Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Μια Αγία Αντιεξουσιάστρια



site analysis




Μια Αγία Αντιεξουσιάστρια, που δεν περίμενε αποφάσεις Συνόδων και αντι-Οικουμενιστικών "Συνάξεων" για να υπερασπιστεί την Πίστη.



Από το νεοεκδοθέν βιβλίο του π. Διονυσίου Ταμπάκη«ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΧΟΥΝ ΧΙΟΥΜΟΡ»


   ΟΠΩΣ τόσο εὔκολα καρπίζει ὁ μαϊντανὸς ἀπ’ τὴν ἐπιδερμίδα τῆς γῆς ἔτσι καὶ στὴν ἐποχή μας θωρεῖς πολὺ συχνὰ νὰ ξεπετάγονται διάφοροι νεοαναρχικοί, ὡς κάποια καινούργια εἴδη ἀνθρωποειδοῦς, αὐτοαποκαλούμενοι καὶ ὡς «ἀντιεξουσιαστές», οἱ ὁποῖοι στὴν οὐσία ἀποτελοῦν τὸ ταχύτερον ὄχημα γιὰ τὰ συστημικὰ σχέδια τῶν μεγάλων δυνάμεων τοῦ σκότους. Βολεμένοι ἄπλυτοι, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ τοὺς ὅλη περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἐπιούσιον μπάφο (ναρκωτικό) μὲ μυαλὸ κουκούτσι (μέχρι τόσο ποὺ νὰ μὴν γίνονται ἀνεξέλεγκτοι ἀπὸ τὰ ἀφεντικά τους) παριστάνονται ὡς ἀπελεύθεροι ἥρωες τοῦ δωδεκάθεου ποὺ ἦρθαν γιὰ νὰ ξεριζώσουν τὸ κακὸ ἀπ’ τὶς κοινωνίες γενόμενοι οἱ ἴδιοι ἕνα ἀνακυκλούμενο καὶ ἀνακλυκλώσιμο κακὸ στὴν ἤδη ἀποφορὰ τοῦ ὄζοντος (βρωμεροῦ) κόσμου.
   
  Μία γνήσια λοιπὸν -καὶ ὄχι μαϊμού, ὡς οἱ ἄνω-, ἀντιεξ-ουσιάστρια καὶ πραγματικὸ παλληκάρι, μὰ μὲ τὴν πραγματικὴ ἔννοια τῆς λέξης, ὡς ἔχουσα οὐσία πίστεως, εἶναι καὶ ἡ ἀκόλουθη Ἁγιά μας Θεοδοσία (29 Μαΐου) ἡ ὁποία ἀντιπαρατέθηκε μὲ τὴν ἐξ-οὐσία τοῦ αἱρετικοῦ καὶ εἰκονομάχου Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν θρησκευτικὴ παράγκα τοῦ ἀχαρίστου πρωτοσυγγέλου Ἀναστασίου καὶ τοῦ ἐπιτελείου του ποὺ εἶχε ἐγκατασταθεῖ παρανόμως ὡς Πατριάρχης στὸ θρόνο τῆς Ἐκκλησίας.


   Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴν ἀκατάπαυστη καί ἀλάνθαστη καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀνακύρηξε ὡς Ἁγία. Δὲν ξέρω ὅμως ἂν ζοῦσε καὶ ἀθλοῦσε σήμερα ὑπὲρ Χριστοῦ, μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβώς τρόπο, θὰ κατατάσσοταν ἀπ΄ τούς ἀρμοδίους στὴν χορεία τῶν Ἁγίων ἢ μᾶλλον τῶν ἀφορισμένων καί φανατικών, ἀφοῦ ἡ ἐποχή μας δὲν θέλει τέτοια ριξικεύλευθρα καὶ μὴ ἐλεγχόμενα ἄτομα, ποὺ ὡς φορεῖς γνησιότητας καὶ ἀληθείας μποροῦν νὰ νὰ τινάξουν ἀνὰ πάσα στιγμή, ὡς ὀρολογισκὲς βόμβες, τὰ σκοτεινὰ συστήματα τοῦ κόσμου.
   «Αὕτη ἡ Ἁγία ἦτον κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Ἀδραματτινοῦ, ἐν ἔτει 714, θυγάτηρ γονέων εὐσεβῶν, πατρίδα ἔχουσα τὴν μεγάλην Κωνσταντινούπολιν. Ὅταν δὲ ἔγινεν ἑπτὰ χρόνων, ἀπέθανεν ὁ πατήρ της, ἡ δὲ μήτηρ πέρνουσα ταύτην, τὴν ἐκούρευσε καλογραίαν εἰς ἕνα Μοναστήριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἔπειτα ἀπέθανε καὶ ἡ μήτηρ της, ἀφήσασα ὅλην τὴν περιουσίαν τῆς εἰς τὴν μακαρίαν Θεοδοσίαν, ἡ ὁποία ἐκ τοῦ πλούτου τῆς κατεσκεύασε τρεῖς ἁγίας εἰκόνας χρυσᾶς καὶ ἀργυρᾶς, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, καὶ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀναστασίας, τὰ δὲ λοιπὰ ὑπάρχοντά της διεμοίρασεν εἰς τοὺς πτωχούς.(1)
   Ἀφ’ οὐ δὲ ἀπέρασαν δύω χρόνοι, ἔγινε βασιλεὺς Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ καὶ Κόνων ὀνομαζόμενος, ἐν ἔτει 716, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ ἦτον εἰκονομάχος, διὰ τοῦτο ἐδίωξε βιαίως ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον μὲ ραβδία καὶ σπαθία, τὸν ἁγιώτατον καὶ μέγαν Πατριάρχην Ἅγιον Γερμανόν, ἐπειδὴ καὶ δὲν ἐπείθετο νὰ συμφωνήση εἰς τὰ ἀσεβῆ του δόγματα, καὶ νὰ ἀθετήση τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο ἐποίησεν ὁ ἀλιτήριος, ἀλλὰ ἐσπούδασεν ὁ θηριώνυμος νὰ κρημνίση ἀκόμη καὶ νὰ κατακαύση τὴν ἁγίαν εἰκόνα Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἡ ὁποία ἐστέκετο ἐπάνω εἰς τὴν πόρταν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὀνομαζομένην Χαλκήν.    Ὅθεν εἰς καιρὸν ὁποῦ ὁ σπαθάριος τοῦ βασιλέως ἔβαλε τὴν σκάλαν, καὶ ἀνέβη διὰ νὰ κρημνίση εἰς τὴν γῆν τὴν ἁγίαν εἰκόνα, εὐθὺς ἡ μακαρία αὕτη Θεοδοσία ὁμοῦ μὲ ἄλλας εὐσεβεῖς γυναίκας, ἐπίασαν τὴν σκάλαν, καὶ ἔρριψαν αὐτὴν κατὰ γῆς ὁμοῦ μὲ τὸν σπαθάριον, ὁ ὁποῖος πεσῶν εἰς τὴν γῆν, ἐτελεύτησεν. Ἔπειτα ὥρμησαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, μὲ λίθους καὶ ξύλα, καὶ ὕβριζον τὸν Πατριάρχην Ἀναστάσιον, μισθωτὸν αὐτὸν ὀνομάζουσαι καὶ λύκον καὶ προδότην Ἰούδαν, καὶ οὕτως αὐτὸν ἀπεδίωξαν.(2)
  Παρευθὺς λοιπόν, αἱ μὲν ἄλλαι γυναῖκες, ἀπεκεφαλίσθησαν. Τὴν δὲ Ἁγίαν ταύτην Θεοδοσίαν, ἐτράβιζεν ἕνας ὠμὸς καὶ ἀπάνθρωπος στρατιώτης. Φθάσας δὲ εἰς τὴν τοποθεσίαν, τὴν ὀνομαζομένην τοῦ Βοός, ἐπῆρεν ἕνα κέρατον κριαρίου, καὶ μὲ μεγάλον θυμὸν καὶ μανίαν, ἔμπηξεν αὐτὸ ὁ θηριώδης καὶ διεπέρασεν εἰς τὸν λαιμὸν τῆς Ἁγίας, καὶ ἔτζι ἐπροξένησεν εἰς τὴν μακαρίαν του μαρτυρίου τὸν στέφανον».
_________________
(1) Ἡ Ἁγία τὰ ἔδωσε ὅλα στὸν Χριστὸ ἐνῶ παράλληλα τὰ ἔχασε ὅλα γιὰ τὸν Χριστό. Γι' αυτὸ καὶ ὅλοι ὅσοι πραγματικὰ Τὸν ἀγαποῦνε φθάνουν μὲ τόλμη μέχρι καί τὸν θάνατο ἀκόμη. Ἐδῶ λοιπὸν ἰσχύει τὸ σοφόν: «ὁ βρεγμένος τὴν βροχὴ δὲν τὴν φοβᾶται». Πράγματι τέτοια ἄτομα, ἀπελευθερωμένα ἀπὸ κάθε ἐπίγεια δέσμευση, ἀναδεικνύονται στοὺς πιὸ ἀνίκητους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου ποὺ μποροῦν νὰ ἀλλάξουν καὶ τὴν ροὴ τῆς ἱστορίας ἀκόμη.
(2) Φαντάζομαι τὴν Ἁγία νὰ ζοῦσε στὴν ἐποχή μας! Θὰ εἶχε γίνει μόνιμος κάτοικος τῶν ἀστυνομικῶν κρατητηρίων κάνωντας τὸ ποινικό της μητρῶο μαῦρο σαν τις μαύρες τρύπες του διαστήματος.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Η ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΗ ΛΟΥΒΑΡΗ ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑΣ ΑΙΓΙΝΗΣ.



site analysis

"Παραμονή τού Αγίου Νεκταρίου 8-11-93 πήγε στην Μονή μία κυρία πού έμενε κάποια τετράγωνα πιο κάτω από τό μοναστήρι. Είπε ότι την ώρα πού έκανε τό απόδειπνο έβλεπε πάνω από τό Μοναστήρι τρεις μεγάλους φωτεινούς σταυρούς. "




Η ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΗ ΛΟΥΒΑΡΗ ΗΓΟΥΜΕΝΗ.




Η κατά κόσμον Μαρία όταν ήταν δέκα οκτώ ετών προβληματίσθηκε για την πορεία που θα ακολουθούσε. Ή μητέρα της και ή γιαγιά της, Μικρασιάτισσες μέ ευσέβεια, λάτρευαν τον Θεό όπως είχαν διδαχθεί από τους άγιους Πατέρες της πατρίδας τους, πού την άφησαν ξεριζωμένες, χωρίς να φέρουν τίποτα από τά τόσα αγαθά που είχαν. Ήρθαν πρόσφυγες, μέ μόνο εφόδιο μέ την πίστη...



Ή Μαρία είχε μια καθαρότητα στις σκέψεις, μία ακεραιότητα στον χαρακτήρα, μία τελειότητα σε ότι έφτιαχνε, πού τά διατήρησε ως τό τέλος της ζωής της.


Μια φορά στην προσευχή της, τότε που ήταν δέκα οκτώ ετών, κοιτούσε την εικόνα του Χριστού, την έβλεπε ερευνητικά, ευλαβικά και άκουσε στα βάθη της ψυχής της μία φωνή ουράνια, ανεξήγητη να λέει τό όνομά της «Μαρία». Μόνο ή ίδια πού έζησε αυτό τό μυστικό κάλεσμα, μπορούσε να καταλάβει και να εξηγήσει τί συνέβη. Αυτό ήταν! Καμία αμφισβήτηση, καμία αμφιβολία, καμία μετακίνηση, στις σκέψεις και στα αισθήματα της για την απόφασή της...



Από την Νίκαια πήγαινε στον Γέροντα Ιερώνυμο. στο μετόχι της Αναλήψεως στον Βύρωνα με τά πόδια για τις αγρυπνίες. παρ' όλο πού εργαζόταν και ήταν όρθια όλη την ήμερα.Έγινε μεγαλόσχημη μοναχή στην Μονή Άγιου Δημητρίου στο Ζάλογγο και ονομάστηκε «Χριστοδούλη ».Γνώριζε εκεί τον Μητροπολίτη. Έπρεπε να συνεχίσει να εργάζεται.
Φορούσε μαύρο μαντήλι δετό και από μέσα είχε κεντημένο τό «Ιησούς Χριστός Νικά». Ήταν λιγομίλητη. Ούτε συζητήσεις, ούτε κουβέντες



Ή Ηγούμενη Χριστοδούλη Λούβαρη.       άρχιζε ή επενέβαινε σε αυτές. Σε κανένα δεν έδινε δικαίωμα για κάποια παρατήρηση ή υπόδειξη. Από τά χρήματα πού έπαιρνε συντηρούσε την οικογένεια της. Στις διακοπές της έφερνε και τούς γονείς της στο Μοναστήρι. Όταν πήγαινε στην εργασία της με τά πόδια, σε μεγάλη απόσταση, έλεγε στον δρόμο τό Μεσονυκτικό και όσες προσευχές γνώριζε, ένώ τά δάκρυα έτρεχαν γιατί ήταν μακριά από τό μοναστήρι και έχανε τις ακολουθίες...



Πήρε μειωμένη σύνταξη και πήγε κοντά στην Γερόντισσα Γλυκερία. Ήταν αυστηρή και στον εαυτό της και στους άλλους. Στις νηστείες απόλυτη. Στην προσευχή ανύσταχτη. Διάβαζε την Κλίμακα τού Όσιου Ίωάννου. Δεν άλλαζε βιβλία. ’Άς εφαρμόσω αυτά. έλεγε, όταν της πρότειναν να μελετήσει και άλλα πατερικά βιβλία. Τελείωνε την Κλίμακα και την ξεκινούσε πάλι από την αρχή...



Παρ’ όλο πού ήταν αυστηρή και δεν μπορούσε κανείς να την πλησιάσει εύκολα, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη. Αγαπούσε, συμπονούσε. Όταν καμία από τις μοναχές αρρώσταινε, έκλαιγε. Όταν ήταν 34 ετών, πόνεσε δυνατά στο αριστερό της χέρι. Πέρασε ένα διάστημα με παυσίπονα. Της είπαν ότι ήταν αρθριτικά. Όμως ό αριστερός μαστός της πρήσθηκε πολύ και παραμορφώθηκε. Δεν έδωσε σημασία, ούτε είπε σε κανένα τίποτα. Ήταν καρκίνος και για 44 χρόνια έμεινε εκεί. Τον φρουρούσαν οι προσευχές της. Όταν έφθασε στα 78 της χρόνια, έπεσε από δύο σκαλοπάτια στην αυλή. 




Κτύπησε στο πρόσωπο και στο στήθος τό παραμορφωμένο. Τότε κακοφόρμησε. Άρχισε να τρέχει αίμα. Δεν έλεγε τίποτα. Είχε κοιμηθεί ή Γερόντισσα Γλυκερία και ήταν Ηγουμένη από τό 1986 έως τό 1993. Φαινόταν στενοχωρημένη. «Γερόντισσα τί έχετε;» Την ρωτούσαν. «Μήπως σάς λυπήσαμε, μήπως κάτι κάναμε που σάς στενοχώρησε;». Απαντούσε αρνητικά. Μετά από πολλές πιέσεις είπε ότι στο στήθος της κτύπησε και δεν σταματούσε να τρέχει αίμα. Φάνηκε αμέσως ότι ήταν καρκίνος. Βρέθηκε γυναίκα ιατρός-μαστολόγος, στο νοσοκομείο «Άγιος Σάββας». Ή γιατρός ξαφνιάστηκε. Όταν έμαθε πόσα χρόνια σήκωνε επάνω της έναν όγκο σαν μικρό πορτοκάλι, φώναξε και τούς άλλους γιατρούς να διαπιστώσουν τό εξαιρετικό αυτό φαινόμενο. Ή γιατρός για να την φοβίσει της είπε αυστηρά: «Πρέπει επειγόντως να χειρουργηθείς. Θα σαπίσεις, θα βρωμίσεις. Να πεθάνεις τουλάχιστον με αξιοπρέπεια». Της μίλησε πολύ σκληρά ή γιατρός.



Δέχθηκε να χειρουργηθεί. Πήγαν στην Γραμματεία να κλείσουνε σειρά. «Όχι εδώ», είπε ή γερόντισσα Χριστοδούλη στις αδελφές. «Είναι μακριά να έρχεστε, καλύτερα στο Αντικαρκινικό, στον Πειραιά». Όταν 3 Νοεμβρίου τού 1992. Επέστρεψαν λυπημένες στην Αίγινα. Ρώτησαν και άλλους γιατρούς και τούς είπαν ότι, αφού ήταν προχωρημένο, αν τό πείραζαν, θα ήταν χειρότερα. Της έδωσαν μία ελαφριά αντιβίωση, έτσι για να συντηρηθεί. Ή πληγή έκλεισε, χωρίς να σαπίσει, χωρίς να βρωμίσει. Παραμονή τού Αγίου Νεκταρίου 8-11-93 πήγε στην Μονή μία κυρία πού έμενε κάποια τετράγωνα πιο κάτω από τό μοναστήρι. Είπε ότι την ώρα πού έκανε τό απόδειπνο έβλεπε πάνω από τό Μοναστήρι τρεις μεγάλους φωτεινούς σταυρούς. Περιέγραψε μάλιστα ότι τούς έβλεπε και νόμισε πώς είχαν φωταγωγήσει για την πανήγυρη τού Αγίου Νεκταρίου. «Για μένα είναι οι σταυροί» είπε ή Γερόντισσα Χριστοδούλη. Και οι αδελφές σκέπτονταν ποιά δοκιμασία επρόκειτο να περάσουν μέ νοσοκομεία και θεραπείες...



Πριν μερικές εβδομάδες μια μοναχή την είχε ρωτήσει «Φοβόσαστε τον θάνατο;» «Δεν φοβάμαι να πεθάνω, να πάω στον Χριστό, αλλά πώς να πεθάνει κανείς;». Σάν άνθρωπος δείλιαζε να μην είναι μόνη της και όλα τα άλλα. Την ρώτησε πάλι. «Δεν πρέπει να ετοιμαστείτε;» «Τώρα θα ετοιμαστώ;» Της απάντησε. Σαν να της έλεγε, «τόσα χρόνια τί έκανα;». Πάντοτε έλεγε, ότι πρέπει ό μοναχός να προσέχει τις λεπτομέρειες. «Τό ύφασμα που δεν έχει ούγια, σύντομα ξεφτίζει» διατύπωνε χαρακτηριστικά.
Στις 26 Ιανουάριου του 1993 τό μεσημέρι, κτύπησε τό κουδούνι για τό μεσημεριανό φαγητό. Ή Γερόντισσα Χριστοδούλη εργαζόταν σε ένα τραπεζάκι στο κελί της. Τό πρωί όπως πάντα ήταν πρώτη στην ακολουθία. 

Τίποτα δεν φανέρωνε πώς είχε φτάσει στο τέλος της ζωής της. Δεν είχαν κάνει προσευχή για τό φαγητό και είπε «Ωχ, ή πλάτη μου» και αμέσως μετά λίγα λεπτά πέθανε. Έσκυψε επάνω στο τραπέζι. Μία μοναχή της έπιασε τον σφυγμό και κατάλαβε πώς τελείωσε. Δεν μπορούσαν να πιστεύσουν ότι έτσι αμέσως. τόσο γρήγορα βρέθηκε στην αιωνιότητα. Μια άλλη μοναχή έλεγε «Θα κουράστηκε, από τό πρωί συνέχεια εργάζεται. Θα συνέλθει». Ό γιατρός που έφθασε σε λίγο διαπίστωσε τον θάνατο...


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

«Λουκία Λαουτάρη Παπαγεωργίου» Η Μπουμπουλίνα της ΕΟΚΑ



site analysis

έπεσε ηρωικά, μαζί με το αγέννητο παιδί της…Υποκλινόμαστε στο μεγαλείο της. ΑΘΑΝΑΤΟΙ! ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ… (5 ΙΟΥΛΙΟΥ 1958)



Λουκία Λαουτάρη Παπαγεωργίου: όλα για την Πατρίδα!

Τιμούμε τη γυναίκα που έδρασε και απέθανε περήφανη για το όνομα της λευτεριάς

Ως αγωνίστρια και ως μάνα η Λουκία Λαουτάρη Παπαγεωργίου είχε τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα ζήλευε κάθε γυναίκα του σήμερα.Η Λουκία Λαουτάρη και ο σύζυγός της Γεώργιος Λαουτάρης διατηρούσαν κρησφύγετο στο περιβόλι τους, όπου έκρυβαν καταζητούμενους αντάρτες της ΕΟΚΑ.


Η τεράστια συμβολή της Ελληνίδας Κύπριας γυναίκας κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ 55-59 ήταν αναμφισβήτητα άκρως σημαντική και εντυπωσιακή. Μάλιστα, ο Αρχηγός Διγενής στα Απομνημονεύματά του αναφέρεται στη γυναίκα της ΕΟΚΑ με μεγάλο θαυμασμό, παρομοιάζοντάς τη με την γυναίκα Σπαρτιάτισσα, αφού ως αγωνίστρια και ως μάνα είχε τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα ζήλευε κάθε γυναίκα του σήμερα: Αψηφούσε τον κάθε κίνδυνο, ξεγελούσε με μεγάλη δεξιοτεχνία τον Άγγλο κατακτητή, χειριζόταν τα πάντα με μεγάλη μυστικότητα, ευελιξία και πανουργία. Φύλαγε στο σπίτι της χωρίς δεύτερη σκέψη αντάρτες με κίνδυνο τη δική της ζωή και της οικογένειάς της, μετέφερε μέσα στο καλαθάκι της φυλλάδια, υλικά και σημειώματα αγωνιστών, και πολλές φορές όπλα και πυρομαχικά.

Ως γνήσια Ελληνίδα μάνα έστελνε τα παιδιά της στο βωμό της Λευτεριάς και έκρυβε τον πόνο της με το σθένος και την περηφάνια που τη χαρακτήριζε.

Σήμερα τιμούμε μια γυναίκα που διέθετε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, μιας γυναίκας που έδρασε και απέθανε περήφανη για το όνομα της λευτεριάς και της Ένωσης της Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα! Την «Μπουμπουλίνα» της ΕΟΚΑ, τη Λουκία (Λαουτάρη) Παπαγεωργίου.

Η Λουκία γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1926, στο χωριό Αυγόρου της επαρχίας Αμμοχώστου και τέλειωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού της. Ασχολείτο με τα αγροτικά από πολύ νεαρή ηλικία, ακούραστη αγρότισσα, υπόδειγμα συζύγου και μητέρα έξι παιδιών.

Η Λουκία Λαουτάρη και ο σύζυγός της Γεώργιος Λαουτάρης διατηρούσαν κρησφύγετο στο περιβόλι τους, όπου φιλοξενούσαν και έκρυβαν καταζητούμενους αντάρτες της ΕΟΚΑ.


Ο ΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ (Φωτ.ἀπό: lekythos.library.ucy)

4 Ιουλίου 1958: Ο Αρχηγός Διγενής δίνει εντολή για γενικό ξεσηκωμό όλου του άμαχου πληθυσμού. Στο Αυγόρου η τοπική οργάνωση της ΕΟΚΑ τοποθετεί σε όλο το χωριό συνθήματα, οι Άγγλοι στρατιώτες όμως τα κατεβάζουν.

5 Ιουλίου 1958: Οι Έλληνες δεν τα βάζουν κάτω, τίποτα δεν τους σταματάει και αναρτούν νέα συνθήματα.

Οι Άγγλοι, για να τους εκφοβίσουν, συλλαμβάνουν ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι, τον Κυριάκο Μακρή και τον αναγκάζουν να ανέβει σε μια σκάλα για να κατεβάσει τα συνθήματα. Το δεκαπεντάχρονο παιδί αρνείται πεισματικά και οι στρατιώτες τον σέρνουν προς το στρατιωτικό όχημα, κτυπώντας τον αλύπητα με ρόπαλο. Τότε οι γυναίκες του χωριού, για να το προστατεύσουν, ορμούν και το αρπάζουν από τα χέρια των Άγγλων και το φυγαδεύουν.

Από τη συμπλοκή που είχε δημιουργηθεί στο κέντρο του Αυγόρου, οι καμπάνες άρχισαν να κτυπούν και συναγερμός σημάνθηκε, για να συγκεντρωθούν οι κάτοικοι του χωριού στην πλατεία. Η καμπάνα χτυπούσε και για τη Λουκία, που εκείνη την ώρα έκανε μπάνιο τη μικρή της κόρη Θεοδώρα. Η καρδιά της κτυπούσε στο ρυθμό της καμπάνας… σηκώθηκε, κοίταξε το καμπαναριό… Ξέρει πως πρέπει να φύγει να πάει εκεί που κτυπά για εκείνην ο ήχος της Ελευθεριάς. Κοιτάζει τη μικρή της κόρη… την αγκαλιάζει, της δίνει ένα φιλί και την αφήνει στη φροντίδα της αδελφής του ανδρός της. Τρέχει έξω από το σπίτι και κατευθύνεται στην πλατεία, κοντά στους άλλους συγχωριανούς, της για να δώσει και εκείνη το παρών της.

Στην πλατεία ακολούθησε άγριος λιθοβολισμός από τους κατοίκους, με αποτέλεσμα οι Άγγλοι να αναγκαστούν να καλέσουν ενισχύσεις. Σε λίγο καταφθάνουν τρία θωρακισμένα αυτοκίνητα και δυο μεγάλα αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες, περικυκλώνοντας το πλήθος. Οι Άγγλοι εξαπέλυσαν επίθεση με ρόπαλα εναντίον των άοπλων κατοίκων, ενώ το ένα από τα τρία θωρακισμένα αυτοκίνητα ανοίγει πυρ, με αποτέλεσμα οι σφαίρες του να βρουν τη Λουκία Παπαγεωργίου Λαουτάρη στο κεφάλι και τον συγχωριανό της Παναγιώτη Ζαχαρία στο στήθος. Ο θάνατός τους ήταν ακαριαίος, για την οικογένεια Λαουτάρη όμως ο θρήνος ήταν διπλός…. αφού η Λουκία κυοφορούσε το έβδομο παιδί της, όταν σκοτώθηκε…. σχεδόν ήταν 5 μηνών!

Επίσης, από τη συμπλοκή τραυματίστηκαν αλλά εκατόν πρόσωπα.


ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ (Φωτ.ἀπό: lekythos.library.ucy)

ΑΘΑΝΑΤΗ!!!

Πηγή: Hellasforce το είδα στο Αβέρωφ

το άρθρο επιμελήθηκε η κ. Κάρολ Γρίβα
ΠΗΓΗ.ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ

Αγία Κυριακή η Μεγαλομάρτυς [7 Ιουλίου]


site analysis 

η εικόνα δεν εμφανίζεται
Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
ΚΑΤΑΓΩΓΗ: H Αγία Μεγαλομάρτυς Κυριακή γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας και ήταν η μοναχοκόρη του Δωρόθεου και της Ευσεβίας. Οι γονείς της ήταν Έλληνες, ευσεβείς χριστιανοί και ευκατάστατοι, αλλά χωρίς παιδιά. Προσευχόμενοι αδιαλείπτως, απέκτησαν ένα παιδί εκ Θεού. Αυτό, επειδή γεννήθηκε ημέρα Κυριακή (την ημέρα του Κυρίου), της δόθηκε το όνομα Κυριακή. Από την παιδική της ηλικία η Κυριακή ήταν αφιερωμένη στο Θεό. Ήταν όμορφη στο σώμα και στην ψυχή. Πολλοί μνηστήρες τη ζήτησαν σε γάμο, αλλά απέρριπτε όλες τις προτάσεις, λέγοντας ότι είναι αρραβωνιασμένη με τον Χριστό τον Κύριο και ότι δεν επιθυμούσε τίποτε περισσότερο από το να πεθάνει εν παρθενία.
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ: Ένας δικαστής της πόλης ήθελε να αρραβωνιάσει την Κυριακή με το γιο του, δεδομένου μάλιστα ότι εκείνη προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Καθώς και η δική του πρόταση απορρίφθηκε, κατήγγειλε την Κυριακή και τους γονείς της ως Χριστιανούς στον τότε αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Ο αυτοκράτορας διέταξε οι γονείς της να υποβληθούν σε βασανιστήρια. Ο Δωρόθεος ξυλοκοπήθηκε άγρια, μέχρι του σημείου οι στρατιώτες από την κούραση να σταματήσουν να τον χτυπούν. Επειδή ούτε η κολακεία, ούτε τα μαρτύρια είχαν αποτέλεσμα, ο Δωρόθεος και η Ευσεβία εξορίσθηκαν στη Μελιτηνή, στα σύνορα Αρμενίας Καππαδοκίας, όπου πέθαναν υπομένοντας πολλά δεινά για τον Χριστό1.

ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Έστειλε τότε ο αυτοκράτορας την Κυριακή να ανακριθεί από τον Καίσαρα Μαξιμιανό. Η Κυριακή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη της. Ως αποτέλεσμα ο Μαξιμιανός διέταξε να τη μαστιγώσουν. Οι άνδρες του αυτοκράτορα τη βασάνισαν με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά η πίστη της ήταν ακλόνητη. Ένα βράδυ, καθώς κείτονταν στο πάτωμα του κελλιού της, άκουσε τη φωνή του Θεού να της λέει: «Μη φοβάσαι τα βασανιστήρια Κυριακή, το πνεύμα μου είναι μαζί σου». Ακόμη κι έπειτα από πολλές και τρομερές δοκιμασίες, ο Μαξιμιανός απέτυχε να πείσει τη νεαρή γυναίκα να αλλάξει την πίστη της. Την έστειλε τότε στον έπαρχο Βιθυνίας Ιλαρίωνα, από τον οποίο ζήτησε να κάνει την Κυριακή ειδωλολάτρη ή να του την ξαναστείλει. Ο Ιλαρίων έβαλε τα δυνατά του για να το πετύχει αυτό. Ένα από τα βασανιστήρια που δοκίμασε ήταν να την βάζει να κρέμεται από τα μαλλιά της αρκετές ώρες ενώ στρατιώτες της έκαιγαν το σώμα με αναμμένες δάδες. Τέλος, την έριξαν σε ένα κελί φυλακής. Εκείνη τη νύχτα ο Χριστός εμφανίστηκε και της θεράπευσε τις πληγές. Βλέποντας τη θαυματουργή σωτηρία της Κυριακής πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στο Χριστό με συνέπεια να θανατωθούν από τους στρατιώτες του επάρχου. Ύστερα από εξαντλητική ανάκριση, οδήγησαν την Κυριακή στο ναό ελπίζοντας πως μετά τα τόσα βασανιστήρια θα θυσίαζε στα είδωλα. Εκείνη, παρακαλούσε μέσα της το Χριστό να τη βοηθήσει. Τότε ένας δυνατός τοπικός σεισμός που τρόμαξε τους δημίους έκανε τα αγάλματα του ναού να πέσουν από τα βάθρα τους και να συντριβούν. Αφού η Αγία οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή, ο νέος έπαρχος Απολλώνιος διέταξε να συνεχιστεί το “έργο” του προκατόχου του. Η Κυριακή οδηγήθηκε λοιπόν σε νέα βασανιστήρια. Όταν όμως την έριχναν στη φωτιά, οι φλόγες δεν την έκαιγαν. Όταν την έριχναν στα άγρια θηρία αυτά ημέρευαν. Εν τέλει, ο Απολλώνιος την καταδίκασε σε αποκεφαλισμό. Της δόθηκαν λίγα λεπτά για να προσευχηθεί, και ζήτησε από το Θεό να παραλάβει την ψυχή της, συγχωρώντας αυτούς που εξ αιτίας τους πέθαινε και μαρτυρούσε για το Χριστό. Έπειτα έγειρε προς τη γη. Όταν ο δήμιος πλησίασε για να εκτελέσει τη διαταγή, είδε ότι η Κυριακή ήταν ήδη νεκρή. Η Παρθενομάρτυς Αγία Κυριακή ήταν μόλις 21 χρονών.
Απολυτίκιο: “Ως βρύσις πολύκρουνος παρθενομάρτυς Χριστού, κατήρδευσας πάνσοφε την Εκκλησίαν αυτού, και ήθλησας άριστα. Έσωσας τους εν σκότει της ειδωλομανίας, αίγλη των σων θαυμάτων, Κυριακή αθλοφόρε. Διό εν παρρησία Χριστώ πρέσβευε σωθήναι ημάς.”
1. Κατ' άλλους Συναξαριστές, οι γονείς της συνελήφθησαν και μετά από ανάκριση βασανίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν από το δούκα Ιούστο, κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού..
 

Η ΜΟΝΑΧΗ ΠΕΛΑΓΙΑ ΜΑΡΑΒΕΛΛΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ.



site analysis

 «Νόμιζα πώς δεν πατούσα στην γη! Οι απόκοσμες μελωδίες που μέ συνόδευαν μου έδιναν θάρρος και ανέκφραστη χαρά!»








Γεννήθηκε στο χωριό Μολάοι της Μάνης το έτος 1860. Ήταν το μόνο κορίτσι ανάμεσα στα έξι αγόρια αδέλφια της. Από μικρή στην ηλικία είχε τον πόθο να μονάσει. Ντυνόταν σεμνά με μονόχρωμα ρούχα και αποσυρόταν σε μακρινά εξωκκλήσια, όπου στην ησυχία επιδιδόταν στο θεάρεστο έργο της προσευχής.


Οι δικοί της όμως, και ιδίως ό πατέρας της, επιθυμούσαν να την δουν αποκατεστημένη σε γάμο και μάλιστα μέ συντοπίτη τους για να μην ξενιτευτεί. Ή κόρη βέβαια αντιδρούσε σθεναρά. Όταν όμως ή κατάσταση έγινε έκρυθμη ή ίδια μηχανεύτηκε το εξής: δέχτηκε να αρραβωνιαστεί τον γαμπρό που της διάλεξαν και ορίστηκε και ή ημερομηνία του γάμου. Στις προετοιμασίες του γάμου συμμετείχε χαρούμενη για να μην κινήσει τις υποψίες κανενός. Δύναμη έπαιρνε από την προσευχή και την ακλόνητη πίστη της στον Χριστό και την σκέψη ότι ό εκλεκτός Νυμφίος της ψυχής της άξιζε κάθε θυσία...


Κάποια λοιπόν Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία έγινε ό γάμος και ακολούθησε το γαμήλιο γλέντι. Πριν από τά μεσάνυχτα οι συγγενείς συνόδευαν το νεόνυμφο ζευγάρι μέ όργανα μέχρι το σπίτι τους. Τότε ήταν που άρχισε ή καρδιά της νέας να σπαρταρά από την αγωνία σχετικά μέ την υλοποίηση του σχεδίου της...


Όταν έμειναν μόνοι τους εκείνη μέ άνεση και χαμογελαστά έβγαλε το νυφικό της λέγοντας στον γαμπρό: «Κράτησε το προσεκτικά σε παρακαλώ μέχρι να γυρίσω στο δωμάτιο. Δεν θέλω να τσαλακωθεί...».
Κατέβηκε μέ προσοχή την σκάλα και βγήκε αθόρυβα από το σπίτι. Όταν ξεμάκρυνε αρκετά, άρχισε να τρέχει σαν το ελάφι που το καταδιώκει ό κυνηγός. Εκείνη την νύχτα βρήκε καταφύγιο στην Μονή της Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος ή «Νέον Άθωνα» που είχε ιδρύσει ό μακάριος Γέροντας Πανάρετος (Πολυκάρπου) ό Καυσοκαλυβίτης.
Διηγιόταν αργότερα στις υποτακτικές της: «Νόμιζα πώς δεν πατούσα στην γη! Οι απόκοσμες μελωδίες που μέ συνόδευαν μου έδιναν θάρρος και ανέκφραστη χαρά!»


Ή θυρωρός μοναχή την οδήγησε στην Ηγουμένη στην όποια ή κόρη άνοιξε την καρδιά της. Ή Ηγουμένη της προσέφερε καταφύγιο στο μοναστήρι, όπως και το μαύρο ένδυμα της δοκίμου μοναχής. Την άλλη μέρα οι δικοί της μαζί μέ τον γαμπρό την ανεζήτησαν στο μοναστήρι. Όμως οι μοναχές που είχαν πληροφορηθεί το βραδινό συμβάν τους απομάκρυναν από τον Ιερό χώρο. Παρέμεινε έτσι στο μοναστήρι για αρκετό χρονικό διάστημα. Έν καιρώ ή Ηγουμένη την φυγάδευσε στον Πειραιά. Από εκεί επεβιβασθη σε πλοίο με σκοπό να επισκεφτεί το μοναστήρι του Κεχροβουνίου στην Τήνο συνοδευόμενη από τον Σωτήριο Τσάφο. Έστειλε μήνυμα στον σύζυγο ότι είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει και να μην δεσμεύεται από εκείνη...
Στα 18 της χρόνια εισέρχεται στο Κεχροβούνι και υστέρα από την κανονική δοκιμασία κείρεται μοναχή υπό το όνομα Πελαγία. Έτυχε μάλιστα ή ημέρα της κουράς της να είναι ή ημέρα κατά την όποια έφθασε στο μοναστήρι μαινόμενος ό πρώην σύζυγος της. Ή απάντηση του ήρθε σκληρή από την Ηγουμένη: «Δεν υπάρχει καμία Σταυρούλα εδώ. Έδώ κατοικεί ή μεγαλόσχημη μονάχη Πελαγία και εσύ να κοιτάξεις την ζωή σου...».



Σχετικά μέ αυτό το συμβάν ή ίδια ή Γερόντισσα Πελαγία έλεγε: «Όσο ήταν ελεύθερος, τού έκανα κάθε μέρα κομβοσχοίνι να τον φωτίσει ό Θεός να πάει σε μοναστήρι, να γίνει μοναχός και να λάβει το διπλό στεφάνι της Παρθενίας και της Ασκήσεως...». Πέρασαν χρόνια, πάνω από είκοσι. Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, ένας νέος ζητούσε να δει την Γερόντισσα Πελαγία. Όταν συναντήθηκαν, εκείνος γονάτισε στα πόδια της και της είπε: «Είμαι ό γιος του πρώην συζύγου σου και μέ έστειλε ό πατέρας μου να πάρω την ευχή σου, γιατί θέλω να γίνω μοναχός. Μετά από έδώ φεύγω κατευθείαν για το Άγιον Όρος. Ήδη ό πατέρας μου είναι εκεί από καιρό...».



 Ή μακαριστή Ηγούμενη του Κεχροβουνίου Ευπραξία Βασιλικού κατέθεσε γι’ αυτή την ψυχή τα έξης: «Ή αδελφή Πελαγία ήταν μεγάλη ασκήτρια. Σπάνια έκοιμάτο σε κρεβάτι. Ό χρόνος τού ύπνου της ήταν πάντα μετρημένος. 


Άνεπαύετο καθιστή σε καρέκλα ή στο σκαμνάκι της κλείνοντας για λίγο τα μάτια της. Αγαπούσε πολύ την προσευχή, την μόνωση και την σιωπή. Χωρίς σοβαρό λόγο δεν έβγαινε ούτε άνοιγε το κελί της. Κατά τις νηστείες έτρωγε μέρα παρά μέρα λίγο ξερό ψωμάκι και αυτό αργά το βράδυ». Δούλευε αρκετά και το εργόχειρο της ήταν κέντημα στο τελάρο, το όποιο δίδαξε μαζί μέ την ακρίβεια στην μοναχική πολιτεία στις τέσσερεις υποτακτικές της. Κασσιανή. Πελαγία. Θεοδούλη. Καλλιστράτη, καθώς και σε έμπερίστατα κορίτσια πού ζούσαν τότε στο μοναστήρι.



Όταν εφαρμόσθηκε ή έορτολογική μεταρρύθμιση κατά το νέο ημερολόγιο στο μοναστήρι, ή αδελφή Πελαγία αρνήθηκε να συμμορφωθεί μέ την εντολή της Μητροπόλεως για λόγους συνειδήσεως και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το αγαπημένο της Κεχροβούνι. Στην Αθήνα βρέθηκε έμπερίστατη. Όταν ό αδελφός της αστυνομικός Γεώργιος Μαραβέλλιας της ζήτησε να συναντηθούν, εκείνη τού έστειλε απόκριση: «Από τότε πού 'βαλα το σχήμα, δεν έχω αδέλφια». 


Εγκαταστάθηκε μέ τις υποτακτικές της στον Κορυδαλλό, όπου και ανήγειραν το Ιερό Ησυχαστήριο της Αγίας Μαρίνης. Κοιμήθηκε εν Κυρίω στα 85 της χρόνια, κατά το έτος 1945 και τάφηκε στο νεκροταφείο των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Κορυδαλλού.


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Η ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ.



site analysis

 "Αξιώθηκε να όραματισθει την Παναγία την Βουρνιώτισσα στην οποία είναι άφιερωμένο το ομώνυμο μετόχι της Μονής και ή οποία της είπε επιτακτικά: «Κατοικώ στο Κεχροβούνι να παραμείνεις στο κελί σου έως εσχάτης σου αναπνοής».








Γεννήθηκε το 1910 στην Σύρο και το βαπτιστικό της όνομα ήταν
Άννα. Είχε 4 ακόμη αδέλφια εκ των οποίων ό ένας ήταν ό
ευλαβής και ενάρετος Ιερομόναχος Νικόδημος στον Άγιο Παντελεήμονα της Σύρου.


Ή νεαρή Άννα διακρινόταν για την ευστροφία. την καλοσύνη, την συμπαράστασή της στους ενδεείς όπως και για την εργατικότητα της. Συνήθιζε μάλιστα να κουβαλάει πέτρες και υλικά για το χτίσιμο της Ιεράς Μονής της Αγίας Βαρβάρας στην Σύρο, βοηθώντας το μοναδικό εργάτη πού εξυπηρετούσε την Μονή, κάποιον Ιωάννη.


Στο Κεχροβούνι έφθασε το 1938 και κατοίκησε στο κελί της Προηγούμενης Θεοφανούς Βιδάλη. Μεγαλόσχημη όμως την έκανε ή Ηγουμένη Ευπραξία Βασιλικού, επειδή ή Προηγούμενη είχε γεράσει πολύ και κινείτο με δυσκολία.


Στην μέση της και κατάσαρκα ήταν ζωσμένη μέ αλυσίδες. Ό ύπνος της ήταν λιγοστός και αυτός πάνω σε ένα στενό και κοντό κρεβάτι
από το όποιο εξείχαν τα πόδια της. Το κρεβάτι αυτό δεν ήταν άλλο παρά ένα φύλο μιας παλαιάς πόρτας. Για στρώμα χρησιμοποιούσε ένα έλαιόπανο (πανί συγκομιδής των ελαίων) γεμισμένο μέ δαφνόφυλλα και φοινικόκλαδα ένώ για προσκέφαλο χρησιμοποιούσε μια πέτρα. ’Έκανε επίσης τρεις χιλιάδες μετάνοιες ημερησίως.


Για τις υπέρ άνθρωπο ασκήσεις της αυτές έπαιρνε ευλογία από τη σεβαστή Προηγουμένη Θεοφανώ, στην όποια έξαγορευόταν οτιδήποτε την άπασχολούσε ως και τις ενοχλήσεις τού άρχεκάκου εχθρού που στενοχωριόταν να βλέπει μια γυναίκα να τον ταπεινώνει διαρκώς μέ την άσκηση και την υπακοή. Τόσο μεγάλη εγρήγορση είχε στον πόλεμο εναντίον τού μισοκάλου ώστε δεν δίσταζε να ξυπνήσει την πνευματική της μητέρα για να ξαγορευθεί και να συμπροσευχηθούν...


Ήταν όμως λίγο ευέξαπτη. Κάποια αδελφή το εξομολογήθηκε στον σοφό Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, που ήταν ό πνευματικός της Μονής και εκείνος μέ την διάκριση που είχε είπε: «Επειδή κάνει πολλά για την αγάπη τού Χριστού, εκείνος της έδωσε αυτή την αδυναμία για να ταπεινώνεται. Κάνει όμως καθαρά εξομολόγηση και τηρεί την αύτομεμψία».

Ή αδελφή Χριστονύμφη που κάποτε επιθυμούσε να ασκηθεί έκτος της Μονής, αξιώθηκε να όραματισθει την Παναγία την Βουρνιώτισσα στην οποία είναι άφιερωμένο το ομώνυμο μετόχι της Μονής και ή οποία της είπε επιτακτικά: «Κατοικώ στο Κεχροβούνι να παραμείνεις στο κελί σου έως εσχάτης σου αναπνοής».
Κοιμήθηκε εν Κυρίω το 1962 σε ηλικία 52 ετών υστέρα από ασθένεια που χτύπησε την καρδιά και τα νεφρά της.




 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ-"ΕΙΔΑ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ"!!



site analysis




Η ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ

Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Τριπόταμος Τήνου. Οι γονείς της Νικόλαος και Ελένη Βιδάλη είχαν τρία ακόμη παιδιά. Ή οικογένεια της ήταν αρκετά πλούσια. Είχαν πολλά ελαιόδεντρα του τούς απέδιδαν αρκετά κέρδη από την πώληση τού λαδιού και τών ελαιών. Γι’ αυτό ό πατέρας της ήταν γνωστός με το όνομα Λαδογιάννης. Ή μητέρα της ήταν επίσης από πλούσια οικογένεια. Το 1896 έδωσε 6.000 δραχμές μετρητά, με τα όποια αγόρασε σπίτι στην χώρα για την κόρη της Ειρήνη.



Το κατά κόσμο όνομά της ήταν Ευαγγελία. Ήταν τελειόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου με άριστα, όπως και τά περισσότερα κορίτσια της εποχής. Διακρινόταν για την φιλομάθεια, την ευστροφία, την σοφία και την σεμνότητά της.



 Στο Κεχροβούνι κατοίκησε από 13 χρόνων. Γερόντισσά της ήταν ή μοναχή Θεοφανώ Νικολαΐδου από την Κωνσταντινούπολη, ή όποια και της έδωσε το όνομά της. Ή αγία εκείνη ψυχή -τύπος πραότητας και ανεξικακίας- της μετέδωσε όλη την μοναχική πείρα τών συγχρόνων της μοναχών και τις βάσεις για να προχωρήσει σταθερά την μοναχική της πορεία. Μαζί πέρασαν 30 χρόνια μεστά από αγιασμό, ώσπου ή Γερόντισσά της κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 7 Απριλίου του 1915.



Ή αδελφή Θεοφανώ ήταν ένας άνθρωπος πράος, άκακος, σεμνός και αγαπητός από όλη την αδελφότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο έφτασε ως το αξίωμα της Ηγουμένης όταν διαδέχθηκε την Ηγουμένη Θεοδοσία Καρδίτση μετά το θάνατό της το 1933. Την διαδέχθηκε και κατά τον τρόπο της Αγάπης, της θυσίας, της διακονίας...



Ήταν πολύ ελεήμων. Από το υστέρημα της χώριζε ένα χρηματικό ποσό ή δώρα της αγάπης της, όπως τρόφιμα και ρούχα, τα έκανε δεματάκια και τα έκρυβε στις γλάστρες της αυλής τού κελιού της. Έγνεφε με το δάκτυλο από το μπαλκονάκι της και τα έπαιρναν εκείνοι που περίμεναν την κίνηση της σπλαγχνικής καρδιάς της. Αυτή ή πράξη γινόταν πάντοτε κρυφά αποφεύγοντας επιμελώς να ακούει τις ευχαριστίες των ανθρώπων...

Τα διακονήματά της ήταν ή ψαλτική και ή διακονία στο 'Ιερό Βήμα, μία διακονία πού την προσέφερε με ιδιαίτερη αυταπάρνηση υπομονή και πάντοτε με σιωπή. Για τούς Λειτουργούς τού Ύψιστου έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό. ’Έλεγε χαρακτηριστικά: «Μετά το Ευαγγέλιο ό Ιερέας γίνεται πυρφόρος Άγγελος». Στις ήμερες της κτίσθηκε το παρεκκλήσι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας. Στην ευθύνη της είχε και το εξωκκλήσι τού Αγίου Ίωάννου τού Θεολόγου.

Έτρεφε μεγάλη αγάπη για την Παναγία. Γι’ αυτό και αξιώθηκε πολλές φορές να την δει.



Κάποτε περίμενε στην ουρά μέ τις άλλες αδελφές μέ την στάμνα στο χέρι για να πάρει νερό από το παρεκκλήσι της Παναγίας της Κατωγιώτισσας και είδε την Παναγία να ξεκόβει από την ουρά των μοναχών και να μπαίνει στο Ναό...



Άλλη φορά είδε την Παναγία σαν κοριτσάκι να προχωρά μέ την πομπή τών Παρθένων έτσι όπως εμφανίζεται στην παράσταση τών Είσοδίων και να περνά μέ χάρη από το κελί της.

Στην Κατοχή, και ενώ ήταν λυπημένη για την κατάσταση στο μοναστήρι μέ την φτώχεια και τις στερήσεις, είδε την Παναγία πού της είπε επιτακτικά: «Μην ανησυχείς, παιδί μου, εγώ θα θρέφω τις καλογριές σου».



Όταν ήταν Ηγουμένη, ανέβηκε στο μοναστήρι για να προσκυνήσει μία κυρία, ή όποια ήθελε να δώσει χρήματα για την ενίσχυση τών αδελφών. Την ώρα πού έφτασε στο μοναστήρι, συνέπεσε να έχει έλθει ένας ψαράς από την χώρα, ό όποιος άπλωσε την πραμάτεια του στο πλατύσκαλο κάτω από το Ηγουμενείο. Το κρύο ήταν πολύ, ό αέρας φυσούσε μανιασμένος. Οι μοναχές είχαν πέσει πάνω από τά καλάθια, ποιά θα πρωτοπάρει. Ή εικόνα αυτή επηρέασε την καλή της θέληση και μονολόγησε: «Σ’ αυτές τις φαγάνες να δώσω τά χρήματά μου; Μη γένοιτο». Έτσι προσκύνησε και έφυγε. Το βράδυ, αφού έπεσε να κοιμηθεί, άκουσε κτυπήματα στην πόρτα τού ξενοδοχείου και άνοιξε. 



Μπροστά της είδε μια ωραιότατη κυρία, ή οποία επιβλητικά και αυστηρά της είπε: «Αυτό πού ήθελες να κάνεις το πρωί, να το πραγματοποιήσεις, γιατί σε περιμένει μεγάλη τιμωρία». «Και ποιά είσαι εσύ κυρία μου» της άπαντά, «και πώς ξέρεις τί σκέπτομαι εγώ;».

«Είμαι ή Μάνα των φαγάνων» της αποκρίθηκε και εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα το πρωί, αμέσως μόλις ξημέρωσε, ανέβηκε στο μοναστήρι και αφού διηγήθηκε με δέος το περιστατικό, έδωσε διπλά χρήματα από όσα είχε πρόθεση να δώσει αρχικά. Πάντοτε, όταν διηγιόταν το γεγονός αυτό, ή Γερόντισσα Θεοφανώ έκλαιγε...





 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. 


apantaortodoxias.blogspot.ca

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Η ΜΟΝΑΧΗ ΘΕΟΦΑΝΩ ΒΙΔΑΛΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΚΕΧΡΟΒΟΥΝΙΟΥ ΤΗΝΟΥ



site analysis

. «Ιδού έφθασε την θύραν ό απεσταλμένος από Θεού Άγγελος. Τί κάθεσαι; Αποδημία εστί μη έχουσα πλέον επάνοδον».










Όταν διακονούσε ως εκκλησάρισσα, ή Ηγουμένη Μαγδαληνή Χρυσούλη της έκανε δώρο ένα ζευγάρι παπούτσια για να ανεβαίνει χωρίς κίνδυνο στην σκάλα και να ανάβει τά κανδήλια. Μια βροχερή ημέρα στο μοναστήρι ανέβηκε για να προσκυνήσει μια φτωχή νησιώτισσα ξυπόλυτη. Χωρίς να το σκεφτεί ή αδελφή Θεοφανώ, της προσέφερε τά παπούτσια. Ή Ηγουμένη Μαγδαληνή μάλωσε την μοναχή, ή οποία μέ απλότητα απάντησε: «Εγώ Γερόντισσα μου έχω τά παλιά παπούτσια, ενώ αυτή ή γριούλα ήταν εντελώς ξυπόλυτη στα νερά της βροχής».



 «Μα ήταν πανάκριβα», είπε ή Ηγουμένη, «στερηθήκαμε για να σού τά αγοράσουμε». «Εύλόγησον, συγχωρέστε με», είπε ή αδελφή Θεοφανώ. Την άλλη μέρα το πρωί ό ταχυδρόμος κρατούσε ένα δέμα για την αδελφή Θεοφανώ πού περιείχε ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι παπούτσια και 50 δραχμές εσώκλειστες σε φάκελο για προσευχή...
Κάποτε ή Μαρία Γουδή, σύζυγος έφοπλιστού πού βοηθούσε την Μονή αρρώστησε από δαιμονική επήρεια. Κατέφυγε στην αδελφή Θεοφανώ πού ήταν πλέον Ηγούμενη και ή οποία την φιλοξένησε στο κελί της προσπαθώντας με την ευλογία της Παναγίας και την ταπεινή προσευχή της να βοηθήσει την άτυχη γυναίκα πού πάθαινε τακτικά κρίσεις και την ταλαιπωρούσε ό δαίμονας. 



Ή Γερόντισσα Θεοφανώ ύστερα από αποκαλυπτικό όνειρο πήρε την γυναίκα και πήγαν να λειτουργήσουν σε ένα εξωκκλήσι. Εκεί την έντυσε με λευκό χιτώνα και παρακάλεσε τον ιερέα να τελέσει Αγιασμό. Στην συνέχεια πήρε με κανάτα τον Αγιασμό και έλουσε την γυναίκα από το κεφάλι ως τα πόδια και έδωσε τον βρεγμένο χιτώνα στον αγωγιάτη Δημήτριο Στρούλη που έκανε τα θελήματα και τις αγγαρείες τού μοναστηριού για να τον πετάξει στην θάλασσα. Σε όλη την διαδρομή διηγιόταν έντρομος ό Στρούλης ότι τον σκέπαζε ένα μαύρο σύννεφο και ότι γύρω του έπεφταν πέτρες, χωρίς όμως να πειράξουν αυτόν ή το ζώο του. Όταν έριξε τον χιτώνα στην θάλασσα όλα ηρέμησαν και ή γυναίκα θεραπεύθηκε δοξάζοντας τον Θεό, την Παναγία και την πιστή θεραπαινίδα τους Θεοφανώ μοναχή...



Επισκέπτες τού κελιού της ήταν οι πατέρες της αδελφότητας Δανιηλαίων Αγίου Όρους, ό Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος και ό ενάρετος υμνογράφος Ανδρόνικος μοναχός (ό κατά κόσμων διηγηματογράφος-λογοτέχνης Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, πρώτος εξάδελφος τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ή σύζυγος του πατέρα Ανδρόνικου Βασιλική Φουλάκη, έγινε μοναχή στο Κεχροβούνι με το όνομα Αθανασία λίγες ημέρες πριν κοιμηθεί στις 19 Μαΐου 1914). Αυτός έγραψε σε τοίχο του κελιού της τα έξης:
«Ιδού έφθασε την θύραν ό απεσταλμένος από Θεού Άγγελος. Τί κάθεσαι; Αποδημία εστί μη έχουσα πλέον επάνοδον».


Κοιμήθηκε εν Κυρίω ειρηνικά στις 28 Μαρτίου 1959, αφού έζησε θεάρεστα 87 έτη  από τα οποία 74 στο μοναστήρι. Υπηρέτησε ως Ηγουμένη 9 χρόνια (1933-1942). Τα τελευταία της λόγια παραδίδοντας την ψυχή της στα χέρια του Θεού ήταν:
«Μνήσθητι εύσπλαχνε και ημών καθώς έμνημόνευσας τού ληστού εν τη Βασιλεία των Ουρανών»
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Το φρικτό Μαρτύριο της Αγίας Φεβρωνίας



site analysis
h1


Κατά τους χρόνους του μεγάλου διωγμού που είχε εξαπολύσει ο Διοκλητιανός κατά των Χριστιανών, ζούσε στην Ρώμη ένας νεανίας ονόματι Λυσίμαχος, ο οποίος προοριζόταν για έπαρχος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όμως, επειδή ο Διοκλητιανός είχε ακούσει ότι αυτός ο νεαρός σεβόταν τον Χριστό, απεφάσισε να τον στείλει στην Ανατολή, μαζί με τον κακότροπο θείο του, τον Σελήνο και πλήθος στρατιωτών, για να διώξουν τους Χριστιανούς. Πράγματι κατέφθασαν σε μια χώρα της Μεσοποταμίας, την Παλμύρα, και ο άσπλαχνος Σελήνος θανάτωνε πολλούς Χριστιανούς. Ο Λυσίμαχος λυπόταν πικρά για όλα αυτά, διότι η μητέρα του ήταν Χριστιανή και του είχε διδάξει να πιστεύει στον Χριστό. Γι’ αυτό και ανακοίνωσε κρυφά στον Πρίμο, που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών, ότι είχε εντολή από την μητέρα του να μην θανατώσει κανέναν Χριστιανό και επειδή πονούσε η ψυχή του βλέποντας τον θείο του να εγκληματεί κατά των αθώων Χριστιανών, κατέπεισε τον Πρίμο να μην φυλακίζει Χριστιανούς και να ειδοποιούνται τα Μοναστήρια ώστε να κρύβονται οι μοναχοί και οι μοναχές για να μην τους βρίσκουν οι διώκτες.
febronia.nisibi.iconarussa3Στη χώρα αυτή υπήρχε ένα γυναικείο Μοναστήρι με πενήντα μοναχές και Ηγουμένη την Βρυένη. Ανάμεσα στις αδελφές ήταν και μια πολύ ενάρετη μοναχή, η εικοσάχρονη Φεβρωνία, που ήταν ανιψιά της Βρυένης, πολύ ωραία και εύμορφη που στα μέρη εκείνα δεν υπήρχε ωραιοτέρα γυναίκα καί λέγεται ότι δεν ήταν δυνατόν να ιστορίσει ζωγράφος το κάλλος και την φαιδρότητα του προσώπου της. Γι’ αυτό και η Ηγουμένη Βρυένη την φύλαγε με φόβο και αγωνία από τους ασεβείς δίνοντάς της αυστηρότερο κανόνα νηστείας, μη χορταίνοντας καν τον άρτο και το νερό, με πολύ λιγοστό ύπνο που λάμβανε καθιστή ή χωρίς στρώμα καταγής, ώστε να βασανίζει το σώμα της, προσευχόμενη διαρκώς στον Θεό να απομακρύνει τον πειράζοντα διάβολο. Αναγινώσκοντας με επιμέλεια τις Θείες Γραφές επειδή ήταν εκ φύσεως φιλομαθής, κατηχώντας με την πολυμάθειά της και τις άλλες αδελφές, ακόμα και τις κοσμικές γυναίκες που ερχόντουσαν προς πνευματική ωφέλεια στο Μοναστήρι. Μια εξ’ αυτών των γυναικών ήταν η Ιερεία, κόρη ενός Συγκλητικού, που θαύμαζε την Φεβρωνία και πήγαινε στον παρθενώνα για να ακούσει τα θεία λόγια της. Συνεπαρμένη η Ιερεία από τις νουθεσίες της, κατέπεισε ακόμα και τους γονείς της να λάβουν το Βάπτισμα.
cl. febroniaΌμως, εκείνο τον καιρό ήλθαν στη χώρα αυτή ο Σελήνος και ο Λυσίμαχος με τα στρατεύματά τους, αναγκάζοντας τους Χριστιανούς να κρυφθούν στα όρη και στις σπηλιές. Έτσι και οι μοναχές του Μοναστηριού ζήτησαν ευλογία για να κρυφτούν στους γύρω τόπους. Και η Ηγουμένη Βρυένη, τις επέτρεψε να πράξουν κατά το συμφέρον τους, κάνοντας όπως θέλουν. Μόνο η Φεβρωνία, αν και είχε ασθενήσει βαρύτατα από τον σκληρό αγώνα της, έλεγε: «Ζει Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίο ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχή μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπο τούτο, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότη μου». Η Ηγουμένη μένοντας μόνη στο Μοναστήρι μαζί με την Φεβρωνία και την αδελφή Θωμαΐδα, μπήκε στην Εκκλησία και προσευχόταν κλαίγοντας, φοβούμενη για την Φεβρωνία, μην την πάρουν οι στρατιώτες στο κριτήριο, επειδή ήταν πανέμορφη νέα και την εξαπατήσουν με κολακείες και την εξαναγκάσουν να προδώσει την ευσέβειά της. Κατόπιν αφού συμβούλεψαν την Φεβρωνία να προσέχει ώστε ότι και αν συμβεί να μην πλανηθεί με πλούτο που θα της τάξουν και να μην προδώσει την τιμή της, υπομένοντας τις πανουργίες για χάρη του Χριστού, ενθυμούμενη τους αγίους Μάρτυρες που έλαβαν δεινά και φρικτά βασανιστήρια και κολαστήρια για χάριν Εκείνου. Τότε η Φεβρωνία ανήγγειλε ότι δεν έφυγε από την Μονή, «επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότη μου, εάν με αξιώσει η χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα».
vg_febroniaΤο πρωί πληροφόρησαν κάποιοι τον Σελήνο για εκείνο το γυναικείο Μοναστήρι και ευθύς απέστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τις μοναχές. Αφού έσπασαν τις πόρτες και εισήλθαν βρήκαν μόνο τις τρεις και κάποιος στρατιώτης τράβηξε το ξίφος για να φονεύσει την Ηγουμένη. Η Φεβρωνία έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Σας εξορκίζω στον Θεό, ο Οποίος κατοικεί στα ουράνια, να φονεύσετε πρώτα εμένα, για να μη δω τον θάνατο της κυρίας μου». Τότε μεσολάβησε ο καλός Πρίμος και παρότρυνε τις μοναχές να κρυφτούν για να μην τις βρουν οι στρατιώτες όταν ξαναέρθουν. Επιστρέφοντας ο Πρίμος στο Πραιτώριο, λέγει προς τον Λυσίμαχο: «Μεταβήκαμε στο Μοναστή­ρι, και είδα μία νεανίδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέρα, καί είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος: «έχω εντολή από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανό. Πώς λοιπόν να επιβουλευτώ τις δούλες του Χριστού; σε παρακαλώ λοιπόν να τις διαφυλάξεις στην ευσέβεια, ώστε να μη πέσουν στά χέρια του θείου μου».
St_FebroniaΈνας όμως από τους κάκιστους εκείνους στρατιώτες ανήγγειλε στον Σελήνο, λέγοντας ότι βρήκαμε στο Μοναστήρι νεανίδα, η οποία όντως είναι ξένο θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτες να φέρουν την νέα στο κριτήριο. Απελθόντες λοιπόν άρπαξαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμό, καί την έσυραν. Η δε Ηγουμένη και η Θωμαΐς την προέτρεπαν να μη φοβηθεί τις βασάνους, να μη λυπηθεί το φθειρόμενο σώμα, το οποίο γίνεται στον τάφο άχρηστο καί σε βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται, αλλά είναι προτιμότερο να το παραδώσει σε μάστιγες και κολαστήρια για τον Κύριο, για να ζήσει μαζί του αιωνίως στον Παράδεισο.
Ελπίζοντας στον Θεό, η Φεβρωνία και έχοντας το θάρρος της στον Χριστό και την Θεοτόκο, υπεσχέθη να δείξει ανδρείο και γενναίο φρόνημα και αφού ζήτησε την ευχή τους, αναχώρησε οδεύοντας προς τον Μαρτύριο. Οι στρατιώτες πήραν την Αγία και την οδήγησαν στο θέατρο όπου είχε συναχθεί πλήθος κόσμου και όσοι την είδαν την συμπόνεσαν. Ο ηγεμόνας Σελήνος εντυπωσιασμένος από το κάλλος και την ευγένεια της Φεβρωνίας, της πρότεινε να λάβει σύζυγο τον Λυσίμαχο που θα γινόταν Έπαρχος και θα τους χάριζε όλο τον πλούτο του. Την απείλησε ότι αν δεν δεχθεί τον λόγο του, τρεις ώρες δεν θα την αφήσει ζωντανή. Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω στους ουρανούς παστάδα αχειροποίητο, νυμφώνα ακατάλυτο, προίκα την βασιλεία των ουρανών και Νυμφίο αθάνατο, γι’ αυτό δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπο. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζεις με κολακείες και απειλές να με δοκιμάζεις, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε».
febronie (1)Ακούγοντας αυτά ο τύραννος θύμωσε, και προστάζει να εκδύσουν την Αγία και να την παραστήσουν γυμνή μπροστά σε όλους, για να ντραπεί την ασχημοσύνη της, να ταλανίσει την αβουλία αυτής και την απείθεια, όταν συλλογισθεί από ποια λαμπρή δόξα σε πόση ατιμία κατήντησε. Όταν λοιπόν την εξεγύμνωσαν οι στρατιώτες και την παρέστησαν έτσι γυμνή, είπε προς αυτήν ο τύραννος: «Βλέ­πεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και σε πόση περιέπεσες καταφρόνηση;» Και εκείνη απεκρίθη: «Ένας είναι ο Δημιουργός, ο οποίος μας έκαμε εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Γι’ αυτό όχι μόνον υπομένω αυτήν την γύμνωση, αλλά και να κόψουν για τον Χριστό μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώσει η χάρις Του να πάθω για την αγάπη Του δεινά κολαστήρια». Λέγει τότε ο τύραννος: «Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ξέρω πως κενοδοξείς για το κάλλος σου και το έχεις σε έπαινο να σε βλέπουν». Του λέγει η Αγία: «Ο Χριστός μου ξέρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, καί συ με λέγεις αναίσχυντο, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όποιος θέλει να πολεμήσει σε αγώνα ολύμπιο, δεν παλεύει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός στον αγώνα συμπλέκεται, για να νικήσει τον αντίπαλο. Έτσι και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωση, για να πολεμήσω με τον διάβολο τον πατέρα σου».
Θυμωθείς τότε ο ηγεμών πρόσταξε να απλώσουν την Αγία τέσσερις άνδρες, να ανάψουν φωτιά κάτω από αυτήν για να φλογίζεται και από πάνω να την χτυπούν δυνατά στη ράχη ανηλεώς άλλοι τέσσερις άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδερναν ώρα πολλή οι άσπλαχνοι, ράντιζαν άλλοι με έλαιο το πυρ από κάτω, για να ανάβει ξανά και να την φλογίζει χειρότερα. Έτσι λοιπόν δεινώς βασανιζόμενης της Αγίας, εφώναζε ο λαός, και δεόταν λέγοντες: «Σπλαχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεανίδα». Αλλά αυτός ο άσπλαχνος δεν ήθελε καί πρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατότερα. Και όταν είδε ότι έπεφταν στην γή οι σάρκες της καί φαινόταν σαν νεκρή, πρόσταξε να την ρίψουν παράμερα.
sainte fébronie martyreΌταν συνήλθε η Φε­βρωνία την εξέτασε πάλι ο αλιτήριος λέγοντας: «Πώς σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία;» Εκείνη απεκρίθη: «γνώρισες με την πρώτη δοκιμή, ότι με την βοήθεια του Χριστού, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τις βασάνους σου». Τότε πάλιν είπε ο τύραννος: «κρεμάσατέ την στο ξύλο, και ξεσχίσατε δυνατά τα πλευρά της με σιδηρά νύχια, έπειτα καταφλέξετε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά της».
Τοσούτο λοιπόν ξέσχισαν την Αγία, ώστε έπεφταν στην γή οι σάρκες της και το αίμα της έρεε ποταμηδόν. Έπειτα φέρνον­τας τη φωτιά κατέκαιαν τα σπλάγχνα της. Εκείνη βλέποντας προς τον ουρανό παρακαλούσε τον Θεό να την ενδυναμώσει και σιώπησε, διότι καιγόταν από την φωτιά.  Τότε πολλοί από τους παρεστώτες έφυγαν λόγω της πολλής ωμότητας του ηγεμόνα, και οι υπόλοιποι τον παρακαλούσαν να την αποσύρουν από το πυρ και τους άκουσε σβήνοντας την φωτιά, αλλά την άφησαν κρεμασμένη και την ρωτούσε, εκείνη όμως δεν μπορούσε να αποκριθεί. Γι’ αυτό την κατέβασαν και  την έδεσαν στον πάσσαλο, και ο τύραννος κάλεσε γιατρό που τον πρόσταξε να κόψει την γλώσσα της για να την κάψουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η Αγία έβγαλε ευθύς την εύλαλη γλώσσα της, και ένευσε του γιατρού να την κόψει κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβε ο γιατρός τον σίδηρο να την κόψει, αλλά ο λαός φώναξαν, δεόμενοι στον ηγεμόνα να τους κάμει την χάρη αυτή, να την αφήσει. Ο ανήμερος τότε πρόσταξε να αφήσουν την γλώσσα και να βγάλουν τα δόντια της. Άρχισε λοιπόν ο γιατρός να εκριζώνει τα δόντια και όταν ξερίζωσε τα δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγία ολιγοψύχησε η Αγία και προτάσσει τον γιατρό ο τύραννος να παύσει, της έδωκε δε βότανο θεραπευτικό για να σταματήσει η ρύση του αίματος.
holy virgin and martir FevroniaΤότε πάλι την ρωτά ο τύραννος: «τί λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς;» Εκείνη απεκρίθη: «γιατί δεν με θανατώνεις το γρηγορότερο, για να απέλθω προς τον αγαπημένο μου Χριστό, αλλά εμποδίζεις τον δρόμο μου;» Της λέγει ο τύραννος: «Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντο γύναιο, καί θα ταπεινώσω την αλαζονεία σου». Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να κάψουν με φωτιά το στήθος της. Η δε Αγία, παρακαλούσε τον Θεό να πάρει την ψυχή της. Και όταν έκαψαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπο του στήθους της και πέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα στα εντόσθια. Όσοι έβλεπαν όλα αυτά αναθεμάτιζαν τον τύραννο και τους θεούς του, ο δε παράνο­μος τύραννος κατέβασε την Αγία από τον πάσσαλο, για να της δώσει καί άλλη κόλαση, αλλά αυτή δεν μπορούσε ούτε καν να ομιλήσει, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρή και άφωνος.
Fourteenth century icon of St. Febronia’s Martyrdom from Monastery of Gracanica, Kosovo.
Fourteenth century icon of St. Febronia’s Martyrdom from Monastery of Gracanica, Kosovo.
Τότε λέγει, ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχο: «Γιατί να απολεσθεί αυτή η ωραιότατη κόρη έτσι ασπλάγχνως;» Και ο Λυσίμαχος είπε: «Για πολλών σωτηρία, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθεί, για να λάβουν και άλλοι πολλοί από αυτήν καλό υπόδειγμα». Η δε Ιερεία, όταν είδε, ότι ο αλιτήριος Σελήνος σκεπτόταν να υποβάλει την Φεβρωνία και σε άλλα βασανιστήρια, στάθηκε ενώπιόν του και τον έβρισε λέγουσα: «Δεν χόρτασες σε τόσα κακά οπού έκαμες αυτής της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; ούτε θυμήθηκες τα μέλη της μητρός που θήλασες, η οποία κακώς σε γέννησε, αλλά έδειξες τόση ασπλαχνία σ’ αυτήν την ταπεινή; Εύχομαι να μη σε συγχωρήσει ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύσει σε τούτον τον κόσμο και στον μέλλοντα». Αυτά ακούγοντας ο άδικος δικαστής θύμωσε, και πρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικο, για να την παιδεύσουν, διότι τον έβρισε. Εκείνη εισήλθε στο στάδιο χαίρουσα και έλεγε: «Κύριε μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινή μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας». Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συμβούλευσαν να μη κακοποιήσει δημοσία την Ιερεία, επειδή όλο το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, καί όλη η πόλη απολείται.
icon of febroniaΟ τύραννος, δεν τόλμησε να της κάνει τίποτα και μη δυνάμενος να την εκδικηθεί, πρόσταξε να κόψουν τα χέρια της Φεβρωνίας και το ένα πόδι για το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν καί τα δύο χέρια της Μάρτυρος. Όταν έκοπτε το πόδι ο δήμιος από τον αστράγαλο, δεν πέτυχε ο πέλεκυς την άρθρωση και την κτύπησε τρεις φορές, έως ότου να τον κόψει ο άσπλαχνος’ γι’ αυτό όλο το σώμα της μακαρίας συγκλονίσθηκε από τον πόνο. Και επειδή αισθανόταν μεγάλους πόνους καί άρρητη κάκωση, άπλωσε και τον άλλο πόδι, και το έβαλε στο ξύλο να το κόψει και αυτό, για να ξεψυχήσει και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέποντας ο άδικος δικαστής, σκλήρυνε περισσότερο, λέγοντας: «Βλέπετε πόση δύναμη έχει αυτή η αναίσχυντη»; Έπειτα είπε προς τον δήμιο: «Κόψε το και αυτό». Όταν έκοψαν και το άλλο πόδι, είπε προς τον Σελήνο ο Λυσίμαχος. «Ας πάμε να γευματίσουμε, καί άφες αυτήν την ταλαίπωρη, επειδή τόσες κολάσεις της έδωκες». Ο δε απεκρίθηκε: «Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώσει το πνεύμα της». Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώρα πολλή, καί ψυχορραγούσε πλέον η Αγία, ρώτησε τους δήμιους λέγοντας:
s-febronia-icona-greco-ortodossa
«ακόμη ζει αυτή η τρισκατάρατη»; Οι δε είπαν: «ναι». Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγία της κεφαλή. Παίρνοντας λοιπόν την σπάθη ο δήμιος και κρατώντας από την κόμη την Αγία, έκοψε την τιμία της κεφαλή την κε’ (25) του Ιουνίου.
Αφού ο παράνομος τύραννος τελείωσε το θέλημά του πήγε να φάγει. Ο Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, καί έχυνε δάκρυα από καρδίας για την Μάρτυρα, την οποία δεν άφησε τους Χριστια­νούς να αρπάσουν για να μοιρασθούν το τίμιο λείψανό της, αλλά πρόσταξε τους στρατιώτες να το φρουρούν, για να της κάμει πολλή τιμή, να την ενταφιάσει σώα καί ανελλιπή στο άγιο Μοναστήρι της. Αυτά αφού πρόσταξε δεν πήγε στο γεύμα, αλλά κλείσθηκε στο δωμάτιό του, καί εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατο. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούγοντας ότι πικραινόταν ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλά έμεινε με πολλή αδημονία περίλυπος. Και περιπατώντας ανήσυχος από το ένα μέρος του παλατιού στο άλλο, απώλεσε τάς φρένας του, και κοιτάζοντας προς τον ουρανό εξέβαλλε φωνές ατάκτους και σαν ταύρος εμυκάτο, έκανε δε μερικά σημεία σαν των δαιμονιζομένων καί εμαίνετο’ έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολώνα και κακώς ετελειώθη για την αδικοκρισία, την οποία κατά της δικαίας κόρης ετέλεσε.
affresco russo, cattedrale s.basilioΤότε έγινε στο πραιτώριο σύγχυση, τρέχοντας όλοι να δούνε τον κακό του θάνατο. Πήγε καί ο Λυσίμαχος και έσεισε την κεφαλή του ώρα πολλή, λέγοντας: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, ο οποίος εξεδίκησε το δίκαιο αίμα της Φεβρωνίας, που εχύθη αδίκως». Κατόπιν προσκάλεσε τον Πρίμο καί του λέγει να κανονίσει τα περί της ταφής της Αγίας: «.στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβο ή δειλία. Καί όταν ο κόσμος συναχθεί, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώτες το άγιο λείψανο να το μεταφέρουν στο Μοναστήρι της Βρυένης.». Τότε ο Πρίμος τέλεσε όσα πρόσταξε ο Λυσίμαχος, και σήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώτες το άγιο λείψανο, αυτός δε ο Πρίμος κράτησε την τιμία κεφαλή, τα χέρια, τα πόδια και τα άλλα μέλη στην χλαμύδα του με ευλάβεια. Και πηγαίνοντας στο Μοναστήρι συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητο.
febronia of nisibi and febronia of muronΦθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιο λείψανο στην Εκκλησία, η δε Βρυένη όταν είδε έτσι κατακεκομμένο το σώμα της Μάρτυρος, λιγοψύχησε και έπεσε στην γη, και μετά από ώρα πολλή σηκώθηκε και το αγκάλιασε λέγουσα. «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερα στερηθήκαμε της γλυκύτατης παρουσίας σου και δεν έχομε άλλον διδάσκαλο να μας αναγινώσκει τις βίβλους τόσο επιμελέστατα». Τότε ήλθαν και οι άλλες Μοναχές κλαίοντας’ αλλά περισσότερο από αυτές θρηνούσε η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκύτατη μου Φεβρωνία, ποια αμοιβή να σου δώσω, για την μεγίστη ευεργεσία, οπού μου έκαμες να με εξαγάγεις από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλή του όφεως’ ας φιλήσω τις πληγές των αγίων μελών σου, γιά των οποίων η ψυχή μου ιάθη’ ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμία κορυφή σου, η οποία έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και άλλα πολλά έλεγαν οι αδελφές οι οποίες έκαμαν αγρυπνία ολονυκτία ιστάμενοι έως το πρωί, με υμνωδίες τω Κυρίω ψάλλοντες.
febronia siriac Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα. «Εγώ, αγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνη του πατρός μου, με όλη την περιουσία του, και πιστεύω στον Δεσπότη μου Ιησού Χριστό». Του λέγει ο Πρίμος· «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύ­ριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανό με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν μαζί στο Μοναστήρι με πλήθος λαού αναρίθμητο, και φέ­ροντες το γλωσσόκομο έθεσαν σ’ αυτό το τίμιο λείψανο, και έβα­λαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα στον τόπο του, ήτοι την κεφαλή, τα χέρια καί τα πόδια, τους δε οδόντας έθεσαν στο στήθος της, και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν σε τόπο επίσημο, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριο. Και πολύ πλήθος Ελλήνων-ειδωλολατρών επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και αρνήθησαν τον κόσμο τελείως, ούτε επέστρεψαν στον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν στον Αρχιμανδρίτη Μαρκελλίνο, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωή των ασκητικώς, με πολιτεία θεάρεστη. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώτες, καί τελείωσαν τον βίο θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμο και εκουρεύθησαν στο Μοναστήρι, στο οποίο αφιέρωσαν όλο τον πλούτο τους. Η δε μακαρία Ιερεία παρεκάλεσε την Βρυένη, λέγουσα: «Δέ­ομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχεις αντί της Φεβρωνίας υποτακτική για να εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλη στο Ναό ιερώς η Ιερεία και τον στόλισε’ και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε καί χρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομο, στο οποίο εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέρα της εορτής αυτής, όταν έψαλλαν οι Μοναχές την αγρυπνία, εφαίνετο και αυτή στο μέσον αυτών περί το μεσονύκτιο, και έστεκε στον τόπο της, έως την τρίτη ευχή και την έβλεπαν όλες οι Μοναχές, αλλά δεν ετόλμα καμία να την αγγίξει ή να την ρωτήσουν ολότελα. febronia martyrΌταν τον πρώτο χρόνο, οπού την είδαν, εφοβήθησαν όλες οι Μοναχές, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη φώναξε: «ιδού η Φεβρωνία, το τέκνο μου». Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάσει έγινε άφαντος. Γι’ αυτό από τότε δεν ετόλμα καμία να την πλησιάσει, μόνο την έβλεπαν και έκλαιαν από την χαρά σ’ αυτήν την θαυμάσια οπτασία.
Όταν ο  Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζε έξι χρόνους ναό περικαλλή στο όνομα της Αγίας Φεβρωνίας, καί όταν τον τελείωσε, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι στο Μοναστήρι, να ζητήσουν το άγιο λείψανο της Αγίας, για να το φέρουν στον νέο Ναό. Η δε Ηγουμένη και όλες οι αδελφές, έπεσαν στα πόδια των Επισκόπων μετά δακρύων παρακαλώντας να μην τις υστερήσουν αυτό τον θησαυρό. Η δε Ηγουμένη κατέληξε ότι «.αν αυτό το έργο αρεστό της Αγίας και της αγιοσύνης σας, τίς είμαι εγώ να το εμποδίσω; υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την, εάν είναι Θεού θέλημα».
fevronia.nisibi.iconarussaΤότε επήγαν οι Αρχιερείς στον τάφο της Μάρτυρος, και αναγίνωσκαν τις ευχές να σηκώσουν το γλωσσόκομο. Όταν επλήρωσαν την ευχή οι Επίσκοποι και άπλωσαν τα χέρια να σηκώσουν το άγιο λείψανο, γίνεται ευθύς στον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσο, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλι όταν πέρασε λίγη ώρα και συνήλθαν από τον φόβο, ξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν διότι τόσο μέγας και φοβερός σεισμός έγινε, ώστε φαινόταν ότι ήθελε να πέσει όλη η πόλη. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελε η Αγία να φύγει από το Μοναστήρι. Με θαυμαστό τρόπο, επέτρεψε μόνο να δοθεί ένα δόντι της στον Επίσκοπο και τον έθεσαν στο Άγιο Θυσιαστήριο του νέου Ναού όπου και εποίησε πολλά θαυμάσια. Τυφλοί ανέβλεπαν, χωλοί ανωρθούντο, περιπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο παντα­χού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους σε άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπεύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ οι θαυματουργίες, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρό κάμνει σε όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, ο οποίος δόξασε την πανένδοξο και καλλίνικο αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασε αυτόν με τον αγώνα της φρικτής εκείνης αθλήσεως