδι σαν στίγμα από ψιλή βελόνα. Η Ουετιανή πληροφόρησε σχετικά τον Γρηγόριο για την ασθένεια της αδελφής του: «Αυτό έχει απομείνει στο σώμα της για να θυμίζει τη μεγάλη βοήθεια του Θεού. Παρουσιάστηκε δηλαδή κάποτε στο μέρος αυτό κάποια φοβερή αρρώστια. Υπήρχε μάλιστα κίνδυνος ή να αφαιρεθεί με εγχείρηση ο όγκος ή να προχωρήσει παντού και να γίνει αθεράπευτο το κακό, αν πλησίαζε στο μέρος της καρδιάς. Την παρακαλούσε λοιπόν η μητέρα σας πολύ και την ικέτευε να δεχθεί τη θεραπεία του γιατρού, αφού και αυτή η τέχνη από το Θεό αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους για τη σωτηρία τους. Αυτή, όμως, το να αποκαλύψει ένα μέρος του σώματός της σε ξένα μάτια το θεωρούσε φοβερότερο. Μπήκε στο Άγιο Βήμα και γονατιστή όλη τη νύχτα, ικέτευε το Θεό που μόνος παρέχει τη θεραπεία. Χύνοντας τα δάκρυα από τα μάτια της πάνω στη γη, έκανε πηλό που τον χρησιμοποίησε σαν φάρμακο για την αρρώστια της. Επειδή η μητέρα της στενοχωριόταν και πάλι την παρακαλούσε να δεχθεί το γιατρό, της απάντησε πως είναι αρκετό για τη θεραπεία της, αν η μητέρα με το ίδιο της το χέρι σφραγίσει με το σημείο του σταυρού το άρρωστο μέρος. Μόλις εκείνη έβαλε το χέρι της και σταύρωσε την περιοχή, η δύναμη του σταυρού έκανε το θαύμα και η ασθένεια εξαφανίσθηκε. Όμως έμεινε τότε στη θέση αυτή, αντί για το φοβερό εκείνο όγκο, το μικρό αυτό σημάδι και διατηρήθηκε μέχρι τέλους της ζωής της, για να θυμίζει, πιστεύω, τη θεϊκή επέμβαση και να δίνει αφορμή και αιτία ασταμάτητης ευχαριστίας προς το Θεό».
Όταν τελείωσαν τις φροντίδες και στόλισαν όπως μπορούσαν καλύτερα το νεκρό σώμα, είπε πάλι η διακόνισσα ότι δεν πρέπει να φαίνεται στα μάτια των αδελφών νυφικά στολισμένο. «Έχω, ωστόσο, είπε, φυλαγμένο ένα σκούρο φόρεμα της μητέρας σας, που σκέπτομαι πως καλόν είναι να τοποθετηθεί από πάνω, για να μη φαίνεται ότι λαμπρύνεται από τον κοσμικό στολισμό του φορέματος το ιερό αυτό κάλλος».
Αυτή η γνώμη επεκράτησε κι έτσι τοποθετήσαμε το φόρεμα. Το άγιο λείψανο όμως έλαμπε και μέσα στο σκούρο χρώμα. Ήταν δώρο της θείας δυνάμεως, προσθέτει ο Γρηγόριος, να προστεθεί κι αυτή η χάρη στο σώμα ώστε να ακτινοβολεί από την ομορφιά, όπως ακριβώς είχε δει στο όραμα.
Δεν κατάλαβε πως πρόλαβε να ξεχυθεί η φήμη παντού γύρω και κατέφθαναν οι περίοικοι για την κηδεία, ώστε δεν ήταν δυνατόν πλέον να τους χωρέσει το προαύλιο. Όταν  τελείωσε η αγρυπνία που τελέσθηκε προς τιμήν της με υμνωδίες, όπως γίνεται σε πανηγύρεις Μαρτύρων, κατά τον όρθρο τα πλήθη των ανδρών και των γυναικών, που είχαν καταφθάσει από όλα τα γύρω μέρη, κάλυπταν με τους θρήνους τους την ψαλμωδία. Τότε αυτός, αν και βρισκόταν σε κακή ψυχική κατάσταση εξ αιτίας της συμφοράς,  φρόντιζε όσο ήταν δυνατό να μην παραληφθεί τίποτε απ’ όσα έπρεπαν σε μια τέτοια κηδεία. Αφού λοιπόν χώρισε τον κόσμο που είχε κατακλύσει τον τόπο κι έβαλε τις γυναίκες με το χορό των παρθένων και τους άνδρες με το τάγμα των Μοναχών, φρόντισε ώστε ν’ ακούγεται μια ψαλμωδία από κάθε πλευρά, με ρυθμό και αρμονία σαν από χορούς, με την κοινή και κόσμια συμμετοχή στην υμνωδία. Καθώς προχωρούσε σιγά-σιγά η ημέρα και γέμιζε ασφυκτικά όλος ο τόπος από το πλήθος που μαζεύτηκε σ’ εκείνη την ερημιά, έφθασε και ο Επίσκοπος της περιοχής εκείνης, ονομαζόμενος Αράξιος, με όλο το ιερατείο του. Αυτός τους παρακινούσε να μεταφέρουν σιγά-σιγά το σκήνωμα, γιατί και ο τόπος του ενταφιασμού ήταν μακριά και το πλήθος θα εμπόδιζε το ρυθμό της πορείας. Ενώ έλεγε αυτά, συγχρόνως προσκαλούσε όσους είχαν το βαθμό της  ιεροσύνης να τον βοηθήσουν, ώστε να μεταφέρει το σκήνωμα. Γιατί καθώς είχε πυκνώσει ο κόσμος γύρω από το φέρετρο κι όλοι αχόρταγα παρατηρούσαν το «ιερό» εκείνο θέαμα, δεν ήταν δυνατό να διανύσουν με ευκολία το δρόμο. Προπορευόταν δε από τη μια και την άλλη πλευρά πολύ πλήθος διακόνων και υπηρετών, που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και αποτελούσαν την τιμητική προπομπή του σκηνώματος. Όλα έδιναν την εντύπωση μιας ιερής λιτανείας, καθώς το πλήθος έψελνε μ’ ένα στόμα, από την αρχή ως τους τελευταίους, όπως ακριβώς έψελναν τον ύμνο των Τριών Παίδων. Έτσι, αν και η απόσταση από το ερημητήριο ως το ναό των αγίων Μαρτύρων, όπου ήταν θαμμένα και των γονέων τους τα σώματα, ήταν επτά ή οκτώ στάδια, μόλις και μετά βίας, όλη την ημέρα βαδίζοντας, διένυσαν το δρόμο. Γιατί το πλήθος που συνόδευε κι εκείνο που ασταμάτητα προσετίθετο, δεν τους άφηνε να προχωρήσουν όπως θα ήθελαν. Όταν έφθασαν πλέον μέσα στο ναό, απέθεσαν το νεκροκρέβατο και έκαναν κατ’ αρχήν δέηση. Η προσευχή όμως έγινε στο λαό αφορμή για θρήνους.
Όταν η προσευχή τελείωσε, όπως έπρεπε, τον Γρηγόριο έπιασε ένας φόβος από τη θεία εκείνη εντολή που εμποδίζει να ξεσκεπάσουν τα παιδιά την ασχήμια των σωμάτων των γονέων τους. «Πώς, έλεγε μέσα του, θα γλιτώσω από ένα τέτοιο κατάκριμα, βλέποντας στα  σώματα των γονέων μου την κοινή ασχήμια της ανθρώπινης φύσεως, τώρα που, όπως είναι φυσικό, αφού κατέπεσαν, διαλύθηκαν, και μεταβλήθηκαν σε απαίσια κι αποκρουστική ασχήμια»; Ενώ σκεπτόταν αυτά και του μεγάλωνε το φόβο η αγανάκτηση του Νώε κατά του παιδιού του, η ίδια η ιστορία του Νώε τον δίδαξε τι έπρεπε να κάνει. Σκεπάσθηκαν δηλαδή τα σώματα των γονέων του με καθαρό σεντόνι, πριν προλάβουν να τα δουν, μόλις σηκώθηκε το σκέπασμα του τάφου και πέρασαν το σεντόνι από κάτω. Αφού έτσι κρύφτηκαν τα σώματα με το σεντόνι, σήκωσαν το ιερό  λείψανο, ο Γρηγόριος και ο Επίσκοπος της περιοχής, και το τοποθέτησαν δίπλα στης μητέρας της, εκπληρώνοντας έτσι κοινή ευχή και των δύο. Γιατί σε όλη τους τη ζωή αυτό ζητούσαν και οι δύο από το Θεό, να ενωθούν και μετά το θάνατο τα σώματά τους και να μη διασπαστεί με το θάνατο η ενότητα που είχαν στην επίγεια ζωή τους.