Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ



site analysis




Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ

Δέσποτα, Κύριε Παντοκράτωρ,
ο κτίστης και δημιουργός πάσης κτίσεως,
ο ελθών εις αναζήτησιν της σωτηρίας ημών,
δέξαι το πνεύμα μου και επάκουσόν μου, Κύριε ο Θεός μου,
και δος τοις μνημονεύουσιν του ονόματός μου
ειρηνικήν βιοτήν και άφεσιν αμαρτιών.

Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των Αγίων μας, αυτών που ζουν στη θριαμβεύουσα Εκκλησία των ουρανών και αυτών που κινούνται ανάμεσά μας στη στρατευομένη Εκκλησία της γης, είναι η προσευχή. 

Έζησαν, τράφηκαν και έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την προσευχή. Ό,τι ήταν η αναπνοή για το σώμα τους ήταν συγχρόνως και η προσευχή για την ψυχή τους. Γι’ αυτό και τη ζωή τους τη σφράγιζαν πάντοτε με την προσευχή.

Αυτό βλέπουμε και στη ζωή της Αγίας Παρασκευής. Ολόκληρη η ζωή της ήταν μια προσευχή και το μαρτυρικό τέλος της το σφραγίζει πάλι με προσευχή. Προσεύχεται στον Δημιουργό, στον Παντοκράτορα Κύριο να δεχθεί το πνεύμα της: «Δέξαι το πνεύμα μου». Αυτό μας θυμίζει την κραυγή του Χριστού πάνω στο σταυρό «πάτερ εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου».

Η Αγία όμως σ’ αυτή τη σύντομη προσευχή της, που σε άλλα μαρτυρολόγια είναι πιο εκτενής, παρακαλεί το Χριστό και για εκείνους που θα ζητούν την πρεσβεία της και τη μεσιτεία της. 

Είναι οι αδελφοί της.

Είναι οι οικείοι της πίστεως.

Είναι οι φίλοι του Χριστού και δικοί της φίλοι.

Είναι εκείνοι που θα τιμούν τη μνήμη της και θα θυμούνται το μαρτύριό της.

Γι’ αυτούς προσεύχεται ώστε ο Θεός να τους χαρίζει πάντοτε ειρηνική ζωή και άφεση αμαρτιών.

Μήπως αυτό δεν έκανε και ο Άγιος Ιερομάρτυς Χαράλαμπος, ο οποίος στην προσευχή του ζητούσε από το Θεό, «όταν οι άνθρωποι θα τιμούν τη μνήμη του και θα θυμούνται το μαρτύριο του να έχουν τη ευλογία του Θεού και να απαλλάσσονται από κάθε ασθένεια»;

Μήπως αυτό δεν έγινε και στη ζωή ενός νεοφανούς Αγίου του Αγίου Ανδρονίκου του Περμ, που μαρτύρησε στο διωγμό στη Ρωσία το 1918 και ο οποίος ζήτησε για λίγα λεπτά να προσευχηθεί και αφού ευλόγησε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος, ξάπλωσε μέσα στον τάφο που ο ίδιος έσκαψε και δέχθηκε εν συνεχεία τα πυρά των δημίων του.

Και αυτή η προσευχή των Αγίων μας ήταν γι’ αυτούς ένα όπλο ακαταμάχητο, όπως θα την χαρακτηρίσει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.Όπλο, που δεν απέκρουε έναν και μεμονωμένο αντίπαλο αλλά μυριάδες εχθρούς. Γιατί αυτή η προσευχή εξασφαλίζει πάντοτε τη συμμαχία με το Θεό. Αυτή η προσευχή συνοδεύει πάντοτε το Χριστιανό σε όλη του τη ζωή και ιδιαίτερα τις ώρες της δοκιμασίας και του μαρτυρίου.

Η προσευχή για τον Άγιο είναι ένας πόθος για το Θεό. Πόθος και «αγάπη ανεκλάλητος ουκ εξ’ ανθρώπων ενεργουμένη αλλά εκ θείας ενεργουμένης χάριτος», όπως θα πει και πάλι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Δηλαδή η προσευχή είναι πόθος καρδιάς, καύση αγάπης προς το Θεό με την παρουσία της χάριτος του Θεού, ώστε αυτή η προσευχή να φτάνει στο θρόνο της θείας μεγαλωσύνης.

Να γιατί έχουμε ανάγκη τους Αγίους μας. Γιατί έχουμε πραγματικά ανάγκη της πύρινης προσευχής τους.

Ο γέροντας Παΐσιος συμβούλευε χαρακτηριστικά: «ένα κερί που ανάβεις στον Άγιο, αυτό το παίρνει και το μεταφέρει στο θρόνο του Θεού και δέεται για τη δική σου σωτηρία και τη λύση των προβλημάτων σου».

Να, ακόμη, γιατί τιμούμε τους Αγίους. Γιατί έχουμε ανάγκη από την προστασία τους, τη μεσιτεία τους, τη διδασκαλία τους, την επικοινωνία μαζί τους.

Στις δύσκολες ημέρες που η πατρίδα μας διέρχεται και στην απορία που βρίσκεται ο πονεμένος λαός μας, η μόνη μας παρηγοριά είναι οι προσευχές των Αγίων.

Η Αγία Παρασκευή ας μας χαρίσει όχι μόνο την υγεία των οφθαλμών μας, αλλά κυρίως την υγεία από την πνευματική τύφλωση που έχουμε υποστεί όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, Κληρικοί και λαϊκοί, προκειμένου να δούμε το Φως το αληθινό και να αποκτήσουμε την αληθινή θεογνωσία.

Αγία του θεού πρέσβευε υπέρ ημών.

Αγία του Θεού πρέσβευε για την ακριτική Καστοριά που κάθε χρόνο τιμά τη μνήμη σου στους πολλούς αφιερωμένους στο όνομά σου Ιερούς Ναούς.

«Μέμνησο, θεόφρον Παρασκευή, και ημών των αμαρτωλών, και δυσώπει τον ελεήμονα Θεόν, ίνα πταισμάτων άφεσιν παράσχη ταις ψυχαίς ημών».

-Έχω κι άλλο γιατρό ανώτερο από του λόγου σας, έχω την Αγία Άννα…!



site analysis



Αποτέλεσμα εικόνας για ειμαι η αγια αννα
Ἡ Φωτεινὴ Μαντῆ, κάτοικος Αἰγίου (Πλάτωνος 69) διηγεῖται τὸ ἑξῆς θαυμαστό περιστατικό.
«Πάει κοντὰ τρία χρόνια τώρα ποὺ ἄρχισα νὰ ἔχω ἐνοχλήσεις καὶ πόνους στὴ χολή. Ἡ κατάστασή μου σιγὰ-σιγὰ χειροτέρευε. Οἱ πόνοι γινόντανε ὅλο καὶ πιὸ ἔντονοι. Πήγαινα στοὺς γιατρούς, μοῦ ἔδιναν φάρμακα. Κοιμόμουνα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ ξυπνήσω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φάρμακα. Καλὸ δὲν ἔβλεπα, εἶχα ἀπελπισθῆ. Τελευταῖα τὸν περασμένο Αὔγουστο (1981) ἔκαμα ἐξετάσεις στὴν Κλινική του κ. Μαγκανιώτη, ὁ ὁποῖος ἔκρινε ἀναγκαία τὴν ἐγχείρηση γιὰ ἀφαίρεση χολῆς. Μοῦ ὤρισε τὴ Δευτέρα πρωὶ νὰ εἶμαι στὴν Κλινικὴ γιὰ εἰσαγωγή. Ἔφυγα πολὺ στενοχωρημένη. Στὴ σκέψη μου καρφώθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἀπὸ τὴν ἱστορία αὐτῆς τῆς ἐγχειρήσεως δὲν θὰ ἔβγαινα πέρα ζωντανή. Ἡ ἀπελπισία ἄρχισε νὰ μὲ τυλίγη. Τὰ μάτια μου γέμισαν δάκρυα, ἰδιαίτερα στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μου. Τότε θυμήθηκα τὴν Ἁγία Ἄννα. Σκέφθηκα πόσο πολὺ τὴν πίστευε καὶ τὴν παρακαλοῦσε ἡ κουνιάδα μου ἡ Θεοκλήτη. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Βόρι ἐκείνη. Τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ἄννας δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα της. Ζήτησα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου τὴ βοήθειά της. Τὴν παρακάλεσα. Τὰ μάτια μου εἶχαν γίνει βρύσες.
Ὅταν ξημέρωσε ζήτησα ἀπὸ τὴν κόρη μου, νὰ μὲ πάη στὸ Συνοικισμὸ στὴν Ἁγία Ἄννα. Πήγαμε τὸ ἀπόγευμα. Ἄφησα τὸ τάμα μου, γονάτισα καὶ προσκύνησα. Παρακάλεσα μὲ δάκρυα. Ἐκρέμασα τὴν ἐλπίδα μου στὰ χέρια της. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ κοιμήθηκα καλά. Τὸ πρωὶ ποὺ ξύπνησα δὲν ἔνιωθα κανένα πόνο. Ἔκαμα καὶ τὶς δουλειές μου. Κατάλαβα ὅτι ἡ Ἁγία Ἄννα ἔβαλε τὸ χέρι της. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ἐπῆγα στὸ γιατρὸ κ. Μαγκανιώτη νὰ μὲ ἐξετάση.
-Τί ἔγινε ἐδῶ; λέγει. Τί ἔκαμνες στὴ χολη σου; Πῶς ἐθεραπεύθη;
Χαμογέλασα.
-Ἔχω κι ἄλλο γιατρὸ ἀνώτερο ἀπὸ τοῦ λόγου σας, ἔχω τὴν Ἁγία Ἄννα. Ἐκείνη μὲ ἔκαμε καλά.
Ἀπὸ τότε πέρασαν ὀκτὼ μῆνες μέχρι τώρα. Δὲν ἔκανα καμιὰ δίαιτα, ὅπως ἔκανα πρῶτα, δὲν ξαναπόνεσα καὶ κάνω τὶς δουλειές μου. Εὐχαριστῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω τὴν Ἁγία Ἄννα».

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Ελένη Πολυβίου- Ελού: η Κύπρια μάνα του αγνοούμενου, που αγάπησε ακόμα και τους εχθρούς…



site analysis


Ελένη-Πολυβίου_1
Απόσπασμα από το βιβλίο: 
Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β’ , Άγιον Όρος, έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”,  Μεταμόρφωση Χαλκιδικής

“Η Ελού αγάπησε καί πόνεσε πολύ στην ζωή της. 
Ο μεγα­λύτερος πόνος της, ανάμεσα στίς πολλές θλίψεις πού δοκίμασε κατά τόν επίγειο βίο της, ήταν ή απώλεια του πρωτόκου γυιου της Γεωργίου, κατά τήν τουρκι­κή εισβολή στην Κύπρο, τό καλοκαίρι του 1974
Έ­νας πόνος, πού μέσα από τήν πίστη, μεταμορφώθηκε σέ αληθινή αγάπη καί προσευχή γιά όλους.
Έμαθε τόν πόνο καί τήν θλίψη της πού είχε λό­γω του αγνοούμενου γυιου της, νά τόν κάνη προσευ­χή καί όχι κατάθλιψη καί απελπισία.
Καί άρχισε μέ τήν συμβουλή ενός καλού Πνευματικού πού είχε, νά κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. 
Καί τό πήγαινε πρωί-πρωί, από τό χάραμα, στό Μοναστήρι καί έλεγε: 
«Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη ή Λειτουργία του Σαββάτου, θά πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους νά κάνουν τρισάγιο. 
Εγώ ούτε τάφο δεν έχω γιά τόν γυιό μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. 
Γι αυτό κάνω αυτό τό πρόσφορο καί τό προσφέρω στον ιερέα γιά νά τό προσφέρη στον Χριστό μας. Καί θά τόν παρακαλώ: “Χριστέ μου, αν ό γυιός μου ζή, φώ­τισε τον νά κρατηθή στην πίστη του. 
Εκεί πού βρίσκε­ται νά είναι κοντά Σου. ‘
Αν έχη κοιμηθή, φώτισε τον αιώνια καί φώτισε μας καί εμάς νά τόν μνημονεύουμε.
Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός ή κεκοιμημένος”».
Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε καί μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι νά παντρευτούν Τουρκάλες. 
Τό διάβασε αυτό ή γιαγιά ή Ελού καί θορυβήθηκε καί είπε στον π. Νεόφυτο: 
«Νά κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο γιά τον Γιώρκο μου. “Ώς των αιχμαλώτων ελευθερωτής…” δεν είναι; “Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός καί αλλαξοπίστησε καλύτερα νά τόν θερίση από αυτήν τήν ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιο μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».
Φτωχή γυναίκα ήταν, ενα πρόσφορο έκανε, καί έκανε καί τήν δική της καρδιά πρόσφορο, τήν προσέφερε στό Χριστό καί ό Χριστός έκανε τόν πόνο της χαρά καί οποίος τήν επλησίαζε εισέπραττε αυτή τήν χαρά άπό τήν Έλού. Καί έφευγε από κοντά της αναπαυμένος καί χαρούμενος. Γι’ αυτό καί ήταν μαγνήτης.
.
Σιγά-σιγά αυτή ή γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε πού έλεγε: 
«Κύριε, ελέησον. Μά πόση χαρά εχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη τήν ώρα γεμίζει φως ό νους μου καί βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Καί αρχίζω καί τά διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, νά διαβάζω».
Αποτέλεσμα αυτής της χαράς πού ζούσε, άρχισε νά μοιράζη ή ίδια χαρά στους πιστούς. Τήν πλησίαζαν νέοι πού κατάλαβαν τήν αρετή της, καί πήγαιναν καί τήν φιλούσαν τό χέρι. Καί τους έλεγε: 
«Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές νά έχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».
Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τίς γυναίκες νά είναι γύρω από τήν Έλού. Οι νέες νά τήν έχουν κοντά τους, να τήν παίρνουν στίς αγρυπνίες, να τήν δείχνουν πολύ σεβασμό καί να τήν έχουν ώς ενα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας.
Κάθε Σάββατο, αλλά καί άλλες μέρες, πήγαινε μέ τά πόδια στό μοναστήρι τοϋ Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, γιά νά καθαρίση τό ναό. Ό μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στή νύφη της Στέφη ότι καθάριζε τό ναό περισσότερο μέ τά ρούχα της, Αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε τό πάτωμα. Όταν η ηλικία καί η υγεία της δέν της επέτρεπαν νά πηγαίνη περπατητή στον Αγιο Γεώργιο, ξεκινούσε καί στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό η άγνωστο, που τήν μετέφερε. 
Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε καί πήγαινε γονατιστή μέχρι τήν εικόνα του Αγίου, όπου τόν παρακαλούσε γιά τόν αγνοούμενο γυιό της. 
Είχε αποθέσει όλες τίς ελπίδες της γιά τήν ανεύρεση του γυιου της στον άγιο Γεώργιο, καί ό Άγιος δέν έμεινε απαθής από αυτή τήν συνεχή παράκληση της πονεμένης μάνας. 
Μία μέρα καθώς ευρίσκετο στό Μοναστήρι, είδε τόν Άγιο καβάλα στό άλογο του φέρνοντας μαζί του τό αγνοούμενο παιδί της γιά νά τό δη ή Ελένη. Αυτό τό ανέφερε σε μία γνωστή της, τήν οποία παρακάλεσε νά μήν τό πή στή νύφη της γιά νά μήν στενοχωρηθή.
Μετά τόν πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. 
Ή γιαγιά Ελένη, παρά τόν πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τίς Τουρκοκύπριες πού πήγαιναν νά δουν τους δικούς τους. 
Όχι μόνο δέν μνησικακούσε, αλλά τους έδινε νερό καί τρόφιμα νά πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. 
Αρκετές ήταν οι φορές πού ή ίδια μαζί με τον σύζυγο της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.”

.για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

Η Ελληνίδα Μοναχή στην Ινδία που σώζει παιδιά του δρόμου (ΒΙΝΤΕΟ)



site analysis





Μια Ελληνίδα μοναχή, η αδελφή Νεκταρία, σώζει στην Ινδία παιδιά φτωχά κι ορφανά, τα σπουδάζει και πολλα απο αυτά απέκτησαν πτυχία και τώρα προσφέρουν διδάσκοντας τη βοήθειά τους! Η αδελφή Νεκταρία εδώ και 25 χρόνια αγωνίζεται για τη ζωή κάθε ορφανού στο Μπακεσουάρ της Ινδίας.


Πηγή: iellada.gr

Έβαλε πλάτη κι η Μαρία…



site analysis

Screen Shot 2018-06-24 at 21.13.27
Julia Stankova, Crucifixion, 60 x 45 cm, painting on wooden panel (http://www.juliastankova.com)
Πέμπτη πρωί κουδούνισε το τηλέφωνο. Η είδηση έμεινε μετέωρη στο ακουστικό σαν παρατεταμένο βουητό μετά από έκρηξη: Η Μαρία σκοτώθηκε!
Υπάρχουν πράγματα που το μυαλό δεν τα χωράει, η λογική τα αρνείται. Γυρίζει ανάποδα ο νους και νιώθεις σα να μη σε χωράει το στήθος σου. Μητέρα δέκα παιδιών. Συνομήλική μου, στα 43 της χρόνια. Και το τελευταίο της παιδί, λίγων μόλις μηνών. Ποια «λογική» μπορεί να έχει ένας τέτοιος θάνατος; Ποια χριστιανική ρητορεία μπορεί να σκαρώσει μπαλώματα παρηγοριάς; Ποια ευσέβεια μπορεί να σκεπάσει τέτοια τραύματα; Ποια πίστη μπορεί να απαντήσει στα πιο σκοτεινά ερωτήματα;
Την Παρασκευή μείναμε βουβοί, σαν σκιαγμένοι. Το Σάββατο την κηδέψαμε στο μοναστήρι του Αγίου Πορφυρίου, στο Μήλεσι.
Το προηγούμενο βράδυ, είχε προηγηθεί για κείνη ολονύκτια αγρυπνία στον ίδιο ναό. Στο σπίτι, οι οικείοι της, ολόγυρά της, την ξαγρύπνησαν ψέλνοντας τον αναστάσιμο κανόνα και διαβάζοντας το ψαλτήρι. Μέχρι τα χαράματα.
Το Σάββατο το πρωί, μαζεύτηκε κόσμος στο ναό από νωρίς. Κι έπειτα ήρθε κι άλλος. Κι άλλος. Κι άλλος! Ο ναός, αχανής ούτως ή άλλως ο συγκεκριμένος, πλημμύρισε – ο κόσμος γέμισε τους γυναικωνίτες, τον πρόναο και τις αυλές. Χιλιάδες κόσμου, δίχως υπερβολή. Αν κάποιος ανυποψίαστος βρισκόταν μπροστά στο θέαμα, θα πιθανολογούσε πως κηδευόταν κάποιος ανώτατος πολιτειακός άρχοντας. Τα αυτοκίνητα που έφεραν τους ανθρώπους για την κηδεία ήταν παρκαρισμένα στη σειρά για χιλιόμετρα μακριά. Τρεις μητροπολίτες χοροστάτησαν, μαζί με 60-70 ιερείς!
Και στον σολέα ξαπλωμένη η Μαρία. Απλώς κοιμισμένη.
Αν δεν ήσασταν εκεί, ρωτήστε κάποιον που ήταν, για να επαληθεύσετε τα λόγια μου: στον ναό το Σάββατο υπήρχε ένας μόνο νεκρός, ο θάνατος. Ο τρόμος της Πέμπτης, το σοκ της είδησης, η φρίκη του απρόσμενου, η οδύνη μιας αμετάκλητης απουσίας, ο βουβός φόβος της Παρασκευής, όλα ήταν το Σάββατο εξουδετερωμένα και άσφαιρα. Δεν απουσίαζαν, αλλά ήταν ευτελισμένα και φτηνά. Ο ίδιος ο θάνατος ήταν παρών, μα δίχως το κεντρί του. Υπήρχε νικημένος, συντετριμμένος, μηδαμινός στα πόδια της Μαρίας. Είχε κάνει το λάθος να της χιμήξει, αλλά δεν κατόρθωσε να αγγίξει ούτε τρίχα της.
Όπου κι αν γύριζες, έβλεπες μάτια υγρά και χείλη χαμογελαστά. Οι οικείοι της λαμποκοπούσαν δάκρυ και ανάσταση, οδύνη και ελπίδα. Σπάνια νιώθεις τον πόνο ως νίκη, τον καημό ως χαρά, τον θάνατο ως ζωή. Παράδοξα πράγματα…

Κάποιος είπε ιδιωτικά «Ο Θεός ξέρει… την πήρε στην καλύτερή της στιγμή». Καλοπροαίρετα λόγια, ειπωμένα από ευλάβεια. Μα πόσο λανθασμένα! Δίχως να το καταλαβαίνουν, καθιστούν τον Θεό συναίτιο του θανάτου – εργαλειοποιούν το κακό, καθιστώντας το τάχα ένα μέσο στα χέρια ενός Θεού, που δεν μπορεί παρά να είναι βάναυσος και σαδιστής. Μα οι χριστιανοί δεν πιστεύουμε σε τέτοιο Θεό. Ο θάνατος είναι το απόλυτο κακό, ο έσχατος εχθρός. Θύμα του και ο ίδιος ο Χριστός, αλλά μόνο και μόνο για να τον αναποδογυρίσει από μέσα (θανάτω), να τον αδειάσει, τριήμερος, σαν σακί και να τον κάνει Ανάσταση. Ο θάνατος μετά Χριστόν δεν είναι τέλος. Μα δεν είναι ούτε αρχή, όπως συνηθίζουμε να λέμε ευσεβώς, δίνοντάς του άθελά μας μια κάποια έστω αξία. Είναι απλά ένα άχρωμο συμβάν, ένα κάτι τόσο μηδαμινό, τόσο αφλόγιστο, που ούτε θαμπάδα δεν μπορεί να αφήσει πάνω στη γυαλάδα της κολυμβύθρας που μας γέννησε – πόσο μάλλον να τραυματίσει την αιώνια ζωή που έκτοτε αξιωθήκαμε.
Κάνουμε πολλά λάθη πάνω στην καλοπροαίρετη ευσέβειά μας εμείς οι χριστιανοί. Νομίζουμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο είναι στα χέρια του Θεού. Μπορεί ο Θεός να είναι ο Κύριος της ιστορίας, με την έννοια ότι όλα αρχίζουν από Αυτόν και θα τελειώσουν σ’ Εκείνον, αλλά ξεχνάμε πως άλλος είναι «ο άρχων του κόσμου τούτου». Κι αν ο κόσμος τούτος δεν είναι στα χέρια του Θεού, είναι γιατί Εκείνος θέλησε να τον πλάσει ικανό ακόμα και να Τον αρνείται. Δεν τον θέλησε «του χεριού του» αυτό τον κόσμο ο Θεός. Θέλησε εμάς να τον παίρνουμε και να τον βάζουμε ελεύθερα στα χέρια Του. Όχι από ιδιοτροπία Του τάχα, μα γιατί μόνο σε μια τέτοια ελευθερία βλασταίνει η αγάπη – η δική Του τριαδική αγάπη και ζωή.
Σε τούτο τον κόσμο λειτουργεί η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου (έτσι μάς θέλησε ο Θεός), λειτουργούν επίσης οι δυνάμεις της φύσης (αμαυρωμένες κι αυτές σαν το θέλημα του ανθρώπου, μετά την πτώση). Λειτουργούν ακόμα οι συνέπειες της αμαυρωμένης ανθρώπινης βούλησης και της πεσμένης φύσης, που έχουν αποκτήσει αιώνες τώρα τη δική τους αλλοτριωτική δυναμική. Λειτουργεί και ο μισόκαλος και μισάνθρωπος άρχοντας του κόσμου τούτου. Μα υπάρχει επίσης, ζωογόνος και προνοητική, η πανταχού παρούσα αγαθότητα του Θεού, που ‘χει αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας. Πώς συνυπάρχουν όλα τα παραπάνω; Πώς συλλειτουργούν και συγκρούονται; Και πώς μπορούν να ερμηνευτούν; Εύλογες ερωτήσεις, αλλά μάταιες. Δεν έχουν απάντηση. Το σύνθετο πλέγμα μέσα στο οποίο υπάρχουν και αλληλεπιδρούν αθέατα όλα τα παραπάνω, είναι αδιάβατο από τον ανθρώπινο νου. Είναι τυλιγμένο στη σιωπή του μυστηρίου…
Υπάρχουν όμως αυτά που ξέρουμε: ο Χριστός ήρθε σε τούτο τον κόσμο όχι για να παραβιάσει την ελευθερία του και να τον σύρει στανικά πίσω στην πατρική αγκάλη. Ήρθε για να συγκρουστεί με το κακό καταπρόσωπο, ως ένας από μας, για χάρη μας. Πήρε το πρόσωπό μας, για να μπορούμε έκτοτε κι εμείς να παίρνουμε κατά χάριν το δικό Του. Συγκρούστηκε με τον θάνατο και τον νίκησε.
Μα τότε γιατί πεθαίνουμε ακόμα;
Άλλο ένα σημείο που οι Χριστιανοί συχνά λησμονούμε: το έργο του Χριστού δεν τελείωσε! Εκείνος το ξεκίνησε και μάς παρήγγειλε να το κουβαλήσουμε στις πλάτες μας μέχρις εσχάτων αιώνων. Η δική Του ανάσταση νίκησε τον θάνατο κι εμείς έχουμε καθήκον να κουβαλήσουμε αυτή τη νίκη –μαρτύριο και μαρτυρία– σε έναν κόσμο, όπου αλυχτάει ακόμα το κακό. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα. Μέχρι τέλους, οι χριστιανοί θα στέκουμε με βλέμμα προσηλωμένο στον σταυρό Του. Και θα χιμάει πάνω μας ο θάνατος, όπως χίμηξε και σ’ Εκείνον. Και θα βαδίζουμε στο δικό Του μαρτύριο μέσα στο κακό και την οδύνη του. Κι αν μας αξιώνει, το πρόσωπό μας θα γίνεται πρόσωπο δικό Του κι η οδύνη μας, μαρτυρία της δικής Του νίκης. Μέχρις εσχάτων αιώνων.
Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Διότι την προηγούμενη Πέμπτη ακούσαμε για ένα μαρτύριο, το μαρτύριο της Μαρίας και της οικογένειάς της. Μα το Σάββατο ζήσαμε μια μαρτυρία, τη μαρτυρία της κηδείας της. Η νεκρώσιμη εκείνη ακολουθία δεν ήταν αποχαιρετισμός, δεν ήταν πένθιμη «εξόδιος». Ήταν ένα αναστάσιμο γεγονός. Ήταν μια μαρτυρία πίστης και ζωής. Μια μαρτυρία όχι με λόγια, σαν αυτά που διαβάζετε τώρα (και που δεν λένε τίποτα), αλλά ένα σημείον που μόνο όταν το ζεις, μπορείς να το χωρέσεις, να το αντιληφθείς δίχως να το κατανοήσεις.
Χιλιάδες άνθρωποι αξιώθηκαν αυτή τη μαρτυρία. Έτσι το θέλησε ο Θεός. Τριήμερη κι αυτή –δες κάτι πράγματα!– σαν του Κύριου: Πέμπτη το μαρτύριο, Παρασκευή η σιωπή, Σάββατο η μαρτυρία. Στο εξής, η ανάμνηση της Μαρίας θα είναι μια απτή πιστοποίηση πως υπάρχουν ζωές που δεν τελειώνουν, θάνατοι που δεν θανατώνουν. Και θα παροντοποιείται μέσα μας η ελπίδα αστραφτερή: η Εκκλησία κουβαλά ακόμα την Ανάσταση στις πλάτες της! Έβαλε πλάτη κι η Μαρία…
ΠΗΓΗ,ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

"Η ΓΙΑΓΙΑ ΤΗς ΕΛΔΥΚ"




site analysis
Η θυσία της 78χρονης ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΑΒΡΑΑΜ....
(Στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ-(16-8-1974) 
«Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ, η παλιόγρια;» 
Η «γιαγιά της ΕΛΔΥΚ» που έμεινε στο στρατόπεδο και σκοτώθηκε μαζί με 33 στρατιώτες...
Η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ Η Καλλιόπη Αβραάμ ήταν 78 ετών. Καταγόταν από την Λάρνακα της Λαπήθου και μετά την πρώτη εισβολή βρέθηκε να ζει κοντά στην περιοχή που έγινε η μάχη της ΕΛΔΥΚ.
Όταν της ζητήθηκε να εγκαταλείψει την περιοχή απάντησε: «Που να αφήσω τούτα τα παιδιά; Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ, η παλιόγρια;».
Η Καλλιόπη Αβραάμ, βοήθησε τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που ονόμαζε παιδιά και εγγόνια της με κάθε τρόπο. Κουβαλούσε νερό και φαγητό ενώ δεν τους εγκατέλειψε ακόμη κι όταν οι στρατιώτες αποφάσισαν να μεταφερθούν στη Σχολή Γρηγορίου. Ακόμη κι εκεί, τους αγκάλιαζε προσπαθώντας να τους προστατέψει από τα συντρίμμια που προκαλούσαν οι βόμβες γύρω τους.... 

Μία βόμβα βρήκε τη Σχολή Γρηγορίου. Η γιαγιά της ΕΛΔΥΚ, πέθανε μαζί με τους 33 στρατιώτες και τάφηκε μαζί τους στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμιας.... 
(Ο Διοικητής της ΕΛΔΥΚ, Αντ/ρχης, Π. Σταυρουλόπουλος, όταν αναφέρεται σε αυτήν με δυσκολία αρθρώνει τα λόγια του από την συγκίνηση)
Περιγράφει " Έφυγε στις 15 Αυγούστου να πάει να κοινωνήσει. Τα παιδιά της της έλεγαν να μείνει και να μην γυρίσει στο Στρατόπεδο και εκείνη τους απάντησε ότι δε μπορεί να μείνει και πως πρέπει να γυρίσει στα "παιδιά" της. Όταν γύρισε, συνεχίζει ο Διοικητής, της είπα να φύγει. Είδες της λέω πόσο σκληρός είναι ο πόλεμος, δεν μπορείς να μείνεις εδώ. Δεν ήθελε να φύγει. Μου είπε :«Που να αφήσω τούτα τα παιδιά; Αυτοί οι λεβέντες δεν φοβούνται να πεθάνουν και θα φοβηθώ εγώ, η παλιόγρια;». Την αγαπούσα. Την άφησα να μείνει. Στις 16, όταν εγκαταλείπαμε πια το στρατόπεδο, ήταν μαζί με μια ομάδα οπλιτών και τους σκότωσε όλους μαζί μια βόμβα. Όταν τους βρήκαμε μετά από λίγο, αποφάσισα να μην την ξεχωρίσω από τους υπόλοιπους, γιατί το άξιζε. Την έθαψα δίπλα στους Λοχαγούς μου και στους στρατιώτες μου..."

ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ



site analysis




Είναι αρκετοί αυτοί  που γνωρίζουν το Ποίημα του Αγγέλου Σικιελιανού «Μαγδαληνή» , που κλείνει με τους παρακάτω στίχους:
«Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι · 
σέ μοναστήρι ανέβασες κ΄ εμένανε πιστό, 
γιά νά φιλήσω λείψανο τό ατίμητό Σου χέρι · 
κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
(Πάσχα των Ελλήνων, «Μαγδαληνή»,διαβάστε παρακάτω ολόκληρο το ποίημα).

Λίγοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν από πού τους εμπνεύστηκε ο μεγάλος ποιητής.
Η ιστορία είναι η εξής:
Τον Νοέμβριο Του 1914, νεαρός ο Άγγελος Σικιελιανός επισκέπτεται Το Άγιον Όρος . Ήταν τότε μόλις 30 ετών και βρισκόταν σε μία περίοδο έντονης αναζήτησης.
Είχε μαζί τον Νίκο Καζαντζάκη.
Σαράντα μέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνα και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του, αφήνοντας και οι δύο και γραπτές τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτήν περιπλάνηση.
Στα Μοναστήρια Ανάμεσα που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα.
Ανέβηκαν από το μονοπάτι του Αρσανά.
Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ο Σικελιανός «θα συναντηθεί» με την Αγία Μαγδαληνή .
Η συνάντησή του χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του.
Όταν ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της, που φυλάσσεται στην μονή, θα το αισθανθεί θερμό.
Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρούν συχνά άνθρωποι που προσκυνούν το λείψανο της αγίας.
Η Κατάπληξη του Σικελιανού ήταν τόσο Μεγάλη, που θα ασπαστεί το χέρι της αγίας τρεις φορές !
Στη συνέχεια θα αποτυπώσει την θαυμαστή αυτή εμπειρία, που τον συγκλόνισε, σε στίχους:
«Κ ήταν ακόμα, ώς πίθωσα τά χείλια μου, ζεστό!»
Και την 1η Σεπτεμβρίου του 1915 θα γράψει στο ημερολόγιό του, αναπολώντας αυτήν την στιγμή:
Στής Σιμωνόπετρας
«Το έβγα μας στον αρσανά. Θάλασσα · 
ο αφρός φαίνεται άξαφνα ζεστός, σα να καίει μια αγαλλίαση ζωής. 
Και θυμούμαι άξαφνα το ζεστό χέρι της Μαγδαληνής, στη Σιμωνόπετρα . 
Ο ανήφορος στη Σιμωνόπετρα. 
Η δάφνη δεξιά ζερβά βλαστομανάει απίστευτα · 
δαφνοπόταμος. 
Δίπλα τρέχει λαγκαδιά που τα ξερόδεντρα τυλίγουν άφθονα οι κισσοί . 
Το κύμα ακούεται κάτου, κι πάνου το νερό. 
Δάσος δαφνών βαΐα. 
Απάνου καλεί ένα σήμαντρο χαρούμενο, τρεμάμενο 
Σα Γεράκι που ζυγιάζεται στο γκρεμό και φέρνει κύκλους. 
Μη τον ξεχνάς αυτόν τον δρόμο · τη θεία θέρμη της Μαγδαληνής. 
Όλο το σώμα νικητήριο μέσ απ τα άγια ». 
Μέσα από την θέρμη του χεριού της αγίας ο ποιητής βίωσε την αγάπη της για τον Χριστό , που νίκησε και αυτό τον θάνατο. 



Αγγελος Σικελιανος, «Μαγδαληνη»
Απο τη συλλογη «Πασχα των Ελληνων»

Την ώρα σ’ όλα τα πουλιά γλυκός που πέφτει ο ύπνος
και στο χαμηλοθώρητο σβημένο δειλινό
των ασταχυών ο ανασασμός είναι μεστός σα δείπνος·
π᾽ ο αποσπερίτης αρχινά νά τρέμει στο βουνό·

που στην καρδιά μας, άφθαρτη ξεχύνεται η πραότη,
τού σπλάχνου μας σα να ‘φτανε — πανάχραντη θροφή —
λίγο ψωμί για να γευτεί κατάβαθα τη θεότη,
κι ακολουθάει τον Έσπερον ο νους μας στην κορφή·

που ᾽ναι αγαθή στά πόδια μας όλου του δρόμου ή σκόνη,
και μια συμπόνια αξήγητη, στα πάντα αναρροεί,
ένας καημός αμίλητος τα στήθια μας φουσκώνει
σαν αρχινά από πάνω μας των αστεριώ ή ροή·

που, κι αν με μόνο ενα σκυλί στη στράτα απαντηθούμε,
κρυφή η ευλάβεια μέσα μας ανθίζει περισσή·
την ίδια λάτρα ως να ‘χουμε, τον ίδιο ως νά ποθούμε
πόθο, ζωσμένοι απ’ τ’ άπειρο, σάν έρημο νησί,

λύχνο να ιδούμε από μακρά σε σπίτι να σαλεύει,
θαρρούμε κ’ ήλιος έλαμψε στην ήσυχη βραδιά,
κι ως πεταλούδα, γύρα του, σπουδαχτικά παλεύει
νά ζεσταθεί στ᾽ αντίκρισμα τ’ ανθρώπινο ή καρδιά —

κι ό Ιησούς κ’ οί μαθητές, ανάμεσα στά πλήθη,
μ’ όλο της μέρας τον καρπό χυμένο στην ψυχή,
σέ κάθε άνθρωπου διάνεμα, ν’ απλώνεται στα στήθη,
μες στα σκοτάδια, νιώθουνε ζεστή την προσευχή.

Περνά διαβάτης βιαστικός, κι άλλος κρατεί το ψώνι
για να δειπνήσει σπίτι του, να πιει και να χαρεί·
κι ο Ιησούς, γνωρίζοντας το σπίτι του τελώνη,
μπαίνει, ανοιχτόν ως το ‘βρηκε που Τόνε καρτερεί.. .

Κ’ έκεί που κόβει το ψωμί, κι απλώνει στο προσφάι,
ξάφνου, απ’ τή θύρα ορθάνοιχτη που ξέμεινεν, ορμά,
σαν ένα κύμα θεόρατης αναπνοής του Μάη,
τό πλούσιο μύρο σπάζοντας στά πόδια του σιμά,

σα με τον ήλιο τρικυμιά κυλώντας, δοξασμένη
απ’ όση μες στό σπλάχνο της έστέναξε ηδονή,
με των μαλλιών την άμετρη φεγγοβολή λυμένη,
τα δάκρυα της σφουγγίζοντας κρουνό, ή Μαγδαληνή !

Τα μάτια της να σήκωνε και να ‘βλεπε τα χίλια
της νύχτας άστρα σα φιλιά, κι ο μέγας τους σφυγμός
να χτύπαε στ’ αναμμένα της απ’ τις αγάπες χείλια,
βαθιός δε θα χυνότανε μες στη νυχτιά ο λυγμός,

σαν τούτος οπού γιόμισεν ολάκερο το δώμα,
κύμα, στο κύμα π’ άπλωνεν από την ευωδιά·
με κολλημένο άκράταγα στα πόδια του το στόμα,
με τον άπάντεχο έρωτα που φούσκωνε η καρδιά!

Λοξά ο τελώνης την κοιτά· κι ο Ιούδας, στη σπατάλη
του μύρου, ως φίδι μέσα του να σούριξε βαθύ,
μεσ’ απ’ τά δόντια του μιλεί, κουνώντας το κεφάλι:
«Γιά τους φτωχούς δε δύνονταν αυτό να πουληθεί;»

Το χέρι μέσα στα μαλλιά τ’ αθάνατα κρατώντας,
στους πλοκάμους όπου σκορπάν τριγύρα, τους χρυσούς,
βαθιά αναγάλλιαν άμετρη, στά πόδια του κοιτώντας
το μέγα κύμα, απόκριση τους δίνει ό Ιησούς:

«Ήρθ’ από δρόμο σπίτι σου, κ’ εσύ δε μου ‘χεις πλύνει
τα πόδια, μηδέ μ᾽ άλειψες μέ μύρο τα μαλλιά·
κι αύτη, στιγμή δεν έπαψε στά δάκρυα ν’ αναλύνει,
κι αυτή, στιγμή δέ μου ‘παψε στα πόδια τά φιλιά·

» κι όπου κι ο Λόγος ο άγιος μου ξαπλώσει, και για κείνη·
στον αιώνα, αυτό που μου ‘καμε, παντού θα μιληθεί.»
Κι ακόμα αυτή το κλάμα της βρύση λαμπρή να χύνει
δεν παύει, μηδ’ απ’ το λυγμό το στήθος το βαθύ.

                              *

Μαγδαληνή, Μαγδαληνή, του πόθου μέγα αστέρι·
σε μοναστήρι ανέβασες κ’ εμένανε πιστό,
για να φιλήσω λείψανο το ατίμητο Σου χέρι·
κ᾽ ήταν ακόμα, ως πίθωσα τα χείλια μου, ζεστό!