Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Τη ΚΔ΄ (24η) Απριλίου μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΕΛΙΣΑΒΕΤ της Θαυματουργού.


Ελισάβετ η Οσία Μήτηρ ημών η Θαυματουργός, εκ νεαράς ηλικίας υποβληθείσα εις ασκητικούς αγώνας, έλαβε παρά Κυρίου την Χάριν των ιαμάτων, θεραπεύουσα διάφορα πάθη και ασθενείας. Ταύτης της Οσίας η γέννησις εδηλώθη άνωθεν δια θείας αποκαλύψεως και προεμηνύθη παρά Θεού, ότι μέλλει να γίνη σκεύος εκλογής. Εφόρει δε η μακαρία ένα μόνον χιτώνα, ταλαιπωρουμένη υπό του ψύχους και παγετού του χειμώνος· δεν έπλυνε ποτέ το σώμα της δι’ ύδατος· ενήστευσε τεσσαράκοντα ημέρας· επί τρία έτη είχε τον νουν της όλως προσηλωμένον εις τον Θεόν και με τους σωματικούς οφθαλμούς της δεν έβλεπε τελείως το κάλλος και το μέγεθος του ουρανού· εθανάτωσε δια προσευχής της όφιν μέγιστον φαρμακερόν· δεν εγεύθη ελαίου εις διάστημα πολλών ετών· δεν εφόρεσεν υποδήματα εις τους πόδας της· και πλείστα άλλα θαυμάσια επετέλεσε. Μετά λοιπόν τους τοιούτους και τοσούτους αγώνας και αρετάς, θεαρέστως διαλάμπουσα, η τρισολβία, ανεπαύθη εν Κυρίω, χαρίζουσα μέχρι σήμερον εις τους μετά πίστεως προς αυτήν προστρέχοντας, χάριν πολλών δωρεών και ιαμάτων, διότι και χώμα μόνον εκ του τάφου αυτής λαμβανόμενον ιατρεύει πάσαν ασθένειαν.

--------------------------------------------------------------------------------------------

Ἐλισάβετ, λιποῦσα γῆν, Θεοῦ Λόγε,
Καλὴ καλὸν βλέπει σε νύμφη νυμφίον.
Εἰκάδι καί γε τετάρτῃ ἀπῆρε πόλονδε Ἐλισαβέτεια.



Λειτουργικά κείμενα

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

H φτωχή χήρα και ο ελεήμων πλούσιος

Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα, παιδί και άτομα που στέκονται 
Μια φτωχιά χήρα, που επαιτούσε από σπίτι σε σπίτι, χτύπησε κάποτε και την πόρτα ενός πολύ πλουσίου. Της άνοιξε ο πλούσιος και η χήρα του είπε:
- Με συγχωρείτε, είμαι χήρα και άρρωστη! Έχω και 3 παιδιά. Αν νομίζετε και μπορείτε, βοηθήστε με, σας παρακαλώ.
Ο πλούσιος έψαξε να της δώσει κάτι, αλλά δεν βρήκε τίποτα.
- Με συγχωρείτε, της είπε, αλλά δεν κρατώ τίποτα στο σπίτι.
Η χήρα τον ευχαρίστησε και πήγε να φύγει, όταν ο πλούσιος της είπε:
- Περίμενε!
Πήγε μέσα στο γραφείο του και πήρε μία επιταγή, την συμπλήρωσε και δίνοντάς την, της είπε:
- Πάνε σε οποιαδήποτε τράπεζα με αυτήν την επιταγή, για να εισπράξεις το ποσό.
Η χήρα ήταν αγράμματη (δεν γνώριζε από επιταγές), πήρε την επιταγή και είπε μέσα της:
- Με κορόϊδεψε, μου έδωσε ένα απλό χαρτί.
Οι μέρες περνούσαν και αυτή δεν πήγαινε στην τράπεζα, διότι ντρεπόταν και φοβόταν, νομίζοντας ότι το χαρτί που της έδωσε ο πλούσιος, ήταν κάτι το ψεύτικο. Μία μέρα τόλμησε και το έδειξε σε μία φίλη της και εκείνη τής είπε:
- Αυτό το χαρτί που κρατάς είναι μία επιταγή για την τράπεζα. Πάνε να δεις.
Τότε η χήρα αναθάρρεψε και πήγε στην τράπεζα. Εκεί αφού ρώτησε, πήγε στον ταμία να την εξυπηρετήσει. Μόλις το είδε ο ταμίας, της είπε, ότι είναι να εισπράξει 50 χρυσές λίρες!
Εκείνη εξεπλάγην, διότι ήταν μεγάλο το ποσό. Κάποιο λάθος θα έκανε ο άνθρωπος, σκέφτηκε και έτσι ζήτησε να πάρει πίσω την επιταγή, χωρίς να την εξαργυρώσει. Την πήρε λοιπόν και την πήγε κατευθείαν, στο σπίτι του πλουσίου και του είπε:
- Με συγχωρείτε, αλλά είναι πολλά τα λεφτά που γράψατε στην επιταγή. Εγώ δεν αξίζω τόσα λεφτά! Και σκέφτηκα, ότι θα κάνατε λάθος.
Μόλις το άκουσε αυτό ο πλούσιος, της είπε:
- Πράγματι έκανα λάθος!
Πήρε την επιταγή και συμπλήρωσε πίσω από το 50 ένα μηδενικό και οι 50 χρυσές λίρες έγιναν 500! Της την έδωσε και της είπε:
- Πήγαινε τώρα στην τράπεζα και γνώριζε ότι δεν έχω κάνει λάθος!
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της ταπεινώσεως!
Αν άνθρωπος ενεργεί έτσι σε έναν ταπεινό συνάνθρωπο, σκεφθείτε ο Θεός τι προσφέρει στους ταπεινούς!!
Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας †

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Απίστευτο κι όμως αληθινό ( Η Γιαγιά η Μπακρατσού )



Απόστολος Κων. Μπακρατσάς

Μία από τις αφηγήσεις του πατέρα μου, Κωνσταντή Μπακρατσά, χαραγμένη βαθιά στη μνήμη μου είναι αυτή για τη Γιαγιά Μπακρατσού, μακρινή συγγενή μας. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω τη ζωή της, όπως τη θυμόταν ο πατέρας μου. Οι ρίζες της χάνονται στις δεκαετίες του 1800∙ τόσο μακρινές που ούτε το μικρό της όνομα δεν γνωρίζουμε. Έζησε στο χωριό μας, Παλιούρι Γορίτσας, τους σημερινούς Αγίους Αναργύρους του Ν. Καρδίτσας, παντρεμένη με κάποιον πρόγονό μου Μπακρατσά, εξ ού και το Μπακρατσού.

Δύσκολα εκείνα τα χρόνια, που όλοι οι Έλληνες - μαζί με αυτούς και το χωριό μας - στέναζαν κάτω από τον βαρύ τουρκικό ζυγό. Οι Τούρκοι, απαιτητικοί και ανελέητοι, επισκέπτονταν τακτικά το χωριό, για να εισπράξουν τους φόρους που επέβαλε σε όλους τους Έλληνες ο Σουλτάνος. Μαζί με τους φόρους απαιτούσαν με απειλές να τους δοθούν και άλλα αγαθά που είχε το κάθε σπίτι για την επιβίωσή του, όπως κοτόπουλα, χήνες, αυγά, τυριά, σιτάρι, καλαμπόκι... Με αυτά ζούσαν τότε οι άνθρωποι και τρέφονταν οι οικογένειές τους. Τα έπαιρναν οι Τούρκοι και άφηναν στο έλεος και στην πείνα τις οικογένειες, που είχαν να θρέψουν και μικρά παιδιά.

Η Γιαγιά Μπακρατσού έβλεπε αυτή την αρπαγή των αναγκαίων από το σπίτι της, αλλά και από όλους τους χωριανούς, και την πλημμύριζε η αγανάκτηση για την αδικία. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση.

Κάποια μέρα ήρθε ο επικεφαλής Τούρκος με τρείς άλλους συνοδούς και, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, μπήκε στον στάβλο και πήρε την καλύτερη αγελάδα, την αγαπημένη της Γιαγιάς, που με το γάλα της τάιζε τα εγγόνια της. Τον παρακάλεσε, όσο γινόταν, να αφήσει τη συγκεκριμένη αγελάδα, εξηγώντας τους λόγους, και του πρότεινε να πάρει κάποια άλλη. Ο Τούρκος ανένδοτος. Αψηφώντας τότε τον κίνδυνο και πλημμυρισμένη από αγανάκτηση, άρπαξε το σκοινί από τα χέρια του Τούρκου λέγοντάς του: «Φτάνει πια! Αρκετά μου πήρατε τόσα χρόνια. Δεν σας τη δίνω. Έχω κι εγώ εγγόνια να ταΐσω, δεν θα τα αφήσω να πεθάνουν».

Αγρίεψε ο Τούρκος από τη συμπεριφορά της και βγάζει μια μεγάλη χαντζάρα από τη θήκη της να την κτυπήσει. Βάζει η γιαγιά τα χέρια της στο κεφάλι να το προστατέψει, αλλά ματώνουν με το κτύπημα και τα κατεβάζει. Τότε εκείνος ανελέητα τη χτυπά στο κεφάλι, σχίζοντας το κρανίο της στα δύο. Το κομμένο κομμάτι έγειρε στους ώμους της και κρατιόταν από λίγο δέρμα του αυχένα της. Το αίμα πλημμύρα! Βάφτηκαν τα μαλλιά της, τα ρούχα της, το χώμα. Οι παρευρισκόμενοι ούρλιαζαν μπροστά στο φριχτό θέαμα. Ως και αυτοί οι Τούρκοι σάστισαν, άφησαν την αγελάδα κι έφυγαν. Η γιαγιά ψύχραιμη ζήτησε από τους δικούς της να βάλουν με προσοχή το κομμένο κομμάτι κρανίου στη θέση του και να το δέσουν σφιχτά με την τσίπα της. Γιατροί βέβαια εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν.

Η γιαγιά προσευχόταν μέρα νύχτα μπροστά στο εικονοστάσι της για να γίνει καλά∙ ήταν πολύ θρήσκα. Και πράγματι, η Παναγία έκανε το θαύμα της! Η πληγή έκλεισε, η Γιαγιά θεραπεύτηκε και σε λίγο καιρό άρχισε σιγά-σιγά τις καθημερινές δραστηριότητες και να αρμέγει την αγαπημένη της αγελάδα για τα εγγόνια της.

Πίστευε ακράδαντα πως έζησε από θαύμα της Παναγίας που λάτρευε. Γι' αυτό και αποφάσισε να κάνει δύο δώρα στο χωριό. Αγόρασε καμπάνα, γιατί η εκκλησία του χωριού δεν είχε, και την τοποθέτησαν στο καμπαναριό της, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα. Κάθε φορά που την ακούω να κτυπάει, θυμάμαι με συγκίνηση την ιστορία της.

Το δεύτερο δώρο της γιαγιάς για το χωριό ήταν η κατασκευή ενός πετροπήγαδου. Οι κάτοικοι του χωριού δεν είχαν δικό τους πηγάδι με νερό για να πίνουν και για τις ανάγκες των σπιτιών τους. Προμηθεύονταν νερό από το πηγάδι του διπλανού χωριού, της Κρανέας. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν στην περιοχή αρτεσιανά παρά μόνο πηγάδια.  

Βλέποντας τη βασική αυτή έλλειψη, η Γιαγιά πλήρωσε ανθρώπους και σκάψανε ένα αρκετά βαθύ πηγάδι, όπου βρήκαν μπόλικο και πόσιμο νερό. Όμως επειδή ήταν βαθύ και υπήρχε φόβος να διαβρωθεί, να σαρίσει το χώμα και να βουλώσει, έφερε ειδικούς τεχνίτες από την Ήπειρο και το έχτισαν όλο γύρω-γύρω με πέτρα∙ το «καλίγωσαν», όπως έλεγαν. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε πετροπήγαδο και ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Το νερό ήταν πόσιμο και καθαρό, γιατί λόγω της πέτρας δεν θόλωνε από τον κουβά που ανεβοκατέβαινε συχνά. Επιτέλους, το χωριό απέκτησε το δικό του πηγάδι για να πίνουν καθαρό νερό και να εξυπηρετούνται γενικότερα.

Αποτέλεσε δε και σημείο συνάντησης, γιατί κάθε απόγευμα, λίγο πριν από τη δύση του ήλιου, οι κοπέλες του χωριού συγκεντρώνονταν εκεί για να προμηθευτούν νερό και κουβέντιαζαν εν τω μεταξύ και τα νέα του χωριού. Όλοι οι γάμοι τότε γίνονταν Κυριακή μεσημέρι και τη Δευτέρα το απόγευμα, σύμφωνα με το έθιμο, πήγαινε η φρεσκοπαντρεμένη νύφη παρέα με τις φίλες της στο πετροπήγαδο για να πάρει νερό, όπου την περίμεναν οι γυναίκες και οι ελεύθερες κοπέλες του χωριού. Τις χαιρετούσε όλες, και φιλούσε το χέρι από τις μεγαλύτερες ηλικιακά. Μετά πήγαινε μπροστά στο πετροπήγαδο (πίσω της ακολουθούσαν οι ελεύθερες κοπέλες) και έβγαζε από την τσάντα της ένα μήλο μέσα στο οποίο είχε τοποθετήσει τρία νομίσματα. Προσκυνούσε τρείς φορές προς τη μεριά του πηγαδιού και πετούσε το μήλο πίσω της, όπου περίμεναν οι ελεύθερες κοπέλες. Όποια κοπέλα το έπιανε, θεωρούνταν τυχερή, γιατί, σύμφωνα πάντα με το έθιμο, θα παντρευόταν κι αυτή σύντομα. Σε αυτό το πηγάδι πήγε και η μάνα μου νύφη το 1933 κι έριξε μήλο.

Το πετροπήγαδο βρίσκεται έξω από το χωριό στο βορειοδυτικό μέρος της περιφέρειας, και με τον αναδασμό του 1972, με το τετραγώνισμα των οικοπέδων-χωραφιών και της περιφέρειας, «έπεσε» στο οικόπεδο του πατέρα μου! Σώζεται δε μέχρι σήμερα.

Έτσι λοιπόν το χωριό απέκτησε, χάρη στη γενναιοδωρία της γιαγιάς, και καμπάνα για την εκκλησία του και πετροπήγαδο, έργο ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή του. Όλοι οι κάτοικοι ήταν ευχαριστημένοι από τις δωρεές της, το αναγνώριζαν και την ευγνωμονούσαν. Γι’ αυτό το όνομά της, Γιαγιά Μπακρατσού, έμεινε και στις επόμενες γενιές. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε το μικρό της όνομα.

Μετά από κάποια χρόνια ο Τούρκος με την ομάδα του ήρθε ξανά στο χωριό κι, όταν την είδε, της είπε θυμωμένα, «Ζεις ακόμα εσύ;», κι έδωσε εντολή στην ομάδα του να τη συλλάβουν και να τη θανατώσουν με τον πλέον φριχτό τρόπο∙ να τη βάλουν μέσα σε ένα καζάνι με ζεματιστό νερό. Οι συγγενείς της γιαγιάς και οι χωριανοί τον παρακαλούσαν να μην το κάνει αυτό, αλλά ο Τούρκος ήταν ανένδοτος. Τους απείλησε ότι θα σκοτώσει και αυτούς.

 Έδωσε εντολή στους ανθρώπους του και άναψαν μια μεγάλη φωτιά στη θέση "Ψηλώματα", στον μαχαλά των Παλιουραίων, όπου τοποθέτησαν ένα μεγάλο καζάνι γεμάτο με νερό. ("Ψηλώματα" λέγονταν γιατί ήταν το ψηλότερο σημείο του χωριού, βρίσκεται στην περιφέρεια, λίγο πριν μπούμε στο χωριό). Όταν άρχιζε να βράζει το νερό, έδωσε εντολή και την έβαλαν μέσα στο καζάνι με τα ρούχα της μέχρι το στήθος παρά τα παρακάλια των δικών της ανθρώπων και χωριανών.

Όταν έφυγαν οι Τούρκοι, αμέσως οι συγγενείς της την έβγαλαν από το καζάνι, τη μετέφεραν στο σπίτι και της έβγαλαν τα ρούχα. Μαζί με αυτά όμως έβγαινε και μέρος του δέρματός της. Είχε ολικά εγκαύματα και πάρα πολύ πόνο. Προσπάθησαν με διάφορα γιατροσόφια της εποχής να απαλύνουν τον πόνο της, να τη σώσουν. Ήταν πολύ δυνατή γυναίκα και, παρόλο που είχε φριχτούς πόνους, τους έδινε οδηγίες τι έπρεπε να κάνουν μήπως και σωθεί. Μέρα με τη μέρα όμως χειροτέρευε, οι πληγές δεν έκλειναν, οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι και ο χρόνος της μετρημένος. Μετά από μία εβδομάδα έφυγε για το μεγάλο της ταξίδι∙ δεν άντεξε περισσότερο.

Η Γιαγιά Μπακρατσού, άνθρωπος καλοσύνης, με γενναιότητα ψυχής, με πίστη δυνατή και αγάπη στην Παναγία, με πνεύμα θυσίας για την οικογένειά της και ιδιαίτερα για τα εγγόνια της, δοτική στους συγχωριανούς της, έφυγε από τη ζωή με τον απίστευτο αυτόν τραγικό τρόπο. Απίστευτο και το μεγαλείο της ψυχής!

Ας είναι το κείμενο τούτο μνημόσυνο για την ψυχή της. Πάντως, σε τέτοιες ψυχές χρωστάμε την ελευθερία μας, που είναι ακριβά πληρωμένη.   
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

Αγία Θεοδώρα Θεσσαλονίκης η Μυροβλύτισσα


ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Η ΜΥΡΟΒΛΥΤΙΣΣΑ
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
       Στα αγιολόγια της Εκκλησίας μας υπάρχουν άγιοι οι οποίοι αγίασαν ομού με μέλη των βιολογικών τους οικογενειών. Μια τέτοια αγία είναι και η οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη, η οποία μόνασε και αγίασε με την κόρη της Θεοπίστη. Οι δύο αυτές οσιακές μορφές λαμπρύνουν το πλούσιο αγιολογικό μωσαϊκό της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων.
       Η αγία Θεοδώρα γεννήθηκε στην Αίγινα το 812 από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας της ήταν πρεσβύτερος. Δυστυχώς η μητέρα της πέθανε, λίγο μετά τον τοκετό της, γι’ αυτό αναγκάστηκε ο πατέρας της να τη δώσει για ανατροφή σε μια ευλαβή ανάδοχό του και εκείνος ασπάσθηκε, μετά τη χηρεία του, το μοναχικό βίο. Η Θεοδώρα ανατράφηκε με ευλάβεια, από την ευσεβή ανάδοχο κόρη, απέκτησε φόβο Θεού και στολίστηκε με σπάνιες αρετές. Επίσης ήταν στολισμένη και με σπάνιο σωματικό κάλλος.
     Όταν μεγάλωσε, η ευσεβής θετή μητέρα της την αρραβώνιασε με έναν νέο, περιζήτητο στο νησί. Όμως ένα τρομερό γεγονός της άλλαξε τη ζωή. Βάρβαροι Σαρακηνοί πειρατές εισέβαλλαν στην Αίγινα και λεηλάτησαν τους κατοίκους, σκοτώνοντας πολλούς. Μεταξύ αυτών και τον αδελφό. Έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη, με τον μνηστήρα της, όπου θα ήταν πιο ασφαλείς.

      Μετά από καιρό, όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο μια κόρη, τη Θεοπίστη και στη συνέχεια άλλα δύο παιδιά τα οποία πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Ο χαμός των παιδιών τους τους γέμισε θλίψη, αλλά η ευσεβής Θεοδώρα δεν καταβλήθηκε. Έχοντας μεγάλη πίστη και ηρωικό φρόνημα, στήριζε το σύζυγό της. Μάλιστα του πρότεινε να αφιερώσουν την τότε εξάχρονη κόρη τους, την στο Θεό. Όντως την αφιέρωσαν στην Ιερά Μονή Αγίου Λουκά.
      Ύστερα από καιρό ένα άλλο δυσάρεστο πλήγμα δέχτηκε η Θεοδώρα. Ο σύζυγός της ασθένησε και πέθανε. Όντας 25 ετών, πήρε την απόφαση να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν ηγουμένη μια συγγένισσά της, ονόματι Άννα, ζητώντας την να την δεχτεί στη Μονή. Η ηγουμένη ήταν εγνωσμένης αγιότητας και είχε αναδειχθεί ομολογητής και είχε βασανισθεί, ως υπέρμαχος των Ιερών Εικόνων (βρισκόμαστε στην εποχή της εικονομαχίας). Όταν αντίκρισε τη νεαρή χήρα εξέφρασε τους δισταγμούς της, φοβούμενη πως κάποια στιγμή θα μετάνιωνε για την απόφασή της και θα εγκατέλειπε το μοναχικό βίο. Αλλά, μπροστά στις θερμές παρακλήσεις της Θεοδώρας ενέδωσε, τη δέχτηκε και την ενέταξε στην αδελφότητα της Μονής, υποβάλλοντάς την σε διάφορες δοκιμασίες για να πεισθεί για την ακλόνητη απόφασή της.
      Η Θεοδώρα επέδειξε πρωτοφανή ζήλο και υπακοή. Εκτελούσε με προθυμία κάθε διακόνημα, όσο ταπεινό και κοπιαστικό ήταν. Καλλιεργούσε σχέσεις αγάπης με την υπόλοιπη αδελφότητα και καταγίνονταν στον προσωπικό πνευματικό της αγώνα. Νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε πνευματικά και ψυχωφελή βιβλία και συμμετείχε στα Ιερά Μυστήρια με ευλάβεια και ταπείνωση. Εξομολογούνταν ανελλιπώς για να αποκρούει τους πειρασμούς του διαβόλου, ο οποίος  πάσχισε, με δόλιους λογισμούς να την αποσπάσει από τον πνευματικό της αγώνα και να την απομακρύνει από τη Μονή, να την επαναφέρει ξανά στον κόσμο. Όμως εκείνη έμεινε εδραία στην απόφασή της. Είχε αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την αρετή της ταπεινοφροσύνης, θεωρώντας τον εαυτό της ως τον πλέον αμαρτωλό άνθρωπο του κόσμου. Συχνά εξέφραζε την γνώμη της ότι ήταν η πιο άχρηστη μοναχή στη Μονή. Στοχαζόταν τις τιμωρίες της κολάσεως και έκλαιε πικρά για τα δεινά που την περίμεναν!
      Μετά από χρόνια, όταν είχε κοιμηθεί η ηγουμένη της Μονής Αγίου Λουκά, η οποία είχε δεχθεί την κόρη της Θεοπίστη και εκείνη πήρε την απόφαση να πάει να
μονάσει μαζί με τη μητέρα της τη Θεοδώρα. Έτσι ζήτησε να τη δεχτούν στη Μονή Αγίου Στεφάνου. Η ηγουμένη τη δέχτηκε και μάλιστα την έβαλε να συγκατοικεί στο ίδιο κελί με την κατά σάρκα μητέρα της.     
       Μητέρα και κόρη, ως πνευματικές αδελφές πια, μοιραζόταν την προσευχή και την άσκηση και ζούσαν αγγελικό βίο. Αλλά ο διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα τους ανθρώπους που προκόβουν πνευματικά, θέλησε να τις προσβάλει, ξύπνησε μέσα στην ψυχή της Θεοδώρας το μητρικό ένστικτο, το οποίο επισκίασε την πνευματική τους σχέση. Αυτό το παρατήρησε η ηγουμένη και ανησύχησε. Μάλιστα κάποια μέρα βρήκε τη Θεοδώρα να φροντίζει τα ενδύματα της κόρης της, τη ρώτησε: «Θεοδώρα, τίνος είναι το κορίτσι αυτό;».  Την επέπληξε και της υπενθύμισε το λόγο του Κυρίου πως «ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ.10,37). Για να τις προφυλάξει τις χώρισε και τους απαγόρευσε να έχουν καμιά συναναστροφή. Εκείνες υπάκουσαν και για δεκαπέντε χρόνια δεν αντάλλαξαν κουβέντα, αν και συζούσαν στην ίδια Μονή, εργάζονταν και γευμάτιζαν μαζί.
      Αργότερα η Θεοδώρα ασθένησε βαριά και η ηγουμένη Άννα, κατόπιν παρακλήσεων των άλλων μοναζουσών, έδωσε την άδεια στην Θεοπίστη να συνομιλήσει μαζί της. Διαπίστωσαν πως πλέον είχε εκλείψει εντελώς η συγγενική σχέση τους και έβλεπε η μια την άλλη ως αδελφή εν Χριστώ, σαν τις άλλες μοναχές της αδελφότητας.
       Η Θεοδώρα είχε φθάσει ήδη στο πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας της και είχε ωριμάσει πνευματικά σε μεγάλο σημείο. Επίσης και η ηγουμένη Άννα είχε  φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και έπασχε από γεροντική άνοια, μη μπορώντας πια να ασκήσει τη διακονία της ηγουμένης στη Μονή. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης όρισε ως ηγουμένη της Μονής την Θεοπίστη. Η κατά σάρκα μητέρα της αξιώθηκε να γίνει υποτακτικός της κόρης της. Αυτό το δέχτηκε με μεγάλη χαρά και εκτελούσε με υπακοή και αγόγγυστα τις εντολές της. Μάλιστα η νέα ηγουμένη της ανέθεσε το δύσκολο διακόνημα, να γηροκομεί την άρρωστη πρώην ηγουμένη Άννα και να υπομένει με καρτερία και ηρεμία τις δυστροπίες της.
       Μετά από δεκαεννέα χρόνια και όντας η Θεοδώρα εβδομήντα πέντε χρονών, απαλλάχτηκε από όλα τα διακονήματά της. Αυτό όμως τη στεναχώρησε και γι’ αυτό εξακολουθούσε κρυφά να υπηρετεί τιε αδελφές. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 892, αφού κάλεσε όλη την αδελφότητα να την αποχαιρετίσει και να ζητήσει συγχώρεση. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό και το γερασμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπό της έλαμψε σαν τον ήλιο και το δωμάτιο πληρώθηκε από ουράνια ευωδία. Το λάδι από το κανδήλι του τάφου της μεταβλήθηκε σε μύρο και ξεχείλιζε, χαρίζοντας ιάματα σε πλήθος ασθενών, όσοι χρίονταν από αυτό. Γι’ αυτό και της δόθηκε η προσωνυμία «Μυροβλύτισσα». Η περιώνυμη Θεσσαλονίκη αξιώθηκε να έχει δύο αγίους μυροβλύτες, τον Δημήτριο και τη ΘεοδώραΤο 893 έκαναν την εκταφή βρήκαν το ιερό σκήνωμά της άφθορο να ευωδιάζει. Το εναπέθεσαν σε πολύτιμη λάρνακα και μετονόμασαν την Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, σε Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας της Μυροβλύτισσας, η οποία έμελλε να καταστεί σημαντικό πνευματικό κέντρο. Σήμερα λειτουργεί ως ανδρική Μονή και στεγάζει το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. 
     Στα 1430, όταν οι αλλόθρησκοι Οθωμανοί κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη, άνοιξαν τη λάρνακα της αγίας και κομμάτιασαν το σκήνωμά της. Οι Χριστιανοί μπόρεσαν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια, προς προσκύνηση και αγιασμό των πιστών.
    Η μνήμη της τιμάται στις 5 Απριλίου και στις 3 Αυγούστου, ημέρα μετακομιδής του Ιερού Λειψάνου της και στις 29 Αυγούστου η μνήμη της αγίας Θεοπίστης
πηγη.ΑΚΤΙΝΕΣ

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Τη Δ΄ (4η) Απριλίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΦΕΡΦΟΥΘΗΣ, της ΑΥΤΑΔΕΛΦΗΣ αυτής και της ταύτης ΠΑΙΔΙΣΚΗΣ

.

Φερφούθη η Αγία Μάρτυς του Χριστού και η Αυταδέλφη αυτής, καθώς και η ταύτης Παιδίσκη (δούλη) ήκμασαν κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μεγάλου, βασιλέως Ρωμαίων, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τστ΄ - τλζ΄ (306 – 337) και Σαβωρίου βασιλέως των Περσών (325 – 379) Περσίδες ούσαι το γένος και αδελφαί αι δύο πρώται του Αγίου Ιερομάρτυρος Συμεών του μαρτυρήσαντος εν Περσία, μετά χιλίων εκατόν πεντήκοντα άλλων Χριστιανών. Πασχούσης δε της γυναικός του βασιλέως υπό τινος ασθενείας, διέβαλον τινές τας Αγίας ταύτας, ότι είναι μάγισσαι και κατασκευάζουσι θανατηφόρα δηλητήρια.

Συλληφθείσαι τότε αι Άγιαι ωδηγήθησαν εις τον αρχιμάγον της Περσίας, ονόματι Μαπτάν, προς τον οποίον και απελογήθησαν, ειπούσαι ότι είναι αθώαι από της τοιαύτης συκοφαντίας, ωμολόγησαν όμως συγχρόνως, ότι είναι Χριστιαναί και ότι, ως εκ τούτου δεν είναι συγκεχωρημένον εις αυτάς από τους νόμους του Χριστού να διαπράττωσι τοιαύτα μαγικά και παράνομα έργα. Επειδή δε τότε έγινε διπλή η κατ’ αυτών κατηγορία, όχι δηλαδή μόνον ότι είναι μάγισσαι (πράγμα το οποίον απηγορεύετο εις τους Χριστιανούς και από τους Πέρσας), αλλ’ ότι είναι και Χριστιαναί, δια τούτο κατεδικάσθησαν να θανατωθώσιν. Εξηπλώθησαν λοιπόν κατά γης και εδέθησαν αι μακάριαι εις ξυλίνους πασσάλους. Έπειτα επριονίσθησαν εις το μέσον από του λαιμού μέχρι των ποδών, αφ’ ου δε διηρέθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον τα σώματά των, τα τούτων τεμάχια εκαρφώθησαν επί ξύλων. Τότε διελθούσα δια μέσου αυτών η βασίλισσα ιατρεύθη από το πάθος της. Έπραξε δε τούτο η βασίλισσα, διότι ούτως είπον εις αυτήν οι τας Αγίας διαβαλόντες· ότι δηλαδή κατ’ άλλον τρόπον δεν είναι δυνατόν να θεραπευθή, παρά μόνον εάν διέλθη δια μέσου των τεμαχισμένων σωμάτων των Αγίων. Τούτων ούτως γενομένων έλαβον αι μακάριαι του Μαρτυρίου τον στέφανον.