Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Η Γερόντισσα Μαρία της Γκατσίνα



site analysis



Τριάντα περίπου μίλια μακρυά από την Πετρούπολη βρίσκεται η κωμόπολη Γκατσίνα, φημισμένη για τους κήπους της, τα πάρκα και τα μέγαρά της. Εκεί ζούσε πριν από την επανάσταση του 1917 μία μοναχή, η Μαρία, που ήταν γνωστή όχι μόνο στους κατοίκους της Γκατσίνα, άλλα ακόμη και σε πολλούς κατοίκους της Πετρουπόλεως.
Η επανάσταση βρήκε τη γερόντισσα Μαρία στο κρεβάτι του πόνου. Κατ’ αρχάς υπέφερε από εγκεφαλίτιδα -φλεγμονή του εγκεφάλου. Αργότερα την βρήκε η νόσος του Πάρκινσον -όλο της το σώμα ήταν ακίνητο, το πρόσωπό της αναιμικό σαν μάσκα· μπορούσε να μιλήσει μόνο με μισάνοικτο το στόμα, ανάμεσα από τα δόντια, προφέροντας τις λέξεις αργά και μονότονα Ήταν εντελώς ανήμπορη, χρειαζόταν πάντα βοήθεια και προσεκτική φροντίδα. Συνήθως αυτή η αρρώστια, καθώς εξελίσσεται, προκαλεί έντονες ψυχολογικές αλλαγές -οξυθυμία, μια κουραστική επιμονή στην επανάληψη στερεότυπων ερωτήσεων, ένα διογκωμένο εγωισμό και εγωκεντρισμό, εκδηλώσεις άνοιας και τα όμοια- με αποτέλεσμα οι ασθενείς αυτοί να τελειώνουν τη ζωή τους σε ψυχιατρεία. Αλλά η Γερόντισσα Μαρία αν και είχε πλήρη φυσική αδυναμία όχι μόνο δεν παρουσίαζε φυσική κατάρρευση. αλλά έδειξε εντελώς ασυνήθιστα στοιχεία προσωπικότητας και χαρακτήρα, που δεν παρατηρούνται σε τέτοιους ασθενείς, όπως άκρα πραότητα, ταπείνωση, υποταγή, αυτοσυγκέντρωση, αποφυγή κάθε απαιτήσεως. Αφοσιώθηκε στην αδιάλειπτη προσευχή, υποφέροντας τη δύσκολη κατάστασή της χωρίς τον ελάχιστο γογγυσμό.
Σαν ανταμοιβή για την ταπείνωση και την υπομονή της, ο Κύριος της έδωσε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων. Εντελώς ξένοι και άγνωστοι άνθρωποι που υπέφεραν από λύπες, πόνο, κατάθλιψη ή αποθάρρυνση, άρχισαν να την επισκέπτονται και να συζητούν μαζί της. Και όποιος ερχόταν σ’ αυτήν έφευγε παρηγορημένος, ένοιωθε ότι ο πόνος του απάλυνε, οι λύπες του καθησύχαζαν, οι φόβοι του ειρήνευαν, η κατάθλιψη και η αποθάρρυνση φυγαδεύονταν. Τα νέα για την ασυνήθιστη αυτή μοναχή βαθμιαία απλώθηκαν πολύ μακρύτερα από την περιοχή της πόλεως Γκατσίνα
Η γερόντισσα ζούσε σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι στα περίχωρα της πόλεως, όταν την επισκέφθηκα. Καθώς περίμενα να με δεχθεί, εξέταζα τις αναρίθμητες φωτογραφίες στο χώρο αναμονής και πρόσεξα δύο: του Μητροπολίτη Πετρουπόλεως Βενιαμίν του Νεομάρτυρα και του Μητροπολίτη Ιωσήφ, ο οποίος λίγο αργότερα έγινε ηγέτης της κινήσεως των Ιωσηφιτών. Ο Μητροπολίτης Ιωσήφ είχε γράψει πάνω στη φωτογραφία του μια συγκινητική αφιέρωση στη γερόντισσα Μαρία, αντιγράφοντας ένα εκτενές απόσπασμα από το έργο του Εν αγκάλαις του Πατρός, ενώ ο Μητροπολίτης Βενιαμίν είχε γράψει τα εξής: «Στην πολυσέβαστη και πολύπαθη γερόντισσα Μαρία, η οποία μαζί με πολλούς άλλους θλιβομένους παρηγόρησε και μένα τον αμαρτωλό…»
Είχα την ευτυχία να παρευρεθώ στις θαυμαστές εκδηλώσεις των θλιβομένων ψυχών μετά τη θεραπεία τους. Ένας νεαρός, ο οποίος είχε απογοητευθεί μετά τη σύλληψη και εξορία του πνευματικού του πατρός, έφυγε από τη γερόντισσα με ένα ολόχαρο χαμόγελο, με την απόφαση να εισέλθει στον ιερό κλήρο ως διάκονος. Μία νέα η οποία προηγουμένως ήταν θλιμμένη, τώρα έλαμπε από χαρά και αποφάσισε να γίνει μοναχή.
Ένας ηλικιωμένος, που υπέφερε πολύ λόγω του θανάτου τού γιού του, έφυγε από τη γερόντισσα ενισχυμένος και ενθαρρυμένος. Μία ηλικιωμένη γυναίκα πού είχε έρθει με δάκρυα, έφυγε ήρεμη και ενισχυμένη. Όταν με κάλεσε κοντά της, της είπα ότι με έπιανε μια τρομερή κατάθλιψη, η οποία κάποτε διαρκούσε μερικές βδομάδες και δεν μπορούσα να απαλλαγώ απ’ αυτήν με τίποτε.
«Η κατάθλιψη είναι ένας πνευματικός σταυρός», μου είπε, «που στέλνεται για να βοηθήσει αυτόν που μετανοεί αλλά δεν ξέρει πώς να μετανοήσει πραγματικά, δηλαδή μετά τη μετάνοια πέφτει ξανά στις προηγούμενες αμαρτίες… Και έτσι μόνο δύο τρόποι υπάρχουν για να γιατρευτεί η ψυχή από αυτή την ασθένεια, η οποία μερικές φορές είναι πολύ οδυνηρή. Ο άνθρωπος πρέπει ή να μάθει να μετανοεί πραγματικά και να έχει καρπούς μετανοίας ή να σηκώσει αυτόν τον πνευματικό σταυρό -την κατάθλιψη- με ταπείνωση, πραότητα, υπομονή και μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, με τον λογισμό ότι την αποδοχή αυτού του σταυρού την λογαριάζει ο Κύριος σαν καρπό μετανοίας… Και πάνω απ’ όλα είναι πολύ παρήγορο το να αναγνωρίζει κανείς ότι αυτή η κατάθλιψη είναι ένας ανεπίγνωστος καρπός μετανοίας, μία ασυνείδητη αυτοτιμωρία, που οφείλεται στην έλλειψη των απαραίτητων καρπών της μετανοίας…! Με αυτό το λογισμό μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει στη μετάνοια και τότε η κατάθλιψη σβήνει βαθμιαία και εμφανίζονται οι αληθινοί καρποί της μετανοίας…» Ακούγοντας αυτά τα λόγια ένοιωσα σαν κάποιος να έκανε μια πραγματική εγχείρηση στη ψυχή μου και μού αφήρεσε ένα πνευματικό όγκο… Έφυγα από εκεί άλλος άνθρωπος.
Γύρω στο 1930 η γερόντισσα Μαρία συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για αντιεπαναστατική προπαγάνδα και για συμμετοχή σε αντιεπαναστατική οργάνωση, σύμφωνα με τις παραγράφους 10 και 11 του άρθρου 58 τού Σοβιετικού Ποινικού Κώδικα. Ο αδελφός της επίσης συνελήφθη. Η «οργάνωση» αποτελείτο μόνο από δύο μέλη! Και η «προπαγάνδα» εναντίον του Κομμουνισμού ήταν το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων! Όσοι παρευρέθηκαν κατά τη σύλληψη, περιγράφουν μια φρικτή εικόνα χλευασμού και εγκληματικής βιαιοπραγίας εναντίον μιας ήρεμης, πολύπαθης ανάπηρης, η όποια ήταν παράλυτη και εντελώς ανίκανη για κάθε κίνηση. Το «πολιπκο-θρησκευτικό έγκλημα» της γερόντισσας, έγινε βαρύτερο με την άρνησή της να αναγνωρίσει τον μητροπολίτη Σέργιο και τη διαβόητη Διακήρυξή του τού 1927. με την οποία οδήγησε σε σχίσμα τη Ρωσική Εκκλησία. Η φτωχή, πολύπαθη ανάπηρη σύρθηκε από τα χέρια, που τα είχαν στρίψει πίσω από την πλάτη της, πάνω στο πάτωμα και στο έδαφος, από το κρεβάτι της μέχρι την κλούβα από δύο άνδρες της Τσε-Κα (παλαιότερη ονομασία της Σοβιετικής Μυστικής Αστυνομίας). Σήκωσαν μετέωρο το πολύπαθο παράλυτο σώμα της, το πέταξαν μέσα στη κλούβα και αμέσως απομακρύνθηκαν. Τον αδελφό της τον πήραν με ένα άλλο αυτοκίνητο, το μαύρο κοράκι -μία μαύρη λιμουζίνα που χρησιμοποιούσαν ειδικά για τη μεταφορά των θυμάτων που συλλαμβάνονταν στο πηχτό σκοτάδι της νύκτας, όπως τα περιγράφει ο Σολζενίτσιν στον πρώτο τόμο του έργου του Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Όσοι σέβονταν και τιμούσαν ιτη γερόντισσα Μαρία, την ευσπλαγχνίσθηκαν και άρχισαν να της φέρνουν απέρριτα δέματα στη φυλακή. Για ένα μήνα τα δέχονταν. Κάποια μέρα, εντελώς ξαφνικά, δεν δέχθηκαν τα δέματα και είπαν ξερά: «Πέθανε στο νοσοκομείο». (Τέτοιους ανήμπορους ασθενείς συνήθως τους σκότωναν). Τό σώμα της δεν το παρέδωσαν ποτέ. Κοιμήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1930.
Ο αδελφός της, ένας ασθενικός, μικροκαμωμένος, πραγματικά ευγενής άνθρωπος, ο οποίος είχε αναλάβει να την περιποιείται με αυτοθυσία και να υποδέχεται τους επισκέπτες, μετά από ανακρίσεις εννέα μηνών, καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Σιβηρίας.
πηγή: «Αγιορείτικη Μαρτυρία», τευχ. 12-13
αντιγραφή από: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβίας