Λίγοι όμως είναι αυτοί που γνωρίζουν από πού εμπνεύστηκε τους στίχους αυτούς ο μεγάλος ποιητής, Άγγελος Σικελιανός.
Η ιστορία είναι πίσω από το ποίημα έχει ως εξής:
Τον Νοέμβριο τού 1914, ο νεαρός Άγγελος Σικιελιανός επισκέπτεται το Άγιον Όρος. Ήταν τότε μόλις 30 ετών και βρισκόταν σε μία περίοδο έντονης αναζήτησης. Μαζί του είχε τον Νίκο Καζαντζάκη.
Σαράντα μέρες περιπλανήθηκαν ως προσκυνητές στα μονοπάτια του Άθωνα και επισκέφθηκαν τα μοναστήρια και τις σκήτες του, αφήνοντας και οι δύο και γραπτές τις έντονες εντυπώσεις από την πνευματική αυτήν περιπλάνηση.
Σε αυτό το ταξίδι «πάλεψαν» με τον Θεό και ανάμεσα στα μοναστήρια που επισκέφθηκαν τότε ήταν και η Σιμωνόπετρα.
Ανέβηκαν από το μονοπάτι του Αρσανά.
Όταν έφτασαν στο μοναστήρι, ο Σικελιανός «θα συναντηθεί» με την Αγία Μαγδαληνή.
Η συνάντησή του χαράχθηκε πολύ βαθιά μέσα του.
Όταν ασπάστηκε το άφθαρτο χέρι της, που φυλάσσεται στην μονή, θα το αισθανθεί θερμό.
Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρούν συχνά άνθρωποι που προσκυνούν το λείψανο της αγίας.
Η κατάπληξη του Σικελιανού ήταν τόσο μεγάλη, που θα ασπαστεί το χέρι της αγίας τρεις φορές!
Στη συνέχεια θα αποτυπώσει την θαυμαστή αυτή εμπειρία, που τον συγκλόνισε, σε στίχους:
Η εξουσία γενικά φθείρει και διαφθείρει. Χειρότερη απ’ όλες η απολυταρχική εξουσία και ιδιαίτερα η βασιλική, η οποία σε παλιότερες εποχές, ήταν εστία διαφθοράς και ηθικής καταπτώσεως. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις. Στο χιλιόχρονο Βυζάντιο, την χριστιανική Ρωμανία, οι αυτοκρατορικοί οίκοι ανάδειξαν, πέρα από την όποια κατάπτωση και μια πληθώρα αγίων ανάκτων, ανδρών και γυναικών, οι οποίοι λαμπρύνουν το αγιολογικό στερέωμα της Εκκλησία μας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η αγία Ευδοκία, η αυτοκράτειρα και φιλόσοφος, η οποία προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο κράτος, την Εκκλησία και τον πολιτισμό.
Γεννήθηκε το 401 στην Αθήνα και ήταν κόρη του ονομαστού φιλοσόφου και καθηγητή της ρητορικής, Λεοντίου. Το αρχικό όνομά της ήταν Αθηναΐς. Τόσο ο πατέρας της, όσο και η ίδια ήταν εθνική στο θρήσκευμα (ειδωλολάτρισσα). Ο πατέρας της φρόντισε να της δώσει αξιόλογη μόρφωση και παιδεία. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία. Ιδιαίτερα μελέτησε τον Όμηρο, τον Λυσία και τον Δημοσθένη. Σπούδασε επίσης αστρονομία και γεωμετρία. Κυρίως ασχολήθηκε με την νεοπλατωνική φιλοσοφία, η οποία μεσουρανούσε την εποχή εκείνη. Η ίδια ήταν στολισμένη με ευγένεια αισθημάτων και ψυχικό μεγαλείο. Επίσης διέθετε σπάνια σωματική ομορφιά.
Όταν έγινε 20 ετών, πέθανε ο πατέρας της και τότε τα αδέλφια της προσπάθησαν να της αρπάξουν το μερίδιό της από την μεγάλη πατρική τους περιουσία. Φαίνεται πως δεν μπόρεσε να δικαιωθεί από τα αθηναϊκά δικαστήρια και γι’ αυτό κατέφυγε στη Βασιλεύουσα, περί το 420 ή το 421. Ζήτησε ακρόαση από την Αυγούστα Πουλχερία (μετέπειτα αγία της Εκκλησίας μας), η οποία επιτρόπευε τον ανήλικο αδελφό της Θεοδόσιο Β΄ (408-450). Η καλοσυνάτη και ταπεινή βασίλισσα δέχτηκε την Αθηναΐδα και άκουσε το πρόβλημά της και της υποσχέθηκε λύση.
Αλλά την εποχή εκείνη η Πουλχερία αναζητούσε την κατάλληλη σύζυγο για τον αδελφό της. Διείδε στο πρόσωπο της ωραιότατης, ευφυούς και καλλιεργημένης Αθηναΐδας την ιδανική σύζυγο για το Θεοδόσιο και μια ικανή βασίλισσα για το κράτος. Της πρότεινε και εκείνη δέχτηκε. Αλλά υπήρχε ένα σοβαρό εμπόδιο, έπρεπε να βαπτισθεί και να γίνει χριστιανή.
Η Αθηναΐδα δέχτηκε, κατηχήθηκε και βαπτίστηκε, παίρνοντας το όνομα Ευδοκία. Το 421 έγινε ο γάμος της με το Θεοδόσιο και ένα χρόνο αργότερα, το 422 ονομάστηκε Αυγούστα, αφού γέννησε την πρώτη της κόρη, την Ευδοξία.
Όπως είναι γνωστό από την ιστορία, ο Θεοδόσιος είχε περιορισμένες διοικητικές ικανότητες και ασθενή χαρακτήρα. Έτσι, στην ουσία, την εξουσία είχαν στα χέρια τους οι δυναμικές γυναίκες, η αδελφή του Πουλχερία και η σύζυγός του Ευδοκία. Η μεν Πουλχερία είχε επωμισθεί με τα διοικητικά, η δε Ευδοξία με τα πνευματικά.
Η Ευδοκία ήταν φορέας της ελληνικής παιδείας και του πολιτισμού. Σκέφτηκε λοιπόν να μεταλαμπαδεύσει τον ελληνικό πολιτισμό και τα γράμματα από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο του τότε κόσμου. Να αναδείξει την ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης, της παιδείας και της δικαιοσύνης. Να ιδρύσει εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου θα διδάσκονται οι επιστήμες και θα καλλιεργείται η φιλοσοφία και οι καλές τέχνες. Άλλωστε η ευφυής εκείνη γυναίκα έβλεπε πως η άλλοτε λαμπρά κοιτίδα του πολιτισμού και της παιδείας, η Αθήνα παρήκμαζε ραγδαία και έπρεπε η πολιτισμική της κληρονομία να μεταφερθεί αλλού, στο κέντρο της απέραντης αυτοκρατορίας, στην Βασιλεύουσα, όπου θα είχε, και όπως είχε, την αρωγή του κράτους.
Έτσι στα 425 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη το περίφημο Πανδιδακτήριο, όπου διδάσκονταν όλες οι επιστήμες της εποχής. Καθιερώθηκε η ελληνική γλώσσα, ως
γλώσσα διδασκαλίας και χωρίστηκε το πρόγραμμα σπουδών σε δεκαπέντε έδρες για την σπουδή της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, δεκατρείς για την σπουδή της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας και μια έδρα φιλοσοφίας. Είναι το πρώτο πανεπιστήμιο της ιστορίας στον κόσμο.
Επίσης κατόρθωσε και παραμέρισε την λατινική γλώσσα και προώθησε την ελληνική στη δικαιοσύνη. Ακόμα προώθησε την ελληνική και στη διοίκηση. Στις μέρες της άρχισαν να καταγράφονται οι νομικές διατάξεις στα ελληνικά, όπως και οι πράξεις της διοίκησης.
Η πρώην παγανίστρια Ευδοκία είδε τη μεγάλη αξία της χριστιανικής πίστεως, συγκρίνοντάς την με την παχυλή ειδωλολατρία, η οποία ακόμη είχε κάποιες αντιστάσεις, λίγο πριν την πλήρη κατάρρευσή της. Γι’ αυτό και υποστήριξε την Εκκλησία στο ιεραποστολικό της έργο. Η ίδια ζούσε με πίστη και ευλάβεια και δεν την άγγιξε η διαφθορά των παλατιανών.
Το 437 πάντρεψε την κόρη της Ευδοξία με τον αυτοκράτορα της Δύσεως Ουαλεντιανό Γ΄ (419-455). Κατόπιν αποφάσισε να πραγματοποιήσει το όνειρό της, να πάει στου Αγίους Τόπους να προσκυνήσει τα εκεί Ιερά Προσκυνήματα. Έμεινε δύο χρόνια, προσευχόμενη και κτίζοντας και ανακαινίζοντας σπουδαία έργα. Το 439, επιστρέφοντας, πέρασε από την Αντιόχεια, όπου εξέφρασε την περηφάνια της για την ελληνική της καταγωγή. Μάλιστα έπεισε τον αυτοκράτορα να ανεγείρει διάφορα κοινωφελή έργα στη μεγάλη πόλη.
Στα τέλη του 439 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Με δική της πρωτοβουλία ανέβηκε στο αξίωμα του υπάρχου ο έπαρχος Κύρος. Αυτό όμως δεν άρεσε στον αντίζηλό του ευνούχο Χρυσάφιο. Ο πανούργος αυτός άνθρωπος έπεισε και έστρεψε το Θεοδόσιο ενάντια στην Ευδοκία. Για να διαρρήξει τις σχέσεις της με το Θεοδόσιο, την συκοφάντησε ότι δήθεν διατηρούσε ερωτική σχέση με τον παλατιανό αξιωματούχο Παυλίνο. Δυστυχώς ο Θεοδόσιος πίστεψε τις συκοφαντίες, διέταξε τη θανάτωση του Παυλίνου και έριξε σε δυσμένεια την Ευδοκία. Επίσης στράφηκε εναντίον της και η Πουλχερία.
Μετά από αυτή την κατάσταση, κατάλαβε ότι η παραμονή της στην Βασιλεύουσα ήταν αδύνατη. Γι’ αυτό, το 443, αποφάσισε να φύγει και πάλι για τους Αγίους Τόπους. Παρέμεινε εκεί ως το θάνατό της. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Κωνσταντινούπολη, ούτε μετά το θάνατο του Θεοδοσίου (450). Επιδόθηκε στην προσευχή, τη νηστεία και την πνευματική περισυλλογή. Ανήγειρε με δικά της χρήματα ναούς, Μονές και πολλά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Αφιερώθηκε στην ανάγνωση των Γραφών και των πατερικών κειμένων. Συναναστράφηκε με αγίους και ασκητές. Όμως, χωρίς να το συνειδητοποιήσει, παρασύρθηκε προσωρινά από κάποιους μονοφυσιτικούς κύκλους. Αλλά με τη βοήθεια δύο επιφανών μοναχών, του Συμεών Στυλίτου και του Μεγάλου Ενθυμίου μεταστράφηκε στην Ορθοδοξία. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 460.
Η Ευδοκία συνέγραψε πολλά και αξιόλογα έργα, από τα οποία τα περισσότερα δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Από τα σωζόμενα ξεχωρίζουν υπέροχοι στίχοι στη νίκη του Θεοδοσίου Β΄ εναντίον των Περσών, παράφραση της Οκτατεύχου και των προφητών Ζαχαρία και Δανιήλ, καθώς και τρία βιβλία του αγίου Κυπριανού Αντιοχείας (πρώην μάγου) σε έμμετρους ομηρικούς στίχους.
Δόξα και καύχημα της ορθόδοξης χριστιανικής πατρίδας μας είναι η αγιοτόκος Θεσσαλονίκη. Η ένδοξη αυτή πόλη ανέδειξε πολλούς αγίους, οσίους, μάρτυρες, νεομάρτυρες και ομολογητές της πίστεως. Μεταξύ των πρώτων αγίων που λαμπρύνουν την Εκκλησία της Θεσσαλονίκης είναι και η οσία Θεοδώρα η μυροβλύτις (εορτάζει στις 3 Αυγούστου, αλλά και στις 5 Απριλίου). Ας δούμε το βίο της αγίας καθώς και της κόρης της, αγίαςΘεοπίστης, που μόνασαν μαζί.
Ο βίος Η όσια Θεοδώρα γεννήθηκε περί το 812 στήν Αίγινα. Η μητέρα της απεβίωσε λίγο μετά τον τοκετό καί ο πατέρας της, που ήταν πρεσβύτερος, εμπιστεύθηκε την κόρη του στήν ανάδοχο της για να τήν αναθρέψει και έκάρη μοναχός. Ή Θεοδώρα μεγάλωσε με σοφία και φόβο Θεού, και ήδη από τήν παιδική της ηλικία αρραβωνιάστηκε με έναν από τους πλέον περιζήτητους νέους του νησιού.
Κατά τήν διάρκεια μιας έπιδρομής Σαρακηνών πειρατών σφαγιάστηκε ο αδελφός της και η Θεοδώρα κατέφυγε στην Θεσσαλονίκη μαζί με όλη την οικογένεια της.Μόλις έφθασε σέ νόμιμο ηλικία, τελέστηκαν οι γάμοι και λίγο αργότερα έφερε στον κόσμο μια κόρη, κατόπιν δέ και άλλα δύο παιδιά που πέθαναν σέ βρεφική ηλικία. Η Θεοδώρα δεν υπέκυψε στην θλίψη, παρηγόρησε τον σύζυγο της και του πρότεινε νά αφιερώσουν την εξάχρονη πρωτότοκη κόρη τους, Θεοπίστη, στον Κύριο, σάν απαρχή, στήν Μονή του Άγιου Λουκά.
Οταν απεβίωσε ο σύζυγος της, εγκατέλειψε και εκείνη τά εγκόσμια και ζήτησε νά γίνει δεκτή στήν Μονή του Αγίου Στεφάνου, ηγουμένη της οποίας ήταν μιά συγγενής της, ή Άννα, πού είχε υποστεί βασανιστήρια ώς υπέρμαχος της τιμής των σεπτών εικόνων. Φοβούμενη ότι ή νεαρά χήρα θά υπαναχωρούσε στήν απόφαση της και θά επέστρεφε στον κόσμο ήδη μετά τις πρώτες μοναχικές δοκιμασίες, ή Άννα ήταν κατ’ αρχάς διστακτική. Τελικά όμως ενέδωσε στο αίτημα της Θεοδώρας, τήν δέχθηκε στήν αδελφότητα και τήν υπέβαλε σέ κάθε λογής δοκιμασία γιά νά πιστοποιήσει τό ακλόνητο της απόφασης της. Ή Θεοδώρα επέδειξε αξιόλογο ζήλο στήν απόκτηση τών αρετών και διακρινόταν ιδίως γιά τήν πλήρη και δίχως ενδοιασμούς υπακοή της προς τήν ηγουμένη και προς τις άλλες αδελφές, τίς όποιες υπηρετούσε άγόγγυστα, αναλαμβάνοντας τά πιο ταπεινά διακονήματα. Διά της άμεσης εξομολόγησης απωθούσε όλους τους λογισμούς πού τίς υπέβαλλε ό μισόκαλος γιά νά τήν φέρει πίσω στον κόσμο, και στοχαζόμενη τίς τιμωρίες τής κολάσεως θεωρούσε ότι ήταν ή πλέον άχρηστη όλης τής άδελφότητος.
Όταν έκοιμήθη ή ηγουμένη τής Μονής του Αγίου Λουκά πού τήν είχε δεχθεί στήν αδελφότητα, ή Θεοπίστη έγινε δεκτή στήν Μονή του Αγίου Στεφάνου και μοιραζόταν τό κελλί με τήν κατά σάρκα μητέρα της. Αρπαξε τότε τήν ευκαιρία ό μισόκαλος και αναζωπύρωσε στήν καρδία τής Θεοδώρας τά μητρικά συναισθήματα. Ή ηγουμένη Αννα αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο γιά πειρασμό ό όποιος ήταν ικανός νά αποπλανήσει τίς δύο μοναχές άπό τήν ιερή τους κλήση, και μία ημέρα πού βρήκε τήν Θεοδώρα νά συμμαζεύει τά ενδύματα τής κόρης της, είπε αυστηρά:
«Θεοδώρα, τί σοι έστι ή κορασίς αύτη;» και υπενθυμίζοντας τον λόγο του Κυρίου: ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος• και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος! (Ματθ. 10, 37), τους απαγόρευσε κάθε συναναστροφή και κάθε συνομιλία. Έπί δεκαπέντε χρόνια, ή Θεοδώρα και ή κόρη της τηρούσαν πιστά τήν εντολή, ένώ εξακολουθούσαν να έγκαταβιώνουν στο ίδιο κελλί, να εργάζονται και να γευματίζουν μαζί.
Αργότερα, ή Θεοδώρα ασθένησε σοβαρά- ή ηγουμένη ενέδωσε τότε στίς εκκλήσεις των άλλων μοναζουσών, ήρε τήν απαγόρευση καί ή Θεοδώρα μπορούσε πλέον νά συνομιλεί μέ τήν κόρη της. Μητέρα καί κόρη διαπίστωσαν τότε δτι δεν αισθάνονταν πλέον κάποια ιδιαίτερη στοργή εξαιτίας των δεσμών της σαρκικής συγγενείας καί ότι έβλεπε ή μία τήν άλλη ως έν Χριστώ αδελφή, δίχως κανένα πάθος, ακριβώς όπως οι άλλες μοναχές της αδελφότητας. Οταν ή Θεοδώρα έφθασε σέ ηλικία πενήντα εξι ετών, ή κόρη της Θεοπίστη ορίσθηκε άπό τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης νά διαδεχθεί στήν ήγουμενία τήν “Αννα, που ήταν πολύ ηλικιωμένη καί έπασχε άπό νοητική ανεπάρκεια. Ή Θεοδώρα, πνευματική κόρη της ίδιας της της θυγατέρας, επέδειξε προς αυτήν τήν ίδια υπακοή καί άγόγγυστα ανέλαβε νά γηροκομήσει τήν Αννα, πού ή αρρώστια τήν είχε κάνει δύστροπη. Σέ ηλικία εβδομήντα πέντε ετών, ή Θεοδώρα απαλλάχθηκε άπό κάθε διακόνημα, εξακολούθησε ωστόσο νά υπηρετεί τις αδελφές, φέρνοντας κρυφά στάμνες γεμάτες νερό κάτω άπό τον μανδύα της ή πλέκοντας σχοινιά άπό τά ξέφτια του λιναριού πού άφηναν οί άλλες μοναχές, γιατί θυμόταν μέ φόβο τον λόγο του Αποστόλου: Ει τις ού θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω (Β’ Θεσσ. 3, 1θ).
Οταν έκοιμήθη έν ειρήνη τό 892, παρουσία όλης της άδελφότητος, τό γερασμένο καί ρυτιδιασμένο πρόσωπο της έλαμψε αίφνης μέ τήν λάμψη της νεότητος, ενώ ουράνια εύωδία γέμισε τό κελλί. Λίγο κατόπιν, τό λάδι της κανδήλας πού είχαν κρεμάσει στον τάφο της άρχισε νά ξεχειλίζει καί νά ρέει άφθονο, επιτελώντας θαύματα σέ όσους πιστούς χρίονταν μέ αυτό. Καί ή εικόνα της οσίας άνέβλυζε επίσης μύρο εύωδιάζον, καί γιά τον λόγο αυτό, ή όσια Θεοδώρα έλαβε τήν προσωνυμία «μυροβλύτις», όπως ό πολιούχος άγιος Δημήτριος.
Κατά τήν άλωση της Θεσσαλονίκης (1430), οί Όθωμανοί παραβίασαν τήν πολύτιμη σαρκοφάγο καί κομμάτιασαν τό ιερό λείψανο, τό όποιο είχε παραμείνει άφθορο. Οί χριστιανοί μπόρεσαν ωστόσο νά συναρμόσουν τά κομμάτια, καί τό τίμιο λείψανο τιμάται μέχρι τίς ήμερες μας στήν μονή τής όσιας, ή όποια αφιερώθηκε πλέον στήν μνήμη της. Διηγούνται επίσης γιά τήν όσία Θεοδώρα —έκτος αν πρόκειται γιά άλλη συνώνυμη άγια— ότι όταν άνοιξαν τον τάφο της γιά νά καταθέσουν τήν σορό τής ηγουμένης, πού έκοιμήθη λίγο μετά τήν όσία, τό λείψανο τής μοναχής έκανε υπακοή ακόμη καί μετά θάνατον καί στριμώχθηκε σέ μιά γωνιά γιά νά χωρέσει τό σκήνωμα τής ηγουμένης.
Τόπος γαλήνης, ηρεμίας και λατρείας. Εδώ και αιώνες η Ιερά μονή της Αγίας Θεοδώρας αποτελεί σημαντικό κέντρο της ορθόδοξης πίστης και της πνευματικής ζωής στη Θεσσαλονίκη. Δεσπόζει στο κέντρο της πόλης, καθώς βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την πλατεία Αριστοτέλους, στην οδό Ερμού. Ο επισκέπτης, αφού περάσει την πύλη του μοναστηριού και βρεθεί στο εσωτερικό του, ξεχνά αμέσως το βουητό των αυτοκινήτων. Αισθάνεται αγαλλίαση και προσευχόμενος μπροστά από τη λάρνακα όπου φυλάσσονται τα λείψανα της αγίας νιώθει να προσεγγίζει τον Θεό.
Η αγία Θεοδώρα είναι η πρώτη μυροβλύτισσα αγία που εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη, μια και η μυροβλυσία του λειψάνου της προηγείται της πρώτης μαρτυρίας που υπάρχει για μυροβλυσία του αγίου Δημητρίου. Σε πολλά μυροδοχεία που ανακαλύφθηκαν στη μία πλευρά υπάρχει η μορφή του αγίου Δημητρίου και στην άλλη της αγίας Θεοδώρας, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπήρχε συλλατρεία των δύο μυροβλυτών αγίων της Θεσσαλονίκης.
«Η ιστορική Ιερά Μονή της Αγίας Θεοδώρας από τον 8ο αιώνα μ.Χ. μέχρι και σήμερα αποτελεί για τη Θεσσαλονίκη σημαντικό κέντρο της ορθόδοξης πίστης και φωτεινό πνευματικό φάρο» τονίζει στη «δημοκρατία» ο ηγούμενος της μονής, αρχιμανδρίτης Δαβίδ Τζιουμάκας. Προσθέτει ότι η αγία Θεοδώρα θεωρείται κι αυτή προστάτιδα της Θεσσαλονίκης και στο καθολικό της μονής φυλάσσεται το μυρόβλυτο άγιο λείψανό της, που αποτελεί προσκύνημα για χιλιάδες πιστούς από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Στο καθολικό της μονής φυλάσσονται επίσης τα λείψανα του οσίου Δαβίδ.
Τον Αύγουστο του 2010(δική μας διόρθωση ) σε οικόπεδο δίπλα από τη μονή ανακαλύφθηκε ένας τάφος που εκτιμήθηκε ότι ανήκει στην αγία Θεοδώρα. «Στο σημείο βρέθηκαν δοχεία για τη συγκέντρωση μύρου και οι αρχαιολόγοι συνέκλιναν στην άποψη πως εκεί είχε ενταφιαστεί η αγία» σημειώνει ο ηγούμενος. Ο τάφος μεταφέρθηκε στον αύλειο χώρο της μονής και σήμερα φυλάσσεται καλυμμένος, αλλά σύντομα θα εκτεθεί και θα αποτελεί σημείο προσκυνήματος. Από το εύρημα σύμφωνα με τους αρχαιολόγους σώζονται η οροφή του, μια καμάρα, τέσσερις τοίχοι, η οπή της καθόδου, το δάπεδο του τάφου, ο διάκοσμος και ένας χώρος στο προσκεφάλι που φαίνεται ότι δεχόταν κάποιο υγρό. Να σημειωθεί ότι τα λείψανα της αγίας είχαν μετατεθεί με θαυματουργό τρόπο έναν χρόνο μετά την κοίμηση της.
.
Η ιερά μονή
(δική μας προσθήκη:διαβάστε περισσότερα εδώ ) Οι πρώτες πληροφορίες για την ιστορία της μονής της Αγίας Θεοδώρας προέρχονται από τον βίο της. Οταν σε ηλικία 25 ετών κατέφυγε εκεί για να μονάσει, το 837 μ.Χ., η μονή ήταν αφιερωμένη στο όνομα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Μετά τη μετακομιδή του λειψάνου της αγίας Θεοδώρας, τον Αύγουστο του 893, η μονή μετονομάστηκε σε Ιερά Μονή της Αγίας Θεοδώρας. Το 1430 με την άλωση της Θεσσαλονίκης οι Τούρκοι κατατεμάχισαν το λείψανο της αγίας. Ωστόσο η μονή δεν δημεύτηκε ούτε μετατράπηκε σε τζαμί. Εκείνη την περίοδο ήταν μία από τις τρεις μονές που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη και αριθμούσε 200 μοναχές. Η μονή ονομαζόταν στα τουρκικά Kizlar Manastir (μοναστήρι των κοριτσιών) και βρισκόταν σε μία από τις 12 χριστιανικές συνοικίες της πόλης. Το καθολικό της μονής καταστράφηκε ολοκληρωτικά στην πυρκαγιά του 1917. Το μόνο κτίσμα που διασώθηκε ήταν το κωδωνοστάσιο. Ο νέος ναός χτίστηκε δίπλα στον κατεστραμμένο το 1935. Από το 1974 λειτουργεί ως ανδρική μονή, ενώ το 1989 ιδρύθηκε στον χώρο της μονής το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης.
Εχει πέντε μετόχια, τον ναό του Αγίου Αντωνίου, το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου του Τρανού, τον ναό του Αγίου Παντελεήμονος, το παρεκκλήσιο της Παναγίας Ελεούσης και τον ναό του Οσίου Δαβίδ. Θάνος Χερχελετζής .
.
ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ( με φωτο της Ιεράς Μονής)ΠΗΓΗ.ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ
Η αγία Άφρα/Afra ήταν από τη Κύπρο, κόρη κάποιου Κύπριου βασιλέα τους χρόνους που η Κύπρος ήταν υποτελής στους Ρωμαίους.
Όταν ο πατέρας της δολοφονήθηκε, η Άφρα μαζί με την μητέρα της, Ιλαρία, εγκατέλειψαν την Κύπρο και μέσω Ρώμης έφθασαν στο Augsburg της νότιας κεντρικής Γερμανίας . Η μητέρα της, ήθελε να την προωθήσει ως υπηρέτρια της θεάς Αφροδίτης, δηλαδή ως ιερόδουλη στο ναό αυτής.
Κατά τους διωγμούς εκείνων των χρόνων εναντίον των Χριστιανών κατέφυγε στο σπίτι της ο επίσκοπος Νάρκισσος από την Ισπανία, όπου η Άφρα και η μητέρα της προσηλυτίστηκαν στον Χριστιανισμό. Όταν μαθεύτηκε πως ήταν χριστιανή, οδηγήθηκε ενώπιον του Διοκλητιανού, ο οποίος την προέτρεψε να θυσιάσει στους θεούς, αλλά η Άφρα αρνήθηκε. Έτσι, καταδικάστηκε σε θάνατο και κάηκε ζωντανή σε ένα μικρό νησί στον ποταμό Lech.
Όταν αργότερα η μητέρα της μαζί με τις τρεις υπηρέτριές της (Λίνα, Ευνόνια και Ευτροπία) έθαψαν τα λείψανά της, συνελήφθησαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Η Αγία Άφρα, μία από τους τρεις πολιούχους της πόλης του Άουγκσμπουργκ, και η παλαιότερη και μάλλον σημαντικότερη μεταξύ αυτών. Οι άλλοι δύο είναι οι Άγιοι Ούλριχ και Ζίμπερτ.
Στα αγιολόγια της Εκκλησίας μας υπάρχουν άγιοι οι οποίοι αγίασαν ομού με μέλη των βιολογικών τους οικογενειών. Μια τέτοια αγία είναι και η οσία Θεοδώρα η εν Θεσσαλονίκη, η οποία μόνασε και αγίασε με την κόρη της Θεοπίστη. Οι δύο αυτές οσιακές μορφές λαμπρύνουν το πλούσιο αγιολογικό μωσαϊκό της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων.
Η αγία Θεοδώρα γεννήθηκε στην Αίγινα το 812 από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας της ήταν πρεσβύτερος. Δυστυχώς η μητέρα της πέθανε, λίγο μετά τον τοκετό της, γι’ αυτό αναγκάστηκε ο πατέρας της να τη δώσει για ανατροφή σε μια ευλαβή ανάδοχό του και εκείνος ασπάσθηκε, μετά τη χηρεία του, το μοναχικό βίο. Η Θεοδώρα ανατράφηκε με ευλάβεια, από την ευσεβή ανάδοχο κόρη, απέκτησε φόβο Θεού και στολίστηκε με σπάνιες αρετές. Επίσης ήταν στολισμένη και με σπάνιο σωματικό κάλλος. Όταν μεγάλωσε, η ευσεβής θετή μητέρα της την αρραβώνιασε με έναν νέο, περιζήτητο στο νησί. Όμως ένα τρομερό γεγονός της άλλαξε τη ζωή. Βάρβαροι Σαρακηνοί πειρατές εισέβαλλαν στην Αίγινα και λεηλάτησαν τους κατοίκους, σκοτώνοντας πολλούς. Μεταξύ αυτών και τον αδελφό. Έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη, με τον μνηστήρα της, όπου θα ήταν πιο ασφαλείς.
Μετά από καιρό, όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκαν και έφεραν στον κόσμο μια κόρη, τη Θεοπίστη και στη συνέχεια άλλα δύο παιδιά τα οποία πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Ο χαμός των παιδιών τους τους γέμισε θλίψη, αλλά η ευσεβής Θεοδώρα δεν καταβλήθηκε. Έχοντας μεγάλη πίστη και ηρωικό φρόνημα, στήριζε το σύζυγό της. Μάλιστα του πρότεινε να αφιερώσουν την τότε εξάχρονη κόρη τους, την στο Θεό. Όντως την αφιέρωσαν στην Ιερά Μονή Αγίου Λουκά.
Ύστερα από καιρό ένα άλλο δυσάρεστο πλήγμα δέχτηκε η Θεοδώρα. Ο σύζυγός της ασθένησε και πέθανε. Όντας 25 ετών, πήρε την απόφαση να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου ήταν ηγουμένη μια συγγένισσά της, ονόματι Άννα, ζητώντας την να την δεχτεί στη Μονή. Η ηγουμένη ήταν εγνωσμένης αγιότητας και είχε αναδειχθεί ομολογητής και είχε βασανισθεί, ως υπέρμαχος των Ιερών Εικόνων (βρισκόμαστε στην εποχή της εικονομαχίας). Όταν αντίκρισε τη νεαρή χήρα εξέφρασε τους δισταγμούς της, φοβούμενη πως κάποια στιγμή θα μετάνιωνε για την απόφασή της και θα εγκατέλειπε το μοναχικό βίο. Αλλά, μπροστά στις θερμές παρακλήσεις της Θεοδώρας ενέδωσε, τη δέχτηκε και την ενέταξε στην αδελφότητα της Μονής, υποβάλλοντάς την σε διάφορες δοκιμασίες για να πεισθεί για την ακλόνητη απόφασή της.
Η Θεοδώρα επέδειξε πρωτοφανή ζήλο και υπακοή. Εκτελούσε με προθυμία κάθε διακόνημα, όσο ταπεινό και κοπιαστικό ήταν. Καλλιεργούσε σχέσεις αγάπης με την υπόλοιπη αδελφότητα και καταγίνονταν στον προσωπικό πνευματικό της αγώνα. Νήστευε, αγρυπνούσε, μελετούσε πνευματικά και ψυχωφελή βιβλία και συμμετείχε στα Ιερά Μυστήρια με ευλάβεια και ταπείνωση. Εξομολογούνταν ανελλιπώς για να αποκρούει τους πειρασμούς του διαβόλου, ο οποίος πάσχισε, με δόλιους λογισμούς να την αποσπάσει από τον πνευματικό της αγώνα και να την απομακρύνει από τη Μονή, να την επαναφέρει ξανά στον κόσμο. Όμως εκείνη έμεινε εδραία στην απόφασή της. Είχε αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό την αρετή της ταπεινοφροσύνης, θεωρώντας τον εαυτό της ως τον πλέον αμαρτωλό άνθρωπο του κόσμου. Συχνά εξέφραζε την γνώμη της ότι ήταν η πιο άχρηστη μοναχή στη Μονή. Στοχαζόταν τις τιμωρίες της κολάσεως και έκλαιε πικρά για τα δεινά που την περίμεναν!
Μετά από χρόνια, όταν είχε κοιμηθεί η ηγουμένη της Μονής Αγίου Λουκά, η οποία είχε δεχθεί την κόρη της Θεοπίστη και εκείνη πήρε την απόφαση να πάει να
μονάσει μαζί με τη μητέρα της τη Θεοδώρα. Έτσι ζήτησε να τη δεχτούν στη Μονή Αγίου Στεφάνου. Η ηγουμένη τη δέχτηκε και μάλιστα την έβαλε να συγκατοικεί στο ίδιο κελί με την κατά σάρκα μητέρα της.
Μητέρα και κόρη, ως πνευματικές αδελφές πια, μοιραζόταν την προσευχή και την άσκηση και ζούσαν αγγελικό βίο. Αλλά ο διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα τους ανθρώπους που προκόβουν πνευματικά, θέλησε να τις προσβάλει, ξύπνησε μέσα στην ψυχή της Θεοδώρας το μητρικό ένστικτο, το οποίο επισκίασε την πνευματική τους σχέση. Αυτό το παρατήρησε η ηγουμένη και ανησύχησε. Μάλιστα κάποια μέρα βρήκε τη Θεοδώρα να φροντίζει τα ενδύματα της κόρης της, τη ρώτησε: «Θεοδώρα, τίνος είναι το κορίτσι αυτό;». Την επέπληξε και της υπενθύμισε το λόγο του Κυρίου πως «ό φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μον άξιος και ό φιλών υίόν η θυγατέρα υπέρ έμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ.10,37). Για να τις προφυλάξει τις χώρισε και τους απαγόρευσε να έχουν καμιά συναναστροφή. Εκείνες υπάκουσαν και για δεκαπέντε χρόνια δεν αντάλλαξαν κουβέντα, αν και συζούσαν στην ίδια Μονή, εργάζονταν και γευμάτιζαν μαζί.
Αργότερα η Θεοδώρα ασθένησε βαριά και η ηγουμένη Άννα, κατόπιν παρακλήσεων των άλλων μοναζουσών, έδωσε την άδεια στην Θεοπίστη να συνομιλήσει μαζί της. Διαπίστωσαν πως πλέον είχε εκλείψει εντελώς η συγγενική σχέση τους και έβλεπε η μια την άλλη ως αδελφή εν Χριστώ, σαν τις άλλες μοναχές της αδελφότητας.
Η Θεοδώρα είχε φθάσει ήδη στο πεντηκοστό έκτο έτος της ηλικίας της και είχε ωριμάσει πνευματικά σε μεγάλο σημείο. Επίσης και η ηγουμένη Άννα είχε φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και έπασχε από γεροντική άνοια, μη μπορώντας πια να ασκήσει τη διακονία της ηγουμένης στη Μονή. Τότε ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης όρισε ως ηγουμένη της Μονής την Θεοπίστη. Η κατά σάρκα μητέρα της αξιώθηκε να γίνει υποτακτικός της κόρης της. Αυτό το δέχτηκε με μεγάλη χαρά και εκτελούσε με υπακοή και αγόγγυστα τις εντολές της. Μάλιστα η νέα ηγουμένη της ανέθεσε το δύσκολο διακόνημα, να γηροκομεί την άρρωστη πρώην ηγουμένη Άννα και να υπομένει με καρτερία και ηρεμία τις δυστροπίες της.
Μετά από δεκαεννέα χρόνια και όντας η Θεοδώρα εβδομήντα πέντε χρονών, απαλλάχτηκε από όλα τα διακονήματά της. Αυτό όμως τη στεναχώρησε και γι’ αυτό εξακολουθούσε κρυφά να υπηρετεί τιε αδελφές. Κοιμήθηκε ειρηνικά το 892, αφού κάλεσε όλη την αδελφότητα να την αποχαιρετίσει και να ζητήσει συγχώρεση. Η ψυχή της φτερούγισε στον ουρανό και το γερασμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπό της έλαμψε σαν τον ήλιο και το δωμάτιο πληρώθηκε από ουράνια ευωδία. Το λάδι από το κανδήλι του τάφου της μεταβλήθηκε σε μύρο και ξεχείλιζε, χαρίζοντας ιάματα σε πλήθος ασθενών, όσοι χρίονταν από αυτό. Γι’ αυτό και της δόθηκε η προσωνυμία «Μυροβλύτισσα». Η περιώνυμη Θεσσαλονίκη αξιώθηκε να έχει δύο αγίους μυροβλύτες, τον Δημήτριο και τη Θεοδώρα. Το 893 έκαναν την εκταφή βρήκαν το ιερό σκήνωμά της άφθορο να ευωδιάζει. Το εναπέθεσαν σε πολύτιμη λάρνακα και μετονόμασαν την Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου, σε Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας της Μυροβλύτισσας, η οποία έμελλε να καταστεί σημαντικό πνευματικό κέντρο. Σήμερα λειτουργεί ως ανδρική Μονή και στεγάζει το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Στα 1430, όταν οι αλλόθρησκοι Οθωμανοί κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη, άνοιξαν τη λάρνακα της αγίας και κομμάτιασαν το σκήνωμά της. Οι Χριστιανοί μπόρεσαν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια, προς προσκύνηση και αγιασμό των πιστών.
Η μνήμη της τιμάται στις 5 Απριλίου και στις 3 Αυγούστου, ημέρα μετακομιδής του Ιερού Λειψάνου της και στις 29 Αυγούστου η μνήμη της αγίας Θεοπίστης.
9. Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: Αυτό Ακριβώς, Είπα Εγώ, Θέλω Να Μάθω, Πώς Θα Ήτο Δυνατόν Να Γίνη Αναμφίβολον Εις Τους Αντιλέγοντας Ότι Τα Πάντα Προέρχονται Από Τον Θεόν Και Δι’ Αυτού Τα Πάντα Συγκρατούνται, Και Γενικώς Ότι Υπάρχει Θεός, Ο Οποίος Είναι Υπέρ Την Φύσιν Των Όντων;
Μακρίνα. Εκείνη δε λέγει: Είναι προτιμότερον να σιωπά κανείς προ τοιούτων αμφιβολιών και να απαξιοί απαντήσεως τας μωράς και ασεβείς προτάσεις, καθ’ όσον και ο θείος λόγος απαγορεύει να απαντώμεν εις τας ανοησίας των αφρόνων.
Άφρων δε κατά τον προφήτην είναι ο λέγων ότι δεν υπάρχει Θεός.
Επειδή δε πρέπει και τούτο να σας είπω, λέγω λόγον όχι ιδικόν μου ούτε άλλου ανθρώπου, διότι αυτός όσον μεγάλος και αν είναι, μικρός θα είναι.
Θα σου είπω τον λόγον τον οποίον διηγείται η κτίσις των όντων διά των θαυμασίων αυτής (ακροατής δε αυτής είναι ο οφθαλμός), διά των φαινομένων της οποίας ο σοφός και καλλιτεχνικός λόγος ηχεί μέσα εις την καρδίαν μας.
Διότι η δημιουργία κηρύττει καθαρά τον δημιουργόν, αφού οι ίδιοι οι ουρανοί, καθώς λέγει ο προφήτης, με φωνάς αλαλήτους διηγούνται την δόξαν τον Θεού.
Ποίος βλέπων την αρμονίαν του κόσμου, τα θαυμάσια φαινόμενα του ουρανού και της γης, και πώς τα στοιχεία ενώ είναι αντίθετα προς άλληλα κατά την φύσιν των, όμως συμπλέκονται όλα προς τον ίδιον σκοπόν διά μιας αρρήτου κοινωνίας, συνεισφέροντα έκαστον την δύναμίν του διά την συντήρησιν του σύμπαντος, και ούτε τα άμικτα και ακοινώνητα κατά τας ατομικάς ιδιότητάς των χωρίζονται αλλήλων ούτε αλληλοφθείρονται αναμιγνυόμενα προς άλληλα εκ των αντιθέτων ιδιοτήτων.
Αλλά συμβαίνει μάλιστα και εκείνα που ως εκ της φύσεώς των τείνουν προς τα άνω, να φέρωνται προς τα κάτω, όπως η ηλιακή θερμότης η οποία ρέει κάτω διά των αχτίνων και τα βαρέα σώματα ανέρχονται λεπτυνόμενα διά του ατμού, όπως το ύδωρ το οποίον γίνεται ανωφερές, παρά την εκ φύσεως φοράν του προς τα κάτω, ωθούμενον διά του αέρος επί ανέμων, και το πυρ που είναι αιθέριον γίνεται γήινον διά να μη μείνη το βάθος αμέτοχον θερμότητος, η δε υγρότης που κατέρχεται με την βροχήν εις την γην, ενώ είναι μία ως προς την φύσιν της, όμως γεννά μυριάδας διαφόρων φυτών προσφερομένη εις όλα κατά τρόπον κατάλληλον και την ταχυτάτην περιφοράν του πόλου και την εντός των κύκλων αντίστροφον κίνησιν και τας εκλείψεις και τας συνόδους και τας αναλογίας των αποστάσεων των άστρων· εκείνος ο οποίος βλέπει ταύτα με τον νοερόν οφθαλμόν της ψυχής δεν διδάσκεται ολοφάνερα εκ των φαινομένων, ότι θεία δύναμις τεχνική ή σοφή παρουσιάζεται εις τα όντα και διαπερώσα τα πάντα συναρμόζει τα μέρη εις το όλον και συμπληρώνει το όλον υπό των μερών, και διά μιας δυνάμεως περικρατεί το παν, το οποίον μένει εις τον εαυτόν του, χωρίς να παύη ποτέ κινούμενον και χωρίς να μεταφέρεται εις άλλον τόπον, από εκείνον εις τον οποίον ευρίσκεται;
Απόσπασμα Από Τον «Διάλογο Περί Ψυχής Και Αναστάσεως Ο Λεγόμενος Μακρίνια», Μεταξύ Των Αδελφών Αγίου Γρηγορίου Νύσσης Και Αγίας Μακρίνας, Όπως Δημοσιεύεται Σε Μετάφραση Στον Τόμο «Γρηγορίου Νύσσης, Έργα 1», Της Σειράς Έλληνες Πατέρες Της Εκκλησίας, Των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος Ο Παλαμάς». Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια Αθηναγόρα Κοκκινάκη, Αρχιεπισκόπου Θυατείρων Και Μεγάλης Βρετανίας.
Η Αγία Θεοδότη ήταν από τη Νίκαια και διακρινόταν για τη θερμότητα της ευσέβειας της. Έμεινε χήρα και αφοσιώθηκε στην ανατροφή των τριών παιδιών της, χωρίς να δώσει καμιά προσοχή στις προτάσεις δεύτερου γάμου. Με τη φιλόστοργη φροντίδα της, μεγάλωσαν οι γιοι της και αναδείχτηκαν παιδιά πιστά και με μεγάλη φρόνηση. Τα χρόνια όμως εκείνα, ήταν δύσκολα και επικίνδυνα. Η εικονομαχία ήταν στο αποκορύφωμα της. Η αγία Θεοδότη με τους γιους της, ήταν στην πρώτη τάξη των υπερμάχων αθλητών της Ορθοδοξίας. Εκείνη μεταξύ του γυναικείου κόσμου, αυτοί μεταξύ των συνομηλίκων τους, συμβούλευαν και διήγειραν κατά των άσεβων προσταγμάτων των εικονομάχων βασιλέων. Το καθήκον αυτό, έφερε μητέρα και γιους στο μαρτύριο, που το υπέστησαν με αξιοθαύμαστη καρτερία. Έτσι όλοι μαζί, πήραν τα αθάνατα στεφάνια, που παρέχει στους καλούς αθλητές ο αγωνοθέτης Θεός. Ναό στην Αγία Θεοδότη έκτισε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός. (Η μνήμη της Αγίας Θεοδότης και των τριών παιδιών της επαναλαμβάνεται και την 22α Δεκεμβρίου με διαφορετικά βιογραφικά στοιχεία τα οποία όμως μοιάζουν με τα βιογραφικά στοιχεία που υπάρχουν στον ιστοχώρο της Εκκλησίας της Ελλάδος για την 29η Ιουλίου).
Η Αγία Ωραιοζήλη έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Είχε πατρίδα το Βυζάντιο και οι γονείς της ήταν Έλληνες ειδωλολάτρες. Στην αρχή ήταν και αυτή ειδωλολάτρισσα, κατόπιν όμως έγινε χριστιανή από το κήρυγμα του Αποστόλου Ανδρέα. Επειδή η Ωραιοζήλη ήταν μορφωμένη γυναίκα, μπόρεσε και έμαθε σωστά όλες τις αλήθειες του Ευαγγελίου, έτσι ώστε να τις διδάσκει και σ’ άλλες γυναίκες και κατόρθωσε να ελκύσει πολλές απ’ αυτές στον Χριστό.
Όταν επί αυτοκράτορα Δομιτιανού κινήθηκε διωγμός κατά των Χριστιανών, η Αγία Ωραιοζήλη συνελήφθη και επειδή έμεινε πιστή στην αγάπη του Χριστού, αποκεφαλίστηκε και κατατάχθηκε στο σεμνό χορό των Μαρτύρων. Το δε νεκρό της σώμα το έριξαν στη φωτιά.