Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Βασιλική Κουζάρη, μια χριστιανή αγωνίστρια που ήξερε μόνο το καλό



site analysis


  Γεννήθηκε το 1891 στο Βαρώσι της Αμμοχώστου της Κύπρου, που σήμερα είναι κατεχόμενο. Η οικογένεια της ήταν πολύ φτωχή. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια. Η ίδια ήταν η μικρότερη. Ορφάνεψε από μάννα, όταν ήταν πολύ μικρή. Ο Κωνσταντίνος Ψαράς που ήταν χήρος με δύο παιδιά ζήτησε σε γάμο την αδελφή της Μηλιά. Η Μηλιά του έβαλε σαν όρο να πάρη μαζί της και την δεκάχρονη τότε Βασιλική και το δέχθηκε. Η Βασιλική μεγάλωσε τα δύο ορφανά και άλλα επτά παιδιά που έκανε η αδελφή της με τον Κωνσταντίνο. Όλα τα παιδιά την αγαπούσαν περισσότερο από την μάννα τους, γιατί κι αυτή τα αγαπούσε πολύ.
Vasiliki Kouzari
Ο Κωνσταντίνος ως αντίδωρο της προσφοράς της προς τα παιδιά του και την οικογένεια του, της αγόρασε σπίτι στο κέντρο της πόλεως. Δεν την ξεχώρισε από τα παιδιά του και φρόντισε να την προικίση και να την αποκαταστήση. Ήταν ψηλή, εμφανίσιμη, με πολύ μακρυές κόκκινες πλεξούδες, και άσπρη επιδερμίδα με πολλές φακίδες. Παντρεύτηκε τον Πολύβιο Παρασκευά από την Λάπηθο, κατά 13 χρόνια μικρότερο της, χωρίς αυτό να αποτελέση εμπόδιο, και έζησαν πολύ αγαπημένοι. Εκ φύσεως ήταν πολύ αθώα, απονήρευτη και καλωσυνάτη. Αν και φτωχή ήταν πολύ ελεήμων. Ό,τι έπεφτε στα χέρια της το έδινε ελεημοσύνη. Είχε βαθειά πίστη στον Θεό και εμπιστοσύνη ακλόνητη στην πρόνοια Του.
Και πριν παντρευτή και αφού παντρεύτηκε αγαπούσε να μένη πολλές ώρες την ημέρα στην Εκκλησία. Σκούπιζε, άναβε τα καντήλια και προσευχόταν. Στην οικογένεια της και στο χωριό έλεγαν: «Η Βασιλού είναι αγία». Δεν έχανε ακολουθία και τηρούσε όλες τις νηστείες κατά γράμμα. Ήταν ταπεινή και για το κάθε τι ρωτούσε τους ιερείς. Ό,τι την συμβούλευαν το εδέχετο ως θέλημα Θεού και το τηρούσε. Δεν θύμωσε και δεν μάλωσε ποτέ με κανέναν. Δεν είχε εχθρούς. Σε όλους εφέρετο με αγάπη. Ήταν πρόθυμη να βοηθήση, να δώση ό,τι της ζητούσαν, κι ας ζημίωνε την οικογένεια της. Όταν έβλεπε κάποιον να θυμώνη και να φωνάζη, εστενοχωρείτο πολύ. Έλεγε: «Τον καημένο! Τί εχει; Μήπως δεν είναι καλά;». Ήταν πολύ ταπεινή. Δεν ήθελε να την ξέρη και να μιλά κανείς γι’ αυτήν. Ό,τι καλό έκανε, το έκρυβε επιμελώς.
Έλεγε πάντα την αλήθεια. Η γλώσσα της δεν μπορούσε να πή ψέματα, κι ας ήταν πολλές φορές εις βάρος της. Η Βασιλική, εκτός από τα εννιά παιδιά του Κωνσταντίνου, μεγάλωσε και τα δύο δικά της και αργότερα και τα εγγόνια της. Φαίνεται πως είχε γεννηθή για να μεγαλώνη παιδιά. Τα πήγαινε πολύ καλά μαζί τους, αλλά και με όλο τον κόσμο. Στα τόσα καλά που είχε η Βασιλική είχε και ένα φυσικό ελάττωμα ή συνήθεια, να μιλά πολύ. Ήταν πολυλογού, σε σημείο που έμεινε παροιμιώδης η πολυλογία της. Όταν κάποιος μιλούσε πολύ οι άλλοι έλεγαν: «Να,η Βασιλού». Από την πολυλογία της μερικές φορές ξεχνιόταν και έκαιγε το φαγητό. Ερχόταν ο άνδρας της από την δουλειά για να φάη το μεσημέρι, και αυτή με χαριτωμένο τρόπο του έλεγε: «Πολυβάκο μου, έκαψα το φαί. Να σου τηγανίσω δύο αυγά;».
Αυτός δεν διαμαρτυρόταν, έτρωγε κάτι πρόχειρο και πήγαινε πάλι στην δουλειά του. Ενώ όμως μιλούσε τόσο πολύ η Βασιλική για τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους και για την οικογένεια της, δεν κατέκρινε ποτέ κανέναν. Ήταν πολύ αυστηρή στην κατάκριση, την θεωρούσε μεγάλη αμαρτία και ποτέ δεν σχολίαζε τα έργα των ανθρώπων. Έλεγε στην κόρη της: «Ανδρούλα, δεν θα σε δείρω ποτέ (και πράγματι, ποτέ της δεν έδειρε τα παιδιά της). Αλλά αν σε ακούσω να πής κάτι κακό για κάποιον άνθρωπο, θα σου την δώσω στο στόμα».
Ο γυιός της αγάπησε μία γυναίκα με τρία παιδιά κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερη του. Η Βασιλική την δέχθηκε με πολλή αγάπη και έδωσε την ευχή της, που τους στήριξε και πρόκοψαν. Έλεγε για τη νύφη της: «Αυτήν μας έστειλε ο καλός Θεός. Είναι πολύ καλή». Η παρουσία του Θεού ήταν έντονη και ζωντανή στην ζωή της. Σε μεγάλη ηλικία πήγε προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Σε κάποιο προσκύνημα οι υπόλοιποι την άφησαν πίσω γιατί ήταν ηλικιωμένη. Αυτή προχώρησε μόνη της, με μεγάλη ευκολία και στην απορία των άλλων είπε ότι την κρατούσε η Παναγία. Οι άλλοι δυσπιστούσαν ενώ αυτή επέμενε ότι ένιωθε ένα χέρι που την κρατούσε και την στήριζε, και βάδιζε εύκολα.
Δεν πήγε ποτέ σε γιατρό. Γιατρός της ήταν η Παναγία. Όταν αρρώσταινε έλεγε στον γυιό της: «Παναγιώτη, όχι γιατρό. Πάρε με στην Παναγία». Την έπαιρνε σηκωτή στην Εκκλησία της Αγίας Ζώνης στο Βαρώσι. Προσευχόταν, αλειφόταν με λαδάκι και γύριζε πίσω με τα πόδια υγιής. Μετά τον ξερριζωμό του 1974 η Βασιλική με τον σύζυγο της και την οικογένεια του γυιού της, κατέφυγαν στο προάστιο Πολεμίδια της Λεμεσού. Εκεί έζησε τέσσερα χρόνια και εκοιμήθη το 1978 σε ηλικία 87 ετών. Όλα τα παιδιά που μεγάλωσε μαζεύτηκαν και με αγάπη έκαναν την κηδεία της. Πρόσφεραν και χρήματα γιατί τότε μετά την προσφυγιά, υπήρχε μεγάλη φτώχεια.
Μετά από πέντε χρόνια εκοιμήθη και ο σύζυγος της. Για να τον θάψουν άνοιξαν τον τάφο της να κάνουν την ανακομιδή των οστών της και όλοι εξεπλάγησαν. Το φόρεμα και τα μαλλιά της Βασιλικής ήταν άθιχτα και τα οστά της ευωδίαζαν. Αυτό το επιβεβαιώνουν όλοι οι παρόντες κατά την εκταφή. Ο γυιός της έλεγε στην αδελφή του: «Ανδρούλα, δεν είμαι πολύ της Εκκλησίας. Αλλά τι να σου πώ! Όταν ανοίξαμε τον τάφο της μάννας, ευωδίαζε».
Αιωνία της η μνήμη. Αμήν.
  Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», σ.103-107,   Μεταμόρφωση Χαλκιδικής, 2012

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Παρακλητικός Κανών εις την Αγία Οσιομάρτρα Ελέσης εκ Κυθήρων



site analysis



Παρακλητικός Κανών εις την Αγίαν Οσιομάρτυρα Ελέσα Προστάτιδα και Έφορον της Νήσου Κυθήρων.

Ποίημα του Υμνογράφου Σοφ. Καλούτση (+)

(ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1!!!ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚ ΚΥΘΗΡΩΝ)


Ευλογήσαντος του Ιερέως αναγινώσκομεν τον ψαλμόν «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου». Μετά δε την συμπλήρωσιν αυτού ψάλλομεν τα παρόντα. Προηγουμένου του «Θεός Κύριος» μετά των στίχων αυτού.

Ήχος δ’. Ο υψωθείς.
Την του Σωτήρος Καλλιπάρθενον Νύμφην, την παρθενίας απαστράπτουσαν αίγλη, Αθλητριών το καύχημα εν ύμνοις οι πιστοί, άπαντες τιμήσωμεν, εκβοώντες θερμώς αυτή, χαίροις χαρμονή ημών, και της νήσου Κυθήρων, η θερμοτάτη πρέσβυς προς Θεόν, Μάρτυς Οσία, Ελέσα αοίδιμε. 
Δόξα. Απολυτίκιον του αγίου του Ναού.
Και νυν. Όμοιον.
Την πατρικήν βδελυξαμένη θρησκείαν, τω σωτηρίω προσωρμίσθης λιμένι, της Χριστωνύμου πίστεως Ελέσα σεμνή, Θεοτόκον έχουσα, και Μητέρα αγνήν Χριστού, θείαν αρωγόν αεί, μεθ’ ής νυν εν υψίστοις, κατατρυφώσα μέμνησο ημών, των ευφημούντων σε Κόρη εκ πίστεως.

Ο Ν’ ψαλμός και μετά την συμπλήρωσιν αυτού.

Ο Κανών.
Ου η ακροστιχίς «Κυθηρίων μέλπω σε εύχος κλεινόν Ελέσα». Εις τα δύο τροπάρια τα προ των αιτήσεων του ιερέως από τρίτης και έκτης ωδής τα αρχικά του ονόματος του Υμνογράφου «Σ.Κ.», εις δε τα Μεγαλυνάρια ολόκληρον το όνομα αυτού «Σοφοκλής»
Ποίημα Σοφοκλέους Δ. Καλούτση.

Ήχος πλ. δ’
Ωδή α’. Αρματηλάτην Φαραώ.
Κατατολμώντι σε την όντως ένδοξον, ανευφημείν ως ωδαίς, εκδυσωπώ χάριν, εν ανοίξει στόματος, την του αγίου Πνεύματος, σαις ευχαίς μοι δοθήναι. Ελέσα Μάρτυς αοίδιμε, όπως επαξίως υμνήσω σε.

Υμνολογεί σε θεαρέστοις άσμασιν, ο Κυθηρίων λαός, πανευλαβώς μέλπων, την πολλήν σου εύνοιαν, και κραταιάν αντίληψιν, και βοά σοι παρθένε, Ελέσα Μάρτυς πανένδοξε, σου μου ει χαρά και κραταίωμα.
Δόξα.
Θαυματουργούσα παραδόξως ήγειρας, εν τη δυνάμει Χριστού, φθοροποιόν δήγμα, ιοβόλου όφεως, τον υποστάντα δούλον σου, και παρέστησας ζώντα, Ελέσα Μάρτυς πανθαύμαστε, όθεν ευχαρίστως υμνούμέν σε.
Και νυν. Της Μυρτιδιωτίσσης.
Η των χαρίτων συ πηγή Πανύμνητε, και Κυθηρίων πιστών, η χαρμονή πέλεις, και θερμή αντίληψις, και τείχος απροσμάχητον, Σην Εικόνα γαρ τούτοις, δωρησαμένη την πάνσεπτον, Νήσον Κυθηρίων εδόξασας.

Ωδή γ’. Ουρανίας αψίδος.
Ρωννυμένη δυνάμει, τη του Σταυρού πάνσεμνε, την του σου πατρός αθεΐαν, Μάρτυς κατήσχυνας, και νικηφόρος σεμνή, αναδειχθείσα Ελέσα, ουρανών απείληφας, θεία βασίλεια.

Ισχυράν σε προστάτιν, και ιατρόν άμισθον, οι εν τοις κινδύνοις τελούντες, νόσοις τε έγνωμεν, Παρθενομάρτυς Χριστού, όθεν τω θείω Ναώ σου, προσφοιτώντες άσμασι, πάντες υμνούμέν σε.

Δόξα. 
Ως ανέσπερον σέλας, ως φωταυγής ήλιος, τη των Κυθηρίων νησίδι, όντως ανέτειλας, ην καταυγάζεις αεί, μαρμαρυγαίς ακηράτοις, και θαυμάτων λάμψεσι, Μάρτυς αοίδιμε.
Και νυν. Της Μυρτιδιωτίσσης.
Νοσημάτων παντοίων, σε ιατρόν Δέσποινα, οι τω σω Ναώ προσιόντες, πίστει ευρίσκουσι, και την Εικόνα την σην, κατασπαζόμενοι πόθω, εν μυρσίναις Άχραντε, θείως εκλάμψασαν.

Σε καύχημα, και τιμαλφέστατον δώρον τοις Κυθηρίοις, ο ανάσσων εν Ουρανοίς Ελέσα δεδώρηται, ελπίδα ασάλευτον και προστάτιν.
Καυχώμενοι, τη πανισχύρω Ελέσα ση προστασία, δυσχερειών και δεινών τε του βίου λυτρούμεθα, ενθέρμοις σου προς τον Κτίστην πρεσβείαις.

«Ελέησον ημάς ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου».

Μνημονεύει ο Ιερεύς των υπέρ ων η παράκλησις γίνεται. Μετά την εκφώνησιν του Ιερέως. 

Κάθισμα.

Ήχος β’. Πρεσβεία θερμή.
Ελέους πηγή, τη νήσω σου δεδώρησαι, Ελέσα Θεού, ελέους η επώνυμος, ελεούσα πάντοτε ιλαρώς τους εις σε καταφεύγοντας, ταις σαις πρεσβείαις Μάρτυς προς Θεόν, ημών απάντων, αεί συ μνημόνευε. 

Ωδή δ’. Συ μου ισχύς Κύριε.
Μέλπει φαιδρώς, Μάρτυς τα σα κατορθώματα, ευφημούσα, νήσος Κυθηρίων σε, και γαρ εν ταύτη ενήθλησας, αγωνισαμένη κατά δαιμόνων πολύαθλε, Ελέσα των Μαρτύρων, και Οσίων ακρότης, και των Κυθήρων το θείον ωράϊσμα.

Έσχες Χριστόν, Μάρτυς εν σοι Καλλιπάρθενε, ενοικούντα, όθεν και ανέκραζες, μετά του Παύλου ουκέτι ζω, άλλ’ ο βασιλεύων των όλων ως παντοδύναμος, διόπερ νυν χορεύεις, των εσόπτρων λυθέντων, εις τα άνω Ελέσα βασίλεια.

Δόξα.
Λύεις μητρός, Αγία λύπην στειρότητος, γεννηθείσα, έλεος γαρ Ύψιστος, επιραβεύων την προσευχήν, της σε κυησάσης, φερώνυμον τιμαλφέστατον, δεδώρηται Ελέσα, προσημαίνων την δόξαν, της ενδόξου σου Μάρτυς αθλήσεως. 
Και νυν. Της Μυρτιδιωτίσσης.
Πλούτον Αγνή, κέκτηται όντως αδάπανον, Κυθηρίων νήσος και διάσωσμα, την σην Εικόνα την ιεράν, ήν εν Μυρτιδίοις Θεόνυμφε απεκάλυψας, κινδύνων λυτρουμένη, δυσχερών τε και νόσων, και την χάριν σου ταύτη παρέχουσα.

Ωδή ε’.
Ίνα τι με απώσω.
Ως φρονίμη Παρθένος, ελεημοσύναις σου τον πλούτον τέθηκας, εν χερσί πενήτων, και τας χρείας αυτών εθεράπευσας, ο Νυμφίος όθεν, ο επουράνιος Ελέσα, εις νυμφώνα σε θείον εισώκισε.

Σωστικάς υποθήκας, η αγιωτάτη σου Ελέσα δέδωκεν, εκδημούσα μήτηρ, εκ των τήδε ζωήν προς την άληκτον, ας θερμή καρδία, ενστερνισθείσα νυν αγάλλη, μετ’ αυτής εις τα άνω βασίλεια.

Δόξα.
Εν τω όρει οσία, την του σου γεννήτορος μανίαν φεύγουσα, ηξιώθης ξένης, προστασίας Ελέσα αοίδιμε˙ ο σχισθείς γαρ βράχος, περιλαβών σε παραδόξως, αβλαβή θαυμαστώς διεφύλαξε.
Και νυν. Της Μυρτιδιωτίσσης.
Εν μυρσίναις Παρθένε, Κεχαριτωμένη την σεπτήν Εικόνα σου, αγαθώ ποιμένι, θαυμαστώς υπέρ νουν εφανέρωσας, και Κυθήρων νήσον, καθαγιάσασα εν ταύτη, Πολιούχος αυτής αναδέδειξαι.

Ωδή στ’.
Την δέησιν εκχεώ προς Κύριον.
Υπέταξας, της σαρκός το φρόνημα, τω νοΐ σου Αθληφόρε Ελέσα, και προς ζωήν, την μονήρη μετέστης, καταφρονήσασα κόσμου τερπνότητας, και εύρες νυν εν Ουρανοίς, την τρυφήν εν Χριστώ την αιώνιον.

Χαρίτων σε, της ψυχής και σώματος, υπερπλήρη θεασάμενος Μάρτυς, ο σος πατήρ, ηβουλήθη νυμφίω, σε συναρμόσαι θνητώ άλλ’ ο ένθεος, Ελέσα σου προς τον Χριτόν, τον νυμφίον σου έρως κατίσχυσε. 

Δόξα.
Ο βράχος νυν, σου σκληρού γεννήτορος, μαλακώτερος Ε λέσα εδείχθη, καταφυγήν, παρασχών σοι τους κόλπους, και φιλοστόργως διώκτου ρυσάμενος, καυχάται δε αγιασθείς, τη ροή του τιμίου σου αίματος.
Και νυν. Της Μυρτιδιωτίσσης.
Στεφάνωμα, την Εικόνα Δέσποινα, θησαυρόν τε Κυθηρίων η νήσος, πολυτελή, κεκτημένη καυχάται, και ανυμνεί σου την άμετρον εύνοιαν, κινδύνων τε και συμφορών, λυτρουμένη ταις θείαις πρεσβείαις σου.

Στερέωμα, της Εκκλησίας λαμπρύνεις Οσιομάρτυς, καταυγάζουσα ψυχάς των πίστει τιμώντων σε, Ελέσα το τείχος των Κυθηρίων.
Κλέϊσμα, των Ορθοδόξων Ελέσα Παρθενομάρτυς, σαις αγίαις προσευχαίς, αιτήσεις εκπλήρωσον, των πίστει καταφευγόντων ση σκέπη.

Είτα μνημονεύει ο Ιερεύς των υπέρ ων η Παράκλησις γίνεται, μετά δε την εκφώνησιν.

Κοντάκιον. Ήχος δ’.
Προστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντε.
Την προστάτιν σε των Κυθηρίων εν άσμασι, των εν νήσω και των εν τη ξένη γεραίρομεν, αιτούμενοι διηνεκώς πρεσβεύειν τω Θεώ, του δωρήσασθαι τον ιλασμόν, και τα ελέη του Χριστού, εν ειρήνη τοις μέλπουσι, Χαίροις των Κυθηρίων, και πάντων των Ορθοδόξων, η ακαταίσχυντος ελπίς, Αθληρόφε Μεγαλώνυμε.

Προκείμενον. Ήχος β’.
Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου.
Στίχος. Και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου.

Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Ματθαίον.
(Των 10 Παρθένων).
Ζήτει τω Σαββάτω της 17ης Εβδ. Ματθαίου. 

Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. 2 πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραί. 3 αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔλαιον· 4 αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. 5 χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. 6 μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. 7 τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν. 8 αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. 9 ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. 10 ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. 11 ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. 12 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. 13 γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. 

Δόξα. Ταις της Αθληφόρου, πρεσβείαις Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθηκ, των εμών εγκλημάτων.

αι νυν. Ταις της Θεοτόκου, πρεσβείαις Ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.
Είτα: Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον το ανόμημά μου. 

Ήχος πλ. β’. Όλην αποθέμενοι.
Χάριν των ιάσεων, παρά Θεού δεξαμένη, εφαπλοίς τοις κάμνουσι, και ναώ προστρέχουσι, τω αγίω σου, δαψιλώς πάνσεμνε, των θαυμάτων ρείθρα, συ γαρ όντως αναδέδειξαι, πηγή χαρίτων τε, και των ιαμάτων ακένωτος, διόπερ κατά χρέος σε, ανυμνολογούντες κραυγάζομεν. Χαίροις των Κυθήρων, ωράϊσμα και καύχημα τερπνόν, Παρθενομάρτυς πολύαθλε, Ελέσα πανθαύμαστε.

Ο Ιερεύς: Σώσον ο Θεός τον λαόν σου. 
Ο χορός: Κύριε ελέησον (12).
Εκφώνησις: Ελέει και οικτιρμοίς.

Ωδή ζ’. Παίδες Εβραίων εν καμίνω.
Κάλλει αστράπτουσα χαρίτων, ως φιλέρημος τρυγών ωραιοτάτη, επί όρους σεμνή, μονάσαι ηρετίσω, ευλογητός ει κράζουσα, ο Θεός εις τους αιώνας.

Λύσον Ελέσα νοσημάτων, τα συμπτώματα υγείαν δωρουμένη, τω πιστώ σου λαώ, και τούτον ομοφρόνως, Οσιομάρτυς πρόσδεξαι, σε υμνούντα εις αιώνας. 

Δόξα.
Έπιδε Μάρτυς εξ αγίου, και ελέησον ημάς τους τω Ναώ σου, προσιόντας πιστώς, και μέλποντας συμφώνως, ευλογητός ει Κύριε, ο Θεός εις τους αιώνας. 
Και νυν. Της Μυρτιδιωτίσσης.
Ίθυνον Κόρη προς τας τρίβους, του Υιού σου λαόν των Κυθηρίων, ώ Εικόνα την σην, αρρήτως εδωρήσω, ευλογημένη κράζοντι, συ υπάρχεις εις αιώνας.

Ωδή η’. Τον εν όρει αγίω δοξασθέντα.
Νεκρωθέντας ιώ της αμαρτίας, ζωοποίησον συ, η τον νενεκρωμένον, τω ιοβόλω δήγματι του όφεως, ζώντα στησαμένη, ίνα σε υμνώμεν, Ελέσα εις αιώνας.

Ο αλάστωρ τοκεύς αποτεμών σου, την σεπτήν κεφαλήν προς την επουρανίαν, και αιωνίαν δόξαν σε προέπεμπε, όθεν σε υμνούμεν, και υπερυψούμεν, Ελέσα εις αιώνας.
Ευλογούμεν Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, τον Κύριον. 

Νοεραί σε δυνάμεις ανυμνούσι, τον Υιόν συν Πατρί, μετά του Παρακλήτου, την εν Τριάδι άτμητον Θεότητα, χείλεσιν αΰλοις, και υπερυψούμεν, εις πάντας τους αιώνας. 
Και νυν. Της Μυρτιδιωτίσσης.
Εν μυρσίναις αρρήτως την Εικόνα, ο ποιμήν ανευρών, της Κεχαριτωμένης, τοις Κυθηρίων δήμοις ευαγγέλια, ήνεγκε δοξάζων, ανυμνολογών τε, Αυτήν εις τους αιώνας.

Ωδή θ’. Εξέστη επί τούτω ο Ουρανός.
Λαμπρύνεις των χαρίτων σου ταις αυγαίς, και θαυμάτων τη αίγλη την νήσον σου υπερφυώς, νόσους απελαύνουσα ψυχικάς, σωματικάς πένσεμνε, νυν προσερχομένων τω σω Ναώ, Ελέσα των Μαρτύρων, οσίων τε ακρότης, διο σε πάντες μεγαλύνομεν.

Εν ύψει των ενθέων σου αρετών, τους τιμώντάς σε πόθω ανύψωσον ταις σαις λιταίς, ένδοξε Ελέσα και υμνητή, τω ταπεινώ σου δώρησαι, την διαιωνίζουσαν εν Χριστώ, τρυφήν εν Παραδείσω, ποθών γαρ ου καμπάζων, σοι το εγκώμιον εξύφανε. 

Δόξα. 
Σκιρτώσι των αγίων εν Ουρανοίς, αι ψυχαί συμπολίτην σε έχουσαι και συν αυταίς, νήσος Κυθηρίων η ευσεβής, ως θησαυρόν κατέχουσα, τον περικαλλέστατόν σου Ναόν, προστάτιν σε κηρύττει, και έφορον κλεινήν σε, ολοκαρδίως μεγαλύνουσα. 
Και νυν.
Ασπόρως της τεκούσης σε ταις λιταίς, και Ελέσης της σης Καλλιμάρτυρος και του κλεινού, θείου Θεοδώρου άναξ Χριστέ, τοις Κυθηρίοις δώρησαι, τοις τε εν τη Νήσω και αλλαχού, υγείαν ευφροσύνην, συγχώρησιν πταισμάτων, ίνα σε πάντες μεγαλύνωσι.

Αξιον εστί.....

Σε την λευκοφόρον περιστεράν, την ηγλαϊσμένην, την χαρίτων και αρετών, και του μαρτυρίου, στολή Μάρτυς Ελέσα, εκ πόθου ανυμνούντες, σε μεγαλύνομεν.

Οσιομαρτύρων την καλλονήν, και των Κυθηρίων, την προστάτιν και βοηθόν, την παρισταμένην, Χριστού Θρόνω εν δόξη, Ελέσαν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.

Φωταγωγουμένη υπερφυώς, ταις του Παρακλήτου, υπερφώτοις μαρμαρυγαίς, την εν ταις ερήμοις, ζωήν είλου Ελέσα, προκρίνουσα των τήδε, όλβον ουράνιον.

Ο περικαλλέστατός σου Ναός, ανεγηγερμένος, εν τω όρει τω ιερώ, του σου μαρτυρίου, σεμνή Μάρτυς Ελέσα, θαυμάτων εγνωρίσθη, κρήνη αείροος. 

Καθοδηγουμένη τη μητρική, συ θεοσεβεία ηκολούθησας τω Χριστώ, και ανεπιστρόφως, οδόν ώδευσας Μάρτυς, την άγουσαν εις δόξαν, όντως την άφθιτον.

Λαμπαδηφορούσα εν ταις αυλαίς, ταις του παραδείσου κατεσκήνωσας εν χαρά, και αγαλλιάσει, σεμνή Μάρτυς Ελέσα, αντάξια λαβούσα, πόνων τα έπαθλα.

Ηλιοφωτόμορφε καλλονή, η μεμνηστευμένη, τω Ηλίω τω νοητώ, εν επουρανίοις, Χριστού νύμφη Ελέσα, διάσωζε τους πόθω σε μεγαλύνοντας.

Συν τη Βασιλίδι των Ουρανών, και τω Θεοδώρω τω Οσίω και θαυμαστώ, νήσον Κυθηρίων, Χριστού Μάρτυς Ελέσα, κινδύνων τε και νόσων, σώζετε πάντοτε.

Έτερα Μεγαλυνάρια.
Ποιηθέντα χάριτι Θεού και ευδοκία της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος Ελέσης παρά του Σεβ. Μητροπολίτου Κυθήρων και Αντικυθήρων Σεραφείμ (Μάϊος 2008). Ελέσα ελέησον Αρχιερέα Κυθήρων Σεραφείμ.

Ελέσα ελέους θείου βλαστός, και δώρημα όντως, ιερώτατον και σεπτόν, τη νήσω Κυθήρων, και πάση οικουμένη, των μοναζόντων κλέος, υπάρχεις πάνσεμνε.

Ελέσα σεισμών τε και συμφορών, εμπρησμών και νόσων, πλάνης βλάβης αιρετικών, δεινών και κινδύνων, και πάσης καχεξίας, διάσωζε την νήσόν σου, θεοτίμητε. 

Ελέσα προστάτιν σε και φρορόν, βρεφών και παιδίων, νεολαίας νέων βλαστών, γονέων συζύγων, οικογενείας πάσης, και κοινωνίας όλης, πάντες κεκτήμεθα. 

Ελέσα αγνότητος κιβωτός, άγνιζε τους νέους, αγνούς λόγους πράξεις αγνάς, αγνώς βιοτεύειν, και τα αγνά φυλάσσειν, αγνήν τε την παράδοσιν, διασώζοντας. 

Ελέσα θεόφρων και θαυμαστή, προστάτευε οίκους, συζυγίας τέκνα γονείς, και ρύσαι κινδύνων οινοποσίας μέθης, ναρκωτικών μανίας, και διαζεύξεως. 

Ελέσα πανθαύμαστε και σεμνή, Κυθήρων το κλέος, και μαρτύρων η καλλονή, προστάτευε σκέπε, το θείον τέμενός σου, και δούλους του Κυρίου, τους σοι προστρέχοντας. 

Ελέσα θαυμάτων η χορηγός, συν τω Θεοδώρω, συμπροστάτη και αρωγώ, και σεπτή εικόνι, Μονής των Μυρτιδίων, ποιμένας και την ποίμνην, Κυθήρων φύλαττε.

Πάσαι αγγέλων...

Εξαποστειλάρια. 
Ήχος γ’. Απόστολοι εκ περάτων. 
Αθλήσεως ανεδείχθης, και οσιότητος τύπος, Παρθενομάρτυς Ελέσα, Χριστού καλλίμορφε Νύμφη, διο αιτούμέν σε σώζειν, Κυθήρων νήσον κινδύνων. 

Ο γλυκασμός των Αγγέλων.
Οσιομάρτυς Ελέσα, των Κυθηρίων η χαρά, και θεοδώρητον εύχος, ελπίς και τείχος και σκέπη, υπέρ ημών τω Σωτήρι, μη διαλείπης πρεσβεύειν.

Και σε μεσίτριαν έχω.
Καταυγασθείσα Ελέσα, του Παρακλήτου ταις αυγαίς, πένησιν ένειμας πλούτον, τον σον αντικτησαμένη, τον αδαπάνητον όντως, Χριστώ εν δόξη συνούσα.

Χρυσοπλοκώτατε πύργε. 
Χαρμονικώς σοι τον ύμνον, τω εξυφάναντι Κόρη, και τοις τιμώσι σε πάσι, παράσχου Μάρτυς Ελέσα, αμαρτημάτων την λύσιν, και Ουρανών Βασιλείαν.

Απολυτίκιον. 

Ήχος α’. Του λίθου σφραγισθέντος.
Πατρικήν εβδελύξω συ Ελέσα ασέβειαν, μητρική στηριχθείσα ευσεβεία πανεύφημε˙ μετέστης εις γην αλλοδαπήν, φυγούσα κακόνοιαν πατρός˙ άλλ’ αυτός σου και αλάστωρ και φονεύς και τύραννος εγεγόνει. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ˙ δόξα τω σε ενισχύσαντι˙ δόξα τω δωρησαμένω σε ημίν, προστάτιν ακοίμητον.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ Δ. ΚΑΛΟΥΤΣΗΣ 
Κύθηρα: Μάρτιος – Απρίλιος 1954.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ φέρνει ἐγκράτεια, ἀγάπη πρός τόν πλησίον(Διδαχές της αείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας, Ηγουμένης της Ι.Μ.Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς)



site analysis




* ...Απ' τη μια να φωνάζει, να λυπεί τον αδελφό, να κατακρίνει και απ' την άλλη να κοινωνάει είναι φοβερό. Περνάμε και βλέπουμε ένα σκουπιδάκι και το καταφρονούμε. Να συλλάβουμε στη διάνοια μας ότι εδώ πού πατάμε βαδίζει η Παναγία. Το σπίτι της Παναγίας να το ‘χουμε να λάμπει. Ο μοναχός πρέπει να είναι πολυόμματος. Αν δεν κάνουμε ότι θέλει ο Θεός κατακρινόμαστε. Αν εξετάσουμε τον εαυτό μας θα δούμε ένα κόσμο καταφρονήσεως, αργολογίας, κατακρίσεως. Πώς ζητούμε να ‘ρθει η Θεία λαμπρότης, η γλυκύτης, το πυρ της Θεότητος; Πρέπει να τα ζούμε, να τα γευόμαστε εδώ πού είμαστε. Η προσευχή πρέπει να γίνεται με φόβο Θεού. Στην εκκλησία να μην πηγαινοερχόμαστε. Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη για το Θεό. Χάνουμε τον χρόνο μας με τις κουβέντες, γι' αυτό αισθανόμαστε άδειες και ανικανοποίητες, γιατί δεν έχουμε προσευχή. Ο φόβος του Θεού φέρνει εγκράτεια, αγάπη προς τον πλησίον.
Δεν έχουμε τίποτε μέσα μας γι' αυτό πρέπει να κλάψουμε, γιατί λέμε ότι είμαστε αφιερωμένες, και αυτό είναι ψέμα. Θα μείνουν μόνο τα καλά έργα. Να κάνουμε προετοιμασία της Θείας Μεταλήψεως. Εάν καταλαβαίνετε κάτι σας βαραίνει δεν πρέπει να πλησιάζετε. Αφού ο άλλος λυπήθηκε μαζί σου πώς εσύ κοινωνάς; Γιατί να μην πάμε να φτερουγίσουμε στο θρόνο του Θεού; και να προτιμάμε τις συζητήσεις;
* Όποια κάνει οικονομία, προσέχει στο φαγητό της δεν θα στερηθεί. Να γίνεται οικονομία για να μας σκεπάσει ο Θεός. Φοβάμαι πολύ την πείνα. Όποιος δεν την έζησε... Είπα, στη ζωή μου δεν θα πετάξω ούτε μια μπουκίτσα. Έβλεπα τις πέτρες κι έλεγα «Χριστέ μου κάνε τις ψωμάκι να φάω, να στηριχθώ στα πόδια μου». Θα 'ρθει εποχή που δεν θα υπάρχουν ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια. Εμείς πρέπει να παρακαλούμε την Παναγία να μας σκεπάζει από τις παγίδες του διαβόλου και τους κακούς ανθρώπους.
Να μην αργολογούμε, καιρός μετανοίας. Ολα τα λεπτά θα μας τα ζητήσει ο Θεός και τις μέρες μας που φεύγουν.
Και τα παπούτσια μας και τις κάλτσες μας όλα να τα οικονομούμε. Θα με θυμηθείτε μια μέρα. Πρέπει να τα προσέξουμε όλα για να φωτίσει ανθρώπους να μας φέρνουν....

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ 09-12-2003
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Η Αγία παρθενομάρτυς Αγαθονίκη.



site analysis



10/8  ΑΓ. ΑΓΑΘΟΝΙΚΗ, παρθενομάρτυς.

Μαρτύρων ο Χορός, περίλαμπρος, καταυγάζει το Ουράνιο στερέωμα.Ο Τριαδικός Θεός ευφραίνεται με την παρουσία τους. Η πλειάδα των Αγίων αγάλλεται. Οι Άγγελοι συγχορεύουν. Οι πιστοί  σεμνύνονται και επιζητούν και ελπίζουν  στην ακατάπαυστη  πρεσβεία τους.
Ανάμεσα στους  Μάρτυρες και η παρθενομάρτυς Αγαθονίκη. Ζει στην Καρχηδόνα. Γνωρίζει το Χριστό και συστρατεύεται  εκούσια στην επίλεκτη στρατεία Του. Εργάζεται, για την  πύκνωση της φάλαγγας του Χριστού. Δίνει καθημερινά τη μαρτυρία του Ιησού, την ομολογία της πίστεως. Οι εχθροί της Εκκλησίας μαίνονται. Η δράση  της  γνωστοποιείται. Συλλαμβάνεται, ομολογεί σθεναρά, βασανίζεται σκληρά και θανατώνεται βάναυσα. Το σώμα πληγώνεται. Η ψυχή απελευθερώνεται. Κληρονόμος της Βασιλείας Του αδιαμφισβήτητη.-

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Αγία μάρτυς Ία (Μνήμη 4 Αυγούστου & 11 Σεπτεμβρίου)



site analysis



1.  Κατά το πεντηκοστό τρίτο έτος της βασιλείας του[1], ο βασιλιάς των Περσών Σαβώριος ανέβηκε στα κάστρα και τα σύνορα των Ρωμαίων κάνοντας εκστρατεία με το στρατό του. Έφτασε δε και σ’ ένα κάστρο που λεγόταν Βιζαϊδέον[2], και κατόρθωσε να το κυριεύσει και να γίνει κάτοχός του και να καταστρέψει τα τείχη του. Όχι δε μόνον αυτό, αλλά θανάτωσε εκεί με τα ξίφη και πλήθος Ρωμαίων και συνέλαβε περίπου πενήντα χιλιάδες[3] άνδρες και γυναίκες, μαζί με τον επίσκοπο Ηλιόδωρο και τους γηραλέους πρεσβυτέρους Δόσσα και Μαρεάβη[4] και άλλους πρεσβυτέρους και διακόνους, άνδρες αγιότατους, όπως επίσης και ομάδα αγίων μοναχών και παρθένων μοναζουσών, τους οποίους πήρε όλους αιχμαλώτους.
AgiaIa2
Καθώς τους οδηγούσαν στη χώρα των Ουζαϊνών[5], έφτασαν σε σταθμό που λεγόταν Βισακέρ. Εκεί ο αγιότατος επίσκοπος Ηλιόδωρος αρρώστησε, κι επειδή έμελλε να πεθάνει, χειροτόνησε επίσκοπο στη θέση του τον θεοσεβή πρεσβύτερο Δόσσα. Επίσης και το θυσιαστήριο[6] που είχε πάρει όταν έφευγε στην αιχμαλωσία, το παρέδωσε στον οσιότατο Δόσσα για να λειτουργεί σ’ αυτό οσίως και δικαίως και αμέμπτως ενώπιον του Κυρίου. Και ο θεοφιλέστατος Ηλιόδωρος ανεπαύθη εν Κυρίω.
2. Το Ιερό λείψανό του κηδεύτηκε εκεί από τους Χριστιανούς με πολλή τιμή και δόξα. Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, φεύγοντας από τα μέρη εκείνα, συναθροίστηκαν σε κάποιο μέρος κι έψαλλαν και υμνούσαν δοξολογώντας τον άγιο Θεό, και καθημερινά εκτελούσαν αυτή τη λατρευτική διακονία. Οι μάγοι όμως πλημμύρισαν από θυμό επειδή αυτοί έψαλλαν και λάτρευαν τον Χριστό τον Θεό μας, οι καρδιές και οι ψυχές τους ταράχθηκαν φοβερά και άρχισαν να κακολογούν και να συκοφαντούν τους Χριστιανούς που λάτρευαν τον Θεό στον αρχιμάγο Αδελφέρ, ο οποίος και πρωτύτερα είχε γίνει αίτιος αιματοχυσιών πολλών Χριστιανών και αθλοφόρων Μαρτύρων του αγίου Θεού που μαρτύρησαν στην Ανατολή.
Και ο Αδελφέρ, οπλισμένος με τα όπλα του διαβόλου, παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Αγαθέ βασιλιά, υπάρχει κάποιος στους αιχμαλώτους, αρχηγός των Χριστιανών, που λέγεται Δόσσας· αυτός προσελκύει πολλά πλήθη από τους αιχμαλώτους, άνδρες και γυναίκες, ομόπιστους και ομόφρονες μ’ αυτόν, και λοιδορούν την εξουσία σου και βδελύσσονται τη βασιλεία σου· αυτό το διαπράττουν καθημερινά. Τους παρήγγειλα να μη κάνουν έτσι, αλλά δεν παύουν μάλιστα περισσότερο ατιμάζουν τη βασιλική σου μεγαλειότητα και βλασφημούν όχι λίγο τους θεούς των Περσών». Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε να αποκόψουν την κεφαλή του μακαρίου επισκόπου Δόσσα.
3. Μετά την άθληση του μακαρίου επισκόπου Δόσσα, κατηγορήθηκε η δούλη του Θεού Ία, αιχμάλωτη και αυτή, ότι έχει πολύ ζήλο για την πίστη του Σωτήρα μας Χριστού. Πράγματι, ήταν εξασκημένη με ακρίβεια στις άγιες Γραφές για τον πόθο που είχε στον Δεσπότη Χριστό· φλογιζόμενη δε από την αγάπη του Χριστού εναντιωνόταν σε κάθε αντίπαλο και εχθρό του χριστιανικού λαού, αντιπαραθέτοντας και διδάσκοντας το λόγο του Χριστού και σπέρνοντας στην ακοή τους τη διδασκαλία του Θεού. Πολλούς λοιπόν από την πλάνη της ειδωλολατρίας τους έστρεφε προς τον Χριστιανισμό. Εκείνο δε τον καιρό εγκαταστάθηκε στη χώρα των Ουζαϊνών και οδηγούσε πολλούς στον Χριστό. Η Αγία αυτή πλησίαζε συνεχώς τις γυναίκες με αγάπη και τις δίδασκε το λόγο του Θεού και τις νουθετούσε και τις ενίσχυε με λόγια από τις άγιες Γραφές. Οι γυναίκες, βλέποντας την πραότητα της αγίας Ίας και ακούγοντας τα χαριτωμένα της λόγια, τη δέχονταν με ευχαρίστηση και ανέφεραν γι’ αυτή στους άνδρες τους, διηγούμενες τις διδαχές και τους λόγους της Αγίας.
4. Όταν τις άκουσαν οι άνδρες τους, οργίστηκαν πολύ, και λέγοντας ο ένας στον άλλο τα λόγια που είπε η άγια Ία στις γυναίκες τους, πρόσθεταν ότι «Αυτή η γυναίκα με τα μάγια της αποστρέφει και αποξενώνει από εμάς τις γυναίκες μας». Με μία γνώμη λοιπόν όλοι, παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και είπαν: «Αγαθέ βασιλιά μας, να ζεις στους αίώνες. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους, η εξουσία σου έφερε και μία γυναίκα από το γένος των Ρωμαίων, η οποία κάνει μαγείες σ’ αυτή τη χώρα που ανήκει στη βασιλεία σου, και απομακρύνει πολλές ψυχές από την προσκύνηση των θεών διότι ατιμάζει τους θεούς μας και καταφρονεί όλους τους νόμους σας».
Όταν άκουσε αυτά ο βασιλιάς, οργίστηκε πολύ και με πολύ θυμό διέταξε να έρθουν δύο αρχιμάγοι, που ο ένας ονομαζόταν Αδερσαβώρ και ο άλλος Αδελφέρ, και τους είπε: «Εκείνη την οποία καταγγέλλουν, αν μεν προσκυνεί τους θεούς και τιμά τον ήλιο και τη φωτιά και το νερό και την εξουσία μου, και αν δεν πράττει πιά τη μαγεία που διδάσκει, ας κατοικήσει στη χώρα αυτή και ας έχει τιμή από εμάς· αν όμως δεν προσκυνεί τους θεούς και τη φωτιά και το νερό όπως διατάζουν οι θεοί μας και οι νόμοι μας, να της επιβάλετε κάθε είδους τιμωρία».
5.   Μόλις έλαβαν αυτή τη διαταγή, βγήκαν και πρόσταξαν να συλληφθεί η αγία δούλη του Θεού. Όταν την έφεραν, τη δέχθηκαν με κραυγές και θόρυβο και της είπαν: «Χριστιανή είσαι;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Χριστιανή είμαι». Και οι παράνομοι της είπαν: «Πρέπει να θανατωθείς, διότι είπες πως είσαι Χριστιανή». Η δε αγία Ία φώναξε με ιερό ζήλο και είπε: «Χριστιανή είμαι και τον ένα ζώντα Θεό υπηρετώ που δημιούργησε κάθε ύλη, από τον οποίο κατασκευάστηκαν και αυτοί που τους λέγετε θεούς σας, ο ήλιος δηλαδή και η σελήνη, η φωτιά και το νερό· όλα είναι έργα των χειρών Του».
6.   Διέταξαν τότε να γδύσουν την αμνάδα του Χριστού, κι έβαλαν σχοινιά στα χέρια και τα πόδια της και πέντε άνδρες πολύ δυνατοί τραβούσαν κάθε μέλος της, ενώ άλλοι άνδρες νέοι με σαρακηνικά μαστίγια χτυπούσαν και καταπλήγωναν το σώμα της. Η δε άγια Ία έψαλλε ωδή στον Κύριό της και υψώνοντας στον ουρανό τα μάτια Τον επεκαλείτο με παρρησία λέγοντας: «Κύριε ‘Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθινού Θεού, ενδυνάμωσε τη δούλη Σου σε τούτο τον αγώνα στον οποίο τώρα εισήλθα, και λύτρωσέ με από τους λύκους που με κατασπαράζουν».
7. Όταν χτυπήθηκε τόσο, ώστε να μη μπορεί να μιλήσει, διέταξαν να τη ρίξουν στη φυλακή. Και μετά από δύο μήνες διέταξαν και οδηγήθηκε μπροστά τους η άγια “Ια, και της είπαν: «Τι είχες στο νου σου τόσο καιρό στη φυλακή; Μήπως νουθέτησες τον εαυτό σου να θυσιάσεις στους θεούς και να σέβεσαι το βασιλιά και τη φωτιά και τον ήλιο, για να κατοικήσεις στη χώρα αυτή και να λάβεις από μας δωρεές και μεγάλα χαρίσματα, ώστε να τιμηθείς σύμφωνα με την απόφαση του βασιλιά των βασιλέων, η παραμένεις Χριστιανή;». Τότε η πιστότατη και αγία αποκρίθηκε και είπε: «Εγώ είχα το νου μου στο να αγωνιστώ με δύναμη στη χάρη στην οποία με κάλεσε ο Θεός και να μην ανταλλάξω τον Θεό μου τον αληθινό με τους νομιζόμενους θεούς· δεν προσκυνώ τα μάταια που σεις σέβεσθε». Μετά την ερώτησαν: «Ακόμη παραμένεις στο φρόνημα των Χριστιανών;». Αυτή αποκρίθηκε και τους είπε: «Χριστιανή είμαι και θεό αληθινό σέβομαι και προσκυνώ».
8. Όταν άκουσαν αυτά οι αρχιμάγοι, με οργή και πολύ θυμό διέταξαν να φέρουν από τον κήπο σαράντα γερά κλαδιά ροδιάς ακαθάριστα· και την τάνυσαν δώδεκα άνδρες και τη χτυπούσαν σκληρά μπροστά και πίσω. Και από το σώμα της έρρεε το αίμα στη γη, όπως και οι σάρκες της, μέχρις ότου γέμισαν αίματα αυτοί που την κρατούσαν. Βλέποντας ότι είναι όλη αρματωμένη και ότι οι σάρκες της κατέπεσαν, διέταξαν να την πάρουν σαν £να πτώμα και να τη ρίξουν στη φυλακή. Μετά έξι μήνες οι αρχιμάγοι διέταξαν να φέρουν σ’ αυτούς
Είπαν οι αρχιμάγοι: «Είναι αληθινά λοιπόν όσα ακούστηκαν για σένα, ότι διδάσκεις στη χώρα αυτή εναντίον του βασιλιά των βασιλέων;». Η Αγία αποκρίθηκε: «Αν κάτι ειπώθηκε για μένα υπέρ του Χριστού, αληθινό είναι· εγώ ασφαλώς κηρύττω τον ένα και μοναδικό Θεό στους ανθρώπους, για να μετανοήσουν και να επιστρέψουν προς Αυτόν από τα πονηρά έργα τους, καθώς διδάσκουν οι άγιες Γραφές μας». Όταν οι αρχιμάγοι άκουσαν αυτά, θύμωσαν όχι λίγο και διέταξαν τους υπηρέτες κι έφεραν μεγάλα καλάμια, που τα έσχισαν, και τα έμπηξαν σ’ όλο το σώμα της Αγίας και την έσφιξαν με λεπτά σχοινιά, μέχρις ότου οι αρθρώσεις και τα μέλη της έκαναν κρότο. Διέταξαν έπειτα να τραβήξουν ένα-ένα τα καλάμια από το σώμα της.
10. Έτσι οι σάρκες και το αίμα της έρρεαν κάτω στη γη, μέχρι που φάνηκαν τα κόκκαλα και τα εντόσθιά της. Μετά δέκα ημέρες διέταξαν να τανύσουν την Αγία και με χάλκινες βέργες κατατσάκισαν τα κόκκαλά της. Κι εκείνη την ώρα κείτονταν στο έδαφος σαν νεκρή μπροστά τους· διέταξαν τότε να φέρουν πιεστήριο (πρέσσα) και να τη βάλουν σ* αυτό, και γύρω της άνδρες έσφιγγαν για πολύ, μέχρις ότου τα μέλη της αποκόπηκαν από το σώμα κι έπεσαν κάτω.
11. Βλέποντας ότι ήταν πια άλαλη και τα μέλη της διαλύθηκαν κι έπεσαν, διέταξαν να αποκοπεί με ξίφος η κεφαλή της. Πρόσταξαν δε στους φύλακες να φρουρήσουν το λείψανο της για να μη την ενταφιάσει κανείς, μέχρις ότου τα όρνεα κατέβουν και φάγουν το σώμα της, επειδή οι Πέρσες δεν είχαν τη συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς, για να μη μολύνεται, λέει, η γη. Μερικοί όμως Χριστιανοί έδωσαν κρυφά χρήματα κι εξαγόρασαν από τους φύλακες το λείψανο της αγίας Ίας και το κήδεψαν με τιμή, όπως έπρεπε[7]. Μαρτύρησε δε η αγία Ία στην επαρχία των Ουζαϊνών της Περσίας, στις 5 Αυγούστου[8], ενώ βασίλευε στους Πέρσες ο Σαβώριος, και σ’ εμάς βασίλευε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Σημειώσεις:
1.      Το 362.
2.     Πιο ορθά «Βηθζαβδαί». Ο Σωζόμενος το αποδίδει «Ζαβδαίον χωρίον». Ήταν οχυρό στα σύνορα Περσών-Ρωμαίων. Ο Σαβώριος προσπάθησε να το κυριεύσει μαζί με τη Νίσιβη διότι του άνοιγαν τις πύλες της Μεσοποταμίας και της Αρμενίας αντίστοιχα. Το κατόρθωσε το 360. Η απαγωγή του πληθυσμού έγινε μετά δύο χρόνια.
3.     Σύμφωνα με το συριακό κείμενο, αλλά και το ελληνικό Μηναίο, οι αιχμάλωτοι ήταν εννιά χιλιάδες.
4.     Η μνήμη τους εορτάζεται 9 Απριλίου.
5.     Χώρα των Ουζαϊνών–Βεθουζά.
6.     Προφανώς φορητό, ίσως αντιμήνσιο.
7.     Το λείψανο της αγίας Ίας μετά το διωγμό μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σε ναό που κτίστηκε προς τιμήν της έξω από τη Χρυσή Πύλη. Ο ναός αυτός ανακαινίστηκε αργότερα από τον Ιουστινιανό (Προκόπιος, Περί κτισμάτων I, 9). Το IB’ αιώνα καταστράφηκε κατά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, οπότε το λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή των Μαγγάνων. Σε χειρόγραφο του ΙΔ’ αιώνα σώζεται εγκώμιο της Αγίας, γραμμένο επί της βασιλείας Ανδρονίκου (1282-1328). Ο συγγραφέας του Μακάριος, Ιερομόναχος της Μονής των Μαγγάνων, μαρτυρεί ότι το λείψανο, μετά από δέκα σχεδόν αιώνες, παρέμενε άφθορο, όπως το είχε δει πολλές φορές ο ίδιος (Patrologia Orientalis 2, 1905, σελ. 462-473).
8.    Η μνήμη της εορτάζεται 4 Αυγούστου και επαναλαμβάνεται 11 Σεπτεμβρίου. Μάλλον εννοεί ομάδα τοπικών Αγίων και όχι τους γνωστούς Μάρτυρες της Σεβάστειας, προγενέστερους κατά μισό αιώνα (9 Μαρτίου 320).

Πηγή: Μέθη Χριστού, Μάρτυρες στην Περσία του Σαβωρίου (Πρωτότυπο κείμενο – Μετάφραση), Μετάφραση Δημήτριος Χρισταφακόπουλος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», § Μαρτύριο της αγίας μάρτυρος Ίας, Έκδοσις Ά, Θεσσαλονίκη 1989. 
πηγη.ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Αγία Σαλώμη η Μυροφόρος



site analysis


Σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αγίων Αποστόλου Ια­κώβου και Ιωάννη, η Σαλώμη, το όνομα της οποίας παραπέμπει στην ειρήνη, ήταν συγγενής της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ακολούθησε τον Κύριο καθ’ όλη την δημοσία του ζωή. Μία ημέρα, αγνοώντας ακόμη το νόημα της αποστολής του Σωτήρος και πιστεύοντας ότι είχε έλθει για να εγκαθιδρύσει μία επίγεια βασιλεία, Του ζήτησε να δώσει στους γιούς της μια θέση τιμητική. Ο Χριστός την διόρθωσε υπενθυμίζοντας σ’ αυτήν ότι όσοι επιθυμούν να μετάσχουν στην δόξα Του πρέπει πρώτα να κοινωνήσουν στο ποτήριον του Πάθους Του (βλ. Ματθ. 20, 20).
salome
Δείχνοντας μεγαλύτερο θάρρος από τους μαθητές που εγκατέλειψαν τον Κύριο, η Σαλώμη παρευρέθη από απόσταση στην Σταύρωσή Του μαζί με την Θεομήτορα και την αγία Μαρία την Μαγδαληνή (Μάρκ. 15, 40· Ιω. 19, 25), ενώ μόλις πέρασε το Σάββατο πήγε να αγοράσει αρώματα για να αλείψει το σώμα (Μάρκ. 16, 1). Καθώς οι γυναίκες αναρωτιόνταν ποιος θα μπορούσε να τις βοηθήσει να κυλήσουν την βαρειά πέτρα που έκλεινε τον τάφο, βρήκαν εκείνον ανοιχτό. Μπαίνοντας μέσα είδαν έναν λαμπροφορεμένο άγγελο που ανήγγειλε σ’ αυτές το καλό άγγελμα της Αναστάσεως. Τρέμοντας και έκτος εαυτού έφυγαν χωρίς να πουν τί­ποτε σε κανέναν, μέχρι την ώρα που η αγία Μαρία η Μαγδαληνή ήλθε μόνη στον τάφο και είδε τον ίδιο τον Κύριο αναστημένο.

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αύγουστος, εκδ. Ίνδικτος σ. 29)

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Οσία Φωτεινή η Κυπρία



site analysis



fotini i kipriaΕορτάζει στις 2 Αυγούστου εκάστου έτους.

Βιογραφία
Πότε έζησε ακριβώς η Οσία Φωτεινή (γνωστή στην Κύπρο και σαν Αγία Φώτου η θαυματουργός) και ποια ήταν η καταγωγή της, δεν γνωρίζουμε. Η παράδοση μας λέει πώς γεννήθηκε στο Ριζοκάρπασο από απλοϊκούς, αλλά ευλαβείς γονείς.
Από μικρούλα η Φωτού ξεχώριζε από τις συνομήλικες της για την καλοσύνη της, το φέρσιμο της, την προθυμία της να εξυπηρετήσει τους άλλους, την αρετή της. Τα μεγάλα της φωτεινά μάτια καθρέφτιζαν τον πλούτο της καρδιάς της και σκόρπιζαν παντού την εμπιστοσύνη, τη χαρά. Στο σχολείο του χωρίου της έμαθε η Φωτού τα πρώτα γράμματα. Σαν έμαθε να διαβάζει πήρε κι άρχισε να αποστηθίζει διάφορους ψαλμούς και ύμνους της Εκκλησίας μας.
Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, η Αγία, έφυγε από το σπίτι της και πήγε σε μια σπηλιά για να ασκητεύσει.
Στο σπήλαιο αυτό η αγνή κι η ηρωική κόρη πέρασε όλη της τη ζωή. Μια ζωή εγκαρτέρησης και προσευχής, ζωή εγκράτειας και αφιέρωσης ολοκληρωτικής στον Ουράνιο Νυμφίο Χριστό.
Το άγιο λείψανο της που τάφηκε κι ευρέθηκε στη σπηλιά γύρω στα 1718 – 32 μ.Χ. με τη σκαλιστή επιγραφή από πάνω «Φωτεινή Παρθένος Νύμφη Χριστού», εξακολουθεί και σήμερα να προσφέρει τη θεραπεία στους αρρώστους, στους τυφλούς το φως, στους πονεμένους το ψυχικό ξεκούρασμα και τη χαρά.
Το ασκητήριο της αγίας Φωτεινής υπάρχει και σήμερα και βρίσκεται στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος. Σ’ αυτό μπαίνει ένας από μια στενή είσοδο και καταβαίνει από μια σκάλα φτιαγμένη από εγχώριες πέτρες και που έχει 23 σκαλοπάτια. Το σπήλαιο μοιάζει με κατακόμβη, σαν κι εκείνες που χρησιμοποιούσαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στο βάθος του σπηλαίου είναι το αγίασμα. Από το νερό αυτό παίρνουν οι άρρωστοι και πλένουν τα αρρωστημένα μέλη τους για να θεραπευτούν. Ιδιαίτερα η Αγία πιστεύεται, πως θεραπεύει τα οφθαλμικά νοσήματα. Τέλος, στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς το σπήλαιο της Οσίας χρησιμοποιήθηκε και ως ναός.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Καρηασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάισμα καὶ τῶν ἀσθενούντων ἡ ρώσις, τῶν πεπηρωμένων ἀνάβλεψις, τῶν πρὸς σὲ πιστῶς προστρεχόντων ἐν τῷ θείῳ ναῶ σου, πανένδοξε, τᾶς ἰάσεις παράσχου τοὶς δούλοις σου πάντοτε, ἶνα εὐχαρίστως κράζωμεν, Φωτεινὴ Ὁσία νύμφη Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι, Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πασιν Ἰάματα.
Ιερά Λείψανα: Απότμημα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκεται στη Μονή Κύκκου Κύπρου.

Πηγή:  saint.gr

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Βίος Αγίας Χριστίνας της Μεγαλομάρτυρος



site analysis

Η Αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς εορτάζει στις 24 Ιουλίου



Η Αγία Χριστίνα έζησε στους χρόνους του βασιλέως Σεβήρου, περί το έτος 200 μ..Χ. στη Τύρο, πόλη της Συρίας. Οι γονείς της ήσαν πλούσιοι στο χρήμα, πάμπτωχοι όμως στην ψυχή, γιατί ήσαν ειδωλολάτρες. Ο πατέρας της ήταν στρατηλάτης. Βλέποντας όμως την υπέροχη ομορφιά της κόρης του και φοβούμενος τους κακούς ανθρώπους έκτισε ένα υψηλό πύργο όπως συνήθιζαν τότε. Μέσα σ’ αυτόν έκλεισε τη Χριστίνα με πολλές υπηρέτριες δια να την υπηρετούν και αρκετά ειδωλολατρικά, είδωλα χρυσά και αργυρά, για να προσεύχεται σ’ αυτά. Επίσης εκεί της είχε και όλα όσα χρειαζότανε για να μη βγαίνει καθόλου έξω και την βλέπουν άνθρωποι. Αυτά της έκανε ο κατά σάρκα πατέρας της, Ουρβανός ονόματι.
Ο Χρίστος την φώτισε δε με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος και την οδήγησε στη Θεογνωσία. Ήταν πολύ συνετή. Βλέποντας την ομορφιά του ουρανού και της γης και της θάλασσας και όλα τα δημιουργήματα του Θεού συλλογιζόταν, ποιος άραγε να τα έκανε όλα αυτά. Ποθούσε να μάθει τον ποιητή και κυβερνήτη της Δημιουργίας. Και ο Καλός Θεός σαν Πανάγαθος και γνωρίζοντας την καλή της προαίρεση, της έστειλε άνθρωπο και την δίδαξε όλα, όσα λαχταρούσε να μάθει. Αφού λοιπόν φωτίσθηκε, η μακαρία, σεβότανε τον αληθινό Θεό και αφιερωνόταν σε προσευχές και νηστείες.

«Λέγομαι Χριστίνα»
Κάποια ημέρα, που ανεβήκανε οι γονείς της στον πύργο να την χαιρετήσουν, την προσκαλέσανε να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Η Χριστίνα όμως δεν τους άκουσε καν, ούτε και φοβήθηκε τις φοβέρες τους και τις συνέπειες. Ο πατέρας της μάλιστα θύμωσε πολύ και έφυγε να σκεφθεί τις τιμωρίες, που θα της έκανε. Η μητέρα της όμως στενοχωρήθηκε πολύ και προσπαθούσε με λόγια να πείσει την Χριστίνα να προσφέρει θυσία στους θεούς. Η Αγία όμως της απάντησε:
- Μη με συμβουλεύεις, απάντησε, μητέρα μου, να προτιμήσω το σκοτάδι από το φως. Οι θεοί σας είναι δαιμόνια, ο δε. Κύριος δημιούργησε τους ουρανούς και όσα υπάρχουν πάνω στη γη. Εγώ είμαι δούλη του Χριστού. Γι αυτό πήρα τώρα και το όνομά του. Λέγομαι Χριστίνα. Επομένως δεν πείθομαι στα ψεύτικα και φαρμακερά λόγια σας, για να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξόανα.

Άρτον Αγγέλων έφαγε
Η Αγία φόρεσε το άσπιλο φόρεμα που είχε παραγγείλει από τον πατέρα της, ένιψε τα χέρια της και το πρόσωπο και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Έπειτα, θύμιασε τον αληθινό Θεό και προσευχήθηκε λέγοντας:
Ο Θεός ο ουράνιος, ο Δεσπότης και ποιητής του κόσμου, που καταδέχθηκες να φορέσεις σώμα ανθρώπινο και να υπομένεις πάθος εκούσιο για την σωτηρία μας, παρακαλώ την Βασιλεία σου, άκουσέ με και μη μ’ εγκαταλείπεις, γιατί αμάρτησα πολύ, προσκυνώντας εν αγνοία μου τα ακάθαρτα είδωλα. Σβήσε, σαν αγαθός και ελεήμων Θεός, τας αμαρτίας μου και στάσου κοντά μου στα μαρτύρια, που με περιμένουν, για την ομολογία μου και δώσε μου δύναμη να νικήσω τους εχθρούς μας προς Δόξαν του φοβερού και Αγίου Ονόματός Σου.
Όταν έλεγε αυτά η Αγία, ήλθε Άγγελος από τον ουρανό και της είπε:
- Χαίρε, νύμφη και συνονόματη του Δεσπότου Χριστού Χριστίνα αμόλυντη. Ο Κύριος άκουσε την δέηση σου. Λοιπόν, πάρε δύναμη και ενίσχυση στην καρδιά σου, διότι θα παρουσιασθείς με τρεις άρχοντες, για να δοξασθεί ο Θεός με σένα.
- Δώσε μου, του λέγει η Αγία, την σφραγίδα του Σωτήρος, μου, για να μη φοβηθώ τους εχθρούς του.
Ο Άγγελος έκαμε ευχή, της έδωσε την εν Χριστώ σφραγίδα, δηλαδή την σταύρωσε, την ευλόγησε και της έδωκε να φάγει ψωμί ουράνιο. Η Αγία έφαγε και ευχαρίστησε τον Κύριο.


Καταστρέφει τα είδωλα
Την νύκτα κατέστρεψε με τσεκούρι τα χρυσά και τα ασημένια είδωλα των θεών, κατέβηκε από τον πύργο, τα μοίρασε στους φτωχούς και πάλι ανέβηκε. Το πρωί ανέβηκε ο πατέρας της να προσκυνήσει τα είδωλα και δεν τα βρήκε. Με πολύ θυμό ρώτησε τις υπηρέτριες τι έγιναν και πήρε την απόκριση, ότι η κόρη του τα κομμάτιασε και τα πέταξε από το παράθυρο. Αυτός έγινε θηρίο και πρόσταξε να τις αποκεφαλίσουν και την κόρη του να την δείρουν, χωρίς λύπη, μέχρι να κουρασθούν. Στα αλήθεια την έδειραν ωσότου κουράσθηκαν. Η Αγία όμως, με την χάρι του Θεού, μάλλον δυνάμωνε και έλεγε στον πατέρα της αυτά τα λόγια:
- Γιατί πατέρα είσαι τυφλωμένος; Δεν βλέπεις, ότι εκείνοι, που με βασανίζουν έπεσαν κάτω; Ας έλθουν οι θεοί σας να τους βοηθήσουν, αν μπορούν!
Τότε ο Ουρβανός θύμωσε τόσο πολύ, ώστε την έδεσε με αλυσίδα από τον λαιμό και την φυλάκισε. Η γυναίκα του όμως, που άκουσε τα βάσανα της Αγίας, πήγε με κλάματα στη φυλακή, έπεσε στα πόδια της κόρης της και την παρακαλούσε να ξαναγυρίσει στην ειδωλολατρία. Όμως η Αγία έμενε ακλόνητη στην ομολογία της.

Σκληρά βασανιστήρια από τον πατέρα της
Όταν ο πατέρας της έμαθε, ότι είναι σταθερή στην απόφαση της, έστειλε στρατιώτες το πρωί και φέρανε την Αγία στο πραιτώριο όπου και της λέγει:
- Λυπούμαι, Χριστίνα, γιατί δεν έχω άλλο παιδί και σε παρακαλώ να προσκυνήσεις τους θεούς, γιατί αλλοιώς δεν θα σε λυπηθώ και θα σε βασανίσω τόσο πολύ, που θα λυώσω τα κρέατα σου.
- Μου δίδεις μεγάλη χαρά, του αποκρίθηκε, να μη μ' έχεις πια παιδί σου, γιατί συ με τη διαγωγή σου είσαι υιός του διαβόλου και συνήγορος των άλλων δαιμόνων.
Τότε ο πατέρας γίνηκε αιμοβόρο θηρίο και διέταξε. να την κρεμάσουν και να ξεσχίζουν τις σάρκες της. Εκείνη όμως η μακάρια χαιρόταν με τα βασανιστήρια και έλεγε:
- Σε ευχαριστώ, Θεέ μου επουράνιε, γιατί με αξίωσες να καθαρισθώ, με αυτά τα βασανιστήρια από τον ρύπο της ειδωλολατρίας.
Πολλές φορές, έπαιρνε ένα κομμάτι από τις σάρκες της, το πετούσε στο πρόσωπο του πατέρα, της, λέγοντας:
- Επεθύμησες, δύστυχε, να φας τις σάρκες του παιδιού σου. Φάγε να χορτάσεις.
Τότε ο τύραννος πρόσταζε να φέρουν ένα τροχό και την έδεσαν επάνω. Άναψαν κατόπιν από κάτω φωτιά, τις χύνανε λάδι καυτό για να την βασανίζουν χειρότερα. Η Μάρτυς όμως σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και έλεγε:
- Κύριε, Ιησού, Χρίστε, που βοηθάς αυτούς, που σε φοβούνται, μη μ’ αφήνεις τη δούλη, σου, αλλά δείξε και τώρα το θαύμα σου, για να μη χαρούν οι ασεβείς τύραννοι! Αμέσως σκορπίστηκε η φωτιά και κατέκαψε πολλούς από τους ειδωλολάτρες. Η Αγία βγήκε από τον τροχό. Τότε την ρώτησε ο ανόητος τύραννος:
- Δεν μου λες, ποιος σ’ έμαθε αυτές τις μαγείες και δεν σε καίει η φωτιά;
Τότε η Μάρτυς τον ελεεινολόγησε και πάλι διότι δεν μπορούσε να δη την αλήθεια. Βλέποντας δε αυτός, ότι δεν μπορούσε να την νικήσει, την φυλάκισε, χωρίς να της δώσει καμιά τροφή για να πεθάνει από την πείνα. Ο Ουράνιος όμως Πατέρας, σαν φιλόστοργος, δεν την άφησε χωρίς φροντίδα, αλλά έστειλε τρεις Αγγέλους και της φέρανε τροφή σωτήρια και ακόμη γιατρέψανε και το κατακομματιασμένο σώμα της. Η δε Αγία, ευχαριστούσε τον Θεό όλη την ημέρα και προσευχόταν.

Σώζεται από τη θάλασσα
Όταν νύχτωσε, ο πατέρας της έστειλε πέντε δούλους, δέσανε μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό της και την ρίξανε στο πέλαγος. Οι Άγιοι Άγγελοι τη δεχθήκανε και περιπατούσε με χαρά πάνω στο πέλαγος, γιατί η πέτρα λύθηκε Θαυματουργικά και βούλιαξε. Αυτή δε δόξαζε το Θεό με τούτα τα λόγια:
- Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου Παντοδύναμε, και σε παρακαλώ σήμερα να μου δώσεις και αυτή τη χάρη: να πάρω τώρα το Άγιον βάπτισμα σ’ αυτά τα νερά και να συγχωρήσουν οι αμαρτίες μου.
Μόλις τελείωσε αυτά, ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό:
- Άκουσα την δέηση σου.
Μαζί δε με τη φωνή, παρουσιάστηκε και νεφέλη φωτεινή. Βλέπει τότε μπροστά της τον Δεσπότη Χριστό με βασιλική πορφύρα και στεφάνι. Γύρω του στέκονταν Άγιοι Άγγελοι, με ύμνους και ευωδία θυμιαμάτων εξαιρετική. Μόλις δε η Αγία αντίκρυσε τον Κύριο, φοβήθηκε και έπεσε μπρούμυτα. Ο Σωτήρ όμως την σήκωσε και είπε:
- Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, που φωτίζω όλους που μ’ επικαλούνται και ήλθα να σε γλυτώσω απ’ την πλάνην των ειδώλων, όπως ζήτησες.
Τότε την κατέδυσε στην θάλασσα λέγοντας:
- Σε βαπτίζω, Χριστίνα εις το όνομα του Πατρός και εις εμέ τον Υιόν Του και εις το Πνεύμα το Άγιον.
Όταν είπε αυτά ο Δεσπότης την παρέδωσε στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ, λέγοντας:
- Δώσε της την σφραγίδα μου, κάμε την λαμπροφόρο και οδήγησέ την στην, ξηρά.
Έτσι ο μεν Κύριος επέστρεψε στα ουράνια, η δε Αγία βρέθηκε στη πόλι της, κοντά στο πατρικό της σπίτι.


Ο τύραννος πατέρας της πεθαίνει
Όταν, λοιπόν, ξημέρωσε, την είδε να προσεύχεται ο τύραννος πατέρας της και νομίζοντας, ότι οι δούλοι του δεν την ρίξανε στη θάλασσα, θέλησε να τους θανατώσει ο κακούργος, άδικα. Εκείνοι, όμως, ομολογήσανε το θαύμα και ο πατέρας της την ρώτησε:
- Πες μου, Χριστίνα, με ποιες μαγείες νίκησες την θάλασσα;
- Δεν βλέπεις, δύστυχε, αποκρίθηκε η Χριστίνα, ότι πήρα χαρά από τον Χριστό μου και ξαναγεννήθηκα. Τότε διέταξε να την φυλακίσουν πάλι, για να την αποκεφαλίσει την άλλη ημέρα. Η Αγία, προσευχόταν όλη τη νύχτα. Ο αμετανόητος πατέρας της βασανίσθηκε όλη την νύκτα πάρα πολύ και το πρωί απέθανε. Η Χριστίνα έμεινε λίγο καιρό ήσυχη, ευχαριστώντας τον Κύριο, γιατί την γλύτωσε από τον τύραννο πατέρα της.

Την βράζουν στη πίσσα
Έπειτα από λίγες ημέρες, επήρε την θέση του πατέρα της, καινούργιος άρχοντας, που λεγόταν Δίων. Αυτός διάβασε όλα τα έγγραφα της Χριστίνας και πρόσταξε να την φέρουν στο Κριτήριο. Βλέποντας την ομορφιά του προσώπου της, άρχισε τις κολακείες και ύστερα με φοβέρες προσπάθησε να πείσει την Αγία να γυρίσει στην πλάνη των ειδώλων. Αφού όμως ο τύραννος είδε ότι η Αγία δεν αλλάζει διέταξε να την δείρουν, χωρίς λύπη. Υπέμενε όμως η Αγία με καρτερία τα βασανιστήρια κι έλεγε στον τύραννο της:
- Μ’ αυτά νομίζεις ότι θα με νικήσεις, αδύνατε; Βασάνισε με περισσότερο, γιατί αυτά μου φαίνονται παιχνίδια.
Τότε διέταξε ε τύραννος, και φέρανε μια σκάφη σιδερένια γεμάτη πίσσα, ρετσίνι και λάδι. Βάλανε δυνατή φωτιά από κάτω και βάλανε μέσα την Αγία. Τη βράζανε!!! πολλή ώρα, γυρίζοντας την με σιδερένιες σούβλες! για να ψήσουν και διαλύσουν τις σάρκες της. Η Μάρτυς υπέμενε με γαλήνη και αυτό το φοβερό μαρτύριο, ευχαριστώντας τον Κύριο διότι τη διαφύλαξε αβλαβή. Το θαύμα ήταν ολοφάνερο. Τότε πάλι ο τύραννος τη συμβούλευσε:
- Βλέπεις, Χριστίνα, ότι οι θεοί σε λυπούνται και σου ελαφρύνουν τη παίδευσιν; Αναγνώρισε την ευεργεσία των και θυσίασε σ’ αυτούς.
- Τη δύναμη του Χριστού μου, του λέγει, αποδίδεις στους σιχαμερούς θεούς σου, αφρονέστατε και αναίσθητε; Πως μπορούν να βοηθήσουν τους ζωντανούς οι τυφλοί και άλαλοι;
Τότε ο τύραννος γίνηκε τρελός από το θυμό και διέταξε να ξυρίσουνε το κεφάλι της, να την παιδέψουν γυμνή και έτσι να την περιφέρουν σ’ όλη την πόλι, για περιφρόνηση. Αφού γίνανε όλα αυτά την φυλακίσανε.
Την άλλη ημέρα την ξαναφέρανε στο κριτήριο και ο τύραννος της είπε:
- Ας πάμε στο ναό να προσκυνήσεις τον ουράνιο θεό Απόλλωνα.
- Καλά είπες, του είπε η Αγία, να προσκυνήσω το Θεό τον ουράνιο.
Ο άρχοντας χάρηκε, γιατί νόμισε, ότι θα προσκυνήσει το είδωλο... Την οδηγήσανε, λοιπόν, στο ναό με αφάνταστη τιμή. Η Αγία απευθύνθηκε στο άγαλμα του Απόλλωνα και είπε το εξής:
- Σε διατάσσω, εν ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, να πέσεις στη γη και να γίνεις συντρίμματα.
Αμέσως άκουσε ο ψεύτικος θεός την Αγία και έπεσε σε κομμάτια. Όλοι, που βρίσκονταν εκεί, βλέποντας το εξαίσιο, αλλά και φρικτό θέαμα, δόξαζαν τον Θεό της Χριστίνας. Τρεις χιλιάδες τότε πιστέψανε σ’ Αυτόν. Ο άρχοντας έμεινε άφωνος από την λύπη του και ξεψύχησε. Άλλος δε συνάρχοντας, φυλάκισε την Αγία, έως ότου ψηφίσουν άλλον άρχοντα.

Μέσα στο αναμμένο καμίνι
Έπειτα από λίγες ημέρες γίνηκε άλλος άρχοντας ο Ιουλιανός. Αυτός, όταν έμαθε για την μάρτυρα, πρόσταξε και την φέρανε στο Κριτήριο. Μόλις παρουσιάσθηκε, άρχισε με υποσχέσεις και με φοβέρες, χωρίς να επιτύχει τίποτε. Διέταξε τότε, να κάψουν επί τρεις ημέρες κάμινο και να την ρίξουν μέσα, όπου και παρέμεινε πέντε μέρες, χρίζοντας με φροντίδα απ’ έξω την κάμινο για να μη βγαίνει καθόλου η ζέστη. Η Μάρτυς όμως έψαλλε από μέσα με τους Αγγέλους, δοξάζοντας κι ευχαριστώντας τον Θεό, με μεγάλη φωνή. Οι στρατιώτες, που την φρουρούσαν, ακούγοντας τις ψαλμωδίες, φοβήθηκαν κι αναφέρθηκαν στον τύραννο. Πρόσταξε τότε αυτός να την ανοίξουν την έκτη ημέρα και η Αγία βγήκε από αυτήν ολοζώντανη, σαν να έβγαινε από λουτρό. Τότε της λέγει ο τύραννος:
- Πες μας, Χριστίνα, και ομολόγησε τις μαντείες σου, ει δε μη σήμερα θα σε θανατώσω.
- Δεν σε φοβούμαι καθόλου, του αποκρίθηκε, λύκε άρπαγε. Κάνε με ότι θέλεις. Έχω βοηθό μου ταν ουράνιο Πατέρα μου.
Τότε διέταξε τον φροντιστή των θηρίων, ο πιο αναίσθητος και από τα θηρία, να φέρει δυο ασπίδες (δηλ. τα πιο φαρμακερά φίδια), δύο έχιδνες και δύο άλλα φοβερά φίδια Τα φοβερότερα και τα πιο φαρμακερά φίδια τα έφεραν και τα άφησαν εναντίον της Αγίας.
Λυτά, όχι μονάχα δεν την δάγκασαν, αλλά έδειξαν προς αυτήν ευσπλαχνία: δηλ. οι δυο ασπίδες έγλυφαν τα πόδια της και τα φίδια σκουπίζανε τον ιδρώτα, γιατί αγωνιζόταν η Αγία για τον Χρίστο! Ο τύραννος όμως, πιο θηριώδης και από τα θηρία, μάλωνε τον υπηρέτη των θηρίων και του έλεγε να τα ερεθίσει, εναντίον της Αγίας. Τα θηρία εξαγριώθηκαν και επετέθησαν εναντίον του φύλακα, που τον θανατώσανε. Τότε η Αγία διέταξε τα θηρία να φύγουν από την. πόλη, χωρίς να βλάψουν κανένα, ευχαρίστησε δε τον Κύριο.
- Δέσποτα, ζωοδότη, Κύριε Ιησού Χριστέ, εσύ που ανέστησες το Λάζαρο, άκουσε και την δούλη σου και ανάστησε αυτόν τον άνθρωπο, για να δοξασθεί το Πανάγιο όνομά σου και να πιστέψουν αυτοί που παρακολουθούν, ότι συ είσαι ο μόνος, που κάνει θαυμάσια.
Τότε ακούσθηκε από τους ουρανούς φωνή μεγάλη και είπε:
- Χριστίνα, ευλογημένη δούλη μου, εγώ ο Θεός σου, είμαι μαζί σου και ότι ζητήσεις θα γίνεται.
Τότε σφράγισε τον νεκρό η Αγία με το σημείον του σταυρού, λέγουσα:
- Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού σήκω!.
Αναστήθηκε ο νεκρός, δοξάζοντας τον Θεό και την Αγία.

Της έκοψαν τους μαστούς
Ο τυφλωμένος τύραννος, νομίζοντας μαγεία το θαύμα της Αγίας, διέταξε να κόψουν τους μαστούς της. Το μαρτύριο αυτό είναι πολύ οδυνηρό. Η Χριστίνα, όμως υπέμενε καρτερικά και σήκωσε τότε τα μάτια της στον ουρανό και έκανε τούτη την προσευχή:
- Σ’ ευχαριστώ, Δέσποτα Ιησού Χριστέ, ότι με αξίωσες να πάθω αυτά για την αγάπη σου και για να καθαρισθεί ο ρύπος της ψυχής μου και του σώματος. Γνωρίζω, ότι αύριο τελειώνω τον αγώνα μου για να λάβω το άφθαρτο στεφάνι.
Τότε την φυλάκισαν. Την επισκεφθήκανε όμως πολλές γυναίκες και την παρηγορούσαν με εκδηλώσεις συμπάθειας στους πόνους της. Η Αγία και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές της τις δίδασκε και πολλές πιστέψανε στο Χριστό με την διδαχή της. Το πρωί της άλλης ημέρας διέταξε ο τύραννος και τη φέρανε στο μέσον και της είπε:
- Προσκύνησε τους θεούς. Αλλοιώς θα σε θανατώσω.
- Σήμερα, του είπε: συ θα χαθείς και θα πας στην αιώνια Κόλαση.
Τότε διέταξε τύραννος να κόψουν την γλώσσα της. Αυτή όμως προσευχήθηκε έτσι:
- Ευχαριστώ, Θεέ μου, άτι δεν μ’ άφησες από την κοιλιά της μητέρας μου. Ο θησαυρός κάθε αγαθότητας, επέβλεψε εις εμέ, γιατί ήλθε ο καιρός ν’ αναπαυθώ. Πρόσταξε να τελειώσω το δρόμο σ’ αυτό το στάδιο.
Τότε, ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό να λέγει:
- Χριστίνα άμωμε, έχε θάρρος, γιατί πολλά υπέφερες για μένα. Γι’ αυτό και πολλή απόλαυση σε περιμένει. Η βασιλεία των ουρανών, έχει ανοιχθεί για σένα και οι Άγγελοι σε περιμένουν. Λοιπόν, έλα να πάρεις το στεφάνι σου, που σε περιμένει...
Όταν δε κόψανε τη γλώσσα της, την πήρε η Αγία στο δεξί της χέρι και την πέταξε στο πρόσωπο του άρχοντα, που τυφλώθηκε αμέσως. Αλλά και φωνή βγήκε από το στόμα της, λέγοντας προς τον τύραννο:
- Ιουλιανέ άπιστε, επειδή έκοψες την γλώσσα μου, που ευλογεί τον Κύριον, έχασες και συ το φως σου δίκαια, άδικε.
Τότε ο τυφλός διέταξε δύο στρατιώτες, θηρία σαν κι αυτόν, να την θανατώσουν. Και ο ένας την πλήγωσε στην καρδιά, με το τόξο του και ο άλλος στα πλευρά και έτσι τελείωσε η Αγία. Αλλά ο τύραννος, όταν πήγαινε στο σπίτι του, δέχθηκε την οργή του Θεού και πέθανε με φριχτούς πόνους. Βλέποντας όμως τα θαύματα της Αγίας ένας συγγενής της, πίστεψε και αυτός στο Χριστό και έκτισε στο όνομά της Εκκλησία, οπού και τοποθέτησε το τίμιο και σεβάσμιο λείψανό της. Η Αγία, παρέδωσε το πνεύμα της την 24ην Ιουλίου, ημέραν Πέμπτη, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.





Στίχος
Τὴν Χριστίναν ἥνωσε Χριστῷ νυμφίῳ, Νύμφην ἄμωμον, αἷμα τοῦ μαρτυρίου. Εἰκάδι βλῆτο τετάρτῃ Χριστῖνα ὀξέσι πέλταις.

Στίχος
Kτείνουσι πέλται Xριστέ την σην Xριστίναν, Tην Xριστιανών πίστιν ουκ αρνουμένην. Eικάδι βλήτο τετάρτη Xριστίνα οξέσι πέλταις.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.