Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα EΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα EΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Η ΑΦΑΝΗΣ ΤΥΦΛΗ ΑΓΙΑ ΑΣΠΑΣΙΑ



site analysis



Η ΑΦΑΝΗΣ ΤΥΦΛΗ ΑΓΙΑ ΑΣΠΑΣΙΑ
Σε μια κωμόπολι της βορείου Ελλάδος ζούσε μια κοπέλα τυφλή , ονόματι Ασπασία. Ήταν ορφανή, πολύ φτωχή και εγκαταλελειμμένη απ’ όλους γι’ αυτό και μεγάλωσε χωρίς να μπορέση να μάθη γράμματα.
Ήταν περίπου 18-20 ετών , όταν πέρασε κάποιος ιεροκήρυκας της μητροπολιτικής περιφερείας και την είδε, την πήρε μαζί του και την έβαλε στη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμαθε ανάγνωσι δια της αφής κατά το σύστημα των τυφλών. Εν συνεχεία, αφού έμαθε καλώς να διαβάζη, της χάρισε και μια Καινή Διαθήκη , γραμμένη στην ίδια γλώσσα, στη γλώσσα των τυφλών.
Άρχισε λοιπόν η κοπέλα να τη διαβάζη ψηλαφώντας τη με τα δάχτυλα. Κι όσο τη μελετούσε, τόσο και μάθαινε τι ήταν ο Χριστός και τι έκανε γι’ αυτήν προσωπικά καθώς και για ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο μάθαινε, τόσο γαλήνευε και τόσο ειρήνευε η ταραγμένη της καρδιά. Ο πόνος από τα τόσα βασανιστικά χρόνια που πέρασε, μαλάκωσε μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά γέμισε από χαρά και ειρήνη. Πλημμύρισε από ευτυχία. «Βρήκα τη χαρά, έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου κι αν λείπουν τα μάτια του σώματος, δεν με πειράζει. Με τα μάτια της ψυχής μπορώ να δω όλο τον κόσμο». Έβλεπε το φως του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία και εχαίρετο. ( Εμείς που είμαστε «ανοιχτομάτηδες» το βλέπουμε αυτό το Φως;…) .
Κάποτε όμως έπαθε μια φοβερή δερματική νόσο που επρόσβαλε ακόμη και τα χέρια της, τα οποία «κάηκαν» , με αποτέλεσμα να χάση από τα δάχτυλά της την αφή. Δεν μπορούσε πλέον να ψηλαφήση την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο ιερό βιβλίο.
Η λύπη της και ο πόνος της ήταν απερίγραπτος . Έκλαιγε μέρα-νύχτα. Είχε χάσει τη δυνατότητα να παίρνη δύναμι και χαρά μέσα από το άγιο Βιβλίο. Της είχε μείνει όμως η προσευχή. Διότι, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή τυφλών ένας Αγιορείτης μοναχός, της δίδαξε τον τρόπο πώς να λέγη την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Έκανε λοιπόν πολλή προσευχή , για να δώση ο Ιησούς Χριστός μια καλή λύσι. Και ο Θεός απάντησε.
Μια μέρα πήρε με λαχτάρα το ιερό Βιβλίο , την Καινή Διαθήκη, και το έφερε στο στόμα της, για να ασπαστή τα γράμματά του, που αυτά τα γράμματα , μας μεταφέρουν τη σοφία του Θεού, τη λύτρωσι και τη σωτηρία. Και τότε ανακάλυψε κάτι παράξενο: κατάλαβε ότι μπορούσε να διαβάζη την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά, που της την έδινε πάλι η μελέτη του λόγου του Θεού. Και μέσα απ’ αυτή την παράδοξη μελέτη, ήλθε η δοξολογία, ήλθε η ευχαριστία, ήλθε η ζώσα προσευχή.
Μελετούσε και ύστερα έκανε προσευχή μετά δακρύων για όσους είχαν τα ίδια προβλήματα με σωματικές αναπηρίες και ασθένειες και ιδιαιτέρως προσευχή για όσους ήσαν τυφλοί στην ψυχή από την αμαρτία. Με την προσευχή της έβλεπε το θρόνο του Θεού και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για τους πτωχούς , τα ορφανά, τους ανέργους, τους αστέγους, για όλους τους ασθενείς. Για τους καλούς και τους κακούς, για τους αγαθούς και πονηρούς, για τους δικαίους και αδικουμένους, αλλά και για εκείνους που εξακολουθούν να αδικούν τον κόσμο… για τους άρχοντας και τους αρχομένους. Όλοι τους να φωτιστούν κι όλοι τους να δουν το Φως το αληθινό, τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου!
Κάποτε, αρρώστησε βαρειά. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων. Και ζήτησε την Καινή Διαθήκη, είπε να την ανοίξουν και ανοιχτή να της την ακουμπήσουν στα χείλη της.
Άπλωσε τα χέρια της η Ασπασία και την κράτησε γερά, αλλά ξεψυχισμένα. Οι οικείοι της κατά Θεία Πρόνοια την άνοιξαν στο Α΄ κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Και επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Εν αρχή ην ο Λόγος ,και ο Λόγος ην προς τον Θεόν», πέταξε η ψυχούλα της ψηλά στον ουρανό, ενώ συγχρόνως πλημμύρισε το δωμάτιό της με άρρητη γλυκύτατη ευωδία.
Είναι κι αυτή μια αφανής αγία!…
Από το βιβλίο: «ΟΙ ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΠΟΡΕΙΑ»
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2011
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΟΥ ΓΥΝ. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ
«ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»
ΣΕΡΓΟΥΛΑ ΔΩΡΙΔΟΣ 2011

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Η κυρά Βασιλική



site analysis



Kyria basilikiΣτο Μεσολόγγι ζούσε μία ευλαβέστατη γυναίκα, ονόματι Βασιλική (Κούλα την φώναζαν), παντρεμένη με τον Δημήτριο, ψαρά στο επάγγελμα. Ήταν και οι δυο πολύ πιστοί και πολύ απλοί άνθρωποι. Όταν η Βασιλική ήταν νέα, την ήμερα των Θεοφανείων «είδε τους; ουρανούς ανεωγμένους» και τούς Αγγέλους τού Θεού να ψάλλουν. Γι’ αυτό έλεγε: «Αυτή την ήμερα μη φεύγεις από την εκκλησία, έστω και αν καίγεται το σπίτι σου, γιατί ανοίγουν οι ουρανοί».
Το σπίτι πού κατοικούσαν ήταν Ισόγειο και για πάτωμα είχε τσιμέντο, Όταν έβρεχε γέμιζε νερό πού έφθανε τα είκοσι εκατοστά. Είχαν τοποθετήσει πέτρες για να πατάνε και με ένα “γκιούμι” άδειαζαν το νερό. Το χειμώνα δεν έστρωναν κουρελούδες για να έχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν από τα νερά.Αλλά μέσα σ’ αυτό το παγωμένο σπίτι η καρδιά τους χτυπούσε πολύ ζεστά για τον Χριστό και τα πρόσωπα τους ήταν πάντα χαρούμενα και ειρηνικά. Η θεία Χάρι τούς φύλαγε και δεν αρρώσταιναν.
Είχαν στο σπίτι τους μία εικόνα της Παναγίας θαυματουργή, μπρος στην οποία άναβαν ακοίμητο καντήλι και εκεί έκαναν τις προσευχές και τις μετάνοιες τους. Στην Εκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακές και εορτές.
Όταν εκοιμήθη ό Δημήτριος, η σύζυγος του Βασιλική άρχιζε να μοιράζει τα υπάρχοντά της. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα έδωσε ελεημοσύνη. Άδειασε το σπίτι της. Γύριζε με το Ευαγγέλιο στη μασχάλη και το διάβαζε ευκαίρως – ακαίρως με πολλή ευλάβεια. Από την σύνταξη της κρατούσε ένα μικρό μέρος για τις ανάγκες της και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Την ρωτούσε ο γιός της τί τα κάνει τα χρήματα, και αυτή απαντούσε: «Τα ξόδεψα, παιδί μου».
Μία Κυριακή πήγε κατά τη συνήθεια της στην Εκκλησία και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε και έφθασε έξω από το σπίτι της κατάλαβε ότι έφθασε το τέλος της. Εκεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού γονάτισε, έκανε τον σταυρό της και φώναξε τη νύφη της πού έμενε δίπλα, λέγοντας της ότι πεθαίνει. Και έτσι γονατιστή και σταυροκοπημένη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο τον όποιον τόσο αγάπησε εκ νεότητας της και τήρησε πιστά τις εντολές Του.’ Εκοιμήθη περίπου το έτος 1970.
Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση της γέμισε το σπίτι της φτωχούς ανθρώπους. Ό ένας έλεγε «έμενα μού έδωσε κουβέρτα, Θεός σχωρέσ’ την», ό άλλος έλεγε «μού έδωσε πιάτα», ό άλλος «ποτήρια», ό άλλος «χρήματα». Έτσι αποκαλύφθηκε μετά την κοίμηση της πού πήγαιναν τα πράγματα και τα χρήματα της.
Όσο ζούσε την επισκεπτόταν ή αδελφή της Γεωργία με τον εγγονό της. Ή συμβουλή της ήταν: «Να διαβάζεις, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο».

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Διάφορα διδακτικά ἀπό τήν χαριτωμένη ζωή τῆς Γερόντισσας Μακρίνας



site analysis


 

ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΜΟΥΝΑΖΟΥΣΩΝ ΜΑΚΡΙΝΗΣ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΗΣ Ι.Μ. ΑΡΤΟΚΩΣΤΑΣ. 

Διάφορα διδακτικά από τήν χαριτωμένη ζωή τής Γερόντισσας Μακρίνας
      Εάν η ηγουμένη έβλεπε κάποιον σκεπτικό τον καλούσε ιδιαιτέρως για να μιλήσει μαζί του, να τον ανακουφίσει από τον πόνο του καί να προσευχηθεί γι’ αυτόν στο Θεό καί τη Παναγία. Όταν ήταν ώρα να φύγει 0 επισκέπτης του έκοβε με τά χέρια της από τον κήπο της Παναγίας ένα λουλούδι για ευλογία. 
      Ήταν τόσο απλή καί ταπεινή σαν μικρό παιδί. Η ψυχή της ήταν πλημμυρισμένη από όλα τά άνθη του Θεού καί ξεχείλιζε το άρωμά Του.
Όταν στο μοναστήρι γίνονταν αγρυπνία η Γερόντισσα μετά τις 2:30 το μεσημέρι δεν έτρωγε τίποτε, στη δέ αγρυπνία, παρά το ότι διάβαινε το ογδοηκοστό έτος ηλικίας της, δεν κάθονταν καθόλου, αλλά διακονούσε πάντα τούς Ιερείς μέσα στο Ναό.
      Πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση ή έργο στη μονή πάντα έκανε προσευχή για να τήν φωτίσει η Παναγία, αφού Εκείνη επέβλεπε κάθε έργο.
Σταύρωνε ακόμη καί το τηλέφωνο προτού το σηκώσει, αφού αυτό χτυπούσε συνέχεια, όλη μέρα από όλα τά μέρη τής Ελλάδος ακόμη καί από Αμερική καί Αυστραλία, είτε να τη συμβουλευτούν ή να τήν παρακαλέσουν να προσευχηθεί για αυτούς, το όποιο έκανε πάντα πρόθυμα. Άναβε καθαρό κερί καί με το κομποσκοίνι στο χέρι εκτελούσε κάθε παράκληση πού τής είχαν κάνει. Έτσι πολλές φορές σέ θέματα υγείας η γερόντισσα χρησιμοποιούσε ιατρικές φράσεις ίδιες με αυτές πού είχαν πει οι ιατροί -το θαυμαστό ήταν ότι ή γερόντισσα δεν είχε σπουδάσει ιατρική, καί όταν τήν έπαιρναν τηλέφωνο να την ευχαριστήσουν η ίδια δεν θυμόταν τί τούς είχε πει.
      Η πόρτα τής μονής δεν έκλεινε ποτέ- ό,τι ώρα καί να πήγαινες ποτέ δεν βρέθηκε ένας να τη χτυπήσει καί να μην του ανοίξουν.
 
Θαυμαστό γεγονός τής Γερόντισσας
 
     Ένας προσκυνητής ο Ε.Χ. είχε στο μυαλό του κάποιες σκέψεις πού τον απασχολούσαν. Επισκέφτηκε τήν Γερόντισσα με σκοπό να της  αναφέρει, όμως ντρεπόταν να τις το πει. Την ώρα της Θείας λειτουργίας έκανε προσευχή μέσα του καί παρακαλούσε τον πνευματικό του πατέρα να παρακαλέσει την Παναγία να φωτίσει τη γερόντισσα να του δώσει απάντηση η ίδια. Έτσι καί έγινε, ή γερόντισσα μέσα στο ιερό όπως η ίδια του ανέφερε είδε σα να πέρασε από μπροστά της όλη αυτή ή εικόνα, το ότι δηλαδή ο προσκυνητής παρακαλούσε τον πνευματικό του πατέρα καί αυτός τήν Παναγία για τήν αναμενόμενη λύση αυτών τών σκέψεων. Έτσι ο προσκυνητής έφυγε άναπαυμένος καί με τήν λύση πού ζητούσε.
    Πολλά από τά πνευματικά της τέκνα τήν είδαν σέ ώρα προσευχής να αλλοιώνεται το πρόσωπο της, η μορφή της ήρεμη, απλή, τά μάτια της διεισδυτικά σαν να περνούσαν μέσα στην ψυχή σου καί γίνονταν γνώστης της καταστάσεώς σου, καί σέ βοηθούσε. Το χρώμα της λευκό κατάλευκο. Κι η απάντηση όλων των αποριών καί η συμβουλή της παρμένη από τον ουρανό, από την ίδια την Παναγία, αφού ήσουν χαρούμενος καί αναπαυμένος.
* * *
  Στην περίοδο πού υπήρχε συζήτηση για τον ερχομό της Ιεράς καί θαυματουργού εικόνας της Παναγίας Εορτακουστής από τη Βενετία στη μονή, για ευλογία καί προσκύνηση τών πιστών, αφ’ ενός εκδήλωνε τήν χαρά της, αλλά αφ’ ετέρου τήν ανησυχία της για το ότι θα έρχονταν στο μοναστήρι συνοδοί του Πάπα, δηλαδή αιρετικοί καί δεν ήθελε, διότι θυμόταν τά λόγια του ‘Αγίου Μάρκου «φεύγετε τούς παπικούς ώς φεύγει τις από όφεως καί από προσώπου πυρός». Με τήν προσευχή της ματαιώθηκε.
*      * *
«Ένα χειμώνα είχαμε αποκλειστεί από τά χιόνια καί διαπιστώσαμε ότι είχε τελειώσει το ψωμί. Τήν άλλη μέρα το πρωί χτυπάει τήν πόρτα του μοναστηριού κάποιος καί μάς δίνει ένα τεράστιο καρβέλι ζεστό.
*      * *
Κάποιος προσκυνητής ο οποίος επισκεπτόταν πρώτη φορά τήν Μονή με μια παρέα συμβουλεύτηκε τη γερόντισσα για μια επιθυμία του. ’Αν καί ζούσε κοσμικά, ήθελε να γίνει μοναχός όμως σκεπτόταν αν μπορούσε ή όχι, καί ακόμη αν έπρεπε. Η γερόντισσα τότε του λέγει- θα γίνεις καί μεγαλόσχημος μοναχός, πράγματι μετά τήν πάροδο ετών ο νέος αυτός πήρε τηλέφωνο να τήν ευχαριστήσει, διότι εκείνη τήν μέρα είχε γίνει ή κουρά του σέ μεγαλόσχημο μοναχό.
*      * *
   Εάν εκτελείτε τις εντολές του Θεού Αυτός θα σάς ικανοποιεί τά αιτήματά σας πριν να τά ζητήσετε. Να έχετε Αγάπη στην καρδιά σας καί θα είσαστε μέσα στην Αγάπη του Θεού. Μην έχετε αγκάθια καί τσουκνίδες στην καρδιά σας. Καί ή Αγία Τριάδα θα έρθει καί θα κατοικήσει εκεί καί θα περπατήσει. Αυτό δεν είναι ψέμα.
Το γέλιο του κόσμου είναι ψεύτικο.
   Ο Παράδεισος: «Ψαλτά είναι τά λόγια μέσα στον παράδεισο. Τά δέντρα είναι διαφορετικά εν συγκρίσει με τα εδώ. Δεν μπορεί νους να εκφράσει. Οι καρποί των δέντρων διαφορετικοί, το κελάηδισμα των πουλιών, (καναρινιών)». Σέ αυτό το σημείο είπε: «Να τήν αδελφή Μαρκέλλα τήν είδα μέσα στον παράδεισο. ‘Ένα πουλί, ένα καναρίνι να κελαηδά πάνω σ’ ένα δέντρο καί η αδελφή Μαρκέλλα ήταν από κάτω».
Η γερόντισσα σέ ένα πνευματικό παιδί είχε πει: «Παιδί μου, όπως μου μιλάει, (βλέποντας τήν Παναγία μας), έτσι τά λέω. Γλυκά μου τά λέγει, γλυκά τά λέγω. Άγρια μου τά λέει, άγρια τά λέω. Καί έχω, παιδί μου, παρεξηγηθεί γι’ αυτό, διότι όταν μου τά λέγει η Παναγία άγρια, άγρια τά λέω».
Κάποτε χάθηκε ένα παιδί καί οι γονείς το αναζητούσαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αποφάσισαν τότε να πάρουν τη γερόντισσα τηλέφωνο καί να ζητήσουν τήν προσευχή της. Τότε η γερόντισσα πήγε στο κελί της καί προσευχήθηκε στην Αγία Μαύρα. Έπειτα από λίγη ώρα χτυπά το τηλέφωνο. Ησαν οι γονείς πού ευχαρίστησαν τη γερόντισσα, διότι βρέθηκε το παιδί. Στην ερώτηση τών γονέων τους που ήταν, είπε: δεν με βλέπατε, που εγώ είχα κρυφτεί, αλλά κάποια στιγμή μου εμφανίστηκε μία άσχημη γριά καί φοβήθηκα καί έτρεξα καί ήρθα σέ σάς.
Το παιδάκι είδε έτσι τήν Άγια Μαύρα, γιατί τήν είχαν υποβάλλει στο μαρτύριο της μέσα σέ καζάνι για να καεί.
*      * *
Η κυρία Α.Β. είχε επισκεφτεί τη Μονή τής Παναγίας καί όπως ή ίδια γνωστοποιεί δεν είχε χρήματα στο πορτοφόλι της. Ενώ συζητούσε με τη γερόντισσα κάποια στιγμή της έδωσε μια μικρή εικόνα τής Παναγίας Γαλακτοτροφούσσας καί τής είπε: ή Παναγία σέ αυτή τήν εικόνα τρέφει τον Κύριο καί Θεό μας. Έτσι καί σέ εσένα να τήν παρακαλείς καί ποτέ δεν θα σέ αφήσει. Ή ίδια λέγει: στην αρχή δεν κατάλαβα, αλλά μετά κατενόησα ότι η γερόντισσα μιλούσε στην έλλειψη χρημάτων μιας καί το πορτοφόλι μου ήταν άδειο. Από τότε καί μέχρι σήμερα ποτέ η χάρις τής Παναγίας δεν με έχει αφήσει, καί το πορτοφόλι μου είναι πάντα γεμάτο. 
ΠΗΓΕΣ
 http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2015/05/21-7.html
http://www.hristospanagia.gr/?p=42904

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Η Αρχόντισσα του Πόντου»· Ευθυμία Βαρυτιμίδου – Σάνο Χόλο



site analysis




Efthimia Varitimidou - Sano Halo
Πέθανε η Αρχόντισσα του Πόντου» η οποία σε ηλικία 105 ετών διέδωσε σε όλο τον κόσμο την Γενοκτονία του Ποντιακού και Μικρασιατικού Ελληνισμού. Η Ευθυμία Βαρυτιμίδου, έζησε το 1920 τη γενοκτονία. Έχασε όλη την οικογένεια της, επέζησε μόνο αυτή καθώς οι γονείς της, για να τη σώσουν από το θάνατο, την εμπιστευθήκαν σε μια άλλη οικογένεια. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Παμποντιακής Ομοσπονδίας ΗΠΑ και Καναδά, «η Ευθυμία Βαρυτιμίδου του Χαραλάμπους, σύζυγος Αβραάμ Χάλο, υπήρξε μια εξέχουσα προσωπικότητα, ένας ζωντανός θρύλος μαχητικότητας και κουράγιου, μια γυναίκα με όραμα και πίστη. Η Σάνο Χάλο με την προσωπική της μαρτυρία για τα πάθη που είχε υποστεί πριν από 90 χρόνια στη γενέτειρα της, τον Πόντο, όπως αυτές καταγράφηκαν από τη κόρη της Θία Χάλο στο βιβλίο «Not Even My Name» – «Ούτε το Όνομά Μου», πρόβαλε σε όλο του κόσμο το μείζον εθνικό ζήτημα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρός Ασίας και όλων των χριστιανικών λαών της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Το εξαίρετο βιβλίο εξιστορεί τη δραματική πορεία θανάτου της δεκάχρονης τότε Σάνο από τον Πόντο μέχρι τον Λίβανο, κατά την οποία ξεκληρίστηκε όλη η οικογένεια και την – 70 χρόνια μετά – συνταρακτική αναζήτηση της πατρογονικής της εστίας, ώστε να ανακαλύψει την εθνική της ταυτότητα και το οικογενειακό της όνομα μέσα από τις θολές παιδικές της αναμνήσεις.
Η Σάνο Χάλο ήθελε με “θείο” πείσμα, όχι απλά να μην ξεχάσει, αλλά πολύ περισσότερο να αυτοπροσδιοριστεί εθνικά, κοινωνικά και ιστορικά. Και το πέτυχε με την πίστη και τη βοήθεια της κόρης της Θία. Η Γιαγιά του Πόντου έμαθε επιτέλους το πραγματικό της όνομα, έμαθε ποια είναι. Δεν έκανε το χατίρι των γενοκτόνων της. Επέζησε, κράτησε σαν φυλακτό τις θύμησες, τις διηγήθηκε, τις κατέγραψε με την πένα της κόρης της και δίδαξε την οικουμένη το ανείπωτο δράμα των Ελλήνων του Πόντου, των χριστιανών της Μικρός Ασίας. «Η Σάνο Χάλο υπήρξε αναμφισβήτητα μια θρυλική μορφή του Ελληνισμού, ένα τεράστιο εθνικό κεφάλαιο της Ομογένειας μας». Στην ανακοίνωση σημειώνεται και το εξής: «Σε μια συμβολική καμπή της ιστορίας της Γιαγιάς το Πόντου, στα εκατοστά γενέθλιά της, αποφάσισαν φίλοι και συγγενείς της, να εορτάσουν την 9η Μαΐου του 2009 τα εκατοστά γενέθλια της στη Μονή της Παναγίας Σουμελά στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ». Όπως κατέγραψε η ομογενειακή εφημερίδα, Εθνικός Κήρυκας: «Στην τελετή… δεν υπήρχαν λόγοι και επετειακές ‘κορώνες’, παρά μόνο ευχές και λόγια χαράς και συγκίνησης για τη Σάνο Χάλο, που δεν παρέλειψε να δώσει και η ίδια τις δικές της ευχές σε όλους: ‘εύχομαι στον καθένα από εσάς να γίνει 100’ είπε. Λίγο νωρίτερα η ίδια έδωσε επιγραμματικά το στίγμα της ημέρας: «Είμαι χαρούμενη, είμαι υγιής, είμαι μεγάλη» και συμπλήρωσε: «Σας είμαι ευγνώμων». Και όταν την ρώτησαν οι παρευρισκόμενοι ποιο είναι το μυστικό της μακροζωίας της, εκείνη ψύχραιμη και με ύφος στοργικό επεσήμανε: «δεν έχω μυστικό…». Όμως, λίγο μετά, είπε κι ένα τραγούδι στα ελληνικά, έτσι όπως το είχε μάθει στην γη των προγόνων της. Δίπλα της η κόρη της Θία που κατέγραψε στο βιβλίο «Ούτε καν το όνομα μου», την ιστορία του ξεριζωμού του ποντιακού στοιχείου». Κοντά της βρισκόμασταν όλοι μας, με δέος και σεβασμό. Αγκαλιάζαμε τη γιαγιά μας, μια γιαγιά που ίσως κάποιοι από εμάς δεν είχαμε ποτέ…».
Ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Σιούφας, για το θάνατο της Σάνο Χάλο, έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Ο θάνατος της Ευθυμίας Βαρυτιμίδου, της θρυλικής Σάνο Χάλο, αποτελεί μια τεράστια απώλεια για τον Ελληνισμό και την απανταχού κοινότητα των Ποντίων. Η Σάνο Χάλο, την οποία εύστοχα ο πρώην Πρόεδρος της Βουλής κ. Απόστολος Κακλαμάνης το 2008 αποκάλεσε Ελληνίδα Αννα Φρανκ, υπήρξε για πολλές δεκαετίες μάρτυρας και σύμβολο της γενοκτονίας των Ποντίων. Μια παγκόσμια πρέσβης για την ανάδειξη και καταδίκη ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα του 20ου αιώνα.
Ως Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, είχα την τιμή να ηγηθώ της πρωτοβουλίας της Βουλής μαζί με τα Ποντιακά Σωματεία να προχωρήσει η Κυβέρνηση στην έκδοση του σχετικού Π. Δ. με το οποίο αποδόθηκε τιμητικά η Ελληνική ιθαγένεια και στην Σάνο και στην θυγατέρα της Θία Χάλο. Στην εκδήλωση που έγινε για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων το 2009, επέδωσα, με τη συμμετοχή του τότε Υπουργού Εσωτερικών Προκοπή Παυλόπουλου και του τότε Υφυπουργού Θανάση Νάκου, το σχετικό Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, με το οποίο η Κυβέρνηση τους απέδιδε την Ελληνική ιθαγένεια και έγιναν δημότισσες του Δήμου Αθηναίων.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 2009, συναντήθηκα μαζί τους στην Βουλή, ημέρα που συνέπιπτε με τον εορτασμό από τη Βουλή των Ελλήνων της Παγκόσμιας Ημέρας της Δημοκρατίας, όπως και σε άλλα 159 κοινοβούλια σε ολόκληρο τον κόσμο. Θέμα αυτού του εορτασμού ήταν η ανοχή. Ανοχή στην άλλη άποψη, στο άλλο φύλο, στον άλλο λαό, στην άλλη θρησκεία.
Αυτός ο πυλώνας μπορεί να κατοχυρώσει την ειρήνη και τη συνύπαρξη των λαών, και όχι οι βιαιότητες και οι γενοκτονίες. Είπα τότε ότι ευχή και προσπάθεια όλων μας οφείλει να είναι ότι τραγικά γεγονότα όπως η γενοκτονία των Ποντίων, καθώς και άλλων χριστιανικών πληθυσμών που έγιναν τον προηγούμενο αιώνα, όχι μόνο στη γειτονική μας χώρα αλλά και σε άλλα μέρη του πλανήτη, τα οποία συμβαίνουν και σήμερα, να μην επαναληφθούν».
Οι δύο Ελληνίδες Πόντιες κρατούσαν με υπερηφάνεια τις ελληνικές ταυτότητές τους. Η συγγραφέας κ. Θία Μάρθα Χάλο μιλώντας για το θέμα της ανεκτικότητας, είπε ότι η μητέρα της, «αφηγούμενη την ιστορία της, ποτέ δεν της μετέδωσε μίσος για κανένα λαό. Η ανεκτικότητα είναι η βάση για να κατανοήσει κανείς την ιστορία και να διδαχθεί από αυτή»

***

Η Σάνο Χάλο συγκέντρωνε όλες εκείνες τις ιδιότητες που έχουν κάνει τους Έλληνες -παρά τις όποιες δοκιμασίες- να δημιουργούν ένα σπουδαίο πολιτισμό και μια μακρόχρονη ιστορία. Κατάφερε να μετατρέψει την τραγωδία σε μια γιορτή της ζωής.
Μέσα από τις στάχτες της αγαπημένης της πατρίδας ξεπήδησε η ζωή στην νέα της πατρίδα.
Αλλά ποτέ δεν ξέχασε και ποτέ δεν επέτρεψε και σε εμάς να ξεχάσουμε…»
Efthimia Varitimidou (Sano Halo) & Demetris Sioufas
***
Πηγή: Βιθυνιακά Χρονικά, Τριμηνιαία Έκδοση της Αδελφότητας Βιθυνών«, Έτος Γ’, Τεύχος 8, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2014.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Μια αφανής Aγία………………



site analysis



10352768_228472067363882_8631652997078485752_n
Σε μια κωμόπολη της βορείου Ελλάδος ζούσε μια κοπέλα τυφλή ονόματι Ασπασία. Ήταν ορφανή, πολύ φτωχή και εγκαταλελειμμένη απ’ όλους γι’ αυτό και μεγάλωσε χωρίς να μπορέση να μάθη γράμματα.
Ήταν περίπου 18-20 ετών, όταν πέρασε κάποιος ιεροκήρυκας της μητροπολιτικής περιφερείας και την είδε, την πήρε μαζί του και την έβαλε στη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμαθε ανάγνωση δια της αφής κατά το σύστημα των τυφλών. Εν συνεχεία, αφού έμαθε καλώς να διαβάζη, της χάρισε και μια Καινή Διαθήκη, γραμμένη στην ίδια γλώσσα, στη γλώσσα των τυφλών. Άρχισε λοιπόν η κοπέλα να τη διαβάζη ψηλαφώντας τη με τα δάχτυλα. Κι όσο τη μελετούσε, τόσο και μάθαινε τι ήταν ο Χριστός και τι έκανε γι’ αυτήν προσωπικά καθώς και για ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο μάθαινε, τόσο γαλήνευε και τόσο ειρήνευε η ταραγμένη της καρδιά.
Ο πόνος από τα τόσα βασανιστικά χρόνια που πέρασε, μαλάκωσε μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά γέμισε από χαρά και ειρήνη. Πλημμύρισε από ευτυχία. «Βρήκα τη χαρά, έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου κι αν λείπουν τα μάτια του σώματος, δεν με πειράζει. Με τα μάτια της ψυχής μπορώ να δω όλο τον κόσμο». Έβλεπε το φως του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία και εχαίρετο. ( Εμείς που είμαστε «ανοιχτομάτηδες» το βλέπουμε αυτό το Φως;…).
Κάποτε όμως έπαθε μια φοβερή δερματική νόσο που επρόσβαλε ακόμη και τα χέρια της, τα οποία «κάηκαν» , με αποτέλεσμα να χάση από τα δάχτυλά της την αφή. Δεν μπορούσε πλέον να ψηλαφήση την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο ιερό βιβλίο.
Η λύπη της και ο πόνος της ήταν απερίγραπτος . Έκλαιγε μέρα-νύχτα. Είχε χάσει τη δυνατότητα να παίρνη δύναμι και χαρά μέσα από το άγιο Βιβλίο. Της είχε μείνει όμως η προσευχή. Διότι, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή τυφλών ένας Αγιορείτης μοναχός, της δίδαξε τον τρόπο πώς να λέγη την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Έκανε λοιπόν πολλή προσευχή , για να δώση ο Ιησούς Χριστός μια καλή λύσι. Και ο Θεός απάντησε.
Μια μέρα πήρε με λαχτάρα το ιερό Βιβλίο , την Καινή Διαθήκη, και το έφερε στο στόμα της, για να ασπαστή τα γράμματά του, που αυτά τα γράμματα , μας μεταφέρουν τη σοφία του Θεού, τη λύτρωσι και τη σωτηρία. Και τότε ανακάλυψε κάτι παράξενο: κατάλαβε ότι μπορούσε να διαβάζη την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά, που της την έδινε πάλι η μελέτη του λόγου του Θεού. Και μέσα απ’ αυτή την παράδοξη μελέτη, ήλθε η δοξολογία, ήλθε η ευχαριστία, ήλθε η ζώσα προσευχή.
Μελετούσε και ύστερα έκανε προσευχή μετά δακρύων για όσους είχαν τα ίδια προβλήματα με σωματικές αναπηρίες και ασθένειες και ιδιαιτέρως προσευχή για όσους ήσαν τυφλοί στην ψυχή από την αμαρτία. Με την προσευχή της έβλεπε το θρόνο του Θεού και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για τους πτωχούς , τα ορφανά, τους ανέργους, τους αστέγους, για όλους τους ασθενείς. Για τους καλούς και τους κακούς, για τους αγαθούς και πονηρούς, για τους δικαίους και αδικουμένους, αλλά και για εκείνους που εξακολουθούν να αδικούν τον κόσμο… για τους άρχοντας και τους αρχομένους. Όλοι τους να φωτιστούν κι όλοι τους να δουν το Φως το αληθινό, τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου!
Κάποτε, αρρώστησε βαρειά. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων. Και ζήτησε την Καινή Διαθήκη, είπε να την ανοίξουν και ανοιχτή να της την ακουμπήσουν στα χείλη της.
Άπλωσε τα χέρια της η Ασπασία και την κράτησε γερά, αλλά ξεψυχισμένα. Οι οικείοι της κατά Θεία Πρόνοια την άνοιξαν στο Α΄ κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Και επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Εν αρχή ην ο Λόγος ,και ο Λόγος ην προς τον Θεόν», πέταξε η ψυχούλα της ψηλά στον ουρανό, ενώ συγχρόνως πλημμύρισε το δωμάτιό της με άρρητη γλυκύτατη ευωδία.
Είναι κι αυτή μια αφανής Αγία!…

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Ασθένεια και Οσιακή τελευτή της Γερόντισσας Μακρίνας Βασσοπούλου (1921-1995)]



site analysis


Ασθένεια

ceb3ceb9ceb1ceb3ceb9ceb1
Κατά τα μέσα του έτους 1987 η Γερόντισσα προσεβλήθη από καρκίνο του εντέρου. Πριν χειρουργηθή, μετέβη με μεγάλη ευλάβεια και πίστι στην Κρήτη, στα Ρούστικα Ρεθύμνου, για να την σταυρώση ο ιερεύς π. Σταύρος Τσαγκαράκης με το Τίμιο Ξύλο. Βίωσε τότε εντόνως την θαυματουργική ενέργεια του Τιμίου Σταυρού, διά του οποίου αισθάνθηκε να συρρικνούται ο καρκίνος. Χειρουργήθηκε στο Λονδίνο συνοδευομένη από τον Γέροντά μας, π. Εφραίμ, την αδελφή Εφραιμία και την μακαριστή αδελφή Μακρίνα, πρώην προϊσταμένη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Η Γερόντισσα ειχε πάρει μαζί της την εικόνα των Αγίων Αναργύρων, παλαιά ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Ο κανονισμός του νοσοκομείου δεν επέτρεπε συνοδούς τις βραδινές ώρες. Η Γερόντισσα, επειδή η ίδια δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα και δεν μπορούσε μόνη της να συνεννοηθή, παρακαλούσε την Παναγία να φωτίζη τις νοσοκόμες και να τις στέλλη, όταν χρειαζόταν βοήθεια μετά την νάρκωσι και την εγχείρησι. Την νύκτα μετά την επέμβασι, αλλά και επί, αρκετές νύκτες, η Γερόντισσα δεχόταν την επίσκεψι των Αγίων Αναργύρων, που εμφανίζονταν με λευκές ιατρικές στολές. Ήταν μελαμψοί, μιλούσαν στην αραβική γλώσσα και κρατούσαν στα χέρια τους λευκά μανδηλάκια βοηθώντας την να βγάζη μετεγχειρητικώς τα πτύελα. Η Γερόντισσα αρχικώς δεν είχε αντιληφθή ποιοι ήταν οι ιατροί που την διακονούσαν και παρακάλεσε τον Γέροντα και τις αδελφές να τους αναζητήσουν για να τους ευχαριστήσουν, δίδοντάς τους κάποια ευλογία ως δώρο για όλη την βοήθεια που της προσέφεραν. Όμως, η περιγραφή των δύο ιατρών από την Γερόντισσα δεν ταίριαζε με τους ιατρούς που εργάζονταν σε εκείνο το νοσοκομείο. Τότε αντελήφθησαν όλοι ότι ήταν θαύμα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, η μνήμη των οποίων ετιμάτο εκείνη την ημέρα.
Η Γερόντισσα είδε ακόμη δύο νέες γυναίκες, ως αδελφές νοσοκόμες, που φορούσαν λευκές στολές και λευκά σκουφάκια και όχι θαλασσιά, όπως στο εκεί νοσοκομείο. Ήταν όρθιες στο κάτω μέρος της κλίνης και με το γλυκύ βλέμμα τους την παρηγορούσαν. Όταν η Γερόντισσα διερωτήθηκε ποιές να είναι, άκουσε στην διάνοιά της μία φωνή που της έλεγε ότι είναι ο Άγγελος της ψυχής της και ο Άγγελος του Μεγάλου Σχήματος. Ο Άγγελος της ψυχής μάλιστα την πληροφόρησε ότι δεν θα την έπαιρνε ακόμη, αλλά μετά από επτά χρόνια.
Καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής της, των δεκαεπτά ημερών, στο νοσοκομείο δοκίμασε μέν τον ανθρώπινο πόνο στην ασθένεια, αλλά δεν της έλειψε και η θεία παρηγορία. Αισθανόταν ένα απαλό αεράκι, όπως διηγείτο, να δροσίζη το πρόσωπό της και να την ανακουφίζη. Ζούσε ένα ουράνιο μεγαλείο στην ψυχή της. Παραλλήλως αισθανόταν τις προσευχές των άνθρώπων για την αποκατάστασι της υγείας της· όπως έλεγε χαρακτηριστικώς, περνούσαν νοερώς όλοι από εμπρός της σαν να ήταν ένα τάγμα. Πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα, η Γερόντισσα Μακρίνα επισκέφθηκε μαζί με τους συνοδούς της τον μακαριστό Γέροντα π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896-1993) στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας. Ο Γέρων Σωφρόνιος τους υποδέχθηκε με πολλή εγκαρδιότητα και η φιλοξενία τους εκεί ήταν αβραμιαία.
Οσιακή τελευτή
Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.
Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκύνηση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή. Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησί της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω». Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.
Την εβδομάδα πριν από την κοίμησί της είπε σε μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, την αδελφή Εφραιμία, κατά την ώρα που της έπλενε τα πόδια, «αυτά τα πόδια σε λίγες μέρες θα είναι μέσα στο χώμα». Κατά τις τελευταίες ημέρες επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με πολλούς ανθρώπους γνωστούς της, τους προσκαλούσε στο Μοναστήρι και τους έδιδε τις τελευταίες συμβουλές της, χαρίζοντας και κάτι από το κελλί της ως ευλογία.
Την περίοδο αυτή, λόγω της καρδιακής της ανεπάρκειας, είχε δυσκολία στην αναπνοή. Τα βράδια που η κατάστασί της επιδεινωνόταν έβλεπε από την εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, που υπάρχει στο κελλί της, να βγαίνη μία παιδούλα με πλεξούδες σε ηλικία δώδεκα ετών, να την πλησιάζη και να την σκεπάζη. Καθώς την κοίταζε, υποχωρούσε η δυσκολία της και έτσι μπορούσε να αποκοιμηθή. Η Γερόντισσα δεν το είχε αναφέρει αυτό σε κανένα και δεν άφηνε καμμία αδελφή να μένη στο κελλί της, για να μη χάση αυτή την ουράνια συντροφιά της Παναγίας. Κάποιο βράδυ η αδελφή Εφραιμία, ανησυχώντας για την δύσπνοια που παρουσίαζε, σύρθηκε αθόρυβα στον καναπέ του κελλιού της και όταν κάποια στιγμή η Γερόντισσα σηκώθηκε και την είδε, την επέπληξε και ακουσίως της φανέρωσε ότι λόγώ της παρουσίας της στερήθηκε εκείνο το βράδυ την επίσκεψι της Παναγίας.
Η ημέρα της Κοιμήσεως της Γερόντισσας ήταν η Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 22-5/4-6 του έτους 1995. Εκείνη την ημέρα λόγω της ασθενείας της δεν μετέβη στην εκκλησία. Το μεσημέρι παρ’ όλη την δυσκολία σηκώθηκε, κατευώδωσε μερικούς φιλοξενούμενούς μας και αποσύρθηκε πάλι στο κελλί της. Κατά την 1:30 το μεσημέρι πέρασαν από το κελλί της οι αδελφές που διακονούσαν την εβδομάδα εκείνη στο μαγειρείο, η αδελφή Μαρία (νυν Γερόντισσα της Ιεράς Μονής Παναγίας Γλυκοφιλούσης στην Ραψάνη Λαρίσης), η αδελφή Χρυσοβαλάντου και η δόκιμος Χρυσαυγή (νύν αδελφή Ακυλίνα). Μαζί τους κάθισε και μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, η αδελφή Νεκταρία. Η Γερόντισσα, καθιστή στην καρέκλα, άρχισε την συζήτησι περί θανάτου. Αναφέρθηκε στην εν ουρανοίς συνοδία μας, στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, στον πρώτο πνευματικό της, και κατωνόμασε τις αδελφές που είχαν ήδη κοιμηθή. Μετά από λίγο έφυγαν οι αδελφές Χρυσοβαλάντου και Χρυσαυγή και έμείνε η Γερόντισσα με τις άλλες δύο. Κάθισε στον καναπέ και, επειδή άρχισε να αισθάνεται πόνο, ζήτησε από την αδελφή Μαρία να την τρίψη στην πλάτη επάνω από τα ρούχα, ενώ παραλλήλως η μεγαλύτερη αδελφή ετοίμαζε το κρεββάτι της.
Μετά τις 2:00 η Γερόντισσα πήγε να ξαπλώση, αλλά σε λίγο ανασηκώθηκε λόγω της δυσφορίας που ένοιωθε. Η αδελφή Νεκταρία προσφέρθηκε να σηκώση ψηλότερα τα μαξιλάρια, για να ανακουφισθή. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και ζήτησε από τις αδελφές να αποσυρθούν και να επανέλθουν κατά τις 4:00 το απόγευμα. Η αδελφή Μαρία μετά από μιάμιση περίπου ώρα άκουσε μία φωνή που την ξύπνησε λέγοντας ότι η Γερόντισσα δεν είναι καλά. Σηκώθηκε αμέσως και με ενα ποτήρι χυμό, που πάντα ευχαριστούσε την Γερόντισσα, κατέβηκε στο κελλί της, όπου συνάντησε την αδελφή Μακρίνα, η οποία την ενημέρωσε ότι η Γερόντισσα δεν αισθανόταν καλά. Η Γερόντισσα ήπιε δύο γουλιές μόνο από το χυμό, που της προσέφερε η αδελφή Μαρία. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθή ότι όταν η Γερόντισσα Μαρία, κατά κόσμον Μαρίνα, ήταν δεκατριών ετών και είχε έλθει για να φιλοξενηθή στο Μοναστήρι κατά το διάστημα από 17 Ιουλίου μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, αισθάνθηκε έντονη αγάπη προς την μοναχική ζωή· όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της φιλοξενίας της, έκλαιγε, διότι δεν ήθελε να φύγη. Η Γερόντισσα της είπε, «δεν θα μείνης τώρα, αλλά στα δεκαεπτά σου χρόνια θα έρθης». Επειδή όμως η Γερόντισσα ήταν πάντοτε φιλάσθενος, η μικρή Μαρίνα της είπε με παράπονο, «τότε δεν θα ζήτε», κι εκείνη της απάντησε, «δεν θα έχω πεθάνει, αλλά εσύ θα μου κλείσης τα μάτια!».
Ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζουν οι πνεύμονες υγρό που ακουγόταν στην αναπνοή της Γερόντισσας. Εντός ολίγων λεπτών έφθασαν στο κελλί η αδελφή Μυροφόρα και η αδελφή Νεκταρία, η οποία παρέμεινε συνεχώς κοντά στην Γερόντισσα και της σφράγισε εν τέλει τα μάτια. Η αδελφή Σιλουανή, η ιατρός της Μονής, μέτρησε την πίεσι της Γερόντισσας· ήταν είκοσι δύο, της έδωσε ένα υπογλώσσιο και της χορήγησε οξυγόνο. Στο διάστημα αυτό ειδοποιήθηκαν και οι υπόλοιπες αδελφές. Άλλες άρχισαν Παράκλησι στην Θεοτόκο και άλλες έσπευσαν να βοηθήσουν. Η Γερόντισσα ήταν σιωπηλή και ανέπνεε με πολλή δυσκολία. Το πρόσωπό της ήταν εντόνως ροδαλό και είχε αρχίσει η εφίδρωσι. Η πίεσι εξακολουθούσε να ανεβαίνη και σε λίγο ζήτησε από την αδελφή Μακρίνα να καλέση τον εφημέριο της Μονής μας, π. Ιωσήφ, για να την σταυρώση με την Αγία Λόγχη και με άγια Λείψανα. Ήταν ο τελευταίος λόγος που είπε.
Εντός ολίγου έφθασε και ο παθολόγος ιατρός της Μονής, κ. Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ο οποίος διέγνωσε οξύ πνευμονικό οίδημα με άρτηριακή πίεσι απροσδιόριστη. Προσπάθησε με καρδιακές μαλάξεις να βοηθήση, αλλά το καρδιογενές σοκ ήταν μη αναστρέψιμο και μετά από λίγο η Γερόντισσα κατέληξε, γεγονός που τεκμηριώθηκε με ηλεκτροκαρδιογράφημα. Η Γερόντισσα είχε ήδη παραδώσει την αγία της ψυχή.
Κατά τις στιγμές αυτές η αδελφή Μακρίνα προσπαθούσε να επικοινωνήση τηλεφωνικώς με τον σεβαστό Γέροντά μας, ο οποίος ήταν στην Αμερική, για να τον ενημερώση για την κατάστασι της Γερόντισσας. Κατά την διάρκεια της επικοινωνίας ειδοποιήθηκε η αδελφή ότι η Γερόντισσα εκοιμήθη. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού». Επιστρέφοντας η αδελφή Μακρίνα στο κελλί της μακαριστής Μητρός μας και ασπαζομένη το ιερό της μέτωπο, που ήταν ιδρωμένο, αισθάνθηκε ευωδία.
«Την αειτάραχον θάλασσαν, του βίου διαδραμούσα, τώ του Κυρίου λιμένι προσέδραμε τη πίστει»[1] η μεταστάσα Γερόντισσά μας. Το σεπτό σκήνωμά της παρέμεινε στο Καθολικό της Μονής επί τρεις ημέρες μέχρι την Εξόδιο Ακολουθία και την ταφή. Κατά την διάρκεια της αναγνώσεως του ιερού Ψαλτηρίου ετελούντο Τρισάγια υπό των προσερχομένων Ιεραρχών, Ηγουμένων, Ιερομονάχων και Ιερέων τόσο του Αγίου Όρους όσο και άλλων Ιερών Μονών και περιοχών της Ελλάδος. Κατέφθαναν επίσης Γερόντισσες και μοναχές από διάφορα Μοναστήρια και πλήθη λαϊκών αδελφών, για να ασπασθούν την οσιωτάτη Μητέρα μας, άνθρωποι περίλυποι και ενδάκρυες που είχαν ευεργετηθή από τις προσευχές, τις νουθεσίες και τις συμβουλές της.
Στο οσιακό πρόσωπο της μακαριστής Γερόντισσάς μας, που αναπαυόταν, είχε εντυπωθή η εκ Θεού μακαρία ειρήνη. Παρευρίσκετο εν Αγίω Πνεύματι ανάμεσά μας δίδοντας στις ψυχές μας θεία παρηγορία και χάρι. Από τους οφθαλμούς μας έρρεαν ησύχως άφθονα τα δάκρυα που επήγαζαν από τα αισθήματα λύπης και χαράς, πένθους και Αναστάσεως και που ανεξηγήτως εναλλάσσονταν στις καρδιές μας. Πράγματι αυτές τις η μέρες και τις νύκτες και εν συνεχεία καθ’ όλο το τεσσαρακονθήμερο που ακολούθησε, βιώσαμε εν σιωπή την πνευματική εμπειρία της χαρμολύπης, όπως την αναφέρουν οι Άγιοι Πατέρες και Ασκητές της Εκκλησίας μας. Η πνευματική αυτή κατάστασι ήταν δωρεά του Θεού διά των ευχών της οσιωτάτης Μητρός μας προς παραμυθίαν και ενίσχυσίν μας.
Η Εξόδιος Ακολουθία ετελέσθη την Τρίτη 24η-5/ 6η-6 και μετά την ταφή παρετέθη τράπεζα αγάπης στην Μονή για όλους τους παρευρισκομένους, εις μνήμην της αοιδίμου Μητρός μας. Πλήθος μοναχών και λαϊκών κατέκλυσαν τις ημέρες αυτές την Ιερά Μονή και φιλοξενήθηκαν σε αυτήν, αποτίοντες έτσι εμπράκτως φόρο τιμής και αγάπης, και κατευοδούντες την διδάσκαλο, την ευεργέτιδα και την Μητέρα προς την αιώνιον πατρίδα εις συνάντησιν του Νυμφίου, Όν ηγάπησεν.
Σημειώσεις:
1. Εκ της Νεκρώσιμου Ακολουθίας εις Μοναχούς.
Πηγή: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Γερόντισσα Αναστασία της Ι.Μ. "Κυρά των Αγγέλων"



site analysis

Η Γερόντισσα Αναστασία, η τελευταία κτίτωρ και ανακαινιστής της Μονής της Κυράς, εγεννήθη το έτος 1910 εις τον συνοικισμό Βλαχάτικα του χωρίου Αγίων Θεοδώρων Λευκίμμης.
Ο πατήρ της ωνομάζετο Χαράλαμπος Βλάχος και η μήτηρ της Ελένη Βλάσση. Ήσαν πτωχοί αγρότες, άνθρωποι του μόχθου, τίμιοι και ευσεβείς. Η θεοσεβής μήτηρ της Ελένη εις νεαρά ηλικία, αξιώθηκε θεϊκής οπτασίας προ του κατεστραμμένου ιερού σκηνώματος της Παναγίας της Κυράς. Η Γερόντισσα ήτο δίδυμος με την Διαμαντίνα Βλάχου-Κουρή και είχε ακόμη τέσσαρας αδελφάς, τας: Ασημίνα, Αρετούσα, Θεοδώρα και Ιωαννέτα. Επίσης είχε και δύο αδελφούς, τον Συμεών και τον Στυλιανόν. Από τους αδελφούς και αδελφάς της Γεροντίσσης απέκτησε τέκνα μόνον ο Συμεών, τον αριθμόν τρία.
Εις την οικογένεια της ευρίσκοντο και δύο ενάρετοι ρασοφόροι....

Η Γερόντισσα Αναστασία εγκαθίσταται στην Κυρά

Η Αναστασία όταν ήταν δέκα ετών διαβαίνουσα από την κατεστραμμένη Εκκλησία της Κυράς, αφού έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταύρου άκουσε μία γλυκεία γυναικεία φωνή, η οποία ερχόταν από το κωδωνοστάσιο του ναού να της λέγη: «Είναι κρίμα ο οίκος μου να είναι έρημος. Εσύ τέκνον μου εκλήθης διά να φτιάξης την Εκκλησίαν και την Μονήν Μου».

Εις τα δεκατέσσαρά της χρόνια εμφορουμένη από θειο πόθο γι' ολοκληρωτική αφιέρωσι στον Χριστό η Αναστασία εγκαταλείπει την πατρική της οικία και εγκαταβιοί στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου εις τα Μελίκια Λευκίμμης όπου και ενδύεται το ράσο.
Εκεί αποδύεται σε αυστηρούς ασκητικούς αγώνας, ενθυμουμένη πάντοτε την εντολή της Παναγίας. Με υπομονή, προσευχή και πνευματική πρόοδο περνούν 9 χρόνια έως ότου καταρτισθή στην μοναχική ζωή πλήρως.
Το έτος 1933, με την ευλογία της Μονής της μετανοίας της, αποχωρεί από τον Άγιο Νικόλαο και εγκαθίσταται οριστικά στην Κυρά. Τα πάντα γύρω της μαρτυρούν την εγκατάλειψι και αδιαφορία.
Οι τοίχοι του ναού είναι γκρεμισμένοι. Στον χώρο του ναού φύονται αγριοσυκιές. Επάνω στην Αγία Τράπεζα ευρίσκει ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι, το οποίο εχρησιμοποιείτο ως κανδήλα. Κοιμάται αρχικώς στο ύπαιθρο έως ότου εγκατασταθή στο μοναδικό κελλί το οποίο έκτισαν ειδικά γι' αυτήν οι συγγενείς της.

Η ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης

Νηστεύει υπέρ μέτρον. Κάνει συχνότατα τριήμερα. Εσθίει μία φορά την ημέρα μετά την δύσι του ηλίου. Συνήθως άρτον εξηραμμένον άνευ ελαίου ακόμη και τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές. Ποτέ της δεν χορταίνει το φαγητό της ακόμη κι αν αυτό είναι ολίγα νερόβραστα αγριολάχανα.
Από την αδιάκοπη νηστεία παθαίνει θυρεοειδή και αβιταμίνωσι. Η υγεία της κλονίζεται κι όμως η αγάπη του Χριστού φλογίζει το είναι της. Κατά την μαρτυρία της υποτακτικής της μοναχής Αναστασίας Καστρινού, το σώμα της ήταν ένα ξύλο τετυλιγμένο στα ράσα.
Στον λαιμό της έφερε μία τεράστια κοίλη σε μέγεθος πορτοκαλιού εξαιτίας του θυρεοειδούς. Ουδέποτε έκαμε παράπονο για την ασθένεια της ούτε και επισκέφθηκε ιατρό για να υποβληθή στην αναγκαία εγχείρησι ή να της χορήγηση φάρμακα. Ένας ιατρός προσπάθησε να την εξετάση και εκείνη τον επετίμησε λέγουσα: «Κοίταξε να αλλάξης την ζωήν σου διότι είσαι βουτηγμένος εις την αμαρτίαν».

Υπέφερε φρικτούς πόνους

Η Γερόντισσα είχε στο ένα της πόδι πληγωθεί από κτύπημα τσεκουριού κατά την διάρκεια αγροτικών εργασιών. Ποτέ της δεν επεσκέφθη ιατρό γι' αυτό τον λόγον. Προσευχόταν και η πίστις της τής έδιδε αντοχή στους πόνους. Μοναδικό της φάρμακο ήταν το λάδι της κανδήλας της Κυράς με το όποιο το άλειφε όσες φορές υπέφερε...

Ελέγχει τους καταλύοντας την νηστεία

Ευρέθη κάποτε σε ταξείδι στην Ηγουμενίτσα για κάποια υπόθεσι της Μονής και εφιλοξενήθη σε γνωστά της πρόσωπα τα οποία κατέλυαν κρέας σε ήμερα Παρασκευή. Αφού τους ήλεγξε αυστηρότατα, συνέλεξε από το χωράφι χόρτα και τα εμαγείρευσε για να φάνε όλοι.
Στον εαυτό της και μόνον ήταν εγκρατής υπέρ μέτρον. Στις μοναχές της εφέρετο μετά διακρίσεως και αναλόγως των ασθενειών των επέτρεπε να εσθίουν ιχθύας (βακαλάο) ή κρέας. «Εσύ δουλεύεις εις το κτήμα και κοπιάζεις και δικαιούσαι να τρως καλά διά να έχης την υγειάν σου», συνήθιζε να τους λέγη.
Όλοι ενθυμούνται τα νερόβραστα μα νοστιμότατα φαγητά της. Εμαγείρευε με ιδιαίτερη αγάπη και για τους προσκυνητάς οι οποίοι έρχονταν από την Ήπειρο για να την συμβουλευθούν...

Άλλη ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης

Η ιδία κατά κανόνα συνετηρείτο από την θεία Κοινωνία. Ετηρούσε την αλουσία και την χαμαικοιτία. Μέχρι τέλους της ζωής της ετήρει το ανυπόδητον ακόμη και με τους μεγαλύτερους παγετούς. (Έτσι την βλέπομε και στις σχετικές φωτογραφίες της εποχής).
Από τότε που στρώθηκε μουσαμάς στο πάτωμα ουδέποτε επάτησε επάνω αλλά ούτε και επλησίασε ποτέ της το ψυγείο. Τις ελάχιστες ώρες αναπαύσεως «έκλεβε» τον ολιγοστό της ύπνο επάνω σε δύο χονδροκομμένα σανίδια, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο όπου και έστρωνε μία κουρελού, το δε προσκέφαλό της ήταν μία πέτρα.
Τα ενδύματά της ήσαν πάντοτε πεπαλαιωμένα και εφθαρμένα πλήρη επιδιορθωμάτων ώστε δεν εγνώριζε κανείς, ποιο ήταν το αρχικό ύφασμα!
Κατόπιν παρελεύσεως είκοσι εποικοδομητικών για το πνεύμα της χρόνων, προσήλθε στην Μονή η πρώτη της υποτακτική και σταδιακώς η συνοδεία της έγινε επταμελής. Η διδαχή της για τις μοναχές της δεν αφεώρα απλώς στην τέλεσι των τριών βασικών αρετών αλλά κυρίως την ταπείνωσι, την αφάνεια, την καταπολέμησι της φιλαυτίας, την αδιάλειπτη προσευχή και την απόλυτη πτωχεία.
Πλούσιες ήσαν οι πνευματικές δωρεές οι οποίες της εδόθησαν άνωθεν για την μεγάλη της αυταπάρνησι και την υπέρμετρη άσκησί της. Της εδόθησαν άνωθεν το προορατικό και το διορατικό, χαρίσματα τα οποία χρησιμοποιούσε με κεκαλυμμένο τρόπο προς δόξαν Θεού για να ωφελήση την συνοδεία της και τους πάσχοντας πνευματικώς συνανθρώπους της και όχι γι' εντυπωσιασμό και αυτοπροβολή.

Η ελεήμων μήτηρ

Μέσα στην πάροδο των ετών πολλοί απηλπισμένοι εκτύπησαν την θύρα του κελλιού της και ανεχώρησαν χαίροντες, λαβόντες ως εφόδιο την αγία προσευχή της. Επιθυμούσε να διδάξη όλους δύο πράγματα: την προσευχή και την εξομολόγησι.
Με το πτωχότατο βαλάντιο της συμπαρεστάθηκε σε πολλούς αναξιοπωθούντας κατά την διάρκεια της Κατοχής και ύστερα εμπεριστάτους συνανθρώπους της και ιδιαίτερα τους πτωχούς οικογενειάρχας. Πολλούς επίσης απέτρεψε από εγκληματικές ενέργειες.
Αποτέλεσμα της θαυμαστής προσευχής της


 Διά της προσευχής της ανέβλυσε θαυματουργικώς νερό από ξηροπήγαδο της Μονής, εξεδιώχθησαν τα φίδια από τον αύλειο χώρο του ναού και εκαθαρίσθησαν δαιμονιζόμενοι οι οποίοι και μόνον στο άκουσμα του ονόματός της εθορυβούσαν φωνάζοντες: «Δεν την αντέχομε, δεν την αντέχομε την γριά ξυπόλητον».
Η σεμνότης και η ευπρέπεια της εμφανίσεως των προσκυνητών, ανδρών τε και γυναικών ήσαν κανών απαράβατος. Από τις αυστηρές παρατηρήσεις της, ουδείς εξαιρείτο. Τα χείλη της και το καθάριο στόμα της εξέφεραν μόνον προσευχές και δοξολογίες στον Θεό.
Η αργολογία, η κατάκρισις και η ιεροκατηγορία ήσαν άγνωστοι γι' αυτήν παρ' όλο ότι επληγώθη «λόγω και έργω» από την κακία των ανθρώπων ακόμη και αναξίων μερικών ρασοφόρων και λειτουργών.
Όταν την επεσκέπτονταν μορφωμένοι, εκπαιδευτικοί κ.ά. αμέσως έφερε ένα βιβλίο, συνήθως την Αγία Γραφή, και επιτακτικώς έλεγεν: «Εσύ που είσαι γραμματιζούμενος για διάβασέ μας λίγο από αυτό το βιβλίο να ιδούμε τι έχει να μας πη σήμερα ο Θεός μέσα απ' αυτό!».
Ωμιλούσε αυστηρά και ήλεγχε διότι δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις από το θέλημα του Θεού όπως το εδιδάχθηκε από την Αγία Γραφή και την παράδοσι των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ουδείς όμως την εφοβείτο διότι εις αυτό το πήλινο σκεύος ηδύνατο να διακρίνη τις αγάπη μητρική και στοργή πνευματική γι' όλα τα τέκνα της Κυράς όπως συνήθως απεκάλει τους προσκυνητάς της Μονής.

Ο λόγος της ήταν απλούς αλλά και θεοφώτιστος. Οι συμβουλές της λιτές και κατανοητές και από τους απλούστερους. Η συμβολή της στην επίλυσι των προβλημάτων των πιστών ήταν θετική με αίσια έκβασι. Όποιος την επλησίαζε αισθανόταν μία ανεξήγητη γαλήνη και γλυκύτητα να κυριαρχή στο είναι του και αυτό ήτο αποτέλεσμα της ειρηνικής και προσευχομένης καρδίας της.
 Η συναναστροφή μαζί της μόνον ψυχωφελής και εποικοδομητική μπορούσε να είναι. Τόσον εξοικειωμένη ήταν με το ιερό πρόσωπο της Θεομήτορος, ούτως ώστε σε κάθε στιγμή και ώρα έσπευδε προ της αγίας Της εικόνος για να Της καταθέση το κάθε τι. Όταν οι προσκυνητές ή και τα πνευματικά της τέκνα της εζήτουν καθοδήγησι έλεγε: «Πάω να ρωτήσω πρώτα την Παναγίαν».


Η Γερόντισσα και οι προσκυνηταί

Την Γερόντισσα επισκέπτονταν καθημερινά πολλοί προσκυνηταί από διάφορα μέρη της νήσου και της Ελλάδος. Κατά την υποτακτική της μοναχή Αναστασία Καστρινού ο κόσμος εσχημάτιζε «σχοινί». Ήσαν δηλαδή πολλοί στην σειρά ωσάν σχοινί το οποίο δεν έχει αρχή και τέλος.
Η Γερόντισσα τους εδέχετο όλους και ευκατάστατους και ασήμαντους, και πνευματικούς και ακατάρτιστους.
Η ιδία στεκόταν εμπρός στην θαυματουργό εικόνα της Κυράς των Αγγέλων ενώ τον προσκυνητή έβαζε να προσευχηθή ενώπιον του Κυρίου στον Αρχιερατικό θρόνο.
Αφού τους απεκάλυπτε Χάριτι Θεού τα δέοντα για την σωτηρία τους, τους συνιστούσε νηστεία, προσευχή, εξομολόγησι, ευχέλαιο και Θεία Κοινωνία. Άλλοτε τα έλεγε στους ιδίους και άλλοτε έβαζε τους οικείους τους να μεταφέρουν τα μηνύματά της. Πολλές φορές έλεγε στις μοναχές: «Πιο γρήγορα απόψε οι δουλειές σας, ενωρίς να πάτε εις το κελλί. Αύριο θα έλθουν πολλοί Χριστιανοί από Ήπειρον και από παντού».
Τηλέφωνο και άλλο μέσο επικοινωνίας δεν υπήρχε. «Έχομε ένα σύρμα από την Μονήν μέχρι τα πανταχού της γης σπίτια», συνήθιζε να λέγη. «Και ποιο είναι αυτό;» την ρωτούσαν. «Η χάρις του Θεού και της Παναγίας» απαντούσε με ταπείνωσι. Όταν δε την ρωτούσαν τι βλέπει και ομιλεί αναλόγως στον καθένα εκείνη έκρυπτε την αγιοπνευματική αρετή της και έλεγεν απλώς: «Η χάρις του Θεού με φωτίζει τι να πω η αγράμματος και αθλία».
 Εκείνο δε το οποίο εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι απευθυνόταν στην Παναγία και τους Αγίους με οικειότητα, ωσάν σε ειδικά της πρόσωπα!
Εφρόντιζε όλοι να φιλοξενηθούν και να ξεκουρασθούν στο μοναστήρι και να φύγουν με εφόδιο την ευλογία της Παναγίας και την ιδική της ευχή και φορτωμένοι κυριολεκτικά με τα δώρα της αγάπης της. Ήταν αφιλοχρήματος και ανάργυρος.
Οι προσφορές για τα έργα της Μονής δίδονταν από όσους μπορούσαν χωρίς η ιδία να το ζητήση. Η κεκρυμμένη αρετή της την επρόδιδε και παρ' όλη την «ανάρμοστον» εμφάνισί της το Πνεύμα του Θεού πληροφορούσε τις καρδιές όλων που την επισκέπτονταν κατ' επανάληψι για να ωφεληθούν από τον λόγο και την προσευχή της. Στις καρδιές όλων εγένετο Μήτηρ, η μετά την Κυράν όντως Μήτηρ!...


Κύριο μέλημά της η ανακούφισις των ενδεών

Η μακαρία Γερόντισσα Αναστασία ζούσε σε από¬λυτη πτωχεία. Ως νεαρά ήταν εύμορφος και όλοι την επαινούσαν γι' αυτό. Για αυτό έβαλε κανόνα στον εαυ¬τό της να μένη πάντοτε ρακένδυτος και ατημέλητος....
Η τέχνη της ήταν το να μοιράζεται όχι από το πε-ρίσσευμα της αλλά εξ εκείνου το οποίον δίδοντας το, το εστερείτο. Είχε βεβαίως την πρόνοιά της η Μεγάλη Γερόντισσα της Μονής, η ιδία η Κυρά!...


Σηκώνει αγογγύστως τον σταυρό του διωγμού

Εκείνο όμως το οποίο εχαρακτήρισε κατ' εξοχή την ζωή της μακάριας Γεροντίσσης ήταν ο διωγμός. Διωγμός από παντού από εκκλησιαστικούς και τοπικούς άρχοντας. Διωγμός ανηλεής και ακατάπαυστος. Ο εν λόγω σταυρός του διωγμού είναι ένας εκ των οποίων δίδονται άνωθεν εις τους τελείους προς εξαγιασμό τους.
Όπως λέγη απλώς ο λαός, η Γερόντισσα «ουδέποτε κατάπιε γλυκό σάλιο». Εκυνηγήθη βαναύσως, εκτυπήθη, εκακοποιήθη και εδικάσθη γι' υλικά ωφέλη. Εκείνη όμως προσευχομένη αντεμάχετο τους πονηρούς δαίμονας οι οποίοι παρετηρούσαν μία πτωχή και αγράμματη γυναίκα να τους πολεμά αγογγύστως και με ταπείνωσι, μηδέποτε διαμαρτυρόμενη....
Η τελευταία ιδιοκτήτρια του ναού, η Ελένη Μοναστηριώτου, προτού κοιμηθή τον φυσικό θάνατο εδήλωσε εις όλους ότι επιθυμία της ήταν ο Ναός της Παναγίας να γίνη Ιερά Μονή και να εγκαταβιώσουν σε αυτήν μοναχαί. Η προσευχή και η φιλοξενία να μην παύουν όπως χαρακτηριστικώς είχεν είπει. Η απλοϊκή Αναστασία κατώκησε χάριτι Θεού και κατ’ εντολή της Παναγίας στην Κυράν και ειργάσθη αόκνως για την ανακαίνισι του ναού και την συγκρότησι της Ιεράς Μονής εις βάρος πολλές φορές της υγείας της και άνευ βοηθείας των εντοπίων.
Η εργασία της αυτή μαζί με την πνευματική της προκοπή εκίνησαν τον φθόνο των δαιμόνων οι οποίοι εχρησιμοποίησαν ευυπόληπτους κατά τα άλλα «χριστιανούς» για να την εκδιώξουν από την εστία της Παναγίας. Όταν συνεκροτήθη η Μονή, η κοινοτική αρχή θυμήθηκε το θέμα και άρχισε να διεκδική τον ναό προς εκμετάλλευσι οικονομική, για να γίνη τόπος αναψυχής και παραθερισμού και να οργανώνωνται εκδηλώσεις ως και εμποροπανηγύρεις. Επιπλέον δε, εσκέφθησαν όπως μεταφέρουν εκεί και το κοιμητήρι της κοινότητος ούτως ώστε να έχουν πλήρη οικονομικά οφέλη από τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Αυτό συνέβη κατά το έτος 1936 και ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία εξεδιώχθηκε από το κελλί της με δικαστική απόφασι.
Όταν έπαυσε ο σάλος αυτός, η Αναστασία επέστρεψε στο κελλί της. Στον Ναό της Κυράς ανήκαν αρκετά αγροτεμάχια τα οποία δυστυχώς είχαν καταπατηθεί από τον 19ον αιώνα. Οι καταπατηταί όμως στο διάβα των χρόνων εγνώρισαν οικτρό θάνατο. Οι γυναίκες τους εθεώρησαν τους θανάτους αυτούς επέμβασι της θείας δίκης και συνετισθείσαι παρέδωκαν στην Αναστασία είκοσι ελαιόδενδρα καθώς επίσης κεραμίδια και ξυλεία για τα έργα της Μονής.
Νέοι διωγμοί επερίμεναν την Αναστασία. Η άδικος κατά πάντα κοινοτική αρχή θεωρούσε την Αναστασία επίβουλον των συμφερόντων τους και παρ' όλην την πτωχεία και την κακοπάθειά της ο δαίμων ετύφλωνε τους οφθαλμούς τους και την επολεμούσαν κάθε φορά με περισσότερη μανία.


Το «αγιοκούφαλον»

Καταφύγιο της ήταν η κουφάλα μιας γέρικης εληάς έξω από το προαύλειο της Κυράς. Από τις πύρινες προσευχές της ο χώρος εκείνος εν ώρα νυκτός ακτινοβολούσε και σημειωτέον ότι κατ' εκείνους τους χρόνους δεν υπήρχαν λαμπτήρες στους δημοσίους δρόμους ή τους χώρους κοινής χρήσεως. Εξαιτίας δε του υπερκοσμίου φωτός το οποίο εκάλυπτε τον χώρο, επεκράτησε το έθος η ελαία να ονομάζεται «αγιοκούφαλον».
 Δεν είμεθα σε θέσι να γνωρίζωμε τις επιθέσεις τις οποίες εδέχετο η οσία μήτηρ σε εκείνο τον χώρο από τον μισόκαλο δαίμονα αλλ' ούτε και τις άνωθεν παρηγοριές και ενισχύσεις τις οποίες ελάμβανε. Ένα μόνον γνωρίζομε, ότι απ' εκείνους τους χρόνους κατά τους οποίους εζούσε και ασκήτευε εις αυτό η Αναστασία και έως σήμερα, ο χώρος θεωρείται ιερός και αγιοβάδιστος.


Η υπαίθριος κανδήλα

Χαρακτηριστικό είναι και το εξής θαυμαστό περιστατικό: όταν η Γερόντισσα ζούσε στο αγιοκούφαλο, άναβε υπαίθρια κανδήλα η οποία δεν έσβηνε ούτε και με την σφοδρότερη κακοκαιρία. Αντιθέτως οι καταπατηταί άναβαν κανδήλα στο ναό η οποία και έσβηνε ευθύς αμέσως μετά την άψι της φλογός αυτής! Τόση μανία εκυρίευσε το είναι των ανθρώπων εκείνων ώστε εθρυμμάτισαν την κανδήλα της Αναστασίας. Μετ' ολίγον όμως η φοράδα του καταπατητού έρριψε επί της γης την σύζυγο και την θυγατέρα του, οι οποίες ταπεινωθείσαι εκ του συμβάντος αυτού, εζήτησαν συγγνώμην από την Γερόντισσα για την ανόσια πράξι τους.


Το μακάριον τέλος της Γεροντίσσης Αναστασίας



Η Γερόντισσα Αναστασία έχουσα συμπληρώσει τον κύκλο της επί γης ζωής της, έχουσα φέρει εις πληρότητα την διακονία της και έχουσα ανεγείρει την Μονή της Κυράς ετοιμαζόταν για την έξοδό της από τον κόσμο αυτό προσευχομένη αδιαλείπτως, ευλογούσα και νουθετούσα τις αδελφές της συνοδείας της και συγχωρούσα εκ βάθους καρδίας τους διώκτας της. Προέβλεψε δε ότι οι δυσκολίες θα συνεχίζονταν και μετά την κοίμησί της. Για αυτό ώρισε ως διαδόχους της τας Αγγελική Καστρινού (και ύστερα Αναστασία μοναχή) και μετ' αυτήν την Ελευθερία Μεταξά (και ύστερα Ευπραξία μοναχή).
Από τις αρχές του θέρους του έτους 1979 η Γερόντισσα ήταν εξαιρετικώς αδύναμος και εξασθενημένη και σταδιακώς άρχισε να φθάνη προς το τέλος. Οι αδελφές την παρακαλούν να φάη κάτι (λαδερό μόνον) για να δυναμώση. Εκείνη όμως αρνείτο λέγουσα: «Αυτός είναι ο κανών μου, θα τον κρατήσω έως το τέλος». Άλλοτε την παρακαλούσαν να την ιδή ιατρός επειδή εχειροτέρευε. Πάλιν αρνείτο λέγουσα: «Ιατρός μου είναι η Παναγία. Αν με γιάνη καλώς, αν όχι ας με πάρη μαζί Της». Η μακαρία έθετε την όλη ύπαρξι και άπασα την ελπίδα αυτής εις τον Χριστό και την Παναγία.
Στην πανηγύρι της Μονής (15/08/1979), φανερώς καταβεβλημένη ακολουθούσε το πρόγραμμα της Μονής. Αισθάνεται όμως κατάνυξι και πνευματική αλλοίωσι. Με ιδιαίτερο ζήλο στάθηκε στην αγρυπνία και έψαλε τα εγκώμια της Παναγίας, δίδουσα την ευχή της στα πνευματικά αυτής τέκνα και τους πολυπληθείς προσκυνητάς της Μονής.
Μετά την περίοδο της πανηγύρεως αισθάνθηκε ατονία και δεν εξήλθε του κελλίου της πλέον των είκοσι ημερών. Οι αδελφές ανήσυχες την παρακαλούν να δεχθή την ύστατη ιατρική βοήθεια. Όμως εκείνη αρνείτο ως και πρότερον....
Οι αδελφές άκουσαν ότι στο χωριό εφιλοξενείτο μία ιατρός παθολόγος την οποίαν επεσκέφθησαν κρυφίως και της εζήτησαν να εξετάση την Γερόντισσα. Πράγματι, εκείνη εδέχθηκε. Όταν εισήλθε στο κελλί της Γεροντίσσης έκπληκτος την άκουσε να λέγη: «Εγώ παιδί μου, δεν εζήτησα ιατρόν, να πας εις την ευχήν του Χριστού και της Παναγίας!».
Τις τελευταίες ημέρες το πολύαθλο σώμα της άρχισε να πρήσκεται. Τα δάκρυα έγιναν ο αχώριστος σύντροφός της και το κομβοσχοίνι εκινείτο ρυθμικώς εις τα σκελετωμένα δάκτυλα της.
Παρεκαλούσε δε τις αδελφές, όσες φορές την επεσκέπτονταν, να της αναγινώσκουν τα θαύματα της Παναγίας και τους Βίους των Αγίων.
Τρεις ημέρες προ της κοιμήσεώς της ειδοποίησε τις αδελφές ότι έλαβε μήνυμα από την Παναγία για το επικείμενο τέλος της. Επιπλέον έδωσε εντολή να αγοράσουν ψάρια πολλά διότι ως εξήγησε: «Την Κυριακήν θα έχομε πάρα πολύν κόσμον εις την Μονήν!»
Όντως, μετά τρεις ήμερες και περί την ενδέκατη πρωινή ώρα, όταν την επεσκέφθηκε η αδελφή Βασιλική, η Γερόντισσα την διέταξε να κτυπήση το καμπανάκι για να συναχθούν οι αδελφές από τα διακονήματα. «Όχι», αντέταξε η αδελφή, «ακόμη δεν είναι ώρα για το γεύμα». Όχι παιδί μου, εδώ και τώρα να έλθουν οι αδελφές εις το κελλίον μου», είπεν η Γερόντισσα με επιτακτικό τρόπο ο οποίος δεν εχώρει αντίρρησι.

Μετ' ολίγον οι αδελφές συνήχθησαν στο κελλί της όπου ανεκοίνωσε σε αυτές ότι έφθασε η ώρα του επί γης χωρισμού τους. Εκείνες, απαρηγόρητες εθρηνούσαν. Όμως η μακαρία μήτηρ τις εστήριζε πνευματικώς νουθετούσα αυτές και ευλογούσα. Εδοξολόγει τον Θεό και ανέθετε στην σκέπη της Παναγίας Μητρός Του αυτάς τας παρθένους, τας οποίας μετά κόπου εσύναξε στον οίκο της Θεομήτορος. Τελευταία της επιθυμία ήταν να τας ακούση να ψάλουν το τροπάριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ακολούθως το του Αγίου Σπυρίδωνος. Εκείνες λίαν συγκεκινημένες και με λυγμούς το έκαμαν. Ακολούθως εζήτησε να ακούση ξανά το Τροπάριο της Κοιμήσεως. Όταν οι αδελφές έλεγαν το «...ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου...», εκείνη ανεσηκώθη της κλίνης της, εβροντοφώναξε το «Δόξα σοι ο Θεός», εσταυροκοπήθη, άπλωσε τας χείρας της και παρέδωκε το πνεύμα της εις χείρας Θεού.
Ήτο τότε Σάββατο, 22 Σεπτεμβρίου 1979, και περί ώραν 13.00 μ.μ.
Οι αδελφές συνέστειλαν μετά δέους το τίμιο σκήνος της φορούσαι εις αυτό για πρώτη φορά καινουργή ράσα....
Η αδελφή Νίκη έκοψε ένα βόστρυχο εκ της μέλαινης κόμης της Γεροντίσσης και τον εφύλαξε εις ένα κυτίο ομού μετά τριών χαλίκων εκ του τάφου της. Ακολούθως το λείψανον ευτρεπίσθη επί του νεκροκραββάτου των μοναζουσών και ετέθη εις λαϊκό προσκύνημα εις το μέσον του Καθολικού της Μονής.
Οι αδελφές εκτύπησαν πένθιμα τους κώδωνας της Μονής και έτσι εμαθεύθηκε εις τα γύρω της Μονής χωριά το θλιβερό νέο. Ο κόσμος άρχισε να συρρέη στην Κυράν για να αποτίση φόρο τιμής στην «καλογρηάν» όπως την εκάλουν και να ζητήση την ευλογία της.
Μοναχές από όλες τις Μονές της νήσου κατέφθασαν για να αγρυπνήσουν και να αναγνώσουν εκ περιτροπής το ιερό ψαλτήρι. Καθ' όλη την διάρκεια της νυκτός έφθαναν προσκυνητές από διάφορα μέρη της νήσου, της Ηπείρου και της Ελλάδος. Ο ναός και οι αύλειοι χώροι της Μονής ήσαν γεμάτοι ασφυκτικώς.
Ενωρίς τα χαράματα εξεκίνησεν η Θεία Λειτουργία την οποία ετέλεσεν ο τότε Εφημέριος της Μονής Νικόλαος Βούλγαρης.
Μετά την τέλεσι της εξοδίου ακολουθίας, ο εφημέριος εξεφώνησεν ένα λίαν συγκινητικόν λόγον.
Στην συνέχεια παραθέτομε μερικά αποσπάσματα από το λόγο εκείνο: «...Πάλεψες σκληρά ενάντια στην αμαρτία, όρθωσες περήφανα και αποφασιστικά το σκελετωμένο σου κορμί κατά του σατανά κι όλων εκείνων που τόλμησαν να σε καταστρέψουν, κι έκανες τη ζωή σου ένα αγώνα σκληρό και μακροχρόνιο, μα νικηφόρο όμως. Τιμώρησες, όσο δεν γινόταν περισσότερο το σαρκίο σου, και τόκανες σωστό κυματοθραύστη, που πάνω σ' αυτόν, συντρίβονταν τα μανιασμένα κύματα του μίσους και της κακίας, δοκίμασες πάρα πολλά στην όλη σου ζωή, μα ανεδείχθης τελικά νικήτρια, και σαν καλή αθλήτρια του Χριστού, στέφθηκες σαν άλλος μάρτυρας με το αμαράντινο στεφάνι της δόξης.
Ταπεινώθηκες απ’ τους ανθρώπους πολ¬λές φορές στην παρούσα ζωή, βρίστηκες και χλευάστηκες για την αγνή και ακλόνητη σου πίστη, γι' αυτό μπορείς και συ να καυχηθής όπως ο Ιερός Παύλος, ότι "ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι"»....
«Σειρά από ταπεινώσεις και περιφρονισμούς ήταν η όλη σου ζωή, όμως, τι κι αν πόνεσες τόσο πολύ; τι κι αν ταπεινώθηκες όσο πολύ λίγοι στον κόσμο; τι κι αν περιφρονήθηκες από φίλους κι από εχθρούς; Κι ακόμα τι κι αν σε πέταξαν από το φτωχικό σου κελλί, αυτό που συ η ίδια είχες ανεγείρει με πολλές στερήσεις;... Όλα όσα δεινά δοκίμασες στην ζωή, σε στήριξαν αφάνταστα, γιγάντωσαν το πνευματικό σου σθένος, και μ' οδηγό την σκέπη και προστασία της Μεγαλόχαρης, ξεπρόβαλλες κάθε φορά, όλο και πε-ρισσότερο ενισχυμένη».
Μετά το πέρας της εξοδίου ακολουθίας οι μοναχές εσήκωσαν σεμνοπρεπώς το νεκροκράββατο και το ελιτάνευσαν τρεις φορές πέριξ του ναού.
Κατά το μοναχικό έθος η Γερόντισσα ετάφη ερραμμένη στο μοναχικό της ράσο, κεκαλυμμένη με λευκή σινδόνα, θέαμα πρωτόγνωρο για τους απλοϊκούς προσκυνητάς. Μόνον μοναχαί ήγγισαν το λείψανο, το εναπέθεσαν στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο και το εκάλυψαν με χώμα και εις τόπο τον οποίο η ιδία η μακαριστή είχε επιλέξει.
Μετά την ταφή προσεφέρθη εις όλους πλουσιοπάροχο γεύμα με τους ιχθύας, τους οποίους παρήγγειλε η τεθνεώσα....
Όλοι θρηνούσαν για τον πνευματικό απορφανισμό τους, ανεχώρησαν όμως από τη Μονή με αίσθημα κατανύξεως, πλήρεις πνευματικής χαράς και αγαλλιάσεως....
Κατά τα τελευταία έτη της ζωής της συντροφιά εκράτει στην Γερόντισσα ένα γατάκι το οποίο ευρήκε στους αγρούς κτυπημένο. Το περιεποιήθη και το εμεγάλωσε και εκείνο ευγνωμόνως την ακολουθούσε και εσυνήθιζε να αναβαίνη στους ώμους της. Μετά την ταφή εκαθόταν στον σταυρό του μνήματος της και ενιαούριζε τεθλιμμένα...




Ιερομονάχου
Δημητρίου Καββαδία
Βίος και Πολιτεία της Ασκήτριας Αναστασίας
της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας,
1910-1979