Δόξα και καύχημα της ορθόδοξης  χριστιανικής πατρίδας μας είναι η αγιοτόκος ΘεσσαλονίκηΗ ένδοξη  αυτή πόλη ανέδειξε πολλούς αγίους, οσίους, μάρτυρες, νεομάρτυρες και ομολογητές της πίστεως.
Μεταξύ των πρώτων αγίων που λαμπρύνουν την  Εκκλησία της Θεσσαλονίκης είναι και η οσία Θεοδώρα η μυροβλύτις (εορτάζει στις 3 Αυγούστου, αλλά και στις 5 Απριλίου). 
Ο βίος    Η όσια Θεοδώρα γεννήθηκε περί το 812 στήν Αίγινα. Η μητέρα της απεβίωσε λίγο μετά τον τοκετό καί ο πατέρας της, που ήταν πρεσβύτερος, εμπιστεύθηκε την κόρη του στήν ανάδοχο της για να τήν αναθρέψει και έκάρη μοναχός. Ή Θεοδώρα μεγάλωσε με σοφία και φόβο Θεού, και ήδη από τήν παιδική της ηλικία αρραβωνιάστηκε με έναν από τους πλέον περιζήτητους νέους του νησιού.

Κατά τήν διάρκεια μιας έπιδρομής Σαρακηνών πειρατών σφαγιάστηκε ο αδελφός της και η Θεοδώρα κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη μαζί με όλη την οικογένεια της.Μόλις έφθασε σέ νόμιμο ηλικία, τελέστηκαν οι γάμοι και λίγο αργότερα έφερε στον κόσμο μια κόρη, κατόπιν δέ και άλλα δύο παιδιά που πέθαναν σέ βρεφική ηλικία. Η Θεοδώρα δεν υπέκυψε στην θλίψη, παρηγόρησε τον σύζυγο της και του πρότεινε νά αφιερώσουν την εξάχρονη πρωτότοκη κόρη τους, Θεοπίστη, στον Κύριο, σάν απαρχή, στήν Μονή του Άγιου Λουκά.
Οταν απεβίωσε ο σύζυγος της, εγκατέλειψε και εκείνη τά εγκόσμια και ζήτησε νά γίνει δεκτή στήν Μονή του Αγίου Στεφάνου, ηγουμένη της οποίας ήταν μιά συγγενής της, ή Άννα, πού είχε υποστεί βασανιστήρια ώς υπέρμαχος της τιμής των σεπτών εικόνων. Φοβούμενη ότι ή νεαρά χήρα θά υπαναχωρούσε στήν απόφαση της και θά επέστρεφε στον κόσμο ήδη μετά τις πρώτες μοναχικές δοκιμασίες, ή Άννα ήταν κατ’ αρχάς διστακτική. Τελικά όμως ενέδωσε στο αίτημα της Θεοδώρας, τήν δέχθηκε στήν αδελφότητα και τήν υπέβαλε σέ κάθε λογής δοκιμασία γιά νά πιστοποιήσει τό ακλόνητο της απόφασης της. Ή Θεοδώρα επέδειξε αξιόλογο ζήλο στήν απόκτηση τών αρετών και διακρινόταν ιδίως γιά τήν πλήρη και δίχως ενδοιασμούς υπακοή της προς τήν ηγουμένη και προς τις άλλες αδελφές, τίς όποιες υπηρετούσε άγόγγυστα, αναλαμβάνοντας τά πιο ταπεινά διακονήματα. Διά της άμεσηςεξομολόγησης απωθούσε όλους τους λογισμούς πού τίς υπέβαλλε ό μισόκαλος γιά νά τήν φέρει πίσω στον κόσμο, και στοχαζόμενη τίς τιμωρίες τής κολάσεως θεωρούσε ότι ήταν ή πλέον άχρηστη όλης τής άδελφότητος.
Όταν έκοιμήθη ή ηγουμένη τής Μονής του Αγίου Λουκά πού τήν είχε δεχθεί στήν αδελφότητα, ή Θεοπίστη έγινε δεκτή στήν Μονή του Αγίου Στεφάνου και μοιραζόταν τό κελλί με τήν κατά σάρκα μητέρα της. Αρπαξε τότε τήν ευκαιρία ό μισόκαλος και αναζωπύρωσε στήν καρδία τής Θεοδώρας τά μητρικά συναισθήματα. Ή ηγουμένη Αννα αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο γιά πειρασμό ό όποιος ήταν ικανός νά αποπλανήσει τίς δύο μοναχές άπό τήν ιερή τους κλήση, και μία ημέρα πού βρήκε τήν Θεοδώρα νά συμμαζεύει τά ενδύματα τής κόρης της, είπε αυστηρά:
«Θεοδώρα, τί σοι έστι ή κορασίς αύτη;» και υπενθυμίζοντας τον λόγο του Κυρίου: ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος• και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος! (Ματθ. 10, 37), τους απαγόρευσε κάθε συναναστροφή και κάθε συνομιλία. Έπί δεκαπέντε χρόνια, ή Θεοδώρα και ή κόρη της τηρούσαν πιστά τήν εντολή, ένώ εξακολουθούσαν να έγκαταβιώνουν στο ίδιο κελλί, να εργάζονται και να γευματίζουν μαζί.
Αργότερα, ή Θεοδώρα ασθένησε σοβαρά- ή ηγουμένη ενέδωσε τότε στίς εκκλήσεις των άλλων μοναζουσών, ήρε τήν απαγόρευση καί ή Θεοδώρα μπορούσε πλέον νά συνομιλεί μέ τήν κόρη της. Μητέρα καί κόρη διαπίστωσαν τότε δτι δεν αισθάνονταν πλέον κάποια ιδιαίτερη στοργή εξαιτίας των δεσμών της σαρκικής συγγενείας καί ότι έβλεπε ή μία τήν άλλη ως έν Χριστώ αδελφή, δίχως κανένα πάθος, ακριβώς όπως οι άλλες μοναχές της αδελφότητας. Οταν ή Θεοδώρα έφθασε σέ ηλικία πενήντα εξι ετών, ή κόρη της Θεοπίστη ορίσθηκε άπό τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης νά διαδεχθεί στήν ήγουμενία τήν “Αννα, που ήταν πολύ ηλικιωμένη καί έπασχε άπό νοητική ανεπάρκεια. Ή Θεοδώρα, πνευματική κόρη της ίδιας της της θυγατέρας, επέδειξε προς αυτήν τήν ίδια υπακοή καί άγόγγυστα ανέλαβε νά γηροκομήσει τήν Αννα, πού ή αρρώστια τήν είχε κάνει δύστροπη. Σέ ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, ή Θεοδώρα απαλλάχθηκε άπό κάθε διακόνημα, εξακολούθησε ωστόσο νά υπηρετεί τις αδελφές, φέρνοντας κρυφά στάμνες γεμάτες νερό κάτω άπό τον μανδύα της ή πλέκοντας σχοινιά άπό τά ξέφτια του λιναριού πού άφηναν οί άλλες μοναχές, γιατί θυμόταν μέ φόβο τον λόγο του Αποστόλου: Ει τις ού θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω (Β’ Θεσσ. 3, 1θ).
Οταν έκοιμήθη έν ειρήνη τό 892, παρουσία όλης της άδελφότητος, τό γερασμένο καί ρυτιδιασμένο πρόσωπο της έλαμψε αίφνης μέ τήν λάμψη της νεότητος, ενώ ουράνια εύωδία γέμισε τό κελλί. Λίγο κατόπιν, τό λάδι της κανδήλας πού είχαν κρεμάσει στον τάφο της άρχισε νά ξεχειλίζει καί νά ρέει άφθονο, επιτελώντας θαύματα σέ όσους πιστούς χρίονταν μέ αυτό. Καί ή εικόνα της οσίας άνέβλυζε επίσης μύρο εύωδιάζον, καί γιά τον λόγο αυτό, ή όσια Θεοδώρα έλαβε τήν προσωνυμία «μυροβλύτις», όπως ό πολιούχος άγιος Δημήτριος.
Κατά τήν άλωση της Θεσσαλονίκης (1430), οί Όθωμανοί παραβίασαν τήν πολύτιμη σαρκοφάγο καί κομμάτιασαν τό ιερό λείψανο, τό όποιο είχε παραμείνει άφθορο. Οί χριστιανοί μπόρεσαν ωστόσο νά συναρμόσουν τά κομμάτια, καί τό τίμιο λείψανο τιμάται μέχρι τίς ήμερες μας στήν μονή τής όσιας, ή όποια αφιερώθηκε πλέον στήν μνήμη της. Διηγούνται επίσης γιά τήν όσία Θεοδώρα —έκτος αν πρόκειται γιά άλλη συνώνυμη άγια— ότι όταν άνοιξαν τον τάφο της γιά νά καταθέσουν τήν σορό τής ηγουμένης, πού έκοιμήθη λίγο μετά τήν όσία, τό λείψανο τής μοναχής έκανε υπακοή ακόμη καί μετά θάνατον καί στριμώχθηκε σέ μιά γωνιά γιά νά χωρέσει τό σκήνωμα τής ηγουμένης.
Πηγή: Νέος Συναξαριστήςτης Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδόσεις Ίνδικτος εδώ
agiatheod343
Η πρώτη μυροβλύτισσα αγία της Θεσσαλονίκης
Τόπος γαλήνης, ηρεμίας και λατρείας. Εδώ και αιώνες η Ιερά μονή της Αγίας Θεοδώρας αποτελεί σημαντικό κέντρο της ορθόδοξης πίστης και της πνευματικής ζωής στη Θεσσαλονίκη. Δεσπόζει στο κέντρο της πόλης, καθώς βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την πλατεία Αριστοτέλους, στην οδό Ερμού. Ο επισκέπτης, αφού περάσει την πύλη του μοναστηριού και βρεθεί στο εσωτερικό του, ξεχνά αμέσως το βουητό των αυτοκινήτων. Αισθάνεται αγαλλίαση και προσευχόμενος μπροστά από τη λάρνακα όπου φυλάσσονται τα λείψανα της αγίας νιώθει να προσεγγίζει τον Θεό.
Η αγία Θεοδώρα είναι η πρώτη μυροβλύτισσα αγία που εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη, μια και η μυροβλυσία του λειψάνου της προηγείται της πρώτης μαρτυρίας που υπάρχει για μυροβλυσία του αγίου Δημητρίου. Σε πολλά μυροδοχεία που ανακαλύφθηκαν στη μία πλευρά υπάρχει η μορφή του αγίου Δημητρίου και στην άλλη της αγίας Θεοδώρας, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχε συλλατρεία των δύο μυροβλυτών αγίων της Θεσσαλονίκης.
«Η ιστορική Ιερά Μονή της Αγίας Θεοδώρας από τον 8ο αιώνα μ.Χ. μέχρι και σήμερα αποτελεί για τη Θεσσαλονίκη σημαντικό κέντρο της ορθόδοξης πίστης και φωτεινό πνευματικό φάρο» τονίζει στη «δημοκρατία» ο ηγούμενος της μονής, αρχιμανδρίτης Δαβίδ Τζιουμάκας. Προσθέτει ότι η αγία Θεοδώρα θεωρείται κι αυτή προστάτιδα της Θεσσαλονίκης και στο καθολικό της μονής φυλάσσεται το μυρόβλυτο άγιο λείψανό της, που αποτελεί προσκύνημα για χιλιάδες πιστούς από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Στο καθολικό της μονής φυλάσσονται επίσης τα λείψανα του οσίου Δαβίδ.
Ο τάφος της αγίας 
Τον Αύγουστο του 2010(δική μας διόρθωση ) σε οικόπεδο δίπλα από τη μονή ανακαλύφθηκε ένας τάφος που εκτιμήθηκε ότι ανήκει στην αγία Θεοδώρα. «Στο σημείο βρέθηκαν δοχεία για τη συγκέντρωση μύρου και οι αρχαιολόγοι συνέκλιναν στην άποψη πως εκεί είχε ενταφιαστεί η αγία» σημειώνει ο ηγούμενος. Ο τάφος μεταφέρθηκε στον αύλειο χώρο της μονής και σήμερα φυλάσσεται καλυμμένος, αλλά σύντομα θα εκτεθεί και θα αποτελεί σημείο προσκυνήματος. Από το εύρημα σύμφωνα με τους αρχαιολόγους σώζονται η οροφή του, μια καμάρα, τέσσερις τοίχοι, η οπή της καθόδου, το δάπεδο του τάφου, ο διάκοσμος και ένας χώρος στο προσκεφάλι που φαίνεται ότι δεχόταν κάποιο υγρό. Να σημειωθεί ότι τα λείψανα της αγίας είχαν μετατεθεί με θαυματουργό τρόπο έναν χρόνο μετά την κοίμηση της.
Η ιερά μονή
Οι πρώτες πληροφορίες για την ιστορία της μονής της Αγίας Θεοδώρας προέρχονται από τον βίο της. Οταν σε ηλικία 25 ετών κατέφυγε εκεί για να μονάσει, το 837 μ.Χ., η μονή ήταν αφιερωμένη στο όνομα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Μετά τη μετακομιδή του λειψάνου της αγίας Θεοδώρας, τον Αύγουστο του 893, η μονή μετονομάστηκε σε Ιερά Μονή της Αγίας Θεοδώρας. Το 1430 με την άλωση της Θεσσαλονίκης οι Τούρκοι κατατεμάχισαν το λείψανο της αγίας. Ωστόσο η μονή δεν δημεύτηκε ούτε μετατράπηκε σε τζαμί. Εκείνη την περίοδο ήταν μία από τις τρεις μονές που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη και αριθμούσε 200 μοναχές. Η μονή ονομαζόταν στα τουρκικά Kizlar Manastir (μοναστήρι των κοριτσιών) και βρισκόταν σε μία από τις 12 χριστιανικές συνοικίες της πόλης. Το καθολικό της μονής καταστράφηκε ολοκληρωτικά στην πυρκαγιά του 1917. Το μόνο κτίσμα που διασώθηκε ήταν το κωδωνοστάσιο. Ο νέος ναός χτίστηκε δίπλα στον κατεστραμμένο το 1935. Από το 1974 λειτουργεί ως ανδρική μονή, ενώ το 1989 ιδρύθηκε στον χώρο της μονής το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης.
Εχει πέντε μετόχια, τον ναό του Αγίου Αντωνίου, το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου του Τρανού, τον ναό του Αγίου Παντελεήμονος, το παρεκκλήσιο της Παναγίας Ελεούσης και τον ναό του Οσίου Δαβίδ. 
Θάνος Χερχελετζής.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η ΜΥΡΟΒΛΥΤΙΣΣΑ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
       Στα αγιολόγια της Εκκλησίας μας υπάρχουν άγιοι οι οποίοι αγίασαν ομού με μέλη των βιολογικών τους οικογενειών. Μια τέτοια αγία είναι και η οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη, η οποία μόνασε και αγίασε με την κόρη τηςΘεοπίστη. Οι δύο αυτές οσιακές μορφές λαμπρύνουν το πλούσιο αγιολογικό μωσαϊκό της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων.
       Η αγία Θεοδώρα γεννήθηκε στην Αίγινα το 812 από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας της ήταν πρεσβύτερος. Δυστυχώς η μητέρα της πέθανε, λίγο μετά τον τοκετό της, γι’ αυτό αναγκάστηκε ο πατέρας της να τη δώσει για ανατροφή σε μια ευλαβή ανάδοχό του και εκείνος ασπάσθηκε, μετά τη χηρεία του, το μοναχικό βίο. Η Θεοδώρα ανατράφηκε με ευλάβεια, από την ευσεβή ανάδοχο κόρη, απέκτησε φόβο Θεού και στολίστηκε με σπάνιες αρετές. Επίσης ήταν στολισμένη και με σπάνιο σωματικό κάλλος.
     Όταν μεγάλωσε, η ευσεβής θετή μητέρα της την αρραβώνιασε με έναν νέο, περιζήτητο στο νησί. Όμως ένα τρομερό γεγονός της άλλαξε τη ζωή. Βάρβαροι Σαρακηνοί πειρατές εισέβαλλαν στην Αίγινα και λεηλάτησαν τους κατοίκους, σκοτώνοντας πολλούς. Μεταξύ αυτών και τον αδελφό. Έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στηΘεσσαλονίκη, με τον μνηστήρα της, όπου θα ήταν πιο ασφαλείς.

      Μετά από καιρό, όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο μια κόρη, τη Θεοπίστη και στη συνέχεια άλλα δύο παιδιά τα οποία πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Ο χαμός των παιδιών τους τους γέμισε θλίψη, αλλά η ευσεβής Θεοδώρα δεν καταβλήθηκε. Έχοντας μεγάλη πίστη και ηρωικό φρόνημα, στήριζε το σύζυγό της. Μάλιστα του πρότεινε να αφιερώσουν την τότε εξάχρονη κόρη τους, την στο Θεό. Όντως την αφιέρωσαν στην Ιερά Μονή Αγίου Λουκά.
      Ύστερα από καιρό ένα άλλο δυσάρεστο πλήγμα δέχτηκε η Θεοδώρα. Ο σύζυγός της ασθένησε και πέθανε. Όντας 25 ετών, πήρε την απόφαση να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν ηγουμένη μια συγγένισσά της, ονόματι Άννα, ζητώντας την να την δεχτεί στη Μονή. Η ηγουμένη ήταν εγνωσμένης αγιότητας και είχε αναδειχθεί ομολογητής και είχε βασανισθεί, ως υπέρμαχος των Ιερών Εικόνων (βρισκόμαστε στην εποχή της εικονομαχίας). Όταν αντίκρισε τη νεαρή χήρα εξέφρασε τους δισταγμούς της, φοβούμενη πως κάποια στιγμή θα μετάνιωνε για την απόφασή της και θα εγκατέλειπε το μοναχικό βίο. Αλλά, μπροστά στις θερμές παρακλήσεις της Θεοδώρας ενέδωσε, τη δέχτηκε και την ενέταξε στην αδελφότητα της Μονής, υποβάλλοντάς την σε διάφορες δοκιμασίες για να πεισθεί για την ακλόνητη απόφασή της.
      Η Θεοδώρα επέδειξε πρωτοφανή ζήλο και υπακοή. Εκτελούσε με προθυμία κάθε διακόνημα, όσο ταπεινό και κοπιαστικό ήταν. Καλλιεργούσε σχέσεις αγάπης με την υπόλοιπη αδελφότητα και καταγίνονταν στον προσωπικό πνευματικό της αγώνα. Νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε πνευματικά και ψυχωφελή βιβλία και συμμετείχε στα Ιερά Μυστήρια με ευλάβεια και ταπείνωση. Εξομολογούνταν ανελλιπώς για να αποκρούει τους πειρασμούς του διαβόλου, ο οποίος  πάσχισε, με δόλιους λογισμούς να την αποσπάσει από τον πνευματικό της αγώνα και να την απομακρύνει από τη Μονή, να την επαναφέρει ξανά στον κόσμο. Όμως εκείνη έμεινε εδραία στην απόφασή της. Είχε αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την αρετή της ταπεινοφροσύνης, θεωρώντας τον εαυτό της ως τον πλέον αμαρτωλό άνθρωπο του κόσμου. Συχνά εξέφραζε την γνώμη της ότι ήταν η πιο άχρηστη μοναχή στη Μονή. Στοχαζόταν τις τιμωρίες της κολάσεως και έκλαιε πικρά για τα δεινά που την περίμεναν!
      Μετά από χρόνια, όταν είχε κοιμηθεί η ηγουμένη της Μονής Αγίου Λουκά, η οποία είχε δεχθεί την κόρη της Θεοπίστη και εκείνη πήρε την απόφαση να πάει να
μονάσει μαζί με τη μητέρα της τη Θεοδώρα. Έτσι ζήτησε να τη δεχτούν στη Μονή Αγίου Στεφάνου. Η ηγουμένη τη δέχτηκε και μάλιστα την έβαλε να συγκατοικεί στο ίδιο κελί με την κατά σάρκα μητέρα της.     
       Μητέρα και κόρη, ως πνευματικές αδελφές πια, μοιραζόταν την προσευχή και την άσκηση και ζούσαν αγγελικό βίο. Αλλά ο διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα τους ανθρώπους που προκόβουν πνευματικά, θέλησε να τις προσβάλει, ξύπνησε μέσα στην ψυχή της Θεοδώρας το μητρικό ένστικτο, το οποίο επισκίασε την πνευματική τους σχέση. Αυτό το παρατήρησε η ηγουμένη και ανησύχησε. Μάλιστα κάποια μέρα βρήκε τη Θεοδώρα να φροντίζει τα ενδύματα της κόρης της, τη ρώτησε: «Θεοδώρα, τίνος είναι το κορίτσι αυτό;».  Την επέπληξε και της υπενθύμισε το λόγο του Κυρίου πως «ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ.10,37). Για να τις προφυλάξει τις χώρισε και τους απαγόρευσε να έχουν καμιά συναναστροφή. Εκείνες υπάκουσαν και για δεκαπέντε χρόνια δεν αντάλλαξαν κουβέντα, αν και συζούσαν στην ίδια Μονή, εργάζονταν και γευμάτιζαν μαζί.
      Αργότερα η Θεοδώρα ασθένησε βαριά και η ηγουμένη Άννα, κατόπιν παρακλήσεων των άλλων μοναζουσών, έδωσε την άδεια στην Θεοπίστη να συνομιλήσει μαζί της. Διαπίστωσαν πως πλέον είχε εκλείψει εντελώς η συγγενική σχέση τους και έβλεπε η μια την άλλη ως αδελφή εν Χριστώ, σαν τις άλλες μοναχές της αδελφότητας.
       Η Θεοδώρα είχε φθάσει ήδη στο πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας της και είχε ωριμάσει πνευματικά σε μεγάλο σημείο. Επίσης και η ηγουμένη Άννα είχε  φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και έπασχε από γεροντική άνοια, μη μπορώντας πια να ασκήσει τη διακονία της ηγουμένης στη Μονή. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης όρισε ως ηγουμένη της Μονής την Θεοπίστη. Η κατά σάρκα μητέρα της αξιώθηκε να γίνει υποτακτικός της κόρης της. Αυτό το δέχτηκε με μεγάλη χαρά και εκτελούσε με υπακοή και αγόγγυστα τις εντολές της. Μάλιστα η νέα ηγουμένη της ανέθεσε το δύσκολο διακόνημα, να γηροκομεί την άρρωστη πρώην ηγουμένη Άννα και να υπομένει με καρτερία και ηρεμία τις δυστροπίες της.
       Μετά από δεκαεννέα χρόνια και όντας η Θεοδώρα εβδομήντα πέντε χρονών, απαλλάχτηκε από όλα τα διακονήματά της. Αυτό όμως τη στεναχώρησε και γι’ αυτό εξακολουθούσε κρυφά να υπηρετεί τιε αδελφές. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 892, αφού κάλεσε όλη την αδελφότητα να την αποχαιρετίσει και να ζητήσει συγχώρεση. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό και το γερασμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπό της έλαμψε σαν τον ήλιο και το δωμάτιο πληρώθηκε από ουράνια ευωδία. Το λάδι από το κανδήλι του τάφου της μεταβλήθηκε σε μύρο και ξεχείλιζε, χαρίζοντας ιάματα σε πλήθος ασθενών, όσοι χρίονταν από αυτό. Γι’ αυτό και της δόθηκε η προσωνυμία«Μυροβλύτισσα». Η περιώνυμη Θεσσαλονίκη αξιώθηκε να έχει δύο αγίους μυροβλύτες, τον Δημήτριο και τη ΘεοδώραΤο 893 έκαναν την εκταφή βρήκαν το ιερό σκήνωμά της άφθορο να ευωδιάζει. Το εναπέθεσαν σε πολύτιμη λάρνακα και μετονόμασαν την Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, σε Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας της Μυροβλύτισσας, η οποία έμελλε να καταστεί σημαντικό πνευματικό κέντρο. Σήμερα λειτουργεί ως ανδρική Μονή και στεγάζει το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. 
     Στα 1430, όταν οι αλλόθρησκοι Οθωμανοί κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη, άνοιξαν τη λάρνακα της αγίας και κομμάτιασαν το σκήνωμά της. Οι Χριστιανοί μπόρεσαν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια, προς προσκύνηση και αγιασμό των πιστών.
    Η μνήμη της τιμάται στις 5 Απριλίου και στις 3 Αυγούστου, ημέρα μετακομιδής του Ιερού Λειψάνου της και στις 29 Αυγούστου η μνήμη της αγίας Θεοπίστης.