Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα EΛΛΑΔΑ-ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα EΛΛΑΔΑ-ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Από τις αίθουσες διδασκαλίας στον ασκητικό βίο μιας ιστορικής μονής | Μονή Αγίου Δημητρίου Τροιζήνας



site analysis




___
Η μοναχή Θεολογία, δασκάλα για πολλά έτη, περιγράφει τη διαδρομή της μέχρι την Ι.Μ. του Αγίου Δημητρίου Τροιζήνας, που εκτιμάται ότι κτίστηκε τον 10ο αι. και μετά από πολυετείς προσπάθειες επαναλειτουργεί
Η μονή είναι χτισμένη στις πλαγιές του όρους Σαβέρων από όπου αγναντεύει τον έφορο κάμπο και το χωριό της Τροιζήνας, τον Σαρωνικό κόλπο, τα Μέθανα, την Αίγινα και τον Πόρο. Η μονή υπήρξε σταυροπηγιακή και κοινοβιακή σύμφωνα με την εγκύκλιο του πατριάρχη Νεοκλή του εβδόμου που χρονολογείται στα 1791. Δεν έχουν βρεθεί γραπτές μαρτυρίες για το έτος κτίσεως και ιδρύσεως της μονής, ωστόσο υπολογίζεται ότι κτίστηκε στα τέλη του 10ου αιώνα.



Τα παλιότερα χρόνια οι προσκυνητές έφταναν ως εδώ από το γραφικό μονοπάτι που ξεκινά απ’ την Παναγίτσα, τα τελευταία όμως χρόνια έχει διανοιχτεί αμαξιτός δρόμος που φτάνει μέχρι την είσοδο της μονής. Τα κτίσματα, τα κελιά και οι βοηθητικοί χώροι σχηματίζουν ένα ισχυρό περιτείχισμα που εξυπηρετούσε στην περιφρούρησή της από εξωτερικούς κινδύνους. Στη μέση της υπαίθριας αυλής ορθώνεται το καθολικό, εσωτερικά μονόκλιτη βασιλική, εξωτερικά εγγεγραμμένη σταυροειδής. Σύμφωνα με την αφιερωματική επιγραφή που βρίσκεται στο υπέρθυρο μεταξύ λιτής και κυρίως ναού ο ναός αγιογραφήθηκε το 1994 με έξοδα του ιερομονάχου Νεκταρίου. Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες εκτός από τις χαμηλές ζώνες της βόρειας και νότιας πλευράς.



Εικόνες



Στο ναό φυλάσσεται η εφέστια εικόνα του αγίου Δημητρίου, έργο Ιωάννου ιερέως του Ναυπλιέως, που χρονολογείται στα 1704. Επίσης, η εικόνα της Παναγίας Αμολύντου του 1761, καθώς και μια μικρή φορητή εικόνα του αγίου που χρονολογείται στα 1820. Στα 1835 ο Όθωνας με βασιλικό διάταγμα διέλυσε τη μονή και δήμευσε τη μεγάλη κτηματική περιουσία ενώ οι τελευταίοι 12 μοναχοί υπό τον ηγούμενο Ιωσήφ Κωνσταντινίδη αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου.



Επιστολή στη Βουλή


Έκτοτε η μονή ερήμωσε και σιγά σιγά άρχισε η φθορά και η κατάρρευσή της. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της διαλύσεως της μονής οι κάτοικοι απευθύνονται στη βουλή των Ελλήνων διεκτραγωδώντας την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει και ζητώντας την επαναλειτουργία της. Αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα από επιστολή της 29ης Ιανουαρίου του 1845 :




«Το μοναστήρι τούτο σεβαστοί αντιπρόσωποι ήταν και είναι η μόνη παρηγοριά της ψυχικής σωτηρίας μας και εις αυτό προστρέχαμεν περισσότερο παρά εις τας ιδίας εκκλησίας μας. Αλλά αφότου δυστυχώς διελύθη, η λύπη περιέχυσα τας καρδίας όλων ημών και η θλίψη μας ημέρα την ήμερα αυξάνεται και κατέστημεν τέλος απαρηγόρητοι, εις την αθλιότητα κατάντησε η μονή των πατέρων μας, διότι τα οικήματα και αυτής και των μετοχέων της καταστράφηκαν, εγκρεμίσθησαν μέχρι μόλις ενός οικήματος διασωθέντος ως χρησίμου ελαιοτριβείου αλλά και αυτή η εκκλησία της μονής κλεισθείσα αφότου η μονή διελύθη, εκαταφρονήθη χειρότερα των άλλων οικημάτων και ούτε λειτουργία ποτέ εξετελέσθη εν αυτή ούτε πρώτων αγίων εικόνων αυτής ανήχθη ποτέ το απαιτούμενων φως αλλά μάλιστα και απεπειράθησαν ίσως επίτηδες να κάψουσιν αυτήν... Εις την αυτήν αξιοδάκρυτον κατάστασιν βλέποντες σήμερον την αρχαία ταύτην μονήν μας, άλλοτε ήταν λαμπρυσμένη και διακοσμημένη, δεν ανεχόμεθα πλέον να θεωρούμε αυτήν ερημωμένη, φθειρομένη, χερσωμένη και αγγίζοντας την τελείαν εξόντωσίν της, αλλά πάντως αναφερόμενοι εις τους σεβαστούς αντιπροσώπους του έθνους μας παρακαλούμε αυτούς θερμά να ευαρεστηθώσιν να αποφασίσωσιν την διατήρησιν της μονής. Δεν ζητούμε σεβαστοί αντιπρόσωποι ούτε τι άδικο ούτε τι επιζήμιο διά την κυβέρνησή μας, ζητούμεν και απαιτούμεν την διατήρησιν του αρχαίου μοναστηριού μας μη υποφέροντες να βλέπουμε την ερήμωσή του».



Ερείπιο για 180 χρόνια!


Και όμως παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των κατοίκων της Τροιζήνας αλλά και της ευρύτερης περιοχής το μοναστήρι παρέμεινε έτσι επί 180 περίπου χρόνια και κατέπεσε σε ερείπια. Στα νεότερα χρόνια αρκετοί μοναχοί και μοναχές προσπάθησαν να ξαναδώσουν ζωή στο μοναστήρι αλλά χωρίς αποτέλεσμα.




Η πολυπόθητη άδεια, η έναρξη έργων αποκατάστασης


Συνομιλήσαμε με την μοναχή Θεολογία η οποία ασκητεύει σήμερα στο μοναστήρι και μας περιγράφει χαμογελαστή και φιλόξενη πώς έφτασε ως εδώ μετά τη συνταξιοδότησή της. Ήταν δασκάλα για χρόνια και αγαπούσε τα παιδιά και τη δουλειά της. Η αγάπη της όμως για τα παιδιά του Θεού κάθε ηλικίας έφερε τα βήματά της στη μονή Αγίου Δημητρίου Τροιζήνας. Περιγράφει στην Ορθόδοξη Αλήθεια τη διαδρομή της:



«Το 2002 ήλθε η ευλογημένη στιγμή που ζήτησα την ευχή και μεσολάβηση του γέροντά μου πατρός Ιγνατίου στον σεβασμιότατο ποιμενάρχη μας για να αρχίσουμε την αναστήλωση του μοναστηριού»



«Ήρθε η ευλογημένη στιγμή το 2002 που ζήτησα την ευχή και μεσολάβηση του γέροντά μου πατρός Ιγνατίου στον Σεβασμιότατο ποιμενάρχη μας κύριο Εφραίμ προκειμένου να πάρουμε ευλογία και να ξεκινήσουμε την αναστήλωση της μονής μαζί με τη μοναχική μας πορεία. Πράγματι ο Σεβασμιότατος ολοθύμως ευλόγησε αυτό το ξεκίνημα και το θαύμα έγινε. Βρέθηκαν τα κατάλληλα πρόσωπα που βοήθησαν και τα απαραίτητα για το ξεκίνημα χρήματα. Βασικά συνετέλεσαν τα 8 σαρανταλείτουργα που τελέστηκαν, οι δωρεές για τους κεκοιμημένους και διάφορες προσφορές μεγάλες και μικρότερες.



Αρχικά, και πριν από οτιδήποτε άλλο ξεκινήσαμε με τη συντήρηση και τον λειτουργικό εξοπλισμό του ναού που σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Έτσι το 2007 καινούργια κουφώματα αντικατέστησαν τα παλαιά και σαθρά ενώ συνεργείο συντηρητών του υπουργείου πολιτισμού έκανε εργασίες συντηρήσεως στις τοιχογραφίες. Το 2008 με προσφορές διαφόρων δωρητών αγοράστηκαν στασίδια, προσκυνητάρια, ξυλόγλυπτα έπιπλα για τον ναό, καντήλια και ιερά σκεύη. Τον Οκτώβριο του 2009 μετά από προσπάθειες 5 περίπου ετών εκδόθηκε από το υπουργείο πολιτισμού η άδεια αναστηλώσεως και αποκαταστάσεως της μονής. Στις 19 Ιουνίου του 2010 ετελέσθη ο ο αγιασμός για την έναρξη των έργων».





Ήταν συγκινημένη η μοναχή Θεολογία όταν αναφέρθηκε στην πλούσια ευλογία και θαυμαστή παρέμβαση του αγίου Δημητρίου. Η μοναχή δείχνει άνθρωπος που δεν ξεπερνά τα γεγονότα αδιάφορα, αλλά τους προσδίδει αδιαμφισβήτητη θέση στην πρόνοια του Θεού:



«Στις 29 Αυγούστου του 2011 έγινε η ρασοφορία μου στην ιερά μονή Καλαμίου και μετά από 2 ημέρες η εγκατάστασή μου στη μονή αγίου Δημητρίου κατόπιν τελέσεως Θείας Λειτουργίας. Την πρωτοχρονιά ο γέροντάς μου έθεσε τον θεμέλιο λίθο της νοτίας πτέρυγος, το ισόγειο της οποίας ετελείωσε τον Οκτώβριο του 2013. Τον Μάρτιο του 2014 νέα ευλογία προστέθηκε στις προηγούμενες, εξεδώθη στην εφημερίδα της κυβερνήσεως η απόφαση ανασυστάσεως της ιεράς μονής ως γυναικείας κοινοβιακής μονής και στις 17 Αυγούστου του ιδίου έτους έγινε ο αγιασμός ανασυστάσεως της μονής και η κουρά της πρώτης μετά από τόσα χρόνια μοναχής. Τα έργα συνεχίστηκαν με την αναστήλωση του ορόφου της νότιας πτέρυγας ο οποίος στεγάζει τα κελιά και είχε πλήρως καταρρεύσει.




Το έργο αυτό ολοκληρώθηκε το Πάσχα του 2016 και στις 29 Ιουνίου κατά την εορτή των πρωτοκορυφέων αποστόλων Πέτρου και Παύλου κατόπιν ιεράς αγρυπνίας εγκαταστάθηκα στο κελί μου. Παράλληλα με την κτηριακή ανασυγκρότηση, με την έμπνευση, επιστασία αλλά και προσωπική εργασία του πατρός Ιγνατίου δημιουργήθηκαν μέσα και έξω από τη μονή όμορφοι και φροντισμένοι κήποι, βρύσες, κρήνες, δεξαμενές, κοιμητήριο, στέρνα, ορνιθώνας, αποθηκευτικοί χώροι, πεζούλια, μάντρες και παρτέρια που στολίζουν και συμπληρώνουν το έργο. Έγινε επίσης, σημαντική προσπάθεια με πρωτοβουλία της μονής για την εξομάλυνση του δρόμου που σε ορισμένα σημεία ήταν και ακατάλληλος και επικίνδυνος».
Καμάρι




Η μοναχή Θεολογία μάς δείχνει με καμάρι την εκκλησία και τη φροντισμένη με λουλούδια αυλή. Ένα καναρίνι στο κλουβάκι, μελωδική συντροφιά της, παρατηρεί τους επισκέπτες. Μερικά γατάκια γίνονται δέλεαρ για τα μικρά παιδιά που παίζουν ανέμελα μετά τη θεία λειτουργία. Η μοναχή φορώντας μια ποδιά ψήνει τους καφέδες και φέρνει τα γλυκά. Φιλακόλουθη, όπως κάθε μοναχός, χαίρεται με την προσευχή και είναι ευγνώμων για τη θεμελιώδη προσφορά του πατρός Ιγνατίου στη λειτουργική ζωή της μονής:
«Κυριακές και εορτές τελούνται κατανυκτικές θείες λειτουργίες και αγρυπνίες στις οποίες συμμετέχουν με Θείο πόθο και ενθουσιασμό πολλοί πιστοί από τις γύρω περιοχές. Παρηγορούνται οι άνθρωποι βλέποντας μια μοναχή στα μέρη τους σ’ ένα παλιό μοναστήρι που ξαναζεί».



Αποχαιρετήσαμε παρατηρώντας τη μοναχή Θεολογία να στέκεται ακουμπώντας με το ένα χέρι στην παλιά πύλη. Με το άλλο χαιρετούσε εγκάρδια. Μια δασκάλα που τώρα συνδέεται αλλιώς με τους ανθρώπους, ξεπερνώντας τα συνηθισμένα χωρίς δισταγμούς. Μια μοναχή που αμύνεται στο εφήμερο επιμένοντας να μαθητεύει στη διδασκαλία του Ευαγγελίου.

Υ.Γ. Ευχαριστίες στον φίλο φωτογράφο Δαυίδ Μπάκα για τις φωτογραφικές λήψεις την ημέρα της συνέντευξης.
_________________________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 03.06.2020

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Γερόντισσα Θεοφανώ(μητέρα του γέροντος Εφραίμ).



site analysis

Κατάφερε να συνδυάσει αρμονικά την μητρότητα με την μετέπειτα,μοναχική κλίση

Αποτέλεσμα εικόνας για γεροντισσα Θεοφανω μητερα γεροντος Εφραιμ
 Το μοναστήρι του Αγ.Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο είναι μετόχη της Μονής Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Εδώ έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της η γερόντισσα Θεοφανώ,μητέρα του γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεϊτου,πριν την κοίμησή της,το 1986. Στο μοναστήρι και γενικά στην πνευματική οικογένεια του γέροντος Εφραίμ,όλοι ονόμαζαν την γερόντισσα Θεοφανώ ''γιαγιά'',ενώ ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής ήταν ο ''παππούς''. Αν και έζησε για πολλά χρόνια στον κόσμο και είχε τρεις γιούς,έφτασε σε μεγάλα πνευματικά ύψη,καταφέρνοντας να συνδυάσει αρμονικά την μητρότητα με την μετέπειτα,μοναχική κλίση.
 Η γερόντισσα Θεοφανώ,κατά κόσμον Βικτώρια Μωραΐτη,είχε πραγματικά μητρική αγάπη για όλον τον κόσμο.Ήταν αυστηρή,η αυστηρότητά της όμως πήγαζε από την αγάπη της. Ήταν πρώτα απ'όλα αυστηρή με τον εαυτό της και έπειτα με τις ψυχές που τις είχε εμπιστευτεί ο Θεός να καθοδηγήσει. Της άρεσε να επισκέπτεται νέα μέρη και να κάνει διάφορες εκδρομές.Απ'όταν όμως πήρε το σπίτι της φωτιά και έλαβε μέρος κάποιο θαυμαστό γεγονός,η γερόντισσα αφιέρωσε πλήρως την καρδιά της στον Χριστό. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Θεός της έστειλε έναν πνευματικό καθοδηγητή


Εμείς όλοι μαζί δεν αξίζουμε όσο η Βικτώρια από μόνη της


 Όπως γράφει στο βιβλίο «Ο γέροντάς Ιωσήφ ο Ησυχαστής»,ο πατήρ Εφραίμ Καραγιάννης,ένα από τα πνευματικά τέκνα του γέροντος Ιωσήφ,είχε εγκατασταθεί στον Βόλο,και έγινε πνευματικός όχι μόνο ολόκληρης της οικογένειας,αλλά και ολόκληρης της κοινότητας της οποίας ήταν μέλη η Βικτώρια και η οικογένειά της. Κάποια μέλη αυτής της κοινότητας παντρεύτηκαν,άλλοι έγιναν μοναχοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Βικτώρια,για την μετριοφροσύνη της,την αγάπη της για τον Θεό και για το χάρισμα της προσευχής,της αγρυπνίας και της ελεημοσύνης. Ο π.Εφραίμ,ο πνευματικός της,είχε πει κάποτε:«Εμείς όλοι μαζί δεν αξίζουμε όσο η Βικτώρια από μόνη της»
 Και ο σύζυγος της Βικτώριας,ο Δημήτρης Μωραΐτης,ήταν άνθρωπος πιστός. Πήγαινε στην εκκλησία,αλλά δεν είχε τον ίδιο ζήλο με την σύζυγό του. Παρόλα αυτά,η Βικτώρια ποτέ δεν συνάντησε εμπόδια εκ μέρους του στην πνευματική της πορεία. Για παράδειγμα νήστευε πολύ,τόσο στα πλαίσια των καθιερωμένων από την Εκκλησία νηστειών,όσο και εκτός αυτών.Όσες φορές ετοιμάζονταν να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων νήστευε για τρεις ημέρες τηρώντας πλήρη ασιτία.Την ημέρα που κοινωνούσε έτρωγε λίγο και μετά ξανανήστευε με τον ίδιο τρόπο.
Старец Ефрем, игумен Филофейского монастыря
 Την νύχτα σηκωνόνταν και προσευχόνταν κλεισμένη στην κουζίνα.Προσευχόναν γονατιστή,χύνοντας άφθονα δάκρυα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Ο γιός της Ιωάννης -ο μετέπειτα γέροντας Εφραίμ-συνήθιζε να της λέει:
« Μητέρα,όταν τελειώσεις την προσευχή,ξύπνα με να προσευχηθούμε λίγο μαζί» Τοιουτρόπως,από τα παιδικά του ακόμη χρόνια, και χάρη στη μητέρα του,αγάπησε την αγρυπνία. Όντας παιδί,τού ήταν δύσκολο να προσέυχεται για πολύ ώρα μέσα στη νύχτα,προαπαθούσε όμως να ξυπνήσει για να προσευχηθεί έστω και για λίγο,όσο μπορούσε.
 Ο σύζυγος της γερόντισσας Θεοφανώς τής επέτρεψε να νηστεύει αυστηρά και να προσεύχεται για πολλή ώρα,δεν προσπάθησε όμως να μιμηθεί την άσκησή της. Ήταν αυτό που λέμε τυπικός χριστιανός. Είχε ένα ξυλουργείο και έμαθε στα παιδιά του την τέχνη από πολύ μικρή ηλικία. Το όνειρό του ήταν να τους κληρονομήσει το ξυλουργείο. Τελικά ο Νικόλαος,ο μεγάλος αδελφός του γέροντα Εφραίμ,παρέλαβε το ξυλουργείο

Elder Ephraim's family
Πόσο δυνατή είναι η προσευχή μίας μητέρας;

 Ο Δημήτριος και η Βικτώρια είχαν τέσσερα παιδιά. Το 1924 γέννηθηκε ένα κορίτσι,η Ελένη. Η Βικτώρια ήταν ορφανή από 11 ετών και αναγκάστηκε να εργάζεται σε διάφορα σπίτια για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.Μία από τις γυναίκες στις οποίες εργάζονταν την λυπήθηκε,της φέρθηκε πολύ όμορφα και την βοήθησε μάλιστα να παντρευτεί. Γι'αυτό,η πρώτη κόρη της Βικτώριας πήρε το όνομά της,Ελένη,Ελενίτσα,όπως την έλεγαν χαϊδευτικά,και η οποία πέθανε σε πολύ μικρή ηλικία. Έπειτα η Βικτώρια γέννησε τρία αγόρια:τον Νικόλαο το 1926,τον Ιωάννη-τον μετέπειτα γέροντα Εφραίμ-το 1928,και τον Χρήστο το 1930.

 Κατά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο,η Ελλάδα βρισκόνταν υπο γερμανική κατοχή και ο Βόλος,όπως και πολλές ελληνικές πόλεις,υπέφερε από την πείνα. Οι κάτοικοι
μάζευαν χόρτα για να μπορούν να επιβιώσουν. Αυτές τις δύσκολες ώρες η προσευχή της Βικτώριας έσωσε την οικογένειά της. Πολλές φορές ο γέροντας και τα αδέλφια του γλύτωσαν με τρόπο θαυμαστό από τον θάνατο.


 Αυτά τα δύσκολα χρόνια ο Ιωάννης και τα αδέλφια του πουλούσαν ότι μπορούσαν για να επιζήσουν.Μία από αυτές τις ημέρες,ενώ ο Νικόλαος και ο Ιωάννης βρισκόνταν στην αγορά,περικυκλώθηκαν από τους Ναζί οι οποίοι απειλούσαν να πυροβολήσουν τους παρευρισκόμενους. Ο Νικόλαος είχε εγκαταλείψει την αγορά λίγα λεπτά πριν,ο Ιωάννης όμως ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έπρεπε να εκτελεστούν.Την τελευταία στιγμή,οι κάτοικοι έπεισαν τους Γερμανούς να ελευθερώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά.Ο Ιωάννης ήταν 15 ετών,αλλά φαινόνταν πιο μικρός εξαιτίας της έλλειψης φαγητού και της ευθραυστης υγείας του.Ο γέροντας ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός από τα άλλα παιδιά και ακόμη φορούσε κοντά παντελονάκια. Επίσης τα χρόνια εκείνα τα ρούχα ήταν συνήθως κουρελιασμένα. Αυτό τον έσωσε.Οι Γερμανοί τον πέρασαν για παιδάκι και τον άφησαν ελεύθερο,ενώ τους άλλους έφηβους και τους άντρες τους εκτέλεσαν όλους.

 Πολλούς ανθρώπους τους κρεμούσαν. Όλοι ζούσαν σε μία ατμόσφαιρα φρίκης και τρόμου. Μόνο η προσευχή και η πίστη κράτησαν την Βικτώρια και την οικογένειά της. Όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί,την ώρα που όλοι οι γείτονες είχαν πάει στα καταφύγια,η Βικτώρια αρνούνταν να παέι,γονατίζοντας μπροστά στις εικόνες. Τόσο δυνατή ήταν η πίστη της..
 Από την αρχή η Βικτώρια ήξερε ότι ένα από τα παιδιά της θα γινόνταν μοναχός. Να πως περιγράφει η πνευματική της κόρη Ελένη Ξενίτσα-πνευματική κόρη του γέροντα Εφραίμ από τα 12 της χρόνια- αυτό το θαυμαστό γεγονός:
«Η γερόντισσα Θεοφανώ διηγήθηκε στην μητέρα μου τα δύο σημάδια που έλαβε από τον Θεό σχετικά με τον γέροντα Εφραίμ.Ήταν κάτι ανάμεσα σε όνειρο και όραμα. Την πρώτη φορά είδε τρία στεφάνια που υψώνονταν προς τον ουρανό. Τα πρώτα δύο στεφάνια ήταν δάφνινα,ενώ το τρίτο,το οποίο κατευθύνονταν προς το Άγιον Όρος,ήταν χρυσό. Τον καιρό εκείνο ήταν έγκυος και ακόμη δεν ήξερε πόσα παιδιά θα αποκτήσει.
 Μετά την γέννηση του τρίτου παιδιού,του γέροντα Εφραίμ,σαράντα ημέρες μετά την γέννηση,μετάξυ ονείρου και πραγματικότητας άκουσε μία φωνή:«Βικτώρια,έλα να δεις τον γιό σου,έναν ηγούμενο ερχόμενο από το Άγιο Όρος». Σκέφτηκε τότε έκπληκτη:
«Πώς γίνεται αυτό; Μόλις τον γέννησα.Πότε πρόλαβε να γίνει μοναχός;»
Παρόλα αυτά βγήκε και είδε τον γιό της με την μορφή ιερομοναχού φορώντας άμφια στολισμενα με  χρυσό με λουλούδια.

Όχι μισά πράγματα,ακριβώς όπως σας το ζήτησα
  Ξέροντας ότι ο Ιωάννης θα ακολουθήσει τον μοναχικό βίο,η Βικτώρια ήταν πιο αυστηρή μαζί του. 'Ηταν όμως γεμάτη αγάπη. Ο μεγάλος αδελφός,ο Νικόλαος,θυμάται πως τους ζητούσε να τηρούν επακριβώς τις υποδείξεις της:«Όχι μισά πράγματα,ακριβώς όπως σας το ζήτησα!»
 Το 1947 ο γέροντας Εφραίμ έφυγε για το Άγιον Όρος. Ο πατέρας του δεν ήταν σύμφωνος και δεν του έδινε ευλογία να γίνει μοναχός επειδή είχε ανάγκη στο ξυλουργείο. Τότε η μητέρα του τον βοήθησε να φύγει στα κρυφά.Σε αυτήν την περίπτωση εναντιώθηκε στην θέληση του συζύγου της επείδή γνώριζε ότι ήταν θέλημα Θεού να γίνει ο γιός της μοναχός.
Старец Ефрем с сестрами
Η πρώτη συνοδεία της Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς


 Όταν ο Ιωάννης συμπλήρωσε το 19ο έτος της ηλικίας του και έλαβε ευλογία από τον πνευματικό του,τον πατέρα Εφραίμ,για να πάει στο Άγιον Όρος,η μητέρα του τον βοήθησε στα κρυφά να ετοιμάσει τα απαραίτητα για το ταξίδι του. Ο πατέρας του,γνωρίζοντας την μεγάλη επιθυμία του γιού του να πάει στο Άγιον Όρος,τον έλεγχε με αυστηρότητα και του ζητούσε να του ανακοινώνει που πάει. Ο Ιωάννης πήγαινε συχνά στον ναό της ενορίας του για να παρακολουθήσει τα κατηχητικά μαθήματα. Ο πατέρας του τού απαγόρευσε να πηγαίνει σε αυτά τα κατηχητικά μαθήματα του π.Εφραιμ,του πνευματικού της οικογένειας.Την ημέρα που έφυγε για το Άγιον Όρος η μητέρα του τον συμβούλευσε να αφήσει ένα σημείωμα που να λέει ότι πάει στα κατηχητικά μαθήματα. Ο γέροντας Εφραίμ έλεγε συχνά στις ομολίες του ότι αυτή η λεπτομέρεια ήταν αληθινή αφού στο Άγιον Όρος ''υπέφερε'' τόσα και τόσα κατηχητικά μαθήματα.



 Ο Ιωάννης έγραψε ένα σημείωμα,πήρε τα πράγματά του και πήγε στο λιμάνι για να μπαρκάρει. Όταν ο πατέρας του γύρισε από την δουλειά,ρώτησε την Βικτώρια πού ήταν ο γιός τους. Αυτή του έδωσε το σημείωμα και μόλις το διάβασε ο πατέρας ηρέμησε. Αργότερα,και ενώ είχε περάσει κατά πολύ η ώρα που έπρεπε ο Ιωάννης να επιστρέψει,ο πατέρας ανησύχησε και άρχισε να κάνει ερωτήσεις στην γυναίκα του. Τελικά,εκείνη αναγκάστηκε να ομολογήσει την αλήθεια. Ο πατέρας τότε φώναξε θυμωμένος:

 «Αυτό δεν θα συμβεί» Ανέβηκε στο ποδήλατό του και πήγε προς το λιμάνι με την ελπίδα να βρει τον γιό του και να τον φέρει πίσω στο σπίτι. Στον δρόμο όμως έπεσε από το ποδήλατο και τραυματίστηκε,γι'αυτο αναγκάστηκε να γυρίσει στο σπίτι. Ο γέροντας έλεγε ότι αυτό το συμβάν ήταν θέλημα Θεού για να μπορέσει να μπαρκάρει για το Άγιον Όρος
Η μοναχική κουρά
 Ο γιός έστειλε στην μητέρα ένα μόνο γράμμα από το Άγιον Όρος:«Εδώ μητέρα δεν πλενόμαστε με νερό,αλλά με δάκρυα».Έπειτα,για πολλά χρόνια δεν έλαβε κανένα νέο. Όπως γνωρίζουμε,η πρώτη έξοδος του γέροντα Εφραίμ  από το μοναστήρι έγινε σύμφωνα με την θέληση  του γέροντα Ιωσήφ,μετά την κοίμησή του,και επισκέφτηκε τον τόπο της γεννήσεως του,τον Βόλο,για να καθοδηγήσει πνευματικά τις αδελεφές που την περίοδο εκείνη ζούσαν σε ένα σπίτι στο χωριό Σταγιάτες του Πηλίου. Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά με την μητέρα του και εκείνη ούτε που τον αναγνώρισε,τόσο πολύ τον είχε αλλάξει η σκληρή πνευματική άσκηση.
 Το 1962,με την ευλογία του γέροντα Εφραίμ,οι αδελφές αγόρασαν ένα οικόπεδο στην Πορταριά για να χτίσουν εκεί ένα μοναστήρι. Την θαυματουργή εικόνα που είχαν μαζί τους στους Σταγιάτες,την μετέφεραν στο νέο τόπο διαμονής.Το 1963 μετακόμισαν οριστικά στην Πορταριά. Ο γέροντας Εφραίμ έκηρε την πρώτη μοναχή,την ίδια του την μητέρα Βικτώρια,η οποία πήρε το όνομα Θεοφανώ,και την φίλη της η οποία πήρε το όνομα Ματρώνα. Ο γέροντας Εφραίμ διάλεψε το όνομα Θεοφανώ από την σύζυγο του αυτοκράτορα Λέοντος του Σοφού. Ο γέροντας της είχε μεγάλη ευλάβεια και γι'αυτό την ονόμασε έτσι προς τιμήν της αυτοκράτειρας. Έπειτα,σε αρκετές από τις κουρές που έκανε,οι μοναχές έπαιρναν το ίδιο όνομα.
Η πρώτη και καλύτερη μαθήτρια
 Μετά την κουρά της η γερόντισσα Θεοφανώ γύρισε στο σπίτι της. Ο άντρας της είχε πεθάνει,αλλά ο μικρότερος γιός ο Χρήστος ήταν ακόμη ανύπαντρος. Έμεινε μαζί του μέχρι να παντρευτεί και έπειτα πήγε στο μοναστήρι.
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα έγινε και η κουρά της Μαρίας η οποία και έγινε η ηγουμένη του μοναστηριού στον Βόλο. Η μοναχή Μακρίνα(Βασοπούλου) θεωρούσε την Θεοφανώ ως την πραγματική της ηγουμένη και πνευματική μητέρα.Για πολλά χρόνια μοιράστηκαν το ίδιο κελί και ασκήτεψαν και αγωνίστηκαν μαζί,όπως συνήθιζαν και στο σπίτι της Βικτώριας,όταν κλείνονταν με τις ώρες στην κουζίνα για να προσευχηθούν. Ήταν γυναίκες βαθιάς προσευχής. Οι ντόπιοι έδωσαν μαρτυρία ότι έβλεπαν δύο πύρινες στήλες να υψώνονται προς τον ουρανό. Ήταν οι προσευχές των μοναχών Θεοφανώς και Μακρίνας.
 Συνεπώς,η γερόντισσα Θεοφανώ έγινε η πρώτη και καλύτερη μαθήτρια του γιού της. Κατα τα λεγόμενα των άλλων μοναχών,έδειχνε πραγματική υπακοή και προσευχόνταν αδιαλείπτως γι'αυτό αντιμετώπιζε πολυάριθμους πειρασμούς.

Πρώτη στον ναό
 Η γερόντισσα Θεοφανώ έζησε στην Πορταριά μέχρι το 1983,όταν η κατάσταση της υγείας της δεν της επέτρεπε πια να μένει σε αυτήν την περιοχή. Ο γέροντας Εφραίμ αποφάσισε να την μετακινήσει στην  μονή του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Θάσο. Στο τελευταίο μέρος της ζωής της στο νησί,οι μοναχές ομολογούν ότι η γερόντισσα ερχλονταν πάντοτε πρώτη στον ναό και πάντα στεκόνταν όρθια στις ακολουθίες. Δεν κάθονταν ποτέ. Προσευχόνταν με το κομποσχοίνι της το οποίο δεν αποχωριζόνταν ποτέ.
Εξαιτίας όμως της ασκήσεώς της υπέφερε πολλά από τους δαίμονες. Διηγήθηκε στις αδελφές ότι μόλις έμπαινε στο κελί για να ξεκουραστεί πριν τις αγρυπνίες,οι δαίμονες εμφανίζονταν και την ενοχλούσαν φωνάζοντας:
 «Παλιόγρια,εεε,παλιόγρια!». Την τραβούσαν απ'όλες τις μεριές και της έριχναν την κουβέρτα κάτω. Μία φορά την ενόχλησαν τόσο πολύ που δεν κοιμήθηκε όλη νυχτα.Τελικά την άφησαν ήσυχη λίγο πριν αρχίσει η ακολουθία και η γερόντισσα αποκοιμήθηκε. Τότε χτύπησε το σήμαντρο,καλώντας τις μοναχές στην ακολουθία.Βλέποντας ότι δεν ήλθε στην ακολουθία,η μοναχή Ισιδώρα πήγε στο κελί της για να την ξυπνήσει. Χτύπησε την πόρτα,ενώ η γερόντισσα Θεοφανώ,πιστεύοντας ότι επέστρεψαν οι δαίμονες για να την βασανίσουν,φώναξε:«Φύγετε! Μη με χτυπάτε άλλο!». Αργότερα διηγήθηκε ότι οι δαίμονες την χτυπούσαν όλη νύχτα και δεν την άφησαν να κοιμηθεί.

  Η τελευταία δοκιμασία
 Όταν η γερόντισσα συμπλήρωσε τα 92 της χρόνια(20 Δεκεμβρίου 1983),μετά από ένα εγκεφαλικό,παράλυσε. Μέχρι και την προηγούμενη ημέρα ήταν όρθια,φρόντιζε τον εαυτό της και βοηθούσε στην κουζίνα στο μαγείρεμα και μαθαίνοντας στις νεώτερες αδελφές να φτιάχνουν πρόσφορο, και άλλα χρήσιμα πράγματα.Ήταν μία πολύ καλή νοικοκυρά και με ότι καταπιάνονταν το έφερνε σε πέρας επιτυχώς. Σπάνια ξεκουράζονταν και περνούσε κάθε στιγμή εργαζόμενη ή προσευχόμενη.
 Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή,μετά το εγκεφαλικό,όλοι πίστευαν ότι θα πεθάνει. Ο γέροντας Εφραίμ ήλθε από το Άγιον Όρος για 40 ημέρες,για να είναι δίπλα στην μητέρα του. Είδε πολυάριθμους δαίμονες γύρω από την ψυχή της οι οποίοι δεν την άφηναν σε ησυχία. Άρχισε να προσεύχεται θερμά για να την απαλλάξει ο Θεός από τις δαιμονικές επιθέσεις. Χάρη στις προσευχές του η γερόντισσα θεραπεύτηκε,επανήλθε,και είχε πνευματική διαύγεια μέχρι την ευλογημένη κοίμησή της,δύο χρόνια αργότερα.
 Όταν εκοιμήθη και έβγαλαν το φέρετρό της έξω από την αυλή της μονής,ήλθαν τα πρόβατα και τα τρυγόνια για να την οδηγήσουν στον τελευταίο της δρόμο.
Τα πρόβατα βγήκαν από την μάντρα προς το φέρετρο,και γύρισαν ξανά πίσω. Ένα σμήνος τρυγονιών ήλθε από το πουθενά,πέταξε πάνω από το φέρετρο,και χάθηκε στα ύψη.
Elder Ephraim at the grave of his mother
Όταν μετά από κάποια χρόνια άνοιξαν τον τάφο της γερόντισσας Θεοφανώς,τα οστά της είχαν κεχριμπαρένιο χρώμα και εξέπεμπαν ένα μεθυστικό άρωμα
Απόδοση στα ελληνικά π.Γεώργιος Κονισπολιάτης proskynitis.blogspot.com/

Σάββατο 5 Μαΐου 2018

Εκείνη (η Μοναχή Μακαρία) τότε μου σήκωσε το σαγόνι, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: ''Όχι, εσύ δεν θα πεθάνεις!''



site analysis

"

Αποτέλεσμα εικόνας για Μοναστήρι του Αγίου Εφραίμ
''Το 1998 εισήχθηκα στο Ωνάσειο. 
Ήμουν 16 χρονών με καρδιακή ανεπάρκεια και ήδη ένα χειρουργείο. 
Οι γιατροί ήταν απαισιόδοξοι. 
Όταν βγήκα από εκεί έπρεπε να συνεχίσω τις εξετάσεις και μια επέμβαση ακόμα στο Λονδίνο. Μια βδομάδα πριν φύγω ήθελα να επισκεφθώ το Μοναστήρι του Αγίου Εφραίμ λόγω της φίλης της μαμάς μου που μου είχε πει διάφορα και μου είχε δώσει λαδάκι.
Όταν πήγα τότε, μια αδελφή με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στο κελί της Μοναχής Ηγουμένης Μακαρίας η οποία τότε ήταν πολύ άρρωστη και δεν δεχόταν κόσμο. 
Θυμάμαι ότι από τα σκαλιά του κελιού της κάτι μύριζε υπέροχα αλλά τότε δεν ήξερα τι ήταν... 
Δεν μπορούσα να τα ανέβω χτυπούσε η καρδιά μου και φοβόμουν.

Τότε η μοναχή με άφησε και είπε ότι έπρεπε να πάω μόνη μου. 
Η Γερόντισσα Μακαρία άνοιξε την πόρτα, με έπιασε από το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε μια καρέκλα. 
Έκλαιγα πραγματικά πολύ και με ρώτησε γιατί. Εγώ της είπα ότι θα πεθάνω.
Εκείνη τότε μου σήκωσε το σαγόνι, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: 
''Όχι, εσύ δεν θα πεθάνεις.'' 
και εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι απίστευτο.
Παρ΄όλη την ηλικία της, την ώρα που μου έλεγε αυτά τα λόγια, το πρόσωπό της έγινε σαν 20χρονης και τα μάτια της σχεδόν λευκά, έλαμπαν. 
Έβγαλε από το λαιμό της το φυλαχτό του Αγίου που φορούσε (και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μπλέχτηκε στο μαντήλι της), το πέρασε στον δικό μου λαιμό και μου είπε: 
''Αυτό να μην το χάσεις ποτέ.'' 
Έπειτα με σταύρωσε με τα οστά του Αγίου Εφραίμ και έφυγα.
Ήταν η πιο σημαντική στιγμή της ζωής μου και η μεγαλύτερη τιμή που μου έγινε να τη γνωρίσω...
Πήγα στο Λονδίνο, έκανα εξετάσεις και η επέμβαση δεν χρειάστηκε.''

Τσάντου Κατερίνα - Βόλος
ΙΘ' Τόμος βιβλίων του Αγίου Εφραίμ του Μεγαλομάρτυρος - Μοναστήρι Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Όρος Αμώμων
Νέας Μάκρης Αττικής

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Μικρασιάτισσες Γερόντισσες, σύγχρονες οσιακές μορφές



site analysis



Οσιακές μορφές του σύγχρονου γυναικείου μοναχισμού: η καθηγουμένη της Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Πηλίου γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (γεννηθείσα στο Βιλαέτι της Σμύρνης το 1921) , η καθηγουμένη της Μονής Αναλήψεως Ταξιαρχών Δράμας γερόντισσα Ακυλίνα Παρμαξίδου (γεννηθείσα στα Θείρα της Σμύρνης το 1921), η γερόντισσα Άννα Γιοβάνογλου της Δράμας (γεννηθείσα στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας το 1903) και η γερόντισσα Τιμοθέη Χριστοδούλου, ηγουμένη Μονής Αγίου Γεωργίου Βρανά Μαραθώνα Αττικής.

%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%b1%cf%87%ce%b7-%ce%b1%ce%ba%cf%85%ce%bb%ce%b9%ce%bd%ce%b1-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%bc%ce%b1%ce%be%ce%b9%ce%b4%ce%bf%cf%85

μοναχή Ακυλίνα Παρμαξίδου, η εκ Θείρων Σμύρνης, καθηγουμένη της Μονής Αναλήψεως Ταξιαρχών Δράμας

Η  Ερασμία, κόρη των ευλαβών πολύτεκνων Γεωργίου και Ευτυχίας Παρμαξίδου, γεννήθηκε στα Θείρα της Σμηρνης στις 23 Απριλίου 1921. Η Μικρασιατική Καταστροφή με τις δύσκολες συνέπειες και για την οικογένεια της -επτά συγγενείς της σαν στην αγχόνη- ήταν ή αιτία ώστε να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Πρόσφυγες ήρθαν στον Πειραιά στις 14 /09/1922 και λίγο αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Δράμα.
Στην όμορφη αυτή πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου ήταν Μητροπολίτης ό Νεομάρτυς και Ίερομάρτυς Χρυσόστομος Επίσκοπος Σμύρνης, μεγάλωσε ή μικρή Ερασμία. Χρωστούσε την κατά Θεό μόρφωσή της στην βαθειά και αυθεντική ορθόδοξη ευλάβεια της μητέρας και της γιαγιάς της. Στα δεκατρία της μόλις χρόνια αποφάσισε να μην παντρευτεί και να αφιερωθεί ακόμη περισσότερο στον Θεό με προσευχή και προσφορά στον συνάνθρωπο. Παράλληλα ενδιαφέρθηκε για την πνευματική της καθοδήγηση. Έτσι με την μητέρα της ανέβηκαν με τα πόδια στο χωριό Σίψα (τώρα Ταξιάρχες), που είναι κοντά στην πόλη της Δράμας, για να επισκεφτούν το καινούριο μοναστήρι της Θείας Αναλήψεως τού Σωτήρος.
Εκεί συνάντησαν τον όσιο Γέροντα Γεώργιο (Καρσλίδη) τον εν Δράμα, τον νέο Ομολογητή και ήδη νεοφανή Άγιο της Εκκλησίας μας, τον κτήτορα και ιδρυτή της Μονής αυτής.
Όταν εξομολογήθηκε στον όσιο Γεώργιο, εκείνος κατάλαβε τις αγνές προθέσεις της, πρόβλεψε την κατά Θεό πραγματοποίηση τού Ιερού της πόθου και της έδειξε πνευματική αγάπη. ’Αν και ήταν δεκαπέντε χρόνων, ό όσιος την αποκάλεσε «Μάνα-Ερασμία» προβλέποντας τον ηγετικό-μητρικό της ρόλο μέσα στην Εκκλησία. Της όρισε θέση στο αναλόγιο της Μονής του και την έμαθε να ψάλλει τον «Πολυέλεο» και όποιους άλλους ύμνους γνώριζε στην ελληνική γλώσσα.
Νέες δοκιμασίες έρχονται στην Ελλάδα με την Ίταλογερμανική Κατοχή. Ή νεαρή Ερασμία μετακομίζει οικογενειακώς στην Θεσσαλονίκη.
Με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και περίσσια ανδρεία προσφέρει τις υπηρεσίες της στην πολυαγαπημένη της πατρίδα, πρωτοστατώντας στα συσσίτια για τους πεινώντες στην περιοχή τού Λαγκαδά. Τολμηρή και ανδρεία και με κίνδυνο για την ίδια της την ζωή ανέλαβε την τροφοδοσία των Ελλήνων στο στρατόπεδο Παύλου Μελά πού κρατούνταν από τούς Γερμανούς. Από εκείνα τα χρόνια συνδέθηκε πνευματικά με τον επίσης κρατούμενο Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονύσιο. Στην αγνή ψυχή της κατέγραψε πολλά από την διδαχή τού αγίου αυτού επισκόπου και έγινε αυτόπτης μάρτυρας της αρνήσεως του να σώσει την ζωή του.
Επέστρεψε στην πόλη της με την λήξη τού πολέμου και της Βουλγαρικής Κατοχής. Το πρόγραμμά της ήταν μοιρασμένο στην προσευχή, την μελέτη, την εργασία στους οικογενειακούς κήπους και τα χωράφια και την προσφορά διακονίας στους συνανθρώπους της. ’Ήταν ένας πρότυπος κοινωνικός εργάτης στην εξάσκηση της αγάπης, διότι προστάτευε και κατηχούσε κορίτσια πού βρίσκονταν σε ανάγκη κατά την μετακατοχική εκείνη περίοδο. Οργάνωσε την Χ.Ε.Ν. Δράμας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν ήταν ψυχρή κατηχήτρια, αλλά ο πατέρας, ή μητέρα, ή αδελφή πού εμψύχωνε τις κοπέλες και τις βοηθούσε να μορφωθούν, να αποκατασταθούν να γίνουν σωστές Ελληνίδες χριστιανές και μητέρες. Τις έμαθε να ψάλλουν ύμνους της Εκκλησίας μας. να εξομολογούνται και να κοινωνούν, να έχουν μία γνήσια πνευματική ζωή μακριά από μια τυπική συμπεριφορά. Την υπηρεσία αυτή δεν προσέφερε μόνο στην πύλη της. αλλά με τα μέσα της εποχής όργωσε την επαρχία για να μεταδώσει το φώς τού Χριστού πού είχε πλημμυρίσει το είναι της.
Όταν χώρισε ή αδελφότητα «Ζωή» και ιδρύθηκε ή αδελφότητα «Σωτηρ» αποσύρθηκε, και με πίστη στον Θεό και την τόλμη που την διέκρινε στις επιλογές της μαζί με μία ομάδα νέων γυναικών ίδρυσε αδελφότητα στην Δράμα και αγοράστηκε το σπίτι τους με τον ολοήμερο κόπο και ίδρωτα τους. Την δεκαετία του 1950 οργάνωσε συσσίτια στην Δράμα για να αντιμετωπιστούν οι πληγές της Βουλγαρικής κατοχής και ξεκίνησε τις κατασκηνώσεις της Μητροπόλεως στον Γρανίτη. Παράλληλα όλη ή αδελφότητα εργαζόταν ακατάπαυστα ως δασκάλες, νοσοκόμες, μοδίστρες και συγκέντρωναν τα χρήματά τους με σκοπό να ιδρύσουν μοναστήρι για να πραγματοποιήσουν τον ιερό τους πόθο να μονάσουν. Ή Ερασμία γύρισε όλη την Ελλάδα να βρει κατάλληλο τόπο και ξεκίνησε το κτίσιμο της Αγίας Παρασκευής στην Θήβα.
Σε όλο αυτό το διάστημα γνώρισε κάθε δοκιμασία και πειρασμό. Συνάντησε πολλά εμπόδια και αφάνταστες δυσκολίες. Είδε την εγκατάλειψη από τούς εν Χριστώ αδελφούς και πνευματικούς. Είχε περιπέτειες, αντιμετώπισε αρρώστιες. Ακατάβλητη, θωρακισμένη με πίστη και πολλή προσευχή, υποτάχτηκε ταπεινά στο θέλημα τού Κυρίου αποδέχθηκε την στέγαση της αδελφότητας στο μοναστήρι της Σίψας μετά από προτροπή της Μοναχής Άννας Μακκαβαίου, την οποία είχε κάνει μεγαλόσχημη ό Όσιος Γεώργιος.
%ce%b7-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%ac%cf%84%ce%b9%cf%83%cf%83%ce%b1-%ce%b3%ce%b5%cf%81%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%b9%cf%83%cf%83%ce%b1-%ce%b1%ce%ba%cf%85%ce%bb%ce%af%ce%bd%ce%b1
Στις 25 Μαρτίου 1970 επισκέφτηκε με την αδελφότητα της την εγκαταλειμμένη για ένδεκα χρόνια Ιερά Μονή της Θείας Αναλήψεως. Αμέσως ρίχθηκαν στην δουλειά για να ομορφύνουν τον ιερό χώρο. Για έξι μήνες έκαιγαν σκουπίδια, καθάριζαν πέτρες και βοηθούσαν τούς εργάτες να κτίζουν. Με πολλές στερήσεις και προσωπικό κόπο εργάστηκαν με πρωτοφανή ζήλο και ακούραστα. Τα βράδια έμεναν σε εγκαταλειμμένα σπίτια πού ήταν κοντά στην Μονή. Στις 25 Απριλίου τού 1971 τέλεσαν τα εγκαίνια με την βοήθεια τού Μητροπολίτη Διονυσίου (Κυράτσου).
Στις 17 Ιουλίου 1970 και σε ηλικία 50 ετών πήρε το μέγα και αγγελικό σχήμα και ονομάσθηκε Άκυλίνα μοναχή. Από τότε επιδίδεται σε ανώτερους πνευματικούς κόπους για την κατάρτιση της ψυχής της και την καθοδήγηση των μοναχών της. Ταυτόχρονα εργάζεται για το κτίσιμο και το μεγάλωμα της Μονής. Ολόκληρο το κτιριακό οικοδόμημα της Μονής είναι κόπος της δραστηριότητάς της μαζί με την πρώτη αδελφότητα άλλα και τις νεώτερες αδελφές, πού κράτησε 36 χρόνια. Στελέχωσε την ‘Ιερά Μονή με πολυμελή αδελφότητα πού την αγάπησαν σαν αληθινή τους μητέρα.
Το κέντρο της ζωής και της διδαχής της ήταν ή ενεργοποίηση της εντολής της αγάπης. Ή αγάπη στον Νυμφίο της Ιησού Χριστό και ή εφευρετική για τον συνάνθρωπο αγάπη και στοργή. Υπήρξε σιωπηλή ευγενής, αδιαλείπτως προσευχόμενη και πολύ ελεήμων. Ήταν τύπος δυναμικός και υπερβολικά έξυπνος, πού ήξερε να χειρίζεται τις καταστάσεις για την ωφέλεια των ψυχών και σύμπτυξη τού ποιμνίου της. Ή συμπεριφορά της χαρακτηρίσθηκε από την αφάνεια την ταπεινοφροσύνη, την απέχθεια για τούς επαίνους και την ανθρώπινη αναγνώριση. Για όλα αυτά ό Θεός της χάρισε το προορατικό και διορατικό χάρισμα, ώστε ή αδελφότητα και τα πνευματικά παιδιά της Μονής να οδηγούνται στην σωτηρία.
Ή άξια αυτή πνευματική μητέρα ήταν για όλους και Γερόντισσα και μητέρα και αδελφή και φίλη. Ή μεγάλη και αδιάπτωτη αγάπη της δεν άφησε κανέναν να περάσει τα όρια. Σε όλους ενέπνεε τον σεβασμό, ακόμη και στους εχθρούς της τούς όποιους αποκαλούσε ευεργέτες της ψυχής της.
Λίγο πριν από το τέλος της αξιώθηκε να προσκυνήσει την τίμια κάρα τού Όσιου Γεωργίου κατά την ανακομιδή των ιερών του λειψάνων.
%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b9%ce%ac%cf%84%ce%b9%cf%83%cf%83%ce%b1-%ce%b3%ce%b5%cf%81%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%b9%cf%83%cf%83%ce%b1-%ce%b1%ce%ba%cf%85%ce%bb%ce%af%ce%bd%ce%b1
Με την προσευχή και την γνήσια μοναχική της μαρτυρία κόπιαζε νύχτα και ήμερα για τις ψυχές πού της χάρισε ό Κύριος, ενώ συγχρόνως οικοδομούσε, στήριζε, παρηγορούσε και ευεργετούσε αμέτρητο αριθμό πονεμένων, απελπισμένων και φτωχών. Κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 16 Νοεμβρίου 2006.
Στον απλό και απέριττο τάφο της γράφηκε από την Κλίμακα τού Αγίου Ιωάννου τού Σιναΐτου το εξής:
«Αγάπη Πνεύματος έλλαμψις αγάπη, προφητείας χορηγός».
Την Γερόντισσα Άκυλίνα σέβονταν και αγαπούσαν όλοι οι σύγχρονοι Γέροντες και Γερόντισσες:
*    Ό Άγιος Παίσιος ό Αγιορείτης καθώς και ό Γέροντας Ιωσήφ ό Βατοπαιδινός την εκτιμούσαν ιδιαίτερα αποκαλώντας την «Γερόντισσα των Γεροντισσών». Ό Γέροντας Γαβριήλ ό Διονυσιάτης διανυκτέρευε στην Μονή της, όταν βρισκόταν στην Δράμα.
*    Ό Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης την εκτιμούσε και την επισκεπτόταν.
*    Ό Γέροντας Έφραιμ ό Φιλοθείτης, Προηγούμενος πού βρίσκεται σήμερα στην Αριζόνα όταν κατά τα δύο πρώτα χρόνια επισκεπτόταν την Μονή, της έβαλε τα θεμέλια της «ευχής».
*    Ό Γέροντας Αιμιλιανός, ό Σιμωνοπετρίτης Προηγούμενος και ή Ηγουμένη Νικοδήμη της Μονής της Όρμυλίας καθώς και ή μακαριστή Ηγουμένη Φεβρωνία της Μονής τού Πανοράματος ήταν φίλοι της Μονής και διατηρούσαν πνευματικές σχέσεις με την Γερόντισσα Άκυλίνα.
*    Ό άγιος Πορφύριος ό Καυσοκαλυβίτης σε μία μοναχή της Μονής της Σίψας πού τον επισκέφτηκε την αποκάλεσε «Χερουβείμ με χρυσά φτερά».
*    Γενικά ή άοίδιμη Γερόντισσα ήταν κεφάλαιο της Μοναχικής Πολιτείας, μία μεγάλη μορφή, τομή στον γυναικείο Μοναχισμό, πού ή ευρύτητα τού νου της με την άγιοπνευματική της μεταμορφωμένη προσωπικότητα αποτέλεσε σταθμό και πρότυπο ζωής. Δεν υπέκυψε στην εκσυγχρονιστική τάση της εποχής και με και καλή «αγωνία» έψαχνε πρότυπα παλαιών μοναχών και μοναζουσών από το νέο και παλαιό εορτολόγιο. Το ενδιαφέρον και ό πόνος της καρδιάς της που ήξερε να αγαπάει ήταν να μεταμορφώσει άγιοπνευματικά τις μοναχές της σε αληθινές νύμφες Χριστού και να μεταδώσει το φώς τού Χριστού στα πνευματικά παιδιά της Μονής.
Ο συγγραφέας του πονήματος »Γέροντες και γυναικείος μοναχισμός» ιερομ. Δημήτριος Καββαδίας γράφει για τη Γερόντισσα Άκυλίνα: Αρχοντική μορφή, αρχοντικό περπάτημα, αρχοντικό ύφος. Το καθαρό της πρόσωπο έδειχνε εξαϋλωμένο. Μεταλάμβανε των Αχράντων Μυστήριων αλλοιωμένη και φωτεινή. Όταν σού ευχόταν. «αϊρουσα όμματα και χείρας εις τον ούρανόν», θεωρούσες ότι είχες μπροστά σο μία βιβλική μορφή της Παλαιάς Διαθήκης, μία Δικαία πού ευαρέστησε εις Κύριον.

μοναχή Μακρίνα Βασσοπούλου, η εκ Βιλαετίου Σμύρνης, καθηγουμένη της Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Πηλίου

%ce%bc%ce%b1%ce%ba%cf%81%ce%af%ce%bd%ce%b1-%ce%b2%ce%b1%cf%83%cf%83%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%8d%ce%bb%ce%bf%cf%85
Ή Μαρία Βασσοπούλου γεννήθηκε το 1921, άπό ευσεβείς γονείς στό Βιλαέτι της Σμύρνης. Μέ τήν Μικρασιατική Καταστροφή ή οικογένεια της αναγκάσθηκε να άφήσει τήν πατρική Ιωνική γη καί να μεταφυτευθεί στον Βόλο. Ένώ όμως ήταν μόλις 10 ετών, συνέβη καί μία άλλη οικογενειακή συμφορά: κοιμήθηκαν καί οι δύο γονείς της κι έτσι ή μικρή Μαρία, μαζί μέ το μικρότερο αδερφάκι της, τον Γιωργάκη, έμειναν παντελώς έρημα καί εγκαταλελειμμένα στους πέντε δρόμους.
Όμως ή μικρή Μαρία δεν ήταν άπό τους ανθρώπους πού άπελπίζοντο εύκολα. «Επιασε δουλειά, πρώτα σέ μία μικρή βιοτεχνία μεταποιήσεως τροφίμων, όπου μέ τά μικρά της χεράκια έσπαζε καρύδια γιά λίγο ψωμί. Κατόπιν εργάσθηκε σ’ ένα καπνεργοστάσιο. Έτσι, μέ πολλές στερήσεις, το πεντάρφανο κοριτσάκι κατάφερε νά μεγαλώσει το πολυαγαπημένο μικρό της αδελφάκι. Καί ένώ τά πράγματα άρχισαν κάπως νά στρώνουν, ξέσπασε ξαφνικά ό Β’ Παγκόσμιος πόλεμος καί μαζί του τά απαίσια χρόνια της Κατοχής.
Στις αρχές της Κατοχής οι γείτονες πρόσφεραν κάποια βοήθεια στά ορφανά. Όταν όμως άρχισαν οί άνθρωποι νά πεθαίνουν κατά δεκάδες στους δρόμους άπό τήν πείνα, κανείς δέν κοίταζε πλέον τά δύο παιδιά. Γιά μέρες ολόκληρες έμεναν νηστικά καί κόντευαν νά πεθάνουν άπό ασιτία.
Τά αδελφάκια, λοιπόν, χρειάσθηκε νά χωρίσουν, μέ τήν ελπίδα πώς έτσι ίσως τουλάχιστον επιζήσει τό ένα άπό τά δύο. Ό μικρός Γιωργάκης έφυγε στην Θεσσαλονίκη καί ή Μαρία παρέμεινε στον Βόλο παντελώς μόνη της καί βυθισμένη στην θλίψι γιά τον χωρισμό τους.
Καί τά χρόνια της Κατοχής, άλλα καί τά μεταπολεμικά χρόνια στάθηκαν γιά τήν Μαρία πολύ δύσκολα. Δούλευε σκληρά έδώ κι΄ έκεί γιά λίγο ψωμί, άλλα καί αυτό τό μοίραζε, γιατί είχε χρυσή καρδιά.
Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν: ή μεγάλη της ευσπλαχνία, ή συγχωρητικότητα, ή ελεημοσύνη, ή μεγάλη της υπομονή, ή εργατικότητα καί ή ολονύκτιος προσευχή.Σ’ ολη της τήν ζωή ή προσευχή στάθηκε, για τήν κατοπινή Γερόντισσα Μακρίνα, πυξίδα και βακτηρία.
Συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να γευθεί «χειροπιαστά» τήν θεϊκή άντίληψη. »Τήν περίοδο αυτή ή νεαρή Μαρία γνωρίσθηκε μέ τήν όσιωτάτη μητέρα μου», γράφει ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης.
»Οι δύο αυτές αγιασμένες ψυχές προσηύχοντο μαζί στην κουζίνα τού πατρικού μου σπιτιού, γονατιστές όλο το βράδυ, μέ πάμπολλα δάκρυα καί γονυκλισίες. Πολλά μέ δίδαξε το άγιο παράδειγμα τους! Αυτές οι αρετές της στάθηκαν ή αιτία νά μαζευτούν γύρω της μερικά ευλαβέστατα κορίτσια, άπό τά χρόνια τής Κατοχής καί νά ζητήσουν νά γίνουν νύμφες τού Χριστού μας». Οι κοπέλες ζούσαν ύπό τήν πνευματική καθοδήγηση τού πατρός Έφραίμ από τον Βόλο.
‘Όταν όμως έκείνος αναγκάσθηκε νά γυρίσει στο Άγιον Όρος, οι κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά ορφανές…
Πολλοί πνευματικοί ζήτησαν νά τις αναλάβουν, άλλα δέν άνεπαύοντο μέ κανέναν, διότι είχαν αποκτήσει το πνευματικό φρόνημα τού Γέροντος Ιωσήφ.
Γι’ αυτό καί έγραψαν στον Γέροντα μου τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη καί ζήτησαν νά τίς άναλάβει αυτός. Ήσαν λίγο διστακτικές, διότι είχαν ακούσει το πόσο αυστηρός ασκητής υπήρξε, άλλα δέν μπορούσαν πλέον νά συμβιβασθούν μέ κάτι λιγότερο.
Έγώ, ήδη ήμουν στο ΄Αγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα. Ό Γέροντας έκανε προσευχή καί απάντησε:
«»Αν κάνετε υπακοή, θά σας αναλάβω. Έάν δέν κάνετε, θά σας αφήσω». Κι΄ έκείνες του απάντησαν:
«Γέροντα, σ’ ό,τι θά μας πήτε, θά κάνουμε υπακοή…»
Μόλις ό Γέροντας πήρε τήν άπάντησή τους, έκανε πάλι προσευχή. Καί μετά τούς έγραψε νά κάνουν υπακοή στην Μαρία, τήν μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα, τήν οποία ποτέ του δέν είχε δεί. Και τους εξήγησε το λόγο:
«Είδα σέ όραμα τήν Μαρία. Θά κάνετε υπακοή σ’ αυτήν, διότι έγώ απόψε τήν είδα σέ οπτασία τήν ώρα πού προσευχόμουν. Τήν είδα στην μέση καί γύρω-γύρω ήσαν πολλά προβατάκια. Κι’ έτσι κατάλαβα ότι αυτήν πρέπει νά τήν βάλω Γερόντισσα. Όποτε θά κάνετε ύπακοή και καμμιά σας να μην άντιλογήση».
Οι αγνές κοπέλες του είπαν: «Να ‘ναι ευλογημένο» καί πολύ χάρηκε ό Γέροντας μέ την υπακοή τους. Τις αγαπούσε πάρα πολύ, διότι μέ τους νοερούς του οφθαλμούς έβλεπε την αγάπη πού είχαν για τον Νυμφίο Χριστό. Γι’ αυτό καί συχνά τους έγραφε γράμματα προς στηριγμό τους μέ λόγια άπλα, αλλά πολύ δυνατά σάν καί τά ακόλουθα:
«Λοιπόν, άλλο μην κοιτάζετε, αλλά ομόνοια καί αγάπη, κάντε ύπακοήν, διά νά κερδίσετε την ταπείνωση, διότι ό Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε παράδειγμα εις ημάς καί μας δίδαξε την ταπείνωση, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου. Λοιπόν ύποτάσεσθε στην Μαρία, όπου προσπαθεί νά σας ώφελήσει καί έμείς έδώ όλοι προσευχόμεθα νά σας βοηθήση ό Κύριος καί νά σας άξιώση της αιωνίου ζωής. Σας εύχομαι έξ όλης ψυχής ο Ταπεινός Γεροντάκης Ιωσήφ»
%ce%ba%ce%b1%ce%b8%ce%b7%ce%b3%ce%bf%cf%85%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%b7-%ce%bc%ce%b1%ce%ba%cf%81%ce%af%ce%bd%ce%b1-%ce%b2%ce%b1%cf%83%cf%83%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%8d%ce%bb%ce%bf%cf%85
Ό Γέροντας στάθηκε για τίς αγνές αυτές ψυχές αλάνθαστος νηπτικός, διορατικός καί διακριτικός οδηγός. Μιά άπ’ αυτές τίς μοναχές διηγήθηκε τα εξής για τήν ζωή τους κοντά στον Γέροντα:
«Όλα μας τα προέλεγε. Ό,τι συνέβαινε στο μοναστήρι τα έγραφε στα γράμματα του δίχως να του το πούμε.»Οταν ήμουν στην αρχή τής καλογερικής, είχε αρρωστήσει ή αδελφή μου, που ήταν κι’ αυτή δόκιμη τότε.’ Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα καί λέω:
–Παναγία μου, γιατί; Έμείς ήλθαμε έδω να σέ υπηρετήσουμε. Γιατί να άρρωστήσει καί να μήν μπορή να προσφέρη τήν βοήθεια της στο μοναστήρι; Καί πήγα καί κάθισα στην αυλή κάτω άπό μια ελιά καί έκλαιγα όλη νύκτα…
Μετά άπό λίγες μέρες, ήλθε ένα γράμμα γιά μένα άπό τον Γέροντα πού έγραφε: «Μικρό μου παιδάκι, ακούω τήν φωνούλα σου, καί δεν μπορώ, μου σπαράζει τήν ψυχή άπό τον πόνο καί με διακόπτει άπό τήν προσευχούλα. Μήν κλαις. Ή αδελφούλα σου θά γίνη καλά».
Καί το έγραψε δίχως κανείς νά τό ξέρη! Μου λένε οι αδελφές:
–Τί έκανες αδελφή;Τους λέω:
–Νά, πήγα καί έκλαιγα κάτω άπό τήν ελιά. Πώς όμως αυτός τό γνώριζε, άφου ήταν μακριά στο «Αγιον Όρος;
Παρομοίως, κάποτε είχε αρρωστήσει ή Γερόντισσα Μακρίνα κι’ έκανε αίμόπτυσι. Κι’ έμείς δέν είχαμε τηλέφωνο νά επικοινωνήσουμε μέ τόν Γέροντα καί νά του πούμε. ‘Αλλά καί στό γράμμα πού γράψαμε μετά, τού τό κρύψαμε, γιά νά μήν τόν στενοχωρήσουμε καί νά τόν διακόψουμε άπό τήν προσευχή του. Εκείνος όμως μας στέλνει ένα γράμμα καί μας γράφει:
«Παιδάκια μου, γιατί δέν μου γράψατε ότι ή Γερόντισσα είναι άρρωστη καί πάσχει, γιά νά προσευχηθούμε; Κάνατε πολύ κακώς νά νομίζετε ότι θά μέ διακόψετε άπό τήν προσευχή. Διότι έμείς τήν είδαμε νοερώς τό βράδυ, πού προσευχόμασταν μέ τόν πατέρα Αρσένιο, ότι ή Γερόντισσα Μακρινά ήταν σοβαρά άρρωστη. Καί κάναμε πολλή προσευχή. Παιδιά μου, θέλω νά με ενημερώνετε γιά ό,τι θα σας συμβαίνει στο μοναστήρι καί ιδίως με τήν Γερόντισσα. Νά μου τά γράφετε».
Αλλά καί ή Γερόντισσα Μακρίνα τους έβλεπε το βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι της και τους δυό, τον Γέροντα Ιωσήφ καί τον πατέρα Αρσένιο, οτι έκαναν κομποσχοίνι με σταυρό καί έλεγαν: «Κύριε, θεράπευσον τήν δούλην σου».
«Πολλές φορές μας το έκανε αυτό ό Γέροντας. Τήν ώρα πού προσηύχετο, έβλεπε τί κάναμε και πού βρισκόμασταν. Καί έμείς απορούσαμε πώς ό,τι σκεφτόμασταν, αυτός μας τά έγραφε μόνος του. Καί μετά γέμιζαν οι ψυχές μας άπό δέος καί φόβο!»
Αυτά έλεγε ή Γερόντισσα.Το μοναστήρι αυτό πρόκοψε πάρα πολύ. Άπό εκείνο το ευλογημένο κοινόβιο βγήκαν πολλοί ευκλεείς καρποί, ψυχές αγνές, αφιερωμένες στην αγάπη καί τήν λατρεία του επουρανίου Νυμφίου.Μετά τήν κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ό παπα-Έφραίμ ό Κατουνακιώτης, πολλές φορές τά βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε μέ τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, νά υψώνωνται άπό τήν γη στον ουρανό.
Επρόκειτο γιά τήν ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα καί μία άπό τις χαριτωμένες μοναχές της. Καί έλεγε ό παπα-Έφραίμ χαρούμενος:
«Βρέ-βρέ! Γιά κοίτα! Έμείς στά βράχια τόσο κοπιάζουμε, γιά νά βρούμε λίγα ψίχουλα, καί αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»
Τό μοναστήρι της Πορταριάς διακρίθηκε διά τήν πνευματικότητα του καί χιλιάδες πιστών, όχι μόνον άπό τήν περιοχήν, άλλα καί άπό όλην τήν Ελλάδα εύρήκαν καταφύγιο κοντά στην αλησμόνητη Γερόντισσα Μακρίνα καί ωφελήθηκαν πνευματικά.
Τό πρόσωπο της ακτινοβολούσε καλωσύνη, αγάπη, ειλικρίνεια καί πίστι. Ή ηρεμία της καί ό γλυκός της λόγος ήταν στήριγμα καί πηγή δυνάμεως γιά όσους ευτύχησαν νά τήν γνωρίσουν. Άπό αυτήν τήν χαριτωμένη αδελφότητα, στάλθηκαν μοναχές καί επάνδρωσαν τήν Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο. Καί άπ’ αυτές τις Μονές στάλθηκαν κατόπιν μοναχές σαν προζύμι, στην Βόρειο Αμερική καί στον Καναδά, για νά φυτεύσουν κι’ έκεί το Όρθόδοξο μοναχικό ιδεώδες…
Ο Θεός θέλει προσευχή, προσοχή, και ταπείνωση
Να προσέχουμε την αργολογία. Να δαγκώνουμε λίγο τη γλώσσα μας για να λέμε και καμιά ευχή. Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε και λίγο τη νύχτα, να θυμηθούμε και τους ανθρώπους πού έχουν ανάγκη….Γι’ αυτό να ζητάμε σύνεση, επίγνωση των πραγμάτων που θα πούμε, τι δεν θα πούμε.
Να είμαστε συνεπείς στην εκκλησία, στο διακόνημά μας και ο Θεός θα μας βοηθήσει. Προσέξτε την παρρησία, την μεγαλοφωνία, την αργολογία και την κατάκριση.
%ce%b7-%ce%b3%ce%b5%cf%81%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%b9%cf%83%cf%83%ce%b1-%ce%bc%ce%b1%ce%ba%cf%81%ce%af%ce%bd%ce%b1
Η Γερόντισσα Μακρίνα στο Λονδίνο…
Προ ετών η Γερόντισσα είχε ένα θέμα υγείας και μετά από προσευχή και κατόπιν υπακοής πήγε στο Λονδίνο. Έκανε μια μικρή επέμβαση στο έντερο. Συνοδεύετο από μερικά πνευματικά παιδιά της.
Το πρώτο βράδυ ήταν δύσκολο. Σύμφωνα με το τυπικό του Νοσοκομείου στην Γερόντισσα δεν επέτρεψαν να μείνει κάποιος το βράδυ κοντά της. Όταν όλοι έφυγαν η Ηγουμένη της Ιεράς της Παναγίας Οδηγητρίας έμεινε μόνη. Μόνη με αρκετή δυσκολία το πρώτο βράδυ μετά την επέμβαση…
Ξαφνικά χτυπά η πόρτα και μπαίνουν μέσα δύο γιατροί μαύροι.
Της συμπεριφέρονται ευγενικά και συμπαρίστανται στην αγωνία της Ο ένας την κρατά αγκαλιά και ο άλλος με το πτυελοδοχείο και γάζες βοηθούν να περάσει το σημείον της δυσκολίας. Το πρωί φεύγουν οι ιατροί. Μάρτυρες του γεγονότος οι γάζες σε μια γωνιά του δωματίου ευρισκόμενες. Όταν έρχονται τα πνευματικά παιδιά της, η Μητέρα είναι πολύ καλά.
Όταν ζητούν από την προϊσταμένη τα ονόματα των ιατρών, πληροφορούνται ότι ιατροί δεν υπάρχουν στο Νοσοκομείο.
Η Γερόντισσα προσεύχεται δια την λύσιν του προβλήματος και παίρνει την πληροφορία, ότι οι μαύροι ιατροί ήταν το ζεύγος των Αγίων Αναργύρων από την Αιθιοπία.
Το ίδιο βράδυ γινόταν πολύ προσευχή και στο Άγιον Όρος.
Τέτοιες καταστάσεις περνούσε πολλές η Γερόντισσα, δια τούτο ευρίσκετο πάντοτε εις κατάσταση Χάριτος και προσφοράς Αγάπης…
Η γερόντισσα Μακρίνα  της Πορταριας, έκοιμήθη έν όσιότητι, την Κυριακή 4 Ιουνίου 1995.

mikrasia

μοναχή Άννα Γιοβάνογλου η γερόντισσα της Δράμας, η εκ της Πανόρμου Μικράς Ασίας

%ce%b3%ce%b5%cf%81%cf%8c%ce%bd%cf%84%ce%b9%cf%83%cf%83%ce%b1-%ce%ac%ce%bd%ce%bd%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b4%cf%81%ce%ac%ce%bc%ce%b1%cf%82
Η μακαριστή γερόντισσα Άννα Γιοβάνογλου γεννήθηκε το 1903 στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας από ευλαβείς γονείς , τον Ιωάννη και την Δήμητρα. Ήταν πρωτότοκη και είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Στην βάπτιση της δόθηκε το όνομα Αναστασία.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πηγάδια Κυργίων Δράμας. Στα Πηγάδια ο πατέρας της έγινε κτηνοτρόφος. Αυτή ως μεγαλύτερη φρόντιζε για τα μικρότερα αδέλφια της, γιατί και η μητέρα της εργαζόταν.
Προσευχόταν και μερικές νύχτες άκουγε αγγελικές ψαλμωδίες. Διηγείτο: «Ήμασταν εννιά αδέλφια και μόνο κρατούσαμε (τηρούσαμε) του πατέρα μας τον λόγο. Αλλά ήρθε καιρός που να μην τον κρατήσω εγώ, γιατί ήμουν μεγαλύτερη τριάντα χρόνων κοπέλα και ήρθε καιρός να παντρευτώ και τ’ αδέλφια μου όλα μεγάλωσαν και ήταν για παντρειά και μουρμούριζαν (γόγγυζαν) εναντίον μου, πότε θα παντρευτείς; τι θα κάνεις;».
Η ίδια αρεσκόταν να βρίσκεται μόνη στη φύση μαζί τα ζώα, γιατί αυτό της έδινε την ευκαιρία να μένει μόνη με το Θεό και να προσεύχεται. Όταν τύγχανε να βρεθεί σε κάποιο βουνό με εκκλησάκι , άδραχνε την ευκαιρία για πνευματική συζήτηση με τους μοναχούς που περιόδευαν, τα λόγια των οποίων κυριολεκτικά ρουφούσε.
Όταν έφτασε σε ηλικία ικανή ο πατέρας της την πάντρεψε με κάποιο βοσκό που δούλευε κοντά του αλλά αυτός μετά από λίγο καιρό την εγκατέλειψε. Τότε η Άννα πήγε σε μια θεία της στο Δοξάτο και εργαζόταν στα καπνά της περιοχής. Εκεί υπήρχε η εκκλησία του αγίου Μάρκου στην οποία είχε ένα μοναχό με τον οποίο συχνά συνομιλούσε και της είχε δώσει ένα ξύλινο σταυρό , τον οποίο η Άννα ποτέ δεν αποχωρίστηκε. Από το σύντομο γάμο της απέκτησε μια κορούλα, τη Βενετία την οποία μεγάλωσε μόνη της και με τη βοήθεια της αδελφής της.
Η Άννα ήταν αναλφάβητη αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να μαθαίνει το Λόγο του Θεού από την εκκλησία και τα κηρύγματα. Άκουγε επίσης με πολύ ενδιαφέρον τους βίους των αγίων και δεν έχανε ευκαιρία να επαναλαμβάνει όσα άκουγε σε γνωστούς και φίλους. Με τον τρόπο αυτό από τη μια γινόταν απόστολος των θείων μηνυμάτων και από την άλλη αποστήθιζε απ’ έξω όσα άκουγε.
Η Άννα έκανε οικονομίες και έτσι μπόρεσε να πραγματοποιήσει διάφορα ταξίδια που ήθελε όπως στην Παναγία της Τήνου και στα Ιεροσόλυμα. Τα τελευταία επισκέφτηκε για πέντε φορές όπου και εκάρη μοναχή παίρνοντας το όνομά της το 1972. Αυτό έγινε στην ιερά μονή αγίου Γεωργίου Χοζεβά. Μετά από αυτό επέστρεψε στο Δοξάτο και άρχισε να ζει ασκητικά. Ολονύκτιες αγρυπνίες και αδιάλειπτη προσευχή ήταν οι κύριες ασχολίες της , ενώ δεν αποχωριζόταν το κομποσχοίνι ποτέ από τα χέρια της . Ζούσε σε μικρά φτωχικά σπιτάκια που νοίκιαζε και πάντοτε μεριμνούσε να έχει ένα μικρό κήπο που καλλιεργούσε η ίδια. Μάλιστα διατηρούσε εσπεριδοειδή , δένδρα που δεν ευδοκιμούσαν στην περιοχή, λόγω θερμοκρασίας. Αυτά της Άννας όμως έδιναν καρπούς.
Έμενε στο Δοξάτο μόνη της σ’ ένα μικρό και παλαιό κελλάκι, χωρίς φως με μια σομπούλα. Δεν θέλησε να μείνει στο σπίτι της κόρης της αλλά κοντά της, από ευαισθησία για να μην την επιβαρύνη, αλλά και για να έχει την ησυχία της να κάνη τα μοναχικά της καθήκοντα. Το δωμάτιό της ήταν λιτό και στο κρεβάτι της είχε μια μικρή βαλίτσα όπου φύλαγε τα σάβανά της και κάθε μέρα την άνοιγε για να τα βλέπει και έτσι κατάφερε να έχει συνεχή μνεία θανάτου. Συνήθιζε να θυμιατίζει με καρβουνάκια που έφτιαχνε η ίδια από ξυλάκια κληματαριάς. Τα βράδια όταν οι εργάτες των καπνών πήγαιναν δουλειά, η Άννα έβγαινε στο δρόμο και τους θυμιάτιζε. Αυτό όμως προκαλούσε ποικίλες αντιδράσεις, διότι άλλοι την κορόιδευαν για αυτό. Συχνά γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας και εμπαιγμού και για τα ρούχα της που αποτελούνταν από ένα σχισμένο ράσο.
Έκανε το παν για να μην λείψη τίποτε από την κόρη της Βενετία. Δούλευε νύχτα-μέρα διότι επιπλέον βοηθούσε τα αδέλφια της και γηροκόμησε την μητέρα της. Εργαζόταν σκληρά όλη την ημέρα στα χωράφια και τη νύχτα προσευχόταν. Συνήθιζε, με άλλες γυναίκες του χωριού, να συγκεντρώνονται σε κάποιο σπίτι εκ περιτροπής, ενώπιον μιας θαυματουργής εικόνας του Αγίου Γεωργίου, να αγρυπνούν και να προσεύχονται για όλον τον κόσμο. Και η ίδια ξυπνούσε πάντα πρωί για να προσεύχεται, γιατί πίστευε ότι ο Θεός τότε σ’ ακούει καλύτερα. Όταν πιστεύεις και παρακαλάς, ο Θεός δεν σε ξεχνά.
Όποιος την επισκεπτόταν ένιωθε κοντά της χαρά και χάρη. Κερνούσε τους επισκέπτες καφέ, κανένα αυγουλάκι και απαντούσε στις ερωτήσεις τους μεταδίδοντας την χάρη και τα βιώματα της. Τα βαθυγάλαζα μάτια της έλαμπαν και ακτινοβολούσαν από καλωσύνη. Θύμιαζε τις εικόνες στο κελλάκι της, αλλά τη νύχτα έβγαινε στον δρόμο και θύμιαζε τους ανθρώπους που πήγαιναν στα καπνά. Θύμιαζε όλο το Δοξάτο και προσευχόταν για τον κόσμο.
Συμβούλευε: «Να προσεύχεσαι χαράματα και έξω από το σπίτι με τα χέρια στον ουρανό. Τότε σε ακούει ο Θεός, βλέπεις και τους Αγγέλους. Όταν παρακαλάς, να παρακαλάς πρώτα τον Χριστό και έπειτα τους Αγίους, όσους θυμάσαι, όχι μόνον έναν. Και αυτά τα παρακάλια τα παίρνουν οι Άγιοι και τα πάνε στην Παναγία και η Παναγία τα δίνει στον Χριστό. Εγώ μια φορά παρακαλούσα και ξέχασα τον άγιο Θεόδωρο. Εμφανίστηκε, λοιπόν, και μου λέει: «Όλους τους παρακαλάς και μένα με ξέχασες». «Ποιος είσαι», λέω, «δεν σε γνώρισα». «Ο άγιος Θεόδωρος είμαι», λέει. Από τότε κάθε φορά τον παρακαλάω».
Έλεγε με απλότητα στην προσευχή της: «Η αδελφή Άννα σας παρακαλεί: «Άγιε Αλέξιε, άγιε Παντελεήμων»» και μνημόνευε πολλούς Αγίους που είχε σε ευλάβεια, και όσων Αγίων είχε εικονάκια.
Ήταν φυσική η επικοινωνία της Γερόντισσας με τους Αγίους. Δεχόταν απλά και απερίεργα τις εμφανίσεις των Αγίων με πίστη, χωρίς να περνούν λογισμοί κενοδοξίας. Όταν πήγαινε η κόρη της στο κελλάκι της, η Γερόντισσα την απέτρεπε να κάθεται με την πλάτη προς την Ανατολή, γιατί εκεί έβλεπε να στέκεται κάποιος Άγιος και το θεωρούσε ασέβεια. Την συμβούλευε να κάνη πάντα προσευχή πριν από κάθε της έργο για να πετύχη. Στις δυσκολίες έλεγε στην κόρη της: «Μη στενοχωριέσαι. Θα κάνω προσευχή και όταν έρθη η ώρα θα γίνει (ξεπεραστή). Εάν δεν θέλη ο Θεός, δεν γίνεται. Εκείνος ξέρει, ξέρω κι εγώ γιατί δεν γίνεται;».
Κάποια χρονιά, Κυριακή της Ορθοδοξίας, η Γερόντισσα κρατούσε εικόνα στην λιτανεία και έβλεπε τον εικονιζόμενο Άγιο να προπορεύεται.
Η γερόντισσα Άννα είχε τέτοια απλότητα, ώστε δεν της περνούσε λογισμός υπερηφάνειας, διότι τα θεωρούσε όλα φυσικά. Με την μακάρια απλότητα, την ευλάβεια, την καθαρότητα και τον φιλότιμο αγώνα της, αξιώθηκε να έχει πολλές αγιοφάνειες. Είδε τον προφήτη Ηλία και του ασπάσθηκε το χέρι. Τον Τίμιο Πρόδρομο και μάλιστα παρατήρησε το σημάδι της απότομης από το ξίφος στον λαιμό του! Τους Αγίους Θεοδώρους τους έβλεπε συχνά να περνούν τις νύχτες με τα άλογα και τις στολές τους μέσα από το Δοξάτο. Υπάρχει εξωκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων και αυτοί προστατεύουν το χωριό. Είδε και τον άγιο Βασίλειο σε ώρα θείας Λειτουργίας.
Ζήτησε να γνωρίση και το Άγιο Πνεύμα, όπως διηγήθηκε η ίδια. «Είχα απορία, δεν μπορούσα να καταλάβω πως είναι το Άγιο Πνεύμα. Ήθελα να ξέρω όλα τα Άγια». Έκανε προσευχή και το είδε εν είδει περιστεράς.
Κάποτε η Γερόντισσα ηρπάγη στον Παράδεισο, όπως διηγήθηκε η ίδια: «Η Χάρις με πήρε… πηγαίνομε με σ’ ένα δρόμο, καλός ο δρόμος, (περνούσε) μέσα από χωράφια που είχαν και αγκάθια. Μετά ανοίξαμε μια πόρτα και αρχίσαμε να πηγαίνομε σε κήπο. Μπήκαμε μέσα κανά δύο βήματα και άρχισα να βλέπω καλά πράγματα. Είχε πράγματα για φαγώσιμο. Είδα τα μούρα, να τα λιμπίζεσαι. «Να φθάσω ένα μούρο»; «όχι δεν είναι δικά σ'», μου είπε «θα ‘ρθή η ώρα να είναι δικά σ'». Γυρίσαμε πίσω, δεν προχωρήσαμε άλλο μέσα στον Παράδεισο».
«Μια άλλη φορά», διηγήθηκε, «μια καλοσύνη έκανα, αλλά δεν θυμάμαι τι, όμως θυμάμαι με ανέβασε μια και μια στον ουρανό. Ανέβηκα και έβλεπα τους ανθρώπους να περπατάν σαν μυρμήγκια. Πως να κατέβω εγώ από δω; Σκεύομαι, σκεύομαι… μοναχή ήμουν εκεί. Τα πουλιά πετούσαν εκεί κάτ’, τάβλεπα. Ύστερα ήρθε ένας αγέρας δυνατός και εφθάσαμε κάτ’ Αλλά λέω που είμαι τώρα, που να είμαι; Τότε κατάλαβα ότι πατούσα στη γη, ότι είμαι στον κόσμο που γνωρίζω, διότι εκείνον τον κόσμο δεν τον γνωρίζω. Ακόμα θυμούμαι τα πουλιά που ήταν από κάτω μου».
Κάποτε άκουσε μια φωνή που της είπε: «Η αρετή σου περίσσεψε», και ταυτόχρονα αισθάνθηκε και μια χάρι. Η μακάρια και απλούστατη γερόντισσα Άννα ενώ ζούσε την αρετή, δεν ήξερε τι είναι «αρετή» και ρωτούσε κάποιον: «Είχα μια γειτόνισσα στα Κύργια που την έλεγαν Αρετή και πέθανε. Που με θυμήθηκε τώρα μετά από χρόνια και ήρθε στον ύπνο μου;»!
Αν της έδιναν χρήματα, τα έδινε στην Εκκλησία, ενώ τα τρόφιμα τα μοίραζε σε φτωχούς.
%ce%bc%ce%bf%ce%bd%ce%b7-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%bb%ce%b7%cf%88%ce%b5%cf%89%cf%82-%ce%b4%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%b1%cf%82
Η γερόντισσα Άννα επισκεπτόταν και το μοναστήρι της Αναλήψεως στη Σίψα Δράμας. Οι αδελφές την αγαπούσαν και χαίρονταν να την φιλοξενούν. Η σημερινή γερόντισσα Πορφυρία ενθυμείται και σημειώνει για την γερόντισσα Άννα: «Του Αγίου Χαραλάμπους, το 1992, μετά από μια αγρυπνία η γερόντισσα μας Ακυλίνα, μας έστειλε τρεις αδελφές στο Δοξάτο να δούμε την γερόντισσα Άννα και να της πάμε ξύλα και άλλες ευλογίες. Ήταν μια σκηνή από αρχαίο Γεροντικό. Το σπίτι παμπάλαιο, εγκαταλελειμμένο, πάμπτωχο. Η γερόντισσα Άννα κυρτωμένη, αδύνατη, με δύο γαλανά ματάκια που λάμπανε από το φως του Χριστού, μας είπε πολλά: «Για σας που νέα κορίτσια φύγατε από τα σπίτια σας και ζήτε μέσα στα βουνά που είναι το Μοναστήρι σας, που δώσατε την ζωή σας, που είστε παιδιά του θεού και το Άγιο Πνεύμα είναι κρυμμένο μέσα σας, αργότερα με τα χρόνια θα σας φανέρωση ο Θεός τα μυστικά Του». Ήταν τότε αυτός ο λογισμός που πολύ με απασχολούσε, αν δηλ. η μοναχική μου ζωή θα είχε ποτέ καρπούς. Εγώ», μας έλεγε με μία φοβερή απλότητα, «τώρα τα βλέπω αυτά που βλέπω και είμαι τόσο μεγάλη στην ηλικία». Ευωδίαζε ολόκληρη. Μας σταύρωσε μία μία και στην κάθε μία έλεγε χείμαρρο από ευχές που ήταν ότι η κάθε μια είχε ανάγκη. Είπε ότι είχε δει ένα όραμα με τρία κορίτσια. Το ένα λεγόταν νερό, το άλλο φωτιά, το άλλο τιμή. «Η τιμή», είπε, «αν την χάσης δεν την ξαναβρίσκεις, την φωτιά την βρίσκεις, το νερό επίσης».
«Κάποια στιγμή που βρεθήκαμε μόνες, μας λέει ξαφνικά: Εγώ πολλά πέρασα αλλά τα κράτησα μέσα μου και ζυμώθηκαν μέσα μου και γίναν ένα με μένα και το Άγιον Πνεύμα».
-Δηλαδή να μην μιλάμε Γερόντισσα;
-Ε! μοναχούτσικες είσαστε (μοναχούλες δηλαδή). Να μιλάτε και λίγο αλλά να λέτε πάντα τα καλά όχι τα στραβά.
»Όταν είχαμε κάποια μεγάλη δυσκολία, ξαφνικά η γερόντισσα Άννα εμφανιζόταν στο Μοναστήρι μας απροειδοποίητα. Σκυφτή, γαλήνια, με τα γαλανά ματάκια της γεμάτα αγάπη. Στήριζε τις αδελφές, φερόταν με απέραντο σεβασμό στην Γερόντισσα μας , καθόταν δυό-τρεις μέρες και έφευγε πάλι. Τις νύχτες την άκουγαν οι αδελφές από τα γειτονικά κελλιά να σηκώνεται και να προσεύχεται με δοξολογία, ευχαριστία, δάκρυα, γεμάτη θείο έρωτα. Έμπαιναν στο κελλί της και ούτε τις καταλάβαινε. Έλεγε ότι τα δάκρυα της προσευχής να μην τα σκουπίζουμε με μαντήλια αλλά με την φούντα από το κομποσχοίνι, διότι τα δάκρυα αυτά είναι ιερά.
»Ένα πρωινό, (τότε τις καθημερινές Ακολουθίες τις κάναμε στην Ανάληψη), όταν έφθασε η ώρα που προσκυνάμε τις εικόνες, η γερόντισσα Άννα έτυχε να στέκεται δίπλα μου. Την βάζαμε να χαιρετά μετά την Γερόντισσα και ουδέποτε και για τίποτε δεν είχε φέρει αντίρρηση. Εκείνο το πρωί την έβλεπα να μην κουνιέται. Της λέω σιγά: «Πάτε να προσκυνήσετε». Μου έκανε εντύπωση που δεν μου έδωσε σημασία. Της το ξαναείπα. Όλες οι αδελφές την περίμεναν. Μ’ έπιασε αγωνία και την σκούντησα ελαφρά. Ντρεπόμουν κι όλας, ήμουν η τελευταία στην σειρά ρασοφόρα και την σεβόμουνα πολύ. Η Γερόντισσα άγαλμα. Δεν κουνιόταν. Οι αδελφές πήγαν στην σειρά τους καί χαιρέτησαν. Τελείωσε η πρώτη ώρα, πήραμε ευχή και φύγαμε. Η γερόντισσα Άννα μετά την πρωινή τράπεζα ζήτησε να μιλήση στην Γερόντισσα μας. Της είπε λοιπόν ότι εκεί δίπλα της στο παγκάρι της Αναλήψεως ανάμεσα μας στεκόταν ο γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης και αυτή από το δέος δεν κουνιόταν. «Με σκουντούσαν», είπε, «με έλεγαν να πάω να προσκυνήσω. Καλά, δεν βλέπανε τον Γέροντα»;».
Και άλλη αδελφή σημειώνει: «Το έτος 1994 ήταν η χρονιά που για πρώτη φορά επισκέφθηκε και φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι μας η γερόντισσα Άννα. Η χάρις ήταν διάχυτη στο πρόσωπο της, χαρίζοντας στην όλη μορφή της μια μυστηριώδη γλυκύτητα που είλκυε τον κάθε πνευματικό άνθρωπο προς αυτήν. Αυτή η γλυκύτητα της, προξένησε και σ’ εμένα την επιθυμία να την πλησιάσω και να συνομιλήσω μαζί της με πνεύμα μαθητείας στα όσα θα είχε τυχόν να με διδάξη. Η γερόντισσα Άννα ήταν πολύ γνωστή και είχε φήμη αγίας γυναικός, αλλά παρόλ’ αυτά δεν έτυχε ποτέ να φθάση κάτι στ’ αυτιά μου γι’ αυτήν, γι’ αυτό και την πλησίασα, έχοντας το μυαλό μου καθαρό και ανεπηρέαστο από εντυπώσεις τρίτων. Έσκυψα, πήρα ταπεινά την ευχή της και σηκώνοντας το κεφάλι μου συγκλονίστηκα ολόκληρη, καθώς το βλέμμα έπεσε στα βαθυγάλανά της μάτια που με διαπερνούσαν ολόκληρη και βυθίζονταν στο είναι μου. Πνευματική ακτινογραφία, σκέφτηκα.
»Το όλο της παρουσιαστικό θύμιζε παλαιά ασκήτρια. Ένα μικρό άνθος της ερήμου. Τα φτωχικά της μοναχικά ενδύματα, το εξαϋλωμένο της παρουσιαστικό από τις αέναες νυχθήμερες προσευχές της, Τα βαθουλωμένα της μάτια, σου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι βρισκόσουν μπροστά σε μια ασκήτρια του όρους της Νιτρίας. Προπαντός δε η ασκητική ευωδία που ανέπεμπε στην όλη ατμόσφαιρα γύρω της. Ακόμη θυμάμαι το ξεθωριασμένο από την πολυκαιρία κομποσχοίνι της που έφερνε ατέλειωτους γύρους στα ροζιασμένα της δάκτυλα, λέγοντας την αγαπημένη της μονολόγιστη ευχή.
»Στην Εκκλησία ήταν πάντοτε όρθια, σπανίως θα καθόταν, και αυτό μόνο αν η δική μας Γερόντισσα ήταν καθιστή. Όταν δε η ακολουθία ετελείτο στο μικρό εκκλησάκι του γέροντος Γεωργίου Καρσλίδη, την Ανάληψη, την βλέπαμε, αν ήταν καθιστή να πετάγεται πάνω, ή όταν ήταν όρθια, να μένη αποσβολωμένη και να κοιτάη με επιμονή προς μια κατεύθυνση. Κατόπιν, γύριζε έκπληκτη προς εμάς και μας ρωτούσε με απορία: «Καλά, εσείς δεν είδατε τον Γέροντα; Τόση ώρα βρισκόταν ανάμεσα σας και σας κοίταζε!». Τέτοια καθαρότητα είχαν τα μάτια της ψυχής της ώστε έβλεπαν τους ουράνιους επισκέπτες. Αυτή όμως δεν μπορούσε να το συνειδητοποίηση αυτό λόγω της μεγάλης της απλότητας.
»Η γερόντισσα Άννα φιλοξενούμενη στο μοναστήρι μας, διέμενε πλησίον στο νάΐδριο του Γέροντα. Πολλές φορές τα πρωινά μας έλεγε με θαυμασμό: «Πω, πω! τί αγρυπνία ήταν αυτή που είχατε απόψε! Μα τι ψαλμωδίες ήταν αυτές!». Και πάλι στις δικές μας αντιρρήσεις ότι δεν είχαμε αγρυπνία εκείνο το βράδυ, αδυνατούσε να συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν ανθρώπινες ψαλμωδίες εκείνες που άκουσε.
Το φτωχικό κελλάκι της γερόντισσας Άννας συγκέντρωνε πολλούς πονεμένους και διψασμένους πνευματικά ανθρώπους και αυτή η ευλογημένη μετέδιδε παρηγοριά και ειρήνη. Ανάλογα με τις πνευματικές ανάγκες του καθενός, συμβούλευε απλά και πρακτικά από την πείρα και την Χάρι που είχε:
«Να πας (για προσκύνημα) στα Ιεροσόλυμα, εκεί είναι όλοι οι Άγιοί μας».
«Πρέπει να τυραννήσης την ψυχή σου για να σε ακούση ο Θεός».
«Σ’ αυτή την ζωή είμαστε προσωρινοί. Ήρθαμε και φεύγομε. Μόνο τα βουνά μένουν στην θέση τους».
«Όταν παρακαλήτε την Παναγία για κάτι, θέλει να σας ακούση αλλά θέλει και την δική σας υπομονή και θέληση. Να βαστάζετε Τετάρτη και Παρασκευή νηστεία. Γενικά την θέλει η Παναγία τη νηστεία. Χαίρεται και μπορεί να μεσιτεύση στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν».
«Οποιαδήποτε στενοχώρια να την σηκώνουμε με υπομονή. Δεν θα μαραίνουμε την ψυχή μας, κακό λόγο δεν θα πούμε, ούτε στον Θεό ούτε σε κείνον που προξενεί την στενοχώρια. Θα την κρατούμε σαν δικό μας βίο (βίωμα). Για μας ήρθε, ο Θεός θα την πάρει και θα φέρει καλύτερα. Και να παραπονεθούμε και να στενοχωρηθούμε, θα το βάλουμε στον τόπο του (θα το διορθώσουμε); Εμείς και να στενοχωριώμαστε και να σφιγγώμαστε χαλνάμε (ζημιώνουμε) τον εαυτό μας. Εμείς θα κάνουμε το ανθρώπινο και τάλλα στον Θεό. Η υπομονή άκρα (όρια) δεν έχει».
«Όλα τα δοκίμασα, μόνο η υπομονή με βοήθησε. Δόξα τω Θεώ».
«Ότι θέλετε δεν μπορείτε να το ζητήσετε από τον Θεό, άμα δεν κρατάτε τις νηστείες και την δικαιοσύνη. Ελεημοσύνες όσο μπορείτε να δίνετε. Που τα-χουμε όλα, να δοξάζουμε τον Θεό. «Δόξα τω Θεώ», να το λέμε. Γιατί θυμάσαι και το χαίρεσαι. Εκείνη την χαρά την αναλαβαίνει ο Θεός».
«Να παρακαλάμε πρώτα τον Χριστό, υστέρα Αγγέλους, Αγίους. Όσους βάλεις στο μυαλό σου, όποιους θέλεις. Όχι μόνο κάποιον συγκεκριμένον. Γιατί όλοι προσπαθούν για μας. Και τη νύχτα κι όλας. Τη νύχτα όπως και μείς προσευχώμαστε και κείνοι τα παίρνουν εκείνα και τα πηγαίνουν στην Παναγία και η Παναγία τα πηγαίνει στον Χριστό».
«Όσο προσπαθούμε και μας έρχεται η ευλάβεια, θέλουμε πιο πολύ να δυσκολευτούμε. Και (για) κείνο μας δοκιμάζει ο Θεός. Λίγο να δη, θα μπορούμε να το βαστάξουμε; Θα κάνουμε υπομονή. Και καλό να είναι θα το βαστάξουμε και κακό να είναι θα το βαστάξουμε. Γιατί όλα ο Θεός εδώ τα έδωσε».
«Την τιμή (σήμερα) που να την βρούμε; Έφυγε, πέταξε, δεν υπάρχει. Η τιμή που είναι στον άνθρωπο στολίδι και στην ζωή του και στον θάνατο. Και που θα πεθάνουμε θα μας ζητήσουν την τιμή μας».
«Καμιά φορά με έρχεται μια στενοχώρια χωρίς να θέλω. Όμως δεν απελπίζομαι. Ας έρθει και αυτή. Ο καιρός τα φέρνει, ο καιρός τα παίρνει. Να τα περάσουμε όλα, διότι είμαστε υποχρεωμένοι στον Θεό. Ο Θεός όπως τα δίνει, θα τα πάρει. Και άλλο καλύτερο δεν έχουμε από την υπομονή. Μην απελπιζόμαστε. Όσο περισσότερο βαστήξει, τόσο περισσότερη χαρά θα έχουμε».
«Να κρατάς τόσο πολύ τον εαυτό σου (το νου σου) στην ψυχή σου (συγκεντρωμένο), μην την βάζεις την λογική μέσα, να φέρεις (σκέφτεσαι) άγια πράγματα, και να σκέφτεσαι ποιος Άγιος θα σε βοηθήσει. Ότι και να κάνης, Άγιοι θα σε εξυπηρετήσουν».
Σε πολλούς νέους έδινε την ευχή της να παντρευτούν και είχαν ευτυχισμένο γάμο. Σε άλλους προέλεγε την γέννηση των παιδιών τους και μάλιστα έλεγε πόσα θα είναι.
Μερικές φορές, ενώ προσευχόταν στο κελλί της και χτυπούσε κάποιος την πόρτα, αυτή τον καλωσόριζε με το όνομα του πριν να τον δει. Βάδιζε στους δρόμους της Δράμας, και ενώ περνούσαν πολλά αυτοκίνητα, αυτή, χωρίς να παρατηρεό τα αυτοκίνητα, φώναζε κάποιον γνωστό της και τον χαιρετούσε από μακρυά, ενώ ήταν μέσα σε αυτοκίνητο. Ανθρωπίνως δεν ήταν δυνατόν ούτε το αυτοκίνητο να ξεχωρίση, αλλά αυτή τα έβλεπε διαφορετικά και διέκρινε ακόμη και τα γνωστά της πρόσωπα από μακρυά.
Κάποια που την γνώρισε μαρτυρεί: «Όταν γνώρισα την γερόντισσα Άννα, ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων. Την ένιωσα όχι σαν ηλικιωμένη αλλά σαν μικρό απίστευτα χαρούμενο παιδάκι. Ήταν ανάλαφρη και αθώα, και ο χρόνος θαρρείς πως δεν την είχε αγγίξει. Ήταν το ομορφότερο και γλυκύτερο πρόσωπο που είχα δει στην ζωή μου. Αναπαύομαι και αισθάνομαι παρηγοριά ακόμη και τώρα, όταν μόνο σκέφτωμαι την γλυκύτητα και την χάρη του προσώπου της γερόντισσας Άννας».
Η Άννα απέκτησε από τον Κύριό μας το προορατικό χάρισμα και συχνά την επισκέπτονταν μοναχοί από το Άγιο Όρος για να πάρουν την ευχή της ή και να συνομιλήσουν μαζί της. Όταν πήγαιναν μοναχοί στο σπίτι μιας φίλης της, της κυρίας Τουμπαλίδου, η Άννα χωρίς να την ειδοποιήσει κάποιος έτρεχε να τους συναντήσει. Ο πατήρ Γρηγόριος από το ιερό κελλί Ιωάννη του Θεολόγου σύστησε να την επισκέπτονται και να παίρνουν την ευχή της για ψυχική ωφέλεια. Χαρακτηριστικά έλεγε «τα λόγια της είναι Άρτος». Επίσης ο Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης έλεγε σε επισκέπτες του να πάνε στο Δοξάτο να πάρουν την ευχή της Άννας. Έλεγε: «η προσευχή της είναι πάνω από τη δική μου». Επισκέψεις δεχόταν επίσης και από άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως καθηγητές πανεπιστημίων και επιστήμονες από τη γύρω περιοχή. Όλοι αυτοί μετέβαιναν να συνομιλήσουν μαζί της και να πάρουν συμβουλές και νουθεσίες.
Η Άννα δε δεχόταν ποτέ να την μεταφέρουν με αυτοκίνητο έστω και αν έπρεπε να διανύσει μεγάλες αποστάσεις. Αυτό το έκανε αφενός για άσκηση και αφετέρου για να αποφεύγει την πολλή συνάφεια με τον κόσμο.
Κατά τις τελευταίες επίγειες στιγμές της, επικαλείτο όλους τους γνωστούς της αγίους και ιδιαίτερα τον άγιο Αλέξιο που τον είχε σε ξεχωριστή ευλάβεια. Εκοιμήθη το έτος 1998 σε ηλικία 95 ετών.
Διαβάστε επίσης :
Η Μικρασιάτισσα Γερόντισσα Τιμοθέη Χριστοδούλου
Άγιος Γεώργιος Τροπαιοφόρος: ο μεγαλομάρτυς των Μικρασιατών
Του Μικρασιάτη γέροντα Παϊσίου
πηγές:
ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. 2015
ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ, ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ, έκδοση της Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ ΠΟΡΤΑΡΙΑ ΒΟΛΟΥ,  2013
http://www.hristospanagia.gr/?p=8091#more-8091
«Ασκητές μέσα στον κόσμο». Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής, 2008.
http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr/2012/10/blog-post_7.html
“Εμπαίζοντες «Ημείς μωροί δια Χριστόν»” Ίκαρος Πετρίδης Εκδόσεις: ΜΟΡΦΗ εκδοθήτω Αθήνα Μάρτιος 2008