Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Πιστή γραικιά μην τον θρηνείς!









 Πιστή γραικιά μην τον θρηνείς! 
΄Εχει σαν ήρωας πέσει 
βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια μεσ' τη μέση... 
 Μην τον θρηνείς... Τάχατε συ δεν τού 'δειξες το δρόμο
 σαν κίνησε περήφανος μ' όπλο βαρύ στον ώμο 
 και τού 'πες με μελωδική φωνή: «Μπροστά σου νάτος
 ανοίγει ο δρόμος της τιμής από θυσίες γιομάτος»;
  Σ' αποχαιρέτησε σεμνά κι αμίλητα ο καλός σου
 ξέροντας πως παντοτεινός θαν' ο αποχωρισμός σου... 
 Αλαφροχάιδεψε μ' ευχή το τρυφερό βλαστάρι 
 των σπλάγχνων του, που κράταγες στον κόρφο με καμάρι!...
  Κι όταν στητή μαστίγωσε τον άνεμο η παντιέρα
 της λευτεριάς η ολόμαυρη κι έφτασε η τίμια μέρα
 καθώς ο Αριστογείτονας μυρτιάς κλαδί είχε δέσει
 στην ατσαλένια σπάθα του, που κρέμασε στη μέση. 
 ΄Ετσι κι αυτός, απόμεινε στη μάχη: 
Ένας γενναίος γι' αυτό που δεν ορίζεται και δε μετριέται χρέος!...

γλυκύτερη εἶναι ἡ μάνα





 


 Νατσιός Δημήτρης, δάσκαλος Κιλκίς

Ἀπ’ οὖλα τὰ λαλούμενα καλοχτυπᾶ ἡ καμπάνα
Κι ἀπ’ οὖλα τὰ γλυκύτερα, γλυκύτερ’ εἶν’ ἡ μάνα
(δημοτικὸ)

Γιά τήν γιορτή τῆς μάνας...

 

  (Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στα λαμπρά παλληκάρια, τους δύο πιλότους της πολεμικής μας αεροπορίας, που τους πήρε στα φτερά της η Δόξα και στις μάνες τους, με την ευχή η Θεομάνα μας να τις παρηγορεί).

 

Στὴν ἀρχὴ τῶν ἀπομνημονευμάτων του, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, διηγεῖται τὸ πῶς σώθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἡ φαμελιά του ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἀλήπασα. «Γκιζεροῦσαν δεκαοχτὼ ἡμέρες εἰς τὰ δάση κι ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα», γράφει. Θέλησαν νὰ περάσουν ἕνα γεφύρι ποὺ τὸ «φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι» καὶ γιὰ νὰ μὴν κλάψει ὁ νεογέννητος Μακρυγιάννης καὶ «χαθοῦνε ὅλοι», τὸν ἄφησαν στὸ δάσος. «Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέει: «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση», τοὺς εἶπε «περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε… τὸ παίρνω κι ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνουμε». Νίκησε τὸ ἀνίκητο μητρικὸ ἔνστικτο. Καί, γράφει ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε» (ἔκδ. «Ζαχαρόπουλος», σελ. 178).

   Ἡ ὡραιότατα ἀσύντακτη τελευταία φράση τοῦ ἥρωα ἐξηγεῖ ὅτι, τὶς πρῶτες καταβολὲς τῆς στερέμνιας πίστης καὶ θεοσεβείας του τὶς ὀφείλει στὴν μάνα του ἀλλὰ καὶ ἑρμηνεύει περίτεχνα τὸ πῶς διασώθηκε τὸ Γένος μας, σὲ τοῦτο τὸ ἁλίκτυπο, γαλάζιο ἀκρωτήρι τῆς Μεσογείου, στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Οἱ μάνες καὶ ὁ Χριστὸς «μᾶς ἔσωσε». Γιατί «ἀπὸ τὴ γῆ βγαίνει νερὸ κι ἀπ’ τὴν ἐλιὰ τὸ λάδι,/ κι ἀπὸ τὴ μάνα τὴν καλὴ βγαίνει τὸ παλληκάρι», πιστοποιεῖ καὶ ὁ ἄφθαστος καὶ ἄφθιτος δημοτικός μας στίχος. Σὲ κανενὸς ἄλλου λαοῦ τὴν δημοτικὴ ποίηση δὲν ἔχει ἡ Μάνα τὴν ἐξαιρετικὴ θέση ποὺ τῆς δίνει τὸ ἑλληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι. Καί, ἂς τὸ προσέξουμε αὐτό, τὸ δημοτικό μας τραγούδι βλέπει τὴν γυναίκα κυρίως σὰν μάνα, ἐνῶ τὰ τραγούδια τῆς Δύσης τὴν βλέπουν κυρίως σὰν ἐρωμένη. Ὅταν ρωτήθηκε κάποιος σοφὸς ἀπὸ ἕναν γονέα σὲ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο παιδιά του, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι, πρέπει νὰ δώσει ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν ἀνατροφή του, ἐκεῖνος ἀβίαστα ἀπάντησε: στὴν κόρη σου. Γιατί μεγαλώνοντας σωστὰ τὸν γιό σου, ἀνατρέφεις ἕναν σωστὸ πολίτη, ἀνατρέφοντας ὅμως σωστὰ τὴν κόρη σου, ἀνατρέφεις σωστὰ μία ὁλόκληρη γενιά.

 Ἡ σκέψη αὐτὴ εἶναι βαθυστόχαστη. Τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματική του ἁρματωσιὰ δὲν τῆς προσπορίζει ἡ ἀποθησαύριση τῶν ξερῶν, πολλὲς φορές, γνώσεων τῆς σχολικῆς παιδείας, ἀλλὰ ὁ ἐφοδιασμὸς τῆς παιδικῆς ψυχῆς μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ βαθιὰ ἀνθρώπινα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἔχει δημιουργήσει ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ καὶ ποὺ μεταβιβάζονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ τὸν προφορικὸ λόγο τῆς μάνας, τοῦ πρώτου καὶ ἀσύγκριτου δασκάλου τοῦ παιδιοῦ.

Γιατί παιδεία θὰ εἰπεῖ γλώσσα. Καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι πρῶτα δουλειὰ τῆς Μάνας. Οἱ μαστοί της εἶναι τρεῖς: οἱ δύο γιὰ τὸ γάλα καὶ ὁ τρίτος τὸ στόμα της, ἡ λαλιά της, ἡ γνήσια καὶ ἄδολη πηγὴ τῆς γλώσσας. Ἀγράμματη, ἀμόρφωτη, πὲς ὅ,τι θέλεις. Εἶναι ὅμως κεφαλάρι ἀστείρευτο βαθύτατης καὶ φυσικῆς σοφίας. Στὶς λέξεις ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ χείλη της, μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σταλαχτίτη, στὸ τρυφερὸ αὐτὶ τοῦ παιδιοῦ, γενεὲς γενεῶν ἔχουν κλείσει νόηση καὶ αἴσθημα, πείρα καὶ Ἱστορία – ὅλη τὴν οὐσία τῆς ζωῆς τους. Ἔτσι δίνει στὸ νήπιο, ποὺ τὸ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, μαζὶ μὲ τὸ γάλα καὶ τὴν πρώτη παιδεία, διαβάζουμε σὲ περισπούδαστο κείμενο τοῦ Σπ. Μελᾶ τὸ 1950 (περιοδικὸ Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τεῦχος 48).

 Ἴσως σήμερα «τὸ γάλα» αὐτὸ τῆς Ἑλληνίδας μάνας νὰ ξίνισε, γιατί καὶ ἡ ἴδια δὲν ξεδιψᾶ ἀπὸ τὴν ἄδολη πηγὴ τῆς Παράδοσής μας, ἀλλὰ τρέφεται μὲ τὰ ἀκάθαρτα νερὰ τῆς ξενομανίας. Ἀπὸ τότε ποὺ «ἐκσυγχρονίστηκε» καὶ βάλθηκε νὰ γίνει Εὐρωπαία περιφρονώντας πρωτοτόκια τιμημένα, ὁ τρίτος μαστὸς τῆς μάνας, τῆς Ρωμιᾶς, στέρεψε! Γι’ αὐτὸ τὰ παιδιά μας πεινοῦν καὶ διψοῦν καὶ κραυγάζουν ἀπελπισμένα «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Μιὰ σύντομη περιδιάβαση στὴν Παράδοση τοῦ Γένους μας θὰ μᾶς καταδείξει, γιατί ἡ μάνα ἦταν ἡ τροφός, τὸ λιθάρι τὸ ριζιμιό του λαοῦ μας.

 Στὴν περίφημη πραγματεία τοῦ Πλουτάρχου Λακαινῶν ἀποφθέγματα (ἔκδ. «Κάκτος», σελ. 232), διαβάζουμε μεταξὺ ἄλλων σπουδαίων ἐπεισοδίων: «Ἄλλη Λάκαινα πρὸς τὸν υἱὸν λέγοντα μικρὸν ἔχειν τὸ ξίφος, εἶπε: βῆμα πρόσθες». Μιὰ Σπαρτιάτισσα ποὺ ὁ γυιὸς της ἔλεγε ὅτι ἔχει μικρὸ ξίφος, εἶπε: κάνε ἄλλο ἕνα βῆμα μπροστά». Μεγαλειώδης ἡ φράση «πρόσθες βῆμα», ἔτσι ἔφτασε ἡ Σπάρτη στὴν δόξα τῶν Θερμοπυλῶν!!                 

 Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς ἅγιες μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τὴν Ἐμμέλεια, τὴν Νόννα καὶ τὴν Ἀνθοῦσα, οἱ ὁποῖες ἀνάγκασαν τὸν περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο ν’ ἀναφωνήσει: «Βαβαί, οἷαι παρὰ Χριστιανοῖς γυναῖκές εἰσιν»!! Γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν ἀείχλωρο λόγο τοῦ σύγχρονου ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη: «Ἡ εὐλάβεια τῆς μητέρας ἔχει μεγάλη σημασία. Ἂν ἡ μητέρα ἔχη ταπείνωση, φόβο Θεοῦ, τὰ πράγματα μέσα στὸ σπίτι πᾶνε κανονικά. Γνωρίζω νέες μητέρες ποὺ λάμπει τὸ πρόσωπό τους, ἂν καὶ δὲν ἔχουν ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ καταλαβαίνω σὲ τί κατάσταση βρίσκονται οἱ μητέρες». (Λόγοι Δ´, Οἰκογενειακὴ ζωή, σελ. 90).

Ἀναρωτιοῦνται κάποιοι πῶς ἐπέζησε 1000 χρόνια ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο. Οἱ μάνες, οἱ ἀφανεῖς σημαῖες τοῦ Γένους, κρύβονται ἀπὸ πίσω! Ἐνδεικτικὸ τὸ γεγεονὸς ὅτι εννιά αὐτοκράτειρες καὶ μάνες ἁγίασαν! Ἡ ἁγία Ἑλένη ἡ ἰσαπόστολους, ἡ ἁγία Πουλχερία, σύζυγος τοῦ ἐπίσης ἁγίου αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ. Ἡ Θεοφανώ, σύζυγος τοῦ Λέοντος ϛ´ τοῦ Σοφοῦ, ἡ ἁγία Θεοδώρα ἡ ἀναστηλώσασα τὶς εἰκόνες. Ἡ ἁγία Εἰρήνη, ἡ θαυματουργός, σύζυγος τοῦ Μανουὴλ Κομνηνοῦ καὶ μητέρα τοῦ Ἰωάννη, ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἀποκαλοῦσε Καλοϊωάννη, γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες καὶ τὴν φιλανθρωπία του, μὲ τὰ ὁποία τὸν κόσμησε ἡ μητέρα του. Ἡ ἁγία Ὑπομονή, μάνα τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ἡ πολύπαις καὶ καλλίπαις, πολύτεκνη μάνα αὐτοκρατόρων. Καὶ σήμερα ἡ πολύτεκνη μάνα εἶναι τὸ θεμέλιο τοῦ ἔθνους! Δίπλα στὸ μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτη, πρέπει νὰ στήσουμε καὶ τὸ μνημεῖο τῆς ἄγνωστης Ἑλληνίδας πολύτεκνης μάνας, ἔλεγε ὁ λογοτέχνης Γ. Θεοτοκᾶς.             

  Στὸ βιβλίο τοῦ Κ. Σιμόπουλου Ξένοι περιηγητὲς στὴν Ἑλλάδα (τ. Δ´, σελ. 287), διαβάζουμε τὸ ἐπεισόδιο ποὺ διασώζει ἕνας Γάλλος περιηγητὴς ὀνόματι Davesle: Μῆλος 1η Φεβρουαρίου 1828. Τὴν ὥρα, ποὺ ξεκουραζόμασταν ἀπ’ τὸ ἀνέβασμά μας στὸ Κάστρο τῆς Μήλου, εἴδαμε νὰ πλησιάζει πρὸς τὸ μέρος μας μία γυναίκα, ποὺ κρατοῦσε στό ᾽να χέρι ἕνα σταμνὶ καὶ στ’ ἄλλο ἕνα κοριτσάκι, ἐνῶ ἕνα ἄλλο κοριτσάκι ἔτρεχε γύρω της. Στὸν ὦμο της κρατοῦσε κάτι, ποὺ ὅταν μᾶς πλησίασε, εἴδαμε, ὅτι ἦταν ἕνα τρίτο παιδί, καλὰ φασκιωμένο. Τῆς ἐζήτησα νὰ μοῦ δώσει λίγο νερό. Σήκωσε τὸ σταμνί της καὶ μοῦ ᾽γνέψε νὰ πιῶ. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ σύντροφός μου, ποὺ μιλοῦσε ἄριστα τὰ νέα ἑλληνικά, εἶχε ἀρχίσει νὰ παίζει μὲ τὸ μεγαλύτερο ἀπ’ τὰ κοριτσάκια. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε μεταξύ μας μία οἰκειότητα […] Τὴ ρώτησα γιὰ τὴ ζωή τους. Μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἄντρας της ἦταν ἄλλοτε εὔπορος γεωργός, εἶχαν σπίτι καλό, ἕνα μεγάλο χωράφι κι ἕνα περιβόλι καὶ κατόρθωνε νὰ ζοῦν πολὺ καλά. Ὡστόσο δὲ δίστασε νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα καὶ νὰ τρέξει κοντὰ στοὺς συμπατριῶτες του, μόλις ἄρχισε ὁ πόλεμος τῆς ἀνεξαρτησίας. Οἱ Τοῦρκοι γιὰ ἀντίποινα, ὅταν πέρασαν ἀπ’ τὸ νησί, ἔκαψαν τὸ σπίτι καὶ ρήμαξαν τὰ κτήματα. Τώρα ζοῦν πολὺ φτωχὰ καὶ πρέπει νὰ ξαναπεράσουν χρόνια, γιὰ νὰ καλυτερέψει ἡ ζωή τους. Τὴ ρώτησα, γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσω, ἂν βλέποντας τὴ φτώχεια, μέσα στὴν ὁποία μεγάλωναν τὰ παιδιά της, δὲ νοσταλγοῦσε τὶς χωρὶς στενοχώριες ἡμέρες, ποὺ περνοῦσαν τὸν καιρὸ τῆς τουρκικῆς κατοχῆς. Δὲν περίμενα ποτέ, ὅτι τὰ λόγιά μου θά ᾽φερναν τέτοιο ἀποτέλεσμα: Ἡ Ἑλληνίδα τῆς Μήλου σηκώθηκε ἀπότομα, ἅρπαξε στὰ χέρια της τὸ φασκιωμένο μωρό, καὶ ρίχνοντάς μου ἕνα βλέμμα γεμάτο μίσος καὶ περιφρόνηση, εἶπε: «Νὰ ποθοῦμε τὴν ἐποχὴ ποὺ εἴμαστε σκλάβοι, στὸ ἔλεος ἑνὸς βάρβαρου, ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς ἁρπάξει τοὺς ἄντρες μας, τ’ ἀδέλφια μας, τὰ παιδιά μας, ἐμᾶς τὶς ἴδιες; Ὄχι! Χίλιες φορὲς καλύτερα νὰ ζῶ μὲ ψωμὶ κι ἐλιὲς καὶ νὰ νιώθω πὼς εἶμαι λεύτερη καὶ μάνα ἐλεύθερων παιδιῶν»!!

Τὸ ’21 ἡ μάνα ἀφήνει τὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν καὶ ζώνεται τ’ ἅρματα. «Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο/μὲ νύφες καὶ μ’ ἀγγόνια». Μιὰ μόνο περίπτωση ἀπὸ τὶς χιλιάδες ἀνώνυμες καὶ «ἐπώνυμες» ἡρωίδες τῆς Ἐπαναστάσεως θὰ ἀναφέρουμε. Τὴν περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι’ αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Pouqueville (Πουκεβὶλ) στὴν ἱστορία του «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες» (Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, σελ. 633). Καὶ σ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα ἐθνικοὺς ἀγῶνες ἡ Ἑλληνίδα μάνα στέκεται ἀκλόνητη καὶ ἀνδρεία, γαλουχώντας τὰ παιδιά της μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα. Καὶ πάντα ἔστρεφε τὸ βλέμμα της στὴν Θεομάνα μας, τὴν Παναγία:

«Ὢ Παναγιά μου Δέσποινα καὶ τοῦ Χριστοῦ μητέρα

σὲ σένα παραδίνομαι, νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα».

Νανούριζε, δηλαδὴ προσευχόταν, τὰ βλαστάρια της νὰ γίνουν καμάρι τοῦ Γένους.

Καὶ ἡ τωρινὴ Ρωμιὰ μάνα, ἂς τινάξει ἀπὸ πάνω της, τὴν βρώμικη σκόνη τοῦ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ της, καὶ νὰ στρέψει τὸ βλέμμα της πίσω γιὰ νὰ δεῖς ποιὲς καὶ τί λογῆς μανάδες ἀνέσταιναν παιδιά, ποὺ ἔγραφαν μὲ τὸ αἷμα τους πῶς τοῦτος ὁ τόπος εἶναι ἠρωοτόκος καὶ ἁγιοτόκος!!

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Η κυρία Αθηνά (μια αληθινή ιστορία)


Η μακαριστή Ομολογήτρια και Διδασκάλισα του Γένους Αθηνά Αγγελοπούλου (+1990)

Εκείνο το πρωινό έφθασαν οι εργάτες έξω από την εκκλησία και ετοίμασαν τις σκάλες. Η διαταγή από τον σύντροφο Εμβέρ Χότζα ήταν σαφέστατη. Μιας και επισήμως κάθε θρησκεία εξοβελιζόταν από το κράτος της Αλβανίας, οι ναοί δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Κάθε εκκλησία μπορούσε να μετατραπεί σε κάτι "χρήσιμο": κινηματογράφο, τυροκομείο, στάβλο, ελαιοτριβείο.

Η Άκρα Ταπείνωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αλβανία 
(λεπτομέρεια τοιχογραφίας από τον Ι.Ν. Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στο Βούνο [ή Βουνό] - χωριό πλησίον των Δρυμμάδων - ο οποίος μετατράπηκε σε αποθήκη - Αρχείο Νικολάου Μάννη)

Οτιδήποτε δηλαδή εξυπηρετούσε τον άνθρωπο, του οποίου τον ορισμό είχε δώσει ο ...μέγας φιλόσοφος σύντροφος Εμβέρ: "Άνθρωπος είναι το ζώο, που μπορεί να κατασκευάζει εργαλεία".
Οι εργάτες ανέβηκαν στις σκαλωσιές και άρχισαν να βγάζουν ένα ένα τα κεραμίδια των Αγίων Θεοδώρων. Τα πέταγαν κάτω, στο μικρό προαύλιο. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια στίβα από αυτά, τα περισσότερα σπασμένα από το πέταγμα. Το μεσημέρι οι εργάτες είχαν τελειώσει. Καταϊδρωμένοι, κατέβηκαν από τις σκάλες και μάζεψαν τα εργαλεία τους. Θα ερχόντουσαν ξανά αύριο, να τελειώσουν το γκρέμισμα.
***
Σε ένα μικρό δωματιάκι, ένα επί δύο, το οποίο βρισκόταν κολλητά στο ιερό του ναού, ζούσε η κυρία Αθηνά Αγγελοπούλου, γεννηθείσα το 1900 περίπου στην Κέρκυρα. 
Η κυρία Αθηνά είχε διατελέσει δασκάλα στο ελληνικό σχολείο των Δρυμάδων και πλέον εργαζόταν στο νοσοκομείο Αυλώνας. Ήταν ουσιαστικά ο φύλακας-άγγελος της εκκλησίας και στο δωμάτιό της φύλαγε την μεγάλη εικόνα των Αγίων Θεοδώρων, ενώπιον της οποίας φώτιζε ακοίμητο το καντηλάκι. 
Παρά την απόφαση για μετατροπή του ναού των Αγίων Θεοδώρων σε πυροσβεστικό σταθμό, εκείνη δεν ήθελε να φύγει από το δωματιάκι (και πού αλλού να πάει), ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Και το θαύμα έγινε...
Την επόμενη ημέρα, όταν οι εργάτες ήλθαν να συνεχίσουν το έργο τους, βρήκαν τα κεραμίδια πίσω στη θέση τους, στην στέγη, ακέραια και κολλημένα. Και μη σκεφτεί κανείς ότι μπορούσε η κυρία Αθηνά, να ανέβει, μέσα σε ένα βράδυ, στη στέγη και να ξανατοποθετήσει στη θέση τους τα εκατοντάδες σπασμένα κεραμίδια, που χρειάστηκαν τόσοι άνδρες όλη την ημέρα για να τα ξεκολλήσουν! Ολοφάνερα επρόκειτο για θαύμα.
Επειδή όμως ο νους του ανθρώπου που βρίσκεται μακριά από τον Θεό είναι επιρρεπής στο να εφευρίσκει δικαιολογίες, κάποια από αυτές σίγουρα βρέθηκε για να δικαιολογήσει το απίστευτο αυτό γεγονός. Οι εργάτες επανέλαβαν ακριβώς ό,τι και την προηγούμενη ημέρα. Έλα όμως που το επόμενο πρωί τα κεραμίδια ήταν πάλι στη θέση τους!
Όταν και την τρίτη ημέρα επαναλήφθηκε το σημείο, ο ναός απλά σφραγίστηκε, για να μη μπαίνει κόσμος μέσα και προσεύχεται, οι εργάτες έφυγαν και ο πυροσβεστικός σταθμός έγινε σε άλλο σημείο...

Ο Ιερός Ναός Αγίων Θεοδώρων στην Αυλώνα Αλβανίας.
***
Η κυρία Αθηνά δεν ήταν παντρεμένη και έζησε εν παρθενία όλη της την ζωή. Την επισκέπτονταν πολλοί χριστιανοί της περιοχής, με χίλιες προφυλάξεις, και ζητούσαν τις συμβουλές της, αλλά και τις προσευχές της (μαρτυρούνται και αρκετά θαύματα). Καθόταν ολομόναχη στο δωματιάκι της, μπροστά στο καντηλάκι της και ολημερίς προσευχόταν. Ιερέας δεν υπήρχε. 
Μια μέρα, ήρθε κάποια κυρία που δούλευε σε ένα ελαιοτριβείο και της έφερε ένα μπουκάλι λάδι, για να ανάβει το καντήλι. Με το λάδι όμως αυτό, αν και φαινόταν γνήσιο και καλό, το καντήλι δεν άναβε! Όταν η γυναίκα αυτή ξανάρθε η κυρία Αθηνά της είπε: "Το λάδι που μου είχες φέρει, το αγόρασες ή το έκλεψες;". Η γυναίκα κατέβασε το κεφάλι: "Πώς το κατάλαβες;", ψέλλισε.   
Η κυρία Αθηνά έζησε δεκάδες χρόνια χωρίς εκκλησιασμό, αλλά σε όλους έλεγε ότι θα ανοίξουν ξανά οι εκκλησίες, χωρίς φυσικά να γίνεται πιστευτή. 
***
Στα ογδόντα πέντε της χρόνια περίπου της συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός. Κουρασμένη όπως καθόταν στο μικρό ντιβανάκι της, άκουσε βηματισμούς αλόγων από έξω. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και εμφανίστηκε ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο πλέον αγαπητός άγιος των Βορειοηπειρωτών. 
- Τί θέλεις, Άγιέ μου, του είπε η κυρία Αθηνά με φυσική απλότητα.
- Ήρθα να σε πάρω, της απάντησε ο Άγιος χαμογελώντας.
- Σε παρακαλώ άφησε με λίγο ακόμη.
- Εντάξει, της είπε ο Άγιος, θα σε αφήσω, αλλά θα σου δείξω που θα σε πάω όταν ξανάρθω.
Και της εμφάνισε σαν εικόνα ένα υπέροχο παλάτι μέσα στην θάλασσα...
Βγαίνοντας ο Άγιος Σπυρίδωνας από το δωμάτιό της, η κυρία Αθηνά πλησίασε στο μικρό παραθυράκι και είδε τα άλογα να υψώνονται στον αέρα! 
Η κυρία Αθηνά βγήκε έξω, όπου υπήρχαν μάλιστα αρκετοί περαστικοί (που δεν έβλεπαν φυσικά τίποτα), σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και είδε τον Άγιο και τα άλογα, που κάλπαζαν προς τον ουρανό, να περνούν μέσα από μία ουράνια πύλη, η οποία έκλεισε πίσω τους...
Η κυρία Αθηνά κοιμήθηκε το 1990, αφού πρόλαβε και είδε στην Αλβανία το άνοιγμα των εκκλησιών, που είχε προείπει. 
Ο Θεός να την αναπαύσει και να είναι αιωνία της η μνήμη!

(Βασισμένο σε μαρτυρίες Ορθοδόξων της Αυλώνας)

Νικόλαος Μάννης

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

ΑΓΙΑ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ – ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗ 16 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022


Αγία Ιφιγένεια η Παρθενομάρτυς - Συναξαριστής Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

Η ένδοξος και καλλίνικος μάρτυς του Χριστού Ιφιγένεια, κατήγετο εκ Τοκάτη Πόντου Μικράς Ασίας, εγεννήθη τω σωτήριον έτος 53 μ.Χ. εκ γονέων ειδωλολατρών οίτινες εκ μέσω του Αποστόλου Πρωτοκλήτου Ανδρέα εγνώρισαν την εις Χριστόν τον Ναζωραίον αληθινή πίστην βαπτισθέντες υπ’ αυτού οικογενειακώς.

Επί του σκληρού διώκτου των Χριστιανών και ειδωλολάτρου βασιλέως Νέρωνος συλλαμβάνονται οι γονείς της Ιφιγένειας και κλείονται εις την φυλακήν.

Μετ’ ου πολύ, ο Διοικητής της περιοχής Τοκάτη Πόντου, αποστέλει στρατιώτας οίτινες συλλαμβάνουν την νεαρά και πανέμορφον κόρην και εράστριαν του Ναζωραίου Χριστού Ιφιγένεια και την οδηγούν ενώπιόν του δια να την ανακρίνει.

Η Ιφιγένεια παρ’ όλο το νεαρόν της ηλικίας της, μόλις 15 ετών, σθεναρώς ομολογεί ενώπιον του σκληρού ειδωλολάτρου και Διοικητού Μάρκου, την εις Χριστόν πίστη της και με μεγίστη δύναμην βροντοφωνεί ότι τυγχάνει φλογερή εράστρια του Νυμφίου Χριστού και ότι για το Άγιον όνομά Του είναι έτοιμη να δώσει ακόμη και αυτή την ζωήν της.

Οσάκις την προσεπάθησεν με λόγους κολακευτικούς και υποσχέσεις να μεταπείσει την Ιφιγένεια να αρνηθεί τον Χριστόν· ιδών δε το σθεναρόν του χαρακτήρος της, δίδει σκληράς εντολάς εις τους στρατιώτας του να βασανίσουν την πάγκαλον ταύτην κόρη.

Οι στρατιώται λαμβάνουν λεπτά σίδερα αιχμηρά και τα τοποθετούν εις τους όνυχας της μάρτυρος εκ των οποίων το αίμα έρρεεν ποταμηδόν· εν συνεχεία αφού την γύμνωσαν κατέκοψαν τους μαστούς και το σώμα της δια μαχαιρών και κατόπιν τέσσερις στρατιώτες την κρατούν από τους πόδας και τας χείρας και της εξαρθρώνουν τα μέλη της.

Η αγία από τους φρικτούς πόνους χάνει τας αισθήσεις της και λιποθυμά.

Ο Διοικητής λυπάται δι’ αυτό που έπραξε αλλά είναι υποχρεωμένος να την θανατώσει, εκτελώντας το βασιλικό διάταγμα.

Μετανοεί δι’ όσα έπραξε εις το μαρτυρικό σώμα της και το πλησιάζει με σεβασμό· ζητά να τον συγχωρήσει· η αγία ακούσασα τους λόγους του ανοίγει δι’ ολίγον τους οφθαλμούς της και μηδιά ψιθυρίζοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον δούλον Σου» και πάλιν μειδιάσασα προσθέτει: «Πιστεύω εις την εκ νεκρών ανάστασιν» και παραδίδει με τους λόγους αυτούς την αγίαν και πάγκαλον ψυχήν της εις χείρας του Νυμφίου Χριστού την 16η Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 68 μ.Χ. εις ηλικίαν 15 ετών.

Ο Διοικητής φέρνει εκ της εξορίας τους γονείς της εις τους οποίους ανακοινώνει τα όσα έλαβαν χώραν· και οι γονείς της με υπερηφάνεια και ενθουσιασμόν μανθάνουν τα της θυγατρός των και ευλογούν τον Θεόν.

Εν συνεχεία μεταβαίνουν εις τον τόπον όπου έκειτο η λάρνακα με το μυρωμένο και μαρτυρικό σώμα της και ησπάζοντο τούτο χαίροντες, αινούντες και ευλογούντες τον Σωτήρα Χριστόν.

Ο Διοικητής ζων τας αγίας και συγκινητικάς ταύτας στιγμάς με μία ισχυράν κραυγή ομολογεί την εις Χριστόν πίστην του και ομού μετά των γονέων της αγίας εργάζονται διά την εξάπλωσιν του χριστιανισμού εις τα μέρη του Πόντου.

Ούτος υπήρξε ο βίος της μάρτυρος Ιφιγένειας της Ποντίας, ης ταις πρεσβείες Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Έγραφον εν τω κελλίω μου την την 31ην Αυγούστου

του σωτηρίου έτους 1995, εορτήν της Τιμίας Ζώνης

της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος

Ηγούμενος της εν Άνδρω

Ι. Μονής του Αγίου Νικολάου εις τας Ώρας.

Πηγή: Διακόνημα

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

30 Οκτώβρη μνήμη Αγίας Αλυπίας του Κιέβου, της δια Χριστόν σαλής! Μια αγία ”χωρίς χαρτιά”…Δενδρίτισσα….



Στις 30 Οκτωβρίου – πριν από 34 χρόνια η μακαριστή μοναχή Αλυπία Goloseevskaya (Avdeeva) /1910 – 30/10/1988 εκοιμήθη εν Κυρίω. Η Αγία Αλυπία του Κιέβου, η δια Χριστόν σαλή! Μια αγία ”χωρίς χαρτιά”…Δενδρίτισσα.

Οι γονείς της μελλοντικής ασκτήτριας, ο Tikhon και η Vassa, ζούσαν στην επαρχία Penza στο χωριό Vysheley. Στο ιερό βάπτισμα, η κοπέλα έλαβε το όνομα Αγάθη – προς τιμήν της μάρτυρα Αγάθης του Παλέρμο, την οποία θεωρούσε μεσολαβήτρια και προστάτιδα της σε όλη της τη ζωή και έφερε πάντοτε και την εικόνα της αγίας στην πλάτη της.

Ο Tikhon Avdeev ήταν γνωστός στο χωριό ως μεγάλος νηστευτής. Τις μέρες της νηστείας δεν έτρωγε παρά ξερό ψωμί, το οποίο έπλενε με αφέψημα από άχυρο. Η ιδιοσυγκρασία του ήταν σκληρή, αλλά δίκαιη.

Η μητέρα της Αγάθης, αντίθετα, διακρινόταν από έναν υποχωρητικό και ήσυχο χαρακτήρα. Της άρεσε να μοιράζει ελεημοσύνη με τα χέρια της κόρης της. καλωσόρισε τους πάντες, συμπονούσε με όλους.

Το 1917, κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η μητερούλα έχασε τους γονείς της. Για κάποιο λόγο, πήγε σε μια γειτόνισσα, και όταν επέστρεψε, βρήκε τη μητέρα και τον πατέρα της αιμόφυρτους, νεκρούς. Πυροβολήθηκαν από τον στρατό.

Όλη τη νύχτα, το οκτάχρονο κορίτσι διάβαζε το ίδιο το Ψαλτήρι για τους νεκρούς … Οι στρατιώτες του Budyonny την πήραν μαζί τους, αλλά μετά για κάποιο λόγο την άφησαν να φύγει. Από εκείνη τη στιγμή η Αγάθη άρχισε να περιπλανιέται.

Περπατώντας η Αγάθη περιπλανήθηκε σε πολλά μοναστήρια που γλίτωσαν ως εκ θαύματος από την καταστροφή του εμφυλίου. Ζούσε με ελεημοσύνη και προσευχή. Πέρασε τη νύχτα σε εξωτερικούς χώρους. Έβλεπε τόσο συχνά την ανθρώπινη θλίψη που έγινε σιωπηλή και σκεφτική..

Στη φυλακή οι χειροπέδες γίναν φωτοστέφανο!

Κατά τη διάρκεια των μαζικών συλλήψεων πιστών, κατέληξε στη φυλακή, όπως αφηγείται η ίδια, «κάπου στην ακτή, κοντά στην Οδησσό». Συνέβη το 1930. Πέρασε δέκα χρόνια στη φυλακή.

Πρώτα, την πέταξαν σε ένα κελί με εγκληματίες. Τους φώναξε: «Μην πλησιάζετε!» και, σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά, άρχισε να προσεύχεται θερμά. Σαν να είχε υψωθεί ένας τοίχος ανάμεσα σε αυτήν και τους παρευρισκόμενους: κλέφτες, βιαστές, δολοφόνους – κανείς δεν κουνήθηκε.

Προσκολλημένος στο ματάκι της πόρτας, ο φύλακας του διαδρόμου έμεινε άναυδος, η εικόνα που αντίκρισε ήταν τόσο απροσδόκητη. Μια αδύνατη κοπέλα στεκόταν στη μέση του κελιού και προσευχόταν, και πάνω από το κεφάλι της έκαιγε ένα φωτοστέφανο, παρόμοιο με το φωτοστέφανο ενός αγίου. Και τότε άρχισαν οι εξαντλητικές ατελείωτες ανακρίσεις, έμπλεες από ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια από την πείνα. Οι κακουχίες τη σφράγισαν ανεξίτηλα, είχε στόμα χωρίς δόντια και λυγισμένη πλάτη, ήταν ραχητική.

Τότε η Αγάθη κατέληξε θανατοποινίτης. Από αυτό το πέτρινο μπουντρούμι έβγαζαν κάθε βράδυ πέντε ή έξι άτομα για να τους εκτελέσουν. Βασικά, αυτοί ήταν οι κληρικοί, των οποίων η μοίρα ήταν προφανώς δεδομένη.

Όταν έμειναν μόνο τρία άτομα στο κελί: η Αγάθη, ο παπάς και ο γιος του, ο μάρτυρας άκουσε τον πατέρα να λέει στο παιδί του: «Ας κάνουμε μόνοι μας μνημόσυνο, σήμερα θα μας πάρουν μέχρι τα χαράματα». Και μετά γύρισε στην Αγάθη: «Και σήμερα θα φύγεις ζωντανή από δω».

‘Καὶ ἐπεσον αἳ ἁλύσεις αὐτοῦ ἐκ τῶν χειρῶν.

Η Matushka έμεινε μόνη: η πόρτα στο κελί άνοιξε σιωπηλά, ο Απόστολος Πέτρος μπήκε και οδήγησε την Matushka έξω στη θάλασσα από την πίσω πόρτα ”Καὶ ἐπεσον αἳ ἁλύσεις αὐτοῦ ἐκ τῶν χειρῶν.” Περπάτησε χωρίς φαγητό και νερό για 11 ημέρες. Ανέβηκε σε απότομους γκρεμούς, τσακίστηκε, έπεσε, σηκώθηκε, σύρθηκε ξανά, σκίζοντας τους αγκώνες της μέχρι το κόκκαλο. Όμως ο Κύριος την κράτησε. Είχε βαθιές ουλές στα χέρια της, τις οποίες έδειξε.

Ίσως τότε η Matushka επισκέφτηκε τον Μέγα Ιεροσολυμίτη Γέροντα Ιερομόναχο Θεοδόσιο του Καυκάσου /+1948/, ο οποίος ζούσε κοντά στο Novorossiysk.

Η ίδια η μητέρα είπε για αυτό: «Ήμουν με τον Θεοδόσιο, είδα τον Θεοδόσιο, ξέρω τον Θεοδόσιο». Είναι δυνατόν ο γέροντας να ευλόγησε τη μητέρα για το μεγάλο κατόρθωμα της σαλότητας…

Η ηλικιωμένη γυναίκα θυμόταν συχνά τη θαυματουργή απελευθέρωσή της, τίμησε την ημέρα της μνήμης των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προσευχήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, στεκόμενη στα γόνατά της μπροστά από την εικόνα του Πέτρου και του Παύλου στην εκκλησία Demievsky.

Δεν αποχωρίστηκε ποτέ τον Ψαλτήρι. Το ήξερε από στήθους. Το διάβαζε ακόμη και πίσω από συρματοπλέγματα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου κατέληξα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Ήταν κάπου στη Γερμανία, σε κάποιο εργοστάσιο…

Η μάνα το βράδυ διάβαζε το Ψαλτήρι για τις γυναίκες που είχαν παιδιά ή άρρωστους ηλικιωμένους που έμειναν στο σπίτι και τις έβγαζε πίσω από τα συρματοπλέγματα και πήγαιναν με ασφάλεια στο σπίτι.

Ακόμη και πριν από το τέλος του πολέμου, η ίδια η Matushka έφυγε, διέσχισε τη γραμμή του μετώπου και πήγε με τα πόδια στο Κίεβο … Κάποτε, αρκετοί άνδρες την πρόλαβαν στο δρόμο …

Άρχισε να προσεύχεται θερμά στη Μητέρα του Θεού να την προστατεύσει. Όχι πολύ μακριά είδε μια στοίβα άχυρα και έτρεξε προς αυτήν για να κρυφτεί από τους ληστές… Έτρεξε στη στοίβα,στη θημωνιά κρύφτηκε, και παρακάλεσε τη Μητέρα του Θεού με δάκρυα να μην την αφήσει.

μια θημωνιά το ταπεινό Θαβώρ της

Οι ληστές έτρεξαν γύρω από τα άχυρα, βλαστημώντας: «Μα πού πήγε, δεν έχει πού να κρυφτεί!» Στάθηκαν και έφυγαν, και η μητέρα κοίταξε τον εαυτό της και είδε ότι ήταν όλη της λαμπερή, όλα της τα ρούχα ήταν λευκά, τα χέρια της ήταν λευκά. Η Μητέρα του Θεού προστάτευσε, κρύφτηκε από τους ληστές, την έντυσε με ουράνιο φως, έτσι δεν την είδαν. Μια στοίβα από άχυρα το ταπεινό της Θαβώρ….

Και άρχισε επίσης να φοράει ένα σωρό κλειδιά γύρω από το λαιμό της: μεγάλα και μικρά, από ορείχαλκο και σίδηρο, με πράσινο μπρούτζο και κίτρινο χαλκό 

Κάθε ένα από αυτά συμβόλιζε αυτόν (το φυλακισμένο) για τον οποίο προσευχόταν και έσωσε. Μέχρι το τέλος της ζωής, ήταν ήδη ένα πολύ εντυπωσιακό «κολιέ», που τραβούσε το λαιμό με μια βαρύτητα και αφήνοντας μια ανεξίτηλη ουλή στο δέρμα.

Με την πρόνοια του Θεού για χάρη του Χριστού, η αγία δια Χριστόν Σαλή Αγάθη εισήχθη στη Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκ, όπου έζησε για 15 χρόνια..

Στη Λαύρα, έδωσε μοναστικούς όρκους με το όνομα Αλυπία – προς τιμή του μοναχού Αλυπίου, του αγιογράφου των Σπηλαίων. Τη δέηση τέλεσε ο πνευματικός της πατέρας Αρχιμανδρίτης Κρονίδης (Σακούν) /†17.04.1954/, ο οποίος την ευλόγησε για τον άθλο του προσκυνήματος.

Δενδρίτισσα

Στον κήπο του μοναστηριού, κοντά στο πηγάδι, φύτρωσε μια γέρικη ξερή φλαμουριά με κούφιο πυρήνα. Η μητέρα σκαρφάλωσε σε αυτό το κοίλωμα. Έπρεπε να σταθεί μισοσκυμμένη ή γονατιστή. Έβγαινε μόνο για φαγητό. Δενδρίτισσα.. Δενδρίτες μια μορφή άσκησης παρακλάδι των Στυλιτών.

«Όταν έκανε πολύ κρύο, έμπαινα στο διάδρομο στους μοναχούς για να ζεσταθώ. Άλλος θα περάσει, θα δώσει ψωμί και ένας άλλος θα σε διώξει … », – θυμόταν αργότερα η ευλογημένη.

Το χειμώνα, όταν μια χιονοθύελλα σκέπαζε τον κορμό του δέντρου με χιόνι, και το σκληρυμένο παγωμένο ξύλο δεν το άφηνε να λιώσει, ο ίδιος ο ηγούμενος που της έφερνε ψωμί, βυθίστηκε σε χιονοστιβάδες και χτύπησε στο χιόνι.

“δεν κάνει κρύο;” συνήθως της φώναζε, και όταν η αδύναμη φωνή της γερόντισσας έβγαινε από την κουφάλα, της έδινε τα μπισκότα και της είπε αυστηρά: «Σώσε τον εαυτό σου!»

Έκανε κρύο που δεν μπορούσες να σταθείς. Τα πόδια της σκλήραναν, η πληγή της πονούσε και πεινασμένα αδέσποτα σκυλιά ούρλιαζαν κάτω από το δέντρο. Η μόνη προστασία της Μητέρας Αλυπίας ήταν η Προσευχή του Ιησού, που τη ζέσταινε και προστάτευε από την κακοκαιρία και στήριζε με δύναμη το εύθραυστο σώμα της μοναχής.

Η ασκήτρια πέρασε τρία χρόνια στην κοιλότητα ενός γέρικου δέντρου. Μη έχοντας φαγητό, δεν γκρίνιαζε ποτέ, δεν ζητούσε ελεημοσύνη, τρώγοντας ό,τι της έδιναν οι ίδιοι οι άνθρωποι.

Το ασυνήθιστο επίτευγμα του προσκυνήματος συνεχίστηκε μέχρι το 1954, μέχρι που πέθανε ο πνευματικός πατέρας της , ο Αρχιμανδρίτης Κρονίδης.

Ο μεγαλόσχημος μοναχός Damian (Korneichuk) /+11.07.1954/ έγινε ο νέος της γέροντας. Πέρασε τη νύχτα κάτω από τις σκάλες στο γειτονικό κτίριο – το μέρος ήταν κρύο, ανοιχτό στα ρεύματα.

Γιατί κάθεσαι εδώ κάτω από τις σκάλες, κρυώνεις! – αναφώνησε κάποτε ο πατέρας Δαμιανός, βλέποντας τη μητέρα Alipia σκυμμένη στο πάτωμα, – πήγαινε, κοιμήσου κάτω από την πόρτα του πατέρα Αντρέι.

Οι πόρτες στο κελί του αββά Αντρέι (Μιστσένκο) /†11.07.1964/ δεν έκλεισαν ποτέ. Αναδυόταν ζεστασιά από εκεί. Ο γέροντας δεχόταν όλους τους άρρωστους: τους φτωχούς, τους δαιμονισμένους, τους ανάπηρους… Αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμά του, το ίδιο θα έκανε και η Μητέρα Αλυπία. Θα κάτσει στο τραπέζι με τέτοιους συφοριασμένους, τους οποίους τα πνευματικά της παιδιά ντρέπονταν ακόμη και να χαιρετήσουν.

Μια αγία ”χωρίς χαρτιά”…

Το 1961, οι σοβιετικές αρχές έκλεισαν τη Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκ. Για τη μητέρα Αλυπία, μια περιπλανώμενη ζωή ξεκίνησε ξανά. Χωρίς διαβατήριο και άδεια παραμονής, περπάτησε στους δρόμους του Κιέβου, σκαρφάλωσε σε εγκαταλελειμμένα σπίτια για να περάσει τη νύχτα και κέρδιζε φαγητό με τη μέρα εργασίας. Ήταν περίπου 50 τότε…

Στην περιοχή του Κιέβου, υπήρχε μια ερειπωμένη σκήτη που ανήκε στη Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκ. Αυτό το μέρος ονομαζόταν έρημος Goloseevskaya.

Από τα σωζόμενα κτίρια – ένα πέτρινο σπίτι, που κάποτε χρησίμευε ως θερινή κατοικία για τους μητροπολίτες του Κιέβου. Στο παρελθόν, η σκήτη ήταν διάσημη για το γεγονός ότι εργάστηκαν σε αυτήν μεγάλοι ασκητές της ευσέβειας, ένας από αυτούς – ο Alexy Goloseevsky /† 24/03/1917/ ήταν ιδιαίτερα σεβαστός από τη μάτιουσκα.

Το καταφύγιο της μητέρας σε αυτή την έρημο ήταν ένα ερειπωμένο σπίτι στην άκρη μιας χαράδρας, περιτριγυρισμένο από όλες τις πλευρές από δάσος. Εδώ ξεκίνησε το μακροχρόνιο ασκητικό της έργο, συνδεδεμένο με την αποδοχή της πνευματικής καθοδήγησης.

Όλο το χρόνο κυκλοφορούσε με ένα μαύρο ράσο και ένα παιδικό γούνινο σκουφάκι – ένα είδος μοναστηριακής κουκούλας. Και είχε αλυσίδες – ένα μάτσο κλειδιά στο λαιμό της και ένα σακουλάκι με άμμο στην πλάτη της.

Σε αυτήν, όπως σε άγιο σαλό και φιλάνθρωπο, οι άνθρωποι στέκονταν στη σειρά: άλλοι για θεραπεία, άλλοι για πνευματικές συμβουλές και βοήθεια. Δεν αρνήθηκε κανέναν.

Η ευλογημένη γερόντισσα είχε μια ασυνήθιστα απαλή και συμπαθητική καρδιά. Δεν ήταν ευγενική μόνο με τους ανθρώπους, αλλά και με τα ζώα. Η ηλικιωμένη γυναίκα είπε ότι καταλάβαινε τη γλώσσα των ζώων και των πουλιών και, κοιτάζοντας πώς μιλούσε στα πουλιά του ουρανού, που κάθισαν να ξεκουραστούν στην στέγη της, οι άνθρωποι πίστεψαν ότι όχι μόνο ότι τα καταλάβαινε, αλλά ότι επίσης την καταλάβαιναν.

Μια μέρα η μητέρα μου αρρώστησε πολύ. Ήταν συχνά άρρωστη τώρα – το αδύναμο γεροντικό σώμα, εξαντλημένο από αυστηρές νηστείες και σκληρή δουλειά, άρχισε να αποτυγχάνει.

Η μητέρα Αλυπία έζησε τη ζωή της χωρίς διαβατήριο και χωρίς άδεια παραμονής.

Η ιαματική φιλοξενία της… το μαγειρικό της.. χάρισμα.

Υπέφερε για τρεις εβδομάδες και μετά άρχισε σταδιακά να σηκώνεται στα πόδια της. Και αυτό που προκαλεί έκπληξη: αν πριν από την ασθένεια η μητέρα αντιμετώπιζε τους ανθρώπους με τις δικές της προσφορές, τώρα άρχισε να μαγειρεύει η ίδια φαγητό.

Περιμένοντας έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό καλεσμένων, άρχισε να μαγειρεύει έναν περιβόητο χυλό. Έριξε γάλα σε μια κατσαρόλα τριών λίτρων, πρόσθεσε ρύζι και ζάχαρη – το καθένα σε ένα κιλό, την ίδια ποσότητα βουτύρου. Μετά χτύπησε 30 αβγά. Υπέροχο, αλλά τίποτα δεν χύθηκε, δεν έφυγε και δεν κάηκε. Αλλά οι συνδαιτημόνες της μετά από αυτό το χυλό απαλλάχτηκαν από τις εσωτερικές ασθένειες που τους βασάνιζαν.

Τα νέα για τη μητέρα ως θεραπεύτρια και θαυματουργή διαδόθηκαν σε όλες τις πόλεις και τις κωμοπόλεις της τεράστιας χώρας. Μέρα με τη μέρα, άνθρωποι διαφορετικών τάξεων και υλικού πλούτου πήγαιναν κοντά της: απλοί κάτοικοι, μοναχοί, αρχιμανδρίτες ακόμη και αρχηγοί κομμάτων. Την ημέρα συναντούσε από 50 έως 60 άτομα.

Η μητέρα βοήθησε πολύ σε δικαστικές υποθέσεις: με τις προσευχές της μειώθηκαν οι όροι φυλάκισης. άδικα καταδικασθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι. Η μητέρα βοήθησε πολύ σε διάφορους εσφαλμένους εκτελούμενους λογαριασμούς μετρητών. Με τις προσευχές της όλα τακτοποιήθηκαν, διευθετήθηκαν και επιλύθηκαν με ασφάλεια.

Αντιμετώπιζε τους ανθρώπους με φαγητό που έφτιαχνε η ίδια και φράουλες, από τις οποίες ετοίμαζε μια αλοιφή. Πριν από την έκρηξη στο Τσερνόμπιλ, προέβλεψε: «Θα δηλητηριάσουν τους ανθρώπους με αέριο».

Πριν πεθάνει, η ηλικιωμένη ζήτησε συγχώρεση από όλους όσοι έρχονταν κοντά της, τους ζήτησε να έρθουν στον τάφο της και να μιλήσουν για τα δεινά και τις ασθένειές τους.

«Θα πεθάνω όταν έρθει ο πρώτος παγετός και πέσει το πρώτο χιόνι. Θα με πάνε με ένα αυτοκίνητο, θα με θάψουν στο δάσος», είπε η μητέρα.

Τα πνευματικά παιδιά πήγαν ακόμη και στον γέροντα Ν. μακριά στη Ρωσία: «… το μήλο είναι ώριμο, δεν μπορεί πια να μείνει στο δέντρο και πρέπει να πέσει», απάντησε ο οξυδερκής γέρος, που γνώριζε τη μητερούλα μόνο νοερά.

Στις 30 Οκτωβρίου 1988, το βράδυ, όταν το έδαφος ήταν κονιοποιημένο με χιόνι και ο πρώτος παγετός χτύπησε, η μητέρα ανήλθε στον Κύριο.

Κατά τη διάρκεια της κηδείας, ένα δυνατό άρωμα αναδύθηκε από το σώμα της μητέρας, τα χέρια της ήταν ζεστά και όταν τα απλώνονταν σε αυτά, ένα ευχάριστο άρωμα παρέμεινε στα χείλη της για πολλή ώρα.

Η πιθανή αγιοποίηση της γερόντισσας Goloseevskaya έχει συζητηθεί εδώ και πολύ καιρό. Όλα τα απαραίτητα έγγραφα έχουν κατατεθεί προς εξέταση στην Ιερά Σύνοδο, αλλά η ετυμηγορία δεν έχει ακόμη εκδοθεί.

Ζει στη μνήμη των ανθρώπων. Το όνομά της τιμάται σε όλες τις εκκλησίες του Κιέβου και όχι μόνο. Έχει αγιογραφηθεί εικόνα από καιρό από θαυμαστές της και έχει συνταχθεί ακάθιστος.

Αλλά, προφανώς, η άγνωστη σε μας «πληρότητα των καιρών» πρέπει να εκπληρωθεί προτού ακουστούν τα λόγια της ουράνιας δοξολογίας της και στους επίγειους ναούς.

Τώρα η ευλογημένη αναπαύεται στην κάτω βαθμίδα της Εκκλησίας της Μεσιτείας της Μονής Goloseevsky – εδώ τα λείψανά της μεταφέρθηκαν τον Οκτώβριο του 2006 και οι άνθρωποι έρχονται στη Μητέρα σε ένα ατελείωτο ρεύμα. Το μοναστήρι είναι ιδιαίτερα γεμάτο την ημέρα της κοίμησης της Μητέρας Αλυπίας – 30 Οκτωβρίου.

Μια αγία που έζησε όλη της τη ζωή ”χωρίς χαρτιά”, έκανε 10 χρόνια φυλακή, θανατοποινίτης, υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ανακρίσεις, άστεγη σ’ ένα δέντρο… να ένας βίος ενός αγίου. Οι Άγιοι είναι οι αντισυμβατικοί των ημερών. Ανορθόδοξα Ορθόδοξοι.. σαρκάζοντας τη σάρκα……των απτών αποδείξεων.

-δεν ξέρω τι λες

καλά τα λες

Η αλήθεια δεν διατυπώνεται, αποτυπώνεται. Είναι η αίσθηση..

Τους πιο πύρινους λόγους τους άκουσα σε μια γλώσσα που δεν κατανοούσα στη ρώσικη στη ρώσικη ενορία του Αγίου Ιώβ στο Uccle των Βρυξελλών. Ένας απλός ίσως και κατά κόσμον αμόρφωτος ιερέας ο π. Ευγένιος μιλούσε με πάθος από καρδιάς. Και πάντα μου έδινε αυτή τη χαρά τη χαρά της πίστης τη χαρά του πάθους για την αλήθεια..σου μετέδιδε αυτή την πίστη αυτό το πάθος αυτήν την Αλήθεια.

έτσι συμβαίνει και με τους σαλούς μιλούν μια αλλόκοτη γλώσσα όλη η ζωή τους είναι μια ξένη γλώσσα αλλά πύρινη, Πεντηκοστής..

dimpenews.com

Η Κυρά-Βασιλικούλα



Η Κυρά-Βασιλικούλα
Ένα άλλο θαυμαστό πρότυπο υπομονής είναι η κυρά- Βασιλικούλα, που ήρθε στο Μοναστήρι, προσκυνήτρια της Παναγιάς.
Μικροσκοπική, αποστεωμένη, σκεβρωμένη, θαρρείς σαν τα παλιά σκαριά τα θαλασσοδαρμένα,
αλλά ανίκητα απ’ τον χρόνο και την ταλαιπωρία, έμοιαζε η γριούλα που ήρθε να λειτουργηθεί
την Κυριακή των Μυροφόρων στο μοναστήρι.
Τα μάτια της μισοσβησμένα από τον “καταρράκτη” , φαίνονταν να διαθέτουν μία άλλη όραση, πιο οξεία και μακρινή.
Μετά την θεία Λειτουργία άνοιξε την ψυχή της και βγήκαν οι θησαυροί της καρδιάς της.
-“Έζησα, είπε, ένα μαρτύριο στη ζωή μου, αλλά ευχαριστώ τον Κύριο!
Ήμουν ορφανή και με πάντρεψε ένας θείος μου και μου ‘δωσε έναν Γολγοθά! Μια ζωή ξύλο και καταφρόνια.
Έκανα αυτό το παιδί, ανάπηρο στο μυαλό –είπε κι έδειξε καθισμένον σε μια καρέκλα πιο πέρα
έναν ανάπηρο πνευματικά με άσπρα μαλλιά.
Αυτός είναι ο γιος μου. Προσευχηθείτε γι’ αυτόν. Αυτός θα με τραβήξει πάνω, στην Βασιλεία του Θεού” !

Κάποια μοναχή την ρώτησε:
– Τί να κάνουμε για να σωθούμε, να κερδίσουμε την Βασιλεία του Θεού, γιαγιά;
– Στην έρημο, παιδί μου!
– Ποια είναι η έρημος, γιαγιά;
– Να βλέπεις και να μη βλέπεις, να ακούς και να μην ακούς, και να σιωπάς!
Την Βασιλεία του Χριστού μην χάσουμε, την Βασιλεία Του.
Να μας τραβήξει επάνω να σωθούμε!…

ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σε ηλικία 92 ετών, η Ευδοκία Σουχάνοβα έκανε προσκύνημα με τα πόδια στην Ιερουσαλήμ.



Σε ηλικία 92 ετών, η Ευδοκία Σουχάνοβα (Αξιότιμη Μητέρα Ζωσιμά) έκανε προσκύνημα με τα πόδια στην Ιερουσαλήμ.

 Μια αγία γυναίκα με εκπληκτική μοίρα!

 Γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα - 1 Μαρτίου, πέρασαν μόνο 115 χρόνια από το έτος γέννησής της (1820) και το έτος της αναχώρησής της στην Αιωνιότητα από αυτή τη γη (1935).

 115 χρόνια γεμάτα φως και χαρά, αλλά και πολλές κακουχίες, διωγμούς, ακολουθούμενες από ιερή παρηγοριά.  Αλλά μέχρι το θάνατό της, η Ζωσιμά πάντα βοηθούσε τους ανθρώπους με αγάπη και ανιδιοτέλεια.

 Ο σύζυγός της πέθανε κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, επέζησε και του γιου της και σε ηλικία 72 ετών η Evdokia Sukhanova πήρε μοναχικούς όρκους στο μοναστήρι Pokrovo-Ennatsky!  Σκεφτείτε το, σε ηλικία 72 ετών, όταν οι περισσότεροι από εμάς νομίζουμε ότι έχουμε ήδη ζήσει τη ζωή μας... Δεν είναι αυτό ένα συγκεκριμένο παράδειγμα ότι δεν υπάρχουν βιολογικά όρια ηλικίας καθώς η ψυχή αναζητά το φως της, τη ζωή της και Σωτηρία?
 Αργότερα παίρνει το μοναστικό σχήμα του Μεγάλου Σχήματος με το όνομα Ζωσιμά.

 Μέσω των προσευχών της, υπάρχει μια ιαματική πηγή όχι μακριά από το μοναστήρι και αργότερα οργανώθηκε ένα ασκητήριο με ένα παρεκκλήσι στο όνομα της Αγίας Τριάδας.

 Κατά τη διάρκεια του διωγμού της Εκκλησίας, το μοναστήρι έκλεισε και οι αγρότες έκρυψαν τον Matushka Zosima.  Σε ένα ιερό φέρετρο κυπαρισσιού που έφεραν από την Ιερουσαλήμ, κοιμόταν στη μια ή στην άλλη καλύβα και μέσα σε αυτό ουσιαστικά τη μετέφεραν από χωριό σε χωριό, όταν έπρεπε να «κρυφτεί» η γριά.

 Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων αποκαλύφθηκαν στη Ζωσιμά.  Είχε επίσης ένα ισχυρό χάρισμα θεραπείας, οι άνθρωποι συνέχιζαν να έρχονται σε αυτήν.
 Την έθαψαν στο χωριό της, Sentsovka, στην περιοχή Orenburg.

 Στις 11 Ιουνίου 2006, η Ζωσιμά ανακηρύχθηκε άγιος ως Σεβάσμια Ζωσιμά της Αννάτσκαγια.
 
 «Θα μείνω μαζί σου για πάντα, δεν θα σε αφήσω ποτέ», είπε η Μητέρα Ζωσιμά, σε όσους ήρθαν κοντά της για προβλήματα ή πόνο και οι άνθρωποι εξακολουθούν να θεραπεύονται στον τάφο της.

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

 Εδώ, λοιπόν, δεν υπάρχουν όρια ηλικίας, χρόνου, χώρου ή κοινωνικής συνθήκης, για όσους Τον αγαπούν ειλικρινά και αναζητούν τον Θεό με όλη τους την καρδιά!  ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΘΕΜΑ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ, ΑΓΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΝΗΣ ΝΑ ΤΟ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΤΟΤΕ, ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ!
 Όπως λέει και η παροιμία: "ΔΩΣΕ ΘΕΛΗΣΗ, ΠΑΡΕ ΕΞΟΥΣΙΑ..."
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ