Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΆΡΤΑΣ



site analysis

Αποτέλεσμα εικόνας για ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΆΡΤΑΣ
Όσον αφορά, τα σχετικά με το βίο της οσίας και τη συγγραφή – έκδοση των ακολουθιών της, ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναφέρει τα παρακάτω :  
¨Τον βίο της Οσίας ταύτης Μητρός ημών Θεοδώρας της βασιλίσσης της Ηπείρου συνέγραψεν ο Μοναχός Ιώβ ο Ιασίτης, ο Μέλος, σύγχρονος της Αγίας, όστις και την Ακολουθίαν αυτής εποίησεν. 
Επίσης ο Άρτης Σεραφείμ, ο Ξενόπουλος (1864-1894), εποίησε και Ακολουθίαν ψαλλομένην τη κ΄ (20η) Μαρτίου επί τη μνήμη της ανακομιδής των Λειψάνων της Αγίας, καθώς και Παρακλητικόν εις αυτήν Κανόνα. Η πρώτη Ακολουθία μετά του βίου εξεδόθησαν το πρώτον εν Βενετεία το 1772, το δεύτερον πάλιν εν Βενετεία το 1812 και το τρίτον εν Αθήναις το 1841. Αμφότεραι αι Ακολουθίαι μετά του βίου και του Παρακλητικού Κανόνος εξεδόθησαν εν Αθήναις το 1874¨. Για την ιστορική αξία του βίου της οσίας που συνέταξε ο μοναχός Ιώβ, ο Αντώνιος Μηλιαράκης γράφει τα εξής : ¨Περί των πρώτων χρόνων της δεσποτείας του Μιχαήλ Β΄ ουδέν ιστορούσιν οι ιστορικοί του Βυζαντίου. Μόνη ιστορική πηγή, και αυτή σκοτεινή και συγκεχυμένη κατά τε την χρονολογίαν και τα πρόσωπα, διαλαμβάνουσα περί της αρχής του πολιτικού και στρατιωτικού σταδίου του δεσπότου τούτου, είναι το συναξάριον της Οσίας Θεοδώρας, συζύγου αυτού, γραφέν υπό μοναχού ονόματι Ιώβ¨. Παρακάτω θα παραθέσουμε αποσπασματικά (για την οικονομία του χώρου) το βίο της οσίας, τον οποίο αντιγράφουμε από την ιστοσελίδα http://www.synaxarion.gr :
¨Η Αγία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλ(ε)ίφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα.
Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική της ζωή. Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θειος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη. Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μία σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατά Θεόν ομοίωσις». Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β’, που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου. Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230. Με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β΄ ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.
Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τούς ανθρώπους.
Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τον άνδρα καταμαλάξας, πειρασμόν τη μακαρία εγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μια Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια τού διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι’ αυτήν στα ανάκτορα, ουτέ το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της.
Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της. Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει – έγκυος ήδη – τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της. Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μία μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποιά είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του καλού αυτού ιερέως. Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο και αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή. Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «έρχεται εις εαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα.
Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του. Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους – πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους – για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ’ όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους. (Για τις προσπάθειες της Αγίας να ειρηνεύσουν τα δύο κράτη θα αναφερθούμε παρακάτω)Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β΄, «καλώς και θεοφιλώς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω. Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου († 15 Μαΐου).
Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «προς την του ναού τελείαν απάρτισιν». Έτσι κι έγινε. Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πως να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, το πνεύμα εις χείρας Θεού παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281 – 1285 μ.Χ. Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάστηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος¨.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
Η συμβολή της οσίας στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, συνίσταται στο γεγονός ότι, προσπάθησε να ειρηνεύσουν τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της εποχής, το βασίλειο της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 υπήρξε μια πρώτη σοβαρή προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών, η οποία επιστεγάστηκε με το συνοικέσιο της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας και του Νικηφόρου, πρωτότοκου υιού του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας.
Ας δούμε πως περιγράφουν το γεγονός του συνοικεσίου δύο ιστορικοί της Ρωμανίας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε κάνει συμφωνία με το δεσπότη Μιχαήλ και συγγένεψε μαζί του, γιατί αρραβώνιασε τον Νικηφόρο, τον γιό του Μιχαήλ, με τη Μαρία, την κόρη του γιού του, του βασιλιά Θεοδώρου. Η Θεοδώρα, μάλιστα, η γυναίκα του Μιχαήλ, πήρε τον γιο της, Νικηφόρο, και αφού πέρασε στην Ανατολή, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα που βρισκόταν στις Πηγές, και έγινε το συνοικέσιο των παιδιών τους. Η Θεοδώρα τότε και ο γιος της, αφού τους περιποιήθηκε ο αυτοκράτορας, γύρισαν στην πατρίδα τους κοντά στον σύζυγο της Μιχαήλ¨.
¨Αλλά προς το παρόν έστειλε πρέσβεις (ο Μιχαήλ Β΄) στο βασιλέα Ιωάννη (Βατάτζη), ζητώντας ως νύφη, για το γιό του Νικηφόρο, την κόρη του γιού του βασιλέα Θεοδώρου Λάσκαρη, Μαρία και κατόρθωσε το ζητούμενο. Έγιναν, λοιπόν, τότε αρραβώνες και συμφωνίες, αφού ακολούθησε τον Νικηφόρο στην Ανατολή και η μητέρα του, Θεοδώρα, με σκοπό να επισκεφθεί τη μνηστευόμενη νύφη και να βεβαιώσει τις συμφωνίες που έγιναν. Και αφού τελείωσαν αυτά, επέστρεψε στην πατρίδα της με το γιό της Νικηφόρο, η Θεοδώρα, η σύζυγος του Μιχαήλ, αφήνοντας εκεί στο σπίτι της τη νύφη και λαμβάνοντας εγγυήσεις από τους βασιλείς και κηδεμόνες ότι τον επόμενο χρόνο θα τελούνταν οι γάμοι¨. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς σε αντίθεση με τον Ακροπολίτη αναφέρει ότι τις πρεσβείες για την επίτευξη του συνοικεσίου, τις έστειλε πρώτος ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ότι συμφωνήθηκε να τελεστεί ο γάμος τον επόμενο χρόνο.
Ο Αντώνιος Μηλιαράκης μνημονεύοντας το προαναφερθέν συνοικέσιο, αναφέρει για τις βλέψεις του Δεσπότη της Ηπείρου τα εξής : ¨Ο Μιχαήλ Β΄ διά των σχέσεων τούτων (του συνοικεσίου δηλ.) ήθελε μάλλον να αποκρύπτει τους αληθείς αυτού σκοπούς, υποκρινόμενος φαινομενικήν τινα υποτέλειαν, ην πράγματι ουδόλως απεδέχετο, άρχων ήδη κράτους μείζονος του της Νικαίας, διά τούτο μετ΄ ολίγον ενθαρρυνόμενος εκ της αδυναμίας των εν Βυζαντίο Φράγκων ανεκήρυξεν εαυτόν αυτόνομον, και έθετο εν νω παράτολμον σχέδιον εκ νεανικής ορμής να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, και αναγορευθεί εν αυτή βασιλεύς Ρωμαίων¨. Εν αντιθέσει με τον Δεσπότη της Ηπείρου, η σύζυγος του Θεοδώρα, η οποία έλαβε μέρος προσωπικά στην πραγματοποίηση του συνοικεσίου, εργάστηκε έτσι ώστε να επέλθει ειρήνη σε ανατολή και δύση. Χαρακτηριστικά ο Άγγλος ιστορικός Γουίλιαμ Μίλλερ στο κλασικό έργο του ¨Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα¨ (το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας στην πατρίδα μας) αναφέρει : ¨Αλλά η Θεοδώρα που ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη, πρόθυμα ανέλαβε αποστολή για να πετύχει ένα συνοικέσιο μεταξύ του γιου της Νικηφόρου και της εγγονής του Έλληνα Αυτοκράτορα Βατάτζη. Ο Αυτοκράτορας το αποδέχτηκε κι΄ αυτό έδειξε πως παγιώνονταν, οριστικά, η ειρήνη μεταξύ Νίκαιας και Ηπείρου. Πραγματικά τούτο φάνηκε όταν ο Αυτοκράτορας της (Γερμανίας) Φρειδερίκος Β΄ έγραψε στο Δεσπότη (της Ηπείρου), στα 1250, παρακαλώντας τον να αφήσει ελεύθερο το πέρασμα από την Ήπειρο, στα στρατεύματα που του έστελνε ο γαμπρός του Βατάτζης για να τον ενισχύσει στον αγώνα του εναντίον του πάπα Ιννοκέντιου IV¨.
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης φύση και θέση δυσμενώς διακείμενος απέναντι στο δεσπότη της Ηπείρου, σχολιάζει την στάση του, χρησιμοποιώντας και δύο παροιμίες τις οποίες αναφέρουμε και σήμερα : ¨Όμως η παροιμία που λέει ότι το στραβόξυλο ποτέ δεν ισιώνει και ότι ο αράπης δεν ασπρίζει, επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μιχαήλ, αφού αποστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα, έχοντας σαν σύμβουλό του σε αυτό το σχέδιο τον θείο του, Θεόδωρο Άγγελο¨. Ο Ιωάννης Βατάτζης πληροφορούμενος για την αποστασία του Μιχαήλ Β΄ (1251), ετοίμασε τα στρατεύματά του και επετέθη στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1252). Ο στρατός της Νίκαιας με την καθοριστική βοήθειά του Θεόδωρου Πετραλ(ε)ίφα αλλά και άλλων αρχόντων της δυτικής Ελλάδος (όπως προαναφέραμε), ανάγκασε το δεσπότη Μιχαήλ να έρθει σε διαπραγματεύσεις. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ο οποίος έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, ιστορεί τα παρακάτω : ¨Ξεκινήσαμε λοιπόν να συναντήσουμε τον Μιχαήλ και αφού τον συναντήσαμε στη Λάρισα, ρυθμίσαμε τα σχετικά με τη συνθήκη. Αφού πήραμε σαν όμηρο το γιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο που ο αυτοκράτορας τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του δεσπότη εξαιτίας της εγγονής του, καθώς και τον θείο του Μιχαήλ, Θεόδωρο Άγγελο δεσμώτη, επιστρέψαμε κοντά στον αυτοκράτορα που ήταν στρατοπεδευμένος στα Βοδηνά¨.
Τελικά ο γάμος των δύο παιδιών (Νικηφόρου και Μαρίας) τελέστηκε το 1256 δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη (1254), όταν αυτοκράτορας στη Νίκαια ήταν ο υιός του και πατέρας της νύφης, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης.  Πριν όμως γίνει ο γάμος είχαμε άλλη μία αποστασία του Μιχαήλ και άλλη μια προσπάθεια της οσίας Θεοδώρας ώστε να επιτευχθεί η ειρήνευση. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη οι Βούλγαροι και ο δεσπότης της Ηπείρου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την (όπως πίστευαν) διοικητική απειρία του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Αθέτησαν τις συμφωνίες που είχαν συνάψει με την αυτοκρατορία της Νίκαιας και έκαναν επιδρομές στις επαρχίες της. Ο βασιλιάς Θεόδωρος όμως δεν αποδείχθηκε να υστερεί καθόλου ως προς τα ηγετικά του προσόντα, κινήθηκε άμεσα με τα στρατεύματά του και ανάγκασε τους Βούλγαρους και το δεσπότη Μιχαήλ να ανανεώσουν τις προηγούμενες συνθήκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα και πάλι ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει σχετικώς : ¨Και για να μη μακρηγορούμε, μόλις ο ήλιος βρέθηκε στη φθινοπωρινή τροχιά, πήρε ο βασιλιάς (Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης) τα ρωμαϊκά στρατεύματα και κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλία. Αλλά δεν είχε προλάβει καλά καλά η Μακεδονία να υποδεχτεί τα βασιλικά στρατεύματα, και έφτασε σ΄ αυτόν η Θεοδώρα, η γυναίκα του αποστάτη Μιχαήλ, για να τελέσει τους γάμους του γιου της, Νικηφόρου, με τη θυγατέρα του βασιλέα, Μαρία, και για να επιστρέψει όσα μέρη της επικράτειας των Ρωμαίων είχε κυριεύσει ο άντρας της στις εξορμήσεις του. Πράγματι έτσι έγινε, και η Θεοδώρα αναχώρησε ήδη προς τον άντρα της, Μιχαήλ, παίρνοντας μαζί της και τη Μαρία, νύφη της από το γιο της¨. Ο Ακροπολίτης αναφερόμενος στο συγκεκριμένο γεγονός ιστορεί ότι : ¨Αφού έφθασε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας, έκανε τους γάμους της κόρης του Μαρίας με το γιο του δεσπότη Μιχαήλ, Νικηφόρο, τον οποίο τίμησε και με το αξίωμα του δεσπότη¨. Σχετικά με το γεγονός του γάμου, ο Αντώνιος Μηλιαράκης συνοψίζοντας τις πληροφορίες που παρέχουν ο Ακροπολίτης, ο Γρηγοράς και ο Ανώνυμος (χρονικογράφος της εποχής του οποίου το όνομα δε διασώθηκε), αναφέρει τα εξής : Μετά την προς τους Βουλγάρους συνθηκολόγησιν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ανεχώρησεν εκ Ρηγίνας εις Θεσσαλονίκην, διότι έμαθεν ότι ήρχετο εις συνάντησιν του η Θεοδώρα, σύζυγος του δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, μετά του υιού της Νικηφόρου, ίνα τελέσει τους γάμους αυτού μετά της θυγατρός του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως Μαρίας, ων η μνηστεία ετελέσθη προ εξ ετών. Συνηντήθησαν δε η τε Θεοδώρα και ο βασιλεύς περί το Βολερόν, εν τη χώρα του Λεντζά, όπου εώρτασαν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού «14 Σεπτεμβρ. 1257» (με βάση την υποσημείωση που παραθέτει ο Μηλιαράκης, πιθανώς ο εορτασμός έγινε στον ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερών). Μετά τριήμερον δε διαμονήν ενταύθα εξηκολούθησαν την πορείαν εις Θεσσαλονίκην. Εν Θεσσαλονίκη ο τε Θεόδωρος Β΄ και η Θεοδώρα ετέλεσαν τους γάμους του Νικηφόρου και της Μαρίας, ευλογήσαντος τούτους του πατριάρχου Αρσενίου, επί τούτω εις Θεσσαλονίκην επιδημήσαντος¨.
Παρά τις συνεχείς συνθήκες και τις προσπάθειες της οσίας Θεοδώρας για την ειρήνευση των δύο κρατών, αυτή δεν επετεύχθη ποτέ. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που κατείχε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατόρθωσε να αποσπάσει από το κράτος της Ηπείρου, διά μέσω της συνθήκης που αναγκάσθηκε να υπογράψει ο Μιχαήλ Β΄, τα Σέρβια και το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ μη ανεχόμενος τους όρους της συνθήκης που υπέγραψε, τους αθέτησε άμεσα και επιτέθηκε στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου που υπαγόταν στη Νίκαια, έχοντας ως συμμάχους τους Σέρβους.
Όσον αφορά το γάμο Νικηφόρου και Μαρίας, αυτός δεν κράτησε για πολύ, διότι η Μαρία πέθανε την εποχή κατά την οποία επαναστάτησε ο Μιχαήλ Β΄. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι : ¨Η Μαρία πέθανε τον καιρό της ανταρσίας, ενώ άλλοι λένε ότι πέθανε επειδή τη χτύπησε πολλές φορές ο άντρας της, Νικηφόρος, και άλλοι από αρρώστια¨. Ο Νικηφόρος ήταν γραπτό να νυμφευτεί και πάλι με πριγκίπισσα από την αυτοκρατορία της Νίκαιας (που εντωμεταξύ το 1261 είχε απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη). Τα γεγονότα έχουν ως εξής : Επί της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282) τα δύο κράτη συνεπλάκησαν σε μάχες από το 1259 έως το 1264. Σχετικά με την ήττα του δεσποτάτου της Ηπείρου το 1264, ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι παραθέτει τα παρακάτω : ¨ο αδελφός του αυτοκράτορα (Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου) ο δεσπότης Ιωάννης Παλαιολόγος, κέρδισε το καλοκαίρι του 1264 μια σημαντική νίκη και ανάγκασε το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ να δεχθεί την ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του αυτοκράτορα. Ο γιος του Μιχαήλ Β΄, ο δεσπότης Νικηφόρος Α΄ που ήταν προηγουμένως παντρεμένος με την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη, έλαβε τώρα ως σύζυγο μια ανιψιά του Μιχαήλ Η΄¨. Στο γεγονός του δεύτερου συνοικεσίου μεταξύ των δύο κρατών, κάνει μνεία και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Και πάνω σ΄ αυτά, ο Αιτωλός Μιχαήλ, ο δεσπότης, ζήτησε και πήρε νύφη για το γιο του, το δεσπότη Νικηφόρο, που ήταν χήρος, την ανιψιά του βασιλιά, Άννα. Και το συνοικέσιο αυτό ήταν εγγύηση για τις συνθήκες μεταξύ τους¨.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της οσίας Θεοδώρας τα δύο κράτη δεν μπόρεσαν ποτέ να ενωθούν ειρηνικά. Όσον αφορά το δεσποτάτο της Ηπείρου ενημερωτικά να αναφέρουμε ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος το ενσωμάτωσε στην επικράτεια της Ρωμανίας. Ακολούθως οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, κατέλαβαν την Ήπειρο. Το 1356 ο Νικηφόρος Β΄ (δεσπότης Ηπείρου) την ανακατέλαβε προσθέτοντας στην επικράτειά του και τη Θεσσαλία. Το 1359 το δεσποτάτο ενσωματώθηκε και πάλι στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες η παρηκμασμένη Ρωμανία έχανε ένα προς ένα τα εδάφη της, έτσι και η Ήπειρος κατακτήθηκε από τις ιταλικές οικογένειες Μπουοντελμόντι και Τόκκων, και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς.
------------------------------------------------------------------------------------------


ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ: Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
     Μια πλειάδα αγίων της Εκκλησίας μας υπήρξαν βασιλείς, οι οποίοι υπερέβησαν την εγκόσμια δόξα και τον πειρασμό της εξουσίας και πολιτεύτηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και προσάρμοσαν τη ζωή τους στη ζωή του Χριστού. Μια τέτοια αγιασμένη μορφή υπήρξε και ηαγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας.
     Γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1210. Ο πατέρας της ονομαζότανΙωάννης Πετραλίφας και ήταν σεβαστοκράτορας και διοικητής τηςΘεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η μητέρα του Ελένη ανήκε σε οικογένεια αριστοκρατών της Κωνσταντινουπόλεως. Η οικογένεια του πατέρα της ήλκε την καταγωγή του από την φημισμένη ιταλική οικογένεια των Πετραλίφα. Πρόγονός της υπήρξε ο Πέτρος di Alife, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην Α΄ Σταυροφορία, τον 11ο αιώνα.

      Ανάμεσα στα έτη 1224-1230 πέθανε ο πατέρας της και ανάλαβε την προστασία της ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός – Δούκας. Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι την εποχή αυτή δεν υφίσταται η βυζαντινή αυτοκρατορία, αφότου την κατέλυσαν οι σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), αλλά κάποια βασίλεια – δεσποτάτα. Ένα από αυτά ήταν αυτό της Ηπείρου, που είχε έδρα την Άρτα. Οι Κομνηνοδούκες έφυγαν από την Κωνασταντινούπολη και ίδρυσαν το Δεσποτάτο της Ηπείρου το 1204.
        Στα 1230 ο Θεόδωρος υπέστη ήττα από τους Βουλγάρους και γι’ αυτό αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία στον ανεψιό του Μιχαήλ Β΄, γιο του Μιχαήλ Α΄ , ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Β΄ γνώρισε την νεαρή Θεοδώρα και εντυπωσιάστηκε από την σπάνια ομορφιά της και από την πνευματική της καλλιέργεια και γι’ αυτό αποφάσισε να τη ζητήσει σε γάμο. Σύντομα παντρεύτηκαν και την ανέβασε ως βασίλισσα στο θρόνο του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι χάρες της δεν άργησαν να γίνουν γνωστές στο παλάτι και στο λαό της Άρτας, ο οποίος εκδήλωνε με κάθε τρόπο την αγάπη του για την ευσεβή βασίλισσά του.
      Αν όμως ο λαός εκτιμούσε, θαύμαζε και αγαπούσε την Θεοδώρα, ο βάναυσος, σκληρόκαρδος και φιλήδονος Μιχαήλ την αποστρέφονταν, διότι η σεμνή και ευσεβής  βασίλισσα δεν τον ακολουθούσε στις ατέλειωτες διασκεδάσεις και τις άκρατες φιληδονίες και απολαύσεις του. Μετά τη γέννηση του γιου τους Νικηφόρου ο Μιχαήλ, σύναψε σχέσεις με κάποια αρχόντισσα αρτινή, ονόματι  Γαγγρινή, την οποία λίγο αργότερα την εγκατέστησε στο παλάτι και έκανε μαζί της δύο νόθους γιους.
        Η Θεοδώρα μη μπορώντας να αντέξει την ταπείνωση και την προσβολή αυτή   αποφάσισε να φύγει από το παλάτι, εγκαταλείποντας το θρόνο της στην ερωμένη του Μιχαήλ. Πήρε μάλιστα μαζί της και τον ανήλικο Νικηφόρο και έφυγε προς τα άγρια βουνά των Τζουμέρκων. Όπως αφηγείται ο βιογράφος της Θεοδώρας, κάποιος λόγιος μοναχός ονόματι Ιώβ, ο οποίος έζησε τον 17ο αιώνα, η αγία βασίλισσα, μαζί με το παιδί της τριγυρνούσε για πέντε ολόκληρα χρόνια στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου, ζώντας σε πλήρη ένδεια. Τρέφονταν με άγρια χόρτα και στεγάζονταν στις σπηλιές των βουνών. Μάλιστα ο βιογράφος της την  αποκαλεί«λαχανευομένη», από την μοναδική τροφή της άτυχης αρχόντισσας και του παιδιού της.
       Παρ’ όλα τα βάσανά της ουδέποτε γόγγυσε κατά του Θεού και ούτε στιγμή έχασε την βαθειά της πίστη στην πρόνοιά Του. Μετά από απίστευτες περιπέτειες, πέντε χρόνων, τη βρήκε κάποιος ενάρετος κληρικός, ο οποίος την περιμάζεψε στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό ορεινό χωριό Κορφοβούνι της Άρτας.
        Εν τω μεταξύ έγινε γνωστή η εύρεση της βασίλισσας στον πιστό και ευλαβή λαό της Άρτας. Η χαρά των αρτινών μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε οργή κατά του μοιχού
Μιχαήλ. Εξαγριώθηκαν οι υπήκοοί του και απαιτούσαν την άμεση επιστροφή της Θεοδώρας στο παλάτι και την αποκατάσταση στο θρόνο της. Στην αρχή ο Μιχαήλ αγνοούσε τη λαϊκή κατακραυγή, αλλά όταν διαπίστωσε πως δεν ηρεμούσαν οι εξαγριωμένοι αρτινοί, αναγκάστηκε να την δεχτεί στο παλάτι, να την αποκαταστήσει στο θρόνο της και να διώξει τη μοιχαλίδα Γαγγρινή από τη βασιλική αυλή.
       Μια νέα σελίδα ανοίχτηκε για την ευσεβή βασίλισσα. Μετά την περιπέτειά της, την οποία θεώρησε δοκιμασία από το Θεό, άρχισε ένα πρωτόγνωρο θεάρεστο και φιλάνθρωπο έργο. Κατόρθωσε επισης με την προσευχή και την επιμονή της να κάνει τον Μιχαήλ να μετανοήσει για την συζυγική του απιστία. Έκανε μαζί του άλλα τέσσερα παιδιά: τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα και έζησαν τα υπόλοιπα χρόνια τους θεοφιλώς.
        Ο Μιχαήλ, μάλιστα, για να εξιλεωθεί για τον έκλυτο βίο του και την αμαρτία της μοιχείας κατά της Θεοδώρας, έκτισε ονομαστές Μονές και λαμπρές εκκλησίες στην Άρτα, τα οποία σώζοντα μέχρι σήμερα και προκαλούν το θαυμασμό μας. Ίδρυσε την Ιερά Μονή της Κάτω Παναγιάς, της οποίας κτήτορας φέρεται η Θεοδώρα. Την Ιερά Μονή παναγίας Βλαχερνών και την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου στην παλιά κάτω πόλη της Άρτας.
       Το 1270 πέθανε ο Μιχαήλ και η Θεοδώρα αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, όπου μόνασε για δέκα χρόνια, ως το θάνατό της το 1280, ή το 1281 και θάφτηκε στο νάρθηκα του ναού της Μονής, ο οποίος αφιερώθηκε κατόπιν σε αυτήν. 

      Οι ευσεβείς κάτοικοι της Άρτας και των γύρω περιοχών, την ανακήρυξαν αμέσως αγία, λόγω της πίστης της στο Θεό, της αγίας ζωής της και του μεγάλου φιλανθρωπικού της έργου. Η μνήμη της εορτάζεται στις 11 Μαρτίου και τιμάται ιδιαίτερα στην Άρτα, της οποίας είναι πολιούχος και προστάτης. Το τίμιο λείψανό της βρίσκεται σε μια κόγχη στα δεξιά του ναού , σε ασημένια λάρνακα. Κάθε χρόνο στην μνήμη της γίνεται λαμπρή λιτάνευση στην πόλη της Άρτας. 

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Γυναίκα, ορθόδοξη, ελληνίδα



site analysis




Γυναίκα, ορθόδοξη, ελληνίδα
Είναι αλήθεια, πως γυναίκας την καρδιά διαπέρασε πρώτα το βόλι τηςαμαρτίας. Μά εξ ίσου είναι αλήθεια, πως γυναίκας η αγιασμένη ύπαρξις δέχτηκε, τή μέρα του Ευαγγελισμού, το μήνυμα της σωτηρίας και της λυτρώ­σεως.
• Είναι αλήθεια, πως μέσα στους αιώνες η γυναίκα έγινε αντικείμενο για ποικίλη εκμετάλλευσι καί σκεύος πειρασμού.
Μα εξ ίσου είναι αλήθεια, πως της γυναίκας οι χορδές συγκινούνται πε­ρισσότερο από ό,τι όμορφο καί υψηλό, ιερό και θεϊκό.
• Είναι αλήθεια, πως για πολλούς αιώνες η γυναίκα περιφρονήθηκε σαν κατώτερο πλάσμα, σαν μια δούλα.
Μα εξ ίσου είναι αλήθεια, πως Γυναίκας ήταν το πρόσωπο, που βρέθηκε αγνότερο καί καθαρότερο πάνω στη γή από τον Πλάστη καί Δημιουργό.
• Είναι αλήθεια, πως στο πρόσωπο της Παναγίας αποκαταστάθηκε η ζη­μιά της πρώτης γυναίκας. Στο πρόσωπό Της τιμήθηκαν τα δυό ιερώτερα καί θεϊκώτερα πράγματα στον κόσμο:

Η παρθενία και η μητρότητα.
• Είναι αλήθεια, πως η γυναίκα, η μάνα, πλάθει χαρακτήρες.
Αυτή κατασκευάζει τα αριστουργήματα της αγιότητας.
Αυτή εμπνέει ηρωισμό.
Αυτή γεννά τις πιό όμορφες ίδέες.
Και αν για κάθε γυναίκα του κόσμου ταιριάζη ένας θρόνος καί ένας πό­νος, για την Χριστιανή Ελληνίδα ταιριάζουν ένας ύμνος καί ένας αίνος.
Για μας παίρνει βαθύ νόημα εκείνο της Σπαρτιάτισσας μάνας, τό «Ή ταν ή επί τάς».  Ή θα γυρίσης νικητής και θα την φέρης την ασπίδα, ή να σε υ­ποδεχτώ ήρωα ξαπλωμένο πάνω σ΄αυτήν.
Η μεγάλη Μάνα του Χριστού μας, η Ευαγγελίστρα, τόξερε, πως ο Γυιός της, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, θα πάη να πολεμήση στό μετερίζι του Σταυρού, και θα συνέβαιναν σ΄Εκείνον και τα δυό. «Και Τον και επί Τού».
Και επί του Σταυρού θέλησε να πεθάνη.

Και τό Σταυρό σαν νικητής της Αναστάσεως σηκώνει.
• Άς περάσουν μέσα μας, στις 25 Μαρτίου, τα υψηλά μηνύματα.
• Άς ανεβούμε λίγο πιο ψηλά, ψηλότερα. Καί ακόμα ψηλότερα.


• Γι΄αυτό άλλωστε κατέβηκε ο Θεός Λόγος στα χαμηλότερα.

Η Οσία Αναστασία η Πατρικία που έμεινε έγκλειστη 28 χρόνια(+10 Μαρτίου)



site analysis


Εἰς τό ἐκδοθέν Βιβλίον μέ τίτλο « ΒΙΟΙ -ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ » ὁ ἐπιμεληθείς ταύτην κ. Ἐμμανουήλ Βαρβούνης, Ἀναπληρωτής Καθηγητής τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Ἄρχων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, Γραμματεύς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου τς Ἑνορίας ἡμῶν κατέγραψε πέντε συναξάρια πού περιλαμβάνονται σέ διάφορα συναξάρια καί περιγράφουν τόν βίο τῆς ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ τῆς Πατρικίας.
 Ἀκολούθως παρουσιάζουμε ἐκ τοῦ ὡς ἄνω βιβλίου:
1. Τό εἰσαγωγικόν σημείωμα τοῦ κ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ, τό ὁποῖον μεταφρασθέν καί εἰς τά Γερμανικά ἐδημοσιεύθη εἰς τό CHURCH STUDIES ἡ ταύτισις τοῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας μέ αὐτό τῆς Ἁγίας Πατρικίας, πού φυλάσσεται στόν Ἱερό Καθολικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ἁρμενίου στήν Νάπολη τῆς Ἱταλίας, καί
2. Τόν Βίο τῆς Ἁγίας, δημοσιευθέντα στόν Νέο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Ἱερομόναχο Μακάριο Σιμωνοπετρίτη.

Αποτέλεσμα εικόνας για αγια αναστασια η πατρικια 28 ΧΡΟΝΙΑ

1. ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ 

Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἡ Πατρικία ἀποτελεῖ μεγάλη μορφή τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. )[1]. Γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Πατρικία ἡ ἴδια στήν αὐτοκρατορική αὐλή[2], ἔφυγε ἀπό τήν Πόλη λόγῳ τοῦ φθόνου τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἵδρυσε μονή κοντά στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν γυναικεία μονή τῆς Πατρικίας, καί, γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ Ἰουστιανιανοῦ, ἀποσύρθηκε στήν αἰγυπτιακή ἔρημο. 


Προσέφυγε στόν ἀββά Δανιήλ τόν Σκητιώτη[3], ὁ ὁποῖος τήν ἔντυσε μέ ἀνδρικά μοναχικά ἐνδύματα καί τῆς ὅρισε νά ἐγκαταβιώσει μέσα σέ σπήλαιο, ὡς εὐνοῦχος Ἀναστάσιος. Ἐκεῖ, ἔγκλειστη, παρέμεινε ἡ ὁσία Ἀναστασία μέ προσευχή, μετάνοια καί νηστεία ὥς τήν κοίμησή της. Τό πραγματικό της φύλο ἀποκαλύφθηκε μετά τόν θάνατό της, ὅταν τό σκήνωμά της προετοιμαζόταν, ἀπό ὑποτακτικούς τοῦ ἀββά Δανιήλ, γιά τήν κηδεία καί τήν ταφή της. 
Αὐτά γράφουν τά ἁγιολογικά κείμενα πού δημοσιεύονται στήν συνέχεια. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ μεγάλη διάδοση τῶν κειμένων αὐτῶν σέ βυζαντινά χειρόγραφα, ἀλλά καί ἡ ἀναφορά τοῦ συναξαρίου τῆς ἁγίας στό Συναξάριο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως[4]ὑποδηλώνουν διάδοση καί ἑδραίωση τῆς τιμῆς τῆς ἁγίας κατά τήν βυζαντινή περίοδο. 
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ πιθανή σχέση τῆς ὁσίας Ἀναστασίας μέ τήν ἁγία Πατρικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς ὁποίας τά λείψανα φυλάγονται καί τιμῶνται ἰδιαιτέρως στήν Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.


 Τό συναξάρι τῆς ἁγίας, πού ἑορτάζεται στίς 25 Αὐγούστου, παραθέτει συνοπτικά ὁ Antonio Borreli[5], ἀπό τό κείμενο τοῦ ὁποίου δημοσιεύεται στή συνέχεια σέ ἑλληνική μετάφραση[6]
« Ἡ ἁγία Πατρικία, καταγομένη ἀπό τόν μεγάλο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἔλαβε αὐλική παιδεία ἀπό τήν τροφό Ἀγλαΐα καί ἔδωσε ὄρκους ἀγνείας σέ νεαρή ἡλικία. Γιά νά μείνει μάλιστα πιστή ἔφυγε ἀπό τήν πόλη ἐπειδή ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος Β’ ( 668 – 685 μ.Χ. ), συγγενής της, τῆς εἶχε προτείνει γάμο.
Ἐκείνη ἔφτασε στή Ρώμη μαζί μέ τήν Ἀγλαΐα καί μέ ἄλλες θεραπαινίδες καί κοντά στόν Πάπα Liberio ἔλαβε τό μοναχικό πέπλο. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας της, ἡ Πατρικία γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη καί παραιτουμένη ἀπό κάθε ἀπαίτηση γιά τήν αὐτοκρατορική κορώνα, μοίρασε τήν περιουσία της στούς φτωχούς καί πῆγε γιά προσκύνηση στήν Ἁγία Γῆ. Μά μιά φοβερή καταιγίδα τήν ἔκανε νά ναυαγήσει στίς ἀκτές τῆς Νάπολης καί ἀκριβῶς στήν νησίδα Μεγαρίδα ( Φρούριο τοῦ Αὐγοῦ, Castel dell’ Ovo ) ἐκεῖ ἦταν μιά μικρή ἔρημος, ὅπου δυστυχῶς μετά ἀπό μιά ἀσθένεια πέθανε.
Αποτέλεσμα εικόνας για αγια αναστασια η πατρικια 28 ΧΡΟΝΙΑ
Ἡ νεκρώσιμος τελετή, κατόπιν οὐράνιας ἀποκάλυψης στήν τροφό Ἀγλαΐα, ἔγινε μέ τρόπο ἐπίσημο, μέ τή συμμετοχή τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ δούκα τῆς πόλης καί μεγάλου πλήθους. Τό κάρο τό ἔσερναν δύο ταῦροι χωρίς καθοδήγηση σταματᾶ μπροστά στό μοναστήρι τῆς Caponapoli τῶν βασιλειανῶν πατέρων, πού ἦταν ἀφιερωμένο στούς ἁγίους Νίκανδρο καί Μαρκιανό, τό ὁποῖο ἡ Πατρικία σέ ἕνα σταθμό της στή Νάπολη, σέ προηγούμενο ταξίδι στή Ρώμη, εἶχε ὑποδείξει ὡς τόπο πού θά ἀναπαυόταν τό σῶμα της. Ἐκεῖ παρέμεινε τό λείψανο μέ τίς συναδελφές πού τήν εἶχαν ἀκολουθήσει καί ἀπό αὐτήν θά καλούνταν στό μέλλον, πατρικιανές, δηλαδή οἱ ἀδελφές τῆς Ἁγίας Πατρικίας. Τό μοναστήρι, ὅταν μετακινήθηκαν ἀπό ἐκεῖ οἱ βασιλειανοί μοναχοί σέ ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ, διατηρήθηκε ἀπό τίς ἀδελφές, πού ἀκολούθησαν τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, καί γιά αἰῶνες εἶχε μιά λαμπρή παρουσία. 
Ἐξαιτίας ἱστορικῶν καί πολιτικῶν γεγονότων τό 1864 τά λείψανα μεταφέρθηκαν στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τῶν Ἀρμενίων. Περιτυλιγμένα μέ κερί διατηροῦνται σέ μιά λήκυθο ἀπό ἀσήμι καί χρυσό καί διακοσμημένη μέ πολύτιμα πετράδια, στό παρεκκλήσι πού βρίσκεται δίπλα στή μνημειακή ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Πολύς κόσμος ἔτρεχε πάντα νά τήν λατρεύσει, ἔκπληκτος γιά τό θαῦμα τῆς ἀνάβλυσης τοῦ αἴματος καί τοῦ μύρου ( manna ). Τό μύρο ἀνέβλυζε ὅπως στούς ἄλλους τάφους τῶν ἁγίων, ἀπό τό μνῆμα. Ἡ μεγάλη ποσότητα βγῆκε μία χρονιά στίς 13 Σεπτεμβρίου ἀνάμεσα στά ἔτη 1190 καί 1214. Τό αἴμα ἀντιθέτως ἀνέβλυσε θαυμαστά ἀπό ἕνα φατνίο δοντιοῦ πού ἕνας ρωμαῖος ἱππότης, ἀπό ὑπερβολική λατρεία πρός τήν ἁγία, εἶχε ξεριζώσει ἀπό τό σῶμα της, κάποιους αιῶνες μετά τό θάνατό της.


Τό δόντι καί τό αἴμα διατηροῦνται σέ μία λειψανοθήκη μεγάλης ἀξίας. Στούς αἰῶνες πού πέρασαν ἡ ἀνάβλυση τοῦ αἴματος γινόταν μέ μέτρο καί σέ διαφορετικούς χρόνους. Σήμερα, μετά ἀπό προσευχή, ἀναβλύζει πλούσιο στά τοιχώματα τῆς φιάλης. Τοῦτο τό θαῦμα εἶναι λιγότερο γνωστό ἀπό τό ἄλλο πού συμβαίνει ἐπίσης στή Νάπολη, ἐκεῖνο δηλαδή τοῦ ἁγίου Ἰανουαρίου ( Σάν Τζενάρο ), κύριου προστάτη τῆς πόλης. Ἡ ἁγία Πατρικία εἶναι ἡ συν-προστάτης τῆς Νάπολης. Ἡ γιορτή της εἶναι στίς 25 Αὐγούστου ». 
Τό συναξάρι τοποθετεῖ τή νεότητα τῆς ἁγίας στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου, οἱ χρονολογίες ὅμως 668 – 685, συμπίπτουν μέ τήν βασιλεία τοῦ Κωνσταντίνου Δ’ τοῦ Πογωνάτου[7], καί ὄχι μέ τά χρόνια πού βασίλευε ὁ Κωνστάντιος ( 337 – 361 μ.Χ. )[8]. Ἐρχόμαστε λοιπόν πιό κοντά στόν Ἰουστινιανό, παρά στόν Μ. Κωνσταντῖνο, συγγενής τοῦ ὁποίου θεωρεῖται ἡ ἁγία Πατρικία. 


Κατά τά λοιπά, τά δύο συναξάρια παρουσιάζουν πολλές καί ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες: εὐγενής καί ἀριστοκρατική καταγωγή, ἀναχώρηση ἀπό τήν Πόλη γιά νά ἀποφευχθοῦν προτάσεις γάμου τοῦ αὐτοκράτορα ἤ ζήλεια τῆς αὐτοκράτειρας, μοναστική ζωή, διαβίωση στήν ἔρημο. Παραλλήλως, τό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας ἀναφέρεται σέ περιγραφές πού προδίδουν κάποια σύγχυση: ἐνῶ ἡ ἁγία πηγαίνει πρός τούς ἁγίους τόπους ναυαγεῖ στήν ἀντίθετη κατεύθυνση, στή Νάπολη. Ἄν καί δέν ἀναφέρεται ρητῶς, ἡ ἁγία θεωρεῖται ἱδρύτρια μονῆς καί γυναικείου μοναστικοῦ τάγματος. Τό λείψανό της ἀνακαλύπτεται καί κηδεύεται μέ θαυματουργικό τρόπο. Τέλος, στό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας εἶναι ἐνσωματωμένα, προφανῶς ἐκ τῶν ὑστέρων, πολλά μυθικά ἁγιολογικά μοτίβα, πού ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν λεγομένων « ἁγιολογικῶν μύθων »[9]: οὐράνιες ἀποκαλύψεις πού φανερώνουν τήν θεία θέληση, ζῶα πού μέ θεϊκή καθοδήγηση ὑποδεικνύουν τόν τόπο ὅπου θά ἀναπαυθοῦν τά λείψανα τῆς ἁγίας[10], ἀνάβλυση αἴματος καί μύρου ἀπό ἅγια λείψανα, ὡς ἀπόδειξη τῆς ζωντανῆς παρουσίας τῆς ἁγίας[11], θαυμαστά συμβάντα πού συνοδεύουν τήν ἀποκοπή τμήματος τοῦ λειψάνου, μετά ἀπό αὐθαίρετη, ἀλλά εὐλαβῶν προθέσεων, πρωτοβουλία κάποιου πιστοῦ[12]


Πιθανότατα τά λείψανα τῆς ἁγίας βρέθηκαν στή Νάπολη, ἴσως κατά τήν λεηλασία ἁγίων λειψάνων καί τήν μεταφορά τους στήν Δύση, μετά τήν Δ’ Σταυροφορία, καί ἐκεῖ, χωρίς γνώση τῶν ἀκριβῶν περιστατικῶν ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας, ἀπό τό ὁποῖο εἶχε διατηρηθεῖ στή μνήμη τῶν ἁρπαγῶν μόνο ὁ τίτλος τῆς ( Πατρικία: Patrizia di Constantinopoli ), μέ βάση προφορικές καί ἀσαφεῖς ἐνδείξεις, πλάστηκε ὁ νόθος αὐτός « βίος ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε τήν ἁγία Πατρικία δέν τήν περιλαμβάνει, στό ἁγιολόγιό του, οὔτε ὁ Fr. Halkin, ὁ περίφημος Βολλανδιστής ἁγιολόγος, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἀναφέρεται ἐκτενῶς στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία[13].


Ἄρα ἡ ἁγία Πατρικία τῆς Νάπολης εἶναι μᾶλλον ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Πατρικία, παραποιημένη ἱστορικά καί ἁγιολογικά μέ μία διαδικασία συμφυρμῶν, πού εἶναι μᾶλλον συνήθης στήν ἁγιολογία μας. Τά ἱερά λείψανα τῆς Νάπολης πιθανότατα ἀνήκουν στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία, καί εὐχῆς ἔργον θά ἦταν τμῆμα τους νά ἐπαναπατρισθεῖ ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μάλιστα στόν ἐνοριακό ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Πατρικίας, στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου. 


Τέλος εἶναι ἄξιο μνημόνευσης ὅτι ἡ ἁγία Ἀναστασία συνδέει τούς δύο πρώτους θρόνους τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τό πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν δευτερόθρονο ἀποστολική καθέδρα τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἀφοῦ γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά μόνασε, ἀσκήτευσε καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στήν Αἴγυπτο. Ἀνήκει, λοιπόν, τόσο στό κωνσταντινουπολίτικο ὅσο καί στό αἰγυπτιακό ἁγιολόγιο, καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἰδιαίτερης σημασίας τό γεγονός ὅτι ὁ ἐνοριακός της ναός βρίσκεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου, πού ἔχει πνευματικές σχέσεις μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο, διά τοῦ μητροπολίτου της κ. Χρυσοστόμου, ἀποφοίτου τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, καί μέ τήν τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησία, μέσῳ μιᾶς σειρᾶς κληρικῶν της πού ὑπηρετοῦν, ἀκόμη καί ὡς ἐπίσκοποι πλέον, στίς ἐπαρχίες τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.

Αποτέλεσμα εικόνας για АНАСТАСИЯ ПАТРИКИЯ, АЛЕКСАНДРИЙСКАЯ, ПУСТЫННИЦА

2. ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ
Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί βασιλείας Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. ). Καταγόταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια εὐγενῶν καί ὁ αὐτοκράτορας τήν τιμοῦσε ὡς πρώτη πατρικία τοῦ παλατιοῦ. Μήν δίνοντας, ὡστόσο, σημασία στήν ἐπίγεια δόξα, φύλαγε ἡ μακαρία στήν καρδία της τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί φρόντιζε μέ ζῆλο νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Ὁ δαίμονας ὅμως, ἄσπονδος ἐχθρός ὅσων ἐπιθυμοῦν τόν ἐνάρετο βίο, παίρνοντας ἀφορμή τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα πρός αὐτήν ἔσπειρε αἰσθήματα ζηλοφθονίας στήν ψυχή τῆς αὐτοκράτειρας. Ὅταν ἡ Ἀναστασία πληροφορήθηκε ὅτι ὑπήρξε αἰτία σκανδάλου, ἐκμεταλλευομένη τό γεγονός ἀποχώρησε ἀπό τήν αὐλή λέγοντας: « Σώζου, ψυχή μου, ὥστε νά λυτρωθεῖ ἡ αὐτοκράτειρα ἀπό τήν παράλογη ζήλεια, ἐσύ δέ νά ἐτοιμαστεῖς γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ». Κράτησε μικρό μέρος τῆς περιουσίας της, μοίρασε τά ὑπόλοιπα στούς πτωχούς καί ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, κοντά στήν πόλη ἵδρυσε γυναικεία μονή, σέ τόπο ὀνομαζόμενο Πέμπτον, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε Μονή τῆς Πατρικίας. 
Μερικά χρόνια ἀργότερα, ἀφ’ ὅτου ἐκοιμήθη ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ( 548 μ.Χ. ), ὁ αὐτοκράτορας ἀναζήτησε παντοῦ τήν ὄμορφη καί ἐνάρετη Ἀναστασία γιά νά τήν παντρευτεῖ. Μόλις ἐκείνη τό πληροφορήθηκε ἐγκατέλειψε τήν μονή καί μετέβη νύκτα στήν Σκήτη, στόν ἀββᾶ Δανιήλ, γιά νά τοῦ ἐκθέσει τό πρόβλημα. Ὁ Γέροντας τήν ἔντυσε τότε μέ ἀντρικά ἐνδύματα, τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἀναστάσιος καί τήν ἐγκατέστησε σέ σπήλαιο μακριά ἀπό τήν Σκήτη, βάζοντάς της κανόνα κανόνα νά ζήσει ἐκεῖ μέ νηστεία καί προσευχή χωρίς οὔτε νά ἐξέλθει οὔτε νά δεχθεῖ κανένα. Μία φορά τήν ἑβδομάδα ἕνας μαθητής του πήγαινε καί τῆς ἄφηνε μιά στάμνα νερό στήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου καί ἀποσυρόταν σιωπηλά μέ μιά μετάνοια. 


Ἐπί εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα ἔτη ἔζησε μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ γενναία καί ἀνδρεία ψυχή, τηρώντας μέ ἀκρίβεια τόν κανόνα τοῦ Γέροντα. Ὑπερνικώντας τήν φυσική ἀδυναμία καί τούς μαλθακούς τρόπους τῆς αὐλῆς ἀγωνιζόταν νυχθημερόν κατά τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ ὕπνου καί προπαντός κατά τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων πού τῆς ὑπέβαλλαν νά ἀφήσει τήν ἡσυχία. Ἔγινε ἔτσι μέ τήν προσκαρτερία της σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἰδοποιημένη γιά τήν ἐπικείμενη ἐκδημία της ἔγραψε πάνω σέ κεραμίδι στόν ἀββᾶ Δανιήλ νά φέρει τά σύνεργα γιά τόν ἐνταφιασμό της. Ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος εἰδοποιήθηκε μές στή νύκτα μέ θεῖο ὅραμα, ἔστειλε τόν ὑποτακτικό του στήν σπηλιά. Μόλις διάβασε τό μήνυμά της ἔσπευσε νά παραυρεθεῖ στίς τελευταῖες στιγμές της καί ἔπεσε στά πόδια της ζητώντας της νά μεσιτεύσει παρά Κυρίου γιά τόν ἴδιο καί τούς μαθητές του. Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ ἁγία χαιρέτησε τούς ἀγγέλους πού παρουσιάστηκαν στό πλευρό της καί μέ τό πρόσωπο ὁλόφωτο παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο. Ἐπιστρέφοντας στήν Σκήτη ὁ ἀββᾶς Δανιήλ ἀποκάλυψε στούς μαθητές του ὅτι ὁ εὐνοῦχος Ἀναστάσιος ἦταν ἡ ξακουστή πατρικία, πού ἀναζητοῦσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανός γιά νά τήν νυμφευθεῖ. 


( Ἱερομονάχου Μακάριου Σιμωνοπετρίτη, Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου ἑκκλησίας. Διασκευή ἐκ τοῦ γαλλικοῦ:Σωτήρης Γουνελᾶς 7, Μάρτιος. Ἁθῆναι 2006, ἐκδ. Ἴνδικτος, σ. 103 – 105 )

[1] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 1. 324-610. Ἀθήνα 1984, σ. 250-260
[2] Γιά τό ἀξίωμα καί τή σημασία του βλ. L.Petit, “ Vie dw saint Michael Maleinow “ Revue de l’ Orient Chrétien 7 (1902 ) σ.556. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Νεότερος Ἑλληνισμός. Συμβολή στήν ἔρευνα 2. Ἀθήνα 2006, σ.43.
[3] Fr. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca 3. Bruxelles 1957, σ.σ20-21, ὅπου καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.
[4] H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiai Constantinopolitanae, Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembriw, Bruxellis 1902, στ. 523-528.
[5] Ἀπό τήν ἰστοσελίδα Santiebeati,it/dettaglio. Τό κείμενο καταχωρήθηκε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2001.
[6] Ἡ μετάφραση ἀπό τήν κα Παν. Τζιβάρα, Λέκτορα τοῦ Τμήματος Ἱστορίας καί Ἐθνολογίας, τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, τήν ὁποία εὐχαριστῶ θερμά καί ἀπό τή θέση αὐτή.
[7] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 2 : 1. 610 - 867. Ἀθήνα 1984, σ. 63 – 69 ,71, 81, ὅπου οἱ σχετικές πηγές.
[8] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 1...ὅ.π.., σ. 145 -147. Κ. Βαρζός, Οἱ αὐτοκρατόρισσες τοῦ Βυζαντίου 1. Ἀθῆναι 1965, σ. 145 – 166.
[9] Πρβλ. H.Delehaye, Les léhagiographiques. Bruxelles 1927, μέ παραδείγματα.
[10] Βλ. D.S.Loukatos, Le motif de la chêvre decouvrant des lieux sacrés en Grèce “, Festschrift Matthias Zender. Born 1972. σ.465 -469.
[11] Βλ. Const. Tischendorf, Apocalypses apocryphae, Lipsiae 1866, σ. 110 -111.
[12] Βλ. Ἔρα Βρανούση, Τά Ἁγιολογικά κείμενα τοῦ ὁσίου Χριστοδούλου, ἱδρυτοῦ τῆς ἐν Πάτμῳ μονῆς. Ἁθῆναι 1966, σ. 77 κ. ἑξ., 156 κ. ἑξ.
[13] Βίοι τῆς ἁγίας Πατρικίας τῆς Νάπολης σώζονται στά λατινικά, βλ. BibliothecaHagiographica Latina 1-2. Bruxellis 1898 -1901. ἀρ. 6483 -6491, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τά ἐπεισόδια πού μνημονεύονται παραπάνω. Σχετικές πληροφορίες μοῦ ἔστειλε, σέ ἐπιστολή του, ὁ κ. Xavier Lequeux, ἀπό τό Τάγμα τῶν Βολλανδιστῶν ( 20 Ἰουλίου 2007 ), τόν ὁποῖον καί ἀπό ἐδῶ θερμά εὐχαριστῶ γιά τήν πρόθυμη βοήθεια.

Η Μάνα Κουράγιο. Αποχαιρετισμός στη Χριστίνα Δήμου



site analysis







Χριστινούλα, νιώθω περήφανος για σένα. Νιώθω περήφανος για όλες τις μάνες που βαδίσατε με το πρόσωπο αστραφτερό και την ψυχή σας ακέρια ανάμεσα στ’ αποκαΐδια της ναζιστικής κτηνωδίας και στα συντρίμμια της πολλαπλής απουσίας, κουβαλώντας στις πλάτες σας το σταυρό του μαρτυρίου νωρίς και φορώντας στο κεφάλι σας τον ακάνθινο στέφανο πολύ πριν προλάβετε να καταλάβετε πώς είναι η ζωή. Νιώθω την ψυχή μου πλημμυρισμένη απ’ την απέραντη ανθρωπιά και την απύθμενη αγάπη που φυσήξατε μέσα μας οι μανάδες του αγώνα και της τιμής, οι μανάδες του πόνου και της αξιοπρέπειας.
Ορφάνεψες από πατέρα, μάνα κι αδέρφια κι έμεινες μόνη στον κόσμο από τα δεκατρία σου χρόνια. Τη μέρα που κάψανε οι Γερμανοί το Κομμένο, είδες τη μάνα σου να πέφτει άλαλη μπρος στα μάτια σου απ’ τη σφαίρα που της φύτεψε ο Γερμανός στο κεφάλι. Κι είδες τα δυο σου αδέρφια κομμένα στα δύο. Γύρισες τρομαγμένο το βλέμμα σου ένα γύρο κι αντίκρισες το χωριό σου τυλιγμένο στις φλόγες. Και τα σπίτια του στάχτες.
Γλίτωσες τη Δευτέρα εκείνη από θαύμα. Σου ’καψε το φουστάνι μονάχα η σφαίρα που σου ’ριξε ο Γερμανός στρατιώτης. Κι έμεινες λιπόθυμη πάνω απ’ το άψυχο σώμα της μάνας σου. Κι όταν σάλεψες και γύρεψες να ξαναμπείς στη ζωή, τότε είδες πως δε σου ’χε απομείνει πια τίποτα. Μια ψυχή ακυβέρνητη και χωμένη στην απόγνωση και στο πένθος. Και δεν έβγαλες τα μαύρα ποτέ σου από πάνω σου. Σε τιμωρούσε η ζωή και μεγάλωνε γύρω σου την ομίχλη. Κι ένα δέντρο μονάχο εσύ, που χτυπούσαν οι φουρτούνες και οι μπόρες απάνω του. Κι άλλο δε σου ’μενε, όσο άκουγες τους χτύπους της καρδιάς σου ακόμα, παρά να μάχεσαι και να ελπίζεις πως κάποτε θάρθουν οι καλύτερες μέρες.
Στα δεκαπέντε σε πάντρεψαν. Παλικαράκι αμούστακο ο άντρας σου. Δεκαπέντε κι εκείνος χρονών, που σκοτώσανε τη μάνα του οι ναζί στρατιώτες και τουφεκίσανε πάνω στον ύπνο τους τις τέσσερις αδερφές του. Στην ερημιά του κι αυτός και στην πικρή απουσία, με τον πατέρα του μόνο. Μπήκατε στο ζυγό σας και παλεύατε με νύχια και δόντια για να στήσετε όρθια ξανά τη γκρεμισμένη ζωή σας. Χωρίς ήλιο φεύγατε για τα χωράφια σας, χωρίς ήλιο γυρίζατε στο σπιτάκι σας ν’ ανασάνετε και να πάρετε για την άλλη μέρα δυνάμεις. Σου χάρισε πέντε παιδιά. Κι έφερε στη ζωή σου την άλλη ανατολή. Ήπιαν το γάλα σου τα πέντε δικά σου. Κι ήπιαν μαζί και τα τέσσερα του πεθερού σου. Εννιά παιδιά μεγάλωσαν με το γάλα σου.
Μα ήταν η μοίρα σου αγέλαστη και σκληρή. Που σε πότιζε δάκρυ ασταμάτητα. Το άπλερο εκείνο παιδάκι που έγινε ο άντρας και μέστωσε πλάι σου, το παιδάκι εκείνο που βρήκε τη θαλπωρή στην αγκάλη σου κι έγινε η γέφυρα για να περάσεις πάνω απ’ τα ταραγμένα νερά της μεγάλης φουρτούνας και να βγεις στην απέναντι όχθη, έφυγε νωρίς για το μεγάλο ταξίδι. Κι ήταν μόνο σαράντα εφτά χρονών.
Κι έμεινες μόνη ξανά. Αναγκασμένη ν’ αντέχεις και να κρύβεις τον πόνο σου. Και να στέκεσαι όρθια πολεμώντας με το χαμόγελο και τη μεγάλη αγκαλιά σου να κάνεις κουράγιο. Και τις χαρές των παιδιών σου να τις κάνεις γιατρειά σου.
Βιβλίο ατέλειωτο κι ανοιχτό η ζωή σου. Κι ένας κόσμος απίστευτος γύρω σου τώρα. Τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου εδώ. Έχοντας βαθιά στην ψυχή τους την εικόνα μιας αγίας μάνας και μιας αγίας γιαγιάς, που άπλωσε σαν φύλακας άγγελος τις φτερούγες της και σκόρπισε τη στοργή της και την ευχή της πάνω απ’ την ύπαρξή τους. Και ξέροντας πως η μορφή σου θα μείνει αιώνια κι αδιαίρετη και δε γίνεται να περάσει στη λήθη ποτέ.
Σαν φτάσεις στον άλλο κόσμο και συναντήσεις τις άλλες μανάδες, πες τους πως όσα χρόνια κι αν περάσουν θα σας μνημονεύουμε πάντα. Και πως την πικρή πονεμένη σας ιστορία την κάνουμε, όπου βρεθούμε κι όπου σταθούμε, ιστορία των ανθρώπων όλης της γης.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει.Καλό σου ταξίδι, γλυκιά Χριστινούλα μας.
Κομμένο 2 Μαρτίου 2018

Γυναικείες παρουσίες στο Άγιο Όρος.(Μονή Δοχειαρίου-Μονή Διονυσίου)


Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

Η θέση της γυναίκας στον Πόντο



site analysis



Ανάμεσα στις πιο αγνοημένες αλλά και αδικημένες μορφές της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ανήκει η μορφή της Πόντιας γυναίκας. Οι αρχές, το ήθος και η προσφορά στην οικογένειά της και στον ευρύτερο περίγυρο διαμόρφωσαν καθοριστικά τον πολιτισμό των Ποντίων και συνέβαλαν στην κατοπινή εξέλιξή του. Όπως είναι γνωστό, η Πόντια γυναίκα έζησε σε ανδροκρατούμενες εποχές, υποταγμένη στις αποφάσεις και τη βούληση του άντρα. Δεν απέβαλε όμως ποτέ το δυναμισμό και την τόλμη που την διέκριναν σε δύσκολες καταστάσεις. Στον αγροτικό Πόντο η γυναίκα ήταν επιφορτισμένη όχι μόνο με τις οικιακές εργασίες και την κτηνοτροφία, αλλά και με υποχρεώσεις που θα ήταν προτιμότερο να εκτελούνται από άντρες. Ήταν τόσο σκληραγωγημένη, ώστε ακόμη και τα «σελέκια», το φορτίο δηλαδή των ξύλων που κουβαλούσαν στις πλάτες, ανήκε στις δικές της αρμοδιότητες. Μάλιστα, το δέον ήταν να μην βαρυγκομά και να μην παραπονιέται για τη σκληρή δουλειά....
Απεναντίας, άξια επαίνων ήταν αυτή που αντεπεξερχόταν με ευκολία σε όλα. «Το σελέκ’ν ατ’ς ραχίν κι εείνε πορπατεί άμον λαμπάδαν, λες κι εσύ, φτουλ’τά φορτούται» έλεγαν για τις προκομμένες. Οι υποχρεώσεις της γυναίκας δεν σταματούσαν εκεί. Στο σπίτι είχαν όλες τις οικιακές ευθύνες, γι’ αυτό και την ανατροφή των παιδιών την αναλάμβανε κυρίως η γιαγιά των παιδιών, η καλομάνα....
Σκίτσο του Χρ. Δημάρχου από το Αρχείο της ΕΠΜ

Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε στη γυναίκα της Σάντας. Εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της περιοχής και των άγονων εδαφών, οι άντρες μετανάστευαν στην ξενιτιά με αποτέλεσμα οι γυναίκες να μένουν μόνες με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Για να μπορούν να προστατεύονται, ήταν μαθημένες στη χρήση των όπλων και οπλοφορούσαν, για να είναι ασφαλείς....

Δέσποινα Γελαστοπούλου, σύζυγος του Κοτζά Αναστάς

Εκτός από αυτό, δεν υπολείπονταν σε ανδρεία, όπως μαθαίνουμε από τον Μιλτιάδη Νυμφόπουλο, ο οποίος μας παραδίδει πως σε μια σύγκρουση των Σανταίων με άτακτα στρατεύματα, δίπλα στους Σανταίους πολεμούσαν και οι γυναίκες τους ρίχνοντας πέτρες στους εχθρούς. Η θέση της γυναίκας στον αστικό Πόντο ήταν σαφώς καλύτερη. Οι συνθήκες ζωής δεν ήταν τόσο σκληρές και τα νεαρά κορίτσια φοιτούσαν στα Παρθεναγωγεία της κάθε πόλης. Το Παρθεναγωγείον της Τραπεζούντος ξεκίνησε να λειτουργεί το 1846 και ακολούθησε αργότερα, το 1873, το Παρθεναγωγείον Αργυρουπόλεως. Έπειτα άρχισαν να ιδρύονται Παρθεναγωγεία και στις άλλες πόλεις. Αρχικά λειτούργησαν ως Δημοτικά και μετά προστέθηκαν οι τάξεις του Νηπιαγωγείου και του
Ημιγυμνασίου....

Τελειόφοιτες του Παρθεναγωγείου Τραπεζούντος

Στα χρόνια της Γενοκτονίας η Πόντια γυναίκα υπήρξε θύμα των αγριότερων επιθέσεων από τους Τούρκους. Η μανία τους για την πρωτοφανή ατίμωση κι εξευτελισμό όχι μόνο των Ποντίων αλλά και όλων των χριστιανών γυναικών προκαλεί φρίκη και αποτροπιασμό. Στο βιβλίο Γυναίκες καπετάνισσες στο αντάρτικο του Πόντου ο συγγραφέας Γιώργος Αντωνιάδης αναφέρει τα ονόματα ογδόντα κοριτσιών, μεταξύ αυτών και της αδελφής του, τις οποίες, αφού τις βίασαν διαδοχικά οι άντρες του Τοπάλ Οσμάν μαζί με τον τουρκικό στρατό στο χωριό Καράπουναρ της Πάφρας, τις έσυραν ημιθανείς μέσα στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους του χωριού και τις έκαψαν ζωντανές. Οι βιαιοπραγίες των Τούρκων είχαν ως αποτέλεσμα πολλές γυναίκες, ιδίως στον δυτικό Πόντο, να ανεβούν στα βουνά για να σωθούν από τις σφαγές και την ατίμωση. Πολεμούσαν κι αυτές φορώντας την αντρική πολεμική φορεσιά, και οι Τούρκοι δεν ήξεραν αν πολεμούν με άντρες ή γυναίκες. Ο θάνατος των αγαπημένων τους προσώπων, αντί να τις φοβίζει, τις όπλιζε με απαράμιλλη γενναιότητα και αυτοθυσία. Η ιστορία που χαράχτηκε στα βουνά όχι μόνο του δυτικού αλλά και ολόκληρου του Πόντου, καθιστά περήφανο κάθε Έλληνα.

Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου, Φιλόλογος