Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Η βασίλισσα της Ηπείρου, αγία Θεοδώρα : “Η πριγκίπισσα με την μεγάλη καρδιά”



site analysis


αγία Θεοδώρα, βασίλισσα της Άρτας (φωτο από :http://www.orthodoxmonasteryicons.com/ )
αγία Θεοδώρα, βασίλισσα της Άρτας (φωτο από :http://www.orthodoxmonasteryicons.com/ )
“Η ζωή της μοιάζει με παραμύθι.Και θα είχε ξεχαστεί, όπως ξεχάστηκαν πολλές παραμυθένιες ζωές στο διάβα της ιστορίας. Όμως αυτή η πριγκίπισσα είχε κάτι αλλιώτικο από τους άλλους .Ήταν μιά πριγκίπισσα με μεγάλη καρδιά. Τόσο μεγάλη ήταν η καρδιά της, που χωρούσε όλους τους ανθρώπους μέσα της, και τους καλούς και τους κακούς.
Ήταν τόσο γερή και δυνατή, που κατάφερε να είναι ζωντανή ακόμα και σήμερα. Και έδωσε αίμα, για να έχουν ζωή οι κάτοικοι που έζησαν και ζουν σε αυτό τον τόπο. Τους κράτησε ανόθευτη την πίστη και ατόφια την Ελλάδα μέσα τους. Και αφού άντεξε τόσα χρόνια η καρδιά της ,σίγουρα ποτέ δεν θα πεθάνει. Γιατί ό,τι αντέχει στο χρόνο, είναι αυτό που κρατάει ζωντανό τον κόσμο”.
Η ταραχώδης και ρομαντική ιστορία μιάς Ελληνίδας, που από νωρίς αξιώθηκε να γίνει βασίλισσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και μετά από ποικίλες προσωπικές δοκιμασίες να αντέξει και να αναδειχθεί μοναχή και αγία της Εκκλησίας μας.
(στοιχεία από το βιβλίο: Η πριγκίπισσα με τη μεγάλη καρδιά -συγγραφέας η Αρτινή Φιλόλογος και Θεολόγος Αρετή Κασσελούρη- βιβλιοπαρουσίαση εδώ)
Στην συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε την σύντομη βιογραφία της αγίας, αλλά και τον αναλυτικό βίο της, με πολλά σημαντικά και ενδιαφέροντα στοιχεία από την πολυκύμαντη ζωή της και την τεράστια προφορά της, στα θυελλώδη εκείνα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
.
Σύντομη βιογραφία
Η οσία Θεοδώρα ήταν κόρη του σεβαστοκράτορα της Μακεδο­νίας Ιωάννη Πετραλίφα. Νυμφεύτηκε τον δεσπότη της Ηπείρου Μι­χαήλ B’ Άγγελο (1237-1271) και  επωφελήθηκε από την ανάρρηση της στο βασιλικό αξίωμα για να γίνει, κατά μίμησιν Θεού, του βασιλεύον­τος στην γη και στον ουρανό, πηγή ελέους για όλους τους υπηκόους της. Με υποκίνηση του διαβόλου που φθονούσε την μακαρία, καθώς την έβλεπε στολισμένη με όλες τις αρετές, ο σύζυγός της ερωτεύθηκε μια ευγενή χήρα η οποία με τις μαγγανείες της τον κατέστησε υποχείριό της. Τον ώθησε ακόμη και να μισήσει την νόμιμη σύζυγό του σε σημείο που της φερόταν όπως στην ευτελέστερη πόρνη, την προπηλάκιζε και είχε δια­τάξει τους υπηρέτες του να αναγνωρίζουν την παρείσακτη χήρα ως δέ­σποινα.
Πηγή:agiografikesmeletes.blogspot.gr/
Η Θεοδώρα υπέμενε όλες αυτές τις δοκιμασίες με ακλόνητη υπομονή χωρίς να μνησικακεί εναντίον του Μιχαήλ και ευχαριστώντας τον Θεό που της πρόσφερε έτσι τα μαργαριτάρια για τον αμάραντο στέφανό της. Τέλος, αφού διώχθηκε από τον σύζυγό της, περιπλανιόταν με τον γιό της πέντε χρόνια από τόπο σε τόπο. Έτσι βρέθηκε μία ήμερα πεινασμένη και απελπισμένη στην άκρη ενός δάσους όπου την περιμάζεψε ένας ιερέας.
Στο μεταξύ ο ηγεμόνας συνειδητοποιώντας ότι πλανήθηκε με τις μαγ­γανείες της παλακίδας του, ήρθε στα συγκαλά του και αναζήτησε παν­τού την πιστή Θεοδώρα. Κι όταν εκείνη επέστρεψε στην Άρτα, την πρω­τεύουσα του Δεσποτάτου, όλοι οι κάτοικοι της πόλεως συνάχθηκαν για να χαιρετήσουν με κραυγές χαράς την επάνοδο της κοινής τους μητέρας και έκτοτε έζησε ειρηνικά με τον σύζυγό της, βοηθώντας τον στις δι­πλωματικές του σχέσεις με την Αυτοκρατορία της Νικαίας και εμπνέοντάς του μέριμνα για την Βασιλεία των Ουρανών.
Ο δεσπότης Μιχαήλ εκοιμήθη λίγο αργότερα και η Θεοδώρα αμέσως εκάρη μοναχή στην μονή που είχε ιδρύσει πλάι σε ναό αφιερωμένον στον άγιο Γεώργιο. Ζούσε ζωή μεγάλης σκληραγωγίας και υπηρετούσε ταπεινά όλες τις αδελφές. Ειδο­ποιημένη άνωθεν για το επικείμενο τέλος της, παρακάλεσε τον Θεό να της δώσει διορία έξι μηνών μέχρι την αποπεράτωση του ναού. Όταν έληξε η διορία, άφησε την επίγεια κατοικία της δίνοντας τις τελευταίες της νουθεσίες στις αδελφές. Το σκήνωμά της, που αποτέθηκε στον νάρ­θηκα του ναού, επιτέλεσε πολλές ιάσεις.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τ. Ζ΄Μάρτιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 116-117) πηγή
 
 
******************
Αναλυτική βιογραφία
από http://www.synaxarion.gr/
arta_mou_ag.theodora.artas.jpgἩ Ἁγία Θεοδώρα γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1210 πιθανότατα στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ὑπῆρξε γόνος τῆς μεγάλης καὶ ἀρχοντικῆς βυζαντινῆς οἰκογένειας Πετραλείφα (νορμανδικῆς καταγωγῆς), ἡ ὁποία ἐγκατεστημένη ἀρχικὰ στὸ Διδυμότειχο προσέφερε πολλὲς καὶ σημαντικὲς ὑπηρεσίες στὴν αὐτοκρατορία καὶ τιμήθηκε μὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα. Ὁ πατέρας της Ἰωάννης εἶχε τὸν τίτλο τοῦ σεβαστοκράτορος καὶ ἦταν διοικητὴς Θεσσαλίας καὶ Μακεδονίας.
.
Κοντὰ στοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς της ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀντλώντας ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ πρῶτο φωτεινὸ παράδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, παράδειγμα ποὺ θὰ χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα καὶ στὴν δική τους ζωή.
Ὁ πατέρας της πέθανε γρήγορα ἀφήνοντας τὴ Θεοδώρα σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία, ὀρφανή. Τὴν προστασία τῆς οἰκογένειας ἀνέλαβε ὁ Δούκας τῆς Ἠπείρου Θεόδωρος (θεῖος της), ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ αὐτὴ εἶχε καταλάβει τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἐπέκτεινε τὸ κράτος του μέχρι τὴν Ἀδριανούπολη.
.
Ἡ Θεοδώρα ἔζησε καὶ μεγάλωσε στὰ Σέρβια τῆς Κοζάνης, μία σημαντικὴ πόλη μὲ στρατηγικὴ θέση τὴν ἐποχὴ αὐτή. Ἀνατρέφεται μαζὶ μὲ τὰ ἀδέλφια της ἀπὸ τὴν εὐσεβὴ μητέρα της Ἑλένη καὶ μαθαίνει καλὰ γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ «κατὰ Θεὸν ὁμοίωσις». Γνωρίζει καὶ πιστεύει ὅτι τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς σύντομης ζωῆς μας κρύβεται στὴν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διδάσκεται ἀπὸ τὴν ἀγαθὴ μητέρα της ὅτι τὰ ἀληθινὰ κοσμήματα ποὺ πρέπει νὰ στολίζουν τὴν γυναῖκα, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ πραότητα, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀληθινὴ πίστη, ποὺ μὲ τὸν δικό της ἀγώνα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ νὰ φανερωθοῦν καὶ στὴ δική τους ζωή.
.
Ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ ὡριμότητα τῆς νεαρῆς Θεοδώρας, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ κάλλος της ἐντυπωσιάζουν τὸν Μιχαὴλ Β’, ποὺ στὸν δρόμο του γιὰ τὴν Ἄρτα τὴν συναντᾶ στὰ Σέρβια, ἐνῷ βρισκόταν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ θείου της Θεοδώρου.
Τὴν ζητὰ ἀμέσως σὲ γάμο, ὁ ὁποῖος καὶ τελεῖται μὲ κάθε μεγαλοπρέπεια καὶ ἐπισημότητα στὰ Σέρβια τὸ ἔτος 1230. Μὲ λαμπρὴ καὶ μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στὴν Ἄρτα, τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου, στὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ Β’ ἀνακηρύσσεται μετὰ ἀπὸ λίγο Δεσπότης.
.
Ὁ Μιχαήλ, ἰσχυρὴ προσωπικότητα, πνεῦμα ἀνήσυχο καὶ φιλόδοξο, ἀρχίζει νὰ φροντίζει γιὰ τὴν ἑδραίωση καὶ ἐξάπλωση τοῦ κράτους του. Ἡ νεαρὰ δούκισσα Θεοδώρα ἀναδεικνύεται πρώτη κυρία τοῦ Δεσποτάτου. Στὴν μεγάλη αὐτὴ καὶ ἔνδοξη θέση ποὺ ἀνέβηκε ἡ Θεοδώρα, δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματός της, οὔτε, παρὰ τὴ νεότητά της, τράπηκε σὲ ὑλιστικὲς ἀπολαύσεις καὶ τρυφηλὴ ζωή. Καὶ ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος της Ἰὼβ μοναχός, τώρα πιὸ πολὺ κατάλαβε ὅτι πρέπει νὰ φροντίζει νὰ ζεῖ μὲ πιὸ πολλὴ ἀρετὴ καὶ σωφροσύνη, μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη, μὲ ἀοργησία καὶ συμπάθεια, μὲ ἐλεημοσύνη καὶ πραότητα καὶ γενικά, ὁλόψυχα νὰ δίδεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Μὲ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἡ Θεοδώρα ἀναδείχθηκε ἀληθινὰ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, λύχνος φωτεινὸς ἐπάνω στὴν λυχνία ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στὸν Χριστό.
.
Λίγες ἦταν οἱ εὐτυχισμένες στιγμὲς τοῦ ζευγαριοῦ. Ὁ μισόκαλος διάβολος φθονώντας τὴν εὐτυχία τους καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς Θεοδώρας καὶ μὴν μπορώντας νὰ ὑποτάξει τὴν ἴδια, ρίχνει τὰ φαρμακερὰ βέλη του ἐναντίων της μὲ ἄλλον τρόπο: «θηλυμανίας τὸν ἄνδρα καταμαλάξας , πειρασμὸν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινώτατον». Ὁ Μιχαὴλ παρασύρεται σὲ πορνεία καὶ ἀκολασία ἀπὸ μία Ἀρτινὴ ἀρχόντισσα, τὴν Γαγγρινή. Αὐτὴ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ διαβόλου κατορθώνει νὰ σκλαβώσει ψυχικὰ τὸν Μιχαὴλ καὶ νὰ βάλει μίσος ἄσπονδο στὴν καρδιά του, ἐναντίων τῆς καλῆς καὶ Ἁγίας συζύγου του. Μὲ τὴν ἐντολή του πρὸς ὅλους ἀπαγορεύει κάθε βοήθεια καὶ συμπαράσταση πρὸς τὴν Ἁγία καὶ ὁρίζει αὐστηρὰ νὰ μὴν κάνουν λόγο γι’ αὐτὴν στὰ ἀνάκτορα, οὔτε τὸ ὄνομά της κὰν νὰ προφέρουν στὰ χείλη τους.
Σὲ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς της, φάνηκαν οἱ καρποὶ τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῆς Θεοδώρας. Ὅπως μέσα στὴν δόξα καὶ τὴν καλοπέραση τοῦ παλατιοῦ δὲν παρασύρθηκε καὶ δὲν ἀλλοιώθηκε, ἔτσι καὶ τώρα μέσα στὴν φουρτουνιασμένη συζυγικὴ ζωὴ ἡ Θεοδώρα δὲν κάμφθηκε καὶ δὲν λιποψύχησε, ἀλλὰ φάνηκε πιὸ πολὺ ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας της καὶ ἡ ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς της.
Στὴν αὐθαιρεσία τοῦ ἄνδρα της ἀντέταξε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ ταπεινό της φρόνημα. Παρὰ τὶς συκοφαντίες καὶ τὸν διωγμό της ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, λαμπρύνθηκε μὲ τὴν σιωπὴ καὶ τὴν ἑκούσια μόνωσή της.
.
Χωρὶς καμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια, ὁπλισμένη ὅμως μὲ τὴν ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στὸν Θεό, ἐγκαταλείπει – ἔγκυο ἤδη – τὰ ἀνάκτορα. Πέντε χρόνια μαζὶ μὲ τὸν πρωτότοκο υἱό της, τὸ Νικηφόρο, ποὺ γεννήθηκε στὴν ἐξορία, ταλαιπωρεῖται στὸ κρύο καὶ στὴν ζέστη, στὴν πείνα καὶ τὴ δίψα, στὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν μοναξιά. Ἄγνωστη, πικραμένη καὶ κακοντυμένη περνοῦσε λόφους καὶ γκρεμοὺς ἀποφεύγοντας τὴν μανία τοῦ ἄνδρα της.
Στὴν μεγάλη αὐτὴ δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριὰ κοντὰ στὸν ἱερέα τῆς Πρένιστας. Μία μέρα ποὺ μάζευε λάχανα, γιὰ νὰ φάει αὐτὴ καὶ τὸ μικρό της παιδί, τὴν συναντᾶ ὁ ἱερέας καὶ μετὰ ἀπὸ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ μάθει ποιὰ εἶναι, ἡ Θεοδώρα τοῦ φανερώνεται. Ἔτσι γιὰ λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στὸ σπίτι τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἱερέως.
.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως καὶ ἡ ἀρετὴ ὅσο καὶ ἂν σπιλώνονται, ὅσο καὶ ἂν παραθεωροῦνται, δὲν ἀργοῦν νὰ φανοῦν. Οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς Ἄρτας ἀγανακτισμένοι ἀπὸ τὴν ἔκλυτη ζωὴ τοῦ Δούκα Μιχαὴλ καὶ τὴν ἀλαζονεία τῆς πόρνης Γαγγρινῆς ἀντιδροῦν δυναμικά: διώχνουν τὴν Γαγγρινὴ ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν βασιλέα νὰ ἀλλάξει ζωή.
Ὁ Μιχαὴλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἐαυτόν» καὶ ἀμέσως στέλνει ἔμπιστους ἀνθρώπους νὰ βροῦν καὶ νὰ φέρουν πίσω τὴν Θεοδώρα.
Πράγματι μὲ πολλὴ μετάνοια καὶ ἀγάπη, μὲ ἐπισημότητα καὶ λαμπρότητα ὑποδέχεται τὴ νόμιμη καὶ μόνη κυρία καὶ βασίλισσα στὰ ἀνάκτορα καὶ στὴ ζωή του.
Ὁ Μιχαήλ, σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καὶ σὲ ἔνδειξη τῆς μετάνοιάς του, ἀνεγείρει τὴν σεβάσμια καὶ περικαλλὴ μονὴ τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Στὴ βόρεια καμάρα ἐξωτερικὰ ὑπάρχει χαραγμένη ἡ ἐπιγραφὴ τῆς μετάνοιάς του, τὴν ὁποίας τὸ πανομοιότυπο καὶ τὴ μεταγραφὴ ἔδωσε ὁ Ἀναστάσιος Ὀρλάνδος:
«Πύλας ἡμῖν ἄνοιξον, ὦ Θ(ε)οῦ μ(ῆ)τερ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτὸς οὖσα πύλη.
Δ(εσπότῃ) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) ἁμαρτημάτων».
Κατὰ τὴν παράδοση καὶ σὲ ἀνάμνηση τοῦ ἴδιου γεγονότος κτίζει, ἐπίσης, τὴ μονὴ Παντανάσσης, κοντὰ στὴν Φιλιππιάδα καὶ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος στὸ Γαλαξείδι, ὅπως ἀναφέρεται στὸ «Χρονικὸν τοῦ Γαλαξειδίου».
Μὲ τὴν ἴδια διάθεση ὁ Μιχαὴλ χαρίζει προνόμια καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ φορολογία ναοὺς καὶ μονὲς τοῦ κράτους του καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας του. Ἔτσι π.χ. μὲ χρυσόβουλλο τοῦ Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1346 ἀπαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καὶ παραγγαρείας» τοὺς 32 πρεσβυτέρους τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας καὶ μὲ ἄλλο χρυσόβουλλο τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, δίνει προνόμια στοὺς 33 πρεσβυτέρους τῶν ἀγρῶν τῆς νήσου. Μὲ χρυσόβουλλο ἐπίσης, ἀποκαθιστᾶ τὴ νόμιμη δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντίνου Μαλιασηνοῦ τὸ μοναστήρι τοῦ κυρ-Ἱλαρίωνος, ποὺ βρισκόταν στὴν χώρα τοῦ Ἁλμυροῦ κάτω ἀπὸ «τὸ Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
Ἀποστέλλει πλούσια δῶρα σὲ πολλὲς μονὲς καὶ ἐκτὸς τοῦ κράτους του, ὅπως π.χ. στὶς Ἁγιορείτικες μονὲς τοῦ Δοχειαρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου. Ἡ πόλη καὶ τὸ κράτος λαμπρύνονται μὲ ἔργα πίστεως καὶ φιλανθρωπίας γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ τῆς Θεοδώρας. Ἄλλα τέσσερα παιδιὰ ἔρχονται στὴν ζωή: ὁ Ἰωάννης, ὁ Δημήτριος (Μιχαήλ), ἡ Ἑλένη καὶ ἡ Ἄννα.
Δυναμωμένη ἀπὸ τὴ δοκιμασία καὶ ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ Θεοδώρα γίνεται ὁδηγὸς ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἄνδρα της καὶ μετέχει ἐνεργὰ πλέον στὴν διακυβέρνηση τοῦ κράτους, βοηθώντας τον στὰ πολλὰ καὶ ποικίλα ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ κυρίως προβλήματα τοῦ Δεσποτάτου καὶ βάζοντας τὴν προσωπική της σφραγίδα στὴν πολιτική του. Συμπαραστέκεται στὰ ἔργα εἰρήνης, ἀλλὰ καὶ ἀκολουθεῖ τὶς πολεμικὲς περιπέτειες καὶ ἀποτυχίες τοῦ συζύγου της. Τὸ ἔτος 1234 ἐνισχύουν τὴν παιδεία τοῦ Δεσποτάτου μὲ τὴν ἵδρυση ἀνώτερης σχολῆς. Τὸ 1259 – 60, μὲ τὴν ἧττα τῶν στρατευμάτων τοῦ Μιχαὴλ Β’ στὴν μάχη τῆς Πελαγονίας, καταφεύγουν στὴν Βόνιτσα, Λευκάδα καὶ Κεφαλονιά, διωγμένοι ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας, Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282).
Πρῶτο μέλημα τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἐδαφικῆς, κυρίως ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητας καὶ ὑποστάσεως τοῦ κράτους. Ἔτσι μεγάλη της φροντίδα στάθηκε ἡ διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ποὺ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀπειλεῖτο ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ τὴν λατινικὴ προπαγάνδα, ἡ ὁποία εἶχε ὡς στόχο τὴν «ἕνωση» τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἁγία ἀντιτάχθηκε σ’ αὐτὴ τὴν προοπτική. Τὸ Δεσποτάτο, ποὺ ἀπὸ τὸ 1204 εἶχε δεχθεῖ ὡς πρόσφυγες σημαντικὲς προσωπικότητες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχε κρατήσει αὐστηρὴ ὀρθόδοξη πολιτικὴ ἐπὶ Θεοδώρου Δούκα καὶ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης Ἰωάννου Ἀπόκαυκου, ἔγινε τελικὰ καταφύγιο ὅλων τῶν ζηλωτῶν Ὀρθοδόξων τῆς πρώην ἑνιαίας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν φιλενωτικὴ πολιτικὴ τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας – καὶ ἀργότερα τῆς ἐπανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως – ἡ πολιτικὴ τοῦ Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρὰ καὶ αὐστηρὰ Ὀρθόδοξη. Ὅταν δὲ τὸ ἔτος 1275 γίνεται Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὁ ἑνωτικὸς Ἰωάννης ΙΑ’ Βέκκος (1275 – 1282), πολλοὶ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ βρίσκουν προστασία στὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου. Σὰν ἀντιστάθμισμα τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1276 καὶ τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἀνθενωτικῶν, τὸ ἔτος 1277 γίνεται Σύνοδος στὶς Νέες Πάτρες (σημερινὴ Ὑπάτη), ὅπου καταδικάζονται καὶ ἀφορίζονται ὅλοι οἱ ἑνωτικοὶ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος.
Γιὰ τὸν ἴδιο σκοπὸ – τὴν διαφύλαξη δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας – ἡ Ἁγία προχωρεῖ μὲ ὀξυδέρκεια, πέρα βέβαια καὶ ἀπὸ τὶς ποικίλες πολιτικὲς σκοπιμότητες ποὺ ὑπεισέρχονται σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις, στὸν γάμο τῶν δύο θυγατέρων της. Ἔτσι τὴν Ἄννα τὴν νυμφεύει μὲ τὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258) καὶ τὴν Ἑλένη μὲ τὸν Μεμφρέδο, βασιλέα τῆς Σικελίας καὶ φανατικὸ ἐχθρὸ τοῦ Πάπα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Θεοδώρα προσπαθεῖ νὰ θέσει φραγμὸ στὰ σχέδια τῶν παπικῶν γιὰ ὑποταγὴ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς συγγενικοὺς δεσμοὺς ποὺ ἔγιναν, νὰ ὑποχωρήσουν οἱ κατακτητικὲς διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίων τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου.
Η άξια κόρη της, Ελένη
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ἡ Ἑλένη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, τὸ ἔτος 1266, δέχθηκε ὅλο τὸ μίσος τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δ’ (1265 – 1268). Φυλακίζεται αὐτὴ καὶ τὰ παιδιά της γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὸ ὑγροσκότεινο καὶ ἀπομονωμένο φρούριο τῆς Βουκερίας. Ἡ Ἑλένη παραμορφωμένη ἀπὸ τὶς κακουχίες – διατηρώντας ὅμως τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀρχόντισσας, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς τὰ διδάχθηκε καὶ τὰ παρέλαβε ἀπὸ τὴν Ἁγία της μητέρα – βγαίνει ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ πεθαίνει σὲ ἡλικία περίπου τριάντα ἐτῶν.
Οἱ προσπάθειες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τοὺς γονεῖς της Μιχαὴλ Β’ καὶ Θεοδώρα, ἀπέτυχαν. Μία τελευταία προσπάθεια ποὺ ἐπιχειρήθηκε, νὰ δοθεῖ δηλαδὴ ὡς σύζυγος στὸν υἱὸ τοῦ Φερδινάνδου Γ’ τῆς Ἱσπανίας, τὸν Ἐρρίκο, βρῆκε τὴν Ἑλένη ἀντίθετη, καθὼς δὲν ἐπιθυμοῦσε οὔτε νὰ προδώσει τὴν μνήμη τοῦ συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του, οὔτε μὲ τὴν συγκατάθεσή της σὲ τέτοιον γάμο νὰ ἐνισχύσει τὰ μεγαλεπήβολα σχέδια τοῦ ἀνίερου συνασπισμοῦ Πάπα καὶ Καρόλου τοῦ Ἀνδεγαυοῦ ἐναντίων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
.
Δεύτερος σημαντικὸς στόχος τῆς Ἁγίας ἦταν ἡ εἰρήνη μεταξὺ τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς (Φραγκοκρατία) καὶ ἡ συνεργασία τους – πέρα ἀπὸ τὶς ἀτομικὲς φιλοδοξίες τῶν ἡγεμόνων καὶ τὴν κοντόφθαλμη πολιτική τους – γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ στάθηκε δύσκολο, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι τὰ δύο σημαντικὰ κράτη, τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου καὶ ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σὲ ἀντιζηλία, ἐχθρότητα, προστριβὲς καὶ πόλεμο μεταξύ τους.
Ἔτσι, τὸ ἔτος 1249, ταξιδεύει στὴ Νίκαια μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο, τὸν ὁποῖο μνηστεύει μὲ τὴν Μαρία, ἐγγονὴ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννου Γ’ Βατάτζη (1222 – 1254). Μετὰ ἀπὸ κάποιες περιπέτειες καὶ ὑπαναχωρήσεις ἡ Ἁγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τὸν Ἕβρο καὶ τελικὰ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1256 γίνονται μὲ λαμπρότητα στὴ Θεσσαλονίκη οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανὸ (1255 – 1260). Μία ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ὅτι ἡ Θεοδώρα μὲ τὸν υἱό της Νικηφόρο ἔρχονται στὸ Βολερό,«εἰς τὴν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια τῆς Ἀδριανουπόλεως), ὅπου συναντῶνται μὲ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Β’ Λάσκαρι (1254 – 1258) τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1256 – 7.
Ἐκεῖ ἔμειναν τρεῖς μέρες καὶ ἀφοῦ ἑόρτασαν τὴν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ – πιθανότατα στὸν περίλαμπρο ναὸ τῆς Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρῶν (Ἕβρου) – ξεκίνησαν γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καὶ τῆς Μαρίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὴ Νίκαια.
Μέσα ὅμως σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα καὶ μετὰ τὸν ἐρχομό τους στὴν Ἄρτα, ἡ Μαρία πέθανε.
.
Μία νέα προσπάθεια εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως μὲ τὴν ἀνορθωμένη πλέον Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, ὅταν ὁ Νικηφόρος νυμφεύεται τὴν ἀνεψιὰ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου (1259 – 1282), Ἄννα. Ἡ Ἄννα Παλαιολογίνα εἶναι ἡ τρίτη θυγατέρα τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης ἢ Εὐλογίας, τῆς ἀγαπημένης ἀδελφῆς τοῦ Μιχαὴλ Η’. Στὶς ἀρχὲς τοῦ ἔτους 1265 ὁ αὐτοκράτορας στέλνει τὴν ἀνεψιά του μὲ λαμπρὴ συνοδεία στὴν Ἄρτα, ὅπου τὸ ἴδιο ἔτος γίνονται καὶ οἱ γάμοι.
Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, πολλὲς ἦταν οἱ ἐνέργειες τῆς Ἁγίας γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς περιοχῆς καὶ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν Ἑλληνικῶν κρατῶν. Ἀνάλωσε τὴν ζωή της στὴν προσπάθεια νὰ ξεπεραστοῦν τὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γι’ αὐτὸ δίκαια ὀνομάσθηκε ἡ Θεοδώρα «Εἰρηνοποιὸς Ἁγία».
Μετὰ ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια ἔγγαμου βίου, ὁ Δεσπότης Μιχαὴλ Β’, «καλῶς καὶ θεοφιλῶς βιώσας», κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ.
.ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
Ἡ Θεοδώρα ἀμέσως ἔτρεξε στὸ μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζεῖ ὡς μοναχὴ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (σημερινὴ μονὴ Ἁγίας Θεοδώρας). Ἡ ζωή της ἀσκητικὴ καὶ τὸ πολίτευμά της ἀγγελικό. Γιὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τοῦ βίου της γράφει ὁ βιογράφος της, ὅτι ζοῦσε σηκώνοντας τὸ βάρος τῶν πόνων καὶ τῆς ἀσκήσεως, αὐξάνοντας τοὺς καρποὺς τῶν ἀρετῶν της, παραμένοντας νύχτα καὶ ἡμέρα στὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχὴ καὶ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους, ἐξαγνίζοντας τὸ σῶμα της μὲ νηστεία καὶ ὑπηρετώντας μὲ προθυμία τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Ἦταν ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καὶ τὸ στήριγμα τῶν χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιβομένους. Φροντίζει γιὰ τὴν ἀνέγερση νέων ναῶν καὶ μοναστηριῶν καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Ἔχει μεγάλη εὐλάβεια στοὺς Ὁσίους ἀσκητὲς τῆς περιοχῆς πρὸς τοὺς ὁποίους τρέφει ἰδιαίτερη τιμή, ὅπως φανερώνεται στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Ἐρημίτου († 15 Μαΐου). Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἀσκήτεψε τὴν ἐποχὴ αὐτὴ σὲ ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῶν σημερινῶν Χαλκιόπουλων. Ὅταν ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο περὶ τὰ ἔτη 1281 – 2 μ.Χ., ἡ βασίλισσα μοναχὴ μὲ ὅλη τὴν Σύγκλητο πῆγε στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ἁγίου, προσκύνησε τὸ ἁγιασμένο του λείψανο καὶ μὲ ἐντολή της κτίσθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου, λαμπρὸς ναΐσκος καὶ λάρνακα πρὸς τιμήν του.
Ὁ ναὸς καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου σώζονται μέχρι σήμερα ἐντυπωσιάζοντας μὲ τὶς θαυμασίας τέχνης ἁγιογραφίες του (τέλη 13ουαἰῶνος μ.Χ.) καὶ τὶς λόγιες ἐπιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα ἀπὸ λόγιους ἀνθρώπους τοῦ κύκλου τῆς Ἁγίας Θεοδώρας καὶ τῶν ἀνακτόρων.
.
Ἔφθασε ὅμως καὶ γιὰ τὴν Ἁγία Θεοδώρα τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἄνω ζωῆς. Στὴν Ὁσία ἀποκαλύπτεται ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου της, ὅπως συμβαίνει σὲ πολλοὺς Ἁγίους. Θερμὰ παρακαλεῖ τὴν Κυρία Θεοτόκο καὶ τὸν μεγαλομάρτυρα Ἅγιο Γεώργιο νὰ μεσιτεύουν πρὸς τὸν Κύριο νὰ τῆς δοθεῖ παράταση ζωῆς ἕξι μηνῶν«πρὸς τὴν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». Ἔτσι κι ἔγινε.
Καὶ ὅταν ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα νὰ παραδώσει τὴν Ἁγία της ψυχὴ στὸν Κύριο, συγκεντρώνει τὶς ἀδελφὲς μοναχές. Γιὰ τελευταία φορὰ τὶς συμβουλεύει μὲ ἀγάπη καὶ τὶς καθοδηγεῖ πῶς νὰ ζοῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, αὐτὴ ποὺ ἦταν τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Προσεύχεται γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ δίνοντας τὶς τελευταῖες ἐντολές της «χαίρουσα, τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σὲ ἡλικία περίπου 70 ἐτῶν. Δὲν γνωρίζουμε δυστυχῶς τὸν χρόνο τοῦ θανάτου τῆς Ἁγίας, τοποθετεῖται ὅμως στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὸ 1281 – 1285 μ.Χ.
Τὸ ἅγιο καὶ χαριτόβρυτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στὸ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ της μονῆς της, ὅπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σὲ εὐλογία ὅλων τῶν πιστῶν ὁ σεπτός της τάφος.
ἈπολυτίκιονἮχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Βασιλείου ἀξίας παριδοῦσα τὴν εὔκλειαν, ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ ἀσκήσει ἐβίωσας, καὶ θείων ἐπληρώθης δωρεῶν, Ὁσία Θεοδώρα ἀληθῶς. Διὰ τοῦτό σε ἡ Ἄρτα χαρμονικῶς, γεραίρει ἀνακράζουσα· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.Βασιλικὴν τιμὴν καὶ δόξαν καταλέλοιπας, καὶ ἐν ἀσκήσει τὴν ζωὴν διήνυσας, Θεοδώρα παμμακάριστε, γέρας τῆς Ἄρτης καὶ διάδημα· διό σου τῇ σεπτῇ θήκῃ προσπίπτοντες, ἁγιασμὸν ἐκ ταύτης κομιζόμεθα, ὑμνοῦντες Χριστὸν τὸν σὲ δοξάσαντα.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις βασιλίδων ἡ καλλονή, χαίροις τῶν Ἀρταίων, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις δωρημάτων, ταμεῖον οὐρανίων, Ὁσία Θεοδώρα, ἀξιοθαύμαστε.
.
Ο ναός της αγίας Θεοδώρας στην Άρτα-βίντεο

.
επιμέλεια ανάρτησης:antexoume.wordpress.com/

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Οσία Αναστασία η πατρικία



site analysis



Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ του Μεγάλου, ο οποίος βασίλευσε από το 527 μέχρι το 565 μ.Χ., ζούσε στην Κωνσταντινούπολη μια γυναίκα, ονόματι Αναστασία, η οποία καταγόταν από ευγενείς και πλούσιους γονείς και διακρινόταν για τη βαθιά ευσέβειά της προς το Θεό. Η γυναίκα αυτή, που ήταν πρώτη πατρι­κία του Βασιλιά, είχε το φόβο του Θεού στην ψυχή της και πορευόταν σύμφωνα με τις εντολές Του. Είχε, επίσης, φυσική ανδρεία και πολλή πραότητα, ώστε όλοι χαίρονταν με τις αρετές της, και βέβαια ο ίδιος ο Βασιλιάς.
Πηγή:westernhumanities101.pbworks.com/
Πηγή:westernhumanities101.pbworks.com/
Επειδή δε ο σπορέας των ζιζανίων, ο διάβολος, έχει τη συνήθεια να φθονεί πάντοτε και να διαβάλλει το καλό και, ακόμη, δεν αφήνει να έχουν ανάπαυση και ησυχία οι ενάρετοι άνθρωποι, φθονήθηκε η γυναίκα αυτή, η Αναστασία, από τη Βασί­λισσα. Μόλις όμως η όντως φρόνιμη κατά Θεόν Οσία πληροφορήθηκε από κάποιον ότι τη φθονούσε η βασίλισσα Θεοδώρα, είπε στον εαυτό της: «Αναστασία, τώρα ακριβώς σου παρουσιάστηκε η κατάλ­ληλη ευκαιρία· σπεύσε και σώσε την ψυχή σου. Έτσι, και τη Βασίλισσα θα απαλλάξεις από τον υπερβολικό και παρά­λογο φθόνο της και τον εαυτό σου θα προετοιμάσεις για την ουράνια βασιλεία».
Ύστερα από τις σκέψεις της αυτές η Οσία μίσθωσε πλοίο και, αφού σύναξε και πήρε μαζί της ένα μέρος από τα πλούτη της, ενώ όλα τα άλλα τα εγκατέλειψε, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί, σε έναν τόπο ονομαζόμενο Πέμπτο, έχτισε Μοναστήρι, στο οποίο και ησύχαζε, υφαίνοντας ιερά υφάσματα και προσπαθώντας να είναι αρεστή στο Θεό. Στον τόπο δε εκείνον σώζεται μέχρι σήμερα το Μοναστήρι αυτό και επονομάζεται «Μοναστήρι της Πατρικίας».
Μετά από μερικά χρόνια όταν πέθανε, (το έτος 548), η βασίλισσα Θεοδώρα, ο Βασιλιάς θυμήθηκε την Αναστασία την πατρικία και έστειλε παντού ανθρώπους του, αναζητώντας την επιμόνως. Τούτο όμως το πληροφορήθηκε η αμνάς του Θεού και αμέσως έφυγε νύχτα από το Μοναστήρι της και πήγε στη Σκήτη του αββά Δανιήλ, στον οποίο και εξομολογήθηκε όλα όσα την αφορούσαν. Μετά την εξομολόγησή της ο μακαριστός Γέροντας την έντυσε με ανδρική ενδυμασία και την ονόμασε Αναστάσιο ευνούχο. Ακολούθως, αφού την έκλεισε σε ένα σπήλαιο, το οποίο βρισκόταν μα­κριά από τη Σκήτη του, της έθεσε κανόνα και της έδωσε εντολή να μην εξέλθει ποτέ από αυτό, ούτε να επιτρέψει σε άλλον την είσοδο σε καμιά περίπτωση. Διόρισε δε έναν αδελφό της Σκήτης να της πηγαίνει μια φορά την εβδομά­δα ένα σταμνί με νερό, να το αποθέτει έξω από το σπή­λαιο και, λαμβάνοντας την ευχή, να αποχωρεί.
Εκεί λοιπόν έμεινε κλεισμένη, χωρίς να βγει ποτέ, επί είκοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια η αδαμάντινη και ανδρεία εκείνη ψυχή, τηρούσα σχολαστικά τον κανόνα του Γέροντα. Ποιός άραγε νους ή γλώσσα έχει τη δύναμη να εννοήσει ή να διηγηθεί ή να παραδώσει γραπτώς τις κατά Θεόν αρετές που απέκτησε η Αναστασία στο διάστημα των είκοσι οχτώ ετών. Αρετές που καθημερινά τις εκδή­λωνε προς το Θεό. Ποιός μπορεί να εννοήσει πράγματι, και να περιγράψει τα δάκρυά της, τους στεναγμούς, τους οδυρμούς, τις αγρυπνίες, τις προσευχές, τις αναγνώσεις, τις ορθοστασίες, τις γονυκλισίες, τις νηστείες της. Προπάντων δε ποιός μπορεί να διηγηθεί τους πολέμους της και τις επαναστάσεις της κατά των δαιμόνων, ή τις ηδονικές απαι­τήσεις της σάρκας και τις πονηρές ενθυμήσεις, καθώς και όλα όσα θα ικανοποιούσαν αυτές; Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν εξήλθε καθόλου από το σπήλαιο επί είκοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια, γυναίκα συγκλητική, που είχε συνηθίσει στα βασιλικά ανάκτορα να συναναστρέφεται με πλήθος ανδρών και γυναικών, προκαλεί έκπληξη σε κάθε νου και διάνοια. Με τέτοιους, λοιπόν, αγώνες αγωνίστηκε η Ανα­στασία η πατρικία και, έτσι, έγινε δοχείο του Αγίου Πνεύ­ματος.
Η Οσία είχε την ευλογία να προαισθανθεί την προς τον Κύριο εκδημία της. Τότε έγραψε σε ένα όστρακο προς τον Γέροντα τα εξής: «Πάτερ τίμιε, πάρε μαζί σου σύντομα το μαθητή σου, που μου έφερνε το νερό, και τα κατάλληλα για την ταφή εργαλεία και έλα να κηδεύσεις Αναστάσιο τον ευνούχο». Μόλις έγραψε στο όστρακο τα λόγια αυτά, το απόθεσε έξω από τη θύρα του σπηλαίου. Ο δε Γέροντας, ο Δανιήλ, αφού πληροφορήθηκε το γεγο­νός αυτό διά νυκτερινής οπτασίας, είπε στο μαθητή του: «Τρέξε γρήγορα, αδελφέ, στο σπήλαιο που βρίσκεται ο αδελφός Αναστάσιος ο ευνούχος και ερεύνησε έξω από τη θύρα. Εκεί θα βρεις ένα όστρακο γραμμένο· πάρ’ το και φέρ’ το σ’ εμάς όσο μπορείς πιο γρήγορα». Ο μαθη­τής πήγε πολύ γρήγορα, πράγματι, και το έφερε. Μόλις δε ο Γέροντας το διάβασε, δάκρυσε και, αφού πήρε βιαστικά τον αδελφό και τα κατάλληλα για την ταφή εργαλεία, πήγε στο σπήλαιο. Αμέσως άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και βρήκε τον Αναστάσιο τον ευνούχο να έχει υψηλό πυρετό. Τον πλησίασε και, προσπεσών επί το στήθος του, του είπε: «Είσαι ευτυχής, αδελφέ Αναστάσιε, γιατί, φροντίζοντας πάντοτε για την ώρα αυτή, καταφρόνησες την επίγεια βασιλεία. Προσευχήσου λοιπόν στον Κύριο για εμάς». Είπε δε τότε η Οσία: «Εγώ μάλλον, πάτερ, έχω την ανάγκη πολλών προσευχών κατά την ώρα αυτή». Ο Γέροντας όμως της απάντησε: «Αν πέθαινα εγώ πριν από σένα, βε­βαιότατα θα έπρεπε να προσευχηθώ εγώ για εσένα». Τότε εκείνη ανασηκώθηκε λίγο στο ψάθινο στρώμα της, προσευ­χήθηκε και καταφίλησε την κεφαλή του Γέροντα. Ο Γέ­ροντας, στη συνέχεια, πήρε το μαθητή του από το χέρι και τον έριξε στα πόδια της λέγοντας: «Ευλόγησε τον μαθητή μου, το τέκνο σου». Η Οσία αμέσως ευλόγησε τον μαθητή με τα εξής λόγια: «Θεέ των Πατέρων μου, που παρίστασαι σε εμένα την ώρα αυτή, για να με χωρίσεις από το σώμα τούτο, Συ που γνωρίζεις τις οδοιπορίες του αδελφού αυτού προς και από το σπήλαιο, για το όνομά Σου και για τη δική μου ασθένεια και ταλαιπωρία, ανάπαυσε το πνεύμα των αγίων Πατέρων σ’ αυτόν, όπως ακριβώς ανέπαυσες και το πνεύμα του προφήτη Ηλία στον Ελισσαίο».
Έπειτα η Οσία έστρεψε το βλέμμα της προς τον Γέ­ροντα και του είπε: «Στο όνομα του Κυρίου, πάτερ, μη μου βγάλετε τα ενδύματα που φορώ και να μη μάθει κανείς τα σχετικά με εμένα». Έπειτα, αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, είπε: «Σταυρώστε με και προσευχηθείτε για εμένα». Εν συνεχεία, αφού κοίταξε προς την Ανατολή, έγινε το πρόσωπό της ολοφώτεινο, σαν να άναψε μπροστά του πυρσός και να το φώτισε. Ακολούθως έκαμε το ση­μείο του Σταυρού και είπε: «Κύριε, στα χέρια Σου παραδί­νω το πνεύμα μου». Και αφού είπε τα λόγια αυτά, παρέ­δωσε το πνεύμα της.
Μόλις έσκαψαν και άνοιξαν τάφο, μπροστά στο σπή­λαιο, ο Γέροντας έβγαλε το ένδυμά του και το έδωσε στο μαθητή του λέγοντας: «Φόρεσε, τέκνο μου, στον αδελφό, το ένδυμα αυτό πάνω από τα δικά του ενδύματα». Ενώ, λοιπόν, ο αδελφός φορούσε το ένδυμα του Γέροντα στη μακαριστή Οσία, φάνηκαν σ’ αυτόν οι μαστοί της σαν φύλλα καταξεραμένα. Αλλά περί αυτού δεν είπε τίποτε στο Γέροντα. Όταν όμως τελείωσε η κηδεία και ενώ επέστρεφαν στη Σκήτη, είπε ο μαθητής: «Γνώριζες, Πάτερ, ότι ο Αναστάσιος ο ευνούχος ήταν γυναίκα;». Ο δε Γέροντας του απάντησε: «Και βέβαια το γνώριζα, τέκνο μου. Για να μη γίνει όμως γνωστό το γεγονός αυτό παντού, την έντυσα με ανδρική ενδυμασία και της έδωσα το όνομα Αναστά­σιος ο ευνούχος, ώστε να μη δημιουργείται καμιά υποψία. Έτσι, αν και αυτή αναζητήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με πολλή επιμονή σε κάθε χώρα, και μάλιστα στα μέρη αυτά που εμείς ασκητεύουμε, διαφυλάχτηκε διά του τρόπου αυτού, με τη χάρη του Θεού, και αυτός δεν τη βρήκε». Ακολούθως ο Γέροντας διηγήθηκε στο μαθητή του, με κάθε λεπτομέρεια, το βίο της οσίας Αναστασίας της πατρικίας.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Με τους Αγίους μας –Μάρτιος, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 66-71)

Οσία Αναστασία η πατρικία (10 Μαρτίου)(Αγ.Νικοδήμου Αγιορείτη)


+ H Πατρικία πάντα λιπούσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία εν τω πόλω.
 Kατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστινιανού του μεγάλου εν έτει φλ΄ [530], εστάθη μία γυναίκα εις την Kωνσταντινούπολιν ευλαβής και φοβουμένη τον Θεόν, Aναστασία ονόματι, καταγομένη από γονείς πλουσίους και ευγενείς. Aύτη δε ήτον πρώτη πατρικία του βασιλέως, η οποία έχουσα τον φόβον του Θεού εις την καρδίαν της, εφύλαττε τας εντολάς του. Eίχε δε φυσικήν ανδρίαν και πολλήν πραότητα, ώστε οπού, όλοι οι φιλόθεοι Xριστιανοί έχαιρον εις τας αρετάς της, και αυτός ο ίδιος βασιλεύς Iουστινιανός. Eπειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς Διάβολος, συνειθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν, και δεν αφίνει να έχουν ανάπαυσιν, και ειρήνην οι την αρετήν μεταχειριζόμενοι, διά τούτο και η μακαρία αύτη Πατρικία, εφθονήθη από την βασίλισσαν διά τας αρετάς της. Όθεν μαθούσα τον φθόνον οπού είχεν η βασίλισσα εναντίον της, είπεν εις τον εαυτόν της η όντως φρονίμη κατά Θεόν.
Aναστασία, επειδή και τώρα ευρήκες εύλογον και αληθινήν αφορμήν, σώζουσα σώζε την εδικήν σου ψυχήν, και έτζι, την μεν βασίλισσαν, θέλεις ελευθερώσεις από τον άλογον φθόνον, εις δε τον εαυτόν σου, θέλεις προξενήσεις την βασιλείαν των Oυρανών. Aφ’ ου δε εσυλλογίσθη ταύτα η μακαρία, επίασε καράβι με ναύλον, και πέρνουσα μέρος τι από τον πλούτον και υπάρχοντά της, τα δε λοιπά αφήσασα, επήγεν εις την Aλεξάνδρειαν. Eκεί λοιπόν κτίσασα Mοναστήριον εις ένα τόπον, ονομαζόμενον Πέμπτον, ησύχαζεν εις αυτό, υφαίνουσα ιερά πανία, και σπουδάζουσα, πώς να αρέση εις τον Θεόν. Eις τον τόπον δε εκείνον έως του νυν ευρίσκεται το Mοναστήριον αυτής, επονομαζόμενον της Πατρικίας. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, απέθανεν η βασίλισσα. Tότε ενθυμήθη ο βασιλεύς την καλήν Πατρικίαν. Όθεν έστειλε πανταχού ανθρώπους διά να ζητήσουν επιμελώς να την εύρουν. Mαθούσα δε τούτο η αληθώς αμνάς του Θεού, αφήκε το Mοναστήριόν της, και διά νυκτός επήγεν εις την Σκήτιν προς τον Aββάν Δανιήλ, και εξωμολογήθη εις αυτόν άπασαν την εαυτής υπόθεσιν. O δε Όσιος ενδύσας αυτήν ανδρικά φορέματα, μετωνόμασεν Aναστάσιον. Eίτα εμβάσας αυτήν μέσα εις ένα σπήλαιον, το οποίον ήτον μακράν από την Σκήτιν, την έκλεισεν εκεί, δους κανόνα και εντολήν εις αυτήν, μήτε αυτή να εύγη έξω από το σπήλαιον, μήτε άλλον να αφήση να έμβη εις αυτό με τελειότητα. Eδιώρισε δε και ένα αδελφόν να της πηγαίνη ένα σταμνί νερόν, το οποίον να βάλλη έξω του σπηλαίου, και λαμβάνων ευχήν να αναχωρή.
Έμενε λοιπόν εκεί κεκλεισμένη η όντως αδαμαντίνη και ανδρεία ψυχή, χωρίς να εύγη έξωθεν, χρόνους ολοκλήρους εικοσιοκτώ, φυλάττουσα απαρασάλευτα τον κανόνα του γέροντος. Όθεν ποίος νους δύναται να εννοήση, ή ποία γλώσσα ημπορεί να ειπή τας αρετάς, οπού εκατόρθωσεν η αοίδιμος, εις το διάστημα εκείνο των εικοσιοκτώ χρόνων; ή ποίον χέρι δύναται να περιγράψη τα δάκρυα, οπού καθ’ εκάστην ημέραν επρόσφερεν η τρισολβία, ωσάν θυσίαν εις τον Kύριον; ή τους αναστεναγμούς εκείνης και οδυρμούς; ή τας αγρυπνίας και ψαλμωδίας; ή τας προσευχάς και αναγνώσεις; ή το στάσιμον και τας γονυκλισίας; ή τας χαμευνίας και τας νηστείας; και προτύτερα από αυτά, τίς δύναται να παραστήση τους πολέμους των δαιμόνων και τας επαναστάσεις, οπού εκεί εδοκίμασεν η μακαρία; ή τας πονηράς ενθυμήσεις των σαρκικών ηδονών, και τα τούτοις όμοια; Tο δε να ήναι έγκλειστος και παντάπασιν ανεύγαλτος εις όλας τας ημέρας των εικοσιοκτώ χρόνων, μία γυναίκα συγκλητική, οπού ήτον αναθρεμμένη εις τα βασίλεια, και συνειθισμένη να συναναστρέφεται πάντοτε με πλήθος ανδρών και γυναικών, τούτο αληθώς, τούτο εκπλήττει κάθε νουν και διάνοιαν. Mε τούτους λοιπόν και τους τοιούτους αγώνας αγωνισαμένη, έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Aγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Kύριον αυτής εκδημίαν, έγραψεν επάνω εις κεραμίδι προς τον γέροντα Δανιήλ, λέγουσα. Έπαρε μαζί σου τον αδελφόν, οπού μοι έφερνε το νερόν, και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια διά να κατασκευασθή τάφος, και ελθέ ογλίγωρα διά να ενταφιάσης το τέκνον σου, Aναστάσιον τον ευνούχον. Tαύτα γράψασα, έβαλεν έξω της πόρτας του σπηλαίου. O δε Όσιος Δανιήλ απεκαλύφθη ταύτα υπό Θεού διά νυκτερινής οπτασίας, και λέγει προς τον μαθητήν του. Σπούδασον αδελφέ, να υπάγης εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Aναστάσιος ο ευνούχος, και προσέχωντας έξω του σπηλαίου του, θέλεις ευρήσεις κεραμίδι γεγραμμένον, το οποίον πέρνωντας, με πολλήν σπουδήν και ογλιγωρότητα γύρισον προς ημάς. Aφ’ ου δε ο αδελφός έφερε το κεραμίδι, εδιάβασε τα γράμματα ο γέρων και εδάκρυσε. Eίτα πέρνωντας τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία, επήγεν ογλίγωρα. Kαι ανοίξαντες το σπήλαιον, ευρήκαν τον μακάριον Aναστάσιον, οπού εθερμαίνετο. Προσπεσών δε εις αυτόν ο γέρων, έκλαυσε λέγων. Mακάριος είσαι, αδελφέ Aναστάσιε, διατί φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Eύξαι λοιπόν διά λόγου μας προς τον Kύριον. O δε Aναστάσιος, εγώ πάτερ, είπεν, εγώ περισσότερον έχω χρείαν πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη. O γέρων απεκρίθη. Aν εγώ ήθελα αποθάνω προτίτερα, βέβαια έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν διά λόγου σου. Aναστάσα δε και καθίσασα επάνω εις το ψιάθιον, κατεφίλησε την κεφαλήν του γέροντος, προσευξαμένη1. Kαι λαβών ο γέρων τον μαθητήν του, έρριψεν εις τους πόδας αυτής λέγων. Eυλόγησον το τέκνον σου τον μαθητήν μου. H δε Aγία καταφιλήσασα αυτόν είπε. Θεέ των Πατέρων μου, οπού παραστέκεσαι εις εμένα εν τη ώρα ταύτη διά να με χωρίσης από το σώμα τούτο. Συ Kύριε, οπού ηξεύρεις όλα τα διαβήματα και τους δρόμους, οπού έκαμεν ο αδελφός ούτος, πηγαίνωντας και ερχόμενος εις το σπήλαιον τούτο διά το όνομά σου, και διά την εδικήν μου ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, συ ανάπαυσον το πνεύμα των Aγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Hλιού εις τον Eλισσαίον. Έπειτα γυρίσας προς τον γέροντα λέγει. Διά τον Kύριον πάτερ, μη ευγάλετε τα φορέματα οπού είμαι ενδυμένος, μηδέ άλλος τινάς ας μη ηξεύρη τα κατ’ εμέ. Kοινωνήσασα δε των θείων Mυστηρίων, λέγει. Δότε μοι την εν Xριστώ αγάπην, και εύξασθε διά λόγου μου. Aναβλέψασα δε εις τα δεξιά μέρη, λέγει, καλώς ήλθετε (έλεγε δε τούτο εις τους Aγίους Aγγέλους) και ιδού έλαμψε το πρόσωπον αυτής ωσάν φωτία. Eίτα ποιήσασα το σημείον του τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε· «Kύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Kαι τούτο ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Έκλαυσε δε ο γέρων και ο μαθητής του, και έσκαψαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Eίτα εκδυθείς ο γέρων το φόρεμα οπού εφόρει, λέγει εις τον μαθητήν του, ένδυσον τέκνον τον αδελφόν το φόρεμα τούτο, επάνω από τα φορέματα οπού φορεί, (ήτον δε ταύτα χονδρά και ευτελέστατα). Όταν δε ένδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν τα βυζία της, ωσάν φύλλα κατεξηραμμένα, πλην δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον γέροντα. Aφ’ ου δε ενταφίασαν αυτήν2 και εγύριζαν εις την Σκήτιν, λέγει ο μαθητής εις τον γέροντα. Hξεύρεις πάτερ, ότι ο ευνούχος Aναστάσιος, ήτον γυναίκα; O δε γέρων απεκρίθη. Tο ηξεύρω και εγώ τέκνον, αλλά διά να μη φανερωθή το πράγμα πανταχού, τούτου χάριν ένδυσα αυτήν με ανδρικήν στολήν, και Aναστάσιον αυτήν ωνόμασα, διά το ανύποπτον. Πολλή γαρ ζήτησις έγινε δι’ αυτήν από τον βασιλέα Iουστινιανόν, εις κάθε πόλιν και χώραν, και μάλιστα εις τα μέρη ταύτα, αλλ’ ιδού οπού εφυλάχθη από λόγου μας αφανής με την χάριν του Θεού. Kαι τότε άρχισεν ο γέρων και εδιηγήθη λεπτομερώς όλον τον βίον της.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Eις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφονται και τα λόγια ταύτα, άπερ είπε προς αυτόν η Oσία· «O Θεός ο οδηγήσας με εν τω τόπω τούτω, αυτός πληρώσαι μετά του γήρως σου ως μετά Aβραάμ. Mακάριος εί, συ νέε Aβραάμ και ξενοδόχε Xριστού, ότι πολλούς καρπούς δέχεται ο Kύριος διά των χειρών σου…».

2. Eις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφονται και ταύτα, ήγουν ότι αφ’ ου ενταφίασαν αυτήν, είπεν ο γέρων εις τον μαθητήν του, ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν, και ας ποιήσωμεν αγάπην επάνω του γέροντος. Kαι κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια, και ολίγα βρεκτά όσπρια, και έφαγον. Kαι πέρνοντες την σειράν και το ζιμπύλιον οπού ειργάζετο, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τω Θεώ.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
http://fdathanasiou.wordpress.com/2011/03/10/

ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ( Ἐπιμέλεια Ἐμμ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ )



site analysis



         Εἰς τό ἐκδοθέν Βιβλίον μέ τίτλο « ΒΙΟΙ -ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ » ὁ ἐπιμεληθείς ταύτην κ. Ἐμμανουήλ Βαρβούνης, Ἀναπληρωτής Καθηγητής τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Ἄρχων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, Γραμματεύς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου τὴς Ἑνορίας ἡμῶν κατέγραψε πέντε συναξάρια πού περιλαμβάνονται σέ διάφορα συναξάρια καί περιγράφουν τόν βίο τῆς ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ τῆς Πατρικίας. Ἀκολούθως  παρουσιάζουμε ἐκ τοῦ ὡς ἄνω βιβλίου:
1.        Τό εἰσαγωγικόν σημείωμα τοῦ κ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ, τό ὁποῖον μεταφρασθέν καί εἰς τά Γερμανικά ἐδημοσιεύθη εἰς τό  CHURCH STUDIES ἡ ταύτισις  τοῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας μέ αὐτό τῆς Ἁγίας Πατρικίας, πού φυλάσσεται στόν Ἱερό Καθολικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ἁρμενίου στήν Νάπολη τῆς Ἱταλίας, καί
2.        Τόν Βίο τῆς Ἁγίας, δημοσιευθέντα στόν Νέο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Ἱερομόναχο Μακάριο Σιμωνοπετρίτη.  

 1.    ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ  
 Ὁσία Ἀναστασία ἡ Πατρικία ἀποτελεῖ μεγάλη μορφή τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. )[1]. Γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Πατρικία ἡ ἴδια στήν αὐτοκρατορική αὐλή[2], ἔφυγε ἀπό τήν Πόλη λόγῳ τοῦ φθόνου τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἵδρυσε μονή κοντά στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν γυναικεία μονή τῆς Πατρικίας, καί, γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ Ἰουστιανιανοῦ, ἀποσύρθηκε στήν αἰγυπτιακή ἔρημο.
Προσέφυγε στόν ἀββά Δανιήλ τόν Σκητιώτη[3], ὁ ὁποῖος τήν ἔντυσε μέ ἀνδρικά μοναχικά ἐνδύματα καί τῆς ὅρισε νά ἐγκαταβιώσει μέσα σέ σπήλαιο, ὡς εὐνοῦχος Ἀναστάσιος. Ἐκεῖ, ἔγκλειστη, παρέμεινε ἡ ὁσία Ἀναστασία μέ προσευχή, μετάνοια καί νηστεία ὥς τήν κοίμησή της. Τό πραγματικό της φύλο ἀποκαλύφθηκε μετά τόν θάνατό της, ὅταν τό σκήνωμά της προετοιμαζόταν, ἀπό ὑποτακτικούς τοῦ ἀββά Δανιήλ, γιά τήν κηδεία καί τήν ταφή της. 
Αὐτά γράφουν τά ἁγιολογικά κείμενα πού δημοσιεύονται στήν συνέχεια. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ μεγάλη διάδοση τῶν κειμένων αὐτῶν σέ βυζαντινά χειρόγραφα, ἀλλά καί ἡ ἀναφορά τοῦ συναξαρίου τῆς ἁγίας στό Συναξάριο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως[4] ὑποδηλώνουν διάδοση καί ἑδραίωση τῆς τιμῆς τῆς ἁγίας κατά τήν βυζαντινή περίοδο.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ πιθανή σχέση τῆς ὁσίας Ἀναστασίας μέ τήν ἁγία Πατρικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς ὁποίας τά λείψανα φυλάγονται καί τιμῶνται ἰδιαιτέρως στήν Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Τό συναξάρι τῆς ἁγίας, πού ἑορτάζεται στίς 25 Αὐγούστου, παραθέτει συνοπτικά ὁ Antonio Borreli[5], ἀπό τό κείμενο τοῦ ὁποίου δημοσιεύεται στή συνέχεια σέ ἑλληνική μετάφραση[6]:
        « Ἡ ἁγία Πατρικία, καταγομένη ἀπό τόν μεγάλο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἔλαβε αὐλική παιδεία ἀπό τήν τροφό Ἀγλαΐα καί ἔδωσε ὄρκους ἀγνείας σέ νεαρή ἡλικία. Γιά νά μείνει μάλιστα πιστή ἔφυγε ἀπό τήν πόλη ἐπειδή ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος Β’ ( 668 – 685 μ.Χ. ), συγγενής της, τῆς εἶχε προτείνει γάμο. Ἐκείνη ἔφτασε στή Ρώμη μαζί μέ τήν Ἀγλαΐα καί μέ ἄλλες θεραπαινίδες καί κοντά στόν Πάπα Liberio ἔλαβε τό μοναχικό πέπλο. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας της, ἡ Πατρικία γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη καί παραιτουμένη ἀπό κάθε ἀπαίτηση γιά τήν αὐτοκρατορική κορώνα, μοίρασε τήν περιουσία της στούς φτωχούς καί πῆγε γιά προσκύνηση στήν Ἁγία Γῆ. Μά μιά φοβερή καταιγίδα τήν ἔκανε νά ναυαγήσει στίς ἀκτές τῆς Νάπολης καί ἀκριβῶς στήν νησίδα  Μεγαρίδα ( Φρούριο τοῦ Αὐγοῦ, Castel dell’ Ovo ) ἐκεῖ ἦταν μιά μικρή ἔρημος, ὅπου δυστυχῶς μετά ἀπό μιά ἀσθένεια πέθανε. Ἡ νεκρώσιμος τελετή, κατόπιν οὐράνιας ἀποκάλυψης στήν τροφό Ἀγλαΐα, ἔγινε μέ τρόπο ἐπίσημο, μέ τή συμμετοχή τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ δούκα τῆς πόλης καί μεγάλου πλήθους. Τό κάρο τό ἔσερναν δύο ταῦροι χωρίς καθοδήγηση σταματᾶ μπροστά στό μοναστήρι τῆς  Caponapoli τῶν βασιλειανῶν πατέρων, πού ἦταν ἀφιερωμένο στούς ἁγίους Νίκανδρο καί Μαρκιανό, τό ὁποῖο ἡ Πατρικία σέ ἕνα σταθμό της στή Νάπολη, σέ προηγούμενο ταξίδι στή Ρώμη, εἶχε ὑποδείξει ὡς τόπο πού θά ἀναπαυόταν τό σῶμα της. Ἐκεῖ παρέμεινε τό λείψανο μέ τίς συναδελφές πού τήν εἶχαν ἀκολουθήσει καί ἀπό αὐτήν θά καλούνταν στό μέλλον, πατρικιανές, δηλαδή οἱ ἀδελφές τῆς Ἁγίας Πατρικίας. Τό μοναστήρι, ὅταν μετακινήθηκαν ἀπό ἐκεῖ οἱ βασιλειανοί μοναχοί σέ ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ, διατηρήθηκε ἀπό τίς ἀδελφές, πού ἀκολούθησαν τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, καί γιά αἰῶνες εἶχε μιά λαμπρή παρουσία. Ἐξαιτίας ἱστορικῶν καί πολιτικῶν γεγονότων τό 1864 τά λείψανα μεταφέρθηκαν στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τῶν Ἀρμενίων. Περιτυλιγμένα μέ κερί διατηροῦνται σέ μιά λήκυθο ἀπό ἀσήμι καί χρυσό καί διακοσμημένη μέ πολύτιμα πετράδια, στό παρεκκλήσι πού βρίσκεται δίπλα στή μνημειακή ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Πολύς κόσμος ἔτρεχε πάντα νά τήν λατρεύσει, ἔκπληκτος γιά τό θαῦμα τῆς ἀνάβλυσης τοῦ αἴματος καί τοῦ μύρου ( manna ). Τό μύρο ἀνέβλυζε ὅπως στούς ἄλλους τάφους τῶν ἁγίων, ἀπό τό μνῆμα. Ἡ μεγάλη ποσότητα βγῆκε μία χρονιά στίς 13 Σεπτεμβρίου ἀνάμεσα στά ἔτη 1190 καί 1214. Τό αἴμα ἀντιθέτως ἀνέβλυσε θαυμαστά ἀπό ἕνα φατνίο δοντιοῦ πού ἕνας ρωμαῖος ἱππότης, ἀπό ὑπερβολική λατρεία πρός τήν ἁγία, εἶχε ξεριζώσει ἀπό τό σῶμα της, κάποιους αιῶνες μετά τό θάνατό της. Τό δόντι καί τό αἴμα διατηροῦνται σέ μία λειψανοθήκη μεγάλης ἀξίας. Στούς αἰῶνες πού πέρασαν ἡ ἀνάβλυση τοῦ αἴματος γινόταν μέ μέτρο καί σέ διαφορετικούς χρόνους. Σήμερα, μετά ἀπό προσευχή, ἀναβλύζει πλούσιο στά τοιχώματα τῆς φιάλης. Τοῦτο τό θαῦμα εἶναι λιγότερο γνωστό ἀπό τό ἄλλο πού συμβαίνει ἐπίσης στή Νάπολη, ἐκεῖνο δηλαδή τοῦ ἁγίου Ἰανουαρίου ( Σάν Τζενάρο ), κύριου προστάτη τῆς πόλης. Ἡ ἁγία Πατρικία εἶναι ἡ συν-προστάτης τῆς Νάπολης. Ἡ γιορτή της εἶναι στίς 25 Αὐγούστου ». Τό συναξάρι τοποθετεῖ τή νεότητα τῆς ἁγίας στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου, οἱ χρονολογίες ὅμως 668 – 685, συμπίπτουν μέ τήν βασιλεία τοῦ Κωνσταντίνου Δ’ τοῦ Πογωνάτου[7], καί ὄχι μέ τά χρόνια πού βασίλευε ὁ Κωνστάντιος ( 337 – 361 μ.Χ. )[8]. Ἐρχόμαστε λοιπόν πιό κοντά στόν Ἰουστινιανό, παρά στόν Μ. Κωνσταντῖνο, συγγενής τοῦ ὁποίου θεωρεῖται ἡ ἁγία Πατρικία.
Κατά τά λοιπά, τά δύο συναξάρια παρουσιάζουν πολλές καί ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες: εὐγενής καί ἀριστοκρατική καταγωγήἀναχώρηση ἀπό τήν Πόλη γιά νά ἀποφευχθοῦν προτάσεις γάμου τοῦ αὐτοκράτορα ἤ ζήλεια τῆς αὐτοκράτειρας, μοναστική ζωή, διαβίωση στήν ἔρημο. Παραλλήλως, τό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας ἀναφέρεται σέ περιγραφές πού προδίδουν κάποια σύγχυση: ἐνῶ ἡ ἁγία πηγαίνει πρός τούς ἁγίους τόπους ναυαγεῖ στήν ἀντίθετη κατεύθυνση, στή Νάπολη. Ἄν καί δέν ἀναφέρεται ρητῶς, ἡ ἁγία θεωρεῖται ἱδρύτρια μονῆς καί γυναικείου μοναστικοῦ τάγματος. Τό λείψανό της ἀνακαλύπτεται καί κηδεύεται μέ θαυματουργικό τρόπο. Τέλος, στό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας εἶναι ἐνσωματωμένα, προφανῶς ἐκ τῶν ὑστέρων, πολλά μυθικά ἁγιολογικά μοτίβα, πού ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν λεγομένων « ἁγιολογικῶν μύθων »[9]: οὐράνιες ἀποκαλύψεις πού φανερώνουν τήν θεία θέληση, ζῶα πού μέ θεϊκή καθοδήγηση ὑποδεικνύουν τόν τόπο ὅπου θά ἀναπαυθοῦν τά λείψανα τῆς ἁγίας[10], ἀνάβλυση αἴματος καί μύρου ἀπό ἅγια λείψανα, ὡς ἀπόδειξη τῆς ζωντανῆς παρουσίας τῆς ἁγίας[11], θαυμαστά συμβάντα πού συνοδεύουν τήν ἀποκοπή τμήματος τοῦ λειψάνου, μετά ἀπό αὐθαίρετη, ἀλλά εὐλαβῶν προθέσεων, πρωτοβουλία κάποιου πιστοῦ[12].
Πιθανότατα τά λείψανα τῆς ἁγίας βρέθηκαν στή Νάπολη, ἴσως κατά τήν λεηλασία ἁγίων λειψάνων καί τήν μεταφορά τους στήν Δύση, μετά τήν Δ’ Σταυροφορία, καί ἐκεῖ, χωρίς γνώση τῶν ἀκριβῶν περιστατικῶν ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας, ἀπό τό ὁποῖο εἶχε διατηρηθεῖ στή μνήμη τῶν ἁρπαγῶν μόνο ὁ τίτλος τῆς ( Πατρικία: Patrizia di Constantinopoli ), μέ βάση προφορικές καί ἀσαφεῖς ἐνδείξεις, πλάστηκε ὁ νόθος αὐτός « βίος ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε τήν ἁγία Πατρικία δέν τήν περιλαμβάνει, στό ἁγιολόγιό του, οὔτε ὁ FrHalkin, ὁ περίφημος Βολλανδιστής ἁγιολόγος, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἀναφέρεται ἐκτενῶς στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία[13].
             Ἄρα ἡ ἁγία Πατρικία τῆς Νάπολης εἶναι μᾶλλον ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Πατρικία, παραποιημένη ἱστορικά καί ἁγιολογικά μέ μία διαδικασία συμφυρμῶν, πού εἶναι μᾶλλον συνήθης στήν ἁγιολογία μας. Τά ἱερά λείψανα τῆς Νάπολης πιθανότατα ἀνήκουν στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία, καί εὐχῆς ἔργον θά ἦταν τμῆμα τους νά ἐπαναπατρισθεῖ ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μάλιστα στόν ἐνοριακό ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Πατρικίας, στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου.              Τέλος εἶναι ἄξιο μνημόνευσης ὅτι ἡ ἁγία Ἀναστασία συνδέει τούς δύο πρώτους θρόνους τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τό πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν δευτερόθρονο ἀποστολική καθέδρα τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἀφοῦ γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά μόνασε, ἀσκήτευσε καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στήν Αἴγυπτο. Ἀνήκει, λοιπόν, τόσο στό κωνσταντινουπολίτικο ὅσο καί στό αἰγυπτιακό ἁγιολόγιο, καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἰδιαίτερης σημασίας τό γεγονός ὅτι ὁ ἐνοριακός της ναός βρίσκεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου, πού ἔχει πνευματικές σχέσεις μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο, διά τοῦ μητροπολίτου της κ. Χρυσοστόμου, ἀποφοίτου τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, καί μέ τήν τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησία, μέσῳ μιᾶς σειρᾶς κληρικῶν της πού ὑπηρετοῦν, ἀκόμη καί ὡς ἐπίσκοποι πλέον, στίς ἐπαρχίες τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.

 Ἁγία Ἀναστασία ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί βασιλείας Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. ). Καταγόταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια εὐγενῶν καί ὁ αὐτοκράτορας τήν τιμοῦσε ὡς πρώτη πατρικία τοῦ παλατιοῦ. Μήν δίνοντας, ὡστόσο, σημασία στήν ἐπίγεια δόξα, φύλαγε ἡ μακαρία στήν καρδία της τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί φρόντιζε μέ ζῆλο νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Ὁ δαίμονας ὅμως, ἄσπονδος ἐχθρός ὅσων ἐπιθυμοῦν τόν ἐνάρετο βίο, παίρνοντας ἀφορμή τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα πρός αὐτήν ἔσπειρε αἰσθήματα ζηλοφθονίας στήν ψυχή τῆς αὐτοκράτειρας. Ὅταν ἡ Ἀναστασία πληροφορήθηκε ὅτι ὑπήρξε αἰτία σκανδάλου, ἐκμεταλλευομένη τό γεγονός ἀποχώρησε ἀπό τήν αὐλή λέγοντας: « Σώζου, ψυχή μου, ὥστε νά λυτρωθεῖ ἡ αὐτοκράτειρα ἀπό τήν παράλογη ζήλεια, ἐσύ δέ νά ἐτοιμαστεῖς γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ». Κράτησε μικρό μέρος τῆς περιουσίας της, μοίρασε τά ὑπόλοιπα στούς πτωχούς καί ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, κοντά στήν πόλη ἵδρυσε γυναικεία μονή, σέ τόπο ὀνομαζόμενο Πέμπτον, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε Μονή τῆς Πατρικίας.
          Μερικά χρόνια ἀργότερα, ἀφ’ ὅτου ἐκοιμήθη ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ( 548 μ.Χ. ), ὁ αὐτοκράτορας ἀναζήτησε παντοῦ τήν ὄμορφη καί ἐνάρετη Ἀναστασία γιά νά τήν παντρευτεῖ. Μόλις ἐκείνη τό πληροφορήθηκε ἐγκατέλειψε τήν μονή καί μετέβη νύκτα στήν Σκήτη, στόν ἀββᾶ Δανιήλ, γιά νά τοῦ ἐκθέσει τό πρόβλημα. Ὁ Γέροντας τήν ἔντυσε τότε μέ ἀντρικά ἐνδύματα, τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἀναστάσιος καί τήν ἐγκατέστησε σέ σπήλαιο μακριά ἀπό τήν Σκήτη, βάζοντάς της κανόνα κανόνα νά ζήσει ἐκεῖ μέ νηστεία καί προσευχή χωρίς οὔτε νά ἐξέλθει οὔτε νά δεχθεῖ κανένα. Μία φορά τήν ἑβδομάδα ἕνας μαθητής του πήγαινε καί τῆς ἄφηνε μιά στάμνα νερό στήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου καί ἀποσυρόταν σιωπηλά μέ μιά μετάνοια.
           πί εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα ἔτη ἔζησε μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ γενναία καί ἀνδρεία ψυχή, τηρώντας μέ ἀκρίβεια τόν κανόνα τοῦ Γέροντα. Ὑπερνικώντας τήν φυσική ἀδυναμία καί τούς μαλθακούς τρόπους τῆς αὐλῆς ἀγωνιζόταν νυχθημερόν κατά τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ ὕπνου καί προπαντός κατά τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων πού τῆς ὑπέβαλλαν νά ἀφήσει τήν ἡσυχία. Ἔγινε ἔτσι μέ τήν προσκαρτερία της σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἰδοποιημένη γιά τήν ἐπικείμενη ἐκδημία της ἔγραψε πάνω σέ κεραμίδι στόν ἀββᾶ Δανιήλ νά φέρει τά σύνεργα γιά τόν ἐνταφιασμό της. Ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος εἰδοποιήθηκε μές στή νύκτα μέ θεῖο ὅραμα, ἔστειλε τόν ὑποτακτικό του στήν σπηλιά. Μόλις διάβασε τό μήνυμά της ἔσπευσε νά παραυρεθεῖ στίς τελευταῖες στιγμές της καί ἔπεσε στά πόδια της ζητώντας της νά μεσιτεύσει παρά Κυρίου γιά τόν ἴδιο καί τούς μαθητές του. Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ ἁγία χαιρέτησε τούς ἀγγέλους πού παρουσιάστηκαν στό πλευρό της καί μέ τό πρόσωπο ὁλόφωτο παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο. Ἐπιστρέφοντας στήν Σκήτη ὁ ἀββᾶς Δανιήλ ἀποκάλυψε στούς μαθητές του ὅτι ὁ εὐνοῦχος Ἀναστάσιος ἦταν ἡ ξακουστή πατρικία, πού ἀναζητοῦσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανός γιά νά τήν νυμφευθεῖ. 
  
           ( Ἱερομονάχου Μακάριου Σιμωνοπετρίτη, Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου ἑκκλησίας. Διασκευή ἐκ τοῦ γαλλικοῦ:Σωτήρης Γουνελᾶς 7, Μάρτιος. Ἁθῆναι 2006, ἐκδ. Ἴνδικτος, σ. 103 – 105 )

[1] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 1. 324-610. Ἀθήνα 1984, σ. 250-260
[2]  Γιά τό ἀξίωμα καί τή σημασία του βλ. L.Petit, “ Vie dw saint Michael Maleinow “ Revue de l’ Orient Chrétien 7 (1902 ) σ.556. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Νεότερος Ἑλληνισμός. Συμβολή στήν ἔρευνα 2. Ἀθήνα 2006, σ.43.
[3]  Fr. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca 3. Bruxelles 1957, σ.σ20-21, ὅπου καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.
[4] H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiai Constantinopolitanae, Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembriw, Bruxellis 1902, στ. 523-528.[5] Ἀπό τήν ἰστοσελίδα Santiebeati,it/dettaglio. Τό κείμενο καταχωρήθηκε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2001.
[6] Ἡ μετάφραση ἀπό τήν κα Παν. Τζιβάρα, Λέκτορα τοῦ Τμήματος Ἱστορίας καί Ἐθνολογίας, τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, τήν ὁποία εὐχαριστῶ θερμά καί ἀπό τή θέση αὐτή.
[7] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 2 : 1. 610 - 867.  Ἀθήνα 1984,   σ. 63 – 69 ,71, 81, ὅπου οἱ σχετικές πηγές.
[8] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 1...ὅ.π.., σ. 145 -147. Κ. Βαρζός, Οἱ αὐτοκρατόρισσες τοῦ Βυζαντίου 1. Ἀθῆναι 1965, σ. 145 – 166.
[9] ΠρβλH.Delehaye, Les léhagiographiques. Bruxelles 1927, μέ παραδείγματα.
[10]  ΒλD.S.Loukatos,  Le motif de la chêvre decouvrant des lieux sacrés en Grèce “, Festschrift Matthias Zender. Born 1972. σ.465 -469.
[11] ΒλConst. Tischendorf, Apocalypses apocryphae, Lipsiae 1866, σ. 110 -111.[12] Βλ. Ἔρα Βρανούση, Τά Ἁγιολογικά κείμενα τοῦ ὁσίου Χριστοδούλου, ἱδρυτοῦ τῆς ἐν Πάτμῳ μονῆς. Ἁθῆναι 1966, σ. 77 κ. ἑξ., 156 κ. ἑξ.
[13] Βίοι τῆς ἁγίας Πατρικίας τῆς Νάπολης σώζονται στά λατινικά, βλ. BibliothecaHagiographica Latina 1-2. Bruxellis 1898 -1901. ἀρ. 6483 -6491, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τά ἐπεισόδια πού μνημονεύονται παραπάνω. Σχετικές πληροφορίες μοῦ ἔστειλε, σέ ἐπιστολή του, ὁ  κ. Xavier Lequeux, ἀπό τό Τάγμα τῶν Βολλανδιστῶν ( 20 Ἰουλίου 2007 ), τόν ὁποῖον καί ἀπό ἐδῶ θερμά εὐχαριστῶ γιά τήν πρόθυμη βοήθεια.

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

ΗΣΥΧΑΣΤΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΑ. «ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΕΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, ΝΑ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΥΝ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ



site analysis


Οι ησυχαστές είναι καλόγεροι-ερημίτες που δε έχουν ένα μόνιμο τόπο διαμονής. Στις γιορτές πηγαίνουν σ’ ένα οποιοδήποτε μοναστήρι και παίρνοντας από εκεί λίγο φαγητό, συνεχίζουν παραπέρα την ερημική ζωή τους, αγωνιζόμενοι για τη σωτηρία τους μ’ έναν άγνωστο στους άλλους τρόπο.
Στο μοναστήρι της Όπτινα ζούσε μια μοναχή σχεδόν ενενήντα ετών. Το όνομά της ήταν Βαρσανουφία και περιπλανιόταν μ’ ένα ραβδί στο χέρι από το ένα μοναστήρι ατό άλλο. Όλη της η περιουσία ήταν δύο δισάκια που κουβαλούσε μαζί της. Στο ένα δισάκι είχε λίγα ξεροκόμματα ψωμί ενώ τα υπόλοιπα ήταν χαρτιά μνημόνευσης, τα περισσότερα παλιά και φαγωμένα. Η προσκυνήτρια ερχόταν στην Όπτινα συνήθως το βράδυ και χτυπούσε με το ραβδί στο παράθυρο: «Αφήστε με να διανυκτερεύσω»!
Άλλοι την άφηναν και άλλοι όχι, γνωρίζοντας τη συνήθεια της μοναχής να μην κοιμάται το βράδυ, προσευχόμενη γονατιστή όλη νύχτα. Και δεν θα πείραζε αν μόνο αυτή δεν κοιμόνταν. Κατά τα μεσάνυχτα όμως τους ξύπναγε όλους: «Γιατί κοιμάσαι, υπναρά; Σκέψου την Τελική Κρίση και σήκω να προσευχηθείς!» Επέμενε τόσο πολύ να σηκωθούν, που πολλές φορές το ξημέρωμα την έβρισκε στο στάβλο ή σε καμιά αποθήκη, μαζί με τα πολύτιμα πράγματά της. Εκτιμούσε πολύ τα δισάκια της, αντίθετα, τα ζεστά ρούχα που της έδιναν τα χάριζε ή τα παρατούσε. Η μοναχή Βαρσανουφία ήταν παρθένος και είχε καρεί μοναχή από πολύ νεαρή. Κανείς δεν ήξερε γιατί περιπλανιόταν, όχι πάντως επειδή δεν είχε κάπου να μείνει.
Παλαιότερα ερχόταν σπάνια στην Όπτινα και μόνο στα βαθιά γεράματα εγκαταστάθηκε εκεί. Τα χρόνια είχαν αρχίσει να την βαραίνουν και οι περιπλανήσεις είχαν μειωθεί, ενώ στις ακολουθίες καθόταν σ’ ένα στασίδι. Βασικά δεν καθόταν μόνο στις ακολουθίες αλλά ερχόταν στον ναό από τις πέντε το πρωί. Έβγαζε τα χαρτάκια της από το δισάκι της και όλη την ημέρα καθόταν εκεί προσευχόμενη και μνημονεύοντας ονόματα. Δεν πήγαινε στην τράπεζα της μονής για να φάει αφού το φαγητό δεν την ενδιέφερε. Εάν την σέρβιρες κάτι ψευτομασουλούσε, αλλιώς έβγαζε ένα ξεροκόμματο από το δισάκι της, δάγκανε λίγο και το υπόλοιπο το ξαναφύλαγε με μεγάλη προσοχή.
Η μοναχή Βαρσανουφία ζούσε καλογερικά, προσεύχονταν πάνω από τα χαρτάκια της, αλλά ήταν εκτός του κόσμου χωρίς να προσέχει κανέναν. Σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ακολουθίας όμως, έκρυβε τα χαρτάκια της, πήγαινε στις εικόνες, άναβε κεριά και αν εμφανίζονταν τίποτα φασαριόζοι προσκυνητές τους έσπρωχνε με το ραβδί της λέγοντας:
– Θού, Κύριε, φυλακήν τώ στόματί μου!
Κάποιος άλλος ένιωθε το χτύπημα του ραβδιού της στην πλάτη του και ξανά βροντούσε η φωνή της, αποκαλύπτοντας την ανομία:
— Αίσχυνθήτωσαν οί άνομούντες διακενής!
Οι ταπεινοί ταπεινώνονταν σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σοφοί σώπαιναν σεβόμενοι τα γηρατειά, οι οξύθυμοι όμως θύμωναν τόσο πολύ, ώστε κάποια στιγμή ο φύλακας της εκκλησίας της έσπασε το ραβδί. Η αλήθεια είναι πως ο φύλακας μετανόησε και της χάρισε ένα νέο ραβδί κι έπειτα έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Στην Όπτινα λοιπόν υπήρχαν άνθρωποι που την τιμούσαν σαν άνθρωπο του Θεού.
Ωστόσο η μοναχή δεν συμμορφωνόταν με τη σημερινή ζωή και πολλές φορές οι άνθρωποι παραπονιόνταν στους ιερείς. Παραπονέθηκα κι εγώ βλέποντας πως μια φορά χτύπησε στην πλάτη έναν απείθαρχο νεαρό. Σίγουρα το άξιζε. Το θράσος του αγοριού ξεπέρασε κάθε όριο, αφού τόλμησε να προσβάλει τη μητέρα του μέσα στην εκκλησία. Τότε πολλοί ήθελαν να κατσαδιάσουν τον νεαρό, τελικά όμως όλοι κατέκριναν τη μοναχή. Εμείς βλέπεις είμαστε ανθρωπιστές ή καλύτερα είμαστε θύματα εκείνου του «ουμανισμού», σύμφωνα με τον οποίον τα κακομαθημένα παιδιά μας δεν πρέπει να τα αγγίζουμε ούτε με το δάκτυλο και, ακόμη χειρότερα, δεν μπορείς να τους πεις μια κουβέντα, επειδή θα σου αντιμιλήσουν με θράσος. Διηγήθηκα στον πνευματικό μου για το χτύπημα και τον ρώτησα:
– Τι πρέπει να κάνουμε;
– Υπομονή.
Δεν χρειάστηκε να κάνουμε περισσότερη υπομονή αφού η μοναχή Βαρσανουφία πέθανε. Πριν πεθάνει παρακάλεσε όσους ήρθαν να την δουν, να πάρει κάποιος το δισάκι με τα ονόματα έτσι ώστε μετά τον θάνατό της να συνεχιστεί η μνημόνευση των ονομάτων.
– «Αυτή είναι μια μεγάλη αρετή των χριστιανών, να μνημονεύουν τους κεκοιμημένους! έλεγε ταπεινά και κοίταζε με ελπίδα στα μάτια τον καθέναν ξεχωριστά. Όλοι όμως κοίταζαν αλλού και κανένας δεν αναλάμβανε να πάρει τα δισάκια με τα ονόματα των κεκοιμημένων που ζύγιζαν τουλάχιστον δέκα-δεκαπέντε κιλά.
Λένε πως η μοναχή Βαρσανουφία ήξερε όλα τα ονόματα απέξω. Είχε πολύ καλή μνήμη και να πώς το κατάλαβα: Μετά τον θάνατο της μητέρας μου μοίραζα στην εκκλησία φρούτα και γλυκά για το συγχώριο. Όταν είδα την μοναχή Βαρσανουφία σε μια γωνία να προσεύχεται, ήδη τα είχα μοιράσει όλα. Βρήκα ωστόσο δυο μικρές ντομάτες στην τσάντα μου. Της τις έδωσα και την παρακάλεσα να προσεύχεται για την ψυχή της κεκοιμημένης δούλης του Θεού Αναστασίας. Μετά από πέντε χρόνια και ενώ βρισκόμουν έξω από τον ναό, με φώναξε και μου είπε: «Την μητέρα σου Αναστασία την μνημονεύω πάντοτε…»
Θυμάμαι μιαν ακόμη ιστορία που σχετίζεται με το κοιμητήριο της πόλης Κοζέλσκ. Στα χρόνια των διωγμών, όταν έκλεισαν τα μοναστήρια, εδώ έθαβαν τους μοναχούς της Όπτινα και τις μοναχές του Σαμόρντινο αλλά κανείς δεν γνώριζε τα ονόματά τους. Αρχεία δεν διατηρήθηκαν, ενώ οι επιγραφές των τάφων με τον καιρό ξεθώριασαν. Οι ιερομόναχοι της Όπτινα συχνά έκαναν εδώ μνημόσυνα, μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους με αυτόν τον τρόπο: «Κύριε, Εσύ γνωρίζεις τα ονόματά τους». Μια φθινοπωρινή μέρα ήρθαν στο κοιμητήριο για το μνημόσυνο. Τα χρυσοκίτρινα φθινοπωρινά φύλλα του σφένδαμου είχαν σκεπάσει τα μνήματα και στα στενά δρομάκια είχαν σχηματιστεί ολόκληροι σωροί. Ξαφνικά μέσα από έναν σωρό πετάχθηκε χαρούμενη η μοναχή Βαρσανουφία.
– Αδελφή Βαρσανουφία, τι κάνεις εκεί; ρώτησαν όλοι έκπληκτοι. Περνάς το βράδυ σου στο κοιμητήριο;
– Εμένα οι νεκροί με αγαπάνε, τους απάντησε η μοναχή και ταυτόχονα οδήγησε τους αδελφούς στο κοιμητήριο λέγοντάς τους ποιος και που είναι θαμμένος!
Έτσι οι μοναχοί της Όπτινα έρχονταν συχνά στο κοιμητήριο για να φτιάξουν τις επιγραφές στους τάφους με την καθοδήγηση της μοναχής. Ταυτόχρονα τους διηγούνταν το θάρρος και το σθένος των ομολογητών που υπέφεραν για τον Χριστό στα χρόνια των διωγμών. Τους θυμόνταν όλους, τους γνώριζε, τους αγαπούσε και το βράδυ προσεύχονταν γι’ αυτούς. Σπάνια την έβλεπε κάποιος να κοιμάται.
– Αδελφή Βαρσανουφία, την ρωτούσαμε, πώς αντέχεις χωρίς ύπνο;
– Με βοηθούν οι νεκροί, απαντούσε αυτή με χαρά.
Δεν μας εξηγούσε πώς τη βοηθούσαν, αλλά από τα υπάρχοντα Χρονικά, γνωρίζουμε παρόμοιες πράξεις. Το 1240 στη ρωσική γη έκανε επιδρομή ο σουηδικός στρατός, ενώ ο ευσεβής κνέζης Αλέξανδρος Νιέφσκι, περιτριγυρισμένος από μια μικρή ομάδα στρατιωτών, δεν είχε χρόνο να συγκροτήσει τον στρατό του. «Ο Θεός δεν βρίσκεται στη δύναμη αλλά στη δικαιοσύνη», είπε ο κνέζης στον ολιγάριθμο στρατό του πριν από τη μάχη. Τα ξημερώματα, πριν από την έναρξη της μάχης, η φρουρά είδε στο ποτάμι ένα καράβι με στρατιώτες των περασμένων αιώνων με επικεφαλείς τους αγίους Μπόρις και Γκλέμπ, οι οποίοι κατέφθαναν για να βοηθήσουν τον Αλέξανδρο Νιέφσκι. Οι Σουηδοί έπαθαν καταστροφή ακόμη και από την άλλη μεριά του ποταμού, όπου δεν βρισκόταν ούτε ένας Ρώσος στρατιώτης.
Να όμως και μια άλλη, πρόσφατη ιστορία που μας διηγήθηκε ένας στρατιωτικός, ο Ιβάν, ο οποίος ήταν προσκυνητής στην Όπτινα. Πριν πάει στο στρατό, ο Ιβάν ερχόταν συχνά στην Όπτινα κι έγινε καλός φίλος με τον μοναχό Τρόφιμο, έναν από τους τρεις που σφαγιάστηκαν το Πάσχα του 1993.
Έπειτα, κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Τσετσενία, ο Ιβάν πιάστηκε αιχμάλωτος σε μια ενέδρα μαζί με άλλους στρατιώτες. Όλους τους εκτέλεσαν, ενώ τον Ιβάν σκέφτηκαν να τον πάρουν μαζί τους ζωντανό, περικυκλώνοντάς τον και πλησιάζοντάς τον όλο και πιο πολύ. Τότε ο Ιβάν απασφάλισε την περόνη της χειροβομβίδας, αποφασισμένος να τιναχτεί στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Έστρεψε προς τον Θεό τις τελευταίες ικεσίες του πριν από τον θάνατο: «Κύριε, δέξου το πνεύμα μου», όταν μπροστά του εμφανίστηκε ο μοναχός Τρόφιμος και του είπε λες και ήταν ζωντανός:
– Έλα μαζί μου!
Πως τον έβγαλε ο νεομάρτυρας του Χριστού από εκεί δεν το έχει καταλάβει μέχρι σήμερα. Ξύπνησε σ’ ένα μέρος προστατευμένο και μόλις τότε διαπίστωσε έντρομος ότι κρατάει στο χέρι του τη χειροβομβίδα απασφαλισμένη, έτοιμη να εκραγεί κι έσπευσε να την εξουδετερώσει.
Το μυστήριο της μετοχής των κεκοιμημένων στη ζωή των ζώντων ήταν κρυμμένη από μας, αλλά η μοναχή Βαρσανουφία το γνώριζε. Πάντως συμβούλευε τις μοναχές να μνημονεύουν οπωσδήποτε τις μοναχές που είχαν μαρτυρήσει τον καιρό των διωγμών:
– Θα σας βοηθήσουν ακόμη και τώρα!
Τώρα στα μνημόσυνα στην Όπτινα μνημονεύουν τη μοναχή Βαρσανουφία.
Η μοναχή τους αγαπούσε όλους, όμως αγαπούσε τους κεκοιμημένους πιο πολύ και από τους ζωντανούς. Αυτοί της φαίνονταν πιο ενδιαφέροντες αφού ΕΚΕΙ όλα είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Στην γη η ψυχή αισθάνεται στριμωγμένη στη ματαιότητα και μας πιέζουν οι έγνοιες και οι φροντίδες για τα φθαρτά και τα περαστικά. Γι’ αυτό ίσως σε όλη της την ζωή περιπλανιόταν, μακριά από τις έγνοιες για τα φθαρτά, ξεχνώντας τις ανάγκες της ζωής έτσι όπως ένας μεγάλος παρατάει τα παιδικά του παιχνίδια. Η πίστη της μοναχής Βαρσανουφίας ήταν απλή. Εμείς μόνο ζητάμε στα μνημόσυνα -μας εξηγούσε- να προσεύχονται οι κεκοιμημένοι για μας στο Θεό. Και αυτά δεν είναι κούφια λόγια αλλά η πραγματικότητα. Προσεύχονται για μας, μας θυμούνται και μας αγαπούν. Όλα τα επίγεια θα φθαρούν, το μόνο που θα μείνει είναι η αγάπη.
Φοβάμαι μήπως υπερβάλλω, αλλά η μοναχή Βαρσανουφία αναφερόταν στους κεκοιμημένους με τέτοια ζωντάνια, ώστε μετά την κοίμησή της θυμήθηκα τα λόγια που έγραψε ο ποιητής και φίλος μου Σάσα Τιχομίρωβ. Πέθανε σχετικά νέος και προαισθανόμενος το γεγονός έγραψε:
«Μέσα από πολλά σημάδια κατάλαβα πως οδεύουμε προς μια μεγάλη γιορτή. Να γίνουμε φως καθάριο και χαράς χορηγό που ο καθένας κλείνει βαθιά στην ψυχή του».
Η μοναχή Βαρσανουφία ήξερε κάτι γι’ αυτό το καθάριο και χαράς χορηγό φως