Απόστολος Κων. Μπακρατσάς
Μία από τις αφηγήσεις του πατέρα μου, Κωνσταντή Μπακρατσά, χαραγμένη βαθιά στη μνήμη μου είναι αυτή για τη Γιαγιά Μπακρατσού, μακρινή συγγενή μας. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω τη ζωή της, όπως τη θυμόταν ο πατέρας μου. Οι ρίζες της χάνονται στις δεκαετίες του 1800∙ τόσο μακρινές που ούτε το μικρό της όνομα δεν γνωρίζουμε. Έζησε στο χωριό μας, Παλιούρι Γορίτσας, τους σημερινούς Αγίους Αναργύρους του Ν. Καρδίτσας, παντρεμένη με κάποιον πρόγονό μου Μπακρατσά, εξ ού και το Μπακρατσού.
Δύσκολα εκείνα τα χρόνια, που όλοι οι Έλληνες - μαζί με αυτούς και το χωριό μας - στέναζαν κάτω από τον βαρύ τουρκικό ζυγό. Οι Τούρκοι, απαιτητικοί και ανελέητοι, επισκέπτονταν τακτικά το χωριό, για να εισπράξουν τους φόρους που επέβαλε σε όλους τους Έλληνες ο Σουλτάνος. Μαζί με τους φόρους απαιτούσαν με απειλές να τους δοθούν και άλλα αγαθά που είχε το κάθε σπίτι για την επιβίωσή του, όπως κοτόπουλα, χήνες, αυγά, τυριά, σιτάρι, καλαμπόκι... Με αυτά ζούσαν τότε οι άνθρωποι και τρέφονταν οι οικογένειές τους. Τα έπαιρναν οι Τούρκοι και άφηναν στο έλεος και στην πείνα τις οικογένειες, που είχαν να θρέψουν και μικρά παιδιά.
Η Γιαγιά Μπακρατσού έβλεπε αυτή την αρπαγή των αναγκαίων από το σπίτι της, αλλά και από όλους τους χωριανούς, και την πλημμύριζε η αγανάκτηση για την αδικία. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση.
Κάποια μέρα ήρθε ο επικεφαλής Τούρκος με τρείς άλλους συνοδούς και, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, μπήκε στον στάβλο και πήρε την καλύτερη αγελάδα, την αγαπημένη της Γιαγιάς, που με το γάλα της τάιζε τα εγγόνια της. Τον παρακάλεσε, όσο γινόταν, να αφήσει τη συγκεκριμένη αγελάδα, εξηγώντας τους λόγους, και του πρότεινε να πάρει κάποια άλλη. Ο Τούρκος ανένδοτος. Αψηφώντας τότε τον κίνδυνο και πλημμυρισμένη από αγανάκτηση, άρπαξε το σκοινί από τα χέρια του Τούρκου λέγοντάς του: «Φτάνει πια! Αρκετά μου πήρατε τόσα χρόνια. Δεν σας τη δίνω. Έχω κι εγώ εγγόνια να ταΐσω, δεν θα τα αφήσω να πεθάνουν».
Αγρίεψε ο Τούρκος από τη συμπεριφορά της και βγάζει μια μεγάλη χαντζάρα από τη θήκη της να την κτυπήσει. Βάζει η γιαγιά τα χέρια της στο κεφάλι να το προστατέψει, αλλά ματώνουν με το κτύπημα και τα κατεβάζει. Τότε εκείνος ανελέητα τη χτυπά στο κεφάλι, σχίζοντας το κρανίο της στα δύο. Το κομμένο κομμάτι έγειρε στους ώμους της και κρατιόταν από λίγο δέρμα του αυχένα της. Το αίμα πλημμύρα! Βάφτηκαν τα μαλλιά της, τα ρούχα της, το χώμα. Οι παρευρισκόμενοι ούρλιαζαν μπροστά στο φριχτό θέαμα. Ως και αυτοί οι Τούρκοι σάστισαν, άφησαν την αγελάδα κι έφυγαν. Η γιαγιά ψύχραιμη ζήτησε από τους δικούς της να βάλουν με προσοχή το κομμένο κομμάτι κρανίου στη θέση του και να το δέσουν σφιχτά με την τσίπα της. Γιατροί βέβαια εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν.
Η γιαγιά προσευχόταν μέρα νύχτα μπροστά στο εικονοστάσι της για να γίνει καλά∙ ήταν πολύ θρήσκα. Και πράγματι, η Παναγία έκανε το θαύμα της! Η πληγή έκλεισε, η Γιαγιά θεραπεύτηκε και σε λίγο καιρό άρχισε σιγά-σιγά τις καθημερινές δραστηριότητες και να αρμέγει την αγαπημένη της αγελάδα για τα εγγόνια της.
Πίστευε ακράδαντα πως έζησε από θαύμα της Παναγίας που λάτρευε. Γι' αυτό και αποφάσισε να κάνει δύο δώρα στο χωριό. Αγόρασε καμπάνα, γιατί η εκκλησία του χωριού δεν είχε, και την τοποθέτησαν στο καμπαναριό της, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα. Κάθε φορά που την ακούω να κτυπάει, θυμάμαι με συγκίνηση την ιστορία της.
Το δεύτερο δώρο της γιαγιάς για το χωριό ήταν η κατασκευή ενός πετροπήγαδου. Οι κάτοικοι του χωριού δεν είχαν δικό τους πηγάδι με νερό για να πίνουν και για τις ανάγκες των σπιτιών τους. Προμηθεύονταν νερό από το πηγάδι του διπλανού χωριού, της Κρανέας. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν στην περιοχή αρτεσιανά παρά μόνο πηγάδια.
Βλέποντας τη βασική αυτή έλλειψη, η Γιαγιά πλήρωσε ανθρώπους και σκάψανε ένα αρκετά βαθύ πηγάδι, όπου βρήκαν μπόλικο και πόσιμο νερό. Όμως επειδή ήταν βαθύ και υπήρχε φόβος να διαβρωθεί, να σαρίσει το χώμα και να βουλώσει, έφερε ειδικούς τεχνίτες από την Ήπειρο και το έχτισαν όλο γύρω-γύρω με πέτρα∙ το «καλίγωσαν», όπως έλεγαν. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε πετροπήγαδο και ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Το νερό ήταν πόσιμο και καθαρό, γιατί λόγω της πέτρας δεν θόλωνε από τον κουβά που ανεβοκατέβαινε συχνά. Επιτέλους, το χωριό απέκτησε το δικό του πηγάδι για να πίνουν καθαρό νερό και να εξυπηρετούνται γενικότερα.
Αποτέλεσε δε και σημείο συνάντησης, γιατί κάθε απόγευμα, λίγο πριν από τη δύση του ήλιου, οι κοπέλες του χωριού συγκεντρώνονταν εκεί για να προμηθευτούν νερό και κουβέντιαζαν εν τω μεταξύ και τα νέα του χωριού. Όλοι οι γάμοι τότε γίνονταν Κυριακή μεσημέρι και τη Δευτέρα το απόγευμα, σύμφωνα με το έθιμο, πήγαινε η φρεσκοπαντρεμένη νύφη παρέα με τις φίλες της στο πετροπήγαδο για να πάρει νερό, όπου την περίμεναν οι γυναίκες και οι ελεύθερες κοπέλες του χωριού. Τις χαιρετούσε όλες, και φιλούσε το χέρι από τις μεγαλύτερες ηλικιακά. Μετά πήγαινε μπροστά στο πετροπήγαδο (πίσω της ακολουθούσαν οι ελεύθερες κοπέλες) και έβγαζε από την τσάντα της ένα μήλο μέσα στο οποίο είχε τοποθετήσει τρία νομίσματα. Προσκυνούσε τρείς φορές προς τη μεριά του πηγαδιού και πετούσε το μήλο πίσω της, όπου περίμεναν οι ελεύθερες κοπέλες. Όποια κοπέλα το έπιανε, θεωρούνταν τυχερή, γιατί, σύμφωνα πάντα με το έθιμο, θα παντρευόταν κι αυτή σύντομα. Σε αυτό το πηγάδι πήγε και η μάνα μου νύφη το 1933 κι έριξε μήλο.
Το πετροπήγαδο βρίσκεται έξω από το χωριό στο βορειοδυτικό μέρος της περιφέρειας, και με τον αναδασμό του 1972, με το τετραγώνισμα των οικοπέδων-χωραφιών και της περιφέρειας, «έπεσε» στο οικόπεδο του πατέρα μου! Σώζεται δε μέχρι σήμερα.
Έτσι λοιπόν το χωριό απέκτησε, χάρη στη γενναιοδωρία της γιαγιάς, και καμπάνα για την εκκλησία του και πετροπήγαδο, έργο ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή του. Όλοι οι κάτοικοι ήταν ευχαριστημένοι από τις δωρεές της, το αναγνώριζαν και την ευγνωμονούσαν. Γι’ αυτό το όνομά της, Γιαγιά Μπακρατσού, έμεινε και στις επόμενες γενιές. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε το μικρό της όνομα.
Μετά από κάποια χρόνια ο Τούρκος με την ομάδα του ήρθε ξανά στο χωριό κι, όταν την είδε, της είπε θυμωμένα, «Ζεις ακόμα εσύ;», κι έδωσε εντολή στην ομάδα του να τη συλλάβουν και να τη θανατώσουν με τον πλέον φριχτό τρόπο∙ να τη βάλουν μέσα σε ένα καζάνι με ζεματιστό νερό. Οι συγγενείς της γιαγιάς και οι χωριανοί τον παρακαλούσαν να μην το κάνει αυτό, αλλά ο Τούρκος ήταν ανένδοτος. Τους απείλησε ότι θα σκοτώσει και αυτούς.
Έδωσε εντολή στους ανθρώπους του και άναψαν μια μεγάλη φωτιά στη θέση "Ψηλώματα", στον μαχαλά των Παλιουραίων, όπου τοποθέτησαν ένα μεγάλο καζάνι γεμάτο με νερό. ("Ψηλώματα" λέγονταν γιατί ήταν το ψηλότερο σημείο του χωριού, βρίσκεται στην περιφέρεια, λίγο πριν μπούμε στο χωριό). Όταν άρχιζε να βράζει το νερό, έδωσε εντολή και την έβαλαν μέσα στο καζάνι με τα ρούχα της μέχρι το στήθος παρά τα παρακάλια των δικών της ανθρώπων και χωριανών.
Όταν έφυγαν οι Τούρκοι, αμέσως οι συγγενείς της την έβγαλαν από το καζάνι, τη μετέφεραν στο σπίτι και της έβγαλαν τα ρούχα. Μαζί με αυτά όμως έβγαινε και μέρος του δέρματός της. Είχε ολικά εγκαύματα και πάρα πολύ πόνο. Προσπάθησαν με διάφορα γιατροσόφια της εποχής να απαλύνουν τον πόνο της, να τη σώσουν. Ήταν πολύ δυνατή γυναίκα και, παρόλο που είχε φριχτούς πόνους, τους έδινε οδηγίες τι έπρεπε να κάνουν μήπως και σωθεί. Μέρα με τη μέρα όμως χειροτέρευε, οι πληγές δεν έκλειναν, οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι και ο χρόνος της μετρημένος. Μετά από μία εβδομάδα έφυγε για το μεγάλο της ταξίδι∙ δεν άντεξε περισσότερο.
Η Γιαγιά Μπακρατσού, άνθρωπος καλοσύνης, με γενναιότητα ψυχής, με πίστη δυνατή και αγάπη στην Παναγία, με πνεύμα θυσίας για την οικογένειά της και ιδιαίτερα για τα εγγόνια της, δοτική στους συγχωριανούς της, έφυγε από τη ζωή με τον απίστευτο αυτόν τραγικό τρόπο. Απίστευτο και το μεγαλείο της ψυχής!
Ας είναι το κείμενο τούτο μνημόσυνο για την ψυχή της. Πάντως, σε τέτοιες ψυχές χρωστάμε την ελευθερία μας, που είναι ακριβά πληρωμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου