Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Η Αγία Ελέσα

Εορτάζει στις 1 Αυγούστου εκάστου έτους.

 


Έλεος συ δέδοσαι παρὰ Κυρίου,
Τη ση μητρὶ παρθένε μάρτυς Ελέσα.

Βιογραφία
Η Αγία Ελέσα γεννήθηκε στην Πελοπόννησο. Ο πατέρας της ήταν ένας πλούσιος άρχοντας Έλληνας, αλλά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Ελλάδιος. Η μητέρα της όμως, Ευγενία, ήταν μια αγία γυναίκα με πολλές αρετές και πλούσια χαρίσματα. Δεν είχε παιδιά και γι’ αυτό παρακάλεσε τον Θεό να την λυπηθεί και να την αξιώσει να γεννήσει ένα παιδί. Μια μέρα ενώ βρισκόταν μόνη στο σπίτι και προσευχόταν, άκουσε μια φωνή από τον ουρανό που της έλεγε «Σε ελέησε ο Θεός σε ότι του ζήτησες, και σου έδωσε καρπόν κοιλίας». Όταν γεννήθηκε η Ελέσα (την ονόμασαν Ελέσα από τη φωνή που είχε ακούσει η μητέρα της «ἐλέησέ σε ὁ Θεός»), η μητέρα της την αφιέρωσε στον Κύριο και την βάπτισε χριστιανή, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Όσο μεγάλωνε στην ηλικία, τόσο δυνάμωνε η πίστη της και η αγάπη της προς το Θεό. Μετά από την αγία κοίμηση της μητέρας της, ενώ η αγία ήταν 14 χρονών, σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με τον ειδωλολάτρη πατέρα της ο οποίος ήθελε να την παντρέψει με έναν άρχοντα. Γι’ αυτό μετά από πολλή προσευχή και όταν βρήκε κατάλληλη ευκαιρία, έφυγε αφού μοίρασε πολλές ελεημοσύνες σε φτωχούς και σε ορφανά, μαζί με δύο δούλες της και ασκήτευε σε ένα βουνό των Κυθήρων.

Όμως ο πατέρας της, έψαξε και την βρήκε και προσπάθησε να την γυρίσει πάλι πίσω στο σπίτι τους. Στην άρνηση όμως της Αγίας, ο πατέρας της εξοργισμένος την κατεδίωξε. Η Αγία διωκόμενη έφθασε στή ρίζα του βουνού που σήμερα ονομάζεται βουνό της Αγίας Ελέσας και παρεκάλεσε το Θεό λέγοντας «σκίσε γη και κρύψε με». Από τη σχισμή που ανοίχθηκε στο βουνό πέρασε η Αγία και έφθασε στην κορυφή, όπου κατέφθασε αλλόφρων ο πατέρας της και την αποκεφάλισε την 1η Αυγούστου 375 μ.Χ. Στον τόπο του μαρτυρίου της η υπηρέτριά της την έθαψε.

Οι πρώτοι χριστιανοί που ήλθαν στο νησί για να προσκυνήσουν τον τάφο της Αγίας, ανήγειραν μικρό ναΐσκο χωμένο κατά το πλείστον εντός του εδάφους, στον οποίο οι προσκυνητές κατέβαιναν με 5-6 σκαλοπάτια. Η Αγία Τράπεζα του ναΐσκου εστήθη πάνω από τον τάφο της Αγίας. Η παράδοση λέει ότι κατά τους παλαιοτάτους χρόνους έρχονταν προσκυνητές από τη Μάνη κατά την 1η Αυγούστου και τιμούσαν την μνήμη της Αγίας. Αυτός ο μικρός Ναός σωζόταν μέχρι το 1867 μ.Χ. ως ιδιόκτητος της οικογενείας Κασιμάτη – Γεράκα. Το 1871 μ.Χ. ανηγέρθη ο σημερινός ευρύχωρος Ναός με συνδρομές των χριστιανών πάνω στα ερείπια του παλαιού Ναού, ο οποίος επιχωματώθηκε για να ισοπεδωθεί το έδαφος στο σημείο όπου θα ανεγειρόταν ο νέος Ναός. Πάνω ακριβώς από τον παλαιό Ναό εκτίσθη το άγιο Βήμα και πάνω από το σημείο, όπου ήταν ο τάφος της Αγίας εκτίσθη και του νέου Ναού η Αγία Τράπεζα. Την ίδια περίοδο χτίστηκαν γύρω από το Ναό και τα πρώτα κελλιά ισόγεια με βόλτα (καμάρες). Ο Ναός ήταν συναδελφικός με αδελφούς τους Βενέρηδες του χωριού Γερακιάνικα. Το 1945 μ.Χ. ο Ναός έγινε ενοριακός του γειτονικού χωριού Πούρκου. Κατά τη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε ο εξωραϊσμός και η ανάδειξη του Προσκυνήματος με την εκτέλεση μεγάλων έργων, όπως ήταν ο εξωραϊσμός του ναού, η ανέγερσις νέου κωδωνοστασίου, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος, η ανέγερση ηγουμενείου και σύγχρονων κελλίων, ο ηλεκτροφωτισμός και η κατασκευή αυτοκινητόδρομου, που ήταν και το δυσκολώτερο έργο, λόγω του δυσπρόσιτου της περιοχής, που δημιουργείται από τους κάθετους απόκρημνους βράχους.

Η Αγία Ελέσα με τον Όσιο Θεόδωρο θεωρούνται προστάτες των Κυθήρων και ο λαός πιστεύει ότι η Αγία έχει «χαλινώσει» τα φίδια των Κυθήρων και δεν είναι δηλητηριώδη.

Σημείωση: Η μνήμη της συγκεκριμένης Αγίας δεν αναφέρεται πουθενά στους Συναξαριστές, τη βρίσκουμε σαν μάρτυρα μόνο στα Κύθηρα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, Πελοποννήσου, γέρας ἔνθεον, νήσου Κυθήρων, ἀνεδείχθης, Ἐλέσα πανεύφημε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ νομίμως ἀθλήσασα, χειρὶ πατρῷα ἐτμήθης τὴν κάραν σου, Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ στείρας ἐβλάστησας, καθάπερ ἄνθος τερπνόν, πατρὸς δὲ μισήσασα, τὴν ἀθεΐαν στερρῶς, Ἐλέσα πανένδοξε, ἔλαμψας ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυθήρων ὁσίως, ἤθλησας δὲ ἐν ταύτῃ, καὶ λαμπρῶς ἐδοξάσθης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις, τὰ θεῖα δωρήματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄.
Ὡς ὁ προφήτης ἐκ στείρας, Ἐλέσα, βλαστήσασα, καὶ τῆς ἐρήμου ὡς οὗτος οἰκήτειρα γέγονας. Λιποῦσα γὰρ δόξας τιμάς τε ἐν γῇ, λαμπαδηφόρος ἐχώρεις πρὸς τὰ οὐράνια. Θαυματουργούσης δὲ ὄρη πορείαν σοὶ ἐσκεύαζον, τὴν κεφαλὴν τμηθείση ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ γεννήτορος. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σὲ ἡμῖν προστάτιν ἀκοίμητον.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὴν τῶν παρθένων καλλονὴν μεγαλομάρτυρα, καὶ τῶν Κυθήρων κραταιὰν σκέπην καὶ πρόμαχον, ἀνυμνήσωμεν συμφώνως θείαν Ἐλέσαν, πρὸς τὸν Κύριον γὰρ παῤῥησίαν κέκτηται ἡμᾶς πάντας ἐκ κινδύνων περισκέπουσα, τοὺς κραυγάζοντας· χαίροις Μάρτυς πανένδοξε.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Κυθήροις ἔλαμψας ἀμέμπτῳ βίῳ, καὶ λαμπρῶς ἠγώνισαι, ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρικῶς· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Ἐλέσα πανένδοξε.

Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡραία ἐν κάλλεσι παρθένε γέγονας, τὰ στίγματα φέρουσα τοῦ μαρτυρίου τοῦ σοῦ, Ἐλέσα πανεύφημε· ὅθεν νῦν παρεστῶσα τῷ Χριστῷ στεφηφόρος, πρέσβευε ὑπὲρ πάντων τῶν τιμώντων τὴν πάντιμον μνήμην σου Μάρτυς πολύαθλε.

Ὁ Οἶκος
Σήμερον ἀνεδείχθη Ἑωσφόρος τοῖς πᾶσι, ἡ ἔνδοξος καὶ πάνσεπτος μνήμη τῆς Παρθενομάρτυρος Χριστοῦ, διὸ πιστοὶ ἅπαντες ἀθρόως συνέλθωμεν ἐν πίστει κραυγάζοντες αὐτῇ ἐκ πόθου·

Χαίροις σεμνὴ, παρθενίας κάλλος· χαίροις σὺ εἷ τῶν Μαρτύρων κλέος.
Χαίροις, τῶν Κυθήρων ἡ δόξα καὶ καύχημα· χαίροις, τῶν σῶν δούλων ἡ μόνη βοήθεια.
Χαίροις, ὅτι τῶν αἰτούντων τὰς αἰτήσεις ἐκπληροῖς· χαίροις, νύμφη Κυρίου καλλιμάρτυς Ἐλέσα.
Χαίροις τῷ σῷ Νυμφίῳ, στεφηφόρος ἡ στᾶσα· χαίροις, σὺ γὰρ τὴν πλάνην κατήργησας.
Χαίροις, σὺ γὰρ τὸν Χριστὸν ἀνεκήρυξας· χαίροις, πιστῶν κραταιὰ προστασία.
Χαίροις, ἡμᾶς γὰρ τῶν δεινῶν ἀπαλλάττεις· χαίροις, μάρτυς πανένδοξε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὦ Ἐλέσα νύμφη Χριστοῦ, Παρθενομαρτύρων, ἀκροθίνιον εὐκλεές· χαίροις Κυθήρων, ὡράϊσμα καὶ σκέπη, σεμνὴ Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.

πηγη.ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Τη Λ΄ (30η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΤΤΗΣ της εκ Καισαρείας.


Ιουλίττα η Μάρτυς, εκ Καισαρείας της Καππαδοκίας καταγομένη, ετιμήθη και υπό του μεγάλου Βασιλείου δι’ εγκωμίου. Αύτη είχε κρίσιν με άρπαγα τινα και πλεονέκτην, ο οποίος έκοψε μεν το περισσότερον μέρος των κτημάτων της, εσφετερίσθη δε αδίκως τους αγρούς και τα χωρία και τα ζώα και τους δούλους και όλην επί τέλους την περιουσίαν της, καταφρονήσας το δίκαιον ο φιλάδικος, και ερειδόμενος εις συκοφαντίας, ψευδολογίας, ψευδομαρτυρίας και εις δωροδοκίας των δικαστών. Επειδή δε η Αγία ήρχισε να αποκαλύπτη την τυραννίαν και τον πλεονεκτικόν τρόπον, τον οποίον μετεχειρίζετο εναντίον της ο άνθρωπος εκείνος, τούτου ένεκα ο αδικητής διέβαλεν αυτήν εις τον άρχοντα της Καισαρείας λέγων, ότι είναι Χριστιανή, και ότι δεν λατρεύει τους θεούς του βασιλέως και ότι ως τοιαύτη δεν πρέπει να μετέχη κοινών δικαιωμάτων μετά των άλλων Ελλήνων. Η δε Αγία δεν ηθέλησεν ούτε καν βλέμμα να ρίψη εις τα παρόντα του κόσμου πράγματα, αλλά καταφρονήσασα όλην αυτής την περιουσίαν, «ας χαθή», είπε, «και ας αφανισθή η ζωή αύτη και η του κόσμου δόξα και ο πλούτος, διότι εγώ δεν θέλω αρνηθή δι’ αυτά τον δημιουργόν μου Θεόν και Ποιητήν των απάντων». Παρευθύς λοιπόν ο άδικος κριτής έρριψε την Αγίαν εντός ανημμένης καμίνου· η δε κάμινος ενηγκαλίσθη το σώμα της Αγίας ως φωτεινός θάλαμος, και την μεν ψυχήν της ανέπεμψεν εις τας ουρανίους Μονάς, το δε σώμα της διεφύλαξεν άφλεκτον και ακέραιον, ίνα έχωσιν αυτό παραμυθίαν και ιατρείον οι συγγενείς της και όλοι οι πιστοί Χριστανοί.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Τη ΚΗ΄ (28η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΕΙΡΗΝΗΣ της εκ Καππαδοκίας μεν ορμωμένης, ασκησάσης δε εν τη Μονή του Χρυσοβαλάντου.


Ειρήνη η Οσία Μήτηρ ημών, η Ηγουμένη της Μονής του Χρυσοβαλάντου, ήκμασε μετά τον θάνατον του μισοχρίστου και φιλοχρύσου βασιλέως Θεοφίλου αποθανόντος εν έτει ωμβ΄ (842), ότε η ευσεβεστάτη και θεοφιλεστάτη Θεοδώρα η σύζυγος του Θεοφίλου έμεινε διάδοχος της βασιλείας, αλλ’ όχι και της ασεβείας αυτού. Τότε αύτη εστερέωσε την Ορθοδοξίαν, αναστηλώσασα τας αγίας Εικόνας, και ούτως απέλαβε πάλιν η Εκκλησία μας την ευπρέπειαν των αγίων Εικόνων ως πρότερον. Έως ου δε ήτο ο υιός της Μιχαήλ ανήλικος, εκυβέρνα αυτή η αοίδιμος το βασίλειον· όταν δε έφθασεν ο βασιλεύς εις χρόνους ιβ΄ (12) ηθέλησε να τον υπανδρεύση, όθεν έστειλεν ανθρώπους εις διαφόρους τόπους, να εύρωσι κόρην τινά ωραίαν, ευγενικήν και ενάρετον, ήτις να είναι αξία δια σύζυγον βασιλέως. Τον καιρόν εκείνον ευρίσκετο εις την χώραν των Καππαδοκών και η Ειρήνη, ήτις ήτο κόρη ωραία πολύ και ενάρετος, από γονείς ευγενείς γεννηθείσα. Ταύτην επήραν οι βασιλικοί άνθρωποι χαίροντες και ελπίζοντες, ότι αυτή έμελλε να γίνη βασίλισσα, διότι ήτο κατά πολλά κοσμία και εύτακτος. Είχε δε και μίαν αδελφήν, την οποίαν παρέλαβε μετ’ αυτής και την οποίαν έλαβε γυναίκα ο αδελφός της βασιλίσσης Θεοδώρας, Βάρδας ονόματι.

Καθώς δε επορεύοντο προς το Βυζάντιον, όταν επερνούσαν τον Όλυμπον, ακούσασα η Ειρήνη δια τον μέγαν Ιωαννίκιον, όστις ησκήτευεν εις εκείνο το όρος, ότι ήτο άγιος άνθρωπος και όσοι ήσαν άξιοι το έβλεπον, εις δε τους άλλους ήτο αόρατος, παρεκάλεσε θερμώς τους βασιλικούς ανθρώπους να την οδηγήσουν εις τον Όσιον, ίνα λάβη την ευλογίαν του, αυτοί δε μετά βίας εδέχθησαν. 
Απελθόντες τότε εις το όρος, τους είδεν από μακράν ο Όσιος, και ως προορατικός όπου ήτο, εγνώρισε την μέλλουσαν προκοπήν της κόρης, και της λέγει· «Καλώς ήλθες, δούλη του Θεού Ειρήνη. Ύπαγε εις την βασιλεύουσαν χαίρουσα, ότι η Μονή του Χρυσοβαλάντου σε χρειάζεται, να ποιμάνης τας παρθένους όπου εις ταύτην ευρίσκονται». Ταύτα ακούσασα η κόρη εθαύμασε το προορατικόν του ανδρός, ότι εγνώρισε το όνομά της και την μέλλουσαν αυτής κατάστασιν. Όθεν πίπτουσα κατά γης εις τους πόδας αυτού, εζήτει την ευλογίαν του· εγείρας δε αυτήν ο Όσιος, την εστερέωσε με λόγους πνευματικούς και με ευχάς και ευλογίας την κατευώδωσε χαίρουσαν. Όταν έφθασεν εις την βασιλεύουσαν, εξήλθον και την προϋπήντησαν οι συγγενείς της, όσοι εκατοικούσαν εκεί εις την Πόλιν, και οίτινες είχον διάφορα αξιώματα εις τα βασίλεια, άλλος ήτο Πατρίκιος, άλλος κατείχε θέσιν εις την Σύγκλητον και άλλος άλλο. Με τούτους δε εξήλθον και άλλοι άρχοντες φίλοι των, την υπεδέχθησαν δε με τινήν πολλήν, ως έπρεπεν. 
Ο δε βασιλεύς των βασιλευόντων, όστις καλεί τα μη όντα ως όντα και τα μη γενόμενα ως γενόμενα, ωκονόμησε και επήρεν άλλην κόρην εις γυναίκα ο επίγειος βασιλεύς, ολίγας ημέρας πρότερον, πριν ή φθάση η Ειρήνη εις τα βασίλεια, δια να την πάρη αυτός ο αιώνιος και αθάνατος εις τον ουράνιον θάλαμον. Όθεν και η θαυμασία κόρη δεν ελυπήθη εις τούτο ποσώς, αλλά μάλλον ηυχαρίστει τον ευεργέτην Θεόν, ότι εφώτισε τον βασιλέα και επήρεν άλλην ομόζυγον. Πολλοί τότε άλλοι μεγιστάνες και άρχοντες, οι πρώτοι της Συγκλήτου και της Πόλεως οι πλουσιώτεροι, την εζήτησαν εις γυναίκα, δια την πολλήν αυτής ωραιότητα και δια την του γένους της περιφάνειαν, αλλ’ αυτή ποσώς δεν ηθέλησε· μόνον τον ουράνιον Νυμφίον πανσόφως επόθησεν η αοίδιμος, καταφρονούσα όλα τα πρόσκαιρα και επίγεια. Όθεν καθ’ εκάστην εσκόπευε και ανεζήτει τόπον αρμόδιον να περάση την ζωήν της ατάραχα και θεάρεστα. Αφού λοιπόν ενεθυμήθη την πρόρρησιν του μεγάλου Ιωαννικίου, στέλλει ανθρώπους να ίδωσι την Μονήν του Χρυσοβαλάντου, εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκετο. Ούτοι ιδόντες την θέσιν του τόπου και την ευκρασίαν του αέρος, την θαυμασίαν πολιτείαν των Παρθένων και άλλα παρόμοια, επέστρεψαν εις την κυρίαν των διηγούμενοι της Μονής τα εξαίρετα και εξόχως ότι ήτο κατά τον πόθον αυτής, εις τόπον ήσυχον και ευάρμοστον. Η δε, ως ήκουσε ταύτα, εχάρη και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όσα είχεν όχι μόνον από τους γονείς της πλούσια ιμάτια και χρυσά στολίδια, αλλά και όσα της εχάρισεν η βασίλισσα φιλοτίμως ατίμητα πράγματα· ελευθερώσασα δε και τους δούλους και αιχμαλώτους της, προσήλθε προθύμως εις το ρηθέν Μοναστήριον και έκοψε την κόμην της, ήτις ήτο ξανθή ως το χρώμα χρυσού.
 Μετά της κόμης απέρριψε πάσαν κοσμικήν ματαιότητα και παν επίγειον φρόνημα· ενδύεται ράσα τρίχινα η τρυφερά και ευγενεστάτη και πάγκαλος Ειρήνη, σηκώσασα προθύμως τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, τον χρηστόν και γλυκύτατον. Υπετάσσετο δε εις όλας τας αδελφάς με θαυμασίαν ταπείνωσιν, υπηρετούσα εις όλας τας ανάγκας της Μονής επιμελώς και αόκνως χωρίς τινος αντιλογίας η πάνσοφος, ψωρίς να συλλογίζεται ουδόλως την ευγένειαν του γένους της, αλλά έκαμνε τας ευτελεστέρας υπηρεσίας αγογγύστως. Είχε δε εις την όψιν πολλήν φαιδρότητα και εις την ψυχήν κατάνυξιν και ευφροσύνην χαρμόσυνον. Η δε Καθηγουμένη, ως ενάρετος όπου ήτο και αυτή και δόκιμος εις τα πνευματικά αγωνίσματα, την συνεβούλευε και παρεκίνει εις το καλόν πάντοτε. Προ πάντων δε είχε την χάριν του Θεού, ήτις την έσκεπε μυστικώς και την εδίδασκε τα συμφέροντα, χωρίς της οποίας δεν δύναται να τελέση κανέν καλόν ο άνθρωπος, καθώς είπεν αυτός ο Κύριος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν· και ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν», και τα λοιπά. Αυτή λοιπόν η αείμνηστος, ως γη καλή και εύχρηστος, εις Χριστόν εκαρποφόρησε και τοσούτον ευηρέστησεν εις τον Θεόν και πάσαν την αδελφότητα, ώστε όλαι την εθαύμαζον. 
Ότι ως να την είχον αιχμάλωτον αγοραστήν με αργύρια, ούτως υπετάσσετο εις όλας με ανήκουστον ταπείνωσιν και καμμίαν δεν εσκανδάλισεν ούτε ελύπησε πώποτε· όλαι την ηγάπων και την είχον κατά το πρέπον εις πολλήν ευλάβειαν. Αύτη δε η μακαρία όχι μόνον εις τας σωματικάς υπηρεσίας ήτο άοκνος, αλλά και εις τας του πνεύματος περισσότερον, και δεν έλειπεν από την κοινήν ακολουθίαν ουδέποτε· πάλιν δε εις το κελλίον ανεγίνωσκε βίους εναρέτων Οσίων, δια να μιμήται την πολιτείαν των, και να διδάσκη τας αδελφάς, παρακινούσα αυτάς εις όμοια κατορθώματα. Καθώς λοιπόν ανεγίνωσκε μίαν ημέραν τον βίον του μεγάλουΑρσενίου και είδεν ότι έμενε πολλάκις αφ’ εσπέρας έως το πρωϊ προσευχόμενος, εζήλωσε ταύτην την πράξιν και θαυμασίαν αρετήν ως αγγελομίμητον, και αζήτησεν από την ηγουμένην συγχώρησιν να επιχειρήση τοιούτον αγώνα επίπονον. 
Η δε Ηγουμένη κατά πρώτον εδυσκολεύετο να της δώση συγχώρησιν, διότι εφοβείτο μήπως και της έλθη ασθένεια δια τον πολύν κόπον του αγωνίσματος, αλλά πάλιν ύστερον, όταν την είδεν ότι είχεν εις αυτό προθυμίαν μεγάλην, της έδωκε θέλημα, γνωρίσασα την πολλήν αυτής ταπεινοφροσύνην και μετριότητα. Ήρχισε λοιπόν αυτόν τον αγώνα τον υπεράνθρωπον και επίπονον, όταν δεν είχεν ακόμη ένα χρόνον σωστόν εις το Μοναστήριον. Αλλά η θεία χάρις την εδυνάμωνε και τόσον επρόκοψεν εις αυτό το αγώνισμα, ώστε εστέκετο πολλάς φοράς από το εσπέρας έως το πρωϊ έχουσα τας χείρας ως ο Μωϋσής προς τα άνω υψωμένας, όλην δε την νύκτα προσηύχετο. Πολλάκις δε πάλιν από το πρωϊ, έως να βασιλεύση ο ήλιος. Άλλοτε πάλιν εστέκετο όλον το νυχθήμερον, και ποσώς δεν εσάλευεν. Η δε Ηγουμένη περισσώς εθαύμαζεν. Όταν παρήλθον χρόνοι τρεις από την ημέραν όπου ήρχισε τοιούτον αγώνισμα, βλέπων αυτήν ο μισόκαλος διάβολος εδυσφόρει και κατά πολλά επικραίνετο, έπασχε δε να την παγιδεύση εις κανένα πταίσμα ψυχής. Αλλά δεν ηδύνατο ως αδύνατος, ότι όλα τα πάθη ενίκησεν η αοίδιμος και τόσον υπέταξε την σάρκα τω πνεύματι, ώστε εκαταφρόνησεν όλα τα σωματικά και τα εμίσησε τελείως, ήτοι την τρυφήν, την δόξαν, τα χρήματα και τα ενδύματα, και δεν είχεν ιμάτιον δεύτερον ειμή μόνον ένα, το οποίον εφόρει την Αγίαν Λαμπράν καινουργές, και το εφόρει ένα χρόνον χωρίς να το αποβάλη τελείως, ούτε το έπλυνε, μόνον πάλιν το Άγιον Πάσχα περιεβάλλετο άλλο καινουργές και το παλαιόν εχάριζε τινός πένητος. Η δε τροφή της ήτο μόνον άρτος και ύδωρ, μίαν φοράν την ημέραν και ολίγα λάχανα. Την δε δόξαν τοσούτον εκαταφρόνησεν, ώστε κατεδέχετο και εκαθάριζε τα ρυπάσματα και ποσώς δεν εσυλλογίζετο την ευγένειαν του γένους της. Μη δυνάμενος λοιπόν να την νικήση ο δαίμων με το έργον, να τελέση κανένα αμάρτημα, έσπερνεν εις την διάνοιάν της ζιζάνια, ενθυμίζων την προτέραν απόλαυσιν· την παρεκίνει εις τας σαρκικάς ηδονάς ο μισάνθρωπος· αλλά εις μάτην εβασανίζετο ο αδύνατος, ότι αύτη εγνώριζεν ως γνωστική την επιβουλήν και εξωμολογείτο την προσβολήν εις την Καθηγουμένην και ούτως ελυτρώνετο από τον πειρασμόν του δαίμονος και ηγωνίζετο ως το πρότερον. Μίαν δε νύκτα, καθώς ηύχετο προς τον Θεόν κατά την συνήθειαν, μετεσχηματίσθη ο δαίμων και έγινεν ως αράπης μαύρος και άσχημος και την ύβριζεν από μακράν, φοβερίζων να την κακοποιήση ο ασθενής και αδύνατος, λέγων εις αυτήν ταύτα καυχώμενος· «Κατ’ εμού πολεμείς ατυχογυναίκα και μάντισσα; Καρτέρησον ολίγον να γνωρίσης τις είμαι και την μεγάλην μου δύναμιν». Αυτάς και άλλας ύβρεις ο πολυμήχανος έλεγεν, η Αγία όμως έκαμε τον σταυρόν της και παρευθύς ο φανείς αφανής εγένετο. Την άλλην ημέραν της ήλθον πάλιν οι λογισμοί δυνατώτεροι και δεινώς την ετάραξαν· τόσον δε την επολέμησεν ο πολέμιος, ώστε την έφερεν εις αμηχανίαν ανείκαστον. 
Όθεν πίπτουσα κατά γης προσηύχετο μετά δακρύων προς τον Κύριον, επικαλουμένη την παντοδύναμον Θεοτόκον εις βοήθειαν, ως και τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, εις το όνομα των οποίων ετιμάτο ο Ναός της Μονής. Όχι δε μόνον τούτους, αλλά και πάντας τους Αγίους επεκαλείτο, ίνα την λυτρώσουν από τας δαιμονικάς επιβουλάς και τας ακαθάρτους προσβολάς, ηύχετο δε προς Θεόν ταύτα λέγουσα· «Παναγία Τριάς Παντοδύναμε, τη μεσιτεία της Θεοτόκου και τη πρεσβεία των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ, και πασών των ουρανίων δυνάμεων και πάντων των Αγίων, βοήθησον την δούλην σου, λύτρωσαί με από την επιβουλήν του δαίμονος». Ούτως η μακαρία Ειρήνη ηύχετο πολλά νυχθήμερα με θερμότατα δάκρυα, έως ου ήλθεν άνωθεν θεία έλλαμψις, ήτις επισκιάσασα την ψυχήν αυτής εδίωξε τους πονηρούς λογισμούς, μείνασα δε του λοιπού ανενόχλητος ηγωνίζετο περισσότερον και εδούλευεν εις τον Θεόν προθυμότατα. Βλέπων δε ο Κύριος τον πολύν πόθον της, την αντήμειψε με χαρίσματα πλούσια και έγινε καθολικά σκεύος εκλογής, ως ο μέγας Παύλος, και αγγείον του Αγίου Πνεύματος, έχουσα εις την ψυχήν αυτής τον Χριστόν ζώντα και μένοντα· δεν έζη δε πλέον κατά σάρκα, αλλά εις τον Χριστόν εν πνεύματι, και ο Χριστός εις αυτήν κατά τον Απόστολον· έγινε δε όλη πεφωτισμένη, ή μάλλον ειπείν φωτιστική, και ωδήγησε πολλάς ψυχάς προς το φως της αληθείας, προσάγουσα ως στάμνος Θεού τους αναξίους προς Κύριον. Εις όλους δε τους άρχοντας της συγκλήτου και εξόχως εις τας γυναίκας και παρθένους έγινε περιβόητος· έτρεχαν δε εις αυτήν καθ’ εκάστην αμέτρητοι, τας οποίας εδίδασκε με τόσην σύνεσιν και γλυκύτητα, ώστε ηρνήθησαν πολλαί τον κόσμον και εκουρεύθησαν εις εκείνο το άγιον Μοναστήριον. Αλλά και οι δαίμονες δεν ετόλμησαν πλέον να πλησιάσωσιν, αλλ’ έφευγον από ταύτης ως υπό πυρός διωκόμενοι. Τον καιρόν εκείνον η Καθηγουμένη ησθένησε, συνήχθησαν δε όλαι εις το κελλίον της κλαίουσαι, διότι εγνώρισαν ότι ήλθε το τέλος της· επειδή δε ήτο ενάρετος, ελυπούντο την ταύτης υστέρησιν. Αλλά πλέον από τας άλλας έκλαιεν η ταπεινόφρων Ειρήνη και επωδύρετο· απλώς δε ειπείν όλαι εθρήνουν απαρηγόρητα. Η δε άρρωστος είπε προς αυτάς με πραότητα· «Μη λυπήσθε δια την αναχώρησίν μου, διότι έχετε καλήν ηγουμένην, ικανωτέραν εμού και συνετωτέραν, εις ταύτην δε ολοψύχως υποτάσσεσθε, την αδελφήν μας, λέγω, Ειρήνην, την θυγατέρα του φωτός, του Ιησού την αμνάδα, το σκεύος του Παναγίου Πνεύματος· μη τολμήσετε δε και κάμετε άλλην προεστώσαν εξ αποφάσεως». Ταύτα προστάξασα την τελευταίαν της ώραν, είπε προς το Δεσπότην· «Δόξα τω ελέει σου, Κύριε», και ούτω παρέδωκε την ψυχήν εις τας των Αγίων Αγγέλων χείρας, οίτινες της παρεστέκοντο. 
Η δε Οσία Ειρήνη δεν ήτο εκεί, όταν είπεν η Ηγουμένη τα άνωθεν λόγια δια τον εαυτόν της. Ομοίως και αι μοναχαί ουδέν της ανέφερον δια να μη φύγη ως ταπεινόφρων και ακενόδοξος, διότι όλαι εγνώριζον την καλήν της γνώμην και την πολλήν μετριότητα. Μόνον αφού ενεταφίασαν την νεκράν ως έπρεπεν, συνήχθησαν όλαι εις τον Ναόν και προσηύχοντο, ίνα τας φωτίση ο Κύριος. Ήτο δε τότε Αρχιεπίσκοπος ο Ομολογητής Μεθόδιος, όστις είχε λάβει από τους Εικονομάχους πολλά κολαστήρια δια την Ορθοδοξίαν και εβάστασεν εις το ιερόν αυτού σώμα τα στίγματα του Κυρίου και θαύματα έκαμε, καθολικά δε είχε Πνεύμα Άγιον και εγνώριζε τα μέλλοντα. Όταν δε εκίνησαν αι άλλαι αδελφαί να υπάγουν, δεν ήθελεν η Ειρήνη να ακολουθήση, προφασιζομένη διαφόρους αιτίας και εμπόδια, μετά βίας δε την επήραν. Όταν δε έφθασαν εις τον Πατριάρχην και τον επροσκύνησαν, τας ηρώτησε ποίαν από όλας επρόκριναν δια προεστώσαν. Αι δε απεκρίθησαν· «Ουδεμίαν, Δέσποτα Άγιε, μόνον εις τον Θεόν πρώτον ελπίζομεν, και δεύτερον εις την αγιωσύνην σου, όστις έχεις Πνεύμα Άγιον, να ψηφίσης εκείνην την οποίαν σε φωτίση η χάρις του». Ο δε θεοφόρος απεκρίνατο λέγων· «Εγώ ηξεύρω ότι όλαι θέλετε την τιμίαν και σεμνοτάτην Ειρήνην· καλήν δε γνώμην και θεάρεστον έχετε, και δόξαν να έχη ο Κύριος, όστις μου εφανέρωσε τας εναρέτους πράξεις ταύτης της δούλης του». Ταύτα εκείναι ως ήκουσαν, εθαύμασαν και επροσκύνησαν λέγουσαι· «Όντως ο Θεός κατοικεί εις την μακαρίαν ψυχήν σου και σε φωτίζει, και φανερώνει σου τα απόκρυφα». Ευθύς τότε εγερθείς από τον θρόνον ο Άγιος έλαβε θυμιατήριον, ευλογήσας δε τον Θεόν με την πρέπουσαν υμνωδίαν εχειροτόνησε την Ειρήνην διάκονον της Μεγάλης Εκκλησίας, ηξεύρων από Πνεύμα Άγιον, ότι ήτο καθαρά και άμωμος· έπειτα δε την εχειροτόνησε και Ηγουμένην. Διδάσκων δε πώς να πορεύεται, να καθοδηγή και να οδηγή τας αδελφάς εις νομήν σωτήριον, απέλυσεν εν ειρήνη την Ειρήνην και την λοιπήν αδελφότητα. Και αυταί μεν επορεύοντο χαίρουσαι, η δε Ειρήνη έκλαιε, νομίζουσα δια την πολλήν αυτής μετριότητα ότι έλαβε την αξίαν ανάξια. Αι δε λοιπαί εθαύμαζον και την επαρηγόρουν λέγουσαι· «Μη λυπήσαι δια την προστασίαν, Δέσποινα, ότι ημείς δεν εξερχόμεθα από την υπακοήν σου πώποτε, και θέλομεν σε βοηθεί κατά Θεόν ως δυνάμεθα». Αφού έφθασαν εις το Μοναστήριον, ηυχαρίστησαν τον Κύριον και εφιλεύθησαν. Έπειτα δε την συνώδευσαν εις το ηγουμενείον χαίρουσαι· η δε κλαίουσα έκλεισε την θύραν και πίπτουσα κατά γης προσηύχετο δακρύουσα και έλεγε· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ποιμήν ο καλός, η θύρα των προβάτων, ο οδηγός μας και διδάσκαλος, βοήθησόν με την δούλην σου, και τούτο το μικρόν ποίμνιόν σου, και λύτρωσαι ημάς από την αρπαγήν του νοητού λύκου. Ότι ηξεύρεις την ασθένειάν μας, ότι δεν έχομεν δύναμιν αφ΄ εαυτού μας να τελέσωμεν το αγαθόν, χωρίς της σης βοηθείας και χάριτος». Ούτως ηύχετο πολλήν ώραν προς Κύριον. Έπειτα στρέφει τον λόγον και προς τον εαυτόν της λέγουσα· «Άραγε, ταπεινή Ειρήνη, γνωρίζεις το φορτίον, όπου έθεσεν ο Χριστός επί των ώμων σου; Ψυχάς επιστώθης, δια τας οποίας ο Θεός εσαρκώθη και έγινεν άνθρωπος, και έχυσε το πανάχραντον και πολυτίμητον αυτού αίμα. Εάν μέλλη να δώση έκαστος, δια ψυχοβλαβή και αργόν λόγον προς τον Θεόν λόγον εν ημέρα κρίσεως, οποίαν κόλασιν μέλλεις να λάβης συ, όπου έλαβες τοσούτων ψυχών φροντίδα και μέριμναν, εάν αμελήσης εις αυτό, και κολασθή μία ψυχή εξ απροσεξίας σου; Της οποίας ψυχής δεν είναι όλος ο κόσμος αντάξιος, καθώς είπεν αυτός ο Κύριος· αγρύπνει λοιπόν και νήστευε, προσεύχου αι πρόσεχε από την σήμερον περισσότερον, να μη γίνη το ελάττωμά σου αφορμή απωλείας εις τινα αδελφήν, και πληρωθή ο λόγος του Θεού εις τον εαυτόν σου, όστις λέγει, ότι όταν οδηγή τυφλός τυφλόν, πίπτουσιν εις τον λάκκον αμφότεροι». 
Ούτως ηγωνίζετο η Αγία περισσότερον ημέρας πολλάς ευχομένη και νηστεύουσα, τόσας δε γονυκλισίας και μετανοίας έκαμνεν, ώστε διήρχετο όλην την νύκτα πολλάκις και δεν έδιδε της σαρκός ολίγην ανάπαυσιν, δια να σπλαγχνισθή τους πολλούς της κόπους ο Κύριος, να της δώση σύνεσιν, να κυβερνά την ποίμνην θεάρεστα. Ούτω δε πράγματι κατά τον πόθον της την εσόφιζεν ο Κύριος και εκυβέρνα τας αδελφάς θαυμασιώτατα, τας εδίδασκε δε με τόσην σοφίαν, ώστε επερίσσευεν εις το λέγειν τους διδασκάλους και ρήτορας· και προς πίστωσιν τούτου, ακούσατε ολίγα τινά από τα πολλά παραγγέλματα και τας νουθεσίας, τας οποίας έλεγεν η αξιομακάριστος. «Ηξεύρω καλά, εν Χριστώ αδελφαί και τίμια αναθήματα εις τον Θεόν, ότι δεν ήτο πρέπον και εύλογον να σας διδάσκω εγώ η αναξία και αγράμματος· αλλ’ επειδή τα κρίματα του Θεού είναι ανεξερεύνητα και ακατανόητα, και ωκονόμησεν η χάρις του να γίνω προεστώσα εγώ η ευτελής δούλη σας, παρακαλώ σας να με υπακούετε και να ακούετε τους λόγους της εμής ταπεινώσεως. Ότι εάν δεν φυλάξωμεν τους νόμους και τας τάξεις τούτου του σχήματος, όπερ φορούμεν, και δεν κάμωμεν όσα ενώπιον Θεού και Αγγέλων υπεσχέθημεν, ουδέν ωφελούμεθα. Καθώς και η πίστις χωρίς έργων είναι νεκρά, ως ηκούσαμεν. Ο Κύριος έταξε να μας δώση δια τον ολίγον κόπον, τον οποίον υπεμείναμεν εδώ προσκαίρως, ουρανών Βασιλείαν και ζωήν ατελεύτητον, τρυφήν ακήρατον και απόλαυσιν αιώνιον. Τας υποσχέσεις ταύτας του Κυρίου επιστεύσαμεν, ως έπρεπεν· όθεν αφήσαμεν τα του κόσμου τερπνά ως ψευδή και πρόσκαιρα δια να κληρονομήσωμεν τα αληθή και αιώνια. Λοιπόν εάν δεν φυλάξωμεν τας εντολάς του Κυρίου, άθλιαι ημείς και ταλαίπωροι· ότι και τα πρόσκαιρα εχάσαμεν, και των αιωνίων υστερούμεθα μετά των μωρών παρθένων, ως μωραί και ανάξιαι. Επειδή λοιπόν η ψυχή δεν δύναται να μερισθή εις δύο τμήματα, δηλαδή να έχωμεν τρυφήν και εγκράτειαν, υψηλοφροσύνην και ταπείνωσιν, ούτε τας άλλας αρετάς να αποκτήσωμεν, εάν δεν αφήσωμεν και μισήσωμεν όλως τα εναντία ελαττώματα, ας κοπιάσωμεν να διώξωμεν από την ψυχήν μας πάσαν κοσμικήν επιθυμίαν, δια να είναι και τα έσωθεν ημών ως τα έξωθεν· ότι αι αρεταί της ψυχής είναι από τας σωματικάς προτιμότεραι· και δεν μας ωφελεί ποσώς η νηστεία, η αγρυπνία, και αι άλλαι σκληραγωγίαι του σώματος, όταν λείψουν αι αρεταί του πνεύματος, ήτοι ταπεινοφροσύνη, σωφροσύνη, αγάπη, συμπάθεια, ελεημοσύνη προς τους πένητας και άλλα όμοια έργα χρηστά και θεάρεστα. Μετά δε ταύτα ας επιμελώμεθα και τας σαρκικάς αρετάς, να νηστεύωμεν το κατά δύναμιν». Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγεν η πάνσοφος, διδάσκουσα πολλάκις με σπλάγχνα μητρικά τα πνευματικά τέκνα της, τα οποία προθύμως τον λόγον εδέχοντα και εκαρποφορούσαν θαυμασιώτατα. Η δε Οσία βλέπουσα, ότι έκαμνε καρπόν πολύν εις τας ψυχάς αυτών με τας νουθεσίας της, έχαιρε και ηυχαρίστει τον Κύριον, τον οποίον ηγάπα εξ όλης ψυχής και δυνάμεως. 
Όθεν έχουσα εις Αυτόν πίστιν άδολον, και προς τας αδελφάς αγάπην υπέρμετρον, ετόλμησε και του εζήτησεν ένα μεγάλον και υπερφυέστατον χάρισμα· ήτοι να την αξιώση προορατικού χαρίσματος, να γνωρίζη τα απόκρυφα πταίσματα πασών των αδελφών ασφαλέστατα· και τούτο όχι δια ανθρώπινον έπαινον, αλλά δια να τας διορθώνη, ίνα μη κολάζωνται. Όθεν και ο Κύριος, βλέπων τον σκοπόν της ότι ήτο καλός, επήκουσεν αυτής τάχιστα και της έστειλεν από τους ουρανούς φωτοφόρον Άγγελον, όστις ήλθεν εις αυτήν με στολήν λευκήν εξαστράπτων. Η δε Αγία, όταν τον είδε, δεν εταράχθη, ούτε ποσώς εφοβήθη το παράδοξον του σχήματος, αλλά μάλλον εχάρη. Ο δε Άγγελος την εχαιρέτησε λέγων· «Χαίρε δούλη του Θεού πιστοτάτη και εύχρηστος· ο Κύριος με απέστειλεν εις διακονίαν σου, κατά την αίτησιν, την οποίαν του εζήτησας, δια εκείνους όπου μέλλει να σωθούν δια σου και με επρόσταξε να στέκωμαι πλησίον σου πάντοτε, να σου φανερώνω καθ’ ημέραν σαφώς τα απόκρυφα». Ταύτα ειπών ο Άγγελος, αυτός μεν έγινε δια την ώραν άφαντος. Η δε Οσία έπεσεν εις την γην μετ’ ευφροσύνης, ευχαριστούσα τον Κύριον· έκτοτε δεν έλειψεν απ’ αυτής ο Άγγελος, αλλά της εφαίνετο καθ’ εκάστην (ω παρρησίας θαυμασίας της Οσίας προς Κύριον! ) ως φίλος προς φίλον διαλεγόμενος, και της εφανέρωνε τα απόκρυφα έργα του καθ’ ενός, όχι μόνον των μοναζουσών εκείνων, αλλά και των λοιπών ανθρώπων, όσοι ήρχοντο να την βλέπουν, δια ν’ ακούουν τα χρυσά λόγια της. Όταν δε έβλεπε τινά, έχοντα πεπραγμένον κανέν ανόμημα, τον εδίδασκε πρεπόντως η Αγία δια την αιώνιον κόλασιν εις την οποίαν κατακρίνονται όσοι αποθάνουν αμετανόητοι· ανέφερε δε τότε ως παράδειγμα το αμάρτημα λέγουσα παραβολικώς, εξόχως δε όσοι πέσουν εις το δείνα ανόμημα. Φανερά όμως δεν ήλεγχε τον άνθρωπον, δια να μη τον καταισχύνη εις τους άλλους, αλλά με τρόπον κατάλληλον τον έφερεν εις μετάνοιαν. Προσηύχετο δε αφ’ εσπέρας έως την ώραν του Όρθρου, μετά δε την Ακολουθίαν εκοιμάτο μικρόν έως να εξημερώση· έπειτα μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, και προσεκάλει μίαν προς μίαν τας αδελφάς εις εξομολόγησιν, όταν δε ετύχαινε καμμία, ήτις δεν έλεγε την αμαρτίαν της, της το έλεγεν η Οσία, καθώς την ενουθέτει ο Άγγελος πρότερον. Όθεν όλαι την ευλαβούντο ως Αγίαν και υπεράνθρωπον. Λοιπόν από ένα στόμα εις άλλο, έφθασεν εις την Πόλιν η φήμη της, και έκαστος έσπευδε να ίδη το τίμιον αυτής και σεβάσμιον πρόσωπον· και συνήγοντο εκεί καθ’ εκάστην Συγκλητικοί, άρχοντες, γυναίκες, παρθένοι, νέοι και γέροντες, τους οποίους εδίδασκεν η πάνσοφος με τοσαύτην σύνεσιν και κατάνυξιν, ώστε εμετανοούσαν δια τας αμαρτίας αυτών και εσώζοντο. Πανταχού δε το όνομα της θαυμασίας Ειρήνης ηκούετο. Αυτή δε η μακαρία ουδέποτε έλειπεν από την προσευχήν και ευχαριστίαν προς Κύριον. 
Οι δε δαίμονες την εβαρύνθησαν και συνήχθησαν μίαν νύκτα εις το κελλίον της, όπου προσηύχετο ισταμένη ορθία με τας χείρας προς τον ουρανόν υψωμένας, καθώς και πρότερον είπομεν, οίτινες εφώναζαν με τεταραγμένην φωνήν και άσχημον, δοκιμάζοντες οι παμπόνηροι να την εμποδίσουν από την προσευχήν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Ένας δε από τους άλλους, ο αυθαδέστερος, επήγε πλησίον και την επεριγέλα ως μίμος, λέγων· «Ειρήνη ξυλίνη, όπου σε βαστάζουν ποδάρια ξύλινα, έως πότε θα θλίβης το γένος μας, να μας φλογίζης με τας προσευχάς σου και να μας δίδης τόσην λύπην και κάκωσιν»; Ομοίως και οι λοιποί εδείκνυον ότι ωδύροντο την συμφοράν αυτών και ετύπτοντο. Η δε Οσία ίστατο αφόβως εις τον τόπον της και δεν εσάλευε τελείως. Τότε ο αναίσχυντος δαίμων εκείνος ήναψε κερί από την κανδήλαν και έκαυσε την σκέπην της Αγίας και το κουκούλιον. Έπειτα έφθασεν η φλοξ έως κάτω, και κατέκαυσεν όχι μόνον το ένδυμα, αλλά και εις πολλά σημεία τας σάρκας της, ήτοι τους ώμους, το στήθος, τα νεφρά και την ράχιν της· και παρ’ ολίγον θα έκαιεν όλον το σώμα της, εάν δεν επρόφθανε μία αδελφή, ήτις έτυχε και προσηύχετο και αυτή ομοίως εις το κελλίον της. Αύτη ως ηννόησε την οσμήν της σαρκός και των ιματίων, τα οποία εκαίοντο, έδραμεν εις το κελλίον της Αγίας, και την βλέπει (θέαμα ξένον και φρικτόν θαυμάσιον! ) όλην κατακεκαυμένην, και όμως από τον τόπον της δεν εσάλευεν, αλλά ίστατο ως στήλη ακίνητος. Τότε εκείνη έσβυσε μεν ευθύς την φλόγα, εσάλευσε δε την Αγίαν ολίγον, ήτις κατεβίβασε τας χείρας λέγουσα· «Διατί μου επροξένησες τόσον κακόν, τέκνον μου, και τοιούτων αγαθών με εστέρησας; Δεν πρέπει να φρονώμεν τα των ανθρώπων, αλλά τα του Θεού. Έως την ώραν ταύτην επαραστέκετο έμπροσθέν μου Άγιος Άγγελος, όστις μου έπλεκεν ένα στέφανον από διάφορα άνθη, τοσούτον ευωδέστατα και θαυμάσια, όπου τοιαύτα ποτέ δεν εφάνησαν· όταν δε ήπλωσε το χέρι του να βάλη εις την κεφαλήν μου τον πολύτιμον εκείνον και ωραιότατον στέφανον, ήλθες συ και μου επεμελήθης εξ ευγνωμοσύνης της αγνωμοσύνης χείρονος· όθεν βλέπων σε ο Άγγελος έφυγε, και μου έδωκες λύπην και ζημίαν ανείκαστον». Η δε ταύτα ακούσασα έκλαυσεν. Έπειτα, καθώς ανέσπα τα τεμάχια των ράσων, άτινα ήσαν μισοκαυμένα και κολλημένα εις την σάρκα της, εξήρχετο τόση ευωδία, ώστε υπερέβαλλεν όλα τα μύρα και πολύτιμα αρώματα, η οποία ευωδία επλήρωσεν όλον το Μοναστήριον και την ησθάνοντο όλαι ημέρας πολλάς εις την όσφρησιν αυτών θαυμάζουσαι. 
Επειδή δε δεν είχεν η Οσία ιμάτιον δεύτερον, της έφερεν άλλο η μαθήτρια και την ενέδυσε, μετ’ ολίγας δε ημέρας ο των ψυχών και των σωμάτων ιατρός ιάτρευσε τα κεκαυμένα μέλη της, αυξάνων και το χάρισμα της προφητείας. Ερχόμενος δε ποτέ προς αυτήν εις ευνούχος της αδελφής της, ήτις ήτο γυνή του Καίσαρος Βάρδα, τον προσκάλεσε κρυφίως η Αγία και του λέγει· «Ειπέ της αδελφής μου, Κύριλλε (ούτως εκαλείτο ο ευνούχος), να ετοιμάση τα πράγματά της, ότι εις ολίγας ημέρας αποθνήσκει ο άνδρας της από επιβουλήν του βασιλέως Μιχαήλ. Μετ’ ολίγον δε και αυτός ο βασιλεύς δικαίως θέλει επιβουλευθή από άλλους δια τας ανοσίας πράξεις του και θα χάση την ζωήν του και το βασίλειον. Φυλάττεσθε δε να μη ομολογήσετε τινός ταύτα· μήτε τις από τους συγγενείς μας να τολμήση να εναντιωθή του βασιλέως, όστις μέλλει να ανέλθη εις τον θρόνον ούτε ποσώς να τον εμποδίση, έστω και εάν είναι και φόνων αίτιος, αλλ’ ο Θεός ως θεοσεβή τον επροτίμησε και ηυδόκησεν εις αυτόν. Όθεν δεν θέλει ωφελήσει εχθρός εις τον εαυτόν του». Ταύτα η αδελφή της Οσίας ακούσασα, ενικήθη από την αγάπην του ανδρός και του τα εφανέρωσεν. Ο δε ως υπερήφανος και ασύνετος ου συνήκεν, ούτε έδραμε προς τον Θεόν με δάκρυα να του ζητήση έλεος, αλλά έμεινεν αμέριμνος, μόνον εζήτει να μάθη εκείνου, όπου έμελλε να βασιλεύση, το όνομα· έστειλε δε πολλάς φοράς εις την Οσίαν μήνυμα να του το φανερώση, αλλ’ εκείνη δεν ηθέλησεν, έως ου εις ολίγας ημέρας εφόνευσεν αυτόν ο στρατός. Ομοίως και ο Μιχαήλ κατακοπείς, απέρριψε την ζωήν και εβασίλευσεν ο Μακεδών Βασίλειος. Φθάνουσι ταύτα ίνα φανερώσουν το προφητικόν της Οσίας χάρισμα, ας έλθωμεν δε εις τα λοιπά αυτής θαυματουργήματα. Μία γυνή ευγενής και πάγκαλος από την πόλιν της Οσίας, ήτοι την Καππαδοκίαν, ήτο αρραβωνιασμένη μετά τινος. Έπειτα μετενόησεν η γυνή και δεν τον ήθελε· δια να μη την ενοχλή δε, έφυγεν απ’ εκεί και εκαλογερεύθη εις το Μοναστήριον της Αγίας. 
Ο δε διάβολος φθονήσας ανέφλεγε τον μνηστήρα εις πολλήν αγάπην προς αυτήν και ανείκαστον έρωτα. Όθεν μη δυνάμενος εκείνος να την εξαγάγη από το Μοναστήριον, εμέθυσε τόσον  από τον έρωτα, ώστε εύρεν ένα μάγον, υπηρέτην του δαίμονος δοκιμώτατον, και του έταξε πολλά χρήματα, εάν φέρη την γυναίκα με τας μαντείας του εις το θέλημά του, να τον πάρη άνδρα της. Έκαμε λοιπόν ο μάντις εκεί εις την Καππαδοκίαν την τέχνην του. Η δε γυνή εξήλθεν από τον νουν της, και εγύριζεν όλον το Μοναστήριον φωνάζουσα και κράζουσα τον άνδρα της εξ ονόματος, ώμνυεν όρκους φοβερούς, ότι εάν δεν της ανοίξουν την θύραν, ίνα υπάγη να τον εύρη, θα επνίγετο. Ταύτα η Οσία ακούσασα έκλαιε και τύπτουσα το πρόσωπον έλεγεν· «Οίμοι τη αθλία, ότι δια την αμέλειαν των βοσκών αρπάζουσιν οι λύκοι τα πρόβατα. Αλλά ματαίως κοπιάς, πονηρέ διάβολε, ότι ο Χριστός δεν σε αφήνει να καταπίης την αμνάδα μου». Τότε συνάγει πάσαν την αδελφότητα, αφού δε τας εδίδαξε και ενουθέτησε να φυλάσσωνται από τας πανουργίας του δαίμονος, επρόσταξε να νηστεύσουν όλαι όλην την εβδομάδα, προς Θεόν ευχόμεναι, και να κάμνουν δια την αδελφήν καθ’ ημέραν μετανοίας χιλίας με δάκρυα. Ούτως εκάστη εις το κελλίον της ηύχετο. Κατά δε την τρίτην νύκτα βλέπει η Αγία, εκεί όπου ηύχετο το μεσονύκτιον, έμπροσθεν αυτής τον μέγαν Βασίλειον, και της λέγει· «Διατί μας ονειδίζεις, Ειρήνη, ότι αφήνομεν και γίνονται εις την πατρίδα μας τα μιαρά και ανόσια; Όταν εξημερώση παράλαβε την ασθενή σου μαθήτριαν να την οδηγήσης εις τας Βλαχέρνας, εκεί δε θέλει έλθει να την ιατρεύση η μήτηρ του Δεσπότου Χριστού, ήτις έχει την δύναμιν». Ταύτα ειπών ο Άγιος έγινεν άφαντος. Η δε Αγία επήρε την πάσχουσαν και δύο αδελφάς προκρίτους, απελθούσα δε εις τον ρηθέντα Ναόν των Βλαχερνών προσηύχοντο όλην την ημέραν με δάκρυα· περί δε το μέσον της νυκτός εκ του κόπου απεκοιμήθησαν. Βλέπει τότε εις τον ύπνον της η Αγία λαόν πολύν, οίτινες ητοίμαζον τους δρόμους χρυσοφορεμένοι και πάμφωτοι, ραντίζοντες με ευωδέστατα άνθη και θυμιάζοντες. Τότε η Αγία ηρώτησεν αυτούς, διατί έκαμναν τόσην ετοιμασίαν και πρόοδον. Οι δε απεκρίθησαν ότι η Μήτηρ του Θεού έρχεται, ετοιμάσου δε και συ να αξιωθής να την προσκυνήσης, τότε ήλθε και η Παντάνασσα ακολουθούντων αυτήν αστραπηφόρων πλήθους αμετρήτου. Το δε θείον αυτής και σεβάσμιον πρόσωπον εξέχεε τόσην λάμψιν, ώστε δεν ηδύνατο να το βλέπη άνθρωπος. Αφού δε είδεν όλους τους αρρώστους η Δέσποινα, ήλθε και εις την μαθήτριαν της Ειρήνης. Τότε πίπτει εις τους αχράντους πόδας της Παναγίας η Αγία έμφοβος όλη και έντρομος· ήκουσε δε ότι εφώνησεν η Θεοτόκος τον μέγαν Βασίλειον, και τον ηρώτησε δια την Ειρήνην, τι εχρειάζετο. Όστις είπεν όλην την υπόθεσιν ως άνωθεν. Τότε λέγει πάλιν η Δέσποινα· «Καλέσατε την Αναστασίαν», και όταν ήλθεν, είπε προς αυτήν· «Υπάγετε με τον Βασίλειον εις την Καισάρειαν, εξετάσατε με επιμέλειαν, και να θεραπεύσητε ταύτην την κόρην, ότι εις σας ο Υιός και Θεός μου ταύτην την χάριν εχάρισε». Τότε προσκυνήσαντες την Θεοτόκον η Αναστασία και ο Βασίλειος ανεχώρησαν μετά σπουδής, να τελέσουν το προστασσόμενον· φωνή δε εγένετο προς την Οσίαν λέγουσα· «Ύπαγε εις το Μοναστήριόν σου, και εκεί θέλει θεραπευθή». Όταν λοιπόν εξύπνησεν εφανέρωσε προς τας άλλας την όρασιν· όθεν ανεχώρησαν χαίρουσαι. Ήτο δε ημέρα Παρασκευή και την ώραν του Εσπερινού συνήχθησαν όλαι εις τον Ναόν· λέγουσα δε την οπτασίαν η Οσία, επρόσταξε να σηκώσουν όλαι προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, να φωνάζουν το, Κύριε ελέησον! Εξ όλης καρδίας με δάκρυα. Μετά πολλήν ώραν, όταν εβράχη όλον το δάπεδον του Ναού από τα δάκρυα, εφάνησαν εις τον αέρα πετόμενοι (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ παντοδύναμε! ) η καλλιμάρτυς Αναστασία και ο μέγας Βασίλειος· φωνή δε από τούτους εξήλθε λέγουσα· «Άπλωσον, Ειρήνη, τας χείρας σου, δέξου ταύτα και μη μας ονειδίζης πλέον άδικα». 
Ταύτα της είπεν ο μέγας Βασίλειος, διότι ενώπιον της εικόνος του ηύχετο η Αγία, και του έλεγε να διώξη τους μάγους από την Καισάρειαν. Απλώσασα τότε η Αγία τας αγίας χείρας της υπεδέχθη από του αέρος ερχόμενον εν δέμα, όπερ εζύγιζε τρεις λίτρας· όταν δε το έλυσαν, εύρον εντός αυτού διαφόρους μαντείας και κακουργήματα, σπάγγους, τρίχας, μολύβια, καταδέσματα, και γραμμένα ονόματα δαιμόνων. Εξόχως δε είχον δύο μικρά είδωλα από μόλυβδον, εις το ένα του ανδρός το ομοίωμα, και το άλλο της Μοναχής, ήσαν δε το εν μετά του άλλου κολλημένα ως αμαρτάνοντες. Αι δε Μοναχαί εθαύμασαν, και έμειναν όλην την νύκτα ευχαριστούσαι την Παντοδύναμον Άνασσαν. Το πρωϊ έστειλεν η Αγία εις τας Βλαχέρνας δύο Μοναχάς και την πάσχουσαν· έδωσε δε εις αυτάς και τα προαναφερθέντα μαγικά κακουργήματα, ως και έλαιον με προσφοράν, ίνα λειτουργήση ο Προσμονάριος. Ούτος μετά την ιερουργίαν έχρισε την ασθενή από το έλαιον της κανδήλας· έπειτα έβαλε τα μαγικά εις τους άνθρακας· καθώς δε εκείνα εκαίοντο, ελύοντο και τα αόρατα δεσμά της Μοναχής, και ήλθεν εις τον νουν της δοξάζουσα τον Θεόν, όστις την ελύτρωσεν. 
Όταν δε διελύθησαν τελείως τα είδωλα, εξήρχοντο φωναί μεγάλαι από τους άνθρακας, καθώς φωνάζουν οι χοίροι όταν τους σφάζουσιν. Οι δε παρόντες, ορώντες και ακούοντες ταύτα, έφυγον έντρομοι δοξάζοντες τον Θεόν, όστις κάμνει τοιαύτα παράδοξα. Είτα έστρεψαν αι Μοναχαί εις το Μοναστήριον, διηγούμεναι προς τας άλλας και ταύτα τα ύστερα θαυμασιουργήματα. Η δε ταπεινόφρων Ειρήνη, όσον έβλεπε ότι την ηυλαβούντο δια τας αγίας πράξεις της, τόσον αυτή κατέκρινε τον εαυτόν της, και δεν έλειψαν ποτέ από τους οφθαλμούς της τα δάκρυα. Μάλιστα δε εις την λειτουργίαν, όταν εθυσίαζεν ο ιερεύς τον Θεόν εις την θείαν τράπεζαν. Ότι συλλογιζομένη πως ο αόρατος και αθάνατος Θεός κατεδέχθη να γίνη άνθρωπος, και να σταυρωθή δια την αγάπην μας, ετοιμάσας αυτά τα θεία Μυστήρια, δια να τον μεταλαμβάνωμεν, κατενύγετο τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να κρατή το πένθος και εσκέπαζε το πρόσωπόν της δια να μη την βλέπωσιν, έκλαιε δε ώσπερ να ήτο ληστής και κακούργος, όστις έπραξεν έργα παράνομα. Αλλά ας είπωμεν και άλλο θαυματούργημα. Νέος τις, Νικόλαος ονόματι, εκαλλιέργει τον αμπελώνα του Μοναστηρίου εκείνου της Αγίας. 
Ούτος ηγάπησε μίαν από εκείνας τας Μοναχάς, δεν είχε δε ημέραν και νύκτα ποσώς ανάπαυσιν, αλλά εζήτει τρόπον να τελέση την επιθυμίαν του. Εις τούτο δε τον παρεκίνει ο δαίμων, δια να λυπήση την Αγίαν ο εναγέστατος· τόσον δε τον εσκότισε μίαν νύκτα, ώστε έδραμε προς το Μοναστήριον, νομίζων δε ότι εύρε την θύραν ανοικτήν, επήγεν εις το κελλίον της Μοναχής, την οποίαν ηγάπα· του εφάνη δε κατά φαντασίαν δαίμονος πως έπεσε μετ’ αυτής εις το στρώμα και έκαμνε την επιθυμίαν του, αυτός όμως ο ταλαίπωρος έπεσεν εις την γην και συνετρίβη. Όχι δε μόνον το σώμα του επληγώθη, αλλά και ο δαίμων, ευρίσκων αυτόν εις την κακήν γνώμην, εισήλθεν εις τα εντόσθιά του και τον ετάρασσε. Το πρωϊ λοιπόν, όταν ήνοιξεν η θυρωρός και τον είδε ότι έκειτο απ’ έξω δαιμονιζόμενος, αφρίζων το στόμα και συντριβόμενος, το ανήγγειλε προς την Αγίαν, ήτις εγνώρισε την αιτίαν, πίπτουσα δε εις προσευχήν έλεγε· «Ευλογητός ο Θεός, όστις δεν μας αφήκε να γίνωμεν θήρα και θύματα του δαίμονος». Τον έστειλε τότε εις τον Ναόν της Αγίας Αναστασίας να ιατρευθή τάχα εκεί δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον· εις ολίγας δε ημέρας φαίνεται εις το όραμα της Ειρήνης η Αναστασία και της λέγει· «Δια να με πειράξης μου έστειλες αυτόν τον δαιμονιζόμενον; Ήξευρε, αδελφή μου ηγαπημένη, ότι μόνον συ δύνασαι να του δώσης την ίασιν». Έστειλε τότε η Αγία και τον έφεραν ούτω δεδεμένον καθώς ευρίσκετο. Αλλά δεν τον εθεράπευσε σύντομα, δια να μη γνωρισθή το θαυμάσιον, αλλά τον έδεσαν εις μίαν κολώναν της Εκκλησίας, έκαμνε δε ομού με τας άλλας καθ’ ημέραν προσευχήν δι’ εκείνον. Όταν δε ελειτούργησεν ο ιερεύς και απέθεσε τα Άγια μετά την μεγάλην είσοδον ηγριώθη πολλά ο δαιμονιζόμενος· κόψας δε την άλυσον, έδραμεν εις το Άγιον Βήμα και αρπάσας τον ιερέα τον εδάγκασεν εις τον ώμον ως να φάγη τας σάρκας του. Προφθάσασα τότε η Αγία τον επρόσταξε να μείνη ακίνητος, αυτός δε, όταν την είδεν, ετρόμαξε, θέλων δε να φύγη, δεν ηδύνατο ποσώς να σαλεύση από τον τόπον του, επειδή εκρατείτο αοράτως με το πρόσταγμα της Αγίας από δυνατωτέραν άλυσον. Όταν δε η λειτουργία ετελείωσεν, έμεινεν η Αγία μοναχή εις την Εκκλησίαν με τον δαιμονιζόμενον και πίπτουσα εις την γην έκαμε προς Κύριον δέησιν. Έπειτα ηγέρθη και εξήταζε τον δαίμονα, και επρόσταξε να είπη την αιτίαν και τον τρόπον, πως εισήλθεν εις εκείνον τον άνθρωπον. Τότε αυτός και μη θέλων έδωκε αληθινήν απόκρισιν εις πάσαν ερώτησιν, υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενος. Κατόπιν επρόσταξεν αυτόν η Αγία να εξέλθη από τον άνθρωπον ο μισάνθρωπος. Όθεν σπαράξας αυτόν τον έρριψεν εις την γην και έφυγεν. Η δε Αγία ήγειρεν αυτόν, και τον εδίδαξε να φυλάσσεται από την πολυφαγίαν και πολυποσίαν πάντοτε, να μη λείπη από την Εκκλησίαν τας εορτάς, και να προσεύχεται ακατάπαυστα, δια να μη εύρη πάλιν ο δαίμων ευκαιρίαν να του δώση ενόχλησιν. Εάν δε τον ερωτήσουν τις τον ιάτρευσε, να λέγη: «ο παντοδύναμος Κύριος δια πρεσβειών των Αγγέλων του». Ούτως αυτός μεν απήκθεν ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, η δε θαυματουργός έμεινεν αγωνιζομένη ως και το πρότερον. Προσηύχετο δε τακτικά η Αγία έχουσα υψωμένας προς τον ουρανόν τας χείρας, άλλοτε ένα ημερονύκτιον, άλλοτε δύο ή τρία ή και μίαν εβδομάδα ολόκληρον. Όταν δε ήθελε να καταβιβάση τας χείρας της δεν ηδύνατο, ότι από την πολυκαιρίαν της εκστάσεως εκρατούντο εις τους ώμους και εις τους αγκώνας και τας αρθρώσεις· όθεν προσεκάλει καμμίαν αδελφήν και την εβοήθει, όταν δε τας κατεβίβαζεν εκτυπούσαν οι αρμοί δυνατά, ώστε ηκούετο από μακράν ο κρότος. Την δε Αγίαν Τεσσαρακοστήν δεν έτρωγεν έως το Πάσχα, ούτε άλλο βρώσιμον ειμή μόνον ολίγα οπωρικά και λάχανα μίαν φοράν την εβδομάδα και νερόν ολιγώτατον. 
Όθεν από την πολλήν εγκράτειαν δεν έμεινεν ειμή μόνον το δέρμα και τα οστά. Τας δε δεσποτικάς εορτάς ηγρύπνει όλην την νύκτα, και δεν εκοιμάτο τελείως, αλλά προσηύχετο κατά μόνας και έψαλλε· πολλάκις δε εξήρχετο εις την αυλήν το μεσονύκτιον, και έκαμε προσευχήν με πολλήν κατάνυξιν. Ότι βλέπουσα τα άστρα, το κάλλος του ουρανού και το μέγεθος, εχαίρετο δοξάζουσα τον Κτίστην, όστις με τόσην σοφίαν τα έκαμε. Κατά θείαν δε οικονομίαν, δια να μη μείνη αμάρτυρος μία μεγάλη θαυματουργία, όπου έγινε πολλάκις εις το προαύλιον, έτυχε και εξήλθε μίαν νύκτα αδελφή τις από το κελλίον της ήσυχα και βλέπει την Αγίαν όπου προσηύχετο, χωρίς να εγγίζουν εις την γην οι πόδες της, αλλά εστέκετο εις τον αέρα δύο πήχεις επάνω· και πλησίον της ήσαν δύο κυπαρίσσια υψηλότατα, τα οποία έκλιναν τας κορυφάς των έως την γην, και περιέμενον ούτω (ω εξαισίου τερατουργήματος!) όσην ώραν η Αγία ηύχετο· όταν δε αυτή ηγέρθη, επήγε και εις τα δύο και εγγίζουσα τας κορυφάς αυτών τα ηυλόγησε σταυροειδώς, τότε δε υψώθησαν και αυτά και έστρεψαν εις την στάσιν των. Βλέπουσα η Μοναχή τοιούτον φρικτόν και θαυμάσιον θέαμα εφοβήθη και έτρεμε, νομίζουσα φάντασμα τα βλεπόμενα, επειδή τρεις ώραι παρήλθον όπου το έβλεπεν. Όθεν, δια να πιστωθή την αλήθειαν, έδραμεν εις το κελλίον της Αγίας· και όταν είδε πως δεν ήτο ψεύμα, εβεβαιώθη ότι δεν έβλεπε φάντασμα, αλλά αληθινόν θαυματούργημα. Πλην τότε μεν εφοβήθη και δεν το εφανέρωσε τινός. Μετά δε ημέρας τινάς είδον αι Μοναχαί εις τας κορυφάς εκείνων των κυπαρίσσων κρεμασμένα δύο μανδήλια, τα οποία εκείνη η μακαρία εις δόξαν Θεού εκρέμασεν. Επειδή πολλάς φοράς έκλινον τας κορυφάς, ως άνωθεν, προσκυνούντα αυτήν. Λοιπόν ηρώτα η μία την άλλην, τις και πότε και πως ηδυνήθη να ανέβη εις τόσον ύψος να δέση εκεί τα μανδήλια. Τότε η Μοναχή, ήτις είδεν ως άνωθεν το θαυμάσιον, το διηγήθη εις όλας, αι οποίαι έφριξαν, από δε την χαράν των εδάκρυσαν, και την ωνείδισαν, διότι δεν τας εξύπνησε και αυτάς να ίδωσι τοιούτον εξαίσιον θέαμα. Όταν δε το έμαθεν η Αγία, ότι η άνωθεν Μοναχή το εδημοσίευσεν, εσκανδαλίσθη και την εκανόνισε λέγουσα· «Εάν με έβλεπες να αμαρτήσω ως άνθρωπος, ήθελες φανερώσει και την αμαρτίαν μου»; Η δε έπεσεν εις την γην έμφοβος, ζητούσα συγχώρησιν. Τότε η Αγία είπε προς αυτήν και εις τας άλλας μετά βαρείας επιτιμήσεως να μη τολμήση καμμία πλέον να φανερώση τινός κανένα θαυμάσιον, όσον καιρόν ζήση η Αγία εις τούτον τον κόσμον· ότι πολλά όμοια σημεία ετέλεσεν, αλλά δεν τα εφανέρωσαν, φοβούμεναι το επιτίμιον της Αγίας. Την πρώτην του Ιανουαρίουείχε συνήθειαν η Αγία να εορτάζη τον μέγαν Βασίλειον, διότι τον είχεν, ως συμπολίτην, εις πολλήν ευλάβειαν. Αφού ο ιερεύς ελειτούργησε και εξήλθεν, είπεν, ότι εις το Άγιον Βήμα ήτο ένας μυς (ποντικός) και εμόλυνε τα ιερά σκεύη, και να κάμουν τρόπον να τον φονεύσωσιν. Η δε Αγία απήλθεν εις το κελλίον της και έκαμε προσευχήν και δι’ αυτό το μικρόν επιζήμιον. Όταν λοιπόν εφιλεύθη ο ιερεύς και ήθελε να φύγη, έστειλεν η Ηγουμένη την Εκκλησιάρχισσαν και της λέγει· «Ύπαγε εις την θύραν του αγίου Βήματος, λάβε τον μυν, όστις κείται νεκρός και ρίψε τον έξω». Τότε επήγε και ο ιερεύς να προσκυνήση· βλέπων δε νεκρόν τον μυν, έλεγε· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού». Αυτήν την ημέραν, την τετάρτην φυλακήν της νυκτός, ήλθε φωνή προς την Οσίαν αοράτως, λέγουσα· «Υπόδεξαι τον ναύκληρον, όστις σου φέρει τα οπωρικά σήμερον, φάγε δε αυτά χαίρουσα και η ψυχή σου αγαλλιάσεται». Όταν δε έψαλλον τον όρθρον, έστειλε δύο καλογραίας λέγουσα· «Υπάγετε εις την θύραν, εμβάσατε μέσα τον ναύτην, τον οποίον θα εύρητε άξω». Όταν ήλθεν εις την Οσίαν ο άνθρωπος, επροσκύνησε ο εις τον άλλον και προσευξάμενοι εκάθισαν. Έπειτα τον ηρώτησεν η Αγία πως ήλθεν έως εκεί· ούτος δε είπεν εις αυτήν· «Ναύτης είμαι, Κυρία μου, από την νήσον της Πάτμου, εισήλθον δε εις πλοίον, δια να έλθω εδώ εις την Πόλιν δια τινα υπηρεσίαν μου· όταν δε είμεθα εις την άκραν της νήσου μου ταξειδεύοντες, βλέπομεν εις την γην ένα ωραίον και θεοειδή γέροντα, όστις μας εφώναξε να τον περιμένωμεν. Ημείς δε μη δυνάμενοι να στέκωμεν, διότι είμεθα πλησίον της γης εις τους βράχους και ο άνεμος αρκετός, ετρέχομεν. Όθεν εκείνος εφώναξε δυνατώτερα, προστάσσων το πλοίον να σταθή· παρευθύς δε εστάθημεν (ω του θαύματος!) έως ου ήλθεν ο γηραιός εκείνος περιπατών εις τα κύματα· όταν δε έφθασεν εις το πλοίον, εξήγαγε τρία μήλα από το στήθος του και μου τα έδωκε, λέγων· «Όταν φθάσης εις την βασιλεύουσαν Πόλιν, δος αυτά του Πατριάρχου, και ειπέ του, πως του τα έστειλεν ο πανάγαθος Θεός και ο δούλος του Ιωάννης από τον Παράδεισον». Έπειτα πάλιν εξήγαγεν άλλα τρία όμοια και μου λέγει· «Ταύτα δώρησαι της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνης ονόματι, και ειπέ της· «Φάγε απ’ εκείνα, όπου η καλή σου ψυχή επεθύμησεν· ότι τώρα έρχομαι από τον Παράδεισον και τα έφερα». Ούτως ειπών, ηυλόγησε τον Θεόν και μας ηυχήθη· ευθύς τότε το μεν πλοίον εκίνησεν, αυτός δε έγινεν άφαντος. Έδωσα τα τρία του Πατριάρχου· όθεν έφερα και της αγιωσύνης σου τα υπόλοιπα». Ταύτα η Οσία ακούσασα από την χαράν της εδάκρυσε και πολλάς ευχαριστίας απέδωκε προς τον ηγαπημένον μαθητήν του Χριστού και Απόστολον. Τότε εξήγαγε και τα μήλα ο ναύκληρος από ένα μεταξωτόν και χρυσοϋφαντον μανδήλιον, όπου τα είχε φυλαγμένα εντίμως, ως θεία πράγματα, και τα έδωκε της Οσίας με πολλήν ευλάβειαν. Τόσον δε επερίσσευαν τα μήλα ταύτα του Παραδείσου από τα πρόσκαιρα και γήϊνα μήλα εις ταύτα τα τρία χαρίσματα, ήτοι εις την ωραιότητα, εις την ευωδίαν και εις το μέγεθος, ώστε ήσαν εξαίσιον θέαμα. Και τούτο δεν είναι πράγμα απίστευτον, επειδή ήσαν από τον Παράδεισον. Μετά τούτο ο μεν ναύτης λαβών από την Αγίαν ευλογίαν και συγχώρησιν ανεχώρησεν, εκείνη δε ενήστευσε μίαν εβδομάδα ευχαριστούσα τον Κύριον δια την δωρεάν ταύτην, όπου της έστειλεν. Έπειτα εις δόξαν αυτού ήρχισε και έτρωγεν από ένα μήλον καθ’ ημέραν ολίγον, χωρίς να γευθή άρτον ή λάχανα ή άλλο τι βρώσιμον, ούτε καν ύδωρ έπιεν, έως ημέρας τεσσαράκοντα (40) και τόση ευωδία εξήρχετο από το στόμα της ανά πάσαν ώραν όπου έτρωγε εξ αυτού, ώστε επλήρωσεν όλας τας οσφρήσεις των αδελφών και όλον το Μοναστήριον, ώσπερ να κατεσκεύαζον καθ’ ημέραν μύρα και αρώματα πολύτιμα, όλος δε ο αέρας επληρούτο από την θαυμασίαν ταύτην τερπνότητα του Παραδείσου. Μετά ταύτα, όταν ήλθεν η αγία και μεγάλη Πέμπτη, επρόσταξεν η Αγία τας αδελφάς να κοινωνήσουν όλαι τα θεία Μυστήρια· μετά δε την αγίαν Μετάληψιν ετεμάχισε το δεύτερον μήλον και έδωκεν εις εκάστην ένα τεμάχιον και το έφαγαν, αλλά δεν ήξευραν τι ήτο· μόνον την ευωδίαν και γλυκύτητα ησθάνοντο εις το στόμα των και εθαύμαζον, μάλιστα δε διότι ησθάνοντο εις την ψυχήν, όταν το έτρωγαν, πολλήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Το δε έτερον μήλον εφύλαξεν ως φυλακτήριον πολύτιμον, καθ’ εκάστην δε το ωσφραίνετο εις απόλαυσιν της ψυχής της και αγαλλίασιν. Την δε μεγάλην Παρασκευήν, όπου έπαθεν ο Δεσπότης μας, είδεν η Οσία έκστασιν· ήτοι καθώς έψαλλον αι αδελφαί τα άγια Πάθη με πολλήν κατάνυξιν, βλέπει και ήλθαν εις την Εκκλησίαν ασπροφόροι αναρίθμητοι, όλοι νέοι ωραιότατοι και φωτοειδέστατοι· κρατούντες δε εις τας χείρας κιθάρας, έψαλλον ύμνους εις δόξαν Χριστού με μελωδίαν εναρμόνιον, γλυκυτάτην και θαυμάσιον. Εβάσταζον δε και φιάλας, αι οποίαι ήσαν πλήρεις μύρου, τας οποίας εκένωσαν εις την αγίαν Τράπεζαν· τόση δε ευωδία εξήρχετο, ώστε επλήρωσεν όλον το Μοναστήριον. Έπειτα βλέπει μέγαν τινά άνθρωπον, ωραίον και αστραπόμορφον, του οποίου έλαμπε το πρόσωπον ως ο ήλιος και τον οποίον οι επίλοιποι προϋπήντησαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν. Ούτος τους έδωκε μίαν σινδόνα ωραίαν και πολύτιμον, να σκεπάσουν τα μύρα επιμελέστατα επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν. Τότε ο Άγγελος, όστις επερίμενεν εις το θυσιαστήριον, εφώναξε προς τον μέγαν εκείνον με λύπην πολλήν και κατήφειαν, λέγων· «Έως πότε, Κύριε»; Και φωνή ηκούσθη λέγουσα· «Έως να έλθη ο δεύτερος Σολομών, να ενωθώσι τα άνω με τα κάτω, να γίνουν αμφότερα εν· τότε και ο Κύριος εις τούτον τον τόπον θα υψωθή και θα μεγαλυνθή της δούλης του το μνημόσυνον». 
Ταύτα η φωνή λέγουσα, εφώνησαν οι λευκοφόροι το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ», ούτω δε ψάλλοντες ανήλθον εις τα ουράνια. Η δε Αγία συλλογιζομένη τι εδηλούσαν, εννόησεν, ότι η όρασις εφανέρωσε πως ούτε αυτή θέλει δοξασθή ούτε το Μοναστήριον, έως να ζουν αι ταύτης μαθήτριαι. Καθώς αυτή προ ολίγων ημερών παρεκάλεσε τον Κύριον, να μη την δοξάση εις τους ανθρώπους εδώ πρόσκαιρα, αλλά μόνον εις την Βασιλείαν του αιώνια· τούτο δε το όμοιον εδίδασκε και τας αδελφάς, ούτω λέγουσα· «Φεύγετε την τιμήν των ανθρώπων, όσον δύνασθε· ότι η ψυχή, η οποία ορέγεται τιμήν ανθρώπινον, δεν αξιώνεται να την δοξάση ο Κύριος». Άλλοτε την παρεκάλει μία αδελφή ασθενής με απλότητα να της δώση την υγείαν του σώματος. Η δε Οσία εσύναξεν όλην την αδελφότητα, και λέγει· «Πιστεύσατέ μοι, ότι εάν είχον παρρησίαν τινά προς τον Θεόν, θα παρεκάλουν να είμεθα όλας τας ημέρας της ζωής μας άρρωστοι, διότι ηξεύρω πόσην ωφέλειαν έχει η ψυχή από την ασθένειαν του σώματος και μάλιστα όταν ευχαριστή τον Θεόν ο άρρωστος, και δοξάζη Αυτόν και ομολογή ότι δικαίως παιδεύεται». Αλλά ας είπωμεν άλλο ένα ή δύο θαυμάσια, τα οποία ετέλεσεν έτι ζώσα η Αγία, και τότε να τελειώσωμεν με την τελείωσιν της Οσίας και την διήγησιν. Τινές κακότροποι άνθρωποι διέβαλον προς τον βασιλέα δια τον φθόνον των ένα συγγενή της Αγίας, μεγάλον άρχοντα. Ούτος ήτο εις την αξίαν ένδοξος, εις δε το γένος λαμπρός και περιφανέστατος· τούτον ο βασιλεύς εφυλάκισεν εις τόπον σκοτεινόν του παλατίου, εμελέτα δε να τον βυθίση εις την θάλασσαν, να μη ακουσθή τελείως ούτε να αξιωθή ενταφιάσεως. Διότι του είπον ψεύματα, ότι επιβουλεύετο τον αυτοκράτορα, δια τούτο εμελέτα να τον φονεύση. 
Μη δυνάμενοι να του βοηθήσουν με άλλον τρόπον οι συγγενείς και φίλοι του, έδραμον εις την Αγίαν κατακοπτόμενοι· προσπίπτοντες δε εις τους πόδας αυτής, εδέοντο με θερμότατα δάκρυα να λυπηθή τον συγγενή και ηγαπημένον της, να τον λυτρώση από τον άδικον θάνατον. Η δε στενάξασα ωε συμπαθής εδάκρυσε και τους παρηγόρησε λέγουσα· «Μη λυπείσθε, αλλά υπάγετε εις τον οίκον σας, ελπίζοντες εις τον Κύριον, και αυτός του δίδει βοήθειαν». Εκλείσθη τότε εις το κελλίον της και εδέετο του Θεού να βοηθήση τον αδικημένον τάχιστα. Ο δε Κύριος, όστις κάμνει το θέλημα των δούλων αυτού, παρευθύς της επήκουσε και ελύτρωσε τον άρχοντα με τούτον τον τρόπον θαυμασιώτατα. Όταν εκοιμάτο ο βασιλεύς, το μεσονύκτιον, είδε την Αγίαν Ειρήνην πρώτον εις το όραμά του, έπειτα δε και οφθαλμοφανώς, και του λέγει ταύτα με μεγάλην φωνήν φοβερίζουσα· «Βασιλεύ, έγειραι παρευθύς να λυτρώσης εκείνον, όπου εφυλάκισες άδικα, ότι τον εσυκοφάντησαν αδίκως δια τον φθόνον των. Ει δε και δεν μου ακούσης, εγώ θα παρακαλέσω τον Βασιλέα των ουρανών κατά σου, να σε θανατώση και να δώση των θηρίων και των πετεινών τας σάρκας σου». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και της λέγει· «Τις είσαι συ, ήτις με φοβερίζεις; Και πως ετόλμησες να έλθης τοιαύτην ώραν εις την στρωμνήν μου με τόσην προπέτειαν»; Η δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι η Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνη ονόματι». Ταύτα δε ειπούσα, δύο φοράς τον εκέντησεν εις την πλευράν· όθεν από τον πόνον εξύπνησεν οργιζόμενος και την βλέπει (ω  των θαυμασίων σου, Χριστέ παντοδύναμε!) έμπροσθεν αυτού, και του λέγει πάλιν τα ίδια. Είτα εξήλθεν από την θύραν και ανεχώρησεν. Ο δε βασιλεύς φοβηθείς εφώναξε και συναχθέντες οι δούλοι του ηρώτα τον παρακοιμώμενον, εάν είδε την Μοναχήν, όπου εξήλθεν την ώραν ταύτην από το δωμάτιον· εκείνος δε θαυμάζων ώμοσεν, ότι ήσαν όλαι αι θύραι κεκλεισμέναι και αι κλείδες εις το στρώμα του. Τότε ο βασιλεύς ηννόησεν ότι ήτο από τον Θεόν η όρασις· όθεν το πρωϊ επρόσταξε και έφεραν τον κατάδικον και τον εξήταζε δια την επιβουλήν, ως και διατί έκαμε την νύκτα μαντείας δια να αποφύγη τον θάνατον; Ο δε απεκρίνατο· «Ούτε μαντείαν έπραξα πώποτε, ούτε την βασιλείαν σου επεβουλεύθην, μάρτυς μου ο Κύριος». Τότε επράϋνε τον θυμόν ο βασιλεύς και του λέγει πραεία τη φωνή. «Γνωρίζεις την Ηγουμένην του Χρυσοβαλάντου»; Του λέγει· «Ναι, συγγενής μου είναι, και δούλη του Χριστού ενάρετος». Λέγει ο βασιλεύς· «Αν στείλω άνθρωπον θα την εύρη εκεί»; Του λέγει ο κατάδικος· «Δεν εξέρχεται από το Μοναστήριον ουδέποτε». Τότε έστειλε μεγιστάνας τινάς και άρχοντας με ζωγράφον επιστήμονα να ιστορήσουν την όψιν της, δια να βεβαιωθή την αλήθειαν, τον δε κατάδικον εφυλάκισε. Ταύτα πάντα εγνώριζε και η Αγία από την χάριν του Πνεύματος· όθεν, όταν ετελείωσαν τον Όρθρον, είπεν εις τας αδελφάς· «Ταύτην την νύκτα είδον όνειρον, ότι έστειλεν εδώ ο βασιλεύς τόσους άρχοντας, ώστε εγέμισεν η αυλή πλήθος άπειρον· αλλά μη φοβηθήτε όταν έλθωσιν, ότι ο Κύριος οικονομεί το συμφέρον μας». Εις ολίγην ώραν και οι απεσταλμένοι έφθασαν. Η δε Οσία εισήλθεν εις τον Ναόν και ειδοποίησε τους άρχοντας να υπάγουν εκεί να ομιλήσωσι· εισελθόντες δε εκείνοι την επροσκύνησαν. Καθώς δε ηγέρθησαν, εξήλθεν από το πρόσωπόν της αστραπή μεγάλη, ώστε έπεσον εις τα οπίσω οι άρχοντες, μη υποφέροντες την λαμπρότητα. Η δε Αγία τους ήγειρε λέγουσα· «Μη φοβήσθε, τέκνα μου, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι ασθενής ως σεις. Αλλά διατί να σας βάλη εις κόπον ο άπιστος εκείνος, όστις σας έστειλεν; Ειπέτε πάλιν εκείνα όπου του είπα εις το όνειρον, να ελευθερώση από την φυλακήν τον άνθρωπον, ότι δεν του έπταισεν. Ει δε και παρακούση μου, θέλουν συμβή όσα του επροφήτευσα· ότι δεν αργεί ο Κύριος, αλλά είναι πλησίον εις όσους τον επικαλούνται με αλήθειαν». 
Ταύτα ακούοντες οι άρχοντες εφοβήθησαν περισσότερον, λέγοντες· «Ούτω να είπωμεν εις τον βασιλέα κατά την αγίαν σου πρόσταξιν. Πλην παρακαλούμεν σε να καθίσης ολίγον, να μας διδάξης λόγον ψυχωφελή και σωτήριον». Τούτο δε είπον και δια να την ιστορήση ο ζωγράφος ακριβέστερον. Γενομένου δε τούτου και λαβόντες αυτής το ομοίωμα, επέστρεψαν εις τον βασιλέα και ανήγγειλαν εις αυτόν όσα είδον και ήκουσαν. Καθώς δε του έδειξαν την εικόνα της, εξήλθεν αστραπή από ταύτην, ήτις τον εκτύπησεν εις τους οφθαλμούς και εθαμβώθη προς ώραν το φως του. Όθεν από τον φόβον έμεινεν έντρομος, ταύτα φωνάζων· «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου», έστεκε δε ώραν πολλήν ως εξεστηκώς και θαυμάζων. Περιεργαζόμενος δε την εικόνα, έλεγεν ότι ωμοίαζεν εκείνης, ήτις του ωμίλησε. Τότε ευθύς εκβάλλει τον άρχοντα και ζητών συγχώρησιν ηυχαρίστει τον Κύριον, όστις τον ελύτρωσεν από τα δεινά, όπου έμελλε να του έλθωσι δια τον άδικον εκείνου θάνατον. Έγραψε δε και επιστολήν ο βασιλεύς προς την Οσίαν ταύτα λέγουσαν· «Ελυτρώσαμεν, κατά την αγίαν σου πρόσταξιν, δούλη του Θεού, τον ανεύθυνον, και ευχαριστούμεν σοι, ότι μας ελύτρωσες από τον κίνδυνον· ας έχωμεν όθεν συγχώρησιν εις ό,τι εσφάλαμεν προς την αγιωσύνην σου, και δεν επιστεύσαμεν από το πρώτον την όρασιν, αλλά σου εδώσαμεν ενόχλησιν· παρακάλει δε τον Θεόν δι’ ημάς. Παρακαλούμεν δε εγώ και η βασίλισσα, να έλθης έως εδώ, να μας ευλογήσης με τας αγίας χείρας σου. Ει δε και δεν θέλεις να έλθης, ερχόμεθα να σε προσκυνήσωμεν». Ταύτην την επιστολήν της έστειλεν ομού με βασιλικά δωρήματα. Η δε Αγία ούτως αντέγραψεν· «Ο Θεός συγκαταβαίνει, ω βασιλεύ, εις τας ασθενείας μας ως φιλάνθρωπος, και δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την μετάνοιαν. Λοιπόν όχι εμέ, αλλ’ εκείνον ευχαρίστει και δόξαζε. Πλην ούτε η βασιλεία σου είναι πρέπον να έλθη εδώ, ούτε εγώ εις τα βασίλεια. Δεν χρειάζεσαι ευλογίαν από αμαρτωλήν και ταπεινήν δούλη Του, ότι έχεις τον αγιώτατον Πατριάρχην και τους άλλους αρχιερείς της Εκκλησίας, και τους πνευματικούς Πατέρας των Μοναστηρίω και εάν ακούης τας νουθεσίας αυτών, θέλεις θεραπεύσει τον Θεόν, να κυβερνήσης την βασιλείαν ευσεβώς, σωφρόνως και δικαίως. Ει δε και δεν κάμης τον λόγον μου, αλλά βουληθής να έλθης, δεν θα σου προξενήση καλόν, και μόνον τον Θεόν παροργίζεις. Ει δε και μου ακούσης, η δεξιά του Υψίστου να σε σκεπάση και να σε λυτρώνη από κάθε πειρασμόν πάντοτε». Ταύτα γράψασα εσφράγισε την επιστολήν και την έστειλε με τινα πράγματα χάριν ευλογίας, τα οποία ευλαβώς εδέχθη, αλλά περισσώς ελυπήθη, πως δεν τον ηξίωσε να ίδη το άγιον αυτής πρόσωπον. Πλην δια να μη την σκανδαλίση, δεν την επείραξε· μόνον πολλάκις της έστειλε μετάνοιαν και δωρεάν με άνθρωπον· ομοίως δε και αυτή εκείνου και απήλαυσε πολλήν παράκλησιν και βοήθειαν ο βασιλεύς από την Αγίαν. Ο δε συγγενής της, όστις ελυτρώθη από τον κίνδυνον, έπεσεν εις τους πόδας αυτής και τόσον έκλαυσεν, ώστε τους έπλυνε με δάκρυα. Αυτή δε τον ενουθέτησε να φυλάττη τας εντολάς του Θεού, δια να μη του έλθη άλλην φοράν πειρασμός όμοιος, οίτινες μας ευρίσκουν δια παίδευσιν των αμαρτιών μας. Αφού δε τον εδίδαξεν ικανώς, τον εκράτησε να φιλευθώσιν ομού με όλην την Αδελφότητα εις δόξαν Θεού δια την σωτηρίαν της ψυχής αυτού και του σώματος· μετά δε την ευχαριστίαν, τον κατευώδωσαν εις τους συγγενείς χαίρουσαι. Αλλά ακούσατε και έτερον προ της τελευτής της Οσίας τελεσιούργημα. Άνθρωπος τις φίλος και γνώριμος της Αγίας, αγαθός, ευλαβής και φιλόχριστος, Χριστοφόρος ονόματι, ήρχετο πολλάκις εις την Μονήν και τον υπεδέχετο και ωμιλούσαν, ηξεύρουσα ότι ήτο ενάρετος. 
Μίαν ημέραν λοιπόν όπου ήλθε και συνωμίλησαν ώραν πολλήν, ότανήθελε να αναχωρήση, έβαλε μετάνοιαν κατά την συνήθειαν, ζητήσας συγχώρησιν. Η δε Αγία είπεν εις αυτόν· «Άπελθε, τέκνον, ο Κύριος να αναπαύση μετά δικαίων το πνεύμα σου». Ταύτα ακούσας εκείνος έμεινε σύντρομος και περίλυπος, διότι εννόησεν ως φρόνιμος ότι δεν έλεγεν η Οσία ταύτα χωρίς τινα έννοιαν. Η δε Αγία, όταν τον είδε τεταραγμένον, επροφασίσθη ότι ήτο ο νους της εις άλλο, και δια τούτο ταύτα ελάλησεν· όταν δε τον επαρηγόρησεν ικανώς, απέστειλεν εις τον οίκον του, απήλθε δε χωρίς να έχη κανένα σημείον ασθενείας, αλλ’ ήτο όλος υγιής και άνοσος· φθάσας δε εις την οικίαν του έφαγε καλά, κατά δε την ώραν του εσπερινού αιφνιδίως παρέδωκε το πνεύμα. Τούτο ουδείς είχεν ακόμη μάθει ειμή μόνον η Αγία εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον· δια τούτο και του είπε τα προρρηθέντα λόγια. Μία δε από τας αδελφάς, όπου έτυχεν εκεί όταν ταύτα ελάλησε, την εμέμφθη λέγουσα· «Διατί, κυρία μου, είπες τον λόγον εκείνον του Χριστοφόρου και απήλθε περίλυπος»; Λέγει η Αγία· «Μη νομίσης πως είπα τούτο ούτως απλώς και ως έτυχεν, αλλά διότι έβλεπα ένα νέον λαμπρόν, όπου έστεκεν οπίσω του, και εκράτει ακονισμένον δρέπανον, ήσαν και άλλοι τινές πλησίον του, οίτινες εμετρούσαν τους χρόνους της ζωής αυτού με τα δάκτυλα· απεφάνθησαν δε ότι η τελευταία του ημέρα είναι σήμερον· και αν δεν πιστεύσης, κάλεσον την δούλην σου Ευήθειαν, να υπάγη εις την οικίαν του, να ίδη ότι απέθανεν». Έστειλαν τότε αυτήν και τον εύρε νεκρόν. Όθεν όλαι εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, ότι τας ηξίωσε να έχωσι τοιαύτην διδάσκαλον, από τότε δε επρόσεχαν τους λόγους της· και όταν έλεγε τινός, ο Θεός να τον αναπαύση, αυτήν την ημέραν ετελειώνετο. Αλλ’ επειδή και αυτή η μακαρία άνθρωπος ήτο, έπρεπε να πληρώση το χρέος της απερχομένη του κόσμου τούτου· τούτο της εφανέρωσε ο Άγγελος λέγων· «Ήξευρε, ότι τον ερχόμενον χρόνον, εις τας είκοσι οκτώ (28) του παρόντος μηνός, όταν εορτάσης τον Μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα, θέλεις έλθει να παρασταθής εις τον θρόνον της θεότητος». Είχε δε τότε ο Ιούλιος είκοσιν εξ (26) και εώρταζον εις το Μοναστήριον της Αγίας τα εγκαίνια του Ναού του Αρχαγγέλου, διότι κατ’ αυτήν την ημέραν τον ενεκαινίασαν. Κατά δε τον επόμενον χρόνον πάλιν, όταν εώρτασε ταύτην την πανήγυριν ως και την του Αγίου Παντελεήμονος, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, νηστεύουσα κατά την τάξιν μίαν εβδομάδα πρότερον και προσευχομένη, χωρίς να γευθή καν τίποτε ούτε ύδωρ τελείως. Τότε έλαβε το θαυμάσιον εκείνο μήλον, όπου της είχε στείλει ο ηγαπημένος Μαθητής του Δεσπότου Χριστού από τον Παράδεισον, ομού με τα άλλα δύο, καθώς ανωτέρω είπομεν, και έφαγεν αυτό εις δόξαν Θεού, αφού πλέον εγνώρισεν ότι ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον Νυμφίον της, διότι πρωτύτερα δεν ηθέλησε να το φάγη, δια να το έχη εις ταύτην την εξρίαν παρηγορίαν εις πάσαν αθυμίαν, την οποίαν ήθελεν έχει καμμίαν φοράν ως άνθρωπος ή από τας Μοναχάς λύπην τινά ή παράπονον. Διότι τότε ελάμβανεν αυτό εις τας χείρας της, και με την άμετρον αυτού ευωδίαν ηφανίζετο πάσα πικρία· ετρέπετο δε η πολλή της λύπη αι αθυμία εις ευθυμίαν και αγαλλίασιν, και εχαίρετο η πανολβία ενθυμουμένη οποίαν απόλαυσιν έμελλε να κληρονομήση εις την ουράνιον Βασιλείαν πάντοτε. Τότε λοιπόν, ενώ έτρωγε το μήλον, επληρώθη πάλιν ευωδίας θαυμασίας όλον το Μοναστήριον. Η δε Οσία, μετά την του μήλου μετάληψιν, ήλθεν εις αγωνίαν, φοβουμένη τον θάνατον, βλέπουσα δε προς τον ουρανόν έκλαιεν. Αι δε Μοναχαί, μη ηξεύρουσαι την αιτίαν του πένθους, ομοίως έκλαιον και την ηρώτησαν τι είχε και επικραίνετο. Η δε απεκρίνατο· «Σήμερον, τέκνα μου, αναχωρώ από τούτον τον κόσμον και πλέον δεν με βλέπετε, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγω εις την ζωήν την αιώνιον· ψηφίσατε δε προεστώσαν την κυρίαν Μαρίαν, ότι ο Θεός την προέκρινεν, ήτις θέλει σας κυβερνήσει θεάρεστα. Σπουδάσατε δε να περιπατήσετε την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εύρητε ευρυχωρίαν εις τον Παράδεισον. 
Μισήσατε τον κόσμον και τα εγκόσμια, ότι όλα ταύτα τα πρόσκαιρα είναι μάταια. Μισήσατε τας ψυχάς σας, δια να τας κερδήσητε, κατά την θείαν πρόσταξιν· μη κάμνετε ποτέ το θέλημα της σαρκός, αλλά το του Θεού· διότι μόνον Εκείνος δύναται να σας βοηθήση την ώραν της κρίσεως». Αυτά και έτερα ψυχωφελή λέγουσα η μακαρία Ειρήνη την τελευταίαν ώραν, εσήκωσε προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, και προσηύξατο προς Κύριον λέγουσα· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού του ζώντος, ο ποιμήν ο καλός, ο λυτρώσας ημάς δια του παναγίου και πολυτίμου αίματός σου, εις τας αγίας χείρας σου παραδίδω τούτο το μικρόν σου ποίμνιον· σκέπασον αυτό με την σκέπην των πτερύγων σου και διαφύλαξον αυτό από τας επηρείας του δαίμονος· ότι Συ είσαι ο αγιασμός και η λύτρωσις ημών, και σοι την ευχαριστίαν αναπέμπομεν και δοξολογούμεν σε πάντοτε». Ταύτα προσευξαμένη εκάθισεν, ήρχισε δε να μειδιά βλέπουσα τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες την εχαιρέτησαν, και παρευθύς έλαμψε το πρόσωπόν της ως ο ήλιος· έκλεισε τότε τους οφθαλμούς ωσάν να εκοιμάτο, ούτω δε παρέδωκε την ιεράν της ψυχήν προς Κύριον, ζήσασα χρόνους εκατόν τρεις. Παρ’ όλον δε το γήρας δεν εμαράνθη ποσώς το κάλλος της, αλλ’ εφαίνετο η μακαρία ως νέα ωραιοτάτη είτε ένεκεν του χαρίσματος της παρθενίας, όπου δεν εγνώρισε κόσμον η κοσμία και πάνσεμνος, είτε ήτο τούτο χάρις από τον Θεόν εξαίρετος, να μείνη έως τέλους εις αυτήν αυτή η ωραιότης και το κάλλος του σώματος, δια να μαρτυρή την ωραιότητα της ψυχής, καθώς ηξιώθη και άλλης χάριτος από τον ουράνιον Νυμφίον της. Έγινε τότε από τας αδελφάς κλαυθμός και οδυρμός άμετρος, αίτινες πρεπόντως εθρηνούσαν τοιαύτης μητρός την υστέρησιν. 
Όχι δε μόνον αύται, αλλά και όλη σχεδόν η Πόλις εσυνάχθη, εξόχως δε αι Συγκλητικαί και αι αρχόντισσαι και παν γένος και ηλικία έδραμον άπαντες, όσοι ήκουσαν την αγίαν αυτής μετάστασιν, ίνα ασπασθούν προς αγιασμόν το άγιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον. Τόσον δε πλήθος εσυνάχθη ανδρών τε και γυναικών, ώστε δεν εχώρει το Μοναστήριον, ούτε και να την ενταφιάσουν ηδύναντο, έως ότου ενύκτωσε· και τότε μετά βίας ετέλεσαν τα ειθισμένα κατά την τάξιν της Εκκλησίας μας· και είχον μεν μύρα ευωδέστατα και αρώματα πολύτιμα και μοσχοθυμιάματα, όπου τα έφεραν οι Αρχιερείς κατά την συνήθειαν· αλλά τόση ευωδία εξήρχετο από το τίμιον και πανσέβαστον λείψανον, ώστε επερίσσευε ασυγκρίτως όλα τα επίγεια αρώματα και τα θυμιάματα. Αφού την έψαλαν, είχον ητοιμασμένον εν γλωσσόκομον εις το οποίον την έβαλαν προς ώραν, έως ότου της έκτισαν τάφον καινουργή εις τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου, όστις είναι πλησίον του Αρχαγγέλου, εκεί εις το Μοναστήριον· εις αυτόν δε ενεταφίασαν την ομοίαν ή και θαυμασιωτέραν του Μάρτυρος· από τον τάφον δε αυτόν εξέρχεται καθ’ εκάστην ευωδία θαυμάσιος, μαρτυρούσα την παρρησίαν της Οσίας προς Κύριον. Εκείνος δε ο συγγενής της και άρχων, τον οποίον ελύτρωσεν η Αγία από τον θάνατον, ως άνωθεν είπομεν, ενθυμούμενος την μεγάλην ταύτην ευεργεσίαν, απέδιδε την ευχαριστίαν, εορτάζων κατ’ έτος την μνήμην της Αγίας πλουσιοπάροχα και λαμπρότατα· όχι δε μόνον αυτός έτυχε της ευεργεσίας της Οσίας, αλλά και όστις άλλος ήθελε την επικαλεσθή μετά πίστεως, του έδιδε τα συμφέροντα αιτήματα· και έως την σήμερον θαυματουργεί εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτήν και μάλιστα εις τους έχοντας ανάγκην, και τους αδικημένους, όπως συνέβη και κατά τας ημέρας μας ταύτας όπως θέλετε ακούσει κατωτέρω. Δια τας ευεργεσίας της ταύτας η Αγία Ειρήνη τιμάται ιδιαιτέρως από τους ευσεβείς Χριστιανούς, εν δε τη περιοχή Αττικής υπάρχουσι σήμερον δύο ευαγέστατοι γυναικείαι Ιεραί Μοναί τιμώμεναι εις το όνομα της Αγίας και προστατευόμεναι υπ’ αυτής, πλήθος δε κόσμου συρρέει τακτικώς εις τους περικαλλεστάτους Ναούς των Μονών αυτών, ιδιαιτέρως δε κατά την μνήμην της Αγίας, τιμώντες και ευχαριστούντες αυτήν δια τας ευεργεσίας, τας οποίας κατά καιρούς απήλαυσαν και πλείστα όσα θαύματα τελούνται εν αυταίς, άτινα αδύνατον είναι να γράψωμεν ημείς, διότι δεν θα μας επήρκει το ανά χείρας βιβλίον, είναι όμως ταύτα αναγεγραμμένα εις ιδιαίτερα βιβλία εκδοθέντα υπό των Μονών αυτών· ημείς δε θα αναφέρωμεν εν μόνον εξαίσιον θαύμα, όπερ ετέλεσεν η Αγία ρυσαμένη εκ βεβαίου θανάτου αδίκως τυφεκισθέντα Χριστιανόν, τον οποίον και ημείς καλώς γνωρίζομεν και ιδίαν έχομεν αντίληψιν του συντελεσθέντος θαύματος. την 14ην Ιουλίου του έτους 1944 Χριστιανός τις ονόματι Νικόλαος Μαυροματάκης, κάτοικος Κηφισίας, έγγαμος, έχων γυναίκα έγκυον ούσαν τότε και επτά τέκνα μετέβη εις θέσιν Νταού Πεντέλη της Αττικής μετ’ άλλων συντρόφων του δια την προμήθειαν ξύλων και ξυλανθράκων. Κατά τας ημέρας εκείνας μέλη ομάδος Ελληνικής Αντιστάσεως είχον φονεύσει τον Γερμανόν φρούραρχον της Ραφίνας καθώς και τον οδηγόν του αυτοκινήτου του. Ευθύς δε ως ανεκάλυψε τούτο η Γερμανική αστυνομία, διέταξεν εις εφαρμογήν αντιποίνων να συλληφθούν αμέσως όλοι όσοι ευρίσκοντο εις την περιφέρειαν Νταού Πεντέλης, συνέλαβον δε τότε τεσσαράκοντα περίπου άνδρας, μεταξύ των οποίων και τον προρρηθέντα Νικόλαον. Εννοείται, ότι όλοι αυτοί ήσαν τελείως αμέτοχοι και ανίδεοι της διαπραχθείσης δολοφονίας των δύο Γερμανών, διότι οι πραγματικοί δράσται ήσαν άλλοι. Μετέφεραν τότε όλους τους συλληφθέντας εις το χωρίον Χαρβάτι, έμπροσθεν του μεγάλου κτήματος Λεβίδη. Εκεί, αφού τους εγύμνωσαν τελείως, τους διέταξαν να εξαπλώσουν γυμνοί όπως ήσαν και με την κοιλίαν να σύρωνται επί του ανωμάλου εκείνου εδάφους ως όφεις! Μετά πάροδον πολλής ώρας και αφού είχον όλοι εξαντληθή και μωλωπισθή από το φρικτόν εκείνο μαρτύριον, τους διέταξαν να εγερθώσιν όλοι και να σταθώσιν ανά τρεις-τρεις εις την γραμμήν και εις στάσιν οκλαδόν. 
Τότε οι θηριώδεις εκείνοι βασανισταί, εις εφαρμογήν αντιποίνων δια την δολοφονίαν, ήρχισαν να πυροβολούν με τα αυτόματα όπλα των και με πιστόλια εκ των όπισθεν και να θερίζουν με τα βόλια των τους ατυχείς αθώους. Με την πρώτην ομοβροντίαν, ο ατυχής Νικόλαος ηννόησεν ότι θα τους εφόνευον όλους και ευθύς ποιήσας πολλάκις το σημείον του Σταυρού, επεκαλέσθη την Αγίαν Ειρήνην, λέγων· «Αγία μου Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, οσάκις ημπορούσα, ειργαζόμην εις το Μοναστήρι σου και εβοήθουν εις τας ανάγκας του δια την χάριν σου. Τώρα σε παρακαλώ μη με εγκαταλείψης, αλλά μνήσθητί μου και βοήθησόν με εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν, δια να μη με φονεύσουν αδίκως οι Γερμανοί και μείνουν απροστάτευτα και ορφανά τα τέκνα μου». Ταύτα προσευχηθείς έπεσεν ευθύς κατά γης ως νεκρός, νοερώς όμως επικαλούμενος συνεχώς την Αγίαν, και ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ! Παρ’ όλους εκείνους τους επανειλημμένους πυροβολισμούς ο Νικόλαος ουδέν έπαθεν, αλλ’ ησθάνθη μίαν ψυχικήν γαλήνην και ανδρείαν ως να μη συνέβαινε τίποτε γύρω του. Εις εκείνην δε την θαυμασίαν αλλοίωσιν ευρισκόμενος βλέπει με τους οφθαλμούς του μίαν ωραίαν και υψηλήν Μοναχήν να περνά από εμπρός του και να τον βλέπη με ιλαρόν πρόσωπον! Αμέσως ηννόησεν ότι ήτο η Αγία Ειρήνη, η οποία ήλθε δια να τον ενδυναμώση εισακούσασα την δέησίν του, διότι αδύνατον ήτο κατ’ εκείνην την στιγμήν άνθρωπος φυσικός να διέλθη έμπροσθεν από τα βόλια των δημίων εκείνων. Τότε πλησθείς ψυχικής αγαλλιάσεως ο Νικόλαος υπεσχέθη προς την Αγίαν λέγων· «Αγία μου Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, εάν το παιδίον το οποίον μέλλει να γεννηθή είναι κορίτσι, θα το αφιερώσω εις το Μοναστήριόν Σου». Προσηύχετο δε εις την στάσιν εκείνην πλέον της μιάς ώρας τελείως ακίνητος, ίνα μη αντιληφθώσιν οι Γερμανοί ότι είναι ζωντανός και διότι ήκουσε τας οιμωγάς και τας φωνάς των τραυματισθέντων. Όταν έπαυσαν πλέον οι φοβεροί εκείνοι κροταλισμοί των πολυβόλων και παρήλθον αρκεταί ώραι, ήλθον οι Γερμανοί στρατιώται δια να συνάξουν τα πτώματα, καθ’ ότι έπαυσαν πλέον να ακούωνται φωναί, όπερ εδήλου ότι όλοι είχον υποκύψει εις τα τραύματά των και είχον αποθάνει. Μόλις ήλθον και εις τον Νικόλαον και τον εύρον ζώντα, εθαύμασαν και παραλαβόντες αυτόν τον εισήγαγον εις το κτήμα Λεβίδη, όπερ είχον ως φρουραρχείον της περιφερείας εκείνης και τον περιώρισαν εις μίαν σκηνήν, βαλόντες έξωθεν ένα φρουρόν ίνα μη αποδράση. Αυτός ιδών ότι είναι μόνος εκεί, έμεινεν όλην εκείνην την νύκτα αγρυπνών, συνεχώς δε προσευχόμενος επεκαλείτο την βοήθειαν της Αγίας Ειρήνης, ίνα σπεύση πλησίον του και κάμη το θαύμα της, λυτρώνουσα αυτόν από την φοβεράν εκείνην ώραν του βεβαίου και αναποφευκτου θανάτου! Αφού εξημέρωσεν ο Θεός την ημέραν, ήλθον πάλιν οι βασανισταί περί ώραν 5ην πρωϊνήν και τον διέταξαν να εξέλθη της σκηνής και να ίσταται έξω εις την ύπαιθρον όπου και έμεινεν υπό τον καυστικόν ήλιον έως την 12ην μεσημβρινήν ώραν. Τότε τον επήραν πάλιν από εκεί και τον έφεραν εις εν γραφείον, όπου ήσαν πολλοί Γερμανοί αξιωματικοί δια να τον ανακρίνουν. Και αποτεινόμενος εις αξιωματικός προς αυτόν, τον ερωτά εις παρεφθαρμένην ελληνικήν γλώσσαν· «Εμάθαμε πως είσαι μεγάλος κομμουνιστής»! Του απαντά εκείνος αμέσως· «Κακώς σας το επληροφόρησαν αυτό. Εγώ είμαι ανάξιος δούλος του Θεού και κηρύττω το Ευαγγέλιόν Του από πολλών ετών». Τον ερωτούν τότε οι άλλοι· «Ηξεύρεις τι εδίδαξεν ο Χριστός»; Και τους απήντησε· «Μάλιστα, το Ειρήνη υμίν και Αγαπάτε αλλήλους». Τον ηρώτησαν πάλιν· «Έγγαμος είσαι»; Απαντά εκείνος· «Μάλιστα, και έχω επτά παιδιά και ένα που πρόκειται να γεννηθή οκτώ». Εθαύμασαν λοιπόν από την απάντησίν του αυτήν και του είπον· «Φαίνεσαι πως είσαι καλός Χριστιανός. Πάρε τώρα την ταυτότητά σου και τα πράγματά σου και πήγαινε στο σπίτι σου»! Τότε εκείνος τους ηυχαρίστησε που του εχάρισαν την ζωήν και ανεχώρησε δρομέως ώσπερ έλαφος από τον κατηραμένον εκείνον τόπον, δοξάζων και ευχαριστών τον Πανάγαθον Θεόν και την Αυτού θεράπαιναν, την Αγίαν Ειρήνην του Χρυσοβαλάντου, εις την οποιαν μετά τούτο αφιέρωσε κατά την υπόσχεσίν του το γεννηθέν τέκνον του, όπερ ήτο θήλυ, το οποίον και μη θέλουσα η γυνή του πάλιν δι’ ετέρου θαύματος της Αγίας επείσθη και αυτή και το αφιέρωσαν εις την εν Λυκοβρύσει Κηφισίας Αττικής Ιεράν Μονήν της Αγίας εις την οποίαν και αυτός ο Νικόλαος ειργάσθη αρκετά, εις ανταπόδοσιν της ευεργεσίας της Αγίας. Ουχί δε μόνον τούτο αλλά και πλείστα έτερα θαύματα εποίησε και ποιεί εις τας ημέρας μας η Αγία εις όσους αυτήν μετά πίστεως επικαλούνται, φωτίζει τους κριτάς και κάμνουν κρίσιν δικαίαν και λαμβάνει ο αδικημένος το δίκαιον, ενεργεί εις όσους έχουν έχθραν και μίσος κατ’ αλλήλων και το διαλύει η επώνυμος της πάντα νουν υπερεχούσης ειρήνης, η Ειρήνη η χαριτώνυμος, ήτις μεσιτεύει με άρρητον τινα και θείαν δύναμιν εις όσους ευρίσκεται η μνησικακία και το μίσος από δαιμονικής συνεργείας, και μαλάσσει τας καρδίας αυτών, και κάμνουν αγάπην, συνεργούσης της θείας χάριτος. Ταύτην δε την χάριν χαρίζει αυτή η χαριτώνυμος Ειρήνη εις εκείνον, ο οποίος θα δεηθή αυτής με ευλάβειαν, δια να ειρηνεύση το σκάνδαλον, να καταπατηθή ο μισόκαλος, και να δοξασθή ο Πανάγαθος Κύριος· ω πρέπει τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί, και εις τον αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021

Τη ΚΕ΄ (25η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας μητρός ημών ΕΥΠΡΑΞΙΑΣ.


Ευπραξίας της Οσίας μητρός ημών η θαυμαστή πολιτεία και η πνευματική ανδρεία πάντα νουν εξέπληξεν Αγγέλων και ανθρώπων και εις αυτήν αληθώς εφαρμόζεται το του σοφού Σολομώντος «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα δε έστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη». Απαριθμών είτα ο αυτός Σολομών τα κατορθώματα της ανδρείας γυναικός, λέγει, ότι αύτη επεξεργάζεται το έριον και το λίνον, συνάγει αφθόνως πόρους ζωής και πλούτον, καταφυτεύει αμπελώνας εκ των καρπών των χειρών της, τους βραχίονάς της εκτείνει εις την άτρακτον, και καθίσταται εν ενί λόγω η ελπίς και παρηγορία του ανδρός της και άλλα τινά και ευτελή έργα εργάζεται, άτινα εισί πολύ κατώτερα των πλεονεκτημάτων της όντως γενναίας ψυχής. Αν λοιπόν αι τοιαύται γυναίκες εθεωρήθησαν και ωνομάσθησαν υπό του σοφού Σολομώντος ανδρείαι, πολύ δικαιότερον είναι να ονομασθώσιν ανδρείαι αι κατά Θεόν μεταβαλούσαι την εαυτών φύσιν εις ανδρικήν, και ανδρικώς κατά των παθών αυτών παλαίσασαι και θριανβεύσασαι· διότι η λέξις ανδρεία, ως ώρισαν αυτήν οι περί αρετών φιλοσοφήσαντες, σημαίνει την αφοβίαν και γενναιότητα, την οποίαν δεικνύει ο πάσχων προς παν φοβερόν και επίπονον.

Και φοβερόν μεν και λίαν φρικώδες είναι ο κατά των ασάρκων δαιμόνων πόλεμος, λίαν δε επίπονος είναι η τήξις και ταπείνωσις της σαρκός δια της εγκρατείας και πάσης άλλης σκληραγωγίας. Όσαι λοιπόν γυναίκες ανέλαβον τοιούτον πόλεμον και δια σωματικής σκληραγωγίας κατέστειλαν τας σαρκικάς επαναστάσεις και εις ουδεμίαν εξ αυτών υπεχώρησαν, πως δεν είναι εύλογον να ονομασθώσιν ανδρείαι και να επαινώνται και θαυμάζωνται πλέον ή η γυνή εκείνη, ήτις εκρίθη υπό του Σολομώντος αξία να ονομασθή ανδρεία; Εκ τούτων των γυναικών μία και επισημοτάτη είναι η τρισένδοξος Ευπραξία, ήτις είναι ενδόξου καταγωγής, πολύ δε ενδοξοτέρα και περιφανεστέρα ως προς την κατά Θεόν πολιτείαν. 
Πατρίς μεν της Αγίας είναι η βασιλίς των πόλεων Κωνσταντινούπολις (οικείον δε είναι εις ημάς το καλόν τούτο και ουκ επείσακτον), οι δε γονείς αυτής ήσαν συγκλητικοί και πρώτοι των γερουσιαστών. Το δε γένος αυτής ήτο συγγενές προς το γένος του τότε βασιλέως. Εβασίλευε δε τότε Θεοδόσιος ο επονομασθείς Μέγας, εν έτει τπ΄ (380), όστις σοφώς εκυβέρνα το πηδάλιον της αυτοκρατορίας του. Αντίγονος ωνομάζετο ο περιφανής εκείνος ανήρ, τιμώμενος και αγαπώμενος υπό του βασιλέως όχι τόσω δια την συγγένειαν, όσω δια την χρηστότητα των ηθών του και την δεξιότητα και εμπειρίαν αυτού περί τα πολιτικά. Τούτον αείποτε συνεβουλεύετο ο βασιλεύς. Πλούσιος δε ων σφόδρα, έλαβεν εις γυναίκα την Ευπραξίαν, ευγενή, πλουσίαν και τοις τρόποις χρηστήν. Αμφότεροι δε μετεχειρίζοντο τον πλούτον αυτών ουχί προς απόλαυσιν ματαίων ηδονών, αλλά προς βοήθειαν των ενδεών και δια τροφήν των πεινώντων, περιβολήν των γυμνών, και εν γένει ειπείν μετέδιδον αφειδώς τον πλούτον αυτών και, κατά τον Απόστολον Παύλον, έσπειρον επ’ ευλογίαις και επ’ ευλογίαις εθέριζον. Διότι ο πλούτος αυτών, εκχυνόμενος καθ’ ον τρόπον προανεφέρθη, μάλλον ηύξανε και επληθύνετο δια της άνωθεν επιχορηγίας του Θεού, αφορώντος εις την θεοφιλή και φιλελεήμονα αυτών προαίρεσιν. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευόμενοι οι άνθρωποι ούτοι ηξιώθησαν να αποκτήσωσι θυγατέρα, πρόξενον γενομένην εις τους γονείς ανεκφράστου χαράς και ευφροσύνης. Κατά δε την τελετήν των γενεθλίων οι γονείς πλείστας όσας ευεργεσίας και δωρεάς εχορήγησαν εις τους εν ανάγκαις ευρισκομένους. Ότε δε το θυγάτριον κατηξιώθη του λουτρού της παλιγγενεσίας, ωνομάσθη υπό του πατρός αυτού Ευπραξία, επί τω σκοπώ του να μιμηθή τους χρηστούς τρόπους και χαρακτήρας της ομωνύμου αυτού μητρός. Και το μεν θυγάτριον ανετρέφετο και ηύξανεν, ο δε Αντίγονος είπέ ποτε προς την εαυτού γυναίκα, ότι ο σκοπός του γάμου επληρώθη ήδη χάριτι Θεού, τουτέστιν η παιδοποιϊα, εφεξής λοιπόν ας συζώμεν απέχοντες και καθαρεύοντες της εκ της σαρκικής κοινωνίας ηδονής, ίνα απολαύσωμεν της πνευματικής εκείνης ηδονής, ήτις ουδέποτε παρέρχεται. Ταύτα ακούσασα η καλή εκείνη γυνή απήντησε· «Προ πολλού είχον κατά νουν τον σκοπόν τούτον, και εκ καρδίας επεθύμουν και ηυχόμην υπέρ της εκπληρώσεως αυτού, αλλ’ εδίσταζον να ανακοινώσω εις σε την επιθυμίαν μου ταύτην. Αφού όμως ο Θεός ενέπνευσε και εις σε την αυτήν αγαθήν επιθυμίαν, ας σπεύσωμεν προθύμως να εκπληρώσωμεν αυτήν, συνοικούντες αδελφικώς, προς δε και δι’ ων έχομεν χρημάτων ας φανώμεν πρόθυμοι να ανταλλάξωμεν την επουράνιον Βασιλείαν. Επειδή δε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την εις τους πένητας γενομένην ελεημοσύνην θεωρεί ως γενομένην εις εαυτόν (διότι είπεν· «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε»), ας διανείμωμεν τον πλούτον μετ’ εκείνου, όστις έδωκεν αυτόν εις ημάς, ίνα και της ατελευτήτου αυτού βασιλείας συγκληρονόμοι γενώμεθα».
 Και η μεν γυνή ταύτα είπεν, ο δε Αντίγονος, μεγάλως ευχαριστηθείς δια ταύτα, ηυχαρίστησε τον Θεόν, διότι εύρε την σύζυγον αυτού σύμφωνον. Τοιαύτας λοιπόν συνθήκας έθεσαν μεταξύ των αμφότεροι ομοφώνως. Εξηκολούθουν επομένως να απέχωσι της προς αλλήλους σαρκικής μίξεως και να μεταδίδωσι τα εαυτών αγαθά τοις δεομένοις. Διήγον δε τον εαυτών βίον εργαζόμενοι παν είδος αρετής. Ούτω δε επιζήσας ο Αντίγονος εν έτος και ευαρεστήσας τω Θεώ πολλώ μάλλον ή πρότερον, μετέστη εκ του προσκαίρου τούτου βίου εις τας αιωνίους Μονάς. Μαθόντες τον θάνατον του Αντιγόνου ο βασιλεύς και οι περί αυτόν ελυπήθησαν σφόδρα, ενθυμούμενοι την πίστιν και χρηστότητα των ηθών εκείνου, επαρηγόρουν δε την Ευπραξίαν, επιθυμούντες, όσον ηδύναντο, να μετριάσωσι την λύπην αυτής δια την συμφοράν. Αύτη δε προσπεσούσα εις τους πόδας του βασιλέως και της βασιλίσσης παρεκάλει αυτούς μετά δακρύων, ίνα προστατεύσωσι την θυγατέρα αυτής, μείνασαν ορφανήν πατρός, έλεγε δε προς αυτούς· «Εις τον Θεόν πρώτον παρατίθεμαι ταύτην, και δεύτερον εις υμάς· αν λοιπόν ενθυμήσθε τον πατέρα αυτής, ευεργετήσατε ταύτην». Οι συγκινητικοί ούτοι λόγοι απέσπασαν από των οφθαλμών των βασιλέων θερμά και πολλά δάκρυα, μετά δε ταύτα υπεσχέθησαν πάσαν δυνατήν προστασίαν. Μετά παρέλευσιν χρόνου τινός, ο βασιλεύς Θεοδόσιος εύρε δια την θυγατέρα του Αντιγόνου μνηστήρα τινά, υιόν ενός των εξοχωτάτων συγκλητικών, ευγενή, πλούσιον, νεαρόν, περικαλλή τε και χαριέστατον. Ο νέος ούτος εμνηστεύθη την κόρην δια της πλήρους συγκαταθέσεως της μητρός αυτής. Του δε γάμου η εκτέλεσις ανεβλήθη, ένεκα της ανηλικιότητος της Ευπραξίας, εξαετούς ήδη ούσης. Τα μεν λοιπόν αφορώντα την μικράν Ευπραξίαν ούτως ωκονόμησεν ο βασιλεύς μετά της μητρός, ήτις, θεαρέστως παιδαγωγούσα το θυγάτριόν της, μετήρχετο και αυτή πάσαν αρετήν και μάλιστα την σωφροσύνην, φυλάττουσα άμεμπτον την κοίτην του κεκοιμημένου ανδρός της. Αλλ’ εις όσα εκείνη κατέβαλλε μεγαλυτέραν σπουδήν και προσοχήν, εις ταύτα και ο πολυμήχανος δαίμων εμηχανάτο δεινοτέρας επιβουλάς. Εμβάλλει λοιπόν έρωτα λυσσώδη εις τινα των προυχόντων προς την γυναίκα· ούτος, καλώς γινώσκων ότι δια το σεμνόν αυτής ήθος δεν ηδύνατο ουδέποτε να λάβη αυτήν γυναίκα, μετεχειρίσθη μεσίτιδα προς εκπλήρωσιν της επιθυμίας του την βασίλισσαν, ήτις και ανεκοίνωσε το πράγμα εις την Ευπραξίαν, επαινούσα τον νυμφίον και παρακινούσα αυτήν να συναινέση εις τον γάμον, αλλ’ ως εφαίνετο ελάλει προς κωφόν, οι δε λόγοι αυτής ουδόλως εισήρχοντο εις τας ακοάς της σώφρονος εκείνης γυναικός. Επειδή δε ηνωχλείτο πολλάκις βαρέως ποτέ στενάξασα και τους οφθαλμούς της δακρύων πληρώσασα, ανεφώνησεν· «Ας μη συμβή ποτέ εις εμέ, καθαρώτατε νυμφίε μου Χριστέ Βασιλεύ, να αθετήσω τας προς τον αγνόν σύζυγόν μου συνθήκας και να επιτρέψω εις άλλον νυμφίον να μολύνη την κοίτην εκείνου». 
Ταύτα πάντα τα γενόμενα μαθών ο αυτοκράτωρ και λυπηθείς σφόδρα επέπληξε την βασίλισσαν, διότι επεχείρησε να πείση γυναίκα σεμνήν και την παρθενίαν ασπασαμένην να εισέλθη εις δεύτερον γάμον. Πληροφορηθείσα δε η σώφρων εκείνη γυνή, ότι δι’ αυτήν ο βασιλεύς ήτο δυσηρεστημένος κατά της βασιλίσσης, εθλίβη μεγάλως, και σκεψαμένη απεφάσισε ν’ απέλθη εκ Κωνσταντινουπόλεως και να μεταβή εις Αίγυπτον προς επίσκεψιν δήθεν ενός κτήματος το οποίον είχεν εκεί. Αφού δε ήλθεν εις Αίγυπτον μετά της θυγατρός της, διήρχετο εκεί τον καιρόν της φροντίζουσα επιμελώς περί των πτωχών και το πλείστον του χρόνου διήγεν εντός θείων Ναών και των Μοναστηρίων, επιχορηγούσα εις τους Μοναχούς τα προς το ζην αναγκαία. Μαθούσα  δ’ ότι εν Θηβαϊδι  υφίσταται ασκητήριον πολλών μαναζουσών  (διότι υπήρχον εις αυτό περί τας εκατόν τριάκοντα), επεθύμησε να έλθη και προς εκείνας, κατά την συνήθειάν της, δια να μεταδώση και εις αυτάς τα χρειώδη. Απέρχεται λοιπόν εκεί μετά της θυγατρός και πολλών θεραπόντων. Ο βίος, τον οποίον διήγον αι ασκήτριαι του τόπου εκείνου, ήτο θαυμαστός, διότι και εγκράτειαν μετήρχοντο αυστηράν και πολύ εσκληραγώγουν τα εαυτών σώματα, απέχουσαι παντελώς του ευφραίνοντος την καρδίαν οίνοτ, ωσαύτως και ελαίου του ηδύνοντος τον φάρυγγα, δι’ άρτου μόνον τρεφόμεναι και ακροδρύων τινών· αν δε ποτε υφίστατο ανάγκη να μεταλάβωσι τροφής αναπαυτικωτέρας της συνήθους, η τροφή αύτη ήσαν τα λάχανα και τα όσπρια άνευ ελαίου· στρωμναί δε αυτών ήσαν ένα ψιάθιον και τριών πήχεων ράκος, τα δε ενδύματα αυτών ήσαν τρίχινα, τα οποία και εσκέπαζον και εσκληραγώγουν τα σώματά των. Ενήστευον δε πάσαι διαφόρως· αι μεν έτρωγον την εσπέραν εκάστης ημέρας, άλλαι δε ημέραν παρ’ ημέραν, έτεραι δε μετά δύο ημέρας και τινες μετά περισσοτέρας. 
Οσάκις δε ησθένουν, δεν έκαμνον χρήσιν φαρμάκων, αλλά παιδείαν νομίζουσαι την ασθένειαν ευηρεστούντο εις τας ασθενείας, κατά τον μέγαν Απόστολον, υπεδέχοντο δε τους πειρασμούς ως πατρικήν τιμωρίαν, τότε δε εβεβαιούντο ότι δεν ήσαν νόθαι, αλλά γνήσιαι θεράπαιναι του Θεού. Ουδέποτε εξήρχοντο της θύρας της Μονής. Τοιούτον λοιπόν βίον διάγουσαι ευηρέστουν εις τον Θεόν, όστις και δια τούτο πολλά σημεία δι’ αυτών εποίει. Ελθούσα λοιπόν η Ευπραξία μετά της θυγατρός της εις την Μονήν εκείνην και εκ του πλησίον γνωρίσασα ταύτας, υπερεθαύμασε την πολιτείαν αυτών και εφεξής συνεχώς επεσκέπτετο την Μονήν, προσφέρουσα κηρία και αρώματα. Παρεκάλεσε δε κάποτε την Ηγουμένην, ίνα δεχθή ετήσιόν τινα πρόσοδον χρυσού προς προμήθειαν των αναγκαίων, και προς τον σκοπόν του να μνημονεύωσιν αυτής, ως και της θυγατρός και του κεκοιμημένου ανδρός της επί των προσευχών των. Η Ηγουμένη απεποιήθη την προσφοράν, ειπούσα ότι ουδεμίαν έχουσι ανάγκην χρημάτων. Επειδή όμως η Ευπραξία βαθέως εθλίβη δια την αποποίησιν ταύτην, η προεστώσα, προς ανακούφισιν της θλίψεως εκείνης, είπε προς την Ευπραξίαν· «Έλαιον δίδε εις ημάς προς φωταψίαν του Ναού μας και αρώματα προς θυμίασιν, και ταύτα ας είναι εις οσμήν ευωδίας, εις θυσίαν δεκτήν ευάρεστον τω Κυρίω»· αύτη δε προθύμως εχορήγει ταύτα. Συχνότερον δε επισκεπτομένης της Ευπραξίας και της θυγατρός αυτής την Μονήν λέγει ποτέ εις την κόρην η προεστώσα· «Αγαπάς, τέκνον, την Μονήν και τας αδελφάς, και θέλεις να μένης μεθ’ ημών»; Η δε απεκρίνατο· «Και αγαπώ και θέλω να μένω μεθ’ υμών, αν και η μήτηρ μου συναινέση εις τούτο». Η δε Ηγουμένη, δοκιμάζουσα την κόρην, λέγει προς αυτήν με ιλαρότητα: «Τίνα μάλλον αγαπάς, ημάς ή τον μνηστήρα σου»; Και η κόρη απήντησε· «Ούτε εγώ είδον εκείνον, ούτε εκείνος εμέ· πως λοιπόν δύναμαι να αγαπήσω εκείνον, τον οποίον ουδέποτε είδον; Σας όμως, επειδή σας είδον και σας βλέπω, επομένως και αγαπώ». Ταύτα ακούσασα η μήτηρ εδάκρυσεν υπό της χαράς δια την σύνεσιν και τας αποκρίσεις της θυγατρός της, ανωτέρας ούσας της επταετούς ηλικίας της. 
Περί δε την εσπέραν λέγει η μήτηρ προς αυτήν· «Ας επανέλθωμεν, τέκνον, εις τον οίκον ημών». Λέγει η κόρη· «Συ άπελθε, μήτερ μου, εγώ όμως θα μείνω ενταύθα». Η δε προεστώσα λέγει προς αυτήν· «Ύπαγε μετά της μητρός σου, κυρία μου· διότι δεν είναι εις σε επιτεραμμένον να συζής μαζί μας πριν ή συνταχθής μετά του Χριστού». Η δε κόρη απήντησε παρευθύς· «Συντάσσομαι και εγώ μαζί σας και δεν συναπέρχομαι μετά της μητρός μου». Η προεστώσα ανταπήντησεν· «Άπελθε, τέκνον, μετά της μητρός σου, διότι ενταύθα ούτε στρωμνήν έχεις, αλλ’ ούτε να αναπαυθής δύνασαι». Η δε κόρη προσέθεσε· «Μαζί σας θα κοιμηθώ και εγώ όπως και σεις». Επειδή δε ουδόλως επείθετο να αναχωρήση, παρ’ όλας τας παραινέσεις της μητρός, θέλουσα η Ηγουμένη να εκφοβίση αυτήν, είπεν· «Αν θελήσης να μείνης εδώ, υποχρεούσαι να μάθης γράμματα και να νηστεύης μέχρις εσπέρας». Αύτη δε ουδαμώς δειλιάσασα, προθύμως υπεσχέθη να εκπληρώση πάντα τα καθήκοντα, τα οποία εξεπλήρουν και αι λοιπαί αδελφαί. Αφού λοιπόν είδεν η μήτηρ την ακλόνητον αυτής πεποίθησιν, λαβούσα την χείρα αυτής και παρουσιάσασα αυτήν έμπροσθεν της εικόνος του Χριστού, υψώσασα τας χείρας της εις τον ουρανόν, προσηύχετο μετά δακρύων ως εξής· «Μονογενές Υιέ του Θεού, ο γεννηθείς εκ Παρθένου, ο Νυμφίος των αγνών και καθαρών ψυχών, ο προστάτης των ορφανών, προστάτευσον ταύτην, ήτις σε επόθησε, και πρόσδεξαι αυτήν, ήτις προσφέρεται προς σε εκούσιον αφιέρωμα, δώρον τιμιώτερον λίθων πολυτελών και διαφύλαξον αυτήν καθαράν και άμωμον νύμφην δια σε τον καθαρώτατον Νυμφίον, τετρωμένην υπό της προς σε αγάπης και δραμούσαν εις οσμήν μύρου σου». Ταύτα προσευχηθείσα προς τον Κύριον, εστράφη προς την θυγατέρα της και λέγει προς αυτήν· «Ο Θεός, τέκνον, είθε να σε στηρίξη εις τον φόβον του, τον οποίον ο θεοπάτωρ Δαυϊδ ωνόμασεν αρχήν της σοφίας, διότι ούτος εις τους ήδη αρχομένους να ζώσι κατά Θεόν είναι βάσις και θεμέλιον, διότι όπου φόβος Θεού, εκεί και τήρησις των εντολών του, εις την οποίαν επακολουθεί η κάθαρσις του σώματος και της ψυχής, αύτη δε η κάθαρσις συνεπιφέρει τον άνωθεν φωτισμόν και την έλλαμψιν, αύτη δε η έλλαμψις θα πληρώση τέλος τον ακόρεστον πόθον σου». Μετά τους λόγους τούτους παρέδωκε την θυγατέρα της εις την Ηγουμένην, δακρύουσα, στενάζουσα και τοσούτον συγκινημένη, ώστε και τας άλλας Μοναχάς εκίνησεν εις δάκρυα, μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εκ της Μονής. Η δε Ηγουμένη μετ’ ολίγον εισελθούσα εις τον Ναόν και ποιήσασα ευχήν εξέδυσε την Ευπραξίαν και ενέδυσεν αυτήν ενδύματα μοναχικά. Μετά δε τινας ημέρας ελθούσα η μήτηρ εις την Μονήν και ιδούσα την θυγατέρα αυτής ενδεδυμένην το μοναχικόν σχήμα, ηρώτησεν αν αρέση εις αυτήν το σχήμα τούτο. Αύτη δε απεκρίνατο· «Και υπέρ μου αρέσκει, διότι ως εδιδάχθην είναι αρραβών του μυστικού γάμου, του οποίου αξιοί ο νυμφίος Χριστός τας γνησίως αγαπώσας αυτόν». Ταύτα η μήτηρ ακούσασα επηυχήθη εις αυτήν την απόλαυσιν του νυμφώνος εκείνου και ασπασαμένη τας εν τη Μονή ασκουμένας αδελφάς ανεχώρησε. Περιερχομένη δε τα ασκητήρια της Θηβαϊδος, εχορήγει εις τους εις αυτά ασκουμένους όσα είχον ανάγκην. Δια τας ελεημοσύνας ταύτας εφημίζετο πανταχού. Μετ’ ολίγου δε χρόνου παρέλευσιν η Ηγουμένη της Μονής είπε προς την Ευπραξίαν, ελθούσαν προς επίσκεψιν της θυγατρός της· «Λόγον θα είπω προς σε, ο οποίος ας μη σε θορυβήση ποσώς· ιδού εγώ κατά τον Προφήτην Ησαϊαν σου παραγγέλλω να τακτοποιήσης τα κατά τον οίκον σου, διότι μέλλεις μετ’ ολίγον να αποθάνης, ως εις εμέ την αμαρτωλήν εφανέρωσεν ο Θεός κατ’ όναρ και θα μεταβής εις τας σκηνάς, εις ας μετέβη και ο σύζυγός σου Αντίγονος, όστις είναι ηξιωμένος υπό του Θεού μεγάλης παρρησίας και δόξης». Ταύτα ακούσασα η Ευπραξία και καλέσασα την θυγατέρα της είπε· «Τέκνον, ως ανήγγειλεν εις εμέ η διδάσκαλός σου, εγγίζει το τέλος της ζωής μου, συ δε μένεις κληρονόμος της περιουσίας του πατρός σου και εμού. Ταύτην την παραίνεσιν σου δίδω τελευταίαν, μεταχειρίσου δηλαδή την κληρονομίαν σου κατά το θέλημα του Κυρίου, και οικονόμησον φρονίμως, ίνα και εγώ και ο πατήρ σου εύρωμεν αμοιβήν τινα ενώπιον του αδεκάστου Κριτού και συ δε ουχί μικράν. Μη αθετήσης την υπόσχεσιν την οποίαν έδωκες του να ευαρεστής εις τον Θεόν, εις τον οποίον ανετέθης. Την Ηγουμένην θεώρει ως άλλην μητέρα σου, υπάκουε εις τας εντολάς αυτής καθ’ όλα, προς τας αδελφάς προσφέρου μετριοφρόνως, και διακόνει αυτάς μεθ’ όλης της προθυμίας. Μη υπερηφανεύεσαι δια την ευγένειάν σου και την βασιλικήν σου καταγωγήν, διότι πάντων των ανθρώπων εις είναι ο Δημιουργός, ο Πλάστης της φύσεως και πάντων ο Κύριος, όστις δεν θεωρεί ανάξιον εαυτού να ονομάζηται Πατήρ· αν δε πάντες οι άνθρωποι έχωμεν κοινόν Πατέρα τον Θεόν, πως τολμά τις να ονομάζη τον μεν ευγενή, τον δε αγενή; Εις τας προσευχάς μνημόνευε του πατρός σου και εμού υπέρ της σωτηρίας ημών». Ταύτας τας συμβουλάς δώσασα η μήτηρ εις την θυγατέρα της, θρηνούσαν πικρώς τον αποχωρισμόν αυτής, μετ’ ολίγον εξέπνευσε και ούτω μετέβη εκ της κοιλάδος ταύτης του κλαυθμώνος εις τα αγαπητά του Κυρίου σκηνώματα και εις τας αυλάς αυτού, τας οποίας επεπόθει ως έλαφος διψώσα. Η δε θυγάτηρ άπασαν την εν Αιγύπτω περιουσίαν αυτής διανείμασα εις τους πτωχούς, επεμελείτο της ασκήσεως. Μαθών ο αυτοκράτωρ τον θάνατον της γυναικός του Αντιγόνου ελυπήθη μεγάλως, ο δε μνηστήρ της θυγατρός παρεκάλεσε τον βασιλέα να μεταφέρη εξ Αιγύπτου την μνηστήν αυτού, ίνα την συζευχθή. Πεισθείς ο βασιλεύς εις τας παρακλήσεις του μνηστήρος, γράφει προς την Ευπραξίαν δια ταχυδρόμου, ίνα επιστρέψη εις Κωνσταντινούπολιν προς τέλεσιν των γάμων αυτής. Αύτη δε λαβούσα την επιστολήν του βασιλέως ανταπέστειλεν αυτώ λέγουσα· «Εγώ ήδη εμνηστεύθην τον Χριστόν, εκλεξαμένη αυτόν ως νυμφίον· επομένως δεν δύναμαι να εγκαταλείψω αυτόν και να προτιμήσω αντ’ αυτού άλλον παρερχόμενον μετ’ ολίγον, αλλ’ ουδέ η έννομος βασιλεία σου δύναταί ποτε να επιτρέψη το ανόμημα τούτο· αν δε η ευσεβής βασιλεία σου ευαρεστήται να αποδώση χάριν τινά εις τους γονείς μου, παρακαλώ ταύτην να απονείμη εις εκείνους, τουτέστι να διανείμη εις τους πτωχούς την εκεί περιουσίαν εκείνων. Τούτο ποιών, εις εκείνους μεν θα φανής ευγνώμων δια τας εκδουλεύσεις τας οποίας έδειξαν προς σε, εμέ δε θα απαλλάξης φροντίδων πολλών, παρέχων εις εμέ την ευκαιρίαν του να ασκούμαι αθορύβως και απερισπάστως, σεαυτόν δε θα καταστήσης άξιον πολλού μισθού παρά τω Θεώ». Ταύτην την επιστολήν σφραγίσασα η Ευπραξία επέδωκεν εις τον ταχυδρόμον· ότε δε έλαβε ταύτην ο βασιλεύς εθαύμασε την κόρην και εξεπλήρωσε την παράκλησιν αυτής. Και ταύτα μεν ούτως ωκονομήθησαν. Η δε Ευπραξία, αποθέσασα πάσαν περί τούτου φροντίδα, επεδόθη ολοψύχως εις την άσκησιν, την νηστείαν, την αγρυπνίαν και την προσευχήν, τον νουν της αείποτε έχουσα εις τα ουράνια, προορώσα τον Κύριον εκ δεξιών της δια παντός ίνα μη σαλευθή, και τους οφθαλμούς της δια παντός έχουσα προς τον Κύριον, ίνα αυτός εκσπάση εκ παγίδος τους πόδας της, και αναβάσεις εν τη καρδία αυτής διατιθεμένη και εκ δυνάμεως εις δύναμιν πορευομένη και επιτείνουσα καθημερινώς την άσκησιν και αναβαίνουσα ως δια βαθμίδων εις την τελειότητα· διότι μέχρι τινός μετελάμβανε τροφής καθ’ εσπέραν, βραδύτερον δε ημέραν παρ’ ημέραν, κατόπιν ανά δύο ημέρας, ύστερον ανά τρεις και πάλιν ανά τέσσαρας· η δε τροφή αυτής ήτο άρτος μόνον και ύδωρ. Αλλ’ άραγε δια τοσαύτης νηστείας ταλαιπωρούσα το σώμα, απείχε της διακονίας ή διηκόνει μεν, αλλ’ οκνηρότερον; Ή είχεν ανάγκην άλλου τινός προστάσσοντος αυτήν να υπηρετή; Τις όμως άλλος προθυμότερον από αυτήν ετακτοποίει τους κοιτώνας των αδελφών ή διηυθέτει τας στρωμνάς εκάστης προς ανάπαυσιν; Τις προ εκείνης μετέφερέ ποτε ύδωρ προς χρείαν των αδελφών; Ή τις εν τω αρτοποιείω ή μαγειρείω υπηρέτει ταχύτερον εκείνης; Ούτω δε δι’ όλης της ημέρας κοπιάζουσα παρημέλει άραγε τον συνήθη κανόνα της; Ουχί ποτέ, αλλά μάλιστα απήρχετο εις τον Ναόν προ των εκεί συναθροιζομένων αδελφών.
Ύστερον δε των άλλων αδελφών εξερχομένη του Ναού, ευθύς εδίδετο εις την υπηρεσίαν των αδελφών. Επειδή δε εις το ασκητήριον ήτο συνήθεια, κατά την οποίαν οσάκις συνέβαινε τις εκ των αδελφών να ιδή τινά φαντασίαν απήγγελλε την φαντασίαν εις την προεστώσαν, αύτη δε διέτασσε να τεθώσι λίθοι υπό την στρωμνήν αυτής και επί της στρωμνής να επιρριφθή τέφρα, και η φαντασθείσα να κοιμάται επί τοιαύτης στρωμνής έως δέκα νύκτας, η υπηρεσία αύτη ανετέθη εις την Ευπραξίαν. Ήδη δε, προχωρησάσης της ηλικίας της, ήρχισε να ενοχλήται από σαρκικούς λογισμούς, και ποτε φαντασία τις εμπαθής συνέβη εις αυτήν, ένεκα της οποίας έθεσεν υπό την στρωμνήν αυτής λίθους και επ’ αυτής επέχυσε στάκτην. Ταύτην δε ιδούσα η Ηγουμένη ηννόησε τον σαρκικόν αυτής πόλεμον και προσκαλέσασα αυτήν είπε· «Διατί, Ευπραξία, δεν μοι ανήγγειλας την επανάστασιν της σαρκός σου»; Αύτη δε πεσούσα εις τους πόδας αυτής είπε· «Ησχύνθην να φανερώσω εις σε το πάθος μου, δέσποινα». Είπεν η Ηγουμένη· «Να μη εντρέπεσαι, τέκνον μου, διότι το πάθος τούτο είναι φυσικόν, και αν ημείς δε δώσωμεν αφορμήν τινα εις πανάστασιν της σαρκός, είμεθα όλως ανεύθυνοι· οφείλομεν όμως να ταπεινώσωμεν το σώμα, ίνα καθαρθώμεν των φυσικών τούτων παθών· προς τούτο δε συντελεί ο φόβος του Θεού και η σκληραγωγία· και μόνον δι’ αμφοτέρων τούτων των μέσων δυνάμεθα να κατευνάσωμεν τας ορμάς των παθών και να σβύσωμεν την πύρωσιν της σαρκός· μη φοβήσαι λοιπόν, αλλ’ ανδρίζου και γενναίως αντίστηθι προς τας σαρκικάς επαναστάσεις· διότι, αν και πολεμούμεθα υπό της σαρκός, όμως έδωσεν εις ημάς ο Θεός το λογικόν δια του οποίου δυνάμεθα να νικήσωμεν και δουλώσωμεν τα πάθη· τοιουτοτρόπως θα κριθώμεν άξιοι και των ανεκλαλήτων εκείνων βραβείων· ώστε παρασκευάζου προς τους αγώνας, διότι ουδείς ποτε κοιμώμενος νικά». Μετά τους λόγους τούτους η Ευπραξία απήλθε πλήρης εντροπής και κατανύξεως, και έτοιμος ήδη ούσα προς σφοδροτέρους αγώνας. Μετά τινας δε πάλιν ημέρας συνέβη να ίδη καθ’ ύπνον φαντασίαν, αλλ’ επειδή εντρέπετο να αναγγείλη εις την Ηγουμένην το συμβάν εις αυτήν, εξωμολογήθη αυτό εις τινα των αδελφών, Ιουλίαν το όνομα, αύτη δε προέτρεψεν αυτήν να το ανακοινώση εις την διδάσκαλον ανερυθριάστως· διότι και εκείνη ότε ήτο νεωτέρα πολλάκις περιέπιπτεν εις όμοια πάθη. Εκ των λόγων τούτων ενθαρρυνθείσα η νέα προσέρχεται εις την προεστώσαν και φανερώνει τον πόλεμον της σαρκός της· αύτη δε είπε· «Μη φοβού, τέκνον, αλλ’ αγωνίζου· διότι ταύτα είναι του πονηρού προσβολαί και ακροβολισμοί τινες. Αν δε φανής γενναία κατά τούτο, θα καταβληθή και θα φύγη ο εχθρός». Έπειτα ηρώτησεν αυτήν μετά πόσας ημέρας τρώγει· αύτη δε απήντησε μετά τέσσαρας· η δε διδάσκαλος προσέταξεν αυτήν να τρώγη μετά πέντε, και η Ευπραξία προθύμως εδέχθη την προσταγήν. Θέλουσα δε η προεστώσα να ταπεινώση έτι μάλλον την νεάνιδα, διέταξεν αυτήν να μεταφέρη τους εν τη Μονή κειμένους λίθους εις άλλο μέρος, αύτη δε παρευθύς λαμβάνουσα επ’ ώμων ένα έκαστον εξ αυτών μετέφερεν αυτούς όπου ήθελε προσταχθή, διότι όχι μόνον κατά την ψυχήν ηνδρίζετο, αλλά και κατά την σωματικήν δύναμιν, ήδη δε μετά την μεταφοράν των λίθων η Ηγουμένη λέγει εις την Ευπραξίαν· «οι λίθοι δεν ετέθησαν εις τόπον καλόν· λάβε λοιπόν αυτούς και μετάφερε εις άλλο μέρος». Αύτη δε κατά προσταγήν μετέφερε πάλιν τους λίθους μη βοηθουμένη υπ’ ουδεμιάς των άλλων αδελφών, αν και οι λίθοι ήσαν μεγάλοι και πολύ υπέρτεροι γυναικείας δυνάμεως· αλλ’ η Ευπραξία ήτο γενναιοτέρα των άλλων συμμοναστριών αυτής και κατά την καρτερίαν και κατά την δύναμιν, τούτου δε ένεκα προσετάσσετο να εκτελή εργασίαν επ’ εργασίας, προς ταλαιπωρίαν της σαρκός αυτής. Αύτη δε προθύμως και αγογγύστως εξετέλει παν έργον κατά την αποστολικήν παραίνεσιν· τούτο δε βλέπουσαι αι άλλαι Μοναχαί εθαύμαζον αυτήν και της ηύχοντο να λάβη παρά Θεού καρτερίαν και δύναμιν. Δια ταύτα δε και ο διάβολος συχνότερον διήγειρεν εις την φαντασίαν αυτής καθ’ ύπνον απρεπείς φαντασίας, μάτην κοπιάζων και αποκρουόμενος ως το βέλος εκείνο, το οποίον προσπίπτει εις στερεώτερον σώμα. Κοιμωμένη δε ποτε η Ευπραξία είδε συνεργεία του πονηρού τον συγκλητικόν, μετά του οποίου είχε μνηστευθή, απελθόντα εις την Μονήν μετά χαρακτήρος στρατιωτικού, και ότι λαβών αυτήν εξήγαγεν εκ της Μονής και ανεχώρησε, φέρων μεθ’ εαυτού και την Ευπραξίαν. Και τοιαύτη μεν ήτο η φαντασία, η δε Ευπραξία εστέναζε καθ’ ύπνον και εξέπεμπεν οικτροτάτας φωνάς, κραυγάζουσα· «Ω της βίας!» και καλούσα εις βοήθειαν τας αδελφάς. Αφυπνισθείσα δε εκ των γοερών τούτων φωνών η Ηγουμένη και αι λοιπαί αδελφαί εννόησαν, ότι φάντασμά τι συνέβη εις αυτήν και καλέσασαι αυτήν δια του ονόματός της εξήγειραν εκ της κλίνης και ηρώτων τι παθούσα εκραύγαζε και εστέναζε και ωδύρετο. Αύτη δε τεταραγμένη και ασθμαίνουσα εφανέρωσε το ενύπνιον. Μετά δε ταύτα η Ηγουμένη παραλαβούσα την Ευπραξίαν και τας λοιπάς αδελφάς εστάθη εις προσευχήν μέχρι πρωϊας, παρακαλούσα τον Θεόν να παύση τους πειρασμούς της νεάνιδος ταύτης. Αφού δε ανέτειλεν η ημέρα, αι μεν λοιπαί αδελφαί συγκαθήμεναι ειργάζοντο εκάστη το έργον της, η δε Ευπραξία, εν τω μέσω ισταμένη, ανεγίνωσκεν εις τρόπον ώστε να ακούωσιν όλαι· έπειτα ετακτοποίει τας στρωμνάς των αδελφών και μετέφερεν ύδωρ, έκοπτε δε και ξύλα και εκόμιζεν εις το μαγειρείον, μετά ταύτα δε ησχολείτο εις το αρτοποιείον, φέρουσα μετ’ άλλων το άλευρον και ψήνουσα τους άρτους και παραθέτουσα εις τας αδελφάς και τον οίνον διανέμουσα. Αν δε και εκοπίαζε τόσον εις πάσαν διακονίαν, δεν έλειπεν από τας ιεράς συνάξεις· ταύτα δε μη δυνάμενος να βλέπη ο εχθρός, διήγειρεν εις αυτήν σφοδρότερον πόλεμον της σαρκός· αύτη δε ανήγγελλε τας προσβολάς εις την προεστώσαν και παρεκάλει να επιτραπή εις αυτήν να τρώγη μόνον άπαξ της εβδομάδος· η δε Ηγουμένη επέτρεψεν εις αυτήν το ζητούμενον, επευχηθείσα να ενισχυθή υπό του Θεού κατά του διαβόλου. Εφεξής λοιπόν έτρωγεν άπαξ της εβδομάδος· αλλ’ όμως αν και η σαρξ αυτής εξηντλείτο υπό της νηστείας, δεν παρημέλει την υπηρεσίαν της και δεν εκοπίαζεν ήδη ολιγώτερον ή πρότερον· δια τούτο εθαύμαζον αυτήν αι αδελφαί λέγουσαι ότι παρατηρούσαι προσεκτικώς είδον ότι επί εν ολόκληρον έτος ουδέποτε εκάθισεν ούτε εν ημέρα, ούτε εν νυκτί, ει μη ότε κατεκλίνετο εις την στρωμνήν της· και όλαι μεν αι άλλαι αδελφαί εθαύμαζον αυτήν και ηγάπων, μία όμως εξ αυτών, ονομαζομένη Γερμάνα, ήτις και από δούλην κατήγετο (ιδικόν σου, ω φθονερέ δαίμον, είναι και τούτο το έργον) βλέπουσα την Ευπραξίαν επαινουμένην παρ’ όλων των αδελφών κυριεύεται υπό φθόνου, και περί το μαγειρείον απασχολουμένη προσέρχεται εις την νεάνιδα και λέγει προς αυτήν· «Συ, Ευπραξία, αν και τρώγεις άπαξ μόνον της εβδομάδος, αντέχεις· αν όμως και εις ημάς επιβάλη η Ηγουμένη τον αυτόν κανόνα, τότε τι θα γίνωμεν, αν δεν δυνηθώμεν να υποφέρωμεν ταύτην την νηστείαν»; Αύτη δε απήντησεν: «Δεν είναι ούτω, αδελφή μου, διότι η Ηγουμένη ουδεμίαν υποχρεοί να εγκρατεύηται υπέρ την δύναμίν της». Η δε φθονερά εκείνη γυνή έτι μάλλον πικρανθείσα εκ της απαντήσεως της Ευπραξίας ανταπήντησε· «Και τις δεν γινώσκει την αναισχυντίαν σου και την υπόκρισίαν σου και ότι πάντα ποιείς ίνα διαδεχθής την Ηγουμένην μετά τον θάνατόν της; Αλλ’ έχω πεποίθησιν ότι παρ’ όλα ταύτα δεν θέλεις κατορθώσει τον σκοπόν σου». Ταύτα ακούσασα η άκακος εκείνη ψυχή και εννοήσασα τον φθόνον, προσέπεσεν εις τους πόδας αυτής και είπε· «Συγχώρησόν μοι, κυρία μου, και ευχήσου υπέρ εμού, διότι ήμαρτον και προς σε». Αύτη δε έτι μάλλον υβρίσασα την Ευπραξίαν απεμακρύνθη. Αφού δε εγένοντο ταύτα γνωστά εις την προεστώσαν, τοσαύτην αγανάκτησιν εξήγειραν εις αυτήν κατά της Γερμάνας, ώστε εχώρισεν αυτήν και των θείων Μυστηρίων και των Συνάξεων. Η δε Ευπραξία παρεκάλει την Ηγουμένην να συγχωρήση την υβρίσασαν αυτήν· αλλ’ επειδή δεν την έπειθεν, ήδη παρελθόντος ενός μηνός, παραλαβούσα τινάς των πρεσβυτέρων αδελφών προσήλθεν εις την Ηγουμένην και παρεκάλει αυτήν να λύση τον δεσμόν της Γερμάνας. Ούτως η προεστώσα άλλοτε μεν επικρίνουσα την πράξιν άλλοτε δε διδάσκουσα, την πράξασαν εσυγχώρησεν. Αλλ’ ο εχθρός δεν έπαυσε πολεμών την Ευπραξίαν. 
Εν μια λοιπόν νυκτί εξήγειρεν εις αυτήν πόλεμον της σαρκός δια φαντασιών· αύτη δε εξελθούσα μεθ’ ορμής εκ της κοίτης και σταθείσα εν υπαίθρω ύψωσε τας χείρας της προς τον Θεόν παρακαλούσα να καταπαύση τον σαρκικόν αυτής πόλεμον. Ίστατο λοιπόν ούτως εν υπαίθρω τεσσαράκοντα ημέρας κατά συνέχειαν, μηδεμιάς των αδελφών εχούσης την άδειαν να πλησιάση προς αυτήν. Ίστατο δε άσιτος και ορθία. Ήδη όμως καταβληθέντος του σώματος ένεκα της μακράς νηστείας και της στάσεως, κατέπεσεν άφωνος και σχεδόν αναίσθητος. Τότε λοιπόν προσελθούσα η Ηγουμένη και εγείρασα αυτήν δια των αδελφών, εφώνησε· «Τέκνον, Ευπραξία, βλέψον προς με και λάλησον». Αλλ’ η Ευπραξία έμεινεν άφωνος· έπειτα προσέφερεν εις αυτήν τροφήν και ειπούσα «εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φάγε», ενέβαλεν άρτον εις το στόμα αυτής και εκείνη έφαγε και έπιε, και ούτω μετά τινας ημέρας ήρχισε να ενδυναμούται και να αγωνίζεται ως και πρότερον, εν καιρώ μεν θέρους καιομένη υπό του ηλίου, εν καιρώ δε χειμώνος παγώνουσα υπό του ψύχους· αλλ’ όμως ουδέν ηδύνατο να ολιγοστεύση την προθυμίαν την οποίαν είχε του να εργάζεται πάντοτε την αρετήν.  Αλλ’ ο εχθρός των ευσεβών, επειδή δεν ηδυνήθη να υποσκελίση την Ευπραξίαν εξαπατών αυτήν δια των σαρκικών ηδονών, εσκέφθη να επιβουλευθή την ζωήν της Οσίας. Ενώ δε ποτε εξέβαλλεν ύδωρ εκ του φρέατος περιπλέξας τους πόδας αυτής κατέρριψεν εντός αυτού· ανελθούσα δε εκ του βυθού του ύδατος εις την επιφάνειαν αυτού και λαβούσα το σχοινίον, εκ του οποίου εκρέματο ο κάδος, ανέκραξε· «Κύριε, σώσιν με». Τότε αι λοιπαί Μοναχαί, ακούσασαι τας γοεράς αυτής φωνάς, έτρεξαν όλαι και ανέσυρον αυτήν εκ του φρέατος· αύτη δε εξελθούσα είπεν· «Ακλόνητον πεποίθησιν έχουσα, ω πονηρέ δαίμον, εις τον Σωτήρα μου Θεόν, δεν θα φοβηθώ ποτέ τας επιβουλάς σου, αλλά θα αντιταχθώ κατά σου όσον δύναμαι γενναιότερον. Και μέχρι τούδε μετέφερον το ύδωρ με μίαν στάμνον, από σήμερον όμως με δύο». Ούτω δε έπραττε πάντοτε. Αύτη μεν λοιπόν τόσον γενναίως επολέμει κατά του εχθρού, αυτός δε και πάλιν αυτήν επεβουλεύετο και ποτε, ενώ έκοπτε ξύλα, ο δαίμων επέφερε κατά των ποδών της Οσίας την αξίνην και επλήγωσεν αυτήν εις την πτέρναν, εκ της πληγής δε ταύτης τοσούτον αίμα έρρευσεν, ώστε η Αγία ελιποθύμησε. Συναθροισθείσαι τότε αι αδελφαί πέριξ εκείνης εθρήνουν, η δε Ηγουμένη ραντίσασα το πρόσωπον αυτής δι’ ύδατος επανέφερεν εις εαυτήν· αύτη δε συνελθούσα είπε προς τας αδελφάς· «Μη κλαίετε· διότι ο Κύριος δεν θα με αφήση να βλαβώ υπό του πονηρού». Αφού δε εσταμάτησε το αίμα, παρεκινείτο υπό των αδελφών ίνα χειραγωγουμένη αναπαυθή επί της στρωμνής της· αύτη δε στραφείσα πέριξ και ιδούσα τα ξύλα διεσκορπισμένα είπε· «Ζη Κύριος, δεν απέρχομαι πριν ή συλλέξω τα ξύλα». Ειπούσης δε της Ιουλίας· «Εγώ, αδελφή μου, αντί σου τα συλλέγω, συ δε, επειδή έχεις ανάγκην να αναπαυθής, άπελθε». Αύτη πάλιν απήντησεν· «Ζη Κύριος, δεν θα αναβώ επί της κλίνης μου πριν ή συναθροίσω τα διεσκορπισμένα ξύλα μου». Παρευθύς δε γεμίσασα τας αγκάλας αυτής απήλθεν· αλλ’ αναβαίνουσα την κλίμακα, ευθύς ως έφθασεν εις την ανωτάτην βαθμίδα, περιπλεχθείσα τους πόδας, κατέπεσε κατά πρόσωπον επάνω εις τα ξύλα, τα οποία έφερεν· εν δε τούτων τοσούτον βαθέως εβυθίσθη εις το πρόσωπόν της, και τόσον πλησίον των οφθαλμών, ώστε όλαι αι αδελφαί ενόμισαν ότι ετυφλώθη κατά τον ένα οφθαλμόν. Ο μεν λοιπόν πονηρός επεβουλεύετο αυτήν διαφοροτρόπως· ο δε Κύριος καθωδήγει αυτήν δια τον λίαν ευάρεστον εις αυτόν βίον τον οποίον διήγεν. Εγείρασαι λοιπόν αι αδελφαί την Ευπραξίαν πεσούσαν, και επιτηδείως εκβαλούσαι εκ του προσώπου αυτής το εμπαγέν ξύλον άνευ ουδεμιάς βλάβης του οφθαλμού, παρεκάλουν αυτήν θερμώς να κατακλιθή προς ανάπαυσιν, αλλ’ αύτη ουδόλως επείθετο, και είπεν ότι δεν θα αναπαυθή, πριν ή τελειώση την συνήθη υπηρεσίαν των αδελφών. Πληγωμένη λοιπόν κατά τε τον πόδα και τον οφθαλμόν υπηρέτει τας αδελφάς και προ των άλλων παρευρίσκετο εις τας συνάξεις· διότι ο πολύς προς τον Θεόν ζήλος της έκαμεν αυτήν να μη αισθάνηται τους εκ των τραυμάτων πόνους· αλλά δεν ήτο εύκολον εις τον πονηρόν να υποφέρη ταύτα, όστις, πνέων εκδίκησιν, εμηχανάτο διαφόρους τρόπους προς όλεθρον αυτής και ποτε αναβάσαν την Ευπραξίαν μετά της Ιουλίας εις το υπερώον το κείμενον επάνω των τριών ορόφων, ίνα φέρη εκείθεν αναγκαίον τι δια τας Μοναχάς, ο διάβολος, κατά παραχώρησιν του Θεού, θελήσαντος ίνα φανερωθή η αρετή της Ευπραξίας δια του πειρασμού, κατεκρήμνισεν αυτήν άνωθεν εις την γην. Και η μεν Ιουλία, νομίσασα ότι συνετρίβη η Οσία, εκραύγαζε και εθρήνει, αι δε Μοναχαί και η Ηγουμένη μαθούσα ότι εκρημνίσθη η Ευπραξία και αναλογιζόμενη το ύψος, από του οποίου εκρημνίσθη, συνέδραμον εις την Ευπραξίαν ως εις νεκράν. Αύτη όμως εγερθείσα, (διότι ο Κύριος εβάσταζεν αυτήν ότε έπιπτεν) είπε· «Μη κλαίετε, αδελφαί, διότι, ως βλέπετε, εσώθην, ουδόλως βλαβείσα εκ της πτώσεως». Εκπλαγείσαι λοιπόν όλαι είπον· «όντως εξάκις λυτρούται ο δίκαιος εξ αναγκών, αλλά και εβδόμην φοράν επίσης απαλλάσσεται». Αλλ’ άρα γε απέκαμε πλέον ο των δικαίων εχθρός του να επιβουλεύεται την Ευπραξίαν, εννοήσας πλέον ότι ο Θεός βοηθεί τους δικαίους; Η αποχή από πάσης επιβουλής είναι πολύ μακράν της μοχθηράς του διαβόλου φύσεως· δια τούτο, ότε εν τω μαγειρείω έλαβε ποτε το σκέπασμα του λέβητος δια να λάβη το βράζον ύδωρ, χύση δε εντός αυτού άλλο, ο διάβολος, περιπλέξας τους πόδας αυτής, την έρριψε κατά γης και ανατρέψας αυτήν εξεκένωσεν αυτό κατά του προσώπου της. Αλλά καθώς ο πονηρός δεν έπαυε του να πολεμή την Ευπραξίαν, ούτως ουδέ ο Θεός έπαυε του να την βοηθή· διότι εξαπέστειλε τον Άγγελον αυτού φύλακα και λυτρωτήν της Οσίας εκ των παγίδων του εχθρού· διότι αν δεν υπήρχεν η εξ ύψους βοήθεια, ήθελε καταφλεχθή το πρόσωπον της Ευπραξίας υπό του βράζοντος ύδατος· αλλά τούτο έμεινεν όλως αβλαβές, ωσεί ήθελεν επιχυθή επ’ αυτού ψυχρόν ύδωρ. Όθεν η μεν Ευπραξία εξήλθεν αβλαβής, αι δε άλλαι Μοναχαί μαθούσαι το γεγονός συνέδραμον μετά θορύβου και ταραχής· ιδούσαι δε την Ευπραξίαν αβλαβή, εξεπλάγησαν· επί μάλλον δε εθαύμαζον, εφ’ όσον έβλεπον το εν τω λέβητι εναπομείναν ύδωρ έτι κοχλάζον. Εκ του γεγονότος τούτου όλαι αι αδελφαί επείσθησαν ότι θεία χάρις επεσκίασε την Ευπραξίαν και έλεγον ότι είναι γνησία δούλη του Θεού και μεγάλως ο Θεός προνοεί περί ταύτης. Αύτη δε δια του εναρέτου βίου της τοσούτον ευηρέστει εις τον Θεόν, ώστε ηξιώθη και της θαυματουργικής χάριτος. Υπήρχε συνήθεια εις τους κατοικούντας πέριξ του τόπου εκείνου να φέρωσιν εις την Μονήν τους ασθενούντας παίδας· τούτους κατόπιν παρελάμβανον αι πρεσβύτεραι των αδελφών και έφερον εντός του Ναού, ευχόμεναι υπέρ αυτών προς τον Θεόν και ούτως εθεραπεύοντο από της κατεχούσης αυτούς ασθενείας. Γυνή δε τις, έχουσα παιδίον παράλυτον και κωφάλαλον, κατά την συνήθειαν ήλθεν εις την Μονήν φέρουσα το οκταετές αυτής παιδίον ως φορτίον σχεδόν άψυχον. Ελθούσα δε η θυρωρός εις την Ηγουμένην ανήγγειλε τα κατά την γυναίκα. Αύτη δε λέγει εις την Ευπραξίαν· «Άπελθε και λαβούσα το παιδίον εισάγαγε εις τον Ναόν». Αύτη δε απελθούσα και ιδούσα το παιδίον αναίσθητον και ακίνητον σχεδόν, ευσπλαγχνισθείσα αυτό ενηγκαλίσθη και είπεν· «Ο Θεός, τέκνον, όστις σε εδημιούργησεν, είθε να σε θεραπεύση». Και παρευθύς μετά τον λόγον τούτον κραυγάζον το παιδίον εκάλει την μητέρα του. Ότε δε έμαθε τούτο η Ηγουμένη, προσκαλέσασα την μητέρα του παιδίου, λέγει προς αυτήν· «Ήλθες ενταύθα, αδελφή, να εκπειράσης ημάς»; Αύτη δε ωρκίζετο ότι το παιδίον εκ γενετής είναι παράλυτον και κωφάλαλον, εις τρόπον ώστε ούτε περιεπάτησε ποτε, ούτε ήκουσεν, ούτε ωμίλησε μέχρι του χρόνου, κατά τον οποίον λαβούσα αυτό εις χείρας η αδελφή απήλθεν. Η δε προεστώσα απήντησεν· «Ίδε λοιπόν, έχεις ήδη το παιδίον σου υγιές, όθεν άπελθε ευχαριστούσα τον Θεόν». 
Υφ’ όλων λοιπόν των αδελφών η Ευπραξία ωμολογείτο ότι είναι θεοφιλής. Υπήρχεν εν τη Μονή γυνή τις προ πολλών ετών κατεχομένη υπό του δαίμονος, καταφυγούσα εις την Μονήν προς ίασιν· επειδή δε ήτο πολύ αγρία και επικίνδυνος εις τους πλησιάζοντας, εδένετο δι’ αλύσεων, εκραύγαζε δε και ήφριζε δια του στόματός της και έτριζε τους οδόντας της, φόβον και τρόμον εμπνέουσα όχι μόνον εις τους βλέποντας αυτήν, αλλά και εις τους ακούοντας, ουδέ ετόλμα τις να πλησιάση αυτήν, αλλά και ότε προσέφερον εις αυτήν τροφήν, προσέδενον αυτήν εις την ράβδον και την έδιδον από μακράν. Πολλάκις λοιπόν η προεστώσα μετά των πρεσβυτέρων αδελφών προσηύχοντο προς τον Θεόν υπέρ της απαλλαγής αυτής από του δαίμονος, και όμως εισέτι η γυνή εκυριεύετο υπ’ αυτού. Λέγει λοιπόν η Ηγουμένη εις την Ευπραξίαν· «Τέκνον, θέλω ίνα συ προσφέρης την τροφήν εις την ενοχλουμένην υπό του δαίμονος, αν δεν φοβήσαι». Αύτη δε ευπειθώς παραλαβούσα το αγγείον, εντός του οποίου εκόμιζον την τροφήν, απήλθεν. Η δε δαιμονιώσα, αρπάσασα αυτό ητοιμάζετο να το ρίψη εναντίον της Ευπραξίας, αλλ’ αύτη λαβούσα την χείρα αυτής, είπε· «Στάσου και μη ατακτείς, διότι άλλως θα σου προξενήσω πληγάς δια της ράβδου της Ηγουμένης». Εκείνη δε παρευθύς ησύχασε· τότε λέγει προς αυτήν· «Κάθισε, αδελφή, και φάγε». Αύτη δε έφαγε και έπιε και ησύχασεν. Έκτοτε λοιπόν η Ευπραξία εκόμιζεν εις αυτήν την τροφήν, και ότε ήρχιζεν ο δαίμων να την ταράττη, έλεγον προς αυτήν αι αδελφαί· «Ησύχασε, διότι θα έλθη η Ευπραξία να σε δείρη». Ευθύς δε έπαυε τον θόρυβον και ησύχαζεν. Όλαι μεν αι άλλαι αδελφαί και ηγάπων την Οσίαν και εθαύμαζον· η δε Γερμάνα, περί της οποίας είπομεν ανωτέρω, κεκρυμμένον εισέτι έχουσα εις την καρδίαν αυτής τον φθόνον, είπεν· «Εάν δεν έλθη η Ευπραξία, δεν δύναται η δαιμονόληπτος να λάβη τροφήν και παρ’ άλλης; Ας δοθή και εις εμέ η τροφή αυτής, και εγώ θα την υπηρετήσω». Λαβούσα δε την τροφήν απέρχεται και λέγει εις την δαιμονιώσαν· «Αδελφή, λάβε την τροφήν σου και φάγε». Αύτη δε ευθύς εφώρμησεν εναντίον της, και συλλαβούσα αυτήν εξέσχισε τα ενδύματά της, έρριψε δε την αθλίαν ταύτην κατά γης και επιπεσούσα κατά του τραχήλου αυτής επέφερε δήγματα οδυνηρά. Μη δυνάμεναι δε να βοηθήσωσι την Γερμάναν αι αδελφαί, συνεταράχθησαν και μετά κραυγών προσεκάλουν την Ευπραξίαν εις βοήθειαν· αύτη δε εξελθούσα δρομαίως εκ του μαγειρείου απήλλαξε την Γερμάναν από τας χείρας της δαιμονολήπτου τετραυματισμένην και καθημαγμένην, και επιπλήξασα αυτήν είπε· «Με τοιούτον τρόπον φέρεσαι εις την υπηρετούσαν σε αδελφήν; Ζη Κύριος, αν ακόμη μίαν φοράν τολμήσης να πράξης το αυτό, θα λάβω την ράβδον της Ηγουμένης και θα σε δείρω σφοδρότατα». Τους λόγους τούτους ακούσασα η δαιμονιώσα συνεστάλη και ησύχασε. Μετά τινας ημέρας, ελθούσα η Ευπραξία προς επίσκεψίν της, εύρε ταύτην εξεσχισμένα έχουσα τα ιμάτια, καθημένην δε γυμνήν και τρώγουσαν κόπρον· ιδούσα δε αυτήν εις τοιαύτην οικτράν κατάστασιν συνεκινήθη βαθέως, και πολλά δάκρυα χύσασα, ανήγγειλε τα περί αυτής εις την προεστώσαν, αύτη δε διέταξε την Ευπραξίαν να ενδύση την γυναίκα και να προσφέρη εις αυτήν τροφήν, όπερ και εποίησεν η Ευπραξία. Η δε δαιμονιώσα, λαβούσα τροφήν, ησύχασε· της δε Ευπραξίας οι οφθαλμοί επληρώθησαν δακρύων. Λυπουμένη δε την δαιμονιώσαν παρεκάλει τον Θεόν να απαλλάξη αυτήν του δαίμονος, εξηκολούθει δε ταύτην την παράκλησιν και μετά την επέλευσιν της νυκτός. Την δε πρωϊαν λέγει η προεστώσα εις την Ευπραξίαν· «Διατί, τέκνον μου, δεν συμπαρέλαβες και βοηθόν εις τας υπέρ της δαιμονιώσης προσευχάς; Δεν ακούεις του Κυρίου λέγοντος, «όπου είναι συνηθροισμένοι δύο ή τρεις εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών»; Πλην μάθε ότι ο Θεός εισήκουσε της δεήσεώς σου, και απήλλαξε δια σου ταύτην εκ του πονηρού δαίμονος, αλλά πρόσεχε μη υπερηφανευθής επί τούτω». Η δε καλή Ευπραξία, ακούσασα τους λόγους τούτους, προσέπεσεν εις τους πόδας αυτής, λέγουσα: «Τις ειμί εγώ, κυρία μου, ίνα αξιωθώ τοιαύτης χάριτος, εγώ, ήτις είμαι αναξία και της παρούσης ζωής, και βλέπω τον ήλιον εξ αγαθότητος του Υψίστου»; Η δε Ηγουμένη απήντησεν· «Πορεύου, θύγατερ, και φέρε εις πέρας το χάρισμα του Θεού, ίνα το όνομα αυτού δοξασθή και δια σου». Αύτη δε ταχέως εισελθούσα εις τον Ναόν και πεσούσα χαμαί, κατέβρεχε το έδαφος δια των δακρύων της, παρακαλούσα τον Κύριον, ίνα απομακρύνη το δαιμόνιον από την γυναίκα. Έπειτα εγερθείσα εκείθεν, πλησιάζει εις την πάσχουσαν και ποιήσασα το σημείον του Σταυρού επί του μετώπου αυτής, είπεν· «Ο Θεός, όστις σε εποίησε, ας σε θεραπεύση και σε απαλλάξη από της ενεργείας του πονηρού». Το δε ακάθαρτον πνεύμα εφώναξεν επί παρουσία όλων των αδελφών (διότι όλαι είχον συνδράμει να ίδωσι τα διατρέχοντα)· «Διατί με διώκεις, ω κακότροπε, εκ της κατοικίας μου, την οποίαν κατείχον τοσούτον χρόνον; Δεν θα εξέλθω εξ αυτής». Η δε Αγία απήντησε· «Δεν σε διώκω εγώ, αλλ’ ο Νυμφίος μου Χριστός, όστις και πάλαι εξεδίωξεν εκ τινος δαιμονιζομένου λεγεώνα δαιμονίων· αν τυχόν δεν εξέλθης το ταχύτερον, θα σε διώξω και μη θέλοντα δια της μεγάλης ράβδου». Επειδή δε το πονηρόν πνεύμα επέμενεν έτι ανθιστάμενον, η Ευπραξία λαβούσα την ράβδον της Ηγουμένης εμαστίγωσε την δαιμονιώσαν τρις και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν υψώσασα είπεν· «Ελέησον την πάσχουσαν, Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, και αποδίωξον απ’ αυτής το δαιμόνιον». Παρευθύς τότε, ω του θαύματος! η δαιμονιώσα εξέβαλεν αφρούς εκ του στόματός της, έτριζε τους οδόντας και έτρεμεν. Ο δε δαίμων ετράπη εις φυγήν και η γυνή εσωφρονίσθη. Ούτως αι Μοναχαί ανύμνουν τον Θεόν και εθαύμαζον την Ευπραξίαν δια την χάριν, την οποίαν έλαβε παρά Θεού. Αύτη όμως όχι μόνον δεν υπερηφανεύθη δια το γενόμενον θαύμα, αλλά και μάλλον ταπεινή εφαίνετο, και λαβούσα την σωφρονισθείσαν έλουσε δι’ ύδατος και εκαθάρισεν αυτήν εκ του ρύπου και ενέδυσε δια καθαρών ενδυμάτων, και εισαγαγούσα εις τον Ναόν εδόξαζε τον Θεόν. Ούτω μεν λοιπόν δια πολλών εναρέτων πράξεων η Ευπραξία ευαρεστούσα εις τον Χριστόν είχε λάβει παρ’ αυτού τοσαύτην χάριν. Ήδη όμως ο Νυμφίος αυτής Χριστός, εραστής των αγνών ψυχών, απεφάσισε να μη αφήση επί πολύν χρόνον την νύμφην αυτού να αναστρέφεται επί της γης, αφού ήτο αξία να κατοική εις τους ουρανούς· όθεν και αποκαλύπτεται εις την Ηγουμένην δι’ οπτασίας η μετάστασις της Ευπραξίας. Η αγγελία αύτη ενδομύχως ελύπησε την Ηγουμένην, εις τρόπον ώστε εφανερούτο η λύπη αυτής και εις τας λοιπάς Μοναχάς, αίτινες προσερχόμεναι ένεκα τούτου εις την Ηγουμένην ηρώτων να μάθωσι ποίον το αίτιον της βαθείας αυτής λύπης. Επειδή όμως ουδεμίαν ελάμβανον απάντησιν, έτι μάλλον περιεργαζόμεναι, επιμόνως απήτουν να μάθωσι το ερωτώμενον· τέλος η Ηγουμένη απήντησε· «Δεν ήθελον να αποκαλύψω εις υμάς το πράγμα, διότι εγίνωσκον ότι μεγάλως και θα σας ελύπει· επειδή όμως δεν δύναμαι να καταστείλω την επιμονήν σας, μάθετε ότι αύριον η Ευπραξία απέρχεται του κόσμου τούτου· αλλά ας μη γίνη γνωστόν το τοιούτον». 
Οι λόγοι ούτοι εκίνησαν εις θρήνους πάσας τας Μοναχάς, μία δε εξ αυτών δραμούσα και ευρούσα την Ευπραξίαν μετά της Ιουλίας ψήνουσαν άρτους εν τω κλιβάνω είπεν· «Αδελφή Ευπραξία, πολύς περί σου λόγος και θρήνος γίνεται μεταξύ των αδελφών». Η είδησις αύτη ετάραξε την Ευπραξίαν, ήτις στραφείσα προς την Ιουλίαν είπεν· «Ύπαγε, αδελφή μου, και μάθε τα διατρέχοντα». Αύτη δε απελθούσα εύρε την προϊσταμένην διηγουμένην το εξής όραμα· Δύο νεανίαι ενδεδυμένοι λευκά ιμάτια παρουσιάσθησαν εις την Ηγουμένην λέγοντες· «Πέμψον την Ευπραξίαν προς τον Βασιλέα». Έπειτα άλλος τις ελθών προστακτικώς λέγει προς την Ηγουμένην· «Παράλαβε την Ευπραξίαν και άπελθε, διότι ζητεί αυτήν ο Δεσπότης». Και αύτη μεν εκπληρούσα την προσταγήν απήρχετο συμπαραλαβούσα την Ευπραξίαν, προπορευομένην των νέων· φθάσασα δε εις τινα μεγαλοπρεπή πύλην ανακτόρων και εισελθούσα δι’ αυτής είδεν εν τοις ανακτόροις τοιαύτην και τοσαύτην πολυτέλειαν και καλλονήν, οποίαν αδύνατον είναι να περιγράψη τις· εντός δε τούτων υπήρχε και τις νυμφικός θάλαμος, μηδεμίαν έχων ομοιότητα προς τα έργα της ανθρωπίνης χειρός, αλλ’ έργον, ως φαίνεται, δυνάμεως πανσόφου και θείας. Ταύτα έλεγεν η Ηγουμένη ότι είδε μεν, αλλά δεν επετράπη να προσεγγίση, ειμή εις την Ευπραξίαν, ήτις και προσευξάμενη ενώπιον του Δεσπότου Χριστού περιστοιχουμένου υπό μυρίων αγγελικών ταγμάτων και απειραρίθμων Αγίων, προσέπεσε προς τους πόδας αυτού και προσεκύνησεν αυτόν. Έπειτα φανείσα η Μήτηρ του Κυρίου έλαβε την Ευπραξίαν και δείξασα εις αυτήν τον νυμφώνα εκείνον, είπεν· «Ιδού η αμοιβή των κόπων σου· ο νυμφών ούτος θα είναι εις σε ανάπαυσις αιωνία, αλλ’ άπελθε ήδη, και μετά δέκα ημέρας θα έλθης και θα απολαύσης αυτού». Ταύτα διηγηθείσα η προεστώσα προσέθηκεν· «Αύριον συμπληρούται η δεκάτη ημέρα, κατά την οποίαν η Ευπραξία θα αποχωρισθή αφ’ ημών». Αι μεν λοιπόν πρεσβύτεραι των αδελφών εθλίβοντο δια το άκουσμα τούτο, η δε Ιουλία οδυρομένη επανήλθεν εις το αρτοποιείον· προς ταύτην η Ευπραξία λέγει· «Ειπέ μοι, αδελφή μου, παν ό,τι ήκουσας και την αιτίαν του κλαυθμού σου». Αύτη δε απεκρίθη· «Θρηνώ, αδελφή μου, ότι ήδη αποχωριζόμεθα, διότι συ αύριον αποθνήσκεις». Ευθύς δ’ ως ήκουσε τους λόγους τούτους η Ευπραξία δακρυρροούσα έπεσε χαμαί δεομένη του Θεού, ίνα μακροθυμήση επ’ αυτήν και χαρίση εις αυτήν τον τρέχοντα χρόνον, ίνα μετανοήση δια τας αμαρτίας αυτής, διότι, ως έλεγεν, ήτο έτι δήθεν αμετανόητος και ανέτοιμος. Αύτη μεν λοιπόν ταύτα και άλλα τοιαύτα εβόα κειμένη, η δε Ηγουμένη, μαθούσα τους θρήνους της Ευπραξίας, αποστέλλει τινάς εκ των πρεσβυτέρων αδελφών να φέρωσιν αυτήν ενώπιόν της. Ελθούσαν δε λέγει προς αυτήν· «Μη κλαίε, τέκνον μου Ευπραξία, αλλά μάλλον χαίρε, διότι απέρχεσαι προς τον Νυμφίον σου Χριστόν, τον οποίον από της νηπιακής σου ηλικίας επόθησας, και θα συζής μετ’ αυτού και θα απολαύσης των αγαθών, άτινα οφθαλμός ανθρώπου ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν αυτού ουκ ανέβη. Παρακαλώ σε, φίλη μου θύγατερ, ίνα καθικετεύης τον Δεσπότην Χριστόν και υπέρ εμού, όπως και εγώ μετ’ ολίγον απελθούσα εκ των ενταύθα συνυπάρχω μετά σου αξιωθείσα των αυτών Μονών». Προσπεσούσα τότε η Ευπραξία εις τους πόδας της Ηγουμένης εθρήνει και εκόπτετο λέγουσα· «Δεήθητι, τιμία μου Μήτερ, του Δεσπότου Χριστού, ίνα μοι χορηγήση καιρόν προς μετάνοιαν». Ενώ δε έκειτο χαμαί, κατελήφθη υπό τρόμου, τον οποίον διεδέχθη σφοδρός πυρετός· ούτω δε διακειμένη μετεκομίσθη εις τον Ναόν. Προς δε το εσπέρας η Ηγουμένη εις μεν τας λοιπάς επέτρεψε να απέλθωσι και μεταλάβωσι τροφής, αυτή δε μετά της Ιουλίας παρέμεινε πλησίον της κατακεκλιμένης Ευπραξίας, την οποίαν η Ιουλία θρηνωδώς παρεκάλει λέγουσα· «Ενθυμού, αδελφή μου, ότι ενταύθα είμεθα αχώριστοι· μη με λησμονήσης, λοιπόν, αλλ’ ικέτευσον τον Δεσπότην Χριστόν, ίνα προσλάβη και εμέ ταχέως, όπως και εκεί αχώριστοι διατελώμεν». Άμα δε ανέτειλεν η ημέρα, η μεν Οσία ευρίσκετο εις τας τελευταίας αναπνοάς της ζωής της, η δε Ηγουμένη, συγκαλέσασα τας μοναζούσας δια της Ιουλίας, επέτρεψεν εις αυτάς να ασπασθώσι την Ευπραξίαν· προσελθούσα δε μετ’ αυτών και η απαλλαγείσα του πονηρού πνεύματος γυνή δια πρεσβειών της Ευπραξίας, ολοφυρομένη κατησπάζετο τας χείρας αυτής λέγουσα· «Αι χείρες αύται πολλάκις υπηρέτησαν εμέ την αναξίαν, αι χείρες αύται εφυγάδευσαν απ’ εμού το πονηρόν πνεύμα». Εν τω μεταξύ δε τούτω η Ευπραξία εξέπνευσε, το τριακοστόν ήδη έτος της ηλικίας της άγουσα, το δε ιερόν αυτής λείψανον κατετέθη πλησίον του λειψάνου της μακαρίας μητρός της. Η Ιουλία επί τρεις συνεχώς ημέρας εκάθητο επί του τάφου δεομένη της μακαρίας Ευπραξίας, ίνα προσληφθείσα και αύτη συζή μετ’ αυτής αχωρίστως, κατά δε την τετάρτην ημέραν προσελθούσα περιχαρής εις την Ηγουμένην είπεν· «Ιδού, προσκαλεί και εμέ ο Δεσπότης Χριστός, δυσωπηθείς υπό των υπέρ εμού δεήσεων της Ευπραξίας». Αποθνήσκει λοιπόν και εκείνη, αφού ησπάσθη τας αδελφάς και θάπτεται μετά της Ευπραξίας· μετά δε τριάκοντα ημέρας από του θανάτου της Ευπραξίας, συγκαλέσασα η Ηγουμένη τας αδελφάς, επρότεινεν εις αυτάς να εκλέξωσι διάδοχον αυτής· «διότι και εμέ, είπεν, ο Κύριος προσκαλεί δια πρεσβειών της καλής Ευπραξίας, μετά της οποίας απέρχομαι και εγώ η αναξία να συζώ». Ταύτα ακούσασαι αι Μοναχαί κατελήφθησαν υπό βαθυτάτης λύπης και εν τοιαύτη καταστάσει διατελούσαι εξέλεξαν την νέαν Ηγουμένην αυτών, την οποίαν αφού η πρώην Ηγουμένη παρήνεσε δια μακρών ως και τας λοιπάς Μοναχάς, ίνα υποτάσσονται εις αυτήν και επιμελώνται της αρετής, ασπασαμένη αυτάς, παρέδωκεν εις τον Κύριον το πνεύμα αυτής, το δε σώμα ετάφη εις τον τάφον της Οσίας Ευπραξίας, όστις κατέστη ανεξάντλητος θαυμάτων πηγή, δι’ ων δοξάζεται και υμνείται η Αγία Τριάς, η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΗ.ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΩΝΗ