Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Δύο Κύπριες αγίες της διπλανής πόρτας, που μπορούν να διδάξουν τη ζωή κάθε σύγχρονο άνθρωπο



site analysis

Δ

Ελένη Πολυβίου (Ελού): η Κύπρια μάνα του αγνοούμενου, που αγάπησε ακόμα και τους εχθρούς…
 
Η Ελένη Πολυβίου (Ελού) ήταν μια αληθινή Κύπρια ασκήτρια εν τω κόσμω, που έκανε πράξη την προσταγή του Ευαγγελίου «ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΗΜΩΝ»
Η Ελού αγάπησε καί πόνεσε πολύ στην ζωή της. Ο μεγα­λύτερος πόνος της, ανάμεσα στίς πολλές θλίψεις που δοκίμασε κατά τόν επίγειο βίο της, ήταν η απώλεια του πρωτόκου γυιου της Γεωργίου, κατά τήν τουρκι­κή εισβολή στην Κύπρο, τό καλοκαίρι του 1974. Έ­νας πόνος, πού, μέσα από τήν πίστη, μεταμορφώθηκε σέ αληθινή αγάπη καί προσευχή γιά όλους.
Έμαθε τόν πόνο καί τήν θλίψη της νά τα κάνη προσευ­χή καί όχι κατάθλιψη καί απελπισία.


Καί άρχισε μέ τήν συμβουλή ενός καλού Πνευματικού πού είχε, νά κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. Καί τό πήγαινε πρωί-πρωί, από τό χάραμα, στό Μοναστήρι καί έλεγε: «Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη η Λειτουργία του Σαββάτου ["Ν": που τελείται υπέρ των κεκοιμημένων, αντίθετα από της Κυριακής, που είναι αναστάσιμη], θά πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους νά κάνουν τρισάγιο. Εγώ ούτε τάφο δεν έχω γιά τόν γυιό μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. Γι' αυτό κάνω αυτό τό πρόσφορο καί τό προσφέρω στον ιερέα γιά νά τό προσφέρη στον Χριστό μας. Καί θά τόν παρακαλώ: “Χριστέ μου, αν ο γυιός μου ζή, φώ­τισε τον νά κρατηθή στην πίστη του. Εκεί που βρίσκε­ται νά είναι κοντά Σου. Αν έχη κοιμηθή, φώτισε τον αιώνια καί φώτισε μας καί εμάς νά τόν μνημονεύουμε.Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός ή κεκοιμημένος”».

Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε καί μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι νά παντρευτούν Τουρκάλες. Τό διάβασε αυτό η γιαγιά η Ελού καί θορυβήθηκε καί είπε στον π. Νεόφυτο: «Νά κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο γιά τον Γιώρκο μου. “Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής…” δεν είναι; Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός καί αλλαξοπίστησε, καλύτερα νά τόν θερίση από αυτήν τήν ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιο μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».
Φτωχή γυναίκα ήταν, ένα πρόσφορο έκανε, καί έκανε καί τήν δική της καρδιά πρόσφορο, τήν προσέφερε στό Χριστό καί ο Χριστός έκανε τόν πόνο της χαρά καί όποιος τήν επλησίαζε εισέπραττε αυτή τήν χαρά από τήν Ελού. Καί έφευγε από κοντά της αναπαυμένος καί χαρούμενος. Γι’ αυτό καί ήταν μαγνήτης.
Σιγά-σιγά αυτή η γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε πού έλεγε: «Κύριε, ελέησον. Μά πόση χαρά έχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη τήν ώρα γεμίζει φως ο νους μου καί βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Καί αρχίζω καί τά διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, νά διαβάζω».
Αποτέλεσμα αυτής της χαράς πού ζούσε, άρχισε νά μοιράζη η ίδια χαρά στους πιστούς. Τήν πλησίαζαν νέοι που κατάλαβαν τήν αρετή της, καί πήγαιναν καί τής φιλούσαν τό χέρι. Καί τους έλεγε: «Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές νά έχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».
Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τίς γυναίκες νά είναι γύρω από τήν Ελού. Οι νέες νά τήν έχουν κοντά τους, νά τήν παίρνουν στίς αγρυπνίες, νά τής δείχνουν πολύ σεβασμό καί νά τήν έχουν ως ένα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας [χαριτωμένης = με τη χάρη του Θεού μέσα της].

Κάθε Σάββατο, αλλά καί άλλες μέρες, πήγαινε μέ τά πόδια στό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, γιά νά καθαρίση τό ναό. Ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στή νύφη της Στέφη ότι καθάριζε τό ναό περισσότερο μέ τά ρούχα της, αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε τό πάτωμα. Όταν η ηλικία καί η υγεία της δέν της επέτρεπαν νά πηγαίνη περπατητή στον Άγιο Γεώργιο, ξεκινούσε, καί στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό η άγνωστο, που τήν μετέφερε.
Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε καί πήγαινε γονατιστή μέχρι τήν εικόνα του Αγίου, όπου τόν παρακαλούσε γιά τόν αγνοούμενο γυιό της. Είχε αποθέσει όλες τίς ελπίδες της γιά τήν ανεύρεση του γυιου της στον άγιο Γεώργιο, καί ο Άγιος δέν έμεινε απαθής άπό αυτή τήν συνεχή παράκληση της πονεμένης μάννας. 
Μία μέρα, καθώς ευρίσκετο στό Μοναστήρι, είδε τόν Άγιο καβάλα στό άλογο του φέρνοντας μαζί του τό αγνοούμενο παιδί της γιά νά τό δη η Ελένη. Αυτό τό ανέφερε σε μία γνωστή της, τήν οποία παρακάλεσε νά μήν τό πή στή νύφη της γιά νά μήν στενοχωρηθή.
Μετά τόν πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. Η γιαγιά Ελένη, παρά τόν πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τίς Τουρκοκύπριες πού πήγαιναν νά δουν τους δικούς τους. Όχι μόνο δέν μνησικακούσε [=δεν τις μισούσε], αλλά τους έδινε νερό καί τρόφιμα νά πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. Αρκετές ήταν οι φορές πού η ίδια μαζί με τον σύζυγό της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄, Άγιον Όρος, έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”, Μεταμόρφωση Χαλκιδικής.

Ανδριάνα Μάρκου: «Κοιμόμουν σε ένα παλιό ρούχο στο πάτωμα και για φαγητό μου πετούσαν ένα κομμάτι ψωμί» 




Η ζωή ορισμένες φορές δεν είναι δίκαια σε όλους μας. Μια από τις πιο ταλαιπωρημενες γυναίκες είναι και η Ανδριάνα Μάρκου.
Ένας υπέροχος άνθρωπος στον οποίο η ζωή αλλά και οι ίδιοι οι γονείς του, έδειξαν από την πιο τρυφερή ηλικία το πιο σκληρό τους πρόσωπο. Η ιστορία αυτής της γυναικάς είναι συνταραχτική και η στάση της δείχνει σε όλους μας το πόσο στιβαρός χαρακτήρας είναι.
Η κυρία Ανδριάνα Μάρκου είπε:
«Γεννήθηκα στις 4/1/1926 στον Μαραθόβουνο (κατεχόμενο χωριό της Μεσαορίας) και σήμερα ζω στο Κίτι της επαρχίας Λάρνακας. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν κάτι περισσότερο από εφιαλτικά.
Η μητέρα μου ήταν η πιο πλούσια στο χωριό αλλά αγάπησε έναν πολύ φτωχό νέο και επειδή οι γονείς της δεν τον ήθελαν, την έκλεψε. Θεώρησαν μεγάλη προσβολή αυτό που έκανε η κόρη τους και την αποκλήρωσαν. Δεν δέχτηκαν να μας δουν ποτέ στη ζωή τους, ούτε να μας βοηθήσουν.
Όταν η μητέρα μου γέννησε το τρίτο της παιδί, ο πατέρας μου αποφάσισε να πάει στην Αυστραλία. Οι γονείς της όταν το έμαθαν, βρήκαν τον πατέρα μου και του είπαν: «Θα σου δώσουμε εμείς τα χρήματα για να πας στην Αυστραλία αλλά με τον όρο να μην γυρίσεις ποτέ ξανά πίσω». Ήμουν δυο ετών τότε. Ποτέ δεν έστειλε ένα γράμμα ή χρήματα. Δεν μάθαμε ποτέ αν έκανε άλλα παιδιά, άλλη οικογένεια.
Πεινούσαμε και η μάνα μου αποφάσισε να στείλει την μεγάλη μου αδελφή (ήταν 7 ετών τότε) στην Λεμεσό ώστε να εργαστεί ως υπηρέτρια σε ένα παντρεμένο ζευγάρι. Εμένα με έστειλε στον παππού μου (πατέρα του πατέρα μου) και την μικρή μας αδελφή την πήρε μαζί της. Πήγαν στην Αμμόχωστο γιατί εκεί θα έβρισκε εύκολα δουλειά. 

Τα καλά φτωχικά χρόνια της ζωής της 

Κοντά στον παππού μου ζούσα καλά, φτωχικά αλλά καλά. Όταν έγινα 5 ετών, η γιαγιά μου αρρώστησε και ο παππούς μου δεν μπορούσε να φροντίζει και τις δυο, είχε όμως ήδη μεγαλώσει και δυσκολευόταν αρκετά.
Κάποια στιγμή η μητέρα μου επικοινώνησε μαζί του και του ζήτησε να με πάρει στην Αμμόχωστο για να με δει. Ο παππούς με πήρε και η μάνα μου του είπε πως αποφάσισε να με δώσει σε μια οικογένεια στη Λεμεσό. Εκείνος δεν ήθελε αλλά η μάνα μου επέμενε. Έτσι, πήγα στη Λεμεσό.
Δυστυχώς όμως, αυτοί οι άνθρωποι δεν μου φέρονταν καλά, μου πετούσαν ένα κομμάτι ψωμί να φάω και δεν με άφηναν να καθίσω στο τραπέζι μαζί τους αλλά έξω στην αυλή. Κοιμόμουν στο πάτωμα, πάνω σε ένα κομμάτι ρούχο. Μου φώναζαν επειδή δεν έκανα όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ήμουν όμως 5 χρονών και δεν μπορούσα να καθαρίζω ολόκληρο το σπίτι. Εκεί πέρασα τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου…
Όταν έγινα 7 ετών, άρχισα να κάνω λίγη παρέα με τις υπηρέτριες των διπλανών σπιτιών. Κάθε μέρα μου έλεγαν: «Πρέπει να φύεις να γλυτώσεις. Να πάεις στην αστυνομία τζιαι να τους τα πεις ούλλα». Ένα πρωινό που έφυγαν όλοι από το σπίτι, το έσκασα…
Περπατούσα αρκετές ώρες και ρωτούσα τους περαστικούς να μου πουν που είναι το αστυνομικό τμήμα. Είπα με κάθε λεπτομέρεια στους αστυνομικούς τι περνούσα και τους ζήτησα να με στείλουν πίσω στον Μαραθόβουνο, στον παππού μου. Εκείνοι όμως, ήθελαν να με στείλουν στην μητέρα μου. Αφού την ενημέρωσαν, με έβαλαν μέσα σε ένα λεωφορείο και με έστειλαν στην Αμμόχωστο.
Όταν έφτασα, δεν ήταν εκεί η μητέρα μου και κάθισα σε μια γωνιά να την περιμένω. Λίγο πιο κάτω, καθόταν μόνο του ένα κοριτσάκι. Μετά από αρκετή ώρα, πήγα κοντά του και το ρώτησα ποιον περιμένει. Εκείνη μου απάντησε: «Καρτερώ την αλφή μου, την Ανδριάνα». Έβαλα τα κλάματα και την αγκάλιασα.
Της είπα: «Παναΐα μου! Εσού είσαι η αλφή μου». 

Ο παππούς είχε μεγαλώσει πλέον
 
Έμεινα μόνο ένα βράδυ μαζί τους. Το πρωί η μητέρα μου με έστειλε στον παππού μου. Δυστυχώς όμως, ο παππούς μου μεγάλωσε και δεν μπορούσε. Ήταν διαφορετικά αυτή τη φορά…
Ο παππούς μου ζητιάνευε για να με μεγαλώσει. Έμεινα πολύ λίγο καιρό κοντά του, αναγκαστικά έπρεπε να πάω στην μητέρα μου.
Η ζωή με την μητέρα μου ήταν ακόμα πιο δύσκολη…
Κάθε μέρα πηγαίναμε μαζί της στην αποθήκη που δούλευε. Από το πρωί μέχρι να σχολάσει, την περιμέναμε έξω. Παίζαμε με την αδελφή μου αλλά και με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Μια εβδομάδα αργότερα, μια κυρία που περνούσε συχνά και μας έβλεπε, με πλησίασε και με ρώτησε γιατί ήμουν κάθε μέρα εκεί. Όταν της εξήγησα, με ρώτησε αν θέλω να πάω μαζί της και ζήτησε να δει τη μητέρα μου.
Είπε στην μητέρα μου πως ήθελε να με πάρει μαζί της, να μείνω στο σπίτι της. Εκείνη με έδωσε και μάλιστα με μεγάλη χαρά.
«Εκεί είδα αλλά και ένιωσα για πρώτη φορά τι θα πει πραγματική οικογένεια»
Ήταν δασκάλα και ο άντρας της ήταν φαρμακοποιός. Ζούσαν στην Λάρνακα και με φρόντιζαν σαν δικό τους παιδί. Με έβαζαν μάλιστα, να κοιμηθώ μαζί με το παιδάκι τους. Εκεί είδα αλλά και ένιωσα για πρώτη φορά τι θα πει πραγματική οικογένεια. Μακάρι να έμενα για πάντα αλλά δυστυχώς, μετά από 5 χρόνια, όταν απέκτησαν ακόμα ένα παιδάκι, έφυγα. Συνέβησαν πάρα πολλά και ήταν τότε που ξέσπασε ο παγκόσμιος πόλεμος, ήταν το 1940 και δεν θυμάμαι πως και γιατί έφυγα.
Πήγα πίσω στην μητέρα μου αλλά μετά από μερικές εβδομάδες, με έδωσε σε μια άλλη οικογένεια που είχαν ήδη δυο παιδιά. Θυμάμαι μάλιστα ότι ο άντρας εκείνης της κυρίας, που μετά την έλεγα θεία, ήταν κωμοδρόμος στο επάγγελμα.
Με είχαν καλά και ήθελα να μείνω κοντά τους αλλά όταν έγινα 14 ετών, η μητέρα μου ήρθε να με πάρει γιατί ήθελε να με παντρέψει. Είχε συμφωνήσει μαζί με τους γονείς του γαμπρού. Η θεια μου (η γυναίκα που έμενα σπίτι της) της έλεγε πως ήμουν πολύ μικρή και πως ήταν λάθος αλλά εκείνη επέμενε. Δεν ήθελα ούτε εγώ να παντρευτώ αλλά δεν τόλμησα ποτέ να της το πω.
Εκείνος ήταν 19 ετών και ήταν από την Καρπασία. Επειδή ήμουν πολύ μικρή, δεν δεχόταν ο ιερέας να με παντρέψει και η μητέρα μου έβγαλε ψεύτικο χαρτί ότι ήμουν 16 ετών. Τότε με πάντρεψαν. 

Η γνωριμία με την αδερφή της 

Με τον άντρα μου αποκτήσαμε 6 παιδιά, το πρώτο μου παιδί το γέννησα στα 16. Περάσαμε δύσκολα χρόνια, αν και ήταν αστυνομικός στο επάγγελμα, έπρεπε να δουλεύω για να μπορέσουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Τα πρώτα χρόνια μέναμε μαζί με την μάνα μου, την αδελφή μου και τον αρραβωνιαστικό της. Η μητέρα μου το ζήτησε και σκέφτηκα ότι πιθανόν να είχε μετανιώσει και να στεναχωριόταν που πέρασα τόσο χρόνια μακριά της και μάλιστα τόσο δύσκολα. Τότε ήταν που γνώρισα και την μεγαλύτερη αδελφή μου. 

Σήμερα… 
 
Με τα παιδιά μου, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου, αισθάνομαι τόσο όμορφα και τόσο ήρεμα. Με αγαπούν όλοι τόσο πολύ και ποτέ δεν μου χαλάνε κανένα χατίρι. Μεγάλωσα με αξιοπρέπεια τα παιδιά μου και είμαι πολύ περήφανη, αυτά μου δίνουν δύναμη και γι΄αυτό είμαι ακόμα ζωντανή!
Καίγεται η ψυχή μου κάθε φορά που ακούω ότι χώρισε ένα ζευγάρι και ανάλαβε τα παιδιά τους το γραφείο ή τα άφησαν στους γονείς τους.
Σας παρακαλώ μην εγκαταλείπετε τα παιδιά σας, να σκέφτεστε πως πρώτα πρέπει να είναι αυτά καλά και μετά εσείς. Σας το λέει ένας άνθρωπος που τόσο πολύ έχει πληγωθεί και που ακόμα και τώρα, 92 χρόνια μετά, τα θυμάται έντονα και οι πληγές πονάνε ακόμα». 

Πηγή: Ενημερωτικό.gr-ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Οσιομάρτυρας Ελισάβετ Φεόντοροβνα: ζωή στολισμένη με αγγελικές ψαλμωδίες



site analysis


Νικόλαος Βολόσιν

Στις 18 Ιουλίου η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη της Οσιομάρτυρος Μεγάλης Δούκισσας Ελισάβετ Φεόντοροβνα Ρομάνοβα.


 Πάνω από τη μικρή ρωσική πόλη Αλαπάεβσκ σουρούπωνε. Η μέρα καταλάγιαζε, αφήνοντας χώρο για τη σιωπή της νύχτας. Πλησίαζε η ώρα της ανάπαυσης. Αλλά οι κάτοικοι στα περίχωρα του Αλαπάεβσκ, τον Ιούλιο του 1918, ήταν ανήσυχοι. Η επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου τους φαινόταν ως μια εξέγερση της ανθρωπότητας ενάντια στον Θεό και στην πίστη των πατέρων. Στη διάρκεια αυτής της γενικευμένης σύγχυσης, έγιναν ξαφνικά αυτόπτες μάρτυρες ενός ανεξήγητου για τον ανθρώπινο νου φαινομένου. Για τρείς ημέρες άκουγαν ότι από το εγκαταλελειμμένο ορυχείο Νόβαγια Σελίμσκαγια έφταναν ήχοι ψαλμωδίας.

Τα λόγια των προσευχών που έφταναν στα αυτιά των κατοίκων, ταίριαζαν με την αναστάτωση που ένιωθαν στις ψυχές τους οι απλοί άνθρωποι. Περίπου για ένα χρόνο η Πατρίδα τους καιγόταν στη φωτιά της επαναστατικής αναταραχής. Οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς να ξέρουν τι θα τους φέρει η επόμενη μέρα. Δεν ήταν σίγουροι αν θα ζουν την επόμενη μέρα ή αν θα παραστούν ενώπιον της Κρίσης του Θεού. Κάθε μέρα προσεύχονταν και πίστευαν βαθιά ότι η ορθοδοξία θα επιβιώσει παρόλες τις δυσκολίες.


 Και ξαφνικά, από κάπου κάτω από τη γη, άρχισε να ακούγεται ο ήχος γνωστής σε όλους προσευχής: «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου… και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου…». Η ψαλμωδία τη μια δυνάμωνε και την άλλη έσβηνε. Κάποιες φορές, φαινόταν ότι σταματούσε, αλλά όταν νύχτωνε πάλι άρχιζε. Αυτό συνεχιζόταν για τρείς μέρες. Ύστερα, οι άνθρωποι άκουσαν τον Χερουβικό Ύμνο που θύμιζε το γεγονός της Εισόδου του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ για τα εκούσια σταυρικά Του πάθη. «Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες… και τη ζωοποιώ Τριάδι τον Τρισάγιον ύμνον προσάδοντες…» - ακουγόταν από το βάθος του ορυχείου η ψαλμωδία μιας καθαρής και ήρεμης γυναικείας φωνής.



 Ήταν λες και, ακριβώς εδώ και τώρα, συνέβαινε κάτι πολύ σπουδαίο. Ήταν ως εάν εκείνη τη στιγμή, όχι ένας άνθρωπος αλλά ο όλος ο λαός μιας χώρας που καταστρέφεται επαναλάμβανε τον αναστεναγμό της προσευχής. «Πάσαν νυν βιοτικήν … αποθώμεθα μέριμναν…» - ακούστηκε από τα έγκατα της γης ακολουθώντας το βραδινό σούρουπο για να ακολουθήσει μια τρομακτική σιγή. Πέρασε μία ώρα, δύο, τρείς … και από το ορυχείο δεν ακούστηκε κανένας ήχος πια.

 Οι ντόπιοι καταλάβαιναν ότι ακούν ψαλμωδίες ζωντανών ανθρώπων. Ήξεραν ότι
λίγες μέρες πριν, σε αυτό το μέρος, είχε επιβληθεί σκληρή τιμωρία εναντίον αυτών που έμεναν αφοσιωμένοι στην πίστη και στην Πατρίδα τους και για αυτό τους είχαν εκτελέσει με βάναυσο τρόπο. Τόσο που δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι κάποιος από τους εκτελεσθέντες θα μπορούσε να επιβιώσει παρόλο που τους έριχναν στη βραχώδη άβυσσο του ορυχείου.
Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ, Νέος μάρτυρας.
 Πέρασαν τρείς μήνες μετά από αυτά τα τραγικά γεγονότα. Όταν έσκαψαν το ορυχείο, ανάμεσα στις πέτρες βρήκαν σώματα ανθρώπων που είχαν ενταφιαστεί ζωντανοί. Ήταν ακρωτηριασμένοι και τραυματισμένοι τόσο που δεν μπορούσες να τους αναγνωρίσεις. Αλλά, ανάμεσα στους άλλους, ξεχώριζε μια γυναίκα με μοναχική ενδυμασία. Στο στήθος της είχε την εικόνα του Σωτήρα. Το πρόσωπό της είχε μια αγγελική ηρεμία και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της ήταν όπως όταν είναι για να κάνουμε τον σταυρό. Έτσι ανακομίστηκε το σώμα της Αγίας Μεγάλης Δούκισσας Ελισάβετ Φεόντοροβνα που αγόγγυστα είχε ανεβεί τον προσωπικό της Γολγοθά και που είχε παραδώσει την αθάνατη ψυχή της στον Θεό.


 Η ζωή της νυν τιμώμενης Αγίας ήταν γεμάτη από επεισόδια και τομές. Να σημειώσουμε τις αναζητήσεις της που είχαν ως αποτέλεσμα την ανακάλυψη της αληθινής πίστης. Και η μοναχική της κουρά ήταν ξεχωριστό γεγονός στη ζωής της. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην προσφορά βοήθειας σε πάσχοντες ανθρώπους. Η δε συγκρότηση της μοναχικής κοινότητας στην καρδιά της Μόσχας δεν ήταν μικρή υπόθεση. Όλα τα παραπάνω από το βίο της Δούκισσας Ελισάβετ είναι μόνο ένα μικρό δείγμα για το μεγαλείο του χριστιανικού της ανδραγαθήματος. Δεν είναι εύκολο να φανταστούμε πως μια εγγονή της βασίλισσας της Αγγλίας, η πριγκίπισσα Έσσης-Νταρμστάτ Έλλα, που είχε ανατραφεί σε αριστοκρατική οικογένεια, θα έστηνε ρωσικό μοναστήρι και θα είχε μαρτυρικό θάνατο από τα χέρια στρατευμένων θεομάχων.



 Ο δρόμος της χριστιανικής της σταυροφορίας άρχισε τη στιγμή που η Δούκισσα επισκέφτηκε τους Αγίους Τόπους, όπου είχαν ξετυλιχθεί τα γεγονότα της ευαγγελικής ιστορίας. Τότε αποφάσισε να εγκαταλείψει την λουθηρανική πίστη και να γίνει ορθόδοξη. Τη δεδομένη στιγμή αυτή η απόφαση σηματοδοτούσε άρνηση της οικογενειακής παράδοσης πολλών αιώνων, αλλά η Ελισάβετ Φεόντοροβνα έμεινε ακλόνητη.



Στην επιστολή προς τον πατέρα της είχε γράψει: «Συνεχώς σκεφτόμουν και διάβαζα και προσευχόμουν στο Θεό να μου υποδείξει το σωστό δρόμο, και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μόνο σε αυτή τη θρησκεία μπορώ να βρω την αληθινή και ισχυρή πίστη στο Θεό, την οποία πρέπει να διαθέτει ένας άνθρωπος ώστε να είναι καλός χριστιανός». Το να δεχτούν γονείς στρατευμένοι στον προτεσταντισμό μια τέτοια απόφαση της κόρης τους, ήταν μεν δύσκολο, αλλά σύντομα την αποδέχτηκαν.



Από πολύ μικρή ηλικία, η καρδιά της Έλλας ήταν γεμάτη από συμπάσχουσα αγάπη για τους ανθρώπους. Η αποδοχή της ορθοδοξίας ενδυνάμωσε αυτή την επιθυμία της νεαρής Δούκισσας να βοηθάει τους πάσχοντες. Αφιέρωνε τον εαυτό της στο να υπηρετεί αυτούς που βασανίζονταν από διάφορες ασθένειες και έτσι ανέλαβε τη Διεύθυνση Ερυθρού Σταυρού της Μόσχας.

 Με το να συμπάσχει στις τραγωδίες των απλών ανθρώπων, και με το να προφέρει χέρι βοήθειας σε όσους την έχουν ανάγκη με την πρώτη έκκληση, άραγε είχε φανταστεί η Ελισάβετ Φεόντοροβνα, πόσο τραγικός δρόμος ζωής την περίμενε.


 Το 1905, από έκρηξη βόμβας που πέταξε ένας τρομοκράτης, πεθαίνει ο άντρας της – ο Δούκας Σέργιος Αλεξάνδροβιτς. Ο θάνατος του συζύγου της συνετέλεσε ώστε η ολοφυρόμενη χήρα να αλλάξει ριζικά τον τρόπο της ζωής της. Ο πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ Πόλσκιϊ διηγούταν για αυτήν την περίοδο της ζωής της: «Ο τρόμος που βίωσε άφησε στην ψυχή της μια πολύ βαθιά πληγή η οποία επουλώθηκε μόνο τότε, όταν έστρεψε το βλέμμα της σε αυτά που δεν είναι εκ του κόσμου τούτου».



 Ακολουθώντας τις εντολές του Χριστού, μοίρασε μέρος της περιουσία της στους πλησιέστερους συγγενείς, ένα μέρος το επέστρεψε στο δημόσιο, και με τα περισσότερα από τα χρήματα που έμειναν, αγόρασε ένα κτήμα στο κέντρο της Μόσχας, όπου ίδρυσε την Ιερά Μονή του Ελέους των Αγίων Μάρθας και Μαρίας. Εκεί, το 1909, έλαβε τη μοναχική κουρά. Στις επιστολές της η Ελισάβετ Φεόντοροβνα αποκαλύπτει τις συναισθηματικές αναζητήσεις που την ενθάρρυναν να εγκαταλείψει τον κόσμο. «Το δέχτηκα όχι ως σταυρό, αλλά ως δρόμο που έχει άφθονο φως, δρόμο που μου υπέδειξε ο Κύριος. Νυμφεύομαι τον Χριστό και το έργο Του. Ό,τι μπορώ το δίνω σε Αυτόν και στον πλησίον» - γράφει η Δούκισσα. Σε αυτά τα βαθιά λόγια βρίσκεται το κλειδί για να κατανοήσουμε την πληρότητα της πραγματικής μοναχικής άσκησης.



 Η μοναστική δραστηριότητα της Δούκισσας Ελισάβετ ήταν πολύπλευρη. Δημιούργησε στη Μονή το καλύτερο στην πόλη χειρουργικό νοσοκομείο και βιβλιοθήκη για τους φτωχούς και άνοιξε σχολείο για δυσπροσάρμοστους εφήβους. Όταν η χώρα βίωνε τον Ρωσο-Ιαπωνικό πόλεμο, η Δούκισσα άνοιξε κοντά στο Νοβοροσσίϊσκ στρατιωτικό νοσοκομείο για τραυματίες στρατιώτες.

Σεβάσμιος μάρτυρας Μεγάλη Δούκισσα Elisaveta Feodorovna
 Η ελεημοσύνη και η απλότητα της Αγίας Ελισάβετ δεν είχαν όρια. Έχει διατηρηθεί η ανάμνηση ενός γεγονότος, όταν η Δούκισσα έπρεπε να επισκεφτεί ένα ίδρυμα για μικρά ορφανά κορίτσια. Όλοι ετοιμάζονταν να δεχτούν αντάξια την ευεργέτιδά τους. Στα κορίτσια είπαν: «Όταν μπει η Μεγάλη Δούκισσα, όλοι με μια φωνή να πείτε ‟Γεια σας!ˮ και φιλήστε το χέρι». Όταν η Ελισάβετ Φεόντοροβνα πέρασε το κατώφλι, άκουσε τη χορωδία των παιδικών φωνών: «Γειά σας και φιλήστε το χέρι!» και όλα άπλωσαν τα χέρια τους προς τη Δούκισσα. Οι νηπιαγωγοί τρόμαξαν: τώρα τι γίνεται! Αλλά η Μεγάλη Δούκισσα δάκρυσε, πλησίασε στο καθένα από τα κορίτσια και τους φίλησε τα μικρά παιδικά χεράκια τους.


 Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 παραβίασε τον ήρεμο ρυθμό της πνευματικής και ιεραποστολικής ζωής της Μονής των Αγίων Μάρθας και Μαρίας. Στην αυγή αυτής της τραγικής εποχής, η Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ, αναλογιζόμενη την προοπτική που θα είχε η επικείμενη ζωή της αυτοκρατορίας, απευθύνει επιστολή στον Νικόλαο Β’, στην οποία ανάμεσα στα άλλα έγραφε και τα εξής λόγια: «Όλους εμάς σύντομα θα μας πάρουν μεγάλα κύματα...Όλες οι τάξεις, από τις κάτω έως τις άνω, ακόμα και αυτοί που είναι τώρα στον πόλεμο, έφτασαν στα όρια! ...Τι άλλες τραγωδίες μπορούν να συμβούν ακόμα; Τι άλλα δεινά μας περιμένουν ακόμα;»



 Τα δεινά που ανέμενε η Αγία Δούκισσα ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1918. Την Τρίτη ημέρα του Πάσχα, στο μοναστήρι μπήκαν οπλισμένοι άνθρωποι με σκοπό να συλλάβουν την Αγία ιδρύτρια της Μονής. Μαζί με την Μεγάλη Δούκισσα συνέλαβαν και δύο αδελφές – τη Βαρβάρα και την Αικατερίνη. Όπως και οι Άγιοι Βασιλομάρτυρες, οι μοναχές μεταφέρθηκαν στην Αικατερινμπούργκ, και μετά, μαζί με άλλους συλληφθέντες μεταφέρθηκαν στο Αλαπάεβσκ για την οριστική καταδίκη.

Η δολοφονία του μοναχού μάρτυρα Ελισάβετ και μαζί τους
Στις 18 Ιουλίου του 1918, ξύπνησαν τους συλληφθέντες τη νύχτα, τους έβαλαν σε κάρα και τους πήγαν στο χωριό Σινιάτσιχα σε ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο. Τα τελευταία λόγια της Αγίας που είπε, πριν πέσει στο γκρεμό, ήταν η φράση του Σωτήρα που την είπε όταν ανέβαινε τον Γολγοθά: «Κύριε, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν!». Συνέχιζε να προσεύχεται για τους δολοφόνους της, αφήνοντας τον εαυτό της στα χέρια του Θεού.


 Όταν την έριξαν στο ορυχείο, η Δούκισσα επιβίωσε, αν και είχε πέσει σε πέτρινη προεξοχή. Δίπλα της βρίσκονταν και μερικοί άλλοι άνθρωποι. Ακόμα και εδώ, στο κατώφλι του θανάτου, η Ελισάβετ Φεόντοροβνα δεν σταμάτησε να εκτελεί την υπόσχεση που είχε δώσει να υπηρετεί τους ανθρώπους. Έβγαλε το μοναχικό κάλυμμα της κεφαλής, το έσκισε σε λωρίδες και έδεσε την πληγή στο κεφάλι του Δούκα Ιωάννη Κωνσταντίνοβιτς και συνέχισε να βοηθάει όσο μπορούσε και άλλους επιζώντες.



 Οι εξαγριωμένοι εκτελεστές, έχοντας πετάξει όλους τους συλληφθέντες στο λάκκο, αποφάσισαν να τελειώσουν την αιματηρή εκτέλεση και άρχισαν να πετάνε στο ορυχείο βόμβες. Εκτός από τις βόμβες με τις εκκωφαντικές εκρήξεις, οι βασανιστές πέταξαν στο λάκκο προσανάμματα και έβαλαν φωτιά. Αλλά από την φωτιά που άναψε ξαφνικά άρχισαν να ηχούν ψαλμωδίες. Οι δολοφόνοι τρόμαξαν και κάποιοι από αυτούς έχασαν τα λογικά τους, όντας μάρτυρες του γεγονότος ότι ο Κύριος με θαυμαστό τρόπο έσωζε τις ζωές των μαρτύρων.



 Τρείς μέρες η Αγία Δούκισσα, μαζί με άλλους μάρτυρες, πέρασε στο ορυχείο χωρίς φαγητό και φως και δεν έπαψε να βοηθάει τους τραυματίες και να προσεύχεται συνεχώς. Σε αυτό το εγκαταλελειμμένο ορυχείο, αποδυναμωμένη, πέρασε στην αιώνια γαλήνη. Η αθάνατη ψυχή της, έχοντας απελευθερωθεί από το σώμα και έχοντας ξεπεράσει το πέτρινο εμπόδιο, πέταξε εις τα Ουράνια.




Την Αγία Οσιομάρτυρα Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ τιμούν όχι μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην προτεσταντική εκκλησία την τιμούν βαθιά ως γυναίκα που αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη ζωή της στο ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο. Ο επικεφαλής των αγγλικανών, ο αρχιεπίσκοπος Καντέρμπερι Τζάστιν Ουέλμπι, σε επιστολή του προς τον Αγιώτατο Πατριάρχη Κύριλλο σημείωνε ότι «η Αγία Ελισάβετ είναι παράδειγμα χριστιανικής ελεημοσύνης, προσφοράς και ανθεκτικότητας». Στη δυτική όψη του Αββαείου του Ουέστμινστερ, ανάμεσα στα αγάλματα των μαρτύρων της πίστης του 20ου αιώνα, βρίσκεται και το άγαλμα της Αγίας Μεγάλης Δούκισσας Ελισάβετ Φεόντοροβνα.



Μέχρι και σήμερα η Αγία Ελισάβετ παραμένει για μας οδοιπορικό αστέρι που οδηγεί τους χριστιανούς προς τη σωτηρία με το παράδειγμα της ηρωικής της ζωής.


 Νικόλαος Βολόσιν
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
Ένωση Ορθοδόξων Δημοσιογράφων
7/20/2020

Ἁγία Χριστίνα ἡ προστάτιδα αὐτῶν ποὺ πεινοῦν.



site analysis

Ἡ Ἁγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Συρίας καὶ ἦταν κόρη τοῦ στρατηγοῦ Οὐρβανοῦ (περὶ τὸ 200 μ.Χ.). Ὁ πατέρας της, τῆς ἔχτισε ἕναν πύργο καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ' αὐτόν. Μάλιστα κατασκεύασε ἀγάλματα τῶν εἰδώλων καὶ τὴν διέταξε νὰ θυσιάσει σ' αὐτά. Χαρακτηριστικὴ ὅμως ἦταν ἡ ἀπάντηση τῆς νεαρῆς Χριστίνας στὸν ἄθεο πατέρα της: «Μὲ συμβουλεύεις νὰ προτιμήσω τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς. Ἐγὼ εἶμαι δούλη τοῦ Χριστοῦ. Γὶ αὐτὸ πῆρα τώρα καὶ τὸ ὄνομά του. Λέγομαι Χριστίνα. Ἑπομένως δὲν πείθομαι ἀπὸ τὰ ψεύτικα καὶ φαρμακερὰ λόγια, γιὰ νὰ προσκυνήσω τὰ ἀναίσθητα ξόανα» καὶ τὰ ἔκανε ὅλα κομμάτια. Γιὰ αὐτὲς τῆς τὶς πράξεις, ἡ ἁγία ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια ἀπὸ τὸν ἴδιο της τὸν πατέρα καὶ μετὰ φυλακίστηκε. Στὴν φυλακὴ τὴν ἄφησαν νηστικὴ γιὰ νὰ πεθάνει ἀπὸ τὴν πείνα, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Χριστίνα θεωρεῖται...
ἡ προστάτιδα αὐτῶν ποὺ πεινοῦν. Ὅμως, ἄγγελος Κυρίου τῆς πήγαινε τροφὴ καὶ τῆς θεραπεύτηκαν ὅλες οἱ πληγές τῆς.
Μετὰ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα, ὅπου ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἄγγελος Κυρίου τὴν ἔβγαλε στὴν στεριά. Μόλις ἔγινε γνωστὸ ὅτι εἶχε διασωθεῖ, ὁ πατέρας τῆς πρόσταξε καὶ τὴν ἔκλεισαν πάλι στὴν φυλακή. Τὴν νύχτα ποὺ ἀκολούθησε ὁ πατέρας τῆς πέθανε καὶ τὴν θέση τοῦ στὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ τὴν πῆρε κάποιος ὀνόματι Δίων. Αὐτὸς ὁδήγησε τὴν μάρτυρα στὸ δικαστήριο. Καὶ ἐκεῖ ἡ ἁγία ὁμολόγησε τὴν πίστη της. Ἀμέσως ὀργίστηκε καὶ διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν βασανιστηρίων πολλοὶ πίστευσαν στὸν Χριστό. Μετὰ τὸ Δίωνα ἀνέλαβε κάποιος Ἰουλιανός. Αὐτὸς ἔριξε τὴν Χριστίνα μέσα σὲ πυρακτωμένη κάμινο, σὲ ἕνα κλουβὶ μὲ φίδια δηλητηριώδη, τὰ ὁποῖα ἀντὶ νὰ τὴν δαγκώσουν τῆς ἔγλυφαν τὰ πόδια μὲ εὐσπλαχνία, μετὰ τῆς ἔκοψαν τοὺς μαστοὺς ἀπὸ ὅπου χύθηκε γάλα ἀντί γιὰ αἷμα καὶ τῆς ἔκοψαν καὶ τὴν γλώσσα. Ὅλα αὐτὰ τὰ μαρτύρια τὰ ὑπέμεινε μὲ καρτερία καὶ στὸ τέλος μὲ κοντάρια ποὺ τὴν χτύπησαν παρέδωσε τὸ πνεῦμα, λαμβάνοντας τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, καὶ περνώντας στὴν αἰώνια ζωή.Τὸ ἄφθαρτο Λείψανο τῆς Μεγαλομάρτυρος Χριστίνας, ἄγνωστο πότε, μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Συρία ὅπου μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε σὲ Ναὸ πρὸς τιμήν της στὴν περιοχὴ τοῦ Ἱεροῦ Παλατῖου, ἀπ’ ὅπου ἀφαιρέθηκε κατὰ τὴν Φραγκοκρατία καὶ μεταφέρθηκε στὴ Βενετία. Τὸ 1252 μ.Χ. τὸ Λείψανο κατατέθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου στὸ Τορσέλλο καὶ τὸ 1340 μ.Χ. μεταφέρθηκε στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ματθαίου στὸ Μουράνο. Τὸ 1435 μ.Χ. ὁ Πάπας Εὐγένιος Δ΄ διέταξε τὴν μεταφορὰ τοῦ στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ἐπίσης στὸ Τορσέλλο. Τὸ 1793 μ.Χ. μεταφέρθηκε στὴ Μονὴ τῆς Μάρτυρος Ἰουστίνης Βενετίας καὶ τὸ 1810 μ.Χ. στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Φραγκίσκου τῆς Ἀμπέλου, ὅπου καὶ σήμερα φυλάσσεται, κατατεθημένο σὲ κρυστάλλινη λάρνακα. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της 24 Ιουλίου.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Η αγία Μαρία Μαγδαληνή μέσα από τις αναφορές της Καινής Διαθήκης



site analysis



Η αγία Μαρία Μαγδαληνή μέσα από τις αναφορές της Καινής Διαθήκης
              Η προσωπικότητα της αγίας Μαρίας Μαγδαληνής έχει παρεξηγηθεί  και παραποιηθεί από πολλούς παλαιότερα αλλά κυρίως στη σύγχρονη εποχή.
          ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ: Όπως δηλώνει το όνομά της καταγόταν από μία κωμόπολη της Γαλιλαίας, τα Μάγδαλα (Μθ 15,39).
        ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ: Έντεκα φορές αναφέρεται στα ευαγγέλια και πάντοτε απαριθμείται πρώτη με το επίθετο Μαγδαληνή,  ενώ  μόνο στο Ιω 19,25 δεν έχει την πρώτη θέση, διότι εκεί μνημονεύεται πρώτη η Παναγία μητέρα του Κυρίου. Συγκεκριμένα τα χωρία της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στην αγία Μαρία τη Μαγδαληνή είναι:
1. Κατά το κήρυγμα του Ιησού
- «Μαζί του ήταν και οι δώδεκα μαθητές του, καθώς και μερικές γυναίκες που είχαν θεραπευτεί από πνεύματα πονηρά και από ασθένειες, η Μαρία η ονομαζόμενη Μαγδαληνή, από την οποία ο Ιησούς είχε βγάλει επτά δαιμόνια….» (Λκ 8,2).

2. Στον σταυρό
-«Ανάμεσά τους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου». (Μθ 27,56)
-«Ήταν δε και μερικές γυναίκες, που παρακολουθούσαν τα γεγονότα, από μακριά, μεταξύ των οποίων ήταν και η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του νεωτέρου και του Ιωσή και η Σαλώμη». (Μρ 15,40_
-«Κοντά στον σταυρό του Ιησού στεκόταν η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η σύζυγος του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή»(Ἰω 19,25),
3. Στην ταφή
-«Ήταν δε εκεί η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, οι οποίες κάθονταν απέναντι στον τάφο» (Μθ 27,61)
-«Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχή, πού έβαλαν το σώμα του Κυρίου» (Μρ 15,47),
4. Στην ανάσταση
-«Μετά το Σάββατο, μόλις άρχισε να φωτίζει η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, για να ιδούν τον τάφο» (Μθ 28,1)
- «Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα, για να έλθουν να αλείψουν το σώμα του Ιησού»…..  «Αφού δε αναστήθηκε ο Ιησούς το πρωί της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρώτα στην Μαρία την Μαγδαληνή, από την οποίαν είχε βγάλει επτά δαιμόνια» (Μρ 16,1.9)
-«Η Μαρία η Μαγδαληνή, η Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και οι υπόλοιπες, που ήταν μαζί τους, είναι οι γυναίκες που είπαν αυτά στους Αποστόλους» (Λκ 24,10)
-«Νωρίς την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι, η Μαρία η Μαγδαληνή ήλθε στο μνημείο, και είδε ότι ο λίθος είχε αφαιρεθεί από το μνήμα». (Ιω, 20, 1 – 2)
- Και στον Ιωάννη, 20,10 – 18, όπου περιγράφεται η συνάντηση της Μαρίας της Μαγδαληνής με τους δυο αγγέλους και τον αναστημένο Ιησού, που τον πέρασε για τον κηπουρό.
Δεν υπάρχει, όπως είδαμε, πληροφορία στην Καινή Διαθήκη που να αναφέρει ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν ιερόδουλη ή σύζυγος του Ιησού.  Παρόλα αυτά όμως στη Δύση, μία ακόμα παπική πλάνη ταύτισε την  αγία  με τη μετανοημένη ιερόδουλη του Ευαγγελίου που άλειψε με ακριβό μύρο τα πόδια του Ιησού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της (Λουκ. 7, 36-50 & Ματθ. 26,6-16), στο σπίτι του Σίμωνα του φαρισαίου. Την πλάνη  αυτή  ακολούθησαν διάφοροι συγγραφείς και σεναριογράφοι από τον Καζαντζάκη μέχρι τον Νταν Μπράουν.
              ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΥΣΗΣ: Εκείνο που πρέπει να τονισθεί  είναι ότι εκτός από διάφορους αντιχριστιανικούς λόγους που δείχνουν ότι πραγματικός στόχος, δεν ήταν  η Μαγδαληνή, αλλά ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός, με σκοπό  τον κλονισμό και την άρση της πίστεως των ανθρώπων στην Θεότητα του Κυρίου, υπάρχουν και οι παρακάτω λόγοι :
Ο πρώτος λόγος  σύγχυσης  υπήρξε ο αυθαίρετος ταυτισμός του προσώπου της αγίας με την ανώνυμη  αμαρτωλή γυναίκα της διηγήσεως του Ευαγγελιστή Λουκά (Λκ.7,36-50) που άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου. Ο  Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει : «Και γυνή ήτις ην αμαρτωλός εν τη πόλει» και στο επόμενο κεφάλαιο (Λουκ. η', 1-3), αναφέρεται στην αγία Μαρία την Μαγδαληνή και στη θεραπεία της από τον Ιησού. Αν η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν η αμαρτωλός γυνή, ο Ευαγγελιστής Λουκάς δεν θα απέκρυπτε το όνομά της, γιατί παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα και ονομαστικά γι' αυτήν και για την θεραπεία της από τα δαιμόνια.
            Ο  δεύτερος  λόγος  σύγχυσης  υπήρξε η εσφαλμένη ερμηνεία της θεραπείας  της αγίας από τα επτά δαιμόνια. Όμως ούτε ο Ευαγγελιστής Μάρκος ούτε ο Ευαγγελιστής Λουκάς υπονοούν ότι τα επτά δαιμόνια ήταν  αμαρτήματα. Η Καινή Διαθήκη κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των δαιμονισμένων και των αμαρτωλών. Δεν θεωρεί υποχρεωτικά δαιμονισμένο κάθε αμαρτωλό ούτε αμαρτωλό κάθε δαιμονισμένο.
             Τρίτος λόγος  σύγχυσης είναι εξαιτίας  της συνωνυμίας με τη Μαρία, την αδελφή της Μάρθας και του Λαζάρου. Μάλιστα κατά μία εκδοχή, έγινε η ταύτιση – σύγχυση  της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου με την Μαρία τη Μαγδαληνή, επειδή στις 4 Μαΐου, η εκκλησία μας τιμά, την ανακομιδή των λειψάνων, και του Λαζάρου αλλά και της Μαρίας της Μαγδαληνής.
               Η  ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ:  Η αγία Μαρία Μαγδαληνή σύμφωνα με τη μαρτυρία της Καινής Διαθήκης υπήρξε αφοσιωμένη μαθήτρια του Κυρίου και η ηλικία της ήταν άνω των 50-60 ετών και όχι νεαρή όπως την παρουσιάζουν τα διάφορα μυθιστορήματα. Αυτό  συμπεραίνεται  από το ότι οι  υπόλοιπες μαθήτριες του Χριστού,  ανάμεσα στις οποίες κατείχε ηγετική θέση είχαν ηλικία ως μητέρες που ήταν γύρω στα 50 με 60 χρόνια, αφού ήταν μητέρες των μαθητών του Χριστού, που και εκείνοι θα ήταν περίπου 30-35 ετών.
                 ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΕΣ:  Αξιώθηκε να συναντηθεί πρώτη με τον αναστημένο Χριστό. Στη συνέχεια τιμήθηκε από τον Κύριο με το να γίνει απόστολος στους αποστόλους Του, κήρυκας στους μαθητές Του, ευαγγελίστρια στους Ευαγγελιστές. Γνωστοποίησε πρώτη δηλαδή στον κύκλο των μαθητών Του την έγερσή Του από τον τάφο (Ι. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Ομιλία Πστ').        
 Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη της αγίας Μυροφόρου και ισαποστόλου Μαρίας Μαγδαληνής στις 22 Ιουλίου και την τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα (των Μυροφόρων).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την αγία Μαρία Μαγδαληνή



site analysis



Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την αγία Μαρία Μαγδαληνή
Κωνσταντίνος Ι. Αντωνόπουλος, θεολόγος 
            Στο παλαιοδιαθητικό ποίημα του βιβλίου των Παροιμιών με τίτλο “Η ἀνδρεία γυναίκα”  (Πρμ 29,10-31) και στο ερώτημα “Γυναίκα ανδρεία ποιός θ᾿ ανακαλύψει; Αυτή είναι πολυτιμότερη κι απ᾿ τά πολύτιμα πετράδια” είναι σαν να δίνει απάντηση ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν χαρακτηρίζει την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή «σπουδαιοτάτη», «τέτραθλος καὶ ἀνδρεία γυνή» (Ι. Χρυσοστόμου λόγος 40).
          Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος ερμηνεύοντας τα Ευαγγέλια, ξεκαθαρίζει ποιες και πόσες ήταν οι γυναίκες που ά­λειψαν με μύρα την κεφαλή και τα πόδια του Κυρίου και ότι δεν έχουν καμία  σχέση με την αγία Μαρία Μαγδαληνή. Ο άγιος μάλιστα έχει γράψει και Λόγους με θέμα την πόρνη γυναίκα που μετανόησε και η οποία είναι ένα πρόσωπο άγνωστο και ανώνυμο. ( Ι. Χρυσοστόμου Ερμηνεία στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία Π' και Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Ομιλία Ξβ'- «Εις την πόρνην και εις τον Φαρισαίον, τη αγία και μεγάλη Τετάρτη». Ρ.G. τόμ. 59, 531. ).


          Στην ερμηνεία του στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο αναφέρεται στην  αγία Μαρία Μαγδαληνή που μόνη της μέσα στη νύχτα ξεκινά να πάει πρώτη στον Τάφο και  γράφει «πάνυ γαρ περί τον Διδάσκαλον φιλοστόργως έχουσα...» (Ομιλία ΠΕ').  Καθώς φτάνει, βρίσκει τον Τάφο αδειανό, τον λίθο αποκεκυλισμένο. Και τότε σκέφτεται ότι κάποιοι έκλεψαν το Άγιο Σώμα του Ιησού (Ιω. κ', 1). «Το ασθενέστερον γένος ανδρειότερον εφάνη τότε», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
        Στην 86η Ομιλία του ερμηνεύει την αγγελοφάνεια και την πρώτη εμφάνιση του αναστάντος ως προνόμιο της πονεμένης γυναίκας, της οποίας η ανάγκη για παρηγοριά ήταν μεγάλη. Για τον θρήνο μάλιστα της Μαρίας της Μαγδαληνής έξω από τον Τάφο γράφει: «Το γυναικείο φύλο διακρίνεται κατά κάποιον τρόπο για την λεπτότητα των αισθημάτων του και έχει μεγαλύτερη τάση προς οίκτο. Αυτό το λέγω, για να μην απορήσεις, γιατί τέλος πάντων, η Μαρία θρηνούσε πικρά στον τάφο, ενώ ο Πέτρος δεν έκανε κάτι παρόμοιο... Οι μαθητές, λοιπόν, έφυγαν για να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα, ενώ εκείνη στάθηκε κοντά στον τάφο. Ήταν μεγάλη παρηγοριά να βλέπει το μνήμα. Να, την κοιτάζεις, που σκύβει και θέλει να δει τον τόπο όπου βρισκόταν το σώμα, προκειμένου να παρηγορηθεί; Γι' αυτό και έλαβε μεγάλο μισθό, γι' αυτήν την μεγάλη φροντίδα της. Γιατί εκείνο που δεν είδαν οι Μαθητές, το είδε πρώτη η γυναίκα. Είδε δηλ. δύο Αγγέλους, να κάθονται ο ένας προς το μέρος των ποδιών και ο άλ­λος προς το μέρος της κεφαλής, με λευκή ενδυμασία και το πρόσωπο γεμάτο από πολλή φαιδρότητα και χαρά» ( Ι. Χρυσοστόμου Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, Ομιλία Πστ')
        Την περικοπή  του Κατά Ιωάννη 20 την παρουσιάζει ο Χρυσόστομος σαν μια εισαγωγή της Μαγδαληνής στο μυστικό της πίστης: ούτε ο κενός τάφος ούτε τα μόνα οθόνια, ακόμη και αυτή η εμφάνιση του αγγέλου ή του Κυρίου δεν επιτρέπουν στη Μαρία Μαγδαληνή να κατανοήσει τα πράγματα. Μόλις ο αναστημένος Κύριος την καλεί με το όνομά της, τότε μόνο μπορεί να πιστέψει ότι εκείνος ζει. Την ορθή ερμηνεία του «μη μου άπτου» δίνει ο ιερός Χρυσόστομος λέγοντας ότι ο Κύριος, θέλει να την διδάξει ότι είναι πλέον στη δόξα του, ότι αυτός είναι ο Θεός και ανήκει τόσο σ ‘ αυτήν όσο και σ‘ ολόκληρο τον κόσμο, ότι πρέπει να πλησιάζει μ’ ένα άλλο φρόνημα. Υψώνει το νου της στα υψηλότερα, έμμεσα και σιγά-σιγά, λέγοντας ότι «δεν ανέβηκε ακόμη στον Πατέρα του». Έτσι, επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος, δείχνει ότι εκεί, στον Πατέρα, σκοπεύει και σπεύδει να πάει. «Τον δε εκεί μέλλοντα απιέναι και μηκέτι μετά ανθρώπων στρέφεσθαι, ουκ έδει μετά της αυτής οράν διανοίας, ης και προ τούτου» (Εις Ιωάννην, Ομιλία 86,2• ΕΠΕ 14,704).
       Στο τέλος της ομιλίας του, ο Ιωάννης Χρυσόστομος εξάγει το συμπέρασμα ότι η Μαρία Μαγδαληνή έλαβε προσωπικά από τον Κύριο την εντολή να αποβεί η παραμυθία των μαθητών με τον ευαγγελισμό της εμφάνισής Του και των λεγομένων Του: «απήγγειλε δε και την όψιν και τα ρήματα, άπερ ικανά ην αυτούς παραμυθήσασθαι».
       Αξιώθηκε έτσι η αγία Μαρία να συναντηθεί πρώτη με τον αναστημένο Χριστό και στη συνέχεια τιμήθηκε από τον Κύριο με το να γίνει απόστολος στους αποστόλους Του, κήρυκας στους μαθητές Του, ευαγγελίστρια στους Ευαγγελιστές. Γνωστοποίησε πρώτη δηλαδή στον κύκλο των μαθητών Του την έγερσή Του από τον τάφο (Ι. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Ομιλία Πστ').         

Αγία Μαρκέλλα



Η Αγία Μαρκέλλα η Χιοπολίτιδα

Η Αγία Μαρκέλλα η Χιοπολίτιδα
Η μακαρία και άσπιλη νύμφη του Χριστού Μαρκέλλα καταγόταν από τη νήσο Χίο. Γεννήθηκε στο χωριό Βολισσός από γονείς Χριστιανούς και ευκατάστατους. Είναι άγνωστη η χρονική περίοδος της ζωής της.  Περίπου το 300 μ.Χ. αναγνωρίζεται και κηρύσσεται Αγία και μάρτυς στο νησί της Χίου, αφού τέλεσε και τελεί θαύματα σε όσους με πίστη ζητούν τη μεσιτεία της.
Η ευλογημένη Μαρκέλλα ήταν μοναχοκόρη και από πολύ μικρή έμεινε ορφανή από μητέρα. Ο πατέρας της την αγαπούσε ιδιαίτερα και ήθελε, ως άρχοντας που ήταν, να τη μεγαλώσει όσο καλύτερα μπορούσε. Την κρατούσε μακριά από συναναστροφές που θα μπορούσαν να βλάψουν την αγνή ψυχή της. Μέρα και νύχτα ήταν κοντά της. Εκείνη σεμνή, φιλόθρησκη, φίλεργη, καταγινόταν με τα οικιακά και με την προσευχή που είχε διδαχτεί από τη μητέρα της. Έτρεφε μεγάλο σεβασμό και αγάπη για τον πατέρα της. Τον παρηγορούσε και τον συμπονούσε. Όσο μεγάλωνε αποκτούσε όλα τα χαρίσματα της μητέρας της. Το φυσικό της κάλλος, η καλοσύνη της και οι αρετές της ήταν μοναδικά και οι συγχωριανοί της την αγαπούσαν πολύ.
Ξαφνικά ο πατέρας της έπεσε σε μεγάλη μελαγχολία. Έγινε σκληρός απέναντί της και άρχισε να τη στενοχωρεί χωρίς λόγο. Η Αγία Μαρκέλλα με δάκρυα προσευχόταν για τη θεραπεία του. Κλαίγοντας την έπαιρνε ο ύπνος εμπρός στην εικόνα της Παναγίας για να ξυπνά απότομα από τις άγριες φωνές του πατέρα της, οποίος είχε κυριευθεί από το δαιμόνιο της πορνείας. Πλέον η συνείδησή του ήταν διεστραμμένη και δεν έβλεπε τη Μαρκέλλα σαν κόρη του, αλλά σαν γυναίκα. Έκανε αισχρούς λογισμούς, τους οποίους προσπαθούσε να πολεμήσει χωρίς να τα καταφέρει. Άρχισε να της μιλά γλυκά και η Μαρκέλλα νόμισε ότι θεραπεύτηκε και με δάκρυα χαράς ευχαριστούσε την Παναγία. Όμως σύντομα αντιλήφθηκε τους σκοπούς του, καθώς και τον κίνδυνο που διέτρεχε τόσο για την τιμή, όσο και για τη ζωή της.
Προσπαθούσε να τον αποφεύγει όσο ήταν δυνατόν και οι γείτονες που είχαν καταλάβει τι συνέβαινε δε μιλούσαν πια στον κυριευμένο από το πάθος άρχοντα. Μια ημέρα ένας βοσκός που βοσκούσε τα πρόβατά του στο ακρωτήρι του χωριού άκουσε θόρυβο. Ξαφνικά είδε ένα κορίτσι ξυπόλυτο, αναμαλλιασμένο, με το φόρεμα σκισμένο να τρέχει και να κρύβεται σε μια μεγάλη βάτο, αψηφώντας τα αγκάθια της. Αμέσως άκουσε καλπασμό αλόγου. Ήταν ο πατέρας της που την έψαχνε σε έξαλλη κατάσταση. Ρώτησε το βοσκό αν την είδε και εκείνος από φόβο προς τον άρχοντα του έδειξε τη βάτο. Άρχισε να τη φωνάζει, αλλά εκείνη δεν έβγαινε. Τότε χωρίς δισταγμό έβαλε φωτιά στη βάτο για να την αναγκάσει να εξέλθει. Όταν οι φλόγες κύκλωσαν την άμοιρη κόρη, τότε εκείνη πέρασε, χωρίς να σκεφτεί τα αγκάθια καταματωμένη από το άλλο μέρος και πριν προλάβει ο πατέρας της, άρχισε να τρέχει πίσω στα μυτερά βράχια της ακροθαλασσιάς. Προσευχόμενη συνέχεια, έτρεχε, ενώ το αίμα κυλούσε από όλο το σώμα της. Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα τρομερό πόνο στο πόδι. Σταμάτησε, έβγαλε τη σαΐτα που της κάρφωσε ο πατέρας της και συνέχισε να τρέχει, ενώ πυκνό αίμα ανέβλυζε από την πληγή της. Τα βράχια κοκκίνισαν από το αίμα της μάρτυρος Μαρκέλλας. Τα αιματόχροα χαλίκια, που σώζονται μέχρι σήμερα και τα χρησιμοποιούν οι πιστοί για ιαματικούς σκοπούς, δείχνουν τη μαρτυρική πορεία της αγνής κόρης. 
Ο διεστραμμένος πατέρας της πλησίαζε και η Αγία Μαρκέλλα συνέχισε να προσεύχεται στην Παναγία μην αντέχοντας άλλο. Την ίδια στιγμή έγινε το θαύμα. Ο βράχος που πατούσε χώρισε στα δύο και δέχθηκε μέχρι τη μέση το αγνό σώμα της κόρης. Ο πατέρας της έβγαζε αφρούς από το στόμα και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και δαιμονισμένα. Απεγνωσμένα προσπαθούσε να τραβήξει έξω από το βράχο τη Μαρκέλλα. Ο βράχος όμως αντιστεκόταν, πιο στοργικός από την καρδιά του άσπλαχνου πατέρα και δεν του παρέδιδε την κόρη. Τότε ο θολωμένος πατέρας της, τράβηξε το μαχαίρι του και με λύσσα έκοψε τους μαστούς της. Το αίμα πήδηξε από το στήθος της κόρης του και τον περιέλουσε. Μεθυσμένος από το ακόρεστο πάθος του, την άρπαξε από τα μαλλιά, της έκοψε το κεφάλι και το πέταξε στη θάλασσα. Αμέσως η φύση αγρίεψε. Η θάλασσα, στο μέρος που έπεσε το κεφάλι της συνετής παρθένου, κοκκίνισε. Ο παιδοκτόνος το έβαλε στα πόδια και άρχισε να τρέχει σαν δαιμονισμένος. 
Μετά από πολλά χρόνια στο μέρος της βάτου οι Χριστιανοί έκτισαν έναν ωραίο Ναό προς τιμήν της Παρθενομάρτυρος Μαρκέλλας, ενώ ο Θεός ευλόγησε το σημείο που έγινε το έγκλημα, με ένα θαυματουργό αγίασμα, μια πηγή που αναβλύζει διαρκώς ιαματικό νερό για κάθε πάθηση. Στον τόπο του μαρτυρίου με δέος προσέρχονται οι προσκυνητές από όλη τη Χίο, την Ελλάδα και το εξωτερικό για να θεραπευθούν. Το νερό πάνω στα βράχια αυτά, όταν ο ιερέας διαβάζει τον αγιασμό, αρχίζει να βράζει. Μόλις ο ιερέας αρχίζει να ψάλλει την Παράκληση της Αγίας αρχίζουν να ανεβαίνουν φυσαλίδες και ταυτόχρονα το νερό γίνεται θερμό, οπότε και λαμβάνουν από αυτό οι Χριστιανοί προς ίαση των ασθενειών τους, επικαλούμενοι τη βοήθειά της.    
Η Παρθενομάρτυς Αγία Μαρκέλλα τέλεσε και τελεί μέχρι σήμερα πολλά θαύματα.  Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της την 22 Ιουλίου.

Πηγή υλικού
Βίοι Αγίων, Η Αγία Μαρκέλλα, Έκδοση Ορθοδόξου Ιδρύματος «Απ. Βαρνάβας»

Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

Βίος και πολιτεία της Αγίας ενδόξου Πανευφήμου Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής.



site analysis


Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ, οι δε εμέ ζητούντες ευρίσκουσι χάριν και δόξαν. Ηγάπησαν βεβαίως πάντες οι Άγιοι τον Θεόν, και δια τούτο εύρον χάριν και δόξαν παρ’ αυτού. Χάριν μεν εύρον διότι τα σώματα αυτών, κείμενα εν τοις μνήμασι, αναβλύζουσι μύρα και θαύματα επιτελούσιν εις τους ορθώς και μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτούς. Δόξαν δε έλαβον την ουράνιον εκείνην του Θεού, εις την Βασιλείαν των ουρανών. Διότι πόσην δόξαν θέλουσιν έχει οι Άγιοι, όταν ακούσωσι παρά του Χριστού το «Ευ δούλοι αγαθοί, επί ολίδα ήτε πιστοί, επί πολλών καταστήσω υμάς, εισέλθετε εις την βασιλείαν μου»; Ίδετε τι κέρδος έχουσι οι ζητούντες το θέλημα αυτού και τας εντολάς αυτού τηρούντες. Ούτοι είναι μακάριοι, ούτοι θέλουσιν ίδει τον Θεόν, ούτοι θέλουσιν εύρει την χάριν αυτού και την δόξαν. Εκ τούτων μία υπάρχει και η ένδοξος Μαρία η Μαγδαληνή, διότι αύτη τον Θεόν εζήτησε και ηγάπησεν αυτόν· διο χάριν εύρε και δόξαν αυτού, και εγένετο Αγία και Ισαπόστολος.

Εις πολλούς δε τόπους το όνομα το άγιον αυτού εκήρυξε, και Μυροφόρος εγένετο, και θαυματουργός κατέστη, και τους πόδας του Κυρίου εφίλησε, και πολλά πράγματα εύρομεν εις τας αγίας Γραφάς δι’ αυτής. Αλλά και οι τέσσαρες Ευαγγελισταί δοξάζουσι αι επαινούσιν αυτήν, περί της αγάπης και της πίστεως, την οποίαν είχεν εις τον Χριστόν.

Αύτη λοιπόν η Μαρία ήτο από τα Μάγδαλα, πόλιν ήτις έκειτο εις το οροθέσιον της Συρίας, πλουσία σφόδρα και ωραία την όψιν και το κάλλος. Ο πατήρ της ωνομάζετο Σύρος, η δε μήτηρ της Ευχαριστία. Ούτοι ήσαν ονομαστοί και ένδοξοι εις πάντα, και κατά την ευγένειαν περιφανείς και κατά τον πλούτον περίβλεπτοι. Αύτη λοιπόν η μακαρία ακούσασα περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού, ότι ευρίσκεται εις Ιεροσόλυμα, όπου διδάσκει και θαύματα πολλά ποιεί, τυφλούς φωτίζει, λεπρούς καθαρίζει, νεκρούς ανιστά και δαιμονιζομένους θεραπεύει, καταλιπούσα τα Μάγδαλα, ήλθεν εις Ιερουσαλήμ ζητούσα τον Κύριον, τον οποίον ευρούσα ηκολούθει εις αυτόν ψυχικώς τε και σωματικώς· μαθήτρια δε αυτού γίνεται, και χάριν ευρίσκει μεγάλην παρ’ αυτώ. Ηνωχλείτο δε αύτη η Μαρία η Μαγδαληνή υπό δαιμονίων επτά, και δια της Χριστού χάριτος λυτρούται και απαλλάττεται αυτών και ιατρεύεται.

Δαιμόνια δε ακούων επτά, εννόει τα των επτά αρετών υπάρχοντα εναντία πνεύματα. Δηλαδή πνεύμα αφοβίας Θεού, πνεύμα ασυνεσίας, πνεύμα αγνωσίας, πνεύμα ψεύδους, πνεύμα κενοδοξίας, πνεύμα επάρσεως, πνεύμα κάλλους. Ταύτα πάντα είναι εναντία και αντίπαλα πασών των αρετών. Καθότι πάσα αμαρτία έχει τον δαίμονα, ήτοι το ενεργούν αυτήν πνεύμα. Εκ τούτων λοιπόν των επτά πνευμάτων, τα οποία είχεν η μακαρία, ελύτρωσεν αυτήν ο Κύριος και εθεράπευσεν. Απαλλαγείσα λοιπόν η μακαρία Μαρία πάσης κακίας ενέδυσεν εαυτήν με το ένδυμα της αγαθότητος και ηκολούθησε τον Χριστόν ως μαθήτρια και Διάκονος, μέχρι του πάθους αυτού· και τα του κόσμου άπαντα φθαρτά εις ουδέν λογισαμένη, και πλούτον και δόξαν και ωραιότητα και ει τι έτερον όμοιον με ταύτα βδελυξαμένη παντελώς, εγένετο Μυροφόρος ομού μετ’ άλλων γυναικών, δια την αιτίαν δε ταύτην ηγάπησεν αυτήν ο Δεσπότης Χριστός. Αλλά και η Υπεραγία Θεοτόκος προσέλαβεν αυτήν σύντροφον και συνοδοιπόρον, όταν επορεύετο εις τον τάφον. Αύτη πρώτη των άλλων Μυροφόρον είδε την Ανάστασιν του Κυρίου μετά της Θεοτόκου, και εφίλησε τους πόδας του Κυρίου και εψηλάφησεν αυτόν. Αλλά και εν τω καιρώ της Αναστάσεως είδε το μεσονύκτιον Άγγελον ως αστραπήν, ο οποίος εκύλισε τον λίθον του μνήματος και τότε έσπευσε να ευαγγελισθή εις τους Μαθητάς και Αποστόλους την Ανάστασιν του Κυρίου ειπούσα και εις αυτόν τον Πέτρον το χαρμόσυνον άγγελμα.

Αύτη η Αγία κατά την ημέραν της Αγίας Αναστάσεως ήλθε πολλάκις εις το μνημείον μεθ’ ετέρων γυναικών, δεικνύουσα τον τάφον κενόν. Ακόμη δε και μαζί με τον Πέτρον και τον Ιωάννην ήλθεν εις το μνημείον· έπειτα δε πάλιν είδε δύο Αγγέλους κατά την ημέραν εκείνην εις τον τάφον, ένα προς την κεφαλήν, και ένα προς τους πόδας, οίτινες και ελάλησαν εις αυτήν λέγοντες· «Τίνα ζητείς»; Αλλά και τον Κύριον είδε νομίσασα αυτόν ως κηπουρόν· διο και ωνειδίσθη παρά Κυρίου και ήκουσε το «Μη μου άπτου», όταν εγνώρισεν αυτόν. Μετά δε ταύτα ήτο εις Ιεροσόλυμα ομού με άλλας γυναίκας, έως της Αναλήψεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τούτων ούτως εχόντων, όταν συνεπληρώθη η Πεντηκοστή, κατά την οποίαν εγένετο η επιφοίτησις του Αγίου Πνεύματος, οι μεν Απόστολοι επορεύθησαν εις το κήρυγμα, η δε Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, σφοδροτέραν αγάπην προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επιδεικνύουσα, επορεύθη εις την Ρώμην προς τον Καίσαρα, φέρουσα αναφοράν προς αυτόν, ήτις έλεγεν· «Ο Πιλάτος τον οποίον απέστειλας εις Ιερουσαλήμ ηγεμόνα, έκαμε κρίσιν άδικον εις τον Ιησούν τον Υιόν της Μαρίας, ο οποίος εποίει σημεία μεγάλα και τέρατα εις τον λαόν, δίδων εις τους τυφλούς ανάβλεψιν, εγείρων τους νεκρούς, καθαρίζων τους λεπρούς, εκβάλλων δια μόνου του λόγου δαιμόνια και απλώς, πάσαν νόσον θεραπεύων. Οι δε αρχιερείς Άννας και Καϊάφας, δια ζήλον και φθόνον παρέδωκαν αυτόν εις τον ηγεμόνα Πιλάτον, όστις πολλά εξετάσας αυτόν και μηδέν άξιον θανάτου ευρών εις αυτόν εσταύρωσεν αυτόν. Τότε η κτίσις ιδούσα την αδικίαν εσαλεύθη, ο ήλιος ημαύρωσε τας ακτίνας, η δε σελήνη μετεβλήθη εις σκότος, η γη εσείσθη, αι πέτραι διερράγησαν, το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη από άνωθεν έως κάτω, και οι νεκροί ανέστησαν». Ταύτα ακούσας ο Καίσαρ, και ότι εγένετο κατ’ εκείνην την ώραν σκότος, το οποίον εγένετο εις όλον τον κόσμον, και γράψας τον καιρόν, εγνώρισεν ότι το αληθές λέγει η γυνή. Όθεν παραχρήμα γράφει εις Ιερουσαλήμ, όπως έλθη ο Πιλάτος εις την Ρώμην, ομοίως να έλθουν ταχέως και οι αρχιερείς του ενιαυτού εκείνου Άννας και Καϊάφας. Και ο μεν Καϊάφας λέγουσιν ότι απέθανεν εις την Κρήτην, ο δε Άννας ανήλθεν εις Ρώμην. Τότε ο Καίσαρ εξέδωσεν απόφασιν δι’ αυτόν, ίνα εκδάρωσι μίαν βουβάλαν, και με το νωπόν αυτής δέρμα τυλίξωσιν αυτόν, ούτω δε τυλιγμένον στήσωσιν αυτόν εις τον ήλιον. Τούτου λοιπόν γενομένου έσφιγξεν αυτόν το δέρμα και απέρρηξεν οδυνηρώς την ελεεινήν αυτού ψυχήν. Δια δε τον Πιλάτον επρόσταξεν ο βασιλεύς να τον φέρωσιν προ του βήματος αυτού, ίνα απολογηθή δια το κακόν το οποίον έκαμεν. Είχε δε ο βασιλεύς την εξής συνήθειαν, ότι ουδείς άξιος θανάτου επετρέπετο να ίδη το πρόσωπον αυτού, εάν δε και έβλεπεν αυτό, συνεχωρείτο εκ του θανάτου.

Επειδή λοιπόν έμελλεν ο Πιλάτος να ίδη το πρόσωπον του βασιλέως και να ερωτηθή υπ’ αυτού, πως εθανάτωσεν αδίκως τον ποιήσαντα τοσαύτα θαύματα και τέρατα εις τον λαόν, εποίησε πρώτον απόφασιν, ότι καν ίδη το πρόσωπον αυτού ο Πιλάτος, ουδεμίαν ελευθερίαν θέλει έχει. Καθίσαντος λοιπόν του Καίσαρος επί του βήματος, παρίσταται ο Πιλάτος, τον οποίον ιδών ο Καίσαρ εστάθη όρθιος (διότι τόσον εδοξάσθη ο Πιλάτος). Ήτο δε εκεί παρούσα και η Μαρία η Μαγδαληνή, ήτις ως είδε τούτον λέγει προς τον Καίσαρα· «Γίνωσκε, κύριε Καίσαρ, ότι ο Πιλάτος φορεί το ιμάτιον του δικαίου εκείνου, του αδίκως σταυρωθέντος υπ’ αυτού, δια τούτο και απήλαυσε τοιαύτης τιμής». Να δικάζη δηλαδή αυτόν ο Καίσαρ ιστάμενος όρθιος. Είχε δε πράγματι αγοράσει ο Πιλάτος τον ιματισμόν του Ιησού, τον άνωθεν υφαντόν και άρραφον, τον οποίον έπλεξε δια των ιδίων της χειρών η Παρθένος Μαρία. Τον ιματισμόν αυτόν ηγόρασεν ο Πιλάτος από τους στρατιώτας. Διότι οι στρατιώται κατά τον καιρόν της Σταυρώσεως διεμοιράσθησαν μεταξύ των τα ιμάτια του Ιησού και έλαβον έκαστος ανά εν μέρος. Επειδή όμως το εξωτερικόν ένδυμα ήτο από επάνω έως κάτω υφαντόν, χωρίς καμμίαν ραφήν, δια να μη το καταστρέψωσιν, είπον μεταξύ των· «Μη σχίσωμεν αυτό, αλλά βάλωμεν κλήρους τίνος λάχοι». Τούτον λοιπόν τον ιματισμόν ηγόρασεν ο Πιλάτος και ενεδύθη αυτόν έσωθεν των ιματίων αυτού προς βοήθειαν, δια τούτο είπεν η Μαγδαληνή Μαρία· «κύριε Καίσαρ, ο Πιλάτος φορεί το ιμάτιον του δικαίου ανθρώπου εκείνου του αδίκως σταυρωθέντος υπ’ αυτού». Εκδύσαντες τότε τον Πιλάτον εύρον τον ιματισμόν του Ιησού, καθώς είπεν η Μαρία, και τον εξέβαλον εξ αυτού. Τότε ενεδύθη πάλιν ο Πιλάτος τα ιμάτιά του, αλλ’ εστερήθη πλέον της προτέρας τιμής. Ήρχισε λοιπόν να ερωτά αυτόν ο Καίσαρ, λέγων εις αυτόν· «Πως ετόλμησας να τελέσης τοιούτον άδικον φόνον εις τον Ιησούν; Δεν ήκουσας τα θαύματα τα οποία εποίησεν εις πάσαν την Ιερουσαλήμ και εις τα όρια εκείνα, ένδοξα όλα και θαυμάσια; Τυφλούς εφώτισε, λεπρούς εκαθάρισε, νεκρόν ανέστησε τετραήμερον ονόματι Λάζαρον, και άλλα όσα τεράστια και τας ακοάς υπερβαίνοντα εποίησεν; Ποίαν λοιπόν αιτίαν εύρες κατ’ αυτού, και εποίησας ταύτην την αδικίαν και παρανομίαν»; Απεκρίθη τότε ο Πιλάτος και λέγει προς τον Καίσαρα· «κύριε Καίσαρ, ονομαστέ και θαυμαστέ, οι αρχιερείς και οι γραμματείς των Ιουδαίων παρέδωκαν εις εμέ αυτόν, λέγοντες και βοώντες, ότι δεν τηρεί το Σάββατον, ότι παραβαίνει τον νόμον του Μωυσέως, ότι κωλύει τα τέλη και τους φόρους σου του Καίσαρος, και εξεγείρει τον όχλον· και εγώ τούτον ακούσας, πολλάκις είπον προς αυτούς· λάβετε αυτόν υμείς, και κατά τον ιδικόν σας νόμον κρίνατε. Οι δε ήρχισαν με μεγάλην φωνήν να κράζουν· θανάτωσον αυτόν, διότι είναι άξιος θανάτου· ότι και εαυτόν Υιόν Θεού εποίησε, και άλλους λόγους πολλούς είπεν άπας ο λαός κατά του κράτους σου λέγων, ότι εάν δεν σταυρώσης αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος· και ότι πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών, αντιλέγει εις τον Καίσαρα. Ταύτα και τα τοιαύτα ακούσας εγώ περί του κράτους και της εξουσίας σου, ηγωνιζόμην πολύ να απολύσω αυτόν. Ιδών δε ότι ουδέν ωφελούμαι, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται εις τον λαόν, έκρινα να παραδώσω τον Ιησούν εις θάνατον· ταύτα δε έπραξα δια τον φόβον σου». Τότε ο Καίσαρ λέγει προς τον Πιλάτον· «Άθλιε και ταλαίπωρε, επειδή εξουσίαν είχες να απολύσης αυτόν, τίνος ένεκεν δεν τον απέλυσας»; Διέταξε τότε να βάλωσι τον Πιλάτον εις φυλακήν, έως ου σκεφθή δια ποίου πικρού θανάτου να θανατώση αυτόν, δια την άδικον δίκην, την οποίαν έκαμε κατά του Ιησού, του δικαίου εκείνου και αναμαρτήτου· τότε οι του Καίσαρος υπηρέται, παραλαβόντες τον Πιλάτον, ωδήγησαν αυτόν εις την εξωτερικήν φυλακήν· διότι αι φυλακαί της Ρώμης ήσαν έξωθεν της πόλεως. Χρονοτριβήσαντες δε του Πιλάτου εις την φυλακήν εφρόντιζον επιμελώς οι γνώριμοι και οι γνήσιοι φίλοι αυτού να λυτρώσωσιν αυτόν εκ της ζοφεράς εκείνης φυλακής· αλλά δεν ετόλμων να ομιλήσωσι περί αυτού εις τον Καίσαρα. Πλην μίαν των ημερών, δια να εύρωσιν αφορμήν, ωργάνωσαν κυνήγιον έξω της Ρώμης πλησίον της φυλακής, εις την οποίαν ήτο φυλακισμένος ο Πιλάτος. Εις το κυνήγιον δε αυτό θα επήγαιναν ομού μετά του Καίσαρος, παρήγγειλαν δε εις τον Πιλάτον, όταν ίδη τον Καίσαρα εκεί πλησιάσαντα, να κύψη εκ της θυρίδος ικετεύων και παρακαλών όπως τύχη ελέους. Όταν λοιπόν ήρχισαν να κυνηγούν τα εκεί συνηγμένα ζώα, ήτοι λαγωούς, ελάφους και ει τι έτερον γένος των ζώων έτυχε να ευρίσκεται εις εκείνην την πεδιάδα, μία έλαφος, ωραιοτέρα όλων των άλλων, εμφανισθείσα εις το μέσον, ήρχισε να τρέχη φεύγουσα δι’ όλων αυτής των δυνάμεων. Ελθούσα δε επάνω του τείχους της φυλακής, εστάθη εκεί. Ταύτην ιδών ο Καίσαρ, ευθύς την κατεδίωξε και ηγωνίζετο όπως δια παντός τρόπου συλλάβη αυτήν. Τότε ο Πιλάτος έκυψεν εκ της θυρίδος, ίνα ικετεύση τον Καίσαρα, την στιγμήν όμως εκείνην ο Καίσαρ είχε φθάσει πλησίον της ελάφου και έρριψε κατ’ αυτής το βέλος του, φυγόν δε τούτο από της χειρός αυτού έκρουσε τον Πιλάτον εις το μέσον της καρδίας και ούτως ετελειώθη δια πικρού θανάτου.
Ταύτα μεν ούτως έχουν, ημείς δε εις το προκείμενον επανέλθωμεν. Έρχεται λοιπόν και πάλιν η Μαγδαληνή Μαρία, εις Ιερουσαλήμ, εύθυμος ούσα διότι εποίησε την εκδίκησιν του Κυρίου, εκεί δε εγένετο μαθήτρια και ακόλουθος του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Μετά δε χρόνους δεκατέσσαρας από της Χριστού Αναλήψεως, οι μεν Απόστολοι επορεύθησαν εις το κήρυγμα του Κυρίου, όπως κηρύξωσιν εις πάντα τον κόσμον το όνομα αυτού, την ένσαρκον οικονομίαν και την Αγίαν αυτού Ανάστασιν. Η δε Μαγδαληνή Μαρία παρεδόθη υπό του Αποστόλου Πέτρου εις Μάξιμον τινα, όστις ήτο εκ των εβδομήκοντα Αποστόλων, έμεινε δε εις Ιεροσόλυμα. Επειδή δε πάντες οι Απόστολοι εσκορπίσθησαν, οι παράνομοι Ιουδαίοι, κατακαιόμενοι υπό του φθόνου κατά του Αγίου Αποστόλου Μαξίμου, συνέλαβον αυτόν και τον επεβίβασαν ομού μετά της μακαρίας Μαρίας και άλλων πολλών Χριστιανών εις εν πλοίον, μη έχον ούτε ιστία ούτε κώπας, ούτε επισιτισμόν ποσώς έχον, όπως καταποντισθώσι, και βυθισθώσιν αδίκως. Αλλ’ όμως το θέλημα του Αγίου Θεού, και ο αληθινός κυβερνήτης των πιστών αυτού ικετών ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, δεν επέτρεψε να απολεσθώσιν, αλλ’ έσωσεν αυτούς ακινδύνως και ωδήγησεν εις την Γαλλίαν, εις πόλιν λεγομένην Μασσαλίαν. Εκεί λοιπόν προσορμισθέντες και υπό της πείνης, της δίψης και του δεινοτάτου ψύχους πιεζομένους, ουδείς ευρέθη να υποδεχθή αυτούς ή να φιλοξενήση φιλοφρόνως, διότι πάντες οι άνθρωποι του τόπου εκείινου ήσαν ειδωλολάτραι· έτρεχον δε όλος ομού ο λαός του τόπου εκείνου εν μια ημέρα εις όποιον είδωλον εσέβοντο, δια να προσφέρουν εις αυτό θυσίαν. Ταύτα λοιπόν ιδούσα η μακαρία Μαγδαληνή Μαρία εστάθη μετά πολλής παρρησίας και ιλαρωτάτου προσώπου, και μετά ευλάλου γλώσσης ήρχισε να κηρύττη τον λόγον του Θεού λέγουσα προς αυτούς· «Άνδρες άριστοι, μάθετε να γνωρίζετε τον ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Θεόν τον ισχυρόν και δυνατόν, τον Θεόν τον αληθινόν, και αρνησάμενοι τα κωφά και άλαλα είδωλα, πιστεύσατε εις τον προαιώνιον Λόγον του Θεού, όστις είναι ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρ του κόσμου, ο λυτρωσάμενος ημάς εκ της των αλάλων και κωφών ειδώλων πλάνης». Ακούοντες δε εκείνοι τους λόγους της μακαρίας Μαρίας εθαύμαζον δια την γλυκύτητα του λόγου αυτής, και εξεπλήσσοντο δια την ωραιότητα του κάλλους αυτής. Αφού δε αύτη ετελείωσε τον λόγον της διδαχής, έτυχε να έλθη και ο άρχων του τόπου εκείνου μετά της γυναικός αυτού, προσκομίζοντες θυσίαν προς το είδωλον και θεόν αυτών, δια να αποκτήσωσι τέκνον, διότι ήσαν άτεκνοι. Τότε λοιπόν ιδούσα τούτον η Μαγδαληνή Μαρία ήρχισε να κηρύττη μετά παρρησίας το όνομα του Χριστού. Αφού λοιπόν παρήλθεν η ημέρα εκείνη ενεφανίσθη η μακαρία Μαρία κατά το διάστημα της νυκτός εις την γυναίκα του άρχοντος μετά φόβου λέγουσα προς αυτήν· «Τίνος ένεκεν δεν θέλετε να κάμετε καλωσύνην εις τους ξένους τούτους, τους πεινώντας και διψώντας και από το ψύχος αποθνήσκοντας; Και ούτοι δούλοι του Θεού είναι». Παρήγγειλε δε εις αυτήν μετ’ επιτιμήσεως να είπη αυτά τα οποία της είπε, εις τον άνδρα της, ίνα ποιήση έλεος εις τους ξένους. Η δε αρχόντισσα εφοβήθη να είπη την όρασιν, την οποίαν είδε. Πάλιν δε κατά την επιούσαν νύκτα φαίνεται η Μαρία λέγουσα προς αυτήν τα αυτά λόγια, παρήγγειλε δε και πάλιν να είπη ταύτα εις τον άνδρα αυτής· η δε και πάλιν παρήκουσε και ουδέν είπεν εκ των οραθέντων. Τότε τι ποιεί η δούλη του Θεού; Φαίνεται πάλιν δια τρίτην φοράν εις τον άρχοντα και την γυναίκα αυτού, μετά θυμού πολλού· το δε πρόσωπον αυτής έλαμπεν ωσεί πυρ κατακαίον τον οίκον αυτού, και λέγει προς αυτόν· «Κοιμάσαι, ω τύραννε, σώμα του πατρός σου του Σατανά, μετά εχίδνης της γυναικός σου, εις την οποίαν παρήγγειλα να είπη εις σε λόγον και δεν ηθέλησεν· αναπαύεσαι, ω εχθρέ του Σταυρού του Χριστού, εσθίων και πίνων δια πολλών φαγητών και διαφόρων ποτών γεμίζων την κοιλίαν σου, τους δε ξένους και αγίους του Θεού αφήκες να αποθάνουν βασανιζόμενοι υπό της πείνης, της δίψης και της ψυχρότητος, συ δε κοιμάσαι εις το παλάτιόν σου τετυλιγμένος με πλούσια σκεπάσματα· οι δε δούλοι του Θεού αποθνήσκουσι άοικοι πιεζόμενοι υπό του ψύχους. Εβράδυνας τόσον πολύ να ποιήσης εις αυτούς αυτό το καλόν· διο θέλει έλθει επί σε η οργή του Θεού». Ταύτα δε ειπούσα ανεχώρησεν απ’ αυτού. Έξυπνος τότε γενομένη η αρχόντισα κατείχετο υπό φόβου και μεγάλως αναστέναξεν· ουδέν όμως εξ όσων είδεν ετόλμα να είπη εις τον άνδρα αυτής. Τότε ο άρχων λέγει προς αυτήν· «Γνωρίζεις, ω γύναι, το όνειρον το οποίον ενυπνιάσθην εγώ»; Η δε λέγει· «Ναι, και δειλιώ και τρέμω πολλά». Είπεν εκείνος: «Τι πρέπει να ποιήσωμεν εις τούτο το πράγμα»; Η δε λέγει εις αυτόν: «Καλύτερον είναι να ποιήσωμεν το διαταχθέν υπό της δούλης του Θεού, ίνα καταπραϋνωμεν το θείον, παρά να παρακούσωμεν και να υποστώμεν την αφόρητον δίκην». Πρωϊας λοιπόν γενομένης, παραλαβόντες τους ξένους εις τον οίκον των, εφιλοξένησαν αυτούς φιλοφρόνως και πρεπόντως ανέπαυσαν, προσφέραντες πλουσιοπαρόχως ό,τι είχον ανάγκην. Επειδή δε η μακαρία εδίδασκεν, εν μια των ημερών λέγει ο άρχων προς αυτήν· «Άραγε, δύνασαι να με πληροφορήσης δι’ έργων, επιδεικνύουσα φανερώς εις εμέ την πίστιν, την οποίαν διδάσκεις»; Λέγει εις αυτόν η Αγία· «Δύναμαι δια θαύματος, του Αγίου Θεού βοηθούντος μοι». Τότε ο άρχων, συν τη αυτού γυναικί, απεκρίθησαν λέγοντες προς αυτήν· «Δύνασαι να αιτήσης παρά του Θεού σου να αποκτήσωμεν παιδίον; Και εάν μεν τούτο ποιήσης, ημείς μεθ’ όλου του οίκου μας θέλομεν πεισθή εις όλα τα υπό σου διδασκόμενα και κηρυττόμενα». Υπεσχέθη τότε η Αγία και δεηθείσα προς τον Θεόν επέτυχε του σκοπού. Παρελθουσών δε ολίγων ημερών συνέλαβεν η γυνή, ιδών δε ο άρχων, ότι είναι αληθές, ηβουλήθη να απέλθη εις την Ρώμην προς τον Απόστολον Πέτρον, όπως μάθη εάν είναι αληθή όσα λέγει και διδάσκει η Μαρία. Λέγει εις αυτόν η γυνή αυτού· «Θέλω και εγώ να έλθω μαζί σου εις την Ρώμην, να γνωρίσω τον Πέτρον». Τότε αποκριθείς ο άρχων είπεν εις αυτήν· «Δεν επιτρέπεται εις σε τοιούτον ταξείδιον, ίνα μη πάθης κακόν τι εις την θάλασσαν, επειδή είσαι έγκυος». Ήρχισε τότε εκείνη να κλαίη πικρώς και οδυνηρώς, προσπίπτουσα δε εις τους πόδας αυτού εζήτει ίνα υπάγουν ομού. Η δε μακαρία Μαρία έπεισε τον άρχοντα να συμφωνήση εις την επιθυμίαν εκείνης, και ηυλόγησεν αυτούς λέγουσα· «Η δύναμις του Θεού έστω μεθ’ υμών». Εσφράγισε δε αυτούς δια του σημείου του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ίνα μη ο υπεναντίος σκανδαλίση αυτούς εν τη οδώ. Ητοίμασαν λοιπόν το πλοίον, και αγοράσαντες ό,τι είχον ανάγκην τα έβαλον εις αυτό, τα δε επίλοιπα αυτών παρέδωκαν εις τας χείρας της Αγίας και ανεχώρησαν. Πορευομένων δε αυτών προς την Ρώμην, έφθασεν η ώρα της γεννήσεως αυτής, γεννήσασα δε παιδίον άρρεν, απέθανεν η μήτηρ αυτού. Ενώ δε οι ναύται εβούλοντο να ρίψωσιν αυτήν εις την θάλασσαν, ο άρχων ευρισκόμενος εις μεγάλην θλίψιν και απορίαν περί της γυναικός και του παιδίου, μη γνωρίζων τι να πράξη, παρεκάλεσε τους ναύτας ίνα μη ρίψωσι τα νεκρά σώματα εις την θάλασσαν, αλλά μάλλον να υπάγωσιν εις τινα ερημόνησον και εκεί να θάψωσιν αυτήν, τούτο δε και εποίησαν. Ιδόντες λοιπόν βουνόν τι εις την θάλασσαν απήλθον εκεί, εύρον δε έσωθεν σπήλαιον μικρόν, εις το οποίον εισελθόντες έθηκαν την μητέρα μετά του βρέφους. Ο δε πατήρ τούτου κλαύσας πικρώς εσκέπασεν αυτά δια του μανδηλίου αυτού, και εμβάς εις το πλοίον επορεύθη εις την Ρώμην προς τον Άγιον Απόστολον Πέτρον, και διηγήθη εις αυτόν πάντα όσα εποίησεν εις αυτόν Μαρία η Μαγδαληνή, ως και περί της γυναικός και του παιδίου αυτού και πως απέθανον, και έθηκεν αυτά εις το σπήλαιον. Ταύτα ακούσας ο Απόστολος Πέτρος εδίδαξεν αυτόν περί υπομονής, τον συνεβούλευσε δε να μη λυπήται, αλλά να είναι καρτερικός και να αναμένη άνευ αμφιβολίας την πραγματοποίησιν πάντων των υπό της Μαρίας της Μαγδαληνής λαληθέντων και ότι ουδέν εξ αυτών θέλει υστερήσει· διότι αν και η γυνή μετά του παιδίου απέθανον, όμως ζώσιν εν Κυρίω· διότι η προς τον Θεόν πίστις εις πάντα δύναται να συνεργήση. Δια τοιούτων πολλών παρακλητικών λόγων εδίδαξεν αυτόν. Επειδή δε ο άρχων έβαλε κατά νουν να αναβή εις Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τον τάφον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συναπήλθε μετ’ αυτού και ο Απόστολος Πέτρος, δια να δείξη εις αυτόν πάντας τους τόπους, όσους επεριπάτησεν ο Κύριος, εκεί όπου εσταυρώθη, απέθανεν, ετάφη, ανέστη και ανελήφθη εις τους ουρανούς. Παραμείνας λοιπόν ο άρχων εις Ιεροσόλυμα χρόνους δύο, και μέλλων να επανέλθη εις την πατρίδα αυτού, έλαβε παραγγελίαν παρά του Αποστόλου Πέτρου, ίνα βαπτισθή υπό Μαρίας της Μαγδαληνής. Εμβάς δε εις το πλοίον, ενεθυμήθη πως εξήλθεν εκ της χώρας αυτού χαίρων και αγαλλόμενος μετά της συμβίας αυτού, πως δε τώρα επανακάμπτει λυπούμενός τε και στενοχωρούμενος δια την στέρησιν αυτής και του παιδίου· ταύτα δε συλλογιζόμενος, ηβουλήθη να υπάγη εις τον τόπον εις τον οποίον έθηκε τα λείψανα της γυναικός και του παιδίου αυτού, ίνα καν λάβη ταύτα προς παρηγορίαν. Την βουλήν ταύτην ενέβαλεν εις αυτόν ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος αφ’ ενός μεν ίνα παρηγορήση αυτόν, αφ’ ετέρου δε, το οποίον είναι και το μεγαλύτερον, ίνα δοξάση την Αγίαν Μαρίαν την Μαγδαληνήν. Όταν λοιπόν επλησίαζον εις το όρος εκείνο, βλέπουσιν παιδίον μικρόν παίζον εις την θάλασσαν και λίαν εθαύμασαν. Το δε παιδίον ιδόν αυτούς έφυγε και εισήλθεν εις το σπήλαιον, εις το οποίον ήτο η μήτηρ αυτού. Τότε εισελθόντες και οι περί τον έρχοντα εις το σπήλαιον, βλέπουσι την γυναίκα σώαν, κεκαλυμμένους έχουσαν τους οφθαλμούς αυτής, ωσάν να εκοιμάτο, ήρχισαν δε να κλαίουν· αφυπνισθείσα τότε η γυνή ενέπλησεν αυτούς φόβου και τρόμου. Ήρχισε τότε ο άρχων να ερωτά αυτήν λέγων· «Πως ανέζησας, και τοσούτον χρόνον πως διέτριβες»; Η δε αποκριθείσα είπεν· «Η δούλη του Θεού Μαρία η Μαγδαληνή ήρχετο συνεχώς ενταύθα φέρουσα πάντοτε τροφήν εις ημάς». Ταύτα ακούσας ο άρχων εθαύμαζε και ενεός γενόμενος ενόμιζεν ότι βλέπει όραμα. Έπειτα αναχωρήσαντες εκείθεν εισήλθον εις το πλοίον, και μετά πλείστης χαράς έφθασαν εις την χώραν αυτών· ένθα καταξιωθέντες να ίδωσι την Αγίαν, ηυχαρίστησαν τον Κύριον, τον ποιήσαντα τοιαύτα θαυμάσια, και τας ακοάς υπερβαίνοντα. Συνομιλήσαντες λοιπόν περί τούτων αρκετά δεν έπαυσαν να έχουν κατά νουν και η Αγία και ο άρχων το παράγγελμα του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, την τέλεσιν δηλαδή του αγίου Βαπτίσματος. Εβάπτισε λοιπόν η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή τον άρχοντα μεθ’ όλου του οίκου του, ή καλύτερον να είπωμεν μεθ’ όλου του λαού. Καταστήσασα δε ιερούς Ναούς και καλώς τα περί τούτων οικονομήσασα, και πάντας εμπλήσασα της ζωηρρύτου διδαχής, τούτους μεν παρέδωκεν εις τον αληθή Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον και επίστευσαν, αύτη δε η θαυμαστή και μεγάλη όντως, ουδόλως υπολογίζουσα το μήκος της οδού, ούτε εκ της ασθενείας της γυναικείας φύσεως δειλιάσασα, έφθασεν εις Έφεσον, όπου συνήντησε τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην τον Θεολόγον, τον υιόν της βροντής, τον και επί του δεσποτικού στήθους γνησίως αναπεσόντα· παρέμεινε δε μετ’ αυτού κοινωνούσα του κηρύγματος, των θλίψεων, των δεσμών, της φυλακής, και όλων των άλλων ανιαρών αυτού. Επειδή δε και αυτή άνθρωπος ήτο και έπρεπε να πληρωθή και εις αυτήν ο κοινός νόμος της φύσεως, ησθένησεν ολίγον και παρέδωκε την αγίαν της ψυχήν εις χείρας του Θεού. Φιλόχριστοι δε τινες καλώς κηδεύσαντες το ταύτης πάντιμον σώμα έθαψαν φιλοτίμως παρά την είσοδον του σπηλαίου, εις το οποίον εκοιμήθησαν οι επτά Παίδες, πλείστα θαύματα τελέσασα κατά τε την κατάθεσιν του αγίου αυτής λειψάνου και κατά τον μετά ταύτα χρόνον. Και ταύτα μεν είναι τα μέχρι τότε κατορθώματα της Αγίας. Άξιον δε είναι να είπωμεν και περί της ανακομιδής του τιμίου ταύτης λειψάνου. Λέων ο Σοφός ο εν ευσεβεί τη λήξει γενόμενος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, οικοδομήσας εκ βάθρων την περικαλλή Μονήν του Αγίου Λαζάρου, και διακοσμήσας αυτήν δια θαυμασίας τέχνης, επειδή ήτο φιλάγιος καθώς ήτο και φιλοδίκαιος και επειδή ήθελε να καταστήση την Μονήν αυτήν εντιμοτέραν, ανεκόμισεν εξ Εφέσου με μεγάλας τιμάς και μεγαλυτέραν ευσέβειαν, κατά το έτος οκτακόσια ενενήκοντα από Χριστού (890), το τίμιον λείψανον της μακαρίας ταύτης και μεγάλης Μαγδαληνής και κατέθεσεν εις την Μονήν ταύτην, ένθα και νυν υπάρχει τιμωμένη πιστώς εις αυτήν και λαμπρώς και ποθεινώς κατ’ έτο