Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Η κυρία Αθηνά (μια αληθινή ιστορία)


Η μακαριστή Ομολογήτρια και Διδασκάλισα του Γένους Αθηνά Αγγελοπούλου (+1990)

Εκείνο το πρωινό έφθασαν οι εργάτες έξω από την εκκλησία και ετοίμασαν τις σκάλες. Η διαταγή από τον σύντροφο Εμβέρ Χότζα ήταν σαφέστατη. Μιας και επισήμως κάθε θρησκεία εξοβελιζόταν από το κράτος της Αλβανίας, οι ναοί δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Κάθε εκκλησία μπορούσε να μετατραπεί σε κάτι "χρήσιμο": κινηματογράφο, τυροκομείο, στάβλο, ελαιοτριβείο.

Η Άκρα Ταπείνωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αλβανία 
(λεπτομέρεια τοιχογραφίας από τον Ι.Ν. Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στο Βούνο [ή Βουνό] - χωριό πλησίον των Δρυμμάδων - ο οποίος μετατράπηκε σε αποθήκη - Αρχείο Νικολάου Μάννη)

Οτιδήποτε δηλαδή εξυπηρετούσε τον άνθρωπο, του οποίου τον ορισμό είχε δώσει ο ...μέγας φιλόσοφος σύντροφος Εμβέρ: "Άνθρωπος είναι το ζώο, που μπορεί να κατασκευάζει εργαλεία".
Οι εργάτες ανέβηκαν στις σκαλωσιές και άρχισαν να βγάζουν ένα ένα τα κεραμίδια των Αγίων Θεοδώρων. Τα πέταγαν κάτω, στο μικρό προαύλιο. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια στίβα από αυτά, τα περισσότερα σπασμένα από το πέταγμα. Το μεσημέρι οι εργάτες είχαν τελειώσει. Καταϊδρωμένοι, κατέβηκαν από τις σκάλες και μάζεψαν τα εργαλεία τους. Θα ερχόντουσαν ξανά αύριο, να τελειώσουν το γκρέμισμα.
***
Σε ένα μικρό δωματιάκι, ένα επί δύο, το οποίο βρισκόταν κολλητά στο ιερό του ναού, ζούσε η κυρία Αθηνά Αγγελοπούλου, γεννηθείσα το 1900 περίπου στην Κέρκυρα. 
Η κυρία Αθηνά είχε διατελέσει δασκάλα στο ελληνικό σχολείο των Δρυμάδων και πλέον εργαζόταν στο νοσοκομείο Αυλώνας. Ήταν ουσιαστικά ο φύλακας-άγγελος της εκκλησίας και στο δωμάτιό της φύλαγε την μεγάλη εικόνα των Αγίων Θεοδώρων, ενώπιον της οποίας φώτιζε ακοίμητο το καντηλάκι. 
Παρά την απόφαση για μετατροπή του ναού των Αγίων Θεοδώρων σε πυροσβεστικό σταθμό, εκείνη δεν ήθελε να φύγει από το δωματιάκι (και πού αλλού να πάει), ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Και το θαύμα έγινε...
Την επόμενη ημέρα, όταν οι εργάτες ήλθαν να συνεχίσουν το έργο τους, βρήκαν τα κεραμίδια πίσω στη θέση τους, στην στέγη, ακέραια και κολλημένα. Και μη σκεφτεί κανείς ότι μπορούσε η κυρία Αθηνά, να ανέβει, μέσα σε ένα βράδυ, στη στέγη και να ξανατοποθετήσει στη θέση τους τα εκατοντάδες σπασμένα κεραμίδια, που χρειάστηκαν τόσοι άνδρες όλη την ημέρα για να τα ξεκολλήσουν! Ολοφάνερα επρόκειτο για θαύμα.
Επειδή όμως ο νους του ανθρώπου που βρίσκεται μακριά από τον Θεό είναι επιρρεπής στο να εφευρίσκει δικαιολογίες, κάποια από αυτές σίγουρα βρέθηκε για να δικαιολογήσει το απίστευτο αυτό γεγονός. Οι εργάτες επανέλαβαν ακριβώς ό,τι και την προηγούμενη ημέρα. Έλα όμως που το επόμενο πρωί τα κεραμίδια ήταν πάλι στη θέση τους!
Όταν και την τρίτη ημέρα επαναλήφθηκε το σημείο, ο ναός απλά σφραγίστηκε, για να μη μπαίνει κόσμος μέσα και προσεύχεται, οι εργάτες έφυγαν και ο πυροσβεστικός σταθμός έγινε σε άλλο σημείο...

Ο Ιερός Ναός Αγίων Θεοδώρων στην Αυλώνα Αλβανίας.
***
Η κυρία Αθηνά δεν ήταν παντρεμένη και έζησε εν παρθενία όλη της την ζωή. Την επισκέπτονταν πολλοί χριστιανοί της περιοχής, με χίλιες προφυλάξεις, και ζητούσαν τις συμβουλές της, αλλά και τις προσευχές της (μαρτυρούνται και αρκετά θαύματα). Καθόταν ολομόναχη στο δωματιάκι της, μπροστά στο καντηλάκι της και ολημερίς προσευχόταν. Ιερέας δεν υπήρχε. 
Μια μέρα, ήρθε κάποια κυρία που δούλευε σε ένα ελαιοτριβείο και της έφερε ένα μπουκάλι λάδι, για να ανάβει το καντήλι. Με το λάδι όμως αυτό, αν και φαινόταν γνήσιο και καλό, το καντήλι δεν άναβε! Όταν η γυναίκα αυτή ξανάρθε η κυρία Αθηνά της είπε: "Το λάδι που μου είχες φέρει, το αγόρασες ή το έκλεψες;". Η γυναίκα κατέβασε το κεφάλι: "Πώς το κατάλαβες;", ψέλλισε.   
Η κυρία Αθηνά έζησε δεκάδες χρόνια χωρίς εκκλησιασμό, αλλά σε όλους έλεγε ότι θα ανοίξουν ξανά οι εκκλησίες, χωρίς φυσικά να γίνεται πιστευτή. 
***
Στα ογδόντα πέντε της χρόνια περίπου της συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός. Κουρασμένη όπως καθόταν στο μικρό ντιβανάκι της, άκουσε βηματισμούς αλόγων από έξω. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και εμφανίστηκε ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο πλέον αγαπητός άγιος των Βορειοηπειρωτών. 
- Τί θέλεις, Άγιέ μου, του είπε η κυρία Αθηνά με φυσική απλότητα.
- Ήρθα να σε πάρω, της απάντησε ο Άγιος χαμογελώντας.
- Σε παρακαλώ άφησε με λίγο ακόμη.
- Εντάξει, της είπε ο Άγιος, θα σε αφήσω, αλλά θα σου δείξω που θα σε πάω όταν ξανάρθω.
Και της εμφάνισε σαν εικόνα ένα υπέροχο παλάτι μέσα στην θάλασσα...
Βγαίνοντας ο Άγιος Σπυρίδωνας από το δωμάτιό της, η κυρία Αθηνά πλησίασε στο μικρό παραθυράκι και είδε τα άλογα να υψώνονται στον αέρα! 
Η κυρία Αθηνά βγήκε έξω, όπου υπήρχαν μάλιστα αρκετοί περαστικοί (που δεν έβλεπαν φυσικά τίποτα), σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και είδε τον Άγιο και τα άλογα, που κάλπαζαν προς τον ουρανό, να περνούν μέσα από μία ουράνια πύλη, η οποία έκλεισε πίσω τους...
Η κυρία Αθηνά κοιμήθηκε το 1990, αφού πρόλαβε και είδε στην Αλβανία το άνοιγμα των εκκλησιών, που είχε προείπει. 
Ο Θεός να την αναπαύσει και να είναι αιωνία της η μνήμη!

(Βασισμένο σε μαρτυρίες Ορθοδόξων της Αυλώνας)

Νικόλαος Μάννης

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Η Κυρά-Βασιλικούλα



Η Κυρά-Βασιλικούλα
Ένα άλλο θαυμαστό πρότυπο υπομονής είναι η κυρά- Βασιλικούλα, που ήρθε στο Μοναστήρι, προσκυνήτρια της Παναγιάς.
Μικροσκοπική, αποστεωμένη, σκεβρωμένη, θαρρείς σαν τα παλιά σκαριά τα θαλασσοδαρμένα,
αλλά ανίκητα απ’ τον χρόνο και την ταλαιπωρία, έμοιαζε η γριούλα που ήρθε να λειτουργηθεί
την Κυριακή των Μυροφόρων στο μοναστήρι.
Τα μάτια της μισοσβησμένα από τον “καταρράκτη” , φαίνονταν να διαθέτουν μία άλλη όραση, πιο οξεία και μακρινή.
Μετά την θεία Λειτουργία άνοιξε την ψυχή της και βγήκαν οι θησαυροί της καρδιάς της.
-“Έζησα, είπε, ένα μαρτύριο στη ζωή μου, αλλά ευχαριστώ τον Κύριο!
Ήμουν ορφανή και με πάντρεψε ένας θείος μου και μου ‘δωσε έναν Γολγοθά! Μια ζωή ξύλο και καταφρόνια.
Έκανα αυτό το παιδί, ανάπηρο στο μυαλό –είπε κι έδειξε καθισμένον σε μια καρέκλα πιο πέρα
έναν ανάπηρο πνευματικά με άσπρα μαλλιά.
Αυτός είναι ο γιος μου. Προσευχηθείτε γι’ αυτόν. Αυτός θα με τραβήξει πάνω, στην Βασιλεία του Θεού” !

Κάποια μοναχή την ρώτησε:
– Τί να κάνουμε για να σωθούμε, να κερδίσουμε την Βασιλεία του Θεού, γιαγιά;
– Στην έρημο, παιδί μου!
– Ποια είναι η έρημος, γιαγιά;
– Να βλέπεις και να μη βλέπεις, να ακούς και να μην ακούς, και να σιωπάς!
Την Βασιλεία του Χριστού μην χάσουμε, την Βασιλεία Του.
Να μας τραβήξει επάνω να σωθούμε!…

ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σε ηλικία 92 ετών, η Ευδοκία Σουχάνοβα έκανε προσκύνημα με τα πόδια στην Ιερουσαλήμ.



Σε ηλικία 92 ετών, η Ευδοκία Σουχάνοβα (Αξιότιμη Μητέρα Ζωσιμά) έκανε προσκύνημα με τα πόδια στην Ιερουσαλήμ.

 Μια αγία γυναίκα με εκπληκτική μοίρα!

 Γεννήθηκε και πέθανε την ίδια μέρα - 1 Μαρτίου, πέρασαν μόνο 115 χρόνια από το έτος γέννησής της (1820) και το έτος της αναχώρησής της στην Αιωνιότητα από αυτή τη γη (1935).

 115 χρόνια γεμάτα φως και χαρά, αλλά και πολλές κακουχίες, διωγμούς, ακολουθούμενες από ιερή παρηγοριά.  Αλλά μέχρι το θάνατό της, η Ζωσιμά πάντα βοηθούσε τους ανθρώπους με αγάπη και ανιδιοτέλεια.

 Ο σύζυγός της πέθανε κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου, επέζησε και του γιου της και σε ηλικία 72 ετών η Evdokia Sukhanova πήρε μοναχικούς όρκους στο μοναστήρι Pokrovo-Ennatsky!  Σκεφτείτε το, σε ηλικία 72 ετών, όταν οι περισσότεροι από εμάς νομίζουμε ότι έχουμε ήδη ζήσει τη ζωή μας... Δεν είναι αυτό ένα συγκεκριμένο παράδειγμα ότι δεν υπάρχουν βιολογικά όρια ηλικίας καθώς η ψυχή αναζητά το φως της, τη ζωή της και Σωτηρία?
 Αργότερα παίρνει το μοναστικό σχήμα του Μεγάλου Σχήματος με το όνομα Ζωσιμά.

 Μέσω των προσευχών της, υπάρχει μια ιαματική πηγή όχι μακριά από το μοναστήρι και αργότερα οργανώθηκε ένα ασκητήριο με ένα παρεκκλήσι στο όνομα της Αγίας Τριάδας.

 Κατά τη διάρκεια του διωγμού της Εκκλησίας, το μοναστήρι έκλεισε και οι αγρότες έκρυψαν τον Matushka Zosima.  Σε ένα ιερό φέρετρο κυπαρισσιού που έφεραν από την Ιερουσαλήμ, κοιμόταν στη μια ή στην άλλη καλύβα και μέσα σε αυτό ουσιαστικά τη μετέφεραν από χωριό σε χωριό, όταν έπρεπε να «κρυφτεί» η γριά.

 Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων αποκαλύφθηκαν στη Ζωσιμά.  Είχε επίσης ένα ισχυρό χάρισμα θεραπείας, οι άνθρωποι συνέχιζαν να έρχονται σε αυτήν.
 Την έθαψαν στο χωριό της, Sentsovka, στην περιοχή Orenburg.

 Στις 11 Ιουνίου 2006, η Ζωσιμά ανακηρύχθηκε άγιος ως Σεβάσμια Ζωσιμά της Αννάτσκαγια.
 
 «Θα μείνω μαζί σου για πάντα, δεν θα σε αφήσω ποτέ», είπε η Μητέρα Ζωσιμά, σε όσους ήρθαν κοντά της για προβλήματα ή πόνο και οι άνθρωποι εξακολουθούν να θεραπεύονται στον τάφο της.

 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:

 Εδώ, λοιπόν, δεν υπάρχουν όρια ηλικίας, χρόνου, χώρου ή κοινωνικής συνθήκης, για όσους Τον αγαπούν ειλικρινά και αναζητούν τον Θεό με όλη τους την καρδιά!  ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΘΕΜΑ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ, ΑΓΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΘΕΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΝΗΣ ΝΑ ΤΟ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ ΤΟΤΕ, ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ!
 Όπως λέει και η παροιμία: "ΔΩΣΕ ΘΕΛΗΣΗ, ΠΑΡΕ ΕΞΟΥΣΙΑ..."
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

Φωτεινή Λεομπίλλα: Από τοξικομανής στην Ομόνοια, καθηγήτρια στην Ιατρική σχολή Αθηνών...




Ήταν εθισμένη στα ναρκωτικά για 18 ολόκληρα χρόνια. Για 11 χρόνια δε μιλούσε με τα παιδιά της και κατέληξε στη φυλακή. Στα 37 της άλλαξε τη ζωή της και σήμερα διδάσκει στην ιατρική σχολή.

Στα 58 της η Φωτεινή Λεομπίλλα έχει αλλάξει πλήρως τη ζωή της.

«Τα ναρκωτικά μού έκλεψαν 18 χρόνια. Αναζητούσα φροντίδα και επειδή δεν την είχα, προσπάθησα να τη βρω με λάθος τρόπο. Παντρεύτηκα έναν άντρα που ήταν επίσης εθισμένος και απέκτησα δύο παιδιά, χωρίς να μπορέσω να απεξαρτοποιηθώ. Πίστεψα ότι η μητρότητα θα άλλαζε την κατάστασή μου. Ήταν εγωιστικό, γιατί όταν δεν αγαπάς τον εαυτό σου δε σε βοηθάει ούτε ο ερχομός ενός παιδιού».

Μετά από χρόνια χρήσης, η Φωτεινή συνελήφθη και κατέληξε στη φυλακή. Εκεί άλλαξε η ζωή της.

«Δεν είχα επαφή με τα παιδιά μου για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Γιόρταζα τα γενέθλιά τους μόνη μου αλλά ήταν λογικό. Απεξαρτοποιήθηκα και στα 37 μου αποφάσισα να δώσω πανελλήνιες. Λίγα χρόνια μετά διάβαζα τον όρκο στο πανεπιστήμιο. Το πιο σημαντικό για μένα ήταν ότι στην αποφοίτησή μου βρισκόταν η κόρη μου. Βρέθηκα ξανά με τα παιδιά μου όταν θεώρησα ότι η μητέρα τους μπορεί να εμφανιστεί μπροστά τους».

«Κανείς δε θα μπορούσε να πιστέψει ότι ένα πλάσμα που το ’97 κοιμόταν στην Ομόνοια, θα ήταν σήμερα χρήσιμο στην κοινωνία», καταλήγει.

Για 11 χρόνια δε μιλούσε με τα παιδιά της και κατέληξε στη φυλακή. Στα 37 της άλλαξε τη ζωή της και σήμερα μεταξύ άλλων έφτασε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Στα 58 της η Φωτεινή Λεομπίλλα έχει αλλάξει πλήρως τη ζωή της, όπως εξομολογήθηκε την Τετάρτη (9/2) στην κάμερα της εκπομπής «Ελένη», με παρουσιάστρια την Ελένη Μενεγάκη.   

                  

Η Φωτεινή συνελήφθη για διακίνηση και κατέληξε στη φυλακή του Κορυδαλλού για 11 μήνες. 

Εκεί απεξαρτοποιήθηκε και άλλαξε τη ζωή της.

«Μέσα στη φυλακή έμαθα ότι ο σύζυγός μου κατέληξε από υπερβολική δόση. Δεν είχα επαφή με τα παιδιά μου για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Γιόρταζα τα γενέθλιά τους και τις γιορτές μόνη μου. Υπήρχε η αρνητική στάση από τα πεθερικά μου, δεν μου είχαν εμπιστοσύνη, αλλά ήταν λογικό. Απεξαρτοποιήθηκα και στα 37 μου αποφάσισα να δώσω πανελλήνιες. Πέρασα στην Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από εκεί και μετά ήταν σαν μονόδρομος, το πτυχίο έφερε τις εξετάσεις για το μεταπτυχιακό. Λίγα χρόνια μετά διάβαζα τον όρκο στο πανεπιστήμιο. Το πιο σημαντικό για μένα ήταν ότι στην αποφοίτησή μου βρισκόταν η κόρη μου. Βρέθηκα ξανά με τα παιδιά μου από το 2008 και μετά όταν θεώρησα ότι η μητέρα τους μπορεί να εμφανιστεί μπροστά τους».

Σήμερα στα 58 της είναι μεταξύ άλλων σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων για θέματα ναρκωτικών, αντιπρόεδρος του ΚΕΘΕΑ και έφτασε στο σημείο να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Κανείς δε θα μπορούσε να πιστέψει ότι ένα πλάσμα που το ’97 κοιμόταν στην Ομόνοια, μέσα σε χαρτόκουτα, θα ήταν σήμερα χρήσιμο στην κοινωνία», καταλήγει.


Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Εις μνήμην της κάθε Μάρθας...


 |ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ (καύση άψυχων σωμάτων) - ΝΩΝΤΑΣ ΣΚΟΠΕΤΕΑΣ

...Δεν το΄ χασε το σπλάχνο της η μάνα που του μιλά στο Κοιμητήρι!
Δεν χάνεται ο άνθρωπος!
Δεν είναι κουμπί, δεν είναι αντικείμενο για να απολεσθεί!
Δεν εξαλείφεται η ύπαρξή του, είναι αιώνιος και ζων...

Πρωινό Αυγουστιάτικο κάτω απ τον Ταΰγετο.
Στα τελειώματά του το καλοκαίρι .
Ατμόσφαιρα καθάρια!
Η ματιά σου, ανεμπόδιστη φτάνει ως την άκρη του γαλάζιου.
Οξυγόνο αμόλυντο ξεχείλιζε στα στήθη, σαν ανεβαίναμε με τον Γιώργη το ανηφορικό πετρωτό καλντερίμι.
Αφήσαμε τα γυναικόπαιδα να κοιμούνται και μόλις αχνοβασίλεψε ο ηλιάτορας πίσω απ την πυραμίδα του πενταδάχτυλου, πήραμε τον δρόμο για τα ελατόφυτα ψηλώματα που ακουμπάνε ουρανό.
Λίγο νερό σ ένα παγουράκι και ένα μαγκούρι κομμένο από δασύσκιωτη μουριά να στηρίζει στο δυσκόλεμα και στα αγκαθωτά περάσματα.
Η θάλασσα στο πέρα κάτω, προβάλλει σαν υφάδι απαλό στρωμένο γύρω από την πέτρα και την ελιά, την ευλογημένη μάνα-γη των Μανιατών.
Πως πέρασε έτσι άλαλα τόση ώρα!
Γεμάτη από αναρίθμητες λέξεις η σιωπή.
Κελαηδιστές του ουρανού μέσα σε δροσοστάλαχτες φυλλωσιές, φτέρες και περήφανα αειθαλή , προσθέτουν κι άλλες δοξολογίες, σ αυτές που ήδη η ψυχή μας ήδη αναπέμπει.
Στο κατέβασμα, τολμάμε να αρθρώσουμε λίγες λέξεις και να νοθεύσουμε για ελάχιστα τους ήχους του Θεού.
- Κουράστηκα αδελφέ μου! Ας ξαποστάσουμε λίγο!
Εκείνη τη στιγμή περνάγαμε μπροστά απ το Κοιμητήρι των Πριπιτσίων.
-Να, ας μπούμε εδώ να πάρουμε μια ανάσα! Θυμήθηκα τότε ξαφνικά έναν Αγιορείτη σοφό Γέροντα, τον Προφητηλιάτη π.Ιωακείμ, που έχει τοποθετήσει πάνω απ το Κοιμητήρι και το οστεοφυλάκιο της Σκήτης του, μιαν επιγραφή: Φιλοσοφική Σχολή!
-Ας μπούμε λοιπόν να φοιτήσουμε! είπα στον Γιώργη που στιγμιαία απόρησε …
-Στη Φιλοσοφική σχολή…του είπα και μπήκε αμέσως στο νόημα !
- Τέσσερις έχουμε εδώ στο Ξεχώρι!
Κάθε μια σπουδαία…έχει βγάλει αρκετούς τελειόφοιτους και έχει προβιβάσει και κάποιους για ανώτατες σπουδές …αιώνιες , στο Πανεπιστήμιο του Παραδείσου!
Κάποιος είπε, πως η ζωή αυτή η πρόσκαιρη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας διαρκής αγώνας να απομακρύνουμε συνεχώς το ρ από το άγριο και να το μεταστρέφουμε σε άγιο!
Το τόσο φιλεπίστροφο αυτό γράμμα!
Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή της εισόδου μας , πως αγώνα πρέπει να κάνουμε για να απομακρύνουμε και το β αυτού του κόσμου του μάταιου και σκοτασμένου από το μακάβριο και να το κάνουμε μακάριο!
Γιατί μόνο μακάριος, χαρούμενος αληθινά και με ελπίδα Ζωής αιωνίου μπορεί να εξέλθει κανείς από μια…Φιλοσοφική σχολή!
Φωτογραφίες και μηνύματα χαραγμένα πάνω στο μάρμαρο στην πέτρα και στο ξύλο!
Άλλα φανερά και άλλα μυστικά:
Προσδοκώ Ανάσταση νεκρών!
Να πεθάνεις πριν πεθάνεις για να μην πεθάνεις όταν πεθάνεις!
Κύριε εδοκίμασάς με και έγνως με.
Μη συναπολέσεις ταις αμαρτίαις μου!
Ζωής ο Κυριεύων και του Θανάτου, μνήσθητι Κύριε του δούλου Σου!
Τόσες σκέψεις , τόσα μηνύματα , τόση ελπίδα να φωλιάσει μέσα σου!
Δάκρυα ποτισμένο κάθε προσκεφάλι προς την Ανατολή με ένα Σταυρό ακουμπισμένο πάνω του.
Δάκρυα προσδοκίας και καρτερίας, όχι απελπισιάς!
Δάκρυα προσμονής για το μεγάλο αντάμωμα!
Κι όμως, κάποιοι έχουν βαλθεί αυτές τις φιλοσοφικές σχολές να τις εξαλείψουν!
Να αφαιρέσουν την ελπίδα απ΄ τις ψυχές μας , την βεβαία του αιωνίου.
Να επαναφέρουν το αταίριαστο β μέσα στο μακάριο, να μονιμοποιήσουν και νομιμοποιήσουν ανίερα το μακάβριο…
Όλοι αυτοί μανιωδώς και δαιμονιωδώς, προσπαθούν σήμερα να επιβάλλουν την καύση των σωμάτων μετά τον αποχωρισμό τους από την αθάνατη ψυχή.
Δεν έχουν αντικρίσει ποτέ τους όλοι αυτοί άφθαρτο σκήνωμα!
Στου Ιονίου τα νησιά, στης Αγίας γης τα σεβάσματα , στου Σαν Φραντσίσκο και στου Σβιρ τα αγιομέρια!
Μα κι όταν τα είδαν τα χλεύασαν απαίσια!
Δεν έχουν δει ποτέ τους όλοι αυτοί και δεν έχουν αγγίξει τα χείλη τους, Ιερά λείψανα μυροβλύζοντα αρρήτως, στα μέρη του Άθωνα, στα Μετέωρα και σε κάθε γωνιά της Ορθοδοξίας, με θερμοκρασία σώματος, που άλλοι νιώθουν κι άλλοι, ακριβώς σιμά τους, δεν αντιλαμβάνονται το παραμικρό, πιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο το υπέρλογο, την διαρκή παρουσία του Θεού μέσα από τους Αγίους Του, τα θαύματα και τα θαυμάσια Του.
Δεν έχουν δει ανίατες ασθένειες να θεραπεύονται αυτοστιγμεί, στο πρώτο σταύρωμα πάνω στο νοσούν μέρος του σώματος!
Δεν έχουν θωρήσει και μανάδες να μιλούν γλυκά με τα κεκοιμημένα σπλάχνα τους , με μια χαρμολυπημένη απαντοχή, σε μια ολοζώντανη σχέση κοινωνίας και αληθινής Ζωής μακάριας και όχι μακάβριας!
Δεν το΄ χασε το σπλάχνο της η μάνα που του μιλά στο Κοιμητήρι!
Δεν χάνεται ο άνθρωπος!
Δεν είναι κουμπί, δεν είναι αντικείμενο για να απολεσθεί!
Δεν εξαλείφεται η ύπαρξή του, είναι αιώνιος και ζων!
Καρτερεύει την Ζωή του μέλλοντος αιώνος!
Κι αν τον κάψουμε δεν τον εξαφανίζουμε .
Ας ακούσουμε κάποτε επιτέλους την προφητεία του Ιεζεκιήλ την Μεγάλη Παρασκευή τη νύχτα, μετά την περιφορά του Επιταφίου.
Το παραμικρό απειροελάχιστο ίχνος μορίου που ταξιδεύει αιώνες τώρα στον αέρα, θα λάβει ξανά σάρκα, οστά και νεύρα!
Μιλάει ο Θεός εκείνο το βράδυ!
Και υπόσχεται και βεβαιώνει!
Στις μέρες μας γίνεται λόγος μόνο για τα δικαιώματα των ανθρώπων!
Για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση , στον αυτοπροσδιορισμό, στον προσανατολισμό…
Καμιά έστω αναφορά στου Θεού τα δικαιώματα!
Δίδαξόν με τα δικαιώματά Σου!
Λέμε και επαναλαμβάνουμε από συνήθεια μόνο!
Να λοιπόν, μια άλλη παράμετρος που ελάχιστοι λαμβάνουν υπόψη:
Ο άνθρωπός μας για παράδειγμα, είχε εκδηλώσει την επιθυμία να αποτεφρωθεί μετά τον θάνατό του.
Και εμείς που γνωρίζουμε και πιστεύουμε και δεν έχουμε υποτίθεται πλανηθεί από τις ολέθριες μεθοδείες του μισόκαλου, σπεύδουμε να σεβαστούμε την επιθυμία του άρτι κοιμηθέντος ανθρώπου μας!
Και στέλνουμε το άψυχο σώμα του στην αρνησίθεη κάμινο!
Εμείς που γνωρίζουμε και διαλαλούμε πως πιστεύουμε στης πίστης μας τα σωτήρια δόγματα και στην πανσέβαστη ιερά μας παράδοση!
Τώρα που η ψυχή του ταξιδεύει, έχοντας πλέον πλήρη γνώση του ορατού και αοράτου κόσμου , με αγωνία μας φωνάζει :
- Μην σεβαστείτε την τελευταία μου επιθυμία! Μην με κάψετε αδελφοί μου, σας εκλιπαρώ!
Ακούστε με!
Ακούστε την κλαίουσα ψυχή μου!
Βάλτε με και εμένα σ ένα μνημούρι, σε τάφο ταπεινό με καντηλάκι ακοίμητο να παρακαλεί το έλεος του Κυρίου!
Μην με κάψετε!
Σας ικετεύω!
Υπάρχουν δόξα τω Θεώ κάποιοι που δεν σέβονται την τελευταία επιθυμία του δικού τους ανθρώπου!
Και εκείνος από ψηλά τους ευχαριστεί!
Και αναπαύεται η ψυχούλα του!
Και καίει το φιτίλι της ελπίδας στην Φιλοσοφική σχολή, όπου πλέον και εκείνος διδάσκει… Στη μακαρία σχολή της προσμονής και της Ελπίδας!

Νώντας Σκοπετέας
Απόσπασμα από το βιβλίο:
"Πόσα χωράνε σε ένα Αμήν;"
(εκδ.Πρόμαχος Ορθοδοξίας 2019)
και από ομότιτλη εκπομπή, όπως οπτικοποιήθηκε από την αδελφή μας και συνεργάτιδα Στεφανία Στ.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

ΤΑ ΔΎΟ ΚΑΝΤΗΛΑΚΙΑ..

Ὅ,τι κι ἄν ἔκανε μια μάνα γιά τό παιδί της αὐτό πήγαινε στά χαμένα. Ὅσες προσπάθειες κι ἄν ἔκανε νά τό φέρει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἤτανε ἄκαρπες. Ἄσπρο ἡ μάνα, μαῦρο ὁ γιός.
Κι ὅσο ἔβλεπε νά βγαίνουν ἀπ’ τά χέρια της, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, παιδιά ὑπέροχα, ἔξυπνα, χρήσιμοι ἄνθρωποι στήν κοινωνία, παιδιά περήφανα πού τήν εἴχανε δασκάλα, καί τό δικό της τό μοναδικό παιδί, πού τοῦ ἀφοσιώθηκε ὁλότελα σάν ἔμεινε χήρα, νά μήν ἀποφασίζει γιά κάτι, τῆς ἐρχότανε τρέλα.
Ἡ παρέα του ἔβαλε κατά νοῦ νά ξεθεμελιώσει καί νά ρημάξει κράτος, ἠθική, θρησκεία, πατρίδα.
Ἔλα τώρα ἐσύ μάνα, πού γαλουχήθηκες καί γαλούχησες γενεές γενεῶν μέ ὅ,τι ὡραιότερο ὑπάρχει σέ οὐρανό καί γῆ, νά συμφωνήσεις μέ τό παιδί αὐτό.
Μέρες, ἑβδομάδες, μῆνες ἔλειπε ἀπό τό σπίτι, χωρίς σημάδια ζωῆς. Κι ἡ μάνα, ἄχ, αὐτή ἡ μάνα!
Ποιός θά γράψει ποτέ τούς πόνους, τούς μόχθους, τά δάκρυα αὐτῶν τῶν μανάδων, πού δέν βλέπουν καμιά προκοπή, καμιά λαχτάρα στά παιδιά τους!
Οἱ ἄλλες πού δικαιώνονται, χορταίνουν τουλάχιστο μέ τούς ἐπαίνους καί τά συχαρίκια τῶν συγγενῶν.
Ἡ μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μιά ἀλλαγή. Ἡ προσευχή της, τό λιβάνι πού ἔκαιγε, τό καντηλάκι πού ἄναβε, ἦταν ὅλα, μά ὅλα γι’ αὐτό τό παιδί.
Ὅταν ἦρθε ὁ καιρός του νά πάει στρατιώτης, ἀναθάρρησε ἡ μάνα. Ἴσως ἐδῶ βρεῖ τόν ἑαυτό του, εἶπε.
Αὐτός ὅμως παρουσίασε πιστοποιητικό ψυχιάτρου καί πῆρε ἀναβολή.
Καί νά βλέπει η μάνα τίς ἐπιτυχίες τῶν ἄλλων παιδιῶν, τά πτυχία, τίς ὑποτροφίες καί τό δικό της παιδί χαμένο στίς ἰδέες του, τίς μηδενιστικές, τίς καταστροφικές.
Κι αὐτή ἐκεῖ, καντήλι καί θυμίαμα, λάδι καί δάκρυ. Σημάδια ἔκανε τό πάτωμα.
Κάποτε παρουσιάσθηκε στό σπίτι, γιατί πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει στρατιώτης. «Καλό σημάδι» εἶπε μέσα της ἡ μάνα.
Πέρασε ὅλη τήν θητεία του σέ φυλάκιο τοῦ Ἕβρου. Δέν ἦρθε νά τή δεῖ οὔτε μιά φορά. Κι ἡ μάνα δέν ἄφησε τό εἰκονοστάσι χωρίς λάδι καί δάκρυ οὔτε ἕνα βράδυ.
Κάποτε ἀπολύθηκε. Μάϊο μήνα ἦρθε ἴσια στό σπίτι.
Χαρούμενος, κεφάτος, σά νά μήν ἔλειψε οὔτε μιά μέρα.
Τῆς ζήτησε χρήματα νά πάει λίγες μέρες στή θάλασσα μέ κάτι φίλους. Τοῦ ἔδωσε ἀμέσως.
Ἔνιωθε νά παλεύει η μάνα μέ κάποιον στῆθος μέ στῆθος. Κι’ αὐτός ὁ κάποιος δέν ἦταν τό παιδί της.
Ἦταν τό πνεῦμα τοῦ κακοῦ πού ἔπρεπε νά τό νικήσει τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Πέρασαν δέκα μέρες κι ὅλη ἡ παρέα γύρισε. Γύρισαν χαρούμενοι.
Εἴπανε τά νέα τους, φάγανε, ἤπιανε καφέ καί τότε ὁ γιός τῆς τῆς φέρνει ἕνα δέμα.
– Μάνα, σοῦ ἔφερα ἕνα δῶρο. Εἶπα νά μήν ἔρθω μέ ἄδεια χέρια αὐτή τή φορά. Ἄνοιξέ το νά δοῦμε ἄν σοῦ ἀρέσει.
– Δῶρο ἀπό σένα, ἀγόρι μου, καί δέν θά μοῦ ἀρέσει; Καί μόνο πού μέ σκέφτηκες φτάνει.
– Ἄνοιξέ το, λοιπόν…
Ἡ μάνα παίρνει τό δέμα καί τό ἀνοίγει. Μόλις ἀντίκρισε τό δῶρο πάγωσε. Τά δάκρυά της αὐλάκωσαν τά μάγουλά της.
Ἦταν ἕνα πανέμορφο καντηλάκι, σπάνιας τέχνης.
– Μάνα, σ’ ἔβλεπα πρωΐ καί βράδυ νά ἀνάβεις τό καντήλι καί ἤξερα, ἤμουνα βέβαιος πώς τό ’κανες γιά μένα.
Στή σκέψη μου, στή θύμησή μου, σ’ ἔφερνα πάντα μπροστά στό καντηλάκι.
Τίποτε δέν μοῦ ξέφευγε ἀπ’ ὅσα ἔκανες, ἀπ’ ὅσα ὑπέφερες. Κάποιο μέρος ἤθελα νἄχω σ’ αὐτή σου τή λαχτάρα.
Ἄντε λοιπόν, σήκω.
Ἔλα μπράβο, βάζω τό καντηλάκι, βάζεις τό λάδι καί τό… δάκρυ!…. Μά σοῦ ’φερα ἕνα ἀκόμη ἀκόμη δῶρο. Ἄνοιξέ το!
… Πῆρε ἡ μάνα τό δεύτερο δῶρο, τό ἀνοίγει καί τί νά δεῖ! Ἕνα καντήλι!
– Κι ἄλλο παιδάκι μου; Δίδυμα ἤτανε;
– Αὐτό γιά τό σαλόνι. Φωνάξαμε τόν πατέρα Γρηγόριο νά κάνει ἁγιασμό καί βρῆκε τό σαλόνι χωρίς καντήλι.
Ξέρεις πόσο ντροπιάστηκα;
Ὁλόκληρο σαλόνι χωρίς καντήλι;
Μάνες ἀγρότισσες, μάνες νησιώτισες, μάνες πολίτισες, Βορειοηπειρώτισες. Μάνες πού τά παιδιά σας γέμισαν τήν ποδιά σας μέ πτυχία, μέ διπλώματα κι ἐσεῖς οἱ ἄλλες, πού πασχίζετε μαζί μέ μένα γιά νἄβρουν τά παιδιά σας μιά θέση στόν ἥλιο…
Καί σεῖς πού πιστεύετε, καί σεῖς πού δέν πιστεύετε, πάρτε τό λάδι καί τό δάκρυ σας κι ἐλᾶτε νά ἀνάψουμε ὅλες μαζί τό καντηλάκι πού ἔφερε ὁ γιός μου.
Ἀφῆστε ὅλους αὐτούς, πού θέλουν τάχα νά προστατέψουν τά παιδιά μας ἀπό ἀρρώστιες κι ἀρχίζουν νά διαφημίζουν στήν τηλεόραση ἀνομολόγητους τρόπους, ἐλᾶτε λέω, νά γονατίσουμε καί νά ζητήσουμε ἀπ’ τόν Θεό νά σώσει τά παιδιά μας.
Λάδι καί δάκρυ χρειάζονται τά παιδιά μας. Μέ λάδι καί δάκρυ δέν χάνονται ποτέ!
(Φανῆς Μήτσου Θεοδωρίδου «Ζωντανές Ἱστορίες»)

Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Αννούλα μου, πώς περνάς; – «Ανεκδιήγητα!»"

 


Γύρω στο 1940-45, στην Ύδρα, πέθανε μια νέα γυναίκα και άφησε πίσω της μικρά παιδάκια. Στις σαράντα μέρες, ο πατέρας πήρε τα παιδάκια και πήγε σε ένα μοναστήρι, για να κάνουν το μνημόσυνο της μάνας...
Σχετική εικόνα

Αφού τελείωσε ή λειτουργία και το μνημόσυνο, ό δύστυχος πατέρας, μάζεψε τα παιδιά του να επιστρέψει στο άδειο, από μάννα, σπίτι.

Ένα από τα παιδιά, ένα κοριτσάκι δέκα ετών περίπου, στάθηκε μπροστά στήν εικόνα της Παναγίας και κλαίγοντας της έλεγε:

«Παναγίτσα μου, εγώ τώρα δεν έχω μανούλα, μα χρειάζομαι μια μάννα. Θά μείνω έδώ κοντά Σου, να σ’ έχω αντί γιά τη μαμά μου, κοντά Σου δεν θά νοιώθω ορφανό, θά κάνω προσευχή και γιά τήν μανούλα μου, να τήν έχεις μαζί Σου να μην στενοχωριέται».

Μιλούσε ή παιδική ψυχή στήν Παναγία και τα μάτια της έτρεχαν. Εκεί τήν βρίσκει ό πατέρας και της λέει, ότι πρέπει να φύγουν. Ή μικρή τού άπαντά, ότι θέλει να μείνει στο μοναστήρι, στήν Παναγία, να ζήση όπως και οι άλλες μοναχές, δεν θέλει να επιστρέψει σπίτι. Ό πατέρας προσπαθεί να τήν πείσει, μα ή μικρή επιμένει, τον παρ καλεί κλαίγοντας, να τήν αφήσει έδώ, στήν Μάννα Παναγιά.

Ή Γερόντισσα, πού ακόμα είναι στο ναό και βλέπει τη μικρή να κλαίει, τούς πλησιάζει, να μάθη τί συμβαίνει. Ό πατέρας της λέει τήν επιθυμία της κόρης του και ή μικρή τήν κοιτάζει ικετευτικά, παρ καλώντας με τα μάτια μόνο, να γίνη δεκτό το αίτημά της.

Ή Γερόντισσα, γιά να μη στενοχωρήσει κι άλλο, τον ταλαιπωρημένο πατέρα, τού λέει: «Άς μείνει ένα διάστημα, το παιδί να ηρέμηση και μετά βλέπουμε. Έτσι έμεινε ή μικρή και ήταν ένα πολύ εργατικό, υπάκουο και φιλότιμο παιδί. Άν και μικρή στήν ηλικία, όχι μόνο δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα, αλλά ήταν ένα πολύ ξεκούραστο και ευχάριστο παιδί.

Έτρεχε να εξυπηρέτηση παντού, δίχως να έχει καμιά απαίτηση. Στις ακολουθίες και στήν προσευχή συμμετείχε με πολλή διάθεση. Μετά από ένα διάστημα αρρώστησε από φυματίωση, πού εκείνη τήν εποχή ήταν αθεράπευτη.

Αφού ήταν τόσο υπάκουη και αγαπούσε το μοναστήρι, αποφάσισαν και της έκαναν κουρά, της έδωσαν το μεγάλο και αγγελικό σχήμα και το μοναχικό όνομα «Άννα».Ήταν τότε δώδεκα ετών. Παρ’ όλη τήν ταλαιπωρία της ασθενείας πού είχε, αγωνιζόταν, να μην κουράζει καμιά μοναχή. Οι καιροί τότε ήταν δύσκολοι και οι στερήσεις των υλικών αγαθών μεγάλες.

Όταν αγόραζαν λίγο γάλα και της το έδιναν, έλεγε: «Αδελφές μου, εγώ έτσι κι αλλιώς θά πεθάνω, γιατί να το πιω εγώ, ας το πιει κάποια άλλη αδελφή, πού θά ζήση!».

Καμιά απαίτηση, κανένα παράπονο, τίποτε γιά τήν ίδια, όλα γιά τούς άλλους, μάλιστα σε τέτοια ηλικία!

Κάθε βράδυ πριν πέσει να κοιμηθεί, άν και είχε καταβληθεί από τήν ασθένεια, γονάτιζε και διάβαζε τον κανόνα τού φύλακα αγγέλου.

Στην ερώτηση των αδελφών, «τί κάνεις εκεί Αννούλα μου, γιατί δεν ξεκουράζεσαι;» απαντούσε:

«Αδελφές μου, διαβάζω τήν παράκληση τού αγγέλου μου, γιά να έρθει σε καλή ώρα, να μου πάρει τήν ψυχή!».

Μετά από λίγο καιρό, πέθανε. Ή Γερόντισσά της, τήν είδε να πετάη φορώντας ένα πανέμορφο ένδυμα και τήν ρώτησε:

– Αννούλα μου, πώς περνάς;

– «Ανεκδιήγητα!» άπαντά ή Αννούλα ένώ ταυτόχρονα, κουνούσε και το χεράκι της, εις ένδειξιν θαυμασμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ. ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΑΣ .ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΟΡΓΟΕΠΗΚΟΟΥ ΜΑΝΔΡΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Στην κάμαρα με τα εικονίσματα


 

Σαν εβράδιαζε και πριν νυχτώσει και πριν γυρίσει ο πατέρας μας απ’ τη δουλειά του την απογευματινή κι από το καφενείο που συναντιόταν με τους φίλους του, έμπαινε η μάνα στο δωμάτιο με τα εικονίσματα.

Κατέβαζε το καντήλι που κόντευε να σβήσει, αφού καιγόταν από το πρωί, και το ’φερνε στην κουζίνα και το ’βαζε απάνω στη γωνιά. Άναβε τότε απ’ τη φλόγα που τρεμόσβηνε την πασχαλιάτικη λαμπάδα που φυλάγαμε απ’ τη Λαμπρή και μου την έδινε να την κρατάω.

Έπιανε ύστερα τη φλόγα με τα δυο της ακροδάχτυλα να σβήσει… και το δικό μου το παιδιάτικο μυαλό έμενε πάντα με την απορία, πως δεν καιγόνταν τ’ ακροδάχτυλα της μάνας μου, πρωί και βράδυ τόσα χρόνια ν’ ακουμπούνε τη φωτιά και να τη σβήνουν.

Εκείνη ωστόσο συμπλήρωνε απ’ το ροϊ το λάδι το αναγκαίο στο καντήλι και τραβώντας λίγο το βαμβακένιο φυτίλι στην καντηλήθρα, το έστριβε απαλά και … «έλα» μου έλεγε κι εγώ το άναβα από το φως της πασχαλιάτικης λαμπάδας που κρατούσα.

Την έπαιρνα από πίσω έπειτα τη μάνα μου, καθώς εγύριζε στην κάμαρα με τα εικονίσματα, και το καντήλι, αφού το σκέπαζε με το γυαλί του, το απίθωνε σεβαστικά στην τακτική του θέση, σε μια παλιά μικρή εταζέρα δηλαδή, καρφωμένη στον τοίχο, ανάμεσα στα εικονίσματα και στολισμένη με πετσετάκι κάτασπρο απ’ τα δικά της χέρια κεντημένο.

Ποτέ ως τώρα δε λησμόνησα τη μάνα μου, μέσ’ στην κατάνυξη που γέμιζε την κάμαρα το φως το ιλαρό του καντηλιού, πώς έγερνε στα γόνατα κι άρχιζε να προσεύχεται και να σταυροκοπιέται.

Γονατιστή κι εγώ στο πλάι της, πολεμούσα να διακρίνω τα λόγια που σχημάτιζαν τα χείλη της και δε μπορούσα, μιλούσε μόνη προς «μόνω Θεώ».

Όμως το φεγγοβόλημα το αμυδρό του καντηλιού έφτανε για να ξεχωρίσω δάκρυα να κυλούν στης μάνας μου τις παρειές, που με το τελευταίο σταυροκόπημα θυμότανε να τα σφογγίσει, βγάζοντας το μαντηλάκι της από την τσέπη της τριμμένης ρόμπας που φορούσε.

Και τότε… «άναψε το φως» ψιθύριζε και παραμένοντας γονατιστή κάτω απ’ τα εικονίσματα, άνοιγε την Καινή Διαθήκη και συλλάβιζε αργά, με τα λιγοστά γράμματα που είχε καταφέρει στα παλιά μονάχη της να μάθει.

Κι εγώ, λιγότερο από δεκάχρονο κορίτσι, στης κάμαρας τον τοίχο ακουμπώντας, να περιμένω σιωπηλή… και βυθισμένη στο δέος και στην έκπληξη να βλέπω τώρα καθαρά καινούργια δάκρυα να τρέχουν απ’ της μάνας μου τα μάτια.

Μα ήρθε η ώρα, κι ήτανε νωρίς, που η μάνα μου ταξίδεψε στη χώρα του Θεού, εκεί που δεν υπάρχει βράδυ και νύχτα και οι λυτρωμένοι προσεύχονται χωρίς δάκρυα,

Κι εγώ άργησα, μα το κατάλαβα, πώς μπόρεσε η μάνα μου, τα δύσκολα χρόνια της επίγειας ζωής της με τις λιγοστές χαρές και τις αμέτρητες πίκρες, αγόγγυστα να τα περάσει και καρτερικά.

Κι όταν ανάβω το καντήλι και το φέρνω στα εικονίσματα, στα γόνατα την ξαναβλέπω να προσεύχεται και να σταυροκοπιέται κι αργά να συλλαβίζει το Ευαγγέλιο και δάκρυα να τρέχουν απ’ της μάνας μου τα μάτια.

Ευτυχία Γερ. Μάστορα

ΠΗΓΗ megalipanagiathivon

Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΠΟΥΛΕΣ


το μεγαλείο της ψυχής των Ελληνίδων…από την Μάχη της Κρήτης

(από παλιό αναγνωστικό)

http://averoph.files.wordpress.com/2014/05/cebfceb9-cebacf81ceb7cf84ceb9cebacebfcf80cebfcf85cebbceb5cf83.jpg?w=522&h=366

Δύο λυγερόκορμες Κρητικοποῦλες ἐστέκοντο ἴσιες σὰν λαμπάδες μπροστὰ στὸ Γερμανὸ διοικητὴ τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν. Ἦσαν κι οἱ δύο ψηλές, λιγνές, ἀλλὰ γεροδεμένες, μελαχροινές, μὲ ἔντονα χαρακτηριστικά, εἴκοσι δύο ἕως εἴκοσι πέντε χρόνων. Κι ἐφοροῦσαν ἀνδρικὲς κρητικὲς βράκες καὶ ψηλὰ ὑποδήματα. Ἦσαν ἀδελφές. Ἀρετὴ ὠνομαζόταν ἡ μεγαλύτερη κι Ἐλευθερία ἡ μικρότερη. Εἶχαν πιασθῆ αἰχμάλωτες σὲ μία συμπλοκὴ κοντὰ στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Μάλεμε στὴ μάχη τῆς Κρήτης. Κι ἡ διαταγὴ ἦταν: Ὅσοι ἔνοπλοι πολῖται συνελαμβάνοντο αἰχμάλωτοι νὰ τουφεκίζωνται « ἐπὶ τόπου ».

Δὲν ἐμιλοῦσε ὅμως ἡ διαταγὴ καθόλου γιὰ γυναῖκες. Κι οἱ δύο ἀδελφὲς εἶχαν πιασθῆ, ἀφοῦ ἐπολέμησαν σὰν τὰ καλύτερα παλληκάρια, ὡπλισμένες μὲ δύο παλαιοὺς γκράδες. Στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν ἔπεσαν μόνον ἀφοῦ τοὺς ἔστειλαν μὲ ἀλάθευτο μάτι καὶ τὴν τελευταία τους σφαῖρα. Καμμία προφύλαξι δὲν ἐπῆραν σ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς φονικῆς συμπλοκῆς. Οἱ σφαῖρες ὧρες ὁλόκληρες ἐπερνοῦσαν γῦρό τους σὰν μέλισσες, χωρὶς ὅμως νὰ τὶς ἐγγίξουν καθόλου.

——————————————————–

.
Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἀπὸ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῶν Σφακιῶν. Τὸν πατέρα τους τὸν εἶχαν χάσει στὸ προηγούμενο πόλεμο. Τὰ δύο ἀδέλφια τους, ὁ Μανώλης κι ὁ Γιῶργος, εἶχαν ἐπιστρατευθῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ πολέμου κι εἶχαν πάει στὴ Βόρειο Ἤπειρο, ὅπου μαζὶ μὲ τόσους ἄλλους ἔδειξαν ἄλλη μία φορὰ στὸν κόσμο τί ἀξίζει τὸ κρητικὸ τουφέκι. Ποῖος ἤξερε τί νὰ ἀπέγιναν ὕστερα ἀπὸ τὴ γερμανικὴ ὑποδούλωσι καὶ τὴ διάλυσι τοῦ στρατοῦ μας! Τάχα νὰ ἐζοῦσαν; Ἡ χήρα μητέρα κι οἱ ὀρφανὲς ἀδελφές τους ἐπερνοῦσαν ἡμέρες ἀγωνίας.
Ἀντὶ νὰ ἔλθῃ στὶς πονεμένες γυναῖκες κάποια εἴδησις γιὰ τὴν τύχη τῶν ἀγαπημένων τους, ξαφνικὰ ἕνα πρωῒ ἕνα τρομερὸ μήνυμα συνετάραξε ὅλη τὴν Κρήτη ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη: Πολλὰ ἐχθρικὰ ἀεροπλάνα ἔρριχναν χιλιάδες ἀλεξιπτωτιστὰς γύρω στὰ ἀεροδρόμια καὶ στὶς μεγάλες πολιτεῖες. Οἱ λίγοι Ἕλληνες στρατιῶται, μὲ τὴ βοήθεια ὅσων Ἄγγλων, Αὐστραλῶν καὶ Νεοζηλανδῶν εἶχαν φθάσει ἀπὸ τὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, τοὺς ἀντιμετώπιζαν ἀδείλιαστα στὸν ἄνισον ἀγῶνα. Μὰ τὰ ἀεροπλάνα ὅλο καὶ ἐπλήθαιναν σὰν κοπάδια ὄρνια, ποὺ ὀσμίζονται πλούσιο κυνήγι.
Ἀλλὰ κι οἱ στρατιῶται δὲν ἀπόμειναν μόνοι νὰ ὑπερασπίσουν τὴν Κρήτη. Λὲς καὶ κάποια μαγικὴ σάλπιγγα ἐσήμανε γενικὸ συναγερμὸ στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνά. Γέροι ἀσπρομάλληδες καὶ παιδιὰ ἀμούστακα ἅρπαξαν ὅ,τι μισοσκουριασμένο τουφέκι ἡ μαχαίρι εὑρισκόταν στὸ σπίτι τους κι ἔτρεξαν νὰ μετρηθοῦν μὲ τὸν πιὸ τέλειο στρατό, ποὺ εἶχε γνωρίσει ὣς τότε ὁ κόσμος. Τότε ἐπετάχθηκαν στὴ μέση καὶ πολλὲς Κρητικοποῦλες ὡπλισμένες. Κανεὶς δὲν ἠθέλησε νὰ τὶς ἐμποδίσῃ.

.
– Μαννούλα, τὴν εὐχή σου!…
Κι ἔσκυψαν νὰ φιλήσουν τὸ χέρι της οἱ δύο λεβεντοκόρες. Εἶχαν φορέσει τὶς τιμημένες κρητικὲς στολὲς τοῦ παπποῦ τους, τοῦ φημισμένου καπετὰν – Μανώλη, καὶ τοῦ πατέρα τους, ποὺ τὶς ἐφύλαγαν στὰ βάθη τοῦ σεντουκιοῦ, ἀκριβὰ οἰκογενειακὰ κειμήλια. Στὰ χέρια τους ἐκρατοῦσαν τοὺς δύο παλιοὺς γκρᾶδες τοῦ σπιτιοῦ καὶ στὰ στήθη τους εἶχαν περάσει σταυρωτὰ τὰ φυσεκλίκια.
Ἡ χαροκαμμένη μητέρα γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐξαφνιάστηκε. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μονάχα. Κι ἀμέσως, χωρὶς νὰ δείξῃ τὴν παραμικρὴ ταραχή, ἄνοιξε διάπλατα τὴν ἀγκαλιά της καὶ τὶς ἐφίλησε στὰ πυρωμένα μάγουλά τους.
– Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ!… Καὶ κοιτάξετε νὰ μὴ ντροπιάσετε τὴ γενιά σας.
Σὰν νὰ εἶχαν φτερὰ στὰ πόδια, ἔτρεξαν νὰ προφθάσουν τοὺς ἄλλους χωριανοὺς πολεμιστάς ποὺ ἐκατηφόριζαν. Καὶ μόνο σὰν τὶς ἔχασε ἀπὸ τὰ μάτια της ἐδάκρυσεν ἡ μητέρα.
– Ἄχ! γιατί νὰ μὴν ἔχω κι ἐγὼ τὰ νιᾶτά σας νὰ ἔλθω μαζί σας, ἐμουρμούρισε μὲ παράπονο.
——————————————————————–

.
– Ξέρετε ποία εἶναι ἡ τιμωρία γιὰ τοὺς πολῖτες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ κτυποῦν τὸ γερμανικὸ στρατό; ἐρώτησε τὶς αἰχμάλωτες ὁ Γερμανὸς διοικητής. Ἕνας Γερμανὸς στρατιώτης ἔκανε τὸ διερμηνέα.
– Τὴν ξέρομε. Εἶναι ὁ θάνατος. Ἀπάντησε μὲ σταθερὴ φωνὴ ἡ Ἀρετὴ γιὰ λογαριασμὸ καὶ τῆς ἀδελφῆς της.
– Γιατί δὲν ἐσεβασθήκατε τοὺς κανόνες τοῦ πολέμου; Μόνον τακτικὸς στρατὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πολεμάῃ τακτικὸ στρατό.
– Γιατί δὲν ἐσεβασθήκατε ἐσεῖς τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Κρήτη; Ποία ἀφορμὴ σᾶς ἐδώσαμε, ποὺ ἤλθατε νὰ μᾶς ὑποδουλώσετε; Ἦταν ἡ πληρωμένη ἀπάντησις τῆς ὑπερήφανης Ἑλληνοπούλας.
Ὁ Γερμανὸς ἔγινε μαυροκόκκινος ἀπὸ τὸ θυμό του. Κάτι ἐμουρμούρισε καὶ διέταξε νὰ τὶς κλείσουν στὸ ὑπόγειο τοῦ προσωρινοῦ διοικητηρίου.
– Ἔπρεπε νὰ τὶς τουφεκίσω ἀμέσως, εἶπε στοὺς ἀξιωματικούς του, ποὺ παρεστέκοντο στὴ σκηνὴ ἀκίνητοι σὰν ἀγάλματα. Μὰ τί νὰ τοὺς κάμω. Μοῦ ἦλθε διαταγὴ ἀπὸ τὸ Βερολῖνο νὰ στείλω ἐκεῖ ὅσες Κρητικοποῦλες ἔνοπλες πιάσωμε. Βλέπετε πρώτη φορὰ ἀντιμετωπίσαμε καὶ γυναῖκες νὰ μᾶς πολεμοῦν μὲ τόσο πεῖσμα. Φαίνεται πὼς θέλει νὰ τὶς γνωρίσῃ ὁ ἴδιος ὁ Χίτλερ.
Στὰ ψυχρὰ πρόσωπα τῶν ἀξιωματικῶν ἐζωγραφίσθηκε μελαγχολικὴ ἔκφρασι. «Πῶς θὰ κρατήσωμε ὑποδουλωμένη μία χώρα, ὅπου κι οἱ γυναῖκες μᾶς πολεμοῦν παλληκαρίσια!»

Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς

ΠΗΓΗ: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (1955)

από το Αβέρωφ