Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Το παράλυτο και κωφαλάλο παιδί έγινε αμέσως καλά!



site analysis


Στο μοναστήρι που βρισκόταν η οσία Ευπραξία, υπήρχε η εξής συνήθεια. Αυτοί που κατοικούσαν γύρω από αυτό έφερναν τα άρρωστα παιδιά του και μετά, οι μεγαλύτερες από τις μοναχές, τα πήγαιναν στην εκκλησία κάνοντας προσευχή γι αυτά, και έτσι θεραπεύονταν.
Μια γυναίκα που είχε ένα  παράλυτο και κωφάλλαλο παιδί οκτώ χρονών, το πήγε κι αυτή, κουβαλώντας το σχεδόν σαν ένα άψυχο φορτίο. Η θυρωρός, όταν είδε τι έχει το παιδί, το ανήγγειλε στην ηγουμένη.
Και αυτή είπε στην Ευπραξία:
– Πήγαινε να πάρεις το παιδί και να το πας στην εκκλησία.
Η Ευπραξία πήγε, και όταν είδε το παιδί σχεδόν ακίνητο και αναίσθητο, το ευσπλαχνίστηκε και αφού το αγκάλιασε του είπε:
– Ο Θεός ο οποίος σε δημιούργησε μακάρι να σε θεραπεύσει.
Και τότε αμέσως, μετά τα λόγια αυτά, το παιδί άρχισε να φωνάζει και να καλεί την μητέρα του.
Όταν το άκουσε αυτό η ηγουμένη κάλεσε την μητέρα του παιδιού και της είπε:
– Αδελφή, ήλθες εδώ για να μας πειράξεις;
Αυτή όμως ορκιζόταν, πως το παιδί ήταν εκ γενετής παράλυτο και κωφάλο, και ποτέ του δεν περπάτησε, δεν άκουσε και δεν μίλησε μέχρι τη στιγμή που το πήρε στα χέρια της η μοναχή Ευπραξία και το πήγε στον ναό.
Τότε η ηγουμένη της είπε:
– Ορίστε λοιπόν, έχεις το παιδί σου υγιές. Πάρ’ το και να ευχαριστείς τον Θεό.
Έτσι, όλοι ομολογούσαν πως η Ευπραξία ήταν θεοφιλής.
Διασκευή από τον Μέγα Συναξαριστή της Εκκλησίας, τόμος Ζ’, μήνας Ιούλιος.

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Αγία Θεοδότη και τα τρία παιδιά της



site analysis





AgiaTheodoti01Εορτάζει στις 29 Ιουλίου εκάστου έτους.
Θεώ δοτήν τίθησι την Θεοδότην.
Το πυρ καμίνου συν τρισί τέκνοις φίλοις.
Βιογραφία
Η Αγία Θεοδότη ήταν από τη Νίκαια και διακρινόταν για τη θερμότητα της ευσέβειας της. Έμεινε χήρα και αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τριών παιδιών της, χωρίς να δώσει καμιά προσοχή στις προτάσεις δεύτερου γάμου. Με τη φιλόστοργη φροντίδα της, μεγάλωσαν οι γιοι της και αναδείχτηκαν παιδιά πιστά και με μεγάλη φρόνηση. Τα χρόνια όμως εκείνα, ήταν δύσκολα και επικίνδυνα. Η εικονομαχία ήταν στο αποκορύφωμα της. Η αγία Θεοδότη με τους γιους της, ήταν στην πρώτη τάξη των υπερμάχων αθλητών της Ορθοδοξίας. Εκείνη μεταξύ του γυναικείου κόσμου, αυτοί μεταξύ των συνομηλίκων τους, συμβούλευαν και διήγειραν κατά των άσεβων προσταγμάτων των εικονομάχων βασιλέων. Το καθήκον αυτό, έφερε μητέρα και γιους στο μαρτύριο, που το υπέστησαν με αξιοθαύμαστη καρτερία. Έτσι όλοι μαζί, πήραν τα αθάνατα στεφάνια, που παρέχει στους καλούς αθλητές ο αγωνοθέτης Θεός. Ναό στην Αγία Θεοδότη έκτισε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός. (Η μνήμη της Αγίας Θεοδότης και των τριών παιδιών της επαναλαμβάνεται και την 22α Δεκεμβρίου με διαφορετικά βιογραφικά στοιχεία τα οποία όμως μοιάζουν με τα βιογραφικά στοιχεία που υπάρχουν στον ιστοχώρο της Εκκλησίας της Ελλάδος για την 29η Ιουλίου).
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ὡς δῶρον ἐκλεκτόν, Θεοδότη θεόφρον, προσήγαγες Θεῶ, τοὺς ἐνθέους βλαστούς σου, σὺν τούτοις γὰρ ἠγώνισαι, ἱερῶς ἐναθλήσασα, μεθ’ ὧν πρέσβευε, ὑπὲρ ἠμῶν τῷ Κυρίῳ, δοῦναι ἄφεσιν, ἁμαρτιῶν ἠμὶν πάσι, καὶ βίου διόρθωσιν.
Οπτικοακουστικό Υλικό

Ακούστε το απολυτίκιο!
Πηγή:  saint.gr

Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου (28 Ιουλίου)



site analysis



.
«Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ρημάτων καὶ μὴ  πιστεύσῃ,  ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον,  ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον». Κατά Ιωάννην (ιβ: 47)
***
Η οσία Ειρήνη καταγόταν από την Καππαδοκία, ήταν κόρη ωραία και ενάρετη, από οικογένεια ευγενών και ενώ είχε επιλεγεί για σύζυγος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’, έγινε μοναχή στη μονή Χρυσοβαλάντου στην Κωνσταντινούπολη.
Έκανε μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και θαύματα, ενώ η παράδοση λέει ότι ανέβλυσε μύρο από τα λείψανά της. Η σημερινή μονή της στη Λυκόβρυση Αττικής, ιδρύθηκε το 1930 κατόπιν υποδείξεως της ιδίας και εκεί βρίσκεται θαυματουργική εικόνα της, με την Οσία συνδέονται πολλά θαύματα, κυρίως σε προβλήματα γονιμότητας, όπως μαρτυρούν και τα παιδιά που φέρνουν το χαρακτηριστικό όνομα «Χρυσοβαλάντης» (εορτάζει 28 Ιουλίου).
Γέννηση και καταγωγή
Στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Θεόφιλος και σύζυγός του η εικονολάτρισσα Θεοδώρα, όταν η περίοδος της Εικονομαχίας, που για περισσότερο από 100 χρόνια ταλάνισε την αυτοκρατορία, βρισκόταν στην τελευταία φάση της, στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, γεννήθηκε και έζησε την πρώτη της νεότητα η οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου.
Πατέρας της οσίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυο κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη. Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825 μ.Χ. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δύο κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.
Η Ειρήνη υποψήφια σύζυγος του αυτοκράτορα
Την άνοιξη του 839 μ.Χ., ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό καίσαρα Βάρδα, αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού του.
Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πια και επίτροπος του γιου της Μιχαήλ Γ΄, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι’ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη).
Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιο της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της. Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν 15 χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία.
Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη: η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.
Η Ειρήνη και οι συνοδοί της έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ένα ανοιξιάτικο πρωινό, για να πληροφορηθούν εκεί ότι μόλις πριν λίγες μέρες είχαν τελεστεί οι γάμοι του αυτοκράτορα με την Ευδοκία τη Δεκαπολίτισσα. Ο πατέρας της, η αδερφή της, ο θείος της με δυσκολία έκρυβαν την απογοήτευσή τους. Η Ειρήνη αντίθετα αισθανόταν αγαλλίαση για την τροπή των γεγονότων και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.
Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο Φιλάρετος γνώρισε σε μια αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιο του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Οι δύο πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους. Η Ειρήνη όμως, όταν ο πατέρας της ανακοίνωσε τους προαποφασισμένους αρραβώνες της, τον πληροφόρησε για την αμετάκλητη απόφασή της να λάβει το μοναχικό σχήμα. Ακολούθησε έντονη συναισθηματική σύγκρουση πατέρα και κόρης, έπειτα από την οποία η ευαίσθητη Ειρήνη ασθένησε σοβαρά και κινδύνεψε ακόμη και η ζωή της. Όταν η υγεία της αποκαταστάθηκε, ο πατρίκιος Φιλάρετος, συνειδητοποιώντας ότι η Ειρήνη είχε λάβει μια απόφαση ζωής, την οδήγησε ο ίδιος στη γυναικεία κοινοβιακή μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ & Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.
Μοναχή και Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου
Στη μονή αυτή, σε ηλικία περίπου 15 ετών, η Ειρήνη εκάρη μοναχή και έξι χρόνια αργότερα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου. Οι συναξαριστές αναφέρουν πολλά θαύματα τα οποία επιτέλεσε η Ειρήνη ως Ηγουμένη, τρία όμως από αυτά θεωρήθηκαν ιδιαίτερα σημαντικά, ώστε επηρέασαν άμεσα την ορθόδοξη αγιογραφία.
Ο άγγελος-οδηγός
Η Ειρήνη έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων και τις εξομολογούσε, ενώ πολλές φορές πήγαιναν και λαϊκοί να την επισκεφθούν και να ζητήσουν την καθοδήγησή της. Η Ειρήνη ζήτησε στην προσευχή της το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του.
Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το ποιμαντικό έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ’ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν δια μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σου αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές».
Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαϊκοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν συνεχώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν.
Τα λυγισμένα κυπαρίσσια και η αιώρηση της αγίας
Το δεύτερο θαύμα, η συναξαριστική παράδοση μας το μεταφέρει ως εξής: Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της και προσευχόταν. Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δύο πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος.
Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυο κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.
Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δουν και εκείνες το θαύμα της Ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη.
Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πώς μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της.
Τα θεόσταλτα μήλα
Κάποια χρονιά, ξημερώνοντας η γιορτή του μεγάλου Βασιλείου και μετά την τέλεση του εσπερινού, η αγία ξαγρυπνούσε προσευχόμενη. Πλησίαζε η ώρα του όρθρου και τότε η Ειρήνη ακούει κάποια φωνή να της λέει: «Υποδέξου το ναυτικό που σου φέρνει τα εσπεριδοειδή και φάε να ευφρανθεί η ψυχή σου». Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, η αγία λέει στην πορτάρισσα να ανοίξει την πόρτα της μονής και να οδηγήσει τον άνθρωπο που περιμένει εκεί στον ξενώνα, όπου θα πήγαινε και η ίδια να τον συναντήσει. Πράγματι, η οσία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος
. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πεις: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.
Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του. Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυΐα της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της. Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμη» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να εγκαταλείψει τα επίγεια.
Η οσιακή της κοίμηση
Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία.
Τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης (το πιστεύω), κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια:
«Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σου μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελευταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασε το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».
Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με ευλαβική σιωπή, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η οσία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων.
Η οσιακή της κοίμηση διαδόθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου.
Η οσία Ειρήνη στην αγιογραφία
Στην ορθόδοξη αγιογραφία, η αγία απεικονίζεται με το ένδυμα της ηγουμένης, να κρατάει στο δεξί χέρι της τα τρία θεόσταλτα μήλα. Ο άγγελος, ο οποίος την βοηθούσε στο δύσκολο έργο της σωτηρίας των ψυχών, στέκεται μπροστά της κρατώντας ειλητάριο με τμήμα του χαιρετισμού που της απηύθυνε («Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη…»). Ειλητάριο κρατεί και η αγία στο αριστερό της χέρι, το οποίο αναγράφει παραινέσεις της οσίας (συνήθως, διαβάζεται η φράση: «Φως μοναχών, άγγελοι φως κοσμικών, μοναχοί…»). Δίπλα στην αγία, αγιογραφείται το κυπαρίσσι που λύγιζε, όταν εκείνη προσευχόταν με δεμένο το λευκό πανί στην κορυφή του, ενώ στο βάθος φαίνεται η μονή του Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σε μια από τις θύρες της μονής, απεικονίζεται η καλόγρια που είδε την αγία να αιωρείται προσευχόμενη.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της οσίας Ειρήνης, της ηγουμένης της μονής Χρυσοβαλάντου, στις 28 Ιουλίου.
.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Ο Ἀγιος Κοσμάς ο Αιτωλός γιά τήν Αγία Παρασκευή



site analysis



Εἰκόνα τοῦ «Ῥωμαίικου Ὁδοιπορικοῦ»

«Νὰ εἰποῦμεν καὶ διὰ τὴν καλὴν γῆν. Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦτο δώδεκα χρονῶν κόρη ἀπὸ γένος εὐγενικόν. Μείνασα ὀρφανὴ ἐμοίρασεν ὅλην της τὴν περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ αὐτὰ ἠγόρασεν τὸν παράδεισον. Καὶ μετεχειρίζετο ὡς φτιασίδια τὰ δάκρυα, ἐνθυμουμένη τὰς ἁμαρτίας της.
Ὡς σκουλαρίκια εἶχε τὰ ὦτα της ἀνοικτὰ διὰ ν᾿ ἀκούη τὰς Ἁγίας Γραφάς.

Ὡς κορδόνι εἶχε τὰς πολλὰς νηστείας, ὁποὺ ἔκαμνον τὸν λαιμόν της καὶ ἔλαμπεν ὡς ἥλιος.
Ὡς δακτυλίδια τοὺς κόμβους τῶν δακτύλων της ἀπὸ τὰς πολλὰς μετανοίας ὁποὺ ἔκαμνεν.
Ὡς χρυσοῦν ζωνάριον τὴν παρθενίαν ὁποὺ ἐφύλαξεν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν.
Ὡς φόρεμα τὴν ἐντροπὴν ὁποὺ εἶχε εἰς τὸν ἑαυτόν της καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὁποὺ τὴν ἐσκέπαζεν.
Ἔτσι ἐστολίζετο ἡ Ἁγία. Ἀνίσως καὶ εἶναι κανένα κορίτσι καὶ θέλη νὰ στολίζεται, ἂς στοχασθῆ τί ἔκαμνεν ἡ Ἁγία, νὰ κάμνη καὶ ἐκείνη, ἂν θέλη νὰ σωθῆ. Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφώτατη. Καὶ διὰ τὴν καθαρότητά της τὴν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμνε καὶ θαύματα. Ἰάτρευε τυφλούς, κωφούς· ἀνέστηνε νεκρούς.
Δυὸ Ἑβραῖοι, τέκνα τοῦ διαβόλου, βλέποντες τὴν Ἁγίαν νὰ κάμνη θαύματα, τὴν ἐφθόνησαν καὶ τὴν διέβαλον εἰς τὸν βασιλέα Ἀντωνίνον ὡς χριστιανήν. Τὴν κράζει λοιπὸν ὁ βασιλεὺς καὶ τῆς λέγει:
Ν᾿ ἀρνηθῆς τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήσης τοὺς θεούς, νὰ τὴν κάμνη βασίλισσαν.
Λέγει του ἡ Ἁγία:
Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνόητη ὡσὰν ἐσένα, νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν διάβολον· ν᾿ ἀφήσω τὴν ζωὴν καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν θάνατον. Ἄμποτε νὰ ἄφηνες καὶ σὺ τὸ σκότος καὶ νὰ ἤρχεσο εἰς τὸ φῶς.
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ἕνα κορίτσι νὰ ὁμιλῆ μὲ τοιαύτην παρρησίαν ἐμπρὸς εἰς ἕνα βασιλέα; Ὅστις ἔχει τὸν Χριστὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, δὲν φοβεῖται ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως θέλωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ μὴ φοβούμεθα μήτε ἀνθρώπους μήτε δαίμονας, νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν μας.
Λέγει ὁ βασιλεὺς τῆς Ἁγίας:
Σοῦ δίδω τρεῖς ἡμέρες διορίαν· ἂν δὲν μοῦ ὑπακούσῃς, θὰ σὲ θανατώσω.
Λέγει του ἡ ἁγία:
Βασιλεῦ, ἐκεῖνο ὁποὺ θέλεις νὰ κάμης εἰς τρεῖς ἡμέρας, κᾶμε τὸ τώρα, διότι ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου.
Τότε προστάζει ὁ βασιλεὺς καὶ ἄναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊὰν καὶ βάνουν ἕνα καζάνι γεμάτο πίσσαν καὶ θειάφι καὶ βράζει καλά. Βλέπουσα ἡ Ἁγία τὸ καζάνι ἐχαίρετο, ὅτι ἔμελλε ν᾿ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον καὶ νὰ ὑπάγη εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον.
Προστάζει ὁ βασιλεὺς νὰ βάλουν τὴν ἁγίαν εἰς τὸ καζάνι διὰ νὰ καῆ. Ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ ἐμβαίνει μέσα. Περιμένει δυὸ – τρεῖς ὥρας ὁ βασιλεὺς καὶ βλέπων ὁποὺ δὲν καίεται ἡ Ἁγία τῆς λέγει:
Παρασκευὴ διατὶ δὲν καίεσαι; Λέγει του ἡ Ἁγία: Διότι ὁ Χριστὸς ἐδρόσισε τὸ νερὸ καὶ δὲν καίομαι.
Λέγει της ὁ βασιλεύς: -Ράντισόν με καὶ ἐμὲ διὰ νὰ ἴδω, καίει;
Ἐπῆρεν ἡ Ἁγία μὲ τὰς δυό της χείρας καὶ τοῦ ρίπτει εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εὐθύς, ὢ τοῦ θαύματος! ἐτυφλώθη καὶ ἐγδάρθη τὸ πρόσωπόν του.
Φωνάζει ὁ βασιλεύς:
Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ εἰς αὐτὸν πιστεύω καὶ ἐγώ· καὶ ἔβγα νὰ μὲ βαπτίσῃς.
Ἐβγῆκεν ἡ Ἁγία καὶ τὸν ἐβάπτισε μὲ ὅλον του τὸ βασίλειον. Ἔπειτα τὴν ἀπεκεφάλισεν ἄλλος βασιλεὺς καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε.
Αὐτὴ ἡ Ἁγία ἔκαμε τὰ ἑκατὸν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου». (Διδαχή Β΄)

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ



site analysis




Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ

Δέσποτα, Κύριε Παντοκράτωρ,
ο κτίστης και δημιουργός πάσης κτίσεως,
ο ελθών εις αναζήτησιν της σωτηρίας ημών,
δέξαι το πνεύμα μου και επάκουσόν μου, Κύριε ο Θεός μου,
και δος τοις μνημονεύουσιν του ονόματός μου
ειρηνικήν βιοτήν και άφεσιν αμαρτιών.

Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των Αγίων μας, αυτών που ζουν στη θριαμβεύουσα Εκκλησία των ουρανών και αυτών που κινούνται ανάμεσά μας στη στρατευομένη Εκκλησία της γης, είναι η προσευχή. 

Έζησαν, τράφηκαν και έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την προσευχή. Ό,τι ήταν η αναπνοή για το σώμα τους ήταν συγχρόνως και η προσευχή για την ψυχή τους. Γι’ αυτό και τη ζωή τους τη σφράγιζαν πάντοτε με την προσευχή.

Αυτό βλέπουμε και στη ζωή της Αγίας Παρασκευής. Ολόκληρη η ζωή της ήταν μια προσευχή και το μαρτυρικό τέλος της το σφραγίζει πάλι με προσευχή. Προσεύχεται στον Δημιουργό, στον Παντοκράτορα Κύριο να δεχθεί το πνεύμα της: «Δέξαι το πνεύμα μου». Αυτό μας θυμίζει την κραυγή του Χριστού πάνω στο σταυρό «πάτερ εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου».

Η Αγία όμως σ’ αυτή τη σύντομη προσευχή της, που σε άλλα μαρτυρολόγια είναι πιο εκτενής, παρακαλεί το Χριστό και για εκείνους που θα ζητούν την πρεσβεία της και τη μεσιτεία της. 

Είναι οι αδελφοί της.

Είναι οι οικείοι της πίστεως.

Είναι οι φίλοι του Χριστού και δικοί της φίλοι.

Είναι εκείνοι που θα τιμούν τη μνήμη της και θα θυμούνται το μαρτύριό της.

Γι’ αυτούς προσεύχεται ώστε ο Θεός να τους χαρίζει πάντοτε ειρηνική ζωή και άφεση αμαρτιών.

Μήπως αυτό δεν έκανε και ο Άγιος Ιερομάρτυς Χαράλαμπος, ο οποίος στην προσευχή του ζητούσε από το Θεό, «όταν οι άνθρωποι θα τιμούν τη μνήμη του και θα θυμούνται το μαρτύριο του να έχουν τη ευλογία του Θεού και να απαλλάσσονται από κάθε ασθένεια»;

Μήπως αυτό δεν έγινε και στη ζωή ενός νεοφανούς Αγίου του Αγίου Ανδρονίκου του Περμ, που μαρτύρησε στο διωγμό στη Ρωσία το 1918 και ο οποίος ζήτησε για λίγα λεπτά να προσευχηθεί και αφού ευλόγησε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, ξάπλωσε μέσα στον τάφο που ο ίδιος έσκαψε και δέχθηκε εν συνεχεία τα πυρά των δημίων του.

Και αυτή η προσευχή των Αγίων μας ήταν γι’ αυτούς ένα όπλο ακαταμάχητο, όπως θα την χαρακτηρίσει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.Όπλο, που δεν απέκρουε έναν και μεμονωμένο αντίπαλο αλλά μυριάδες εχθρούς. Γιατί αυτή η προσευχή εξασφαλίζει πάντοτε τη συμμαχία με το Θεό. Αυτή η προσευχή συνοδεύει πάντοτε το Χριστιανό σε όλη του τη ζωή και ιδιαίτερα τις ώρες της δοκιμασίας και του μαρτυρίου.

Η προσευχή για τον Άγιο είναι ένας πόθος για το Θεό. Πόθος και «αγάπη ανεκλάλητος ουκ εξ’ ανθρώπων ενεργουμένη αλλά εκ θείας ενεργουμένης χάριτος», όπως θα πει και πάλι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Δηλαδή η προσευχή είναι πόθος καρδιάς, καύση αγάπης προς το Θεό με την παρουσία της χάριτος του Θεού, ώστε αυτή η προσευχή να φτάνει στο θρόνο της θείας μεγαλωσύνης.

Να γιατί έχουμε ανάγκη τους Αγίους μας. Γιατί έχουμε πραγματικά ανάγκη της πύρινης προσευχής τους.

Ο γέροντας Παΐσιος συμβούλευε χαρακτηριστικά: «ένα κερί που ανάβεις στον Άγιο, αυτό το παίρνει και το μεταφέρει στο θρόνο του Θεού και δέεται για τη δική σου σωτηρία και τη λύση των προβλημάτων σου».

Να, ακόμη, γιατί τιμούμε τους Αγίους. Γιατί έχουμε ανάγκη από την προστασία τους, τη μεσιτεία τους, τη διδασκαλία τους, την επικοινωνία μαζί τους.

Στις δύσκολες ημέρες που η πατρίδα μας διέρχεται και στην απορία που βρίσκεται ο πονεμένος λαός μας, η μόνη μας παρηγοριά είναι οι προσευχές των Αγίων.

Η Αγία Παρασκευή ας μας χαρίσει όχι μόνο την υγεία των οφθαλμών μας, αλλά κυρίως την υγεία από την πνευματική τύφλωση που έχουμε υποστεί όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, Κληρικοί και λαϊκοί, προκειμένου να δούμε το Φως το αληθινό και να αποκτήσουμε την αληθινή θεογνωσία.

Αγία του θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Αγία του Θεού πρέσβευε για την ακριτική Καστοριά που κάθε χρόνο τιμά τη μνήμη σου στους πολλούς αφιερωμένους στο όνομά σου Ιερούς Ναούς.

«Μέμνησο, θεόφρον Παρασκευή, και ημών των αμαρτωλών, και δυσώπει τον ελεήμονα Θεόν, ίνα πταισμάτων άφεσιν παράσχη ταις ψυχαίς ημών».

-Έχω κι άλλο γιατρό ανώτερο από του λόγου σας, έχω την Αγία Άννα…!



site analysis



Αποτέλεσμα εικόνας για ειμαι η αγια αννα
Ἡ Φωτεινὴ Μαντῆ, κάτοικος Αἰγίου (Πλάτωνος 69) διηγεῖται τὸ ἑξῆς θαυμαστό περιστατικό.
«Πάει κοντὰ τρία χρόνια τώρα ποὺ ἄρχισα νὰ ἔχω ἐνοχλήσεις καὶ πόνους στὴ χολή. Ἡ κατάστασή μου σιγὰ-σιγὰ χειροτέρευε. Οἱ πόνοι γινόντανε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονοι. Πήγαινα στοὺς γιατρούς, μοῦ ἔδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξυπνήσω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φάρμακα. Καλὸ δὲν ἔβλεπα, εἶχα ἀπελπισθῆ. Τελευταῖα τὸν περασμένο Αὔγουστο (1981) ἔκαμα ἐξετάσεις στὴν Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ὁ ὁποῖος ἔκρινε ἀναγκαία τὴν ἐγχείρηση γιὰ ἀφαίρεση χολῆς. Μοῦ ὤρισε τὴ Δευτέρα πρωὶ νὰ εἶμαι στὴν Κλινικὴ γιὰ εἰσαγωγή. Ἔφυγα πολὺ στενοχωρημένη. Στὴ σκέψη μου καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως δὲν θὰ ἔβγαινα πέρα ζωντανή. Ἡ ἀπελπισία ἄρχισε νὰ μὲ τυλίγη. Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ἰδιαίτερα στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μου. Τότε θυμήθηκα τὴν Ἁγία Ἄννα. Σκέφθηκα πόσο πολὺ τὴν πίστευε καὶ τὴν παρακαλοῦσε ἡ κουνιάδα μου ἡ Θεοκλήτη. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Βόρι ἐκείνη. Τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της. Ζήτησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὴ βοήθειά της. Τὴν παρακάλεσα. Τὰ μάτια μου εἶχαν γίνει βρύσες.
Ὅταν ξημέρωσε ζήτησα ἀπὸ τὴν κόρη μου, νὰ μὲ πάη στὸ Συνοικισμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Πήγαμε τὸ ἀπόγευμα. Ἄφησα τὸ τάμα μου, γονάτισα καὶ προσκύνησα. Παρακάλεσα μὲ δάκρυα. Ἐκρέμασα τὴν ἐλπίδα μου στὰ χέρια της. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα δὲν ἔνιωθα κανένα πόνο. Ἔκαμα καὶ τὶς δουλειές μου. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπῆγα στὸ γιατρὸ κ. Μαγκανιώτη νὰ μὲ ἐξετάση.
-Τί ἔγινε ἐδῶ; λέγει. Τί ἔκαμνες στὴ χολη σου; Πῶς ἐθεραπεύθη;
Χαμογέλασα.
-Ἔχω κι ἄλλο γιατρὸ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ λόγου σας, ἔχω τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκείνη μὲ ἔκαμε καλά.
Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ μῆνες μέχρι τώρα. Δὲν ἔκανα καμιὰ δίαιτα, ὅπως ἔκανα πρῶτα, δὲν ξαναπόνεσα καὶ κάνω τὶς δουλειές μου. Εὐχαριστῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Ελένη Πολυβίου- Ελού: η Κύπρια μάνα του αγνοούμενου, που αγάπησε ακόμα και τους εχθρούς…



site analysis


Ελένη-Πολυβίου_1
Απόσπασμα από το βιβλίο: 
Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β’ , Άγιον Όρος, έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”,  Μεταμόρφωση Χαλκιδικής

“Η Ελού αγάπησε καί πόνεσε πολύ στην ζωή της. 
Ο μεγα­λύτερος πόνος της, ανάμεσα στίς πολλές θλίψεις πού δοκίμασε κατά τόν επίγειο βίο της, ήταν ή απώλεια του πρωτόκου γυιου της Γεωργίου, κατά τήν τουρκι­κή εισβολή στην Κύπρο, τό καλοκαίρι του 1974
Έ­νας πόνος, πού μέσα από τήν πίστη, μεταμορφώθηκε σέ αληθινή αγάπη καί προσευχή γιά όλους.
Έμαθε τόν πόνο καί τήν θλίψη της πού είχε λό­γω του αγνοούμενου γυιου της, νά τόν κάνη προσευ­χή καί όχι κατάθλιψη καί απελπισία.
Καί άρχισε μέ τήν συμβουλή ενός καλού Πνευματικού πού είχε, νά κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. 
Καί τό πήγαινε πρωί-πρωί, από τό χάραμα, στό Μοναστήρι καί έλεγε: 
«Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη ή Λειτουργία του Σαββάτου, θά πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους νά κάνουν τρισάγιο. 
Εγώ ούτε τάφο δεν έχω γιά τόν γυιό μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. 
Γι αυτό κάνω αυτό τό πρόσφορο καί τό προσφέρω στον ιερέα γιά νά τό προσφέρη στον Χριστό μας. Καί θά τόν παρακαλώ: “Χριστέ μου, αν ό γυιός μου ζή, φώ­τισε τον νά κρατηθή στην πίστη του. 
Εκεί πού βρίσκε­ται νά είναι κοντά Σου. ‘
Αν έχη κοιμηθή, φώτισε τον αιώνια καί φώτισε μας καί εμάς νά τόν μνημονεύουμε.
Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός ή κεκοιμημένος”».
Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε καί μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι νά παντρευτούν Τουρκάλες. 
Τό διάβασε αυτό ή γιαγιά ή Ελού καί θορυβήθηκε καί είπε στον π. Νεόφυτο: 
«Νά κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο γιά τον Γιώρκο μου. “Ώς των αιχμαλώτων ελευθερωτής…” δεν είναι; “Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός καί αλλαξοπίστησε καλύτερα νά τόν θερίση από αυτήν τήν ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιο μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».
Φτωχή γυναίκα ήταν, ενα πρόσφορο έκανε, καί έκανε καί τήν δική της καρδιά πρόσφορο, τήν προσέφερε στό Χριστό καί ό Χριστός έκανε τόν πόνο της χαρά καί οποίος τήν επλησίαζε εισέπραττε αυτή τήν χαρά άπό τήν Έλού. Καί έφευγε από κοντά της αναπαυμένος καί χαρούμενος. Γι’ αυτό καί ήταν μαγνήτης.
.
Σιγά-σιγά αυτή ή γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε πού έλεγε: 
«Κύριε, ελέησον. Μά πόση χαρά εχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη τήν ώρα γεμίζει φως ό νους μου καί βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Καί αρχίζω καί τά διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, νά διαβάζω».
Αποτέλεσμα αυτής της χαράς πού ζούσε, άρχισε νά μοιράζη ή ίδια χαρά στους πιστούς. Τήν πλησίαζαν νέοι πού κατάλαβαν τήν αρετή της, καί πήγαιναν καί τήν φιλούσαν τό χέρι. Καί τους έλεγε: 
«Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές νά έχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».
Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τίς γυναίκες νά είναι γύρω από τήν Έλού. Οι νέες νά τήν έχουν κοντά τους, να τήν παίρνουν στίς αγρυπνίες, να τήν δείχνουν πολύ σεβασμό καί να τήν έχουν ώς ενα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας.
Κάθε Σάββατο, αλλά καί άλλες μέρες, πήγαινε μέ τά πόδια στό μοναστήρι τοϋ Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, γιά νά καθαρίση τό ναό. Ό μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στή νύφη της Στέφη ότι καθάριζε τό ναό περισσότερο μέ τά ρούχα της, Αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε τό πάτωμα. Όταν η ηλικία καί η υγεία της δέν της επέτρεπαν νά πηγαίνη περπατητή στον Αγιο Γεώργιο, ξεκινούσε καί στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό η άγνωστο, που τήν μετέφερε. 
Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε καί πήγαινε γονατιστή μέχρι τήν εικόνα του Αγίου, όπου τόν παρακαλούσε γιά τόν αγνοούμενο γυιό της. 
Είχε αποθέσει όλες τίς ελπίδες της γιά τήν ανεύρεση του γυιου της στον άγιο Γεώργιο, καί ό Άγιος δέν έμεινε απαθής από αυτή τήν συνεχή παράκληση της πονεμένης μάνας. 
Μία μέρα καθώς ευρίσκετο στό Μοναστήρι, είδε τόν Άγιο καβάλα στό άλογο του φέρνοντας μαζί του τό αγνοούμενο παιδί της γιά νά τό δη ή Ελένη. Αυτό τό ανέφερε σε μία γνωστή της, τήν οποία παρακάλεσε νά μήν τό πή στή νύφη της γιά νά μήν στενοχωρηθή.
Μετά τόν πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. 
Ή γιαγιά Ελένη, παρά τόν πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τίς Τουρκοκύπριες πού πήγαιναν νά δουν τους δικούς τους. 
Όχι μόνο δέν μνησικακούσε, αλλά τους έδινε νερό καί τρόφιμα νά πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. 
Αρκετές ήταν οι φορές πού ή ίδια μαζί με τον σύζυγο της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.”

.για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”