Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

ΟΣΙΑ ΙΣΙΔΩΡΑ ΤΗΣ ΤΑΒΕΝΝΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ, Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ (4ος αἰ.)



"Τοσούτω γάρ ὄχλῳ πυκτεύουσα, τήν καρδίαν αὐτῆς οὐδέποτε ἀπέστησε τοῦ Θεοῦ".
Πρόκειται γιά τήν πλέον πρώϊμη καταγραφή περιπτώσεως διά Χριστόν Σαλοῦ στήν ἐκκλησιαστική ἱστοριογραφία. Τόν Βίο τῆς ὁσ. Ἰσιδώρας διέσωσε ὁ ὅσ. Ἐφραίμ ὁ Σῦρος (+ 373), ὁ ὁποῖος τό 371 ἐπισκέφθηκε τήν περίφημη γυναικεία Μονή τῆς Ταβέννης στήν Αἴγυπτο, τήν ὁποία εἶχε ἱδρύσει ἡ ἀδελφή τοῦ ὁσ. Παχωμίου τοῦ Μεγάλου.Ὅπως διηγεῖται ὁ Ἐπίσκοπος Ἑλενουπόλεως Παλλάδιος, κατά τήν ἐποχή τῆς ἐπισκέψεως τοῦ ὁσ. Ἐφραίμ ἡ Μονή εἶχε 400 μοναχές! Ἀνάμεσά τους βρισκόταν καί μία Αἰγυπτιακῆς καταγωγῆς, ἡ Ἰσιδώρα (στά Κοπτικά Βρανκίς). Οἱ συμμονάστριές της τήν θεωροῦσαν "πτωχή τῷ πνεύματι" καί τῆς ἀνέθεταν τίς πλέον ταπεινές ἐργασίες μέσα στό κοινόβιο. Ἡ Ὁσία κυκλοφοροῦσε ξυπόλητη, μέ ἕνα κουρέλι στό κεφάλι, οὐσιαστικά ρακένδυτη. Στήν τράπεζα τῆς Μονῆς δέν εἶχε θέση, ἀλλά τρεφόταν μέ τά ὑπολλείματα τῶν καζανιῶν καί τά ἀποφάγια τῶν γευμάτων! Χειμῶνα - καλοκαίρι παρακολουθοῦσε τήν Ἀκολουθία ἀπό τά σκαλιά τῆς Ἐκκλησίας! Τό καθημερινό της μαρτύριο ἦταν ἡ βασανιστική συμπεριφορά τῶν ἄλλων μοναζουσῶν, τήν ὁποία ὅμως ὑπέφερε χωρίς γογγυσμό. Τήν πνευματική της κατάσταση ἀπεκάλυψε ὁ Ἵδιος ὁ Θεός στόν πειραζόμενο ἀπό ὑπερηφάνους λογισμούς Ἀββᾶ Πιτιρούμ, μαθητή τοῦ ὁσ. Παχωμίου. "Διά τί μέγα φρονεῖς ἐπί σεαυτῷ ὡς εὐλαβής καί ἐν τοιούτῳ καθεζόμενος τόπῳ;" τόν ρώτησε οὐράνιος Ἄγγελος. "Ἄπελθε εἰς τό μοναστήριον τῶν γυναικῶν τῶν Ταβεννησιωτῶν καί ἐκεῖ εὑρήσεις μίαν διάδημα ἔχουσαν ἐπί τῆς κεφαλῆς· αὕτη σου ἄμεινων ἐστί. Τοσούτω γάρ ὄχλῳ πυκτεύουσα, τήν καρδίαν αὐτῆς οὐδέποτε ἀπέστησε τοῦ Θεοῦ· σύ δέ καθεζόμενος ὧδε, ἀνά τάς πόλεις πλανᾶσαι τῇ διανοίᾳ".
Ὁ Ἀββᾶς Πιτιρούμ ἔσπευσε στήν Μονή τῶν Ταβεννησιωτῶν. Οἱ μοναχές - τιμημένες ἀπό τήν ἐπίσκεψή του, διότι ἦταν φημισμένος ἀσκητής - τόν ὑποδέχθηκαν θερμά καί ἐκεῖνος ζήτησε ἀπό τήν Προεστῶσσα νά τοῦ παρουσιάσει ὅλες τίς ἀδελφές, ὅμως σέ καμμία ἀπό αὐτές δέν εἶδε τό διάδημα γιά τό ὁποῖο μίλησε ὁ Ἄγγελος.
"Εἶστε ὅλες ἐδῶ; " ρώτησε.
"Ὅλες εἴμαστε" τοῦ ἀπάντησαν.
Ἀδύνατον - ἀπάντησε ὁ Ἀββᾶς - πρέπει νά ὑπάρχει ἀκόμη μία, γιά τήν ὁποία ἔκανα ὅλη αὐτή τήν ὁδοιπορία".
"Ἔχουμε μία μοναχή - ἀναγκάσθηκε νά ὁμολογήσει ἡ Προεστῶσσα - ἀλλά εἶναι σαλή καί δέν τήν ὑπολογίζουμε στήν ἀδελφότητα".
"Ἄς ἔλθει κι αὐτή" ζήτησε ὁ Ἀββᾶς.
Ὅταν ἡ Ἰσιδώρα ἐμφανίσθηκε, συρόμενη ἀπό δύο ἀδελφές καί μαυρισμένη ἀπό τίς καπνιές, ὁ Ἀββᾶς Πιτιρούμ εἶδε τό κουρέλι πού σκέπαζε τό κεφάλι της νά λάμπει σάν διάδημα! καί ἀμέσως γονάτισε μπροστά της λέγοντας, "εὐλόγησε με, Ὁσία".
"Ἐσύ εὐλόγησέ με" ἀπάντησε ἡ ταπεινή Ἰσιδώρα καί γονατίζοντας ἀσπάσθηκε τά πόδια τοῦ ἐρημίτη!
Τότε θέλησε νά παρέμβει ἡ Προεστῶσσα. "Μήν ἐξευτελίζεις ἔτσι τόν ἑαυτό σου - τοῦ εἶπε - εἶναι μία σαλή".
"Ἐσεῖς ὅλες εἶσθε σαλές - ἀπάντησε ὁ Ὅσιος - αὐτή ἐδῶ εἶναι πολύ ἀνώτερη κι ἀπό ἐσᾶς κι ἀπό ἐμένα. Τῆς ἀξίζει νά ὀνομάζεται Ἀμμᾶς (Μητέρα). Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά βρεθοῦμε στό πλευρό της στήν Δευτέρα Παρουσία"!
Κατόπιν διηγήθηκε τί τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεός γιά τήν μακαρία Ἰσιδώρα. Ἀκούγοντας τά λόγια του οἱ μοναχές, ἄρχισαν νά ζητοῦν συγχώρηση ἀπό τήν Σαλή. Τό ἴδιο βράδυ ἡ Ἰσιδώρα ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι γιά νά ἀποφύγει τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο καί χάθηκε στήν ἔρημο, ὅπου κανείς δέν ἔμαθε ποτέ, πῶς καί πότε τελείωσε τήν ζωή της.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 1η Μαϊου.

ΑΓΙΑ ΣΟΛΟΜΩΝΗ (2ος αἰ. π.Χ.)





Ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων 7 Μακαβαίων παίδων (Ἀβείμ, Ἀντωνίου, Γουρία, Ἐλεάζαρου, Εὐσεβωνᾶ, Ἀχείμ καί Μάρκελλου). Κατά τήν αἰχμαλωσία τῶν Ἑβραίων ἀπό τόν Ἀντίοχο Σελευκίδη, πιέσθηκαν νά παραβοῦν τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου τίς σχετικές μέ τήν χοιροφαγία καί ἐπειδή ἀρνήθηκαν καταδικάσθηκαν σέ θάνατο καί μαρτύρησαν στήν πυρά. Ἡ ἁγ. Σολομονή ἀνῆκει στούς λεγόμενους "αὐτόκλητους Μάρτυρες", διότι ρίχθηκε μόνη της στήν πυρά, μετά τόν θάνατο τῶν παιδιῶν της.
Τό Λείψανό της σεβάσθηκε ἡ φωτιά καί σήμερα φυλάσσεται ἀδιάφθορο στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου, στό Φανάρι ΚΠόλεως, μαζί μέ τά ἐπίσης ἀδιάφθορα Λείψανα τῶν Ἁγίων Θεοφανοῦς τῆς Βασιλίσσης καί Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 1η Αὐγούστου.

ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ ΤΟΥ ΑΡΤΖΕΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ (16ος αἰ.)



Σχετικά μέ τήν ἁγ. Φιλοθέη τοῦ Ἄρτζες, ἐπικρατοῦν δύο ἐκδοχές. Σ' αὐτή τήν ἐργασία δεχόμεθα τήν Βουλγαρο-Ρουμανική ἐκδοχή, καθ' ὅτι τό ἀδιάφθορο Λείψανο πού φυλάσσεται στό Ἄρτζες ἀνῆκει σέ παιδί καί ὄχι σέ ἐνήλικο ἄτομο.
Ἡ ἁγ. Φιλοθέη ἦταν Βουλγαρικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε στό Τύρνοβο ἀπό πτωχούς γονεῖς. Στήν τρυφερή παιδική της ἡλικία ἔμεινε ὀρφανή ἀπό μητέρα, ἀπό τήν ὁποία εἶχε διδαχθεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Βρῆκε τόν θάνατο σέ ἡλικία 11 ἐτῶν, ἀφοῦ ὑπέφερε τά πάνδεινα ἀπό τήν μυτριά της, κάτω ἀπό τίς ἀκόλουθες συνθῆκες:
Κάποια φορά πού ὁ πατέρας της δούλευε στήν ἐξοχή, ἡ μυτριά της τῆς ἔδωσε φαγητό γιά νά τοῦ τό πάει. Ἡ Φιλοθέη, ἀπό τήν ἀγάπη πού ἔτρεφε πρός τούς πτωχούς, μοίρασε τό φαγητό κατά τήν διαδρομή καί ἔτσι ὁ πατέρας της τό βράδυ ἐπέστρεψε νηστικός καί κουρασμένος. Τό περιστατικό αὐτό συνέβη ἀρκετές φορές. Κάποτε ὁ πατέρας της παραφύλαξε σέ κάποιο σημεῖο τῆς διαδρομῆς, γιά νά διαπιστώσει τί κάνει ἡ κόρη του τό φαγητό πού προοριζόταν γι' αὐτόν. Ὅταν λοιπόν τήν εἶδε νά τό μοιράζει στούς πτωχούς, "ὥρμησε μέ ἕνα ρόπαλο κατεπάνω της, τήν ἔδεσε μέ σχοινιά καί ἄρχισε νά τήν κτυπάει καί νά τήν τσαλαπατάη μέ τά πόδια του"!
Στόν τόπο ἐκεῖνο καί ἀπό τά χέρια τοῦ πατέρα της, ἡ Φιλοθέη ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς Ἀγάπης καί τῆς Ἐλεημοσύνης. Ὁ παιδοκτόνος μετά τό ἔγκλημά του, στήν προσπάθειά του νά κρύψει τό σῶμα τοῦ θύματος, διαπίστωσε ὅτι ἦταν ὑπερφυσικά βαρύ! Ἔσπευσε λοιπόν νά παραδωθεῖ στίς Ἀρχές, ἐνῶ στόν τόπο τοῦ συμβάντος πῆγε ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος, μέ τήν συνοδεία Κληρικῶν καί πολλῶν Χριστιανῶν. Παρά τίς δεήσεις τό σῶμα τῆς Φιλοθέης παρέμενε ἀμετακίνητο! Ἔτσι, "ἀποφάσισαν νά μνημονεύσουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας, μήπως εἶναι θέλημά Της νά ἐγκατασταθῆ σέ κάποιο ἱερό τόπο. Ἀφοῦ τελείωσαν τήν μνημόνευση τῶν ἱερῶν τόπων τῆς Βουλγαρίας καί τό Λείψανο παρέμενε ἀσήκωτο, ἄρχισαν νά μνημονεύουν μοναστήρια καί ἐκκλησίες τῆς Ρουμανίας. Ὅταν ἐμνημόνευσαν τήν περικαλλῆ ἐκκλησία τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, ἀμέσως τό σῶμα τῆς Μάρτυρος ἐλάφρωσε περισσότερο ἀκόμη καί ἀπό τό φυσικό του βάρος! Ἔτσι ὅλοι ἐγνώρισαν, ὅτι εἶναι θέλημά Της νά μεταφερθῆ στήν Μονή ἐκείνη, μακριά ἀπό τήν πατρίδα Της".
Τό παρθενικό Λείψανο τῆς Παιδομάρτυρος Φιλοθέης, ὑποδέχθηκε στήν βόρεια ὄχθη τοῦ Δουνάβεως ὁ Ἡγεμόνας Ράδος ὁ Μέγας, μέ κάθε πολιτική καί ἐκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια καί τό ἐναπέθεσε στόν περίφημο γιά τό κάλλος του Ναό τῆς Μονῆς Κούρτεα τῆς πόλεως Ἄρτζες, πρώτης πρωτεύουσσας τῆς Οὐγγροβλαχίας. Τό Λείψανο ἀργότερα ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο καί σήμερα φυλάσσεται στό Παρεκκλήσιο τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου, στήν ἴδια Μονή, κατατεθημένο σέ ἀργυρή λάρνακα.
Ἡ ἁγ. Φιλοθέη ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἐπιληπτικῶν καί ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 7η Δεκεμβρίου.
http://churchsynaxarion.blogspot.com/

ΟΣΙΑ ΞΕΝΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Η ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΗ (+ 1796 - 1806)




Τό εὐλογημένο ἄνθος τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Ἔζησε στήν Ἁγία Πετρούπολη κατά τήν βασιλεία τῆς Ἐλισάβετ Πετρόβνα (1709 -1762) καί τῆς Αἰκατερίνης Β' τῆς Μεγάλης (1729 - 1796). Ἦταν σύζυγος τοῦ Ψάλτη τῆς Αὐλῆς Συνταγματάρχη Ἀνδρέα Θεοδώροβιτς, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε ξαφνικά, κατά τήν διάρκεια ἑνός συμποσίου, χωρίς νά εἶναι προετοιμασμένος μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της μοίρασε τήν περιουσία τους στούς πτωχούς, προετοιμάσθηκε μέ διαμονή σέ κοινόβιο γιά 8 χρόνια καί ἐπιστρέφοντας στήν Ἁγία Πετρούπολη, σέ ἔνδειξη ἀγάπης πρός τόν σύζυγό της, "πῆρε πάνω" της τίς ἀμετανόητες ἁμαρτίες του, ντύθηκε τήν στολή του, ἄκουγε στό ὄνομά του καί ὑποκρίθηκε τήν σαλή γιά 45 περίπου χρόνια.
Ἔζησε ἄστεγη στούς δρόμους, προσευχομένη τίς νύκτες στά χωράφια ἤ μεταφέροντας τοῦβλα γιά τήν ἀνέγερση Ναῶν, εὐεργετῶντας τούς ἀνθρώπους μέ τά θαυματά της καί χαρίσματα τῆς προοράσεως καί τῆς προφητείας.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά μεταξύ τῶν ἐτῶν 1796 καί 1806 καί ἐνταφιάσθηκε στό Κοιμητήριο τοῦ Σμολένσκ. Πάνω στόν τάφο της ὑπῆρξε ἡ ἐξῆς μαρμάρινη ἐπιγραφή, ἕνα περιληπτικό Συναξάριο τοῦ Βίους Της:
"Εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐνθᾶδε κεῖται τό σῶμα τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ Ξένης Γρηγοριέβνας, συζύγου τοῦ Ψάλτου τῆς Αὐλῆς Συνταγματάρχου Ἀνδρέου Θεοδώροβιτς Πετρώφ. Ἐχήρευσε 26 ἐτῶν. Μία προσκυνήτρια ἐπί 45 ἔτη, ἔζησε συνολικῶς 71 ἔτη. Ἦτο γνωστή ὑπό τό ὄνομα Ἀνδρέας Θεοδώροβιτς. Ὁποιοσδήποτε μέ ἐγνώρισε ἄς προσευχηθεῖ γιά τήν ψυχή μου, ὥστε νά σωθεῖ ἡ δική του. ΑΜΗΝ".
Ὁ τάφος της ἀναδείχθηκε πηγή ἰαμάτων. Τά θαύματά της ἀποδεικνύουν τήν παρρησία της πρός τόν Θεό, κυρίως σέ θέματα μέθης, στέγης καί ἐργασίας.
Κατά τήν περίοδο τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, τό Παρεκκλήσιο τοῦ τάφου της μετατράπηκε σέ ἐργαστήριο γλυπτικῆς, ὁ λαός ὅμως συνέχισε νά προσφεύγει στίς πρεσβείες της. Μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστώτος ἐπιστράφηκε στήν Ἐκκλησία καί σήμερα ἀποτελεῖ τόπο προσκυνήματος.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 24η Ἰανουαρίου.

Η Οσία Μελάνη (31 Δεκεμβρίου)



Η Αγία Μελάνη. Αγιογραφία της μακαριστής αδ. Ολυμπιάδος. Από το βιβλίο "Μοναχής Ολυμπιάδος Δέησις: Επιλογή από το Αγιογραφικό της Έργο", εκδ. Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Ευαγγελισμού Μητρός Ηγαπημένου, Πάτμου.
Έζησε στα χρόνια που βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, ο δεύτερος γιός του Μεγάλου Θεοδοσίου. Οι γονείς της, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά.
Όμως μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Τη μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της.
Οι στιγμές που περνούσε ήταν πολύ δύσκολες. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν ο λόγος του Θεού «Τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ἁπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες»(προς Ρωμ.,ιβ΄12)
Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας.
Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στην μελέτη και στην προσευχή. Εκεί επίσης καλλιγραφούσε ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί.
Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των πτωχών και των ασθενών. Και αφού επισκέφτηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και πέθανε από πλευρίτιδα.
Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη της στις 31 Δεκεμβρίου.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης – Πορφυρίας Μοναχής.

Η Μοναχή Πορφυρία γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Άσκησε κατά καιρούς διάφορα επαγγέλματα. Επί δέκα χρόνια εργάστηκε ως οδηγός Ταξί στην Αθήνα και στον Πειραιά. Γνώρισε τον σύγχρονο ενάρετο και ένθεο Γέροντα Πορφύριο από βιβλία σχετικά με την ζωή και την διδασκαλία του. Αυτή η γνωριμία την έφερε πιο κοντά στον Χριστό και τη συνειδητή χριστιανική ζωή. Με δυνατή πίστη και βαθιά αγάπη στον Θεό έβαλε στόχο τη δόξα Του και τη σωτηρία των συνανθρώπων της. Έτσι το Ταξί της έγινε ένας σύγχρονος άμβωνας, που οδήγησε πολλούς σε αλλαγή ζωής, στην ευλογημένη αλλοίωση. Τα τελευταία δύο χρόνια περιεβλήθη το ταπεινό μοναχικό τριβώνιο, με διπλό σκοπό : να αγωνιστεί απερίσπαστη για τη σωτηρία της και να διακονήσει τον σύγχρονο δοκιμαζόμενο άνθρωπο.
Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης
Οκτώ η ώρα βράδυ, βρίσκομαι στην περιοχή των Αθηνών. Ένας κύριος γύρω στα τριανταπέντε με σταματάει και μπαίνει στο ταξί. Πειραιά, παρακαλώ, μου λέει, χωρίς να με χαιρετίσει.
-Καλησπέρα σας, κύριε.
-Καλησπέρα.
Κάθισε δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου, τον έβλεπα να κάνει νευρικές κινήσεις με τα χέρια του. Τι να του συμβαίνει άραγε; Τον ρώτησα:
-Εργάζεστε;
-Εργάζομαι.
-Αν δεν είμαι αδιάκριτη, ποια είναι η εργασία σας;
-Είμαι γιατρός.
-Μμ! ενδιαφέρον επάγγελμα, και σε ποιο νοσοκο¬μείο είστε;
-Στο τρελοκομείο, μου απαντάει.
Με έπιασαν τα γέλια: -Στο τρελοκομείο;
-Ναι, στο τρελοκομείο, αλήθεια σου λέω.
-Για πες μου, λοιπόν, τι γίνεται εκεί μέσα; Γιατί, όσες φορές έχω μπει μεταφέροντας με το ταξί επιβάτες, ως επί το πλείστον γιατρούς, φεύγοντας, όλοι μου λένε να βά¬ζω ασφάλειες. Δηλαδή, υπάρχει περίπτωση να μπουν στο ταξί ασθενείς, που να απαιτήσουν να τους βγάλω έξω;
-Πού ξέρεις, καμιά φορά μπορεί! μου λέει γελώντας.
Και αρχίζουμε τη σοβαρή συζήτηση.
-Έλα, για πες μου τώρα, τι περίεργα γίνονται εκεί μέσα;
-Πολλά και διάφορα. Μιλάμε, όμως, και δεν ξέρω το όνομα σου.
-Ράνια με λένε.
-Εμένα Κωνσταντίνο.
-Χαίρω πολύ!
-Λοιπόν! Άκου Ράνια… Αυτό που με στενοχωρεί εί¬ναι που μας φέρνουν ανθρώπους υγιείς, να τους τρελάνου¬με για περιουσιακά θέματα, για να τους τα πάρουν, που λέ¬με. Το άλλο πάλι, τα τελευταία χρόνια μας φέρνουν νέους, παιδιά, που πάσχουν από κατάθλιψη ή μελαγχολία.
-Κωνσταντίνε, ποιος φταίει γι’ αυτά τα παιδιά, το έχεις ψάξει;
-Κατά 70% φταίνε οι γονείς.
-Μπράβο, και εγώ στο ίδιο συμπέρασμα έχω κατα¬λήξει, αυτοί φταίνε. Εγώ βέβαια δεν τους χαρίζομαι, τους τα λέω έξω από τα δόντια.
-Καλά κάνεις, όμως το καταλαβαίνουν;
-Μμ! εδώ είναι το ερώτημα! Με μια φορά που τους βλέπω στο ταξί και τους τα λέω, πολύ φοβάμαι πως την επομένη ώρα τα έχουν ξεχάσει. Τους κρατάτε πολύ μέσα στο ίδρυμα;
-Όχι, περίπου ένα μήνα.
-Και μετά;
-Ε, όσο μπορούμε τους βοηθάμε. Τους δίνουμε βέ¬βαια αγωγή και για το σπίτι.
-Πόσα από τα παιδιά που έρχονται εκεί μέσα, γίνο¬νται τελείως καλά;
-Κανένα!
-Κανένα; Γιατί;
-Γιατί δεν έχουν βοήθεια από την οικογένεια. Οι γο¬νείς είναι αδιάφοροι. Κοιτάνε μόνο τον εαυτό τους. Υπάρ¬χουν παιδιά στο ίδρυμα, των οποίων οι γονείς δεν έχουν εμφανιστεί καθόλου! Αυτά τα παιδιά είναι συνέχεια στο παράθυρο, περιμένοντας μήπως δουν να έρχεται κάποιος δικός τους. Μάταια όμως περιμένουν. Όταν τα βλέπω συ¬νέχεια στο παράθυρο, ραγίζει η καρδιά μου. Τα λυπάμαι και συνέχεια προσπαθώ να πείσω τους γονείς να έρθουν να τα επισκεφθούν. Αλλά όλοι τα ίδια λόγια λένε, την Κυ¬ριακή θα έρθουμε. Και όταν έρχονται, εκεί παίζεται το μεγάλο δράμα. Έτυχε να είμαι μπροστά σε μια τέτοια επί¬σκεψη. Άκου τι ειπώθηκε: «-Τι πράματα είναι αυτά, να μας κουβαλάς εδώ μέσα; Δεν ντρέπεσαι λίγο; τι σου λείπει; όλα τα έχεις!»
«-Εσείς μου λείπετε και η αγάπη σας!» απάντησε το παιδί, με τρόμο στη φωνή του. «-Αν σου αστράψω κάνα χαστούκι, θα δεις αν σου λείπουμε εμείς!» Το παιδί άρχισε να κλαίει κι εγώ τους έβγαλα έξω.
Πώς, λοιπόν, να γίνουν καλά αυτά τα παιδιά, όταν έχουν οικογένεια και νιώθουν ορφανά; Αυτός είναι ο χειρότερος θάνατος!
Εσύ, Ράνια, πώς βλέπεις τους γονείς μέσα από το ταξί;
-Όπως κι εσύ, αδιάφορους. Μιλάς για ορφάνια. Την έχεις νιώσει; -Όχι.
-Σου εύχομαι να μην τη νιώσεις ποτέ. Πονάει, πονάει πάρα πολύ, είναι σαν να σου τρυπάει την καρδιά δίστομος μάχαιρα και, το χειρότερο, δεν υπάρχει παυσίπονο να μαλακώσει ο πόνος. Γιατί αυτό το παυσίπονο το έχει μόνο ο Θεός.
-Μου μιλάς με τόσο πάθος, λες και τον έχεις νιώσει.
-Αν τον έχω νιώσει; μεσα στο πετσί μου, γιατρέ. Εδώ μέσα έχουν κλάψει πάρα πολλά παιδιά κι έχω κλάψει κι εγώ μαζί τους, ακούγοντας τον πόνο τους, νιώθοντας τη μοναξιά της ψυχής τους.
Γύρισα και τον κοίταξα- τα μάτια του ήταν λυπημέ¬να. Η διαίσθησή μου μου έλεγε πως κάποιο σοβαρό πρό¬βλημα τον βασανίζει. Θέλησα να τον βοηθήσω. Για να μην του πω, πως τα λόγια μου απευθύνονται σ’εκείνον, του τα είπα σαν συμβουλή για άλλους. Του λέω:
- Κωνσταντίνε, θέλεις να σου πω κάποιο τρόπο, να βοηθήσεις τους ανθρώπους γύρω σου;
-Ναι, θέλω!
-Λοιπόν! Τους λες: «Φίλε, μη φοβάσαι, είσαι νέος, δυνατός, έχεις όλα τα όπλα στα χέρια σου, μη λιποτακτή¬σεις από τον πόλεμο, γιατί είσαι πιο δυνατός από τους άλλους και στο τέλος ο νικητής θα είσαι εσύ. Και αν κουραστείς από τον πόλεμο και θελήσεις σύμμαχο δίπλα σου, με τελειότερα όπλα, γύρισε τα μάτια σου ψηλά στον ουρανό. Εκεί είναι ο Θεός, που αγαπάει και προστατεύει όλους τους πονεμένους, όλους τους αδικημένους, όλους τους προδομένους. Γιατί πρώτος Εκείνος πόνεσε, Εκείνος προδόθηκε, Εκείνος αδικήθηκε, Εκείνος σταυρώθηκε από εμάς, για να μας σώσει».
Γιατρέ, ο Γέρων Παίσιος έλεγε: «Πέταξέ τα, για να πίξεις». Δηλαδή, βγάλε από μέσα σου τον πόνο, την πί¬κρα, τα πάθη σου, τις αμαρτίες σου. Πέταξε τα και θα πε¬τάξεις. Όπως ένας ναυαγός δεν μπορεί να κολυμπήσει έχο¬ντας στην πλάτη του το σακίδιο του, έτσι κι εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε ευτυχισμένοι με τα πάθη και τις αμαρτίες μας. Για να μπορέσεις όμως να τα πεις αυτά και πολλά άλλα και να περάσουν στην ψυχούλα των ανθρώπων γύρω σου, θα πρέπει να έχεις νιώσει πρώτα εσύ την αγάπη, θα πρέπει πρώτα εσύ να ελευθερώσεις την ψυχή σου από τα πάθη και τις αμαρτίες σου. Κατάλαβες, γιατρέ;
-Κατάλαβα• όμως πώς μπορεί να βρει κάποιος την αγάπη, αφού κανείς δεν αγαπάει αληθινά;
-Υπάρχει κάποιος, που μπορεί να σου δώσει τόση αγάπη, που να ξεχειλίσει από την ψυχή σου και να την μοιράζεις απλόχερα.
-Και πού είναι αυτός ο κάποιος;
-Γιατρέ, απορώ με την ερώτηση σου. Δεν γνωρίζεις πως αυτός ο κάποιος είναι ο Θεός;
-Συγγνώμη, Τον είχα ξεχάσει.
-Γι’ αυτό είσαι δυστυχισμένος, γιατρέ, γιατί πίστεψες πως δεν υπάρχει Θεός και έχασες την ελπίδα σου. Κάνω λάθος;
Δεν απάντησε.
-Γνωρίζεις τι είναι αγάπη;
-Πιστεύω πως ναι.
-Έχεις αγάπη στην ψυχή σου;
-Πιστεύω πως ναι.
-Είσαι έτοιμος να τη δώσεις;
-Δεν ξέρω!
-Γιατρέ, θα σου δώσω μια συμβουλή• δώσε την αγά¬πη σου, μην την τσιγγουνευτείς. Δωσ’ την απλόχερα και μην περιμένεις ανταπόκριση. Όπως κι αν έρθουν τα γεγο¬νότα, ο ευτυχισμένος θα είσαι εσύ. Αυτό μην το ξεχάσεις ποτέ. Γιατρέ, όταν δίνεις αγάπη, θα έρθει η ώρα που θα ει¬σπράξεις αγάπη. Όμως, για να είναι ολοκληρωμένη και δυνατή αυτή η αγάπη, θα πρέπει να είναι θεϊκή. Δηλαδή, θα πρέπει να γνωρίσεις τον Θεό, το μεγαλείο του Θεού, θα πρέπει να Τον πιστέψεις και να Τον αγαπήσεις, ώστε η αγά¬πη σου να εμπνέεται από Εκείνον, για να έχει γερά θεμέλια. Και τότε θα γνωρίσεις την πραγματική ευτυχία. Είσαι πα¬ντρεμένος;
-Όχι!
-Φρόντισε, όταν παντρευτείς, να αγαπήσεις τη σύ¬ντροφο σου, για να αγαπήσεις και τα παιδιά σου- γιατί, αν δεν αγαπήσεις εκείνη, δεν θα αγαπήσεις και τα παιδιά σου. Οπότε θα έχουν την ίδια τύχη με αυτά τα παιδιά του ιδρύ¬ματος, κατάλαβες;
-Μα δεν είναι μόνο στο δικό μου χέρι, είναι και στο χέρι της γυναίκας που θα παντρευτώ να τα προστατέψει, μπορώ να σου πω περισσότερο σ’ εκείνης.
-Έχεις δίκιο, πιο πολύ είναι στο χέρι της μάννας να τα προστατέψει. Κωνσταντίνε, θα σου πω μια μεγάλη αλή¬θεια. Για ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στη ζωή μας, τη μεγα¬λύτερη ευθύνη την έχουμε εμείς οι γυναίκες.
Γύρισε απότομα προς εμένα.
-Ξέρεις τι λες;
-Και βέβαια ξέρω.
-Μην ξεχνάς πως είσαι γυναίκα!
-Δεν το ξεχνώ, είμαι γυναίκα, μα η αλήθεια είναι αυτή.
-Ράνια, το ίδιο πιστεύω και εγώ, αρχίζοντας από την ίδια μου τη μάννα που μας κατέστρεψε. Όμως φτάσαμε, εδώ κατεβαίνω. Θα ήθελες να τα ξαναπούμε;
-Όχι, γιατρέ, δεν γίνεται να τα ξαναπούμε. Όμως, βουνό με βουνό δεν σμίγει, μπορεί να σε ξαναπάρω κούρ¬σα.
Και κάτι άλλο θα σε παρακαλέσω πάρα πολύ. Κάνε τον πόνο σου μια αγκαλιά αγάπης για όλους τους πονεμέ¬νους ανθρώπους. Και τότε θα νιώσεις την ευτυχία να πλημυρίζει την ψυχή σου. Όμως μην ξεχνάς να ζητάς πάντα τη βοήθεια του Θεού.
-Καληνύχτα Ράνια, σ’ ευχαριστώ.
Από το βιβλίο: «Ταξιδεύοντας στα τείχη της πόλης», της μοναχής Πορφυρίας.
ΑΘΗΝΑ 2010
Κεντρική διάθεση Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος.

ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΩ-H θαυματουργός βασίλισσα με το άφθαρτο λείψανο


Η Αγία Θεοφανώ ήταν μια ευσεβέστατη και ενάρετη βασίλισσα, που εξυμνήθηκε πολύ από τους χρονογράφους της εποχής εκείνης, για την ευαγγελική της ζωή, τις ελεημοσύνες της και την άκρα ευσέβειά της.

Ήταν κόρη του Κωνσταντίνου του Μαρτινακίου, του Ιλλουστρίου και της Άννας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ανατράφηκε με επιμέλεια.
Σε κατάλληλη ηλικία, ο βασιλιάς Βασίλειος ο Μακεδόνας την έδωσε για σύζυγο στον γιό του Λέοντα τον Σοφό (886 - 912 μ.Χ.), με τον οποίο για 12 χρόνια ζούσε με αφοσίωση συζυγική και αναγνωρίστηκε αμέσως από τους συγχρόνους της σαν αγία και θαυματουργή για τα πολλά έργα αγάπης που έκανε.
Παρ' όλο τα μεγαλεία και τον πλούτο που την πλαισίωνε, διατήρησε τη ταπεινοφροσύνη και την μετριοφροσύνη που την χαρακτήριζε πριν. Προτιμούσε να είναι απλά ντυμένη και να βρίσκεται δίπλα στους ανθρώπους που την χρειαζόντουσαν. Γι' αυτό ντυνόταν απλά για να μην αναγνωρίζεται και με την συνοδεία δύο έμπιστων υπηρετριών της, γύρναγε στα σπίτια των φτωχών και κατατρεγμένων και πρόσφερε την βοήθειά της. Ήταν τόση η πίστη της, που αξιώθηκε να θαυματουργήσει. Όταν εγκατέλειπε η ιατρική επιστήμη κάποιον ασθενή διότι δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, του επανέφερε την υγεία του η Αγία με την δύναμη της ψυχής της. Παρ' όλο τις πίκρες που δέχθηκε στη ζωή της η Αγία Θεοφανώ υμνούσε τον Κύριο με μία άσβεστη φλόγα.
Τα λείψανα των Αγ.Ευφημια,Αγ,Σολομονή και Αγ.Θεοφανώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
Όταν πέθανε, ο σύζυγός της, έκτισε ωραιότατο ναό, κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου εναποτέθηκε το τίμιο λείψανό της. Αυτό μετακόμισε ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και από 'κεί αργότερα μεταφέρθηκε στο Πατριαρχείο, όπου μέχρι σήμερα σώζεται.
proskynitis.blogspot.com

O BIOΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΑΤΙΝΗΣ



Ο πατέρας της Οσίας Παρασκευής ονομαζόταν Νικήτας.Δεν γνώριζουμε το όνομα της μητέρας της.Είχαν άλλον έναν γιό ,τον μετέπειτα επίσκοπο Μαδύτου,Αγιο Ευθύμιο τον Μυροβλήτη.Η μητέρα της την ανέθρεψε με φόβο και αγάπη Θεού.Οταν ήταν δέκα χρονών άκουσε το ευαγγελικό αναγνωσμα που αναφέρονταν στο διαλογο του πλουσιου νεου με τον Κυριο.<<Πούλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασε τα στους φτωχούς και ακολούθησε με>>.Για μένα τα λέει,είπε η μικρή Παρασκευή,όπως κάποτε ο Αγιος Αντωνιος που άκουσε το ίδιο ευαγγελικό ανάγνωσμα και βγαινοντας από το ναό έδωσε τα ρουχα της στην πρωτη φτωχή κοπέλα που συνάντησε και ντύθηκε τα φτωχικά.Αυτο το έκανε συχνά.Μοιραζε το φαγητό της και τα ρούχα της στα φτωχά παιδιά.
Η Παρασκευή ήταν περιζήτητη νύφη από τους πλούσιους νέους που είχαν επίσημη κοινωνικη θεση και μεγάλα αξιώματα αλλά εκείνη αρνιόνταν.Τελικά εφυγε κρυφά από τους γονιους της στην Κωνσταντινουπολη και από εκεί στην Χαλκηδόνα οπου προσκύνησε τα λείψανα της Αγίας Ευφημίας και έπειτα στην Ηράκλεια του Ποντου όπου έμεινε σ’ένα ναό της Θεοτόκου 5 χρόνια,κατερχόμενη κάθε είδος αρετής με ολονύχτιες προσευχές,νηστείες,αναστέναγμους,δάκρυα και πένθος άσβεστο.Αφού επισκέφτηκε τα Ιεροσόλυμα αποφάσισε να μείνει στην έρημο του Ιορδάνη.Μια νύχτα οπως πάντα αγρυπνώντας παραδομένη στην προσευχή και στην άσκηση είδε άγγελο Κυριου με μορφή νέου ο οποίος την προέτρεψε να γυρίσει στην πατρίδα της για να πεθανει εκεί.Αφού πέρασε από την Κωνσταντινουπολη για δεύτερη φορά κατέληξε στην Καλλικράτεια της Ανατολικής Θράκης και υπηρέτησε στον ναό των Αγίων Αποστόλων.Σε ηλικία μόλις 27 χρόνων εκοιμήθη και την έθαψαν κοντά στη θάλασσα.
Εύρεση του λειψάνου της Οσίας
Πέρασαν πολλά χρόνια όταν η θάλασσα έβγαλε στην παραλία της Καλλικράτειας το σώμα κάποιου νεκρού ναύτη.Οταν έσκαψαν για να θάψουν το σώμα του βρήκαν ένα άφθαρτο λείψανο,αλλά άπειροι όπως ήταν δεν έδωσαν σημασία στο γέγονος και πέταψαν το δύσοσμο σώμα του ναύτη στον ίδιο τάφο και σκέπασαν τα σώματα.Το συμβαν ξεχάστηκε.Ενας ευλαβής από το χωριό ,ονόματι Γεώργιος,αγαπούσε το Χριστό και συχνά προσευχονταν τις νυχτερινές ώρες στο σπίτι.Μια φορά τα ξημερωματα τον πήρε λίγο ο ύπνος και είδε μια λευκοφορεμένη σαν βασίλισσα περικυκλωμένη από πλήθος λαμπρών στρατιωτών.Ενας από τους στρατιώτες του είπε:’’Γεωργιε,γιατί περιφρονησατε το σώμα της Οσίας Παρασκευής;Παρτε το γρήγορα και βάλτε το σε κιβώτιο λαμπρό,γιατί ο βασιλιάς του ουρανού την τίμησε στον ουρανό και θέλει να τη δοξάσει και στη γη’’.Και η λευκοφορέμενη βασίλισσα του είπε’’Πάρτε γρήγορα το λείψανό μου και βάλτε το σε λαμπρό χώρο,γιατί δεν μπορώ να υποφέρω την δυσοσμία αυτού του ανθρώπου.Του αποκαλύπτει δε και τον τόπο όπου ήταν θαμμένη και το όνομά της.
Το ίδιο βράδυ μια άλλη γυναίκα του χωριού η Ευφημία είδε στον ύπνο της παρόμοιο όραμα.Το πρωί διηγηθηκαν και οι δύο το όραμά τους στους συγχωριανους τους.Ολοι έτρεψαν στον τάφο και βρήκαν το άφθαρτο σώμα της Οσίας να ευωδιάζει και έκανε πολλά θαύματα την ώρα που το μετέφεραν με την συνοδεία ιερέων και του πιστού λαού στο Ναο των Αγίων Αποστόλων στην Καλλικράτεια.Μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα λείψανα έμειναν στους Επιβάτες 200 χρόνια και όχι στην Καλλικράτεια.
Οι μετακομιδές του λειψάνου
Ο Ιωαννης Ασαν ο Β’διάδοχος των ιδρυτων του Βουλγαρικού βασιλείου αφού κατεκτησε τη Θεσσαλονίκη,τη Θεσσαλια,τη σημερινή Σερβία και τη Δαλματία,το 1238 ζήτησε τα λείψανα της Οσίας Παρασκευης από τις λατινικές αρχές της Κωνσταντινουπολης και τα έφερε στο Τυρνοβο.Το 1393 ο Σουλτανος Βαγιαζήτ κατέκτησε το Τύρνοβο.Το ίδιο έτος τα λείψανα μεταφέρθηκαν στο Βίντιν(Βιδίνιο)για πέντε χρόνια.Το 1398 τα άγια λείψανα της Οσίας Παρασκευης φτάνουν στο Βελιγράδι όπου έμειναν μέχρι το 1521 όταν ο Σουλτάνος Σουλειμάν ο Μεγαλοπρεπής κατακτά το Βελιγράδι καιματαφέρονται στην Κωνσταντινουπολη μαζί με τα λείψανα της Βασιλισσά Θεοφανούς.
Το Μαιο του 1641 ο Πατριαρχης Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιος ο Α’ σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Βασίλε Λούπου ο οποίος είχε πληρώσει όλα τα χρέη του Πατριαρχείου, του δώρησε τα λείψανα της Οσίας Παρασκευης τα οποία έφτασαν στο Ιάσιο στις 13 Ιουνίου 1641 και παρέμειναν στον Ι.Ν.Αγ.Τριων Ιεραρχών μεχρι το1888 όταν μεταφέρθηκαν στο νέο καθεδρικό ναό Ιασίου όπου παραμένουν εώς σήμερα.Η μνήμη της εορτάζεται στις 14 Οκτωβριου.
proskynitis.blogspot.com

Αγία Φιλοθέη του Άρτζες(με άφθαρτο λείψανο)+7 Δεκεμβρίου


Η Αγ. Φιλοθέη του Άρτζες γεννήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα στην πόλη Τίρνοβο-στα νότια του Δούναβη από γονείς απλούς και αγράμματους.Η μητέρα της προερχόνταν από το γένος των Βλάχων.Ήταν γυναικα πολύ πιστή και ελεήμων ΄Εμεινε ορφανή από μάνα από πολύ μικρή.Ο πατέρας της ασχολούνταν με την καλλιέργεια των χωραφιών.Είχε χριστιανική πίστη αλλά ήταν ανενέργητη.Μετά το θάνατο της γυναίκας του παντρεύτηκε μια γυναίκα άσπλαχνη και αλαζονική. Η μικρή Φιλοθέη δεν έλειπε ποτέ από το ναό, ήταν σιωπηλή, αγαπούσε πολύ τους φτωχούς και το Χριστό.Οι νηστείες της και οι καλωσύνες της εξόργιζαν την μητριά της Υπέφερε πολλά από τη μητριά της υπομένοντας καρτερικά τις βρισιές και το ξύλο.Τίποτα όμως δε μπορούσε να την εμποδίσει από τις ελεημοσύνες της.
Η μητριά της, της είχε αναθέσει να παίρνει φαγητό στον πατέρα της που εργαζόνταν στο χωράφι.Εκείνη όμως το μοίραζε στους φτωχούς.Αυτό επαναλήφθηκε πιο πολλές φορές.
Μια φορά, παρακολουθώντας την ο πατέρας της για να δει τι κάνει με το φαγητό και βλέποντας την ελεημοσύνη της, με κτηνώδη θυμό όρμησε επάνω της και την χτύπησε αλύπητα μ’ένα τσεκούρι χωρίς να συλλογισθεί ποιο πλάσμα χτυπούσε.. Η Αγ. Φιλοθέη παρέδωσε τότε την ψυχή της στο Θεό σε ηλικία 12 ετών. Ήταν 7 Δεκεμβρίου του 1218. Προσπαθώντας ο φονιάς πατέρας να σηκώσει το σώμα της δε μπόρεσε επειδή είχε γίνει πολύ βαρύ σαν ένας βράχος!. Βλέποντας ο φονιάς αυτό το θαύμα ειδοποίησε τον επίσκοπο του Τίρνοβο και μαζί με τον κλήρο πήγαν εκεί όπου κείτονταν η Αγία. Καταλαβαίνοντας ότι η θέληση της ήταν να την πάρουν σ’ άλλον τόπο και όχι στο Τίρνοβο. Άρχισαν να ονομάζουν όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες που βρισκόνταν στα δεξιά και αριστερά του Δούναβη. Όταν μνημόνευσαν το όνομα του ναού του Αγ.Νικολάου της μονής Κουρτέα ντε Άρτζες το σώμα της ελάφρυνε πολύ. Τότε κατάλαβαν που ήθελε να την πάνε.
Θυμιάζοντας το λείψανο, τ’ οποίο ένα θείο φως το περιέβαλε, πήραν το λείψανο στην εκκλησία του Τιρνόβο μέχρι να ειδοποιήσουν τον ηγεμόνα Ραντου Νέγκρου για το ποια ήταν η θέλησή της αγίας.
Τότε όλος ο κλήρος και ο λαός μαζί με τον ηγεμόνα Ράντου με δοξολογίες,λαμπάδες και θυμιατά μετέφεραν αυτό το θείο δώρο,το σώμα της αγίας και το τοποθέτησαν στην εκκλησία Κουρτέα ντε Άρτζες στην πόλη Άρτζες της Ρουμανίας όπου και το άφθαρτο λείψανό της βρίσκεται μέχρι και σήμερα.
Η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Δεκεμβρίου

επιμέλεια-http://www.proskynitis.blogspot.com/

Συνομιλώντας με την αδελφή Θεοτέκνη από την Ι.Μ.Αγ.Στεφάνου Μετεώρων για τα Χριστούγεννα


-Πώς εορτάζεται στα Άγια Μετέωρα την ημέρα των Χριστουγέννων;
Τα βράχια των Μετεώρων είναι καθημερινά ένας τόπος για ανάταση. Ή Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία είναι μια ευφρόσυνη μυσταγωγία. Στίς ευχές του Ιερέως καί τους κατανυκτικούς Ύμνους προστίθεται το χαρμόσυνο χτύπημα των σήμαντρων καί των ταλάντων, ενώ ή Εκκλησιαστική Αδελφή με το κατζίον συνοδεύει τον θριαμβευτικό ύμνο «Όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε», πού ψάλλεται αυτή την ήμερα αντί του Τρισάγιου Ύμνου.
Τη νύχτα των Χριστουγέννων, σε άλλα μοναστήρια των Αγίων Μετεώρων γίνεται ολονύκτια αγρυπνία με συμμετοχή πολλών πιστών, σε άλλα «όρθρου βαθέος».Στά κελλιά μας, οί Μοναχές, εκτός από το συνήθη κανόνα προσευχής διαβάζουμε τους «Χαιρετιστήριους Οίκους εις τον Iησοΰν Χριστόν, πού με ξέχωρη έλλαμψη έγραψε ό "Αγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης.
Την ήμερα αυτή τα κομποσχοίνια μας είναι δοξολογητικά: Δηλαδή δεν λέμε: ''Κύριε Ιησού Χριστέ, έλέησον ημάς'', αλλά: ''Δόξα εν Ύψίστοις Θεώ καί επί γης ειρήνη, εν άνθρώποις ευδοκία, Δόξα σοι ό Θεός ημών δόξα σοι, Δόξα τη Αγία γεννήσει σου, Κύριε''.
Στήν πανηγυρική Τράπεζα της Μονής είμαστε όλη ή Αδελφότητα. Μετά το γνωστό Άπολυτίκιο Τής Εορτής «Ή γέννησίς σου» καί το σχετικό ανάγνωσμα, ή Ηγουμένη αναφέρεται με λίγες σκέψεις στο περιεχόμενο της Εορτής καί δίνει ευχές στο κοινόβιο.
Το βράδυ έχουμε πανηγυρική σύναξη των μελών του κοινοβίου μαςΓίνεται κάποια κεντρική ομιλία καίακολούθως ανταλλάσσονται πνευματικές σκέψεις καί ευχέςοι δε χοροί των ψαλτριών αποδίδουν εκλεκτά μέληαπό τις ιερές Χριστουγεννιάτικες ακο­λουθίες.
-Προϋποθέσεις για την εν Κυρίω ειρήνη κατά την ήμερα των Χριστουγέννων.
-Ή πρώτη καί βασική προϋπόθεση είναι ή πίστη μας στο Θεάνθρωπο Ίησοϋ, ή εξ όλης καρδίας καί εξ όλης ισχύος άγάπηση του σαρκωθέντος Υιού καί Λόγου του Θεού καί ή άπειρη ευγνωμοσύνη μας για τη θεία συγκατάβαση.
Μαζί με την εγκάρδια πίστη, απαραίτητη είναι ή συμμετοχή μας στο λατρευτικό πρόγραμμα της Εκκλησίας, ή νηστεία των τεσσαράκοντα ήμερων, καί ή άφθονη ελεημοσύνη στους έχοντες ανάγκη.
Για να ζήσουμε την ειρήνη καί τη χαρά των Χριστουγέννων χρειάζεται βαθιά θεολογική εντρύφηση στο γεγονός της θείας ενανθρωπίσεως (με την μελέτη της Άγιας Γραφής καί των Πατερικών κειμένων) καί όχι φορτιστικός στολισμός των οικιών με τα βιομηχανικά προϊόντα.
Βασική προϋπόθεση για τη βίωση της εν Χριστώ άγαλλιάσεως είναι ή αποβολή από την καρδιά μας κάθε μεμψίμοιρης πικρίας καί κάθε μνησίκακου παραπόνου από τους συγγενείς καί γνωστούς μας. «Το μεσότοιχον του φραγμού διαλέλυται»: ιδού τα πάντα γέγονε καινά καί ευφρόσυνα.
Αντίθετα, χρειάζεται μια επιπλέον υπέρβαση καί κένωση του εαυτού μας. Ή αγάπη μας καί ή φροντίδα μας πρέπει να εξαπλωθεί τίς μέρες αυτές ιδιαίτερα στα μοναχικά πρόσωπα, στους άρρωστους, στους πενθοϋντες. Να σκεφθούμε σε ποιόν θα μπορούσαμε να δώσουμε χαρά με ένα τηλεφώνημα, με ένα δώρο, με μία επίσκεψη, με ένα δέμα αγάπης, με μια επιταγή, έστω καί εκ του υστερήματος μας. Τη μεγάλη αυτή καί ευφρόσυνη μέρα να μη λησμονήσουμε τους κεκοιμημένους συγγενείς καί φίλους μας. Να πάμε το πρόσφορο στην Εκκλησία με τα ονόματα τους, να διαβάσουμε Τρισάγιο στο μνήμα τους. Κάθε μνημόνευση είναι γι' αυτούς μια ξέχωρη ευλογία.
Καί κάτι άλλο να θυμίσω στους εν Χριστώ αδελφούς. Στήν Παλαιά Διαθήκη λέει ό Θεός «ουκ όφθήσει ενώπιον μου κενός», δεν θα έλθεις με άδεια χέρια στο ναό μου. Τί θα παμε λοιπον στο Δεσπότη Χριστό;
Θα πάμε λουλούδια για τίς εικόνες Του, λαδάκι για τα καντήλια, πρόσφορο για τη Θεία Λειτουργία. Γιατί όχι καί ένα δώρο για τον Ιερέα μας πού μας προσφέρει όλο το χρόνο τον πολύτιμο «μαργαρίτη Χριστό» και πού συγχωρεί τίς αμαρτίες με το πετραχήλι του στην ώρα της έξομολογήσεώς μας, πού συμμετέχει στις μεγάλες χαρές καί θλίψεις της ζωής μας.
-Ποιό μύνημα και ποιά ευχή θα θέλατε να δώσετε στους εν Χριστώ αδελφούς;
-Το μήνυμα του ορθόδοξου μοναχισμού είναι ή εμπιστοσύνη των πόθων καί των πόνων μας στην αγάπη του Θεού καί ή συμμόρφωση της ζωής μας στις ευαγγελικές Του επιταγές. Σέ καμία περίπτωση δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο αυτό. Ό Θεάνθρωπος Ιησούς, είναι ή αγάπη «ή πάντα πόθον νικώσα», Καί μόνον αυτός πού έχει την αγάπη του Χριστού μέσα του μπορεί να σηκώσει τίς θλίψεις της ζωής καί να φερθεί στον άλλο σαν αληθινός αδελφός.
«Ή κόλαση είναι ό άλλος», λέει ό Σάρτρ. «Ό θεμέλιος είναι ό πλησίον», λένε οι νηπτικοί συγγραφείς. Ή αποστασία από το Θεό οδήγησε στα ψυχικά αδιέξοδα, στο ανικανοποίητο, σε μια κοινωνία άκοινώνητων ατόμων. Σέ μια μορφή συνυπάρξεως στην οποία δεν μας εκπλήσσει πια ή επιθετικότητα, ή βία, ή υποβαθμισμένη προσφορά στα κοινά, ό αθέμιτος ανταγωνισμός. Ωστόσο την πορεία του κόσμου δεν τη ρυθμίζουν μόνο οι Διεθνείς Όργανισμοί καί οί σκοπιμότητες των Μεγάλων Δυνάμεων. Τη ρυθμίζουν οι προσευχές των αγίων, πού μπορούν σε μια στιγμή να πετύχουν την αλλοίωση της Δεξιάς του Υψίστου.
Ό Θεάνθρωπος Ιησούς είναι ή σαρκωμένη Αλήθεια καί ή σταυρωμένη αγάπη. Λίαν φιλοσοφημένα ό μακαριστός Γέρων Ίουστίνος Πόποβιτς στο βιβλίο του «"Ανθρωποςκαί Θεάνθρωπος» διατυπώνει τη γνώμη ότι ή αλήθεια δεν θα μπορούσε να είναι ένα ιδεολόγημα, αλλά ένα πρόσωπο. Καί διατυπώνει την ερώτηση: «Αν ό Χριστός δεν είναι ή Αλήθεια, τότε ποιος είπε την αλήθεια πάνω στη γη;». Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης μας προειδοποίησε ότι πολλοί ψευδόχριστοι και ψευδομεσσίες θα εμφανιστούν κατά καιρούς. Καί σήμερα γέμισε ή Ανατολή και ή Δύση ψευδοθεούς καί ψευδομεσσίες με απεσταλμένους τους (Μουν, Κρίσνα, Μπαμπάγι) πού ενεργούν εν τη δυνάμει του Σατανά καί προσπαθούν να εξαπλώσουν τα πλοκάμια τους ακόμη καί στην ορθόδοξη Ελλάδα.
«Τις κοινωνία φωτός καί σκότους;». «"Οσοι εις Χριστόν έβαπτίσθημεν, Χριστόν ένεδύθημεν», καθώς σήμερα ψάλλαμε στη Θεία Λειτουργία καί «άπεταξάμεθα τω Σατανά». Άμαρτάνουμε τα μέγιστα εις Χριστόν διακινδυνεύοντας καί την ψυχική μας ισορροπία καί την αιώνια σωτηρία, πλησιάζοντες από περιέργεια καί άθεοφοβία άνατολικά θρησκεύματα, σατανιστικά ή νεοειδωλολατρικά κινήματα. Είπατε να δώσουμε ευχή για όλο τον κόσμο.
Ή ευχή μας είνα; να φθάσει ή πίστη του Χριστού σ' όσους δεν την προσέγγισαν. Καί σε όσους έφθασε, να μη μας γίνει «είς κρίμα ή εις κατάκριμα». Σέ όλους τους πονεμένους, σε όλους τους κουρασμένους, σε όλους τους δοκιμασμένους από τη ζωή αυτή θα θέλαμε να ποϋμε ότι εΐναϊ"εγγΰτερα στην Βασιλεία των Ουρανών, αν προσοίκειωθούν την πίστη καί την υπομονή εν δοξολογία.

Η συνέντευξη δόθηκε από τη μοναχή Θεοτέκνη στον αρχ.Εφραίμ Παναούση για την ''Πειραική Εκκλησία'
πηγη.proskynitis.blogspot.com

«Να γρηγορείτε και να προσεύχεστε - σε αυτό είναι η σωτηρία μας" Μοναχή ΜΑΚΑΡΙΑ



Μοναχή ΜΑΚΑΡΙΑ
Ανάπηροι από την ηλικία των τριών ετών και εντελώς αβοήθητοι στα επόμενα χρόνια η μοναχή Μακαρία ήταν ένας μεσίτης του Χριστού, για την επούλωση μέσω της δυνάμεις του Χριστού για χιλιάδες άρρωστους και ψυχές που υπόφεραν. Αν και από την φύση της ήταν εύθραυστη, όμως ήταν γεμάτη με πνευματική δύναμη που γεννήθηκε από την ταπεινότητα της και την αυτοθυσία της που με υπομονή και αγάπη παρηγορούσε όλους όσων στράφηκαν προς την βοήθεια της.
Η γερόντισσα είχε μεγάλη σπίτι στην Παναγία. Απαρατήρητη και ασήμαντη στο κόσμο είχε μεγάλη εγγύτητα στην Υπεραγία Θεοτόκο που προκαλεί δέος.

"Ήταν αγράμματη ,αλλά ήθελε πάρα πολύ να μάθει τους πασχαλινούς κανόνες από την καρδιά. Λόγω του μεγάλου μήκους της, δεν ήταν εύκολο να τους θυμηθεί μόνο με το άκουσμα. Άρχισε να προσεύχονται στη Θεοτόκο, ζητώντας βοήθεια . Μόλις η Βασίλισσα των Ουρανών εμφανίστηκε, παρήγγειλε στην Μακαρία να επαναλαμβάνει μετά από τις λέξεις της Θεοτόκου, τους κανόνες. Έτσι, εκείνη έμαθε για τα καλά απέξω τον κανόνες."
"Όταν ήταν στον παράδεισο, εκλιπαρούσε τη Βασίλισσα του Ουρανού με τα δάκρυα, είτε να θεραπεύσει τα πόδια της ή να την αφήσει να παραμείνει εκεί. Η Θεοτόκος είπε ότι δεν θα παραμείνει στον Παράδεισο, αλλά θα βοηθήσει τους ανθρώπους στη γη, και υποσχέθηκε στην Μακαρία ότι «εγώ δεν θα σε εγκαταλείψω."
- Αποσπάσματα από το βιβλίο.
Το βιβλίο αφορά οράματα και θαύματα είναι πολύ αληθινό, λόγω της άνευ όρων αγάπης και μεγάλου πόνο της ιεράς αυτής γυναίκας. Αυτή η βιογραφία, που γράφτηκε από μια στενή και αφιερωμένη αυτόπτη μάρτυρα που γνώρισε τους αγώνες, της αγίας αυτής γυναίκας μιλά για όραμα του ουρανού και της κόλασης, τη δόξα της και τη θλίψη της, και ανοίγει για να μας μια γεύση από το μέλλοντα αιώνα.
«Να γρηγορείτε και να προσεύχεστε - σε αυτό είναι η σωτηρία μας" Μοναχή ΜΑΚΑΡΙΑ
ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΤΟ 1993

ST. ΞΕΝΙΑ Σκήτη
PO Box 260 
WildwoodCalifornia 96076

πηγη.http://apantaortodoxias.blogspot.com/

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Η Αγία Όλγα της Αλάσκας

Saint Olga of Alaska








Η Matushka Όλγα, είναι γηγενής από την Αλάσκα προέλευσης της φυλής Yupik, γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1916. Ο σύζυγός της, ο Νικολάι Μιχαήλ, ήταν ο ταχυδρόμος στο χωριό και διευθυντής του γενικού καταστήματος, ο οποίος αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και στη συνέχεια σε Αρχιερέα. Έχει υπηρετήσει κοινότητα της ως σύζυγος ιερέας, αλλά και ως μαία.


Η Matushka Όλγα γέννησε δικά της δεκατρία παιδιά τα οποία επέζησαν τα 8 και τέθηκαν κάτω απο το έργο της. Πολλά από τα παιδιά στα οποία γέννησε ήταν χωρίς τη βοήθεια μαίας η δικών της ανθρώπων.
Η Matushka Όλγα ήταν γνωστό για την συμπάθεια και τη φροντίδα της, για όσους είχαν υποστεί κακοποίηση παντός είδους, ιδίως τη σεξουαλική κακοποίηση. Ενώ η οικογένειά της ήταν φτωχή, έδωσε απλόχερα σε αυτούς που ήταν χειρότερη από αυτήν, συχνά έδινε τα ρούχα των παιδιών της στους απόρους. Ήταν επίσης γνωστή η ικανότητά της να πει πότε μια γυναίκα ήταν έγκυος, ακόμη και πριν από την ίδια τη γυναίκα που είχε χάσει τη περίοδός της.
Η Matushka Όλγα αναπαύτηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1979.
Πολλοί άνθρωποι από τις γύρω περιοχές ήθελαν να έρθουν στην κηδεία της, αλλά επειδή ήταν Νοέμβριος, λόγω χειμώνα κατέστη αδύνατον. Αλλά από την ημέρα της κηδείας της, ένας άνεμος από το νότο έφερε ζεστό καιρό, απόψυξε τον πάγο και το χιόνι και έκανε ταξίδι για το Kwethluk δυνατό. Όταν οι πενθούντες αποχώρησαν από την εκκλησία για να πάρουν το σώμα στο νεκροταφείο, ένα σμήνος πουλιών ακολούθησε. Εκείνοι που έσκαψαν τάφο της διαπίστωσαν ότι το έδαφος, επίσης, είχαν αποψυχθεί. Το βράδυ, μετά κηδεία της, ο κανονικός σκληρός χειμώνας επέστρεψε.
ΠΗΓΗ.Απαντα Ορθοδοξιασ



Sometimes I find after reading about the life of a particular saint, that their holiness seems so unattainable, because their lives are so different from mine that I walk away discouraged. This is not the case with Blessed Olga of Alaska. Little Olga, or Olinka, was born to the Michael family on February 2, 1916. Olga grew up in the northern Eskimo village of Kwethluk, Alaska, surrounded by traditional Yup’ik charity. From her heart, this same charity overflowed naturally to all others, regardless of race or religion.

Olga knew a mother's sorrow first hand. She was a mother of 13, although 5 had died. Mother Olga was a midwife and healer and was known for her foreknowledge of who was pregnant even before they did. Often situations of abuse would be made known to her within the privacy of the steam bath or as the village midwife. In the heat of their sorrow, Matushka would heal, revive and console these souls, like a cool stream on a hot summer’s day. Blessed Olga still reaches out and heals those in suffering no matter their religion or nationality by her prayers. Recently there was an account of her appearing with Theotokos and healing an abused woman and there are others that she is quietly healing and consoling today.

Although her life seems ordinary, her love for God and neighbor was extraordinary. Olinka was aware of Jesus in all the people she met. Her children remember her giving away their clothes before they had outgrown them. She used to say to them, "If you see your dress on someone else, please don't mention it or say anything about it." To neighbors, she was quick to lend a helping hand, no matter how difficult the task. People remember her stopping whatever she was doing in order to help with just about anything. Mother Olga would often finish a snow boot sole or haul wood and water to make a steam bath to share with her blind friend. She knew the needs of communities far away and would send them traditional fur boots and parkas as donations to be raffled. This knowledge of their need was given her directly through prayer.

Mother Olga was steadfast and faithful. She had an arranged marriage and lived in a three room house with no running water, no sewer connection and no furnace. Olinka carried water every day for her family, but the real water was the overflowing stream of her deep prayer life. Through her prayers, her husband, Postmaster Nicolai Michael became Father Nicolai. He was the first Eskimo priest from her village of Kwethluk, where there was an amazing overflowing of seminarians. Kwethluk’s population in those days was about two hundred. In her life time, more than twenty men set out for seminary to become readers, deacons and priests. There is no other generation in Alaska yet that has had such an anointing to serve God. To put that in perspective, one man of every 10 families came to serve the Lord. To equal that kind of human tithe, we would have to turn out at least 35 seminarians here at our parish. Matushka Olga was literally the fountain of holiness in her community.

Olga was a hidden treasure, who out of a life of deep and continuous prayer gathered into her soul the sweet dew of grace. She was very humble and unassuming; very quiet. Visitors to her house, while her husband was the priest in Kwethluk, say that she was almost invisible, so gentle and complete was her sense of hospitality and service. Bishop GREGORY told me once that although he knew her, and had been served his favorite dish, Salmon Pie, she was so quiet and reserved that he did not know of her blessedness. Her closest friends were not at all surprised.

Mother Olga was gentle and kind in manner. She never criticized her
children and gave them great freedom and respect. Similar to Maria Montessori, Blessed Olga's way was to understand what children were capable of doing and let them become responsible for themselves. She believed in not forcing them to conform to her set of rules whenever possible and never used shame to discipline them. She was merciful and loving not just to those outside of her family, but to her nearest and dearest. This too is a very Yup'ik way.

After a year's reprieve from cancer, Blessed Olga fell asleep in the Lord on November 8, 1979 at the age of 63. The first known appearance of Blessed Olga occurred in 1995, in New York, to a suffering woman, a complete stranger, who was not Orthodox. This sufferer had been beseeching the Mother of God for help. In answer to her plea, Theotokos appeared with Blessed Olga, who then healed her. With that miracle, veneration naturally began, and 2 years later a visiting priest, Fr. Michael Oleksa spontaneously revealed Matushka Olga to us with a teaching on her life. Soon after that an unofficial version of her Moleben and Magnification were written in thanksgiving. Later His Beatitude Metropolitan JONAH visited Kwethluk the week of July 31, meeting with all her surviving children. While there he served a Panakahida at her gravesite and venerated the first icon of her as part of her ongoing canonization process.

By her simple piety, honesty, humility, and her gift of Yup’ikness, Blessed Olga provides a contemporary example to all of us of holiness. Blessedness is not attained only by those who live in caves, dwell deep in the woods, or in a monastery. In the little village of Kwethluk, faithfully living out the Holy Mystery of Marriage, day by day participating in the Orthodox way of life, God manifested in Mother’s soul all the fruits of the Holy Spirit: love, joy, peace, longsuffering, kindness, goodness, faithfulness, gentleness and self-control. Because of this grace, Matushka Olga is called the “Northern Light of Alaska” and the heavens agree. Once after Vespers on Nov 8th, the night was aflame with a color display of the Aurora Borealis in all its variety of reds, greens, and blues. As we came out of church that night all were amazed by this display in the sky and it filled our souls with awe and joy. God blessed us for faithfully attending Great Vespers and the heavens declared on her day of repose, “What a mother we have in Blessed Olga!”
To learn more about St. Olga, please see Saint Olga of Alaska.

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΑΡΙΑΔΝΗ-Ηγουμένη της μονής της Παναγίας του Βλαντιμίρ, στο Σαν Φρανσίσκο:

 Schema-Abbess Ariadna – A Beacon of Faith and Love


Not too many years ago, the Abbess of a convent of the Russian Orthodox Church Outside of Russia, a woman of righteous life, was delivering a sermon in the convent church on the feast of the Dormition of the Most Holy Mother of God. With tears she entreated her nuns and pilgrims who had come for the feast to accept entirely, and wholeheartedly what the Church hands down to us, taking such pains to preserve this tradition sacredly all these centuries -- and not to choose for oneself what is 'important' and what is 'dispensable'; for by making oneself wiser than the tradition, one may end by losing the tradition." (from the Introduction to The Orthodox Veneration of the Mother of God, St Herman of Alaska Brotherhood, Platina, 1978)
       Fr. Seraphim Rose was a young convert when he stood listening to this sermon. Years later he wrote anonymously of the impact it had on his soul as he realized that, "In that instant the tradition was being handed down to him, not from books but from a living vessel which contained it." He subsequently encountered, in person or through reading, many who held degrees in Orthodox theology and who expounded eloquently on the subject, "But in none of them did he sense the authority of the simple Abbess who had spoken to his heart." For all their learning, they "did not convey the feeling or savor of Orthodoxy as well as a simple, theologically uneducated Abbess." (Ibid.)
       This "living vessel" was Schema-Abbess Ariadna of the Convent of Our Lady "Of Vladimir" in San Francisco, who reposed this year on June 6/19, after a long illness. She was 96.
      Abbess Ariadna was a simple woman, but she had a strong character. The beginning of her monastic path was especially rough, and she soon developed an endurance for hardship and an unreserved reliance on God and His Most Pure Mother. She began life as Augusta Michurina, the daughter of a wealthy merchant who died when she was still a young child. In the summer of 1917, just months before Russia was convulsed by revolution, her mother died, and the orphaned Augusta, seventeen years old, entered the convent of St. John the Theologian in the Perm diocese of central Russia. The righteous Abbess Rufina was particularly warm and attentive to the young novice, and did all she could to relieve her grief. Between them a dose bond was forged, which strengthened as Augusta matured. When' in 1919 political circumstances forced Abbess Rufina to leave the convent, August was one of four novices who accompanied her east, to Novo-Nikolaevsk. There, some kind people helped them obtain permission to establish a community dedicated to Saints Mary and Martha. An affiliated orphanage and nursery took care of 150 children. But the godtess regime's destructive tentacles snuffed out this good beginning, too. Abbess Rufina, together with Novice Augusta and another sister, squeezed with forty other passengers into a boxcar for a grueling journey still further east, to Vladivostok. The trying conditions were aggravated when the two sisters contracted typhus, forcing them to disembark in Chita. When they were well enough to join their abbess, they found her health broken by the physically heavy labor she had undertaken in exchange for lodging. The two sisters first earned money doing laundry, but gradually less strenuous work was found: quilting and other handiwork. Benefactors helped them to acquire property near the city cemetery, with permission to use the cemetery church. No sooner, however, did the community begin to flourish than it was again uprooted.
      Her staff in one hand and a bundle in the other, Abbess Purina reached Harbin with her sisters in June 1923. A grave illness confined her to her bed for nine months, leaving her two, still young companion-strugglers to shoulder the many responsibilities of establishing a monastic home in a foreign land. The greater part of this burden fell to novice Augusta. They were financially destitute. Living in a small apartment, they had no fuel and scarcely any money for food, let alone for medical care. It appeared that God was giving them to know by experience the troth of the Apostle's words: "In our weakness lies God's strength."
       In 1924 the community was able to move into less cramped quarters. New monastic aspirants joined them and, with the blessing of Bishop Methodius, a convent was established and dedicated to the Tikhvin Icon of the Mother of God. It was renamed the following year when God granted the community to witness a great miracle: the renewal of an icon of the Mother of God "Of Vladimir," which took place on August 12/25, 1925, in the hands of Abbess Rufina. It had been a rather dark icon in a rusted tin frame. Intending to give it away, Abbess Rufina asked Sister Augusta to fetch it from the wall of the altar. She did so and handed it lo the abbess, who promptly exclaimed, "Look, look! A miracle! The icon is renewing itself!" The sisters and lay people who happened to be present there in the church gathered around and watched awestruck as the face of the Mother of God, which had been so dark as to be scarcely discernible, grew lighter and brighter. In a matter of minutes, the icon was so transformed as to appear newly-painted, while the tin frame shone as if it had just been polished. Only a few dark spots remained, a reminder of its former condition. The icon became a focal point of the' convent, which was renamed in its honor. It also became a source of numerous miracles, and was a great consolation for the sisters, strengthening their faith that the Mother of God was invisibly guiding their community.
    In 1927 the novice Augusta was made a rassophore nun. Four years later she received the full monastic tonsure with the name Ariadna.
      The nuns' principal occupation was interior prayer. At the same time, they could not ignore the many Russian refugees who came knocking at their door seeking relief from the chaos and anguish of lives battered by revolution and civil war. The convent became a refuge for homeless, elderly woman, and in 1932 construction began on a wing for housing orphan girls. These worldly intrusions would have been detrimental to the community were it not for the harmonizing influence of prayer. Nocturnal services, in which the All-night Vigil with akathist flowed directly into the Divine Liturgy, attracted crowds of people and left an indelible impression.
      Prompted by multiple requests, Abbess Rufina left Harbin in 1935 to establish a similar spiritual haven in Shanghai, leaving Mother Ariadna in charge of the Harbin community.
      In the summer of 1937, Mother Ariadna received word that Abbess Rufina was gravely ill. She felt bound by her responsibilities to remain in Harbin, but one sleepless night she beard Abbess Ruffna's voice: "Gutyka [a diminutive of Augusta], hurry!" She reached Shanghai just in time to spend a few days with Abbess Rufina before her blessed repose on the Feast of Dormition, August 15/28, 1937.

     It was Abbess Rufina's will that Mother Ariadna, as the senior nun and her closest assistant, take her place as Superior of the community. She knew her plans for the Convent -- and she also knew that the Convent was in a precarious state, for everyone involved had relied heavily upon Abbess Rufina. Turning with fervent prayer to the Mother of God, she calmly accepted this burden which had unexpectedly fallen upon her not yet strong shoulders. Her conviction that the work of God must not and would not collapse, wordlessly reassured the sisters and children of the orphanage now in her charge. Fired with determination, she proceeded to galvanize the community into action, compiling a list of accomplishments no less than impressive. The workshops increased their activity -- dress-making, applied arts; a commercially successful dairy was opened (the convent had a farm outside the city), a knitting factory. Besides providing the convent with financial stability, it enabled the orphan girls to acquire practical job skills. The convent also produced spiritually instructive leaflets and brochures.
     The nuns' principal efforts, however, were directed towards beautifying the church, which began to serve as a house of worship for hundreds, even thousands of Russian emigrants. The church was renovated, new icons were added, and, with the harmonious singing of the nuns and the girls, the services imparted a feeling of deep spiritual contentment.
      'For all her labors, Mother Ariadna was elevated to the rank of abbess, on November 26, 1938. On that occasion, Archbishop Methodius bestowed upon her a gold pectoral cross, and the nuns presented her with a staff.
      Having been an orphan herself, Abbess Ariadna devoted a great deal of her time and attention to the girls of the St Olga's orphanage. She made sure they were well-dressed and well-fed. Occasionally they would receive invitations for dinner at someone's home. Matushka would herself check that their dresses were ironed and that their socks did not have holes, and she would remind them to behave modestly, to eat with their mouths closed, to finish what was on their plates and not to ask for more. The girls were so well brought up and had so many advantages -- they were taught foreign languages, music, singing, handicrafts -- that many outsiders assumed it was a private school and not an orphanage.
      The-girls were taught good work habits, and Matushka instilled in them the importance of being conscientious. In assigning a girl to mop the corridor and stairs, she would give her a small knife or toothbrush to get into the corners. She demanded thoroughness and did not tolerate slipshod work.
      Money was scarce, but even in hard times, during the war years, at Christmas and at Pascha Matushka Ariadna always managed to come up with some treats for the orphans. She went herself to persuade grocers, who donated ham bones and meat trimmings, which were made into a soup -- a real treat after the monotony of rice with noodles. Small bags under the Christmas tree were filled with nuts, fruits, candy, and a little present: a pencil, a toothbrush, a hairclip; trivial by today’s standards, but to the girls these were treasures,
      The Abbess placed great emphasis on the girls' religious upbringing, constantly holding before them the example of the Mother of God. She would often say to the children, "Turn to the Mother of God, as if to your own mother. Tell her your troubles. She is kind and merciful and she will hear you." Once she wrote to one of the pupils, "How it pains me to hear that you've been quarrelling. How will you be able to look the Mother of God in the eyes when you die? After all, we're all going to die, we're not going to live forever!" She taught the girls always to behave as if they were in the presence of the Lord Jesus Christ. "If you are troubled by bad thoughts, or you are afraid of something, say to yourself the Jesus Prayer"; "If you've lost something or you have some difficulty, recite the Creed." When the girls misbehaved, they were made to sit on a bench and recite in unison the Jesus Prayer for fifteen minutes.
      Morning and evening prayers, each a half hour, were an invariable part of the daily routine. During the years of the Second World War, the nuns and the girls took turns around the clock -- an hour each -- reading the Gospel and Psalter. One former pupil, then a three-year old girl who lived in the Abbess's cell, recalls how, in wartime, Matushka would bring into her cell the wonderworking Vladimir Icon. In the stillness of the night, the girl could hear her weeping and entreating the Mother of God to protect them, to help them get coal and bread, to console those unjustly imprisoned.
      More than eight hundred girls passed through the doors of St Olga's orphanage.
      As communism's militantly godless ideology marched upon China, the Convent was forced to relocate, and in 1948 Abbess Ariadna arrived in San Francisco, bringing with her the wonderworking Vladimir Icon of the Mother of God. Gradually the rest of the nuns and some of the orphans were able to join her, establishing what was the first Russian Orthodox Convent in North America. (For health reasons, some of the elderly nuns were not admitted to the US and settled in the Protection Skete in Canada, a gift to the Convent from Archbishop Ioasaph.)
      On the tenth anniversary of her investiture as abbess, in November 1948, Abbess Ariadna was awarded a jeweled pectoral cross. "God grant," said Archbisho Tikhon in his congratulatory remarks "that here also, the Vladimir Mother of God Convent continue in the tradition of the ancient monasteries of our homeland."
      And so it did. Here its principal outreach was the printed word. From their presses came calendars with daily readings from the Holy Fathers, spiritually edifying brochures, greetings cards and a series of booklets -- A Beacon of Love -- which Abbess Ariadna dedicated to her righteous "Aroma,' Abbess Rufina. They also published a number of books: The Horologion, The Monastic Cell Rule, various Lives of Saints, Akathists, and others. In addition the nuns made candles and baked prosphora, which they supplied to local churches. The nuns also continued to work with chil0ren: in 1963 a church-school was opened, dedicated to Saint Stephen of Perm.
      By the late 40s, thanks to the mediation of Saint John (then Bishop of Shanghai), most of the Shanghai Russian colony had been safely evacuated from China and was in the Philippines awaiting resettlement. Abbess Ariadna took an active part in sponsoring many of them in their bid for immigration to the United States. The convent, in addition to providing the newcomers with spiritual and moral support, assisted many of them financially -- often anonymously. One Russian woman, an artist, had settled in a frugal one-room apartment and was just able to make ends meet when the entire apartment house went up in flames, leaving her homeless and without any means of livelihood: still unfinished paintings, paints, brushes -- all was lost. She found temporary lodging with some acquaintances and was desperately wondering what to do when a gentleman came and handed her an envelope, leaving before she could ask any questions. In it was money; there was no note, no indication where it was from. Only years later did the woman discover that it had come from the Convent. Abbess Ariadna, on learning of the woman's plight, had responded immediately with true Christian charity, which directs all glory and gratitude to God.
      It was on Abbess Ariadna's initiative that in 1952 a "Brotherhood of Orthodox. Zealots" was formed with the aim of strengthening the faith of Orthodox Christians and distributing material assistance to the needy. The convent also organized lectures and discussions on topics related to the Faith.
      Abbess Ariadna's principal responsibility, however, was the spiritual development of her nuns. Like Abbess Rufina, she schooled them in the age-old monastic tradition of unquestioning obedience and interior prayer. She frequently reminded them to speak less and listen more, to avoid idle talking, they were to ask a blessing before engaging in any activity; they were not to visit one another without a blessing; they were always to tell her their needs -- both spiritual and physical; before entering another's cell they were to say the Jesus Prayer and wait for the responding "Amen"; when difficulties arose, they were to endure and pray: "Prayer will nourish you. God Himself will teach you." She also stressed the importance of respect for one's elders and those in authority.
      In 1988, Abbess Ariadna celebrated her golden jubilee, fifty years as abbess, a remarkable and rare achievement. The occasion was marked by a hierarchal Divine Liturgy concelebrated by the Chief Hierarch, Metropolitan Vitaly, and Archbishop Anthony of San Francisco, in the presence of the Myrrh-streaming Iveron Icon.
      In 1990, Archbishop Anthony tonsured Abbess Ariadna to the Great Schema. A year later she had a stroke which paralyzed her right side and deprived her of speech. She amazed doctors by her tenacity, but after surviving a grave illness in 1993, she gradually weakened. A heart-attack on June 17, 1996, warned the nuns that death was imminent, and two days later they were gathered around their abbess, reading akathists and passages from the Paschal service, when she quietly departed for eternity.
      Abbess Ariadna guided the community with a strong hand and sometimes gave the impression of being severe. However, to the many who knew her, she was a beacon of faith and love. While the strict life of the convent and its location in San Francisco's tough Mission District has inspired few aspirants and the community has dwindled, Abbess Ariadna's legacy u the age-old monastic tradition which she so faithfully maintained and conveyed -- has provided the seeds for a revival which even now is budding forth. In this age of spiritual decline, this is a great tribute indeed,
Based upon an article, in Russian, compiled by one of the Abess's admirers.