Κυριακή 11 Μαΐου 2025
Η Ηπειρώτισσα μάνα...
Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021
Το βλέμμα της μάνας.. Πραγματική ιστορία που ραγίζει καρδιές.
Γράφει ο Στάμος Γαλούνης
Εκείνο τό γλυκό απόβραδο του Ιούνη, σ΄ένα ημιορεινό χωριό -Αρχοντοχώρι( Ζάβιτσα)- της Ακαρνανίας, σε χρόνο πριν μισό αιώνα, σ’ένα πέτρινο σπίτι, μόλις οι γονείς κατάκοποι επέστρεψαν από το θερισμό, ακούστηκε το ουρλιαχτό του μικρού τους γιού, πού έπαιζε στην αυλή.
Τον είχε τσιμπήσει στό χέρι σκορπιός.
Τον πρόλαβε ο πατέρας, πρίν χαθεί στις πέτρες, τόν πάτησε και τον σκότωσε.
Μαζεύτηκε όλο το χωριό, η μάνα έτρεμε, κρατούσε σφιχτά αγκαλιά το σπλάχνο της πού σπαραζε και βογκούσε, τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια έκλαιγαν και φοβόντουσαν κι' ο πατέρας απελπισμένος ρωτούσε τους συγγενείς καί μονολογούσε με απόγνωση... τι νά κάνουμε τώρα; Πώς να σώσουμε τό παιδί μας;
Σ΄εκείνο τόν σκληρό άγονο τόπο, που ζούσαν πάνω από 1200 σκληραγωγημένες στερημένες ψυχές, δεν υπήρχε γιατρός,φαρμακείο, νοσοκόμα, δεν έρχονταν εκεί ασθενοφόρο, ούτε υπήρχε κανένα αυτοκίνητο διαθέσιμο να τον πάει στο Αγρίνιο.
Τό ένα καί μοναδικό μικρό “λεωφορείο” με την μεγάλη σκουροπράσινη μούρη – μετατροπή παλιού φορτηγού- του καλού, δοτικού καί πάντα διαθέσιμου ανθρώπου Δημητράκη Μπαλώσου, πού άντεχε στούς επικίνδυνους εκείνους κακοτράχαλους χωμάτινους δρόμους, βρισκόταν στο Μεσολόγγι.
Ακόμα κι΄ ο θεός άμα περνούσε καβαλάρης από κείνα τα άγρια μέρη, σπάνια ξεπέζευε για να δεί καί να μάθει πως ζούν ετούτοι θνητοί, οι ριζωμένοι σέ λιθάρια , αγραπιδιές, φρύγανα κι’ ασφάκες.
Καί έτσι αναγκαστικά την τύχη του μικρού, καθόριζαν πλέον οι αντοχές των κυττάρων του, οι μοίρες, οι άγιοι κι η ποσότητα του δηλητηρίου.
Η πρακτική μαμή, καθησύχαζε η φουκαριάρα, όσο μπορούσε, λέγοντας ότι <<ήταν μικρός ο σκορπιός και το παιδί -κι’ας είναι αδυνατούλη- μάλλον δεν θα πεθάνει.>>
Η θειά Γιαννούλα, η γειτόνισσα, πού τ’ αγαπούσε πολύ τούτο το παιδί καί το’χε πολλές φορές βυζάξει όταν η μάνα του δεν είχε γάλα, ψιθυριστά προσευχόταν γονατιστή,ακουμπώντας στην γέρικη αμυγδαλιά, στην άκρη της μεγάλης χωμάτινης αυλής.
Η γριά Μέλπω, με την μαγκουρα καρυδιας, μια κυνική γυναίκα, πού συχνά μονολογούσε <<‘αντε να βγάλω κι’ εγώ την σειρά μου, πολύ αργοπορώ΄’> με σκληρές αλήθειες, πούχαν δει πολλά τα μάτια της, με ζωές να χάνονται καί να πέφτουν σαν τα φύλλα των δένδρων, είχε μια παράξενη ακατανοησία τού ανθρώπινου τέλους καί δεν φοβόταν την ανυπαρξία, ...΄έλεγε με παρηγορητική φωνή εκεί στην αυλή‘< Ευτυχώς δεν λέτε ..που η Αλεξάνδρα έχει κ’άλλα τέσσερα παιδιά!>
Εκείνη την νύχτα του χαμού,με το ολόγιωμο φεγγάρι να φωτίζει τα κουρασμένα θλιμμένα πρόσωπα τών ανθρώπων στή αυλή, τό ψυχικό άυλο ολόσωμα του μικρούλη, επαιζε κρυφτό με τόν δρεπανηφόρο αρματηλάτη, κρυβόταν στούς θάμνους καί στούς μεγάλους βράχους, έξω από την μεγάλη τοξωτή πύλη τού άλλου κόσμου καί φώναζε στόν θυρωρό τόν Πέτρο,να βάλει διπλά τα μάνταλα, να μήν ανοίξει η πόρτα.
Στήν μέση του σπιτιού να τό φωτίζει ισχνά μιά λάμπα πετρελαίου, στην αγκαλιά τής λιπόσαρκης, ανθεκτικής μάνας- καί γύρω γύρω οι γυναίκες συγγενείς με τα γιατροσόφια- (γάλα σύκου στην δαγκωματιά, ζουμί να πιει από βρασμένο αμάραντο,τσουκνίδα καί βασιλικό, για να φύγει τό κακό) ο μικρούλης βογκούσε, ούρλιαζε από τους αφόρητους πόνους, έκλαιγε, ίδρωνε, δυσκολανάσαινε καί συνέχεια φώναζε, έλεγε, μουρμούριζε, εκλιπαρούσε .. Μάνα πονάω! Μάνα σταμάτα τό πόνο!
Κι΄εκείνη η έρμη, σε άλλη απόκοσμη διάσταση οδύνης, το φιλούσε,το έλουζε αθελά της με τα δακρυά της, το χάιδευε και ικετευτικά παρακαλούσε την Παναγιά, να μην αφήσει τό σπλάχνο της να περάσει την χαρακιά.
<Πού να σε κρύψω γιόκα μου, να μην σε βρεί ο χάρος!>> αυτή η βασανιστική έγνοια, ήταν τό σύμπαν όλο.
Και κάπου το ξημέρωμα, τήν ώρα πού βγαίνει ο αυγερινός…...κατέβηκε ο μικρούλης απ’ τόν Γολγοθά, ο σταυρωτής ξέμεινε από καρφιά, ,ο πόνος λιγόστεψε κι’ έγινε ήσυχος αναστεναγμός, …..πέρασε το δηλητήριο, επέζησε το παιδί και με ήρεμη ανάσα, αγγελικά αποκοιμήθηκε ,..κουρνιάζοντας στη αγκαλιά της, στ’ απάνεμο αυτό λιμάνι, που δένουν άφοβα τα χρωματιστά όνειρα,και γεμίζουν οι καρδιές συμπυκνωμένα συναισθήματα, εκεί που ευωδιάζουν αρώματα, από στάχια σιταριού, προζύμι, δάκρυα καί ηλιοκαμένο χώμα.
Στό ηλιόλουστο πρωινό ,μές την απόλυτη σιωπή –όλοι οί άλλοι, μικροί μεγάλοι -αν καί άγρυπνοι, αλλά ήσυχοι πιά- έφυγαν για τα σπαρτά, τ’ αλώνια καί τίς θυμωνιές.- άκουγε η μάνα τούς μουσικούς χτύπους της καρδιάς τού μελαχρινού αγοριού, μέ τα λεπτά χεράκια καί τα πεταχτά αυτιά καί χόρευε από χαρά η ψυχή της, ανάσανε τό παιδί καί μύρωνε με αγίασμα η ύπαρξή της.
Ξύπνησε μετά από ώρες ο μικρός ,αργά το απόγευμα, όταν ο ήλιος πήγαινε να δύσει πέρα απ τήν Ιθάκη καί κάποιες ηλιαχτίδες πέρασαν απ’τό παραθύρι, έλουσαν τα μαλλιά καί χρύσωσαν τό προσωπό του.
Ξύπνησε εκεί ακριβώς πού αποκοιμήθηκε …στη απαλή, ασφαλή, γενναιόδωρη αγκαλιά της μάνας .
Δεν το άφησε το βλαστάρι της ούτε στιγμή, μήτε να πιεί μια σταλαγματιά νερό, ούτε για μια χαψιά ψωμί , μήτε ένα δράμι ύπνο χάρισε στόν ευατό της.
Όταν επιτέλους άνοιξε τά αθώα ματάκια του, ….αντίκρυσε το αξέχαστο συγκλονιστικό , μεθυστικό βλέμμα της μάνας, ….με την μυστική συνταγή τών ανείπωτων συναισθημάτων …με την απεριόριστη αποδοχή, χωρίς όρους ,όρια, συνθήκες, προυποθέσεις, περιορισμούς και επιταγές, χωρίς κριτήρια ομορφιάς,αξίας ή εξυπνάδας ,η απόλυτη αγάπη, το φώς της οικουμένης, η ευτυχία της μόνο και μόνο πού ζεί καί υπάρχει.
Αυτή ήταν η μάνα μου, η καρτερική, συμπονετική, η μεγαλόκαρδη, η μεγαλόψυχη, η γλυκοφιλούσα μάνα,.
πού ολημερίς κόπιαζε καί ίδρωνε να θρέψει τα παιδιά της κι΄ολονυχτίς τούς ύφαινε καί έραβε τα φτερά τους.
Η μάνα με τα δέκα χέρια καί τις πέντε τίς καρδιές, τα τρία παλιοκαιρισμένα φορέματα,
το’να ήταν μαύρο, τ’άλλο καφετί τό τρίτο τόχε γιά καλό κι ειχε χρώμα βαθύ μπλέ θαλλασινό,
ένα άσπρο μαντήλι στα μαλλιά καί τήν λάμψη τ’ουρανού, σε κάθε της ματιά.
Κι΄εγώ είμαι ο γιός της, ο τότε μικρούλης, ο πονεμένος απ τόν σκορπιό, πού εκείνη μ΄ανάστησε καί με μεγάλωσε να σεργιανήσω -με αξιοπρέπεια, τιμή καί σεβασμό - στίς γειτονιές αυτού τού κόσμου.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΥΓ: Η σημερινή χειμωνιάτικη κατάδυση στά σοκάκια της ψυχής με την πυκνή μνήμη, ο εσωτερικός λυγμός, ο κόμπος στό λαιμό, τό αφανέρωτο δάκρυ που μαρτυράει την αλήθεια καί σε δένει μέ τόν αδιάσπαστο ομφάλιο λώρο,που καταργεί το φράγμα τού χρόνου και τού χώρου, ...έρχονται την ίδια μέρα ,πού η μάνα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο της μοίρας της, την ώρα και στιγμή που καταργήθηκαν όλες οι στιγμές της, σώθηκε τό λάδι στό καντήλι καί φυγαδεύτηκε για πάντα στόν αδιανόητο, άγνωστο, αναπάντητο χρόνο.
Στο εσπερινό λιγοστό κιτρινοπό φως τής παγωμένης εκείνης μέρας του Φλεβάρη, μέσα την αραιή ομίχλη του Αχέροντα , όρθιος ο βαρκάρης με την πορφυρένια καλή του φορεσιά, νωχελικά κωπηλατούσε σιγοσφυρίζοντας μελωδικούς ψαλμούς γιά τούς θεούς.,.. λίγοι κορμοράνοι κολυμπούσαν δίπλα στη βάρκα του, λες καί συνόδευαν τό πνεύμα, ...η καμπάνα τής εκκλησιάς ψηλά στή χιονισμένη ράχη του βουνού, ηχούσε λυπητερά αναγγέλλοντας το μακρύ ταξίδι, καί ..στήν όχθη, στήν άκρη τού γλυκού νερού, δίπλα στά πλατάνια, να μοιάζουν με τα γυμνά κλαδιά τους σαν υψωμένα χέρια προσευχής,-στέκονταν, ο παππάς ,- με πετραχήλι, ευαγγέλιο καί θυμιατό-- καί σιμά , τα παιδιά της δακρυσμένα κουνούσαν άσπρα μαντίλια αποχαιρετισμού, υμνούσαν τό μεγαλείο της μάνας καί δοξολογούσαν την άφατη αγάπη της.
Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021
Υπαπαντή: η Ορθόδοξη Γιορτή της Μητέρας
Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020
Η αγρότισσα μάνα της γενιάς μου μέσα από τα Τετράδιά της
Η αγρότισσα μάνα της γενιάς μου μέσα από τα Τετράδιά της
της Ευαγγελίας Μπίτου, φιλολόγου
Κάθε χρόνο στις 15 Οκτωβρίου σπεύδω να βάλω μια παρουσία βαθιάς ευγνωμοσύνης στη μάνα αγρότισσα, που υπήρξε και μάνα μου. Μπορεί για την επίσημη πολιτεία να ήταν η χωριάτισσα, μα για μας τα παιδιά της ήταν η αρχόντισσα της καρδιάς μας. Της χρωστάμε πολλά, όπως άλλωστε όλα τα παιδιά στη μάνα τους.
Αυτή τη φορά, κατά καλή συγκυρία, μπορώ να την παρουσιάσω μέσα από γραπτά της. Διάβασα τελευταία το βιβλίο, Τα τετράδια της μάνας, με υπότιτλο, Αναμνήσεις από την παλιά ζωή στον Πλάτανο Τρικάλων, Μεταγραφή – Σχόλια - Γλωσσάριο – επιμέλεια του Θεόδωρου Νημά - του γνωστού για τη μεγάλη του προσφορά στην πολιτιστική κίνηση των Τρικάλων, για το συγγραφικό και εκπαιδευτικό του έργο - με την παρότρυνση του οποίου η ολιγογράμματη αγρότισσα μάνα του κατέγραψε τις μνήμες της, καταγράφοντας παράλληλα και την εποχή της στην ύπαιθρο.
Το διάβασα και το χάρηκα για την απλότητα, τη φυσικότητα και την αυθεντικότητά του. Είναι όντως αληθινό! Χωρίς πολλές κουβέντες, η Βασιλική Νημά δίνει τη ζωή της με αδρές πινελιές, παρουσιάζοντας παράλληλα και τη ζωή στο χωριό. Η ζωή της είναι αντιπροσωπευτική της αγρότισσας μάνας, γι’ αυτό και αντλώ από το βιβλίο της για τη σημερινή μέρα την αφιερωμένη στην αγρότισσα.
Καταγράφει γεγονότα προσωπικά, των οικείων, αλλά και του χωριού της με τον ίδιο δωρικό τρόπο∙ «Ήρθαν τεχνίτες το φθινόπωρο και φκιάσανε την γέφυρα και την τέλειωσαν το 2005 την άνοιξη. …ήταν και μερικοί που αντιδρούσαν, δήθεν τους έπαιρναν το χωράφι». Παρουσιάζει και τις περιπέτειες της υγείας της, σαν να αφορούν άλλον και θαυμάζεις το κουράγιο, την υπομονή, την πίστη και τη δύναμη της ψυχής της. «Πάλι αξονική τομογραφία και αλλού πάλι, στην μέση πλάκες και μου βρήκαν πολύ χάλια, άλατα πολλά, ήταν σαν μια χεργιά, και με πονούσε η μέση και τα πόδια και δεν είχα καθόλου ασβέστη στα κόκκαλα και ακόμα δεν έγινα καλά». «Φέτος κάνει πολύ κρύο και με πειράζει πολύ, γιατί στη δεξιά μεργιά έχω κύστη και γι’ αυτό έχω πόνο». « Όλο με παυσίπονα τα περνώ. Δόξα νάχη ο Θεός. Άλλα να μην έχωμε, χειρότερα. Τις δουλειές όλες τις κάνω».
Από δουλειά χόρτασε η Βασιλική Νημά, η αγρότισσα μάνα της γενιάς μου γενικότερα. Δεν τη φοβήθηκε όμως! Το καθισιό δεν το ήξερε. Ως το τέλος όλο και κάτι θέλει να κάνει, ακόμη και όταν βρίσκεται σε ανάρρωση∙ «Κάθησα 15 μέρες στην Ελένη. Δεν άφηνε καθόλου να κάνω δουλειά», γράφει με διακριτική ευγνωμοσύνη. Η σκληρότητα της δουλειάς δεν την έκανε σκληρή, μα ούτε η θυσιαστική της προσφορά την έκανε απαιτητική. «Το κουράσαμε κι αυτό», έλεγε με τρυφερότητα για την κόρη της που την περιποιήθηκε.
Σκληρή η ζωή τους∙ «ούτε παπούτσια οι γυναίκες, τα κορίτσια, όλες ξυπόλυτες το καλοκαίρι μέσα στον κορνιαχτό. Μόνο ένα ζευγάρι καλά παπούτσια είχαμε να πάμε στην εκκλησία και σε κάνα γάμο. … και στο θέρο φορούσαμε γουρνοτσάρχα… Οι άντρες φορούσαν χειμώνα καλοκαίρι παπούτσια, γιατί είχαν σκληρές δουλειές …». Αυτό όμως δεν τις εμπόδιζε να χαίρονται τη ζωή. «Εμείς τα κορίτσια γλιντούσαμε. …Κάθε Κυργιακή απόγβεμα έπιζε το βγιολί και χορέβαμε» «όταν ήταν καλός ο καιρός από τον χειμώνα μέχρι το Πάσχα» «… κι όχι όπως τώρα ξαπλωμένοι στα κρεβάτια και βλέπουμε χορούδια και διάφορα τραγούδια στην τηλεόραση». Η καθάρια κριτική ματιά της διακρίνει την αλλοτρίωση∙ θεατές του τραγουδιού και της διασκέδασεως πλέον μέσω της τηλεοράσεως.
Δύσκολα χρόνια. «Τότε όλοι δύσκολα περνούσαμε. Και οι νοικυραίοι πού χαμε σφαχτά, μόνο πού χαμε γάλα και τυρί και σφάζαμε κανένα πρόβατο ή καμία κατσίκα». Είχε τις δυνατότητες να σπουδάσει, αλλά εκείνα τα χρόνια ήταν πολυτέλεια οι σπουδές, και για τα κορίτσια αδιανόητες. Αυτό που στερήθηκε όμως φρόντισε να το χαρεί στα παιδιά της και τα εγγόνια της. Παρακολουθεί και χαίρεται των εγγονών της, Διονυσίας και Βασιλικής, την πρόοδο, που τη νοιώθει δικαιολογημένα και δική της. Κουράσθηκε βέβαια πολύ για τα παιδιά της. Όταν χρειάσθηκε έφθασε κι ως την Κρήτη για το μάζεμα της ελιάς.
Όσοι σπουδάσαμε, σπουδάσαμε με πολύ κόπο και πολύ ιδρώτα των αγροτών γονιών μας. Στερήθηκαν εκείνοι, «για να φύγομε εμείς από τη λάσπη», όπως έλεγαν. Πουθενά όμως η Βασιλική Νημά δεν αφήνει να φανεί παράπονο από τη ζωή της. Πάντα με μια αρχοντιά, με μια αξιοπρέπεια, με μια αισιόδοξη ματιά. Εκπλήσσει ευχάριστα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει καταστάσεις: «Γιατί να πεισμώσω; Να κάνω δυο κόπους, έναν να πεισμώσω κι έναν να ξεπεισμώσω;» Η λαϊκή σοφία εντυπωσιάζει.
Αγαπούσε τη γη που καλλιεργούσε, και χαίρεται που ο Θόδωρός της, αν και διακρίθηκε στον χώρο των γραμμάτων, ασχολείται και με τη γη∙ «Φέτος 2007 το καλοκαίρι φκιάνει και ο Θόδωρος το περιβόλι. Το φύτεψε, το φκιασε περιοχή με συρματούρα, έφκιασε και δεξαμενή για νάχη νερό να ποτίζη, γεια νάχη να φκιάση όπως ονειρέβεται»
Περιγράφει, φωτογραφίζει γεγονότα, όπως την πλημμύρα του 1965, με παραστατικότητα∙ «Τότε ήρθε το νερό στην αβλή από την κατιβασιά, μας πήρε τιπόζιτα, γαλίκες, καζάνια, ό,τι ήταν στην αβλή και τα βρήκαμε κάτω στις Τσιαγάνες την άλλη μέρα. …Εγώ αν έπεφτε η μάντρα, όταν πέρασα, θα είχα πνιγή. Περιπέτεια». Όλα της τα αισθήματα χώρεσαν στη λέξη περιπέτεια.
Παρακολουθεί όμως και την επικαιρότητα από την τηλεόραση και την καταγράφει με τη δική της ευαίσθητη ματιά: «Θα αρχίσω για τις πυρκαγιές, γεγονός μεγάλο. Πρώτα πήρε η Πάρνηθα από τον Ιούνιο – Ιούλιο. Μετά τον Αύγουστο, τότε άρχισε στην Πελοπόννησο και στην Εύβοια, Αρκαδία, Ηλείας Πύργο. 10 φωτιές έσβηναν, 50 άναβαν… Οι πυροσβέστες, χωργιανοί, στρατός ήταν στις μάχες. Αεροπλάνα, λικόπτερα, αλλά άναβε το κακό… Μετά ήρθαν από ξένα κράτη πυροσβέστες… Μεγάλος θρήνος. … ένας μια μέρα έκανε κηδεία επτά άτομα… τι παρηγοριά να κάνη! Μια μάνα ένα παιδί πυροσβέστη είχε και κάηκε επάνω στα καθήκοντά του. Όλοι τα ακούγαμε και κλαίγαμε για το κακό που τους βρήκε… Το νοικοκυριό μπορεί να γίνει, οι άνθρωποι δεν γίνονται… Να μην ξανασυμβή τέτοιο κακό». Εκπλήσσει με την ευαισθησία της και την καθαρή και δυνατή της μνήμη, καθώς καταγράφει προσφορές, πολλούς αριθμούς, προς τους πληγέντες.
Έντονες οι μνήμες από το ΄40, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Αξίζει ο ιστορικός να ακούσει και τη φωνή των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, τη φωνή της ζώσας ιστορίας. Και για την πολιτική κατάσταση ενδιαφέρεται και έχει άποψη. «Κάνας να μην κρατάη έχθρα που ψηφίζει καθένας, όπως νομίζει, που έχει συμφέρον. Δεν μου αρέσει να μαλώνουν». Η δημοκρατική αντίληψη εν τη πράξει.
Όσοι ζήσαμε αυτή τη μάνα της αγροτιάς, της σκληρής δουλειάς, των στερήσεων, μα και της χαράς, διαβάζομε το βιβλίο με συγκίνηση, γιατί ζωντανεύει τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια. Στον κόπο της και τη θυσία της χρωστάμε τη μόρφωσή μας. Τους είμαστε ευγνώμονες, γιατί μας δίδαξαν με το παράδειγμά τους ότι τη ζωή την κερδίζει όποιος δεν την φοβάται και την κοιτάει κατάματα, και να μην τα περιμένομε από τους άλλους έτοιμα.
Το ωραίο είναι πως η Βασιλική Νημά άκουσε τον γιο της, κατέγραψε τη ζωή όπως την έζησε και παρέδωσε μια εποχή, που σχεδόν πέρασε, σε αυτούς που ακολουθούν. Η ίδια έζησε στο μεταίχμιο της εποχής που όλα γίνονταν με το χέρι και της εποχής που η μηχανή εισέβαλε ορμητικά παντού και η ζωή άλλαξε ραγδαία. Γι’ αυτό και τα Τετράδιά της είναι πολύτιμα για τις πληροφορίες τους.
Στην αγρότισσα μάνα βαθιά η ευγνωμοσύνη μας, και στον Θεόδωρο Νημά από καρδιάς ευχαριστίες για τη δημοσίευση των Τετραδίων της Μάνας, που πλουτίζουν την πολιτιστική παράδοση της περιοχής μας και φωτίζουν το πρόσωπο των ανθρώπων της υπαίθρου.
Τρίτη 23 Ιουνίου 2020
Η ΜΗΤΈΡΑ ΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ.

site analysis
Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;»
http://www.immorfou.org.cy/metropolitan/speeches/976-epik-milia-neof.html
Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων. Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο; Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει· «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!» Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε!
Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019
Η ΜΑΝΑ

site analysis
Αν θες να μάθεις,τι είναι αγάπη,ρώτα μιας μάνας την αγκαλιά που'ναι γεμάτη από χρυσάφι ,χαράς και πόνου γλυκά φιλιά.
Αν θες να μάθεις,τι είναι αγάπη,δες την ματιά της όταν κοιτά το κάθε ένα από τα παιδιά της ,χωρίς να βγάζει λέξη,μιλιά.!
Μιλούν τα μάτια,μιλά η ψυχή της,μιλά ο κόπος που'ναι πολύς,αυτόν που περνάει για όποιο παιδί της,ώ ηρωίδα υπομονής.
Πως να μετρήσεις το μέγεθος της,συναισθημάτων θεία πηγή, πως να ζυγίσεις κάθε όνειρό της για το δικό της γλυκό παιδί;
Πως ν'αποδώσεις αυτό το χάδι ,που δίνει εκείνη το στοργικό,αυτό που διώχνει κάθε σκοτάδι,ευλογίας χέρι τόσο απαλό.!
Πως να εκτιμήσεις αυτό το δάκρυ,απ'αγωνία όταν κυλα,
τη γη ολόκληρη απ'άκρη σ'άκρη,θα τρέξει η μάνα όταν πονά.
Κι άν έχει ένα ή αν έχει δύο,ο ίδιος πόνος κι η θαλπωρή,
που εκείνη δίνει απο την καρδιά της,άπειρη αγάπη, πώς μπορεί;
Και τι να πούμε γι'αυτή τη μάνα,που ευλογήθηκε κι έχει πολλά Θεού διαμάντια,μοιάζει με σκάλα,που αυτή ανέβηκε πολύ ψηλά.
Θεός τη βλέπει και τη φροντίζει γιατί επάνω της πατούν πολλά,έννοιες,σκοτούρες,μοίρας παιχνίδια,μα όμως κι άπειρα θεία καλά.
Βοηθός της έγινε του δημιουργού της,του θείου Πλάστη που την καλεί σταυρούς να πάρει στην άγια πλάτη ,να τους σηκώσει όλους μπορεί !Τι ανεκτίμητος ο θησαυρός σου,να το πληρώσει ποιος το μπορεί,μάνα το γάλα το μητρικό σου,αυτό που έθρεψες κάθε παιδί;
Την δύναμη έχει μια μόνο μάνα,να θρέψει χίλια πόλλα παιδιά, μόνη να οργώνει βουνά και βράχια,μόνη να θρέψει μια φαμελιά.
Όλα η μάνα τα καταλαβαίνει,το ένστικτο το θεικό,
νικά εμπόδια,το προλαβαίνει ,είναι ασπίδα και φυλακτό.
Γόνυ καρδίας κλείνουμε όλοι στης κάθε μάνας την αγκαλιά,μα στης πολύτεκνης στέλνουν αγγέλοι ,ουρανού στεφάνια,Θεού φιλιά !
Μαίρη Δήμου
Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019
Ρώτησαν μια μητέρα

site analysis

Ρώτησαν μια μητέρα
Ποιο παιδί σου αγαπάς περισσότερο;;
Κι απάντησε ..
Το άρρωστο μέχρι να γίνει καλά,
το ξενιτεμένο μέχρι να γυρίσει πίσω,
το μικρότερο μέχρι να μεγαλώσει..
Και ΟΛΑ μέχρι να πεθάνω
Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019
Η ΜΑΝΑ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΤΕ Ο «ΓΟΝΕΑΣ 2»!

site analysis