Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Η Αγία Κυράννα, η Νύμφη Κυρίου [28.2. 1751]



site analysis

Αποτέλεσμα εικόνας για Αγία Κυράννα
Η Αγία Κυράννα, η Νύμφη Κυρίου [28.2. 1751]
“Kυράννα παθών, και βασάνων κυρία,
Φανείσ’ απήλθε προς Kύριον Kυρίων”.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΑΓΝΟΤΗΣ ΒΙΟΥ: Η Αγία Κυράννα γεννήθηκε στην Αβυσσώκα της Θεσσαλονίκης, σημερινή Όσσα της επαρχίας Λαγκαδά. Η εξωτερική της ωραιότητα, αφού ήταν προικισμένη με τις αρετές της σεμνότητας και της σωφροσύνης, έδενε αρμονικά με την εξωτερική της εμφάνιση. Περνούσε τη ζωή της ζώντας πιστή χριστιανική ζωή κοντά στους γονείς της. 

Ο μισόκαλος όμως διάβολος τη φθόνησε για την αγνότητα της και αφού δεν μπόρεσε με πονηρούς λογισμούς και σκέψεις να την παρασύρει στο κακό, βρήκε άλλο τρόπο να ταράξει την ευτυχία των δικών της και τη γαλήνη της ψυχής της.
ΕΡΩΤΑΣ” ΟΘΩΜΑΝΟΥ: Έτσι ένας τούρκος γενίτσαρος, που ήταν σούμπασης, δηλαδή διοικητής του τοπικού αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορας των φόρων, ερωτεύθηκε την Κυράννα και προσπαθούσε να την κατακτήσει με διάφορες κολακείες και τεχνάσματα. Η Κυράννα με κανένα τρόπο δε δεχόταν τις κολακείες του τούρκου και τις υποσχέσεις του για πλούτη και απολαύσεις. Ούτε όμως και στις φοβέρες του έδινε σημασία. Κι αυτό γιατί μετά τις κολακείες ο Οθωμανός αυτός χρησιμοποιούσε και τις απειλές, ότι θα την βασάνιζε σκληρά και στο τέλος θα την θανάτωνε αν δε δεχόταν το σκοπό του. Η επιμονή του γενίτσαρου δεν μπορούσε όμως να μεταβάλει το Χριστιανικό της φρόνημα.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ - ΣΥΛΛΗΨΗ: Έτσι απογοητευμένος ο γενίτσαρος μαζί με άλλους του συναφιού του άρπαξαν την αγία και την οδήγησαν στη Θεσσαλονίκη. Την έφεραν μπροστά στον Κριτή με την ψευδή κατηγορία ότι στην αρχή δέχθηκε να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει, αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη. Οι γονείς της την ακολούθησαν μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Οι τούρκοι άρχισαν την ίδια τακτική, στην αρχή κολακείες, και μετά αγριότητα. Η Κυράννα άφοβη, ατάραχη μπροστά τους δε μιλούσε. Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας της είπε μόνο τα λόγια: “Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίο τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, στον οποίον προσφέρω ως προίκα την παρθενίαν μου. Αυτόν πόθησα και ποθώ εκ νεότητός μου και για την αγάπην του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, δια να αξιωθώ να τον απολαύσω. Ακούσατε λοιπόν την απάντησή μου και πλέον άλλον λόγο μη περιμένετε να σας πω”. Ύστερα από την απάντηση αυτή έσκυψε η Κυράννα με σεμνότητα το κεφάλι της σιώπησε και προσευχόταν νοερά στον Κύριο να την ενδυναμώσει μέχρι το τέλος του αναμενόμενου μαρτυρίου.
ΦΥΛΑΚΗ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΙ: Οι Οθωμανοί, όταν είδαν την πίστη της στο Χριστό, ντροπιάστηκαν και την έρριξαν στη φυλακή. Ο σούμπασης, έλαβε άδεια από τον μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, τον Αλή εφέντη, να μπαίνει στη φυλακή όποτε ήθελε. Έμπαινε τακτικά με άλλους γενίτσαρους και την βασάνιζαν. Άλλος την κλωτσούσε, άλλος τη χτυπούσε με ξύλο ή με μαχαίρι και άλλος με γροθιές μέχρι λιποθυμίας. Το βράδυ, έπαιρνε σειρά ο δεσμοφύλακας, ο οποίος την κρεμούσε από τις μασχάλες με αλυσίδες και την έδερνε ανηλεώς, ενώ εν συνεχεία την άφηνε κρεμασμένη μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο. Ένας Χριστιανός φύλακας τον πλησίαζε μόλις περνούσε το μένος του και τον παρακαλούσε να του δώσει άδεια να ξεκρεμάσει την Αγία. Ο βιογράφος της Αγίας γράφει ακόμη ότι: “Η Αγία είχε τόσην υπομονήν, ησυχίαν και σιωπήν, όπου σου εφαίνετο ότι άλλη πάσχει και όχι εκείνη και όλος ο νους της και η προσοχή της, ευρίσκετο εις τους Ουρανούς και εις τον Χριστόν”. Στην ίδια φυλακή ήταν φυλακισμένοι και άλλοι Χριστιανοί, εβραίοι και μερικές τουρκάλες που έλεγχαν το δεσμοφύλακα ως άσπλαχνο και ως άνθρωπο που δε φοβάται το Θεό, γιατί τυραννούσε σκληρά μια γυναίκα που δεν έσφαλε σε τίποτε. Αυτός όμως γινόταν όλο και πιο σκληρός. Τα φρικτά αυτά βασανιστήρια συνεχίστηκαν επί μία εβδομάδα.
Ο ΕΝ ΒΑΣΑΝΟΙΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ: Την έβδομη ημέρα κορυφώθηκαν τα βασανιστήρια. Ο δεσμοφύλακας οργισμένος άρπαξε την Αγία, την κρέμασε και άρχισε να την χτυπάει αλύπητα με μια μεγάλη σανίδα. Οι τουρκάλες φώναζαν, οι άλλοι φυλακισμένοι τον μάλωναν δυνατά, μέχρι που ο δεσμοφύλακας έπεσε κάτω μπρούμυτα και άρχισε να κλαίει. Εκείνη τη στιγμή, όμως, η Αγία άφηνε την τελευταία της πνοή και η ψυχή της πέταξε για να ενωθεί με το Νυμφίο Χριστό που τόσο ποθούσε και για Χάρη Του μαρτύρησε. Λίγο πριν τα ξημερώματα, ένα λαμπρό φως έλαμψε ξαφνικά στη φυλακή που κατέβηκε σαν αστραπή από τη σκεπή της. Το φως αυτό περιέλουσε το σώμα της μάρτυρος και φωτίστηκε όλη η φυλακή. Οι φυλακισμένοι Χριστιανοί φώναζαν “Κύριε ελέησον”, οι εβραίοι πέσαν μπρούμυτα ενώ οι τουρκάλες φώναζαν: “αχ, αχ, το κρίμα της φτωχής Ρωμιάς μας έφθασε και έπεσε σαν αστραπή να μας κάψει”. Ο δεσμοφύλακας από το φόβο του άρχισε να τρέμει και είπε σε έναν άλλο φύλακα, Χριστιανό, να κατεβάσει την κρεμασμένη Κυράννα. Ο φύλακας βρήκε την Αγία Κυράννα τελειωμένη.
Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ: Το φως σιγά-σιγά υποχώρησε, ενώ μια άρρητη ευωδία έμεινε για πολλή ώρα σε όλη τη φυλακή. Ο φύλακας άνοιξε με τα κλειδιά τα σίδερα, έλυσε τα χέρια της Αγίας, σκέπασε με σεβασμό το άγιο λείψανό της, άναψε τα φώτα, θύμιασε και κάθησε κοντά της, ώσπου να ξημερώσει. Δόξασε το Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά πράγματα αλλά και να αγγίξει και να περιποιηθεί μαρτυρικό λείψανο. Το πρωί διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η φήμη της τελείωσης της Αγίας και η έλλαμψη του Αγίου Φωτός. Οι Οθωμανοί ντροπιασμένοι σιωπούσαν. Όμως, έδωσαν την άδεια στους Χριστιανούς να πάρουν το Λείψανο της Αγίας και οι Χριστιανοί ένιωθαν χαρά και ευφροσύνη για τα θαυμάσια του Κυρίου. Την έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου ενταφίαζαν και τους άλλους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ενώ τα φορέματά της τα μοίρασαν για ευλογία στους πιστούς. Ήταν η 28η Φεβρουαρίου 1751 μ.Χ.
Απολυτίκιο: “Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθερά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν”.
Κοντάκιο [Ἦχος β΄]: “Παρθενομάρτυς Κυράννα, νύμφη Χριστοῦ ἀληθῶς καλλιπάρθενε, τοὺς τῇ θερμῇ σου πρεσβείᾳ προστρέχοντας, παντοίων νόσων καὶ θλίψεων λύτρωσαι, καὶ δίδου ἡμῖν χαρὰν ἄληκτον”.
Κάθισμα [Ἦχος β΄]: “Πρεσβείᾳ τῇ σῇ, προστρέχουσα ἑκάστοτε, Κυράννα σεμνή, λαμβάνει τὰ αἰτήματα, Ὄσσα ἡ σὲ βλαστήσασα, καὶ βοᾷ σοι ἀεὶ μετὰ πίστεως· ἐκ συμφορῶν με ἐν βίῳ πικρῶν, ἀπήμαντον Μάρτυς διαφύλαττε”.

Η Αγία Νεομάρτυς Κυράννα



site analysis

Μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη στις 28 Φεβρουαρίου 1751
Η Αγία καταγόταν από το χωριό Αβυσώκκα της Θεσσαλονίκης. Ήταν πολύ ωραία εξωτερικά αλλά ακόμη ωραιότερη εσωτερικά και ζούσε ενάρετη, σεμνή και σώφρονα ζωή. Ο μισόκαλος διάβολος όμως την φθόνησε και βρήκε όργανο της κακίας του ένα γενίτσαρο, που ήταν σούμπασης, διοικητής του αστυνομικού τμήματος, στο χωριό της αγίας. Αυτός την είδε και κυριεύτηκε από σατανικό έρωτα. Άρχισε λοιπόν ο μιαρός να την κολακεύει με διάφορους τρόπους, ώστε να καταφέρει να πετύχει τον σκοπό του, όμως η αγία δεν δεχόταν με κανένα τρόπο.
Ύστερα άρχισε να της τάζει χρήματα, όσα ήθελε, πολύτιμα φορέματα ή την φοβέριζε πως, αν δεν δεχθεί, θα την βασανίσει και θα την σκοτώσει.
Η κόρη, έχοντας όλη της την καρδιά δοσμένη στον Χριστό, δεν άκουγε ούτε πρόσεχε τις υποσχέσεις του και τις φοβέρες του.
Έτσι αυτός κάποια μέρα συμφώνησε με άλλους γενίτσαρους την άρπαξαν ξαφνικά και την οδήγησαν στον δικαστή της Θεσσαλονίκης, όπου ψευδομαρτύρησαν ότι είπε η κοπέλα πως θα αρνηθεί τον Χριστό και θα παντρευτεί τον γενίτσαρο. Οι γονείς της πήγαν στη Θεσσαλονίκη αλλά δείλιασαν από τις απειλές των Τούρκων και κρύφτηκαν. Οι Τούρκοι προσπάθησαν είτε με κολακείες είτε με απειλές να την πείσουν να αρνηθεί τον Χριστό και να παντρευτεί τον Τούρκο αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μια φορά μόνο μίλησε η αγία μάρτυς του Χριστού και τους είπε :
Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω νυμφίο μου τον Χριστό , στον οποίο προσφέρω ως προίκα την αγνότητά μου και Αυτόν επόθησα και ποθώ από την νεότητά μου και για την αγάπη Του είμαι έτοιμη να χύσω και το αίμα μου, για να αξιωθώ να Τον απολαύσω. Ακούσατε την απάντησή μου και άλλο λόγο μη προσμένετε να σας πω.
Μετά από αυτόν τον λόγο σιώπησε και δεν απάντησε πλέον σε όσα τη ρωτούσαν αλλά στεκόταν με πολλή σεμνότητα έχοντας κατεβασμένο κάτω το κεφάλι. Προσευχόταν δε νοερά στον Χριστό να την ενδυναμώσει, ώστε να υπομείνει μέχρι τέλος. Την ώρα εκείνη γέμισε η καρδιά της από αγαλλίαση και χαρά πνευματική, ώστε νόμιζε πως ήταν στον Παράδεισο, ξέχασε όλα τα λυπηρά της ζωής αυτής και επιθυμούσε το γρηγορότερο να μαρτυρήσει για τον Χριστό.
Βλέποντας οι Τούρκοι τη σταθερότητά της στον Χριστό και τη λαμπρότητα του προσώπου της, ντροπιασμένοι την έκλεισαν σιδηροδέσμια στη φυλακή. Εκείνος ο γενίτσαρος είχε κάποιο μεγάλο αγά γνωστό, ο οποίος διέταξε τον δεσμοφύλακα να του επιτρέπει να μπαίνει στη φυλακή, όποτε θέλει. Πήγαινε λοιπόν στη φυλακή και βασάνιζε την αγία ή να τον αποδεχθεί ή να την θανατώσει. Δεν έφθανε δε μόνον αυτό αλλά έπαιρνε μαζί του και άλλους γενίτσαρους, για να την βασανίζουν. Η Αγία, μόλις τους έβλεπε, έσκυβε το κεφάλι και σταύρωνε τα χέρια, ούτε τους κοίταζε ούτε τους απαντούσε.
Άρχιζαν με κολακείες και ταξίματα, ύστερα βλέποντας πως δεν άλλαζε γνώμη, συνέχιζαν με βασανιστήρια, άλλος την χτυπούσε με ξύλο, άλλος με μαχαίρι, άλλος με κλωτσιές και γροθιές, ώσπου την άφηναν κάτω μισοπεθαμένη.
Σαν να μην έφθαναν αυτά, τη νύχτα ο δεσμοφύλακας την κρέμαγε από τις μασχάλες και την έδερνε με ό,τι ξύλο έβρισκε μέχρι που κουραζόταν και την άφηνε κρεμασμένη μέσα στο κρύο του χειμώνα.
Ένας Χριστιανός, που είχε κάποια θέση στη φυλακή, περίμενε και όταν καταλάβαινε πως του πέρασε ο θυμός πήγαινε και τον παρακαλούσε και του επέτρεπε να την κατεβάσει. Η Αγία είχε τόση υπομονή, ησυχία και σιωπή, που νόμιζες ότι πάσχει κάποια άλλη και όχι αυτή. Όλος ο νους της και η προσοχή της ήταν στον ουρανό.
Ήταν φυλακισμένοι και άλλοι Χριστιανοί, Εβραίοι και μερικές Τουρκάλες , οι οποίες κατηγορούσαν τον δεσμοφύλακα , άσπλαχνο, αθεόφοβο, διότι τυραννούσε με τέτοιο τρόπο μια αθώα γυναίκα. Ο Χριστιανός εκείνος μάλιστα δεν έπαυε πότε με το καλό πότε ελέγχοντάς τον να του θυμίζει την κρίση του Θεού, μήπως και σταματήσει να βασανίζει την κόρη. Εκείνος, αντί να μαλακώσει, σκλήραινε περισσότερο η καρδιά του και όσο τον παρακαλούσαν, τόσο την χτυπούσε. Έρχονταν και οι γενίτσαροι και άλλοτε την βασάνιζαν άλλοτε προσπαθούσαν να την ταΐσουν σταφίδες και χουρμάδες για να μην πεθάνει αλλά η αγία δεν ήθελε να φάει, ούτε κατάφερναν να της ανοίξουν το στόμα με τη βία. Οι φυλακισμένοι Χριστιανοί προσπαθούσαν επίσης να την πείσουν να φάει αλλά ούτε και σε αυτούς πειθόταν Την έτρεφε και την δυνάμωνε η φλόγα της αγάπης στον Χριστό που είχε στην καρδιά της.
Την έβδομη μέρα της φυλάκισής της πήγαν πάλι οι γενίτσαροι και την παίδευαν με σκληρότητα. Ο Χριστιανός εκείνος άρχισε να ελέγχει αυστηρά τον δεσμοφύλακα και να τον φοβερίζει πως θα τον καταγγείλει στον πασά, διότι επιτρέπει να έρχονται άνθρωποι απ’ έξω και να βασανίζουν τους φυλακισμένους, πράγμα παράνομο, που δεν ξανάγινε. Οι δε Τουρκάλες τον έβρισαν άπιστο και φονιά και φώναζαν δυνατά. Όταν επέστρεψαν οι γενίτσαροι να την βασανίσουν πάλι, ο δεσμοφύλακας τους έδιωξε και εκείνοι πήγαν και παραπονέθηκαν στον μεγάλο αγά, ο οποίος κάλεσε τον δεσμοφύλακα, τον έβρισε και τον απείλησε. Θυμωμένος τότε εκείνος επέστρεψε, κρέμασε την αγία και αρπάζοντας ένα μεγάλο ξύλο με τα δυο του χέρια την χτυπούσε ανελέητα, όπου έβρισκε. Τότε όλοι οι φυλακισμένοι άρχισαν να φωνάζουν δυνατά κάνοντας μεγάλη φασαρία. Βλέποντας εκείνος την αναστάτωση, την παράτησε κρεμασμένη και πήγε στο δωμάτιό του και διέταξε εκείνον τον Χριστιανό να του ψήσει καφέ. Ενώ έπινε τον καφέ άρχισε πάλι ο Χριστιανός ήρεμα να τον κατηγορεί για την ασπλαχνία που έδειξε, τόσο που τον έκαμε να πέσει μπρούμυτα και να κλαίει.
Την ώρα εκείνη συνέβη ένα συγκλονιστικό γεγονός. Ξαφνικά έλαμψε μεγάλο φως από την οροφή της φυλακής, σαν αστραπή, το οποίο, αφού περικύκλωσε το σώμα της μάρτυρος, γέμισε ολόκληρη τη φυλακή, φωτίζοντάς την σαν να έμπαινε όλος ο ήλιος μέσα αν και η ώρα ήταν δέκα με έντεκα τη νύχτα.
Οι μεν Χριστιανοί βλέποντας το θαυμαστό γεγονός φώναξαν: Κύριε ελέησον, οι Εβραίοι έπεσαν μπρούμυτα, διότι δεν μπορούσαν να το βλέπουν, οι δε Τουρκάλες φώναξαν : Αχ, αχ , το κρίμα της φτωχής ρωμιάς μας έφθασε και έπεσε αστραπή να μας κάψει.
Ο δεσμοφύλακας από τον φόβο του άρχισε να τρέμει και είπε στον Χριστιανό να την κατεβάσει. Πλησιάζοντας εκείνος τη βρήκε τελειωμένη. Το φως έφυγε αλλά έμεινε για ώρα πολλή μια ανέκφραστη ευωδία. Πήρε τα κλειδιά από τον δεσμοφύλακα, την ελευθέρωσε από τα σιδερένια δεσμά και της σταύρωσε τα χέρια με πολλή ευλάβεια και σεβασμό. Άναψε κεριά, θυμιάτισε και καθόταν κοντά της μέχρι να ξημερώσει. Δόξαζε χαρούμενος τον Θεό που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά γεγονότα και να πιάσει και να περιποιηθεί με τα χέρια του μαρτυρικό λείψανο.
Το πρωί διαδόθηκε η κοίμηση της Αγίας και όσα συνέβησαν Κατησχυμένοι οι Τούρκοι επέστρεψαν στους Χριστιανούς να παραλάβουν το τίμιο σώμα.
Πλήθος Χριστιανοί έτρεξαν στη φυλακή και αφού πήραν το άγιο λείψανο με μεγάλη ευλάβεια το ενταφίασαν.
Τα δε φορέματα της Αγίας τα μοίρασαν μεταξύ τους για αγιασμό και σωτηρία τους.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Η αγία Φωτεινή και η οικογένειά της



site analysis



Η Αγία Φωτεινή έζησε στα χρόνια του Χριστού. Ήταν Σαμαρίτισσα στην καταγωγή και διέμενε στην πόλη Συχάρ όπου ζούσε ένα έκλυτο βίο. Ο τρόπος ζωής της ήταν γνωστός στους συμπολίτες της και για αυτόν την είχαν στιγματίσει.
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς περνούσε από την Συχάρ και στάθηκε σε ένα πηγάδι για να πιει νερό. Εκεί συναντήθηκε με την Αγία Φωτεινή από την οποία ζήτησε να του δώσει νερό. Τότε οι Ιουδαίοι και οι Σαμαρείτες δεν είχαν επαφές και γι’ αυτό παραξενεύτηκε η Αγία που ένας Ιουδαίος της απηύθυνε τον λόγο. Το είπε αυτό στον Ιησού και Εκείνος της αποκρίθηκε ότι αν ήξερε ποιος είναι θα του ζητούσε αυτή νερό που δεν τελειώνει ποτέ και όταν το πιει κάποιος δεν ξαναδιψά, εννοώντας φυσικά τον λόγο του Κυρίου και την Χριστιανική πίστη. Μετά από την συνομιλία με τον Χριστό, η Αγία Φωτεινή πίστεψε σε Αυτόν και κάλεσε τους συμπολίτες της να τρέξουν να Τον συναντήσουν. Ο Χριστός έμεινε δύο ημέρες στη Συχάρ και τους μετέδωσε τον Λόγο και την ευλογία Του.
Η Αγία Φωτεινή βαπτίστηκε από τους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής μετά την Ανάσταση του Κυρίου.
Μαζί της βαπτίστηκαν και οι δύο γιοι της καθώς και οι πέντε αδερφές της. Με την συνοδεία των γιων της και των αδερφών της κήρυξε τον λόγο του Χριστού στην Συρία, στην Φοινίκη, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην Καρχηδόνα και τελικά στη Ρώμη. Η μεγάλη της αυτή αποστολική δράση είναι ο λόγος για τον οποίο η εκκλησία μας την ονομάζει Ισαπόστολο.
Τα χρόνια περνούσαν και η Αγία κήρυττε τον λόγο του Χριστού με θέρμη σε όσα μέρη την αξίωσε η χάρη Του να ταξιδέψει. Κάποια στιγμή έφτασε και στην Καρθαγένη στην Βόρεια Αφρική. Μαζί της ήταν πάντα οι πέντε αδερφές της (Ανατολή, Φωτώ, Φωτίς, Παρασκευή και Κυριακή) και ο μικρός γιος της ο Ιωσής.
Ο μεγάλος της γιος Βίκτωρ ήταν στρατιώτης στον Ρωμαϊκό στρατό και έφερε το βαθμό του στρατηλάτη. Ρωμαίος αυτοκράτορας τότε ήταν ο Νέρων, ο οποίος μη γνωρίζοντας ότι ο Βίκτωρ ήταν χριστιανός, του ανέθεσε να διώξει τους Χριστιανούς στην Ιταλία. Ο Βίκτωρ πήγε στην Ιταλία αλλά φυσικά αρνήθηκε να φέρει σε πέρας τις εντολές που είχε λάβει. Ο δούκας Σεβαστιανός, φίλος του Βίκτωρα προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά αντί αυτού και με την χάρη του Ιησού Χριστού, μεταπείστηκε ο ίδιος και βαπτίστηκε χριστιανός.
Ο Νέρων πληροφορήθηκε τα γεγονότα αυτά και κάλεσε στην Ρώμη τόσο τον Βίκτωρα, που είχε εντωμεταξύ λάβει το χριστιανικό όνομα Φωτεινός, και τον Σεβαστιανό, όσο και την Αγία Φωτεινή με τις αδερφές της και τον μικρό της γιο.
Στην προσπάθειά του να τους κάνει να αλλάξουν πίστη, ο Νέρων χρησιμοποίησε όσα δόλια μέσα και όσα βασανιστήρια του ήταν γνωστά. Η Αγία Φωτεινή και οι υπόλοιποι μάρτυρες δεν λύγισαν ούτε στιγμή και συνεχώς δοξολογούσαν τον Ιησού Χριστό.
Κατά τη διάρκεια των φρικτών μαρτυρίων που υπέστησαν, πολλά θαύματα έλαβαν χώρα. Μετά από κάθε μαρτύριο, τόσο η Αγία όσο και οι υπόλοιποι μάρτυρες ήταν ανέπαφοι. Αυτό ήταν κάτι που πείσμωνε τον Νέρωνα αλλά ταυτόχρονα έκανε πολλούς από αυτούς που έβλεπαν τα θαύματα αυτά να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν χριστιανοί.
Μετά από ατελείωτα μαρτύρια που υπέστει η Αγία Φωτεινή φυλακίστηκε και μέσα στην φυλακή παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο.
Την μνήμη της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος την γιορτάζουμε στις 26 Φεβρουαρίου και την Κυριακή της Σαμαρείτιδος (την πρώτη Κυριακή μετά την Μεσοπεντηκοστή).
Απολυτίκιον.
Ήχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι καταυγασθείσα, και τοις νάμασι, καταρδευθείσα, παρά Χριστού του Σωτήρος, πανεύφημε, της σωτηρίας το ύδωρ κατέπιες, και τοις διψώσι αφθόνως μετέδωσας, Μεγαλομάρτυς και Ισαπόστολε Φωτεινή, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Έτερον
Ήχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Φωτεινήν και Φωτίδα και Φωτώ ανυμνήσωμεν, συν Ανατολή, Φωτεινόν τε Ιωσήν θείοις άσμασιν, ομού Κυριακήν, Παρασκευήν, τους Μάρτυρας Χριστού περιφανείς· θείαν χάριν γαρ αιτούνται και φωτισμόν, τοις πίστει ανακράζουσι· δόξα τω ενισχύσαντι υμάς, δόξα τω στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δι’ υμών πάσιν ιάματα.

Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ)



site analysis

Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ) . Η ΕΝΑΡΕΤΗ ΧΗΡΑ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ.












Ή ενάρετη χήρα τής Έορδαίας

Κάθε τόπος καί κάθε εποχή έχει τούς Αγίους της. Αυτοί με τή ζωντανή τους πίστη και τα κατορθώματα τους ενδυναμώνουν, αναθάλλουν και ανακαινίζουν την αδυνατισμένη και μαραμένη, τή γερασμένη πίστη των τωρινών Χριστιανών, ώστε νά ομολογούν ότι ό «Ιησούς Χριστός εχθές και σήμερον ό αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ 8).Δεν υπάρχει σημείο τής ευλογημένης μας πατρίδας πού στη δισχιλιοστή Χριστιανική πορεία της νά μήν έχει ποτιστεί από τα αίματα των Μαρτύρων τής πίστεως ή τούς ίδρωτες των ασκητικών κατορθωμάτων των Όσιων μας. Αυτοί οί' Άγιοι, άλλοι μικροί καί άλλοι μεγάλοι, αφού «άλλη δόξα ήλιου καί άλλη δόξα σελήνης καί άλλη δόξα αστέρων αστήρ γάρ άστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορ. ιε' ) αποτελούν τούς θεόκτιστους πύργους τής πίστεως, πού στερεωμένοι πάνω στο άρραγέστατο θεμέλιο, τον Θεάνθρωπο Κύριο, πυργώνουν καί φυλάσσουν τούς φίλους Του ευσεβείς Χριστιανούς από τις επιδρομές των ορατών καί αοράτων εχθρών.

Σήν περιοχή τής Έορδαίας τον εικοστό μόλις αιώνα, στις ήμέρες μας, διέλαμψε ή όσια κτιτόρισσα τού Μοναστηριού τής Αγίας Παρασκευής, Χρυσή, ή ταπεινή καί απλοϊκή χήρα από τό χωριό Παλαιοχώρι-Φούφα, ή γνωστότερη στήν ευρύτερη περιοχή τής Δυτικής Μακεδονίας «Μπάμπω-Ρύσσω», δηλαδή «Γιαγιά- Χαρίσω». Αυτή γεννήθηκε τό 1877 καί τό επώνυμο της ήταν Πέτρου-Κύπτη. Όμιλούσε μιά τοπική διάλεκτο τής Δυτικής Μακεδονίας με πολλές αρχαίες έλληνικές, σλάβικες, τούρκικες και βουλγαρικές λέξεις, μια διάλεκτο ανάγκης τού εμπορίου τής εποχής της με τούς όμορους λαούς των Βαλκανίων.

Ήταν πτωχή μά τίμια γυναίκα πού την άξίωσε ό Θεός μετά από γάμου κοινωνία νά άποκτήσει τέσσερα παιδιά, τρία άγόρια, τον Σταύρο, τον Τρύφωνα και τον Θεόδωρο, καθώς και μιά κόρη, την Ελένη. Από τούς γιους της, ό Θεόδωρος σκοτώθηκε άργότερα από τούς αντάρτες, ό Τρύφωνας κοιμήθηκε σε βαθειά γεράματα, ανήμερα τής εορτής του και ό Σταύρος πήγε για εργασία και παρέμεινε στη Σερβία. Έπέτρεψε ό καλός Θεός νά μείνει ή Χρυσή χήρα και νά άναθρέφει τα ορφανά της με υπομονή, άγόγγυστα, με την απλοϊκή της προσευχή, την ταπείνωση, την σιωπή και την απόλυτη εμπιστοσύνη της στο Θεό μας, γιά τόν όποιο ό ψαλμωδός λέγει οτι «ορφανόν και χήραν άναλήψεται» (Ψαλμ. 145, 9).


Σε κάθε άντιξοότητα και ταλαιπωρία τής ζωής ή Γερόντισσα Χρυσή κατέφευγε στον Κύριό μας λέγοντας «Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου» (Ψαλμ. 17, 3). Ετσι παίρνοντας δύναμη από τον ουρανό, πορευταν τον άνηφορικό της Γολγοθά μέ προσοχήκινήσεων, ώστε να μη γίνεται πρόξενος στούς συνανθρώπους της ακουσίων διενέξεων και αδικιών. Όταν την αδικούσαν σιωπούσε
και προσπαθούσε πάντοτε να συμφιλιώνει διεστωτα

Ήταν ειρηνοποιός, απ’ αύτούς πού μακαρίζει ό Κύριος λέγοντας: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται»
Ματ, ε' 9). Ή δοξολογία τού Θεού δεν έλειπε απο τά χείλη της κι ας ζούσε σε ένα πάμπτωχο καλύβι και ας άγωνιζόταν νύχτα και ημέρα για τον επιούσιο άρτο των ορφανών παιδιών της.Υπάκουη στην Άγια Παρασκευή

Αυτή την ενάρετη Χρυσή με τη σταθερή προσήλωση στις έλληνορθόδοξες παραδόσεις διάλεξε στήν ηλικία των πενηνταέξη της χρόνων ή Αγία Όσιομάρτυς Παρασκευή, για νά την καταστήσει πιστή τις θεραπαινίδα. Αυτήν έπέλεξε ή θαυματουργή Αγία, για νά φανερώσει τον κρυμμένο στη γη πνευματικό θησαυρό του παλιού Μοναστηριού της με τήν πήλινη εικόνα της και αλλα τιμαλφή άντικείμενα. Χίλια εξακόσια χρόνια, όπως, τής είπε, αυτά κρύβονταν θαμμένα στους λαγάνες τής γης, στη θέση «Βακούφικα», εκεί πού οι ποιμένες έβοσκαν τα ποίμνιά τους ανάμεσα στά χωριά Φούφα και Μηλοχώρι. Ό πανδαμάτορας χρόνος, οί φυσικες καταστροφές καί οί επιδρομές ληστών είχαν μετατρέψει τό Μοναστήρι τής Άγιας Παρασκευής σέ έρείπια και αυτά ήταν χωσμένα μεσα στή γή από τήν επισώρευση ογκολίθων  καί χωμάτων. Όταν τελείωσε τις αποκαλύψεις , προς την Γερόντισσα Χρυσή ή Αγία Παρασκευή   την προσέταξε να βοηθήσει στην εύρεση αυτού τού θησαυρού ή ταπεινήΓερόντισσα έσκυψε το κεφάλι, όπως ή Παναγία μας εμπρός στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, και της ειπε «Γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. Α ΜΗ).


Αξίζει εδώ νά σημειωθεί ότι ό δεύτερος γιοςτης  Χρυσής, ό Τρύφωνας, είχε τυφλωθεί, άλλά ή μητέρα του πίστευε ακράδαντα στό Θεό, ότι θά θεραπευτεί. Πήγε, λοιπόν, στη στη θέση «Βακούφικα», εκεί πού σήμερα  είναι  κτισμένο τό Μοναστήρι τής Αγίας Παρασκευής, καί όπου υπήρχε άπό παλιά άγιασμα αγνώστου ως τότε Αγίου καί γέμισε ένα κανατακι. Τό έφερε στο καλύβι της καί είπε στη νύφη της, τή γυναίκα του Σταύρου, ότι επειδή εκείνη  θά ήταν στην Εκκλησία λόγω Κυριακής, να ρίξει στον Τρύφωνα, για να πλυθεί από το νερό πού έφερε, όταν εκείνος ξυπνήσει.
Όταν πράγματι ξύπνησε αύτός και τού έριξε  ή νύφη του νερό, για να πλυθεί, αμέσως άρχισε να φωνάζει:
- Βλέπω, βλέπω!
Το ίδιο βράδυ παρουσιάσθηκε ή Αγία Παρασκευή στον ύπνο τής Γερόντισσας Χρυσής και τής είπε:

Εγώ θεράπευσα το γιό σου, τον Τρύφωνα. Γι` αυτό θέλω νά πας στον Πρόεδρο τού χωριού σου , νά σού δώσει εργάτες, νά σκάψεις και νά βρεις τά θεμέλεια τής Εκκλησίας μου, πού είναι θαμμένη στη γή.
Υποχρεωμένη καθώς ήταν ή Γερόντισσα στη γιάτρισσα τού γιου της, πήγε τό επόμενο πρωί με φόβο και σεβασμό, και επισκέφτηκε τον Ιερέα τού χωριού π. Ευάγγελο, καθώς και τόν Πρόεδρο τού Παλαιοχωρίου - Φούφα Θωμά Κ. και τούς εξιστόρησε την επίσκεψη



Και τίς αποκαλύψεις της Αγίας Παρασκευής. Πηγε και στους δύο, για νά τούς πιέσει μαζί να άναλάβουν πρωτοβουλία, νά καλέσουν τούς κατοίκους τού χωριού σε παγγενιά, ώστε νά πραγματοποιήσουν αυτά πού τής περιέγραψε η Αγία. Με δόση, όμως, πειθώ και αν προσπάθησε ή πτωχή και πονεμένη χήρα νά τούς περιγράψει αυτά πού τής είπε ή Αγία Παρασκευή αυτοι δεν πίστεψαν. Μάλιστα ό Πρόεδρος την ειρωνεύθηκε λέγοντας:
Γιατί δεν φανερώθηκε σ εμένα ή Αγία που έχω οικονομική επιφάνεια μεγάλη και εξουσία, αλλά παρουσιάσθηκε σ’ εσένα την άσημη  και πτωχή; ’Έκανε λάθος επιλογή

Άμα θέλει ή Αγία ας έλθει σ εμένα!
Μετά άπο αύτή την άρνηση ή Γερόντισσα επέστρεψε στήν καλύβη της ντροπιασμένη και ταραγμένη. Φοβόταν μήπως την περάσουν τρελή  ή φαντασιόπληκτη!


Τό επόμενο βράδυ ή Αγία Παρασκευή ξαναεπισκέφθηκε τή Γερόντισσα. 

Άνοιξε τά παραθυρόφυλλα και της παρουσιάσθηκε. Εκείνη  με  συντριβή έσκυψε και έβαλε με ταπείνωσή  κεφάλι  της ανάμεσα στα πόδια της Αγίας περιμένοντας νέες της οδηγίες. Ή Αγία με επιτακτικό τρόπο της ζήτησε να ξαναπάει στον Πρόεδρο  του Φούφα, ό όποιος και πάλι την ειρωνεύτηκε. Ξανά, γιά τρίτη φορά, παρουσιάστηκε ή Αγία Παρασκευή στη Γερόντισσα και την προσέταξε αυτή τή φορά νά πάει στον Πρόεδρο του Μηλοχωρίου, τό Μπάρμπα-Ζάχο  Μπαλαχτζή. Ύπακούοντας ή Γερόντισσα πήγε του εξιστόρησε αυτά που είχε ζήσει τις τελευταίες ήμερες και τον πήγε στήν περιοχή που της είχε υποδείξει ή Αγία με λεπτομέρειες εκείνος , παρακινούμενος άπό θεία έμπνευση, υποσχέθηκε να την βοηθήσει, γιά να αποκαλυφθούν τά ιερά αντικείμενα άπό τό κατεστραμμένο Μοναστήρι.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗ ΕΟΡΔΑΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΜΕΣΟΥ.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Παρακλητικός κανόνας στην Αγία Φιλοθέη.


Η Πολιούχος των Αθηνών Αγία Φιλοθέη (Φώτη Κόντογλου)




site analysis




Η αγία Φιλοθέη σε εικόνα του 1703. Στο ειλητάριο που κρατάει διαβάζουμε: «Αγαπήσατε τον Θεόν και ευρήσετε χάριν αιώνιον, μηδέν προτιμήσητε της αγάπης αυτού.» (Αγαπήστε τον Θεό και θα βρείτε Χάρη αιώνια, τίποτα μην προτιμήσετε από την αγάπη Του.)
H αγία Φιλοθέη γεννήθηκε στην Aθήνα από γονιούς άρχοντες, μοναχοπαίδι του Aγγέλου Mπενιζέλου και της Συρίγας. Φιλοθέη ονομάσθηκε όταν έγινε καλογρηά, αλλά το πρώτο όνομά της ήταν Pεβούλα. H μητέρα της ήτανε στείρα και παρακαλούσε το Θεό να της δώσει τέκνο, και μια νύχτα είδε πως βγήκε από το εικόνισμα της Παναγίας ένα φως δυνατό και πως μπήκε στην κοιλιά της. Kι’ αληθινά, το φως εκείνο ήτανε η αγιασμένη ψυχή της κόρης που γέννησε σ’ εννιά μήνες. Aπό μικρή φανέρωνε με τα φερσίματα και με τα αισθήματά της ποια θα γινότανε υστερώτερα, στολισμένη με κάθε λογής αρετή. Στην ευσέβεια είχε για οδηγό της την ίδια τη μητέρα της που ήτανε ευλαβέστατη.
Φτάνοντας σε ηλικία δώδεκα χρονών τη ζήτησε για γυναίκα κάποιος άρχοντας του τόπου, μα η κόρη δεν ήθελε να παντρευθεί. Aλλά επειδή οι γονιοί της την παρακαλούσανε, η τρυφερή ψυχή της δεν βάσταξε να τους λυπήσει και να τους παρακούσει και στο τέλος παραδέχθηκε να πανδρευθεί με εκείνον τον πλούσιο άνθρωπο, που ήτανε όμως πολύ φτωχός στην ψυχή, διεστραμμένος και κακός. Tρία χρόνια έζησε μαζί του η Pεβούλα κάνοντας υπομονή στα απότομα φερσίματά του, ώς που ο άνδρας της πέθανε κι’ απόμεινε χήρα. Oι γονιοί της θελήσανε να την ξαναπανδρέψουνε, μα αυτή τους είπε καθαρά πως έταξε να γίνει καλόγρηα.
Σαν πεθάνανε οι γονιοί της, δέκα χρόνια από τον καιρό που χήρεψε, δόθηκε ελεύθερα στην άσκηση, με νηστείες, προσευχές, αγρύπνιες και ελεημοσύνες. Kατήχησε τις υπηρέτριές της και τις έκανε δοχεία του Πνεύματος. Kατά θέλημα του αγίου Aνδρέα που είδε στον ύπνο της, έχτισε ένα μοναστήρι με εκκλησία στόνομά του. Eίναι η εκκλησιά που σώζεται ακόμα πλάγι στο μέγαρο της Aρχιεπισκοπής στην οδό Aγίας Φιλοθέης. Aφού τελείωσε το μοναστήρι, η Pεβούλα χειροθετήθηκε μοναχή με τόνομα Φιλοθέη. Oι πρώτες αδελφές που ζήσανε μαζί της ήτανε οι δουλεύτρες που είχε στο πατρικό σπίτι της. Mε τον καιρό έδραμαν πλήθος άλλες παρθένες κι’ από αρχοντικές οικογένειες και ντυθήκανε το μοναχικό σχήμα. Zήσανε αγωνιζόμενες τον καλόν αγώνα με υποταγή στην άξια ηγουμένισσα που τις διοικούσε στον πνευματικό δρόμο σαν κάποια αγία Συγκλητική.
Tα αγιασμένα λόγια της έμπαιναν στην καρδιά τους σαν δροσιά και άνθιζαν μέσα τους τα εύοσμα άνθη των αρετών. Kαι τα έργα της βεβαιώνανε τα λόγια της κατά τα λόγια του Xριστού που λέγει: «Oς δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών» (Mατθ. ε΄, 19). Όπου μάθαινε πως βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, άρρωστος, χαροκαμένος, έτρεχε σε βοήθειά του με περισσότερη προθυμία παρά αν έπαιρνε η ίδια τη βοήθεια απ’ άλλον. Έχτισε νοσοκομεία και γηροκομεία κοντά στο μοναστήρι της κι’ η αγία Φιλοθέη δεν φρόντιζε μοναχά για τη γιατρειά τους και για τη σωματική τροφή τους αλλά και για την πνευματική. Mε τον καιρό, πληθύνανε τόσο πολύ οι αδελφές που μπήκανε στο μοναστήρι της, που δυστυχούσανε από κάθε πράγμα επειδή δεν μπορούσε η ηγουμένη να απαντήσει τα μεγάλα έξοδα, κ’ οι καλογρηές γογγύζανε. Mα η αγία τις καταπράυνε με λόγια υπομονετικά, κι’ ο Θεός έστελνε τη βοήθειά του πότε μ’ έναν τρόπο και πότε με άλλον ώς που περνούσε η στενοχώρια.
Eξόν από τα ντόπια κορίτσια που συμμάζευε στο μοναστήρι της, έδινε προστασία και σε ξένες γυναίκες που ερχόντανε στην Aθήνα από διάφορα μέρη σκλαβωμένες από τους Tούρκους. Mε τι κινδύνους και με τι βάσανα τις προστάτευε δεν είναι μπορετό να γράψουμε καταλεπτώς σε τούτο το σύντομο σημείωμα. Tέσσερες απ’ αυτές τις σκλάβες είχανε ακουστά την αγία Φιλοθέη κι’ επειδή τις βασανίζανε οι αφεντάδες τους να αρνηθούν την πίστη τους, φύγανε κρυφά και καταφύγανε στο μοναστήρι. H αγία τις πήρε μέσα και τις στερέωσε στην πίστη τους και περίμενε εύκαιρη περίσταση για να μπορέσει να τις στείλει στον τόπο τους. Mα οι Tούρκοι, που είχανε τις σκλάβες, μάθανε πως τις είχε περιμαζέψει η Φιλοθέη και μπήκανε σαν θηρία στο κελλί της που κειτότανε άρρωστη και την τραβήξανε και την πήγανε στον πασά. Kαι κείνος πρόσταξε να τη ρίξουνε στη φυλακή. H αγία δεν φοβήθηκε, αλλά ετοιμάσθηκε να χύσει το αίμα της για την πίστη του Xριστού. Tην άλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοί Tούρκοι και φωνάζανε να σκοτώσουνε την αγία. Kι’ ο πασάς πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή και να την παρουσιάσουνε μπροστά του, και της είπε να διαλέξει ανάμεσα στα δύο, ή ν’ αρνηθεί την πίστη της ή να κοπεί το κεφάλι της. Mα η αγία απάντησε με αφοβία πως είναι έτοιμη να μαρτυρήσει για τον Xριστό. O πασάς θάβγαζε την απόφαση να κόψουνε το κεφάλι της, αλλά προφθάσανε κάποιοι επίσημοι χριστιανοί και με τα παρακάλια τους αλλάξανε τη γνώμη του πασά και πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή.
Γυρίζοντας στο μοναστήρι της η οσία, δεν έπαψε να πορεύεται όπως και πριν στο δρόμο του Xριστού. K’ επειδή πληθαίνανε ολοένα οι μαθήτριές της, έχτισε κι’ άλλο μοναστήρι στην τοποθεσία Πατήσια, κι’ αυτό στόνομα του αγίου Aνδρέα. Aλλά έχτισε μετόχια και στη Tζια και στην Aίγινα, κι’ εκεί έστελνε τις αδελφές που έπρεπε να μακρύνουνε από την Aθήνα για κάποια αιτία.
Σ’ όλα αυτά τα ασκητήρια οι καλογρηές δουλεύανε στους αργαλειούς και σε άλλα εργόχειρα, σαν τις προκομμένες μέλισσες μέσα στο κουβέλι. Φτωχά κι’ ορφανά κορίτσια βρήκανε προστασία κ’ εργασία μέσα σ’ εκείνα τα καταφύγια. Σε ό,τι κτήματα είχε η αγία από τους γονιούς της, έχτισε μοναστήρια και φτωχοκομεία. K’ είχε πολλή περιουσία. Ένας προπάππος της είχε πάρει τη «δεχατέρα του αφέντη της Aθήνας και πήρε προίκα όλη την Kηβισιά και τον Aχλαδόκαμπο που είναι πριν από το Xαλιάντρι». Στο κτήμα που είχε στον Περισό έχτισε άλλο μοναστήρι στο μέρος που το λένε τώρα Kαλογρέζα. Όλη η φτωχολογιά την είχε σαν πονετικιά μάνα. Mε κάθε τρόπο πάσχιζε να ανακουφίσει τους δυστυχισμένους, τους τάιζε, τους άνοιγε πηγάδια για νάχουνε νερό, τους γιάτρευε, τους έβρισκε δουλειά. O κόσμος την έλεγε «κυρά δασκάλα».
Tην παραμονή του αγίου Διονυσίου στα 1589 η αγία Φιλοθέη βρισκότανε στο μοναστηράκι πούχε χτισμένο στα Πατήσια. Tο βράδυ συναχθήκανε οι αδελφές για να κάνουνε αγρυπνία. Kάποιοι Aγαρηνοί, που την εχθρευόντανε από καιρό, πηδήσανε από τη μάντρα και πιάνοντας την αγία αρχίσανε να τη χτυπάνε ώς που την αφήσανε μισοπεθαμένη. Tην άλλη μέρα τη σηκώσανε οι αδελφές και την πήγανε στο μετόχι πούχε στον Περισό. Σαν συνέφερε λίγο, έπιασε την προσευχή, ευχαριστώντας το Θεό γιατί αξιώθηκε να πληρωθεί με κακία για τα καλά που έκανε στους ανθρώπους και να μοιάσει σ’ αυτό με τον Xριστό, κατά τα λόγια του αποστόλου Πέτρου που λέγει: «καθό κοινωνείτε τοις του Xριστού παθήμασι, χαίρετε» (A΄ Πέτρ. δ΄, 13). Στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 παρέδωσε την καθαρή ψυχή της στον Kύριο, που υπόμεινε τόσα βάσανα για την αγάπη του.
Tο άγιο σκήνωμά της θάφτηκε στο μοναστηράκι της Kαλογρέζας κι’ από κει έγινε η ανακομιδή των λειψάνων στην εκκλησιά του αγίου Aνδρέα που βρίσκεται στη σημερινή Aρχιεπισκοπή. Mετά πολλά χρόνια, επειδή αυτή η εκκλησιά κόντευε να γκρεμνισθεί, το πήγανε στον άγιο Eλευθέριο κι’ από κει στη σημερινή μητρόπολη, μέσα στ’ άγιο βήμα. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια:
«Φιλοθέης υπό σήμα τόδ’ αγνής κεύθει σώμα,
ψυχήν δ’ εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων».
H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595-1600). Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ’ αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: «Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι… τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ’ έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι».
Aυτός είναι με ολιγολογία ο βίος της Aθηναίας αγίας Φιλοθέης, που είναι ένα από τα μυρίπνοα άνθη του γένους μας στον τυραννισμένον καιρό της σκλαβιάς. Δεν στάθηκε αυστηρή μονάχα στο να κάνει τις εντολές του Xριστού, μα αγωνίσθηκε και πνευματικά για να στερεωθεί η αγιασμένη παράδοση της Oρθοδοξίας σαν κάστρο που θα αποσκέπαζε τον Eλληνισμό από τον πνευματικό εκφυλισμό και την αποβαρβάρωση. Όλα τα θυσίασε, πλούτη, ανάπαυση, ζωή, για την πίστη των πατέρων της. «Θλίψις συνέχει την ψυχήν της» βλέποντας οι χριστιανοί να μην έχουνε στα «πάτρια» την αγάπη που έπρεπε, αλλά να ζούνε μουδιασμένοι, αδιάφοροι, με ψυχή γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά.
Tην Aκολουθία της την έγραψε κάποιος σοφός και ευλαβής άνθρωπος Iέραξ λεγόμενος. Aνάμεσα στα ωραία εγκώμια είναι και τούτο: «Δαυΐδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Aβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Iώβ, του Προδρόμου δε θείαν άσκησιν…».
Tην εκκλησία του αγίου Aνδρέα που βρισκότανε στο σημερινό δρόμο της Aγίας Φιλοθέης την εγκρέμνισε ο μητροπολίτης Aθηνών Γερμανός Kαλλιγάς, παρ’ ότι είχε μεγάλο σέβας στην αγία, επειδή ήτανε ραγισμένοι οι τοίχοι, κ’ έχτισε στα ίδια θεμέλια το παρεκκλήσι που υπάρχει τώρα, ενώ μπορούσε να στερεώσει την παλιά εκκλησία που είχε ωραίες τοιχογραφίες. Eκείνον τον καιρό (ο Γερμανός στάθηκε μητροπολίτης από τα 1889 έως τα 1896) δεν γνωρίζανε οι άνθρωποι την αξία της βυζαντινής τέχνης. H καινούρια εκκλησιά που χτίσθηκε είναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Όποιος μπαίνει μέσα, δεν αισθάνεται κατάνυξη. Aλλ’ η εκκλησιά του μετοχιού που είχε χτίσει η οσία στα Πατήσια γκρεμνίσθηκε και κείνη από την πολυκαιρία και γιατί δεν μπορούσανε οι χριστιανοί να την περιποιηθούνε από το φόβο των Tούρκων πριν να σηκωθεί η Eπανάσταση του 1821. Ώς προ ολίγα χρόνια κειτόντανε οι κολόνες μέσα στα αγριάγκαθα, στεκότανε όρθια μοναχά η χυβάδα (κόγχη) του ιερού κ’ η πόρτα με το δυτικό τοίχο. Kάποιοι ευλαβείς χριστιανοί την αναστηλώσανε με την οδηγία του κ. Oρλάνδου και τώρα βρίσκεται πάλι απαράλλαχτη όπως ήτανε στα χρόνια της αγίας Φιλοθέης, ένα ταπεινό μα ατίμητο στόλισμα ανάμεσα στα ακαλαίσθητα και ξενόμορφα σπίτια που χτισθήκανε γύρω στο γηραλέο αυτό εκκλησάκι. O Θεός με αξίωσε και το στόλισα με αγιογραφίες, όπως ήτανε ο πόθος μου. Aνάμεσα σε άλλα ζωγράφισα και το μοναστήρι, όπως ήτανε τότε, με την ηγουμένη αγία Φιλοθέη και τις αδελφές που πηγαίνουνε στην εκκλησία.
Φαίνεται πως όλη η οικογένεια των Mπενιζέλων ήτανε άνθρωποι φιλόθρησκοι. Στο νάρθηκα της Kαισαριανής είναι γραμμένη από το ζωγράφο που τον αγιογράφησε τούτη η επιγραφή:
«Iστόρηται ο πρόναος ούτος ήτοι νάρθηξ δια δαπάνης των προσδραμόντων τη μονή φόβω λοιμού τη κραταιά χειρί της πανυμνήτου Tριάδος και σκέπη της μακαρίας Παρθένου, οίτινες εισίν ο ευγενής και λογιώτατος Mπενιζέλος υιός Iωάννου, άμα ταίς ευγενέσιν αδελφαίς και τη τεκούση και τη λοιπή αυτού συνοδεία. Eπί ηγουμένου Iεροθέου του σοφωτάτου ιερομονάχου. Δια χειρός δε Iωάννου Υπάτου του εκ Πελοποννήσου. Έτει αχπβ΄ (1682) μηνί Aυγούστω κ΄ (20)».
Ένας Mπενιζέλος, ο Nικόλας, γίνηκε κι’ αγιογράφος, μαθητής του Γεωργίου Mάρκου του Aργείου που ζωγράφισε πολλές εκκλησιές στα μέρη της Aττικής, από τα 1727 ως τα 1740 απάνω-κάτω. Στην παλιά εκκλησιά της Παναγίας στο Kορωπί είναι γραμμένο: «Iστορήθη δε κατά το αψλβ΄ (1732) δια χειρός Γεωργίου Mάρκου και του μαθητού αυτού Nικολάου Mπενιζέλου». Mαζί με το μάστορά του δούλεψε ο Mπενιζέλος και στο τελευταίο έργο του, την αγιογράφηση της Mονής της Φανερωμένης στή Σαλαμίνα, όπως φανερώνει η επιγραφή που σώζεται και που λέγει: «AΨΛE (1635). Iστορήθη ο θείος και πάνσεπτος Nαός ούτος της Mεταμορφώσεως του Kυρίου, Θεού και Σωτήρος ημών δια συνδρομής κόπου τε και δαπάνης… Iστορήθη δε δια χειρός Γεωργίου Mάρκου εκ πόλεως Aργους και του μαθητού αυτού Nικολάου Mπενιζέλου, Γεωργάκης και Aντώνιος».

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Η ΦΩΤΕΙΝΟΥΛΑ.


Η άγια ισαπόστολος και παρθένος Μαριάμνη αδελφή του Αποστόλου Φιλίππου (17 Φεβρουαρίου)



site analysis

«Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; τιμιωτέρα δε εστί λίθων πολυτελών ή τοιαύτη». (Παροιμ. λα’, 10).
Σκεπτικός κι απορημένος ο σοφός της Παλαιάς Διαθήκης διερωτάται:
«γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει»; Γυναίκα ευσεβή και γνωστική, γυναίκα πιστή και ενάρετη ποίος ημπορεί εύκολα να βρει;
Ποιος ημπορεί χωρίς κόπο να βρει και να παρουσιάσει εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου, που να διακρίνεται δια ανώτερα ψυχικά χαρίσματα, να διαθέτει ψυχική αντοχή και δύναμη και να έχει αυταπάρνηση κι αγωνιστική διάθεση;
Ποιος ακόμη ημπορεί να βρει και να προβάλει γυναίκα αμετακίνητη στις υγιείς αρχές και πεποιθήσεις της, να μένει πιστή κι ακλόνητη σ’ αυτές και στα συζυγικά της καθήκοντα;
Αλήθεια! Μια τέτοια, γυναίκα «τις ευρήσει;»
Σπάνιες, ναι! σπάνιες είναι αυτού του είδους οι γυναίκες, οι καλές γυναίκες.. Εκ πρώτης όψεως πολλές φαίνονται τέτοιες.
Αργότερα όμως αποδεικνύονται πολύ διαφορετικές. Και πολλοί που στην αρχή νόμισαν ότι βρήκαν μια τέτοια γυναίκα σαν πέρασε λίγος καιρός αντελήφθησαν με πόνο πόσο απατήθηκαν.
Γι’ αυτό και ο σοφός προσθέτει: Η καλή και ενάρετη γυναίκα, η «ανδρεία» γυναίκα «τιμιωτέρα εστί λίθων πολυτελών».
Αυτή η γυναίκα αξίζει πιο πολύ από όλους τους επίγειους θησαυρούς και όλα τα πολύτιμα πετράδια.
Δυσεύρετο είδος στον προχριστιανικό κόσμο η ενάρετη γυναίκα. Δυσεύρετη και σπάνια. Όχι όμως και στη χριστιανική εποχή. Να αναφέρουμε ονόματα; Θα χρειαζόμασταν πολλές σελίδες. Περιοριζόμαστε σε ένα όνομα σε ένα αληθινό μαργαριτάρι, την αγία ισαπόστολο Μαριάμνη, την αδελφή του αγίου ενδόξου αποστόλου Φιλίππου. Η αγία αυτή παρθένος, που λείψανα του αδελφού της αγιάζουν το μαρτυρικό νησί της Κύπρου, «τιμιωτέρα εστί λίθων πολυτελών». Γι’ αυτήν κι οι γραμμές που ακολουθούν.
Η αγία αυτή παρθένος Μαριάμνη καταγόταν από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίος, την πατρίδα και των αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου. Από τους ευλαβείς και ενάρετους γονείς της κληρονόμησε τόσο αυτή, όσο και ο αδελφός της Φίλιππος τον πλούτο της ευσέβειας των. Μετά την κλήση μάλιστα του αδελφού της στο αποστολικό αξίωμα, ολόκληρη η οικογένεια άρχισε να ζει εντονότερα τον πόθο της σωτηρίας. Η διδασκαλία του Κυρίου την οποία παρακολουθούσε όσες φορές ημπορούσε, βοήθησε την ευλαβή κόρη από τα πρώτα χρόνια της ζωής της να προσηλωθεί στου Θεού το θέλημα κι αυτό να κάμει βίωμα και ζωή της. Η ιδιαίτερη προς τον Κύριο αγάπη της, την έσπρωξε με επιμονή να αρνηθεί πολλές προτάσεις γάμου και να προτιμήσει ελεύθερη από οικογενειακές υποχρεώσεις, να ακολουθήσει τον αδελφό της στην ιεραποστολική του προσπάθεια και πορεία.
Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο αδελφός της Αγίας Φίλιππος, όπως και οι άλλοι απόστολοι, ξεκίνησε για να μεταφέρει κι αυτός – όπως λέγουμε σε άλλο μέρος – το μήνυμα της σωτηρίας εκεί όπου η αγάπη του Θεού τον είχε καλέσει. Με πίστη και πυρωμένη καρδιά ο πνευματέμφορος αυτός εργάτης της νέας πίστεως, συνοδευόμενος πάντα από τον φίλο του Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη προχώρησε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού σε διάφορες πόλεις και επαρχίες της Μικράς Ασίας. Με όπλο της τον ένθεο ζήλο και τη φλογερή αγάπη και αυταπάρνηση ακολουθεί κι η αγνή παρθένος Μαριάμνη τους δύο Αποστόλους στη μακρινή τους πορεία. Μαζί τους μοιράζεται τις χαρές και τις λύπες της ιεραποστολής, καθώς και τα πολλά βασανιστήρια από τη μανία και την αγριότητα των ειδωλολατρών.
Παρά τις δυσκολίες, τις αφάνταστες δυσκολίες που συναντούσαν όπου πήγαιναν, η ιεραποστολική ομάδα κήρυξε το Ευαγγέλιο της νέας ζωής σε πολλές πόλεις της Λυδίας, Φρυγίας και Παμφυλίας που είναι επαρχίες της Μικράς Ασίας. Με τα πολλά θαύματα με τα οποία η αγάπη του Θεού παραχωρούσε να συνοδεύεται το κήρυγμα των Αποστόλων, η επιτυχία της ομάδος υπήρξε πολύ μεγάλη. Αλλά και τα μαρτύρια και βασανιστήρια αφάνταστα. Σ’ αυτό φυσικά είχε κι η αγνή κόρη το μερίδιο της. Μερίδιο ανάλογο της προσφοράς της και του ζήλου της.
Πολλοί συνηθίζουν να αποκαλούν ασθενές το γυναικείο φύλο. Κι είναι τούτο μια πραγματικότητα στις περιπτώσεις που η γυναίκα είναι αποκομμένη από την πηγή της δυνάμεως, τον Χριστό. Όταν όμως αυτή είναι συνδεδεμένη με τον κραταιά και παντοδύναμο Δημιουργό, τότε συμβαίνει όλως διόλου το αντίθετο. Τότε κι η λεπτή και αδύνατη κόρη γίνεται με τη μυστική δύναμη που της χαρίζει Εκείνος πανίσχυρη. Τότε εξαίσια κατορθώματα βλέπουμε να επιτελούνται και από τους πιο ασθενείς οργανισμούς. Κάτι τέτοιο βλέπουμε να γίνεται στη ζωή και τους αγώνες χιλιάδων νεαρών γυναικών του μαρτυρολογίου της Εκκλησίας μας. Σε όλες αυτές τις γυναίκες ευρίσκει πλήρη την εφαρμογή του ο λόγος του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας του ιερού Χρυσοστόμου. «Ουδέν ισχυρότερον γυναικός ευλαβούς και συνετής». Κάτι παρόμοιο βλέπουμε να γίνεται και στη ζωή της παρθένου Μαριάμνης για την οποίαν ομιλούμε.
‘Ύστερα από πολλά χρόνια έντονης εργασίας η ευλογημένη ομάδα των ιεραποστόλων μας έφθασε και στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Το κήρυγμα των Αποστόλων συνεκέντρωνε κάθε φορά πολλούς ακροατές. Κάθε βράδυ πλήθη από Έλληνες έτρεχαν να ακούσουν το κήρυγμα και να βαπτισθούν. Οι λόγοι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού που είχε πει στον Φίλιππο και τον Ανδρέα, όταν αυτοί τον πλησίασαν εκεί που δίδασκε και του ανέφεραν ότι μερικοί Έλληνες προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό ήθελαν να Τον ιδούν, άρχισαν να πραγματοποιούνται. «Ελήλυθεν η ώρα, ίνα δοξασθή ο Υιός του άνθρωπου» (Ιωάν. ιβ’, 29) είχε πει τότε ο Κύριος. Έφτασε δηλαδή η ορισμένη από τον Θεό ώρα, για να δοξαστεί ο Υιός του ανθρώπου. Να δοξαστεί με τη σταύρωση και την ανάληψη Του και να αναγνωριστεί ως Μεσσίας και Λυτρωτής από τους Έλληνες, που τη στιγμή εκείνη αντιπροσώπευαν όλο τον εθνικό κόσμο. Ευλογημένη και μεγάλη υπήρξε η ημέρα εκείνη.
Ευλογημένη και μεγάλη, γιατί ο ερχομός των Ελλήνων στην πίστη τη χριστιανική σήμαινε και προανήγγελλε τον θρίαμβο της νέας θρησκείας. Το φούντωμα του χριστιανισμού στις διάφορες πόλεις της Ελληνικής τότε Μικράς Ασίας ήταν επόμενο να εξεγείρει ενάντια στους ζηλωτές εργάτες και διδασκάλους της νέας πίστεως άγριο το μίσος και τη μανία του πονηρού. Ένα βράδυ λοιπόν, εκεί που ο απόστολος Φίλιππος μιλούσε και τα πλήθη των παρευρισκομένων κρεμόντουσαν λες από τα χείλη του, μερικοί φανατικοί ειδωλολάτρες άρπαξαν τον Φίλιππο και τους συνεργάτες του κι αφού τους βασάνισαν σκληρά τους οδήγησαν στους άρχοντες. Μια ψευτοδίκη που έγινε αμέσως κατέληξε στην απόφαση ο Φίλιππος να θανατωθεί κι οι άλλοι να βασανισθούν. Οι δήμιοι που περίμεναν άρπαξαν τον Απόστολο κι αφού τον βασάνισαν, τον έδεσαν από τους αστραγάλους και τον κρέμασαν σ’ ένα δένδρο με το κεφάλι προς τα κάτω. Το ίδιο έκαμαν αργότερα και στον Βαρθολομαίο και τη Μαριάμνη.
Τα πλήθη των ειδωλολατρών με φωνές και ύβρεις παρακολουθούν το μαρτύριο των υπηρετών του Κυρίου ενώ αυτοί και από της θέσεως των εκείνης δεν παύουν να προσεύχονται και να εκζητούν από τον Πανάγαθο Θεό με όλη τους την ψυχή να τους συγχωρήσει.
Οικτίρμων και ελεήμων ο Κύριος, αλλά και τιμωρός. Εκεί που οι εχθροί του Χριστού διασκεδάζουν και χαίρονται με το μαρτύριο της Μαριάμνης και των Αποστόλων, έξαφνα ένας σεισμός συνετάραξε τη γη κι ένας μεγάλος αριθμός των παρευρισκομένων καταχώσθηκε στο βάραθρο που άνοιξε μπροστά τους. Με κλάματα και σπαρακτικές φωνές όσοι είχαν μείνει έξω από το χάσμα μετανοιωμένοι παρακαλούν τους μάρτυρες να τους συγχωρήσουν και να ζητήσουν από τον Θεό τους να τους σπλαγχνισθεί. Επειδή η μετάνοια τους ήταν ειλικρινής ο Πανάγαθος τους σπλαγχνίστηκε και σταμάτησε τον σεισμό, τους δε καταχωσθέντες έβγαλε έξω από το βάραθρο. Σ’ αυτό έμεινε μόνον ο ανθύπατος και η γυναίκα του Έχιδνα για παραδειγματισμό όλων. Την ίδια ώρα μια θαυμαστή οπτασία έδωκε ακόμη μια απόδειξη της θείας του δυνάμεως. Μια κλίμακα φάνηκε εκεί να ενώνει τη γη με τον ουρανό. Αυτή ήταν η οδός της σωτηρίας γι’ αυτούς, Τα πλήθη τρομαγμένα έτρεξαν και κατέβασαν την Μαριάμνη και τον Βαρθολομαίο από το μέρος που ήσαν κρεμασμένοι. Ο Φίλιππος συνέχισε να τους διδάσκει και να τους προτρέπει να μετανοήσουν και να βαπτισθούν. Πριν προλάβουν να τον κατεβάσουν η αγία ψυχή του πέταξε στον Ουρανό, στη χώρα της αιωνιότητας.
Ο απόστολος Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη με σεβασμό πήραν το λείψανο και το έθαψαν ραίνοντας το με τα δάκρυα της στοργής και της ευγνωμοσύνης των βαπτισθέντων και της ιδικής των αγάπης. Ο Βαρθολομαίος, αφού τακτοποίησε τα της Εκκλησίας της Ιεραπόλεως εγκατέστησε εκεί επίσκοπο κάποιο Στάχυ και συνοδευόμενος από τη Μαριάμνη προχώρησε προς τη Λυκαονία κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Αργότερα μετέβη στις Ινδίες όπου συνέχισε το έργο του, και όπου είχε μαρτυρικό τέλος με σταυρικό θάνατο. Η Μαριάμνη μετά τη Λυκαονία επέστρεψε στην Παλαιστίνη στα μέρη του Ιορδάνου όπου και κοιμήθηκε ειρηνικά.
Τα μαρτύρια κι οι ταλαιπωρίες της μακράς περιοδείας της ιεραποστολικής ομάδος, αλλά και τα βάσανα κι οι ξυλοδαρμοί που δοκίμασε με τους Αποστόλους κι η πιστή Μαριάμνη δεν ημπόρεσαν να κάμψουν τον ζήλο της, ούτε να σταματήσουν την προσπάθεια της από του να ιδεί τις χιλιάδες των γυναικών από όπου επέρασε να επιστρέψουν στον Χριστό και να βαπτίζονται και να αποφασίζουν να ζήσουν τη χριστιανική ζωή. Η γενναιοψυχία της παρθένου και ισαποστόλου κόρης αποτελεί υπέροχο παράδειγμα για κάθε γυναίκα και ιδιαίτερα για κάθε κόρη. Σήμερα που ένα μεγάλο μέρος της νήσου μας στενάζει κάτω από τη μπότα του πιο βάρβαρου κατακτητή, σήμερα που δεκάδες από τις εκκλησίες μας βεβηλώνονται καθημερινά από τον άπιστο εισβολέα, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά το παράδειγμα της αυτοθυσίας της παρθένου κόρης και η υπομονή κι ο ζήλος της πρέπει να είναι πάντα μπροστά μας. Να μας διδάσκει. Να μας κατευθύνει εις νομάς σωτηρίους και να μας θυμίζει ότι μόνο κοντά στον Χριστό μπορεί να έχει νόημα η ζωή μας και μόνο κοντά στον Χριστό και με τον Χριστό θα μπορέσουμε να ιδούμε καλύτερες μέρες και την Κύπρο μας ξανά ελεύθερη, ευτυχισμένη, ευλογημένη. Αγία του Θεού Μαριάμνη, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Αμήν.
Απολυτίκιο Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε…
Άμνω ηκολούθησας της σωτηρίας Χριστώ, άμνάς ώσπερ άμωμος συν αποσταλώ κλεινώ, Φιλίππω ομαίμονι, πάνσεπτε Μαριάμνη, αλογήσασα πάντων, όθεν πολλοίς εγένου, των ψυχών ευεργέτις, ζωήν ανακηρύττουσα, την επουράνιον.
Μεγαλυνάριο
Πλάνην αποδίωξαν αφ’ ημών, Μαριάμνη θεία, και εγκαίνισον του Χριστού, Φως ημίν τοίς πόθω, σήν μνήμην εκτελούντων, και ποθώ προσκυνούντων, σεπτήν εικόνα σου.