Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ (13 ΜΑΡΤΙΟΥ)



site analysis












«Η Αγία Υπομονή ήταν η βασίλισσα του Βυζαντίου Αυγούστα Ελένη – Δραγάση Παλαιολόγου. Ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Σλάβων Κωνσταντίνου Δραγάση. Έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου ως σύζυγος του Εμμανουήλ Β’ του Παλαιολόγου. Είχε 6 παιδιά και ως αυτοκράτειρα, κατά τον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθων Γεμιστό, διακρινόταν για τη σωφροσύνη της και την δικαιοσύνη της. Ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας σύζυγός της έγινε αργότερα μοναχός με το όνομα Ματθαίος και μετά το θάνατό του έγινε και η ίδια μοναχή στο μοναστήρι της Κυρά - Μάρθας. Ήταν μια μοναχή σαν όλες τις άλλες και, ακόμη και αν ήταν αυτοκράτειρα, έκανε όλα τα διακονήματα στο μοναστήρι.
Η Αγία Υπομονή βοήθησε να ιδρυθεί ένας οίκος ευγηρίας, με το όνομα ‘Η ελπίδα των απελπισμένων’, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του Αγίου Παταπίου.
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης συνέβη κατά τη στιγμή που εκείνη και ο σύζυγός της είχαν εξοριστεί (1390 – 1392). Η Αγία Υπομονή πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1450, 3 χρόνια πριν η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου, πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, έπειτα από μακρά πολιορκία. Στην πτώση της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας υιός της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πέθανε στη μάχη. Η Αγία Υπομονή ετάφη στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ετάφησαν ο αυτοκράτορας σύζυγός της και 3 από τα παιδιά τους (εκ των οποίων τα 2 ήταν μοναχοί).
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής) μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο του Αγίου Παταπίου σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Θέρμαι (το σημερινό Λουτράκι) που ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκε Βυζαντινή αγιογραφία της Αγίας Υπομονής και η αγία κάρα της. Στο σπήλαιο αυτό χτίστηκε το 1952 από τον γέροντα Νεκτάριο Μαρμαρινό το μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, όπου και φυλάσσεται η σεπτή κάρα της Αγίας Υπομονής».
(Πηγή: Βικιπαίδεια)

Είναι αξιοθαύμαστη η περίπτωση της πριγκιποπούλας, μετέπειτα  αυτοκράτειρας κι ύστερα μητέρας αυτοκράτορα, που έγινε μοναχή, της Ελένης Δραγάση και μετέπειτα Υπομονής. Διότι ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αφήσει κανείς τις τιμές και τις δόξες, έστω και σε περίοδο παρακμής, για να εγκλειστεί σε μοναστήρι, ζώντας ως «κοινός» θνητός, με επιτέλεση και των πιο δύσκολων και «χαμηλών» διακονημάτων. Αυτό δείχνει μία ιδιαίτερη ταπείνωση, που αποτελεί την προϋπόθεση για να δεχτεί κανείς πλούσια τη χάρη του Θεού.  Το ακόμη θαυμαστότερο όμως  είναι ότι όχι μόνον έγινε μοναχή, αλλά έφτασε και σε μέτρα αγιότητας τέτοια, που η Εκκλησία μας τα διαπίστωσε, ώστε να διακηρύξει και  την οσιότητά της. Τα θαύματα για παράδειγμα που έχουν καταγραφεί από τις επεμβάσεις της, παλαιότερα και νεώτερα, είναι πολλά, σαν την περίπτωση εκείνου του οδηγού ταξί, που σαν σήμερα πριν λίγα μόλις χρόνια, μεταφέροντας στο Λουτράκι από την Αθήνα μία απλή καλόγρια και αποκαλύπτοντας το πρόβλημά του – καρκίνο στο δέρμα – δέχτηκε την ευλογία της που λειτούργησε άμεσα ως θεραπεία από το νόσημά του. Κι όταν μετά από μία μικρή στάση την αναζήτησε, αυτή είχε εξαφανιστεί, δεν την είχε δει κανείς, όπου ρώτησε εκεί γύρω που σταμάτησε, την αναγνώρισε δε λίγο αργότερα στο ιατρείο που προσήλθε, γιατί ο ιατρός είχε αναρτημένη την αγία εικόνα της.
 
Το παράδοξο όμως της ζωής της: από αυτοκράτειρα να γίνει απλή και ταπεινή καλόγρια και μάλιστα να αγιάσει, αίρεται και κατανοείται, όταν δει κανείς την όλη πορεία της απαρχής. Η Ελένη οσία Υπομονή ζούσε με αίσθηση της παρουσίας του Θεού, με φροντίδα επιτέλεσης των αγίων εντολών Του, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη προς τους συνανθρώπους της, θα έλεγε κανείς, από γεννησιμιού της. Είτε στα ανάκτορα είτε στο μοναστήρι, είτε μικρή κοπέλα είτε σύζυγος αυτοκράτορα, την ίδια ζωή στην ουσία ζούσε, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει ότι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Χριστό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά από αυτό που έχει θέσει ως στέρεο στόχο της ζωής του. Με άλλα λόγια η οσία Υπομονή είναι μία επιπλέον περίπτωση πραγματικού αγίου ανθρώπου, που μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να είμαι με τον Χριστό. Κι ίσως εκείνο που μας κάνει να μένουμε περισσότερο έκθαμβοι στην περίπτωσή της είναι το γεγονός ότι ζούσε οσίως και σωφρόνως κι όσο ακόμη ήταν στις μεγάλες θέσεις και δεν είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν να μην την ακουμπούσε τίποτε επίγειο, σαν να ήταν ένα είδος περιστεριού που περιίπτατο υπεράνω της συγχύσεως του κόσμου τούτου. Και πράγματι μεταξύ των άλλων έτσι την αντιμετωπίζει ο υμνογράφος της. Μας καλεί «να την εγκωμιάσουμε, αυτήν που ήταν ένδοξη βασίλισσα, γιατί σαν περιστέρι ευλαβικό πέταξε πάνω από τον κόσμο της σύγχυσης προς τις σκηνές του ουρανού κι έζησε με αληθινή αγάπη, με άσκηση, με ταπείνωση» («Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει») (απολυτίκιο της οσίας).

 
Έχουμε σημειώσει και πάλι ότι τη χάρη ενός αγίου και γενικώς ενός ανθρώπου απλού την βλέπουμε φανερά από το τι μας προκαλεί στην προσέγγισή του. Ένας άγιος πάντοτε μας ανεβάζει πνευματικά, μας κάνει να βλέπουμε τον αληθινό σκοπό της ζωής, μας δίνει ώθηση να αποκαλυφθεί ο καλύτερος εαυτός μας. Με τον άγιο δηλαδή βγαίνει το γέλιο της ψυχής μας, γινόμαστε όντως άνθρωποι. Αυτό με ένα λόγο που έχει ο άγιος, τη χάρη του Θεού, αυτό και μεταγγίζει. Πώς το λέει ο ίδιος ο Κύριος; «Το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την οσία Υπομονή. Η προσέγγισή της από κάθε άνθρωπο οδηγούσε στην εν Θεώ αύξηση του ανθρώπου, στη φανέρωση του χαρισματικού εαυτού του. Και δεν είναι λόγια που τα λέμε εμείς σήμερα εγκωμιαστικά. Είναι η εμπειρία της εποχής, καταγεγραμμένη από ανθρώπους που την ήξεραν και μάλιστα αγίους. Ας ακούσουμε για παράδειγμα τι λέει ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, σε συγκεκριμένο λόγο του «Επί τη κοιμήσει της μητρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΑ΄ αγίας Υπομονής» :
 «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Κι ακόμη: «Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού, αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:  «Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποιναν Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής»
 (Ι. Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης).

Το μόνο που ίσως αυθόρμητα έρχεται και σε εμάς να κάνουμε μπροστά στην οσία Υπομονή είναι να τη μεγαλύνουμε όπως και η Εκκλησία μας: «Είθε να χαίρεις, Υπομονή, συ που αναδείχτηκες πρότυπο υπομονής, στήλη της σωφροσύνης, στέρεο τείχος των αρετών και ταμείο της αγάπης, συ που είσαι η ένδοξη κορυφή των ένθεων βασιλισσών» («Χαίροις εκμαγείον υπονονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον»).
ΠΗΓΗ.

ΕΝΟΡΙΑ ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Βίος Οσίας Υπομονής



site analysis

Η Οσία Υπομονή τιμάται στις 13 Μαρτίου, ημέρα που εκοιμήθη και στις 29 Μαΐου (ημέρα αλώσεως της Πόλεως)

Zoom in (real dimensions: 328 x 539)Εικόνα

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των 
Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες - κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν.
Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν όπως ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας που μόνασε με το 
όνομα Συμεών και ήταν κτήτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της 
βόρειο - ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.

Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ότι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό  ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική  συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά  προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.

Κοντά σ' αυτά και πάνω απ' αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την  φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.

Zoom in (real dimensions: 600 x 812)Εικόνα


Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο (τέλη του 1390 μ.Χ.), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.

Η καινούργια ζωή της Ελένης - αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του  εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ' όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του  να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.

Η Ελένη - αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.

Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάνα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός - Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»

Zoom in (real dimensions: 269 x 375)Εικόνα


Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».

Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η' (1425 - 1448 μ.Χ.) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ', ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας (1448 - 29 Μαΐου 1453 μ.Χ.- μαύρη ήμερα αλώσεως της Βασιλεύουσας). Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης 
να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, 
μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. 
Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.

Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425 μ.Χ.), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425 μ.Χ.) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος(μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Επίσης, η πενθερά της και η κουνιάδα της ετελείωσαν την ζωή τους ως Μοναχές. Το ίδιο και η εγγονή της, κόρη του γιου της Θωμά, Ελένη, που έγινε  Μοναχή με το όνομα Υπομονή στη Λευκάδα.

Zoom in (real dimensions: 550 x 568)Εικόνα


Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην 
Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία 
Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450 μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.

Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ', «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Zoom in (real dimensions: 600 x 450)Εικόνα

Η Κάρα της Οσίας Υπομονής η οποία φυλάσσεται στην Ιερά Μονή του Οσίου Παταπίου

Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450 μ.Χ., έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:

«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά 
και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».

Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».

Εικόνα της ευρίσκεται στην Ιερά Μονή οσίου Παταπίου στο Λουτράκι Κορινθίας και η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Υπομονής, επίσης, στις 13 Μαρτίου.



Zoom in (real dimensions: 453 x 624)Εικόνα


Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον
Την κλεινήν βασιλίδα έγκωμιάοωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του 
ουρανού εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες' Μήτερ, λιταίς σου θραϋσον ημών της αμαρτίας δεσμούς.

Κοντάκιον Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω
Υπομονής θεοστηρίκτου την ομώνυμον και βασιλίδων θεοσόφων την υπέρτιμον, την εκλάμψασαν ως άστρον εν Βυζαντίω και χορούς μοναζουσών καταπυρσεύσασαν, ταπεινώσεως βολαίς ανευφημήσωμεν, πόθω κράζοντες. Χαίροις, Μήτερ πανεύφημε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις εκμαγείον υπομονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών, τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον.
ΠΗΓΗ.xristianos.gr

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

11 Μαρτίου, μνήμη του ιερομάρτυρος Ευλογίου και των συν αυτώ: Λεωκρητίας (Λουκρητίας) και δυο άλλων ανωνύμων παρθένων, των εν Κορδούη της Ισπανίας



site analysis


Ισπανία Η” αιώνας μ.Χ. Η αραβική κατοχή της χώρας (711 μ.Χ.), πολλά δεινά είχε επιφέρει στην Εκκλησία. Διηρημένη σε 3 επαρχίες με 29 επισκόπους, προσπαθούσε ναανταπεξέλθει στους διωγμούς των μωαμεθανών κατακτητών αλλά και στους εκ των έσω πειρασμούς όπως οι αιρέσεις (αδοπτιανισμός) του Η” αιώνα. Πολλοί κληρικοί και μοναχοί εξαιτίας της επιδρομής εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία, μεταφέροντας μαζί τους το βησιγοτθικό εκκλησιαστικό πνεύμα και το μοζαραβικό τυπικό. Παρ” όλα αυτά στην Ισπανία, η μοζαραβική Εκκλησία διατήρησε την παράδοση και την οργάνωση της μέχρι την εποχή της «πλήρους Επανακτήσεως» (ΙΕ” αιώνας), οπότε δυστυχώς η σχισματική Ρώμη είχε πια επιβάλει παντού στα επανακτώμενα μέρη, μαζί με τη λατινική παράδοση και το τυπικό και τα αιρετικά δόγματα της.
Καρπός των επί Αράβων διωγμών υπήρξαν πολλοί μάρτυρες. Η όμορφη Κόρδοβα (η αρχαία Κορδούη) τόπος ισλαμικής λατρείας με το μεγάλο τέμενος των χιλίων και ενός κιόνων, πήρε την πρώτη θέση στο ισπανικό μαρτυρολόγιο του Θ” μ.Χ. αιώνα.
Γόνος μιας από τις αριστοκρατικότερες οικογένειες της Κόρδοβας, ο πρεσβύτερος Ευλόγιος είχε ανατραφεί από τη μικρή του ηλικία με τα νάματα της χριστιανικής πίστης. Είχε μελετήσει βαθιά τους Πατέρες την Παράδοση και τη θεολογία της Εκκλησίας. Η ζωή του ήταν απολύτως σύμφωνη με τα όσα μελετούσε καθημερινά. Η άσκηση, η προσευχή και οι νηστείες καθάριζαν την ψυχή του, που έλαμπε σαν φωτεινός λύχνος διαλύοντας τα σκοτάδια που έπνιγαν οι αναθυμιάσεις από τη θρησκεία του Ισλάμ που προσπαθούσαν να παρασύρουν τους ισπανούς ορθόδοξους χριστιανούς. Το 850 ξέσπασε διωγμός κατά της Εκκλησίας της Ισπανίας. Οι Μαυριτανοί αγρίεψαν. Οδηγημένοι από έναν αποστάτη επίσκοπο που έγινε ο Ιούδας του εν Ισπανία Σώματος του Χριστού, συνέλαβαν και έκλεισαν στη φυλακή όλους τους ιερείς της Κόρδοβας μαζί με τον επίσκοπο τους. Μέσα στη φυλακή ο Ευλόγιος έδινε θάρρος στους αδελφούς του να αντέξουν με υπομονή και καρτερία τη δοκιμασία.
Τα λόγια του εκείνα στήριξαν δύο μαθήτριες, πνευματικά του παιδιά, να υποστούν θαρραλέα το μαρτύριο, λίγο μετά την έξοδο τους από τη φυλακή. Οι δύο Παρθένες πέρασαν στο ορθόδοξο μαρτυρολόγιο ανώνυμα, όμως τα ονόματα τους τα γνωρίζει καλά ο αγωνοθέτης και στεφανωτής τους Χριστός. «Τη αύτη ημέρα των δύο παρθένων γυναικών των εν Κορδούη μαρτυρησασών κατά τον υπό Αράβων διωγμόν εν σωτηρίω έτη 851 μ.Χ.» σημειώνουν τα τοπικά μηναία.
Ο άγιος Ευλόγιος συνέταξε τα συναξάρια τους για να προτρέψη και τους άλλους διωκόμενους χριστιανούς να τις μιμηθούν. Τα γραπτά του μα και τα προφορικά του κηρύγματα έτυχαν τη συγκράτηση στην πίστη πολλών χριστιανών επικίνδυνων στο να αποστατήσουν και να υποκύψουν στις πιέσεις των Μαυριτανών κατακτητών. Έγραψε τρία βιβλία με τις πράξεις και το τέλος των νέων μαρτύρων του διωγμού αυτής της εποχής. Όλα αυτά συνετέλεσαν ώστε ο Ευλόγιος να θεωρηθεί ως η πιο σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα του καιρού του και η Εκκλησία να τον ανυψώσει εις το αξίωμα του Μητροπολίτη Κορδούης στα 858.
Ο νέος Μητροπολίτης όμως δεν πρόλαβε να ακούσει τις φωνές του ποιμνίου του: Άξιος, Άξιος! Πριν αναλάβει επίσημα τα καθήκοντα του, πριν γίνει η ενθρόνιση του, συνελήφθη και πάλι και οδηγήθηκε στη φυλακή. Η κατηγορία ήταν ότι περιέθαλψε και έκρυψε μια νεαρή κόρη χριστιανή, την Λεωκρητία που οι ίδιοι οι γονείς της ήθελαν να ασπαστεί, Κύριος οίδε για ποιους λόγους, τη θρησκεία του Μωάμεθ. Ο Ευλόγιος κατηγορήθηκε όχι μόνο για απαγωγή αλλά και για διαφθορά της νεαρής Λεωκρητίας. Στην απολογία του είπε πως κανείς ποιμένας δεν αρνήθηκε τη συμπαράσταση του σε οποιοδήποτε μέλος του ποιμνίου του και ακόμα κάτι πιο σημαντικό: το καθήκον του ιερέως του Χριστού είναι να διδάξει στους πιστούς πως αν έχουν να διαλέξουν μεταξύ θεού και γονέων, διαλέγουν το Θεό. Όστις αγαπά πατέρα η μητέρα υπέρ Εμέ ουκ έστιν μου άξιος. Ο άγιος Ευλόγιος δε σταμάτησε Εκεί. Πρότεινε στο μουσουλμάνο δικαστή να συζητήσουν και να του αποδείξει την άπατη της θρησκείας του Μωάμεθ!!
Ο άγιος μετά από αυτά οδηγήθηκε βέβαια στο συμβούλιο της αυλής του κατακτητή βασιλιά και Εκεί συνέχισε πάλι, θαρραλέα, τη χριστιανική απολογητική του. Το αποτέλεσμα ήταν: καταδίκη του Μητροπολίτη της Κόρδοβας σε θάνατο δι” αποκεφαλισμού. Ήταν άνοιξη. Η ισπανική γη πρασίνιζε από τη φρέσκια χλόη που σε λίγο θα γέμιζε ολοκόκκινα αιμάτινα λουλούδια για να υποδεχτεί το Πάσχα.
Στο δρόμο του μαρτυρίου ο άγιος Δεσπότης δέχτηκε, όπως κι ο Κύριος του στο δρόμο προς το Γολγοθά, ένα ράπισμα από έναν ευνούχο της συνοδείας των δημίων του. Αμέσως ο άγιος έστρεψε και το άλλο μάγουλο χωρίς μιλιά. Ο άπιστος χτύπησε και πάλι, δεύτερη φορά. Κι έπειτα, σιωπηλά πάντοτε, προσευχόμενος για τους διώκτες του και για το λαό του, έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το μαχαίρι του δημίου. Η τίμια κάρα έπεσε στο ισπανικό χώμα πορφυρώνοντάς το. Πλήθος αγγέλων οδήγησε την ψυχή του στα ουράνια δώματα άπ” όπου έως σήμερα προσεύχεται για όλους εμάς. Είναι 11 Μαρτίου του 859.
Η Λεωκρητία, αφορμή του μαρτυρικού θανάτου του άγιου Ευλογίου, αποκεφαλίστηκε την επόμενη Τετάρτη, όπως διασώζουν τα συναξάρια, και πρόσθεσε ένα ακόμη στέφανο δόξας στο μαρτυρολόγιο της Ορθόδοξης Ισπανικής Εκκλησίας.
Άγιε ιερομάρτυς Ευλόγιε, πρέσβευε μαζί με τις δύο Παρθενομάρτυρες και τη μάρτυρα Λεωκρητία στη σύγχρονη εποχή της σύγχυσης, όλοι εμείς να διατηρήσουμε ορθόδοξη την πίστη μας έως θανάτου. Αμήν.
Μεγαλυνάριον
Μάρτυρες Κυρίου πανευκλεείς, Λαίλαπος απίστων,
υπομείναντες τη σφαγήν, συν Λεωκρητία,
και ταις λοιπαίς παρθένοις, Ευλόγιον τον θείον,
ύμνοις τιμήσωμεν.
Από το βιβλίο: Ισπανικό Ορθόδοξο Συναξάρι, του Γεωργίου Εμμανουήλ Πιπεράκι, Αναπληρωτού Καθηγητού της Ιατρικής σχολής του Παν/μίου Αθηνών.
Εκδόσεις, Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Γραφείον Εξωτερικής Ιεραποστολής. Έκδοσις Α, 2003.

Αγία Θεοδώρα,πολιούχος της Άρτας



site analysis
Τη ΙΑ’ του αυτού Μηνός (Μαρτίου), Μνήμη της Αγίας Θεοδώρας, της Βασίλισσης Άρτης.
Καν σου βασιλίς, κρύπτει το σώμα τάφος,
Χριστός πάσι φαίνει σε, θαυματουργίαις.
Ενδεκάτη κρύψε Θεοδώραν λάας κλεινήν.
Η Οσία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 μ.Χ. πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλείφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία, εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο, προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα. Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας.
Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική της ζωή. Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα, αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θείος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη.
Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μια σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατά Θεόν ομοίωσις». Γνωρίζει και πιστεύει ότι το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας κρύβεται στην επιτυχία της αιώνιας ζωής και Βασιλείας του Θεού. Διδάσκεται από την αγαθή μητέρα της ότι τα αληθινά κοσμήματα που πρέπει να στολίζουν την γυναίκα, είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο, η ταπεινοφροσύνη, η πραότητα, η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η προσευχή και η αληθινή πίστη, που με τον δικό της αγώνα και τη Χάρη του Θεού μπορούν να πραγματοποιηθούν και να φανερωθούν και στη δική τους ζωή.
Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β”, που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου. Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230 μ.Χ. με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β” ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.
Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τους ανθρώπους. Με την ζωή αυτή η Θεοδώρα αναδείχθηκε αληθινά κατά τον λόγο του Κυρίου, λύχνος φωτεινός επάνω στην λυχνία, που φωτίζει και καθοδηγεί και την ζωή των άλλων ανθρώπων στον Χριστό.
Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος, φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τον άνδρα καταμαλάξας , πειρασμόν τη μακαρία εγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μία Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια του διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι” αυτήν στα ανάκτορα, ούτε το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της. Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της.
Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει – έγκυος ήδη – τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς, αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της. Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μια μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποια είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του καλού αυτού ιερέως.
Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο κι αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή. Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «έρχεται εις εαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα. Πράγματι, με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του.
Ο Μιχαήλ, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού και σε ένδειξη της μετάνοιάς του, ανεγείρει την σεβάσμια και περικαλλή μονή της Κάτω Παναγιάς. Στη βόρεια καμάρα εξωτερικά υπάρχει χαραγμένη η επιγραφή της μετάνοιάς του, την οποίας το πανομοιότυπο και τη μεταγραφή έδωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος:
«Πύλας εμοί άνοιξον, ω Θεού μήτερ, της μετανοίας, του φωτός ούσα πύλη.
Δεσπότη Μιχαήλ παράσχου αμαρτημάτων»
Κατά την παράδοση και σε ανάμνηση του ίδιου γεγονότος κτίζει, επίσης, τη μονή Παντανάσσης, κοντά στην Φιλιππιάδα και τη μονή του Σωτήρος στο Γαλαξείδι, όπως αναφέρεται στο «Χρονικόν του Γαλαξειδίου». Με την ίδια διάθεση ο Μιχαήλ χαρίζει προνόμια και απαλλάσσει από φορολογία ναούς και μονές του κράτους του καθ” όλη την διάρκεια της βασιλείας του. Έτσι π.χ. με χρυσόβουλλο του Ιανουαρίου του έτους 1246 μ.Χ. απαλλάσσει «πάσης αγγαρείας και παραγγαρείας» τους 32 πρεσβυτέρους της πόλεως της Κερκύρας και με άλλο χρυσόβουλλο του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, δίνει προνόμια στους 33 πρεσβυτέρους των αγρών της νήσου. Με χρυσόβουλλο επίσης, αποκαθιστά τη νόμιμη δικαιοδοσία του Κωνσταντίνου Μαλιασηνού το μοναστήρι του κυρ-Ιλαρίωνος, που βρισκόταν στην χώρα του Αλμυρού κάτω από «το Ρωμαιοβόρον φύλον των Λατίνων». Αποστέλλει πλούσια δώρα σε πολλές μονές και εκτός του κράτους του, όπως π.χ. στις Αγιορείτικες μονές του Δοχειαρίου και του Αγίου Παύλου. Η πόλη και το κράτος λαμπρύνονται με έργα πίστεως και φιλανθρωπίας για
χάρη του αγαπητού λαού της Θεοδώρας. Άλλα τέσσερα παιδιά έρχονται στην ζωή: ο Ιωάννης, ο Δημήτριος (Μιχαήλ), η Ελένη και η Άννα.
Δυναμωμένη από τη δοκιμασία και ενισχυμένη από την Χάρη του Θεού, η Θεοδώρα γίνεται οδηγός ψυχικής σωτηρίας του άνδρα της και μετέχει ενεργά πλέον στην διακυβέρνηση του κράτους, βοηθώντας τον στα πολλά και ποικίλα εσωτερικά και εξωτερικά κυρίως προβλήματα του Δεσποτάτου και βάζοντας την προσωπική της σφραγίδα στην πολιτική του. Συμπαραστέκεται στα έργα ειρήνης, αλλά και ακολουθεί τις πολεμικές περιπέτειες και αποτυχίες του συζύγου της. Το έτος 1234 μ.Χ. ενισχύουν την παιδεία του Δεσποτάτου με την ίδρυση ανώτερης σχολής. Το 1259 – 60 μ.Χ., με την ήττα των στρατευμάτων του Μιχαήλ Β” στην μάχη της Πελαγονίας, καταφεύγουν στην Βόνιτσα, Λευκάδα και Κεφαλονιά, διωγμένοι από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η” Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.).
Πρώτο μέλημα της Αγίας ήταν η διαφύλαξη της εδαφικής, κυρίως όμως της πνευματικής ακεραιότητας και υποστάσεως του κράτους. Έτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε η διαφύλαξη της Ορθοδόξου πίστεως, που την εποχή αυτή απειλείτο από τον παπισμό και την λατινική προπαγάνδα, η οποία είχε ως στόχο την «ένωση» των Εκκλησιών. Η Αγία αντιτάχθηκε σ” αυτή την προοπτική. Το Δεσποτάτο, που από το 1204 μ.Χ. είχε δεχθεί ως πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες από την Κωνσταντινούπολη και είχε κρατήσει αυστηρή ορθόδοξη πολιτική επί Θεοδώρου Δούκα και Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ιωάννου Απόκαυκου, έγινε τελικά καταφύγιο όλων των ζηλωτών Ορθοδόξων της πρώην ενιαίας Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση με την φιλενωτική πολιτική της αυτοκρατορίας της Νίκαιας – και αργότερα της επανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – η πολιτική του Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά και αυστηρά Ορθόδοξη. Όταν δε το έτος 1275 μ.Χ. γίνεται Οικουμενικός Πατριάρχης ο ενωτικός Ιωάννης ΙΑ” Βέκκος (1275 – 1282 μ.Χ.), πολλοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί βρίσκουν προστασία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Σαν αντιστάθμισμα της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1276 μ.Χ. και της καταδίκης όλων των ανθενωτικών, το έτος 1277 μ.Χ. γίνεται Σύνοδος στις Νέες Πάτρες (σημερινή Υπάτη), όπου καταδικάζονται και αφορίζονται όλοι οι ενωτικοί και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος.
Για τον ίδιο σκοπό – την διαφύλαξη δηλαδή της Ορθοδοξίας – η Αγία προχωρεί με οξυδέρκεια, πέρα βέβαια και από τις ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες που υπεισέρχονται σε ανάλογες περιπτώσεις, στον γάμο των δύο θυγατέρων της. Έτσι την Άννα την νυμφεύει με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258 μ.Χ.) και την Ελένη με τον Μεμφρέδο, βασιλέα της Σικελίας και φανατικό εχθρό του Πάπα. Με τον τρόπο αυτό η Θεοδώρα προσπαθεί να θέσει φραγμό στα σχέδια των παπικών για υποταγή των Ορθοδόξων, αλλά και με τους συγγενικούς δεσμούς που έγιναν, να υποχωρήσουν οι κατακτητικές διαθέσεις των Δυτικών εναντίων του κράτους της Ηπείρου.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ελένη μετά τον θάνατο του συζύγου της, το έτος 1266 μ.Χ., δέχθηκε όλο το μίσος του Πάπα Κλήμεντος Δ” (1265 – 1268 μ.Χ.). Φυλακίζεται αυτή και τα παιδιά της για αρκετά χρόνια στο υγροσκότεινο και απομονωμένο φρούριο της Βουκερίας. Η Ελένη παραμορφωμένη από τις κακουχίες – διατηρώντας όμως την ευγένεια και την αγιότητα της Βυζαντινής αρχόντισσας, έτσι όπως ακριβώς τα διδάχθηκε και τα παρέλαβε από την Αγία της μητέρα – βγαίνει από την φυλακή και πεθαίνει σε ηλικία περίπου τριάντα ετών.
Οι προσπάθειες που έγιναν για την απελευθέρωσή της από τους γονείς της Μιχαήλ Β” και Θεοδώρα, απέτυχαν. Μια τελευταία προσπάθεια που επιχειρήθηκε, να δοθεί δηλαδή ως σύζυγος στον υιό του Φερδινάνδου Γ” της Ισπανίας, τον Ερρίκο, βρήκε την Ελένη αντίθετη, καθώς δεν επιθυμούσε ούτε να προδώσει την μνήμη του συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον από τους αντιπάλους του, ούτε με την συγκατάθεσή της σε τέτοιον γάμο να ενισχύσει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του ανίερου συνασπισμού Πάπα και Καρόλου του Ανδεγαυού εναντίων των Ελληνικών χωρών και της Ορθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους – πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους – για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ” όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους.
Έτσι, το έτος 1249 μ.Χ., ταξιδεύει στη Νίκαια με τον υιό της Νικηφόρο, τον οποίο μνηστεύει με την Μαρία, εγγονή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννου Γ” Βατάτζη (1222 – 1254 μ.Χ.). Μετά από κάποιες περιπέτειες και υπαναχωρήσεις η Αγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τον Έβρο και τελικά τον Οκτώβριο του 1256 μ.Χ. γίνονται με λαμπρότητα στη Θεσσαλονίκη οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο Αυτωρειανό (1255 – 1260 μ.Χ.). Μια άλλη πληροφορία αναφέρει ότι η Θεοδώρα με τον υιό της Νικηφόρο έρχονται στο Βολερό, «εις την χώραν του Λετζά», (νότια της Αδριανουπόλεως), όπου συναντώνται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Β” Λάσκαρη (1254 – 1258 μ.Χ.) τον Σεπτέμβριο του 1256-7 μ.Χ. Εκεί έμειναν τρεις μέρες και αφού εόρτασαν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού – πιθανότατα στον περίλαμπρο ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρών (Έβρου) – ξεκίνησαν για την Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν οι γάμοι του Νικηφόρου και της Μαρίας από τον Πατριάρχη Αρσένιο, ο οποίος ήλθε για τον λόγο αυτό από τη Νίκαια. Μέσα όμως σε
σύντομο χρονικό διάστημα και μετά τον ερχομό τους στην Άρτα, η Μαρία πέθανε.
Μια νέα προσπάθεια ειρήνης και συμφιλιώσεως με την ανορθωμένη πλέον Βυζαντινή αυτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, όταν ο Νικηφόρος νυμφεύεται την ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η” Παλαιολόγου (1259 – 1282 μ.Χ.), Άννα. Η Άννα Παλαιολογίνα είναι η Τρίτη θυγατέρα του Ιωάννου Καντακουζηνού και της Ειρήνης η Ευλογίας, της αγαπημένης αδελφής του Μιχαήλ Η”. Στις αρχές του έτους 1265 μ.Χ. ο αυτοκράτορας στέλνει την ανεψιά του με λαμπρή συνοδεία στην Άρτα, όπου το ίδιο έτος γίνονται και οι γάμοι.
Πέρα όμως από αυτό, πολλές ήταν οι ενέργειες της Αγίας για την ειρήνη της περιοχής και την ειρηνική συνύπαρξη των Ελληνικών κρατών. Ανάλωσε την ζωή της στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Γι” αυτό δίκαια ονομάσθηκε η Θεοδώρα «Ειρηνοποιός Αγία».
Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β”, «καλώς και θεοφιλώς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου (τιμάται 15 Μαΐου). Ο Όσιος Ανδρέας ασκήτεψε την εποχή αυτή σε ένα σπήλαιο στην περιοχή των σημερινών
Χαλκιόπουλων. Όταν ο Όσιος κοιμήθηκε με θαυμαστό τρόπο περί τα έτη 1281-2 μ.Χ., η βασίλισσα μοναχή με όλη την Σύγκλητο πήγε στο ασκητήριο του Αγίου, προσκύνησε το αγιασμένο του λείψανο και με εντολή της κτίσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου, λαμπρός ναΐσκος και λάρνακα προς τιμήν του. Ο ναός και ο τάφος του Αγίου σώζονται μέχρι σήμερα εντυπωσιάζοντας με τις θαυμασίας τέχνης αγιογραφίες του (τέλη 13ου αιώνος μ.Χ.) και τις λόγιες επιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα από λόγιους ανθρώπους του κύκλου της Αγίας Θεοδώρας και των ανακτόρων.
Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «προς την του ναού τελείαν απάρτισιν». Έτσι κι έγινε. Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πως να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, το πνεύμα εις χείρας Θεού παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281-1285 μ.Χ.
Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάσθηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκεται στη Μητρόπολη Άρτης. Είναι πολιούχος της Άρτης.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Η Ελένη



site analysis


Τόν περασμένο Ιούλιο μιά μικρή ομάδα μαζί με τον Επίσκοπο, αφού ακούσαμε την διήγηση γιά την Ελένη, ψάλαμε ένα τρισάγιο γιά την ψυχή της,κοντά στην θάλασσα,κάτω από τα πεύκα, μέσα στα χαλάσματα ενός παλαιοχριστιανικού ναού με ωραία ψηφιδωτά πού μόλις τα σκουπίσαμε και τα θαυμάσαμε.

Ολα τα Μικρασιατικά παράλια μαρτυρούν ζωή αιώνων μέ τήν δική μας πίστη και γλώσσα. Εκεί ηφίλη της Αννα μας διηγήθηκε τίς τελευταίες ημέρες της. Αργότερα ο ιερέας πρόσθεσε καί αυτός την μαρτυρία του. Ας αποτελέσει η σύντομη διήγησή τους το Μνημόσυνο πού οφείλουμε αυτές τίς ημέρες στήν Ελένη.

Η Ελένη Μαχάνκοβα γεννήθηκε στην μεγαλούπολη Μπαρναούλ της Σιβηρίας στίς 18 Αυγούστου του 1977. Πήγε στην νότια Τουρκία να εργασθεί, όπως πολλοί συμπατριώτες της, στις τουριστικές εγκατασάσεις πού εκατομύρια ρώσοι επισκέπτονται κάθε χρόνο. Ηταν λογίστρια καί όμορφη. Εκεί γνωρίστηκε με έναν ντόπιο πού την παντρεύτηκε, κατά τα μουσουλμανικά έθιμα, στό τζαμί. Η οικογένειά της, στην Ρωσία, ηταν άθεη. Ο άντρας της κατόπιν την λογάριαζε μουσουλμάνα καί ήταν υπερήφανος γι' αυτήν ενώ εκείνη τον αποστρεφόταν όταν αυτός χαιρόταν ακούγοντας ότι μουσουλμάνοι φονεύουν Χριστιανούς στην Συρία. Πολλές φίλες της ρωσίδες πήγαιναν τακτικά στην μοναδική Εκκλησία που λειτουργεί στην νότια Μικρασία, στην μεγάλη γειτονική τους πόλη. Η Αννα, μάλιστα, διευθύνει εκεί την χορωδία. Αρχισε λοιπόν να εκκλησιάζεται η Ελένη, ζητώντας να μάθει πως να προσεύχεται και τι συμβαίνει κατά την θεία Λειτουργία. Τότε, στις 6 Ιανουαρίου του 2013, ο άνδρας της τήν κτύπησε σοβαρά και εκείνη έφυγε από το σπίτι καί πήγε καί έμεινε στην Αννα. Μαζί πήγαιναν στην Εκκλησία και τότε ένοιωσε μιά αλλαγή μέσα της ενώ στεναχωριόταν που δεν ήταν βαπτισμένη. Θαύμαζε την αγάπη που της έδειχναν ο ιερέας καί οι ενορίτες. Εβλεπε πιά διαφορετικά όσους δεν ηταν χριστιανοί χωρις να τούς μισεί. Η Αννα της πρότεινε να βαπτισθεί καί το δέχθηκε. Ο ιερέας της έδωσε οδηγίες γιά το πως να εκκλησιάζεται, πως να προσεύχεται καί της ώρισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Μέ τις φιλενάδες της συζητούσαν πολύ γιά την πίστη, τούς άγιους μάρτυρες καί τα άκουγε όλα προσεκτικά. Μετά ταξίδεψε στην Ρωσία όπου έμεινε δύο εβδομάδες στην οικογένειά της. Πήγαινε καί εκεί στήν Εκκλησία από όπου αγόρασε καί έφερε μαζί της μικρές εικόνες. Παραπονέθηκε στούς γονείς της γιατί δεν την βάπτισαν.Η μητέρα της της είπε ότι αυτοί έζησαν ως άθεοι αλλά εκείνη να βαπτισθεί αφού το θέλει. Μάλιστα της έδωσε ένα μενταγιόν με τήν εικόνα τού αγίου Σεραφείμ τού Σαρώφ. Στίς 8 Μαρτίου τού 2013 επέστρεψε καί έμεινε στό σπίτι της Αννας. Την επόμενη ημέρα πηγαίνοντας στήν δουλειά συνάντησε τόν άνδρα της. Είδε το μενταγιόν καί την ρώτησε: "άλλαξες τήν πίστη σου;" Εκείνη τού απάντησε: "ναί". Αυτός άρχισε τότε να την προσβάλει καί να βλασφημεί επειδη πρόδωσε τον Αλλάχ. Το είπε στούς φίλους του και εκείνοι τού απήντησαν:"νομίζεις ότι ένας γάμος στο τζαμί την έκανε μουσουλμάνα;" Ο άντρας της άρχισε να την συναντά κάθε ημέρα μετά την δουλειά,ή να της τηλεφωνεί, καί να απειλέι ότι θα την σκοτώσει. Η Αννα της εξέφρασε τήν χαρά της που ομολογεί τόν Χριστό αλλά της είπε ότι είναι επικίνδυνο. Εκείνες τις ημέρες διάβαζε τον βίο της αγίας Ματρόνας καί μαζί με την Αννα έπιναν κάθε πρωί αγιασμό.Εβλεπε τακτικά τον ιερέα, ήταν η εβδομάδα της Τυρινήςκαί επρόκειτο να βαπτισθεί το Πάσχα. Το πρωί της 15ης Μαρτίου διηγήθηκε στην Αννα το όνειρο πού είδε την νύκτα: Πίσω από ένα μεγάλο ανοικτό παράθυρο στεκόταν ένας άνθρωπος με πολύ αγαθό καί όμορφο βλέμμα. Πλησίασε η Ελένη καί είδε πλάι του πολλά όμορφα ζώα καί πίσω την θάλασσα. Τής είπε ότι όλλα αυτά τού ανήκουν καί αυτός τά δημιούργησε. Στην συνέχεια άνοιξε τα χέρια του λέγοντάς της: "Ελα σε μένα κόρη μου".Την αγκάλιασε καί της έδωσε την ειρήνη του καί εκείνη ησύχασε γιατί ο άνδρας της την είχε απειλήσει το βράδυ στο τηλέφωνο και φοβόταν να πάει στην δουλειά της.

Η Αννα μας διηγήθηκε οτι προσευχήθηκαν, ήπιαν αγιασμό καί η Ελένη έφυγε κάνοντας τόν σταυρό της.Στίς 3,00 τηλεφώνησε στην Αννα ότι ο άνδρας της της έστειλε ένα μύνημα σάν να μην συμβαίνει τίποτε. Αργότερα στην ανηψιά του άνδρα της είπε ότι εκείνος της ζήτησε να συναντηθούν καί πηγαίνει να τον συναντήσει. " Οτι είναι να γίνει ας γίνει",είπε. Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια .Εκείνος την δέχθηκε στο σπίτι καί με ένα μαζαίρι την έσφαξε. Στην αστυνομία δήλωσε: "Αυτό είχα να προσφέρω στον Αλλαχ".
Η Ελένη ετάφη στην γεννέτειρά της ,στην Ρωσία. Ας είναι αιωνία η μνήμη της μαζί με όλους τους Νεομάρτυρες. 


Ιερομόναχος Θεολόγος