Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Γερόντισσα Θεοφανώ(μητέρα του γέροντος Εφραίμ).



site analysis

Κατάφερε να συνδυάσει αρμονικά την μητρότητα με την μετέπειτα,μοναχική κλίση

Αποτέλεσμα εικόνας για γεροντισσα Θεοφανω μητερα γεροντος Εφραιμ
 Το μοναστήρι του Αγ.Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο είναι μετόχη της Μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Εδώ έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της η γερόντισσα Θεοφανώ,μητέρα του γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεϊτου,πριν την κοίμησή της,το 1986. Στο μοναστήρι και γενικά στην πνευματική οικογένεια του γέροντος Εφραίμ,όλοι ονόμαζαν την γερόντισσα Θεοφανώ ''γιαγιά'',ενώ ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής ήταν ο ''παππούς''. Αν και έζησε για πολλά χρόνια στον κόσμο και είχε τρεις γιούς,έφτασε σε μεγάλα πνευματικά ύψη,καταφέρνοντας να συνδυάσει αρμονικά την μητρότητα με την μετέπειτα,μοναχική κλίση.
 Η γερόντισσα Θεοφανώ,κατά κόσμον Βικτώρια Μωραΐτη,είχε πραγματικά μητρική αγάπη για όλον τον κόσμο.Ήταν αυστηρή,η αυστηρότητά της όμως πήγαζε από την αγάπη της. Ήταν πρώτα απ'όλα αυστηρή με τον εαυτό της και έπειτα με τις ψυχές που τις είχε εμπιστευτεί ο Θεός να καθοδηγήσει. Της άρεσε να επισκέπτεται νέα μέρη και να κάνει διάφορες εκδρομές.Απ'όταν όμως πήρε το σπίτι της φωτιά και έλαβε μέρος κάποιο θαυμαστό γεγονός,η γερόντισσα αφιέρωσε πλήρως την καρδιά της στον Χριστό. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Θεός της έστειλε έναν πνευματικό καθοδηγητή


Εμείς όλοι μαζί δεν αξίζουμε όσο η Βικτώρια από μόνη της


 Όπως γράφει στο βιβλίο «Ο γέροντάς Ιωσήφ ο Ησυχαστής»,ο πατήρ Εφραίμ Καραγιάννης,ένα από τα πνευματικά τέκνα του γέροντος Ιωσήφ,είχε εγκατασταθεί στον Βόλο,και έγινε πνευματικός όχι μόνο ολόκληρης της οικογένειας,αλλά και ολόκληρης της κοινότητας της οποίας ήταν μέλη η Βικτώρια και η οικογένειά της. Κάποια μέλη αυτής της κοινότητας παντρεύτηκαν,άλλοι έγιναν μοναχοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Βικτώρια,για την μετριοφροσύνη της,την αγάπη της για τον Θεό και για το χάρισμα της προσευχής,της αγρυπνίας και της ελεημοσύνης. Ο π.Εφραίμ,ο πνευματικός της,είχε πει κάποτε:«Εμείς όλοι μαζί δεν αξίζουμε όσο η Βικτώρια από μόνη της»
 Και ο σύζυγος της Βικτώριας,ο Δημήτρης Μωραΐτης,ήταν άνθρωπος πιστός. Πήγαινε στην εκκλησία,αλλά δεν είχε τον ίδιο ζήλο με την σύζυγό του. Παρόλα αυτά,η Βικτώρια ποτέ δεν συνάντησε εμπόδια εκ μέρους του στην πνευματική της πορεία. Για παράδειγμα νήστευε πολύ,τόσο στα πλαίσια των καθιερωμένων από την Εκκλησία νηστειών,όσο και εκτός αυτών.Όσες φορές ετοιμάζονταν να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων νήστευε για τρεις ημέρες τηρώντας πλήρη ασιτία.Την ημέρα που κοινωνούσε έτρωγε λίγο και μετά ξανανήστευε με τον ίδιο τρόπο.
Старец Ефрем, игумен Филофейского монастыря
 Την νύχτα σηκωνόνταν και προσευχόνταν κλεισμένη στην κουζίνα.Προσευχόναν γονατιστή,χύνοντας άφθονα δάκρυα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Ο γιός της Ιωάννης -ο μετέπειτα γέροντας Εφραίμ-συνήθιζε να της λέει:
« Μητέρα,όταν τελειώσεις την προσευχή,ξύπνα με να προσευχηθούμε λίγο μαζί» Τοιουτρόπως,από τα παιδικά του ακόμη χρόνια, και χάρη στη μητέρα του,αγάπησε την αγρυπνία. Όντας παιδί,τού ήταν δύσκολο να προσέυχεται για πολύ ώρα μέσα στη νύχτα,προαπαθούσε όμως να ξυπνήσει για να προσευχηθεί έστω και για λίγο,όσο μπορούσε.
 Ο σύζυγος της γερόντισσας Θεοφανώς τής επέτρεψε να νηστεύει αυστηρά και να προσεύχεται για πολλή ώρα,δεν προσπάθησε όμως να μιμηθεί την άσκησή της. Ήταν αυτό που λέμε τυπικός χριστιανός. Είχε ένα ξυλουργείο και έμαθε στα παιδιά του την τέχνη από πολύ μικρή ηλικία. Το όνειρό του ήταν να τους κληρονομήσει το ξυλουργείο. Τελικά ο Νικόλαος,ο μεγάλος αδελφός του γέροντα Εφραίμ,παρέλαβε το ξυλουργείο

Elder Ephraim's family
Πόσο δυνατή είναι η προσευχή μίας μητέρας;

 Ο Δημήτριος και η Βικτώρια είχαν τέσσερα παιδιά. Το 1924 γέννηθηκε ένα κορίτσι,η Ελένη. Η Βικτώρια ήταν ορφανή από 11 ετών και αναγκάστηκε να εργάζεται σε διάφορα σπίτια για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.Μία από τις γυναίκες στις οποίες εργάζονταν την λυπήθηκε,της φέρθηκε πολύ όμορφα και την βοήθησε μάλιστα να παντρευτεί. Γι'αυτό,η πρώτη κόρη της Βικτώριας πήρε το όνομά της,Ελένη,Ελενίτσα,όπως την έλεγαν χαϊδευτικά,και η οποία πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία. Έπειτα η Βικτώρια γέννησε τρία αγόρια:τον Νικόλαο το 1926,τον Ιωάννη-τον μετέπειτα γέροντα Εφραίμ-το 1928,και τον Χρήστο το 1930.

 Κατά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο,η Ελλάδα βρισκόνταν υπο γερμανική κατοχή και ο Βόλος,όπως και πολλές ελληνικές πόλεις,υπέφερε από την πείνα. Οι κάτοικοι
μάζευαν χόρτα για να μπορούν να επιβιώσουν. Αυτές τις δύσκολες ώρες η προσευχή της Βικτώριας έσωσε την οικογένειά της. Πολλές φορές ο γέροντας και τα αδέλφια του γλύτωσαν με τρόπο θαυμαστό από τον θάνατο.


 Αυτά τα δύσκολα χρόνια ο Ιωάννης και τα αδέλφια του πουλούσαν ότι μπορούσαν για να επιζήσουν.Μία από αυτές τις ημέρες,ενώ ο Νικόλαος και ο Ιωάννης βρισκόνταν στην αγορά,περικυκλώθηκαν από τους Ναζί οι οποίοι απειλούσαν να πυροβολήσουν τους παρευρισκόμενους. Ο Νικόλαος είχε εγκαταλείψει την αγορά λίγα λεπτά πριν,ο Ιωάννης όμως ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έπρεπε να εκτελεστούν.Την τελευταία στιγμή,οι κάτοικοι έπεισαν τους Γερμανούς να ελευθερώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά.Ο Ιωάννης ήταν 15 ετών,αλλά φαινόνταν πιο μικρός εξαιτίας της έλλειψης φαγητού και της ευθραυστης υγείας του.Ο γέροντας ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από τα άλλα παιδιά και ακόμη φορούσε κοντά παντελονάκια. Επίσης τα χρόνια εκείνα τα ρούχα ήταν συνήθως κουρελιασμένα. Αυτό τον έσωσε.Οι Γερμανοί τον πέρασαν για παιδάκι και τον άφησαν ελεύθερο,ενώ τους άλλους έφηβους και τους άντρες τους εκτέλεσαν όλους.

 Πολλούς ανθρώπους τους κρεμούσαν. Όλοι ζούσαν σε μία ατμόσφαιρα φρίκης και τρόμου. Μόνο η προσευχή και η πίστη κράτησαν την Βικτώρια και την οικογένειά της. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί,την ώρα που όλοι οι γείτονες είχαν πάει στα καταφύγια,η Βικτώρια αρνούνταν να παέι,γονατίζοντας μπροστά στις εικόνες. Τόσο δυνατή ήταν η πίστη της..
 Από την αρχή η Βικτώρια ήξερε ότι ένα από τα παιδιά της θα γινόνταν μοναχός. Να πως περιγράφει η πνευματική της κόρη Ελένη Ξενίτσα-πνευματική κόρη του γέροντα Εφραίμ από τα 12 της χρόνια- αυτό το θαυμαστό γεγονός:
«Η γερόντισσα Θεοφανώ διηγήθηκε στην μητέρα μου τα δύο σημάδια που έλαβε από τον Θεό σχετικά με τον γέροντα Εφραίμ.Ήταν κάτι ανάμεσα σε όνειρο και όραμα. Την πρώτη φορά είδε τρία στεφάνια που υψώνονταν προς τον ουρανό. Τα πρώτα δύο στεφάνια ήταν δάφνινα,ενώ το τρίτο,το οποίο κατευθύνονταν προς το Άγιον Όρος,ήταν χρυσό. Τον καιρό εκείνο ήταν έγκυος και ακόμη δεν ήξερε πόσα παιδιά θα αποκτήσει.
 Μετά την γέννηση του τρίτου παιδιού,του γέροντα Εφραίμ,σαράντα ημέρες μετά την γέννηση,μετάξυ ονείρου και πραγματικότητας άκουσε μία φωνή:«Βικτώρια,έλα να δεις τον γιό σου,έναν ηγούμενο ερχόμενο από το Άγιο Όρος». Σκέφτηκε τότε έκπληκτη:
«Πώς γίνεται αυτό; Μόλις τον γέννησα.Πότε πρόλαβε να γίνει μοναχός;»
Παρόλα αυτά βγήκε και είδε τον γιό της με την μορφή ιερομοναχού φορώντας άμφια στολισμενα με  χρυσό με λουλούδια.

Όχι μισά πράγματα,ακριβώς όπως σας το ζήτησα
  Ξέροντας ότι ο Ιωάννης θα ακολουθήσει τον μοναχικό βίο,η Βικτώρια ήταν πιο αυστηρή μαζί του. 'Ηταν όμως γεμάτη αγάπη. Ο μεγάλος αδελφός,ο Νικόλαος,θυμάται πως τους ζητούσε να τηρούν επακριβώς τις υποδείξεις της:«Όχι μισά πράγματα,ακριβώς όπως σας το ζήτησα!»
 Το 1947 ο γέροντας Εφραίμ έφυγε για το Άγιον Όρος. Ο πατέρας του δεν ήταν σύμφωνος και δεν του έδινε ευλογία να γίνει μοναχός επειδή είχε ανάγκη στο ξυλουργείο. Τότε η μητέρα του τον βοήθησε να φύγει στα κρυφά.Σε αυτήν την περίπτωση εναντιώθηκε στην θέληση του συζύγου της επείδή γνώριζε ότι ήταν θέλημα Θεού να γίνει ο γιός της μοναχός.
Старец Ефрем с сестрами
Η πρώτη συνοδεία της Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς


 Όταν ο Ιωάννης συμπλήρωσε το 19ο έτος της ηλικίας του και έλαβε ευλογία από τον πνευματικό του,τον πατέρα Εφραίμ,για να πάει στο Άγιον Όρος,η μητέρα του τον βοήθησε στα κρυφά να ετοιμάσει τα απαραίτητα για το ταξίδι του. Ο πατέρας του,γνωρίζοντας την μεγάλη επιθυμία του γιού του να πάει στο Άγιον Όρος,τον έλεγχε με αυστηρότητα και του ζητούσε να του ανακοινώνει που πάει. Ο Ιωάννης πήγαινε συχνά στον ναό της ενορίας του για να παρακολουθήσει τα κατηχητικά μαθήματα. Ο πατέρας του τού απαγόρευσε να πηγαίνει σε αυτά τα κατηχητικά μαθήματα του π.Εφραιμ,του πνευματικού της οικογένειας.Την ημέρα που έφυγε για το Άγιον Όρος η μητέρα του τον συμβούλευσε να αφήσει ένα σημείωμα που να λέει ότι πάει στα κατηχητικά μαθήματα. Ο γέροντας Εφραίμ έλεγε συχνά στις ομολίες του ότι αυτή η λεπτομέρεια ήταν αληθινή αφού στο Άγιον Όρος ''υπέφερε'' τόσα και τόσα κατηχητικά μαθήματα.



 Ο Ιωάννης έγραψε ένα σημείωμα,πήρε τα πράγματά του και πήγε στο λιμάνι για να μπαρκάρει. Όταν ο πατέρας του γύρισε από την δουλειά,ρώτησε την Βικτώρια πού ήταν ο γιός τους. Αυτή του έδωσε το σημείωμα και μόλις το διάβασε ο πατέρας ηρέμησε. Αργότερα,και ενώ είχε περάσει κατά πολύ η ώρα που έπρεπε ο Ιωάννης να επιστρέψει,ο πατέρας ανησύχησε και άρχισε να κάνει ερωτήσεις στην γυναίκα του. Τελικά,εκείνη αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια. Ο πατέρας τότε φώναξε θυμωμένος:

 «Αυτό δεν θα συμβεί» Ανέβηκε στο ποδήλατό του και πήγε προς το λιμάνι με την ελπίδα να βρει τον γιό του και να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Στον δρόμο όμως έπεσε από το ποδήλατο και τραυματίστηκε,γι'αυτο αναγκάστηκε να γυρίσει στο σπίτι. Ο γέροντας έλεγε ότι αυτό το συμβάν ήταν θέλημα Θεού για να μπορέσει να μπαρκάρει για το Άγιον Όρος
Η μοναχική κουρά
 Ο γιός έστειλε στην μητέρα ένα μόνο γράμμα από το Άγιον Όρος:«Εδώ μητέρα δεν πλενόμαστε με νερό,αλλά με δάκρυα».Έπειτα,για πολλά χρόνια δεν έλαβε κανένα νέο. Όπως γνωρίζουμε,η πρώτη έξοδος του γέροντα Εφραίμ  από το μοναστήρι έγινε σύμφωνα με την θέληση  του γέροντα Ιωσήφ,μετά την κοίμησή του,και επισκέφτηκε τον τόπο της γεννήσεως του,τον Βόλο,για να καθοδηγήσει πνευματικά τις αδελεφές που την περίοδο εκείνη ζούσαν σε ένα σπίτι στο χωριό Σταγιάτες του Πηλίου. Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά με την μητέρα του και εκείνη ούτε που τον αναγνώρισε,τόσο πολύ τον είχε αλλάξει η σκληρή πνευματική άσκηση.
 Το 1962,με την ευλογία του γέροντα Εφραίμ,οι αδελφές αγόρασαν ένα οικόπεδο στην Πορταριά για να χτίσουν εκεί ένα μοναστήρι. Την θαυματουργή εικόνα που είχαν μαζί τους στους Σταγιάτες,την μετέφεραν στο νέο τόπο διαμονής.Το 1963 μετακόμισαν οριστικά στην Πορταριά. Ο γέροντας Εφραίμ έκηρε την πρώτη μοναχή,την ίδια του την μητέρα Βικτώρια,η οποία πήρε το όνομα Θεοφανώ,και την φίλη της η οποία πήρε το όνομα Ματρώνα. Ο γέροντας Εφραίμ διάλεψε το όνομα Θεοφανώ από την σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντος του Σοφού. Ο γέροντας της είχε μεγάλη ευλάβεια και γι'αυτό την ονόμασε έτσι προς τιμήν της αυτοκράτειρας. Έπειτα,σε αρκετές από τις κουρές που έκανε,οι μοναχές έπαιρναν το ίδιο όνομα.
Η πρώτη και καλύτερη μαθήτρια
 Μετά την κουρά της η γερόντισσα Θεοφανώ γύρισε στο σπίτι της. Ο άντρας της είχε πεθάνει,αλλά ο μικρότερος γιός ο Χρήστος ήταν ακόμη ανύπαντρος. Έμεινε μαζί του μέχρι να παντρευτεί και έπειτα πήγε στο μοναστήρι.
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα έγινε και η κουρά της Μαρίας η οποία και έγινε η ηγουμένη του μοναστηριού στον Βόλο. Η μοναχή Μακρίνα(Βασοπούλου) θεωρούσε την Θεοφανώ ως την πραγματική της ηγουμένη και πνευματική μητέρα.Για πολλά χρόνια μοιράστηκαν το ίδιο κελί και ασκήτεψαν και αγωνίστηκαν μαζί,όπως συνήθιζαν και στο σπίτι της Βικτώριας,όταν κλείνονταν με τις ώρες στην κουζίνα για να προσευχηθούν. Ήταν γυναίκες βαθιάς προσευχής. Οι ντόπιοι έδωσαν μαρτυρία ότι έβλεπαν δύο πύρινες στήλες να υψώνονται προς τον ουρανό. Ήταν οι προσευχές των μοναχών Θεοφανώς και Μακρίνας.
 Συνεπώς,η γερόντισσα Θεοφανώ έγινε η πρώτη και καλύτερη μαθήτρια του γιού της. Κατα τα λεγόμενα των άλλων μοναχών,έδειχνε πραγματική υπακοή και προσευχόνταν αδιαλείπτως γι'αυτό αντιμετώπιζε πολυάριθμους πειρασμούς.

Πρώτη στον ναό
 Η γερόντισσα Θεοφανώ έζησε στην Πορταριά μέχρι το 1983,όταν η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπε πια να μένει σε αυτήν την περιοχή. Ο γέροντας Εφραίμ αποφάσισε να την μετακινήσει στην  μονή του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Θάσο. Στο τελευταίο μέρος της ζωής της στο νησί,οι μοναχές ομολογούν ότι η γερόντισσα ερχλονταν πάντοτε πρώτη στον ναό και πάντα στεκόνταν όρθια στις ακολουθίες. Δεν κάθονταν ποτέ. Προσευχόνταν με το κομποσχοίνι της το οποίο δεν αποχωριζόνταν ποτέ.
Εξαιτίας όμως της ασκήσεώς της υπέφερε πολλά από τους δαίμονες. Διηγήθηκε στις αδελφές ότι μόλις έμπαινε στο κελί για να ξεκουραστεί πριν τις αγρυπνίες,οι δαίμονες εμφανίζονταν και την ενοχλούσαν φωνάζοντας:
 «Παλιόγρια,εεε,παλιόγρια!». Την τραβούσαν απ'όλες τις μεριές και της έριχναν την κουβέρτα κάτω. Μία φορά την ενόχλησαν τόσο πολύ που δεν κοιμήθηκε όλη νυχτα.Τελικά την άφησαν ήσυχη λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία και η γερόντισσα αποκοιμήθηκε. Τότε χτύπησε το σήμαντρο,καλώντας τις μοναχές στην ακολουθία.Βλέποντας ότι δεν ήλθε στην ακολουθία,η μοναχή Ισιδώρα πήγε στο κελί της για να την ξυπνήσει. Χτύπησε την πόρτα,ενώ η γερόντισσα Θεοφανώ,πιστεύοντας ότι επέστρεψαν οι δαίμονες για να την βασανίσουν,φώναξε:«Φύγετε! Μη με χτυπάτε άλλο!». Αργότερα διηγήθηκε ότι οι δαίμονες την χτυπούσαν όλη νύχτα και δεν την άφησαν να κοιμηθεί.

  Η τελευταία δοκιμασία
 Όταν η γερόντισσα συμπλήρωσε τα 92 της χρόνια(20 Δεκεμβρίου 1983),μετά από ένα εγκεφαλικό,παράλυσε. Μέχρι και την προηγούμενη ημέρα ήταν όρθια,φρόντιζε τον εαυτό της και βοηθούσε στην κουζίνα στο μαγείρεμα και μαθαίνοντας στις νεώτερες αδελφές να φτιάχνουν πρόσφορο, και άλλα χρήσιμα πράγματα.Ήταν μία πολύ καλή νοικοκυρά και με ότι καταπιάνονταν το έφερνε σε πέρας επιτυχώς. Σπάνια ξεκουράζονταν και περνούσε κάθε στιγμή εργαζόμενη ή προσευχόμενη.
 Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή,μετά το εγκεφαλικό,όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει. Ο γέροντας Εφραίμ ήλθε από το Άγιον Όρος για 40 ημέρες,για να είναι δίπλα στην μητέρα του. Είδε πολυάριθμους δαίμονες γύρω από την ψυχή της οι οποίοι δεν την άφηναν σε ησυχία. Άρχισε να προσεύχεται θερμά για να την απαλλάξει ο Θεός από τις δαιμονικές επιθέσεις. Χάρη στις προσευχές του η γερόντισσα θεραπεύτηκε,επανήλθε,και είχε πνευματική διαύγεια μέχρι την ευλογημένη κοίμησή της,δύο χρόνια αργότερα.
 Όταν εκοιμήθη και έβγαλαν το φέρετρό της έξω από την αυλή της μονής,ήλθαν τα πρόβατα και τα τρυγόνια για να την οδηγήσουν στον τελευταίο της δρόμο.
Τα πρόβατα βγήκαν από την μάντρα προς το φέρετρο,και γύρισαν ξανά πίσω. Ένα σμήνος τρυγονιών ήλθε από το πουθενά,πέταξε πάνω από το φέρετρο,και χάθηκε στα ύψη.
Elder Ephraim at the grave of his mother
Όταν μετά από κάποια χρόνια άνοιξαν τον τάφο της γερόντισσας Θεοφανώς,τα οστά της είχαν κεχριμπαρένιο χρώμα και εξέπεμπαν ένα μεθυστικό άρωμα
Απόδοση στα ελληνικά π.Γεώργιος Κονισπολιάτης proskynitis.blogspot.com/

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Η ΜΑΝΑ



site analysis



Αν θες να μάθεις,τι είναι αγάπη,ρώτα μιας μάνας την αγκαλιά που'ναι γεμάτη από χρυσάφι ,χαράς και πόνου γλυκά φιλιά.
Αν θες να μάθεις,τι είναι αγάπη,δες την ματιά της όταν κοιτά το κάθε ένα από τα παιδιά της ,χωρίς να βγάζει λέξη,μιλιά.!
Μιλούν τα μάτια,μιλά η ψυχή της,μιλά ο κόπος που'ναι πολύς,αυτόν που περνάει για όποιο παιδί της,ώ ηρωίδα υπομονής.
Πως να μετρήσεις το μέγεθος της,συναισθημάτων θεία πηγή, πως να ζυγίσεις κάθε όνειρό της για το δικό της γλυκό παιδί;
Πως ν'αποδώσεις αυτό το χάδι ,που δίνει εκείνη το στοργικό,αυτό που διώχνει κάθε σκοτάδι,ευλογίας χέρι τόσο απαλό.!
Πως να εκτιμήσεις αυτό το δάκρυ,απ'αγωνία όταν κυλα,
τη γη ολόκληρη απ'άκρη σ'άκρη,θα τρέξει η μάνα όταν πονά.
Κι άν έχει ένα ή αν έχει δύο,ο ίδιος πόνος κι η θαλπωρή,
που εκείνη δίνει απο την καρδιά της,άπειρη αγάπη, πώς μπορεί;
Και τι να πούμε γι'αυτή τη μάνα,που ευλογήθηκε κι έχει πολλά Θεού διαμάντια,μοιάζει με σκάλα,που αυτή ανέβηκε πολύ ψηλά.
Θεός τη βλέπει και τη φροντίζει γιατί επάνω της πατούν πολλά,έννοιες,σκοτούρες,μοίρας παιχνίδια,μα όμως κι άπειρα θεία καλά.
Βοηθός της έγινε του δημιουργού της,του θείου Πλάστη που την καλεί σταυρούς να πάρει στην άγια πλάτη ,να τους σηκώσει όλους μπορεί !Τι ανεκτίμητος ο θησαυρός σου,να το πληρώσει ποιος το μπορεί,μάνα το γάλα το μητρικό σου,αυτό που έθρεψες κάθε παιδί;
Την δύναμη έχει μια μόνο μάνα,να θρέψει χίλια πόλλα παιδιά, μόνη να οργώνει βουνά και βράχια,μόνη να θρέψει μια φαμελιά.
Όλα η μάνα τα καταλαβαίνει,το ένστικτο το θεικό,
νικά εμπόδια,το προλαβαίνει ,είναι ασπίδα και φυλακτό.
Γόνυ καρδίας κλείνουμε όλοι στης κάθε μάνας την αγκαλιά,μα στης πολύτεκνης στέλνουν αγγέλοι ,ουρανού στεφάνια,Θεού φιλιά !

 Μαίρη Δήμου

Αγία Θεοφανώ: Η ελεήμων και προδομένη βυζαντινή βασίλισσα



site analysis




ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
      Πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες έζησαν αγία ζωή και συγκαταλέγονται στους αγίους της Εκκλησίας μας, καθ’ ότι δεν αλλοτριώθηκαν από την εγκόσμια δόξα και εξουσία, γενόμενοι διάκονοι του Θεού και του λαού Του. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται η αγία Θεοφανώ η ελεήμων βασίλισσα του Βυζαντίου.
      Γεννήθηκε το 862 στην Κωνσταντινούπολη από γονείς πατρικίους, τον Κωνσταντίνο και την Άννα. Την απέκτησαν κατόπιν προσευχής, καθ’ ότι ήταν άτεκνοι. Αλλά η χαρά τους για τη γέννηση της μικρής Θεοφανούς μεταβλήθηκε σε λύπη, αφού η μητέρα της πέθανε από δυστοκία. Την ανατροφή της ανάλαβε μια αφοσιωμένη τροφός του αρχοντικού της. Ο πατέρας της φρόντισε να τη μορφώσει, όπως ταίριαζε στις βυζαντινές αρχοντοπούλες. Ένας ευλαβής και σοφός δάσκαλος είχε αναλάβει την διαπαιδαγώγησή της. Η Θεοφανώ μεγάλωσε με θεοσέβεια και αποκτούσε αρετές και ήταν προικισμένη με σπάνιο σωματικό κάλλος.
   Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ (867-886) και η αυτοκράτειρα Ευδοκία έμαθαν για την όμορφη, ενάρετη και καλλιεργημένη Θεοφανώ, την οποία ζήτησαν ως σύζυγο, από τον πατέρα της, για τον γιό τους Λέοντα, (τον μετέπειτα αυτοκράτορα) ΣΤ΄ τον Σοφό. Όμως ο Λέων δεν την ήθελε, διότι συμπαθούσε την Ζωή Ζαούτζαινα. Όμως ο τραχύς Βασίλειος τον νύμφευσε με το ζόρι με την Θεοφανώ, χωρίς ο Λέων να το θέλει και η Θεοφανώ να το γνωρίζει! Ο γάμος πραγματοποιήθηκε με μεγαλοπρέπεια, χωρίς ουσιαστικά τη θέληση των νεόνυμφων! Ο πνευματικός της γέροντας Ευσέβιος είχε αναλάβει να τους στηρίξει και να τους ενώσει ψυχικά. 


      Σε λίγο καιρό η Θεοφανώ έμεινε έγκυος, γεγονός που γέμισε χαρά το παλάτι. Γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την Ευδοκία. Ο Λέων προσποιήθηκε ότι χάρηκε, διότι είχε το νου του στη Ζωή, την οποία δεν μπορούσε να ξεχάσει. Το συναισθηματικό κενό που τους χώριζε ήταν εμφανές. Η Θεοφανώ έβλεπε αυτή την ανυπόφορη κατάσταση και η μόνη παρηγοριά της ήταν η προσευχή. Ζούσε ως μοναχή και μάλιστα λέγεται πως κάτω από τα πολυτελή της ενδύματα φορούσε τρίχινο ράκος! 
       Μια φρικτή συκοφαντία από κάποιον μάγο και αγύρτη οδηγεί το Βασίλειο να στείλει εξορία τον Λέοντα στη Θεσσαλονίκη, ότι δήθεν ετοίμαζε δολοφονία του. Τον ακολούθησε και η Θεοφανώ με την κόρη τους Ευδοκία. Μαζί τους πήγε και ο πνευματικός τους Ευσέβιος. Η Θεοφανώ συμπαραστέκεται στον Λέοντα και τον απέτρεψε από την αυτοκτονία. Μετά από τρία χρόνια αποκαλύφτηκε η αλήθεια και επέστρεψε το πριγκιπικό ζευγάρι στη Βασιλεύουσα.
         Μετά από λίγο καιρό πέθανε η πεθερά της Ευδοκία και η Θεοφανώ στέφτηκε Αυγούστα. Από τη θέση της αυτή ασκεί μια πρωτόγνωρη φιλολαϊκή εξουσία. Γίνεται η προστάτης των φτωχών και κατατρεγμένων. Ιδρύει φιλανθρωπικά ιδρύματα και ενισχύει οικονομικά χιλιάδες ενδεείς. Όμως η σχέση της με τον Λέοντα χειροτερεύουν, αφού εκείνος συνάπτει ερωτικές σχέσεις με τη Ζωή, παραμελώντας επιδεικτικά την Θεοφανώ. Ο Βασίλειος διέταξε την μαστίγωση του Λέοντα και την εξορία της Ζωής. Η Θεοφανώ κρατά απίστευτη στάση αξιοπρέπειας και ανεξικακίας, προσευχόμενη για το ατόπημα του συζύγου της.  
       Όμως το 886 ο Βασίλειος πεθαίνει και ο Λέων γίνεται αυτοκράτορας. Πρώτο του μέλημα ήταν να φέρει στο παλάτι την Ζωή και να ανακηρύξει τον πατέρα της «βασιλοπάτορα» και πρωθυπουργό και να υποβιβάσει την Θεοφανώ σε απλή σύμβουλό του! Επειδή δεν είχε αποκτήσει αγόρι από την Θεοφανώ ζητούσε να αποκτήσει από τη Ζωή.
       Στο μεταξύ έρχεται ένα ακόμα τραγικό συμβάν για την Θεοφανώ. Αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε η εννιάχρονη κόρη της Ευδοκία. Ο χαμός της γέμισε με απέραντη απελπισία την Θεοφανώ και την απομάκρυνε ακόμα περισσότερο από την καρδιά του Λέοντα. Επίσης η ακόλαστη Ζωή τη διέβαλε συνεχώς στον Λέοντα, ώστε άρχισε να καλλιεργεί στην ψυχή του, όχι απλά αποστροφή για εκείνη, αλλά μίσος. Όταν ο πνευματικός της Ευσέβιος θέλησε να μιλήσει στον αυτοκράτορα για την κατάσταση, εκείνος τον έστειλε εξορία. 
       Η Θεοφανώ δεν έχει άλλο στήριγμα από το Θεό και την Παναγία. Ώρες ολόκληρες έμεινε κλεισμένη στο δωμάτιό της προσευχόμενη. Η θερμή προσευχή την γαληνεύει και τη δίνει κουράγιο να ζήσει. Παράλληλα άρχισε να διαφαίνεται και η αγιότητά της. Σώζει θαυματουργικά ένα ετοιμοθάνατο κορίτσι. Η είδηση έφτασε σε όλη την αυτοκρατορία. Ο λαός εκφράζει την αγάπη του και την συμπάθειά του για εκείνη. Αλλά αυτή παραμένει ταπεινή και εντείνει την φιλανθρωπική της δράση. Μεταβάλλει τη θλίψη της σε κοινωνική προσφορά. Ολημερίς τρέχει στα ιδρύματα και στα νοσοκομεία, περιθάλποντας τους ασθενείς. Έκτισε δε και την Μονή της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας στη Χαλκιδική.
      Περί το 893 αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι στις Βλαχέρνες, δίνοντας την ευκαιρία να παντρευτεί ο Λέων την Ζωή.
       Όμως έρχεται και η αρρώστια. Οι συνεχείς θλίψεις, η συζυγική απόρριψη και κύρια ο θάνατος της πολυαγαπημένης κόρης της κλόνισαν την υγεία της. Αρρώστησε βαριά. Το δυσάρεστο νέο διαδόθηκε σε όλη την Πόλη. Ο λαός, ο οποίος την υπεραγαπούσε, συγκλονίστηκε θρηνούσε και προσεύχονταν για την αγαπημένη του βασίλισσα. Πανέτοιμη για το μεγάλο της ταξίδι, ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατό της, βλέπει τον Κύριο να την περιμένει μέσα σε ένα εκτυφλωτικό φως. Της εμφανίζεται επίσης η κορούλα της Ευδοκία χαρούμενη να την περιμένει!


      Ζήτησε να δει και τον Λέοντα. Του φιλάει τα χέρια και του ζητά συγνώμη για τις τυχόν παραλήψεις της και του εύχεται μακροημέρευση και επιτυχία στο έργο του. Μετά κοιμήθηκε ειρηνικά, το 893. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό, να συναντήσει τον Σωτήρα Χριστό και την κορούλα της Ευδοκία. Ήταν μόλις 31 ετών! Το τίμιο λείψανό της, όταν έγινε η εκταφή του, βρέθηκε άφθορο και πραγματοποιούσε άπειρα θαύματα. Η Εκκλησία μας την ανακήρυξε αγία και η μνήμη της εορτάζεται στις 16 Δεκεμβρίου. Το χαρυτόβρυτο λείψανό της βρίσκεται σήμερα στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.      

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Μοναχή Κασσιανή: Οι Γερμανοί που προσπάθησαν να την κρεμάσουν έφυγαν έντρομοι!



site analysis




Το μοναστηράκι της αγίας Παρασκευής στους Καλλιάνους Κορινθίας.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός που συνέβη στην Γερμανική Κατοχή. Όταν οι κατακτητές έκαιγαν όλα τα χωριά, οι Καλλιανιώτες [κάτοικοι του χωριού Καλλιάνοι Κορινθίας] έφυγαν για την Ζήρεια [όρος Κυλλήνη].
Η Κασσιανή, όμως, έχουσα πρόμαχο της τον Κύριο και βοηθό την αγία Παρασκευή έμεινε πίσω, και ατάραχη συνέχιζε τον ασκητικό της αγώνα.
Οι Γερμανοί στην προσπάθειά τους να βρουν που κρύφτηκαν οι Καλλιανιώτες πήγαν στον μοναστήρι και πίεζαν την Κασσιανή να μαρτυρήσει το κρησφύγετο των συγχωριανών της.
Αυτή, βέβαια, μιμούμενη τους ηρωικούς προγόνους μας, αρνήθηκε να μιλήσει γι’ αυτό και διετάχθη να την κρεμάσουν.
Όμως, κατά θαυμαστό τρόπο το μαντήλι με το οποίο πήγαν να την κρεμάσουν κόπηκε και εκείνοι έντρομοι έφυγαν, γιατί είδαν ένα δυνατό φως να την περιλούζει.

πηγή:Από το βιβλίο του δρος Χαραλάμπους Μπούσια, ο “Γέρων Άνθιμος ο Αγιαννανίτης, Ο σοφός και θεοφόρος, σύγχρονος πατέρας του Άθωνος”, των εκδόσεων Μυγδονία.

Τη ΙΔ΄ (15η) του Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΣΩΣΑΝΝΗΣ της εις άνδρα μετασχηματισθείσης και μετονομασθείσης Ιωάννης.



site analysis

Σωσάννα η Αγία Οσιομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (286-305), καταγομένη εκ της Παλαιστίνης, θυγάτηρ πατρός μεν Έλληνος, μητρός δε Εβραίας. Αμφοτέρων δε τούτων την ασέβειαν αποστραφείσα, προσέτρεξεν εις την πίστιν του Χριστού και λαμβάνει το άγιον Βάπτισμα από τον Επίσκοπον Σιλβανόν.
Αφού δε οι γονείς της απέθανον, διένειμεν η μακαρία άπασαν την περιουσίαν αυτής εις τους πτωχούς και ελευθερώσασα τους δούλους και τας δούλας της, ενεδύθη ανδρικά ενδύματα· είτα κουρεύσασα την κεφαλήν, μετέβη εις Μοναστήριον ανδρών ευρισκόμενον εις την πόλιν Ιερουσαλήμ και μετωνομάσθη Ιωάννης, ένεκα δε των πολλών αρετών της έγινε και προϊστάμενος του Μοναστηρίου εκείνου.
 Αφού λοιπόν διήλθεν εκεί είκοσιν ολόκληρα έτη, πίπτει εις δεινήν συκοφαντίαν· διότι Ασκήτρια τις, εισελθούσα εις το Μοναστήριον και νομίσασα ότι είναι ανήρ, παρεσύρθη υπό του δαίμονος και παρεκίνει αυτήν εις αμαρτίαν. Επειδή δε η Οσία δεν έστερξε, διαβάλλεται υπ΄ εκείνης ως δήθεν επιχειρήσασα να την βιάση. Η δε Αγία δέχεται ευχαρίστως την συκοφαντίαν ταύτην και ζητεί μετάνοιαν δια το έγκλημα, δια το οποίον κατηγορείτο.
Τούτο μαθών ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως επήγεν εις το Μοναστήριον και επέπληξε τον Ηγούμενον, διότι αφήνει να γίνωνται εις το Μοναστήριον ατοπήματα τοιαύτα· όθεν ο Ηγούμενος ηβουλήθη να καθαιρέση τον κατηγορηθέντα Ιωάννην. Τότε υποχρεωθείσα εξ ανάγκης η μακαρία Σωσάννα εζήτησε δύο παρθένους και δύο Διακόνους γυναίκας, μεθ΄ ων απελθούσα εις παράμερον τόπον, επληροφόρησεν αυτάς δια των πραγμάτων, ότι είναι γυνή· τούτο δε μαθών ο Επίσκοπος εξεπλάγη και εχειροτόνησεν αυτήν Διάκονον, έκτοτε δε πολλά θαύματα εποίησεν η μακαρία εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επειδή δε ο Αλέξανδρος ο ηγεμών μεταβάς εις την Ελευθερούπολιν προσέφερε θυσίαν εις τα αναίσθητα είδωλα, η Αγία αύτη παρησιάσθη αυτόκλητος εις αυτόν και δια μόνης της προσευχής της εκρήμνισε τα είδωλα, παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν έκοψαν τους μαστούς της, και επειδή έγιναν πάλιν σώοι και υγιείς δια της του Θεού δυνάμεως, τούτου ένεκα, βλέποντες το θαύμα οι κόψαντες αυτούς δήμιοι, επίστευσαν εις τον Χριστόν· διο και απεκεφαλίσθησαν λαβόντες τους στέφανους του Μαρτυρίου. Εις δε το στόμα της μακαρίας Σωσάννης έχυσαν δια χωνίου αναλελυμένον μόλυβδον, ο οποίος έφθασεν μέχρι των εγκάτων αυτής· εφυλάχθη όμως η Αγία υπό της θείας Χάριτος αβλαβής.
Όθεν δέρεται και εις πυρ ριφθείσα εκεί τω Θεώ την ψυχήν της παρέδωκε και ούτως απήλθε προς ον επόθει Νυμφίον, τον Κύριον.

Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με



site analysis

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κείμενο




Σε ένα μοναστήρι της Πελοποννήσου, πριν λίγο καιρό, είχε φιλοξενήσει η Γερόντισσα Μ.

Μία ηλικιωμένη ασθενή μοναχική Κυρία.
Μαζί με τις άλλες αρρώστιες που’ χε η γριούλα είχε πάθει και άνοια και το μυαλό της είχε πλέον κολλήσει στο τραγούδιˑ
«Αν είσαι κι’ αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί».
Πρωί ,μεσημέρι ,βράδυ …κάθε λίγοˑ
«Αν είσαι και δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί».
Το’ χαν μάθει το τραγούδι μέχρι και οι γάτοι της Μονής.
Ήθελε η Καλόγρια να κάμει τον κανόνα της το μεσονύκτι, άρχιζε το «Άγιος ο Θεός…» «του Δήμαρχου παιδί» δίπλα από το κελί της.
Πήγαινε για τον εσπερινόˑ «του Δήμαρχου παιδί» κ.ο.κ. Θα’ χε αγιάσει ο Δήμαρχος με τόσες μνημονεύσεις.

Έπειτα από λίγο σαν δεν άντεξε η Γερόντισσα πήγε στο δωμάτιό της
-Ευλογημένη ψυχή ,να μάθουμε και ένα άλλο τραγούδι;
-Ποιο;

-«Κύριε, Ιησού, Χριστέ, ελέησόν με…»

και επανελάμβανε τραγουδιστά η Καλόγρια μέχρι που το εμπέδωσε καλά η γριούλα.
Έτσι όλη την ημέρα έλεγε κελαηδιστά την ευχή και αγιαζότανε και εκείνη και ο τόπος μα και όσοι την ακούγανε.
Δεν πέρασαν τρείς ημέρες και αναφωνώντας ετούτη την γλυκιά ευχή πέταξε η ψυχή της εις τα ουράνια στον Ουράνιο Δήμαρχο και στον Δήμο των σεσωσμένων παιδιών του καλού μας Θεού.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Η ΜΑΝΑ Μια πολύ συγκινητική και αληθινή ιστορία



site analysis

Σηκωνόταν κάθε πρωί και πριν κάνει οτιδήποτε άλλο κατευθυνόταν προς το προσκυνητάρι. Έκανε τον σταυρό της, αργά, ευλαβικά. Έπιανε με το δεξί της χέρι το μικρό ποτηράκι που χρησιμοποιούσε για καντήλι το έφερνε στο αριστερό της χέρι και ξανάκανε το σταυρό της.
Το άφηνε απαλά πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μια μικρή μπιζουτιέρα που μέσα αντί για χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια. Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε το φυτιλάκι, το άναβε ψέλνοντας το «Άξιον εστίν», το τοπετούσε και πάλι στο κέντρο του προσκυνηταριού.
Το παλιό φυτιλάκι με την χαρτοπετσέτα δεν τα πετούσε στα σκουπίδια, είχε μια ειδική σακούλα, όταν γέμιζε την έπαιρνε και την έκαιγε σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού της.
Κάθε μέρα ο γιος της την πετύχαινε σε κάποιο σημείο αλλαγής του φυτιλιού. Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στο μπάνιο, να πλυθεί, να ντυθεί να πάει στην δουλειά.
Ο πατέρας του τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια, μάλλον καλύτερα που έφυγε μιας και η καημένη του η μάνα τράβηξε πολλά από τα μεθύσια και τις ασωτίες του.
Την παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί να ψέλνει, να θυμιάζει το σπίτι, να τον αποχαιρετά με το θυμιατό στο χέρι, να τον σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν. Και πάλι την έβλεπε να ανοίγει απαλά τις κουρτίνες του παραθύρου και να τον παρατηρεί καθώς έμπαινε στο αμάξι.
Μετά και αυτή ντυνόταν και πήγαινε στο ναό να ακούσει την ισχνή φωνή του ιερέα να ψέλνει τον όρθο της ημέρας. Μέσα στο ναό καθόταν όρθια κάτω από την αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης.
Εκεί στο στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τα μάτια της και έλεγε την ευχή. Μόλις τελείωνε ο όρθος περίμενε τον πάτερ να πάρει την ευχή του. Έβαζε μετάνοια, φιλούσε το χέρι του και έφευγε.
Το απόγευμα καθώς γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά την έβρισκε είτε να κρατά το συναξάρι είτε το προσευχητάρι. Του έβαζε να φάει, δεν τον ρωτούσε πολλά, μόνο αν ήταν καλά, μόνο αν ήθελε κάτι και μπορούσε να το κάνει.
Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει. Τον έβλεπε και χόρταινε και η ίδια, χαιρόταν όταν έτρωγε όλο το φαγητό στο πιάτο, μα χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο. Αν σήκωνε τα μάτια του έβλεπε πάντα το χαμόγελό της. Σιωπηλή, ήρεμη, παρόν. Τελείωνε το φαγητό του. Έκανε τον σταυρό της.
Σηκωνόντουσαν από το τραπέζι. Πήγαινε στο σαλόνι, άνοιγε την τηλεόραση, έβλεπε είδήσεις ή αθλητικά, μπορεί να τον έπερνε ο ύπνος εκεί. Κατα το βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν και καθώς άνοιγε την πόρτα έλεγε «μάνα, θα βγώ…».
Η φωνή της ακουγόνταν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, έκαμε να τον προλάβει μα τις περισσότερες φορές τον λόγο της τον προλάβαινε ο ήχος της εξώπορτας «…να προσέχεις παιδί μου…».
Έμενε στην κλειστή εξώπορτα, όρθια, μόνη, σιωπηλή. Μετά από λίγο γυρνούσε στο δωμάτιό της. Δίπλα στο μονό κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι. Σήκωνε απαλά την φούστα της, τα γονατά της ακουμπούσαν χάμο. Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο σε μια εικόνα της Παναγίας που είχε στο κομοδίνο της.
Δεν άκουγες τίποτα να βγαίνει από το στόμα της, δεν άκουγες φωνή, μα αν ήσουν παρόν θα έβλεπες τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, να χαρακώνουν τα μάγουλά της, να κυλάνε στο λαιμό της και να χάνονται στην αλυσίδα του σταυρού της.
Οι ώρες περνούσαν, δύο, τρεις και τέσσερις ώρες. Στα γόνατα. Στο μικρό αυτό χαλάκι, στην μικρή αυτή κάμαρα.
Ποτέ της δεν έκανε κύρηγμα στο γιο της. Ποτέ της δεν τον ρωτούσε που πήγαινε, με ποιους ήταν, τί έκανε. Την ανησυχία της την έκανε προσευχή.
Το κλειδί στην πόρτα ακουγόταν. Ήταν ο γιος της. Γύρισε. Έκανε τον σταυρό της. Ακουμπούσε το μέτωπό της χάμο και έμενε εκεί μέχρι ο γιος της να μπει στο δωμάτιό του. Αφού έπεφτε για ύπνο, έκανε αυτή να σηκωθεί.
Μα κάποιες φορές ήταν τόσο δύσκολο. Τόση ώρα στα γόνατα δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια της. Προσπαθούσε στηριζόμενη στο κρεβάτι της. Κάποιες φορές ίσα ίσα που κατάφερνε να ακουμπήσει το σώμα της στο στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμο απλώνοντας τα πόδια της περιμένοντας να κυκλοφορήσει και πάλι το αίμα.
Την επόμενη μέρα, η πόρτα του δωματίου του άνοιγε. Καθώς πήγαινε στο μπάνιο την έβλεπε και πάλι να αλλάζει το φυτιλάκι. Και αυτό γινόταν χρόνια. Πάντα διακριτική. Είχανε μεταξύ τους μια συνδέουσα απόσταση, μία σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.
Ο καιρός περνούσε. Γνώρισε μια κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή. Την αγαπούσε πολύ ο γιος της, και αυτή την αγάπησε πολύ. Την έφερε και στο σπίτι. Της είπανε ότι έχουν σκοπό να παντρευτούν.
Η μάνα του σηκώθηκε έκανε στο σταυρό της, «να ναι ευλογημένο παιδιά μου», είπε, έπεσα στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της κοπέλας και τα φίλησε. Τα φίλησε και τα γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.
Πέρασαν μερικές ημέρες. Το πρόγραμμα στο σπίτι δεν άλλαξε. Μέχρι εκείνο το πρωινό.
Ξύπνησε, βγήκε από το δωμάτιό του μα δεν είδε την μάνα του. Κοντοστάθηκε. Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Τα χείλη του ψέλλιζαν μια λέξη μα την επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά.
Μα όσο πήγαινε η λέξη δυνάμωνε, μέχρι που η φωνή του έγινε κραυγή… «μάνα μου», έλεγε και ξανάλεγε, έτρεξε στη μικρή της κάμαρα. Άνοιξε την πόρτα. Την είδε γονατιστή πάνω στο μικρό χαλάκι.
Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, με μάτια κλειστά, με το κομποσχοίνι στα χέρια της. Είχε γύρει και ακουμπούσε στο πλάι του κρεβατιού. Το μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμένο. Μπροστά της η εικονά της Παναγίας.
Γονάτισε δίπλα της. Σταμάτησε να φωνάζει. Σταμάτησε να κινείται κι αυτός. Και οι δυο πλέον ήταν γονατιστοί. Μάνα και γιος. Δίπλα δίπλα.
Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, την είδε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την πλησίασε και την ασπάστηκε στα μάτια της, σ’αυτά τα μάτια που ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα της προσευχής της, της νήψης που βίωνε.
Τα δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από την αλμύρα των δακρύων του. Η όψη του όμως ήταν ειρηνική, όπως της μάνας του.
Σηκώθηκε. Πήγε προς το προσκυνητάρι. Πήρε με το δεξί του χέρι το καντηλάκι. Άλλαξε το φυτιλάκι. Έκανε το σταυρό του.
Μετά ειδοποίησε τους συγγενείς…
Το μεγαλύτερο κήρυγμα είναι η ζωή μας.
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Η μάνα ‘’σκεπάζει’’ τη νύφη



site analysis


Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Κάπου στο λιμάνι του Πειραιά έμενε μια γριά χήρα με τον μονάκριβο γιό της. Ο γιός της αγάπησε στα είκοσι δυο του μια εικοσάχρονη και την παντρεύτηκε. Την πρώτη νύχτα του γάμου την βρήκε μη παρθένα. Ήταν το 1946 μετά την κατοχή. Μανιάτης αυτός το πήρε βαριά προσβολή και πρότεινε στη Μάνα του, την χήρα, να χωρίσει την γυναίκα του. Η καλή του η μανούλα του είπε να δει με έλεος την γυναίκα του και να την συγχωρέσει σαν αδελφή του πεπλανημένη. Το παλληκάρι άκουσε τη μητρική γνώμη, ανέχθηκε την γυναίκα του και δεν την πρόσβαλε ή την υποτίμησε δεικτικά ποτέ, ούτε την ρεζίλεψε σε συγγενείς και φίλους. Η μάνα, η χήρα, το 1948 πέθανε και την θάψανε στο νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά.

Τότε παρατηρήθηκε το θαύμα στο καντηλάκι της, να είναι πάντοτε αναμμένο και τίγκα στο λάδι και με ανάλλακτο φυτιλάκι τρία χρόνια, μέχρι την εκταφή της.

Οι συγγενείς πληρώσανε κανά-δυο φύλακες να παραφυλάξουνε μέρα-νύχτα μήπως κάποιος ανάβει και λαδώνει το καντήλι. Τίποτα, κανείς. Το αποδώσανε σε θαύμα. Κάποιος φωτίσθηκε, σίγουρα από τον Χριστό μας, και το απέδωσε στην καλοσύνη της να ‘’σκεπάσει’’ τη νύφη της και να σώσει τον γάμο της με τον γιό της. Ολοφάνερα είχε αγιάσει.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. πηγή, ήτοι: ''Η ζωή διδάσκει τον Χριστό'', Αθήνα 2017, μοναχού Ι.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Μία ιστορία...της κυρά Χαρίκλειας



site analysis

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κάθεται και εσωτερικός χώρος
Η κυρά Χαρίκλεια εκείνο το πρωί ξύπνησε νωρίτερα από την συνηθισμένη της ώρα...
Είχε ένα περίεργο χτυποκάρδι.
Από την προηγούμενη μέρα, την είχε ειδοποιήσει η κόρη της ότι θα έρθουν αύριο μαζί με τον αδελφό της να τη δουν...
Τα παιδιά της ζούσαν στην πόλη αρκετά μακριά από το χωριουδάκι τους.
Όσο ήταν πιο νέα η κυρά Χαρίκλεια πήγαινε συχνά και τους έβλεπε αλλά καθώς τα χρόνια περνούσαν αυτό άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο αραιά...

Η κόρη της αφοσιώθηκε στην καριέρα της... δημοσιογράφος...
Άφησε τα χρόνια να περάσουν και δεν παντρεύτηκε ποτέ...
Το είχε μεγάλο βάσανο η κυρά Χαρίκλεια αυτό....

Όσο για τον γιο της... δικηγόρος... αυτός παντρεύτηκε απόκτησε μία κόρη τη Χαρά... που τώρα σπουδάζει στο Λονδίνο σκηνοθέτης και χώρισε...
Και τα δύο της τα παιδιά είναι χωρίς συντρόφους,
ας είναι..είναι τόσο αγαπημένα μεταξύ τους... έτσι σκεφτόταν και παρηγοριόνταν η κυρά Χαρίκλεια.

Πλύθηκε χτενίστηκε και όπως κάθε πρωί άναψε το καντηλάκι κάτω από τα εικονίσματα.
Μετά πήρε το θυμιατό έβαλε μέσα ένα καρβουνάκι και λίγο λιβάνι κι άρχισε να θυμιατίζει το σπίτι,
να φύγουν τα κακά πνεύματα μονολογούσε...
Μπροστά στη φωτογραφία του συγχωρεμένου του άντρα της σταμάτησε για λίγο.
Χρόνια την είχε αφήσει μόνη της...
Βιάστηκες πολύ να φύγεις καημένε του είπε.
Κοίταξε τη φωτογραφία κατάματα και μία λάμψη πέρασε από τα μάτια της.
Το χτυποκάρδι έγινε εντονότερο, λες;...μουρμούρισε και χαμογέλασε αχνά...

Η σιδερένια πόρτα της αυλής έτριξε με θόρυβο.
Μηχανή αυτοκινήτου ακούστηκε.
Δύο φωνές... μάνα ήρθαμε...
Χέρια απλώθηκαν...καλώς τα μου καλώς τα μου...
Μέλωσε η γλύκα στην καρδιά της κυρά Χαρίκλειας...
Αγκαλιές γέμισαν μάτια βούρκωσαν πλημμύρισε ο τόπος χαρές και γέλια...

- Γιε μου μιας κι ήρθες θέλω να μου κάνεις μία χάρη...
- Τη χάρη βρε μάνα... πες μου... ο'τι θέλεις...
- Θέλω να με πας στα κοιμητήρια, δεν με βαστάνε τα πόδια μου και θέλω να του ανάψω το καντήλι, έχω πολύ καιρό να πάω...
- Ο'τι θέλεις μάνα... Έλα σήκω...

Όρθια μπροστά στο μνήμα του άντρα της η κυρά Χαρίκλεια ψιθυρίζει.
Όπου να ναι θα ανταμώσουμε... κάνε λίγη υπομονή...
- Τι μουρμουρίζεις μάνα; τι του λες;
- Τίποτα παιδί μου...τίποτα... τα δικά μου λέω...

Μεσημέρι...το σπίτι γέμισε μυρωδιές από το νόστιμο ψητό που περίμενε στο τραπέζι.
Το αγαπημένο τους φαγητό.
Το ήξερε και τους το ετοίμασε με μεράκι.
Κάθισαν χαρούμενοι κουβεντιάζοντας διαρκώς για τα πάντα...
- Βάλε μου και μένα μία σταξιά κρασί παιδί μου...έτσι για τα καλωσορίσματα...
- Δεν κάνει βρε μάνα...η πίεσή σου...
- Μια γουλιά...δεν θα πάθω τίποτα...
Τα αδέλφια κοιτάχτηκαν παραξενεμένα,
είχαν προσέξει ότι τα χέρια της μάνας τους δεν έτρεμαν πια,
λες και το Πάρκινσον την είχε εγκαταλείψει...
Η κυρά Χαρίκλεια ήπιε τη γουλιά το κρασί της,
Ευχήθηκε στα παιδιά της
και έφαγε χαρούμενη μαζί τους.
Είχε να νιώσει τόση ευτυχία
από τότε που 18 χρονών στέκονταν σε αυτή την κάμαρα ντυμένη νύφη και έτρεμε σαν το κλαράκι μπροστά στον άντρα της...

5:00 το απόγευμα
η καμπάνα χτυπάει πένθιμα... κάποιοι αναρωτιούνται..ποιος Πέθανε;
Η κυρά Χαρίκλεια είπε κάποιος...
Πέθανε στον ύπνο της.
Πήγε ο γιος της να την ξυπνήσει για να πιούνε μαζί τον καφέ τους,
και τη βρήκε να χαμογελάει σαν παιδί...

Κείνη την ώρα η κυρά Χαρίκλεια
Σαν κοπελούδα 18 χρονών
Στέκονταν μπροστά στον αγαπημένο της άνδρα.
Δεν σου είπα εγώ πως θα ανταμώσουμε;
Τον μάλωσε τρυφερά...
Κράτησα την υπόσχεσή μου..έλα πάμε...

Ελένη Ταϊφυριανού.
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2019

Οι άγνωστες ,σπλαχνικές πόρνες !



site analysis

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Μια μέρα άκουσα μια είδηση στην τηλεόραση για μια γνωστή μου και χάρηκα.
Χάρηκα πολύ γιατί σηματοδοτούσε ένα καλό τέλος
Τέλος καλό ...;.όλα καλά !
Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν

Αφορούσε την σωρό μιας Θεσσαλονικιάς πόρνης
Που από τα αζήτητα του Νοσοκομείου πηρέ ένας και με μικρή παρέα την κήδευσε
Και έλεγε ο σχολιαστής ότι ελεημοσύνες έκανε η πόρνη και βοήθησε φοιτήτριες

Για αυτήν θα σας πω .
Και δεν θα πω το όνομα της γιατί η ιδία με δέσμευσε
Ίσως αν κάποιος στην παρέα είναι «περπατημένος Θεσσαλονικιός» να καταλάβει
Θα πρέπει βεβαία αυτός να έχει και τα χρονάκια του ...;.

Αυτή λοιπόν την είχε καβαλήσει από μικρή ο δαίμονας της πορνείας
Δεν ήταν μονό η οικονομική ανάγκη . Το «ζητούσε» το είχε ανάγκη ...;.
Και δεν ήταν μονό η πορνεία ...;αλλά και όσα την συνοδεύουν .
Μικροκλοπές , εκτρώσεις , ψέματα , βλασφημίες ...;.

Αυτή λοιπόν μια μέρα την μίσθωσε ένας περίεργος πελάτης
Που αντί να την ....... της έκανε 5 λεπτά κήρυγμα
Της έδωσε ένα μικρό ποσό , πέρα από την αμοιβή της ,και «εξαφανίστηκε» από την ζωή της

Στην αρχή η πόρνη μας γέλασε μαζί του
Κοιτά να δεις την ανωμαλία των ανθρώπων σκέφτηκε ...;
Σιγά σιγά ήρθε στα λόγια του . Λόγια που σημάδεψαν την ζωή της !

Της είχε δώσει ένα ποσό ,ένα το μικρό ποσό ...;
Το σκέφτηκε από δω το σκέφτηκε από κει
Πόρνη είμαι σκέφτηκε ...;αλλά στα κομμάτια ...;και το έδωσε ελεημοσύνη όπως ο «πελάτης» της ζήτησε
Όμως αισθάνθηκε καλά
Κάτι πρέπει να κάνω σκέφτηκε ...;ίσως έχει κάποιο δίκιο εκείνος ο μ ...; με τα τεφτέρια ...;.
Κάνω που κάνω το κακό ...; ε! μπορώ να κάνω και λίγο καλό ...;
Ίσως μια μέρα μου δώσει ο θεός μετάνοια και να σβήσουν οι αμαρτίες στο τεφτέρι ...;
Αλλά είτε αυτό γίνει είτε όχι ...;και για τις καλές πράξεις υπάρχει τεφτέρι που δεν σβήνει ...;.

Έτσι άρχισε να δίνει ελεημοσύνη και μάλιστα κρυφά ...;

Πέρασε λίγος καιρός και μια άλλη σκέψη της «καρφώθηκε» από εκείνα που ο άγνωστος παλαβός της είπε
Κάνεις την πόρνη όλη την εβδομάδα μια ώρα δεν μπορείς να κάνεις μια τίμια δουλεία ? Μια ώρα δεν μπορείς να την αφιερώσεις στο καλό ?
Και από τα τίμια λεφτά ένα κερί στον Πλάστη σου?

Βρήκε το λοιπόν μια αγγελία και άρχισε να καθαρίζει μια σκάλα
Χάρηκε όταν πηρέ στα χεριά της τίμια λεφτά ...;.

Εκείνο το καιρό έπεσε διπλά της μια ομορφονιά ...;που είχε βγει στο κλαρί alt
Την λυπήθηκε ...;Έλεγε και η μικρή ότι από ανάγκη το κάνει ...;
Την μάζεψε το λοιπόν και την ξέκοψε από την πορνεία...
Έβαλε φοιτητές να της κάνουν ιδιαίτερο την έστειλε και φροντιστήριο και τελικα την έβαλε στην ακαδημία ...; Δεν ξέρω για νηπιαγωγό η για δασκάλα ...;. Κάτι τέτοιο ...;
Μα όταν απεφοίτησε την εδίωξε μακριά της
Είσαι κύρια τώρα της λέει ...;
Μια κύρια δεν μπορεί να έχει σχέσεις με πόρνες σαν εμένα ...;

Έτσι περνούσε τον καιρό της . Με τσάντες που κρυφά άφηνε την νύχτα στις πόρτες φτωχών φοιτητών και «νταντεύοντας» το ένα μετά το άλλο κάποιο κορίτσι που άρπαζε από το πεζοδρόμιο ...;

Αυτή η γυναίκα δεν τολμούσε να προσευχηθεί
Καθόταν απέναντι από την εκκλησία και παρακαλούσε κάποιο παιδί να της ανάψει ένα κερί ...;
Ένα κερί που αγόραζε από τα λεφτά που της δώνανε για την σκάλα
Με κάποια από τα λεφτά της πορνείας έκανε ελεημοσύνη αλλά από αυτά όχι κερί ...;
Α! Και όσα περισσεύσανε από τα τίμια λεφτά τα έστελνε σε ένα κελί στο Όρος ...;.

Με τον καιρό έγινε πολύ φιλάργυρη με τον εαυτό της
Έκοβε και τα απαραίτητα ...;
Τι είναι ο ελεήμων ?Ένας μεταποιημένος φιλάργυρος που αποθησαυρίζει στον ουρανό ..

Σε αυτήν την φάση της ζωής της την συνάντησα .
Είχε επιλέξει να φτιάξει τζάμπα τα δόντια της στην οδοντιατρική και φοιτητής τότε την ανάλαβα ...;.
Να πω την πάσα αλήθεια την ήξερα και χάρηκα όταν την είδα
Ευλογία θεού σκέφτηκα ..
.
Είχα βρει μια τσάντα με τρόφιμα στο κατώφλι μου
Και κάποιος συμμαθητής μου μου ειχε μιλήσει για την «τρελή» πουτάνα ...;
Η περίεργα με ώθησε να ρωτήσω ένα ξάδελφο περιπτερά και αυτός μου είπε και για τις «σπιτωμένες»
Το και το μου λέει ...; νόμιζαν ότι το παίζει νταβαζής αλλά όντως ο τάδε και ο τάδε τους κάνει μάθημα ...;αυτή την τρελά έχει ...;να όπου να ναι την βάζει
η ώρα ...;.κάθεται στο πεζοδρόμιο και ψάχνει ένα παιδί της ανάψει κερί απέναντι ...; η ζουρλή δεν το ανάβει μοναχή της ...; στασου να της δεις !

Την έστησα λοιπόν και παραμόνεψα και όντως την είδα ...;
Και μια μέρα την είδα που έπλενε τις σκάλες
Και μια νύχτα γυρίζοντας σπίτι την είδα φορτωμένη με σακουλές ...;
Την παραμόνεψα και την είδα να τις αφήνει στα κατώφλια

Αυτή λοιπόν ήρθε στα χέρια μου ...;

ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Η πόρνη που έγινε αγία!




Η αγία Ευδοκία. (Σχέδιο Ράλλης Κοψίδης από τον Μέγα Συναξαριστή της Εκκλησίας, τόμος Μαρτίου).
Όταν βασίλευε ο Τραϊανός, ζούσε στην Ηλιούπολη της Φοινίκης μία κόρη, η Ευδοκία, τόσο ωραία, ώστε κανείς ζωγράφος δεν μπορούσε ν’ αποδώσει αντάξια την ομορφιά της.
Συχνά όμως η ομορφιά δεν συμπορεύεται με τη σωφροσύνη. Έτσι και η Ευδοκία κάποτε παραστράτησε και άνοιξε ένα σπίτι της αμαρτίας. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε γίνει πάμπλουτη με την άσωτη ζωή της. Ο Θεός όμως εργαζόταν για να οικονομήσει τη σωτηρία της.
Κάποιος μοναχός, περαστικός από την Ηλιούπολη, έμεινε δίπλα στο σπίτι της. Τη νύχτα διάβαζε μεγαλόφωνα από ένα βιβλίο για τη φοβερή κρίση, την κόλαση των αμαρτωλών και την ανταπόδοση. Η Ευδοκία, που έτυχε ν’ αγρυπνεί, τ’ άκουσε όλα κι έφριξε.
Όταν ξημέρωσε, κάλεσε το μοναχό με διάθεση μετανοίας, κι εκείνος της υπέδειξε πως να μετανοήσει.
Ανάμεσα στ’ άλλα, της είπε να κλειστεί μια εβδομάδα στο δωμάτιό της, κι εκεί να νηστεύει και να προσεύχεται με δάκρυα για τη σωτηρία της.
Όλες εκείνες τις ημέρες η Ευδοκία προσευχόταν κλαίγοντας. Και την τελευταία νύχτα, βλέπει ξαφνικά έναν αστραπόμορφο νέο, μέσα σε άπλετο φως, να την αρπάζει από το χέρι και να την ανεβάζει στον ουρανό.
Εκεί την υποδέχθηκαν με χαρά αναρίθμητοι λευκοφόροι άνδρες, ενώ έξω από την πύλη ένας μαύρος γίγαντας έτριζε τα δόντια του και ξεφώνιζε.
– Με αδικείς, αρχιστράτηγε! Εγώ για μια μικρή παρακοή εξορίστηκα από τον παράδεισο, και θα σωθεί αυτή, που μόλυνε τόσους ανθρώπους;
– Έτσι ευδόκησε ο Θεός γι’ αυτούς που μετανοούν, ακούστηκε μια γλυκειά φωνή.
Ύστερα απευθύνθηκε στον οδηγό της:
– Πάρε την, Μιχαήλ, πήγαινέ την στο σπίτι της ν’ αγωνιστεί, κι εγώ θα συγχωρήσω τις αμαρτίες της.
Μόλις επέστρεψε η Ευδοκία, ρώτησε τον οδηγό της:
– Φανέρωσέ μου, κύριε, ποιoς είσαι;
– Είμαι ο πρωτάγγελος του Θεού. Εγώ υποδέχομαι τους μετανοημένους αμαρτωλούς και τους οδηγώ στην αιώνια ζωή. Εκεί κάνουν μεγάλη χαρά οι άγγελοι για τον καθένα απ’ αυτούς. Ειρήνευε λοιπόν, δούλη του Θεού Ευδοκία, κι έχε θάρρος.
Αυτά της είπε ο αρχάγγελος, τη σταύρωσε τρεις φορές και πέταξε στον ουρανό.
Μετά τη θεϊκή εκείνη οπτασία, η Ευδοκία βαπτίστηκε στο όνομα της Aγίας Τριάδος, μοίρασε τα αμύθητα πλούτη της στους φτωχούς – χρυσό, μαργαριτάρια, πολύτιμα πετράδια, αργυρά σκεύη, στολίδια, μεταξωτά, χρυσοΰφαντα, χωράφια, αμπέλια, νομίσματα- και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στον αγαπημένο της Κύριο.
Αργότερα τη συλλαμβάνουν οι στρατιώτες του ηγεμόνα και την οδηγούν στο μαρτύριο. Στο δρόμο προπορεύεται με μια λαμπάδα και της φέγγει ο φύλακας άγγελός της, αόρατος από τους συνοδούς της.
Κι όταν ο ηγεμόνας πρόσταζε να της βγάλουν τα ρούχα και να την κρεμάσουν, κάποιος στρατιώτης είδε ένα νέο αστραπόμορφο, ντυμένο στα λευκά, που συζητούσε με την αγία και τη σκέπαζε μ’ ένα λεπτό ύφασμα, για να μη φαίνεται η γύμνωσή της.
Κι αφού υπέμεινε πολλά μαρτύρια, κι έκανε με τη δύναμη του Χριστού θαυμαστά σημεία, έκλινε τον αυχένα στο σπαθί του δημίου και τελείωσε έτσι το δρόμο του μαρτυρίου της.
Από τον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΟΠΗ Η ΕΝ ΧΙΩ ΑΣΚΗΣΑΣΑ








«Αύτη η Αγία παρθενομάρτυς Μυρόπη, εγεννήθη εις την πόλιν Έφεσον` επειδή δε απέθανεν ο πατήρ της, και την άφησεν ανήλικον, ανετράφη από μόνην την μητέρα της, και βαπτισθείσα όταν ήλθεν εις ηλικίαν [κατά την τότε συνήθειαν] εσύχναζε και επαράμενεν εις το μνήμα της Αγίας Ερμιόνης, η οποία ήτον μία από τας θυγατέρας του Αποστόλου Φιλίππου` και συνάγουσα το μύρον όπου ανέβλυζεν από το ιερόν μνήμα εκείνο, το είχεν έτοιμον, και το έδιδε εις τους χριστιανούς όπου το εζήτουν πλουσιοπάροχα` όθεν και διά την διάδοσιν του μύρου, ονομάσθη Μυρόπη. Επειδή δε ο βασιλεύς Δέκιος εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, και εθανάτωνεν ανηλεώς όσους δεν εθυσίαζον εις τα είδωλα, διά τούτο φοβηθείσα η μήτηρ της, την επήρεν από την Έφεσον, και την έφερεν εις την νήσον Χίον, από την οποίαν κατήγετο το γένος της, και γονικήν κληρονομίαν είχεν εις αυτήν.
Ευρίσκοντο λοιπόν αντάμα και οι δύο εις μίαν οικίαν, σχολάζουσαι εις την θείαν λατρείαν, και προσευχόμεναι να παύση ο κατά των χριστιανών διωγμός. Κατ` εκείνον δε τον καιρόν ήλθεν εις την Χίον και ο Μάρτυς του Χριστού Ισίδωρος, [χριστιανός ευλαβής και θαυμάσιος], με καράβια πολεμικά, και εις τα οποία ήτο ναύαρχος και εξουσιαστής ο Νουμέριος. Μαθών δε ο Νουμέριος ότι ήτο χριστιανός ο Ισίδωρος, εδοκίμασε με πάντα τρόπον να τον κάμη να αρνηθή τον Χριστόν, και να προσκυνήση τα είδωλα` και επειδή τέλος πάντων δεν εδυνήθη να τον καταπείση, ύστερα από πολλάς τιμωρίας τον αποκεφάλισε, και έρριψε το άγιον του λείψανον εις εν λαγκάδι, διά να το φάγουν τα ορνεα` πλην διά να μην τύχη και το κλέψουν την νύχτα οι χριστιανοί, έβαλεν ανθρώπους εδικούς του, και το εφύλαττον. Αλλά η Αγία Μυρόπη θείω ζήλω και αγάπη τη προς τον Άγιον τρωθείσα, επήγε με τας θεραπαινίδας της την νύκτα, με σκοπόν αν ημπορέση να το πάρη, και ευρούσα τους φύλακας κοιμωμένους, Θεού συνεργούντος, το επήρεν από το μέσον των και δεν την εκατάλαβαν` έπειτα αλείψασα αυτό με μύρα, το ενταφίασεν εντίμως εις τόπον επίσημον. Αλλά τι το ακόλουθον; Μαθών ο άρχων ότι εκλέφθη το λείψανον, έδεσε τους φύλακας με σίδηρα, και τους επρόσταξεν ούτως σιδηροδεσμίους να γυρίζουν και να ερευνούν να το εύρουν, και ανίσως και δεν το εύρουν εις τόσας ημέρας, έκαμε απόφασιν να τους αποκεφαλίση. Τότε, βλέπουσα η Αγία τους στρατιώτας να ταλαιπωρούνται και να κακοπαθώσι και να γυρίζουν βεβαρυμένοι με τα σίδηρα διά να εύρουν το λείψανον, εσπλαγχνίσθη και επόνεσεν η καρδία της, και εσυλλογίζετο μοναχή της, εάν αυτοί θανατωθούν όταν δεν το εύρουν, εξ άπαντος εγώ θέλω αμαρτήσει, ως αιτίαν του θανάτου των, και αλλίμονον εις εμέ, ποίαν απολογίαν έχω να δώσω όταν μέλλω να κριθώ. Αυτά συλλογισθείσα, και πάντα φόβον απορρίψασα, ευγήκεν έμπροσθεν εις τους στρατιώτας, και λέγει αυτοίς, ω φίλοι, το λείψανον όπου ζητείτε εγώ το επήρα εις καιρόν όπου εκοιμάσθε. Ταύτα ακούσαντες εκείνοι, ευθύς την ήρπασαν και την έφεραν εις τον άρχοντα, λέγοντές του, αυθέντα, αύτη η γύνη είναι όπου έκλεψε τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα.. ο δε άρχων ηρώτησε την Αγίαν, λέγων, αληθινά είναι αυτά όπου λέγονται δι` εσέ; Εσύ είσαι όπου έκλεψας το λείψανον; Ναι, του απεκρίθη η Αγία, αληθινά είναι, εγώ το έκλεψα` και πάλιν ο τύραννος την ερωτά, και πως ετόλμησας επικατάρατον γύναιον να κάμης τοιαύτα πράγματα; Ετόλμησα, του απεκρίθη η Αγία, επειδή καταφρονώ και καταπτύω την εδικήν σουν ταλαιπωρίαν και αθεότητα. Ταύτα τα τολμηρά και άφοβα και καταφρονητικά λόγια ακούσας ο υπερήφανος εκείνος τύραννος, έξω φρενών έγινεν και ήναψεν από τον θυμόν, και παρευθύς προσέταξε να την δέρνουν με ραβδία χοντρά άσπλαγχνα και αλύπητα, έπειτα αφ` ου τόσο σκληρά και κακά την έδειραν, προσέταξεν ο θηριόγνωμος, να την σύρουν από τας πλεξούδας της κεφαλής, και να την τριγυρίζουν σε όλην την πόλιν, και άλλοι πάλιν να την δέρνουν εις όλον το σώμα, και τόσον την έδειραν, όπου έμεινε μισαποθαμένη` όθεν μη δυνάμενοι να την βασανίσουν περισσότερον, την έρριψαν εις την φυλακήν, και άνθρωποι διορίσθησαν να την φυλάττουν` αλλά περί το μεσονύκτιον εις καιρόν όπου η Αγία προσηύχετο, φως μέγα περιέλαμψε και εγέμισεν όλην την φυλακήν, και ομού με το φως εκείνο, χορός Αγίων Αγγέλων ήλθε, και εις το μέσον των ήτον ο μάρτυς Ισίδωρος, και οι μέν Άγγελοι έψαλλον τον Τρισάγιον Ύμνον, ο δε Άγιος Ισίδωρος, έστησε τους οφθαλμούς του εις την μάρτυρα Μυρόπην και λέγει της` ας έλθει ειρήνη εις εσένα, μη φοβήσαι πλέον, διότι έφθασεν η δέησις σου προς τον Θεόν, και να τώρα παρευθύς έρχεσαι μαζί μας, δια να λάβης το στέφανον του Μαρτυρίου όπου σου έχει ητοιμασμένον ο στεφοδότης Χριστός` και ομού με τον λόγον τούτον, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και εγεμίσθη η φυλακή από άρρητον ευωδία, και οι φύλακες βλέποντες τα παράδοξα ταύτα ετρόμαξαν και εξέστησαν. Αυτήν τη θαυμαστήν θεωρίαν, είδε, και τα λόγια ήκουσε και την ευωδίαν οσφράνθη ο δεσμοφύλαξ, ήγουν εκείνος όπου εφύλαττε την Αγίαν εις την φυλακήν, και τα εδιηγήθη, και διά τούτο επίστευσε και εβαπτίσθη και εμαρτύρησεν υπέρ Χριστού, και έλαβε παρ` Αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε Άγιον λείψανον της Παρθενομάρτυρος Μυρόπης, διά προστάγματος του Άρχοντος Νουμερίου, το έλαβον οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν εντίμως κοντά εις τον ιερόν τάφον του Αγίου Ισιδώρου καθώς ακόμη και την σήμερον φαίνονται οι δύο μαρτυρικοί τάφοι του Αγίου Ισιδώρου και της Αγίας Μυρόπης` ων ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσον ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος».

Με την αγία παρθενομάρτυρα Μυρόπη επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ο λόγος του αποστόλου Παύλου ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν», δεν «ισοφαρίζουν» τα δεινά της παρούσης ζωής τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα ζωή. Πράγματι, συγκρίνοντας τα μαρτύρια που πέρασε η αγία με τη δόξα που τώρα κατέχει ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού, θα έλεγε κανείς ότι είναι τα ελάχιστα μπροστά στα μέγιστα. Ο υμνογράφος της αγίας, εκφράζοντας τη συγκεκριμένη πίστη επ’ αυτού της Εκκλησίας μας, την παρουσιάζει με τρόπο εκθαμβωτικό: «Καλλιμάρτυς Μυρόπη, και Χριστού Νύμφη άφθορε, νυν Αυτώ παρεστώσα ως ωραία και πάγκαλος, ως λίθους φαιδρούς και διαυγείς, τα στίγματα φέρουσα σαρκός, και αιμάτων την πορφύραν ως βασιλίς περικειμένη ένδοξε». (Καλλιμάρτυς Μυρόπη και άφθορη νύμφη του Χριστού, τώρα που στέκεσαι ενώπιόν Του γεμάτη ωραιότητα και ομορφιά, έχοντας πάνω στη σάρκα σου τα στίγματα του μαρτυρίου σου σαν λαμπρούς και διαυγείς πολύτιμους λίθους και φορώντας σαν βασίλισσα την πορφύρα από το χρώμα των αιμάτων σου). Βασίλισσα λοιπόν που «συμβασιλεύει Αυτώ» η αγία Μυρόπη, με την πολύτιμη πορφύρα των βασιλιάδων και τα λαμπρά πετράδια: να η εικόνα της στη Βασιλεία του Θεού.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας έχοντας ως «εργαλείο» το όνομά της δίνουν μία συνολική ερμηνεία της κατά Χριστόν ζωής της, και ενόσω ζούσε και μετά το μαρτυρικό τέλος της. Ενώ ξεκινούν από το συγκεκριμένο γεγονός με το οποίο ονομάστηκε «Μυρόπη», δηλαδή τη λήψη του αγίου μύρου από τον τάφο της αγίας Ερμιόνης και την προσφορά του στους πιστούς («Μύρον δεχομένη ευλαβώς, πάσι τοις πιστούς εχορήγεις αφθόνως, πάνσεμνε, εκ του θείου μνήματος της Ερμιόνης ποτέ, και εκ τούτου της κλήσεως έτυχες Μυρόπη»), ανάγουν το μύρο αυτό σε πνευματικό επίπεδο, ότι δηλαδή η αγία πια με την κατά Χριστόν πολιτεία της και το θαυμαστό μαρτύριό της έγινε και η ίδια μύρο, που προσφέρεται στον Χριστό («Μύρα προσεκόμισας Χριστώ, παρθενίαν άσπιλον, και τους ιδρώτας των πόνων σου, θείως βιώσασα, πάνσεμνε Μυρόπη, είτα και το αίμα σου, και όλην σε αυτήν ολοκάρπωμα και θύμα άμωμον»), για να το προεκτείνουν έπειτα και στη μυροβολία της ίδιας από τον τάφο της, με την οποία αγιάζει έκτοτε τους πιστούς των μετέπειτα εποχών («Φερωνύμως άφθονα, ω αθληφόρε Μυρόπη, μύρα βρύεις χάριτας, τας των θαυμάτων και νέμεις, άπασι τοις δεομένοις και εκζητούσι, πίστει τε και ευλαβεία προσερχομένοις, τη σορώ σου τη πανσέπτω, ήτις κατέχει μάρτυς την κόνιν την σην», δηλαδή: Όπως το λέει και το όνομά σου, αθληφόρε Μυρόπη, δίνεις και μοιράζεις άφθονα μύρα, δηλαδή τις χάρες των θαυμάτων σου, σε όλους που έχουν ανάγκη και τις ζητούν και προσέρχονται με πίστη και ευλάβεια στην πάνσεπτη σορό σου, η οποία κατέχει τη δική σου σκόνη των λειψάνων).

Ο υμνογράφος δεν αναφέρεται μόνον μ’  ένα γενικό τρόπο στο ότι έγινε και η ίδια η Μυρόπη πνευματικό μύρο με την αγία ζωή της. Ως καλός γνώστης της πνευματικής ζωής εμβαθύνει και μας αποκαλύπτει με θείο φωτισμό τον εσωτερικό αγώνα της αγίας, προκειμένου να εξαλείψει ό,τι εμπαθές και βρώμικο δημιουργεί το σαρκικό φρόνημα και να φανερωθεί στην ύπαρξή της η χάρη του Θεού. «Εις οσμήν των μύρων σου δραμούσα, Χριστέ, Μυρόπη η πανθαύμαστος, τα δυσώδη πάθη της σαρκός, εγκρατεία, νήψει και προσευχή απενέκρωσε, δάκρυσι τε εμπόνοις την ψυχήν εκκαθάρασα, εις το στάσιον ήλασε της αθλήσεως». (Τρέχοντας, Χριστέ, η πανθαύμαστη Μυρόπη, για να οσμιστεί τα μύρα σου, απονέκρωσε τα βρώμικα πάθη του αμαρτωλού φρονήματος, καθαρίζοντας την ψυχή της με εγκράτεια, με νήψη και προσευχή, και με έμπονα δάκρυα). Κι είναι αυτή η πνευματική πραγματικότητα που δεν κουράζεται να σημειώνει διαρκώς η Εκκλησία μας: κανείς δεν μπορεί να γευτεί τον Χριστό, να Τον νιώσει στην ύπαρξή του, αν δεν αγωνιστεί «νομίμως», δηλαδή με την άσκηση της εγκρατείας και της τηρήσεως των εντολών Του. Είναι τούτο η προϋπόθεση, προκειμένου κανείς να είναι έτοιμος και για το μαρτύριο, σαν την αγία Μυρόπη. Έτσι καταλαβαίνουμε αυτό που αδιάκοπα φωνάζει η Εκκλησία μας, ότι πρέπει πάντοτε να είμαστε έτοιμοι ακόμη και για μαρτύριο, αρκεί βεβαίως να μην εγκαταλείπουμε τον πνευματικό αγώνα.

Δεν θέλουμε να μη φέρουμε σε φως όμως και μία εικόνα εξαίσιας έμπνευσης του υμνογράφου μας, ο οποίος σχετίζει την εορτή της αγίας με το υπερφυές γεγονός των Χριστουγέννων που προσδοκούμε να εορτάσουμε λαμπρώς σε λίγες ημέρες.  «Μάγους αστήρ οδηγήσας, δορωφόρως σοι τω νοητώ της δικαιοσύνης ηλίω  παρέστησε, Χριστέ ο Θεός, υπέρ ημών νηπιάσαντι, το φως δε του θείου νόμου την καλλιπάρθενον Μυρόπην ποδηγετήσαν, εν δεξιά καθημένω του Πατρός, αντί μεν χρυσού, την της παρθενίας λαμπρότητα, αντί δε λιβάνου, φερωνύμως τα μύρα των αρετών, και αντί σμύρνης, τον υπέρ σου εκούσιον θάνατον, δωροφορούσαν ανήγαγεν» (Χριστέ Θεέ μας, ο αστέρας αφού οδήγησε τους μάγους που έφερναν τα δώρα σε Σένα τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης, που έγινες νήπιο για χάρη μας,  τους έφερε ενώπιόν Σου. Το φως δε του θείου νόμου, αφού καθοδήγησε την καλλιπάρθενη Μυρόπη,  την ανέβασε σε Σένα, που κάθεσαι στα δεξιά του Πατέρα, φέρνοντας μαζί της ως δώρα, αντί για χρυσάφι τη λαμπρότητα της παρθενίας της, αντί για λιβάνι, όπως το λέει το όνομά της, τα μύρα των αρετών της, και αντί για σμύρνα τον για Σένα εκούσιο θάνατό της).

Η δωροφορία αυτή της αγίας Μυρόπης στον ενανθρωπήσαντα Θεό μας είναι και η μόνη που πρέπει και εμείς να έχουμε υπόψη μας, ενόψει των Χριστουγέννων. Ο Χριστός δεν θέλει τίποτε άλλο από εμάς ως δώρο για την εορτή Του πλην των αρετών μας. Κι αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα την προσφορά της μετανοίας μας, την κατάθεση σ’ Αυτόν των αμαρτιών μας, για να τις καθαρίσει. Ό,τι ζήτησε ο Ίδιος και από τον άγιο Ιερώνυμο στον ανάλογο δικό του προβληματισμό περί του τι να Του προσφέρει ως δώρο Χριστουγέννων: «τις αμαρτίες σου, Ιερώνυμε, για να τις καθαρίσω».
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ