Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Αγία Θεοφανώ η αυτοκράτειρα: μια προδομένη σύζυγος…αγία!



site analysis



 Αγία Θεοφανώ :η Θαυματουργή σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του σοφού
διαβάστε για τον  βίο  (από ένα συγκινητικό κείμενο ) και για το άφθαρτο λείψανο  της αγίας Θεοφανούς
ag-Theofano-2011
Ο βίος της αγίας Θεοφανούς της Αυγούστας
862 μ.Χ  και  στον  κόσμο  έρχεται  μια  υπέροχη  ύπαρξη.  Η  κορούλα  του  πατρίκιου  Κωνσταντίνου  και  της  Άννας, που  κατοικούν  στη   Βασιλεύουσα  πόλη, την  Κωνσταντινούπολη.
Είχαν  χρόνια  που  δεν  έκαναν  παιδί, αλλά, ευλαβέστατοι  και  άνθρωποι  της  προσευχής  καθώς  ήταν  και  οι  δυο, εισακούστηκαν  από  το  Θεό.
Έτσι  γεννήθηκε   η  μικρή  Θεοφανώ.
Δεν  πρόλαβαν  όμως  οι  γονείς  της  να  χαρούν  τον  ερχομό  της  και  η  μητέρα  της  από  δυστοκία  πεθαίνει.
Ευτυχώς  που  μια  άλλη  γυναίκα  του  αρχοντικού  σπιτιού  τους  γίνεται  τροφός  της, ακριβή  παραμάνα, και  αφοσιωμένη  στη  μνήμη  της  μητέρας  της.( δική μας προσθήκη: η κοπέλα αυτή θαυματουργικά απέκτησε γάλα και θήλασε το βρέφος, ενώ δεν ήταν μητέρα!-από το βιβλίο: Θεοφανώ, η βασίλισσα της αγάπης, του Ιωσήφ Αγαπητού)
Η  Θεοφανώ  ήταν  προικισμένη  με  πολλές  χάρες. Σωματικές, ψυχικές, διανοητικές.
Ο  Κωνσταντίνος  τής  εξασφάλισε, καθώς  μεγάλωνε, άριστη  παιδεία  μ΄έναν  ευλαβή  και  σοφό  δάσκαλο. Κι  αυτή  ρουφούσε  ό,τι  της  δίδασκε  ο  δάσκαλός  της, μα  ιδιαίτερα  ό,τι  είχε  σχέση  με  το  Χριστό.
Έφτασε  σιγά σιγά  σε  ηλικία  για  γάμο.
Στον  αυτοκρατορικό  θρόνο  της  Βασιλεύουσας  βρίσκεται  ο  Βασίλειος  ο  Μακεδόνας.
Σύζυγός  του, δεύτερη, η  Ευδοκία.
Από  τα  τρία  τους  παιδιά  πρωτότοκος  είναι  ο  Λέων, που  η  ιστορία  θα  του  προσδώσει  τον  τίτλο »ο  σοφός’,” και  ο  οποίος  είναι  ο  διάδοχος  του  θρόνου.
Είναι  καιρός  να  παντρευτεί  όμως  και  αυτό  το  διάστημα  προβληματίζονται  οι  γονείς  του  ποια  νύφη  να  του  επιλέξουν.
Και  δεν  άργησαν  να  τη  βρουν. Η  πανέμορφη  και ενάρετη, συνετή  και  πανέξυπνη  Θεοφανώ  ήταν  αυτή  που  έκανε  για  Αυγούστα…
Ο  Λέων  διαμαρτύρεται  στον  αυτοκράτορα: όχι, πατέρα, τη  Ζωή  συμπαθώ…
Ούτε  καταδέχεται  να  το  ψάξει  ο  Βασίλειος. Κι  ο  γιος  αναγκάζεται  να  υποταχθεί.
Έτσι  ορίστηκε  και  έγινε  ο  γάμος  του  Λέοντα  με  τη  Θεοφανώ,  χωρίς  εκείνος  να  τη  θέλει  και  χωρίς  αυτή  να  το  ξέρει…
Ωστόσο  η  μεγαλοπρέπεια  ήταν  θαυμαστή. Αυτοκρατορική.
eorti-tis-agias-theofanous-1-315x236
Όλοι  καλοτύχιζαν  τη  Θεοφανώ. Η  ίδια  όμως  από  την  ώρα  του  γάμου  ένιωσε  ένα  πλάκωμα  στην  ψυχή, γιατί  της  έλειπε  συναισθηματικά  ο  Λέων της.
Το  ένστικτό  της  την  πληροφορούσε  ότι  ο  γάμος  της  άρχιζε  δυσοίωνα. ΄
Πήγε  κιόλας  να  απελπιστεί, αλλά  το  πρόλαβε  με  τη  σκέψη  ότι  θα  το  συζητούσε  με  τον  πνευματικό  της. Ήταν  το  μόνο  πια  αξιόπιστο  στήριγμα  που  της  είχε  μείνει  στη  ζωή.
Ο  πνευματικός  της  γέροντας  Ευσέβιος,  μια  οσιακή  αγία  μορφή,  όταν  τον  συναντάει, την  ενθαρρύνει : να  του  είσαι  περιποιητική, υπάκουη, να  τον  αγαπάς, Θεοφανώ. Ο  χρόνος  θα  φέρει  και οικογένεια…και  τότε  όλα  μπορεί  να  αλλάξουν. Και  πάνω  απ΄όλα  την  προσευχή  σου. Ο  Θεός  μακάρι  να  μη  σου  επιτρέψει  το  σταυρό  που  βλέπω  να  σου  ετοιμάζει…
 Κι  η  Θεοφανώ  προσπαθούσε  να  διώξει  κάθε  ανησυχία  και  να  προσφέρει  τον  εαυτό της  στον  άντρα  της.
Ο  Λέων  από  την  άλλη  της  ενέκρινε  ό,τι  του  ζητούσε, αλλά  κρατούσε  τη  θέρμη  της  καρδιάς  του  για  τη  Ζωή, την  κόρη  ενός  αυλικού  στο  παλάτι.
Το  διαπίστωνε  η  ευαίσθητη  και  ευγενέστατη  Θεοφανώ  κι ήταν  πολλές  οι  φορές  που  πάνω  στο  λόγο  ο  Λέων  αντί  για  το  δικό  της  όνομα  πρόφερε  εκείνης  και  μετά  προσπαθούσε  να  διαλύσει  την  »παρεξήγηση».
Μια  χαρά  όμως  σε  λίγο  έρχεται  να  δώσει  ελπίδα. ¨Η  Θεοφανώ  φέρει  στα  σπλάχνα  της  μωρό.
Και  σε  λίγους  μήνες  γεννιέται  ένα  χαριτωμένο  κοριτσάκι.
Ο  Βασίλειος  και  η  Ευδοκία  πανηγυρίζουν.  Ο  Λέων  καμαρώνει. Χαίρεται. Κι  η  Θεοφανώ  συγκινείται  βαθιά  και  παίρνει  ανάσα.
Να  όμως  που  και  τώρα  κάτι  ήρθε  να  σκιάσει  τη  χαρά  της.
Όταν  έσκυψε  ο  Λέων  να  δώσει  το  πρώτο  πατρικό  και  τόσο  τρυφερό  φιλί  στην  κορούλα  του, έκανε  μια  κίνηση  να  σκύψει  και  στη  Θεοφανώ,  που  έφερε  στον  κόσμο  αυτή  τη  χαριτωμένη  ύπαρξη,  μα  κάτι  τον  συγκράτησε. ..
Το  πρόσεξε  η  Θεοφανώ  και  πληγώθηκε.
Καθημερινά  πλήθαιναν  και  πάλι  τα  σημάδια  ότι  ο  Λέων  συναισθηματικά  δεν  της  ανήκει. Συναισθηματικά  την  πρόδιδε.
Αλλά,  αν  και  θλιβόταν  κατάβαθα  και  με  τη  σκέψη  της  ακύρωνε  αυτό  το  γάμο, αφού  κάθε  τόσο  διαπίστωνε  ότι  ο  σύζυγός  της  δεν  είχε  συγκινηθεί  από  αυτήν, ξεκουραζόταν  κοντά  στον  πνευματικό  της  Ευσέβιο, που  της  ενίσχυε  την  υπομονή  και  την  προσπάθειά  της  για  θεάρεστη  ζωή.
Επίσης  ώρες  πολλές  μιλούσε  με την  προσευχή  της  στην  Παναγία. Τα  δάκρυά  της  ποτάμι.
Ο  προσωπικός  της  όμως  αυτός  σταυρός  την  έκανε  να  συμπονεί  και  τους  πονεμένους  ανθρώπους  και  με  κάθε  ευκαιρία  να  βρίσκεται  κοντά  τους.
12 Αγία Θεοφανώ Βασίλισσα
Είχε  όλη  την  άνεση  ως  βασίλισσα  να  τους  απαλλάσσει  από  κάθε  οικονομική  ανάγκη  και  με  την  χαριτόβρυτη  αγάπη  της  να  τους  ενισχύει  ψυχολογικά  και  ηθικά
Έτσι  ο  λαός  τη  λάτρευε. .
Στο  μεταξύ  στο  παλάτι  καταφθάνει  ένας  μάγος, προσποιούμενος  τον  άγιο  μοναχό, που  καταφέρνει  να  κερδίσει  την  εμπιστοσύνη  του  αυτοκράτορα  Βασιλείου  και, επειδή  πικραίνεται  απ΄το  Λέοντα,  του  στήνει  πλεκτάνη, τον  διαβάλλει  στον  πατέρα  του  ότι  συνωμοτεί  εναντίον  του  και  γίνεται ]αυτό  αιτία  να  εξοριστεί  τελικά  ο  Λέων  στη  Θεσσαλονίκη, όπου  οικειοθελώς  τον  ακολουθεί  και  η  Θεοφανώ  με  την  κορούλα  τους, την  Ευδοκία.

Ο  γέροντας  Ευσέβιος  αυτοεξορίζεται  κι  αυτός  στη  Θεσσαλονίκη, για  να  είναι  κοντά  στο  ανδρόγυνο.
Εκεί  στην  εξορία  ο  Λέων  εύχεται  να  μην  είχε  γεννηθεί, αλλά  η  Θεοφανώ  του  συμπαραστέκεται. Τον  στηρίζει  ψυχολογικά  με  κάθε  τρόπο  και  η  ίδια  αναλώνεται  στην  αγρυπνία  και  στην  προσευχή.
Πράγματι,  η  αλήθεια  σε  τρία  χρόνια  αποκαλύπτεται  και  ο  Λέων  με  την  οικογένειά  του  γυρίζει  περιχαρής  στη  Βασιλεύουσα, ενώ  ο  Βασίλειος  υποδέχεται  με  λαμπρότητα  το  γιο  του  ζητώντας  συγγνώμη  για  το  λάθος  του.
Στο  μεταξύ  πεθαίνει  η  Αυγούστα  Ευδοκία  και  τα  καθήκοντά  της  στο  παλάτι  αναλαμβάνει  η  Θεοφανώ.
Κι  άλλη  όμως  αφορμή  δίνεται  για  να  πληγωθεί  βαθύτερα  τώρα  η  Θεοφανώ.
Ο  Λέων  στο  παλάτι  ερωτοτροπεί  με  τη  Ζωή. Συναντιέται  κρυφά  μαζί  της  ξανά  και  ξανά.
Ο  πατέρας  του, όταν  το  διαπιστώνει, διατάσσει  να  μαστιγωθεί  ο  γιος  του.
Η  Θεοφανώ  το  αντιλαμβάνεται  και  θες  από  την  ευγένεια  του  χαρακτήρα  της, θες  επειδή  εκτιμούσε  ως  καλύτερο  χειρισμό  του  προβλήματος  την  καλοσύνη, θες  επειδή  φοβόταν  ότι  δεν  θα  άντεχε  ωμή  την  αλήθεια  από  μέρους  του, αν  του  ζητούσε  συνεξήγηση, γιατί  τον  αγαπούσε  πολύ,  δεν  μίλησε  και  πάλι  στο  Λέοντα.
Έδωσε  την  ίδια  απάντηση  στον  εαυτό  της: είναι  ένας  σταυρός, που  ο  Θεός –ποιος  ξέρει  γιατί –μου  τον  επιτρέπει.
Ο  Βασίλειος  στο  μεταξύ, για  να  δώσει  ένα  τέλος  στο  σκάνδαλο, παντρεύει  αναγκαστικά  την  αγαπημένη  Ζωή  του  Λέοντα  με  κάποιον  άλλο  και  την  εξαποστέλλει  από  το  παλάτι.

Ο  ίδιος  όμως  ο  Βασίλειος,  ύστερα  από  ένα  ατύχημα  σε  κυνήγι,  πεθαίνει.
Μετά  το  θάνατο  του  πατέρα  του  ο  Λέων  νιώθει  ελεύθερος  να  κάνει  ό,τι  θέλει.
Το  πρώτο  του  μέλημα  είναι  να  ανακηρύξει  τον  πατέρα  της  ερωμένης  του  Ζωής  Βασιλειοπάτορα  και  πρωθυπουργό.
Απ΄τη  Θεοφανώ  ζητάει  να  μείνει  στο  πλευρό  του  σύμβουλος  πολύτιμη  για  την  οξύτητα  του  πνεύματός  της  και  την  αγάπη  της  για  το  λαό.
Ωστόσο  διάδοχο  αγόρι  απ΄τη  Θεοφανώ  δεν  έχει  ο  αυτοκράτορας  τώρα   Λέων  ο  σοφός,  και  βρίσκει  έναν  επί  πλέον  λόγο  να  έχει  στο  νου  του  τη  Ζωή, αν  και  ήταν  παντρεμένη.
Κι  αυτή  όμως  το  ίδιο. Και  τώρα  που  ο  πατέρας  της  είναι  πρωθυπουργός  έχει  όλη  την  άνεση  να  μπαινοβγαίνει  στο  παλάτι.
Στο  μεταξύ  νέα  δοκιμασία  για  τη  Θεοφανώ. Αρρωσταίνει  βαριά  η  κορούλα  τους  Ευδοκία  και  πολύ  γρήγορα   παρόλες  τις  φροντίδες  τους  πεθαίνει, εγκαταλείποντας  τη  μητέρα  της  σε  μια  κόλαση, που  τη  δημιουργεί  η  απιστία  του  πατέρα  της.
Ως  εδώ  η  παρουσία  της  μικρής  μετρίαζε  και  απάλυνε  τον  πόνο  της  Θεοφανώς. Βάλσαμο  τής  ήταν  η  αγάπη  της.
Τώρα  όμως  και  αυτήν  ο  Θεός  τής  την  αφαιρεί.
Αλλά  και  ο  Λέων, παρόλο  που  για  τη  Θεοφανώ  μένει  ψυχρός  και  ασυγκίνητος,  για  την  κορούλα  του, που  της  είχε  μεγάλη  αδυναμία  και  που  τώρα  τους  φεύγει,  θρηνεί  και  θλίβεται  βαθιά.
Η  μητέρα  της,  την  ώρα  που   κατεβάζουν στο  μνήμα  το  σπλάχνο  της, μόλις  προλαβαίνει  να  της  ευχηθεί: ώρα  καλή  σου  και καλή  αντάμωση, ακριβό  μου  παιδί, και  πέφτει  λιπόθυμη.
Η  Ευδοκία  της  ήταν  μόλις  εννέα  ετών.
Με  το  θάνατό  της  ο  Λέων  ένιωσε  να  ξεκόβεται  οριστικά  απ΄τη  Θεοφανώ.
Η  Ζωή  άρχισε  να  επηρεάζει  εγκληματικά  το  Λέοντα  σε  βάρος  της.
Ο  πνευματικός  της, γέροντας  Ευσέβιος, αποφασίζει  να  μιλήσει  στον  αυτοκράτορα.
Συνέπεια,  να  εξοριστεί.
Η  Θεοφανώ  στη  νέα  της  δοκιμασία  ψάχνει  και  δε  βρίσκει  μέσα  της  κουράγιο. Νιώθει   να  έχουν  εξαντληθεί  της  ψυχής  της  τα  αποθέματα, Έχει  κουραστεί.
»Φτάνει, Κύριέ  μου», κραυγάζει  στο  Θεό,  »με   ξέχασες; γιατί  τόσα  πολλά  βάσανα  σε  μένα;  δεν  μου  άφησες  τίποτε  δικό  μου. Μόνο  πίκρες  πήρα  απ΄αυτή  τη  ζωή. Σε  παρακαλώ  πάρε  με  και  μένα  κοντά  Σου  και  κοντά  σ΄αυτούς  που  αγαπώ  και  που  τώρα  αναπαύονται  εκεί  μαζί  Σου ».
 Συγγνώμη  που  Σου  παραπονιέμαι…όμως, Πατέρα  μου, δεν  αντέχω  άλλο…..
 Η  προσευχή  της  είναι  κραυγαλέα. Αλλά  δεν  της  φτάνει. Κατευθύνεται  στον  τάφο  της  κορούλας  της  και  της  ζητάει  να  την  προσευχηθεί  κι  αυτή  από  κει  που  είναι.
Μια  άφατη  αγαλλίαση  περιλούζει  την  ύπαρξή  της. Μια  θεία  γαλήνη  πλημμυρίζει  την  ψυχή  της.
Από  δω  και  πέρα  όλα  παίρνουν  διαφορετική  τροπή. Νιώθει  να  ανήκει  σε  άλλον  κόσμο, του  Θεού  ολοκληρωτικά.  Μια  χαρμολύπη  εγκαταστάθηκε  μόνιμα  στην  ψυχή  της  και  η  προσευχή  έγινε  η  ζωή  της.
Γίνεται  και  το  πρώτο  της  θαύμα: ένα  ετοιμοθάνατο  κοριτσάκι, όταν  το  επισκέπτεται  και  το  σφίγγει  στην  αγκαλιά  της, αμέσως  ζωηρεύει, συνέρχεται, ενώ  του  ετοίμαζαν  τα  σχετικά  με  την  κηδεία  του.
Άρχισε  να  μιλάει  χαρούμενο, να  αγκαλιάζει  με  ευγνωμοσύνη  την  Αυγούστα  Θεοφανώ, να  περπατάει…
Το  θαύμα  διαδόθηκε  αστραπιαία  σ΄όλη  την  επικράτεια. Όλοι  μιλούν  για  την »αγία »αυτοκράτειρα…
Η  ίδια  όμως  μένει  ταπεινή, αν  και  βλέπει  και  συνομιλεί  με  αγίους.
Προπαντός  είναι  εσωτερικά  ήρεμη, χαρούμενη.
Και  δίνεται  ολόψυχα  στους  αναξιοπαθούντες. Φτωχούς, πεινασμένους, ανάπηρους, αρρώστους, ορφανά, χήρες, αθώους  κατάδικους, ξένους, χρεώστες, δούλους, πενθούντες.
Επισκέπτεται  νοσοκομεία, γηροκομεία, βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία, λεπροκομεία, πτωχοκομεία, φυλακές, ιδρύματα  όπου  στεγάζονται  παραστρατημένες  γυναίκες.
Και  πριν  πάει  σ΄οτιδήποτε  από  αυτά,   περνάει  απ τόν  τάφο  της  κόρης  της  και  πιάνει  κουβέντα  μαζί  της.   Τη  νιώθει  τόσο  κοντά.  Σαν  να  μην  έφυγε  ποτέ   μακριά  της.  Δεν  είναι  ψευδαίσθηση, αλλά  πραγματική  επικοινωνία, που  τη  γεμίζει  αγαλλίαση  πνευματική  και  χαριτωμένη  γλυκύτητα.
Και  ελπίδα  και  φως  και  ειρήνη.
Τελική  φάση  της  ζωής  της  η  αρρώστια  της.
Από  τις  εντάσεις  που  πέρασε  και  τις  θλίψεις  το  σώμα  της  εξαντλήθηκε, ενώ  η  ψυχή  της  εξαγνισμένη   ποθούσε  τον  ουρανό.
Και  ο  Θεός, τη  Θεοφανώ  που  »ενήθλησε  λαμπρώς»  και  επιτυχώς  πέρασε  όλες  τις  δοκιμασίες  της  στη  γη, την  καλεί  πλέον  οριστικά  κοντά  Του.
Η  Θεοφανώ  αρρωσταίνει  βαριά.
Το  νέο  μαθεύτηκε  στη  Βασιλεύουσα  ταχύτατα . Όλοι  συγκλονισμένοι  την  προσεύχονται. Όμως  η  αγαπημένη  Αυγούστα  ετοιμάζεται  με  σπουδή  για  το  αιώνιο  ταξίδιΒλέπει  τον  Κύριό  της  να  την  περιμένει  μέσα  σε  εκτυφλωτική  λαμπρότητα  κι  ένα  φως  τη  λούζει, ενώ  η  κορούλα  της  Ευδοκία  τής  εμφανίζεται  χαρούμενη  που  θα  ανταμώσουν  παντοτινά  εκεί  πάνω.
Κι  εκείνη  έτοιμη  γι΄αυτό  το  ξεκίνημα, δεν  ξεχνάει  να  ζητήσει  να  δει  το  Λέοντα.
Όταν  έρχεται,  τον  φιλάει, φιλάει  τα  χέρια  του, του  ζητάει  συγγνώμη  για  όποια  τυχόν  παράλειψή  της, του  εύχεται  καλή  συνέχεια  στο  έργο  του, του  δίνει  τη  συγγνώμη  της  που  την  πόνεσε  τόσο  πολύ  στη  ζωή  της  και  τον  παρακαλεί  να  φροντίσει  και  για  την  αιώνια  ψυχή  του, για  να  είναι  τουλάχιστον  εκεί…
Δεν  πρόλαβε  να  τελειώσει  το  λόγο  της…σαν  να  επρόκειτο  να  συμπληρώσει  αυτός  τη  συνέχεια  με  το  υπόλοιπο  της  ζωής  του. .
Η  Θεοφανώ  κοιμήθηκε  εν  Κυρίω. Ήταν  μόλις  31  ετών.
Το  πρόσωπό  της  έλαμπε  κι  όλη  ακτινοβολούσε  μια  υπερκόσμια  χάρη, ενώ  ο  Θεός  πιστοποιούσε  την  αγιότητά  της  αμέσως  με  θαύμα.
Την  ώρα  της  εκφοράς  της, ενώ  έξω  έκανε  τσουχτερό  κρύο  και  παγωνιά, όταν  ξεκίνησαν  για  το  ναό, ξαφνικά  βγήκε  ο  ήλιος, απλώθηκε  ζεστασιά  κι  όλοι  μπόρεσαν  να  τη  συνοδέψουν  με  προσευχές  και  δάκρυα. ΄
 Μόλις  μπήκαν  στο  ναό,  ο  καιρός  έγινε  όπως  πριν.
Δε  μπορούσες  να  το  χαρακτηρίσεις  τυχαίο.
Άλλα  θαύματά  της  αναφέρει  ο  σύγχρονός  της  βιογράφος  Λέων  ο  Γραμματικός  και  μάλιστα  με  πρώτα  όσα  έγιναν  στο  άμεσο  περιβάλλον  του.
Διηγείται  ότι   θαυματουργούσε  η  αγία  σε  ανθρώπους  είτε  τοποθετώντας  πάνω  τους  την  εσάρπα  της  είτε  φορώντας  τό  από  ίασπι  δαχτυλίδι  της  είτε  με  το  να  τους  εμφανίζεται  και  να   ανταποκρίνεται  σ΄ό,τι  της  ζητούσαν.
Η   Θεοφανώ  τι  κι  αν  δεν  την  έριξαν  δήμιοι  στα  θηρία  να  την  κατασπαράξουν. Πέρασε  φρικτό  μαρτύριο,  ψυχικό  και  χρόνιο.
Άντεξε  χάρη  στην  πίστη  της  και  την  αγάπη  της  που  δε  γνώριζε  σύνορα  και  διακρίσεις. 
Αλλά  και  χάρη  στην  υπομονή  της  πέρασε  στην  αιωνιότητα. .
Ας  είναι  παράδειγμα  για  όλους  μας  και  ιδιαίτερα  για  πολλές  και  πολλούς  συζύγους  σήμερα, που  σηκώνουν  το  δικό  τους  προσωπικό  βαρύ  σταυρό,  σαν  το  δικό  της. Και  νομίζουμε  είναι  τόσοι  πολλοί.
Την  αγία  Θεοφανώ  η  Εκκλησία  μας  τη  γιορτάζει  στις  16  Δεκεμβρίου.
Να  έχουμε  την  πρεσβεία  της.
Αμήν
Ζιώγα  Κατερίνα Εκπαιδευτικός
αντιγραφή κειμένου από εδώ
.

Το άφθαρτο λείψανο της αγίας Θεοφανούς στον Πατριαρχικό Ναό

Είναι γνωστό ότι στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι φυλάσσονται άφθρτα τα λείψανα τριών αγίων γυναικών: της Αγίας Σολομονής, της Αγίας Ευφημίας και της Αγίας Θεφανούς της Βασίλισσας.
Η αγία Θεοφανώ είναι η κτιτόρισσα της Βασιλικής Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στην Χαλκιδική.
Αυτή η σπουδαία Μονή ιδρύθηκε το 888 από την Αυγούστα Θεοφανώ, επί Πατριαρχίας Φωτίου του Μεγάλου. Η Θεοφανώ δώρησε στη Μονή Τίμιο Ξύλο, αλλά και την προίκα της, γι’ αυτό μέχρι σήμερα εκτάσεις της Μονής φέρουν το όνομα “Βασιλικά”.
.
Η Αγία και θαυματουργή Θεοφανώ ήταν σύζυγος του βασιλιά Λέοντα του επονομαζόμενου Σοφού. Παρ’ όλα τα μεγαλεία και τον πλούτο, διατήρησε τη ταπεινοφροσύνη που την χαρακτήριζε ανέκαθεν. Προτιμούσε να είναι απλά ντυμένη και να βρίσκεται δίπλα στους ανθρώπους που την χρειαζόντουσαν. Ήταν τόση η πίστη της, που αξιώθηκε να θαυματουργήσει. Το λειψανό της φυλασόταν στο ναό των Αγίων Αποστόλων, απ’ όπου ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος το μετέφερε στο Πατριαρχείο, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα. πηγή
.
Ο Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ασπάζεται το λείψανο της Αγίας Θεοφανούς
.
Ας έχουμε την χάρη και την ευλογία της αγίας Θεοφανούς. Αμήν!
επιμέλεια ανάρτησης:Alexia-momyof6-antexoyme.blogspot.com

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Ασματική Ακολουθία εις τιμήν και μνήμην της Οσίας μητρός ημών Οδιλίας της εξ Αλσατίας – Παναγιώτου Σόμαλη.



site analysis
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ ΙΓ!!

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΟΔΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞ ΑΛΣΑΤΙΑΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
(Παναγιώτης Σόμαλης.)

ΜΙΚΡΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ

Εις το Κύριε εκέκραξα, ιστώμεν στίχους δ’ , και ψάλλομεν τα εξής προσόμοια της Οσίας.
Ήχος β’ . Ότε εκ του ξύλου.
Ότε, στειρευούσης εκ γαστρός, θεία ευδοκία ετέχθης, ο σος γεννήτωρ τυφλήν, βλέπων σε τεθύμωται, και κτείνειν ήθελε, η δε πάντιμος μήτηρ σου, τροφώ σε εκδούσα, Οδιλία ρύη σε, της του πατρός σου οργής, όθεν εν Μονή του Βαλσάμου, ώκησας σεμνή παιδιόθεν, βίω εναρέτω διαλάμπουσα.

Ότε, Ρατισβόνης ο ποιμήν, έλαβε Ερχάρδος κατ’ όναρ, την περί σου εντολήν, χαίρων σε εζήτησεν, και σε βαπτίσας τους σους, οφθαλμούς μύρω έχρισε, ευθύς δε ω θαύμα, ούτοι ηνεώχθησαν, πάντων εις έκπληξιν, τούτω γαρ Χριστός τω σημείω, έδειξεν τοις πάσιν Οσία, ότι νύμφην σε ενδόξως είλετο.

Ότε, ηδονάς βιοτικάς, πλούτόν τε μισούσα θεόφρον, τον κόσμον έλιπες, μνήστορα επίγειον, μηδένα στέργουσα, Χοχενβούργης την έπαλξιν, Μονήν εις αγίαν, ψυχών φροντιστήριον, Μήτερ εποίησας, ένθα Οδιλία παρθένων, πλήθος ευγενών συνελθούσαι, σου την πολιτείαν εμιμήσαντο.

 Ώφθης, των πενήτων βοηθός, και των ασθενών προστασία, και θλιβομένων χαρά, ξένων τε παράκλησις, Μοναζουσών καλλονή, των Αγγέλων συνόμιλος, και άφθονον χάριν, ιαμάτων έλαβες, παρά Χριστού του Θεού, όνπερ Οδιλία δυσώπει, οφθαλμών ψυχών και σωμάτων, δούναι την υγείαν τοις τιμώσί σε.
Δόξα. Ο αυτός.
Δεύτε αναβώμεν εις το άγιον όρος, το επ’ ονόματι της θεοφόρου, τετιμημένον Οδιλίας. Δεύτε τω τιμίω αυτής τάφω προσπέσωμεν, αγιασμόν αρυόμενοι. Δεύτε τη πηγή εκείνης προσδράμωμεν, και του εκείθεν αναβλύζοντος ύδατος, εν ευλαβεία πολλή μεταλάβωμεν. Δεύτε πάντες εμφορηθώμεν, των της μακαρίας παρθένου δωρημάτων, εν κατανύξει κραυγάζοντες· ταις της Σης Οσίας πρεσβείαις Ζωοδότα, φώτισον και σώσον τας ψυχάς ημών.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Την πάσαν ελπίδα μου, εις Σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην Σου.
Απόστιχα. Ήχος β’ . Οίκος του Εφραθά.
Πόνοις ασκητικοίς, και οικτιρμοίς πενήτων, ευάρεστος εγένου, Κυρίω Οδιλία, παρθένων εγκαλλώπισμα.
 Στ.: Υπομένων, υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της φωνής της δεήσεώς μου.
Ρώννυσιν οφθαλμούς, το ύδωρ της πηγής σου, η εκ του βράχου Μήτερ, ανέβλυσεν ση ράβδω, ευθύς ως τούτον έπληξας.
 Στ.: Κύριος λύει πεπεδημένους, Κύριος σοφοί τυφλούς, Κύριος ανορθοί κατεραγμένους, Κύριος αγαπά δικαίους.
 Χάριν παρά Θεού, πλουτίσασα θαυμάτων, μη παύση Οδιλία, ημίν θαυματουργούσα, τοις πόθω σε γεραίρουσι.
Δόξα. Τριαδικόν.
Φώτισον της ψυχής, τα όμματα Σων δούλων, Τριας Υπεραγία, και μία θεαρχία, πρεσβείαις της Οσίας Σου.
Και νυν. Θεοτοκίον.
Σκέπη Σου τη σεπτή, προστρέχοντες Παρθένε, αιτούμεθα ρυσθήναι, των του εχθρού παγίδων, Θεογεννήτορ Δέσποινα.
Νυν απολύεις. Τρισάγιον.
Απολυτίκιον. Ήχος α’ . Της ερήμου πολίτης.
Αλσατίας η δόξα Χοχενβούργης το καύχημα, οφθαλμών πασχόντων υγεία, και τυφλών η ανάβλεψις, νοσούντων και πτωχών η βοηθός, σεμνών μοναζουσών ο στολισμός, Οδιλία μακαρία υπέρ ημών, ικέτευε των βοώντων· δόξα τω σε καλέσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Του Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι Παρθένε το Χαίρε, συν τη φωνή εσαρκούτο ο των όλων Δεσπότης, εν σοι τη αγία κιβωτώ, ως έφη ο δίκαιος Δαυΐδ. Εδείχθης πλατυτέρα των ουρανών, βαστάσασα τον Κτίστην σου. Δόξα τω ενοικήσαντι εν σοι· δόξα τω προελθόντι εκ σου· δόξα τω ελευθερώσαντι ημάς, δια του τόκου σου.
 Απόλυσις.
ΜΕΓΑΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
 Μετά τον Προοιμιακόν, το Μακάριος ανήρ. Εις δε το Κύριε εκέκραξα, ιστώμεν στίχους στ , και ψάλλομεν τα παρόντα στιχηρά προσόμοια της Οσίας.
Ήχος δ’ . Έδωκας σημείωσιν.
Δεύτε ευφραινόμενοι, την της Οσίας πανήγυριν, εορτάσωμεν σήμερον, Θεώ τω δοξάσαντι, ταύτην χαρμοσύνως, μέλποντες τον αίνον, τω δωρουμένω δι’ αυτής, τοις τρυχομένοις ποικίλοις πάθεσιν, ιάματα και νέμοντος, αμαρτημάτων συγχώρησιν, Οδιλίας δεήσεσιν, τοις αυτήν μακαρίζουσι.
 Κτείνειν σε ηθέλησεν, ότε τυφλήν σε εώρακεν, γεννηθείσαν αοίδιμε, πατήρ σου ο άθλιος, αλλά σου η μήτηρ, τη τροφώ εκδούσα, εις του Βαλσάμου την Μονήν, οία φιλόστοργος εφυγάδευσεν, εν η οσίως πάνσεμνε, και εναρέτως βιώσασα, τω Σωτήρι νενύμφευσαι, δια πόνων ασκήσεως.
 Άνωθεν η κλήσίς σου, ουκ απ’ ανθρώπων εγένετο, Οδιλία θεόληπτε, καθ’ ύπνους γαρ έλαβε, εντολήν Ερχάρδος, ο της Ρατισβόνης, σε ανευρείν και του λουτρού, του σωτηρίου καταξιώσαί σε, και ότε σε τω χρίσματι, έχρισεν τότε ανοίχθησαν, οφθαλμοί σου και άπαντες, τον Θεόν εμεγάλυνον.
 Δόξαν την επίγειον, και την τρυφήν την επίκηρον, Οδιλία μισήσασα, Χριστού επεπόθησας, την πτωχείαν Μήτερ, όθεν Χοχενβούργην, πείθεις σοι δούναι εις Μονήν, τον σον πατέρα και ταύτην έδειξας, ψυχών λιμένα άκλυστον, και ασφαλές καταφύγιον, και ιδρώσι τιμίοις σου, αληθώς καθηγίασας.
 Πέτρος ο Απόστολος, επιφανείς ο ανήγειρας, εγκαινίσας ηυλόγησεν, σεπτόν παρεκκλήσιον, τω Χριστού Προδρόμω, λεπρός δε ο τάλας, ότε αυτώ υπομονήν, η θεραπείαν ηύξω λελύτρωται, και πλείστοις άλλοις θαύμασιν, ο Παντοκράτωρ εδήλωσεν, παρρησίαν ην εύρηκας, παρ’ Αυτώ αξιάγαστε.
 Τάφω τω τιμίω σου, γονυκλινώς οι προσπίπτοντες, Οδιλία πανθαύμαστε, πιστώς σου δεόμενοι, πόνων αφορήτων, νόσων δυσιάτων, και πολυπλόκων πειρασμών, ευχαριστούσι Θεώ σωζόμενοι, ιάσαι δε τα όμματα, των ευλαβώς ανυμνούντων σε, ουρανόθεν εξαίρετον, προς αυτό σχούσα δύναμιν.
Δόξα. Ήχος πλ. Β’ .
Ασκητριών την καλλονήν, και των παρθένων κλέος, το σκεύος των χαρίτων, και του Χριστού νύμφην θείαν και πάγκαλον, συνελθόντες οι φιλέορτοι, μελωδικοίς εγκωμίοις, τιμήσωμεν ψάλλοντες· Χαίροις η παιδιόθεν Θεώ, τω πάντων Ποιητή, σαυτήν καθιερώσασα· χαίροις νοσούντων επίσκεψις, πτωχών η περίθαλψις, Οδιλία ισάγγελε· χαίροις της Αλσατίας απάσης προστασία, και των ασθενούντων ομμάτων ιατρεία. Και νυν Οσία πανένδοξε, μη παύση πρεσβείαν ποιούσα αεί, πλημμελημάτων συγγνώμην διδόναι ημίν, τοις γεραίρουσι, την χαρμόσυνον μνήμην σου.
Και νυν Προεόρτιον. Ο αυτός.
Σπήλαιον ευτρεπίζου, η αμνάς γαρ ήκει, έμβρυον φέρουσα Χριστόν. Φάτνη δε υποδέχου, τον τω λόγω λύσαντα, της αλόγου πράξεως, ημάς τους γηγενείς. Ποιμένες αγραυλούντες, μαρτυρείτε θαύμα το φρικτόν, και Μάγοι εκ Περσίδος, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν, τω Βασιλεί προσάξατε, ότι ώφθη Κύριος, εκ Παρθένου Μητρός, όνπερ κύψασα δουλικώς, η Μήτηρ προσεκύνησε, και προσεφθέγξατο, τω εν αγκάλαις αυτής, πως ενεσπάρης μοι, η πως μοι ενεφύης, ο Λυτρωτής μου και Θεός;
Είσοδος. Φως ιλαρόν, το Προκείμενον της ημέρας, και τα Αναγνώσματα.
Προφητείας Ησαΐου το Ανάγνωσμα. (Κεφ. μβ , 5-25)
Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός, ο ποιήσας τον ουρανόν και πήξας αυτόν, ο στερεώσας την γην και τα εν αυτή και διδούς πνοήν τω λαώ τω επ’ αυτής και πνεύμα τοις πατούσιν αυτήν. Εγώ Κύριος ο Θεός, εκάλεσά σε εν δικαιοσύνη και κρατήσω της χειρός σου και ενισχύσω σε και έδωκά σε εις διαθήκην γένους, εις φως εθνών ανοίξαι οφθαλμούς τυφλών, εξαγαγείν εκ δεσμών δεδεμένους και εξ οίκου φυλακής καθημένους εν σκότει. Εγώ Κύριος ο Θεός, τούτό μου έστι το όνομα, την δόξαν μου ετέρω ου δώσω ουδέ τας αρετάς μου τας γλυπτοίς, τα απ’ αρχής ιδού ήκασι, και καινά, α εγώ αναγγέλλω, και προ του αναγγείλαι εδηλώθη υμίν. Υμνήσατε τω Κυρίω ύμνον καινόν, η αρχή αυτού, δοξάζετε το όνομα αυτού απ’ άκρου της γης, οι καταβαίνοντες εις την θάλασσαν και πλέοντες αυτήν, αι νήσοι και οι κατοικούντες αυτάς. Ευφράνθητι έρημος και αι κώμαι αυτής, επαύλεις και οι κατοικούντες Κηδάρ. Ευφρανθήσονται οι κατοικούντες Πέτραν, απ’ άκρων των ορέων βοήσουσι. Δώσουσι τω Θεώ δόξαν, τας αρετάς αυτού εν ταις νήσοις αναγγελούσι. Κύριος ο Θεός των δυνάμεων εξελεύσεται και συντρίψει πόλεμον, επεγερεί ζήλον και βοήσεται επί τους εχθρούς αυτού μετά ισχύος. Εσιώπησα, μη και αεί σιωπήσομαι και ανέξομαι; Ως η τίκτουσα εκαρτέρησα, εκστήσω και ξηρανώ και θήσω ποταμούς εις νήσους και έλη ξηρανώ. Και άξω τυφλούς εν οδώ, η ουκ έγνωσαν, και τρίβους ας ουκ ήδεισαν, πατήσαι ποιήσω αυτούς. Ποιήσω αυτοίς το σκότος εις φως και τα σκολιά εις ευθείαν· ταύτα τα ρήματα ποιήσω και ουκ εγκαταλείψω αυτούς. Αυτοί δε απεστράφησαν εις τα οπίσω· αισχύνθητε αισχύνην, οι πεποιθότες επί τοις γλυπτοίς, οι λέγοντες τοις χωνευτοίς· υμείς εστε θεοί ημών. Οι κωφοί, ακούσατε, και οι τυφλοί, αναβλέψατε ιδείν. Και τις τυφλός, αλλ’ η οι παίδές μου και κωφοί, αλλ’ η οι κυριεύοντες αυτών; Και ετυφλώθησαν οι δούλοι του Θεού. Είδετε πλεονάκις, και ουκ εφυλάξασθε, ηνοιγμένα τα ώτα και ουκ ηκούσατε. Κύριος ο Θεός, εβουλεύσατο, ίνα δικαιωθή και μεγαλύνη αίνεσιν. Και είδον και εγένετο ο λαός πεπρονομευμένος και διηρπασμένος, η γαρ παγίς εν τοις ταμείοις πανταχού, και εν οίκοις άμα, όπου έκρυψαν αυτούς, εγένοντο εις προνομήν, και ουκ ην εξαιρούμενος άρπαγμα, και ουκ ην ο λέγων· απόδος. Τις εν υμίν, ος ενωτιείται ταύτα; Εισακούσατε εις τα επερχόμενα. Τις έδωκεν εις διαρπαγήν Ιακώβ, και Ισραήλ τοις προνομεύουσιν αυτόν; ουχί ο Θεός, ω ημάρτοσαν αυτώ, και ουκ ηβούλοντο εν ταις οδοίς αυτού πορεύεσθαι, ουδέ ακούειν του νόμου αυτού; Και επήγαγεν επ’ αυτούς οργήν θυμού αυτού, και κατίσχυσεν αυτούς πόλεμος και οι συμφλέγοντες αυτούς κύκλω, και ουκ έγνωσαν έκαστος ουδέ έθεντο επί ψυχήν.
Παροιμιών το Ανάγνωσμα. (Κεφ. ιθ , 16-25)
Ος φυλάσσει εντολήν, τηρεί την εαυτού ψυχήν, ο δε καταφρονών των εαυτού οδών απολείται. Δανείζει Θεώ ο ελεών πτωχόν, κατά δε το δόμα αυτού ανταποδώσει αυτώ. Παίδευε υιόν σου, ούτως γαρ έσται εύελπις, εις δε ύβριν μη επαίρου τη ψυχή σου. Κακόφρων ανήρ πολλά ζημιωθήσεται, εάν δε λοιμεύηται, και την ψυχήν αυτού προσθήσει. Πολλοί λογισμοί εν καρδία ανδρός, η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει. Καρπός ανδρί ελεημοσύνη, κρείσσων δε πτωχός δίκαιος η πλούσιος ψεύστης. Φόβος Κυρίου εις ζωήν ανδρί, ο δε άφοβος αυλισθήσεται εν τόποις, ου ουκ επισκοπείται γνώσις, ο εγκρύπτων εις τον κόλπον αυτού χείρας αδίκως, ουδέ τω στόματι ου μη προσαγάγη αυτάς. Λοιμού μαστιγουμένου, άφρων πανουργότερος γίνεται, εάν δε ελέγχης άνδρα φρόνιμον, νοήσει αίσθησιν.
Σοφίας Σολομώντος το Ανάγνωσμα. (Κεφ. ζ′.7)
Δίκαιος, εάν φθάση τελευτήσαι, εν αναπαύσει έσται. Γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον, ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται. Πολιά δε εστι φρόνησις ανθρώποις, και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος. Ευάρεστος Θεώ γενόμενος, ηγαπήθη· και ζων μεταξύ αμαρτωλών, μετετέθη. Ηρπάγη, μη κακία αλλάξη σύνεσιν αυτού, η δόλος απατήση ψυχήν αυτού· βασκανία γαρ φαυλότητος αμαυροί τα καλά, και ρεμβασμός επιθυμίας μεταλλεύει νουν άκακον. Τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσε χρόνους μακρούς· αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτού· δια τούτο έσπευσεν εκ μέσου πονηρίας. Οι δε λαοί ιδόντες και μη νοήσαντες, μηδέ θέντες επί διανοία το τοιούτον, ότι χάρις και έλεος εν τοις οσίοις αυτού, και επισκοπή εν τοις εκλεκτοίς αυτού.
Λιτή. Ήχος α’ .
Ευφραίνου εν Κυρίω, πάσα η Αλσατία, την της σης προστάτιδος μνήμην, Οδιλίας εορτάζουσα, και τω τιμίω τάφω και τη ιερά πηγή αυτής, εν ευλαβεία προσερχομένη, την ευλογίαν εκείνης αίτησαι. Του αΰλου γαρ φωτός, τας ελλάμψεις δεξαμένη, του φωτός τα έργα εκφαίνει, πολιτεία κρείττονι, και συμπαθεία αμέτρω, ιαμάτων δε δυνάμεσιν, θεόθεν δοξασθείσα, πολυειδώς ευεργετεί, κατά ψυχήν και σώμα, τους αδιστάκτως κραυγάζοντας· Κύριε δόξα Σοι.
Ήχος β’ .
Ανήρ θυμώδης αληθώς και ολιγόπιστος, ο σος γεννήτωρ πέλων, και μη ειδώς τας Γραφάς μηδέ την δυνάμιν του Θεού, ότε τυφλή εγεννήθης, θανατούσθαί σε εκέλευσεν, του ιδίου τέκνου μη φεισάμενος, αλλά προφθάσασα η ση αοίδιμος μήτηρ, της εκείνου σε οργής ηλευθέρωσεν, και εν τη του μακαρίου Μαρτίνου Μονή, τη λεγομένη του Βαλσάμου, παιδιόθεν κατοικείν κατηξιώθης, σεαυτήν προς ευσέβειαν γυμνάζουσα, και νυμφευθείσα Χριστώ, τω αθανάτω Νυμφίω. Ον εκδυσώπει σωθήναι ημάς, Οδιλία Οσία Μήτερ, τους χαρμοσύνως νυν μέλποντας, την πληθύν των θαυμασίων σου.
Ήχος γ’ .
Την των οφθαλμών σκοτίαν, αγογγύστως έτη δώδεκα υπομείνασα, δια του αγίου βαπτίσματος, θαυμαστώς ανέβλεψας. Ευχαριστούσα ουν τω Θεώ τω ικανώσαντί σε, εις την μερίδα του κλήρου των Αγίων εν τω φωτί, τοις ελαχίστοις του Κυρίου αδελφοίς, μετά χαράς διακονήσαι εσπούδασας, το αγαθόν εργαζομένη προς πάντας, μάλιστα δε προς τους οικείους της πίστεως. Και μοναζουσών τίμιον δήμον συγκροτήσασα, ηγουμένη αυτών ανεδείχθης, τω οικείω παραδείγματι, την σην συνοδείαν Οδιλία, επιτελείν αγιωσύνην, εν πραότητι παιδεύουσα. Μεθ’ ων και ημάς τους σε γεραίροντας, τον θείον δίδαξον φόβον, ενί εκάστω παρέχουσα, τα προς σωτηρίαν αιτήματα.
Ήχος δ’ .
Τις επαξίως υμνήσει, των ασκητικών αγώνων σου τα τρόπαια, Οδιλία αξιέπαινε; Νηστείας γαρ και αγρυπνίαις, την σάρκα μαράνασα, τον της Εύας πτερνιστήν, ανδρικώς εθριάμβευσας, και επαξίων βραβείων, αληθώς κατηξιώθης. Μεγάλη όντως η δύναμις, της σης προς Χριστόν μεσιτείας σου! Λεπρόν γαρ εκαθάρισας, ύδωρ εκ πέτρας ανίκμου πηγάσαι εποίησας, και υπέρ του σάρκα πατρός σου, απολιπόντος αυτού τον βίον, μετά δακρύων ουκ επαύσω δεομένη, υπέρ της εκείνου αναπαύσεως, έως ου των σων γονάτων τα ίχνη, επί του βράχου εσημειώθη. Διο και σήμερον εν τη πανσέπτω μνήμη σου, των κεκοιμημένων μνημόνευσον χριστιανών, και πρέσβευε σωθήναι πάντας τους τιμώντάς σε, εν τη ημέρα της Κρίσεως.
Δόξα. Ήχος β’ .
Της Αλσατίας το θείον κλέος, Οδιλία θαυματουργέ, κατά το όνομά σου, ούτω και η πολιτεία σου, όντως γαρ πλουσία φερωνύμως ανεδείχθης, χερσί των πενήτων τον σον πλούτον διανείμασα, και πλούτον αρετών μη φθειρόμενον, εν ουρανοίς θησαυρίσασα, όθεν λαμπαδηφόρος, εν τω νυμφώνι του Λόγου, λαμπρώς κατεσκήνωσας, και του αδύτου φωτισμού μετέσχες, αδιαλείπτως πρεσβεύουσα, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Και νυν. Προεόρτιον.
Δεύτε άπαντες, Χριστού τα γενέθλια, πιστώς προεορτάσωμεν, και νοητώς τον ύμνον, ως αστέρα προβαλλόμενοι, μαγικάς δοξολογίας, μετά ποιμένων βοήσωμεν· ήλθεν η σωτηρία των βροτών, εκ παρθενικής νηδύος, πιστούς ανακαλέσασθαι.
Απόστιχα. Ήχος πλ. Δ’ .  Ω του παραδόξου θαύματος.
Ω του παραδόξου θαύματος! υπομονήν τω λεπρώ, ευξαμένη η ίασιν, τούτον ηλευθέρωσας, του χρονίου νοσήματος, και ση τιμία, ράβδω ως έπληξας, την πέτραν ύδωρ, ευθύς επήγασεν, ω ραντιζόμενοι, πίστει εκλυτρούμεθα, των οφθαλμών, Οδιλία ένδοξε, παντός νοσήματος.
 Στ.: Υπομένων, υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της φωνής της δεήσεώς μου.
Ότε, ο καιρός εφέστηκεν, της σης εξόδου Χριστός, οραθείς σοι αείμνηστε, της μελλούσης έδειξεν, δόξης δείγμα και Άγγελος, εν ποτηρίω, Σώμα το τίμιον, και αίμα Μήτερ, το αγιώτατον, ήλθε κομίζων σοι, όπερ αι μονάστριαι, σου ταις χερσίν, Οδιλία βλέπουσαι, Θεόν εδόξαζον.
Στ.: Κύριος λύει πεπεδημένους, Κύριος σοφοί τυφλούς, Κύριος ανορθοί κατεραγμένους, Κύριος αγαπά δικαίους.
Μήτερ, Οδιλία πάνσεμνε, τον ιερόν Βαπτιστήν, και τον μέγαν Νικόλαον, Πέτρον τον Απόστολον, και Ερχάρδον τον πάνσοφον, συμπρεσβευτάς σου, λαβούσαι αίτησαι, τον σον Νυμφίον, ημίν δωρήσασθαι, βίου διόρθωσιν, και πταισμάτων άφεσιν, τοις την σεπτήν, και αγίαν μνήμην σου, πανηγυρίζουσι.
Δόξα. Ο αυτός.
Πάλαι μεν εν Δαμασκώ, είπεν ο Κύριος εν οράματι Ανανία τω ενδόξω, ζητήσαι Παύλον το σκεύος της εκλογής, επιθήναί τε εκείνω χείρας, όπως αναβλέψη και πλησθή Πνεύματος Αγίου. Νυν δε Ερχάρδω τω της Ρατισβόνης θεοφόρω ποιμένι, κατ’ όναρ ο Σωτήρ ενετείλατο, ίνα πορευθείς προς κοράσιον τυφλόν, βαπτίση αυτό και ανοιχθήσονται αυτού οι οφθαλμοί. Ότε δε συν Ιδούλφω τω μακαρίω το μυστήριον ετέλουν, Οδιλίαν την νεάνιδα εκάλεσεν, και τω αγίω χρίσματι χρίσας εκείνης τα όμματα, της τυφλώσεως ερρύσατο. Ο γαρ Χριστός χθες και σήμερον, ο αυτός και εις τους αιώνας, ο εν Αγίοις θαυμαστός, και Σωτήρ των ψυχών ημών.
Και νυν. Προεόρτιον.
Υπόδεξαι Βηθλεέμ την του Θεού Μητρόπολιν. Φως γαρ το άδυτον επί σε γεννήσαι ήκει. Άγγελοι θαυμάσατε εν ουρανώ, άνθρωποι δοξάσατε επί της γης. μάγοι εκ Περσίδος, το τρισσόκλεον δώρον προσκομίσατε. Ποιμένες αγραυλούντες, τον τρισάγιον ύμνον μελωδήσατε· πάσα πνοή αινεσάτω τον παντουργέτην.
 Νυν απολύεις. Τρισάγιον.
Απολυτίκιον. Ήχος α’ . Της ερήμου πολίτης.
Αλσατίας η δόξα Χοχενβούργης το καύχημα, οφθαλμών πασχόντων υγεία, και τυφλών η ανάβλεψις, νοσούντων και πτωχών η βοηθός, σεμνών μοναζουσών ο στολισμός, Οδιλία μακαρία υπέρ ημών, ικέτευε των βοώντων· δόξα τω σε καλέσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Του Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι Παρθένε το Χαίρε, συν τη φωνή εσαρκούτο ο των όλων Δεσπότης, εν σοι τη αγία κιβωτώ, ως έφη ο δίκαιος Δαυΐδ. Εδείχθης πλατυτέρα των ουρανών, βαστάσασα τον Κτίστην σου. Δόξα τω ενοικήσαντι εν σοι· δόξα τω προελθόντι εκ σου· δόξα τω ελευθερώσαντι ημάς, δια του τόκου σου.
 Απόλυσις.
ΟΡΘΡΟΣ
Μετά την α’  στιχολογίαν, κάθισμα. Ήχος α’ . Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Εξέλαμψεν ημίν, Οδιλίας η μνήμη, συνδράμωμεν αυτής, τους αγώνας υμνήσαι, δι’ ώνπερ καταβέβληκεν, τον εχθρόν τον αόρατον, και τοις πένησιν, διακονούσα προθύμως, κατηξίωται, ως ελεήμων του θείου, ελέους η πάνσεμνος.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Κυβέρνησον Αγνή, την αθλίαν ψυχήν μου, και οίκτειρον αυτήν, υπό πλήθους πταισμάτων, βυθώ ολισθαίνουσαν, απωλείας Πανάμωμε, και εν ώρα με, τη φοβερά του θανάτου, συ εξάρπασον, κατηγορούντων δαιμόνων, και πάσης κολάσεως.
Μετά την β’  στιχολογίαν, κάθισμα. Ήχος δ’ . Ταχύ προκατάλαβε.
Ενθέως ζηλώσασα τον ιερόν Βαπτιστήν, ναώ αυτώ ήγειρας και εμιμήσω αυτού, τον βίον τον άϋλον, όθεν νυν συν εκείνω, Οδιλία Οσία, πρέσβευε τω Κυρίω, πάσης ρύεσθαι βλάβης, τους πόθω εορτάζοντας, Μήτερ την μνήμην σου.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Ταχύ ημάς πρόφθασον Παρθενομήτορ αγνή, εχθρών ημάς λύτρωσαι των βλασφημούντων εις Σε, και μη προσκυνούντων Σε, θραύσον τας γλωσσαλγίας, των αιρέσεων πάσας, γνώτωσαν ότι μόνη Θεομήτωρ υπάρχεις, πρεσβείαις Σου Ορθοδόξων το σύστημα σώζουσα.
Μετά τον Πολυέλεον, κάθισμα. Ήχος πλ. Δ’ . Την Σοφίαν και Λόγον.
Του αγίου βαπτίσματος τω λουτρώ, και του μύρου τη χρίσει του ιερού, ηνεώχθη σου όμματα, και μυστικώς ηυγάσθης, φωτί της θεώσεως, Χριστώ συσταυρωθείσα, ασκήσεως σκάμμασιν, όθεν ιατρεύεις, οφθαλμών αρρωστίας, δυνάμει του Πνεύματος, και διώκεις τους δαίμονας, Οδιλία ισάγγελε, πρέσβευε αεί εκτενώς, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω την αγίαν μνήμην σου.
Δόξα. Και νυν... Θεοτοκίον, όμοιον
Την ουράνιον πύλην και κιβωτόν, το πανάγιον όρος την φωταυγή, νεφέλην υμνήσωμεν, την ουράνιον κλίμακα, τον λογικόν Παράδεισον, της Εύας την λύτρωσιν, της οικουμένης πάσης, το μέγα κειμήλιον, ότι σωτηρία, εν αυτή διεπράχθη· τω κόσμω και άφεσις των αρχαίων εγκλημάτων∙ δια τούτο βοώμεν αυτή. Πρέσβευε τω σω Υιώ και Θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις ευσεβώς προσκυνούσι, τον πανάγιον Τόκον σου.
Το α’  ἀντίφωνον του δ’  ἤχου.
Προκείμενον: Υπομένων, υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της φωνής της δεήσεώς μου.
Στ.: Κύριος λύει πεπεδημένους, Κύριος σοφοί τυφλούς, Κύριος ανορθοί κατεραγμένους, Κύριος αγαπά δικαίους.
Ευαγγέλιον ζήτει τω Σαββάτω της ΙΖ  ἑβδομάδος Ματθαίου.
Ο Ν  ψαλμός.
Δόξα: Ταις της Σης Οσίας...
Και νυν: Ταις της Θεοτόκου...
Ιδιόμελον. Ήχος β . Στ.: Ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός...
Της Αλσατίας το θείον κλέος, Οδιλία θαυματουργέ, κατά το όνομά σου, ούτω και η πολιτεία σου, όντως γαρ πλουσία φερωνύμως ανεδείχθης, χερσί των πενήτων τον σον πλούτον διανείμασα, και πλούτον αρετών μη φθειρόμενον, εν ουρανοίς θησαυρίσασα, όθεν λαμπαδηφόρος, εν τω νυμφώνι του Λόγου, λαμπρώς κατεσκήνωσας, και του αδύτου φωτισμού μετέσχες, αδιαλείπτως πρεσβεύουσα, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
 Είτα οι Κανόνες· της Θεοτόκου μετά των Ειρμών εις στ · και της Οσίας ο παρών, εις η , ου η ακροστιχίς, εν τη Ζ , Η , και Θ  ωδή: Ωδή Παναγιώτου.
Ωδή α’ . Ήχος πλ. Δ’ . Υγράν διοδεύσας.
Τα όμματα φώτισον της εμής, ψυχής Οδιλία ανυμνούντι χαρμονικώς, την σην μακαρίαν πολιτείαν, και του νοός μου την ζόφωσιν δίωξον.
Την στείρωσιν λύσας της σης μητρός, καρπόν σε παρέχει ευκλεέστατον καν τυφλήν, ο σε εκλεξάμενος Οσία, νύμφην εκείνω ωραίαν και πάγκαλον.
Οργίλος υπάρχων ο σος πατήρ, τυφλήν σε ως είδεν ουκ ηγάπησεν μηδαμώς, και κτείναί σε οίμοι ηβουλήθη, ου της κακίας η μήτηρ σου έσωσεν.
Θεοτοκίον.
Νυμφών φωτοφόρος της υπέρ νουν, σαρκώσεως ώφθης του των όλων Δημιουργού, εκ Σου γαρ την σάρκα Θεομήτορ, την ημετέραν Αυτός ημφιάσατο.
Ωδή γ’ . Ουρανίας αψίδος.
Τη τροφώ σε εκδούσα της πατρικής μήνιδος, η ση Οδιλία λυτρούται, μήτηρ η ένθεος, και εις Βαλσάμου Μονήν, εξ απαλών σου ονύχων, ώκησας αοίδιμε, θείω βουλήματι.
Επί δώδεκα έτη την του φωτός στέρησιν, εν μακροθυμία Οσία, φέρουσα πέφυκας, του πολυάθλου Ιώβ, της θαυμαστής καρτερίας, αληθώς συμμέτοχος, αξιοθαύμαστε.
Ρατισβόνης ποιμένι επιφανείς Άγγελος, σε προς το βαπτίσαι εκπέμπει, ότε δε μύρω σε, τω θείω έχρισεν, οι οφθαλμοί παραχρήμα, Οδιλία πάνσεμνε, σου ηνεώχθησαν.
Θεοτοκίον.
Επί Σοι Παναγία, ο του παντός αίτιος, δι’ υπερβολήν ευσπλαγχνίας, θέλων εσκήνωσε, και καθηγίασε, την των ανθρώπων ουσίαν, παραβάσει πρότερον, εξολισθήσασαν.
Κάθισμα. Ήχος γ’ . Θείας πίστεως.
Χαίρει έχουσα, η Αλσατία, σε βοήθειαν, και προστασίαν, Οδιλία Οσία πανεύφημε, και τω τιμίω σου τάφω προστρέχουσα, των ιαμάτων λαμβάνει τας χάριτας, όθεν πρέσβευε, Κυρίω τω σε δοξάσαντι, λυτρώσασθαι εκείνην των αιρέσεων.
Δόξα. Και νυν. Θεοτοκίον.
Θρόνος πάγχρυσος, του Βασιλέως, και Παράδεισος, διηνθισμένος, ανεδείχθης Θεοτόκε Πανάχραντε· τον γαρ Θεόν εν γαστρί σου βαστάσασα, ευωδιάζεις ημάς θείαις χάρισιν· όθεν άπαντες, Θεού αληθώς Μητέρα σε, κηρύττομεν αεί και μεγαλύνομεν.
Ωδή δ’ . Εισακήκοα Κύριε.
Κοσμικήν ματαιότητα, οία ψυχοφθόρον σοφώς μισήσασα, τω Χριστώ κατηκολούθησας, και εκείνου νύμφη εχρημάτισας.
Τον ωραίον ποθήσασα, κάλλει παρά πάντας βροτούς υπάρχοντα, Ιησούν γηΐνους μνήστορας, Οδιλία πάνσοφε απέρριψας.
Του πατρός σου μετέβαλες, την σκληροκαρδίαν εις ηπιότητα, Οδιλία καλλιπάρθενε, ταις προς τον Θεόν θερμαίς πρεσβείαις σου.
Θεοτοκίον.
Μετά τόκον διέμεινας, άφθορος Παρθένε ως προ γεννήσεως, νέον βρέφος γαρ εκύησας, τον προ των αιώνων γνωριζόμενον.
Ωδή ε’ . Φώτισον ημάς.
Ρήγνυσι Χριστός, πέτραν ίνα αποκρύψη σε, ότε έλιπες τον οίκόν σου ανδρί, του πατρός σου του συζεύξαί σε θελήσαντος.
Βλέπων εκ Θεού, την σην κλήσιν αξιάγαστε, ο πατήρ σου Χοχενβούργης εις Μονήν, Οδιλία μετεποίησεν την έπαλξιν.
Ήθροισας χορόν, ιερών παρθένων μέγιστον, και εκείνων ηγουμένη την οδόν, την στενήν και τεθλιμμένην Μήτερ ώδευσας.
Θεοτοκίον.
Μόνην γενεών, εκ πασών Σε εξελέξατο, αναπλάττει δε ημάς ο Πλαστουργός, εν τη μήτρα Σου οικήσας απειρόγαμε.
Ωδή στ’ . Την δέησιν.
Ναόν μεν, τη Θεοτόκω Παρθένω, και τω όπλω του Σταυρού τω τιμίω, ο σος πατήρ ανεγείρει θεόφρον, συ δ’ εν εκείνοις σχολάζουσα δάκρυσι, την γην κατέβρεχες τοις σοις, και ωδάς τω Κυρίω προσέφερες.
Προστάτην τον, του Κυρίου Πρόδρομον, Ιωάννην κεκτημένη τον μέγαν, ήγειρας τούτω ναόν όνπερ Πέτρος, επιφανείς του Χριστού ο Απόστολος, συν στρατιαίς αγγελικαίς, μυστικώς Οδιλία ηυλόγησεν.
Ηγάπησας, τον Θεόν ολοψύχως, και τον σον πλησίον Μήτερ ομοίως, και των πτωχών ταις χερσί τον σον πλούτον, μετά χαράς Οδιλία εσκόρπισας, διακονήσασα καλώς, των νοσούντων ταις χρείαις πανόλβιε.
Θεοτοκίον.
Μαρία το, του Δεσπότου σκήνωμα, το λαμπραίς της παρθενίας ακτίσι, φωτοειδώς ώσπερ κρίνον εκλάμψαν, της ακανθώδους εν μέσω συγχύσεως, Σου δέομαι της αγαθής, των πταισμάτων παράσχου μοι άφεσιν.
Κοντάκιον. Ήχος γ’ . Η Παρθένος σήμερον.
Της ψυχής τα όμματα, πεπηρωμένος Οσία, και αλγών του σώματος, τους οφθαλμούς Οδιλία, πίστει σου, τη ζωηρρύτω πηγή προστρέχω, ίασιν, λαβείν κατ’ άμφω Μήτερ ελπίζων, συ γαρ χάριν ιαμάτων, ο Φωτοδότης, Χριστός εδωρήσατο.
Ο Οίκος.
Ίνα τα έργα του Θεού, εν σοι φανερωθή, τυφλή προήλθες εκ γαστρός, μητρός σου Οδιλία. Τω δε Ερχάρδω τω κλεινώ, ποιμένι Ρατισβόνης, τα περί σου μεμύνηται κατ’ όναρ ουρανόθεν, ένθεν συν Ιδούλφω τω Τρεβήρων ανευρών σε, και εξ ύδατος και πνεύματος αναγεννήσας, μύρω τους σους οφθαλμούς έχρισε, και παραδόξως ανέβλεψας. Διο και τω σε σώσαντι και καλέσαντι κλήσει αγία, προθύμως ηκολούθησας, τον πλούτον και την δόξαν ως σκύβαλα λογισαμένη. Και Μονήν ιεράν συγκροτήσασα, ως η εν Ιόππη Δορκάς, πλήρης αγαθών έργων και ελεημοσυνών ανεδείχθης, όθεν σοι το στέφος της αφθαρσίας, και την χάριν των ιαμάτων, ο Φωτοδότης, Χριστός εδωρήσατο.
Συναξάριον
Τη ΙΓ’  του αυτού μηνός, Μνήμη της Οσίας Οδιλίας της εν Αλσατία, της ηγουμένης της Χοχενβούργης, της θαυματουργού.
 Η πρώην τυφλή ομμάτων τας οδύνας, Τη θεία ροπή ιάται Οδιλία.
Τη αυτή ημέρα, Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων, Ευγενίου, Ευστρατίου, Αυξεντίου, Μαρδαρίου και Ορέστου.
 Τον Ευστράτιον και συνάθλους δις δύω, Άπαξ δύω κτείνουσι πυρ τε και ξίφος.
Ούτοι υπήρχον επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, των δυσσεβών βασιλέων, και Λυσίου δουκός, της Λιμιτανέων τάξεως κρατούντος, και Αγρικολάου πάσαν την της ανατολής επαρχίαν διοικούντος, άνωθεν μεν εκ προγόνων σεβόμενοι τον Χριστόν, υποκρύπτοντες εαυτούς, φόβω των τυράννων και διωκτών. Τούτων, ο μεν Άγιος Ευστράτιος, εκ της Αραβρακηνών ωρμώμενος πόλεως, Σκρινιάριος (χαρτοφύλαξ) υπάρχων της δουκικής τάξεως, και εν αυτή πρωτεύων. Επιθυμών δε παρρησιάσαθαι την ευσέβειαν, και το της εκβάσεως άδηλον δεδοικώς, την ζώνην αυτού δια τινος των υπηρετούντων αποτεθήναι προσέταξεν, εν τη κατά Αράβρακα Εκκλησία, τούτο θεις εν εαυτώ, και απόπειραν του σκοπού ποιούμενος, ως ει ο πρεσβύτερος Αυξέντιος εισελθών λάβοι αυτήν, κατ’ ευδοκίαν αυτώ γενέσθαι την εις Χριστόν ευλογίαν και παρρησίαν, μηδέν των προσδοκωμένων υποπτήξαντα παραστήναι. Ειδέ έτερός τις της Εκκλησίας την ζώνην κομίσαιτο, έτι την εις Χριστόν πίστιν περιφέρειν εν τω κρυπτώ, και μηδαμώς εις εμφάνεν ελθείν.
Κατά νουν δε αυτώ τα της πείρας εκβάντα θεασάμενος, και του πρεσβυτέρου Αυξεντίου την ζώνην ανελομένου, υπειληφώς, ότι καλώς αυτώ η δια Χριστόν μαρτυρία, εμφανής τω Λυσία κατέστη, και παρρησιάζεται την ευσέβειαν. Εν γαρ τω τους Αγίους προαθλήσαντας παριστάν, και αυτός τω Λυσία παρέστη και γαρ ην της τοιαύτης τάξεως πρώτος. Διο και τον εαυτόν αναγορεύει Χριστιανόν. Όθεν παρά του τυράννου αφαιρείται την ζώνην, και κατά πρόσταξιν αυτού γυμνούται, και διαταθείς επί γης μαστίζεται. Εν σχοινίοις δεθείς, εις ύψος μετεωρίζεται, και τω αναφθέντι αυτώ πυρί κάτωθεν καταφλέγεται. Μετά τούτο, άλατι και όξει συμφυραθέντι, τοις καταφλεχθείσιν επιχέεται μέλεσι, και οστράκοις τας πλευράς κατατρίβεται. Και παραδόξως θαυματουργήσας· κατέστη γαρ όλος υγιής), τον Άγιον Ευγένιον εκκαλείται προς την εις Χριστόν πίστιν, και παρρησία και αυτός ομολογεί, σύμφωνα είναι λέγων τω Αγίω Ευστρατίω, και το αυτό σέβας τω του εκείνου τιμωμένω προσάγει Θεώ.
Τότε, κρηπίσι σιδηραίς ηλωθείς ο Άγιος Ευστράτιος, από της Σεβαστιανών πόλεως, μέχρι Νικοπόλεως, συνάμα τω Ευγενίω. Και εν τω μεταξύ διαστήματι, ο Άγιος Μαρδάριος ελαυνόμενον ιδών τον Άγιον Ευστράτιον, και εν τοιούτω σχήματι τον περίβλεπτον εννοήσας, εμακάρισέ τε αυτόν της καρτερίας, ότι δια την εις Χριστόν πίστιν εις οίαν ανθ’ οίας ήλθε κατάστασιν, εκ περιφανούς και γένους λαμπρού των κακούργων πάσχειν ελόμενος. Και σύμβουλον εις τούτο λαβών την γυναίκα, ταύτην και τα εξ αυτής τέκνα τω Θεώ παραθείς, κατά την οδόν ελαυνόμενον τον Άγιον Ευστράτιον έφθασε, και συνεδέθη αυτώ.
Εις εξέτασιν δε του Λυσίου καθίσαντος, ο Άγιος Αυξέντιος πρώτος απετμήθη την κεφαλήν, εαυτόν ονομάσας χριστιανόν. Ο Άγιος Μαρδάριος, τρυπηθείς τους αστραγάλους, κατά κεφαλής εκρεμάσθη, και οβελίσκοις οξέσι πεπυρωμένοις τα μετάφρενα καταφλέχθη, και τω Θεώ το Πνεύμα παρέθετο. Ο δε Άγιος Ευγένιος την γλώσσαν τέμνεται, και τα σκέλη ροπάλοις συνθλάται, και εν αυτοίς τοις δεινοίς αφίησι την ψυχήν.
Επεί δε ο Άγιος Ορέστης, εν τω μέλλειν κατά του σκοπού τας χείρας κινείν, δήλος εγένετο, ως την των χριστιανών πίστεως και αυτός ων, (ο γαρ Σταυρός, ον ως φυλακτήριον εν τω στήθει περιέφερεν, εν τω ακοντίσαι, συστραφέντος αυτού, έξωθεν εφάνη) ερωτηθείς και αυτός, Χριστού δούλον εαυτόν ωνόμασε, και τω Αγίω συνεδέθη Ευστρατίω, και παρεπέμφθησαν αμφότεροι παρά του Λυσίου, ου μόνον δια την εν λόγοις Ευστρατίου σοφίαν και δύναμιν, στηλιτεύσαντος αυτόν κατά της θρησκείας αυτού και μυκτηρίσαντος, αλλ’ ίνα μη και αύθις θαυματουργήσας, πολλούς προς την εις Χριστόν επισπάσηται πίστιν.
Παραστάς ουν τω Αγρικολάω ο Άγιος Ευστράτιος, και πάσαν της ελληνικής πλάνης την απάτην εκ των παρ’ αυτοίς λεγομένων στηλιτεύσας, και τον τόμον της διατάξεως αυτού εγχειρίσας τω Αγίω Βλασίω τω επισκόπω εν τη ειρκτή (ος και των αχράντων αυτώ μυστηρίων μετέδωκε), του Αγίου Ορέστου, εν σιδηρώ κραββάτω εκπυρωθέντι, πρότερον τεθέντος και εν αυτώ το τέλος λαβόντος, ύστερον αυτός, αναφθείσης καμίνου, εμβληθείς εν αυτή τον του μαρτυρίου στέφανον εκομίσατο. Η σύναξις αυτών τελείται εν τω αγίω αποστολείω του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Μεγάλης Εκκλησίας.
 Τη αυτή ημέρα, Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Λουκίας της Παρθένου. Ως Παρθένος μεν, εν στέφος η Λουκία. Ως δ’ εκ ξίφους και Μάρτυς, άλλο λαμβάνει.
Αύτη ην εκ της Συρακουσών πόλεως, της κατά την Σικελίαν, μεμνηστευμένη ανδρί. Δια την ενσκήψασαν νόσον τη ταύτης μητρί, άμα αυτή επί Κατάνην παρεγένετο, δεηθησομένη της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης, απαλλάξαι της αιμορροίας την μητέρα αυτής. Παραγενομένη δε, όναρ είδε την Αγίαν Αγάθην, την τε ίασιν παρεχομένην τη μητρί αυτής, και προθεσπίζουσαν αυτή περί του κατά Χριστόν μαρτυρίου. Ως δε η μήτηρ αυτής γέγονεν υγιής, των υπαρχόντων αυτής διανομήν προς τους πένητας ποιήσασα, εύθυμος ην προς την του Χριστού ομολογίαν. Παρά δε του μνηστήρος διαβληθείσα, παρέστη τω άρχοντι Πασχαίω, κατ  ἄλλους Πασχασίω, ος εκέλευσεν αυτήν εν πορνείω απενεχθείσαν υβρισθήναι. Διέμεινε δε, τη του Χριστού χάριτι εν αγνεία, καίτοι πολλών μεν συνελθόντων, μη δυνηθέντων δε μετακινήσαι αυτήν εκ του τόπου ένθα εστήρικτο. Απαγορεύσαντες δε την ταύτης μετάθεσιν και μηδέ τη πυρά, ην ανήψαν ένθα η αγία ίστατο αυτήν καταφλέξαντες, δια το υπό Θεού ταύτην φυλάττεσθαι, ξίφει την αυτής απέτεμον κεφαλήν, έτει 304 μ. Χ.
 Τη αυτή ημέρα, Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Αρσενίου του εν τω Λατρω. Τον Αρσένιον εκμιμούμενος Πάτερ,  και Αρσενίω συγχορεύεις εν Πόλω.
Ούτος, εκ Βυζαντίδος υπήρχε της Πόλεως, γονέων ευσεβών και πιστών, ευπόρων δε και τα πρώτα φερόντων υπάρχων υιός. Ούτω γουν γένους καταγομένου του μακαρίου, περιφανεστάτου και λαμπρού, και την ευσέβειαν επί μάλλον αυξάνοντος, προσεβραβεύθη αυτώ και έτερόν τι παρά του τότε κρατούντος αξίωμα, μέγας Στρατηγός, και Πατρίκιος του των Κιβυρραιωτών χρηματίσας θέματος. Καιρώ δε τινι, στόλος διαπόντιος κελεύσει κινείται βασιλική, ου την προστασίαν αυτός εγχειρίζεται. Βρασμού δε γενομένου εξ εσχάτων της θαλάσσης των πυθμένων, άπαντα τα πλοία κατεποντίσθησαν, αυτού μόνο εν χέρσω διασωθέντος. Αδείας δε εντεύθεν τυχών, ης ηφίετο εκ πολλού τον μονότροπον είλετο σχήμα, υποπιάζων το σώμα, και δούλον ποιών της ψυχής, ο δ’ υπωπιασμός, νηστεία, αγρυπνία, χαμευνία, και η άλλη κακουχία του σώματος ην. Προς δε τούτοις και σιδήρων βάρει εστενοχώρει την σάρκα, ο και σιδήρου και αδάμαντος δυνατώτερος και στερρότερος. Τα δε γε των δακρύων πελάγη, τας παννύχους στάσεις, και τας των πονηρών πνευμάτων εφόδους, και τας εν ψύχει και γυμνότητι καρτερίας αυτού, ουδείς, ως ουδέ ψάμμον απαριθμήσειεν.
 Ούτως καλώς ενάγων ο μακάριος, εις τόπον αντίκρυ του καλουμένου· Ιερού, υπό του Πνεύματος πέμπεται. Εκείσε δε καλώς ο γενναίος σπείρας εν δάκρυσι, και τον τόπον εκείνον εναποφήνας κλαυθμώνος, εν αγαλλιάσει θερίζειν άρχεται. Εσθής δε αυτώ τριχίνη, άπαν κατατρυχούσα το από των σιδήρων ελλείπον μέρος του σώματος. Ετρέφετο δε αγρίαις βοτάναις, ατροφίαν ως αν τις είπη μάλλον, ουχί τροφήν. Και ταύταις ουκ εις κόρον, αλλ’ όσον μόνον εναπογεύεσθαι. Την δίψαν δε αυτώ ύδωρ ότι λίαν βραχύ, δια δύο η τριών ημερών, εθεράπευεν. Είτα, το Λάτρον καταλαβών το θαυμάσιον, θαυμαστώς εκείσε διέτριβεν ο πανθαύμαστος, και την εν τω σπηλαίω εμφωλεύουσαν ασπίδα, και τα ύδατα λυμαινομένην, ευχή μόνη και τύπω Σταυρού, νεκράν παραχρήμα ειργάσατο.
 Καταλαβών δε την Ιεράν των Κελλιβάρων Μονήν, εκ θείας κελεύσεως, και μικρόν εις αυτήν προστατεύσας, πολλοίς εις αρετήν αλείπτης εγένετο. Είτα πάλιν της Λαύρας απαναστάς, προς την ποθουμένην ησυχίαν ανέδραμεν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος. Εις τινα δε τρώγλην, εν η συχναί θηρίων διατριβαί και μοναί ετύγχανον, φέρων εκδίδωσιν εαυτόν. Και τοις θηρίοις συνδιαιτώμενος, ατρέμας έμενεν ως άλλος αναφανείς Δανιήλ εν τω λάκκω των λεόντων ποτέ. Ποιήσας δε εκ ποδών τα θηρία, την τούτων τρώγλην φροντιστήριον ψυχών κατεσκεύασε.
Φοιτά πάλιν εις την Λαύραν ο μέγας, τη παρακλήσει των αδελφών, ου μεν τοι κοινώς, μόνος δε τω μόνω λατρεύων Θεώ, εν τινι στενωτάτω κελλίω εαυτόν κατακλείσας, εν όλαις δε ταις της εβδομάδος ημέραις, μήτε φθεγγόμενος, μήτε βρώσιν δεχόμενος, πλην μόνης της Κυριακής των ημερών, εν ταύτη γαρ είθιστο τω μεγάλω και τα αμφότερα δραν. Αλλά και πικρά ύδατα, τη ράβδω αναταράξας, εις ηδύτητα ταύτα μετέβαλε. Τοσούτον δε απαθεία συνέζη, ως μη σωματικής δείσθαι τροφής, ετρέφετο γαρ υπό του των Αγγέλων άρτου, και της μενούσης τροφής. Ταύτα ποιών και πραγματευόμενος φρονίμως τε και ανδρείως, σωφρόνως τε και δικαίως πολιτευόμενος, επεί προς την άνω μετεκαλείτο ζωήν, τους πέριξ μονάζοντας μετακαλεσάμενος, και τούτους περί αποταγής κόσμου και των εν κόσμω, έτι δε και περί υπομονής και φιλαδελφίας πνευματικής, και περί ταπεινώσεως και προσευχής εκδιδάξας τρανώς, εις γην υποκλίνας το γόνυ, και δακρύων πλήσας τους οφθαλμούς, την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας εναπέθετο του Θεού, πολλά μετά θάνατον θαύματα εργασάμενος.
 Τον γαρ την σορόν αυτού κατορύττειν επιχειρούντα μαινόμενον άνδρα, και δια τούτο την των μελών εικότως δεξάμενον πάρεσιν, εις συναίσθησιν ελθόντα, και εν αυτώ τω του Αγίου τύμβω μετανοήσαντα, υγιά καθίστησι, λιτανεία των αδελφών. Μοναχός δε τις υδέρω δεινώ κατεχόμενος εν τω τοιούτω προσδραμών τάφω, άμα τη ευχή, και την ρώσιν απέλαβεν, ευχαριστών άμα και δοξάζων τον τους Αγίους Αυτού δοξάζοντα Χριστόν, τον μόνον αληθινόν και Σωτήρα των ημετέρων ψυχών.
 Τη αυτή ημέρα, ο Όσιος Άρης, ο εν τω Γεροντικώ, εν ειρήνη τελειούται. Άρης ο θείος ουκ Άρης ην οργίλος, Πράος δε μάλλον, και πατεί γην πραέων.
Περί τούτου του Οσίου Άρεως γράφει ο Eυεργετινός: Ότι παρόντος και του Αββά Αβραάμ, ήλθεν ένας αδελφός, και ερώτησεν αυτόν· Eίπέ μοι τι να κάμω να σωθώ; Ο δε Όσιος Άρης είπεν αυτώ· Ύπαγε και πέρασαι τον χρόνον τούτον τρώγοντας κάθε βράδυ ψωμί, και άλας. Και έπειτα ελθέ πάλιν και λαλώ σοι. Αφ’ ου δε επέρασεν ο χρόνος, πάλιν επήγεν ο αδελφός εις τον γέροντα. Έτυχε δε πάλιν να ευρεθή παρών ο ρηθείς Αββάς Αβραάμ. Και είπεν ο γέρων εις τον αδελφόν· Πήγαινε και πέρασαι τον χρόνον τούτον τρώγοντας εις δύω ημέρας μίαν φοράν». Τότε λέγει ο Αβραάμ εις τον Αββάν Άρην· Διατί εις μεν τους άλλους αδελφούς, ελαφρόν ζυγόν επιθέττεις, εις τούτον δε, βαρύ φορτίον επιφορτίζεις; Απεκρίθη ο γέρων· Oι αδελφοί, καθώς έρχονται ζητούντες, έτσι λαλώ εις αυτούς. Oύτος δε είναι εργάτης. Και ει τι αν ειπώ εις αύτόν, το κάμνει μετά σπουδής. Δια τούτο κατά την δύναμίν του, έτσι και λαλώ εις αυτόν. Εκ της παραινέσεως δε ταύτης δείκνυται, πόσον διακριτικός ήτον ο Όσιος ούτος Άρης.
 Τη αυτή ημέρα, Μνήμη του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρος Γαβριήλ, Αρχιεπισκόπου Σερβίας, του εν Προύσση μαρτυρήσαντος κατά το έτος 1659. Υψού κρεμασθείς τον κρεμασθέντα ξύλω, Μιμή Γαβριήλ και στέφη διπλώ στέφει.
Ούτος, διαβληθείς υπό του αντιζήλου του θρόνου αυτού, άγεται ενώπιον του Βεζίρη, του ευρισκομένου εν Προύσση. Ούτος, αν και κατανοήσας τας συκοφαντίας, ηξίωσε από τον Γαβριήλ, όπως αρνηθή τον Χριστόν, και ασπαστή την μουσουλμανική πίστιν. Ο Γαβριήλ, ηρνήθη και αφού εβασανίσθη σκληρώς, έλαβε τον δια του απαγχνονισμού θάνατον, εν έτει 1659 μ. Χ.
 Τη αυτή ημέρα, Μνήμη των  Οσίων Νεοφύτου, Ιγνατίου, Προκοπίου και Νείλου, κτητόρων της Ιεράς Μονής Μαχαιρά  της Κύπρου.

Τη αυτή ημέρα, Μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος Πέτρου του εν Αλάσκα, του Αγίου Ιουβεναλίου Αλάσκας και πάντων των Αγίων της Αλάσκας.
 Τη αυτή ημέρα, Μνήμη του Οσίου Μαρδαρίου του εγκλείστου εν τη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.
 Τη αυτή ημέρα, Μνήμη της επανόδου των αγίων λειψάνων του Οσίου Λουκά του εν τω Στειρίω, άτινα κατά ταύτην την ημέραν, εν έτει 1986, ο της Θηβών και Λεβαδείας αγίας Εκκλησίας ποιμήν και πρόεδρος κ. Ιερώνυμος, εκ Βενετίας μετήνεγκε, και τη οικεία Μονή αύθις εναπεκόμισε. Χαράς πολλής έμπλησας ημάς ω Πάτερ, Τη των σεπτών σου λειψάνων επανόδω.
Ούτος, ην ακμάζων περί τα μέσα του Ι  αιώνος. Τα κατ’ αυτόν διείληπται εν πλάτει τη Ζ’  του Φεβρουαρίου μηνός, ήδη δε μνείαν άγομεν, της εκ της δύσεως επανόδου των ιερών αυτού λειψάνων, έχουσαν ούτω:
Μετά την οσίαν αυτού κοίμησιν, τα ιερά τούτου λείψανα εκκομισθέντα του τάφου, εθησαυρίσθησαν εν τω μεγάλω ναώ της οικείας Μονής, εν τω ευωνύμω μέρει, εγγύς του ιερού Βήματος, βρύοντα ιάσεις, και θαυμάτων δυνάμεις ενεργούντα τοις ευλαβώς προσερχομένοις, και την του Οσίου αντίληψιν αιτούσιν. Ώδε τα ιερά λείψανα έμειναν άχρι του 1460 έτους. Παρεληλυθότων επτά ενιαυτών μετά την άλωσιν της Βασιλίδος των πόλεων υπό των Τούρκων, ούτοι κατέλαβον και την Βοιωτίαν. Τότε, οι της Μονής αδελφοί συν τοις πέριξ οικούσι, λαβόντες τα ιερά λείψανα, κατέφυγον τη Λευκάδι, δοκούντες εκπεφευγέναι τον κίνδυνον. Εν Λευκάδι γέγονε σύγχυσις μετά Οσίου Λουκά, και Ευαγγελιστού και Αποστόλου Λουκά, και πλείστοις επιστεύθη, ότι ην τα του Αποστόλου. Εν έτει 1463, κρατείται η Λευκάς, υπό των Τούρκων, οι δε της Βοσνίας άρχοντες, προνοούμενοι των θείων λειψάνων του Ευαγγελιστού Λουκά ως εδόκουν εξηγόρασαν αυτά παρά των Τούρκων, δόντες το ποσόν τριών χιλιάδων δουκάτων, άτινα και μετήγαγον τη της Βοσνίας πόλει Λάτσια. Αλλά κατά Ιούλιον του 1463 έτους, οι Αγαρηνοί Τούρκοι υπήγαγον τω εαυτώ κράτει και την Βοσνίαν, και τότε μοναχοί, Φραγκισκανοί την κλήσιν, διήγαγον τα ιερά λείψανα δια Ραγούσης (ήδη Ντουμπρόβνικ Γιουγκοσλαβίας), τη Βενετία. Ο της Βενετίας ηγεμών (δόγης), ου η κλήσις Χριστοφόρος Μόρος, δέδωκεν αυτοίς τον ναόν συν τη εκείσε Μονή του Αγίου Ιώβ, ην επισκευάσαντες κατώκησαν εν αυτή. Γινομένων των επισκευών, τα ιερά λείψανα εναπετέθησαν εν τω ναώ του Αγίου Νικολάου, τω όντι εν τη νήσω Λίντο της Βενετίας, και εκείθεν μετηνέχθησαν τη ανακαινισθείση Μονή του Αγίου Ιώβ.
 Οι ουν Βενεδικτίνοι μοναχοί, οι τα του Ευαγγελιστού Λουκά κατείχον ιερά λείψανα εν τω ναώ της Αγίας Ιουστίνης εν Παδούη (Πατάβιον), διεμαρτύροντο δια τα νέα λείψανα του Ευαγγελιστού Λουκά, και γενομένης Συνόδου Καρδιναλίων τη ΙΣΤ  μηνὸς Δεκεμβρίου του 1464, αποδέδεικται περιτράνως, ότι ουκ εισί ταύτα τα του Ευαγγελιστού Λουκά λείψανα. Περί τούτων συνεμαρτύρησε σαφώς και ο της Λευκωσίας Κύπρου επίσκοπος Ησαΐας, αποδείξας ότι αυτά τυγχάνουν του Οσίου Λουκά του Στειριώτου όντως τα ιερά λείψανα, και εξ αυτής εναπετέθησαν φυλασσόμενα εν δευτερευούση θέσει εν τω Βεστιαρίω του ναού επί 523.
Ούτως είχον τα πράγματα, εν δε τω Μοναστηρίω του Οσίου εσώζετο παράδοσις ότι τα ιερά αυτού λείψανα εύρηνται εν τη δύσει, ένθα πολλάκις σταλέντες και ερευνήσαντες, ουδέν ανεκάλυψαν, ο δε Κύριος εφανέρωσεν αυτά τοιουτοτρόπως.  Ο της του Οσίου Μονής αδελφός Χριστοφόρος (κατά κόσμον Γεώργιος Ρακιτζάκης, καθηγητής και της Αθωνιάδος Σχολής), φιλία συνδεόμενος μετά του εξ Ιταλίας ορμωμένου Ερρίκου Μορίνι, περί την ιστορίαν της επιστήμης ασχολουμένου, προ δύο ενιαυτών, εμάνθανε παρ’ αυτού, ότι ερευνών τους των Αγίους βίους εν Βενετία, έσχε πληροφορίας περί του Οσίου Λουκά, ούτινος τα ιερά λείψανα εσώζοντο εν τω Αγίω Ιώβ της Βενετίας. Μετά την ταύτην είδησιν, ήρξαντο αι συζητήσεις μετά των αρμοδίων εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών, και αντιπροσωπεία αποτελουμένη εκ των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερωνύμου και του προ αυτού κ. Νικοδήμου, του Ηγουμένου της Μονής Αρχιμανδίτου Νικοδήμου και του αδελφού της αυτής Μονής Αρχιμανδίτου Γεωργίου, μετακόμισε τα ιερά λείψανα τη ΙΓ  μηνὸς Δεκεμβρίου, εν έτει 1986. Η υποδοχή υπήρξεν ιεροπρεπής, μεγαλοπρεπής και συγκινητική.
Ταις αυτών αγίαις πρεσβείαις, ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Ωδή δ’ . Παίδες Εβραίων.
Ως ελεήμων Οδιλία κατηξίωσαι μακαρισμούς θεόθεν, των γαρ ξένων τροφός, και καταπονουμένων, παρηγορία πέφυκας, και παράκλησις πενθούντων.
Δέρμα της άρκου ως στρωμνήν σου Μήτερ έχουσα εσταύρωσας την σάρκα, εν νηστείαις πολλαίς, και αγρυπνίαις πάθη, νεκρούσα τα ολέθρια, Οδιλία γενναιόφρον.
Ην Νικολάω των Μυρέων καθιέρωσας Κάτω Μονήν Οσία, θλιβομένων ψυχών, ανέδειξας λιμένα, και ευποιΐας γέγονας, στήλη έμπνους Οδιλία.
Θεοτοκίον.
Πάναγνε Δέσποινα Παρθένε των πταισμάτων μου τους μώλωπας ελαίω, συμπαθείας της Σης, θεράπευσον βοώντος· Ευλογημένος Άχραντε, ο καρπός της Σης κοιλίας.
Ωδή η’ . Τον Βασιλέα.
Αγκαλισθείσα, συ τον λεπρόν Οδιλία, και υπομονήν η θεραπείαν, τούτω ευξαμένη εκείνον καθαρίζεις.
Νύξασα βράχον, ράβδω τη ση Οδιλία, έδειξας πηγήν αυτόν υδάτων, ων οι μετασχόντες πολλών λυτρούνται νόσων.
Άγγελος ήλθε, απ’ ουρανού σοι κομίζων, του Χριστού το Σώμα και το Αίμα, εν της σης εξόδου τη ώρα Οδιλία.
Θεοτοκίον.
Γαλήνην δίδου, τη παναθλία ψυχή μου, Κεχαριτωμένη Θεοτόκε, και προς σωτηρίας λιμένα ίθυνόν με.
Ωδή θ’ . Κυρίως Θεοτόκον.
Ιδείν κατηξιώθης, προ της τελευτής σου, της ουρανίου χαράς την λαμπρότητα, Χριστώ ασκήσει συντόνω ευαρεστήσασα.
Ως θήκη αρωμάτων, λάρναξ η τιμία, του σεβασμίου λειψάνου σου πέφυκε, ο θαυμαστή ευωδία Θεός ετίμησεν.
Τους πόνους των ομμάτων, παύεις Οδιλία, παρά Κυρίου Οσία εξαίρετον, προς τούτο δύναμιν σχούσα του σε δοξάσαντος.
Οσία Οδιλία, Αλσατίας δόξα, αντιλαβού μου του σε ανυμνήσαντος, και μετανοίας τω φέγγει τον νουν μου φώτισον.
Θεοτοκίον.
Υπέραγνε Μαρία, Μήτερ του Υψίστου, την ρυπωθείσαν καρδίαν μου κάθαρον, και πειρασμών πολυπλόκων ρύσαί με δέομαι.
Εξαποστειλάριον. Ήχος γ’. Εν Πνεύματι τω ιερώ.
Τους νοερούς μου οφθαλμούς, Οδιλία Οσία, εσκότισμαι ο άθλιος, αμαρτίαις δουλεύσας, διο πιστώς καταφεύγω, πρεσβειών τη σκέπη σου, κραυγάζων· δος μοι υγείαν, των ομμάτων της ψυχής, και του σώματος σεμνή, ίνα σε πόθω γεραίρω.
Θεοτοκίον.
Ελπίς του κόσμου αγαθή, Θεοτόκε Παρθένε, την Σην άμαχον Δέσποινα, προστασίαν αιτούμεν, οι θλίψεσι συσχεθέντες, και κλυδωνιζόμενοι, του βίου ταις τρικυμίαις, στήσον αύρας των παθών, και λιμένα εις Θεού, εμβίβασον θελημάτων.
Αίνοι. Ήχος α’ . Των Ουρανίων ταγμάτων.
Της Οδιλίας την μνήμην δεύτε τιμήσωμεν, εν ύμνοις χαρμοσύνοις, Ορθοδόξων οι δήμοι, αύτη γαρ οσίως και ευσεβώς, τω Κυρίω λατρεύσασα, Μοναζουσών ώφθη καύχημα ιερόν, και παρθένων εγκαλλώπισμα.
 Τω Ρατισβόνης ποιμένι Ερχάρδω Κύριος, καλέσαι Οδιλίαν, σε κελεύει κατ’ όναρ, όθεν συν Ιδούλφω τω ιερώ, εν χαρά παραγέγονεν, εν τη Μονή του Βαλσάμου και σε λουτρώ, του βαπτίσματος εφώτισεν.
 Τρία εφύτευσας δένδρα, εις τύπον πάνσεμνε, Τριάδος της Αγίας, και πενήτων εδείχθης, ξένων δυστυχούντων και ασθενών, αληθώς παραμύθιον, όθεν μισθόν πολύν εύρες εν ουρανοίς, Οδιλία αγγελότροπε.
 Της Αλσατίας προστάτις και καταφύγιον, εν πάση δυσχερεία, Οδιλία εδείχθης, και πάντων των τω τάφω σου τω σεπτώ, προσιόντων αντίληψις, και οφθαλμών των σωμάτων και των ψυχών, ιατρεία θεοδώρητος.
Δόξα. Ήχος πλ. Α’
Τον της ασκήσεως δρόμον, θεαρέστως τελέσασαν, τον Αγίοις πρέποντα ύμνον, εν ειρήνη κοιμηθήναί σε έδει, Οδιλία μακαρία, όθεν μικρόν προ της σης εξόδου, πρόγευσίν σοι έδωκε, της αφάτου χαρμονής του ουρανού, μυστικώς επιφανείς, ο ουράνιος Νυμφίος σου. Ου εν ποτηρίω το τίμιον Σώμα, και το Αίμα το ζωοποιόν, ουρανόθεν αποσταλείς, Άγγελος Κυρίου προσήνεγκέ σοι, εις μαρτύριον της δόξης, ης επαξίως τετύχηκας. Διο και ημίν βοήθησον, τοις αδιστάκτως προσκαλουμένοις σε, εν τη φοβερά ώρα του θανάτου, ταις ευπροσδέκτοις μεσιτείαις σου.
Και νυν... Θεοτοκίον
Μακαρίζομέν σε Θεοτόκε Παρθένε, και δοξάζομέν σε οι πιστοί κατά χρέος, την πόλιν την άσειστον, το τείχος, το άρρηκτον, την αρραγή προστασίαν, και καταφυγήν των ψυχών ημών.
 Δοξολογία Μεγάλη και Απόλυσις.
ΕΝ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
 Τα τυπικά, και του Κανόνος της Οσίας η γ  και στ’  ωδή.
Απόστολος.
Προκείμενον. Ήχος βαρύς: Καυχήσονται Όσιοι εν δόξη, και αγαλλιάσονται επί των κοιτών αυτών.
Στ.: Άσατε τω Κυρίω άσμα καινόν.
Καθολικής Β’  Επιστολής Πέτρου το Ανάγνωσμα: Συμεών Πέτρος, δούλος και απόστολος Ιησού Χριστού... (ζήτει τη Πέμπτη της λγ  ἑβδομάδος)
 Αλληλούϊα (γ ). Ήχος α’ .
Στ.: Υπομένων, υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της φωνής της δεήσεώς μου.
Στ.: Έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου και κατεύθυνε τα διαβήματά μου.
Ευαγγέλιον ζήτει τη Κυριακή της Απόκρεω.
Μεγαλυνάριον.
Θαύματα πηγάζουσα τοις πιστοίς, ψυχών και σωμάτων θεραπεύεις τους οφθαλμούς, Μήτερ Οδιλία, Χριστού Οσία νύμφη, διο σε ανυμνούμεν και μεγαλύνομεν.
 Κοινωνικόν: Εις μνημόσυνον αιώνιόν εσται δίκαιος. Αλληλούϊα.
 Σημείωσις: Η Αγία Οδιλία ήταν από την Αλσατία, περιοχή της Γαλλίας στα σύνορα με την Γερμανία· και η οποία Αλσατία, στο πέρασμα του χρόνου άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας.


Η/Υ ΠΗΓΗ:
voutsinasilias.blogspot.gr


13 Δεκεμβρίου, μνήμη και της Οσίας Οδιλίας της εξ Αλσατίας: Συναξάριον.



site analysis
Τη ΙΓ’ του αυτού μηνός (Δεκεμβρίου), Μνήμη της Οσίας Οδιλίας της εν Αλσατία, της ηγουμένης της Χοχενβούργης, της θαυματουργού.
Η πρώην τυφλή ομμάτων τας οδύνας,
Τη θεία ροπή ιάται Οδιλία.
Η Αγία Οδιλία κατάγονταν από την Αλσατία, περιοχή της σημερινής Γαλλίας στα σύνορα με την Γερμανία• και η οποία Αλσατία, στο πέρασμα του χρόνου άλλαξε πολλές φορές χέρια μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας.
Όπως μαρτυρεί και η ασματική της ακολουθία, η μητέρα της ήταν στείρα. Κατόπιν Θείας επεμβάσεως όμως απέκτησε την Οδιλία, η οποία όμως γεννήθηκε τυφλή. Όταν ο πατέρας της αντελήφθη αυτή την «συμφορά», θέλησε να σκοτώσει την νεογέννητη κόρη του, μα η μητέρα της κατάφερε να την φυγαδεύσει, δίνοντάς την σε μια τροφό και ακολούθως στην Ιερά Μονή του Βαλσάμου.
Τότε ήταν που ο επίσκοπος της Ρατισβόνης Ερχάρδος έλαβε, σε όραμα, εντολή από τον Κύριο να αναζητήσει την τυφλή κόρη, που φιλοξενούνταν στην εν λόγω Ιερά Μονή του Βαλσάμου, και να την βαπτίσει. Όταν λοιπόν ο επίσκοπος, κατά την διάρκεια του Αγίου Βαπτίσματος, έχρισε τα μάτια της μικρής κόρης με Άγιο μύρο, τα μάτια της άνοιξαν, οπότε η μικρή Οδιλία έβλεπε πλέον κανονικά, τους έκπληκτους παρευρισκόμενους! Ο υμνογράφος της Οσίας αναφέρει επιγραμματικά: «Τούτω γαρ Χριστός τω σημείο, έδειξεν τοις πάσιν Οσία, ότι νύμφην σε ενδόξως είλετο».
Έτσι η πρώην τυφλή κόρη άρχισε, μεγαλώνοντας, να διακρίνεται για την ενάρετη βιωτή της! Όταν, φθάνοντας σε ηλικία γάμου, της προτάθηκαν τα ονόματα επιφανών νέων της περιοχής, αυτή αρνήθηκε τον γάμο, δηλώνοντας πως είχε αφιερώσει την ψυχή και την όλη της ζωή, στον Ουράνιο Νυμφίο Χριστό.
Αργότερα, σε ώριμη πια ηλικία, έπεισε τον ηγεμόνα πατέρα της να της παραχωρήσει την Ιερά Μονή της Χοχενβούργης, όπου συνέχισε τους ασκητικούς της αγώνες, προσελκύοντας εκεί πλήθος ευγενών και πλουσίων νεανίδων, η οποίες επέλεξαν τον μοναχικό βίο. Η Αγία Οδιλία με την σύντονη προσευχή, τις νηστείες και την μελέτη καταρτιζόταν προσωπικά, ενώ ενίσχυε και τις συναθλήτριες της να ακολουθούν τον ίδιο «δρόμο»!
Τότε ήταν που αναδείχθηκε: των φτωχών βοηθός, των ασθενών προστασία, η χαρά των θλιβομένων, η συμπαραστάτρια των ξένων, η δόξα των συνασκητριών της, και «των Αγγέλων συνόμιλος»! Έτσι έλαβε από τον Θεό άφθονη «την χάριν των θαυμάτων – ιαμάτων»!
Έτσι παραδείγματος χάριν, όταν τελέσθηκαν τα εγκαίνια του Παρεκκλησίου του τιμίου Προδρόμου, το οποίο ανεγέρθηκε στην Ι. Μονή της, της εμφανίστηκε ο Απόστολος Πέτρος ο οποίος και την ευλόγησε! Άλλοτε πάλι, συνέστησε σε έναν λεπρό, που την επισκέφθηκε, υπομονή, και αμέσως μετά εκείνος θεραπεύθηκε!
Άλλοτε πάλι, η Οσία κτύπησε ένα βράχο με το ραβδί της, απ” όπου ανέβλυσε άφθονο νερό, το οποίο μετά τον θάνατό της θεραπεύει Χάρητι του Κυρίου, και δι” ευχών της Αγίας, πολλών ειδών ασθένειες, ειδικότερα δε τις οφθαλμολογικές!
Μετά την οσιακή της κοίμηση, ο Χριστός την ανέδειξε «της Αλσατίας απάσης προστασία, και των ασθενούντων ομμάτων ιατρείαν»