Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ



site analysis


 

Στο μοναστήρι της Αγίας Σκέπης στο Κίεβο έγινε-χοροστατούντος του Μητροπολίτου Κιέβου Βλαδιμήρου-η αγιοκατάταξη της Ηγουμένης Σοφίας Γκρίνιεβα. Εκοιμήθη το 1941 και η μνήμη της θα τιμάται στις 24 Μαρτίου και στις 28 Απριλίου ημερομηνία ευρέσεως των αγίων λειψάνων της.
Η μοναχή Σοφία γεννήθηκε στη Μόσχα το 1873. Όταν ήταν παιδί ένας Στάρετς της είχε προφητέψει ότι κάποτε θα γίνει Ηγουμένη. Σπούδασε στο Ωδείο μετά όμως αρρώστησε βαριά. Ενώ ήταν ετοιμοθάνατη την κοινώνησαν και κοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε την επόμενη μέρα αισθάνθηκε καλύτερα και τελικά έγινε καλά. Μετά από αυτό το θαύμα - στα 22 της χρόνια - αποφάσισε να μπει σε μοναστήρι. Πήγε στο μοναστήρι της Παναγίας στην Καλουγκα, όπου έγινε Ηγουμένη.
Όταν ήρθαν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι, την συνέλαβαν τρεις φορές. Ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό και χαρακτηρίσε τους άθεους κομμουνιστές ως αντίχριστους. Κατά την φυλάκισή της η υγεία της υπέστη σοβαρές βλάβες. Μετά την αποφυλάκιση της το 1932 την εξόρισαν. Φτωχή, πεινασμένη και άρρωστη παρέδωσε την ψυχή της στον Χριστό το 1941.
ΠΗΓΗ.ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Άγιες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα



site analysis


agies-zinaida-filonillaΗ στεντόρεια φωνή του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι άρσεν και θήλυ» συντάραξε το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής του. Η γυναίκα που στον προχριστιανικό κόσμο είχε υποτιμηθεί και στον εξωχριστιανικό κόσμο παραθεωρείται, πολλές φορές ακόμα και σήμερα, πήρε τη θέση που της άρμοζε, θέση ισότιμη προς τον άνδρα. Και πράγματι η Εκκλησία δεν σεμνύνεται µόνο για την ανεπανάληπτη και μοναδική μορφή της Παναγίας. Γυναίκες πολλές πύκνωσαν τις τάξεις των αγίων της, των οποίων το ηθικό ανάστημα ξεπέρασε συχνά το ηθικό ανάστημα των αγίων ανδρών. Ανάμεσα στις πρώτες ήσαν και οι άγιες Ζηναίδα και Φιλονίλλα που έδρασαν και εκοιµήθηκαν στην Πάφο και έκτοτε τιμώνται ιδιαίτερα σ' αυτή. Οι Άγιες ήσαν αδελφές, κατάγονταν από την Ταρσό της Κιλικίας και ήσαν συγγενείς του Αποστόλου Παύλου. Τα συναξάρια δεν µας λεν πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή και τη δράση τους. Κι είναι αυτό δικαιολογημένο. Η μεγάλη χρονική απόσταση που µας χωρίζει από την εποχή τους, οι πολλές δοκιμασίες από τις οποίες πέρασε ο τόπος µας, οι καταστροφές και οι δηώσεις είχαν ως αποτέλεσμα να ξεχασθούν αρκετά στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής και της εκκλησιαστικής µας ιστορίας των πρώτων µ.Χ. αιώνων. Για τη ζωή τους όμως αντλούμε αρκετές πληροφορίες από την ακολουθία τους.
Πληροφορούμαστε λοιπόν πως προέρχονταν από πλούσια και ευκατάστατη οικογένεια, πράγμα που τους επέτρεψε να εκμάθουν και την ιατρική τέχνη και επιστήμη. Κι ακόμα πως πολύ νωρίς οδηγήθηκαν στη χριστιανική πίστη της οποίας έγιναν θερμότατες ακόλουθοι.
Αφού μελέτησαν τη διδασκαλία του Ευαγγελίου και αντελήφθησαν ότι τα αγαθά του κόσμου τούτου είναι «ρέοντα» ενώ τα «επαγγελλόµενα» αγαθά είναι «µένοντα», απεφάσισαν να εγκαταλείψουν ό,τι τις κρατούσε δέσμιες στον κόσμο τούτο και να αφιερωθούν ολοκληρωτικά στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Η συγγένειά τους µε τον Παύλο τις ώθησε να εργασθούν στα μέρη όπου εκείνος κήρυξε προηγουμένως, εδραιώνοντας µε τον τρόπο αυτό το έργο του. Έτσι τις βλέπουμε πρώτα στα μέρη της Ελλαδικής Μαγνησίας, εκεί που σήμερα βρίσκεται η πόλη του Βόλου, στην αρχαία Δημητριάδα. Εκεί, εξασκώντας και την ιατρική επιστήμη τους, που την παρείχαν σε όλους αναργύρως, επεδόθησαν στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Έγιναν έτσι θεραπεύτριες και της ψυχής και του σώματος των ανθρώπων. Εκεί μάλιστα που η ιατρική επιστήμη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους µε τη θερμή προσευχή τους. Ανεδείχθησαν έτσι και ιαµατικές, θεραπεύτριες δηλαδή σωμάτων µε τη δύναμη του Θεού.
Από τη Δηµητριάδα τις βρίσκουμε στην Πάφο και συγκεκριμένα στην Κισσόνεργα, όπου στήνουν το ιεραποστολικό ορμητήριο τους. Η παράδοση τις φέρει να ζουν σ' ένα σπήλαιο κι απ' εκεί να δέχονται ασθενείς - ιδιαίτερα γυναίκες - τις οποίες και κατηχούσαν στη νέα θρησκεία, προετοιμάζοντας τες για το βάπτισμα.
Φαίνεται πως η κάποια χαλάρωση των ηθών που επικρατούσε τότε σ' όλη την περιοχή της Πάφου, λόγω και της λατρείας της Αφροδίτης, είχε σαν αποτέλεσμα τη στροφή πολλών ανθρώπων προς κάτι το ανώτερο. Γι' αυτό και το έργο των δύο ιεραποστόλων βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Πάφο. Επαληθεύτηκε. και στην περίπτωση αυτή το Γραφικό «Όπου επλεόνασεν η αµαρτία εκεί υπερεπερίσσευσεν η χάρις». Οι τάξεις των χριστιανών πλήθαιναν µέρα µε τη µέρα και η κοινωνία άρχισε να παίρνει όψη Χριστιανική.
Οι άσχημες συνθήκες διαβίωσής τους όμως, οι κακουχίες και οι ταλαιπωρίες του ιεραποστολικού έργου, έφθειραν την υγεία τους. Κι έτσι, χωρίς να φθάσουν σε «γήρας πολυχρόνιον», άφησαν το μάταιο αυτό κόσμο και πέταξαν στην αιωνιότητα. Πρώτη η Ζηναίδα και ύστερα η Φιλονίλλα, παρέδωσαν την ψυχή τους στον Χριστό που τόσο αγάπησαν και για τον οποίο τόσο εκοπίασαν.
Στον τόπο που τάφηκαν, στην Κισσόνεργα, κτίστηκε αργότερα, µετά την κατάπαυση των διωγμών, ναός επ' ονόµατί τους και οι πιστοί συγκεντρώνονταν εκεί στις 11Οκτωβρίου, οπότε τελείται η µνήµη τους και τις τιμούσαν µε ιδιαίτερη λαμπρότητα. Ερείπια του ναού υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Εκεί, στις 11Οκτωβρίου, τελείται και σήμερα η Θεία Λειτουργία στη µνήµη των αγίων αδελφών. Λόγω του ιατρικού λειτουργήματος τους, θεωρούνται και σήμερα θεραπεύτριες διαφόρων ασθενειών, ιδιαίτερα δε των αιμορραγιών στις γυναίκες.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
Ήχος γ΄. Την ωραιότητα.
Την πολυθαύµαστον Ταρσόν τιµήσωµεν, την εξανθήσασαν άνθη τα τίμια, την Ζηναίδα τήν σοφήν και Φιλονίλλαν. Άµα δε έχουσαι της πίστεως την κρηπίδα ασάλευτον, πάσαν πληµµυρίδα των δαιµόνων κατήσχυναν. Διό και συν Αγγέλοις χορεύουσαι, υπέρ ηµών αεί πρεσβεύουσιν.

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Αντιστεκόταν στην ακατανοησία. Στη μνήμη της μοναχής Ιουλιανίας (Σοκολόβα)



site analysis



Πριν από 30 χρόνια,την πρώτη ημέρα μετά την Υπαπαντή του Κυρίου, εκοιμήθη εν Κυρίω η μοναχή Ιουλιανία (Σοκολόβα), η οποία έλαβε την ευλογία για εικονογραφία από τον Άγιο Αλέξιο Μετσιώφ. Ήταν μια δουλεύτρα,χαρη στην οποία η ρωσική αγιογραφία όχι μόνο σώθηκε στα χρόνια της άθεης εξουσίας, αλλά και άρχισε την πορεία της επιστροφής στις κανονικές πηγές της. Για τον ρόλο της μοναχής Ιουλιανίας στον ορθόδοξο πολιτισμό και στην εκπαίδευση των μελλοντικών ποιμένων,για το πώς έμεινε στη μνήμη των στενότερων μαθητών της,μιλα ο εκτελών χρέη προϊστάμενου του ναού του Αγίου Νικολάου στα Κλιόννικι, επίκουρος καθηγητής της εικονογραφίας του ΟΑΠ του Αγίου Τύχωνα, πρωθιερέας Νικολάι Τσερνισσώφ.
- Πάτερ Νικόλαε, στη συνοδική περίοδο τοιχογραφίες και εικόνες εγγράφονταν στην παράδοση της Δυτικής ακαδημαϊκής τέχνης. Ποιος ήταν ο ρόλος της μοναχής Ιουλιανίας στην αποκατάσταση της παράδοσης της προ-Πέτρου εποχής;
Πρωθιερέας Νικόλαος Τσερνισσώφ: Πρώτα απ 'όλα, πρέπει να πούμε ότι οι πιο βαθιές και λεπτομερείς πληροφορίες για τη ζωή και το έργο της μοναχής Ιουλιανίας περιέχονται στο βιβλίο «Ευλογημένο έργο». Αυτό το βιβλίο αποτελείται από μνήμες και μαρτυρίες πολλών ποιμένων και επισκόπων, καλλιτεχνών, αγιογράφων, ζωγράφων, ανθρώπων που γνώριζαν τη Μαρία Νικολάεβνα (ακριβώς με αυτό το όνομα ξέραμε την κρυφή μοναχή Ιουλιανία), επίσης το βιβλίο περιέχει τα θεολογικά άρθρα της. Το υλικό για το βιβλίο συλλέχθηκε από τις αδελφές Αλντόσσιν- Ναταλία και Άννα- παρανηψιές της Μαρίας Νικολάεβνα. Αυτό το υπέροχο βιβλίο μπορείτε να αγοράσετε στην Λαύρα του Αγίου Σεργίου και στο ναό μας στη Μαροσεϊκα.
Όταν η Μαρία Νικολάεβνα άρχισε τις δραστηριότητές της στον τομέα του Εκκλησιαστικού πολιτισμού, της αγιογραφίας,ο καιρος ήταν πιο δύσκολος από ό, τι σήμερα. Και τώρα υπάρχουν πολλά προβλήματα, πολλές διαφωνίες, πολλές ατέλειες, ο καιρος μας είναι μακριά από την ακμή της εικονογραφίας, κάνουμε ακόμα τα πρώτα βήματα. Αλλά, τουλάχιστον, η εκκλησιαστική κοινωνία αισθάνθηκε την ανάγκη να αναβιώσει την εικονογραφία. Όμως τότε, στις αρχές του ΧΧ αιώνα, κανείς δεν συμμεριζόταν την άποψή της, όχι μόνο από τους κοσμικούς καλλιτέχνες και ιστορικούς της τέχνης, αλλά και από τους ανθρώπους της Εκκλησίας. Λίγοι άνθρωποι καταλάβαιναν το πραγματικό νόημα της εικόνας, και ακόμα λιγότεροι συνένοχοι και συνεργάτες μπορούσαν να την υποστήριξουν στο έργο της αποκατάστασης των παραδόσεων.
Στο γύρισμα των ΧΙΧ-ΧΧ αιώνων, όταν γινόταν η ανακαίνιση εικόνων, ο καθαρισμός τους από τα μετέπειτα στρώματα, είχαν αφαιρεθεί όλα τα μεταγενέστρα στρώματα από την «Αγία Τριάδα» του Ρουμπλιώφ, όμως μετά δόθηκε ευλογία να την ξανασκεπάσουν με όλα αυτά τα μεταγενέστερα στρώματα. Ειπώθηκε ότι δεν μπορεί να υπάρχει τέτοια αγιογραφία, τόσο ασυνήθιστο ήταν για εκείνη την εποχή, αυτό που είδαν. Ο πατήρ Αλέξιος και ο πατήρ Σέργιος Mετσιώφ ήταν εκείνοι που πρώτοι ευλόγησαν την Μαρία Νικολάεβνα για το μεγάλο έργο της μελέτης και της αναβίωσης της εικόνας. Εκείνη την εποχή, οι πραγματικές εικόνες ήταν κτήμα είτε της παλαιάς πίστης, είτε των μουσείων, όπως του Αυτοκρατορικού Μουσείου του Αλεξάνδρου Γ '. Ο Αυτοκράτορας, φυσικά, αισθάνθηκε την αξία της αρχαίας ρωσικής αγιογραφίας, αλλά θα το ξαναπώ, μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα, και ακόμη και στον κλήρο, η εικόνα θεωρήθηκε μια απαρχαιωμένη κληρονομιά αρχαίας εποχής. Υπήρξε μια διαδεδομένη άποψη ότι, αν οι αγιογράφοι δεν θέλουν να πάρουν το παράδειγμα από το Ραφαήλ και τον Καραβάτζιο, τότε μπορούν να κατευθύνονται σε συμπατριώτες του: τον Ιβανώφ, τον Βασνετσώφ, τον Νέστερωφ, τον Μπρουνί.
Η Μαρία Νικολάεβνα, παρά τη γνώμη της πλειοψηφίας των κληρικών, καλλιτεχνών, τη γνώμη της πλειοψηφίας των μορφωμένων ανθρώπων, ήταν σε θέση να αισθανθεί και να κατανοήσει τί σημαίνει η «κανονική εικόνα», σε τί συνίστανται αυτοί οι κανόνες και πώς πρέπει να τους αναβιώσει στην εικονογραφία. Είμαι πρόθυμος να περιγράψω τον αγώνα της με τέτοια λόγια: ήταν η πρώτη και ουσιαστικά μόνη που αντιμετώπιζε τη σχεδόν πλήρη ακατανοησία μεταξύ των ορθοδόξων πατέρων και αδελφών.
- Υπήρχε αυτή η ακατανοησία κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής;
- Κατά την Σοβιετική περίοδο, παρά τις φοβερές διώξεις, παρά το γεγονός ότι η ασχολία με την αγιογραφία τιμωρείτο ως αντι-σοβιετική προπαγάνδα, άρχισε η αναβίωση της αγιογραφίας, μεταξύ άλλων και χάρη στο έργο της Μαρίας Nικολάεβνα ως εκπαιδευτικού, καθηγήτριας της αγιογραφίας και θεολογίας της εικόνας. Όταν, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, άνοιξαν ξανά την Λαύρα της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Σεργίου, η Μαρία Nικολάεβνα άρχισε να διδάσκει στον όμιλο της αγιογραφίας στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας, αλλά όχι μόνο για τους ζωγράφους και μελλοντικούς αγιογράφους. Ηταν πολύ σημαντικό ότι τις διαλέξεις της μπορούσαν να παρακολουθούν φοιτητές της ιερατικής σχολής, μελλοντικοί ιερείς.
- Ως ιερέας και αγιογράφος, μάλλον μπορείτε να μιλησετε σχετικά με τον αγιογραφικό κύκλο στη ΘΑΜ ως ένα στοιχείο της κατάρτισης για μελλοντικούς ιερείς. 

- Έχετε απόλυτο δίκιο, ο κύκλος δημιουργήθηκε όχι μόνο για τους επαγγελματίες αγιογράφους, αλλά και για την προετοιμασία των μελλοντικών ποιμένων. Όταν η Μαρία Νικολάεβνα άρχισε το παιδαγωγικό της έργο εδώ, στο Μαροσεϊκα, το πρώτο ζήτημα γι αυτήν ήταν ο εκκλησιασμός του μαθητή, και στη συνέχεια η επαγγελματική ανάπτυξή του. Πρώτα, φρόντιζε για την εμφύτευση σ’αυτόν της πίστης, της εκκλησιαστικής κουλτούρας, της αντίληψης τί είναι εικόνα, πώς διαφέρει από τη ζωγραφιά, πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα δύο είδη της τέχνης,αλλά και τί κοινό έχουν. Το ίδιο έκανε και στη Θεολογική Ακαδημία Μόσχας μόνο σε εντελώς διαφορετική κλίμακα.
Τις περισσότερες φορές,για τους μαθητές της, μια εικόνα που αποδόθηκε σύμφωνα με τους αρχαίους κανόνες,ήταν μια ανακάλυψη, και χωρίς τη Μαρία Nικολάεβνα και λίγους συνεργάτες της, θα υπήρχε η αντίληψη ότι υπάρχει μόνο αυτός ο πολιτισμός, της Αναγέννησης,σχετικά με τις ζωγραφιές σε θρησκευτικά θέματα. Η Μαρία Νικολάεβνα έχει δείξει ότι υπάρχει ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, ο οποίος ανάγεται όχι στη Δυτική Αναγέννηση αλλά στην Αναγέννηση του Παλαιολόγου και στον ακόμη παλαιότερο πολιτισμό, της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας.
Ήταν σε θέση να μεταδώσει στους μαθητές της ότι υπάρχουν παροδικά στυλ, γεγονός που αντανακλά το πρόσωπο της κάθε εποχής, αλλά υπάρχει και κάτι βαθύτερο: η γλώσσα της εικόνας, η γλώσσα η οποία έχει την ειδική της αποστολή - να δείξει μια πραγματικά θετική εικόνα, να δείξει τον άνθρωπο που γνώρισε τον Θεό, τον άνθρωπο συνδεδεμένο με το Θεό, να δείξει τον ίδιο τον Θεάνθρωπο. Στην κοσμική τέχνη η συντριπτική πλειοψηφία των εικόνων είναι αρνητικές, και εδώ έγκειται η ειλικρίνεια της κοσμικής τέχνης, αλλά η εκκλησιαστική τέχνη είναι σε θέση όχι απλώς να απεικονίσει, αλλά να μας παρουσιάσει την ορατή εικόνα του αόρατου κόσμου, την εικόνα του μέλλοντος αιώνος, την εικόνα της αιωνιότητας.
- Έχουν περάσει 30 χρόνια από το θάνατο της μοναχής Ιουλιανίας (Σοκολόβα), μπορούμε να πούμε ότι η επιρροή του σχολείου της σώζεται μέχρι σήμερα; 

- Πράγματι πέρασαν τριάντα χρόνια, κατά μια έννοια, ολόκληρη εποχή. Μια αγιογράφος, κατά τη διάρκεια της ζωής της Μαρίας Νικολάεβνα, σχετικά με το ζήτημα τί μπορεί να ειπωθεί για τη σύγχρονη εικονογραφία, είπε: «Τώρα το έργο μας είναι τόσο μικρό, όταν θα γίνει ένας ωκεανός, τότε μπορούμε να του δώσουμε κάποια χαρακτηριστικά».

Υπήρχαν, βέβαια, και άλλοι αγιογράφοι, πρωτ’απ’όλα οι μετανάστες μας και οι απόγονοί τους, οι οποίοι εργάζονταν στην Ευρώπη. Μπορούμε να θυμηθούμε τον πατέρα Γρηγόριο Κρούγκ, τον Λεωνίδα Ουσπένσκι, αλλά αυτή ήταν ήδη μια συνδετική εμπειρία, που έγινε μακριά από τη Ρωσία και δεν ήταν αρκετό μέρος του πολιτισμού της.
Τώρα, σε 30 χρόνια, δημιουργήθηκε αυτός ο ωκεανός, δημιουργήθηκε ένας τεράστιος αριθμός από εικόνες, τοιχογραφίες, και δεν πρέπει να ξεχάσουμε: σ’αυτό που συμβαίνει στον τομέα της εικονογραφίας στις μέρες μας, την αρχή έβαλε η Μαρία Νικολάεβνα. Το καλοκαίρι του περασμένου έτους στο Μουσείο του Ρουμπλιώφ πραγματοποιήθηκε μια έκθεσή της, η οποία προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον, την επισκέφθηκαν πάρα πολλοί σύγχρονοι αγιογράφοι, ιερείς που μελετούσαν τα έργα της Μαρίας Nικολάεβνα με μεγάλη προσοχή και, ενδεχομένως, με μεγάλο όφελος για τον εαυτό τους.
- Αν και δεν είχατε προσωπική γνωριμία με την μοναχή Ιουλιανία, μπήκατε στο αγιογραφικό περιβάλλον σε εποχή που άμεσα γειτνίαζε με τα χρόνια ζωής της και το έργο της, μαθαίνατε από τους πιο κοντινούς μαθητές της. Σίγουρα οι μαθητές της - οι δάσκαλοί σας - την θυμούνταν όχι μόνο ως μια δασκάλα και μάστορα της εκκλησιαστικής τέχνης, αλλά και ως ένα ζωντανό άνθρωπο.
- Τα πρώτα μου βήματα ως αγιογράφου συνέπεσαν με τον καιρό του εκκλησιασμού μου και πέρασαν κοντά στην πλησιέστερη μαθήτρια της Μαρίας Nικολάεβνα –Ειρήνη Βατάγκινα . Ήταν μια από εκείνες που εργάστηκαν με τη Μαρία Nικολάεβνα, από τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ανέλαβε να αποκαταστήσει τους κατεστραμμένους και προσβλημένους ναούς της Λαύρας της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου. Η Ειρήνη Βασίλεβνα πάντα με πολύ ζέστη, με πολλή αγάπη μιλούσε για την δασκάλα της ως έναν άνθρωπο που όχι μόνο είχε επιδράάσει σ’αυτήν,αλλά και την καθόρισε ως άτομο και ως καλλιτέχνη. Η Ειρήνη Βασίλεβνα μιλούσε για την μοναχή Ιουλιανία ως μια αυστηρή ασκήτρια, αλλά και ως ένα ζωντανό πρόσωπο, το οποίο φερόταν με ευγενική ευαισθησία σε ανθρώπους με διαφορετικά ταλέντα, διαφορετικές παραδόσεις και οργανώσεις.

Μεταξύ άλλων, με μεγάλη προσοχή φερόταν στο έργο του μέλλοντος Αρχιμανδρίτη Ζήνωνα, ο οποίος είχε μόλις αρχίσει την πορεία του στους τοίχους της Λαύρας της Αγίας Αγίας Τριάδας και του Αγίου Σεργίου: «Τι ταλαντούχο παιδί!» Η Μαρία πάντα με πολύ σεβασμό φερόταν σε εκείνους που δεν έμοιαζαν σ αυτήν στο γραφικό χαρακτήρα,στο στυλ. Στη διδασκαλία της έδειχνε τους τρόπους και το σύνολό τους, δεν τους ποιούσε, δεν τους εφεύρισκε αλλά προσπαθούσε να τους αντλήσει από τα βάθη της εκκλησιαστικής παράδοσης.

- Μερικές φορές μπορούμε να ακούσουμε την άποψη ότι η σύγχρονη αγιογραφία δεν είναι δημιούργημα αλλά αντιγραφή αρχαίων δειγμάτων. Είναι δυνατόν να δημιουργεί κάτι ένας αγιογράφος ενώ παραμένει αυστηρός οπαδός των αγιογραφικών κανόνων;
- Ναι, μερικές φορές για την Μαρία Nικολάεβνα λένε ότι επαναλάμβανε το έργο του Διονυσίου, αλλά αυτό δεν είναι έτσι. Μάθαινε ως επί το πλείστον από τον Διονύσιο (αν και όχι μόνο απ 'αυτόν), αλλά δημιούργησε το δικό της στυλ και εργάστηκε σ’ αυτό, όπως και κάθε αγιογράφος από τους μαθητές της δημιούργησε το δικό του στυλ. Μετά από όλα, ο καθένας αληθινός καλλιτέχνης έχει το δικό του πρόσωπο. Και, αν εξετάσουμε αυτόν τον ωκεανό των εικόνων και τοιχογραφιών που έχουμε τώρα, τότε σ’αυτά μπορούμε να δούμε και πολλά κοινά στοιχεία, και οπωσδήποτε εκείνο το μοναδικό του κάθε μάστορα. Η Μαρία Νικολάεβνα δεν καλούσε σε απομίμηση του δικού της στυλ αλλά, με μια προσεκτική και ευαίσθητη συμπεριφορά στον εκκλησιαστικό πολιτισμό στο σύνολο του, καλούσε να αντλήσουμε από τις αρχαίες εικόνες τις δυνάμεις για το δικό μας έργο.
Μιλούσε ο Στανισλάφ Κολότβιν

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Μαρτύριον της Αγίας Παρθενομάρτυρος Ελένης της εκ Σινώπης του Ποντου, αθλησάσης τον ΙΗ αιώνα(1 Νοεμβρίου)



site analysis



 Η ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ του Χριστού  Αγία  Ελένη ήταν κόρη της ευσεβους οικογενείας Μπεκιάρη και έζησε τον ΙΗt αιώνα στην αρχαιότερη πόλι του Ποντου, την ωραία Σινώπη. Οι γονείς της ανέθρεψαν αυτήν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και  εφύτευσαν μέσα στην καθαρή καρδιά της την θερμή αγάπη προς τον  Ιησού Χριστό.
Στην ανατροφή της επέδρασε ιδιαίτερα ο θείος της, αδελφός του πατέρα της, ο οποίος εδίδασκε τότε σε  Ελληνικό κρυφό Σχολείο της Σινώπης.
Ηταν ωραιότατη στο σώμα, η δε αγνότητά της προσέδιδε ιδιαίτερη χάρη στο πρόσωπό της, το οποίο έλαμπε από την Χαρι του  Αγίου Πνεύματος.
Διακρινόταν για την υπακοή στους γονείς της και τον θερμό έρωτα της ψυχής της προς τον Νυμφίο Χριστό και Σωτήρα μας.
***
ΗΤΑΝ 15 ετών, όταν μία άμέρα α μητέρα της την έστειλε να αγοράση    νήματα για το κέντημα από το κατάστημα του Κρυωνά. Στον δρόμο υπήρχε το σπίτι του Ουκούζογλου Πασά, Διοικητού της
Σινώπης, ο οποίος  είδε την  Ελένη από το παράθυρο.  Η ωραιότητά της προσείλκυσε την ακόλαστη ψυχή του και σκέφθηκε να την μολύνη.
Ο Πασάς διέταξε και την έφεραν μπροστά του.  Αφού έμαθε ποια ήταν, προσεπάθησε δύο και τρεις φορές να την μιάνη, αλλά μία αόρατη δύναμι τον απεμάκρυνε!…
Ενα αόρατο τείχος προστάτευε την κόρη.  Ηταν το τείχος της προσευχής.  Η  Ελένη καθ  όλη την διάρκεια εκείνης της δοκιμασίας προσευχόταν νοερά, λέγοντας συνεχώς τον  Εξάψαλμο.
Ο  Αγαρηνός δεν απελπίστηκε… Διέταξε τους στρατιώτες να την κρατήσουν στο σπίτι του.  Ηλπιζε ότι αργότερα θα κατώρθωνε να πετύχη τον βδελυρό σκοπό του…
***
ΚΑΤΑ την διάρκεια της κρατήσεώς της α αγνή κόρη κατώρθωσε, με   την βοήθεια του Θεού, να διαφύγη την προσοχή των στρατιωτώνκαί να επιστρέψη στους ανήσυχους γονείς της, στους οποίους και διηγήθηκε όσα συνέβησαν.
Σε λίγο, ο Πασάς αντελήφθη την απόδρασί της, έγινε έξω φρενών και απειλούσε τους πάντας και τα πάντα!…
Εκάλεσε την Δημογεροντία της Σινώπης και ζήτησε να του φέρουν την  Ελένη. Σε διαφορετική περίπτωσι, θα επακολουθούσε γενική σφαγή των  Ελλήνων της πόλεως.
Η Δημογεροντία τότε συνήλθε σε σύσκεψι στο  Ελληνικό Σχολείο της Σινώπης.
Εκάλεσαν τον πατέρα της  Ελένης και του ζήτησαν να παραδώση στον Πασά την κόρη του  για το συμφέρον του συνόλου.
Ο πατέρας της ανελύθη σε λυγμούς, αλλά τελικά υποτάχθηκε, όπως ο Πατριάρχης  Αβραάμ, και εδέχθη να θυσιασθή η θυγατέρα του, προκειμένου να αποφευχθή η γενική σφαγή.
Μετέβη στο σπίτι του και αφού καταλλήλως ενίσχυσε την  Ελένη, παρέλαβε αυτήν και πνίγοντας τον πατρικό του πόνο, την παρέδωσε στον Πασά, για να προσφέρη τον εαυτό της όχι βεβαίως στις ασελγείς ορέξεις του αγαρηνού, αλλά ως θυμίαμα ευώδες στον Νυμφίο της Χριστό.
***
Ο ΒΔΕΛΥΡΟΣ Ουκούζογλου Πασάς εδέχθη με ανείπωτη χαρά την     ωραιότατη  Ελένη με την ελπίδα ότι θα κορέση πλέον τις ασελγεις ορέξεις του.  Ετσι, προσεπάθησε πάλι πολλές φορές να μιάνη αυτήν, αλλά πάλι η
ίδια έκπληξις: ένα αόρατο τείχος γύρω από την κόρη εμπόδιζε τον Πασά, ενώ μία αόρατη δύναμι απωθούσε αυτόν.
Η αγία κόρη προσευχόταν θερμά, έλεγε μυστικά τον  Εξάψαλμο, τον οποίο εγνώριζε από τον θείο της…
Την επομένη άμέρα επεχείρησε πάλι ο Πασάς να επιτύχη τον βδελυρό σκοπό του, αλλά και πάλι αντιμετώπισε το ίδιο παράδοξο εμπόδιο.  Εκνευρισμένος και ωργισμένος, διέταξε να την κλείσουν στις φοβερές υγρές φυλακές της Σινώπης.
Η καρδιά του κακοπροαίρετου Πασά σκλήραινε συνεχώς, τα μάτια του δεν έβλεπαν το ζωντανό θαύμα, η ακάθαρτη ψυχή του δεν συνερχόταν, αλλά αντιθέτως: κυριευμένος από την σατανική ενέργεια, ήθελε οπωσδήποτε να μολύνη την αγία παρθένο.
Ετσι, την άλλη άμέρα μετέβη στην φυλακή αποφασισμένος να επιτύχη επί τέλους την ικανοποίησι του πάθους του.
Αλλά και πάλι το αόρατο τείχος!… Και πάλι α Θεία Χαρις τον απωθούσε!…
***
ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ωργισμένος, ο Πασάς διατάσσει να βασανίσουν την    Ελένη και να την θανατώσουν, πράγμα το οποίο και έγινε. Το ιερό Λείψανό της ετέθη μέσα σε ένα σάκκο και ερρίφθη στην  θάλασσα.  Αντί όμως να βυθισθή, το μαρτυρικό σκήνος επέπλεε, ενώ ουράνιο φως κατέβαινε επ  αυτού.
Οι Τούρκοι ετρομοκρατήθησαν και εκραύγαζαν: « Η γκιαούρισσα καίγεται!..  Η γκιαούρισσα καίγεται!…».
Το σεπτό Λείψανο συνέχισε να επιπλέη, ώσπου έφθασε στην τοποθεσία Γαει, όπου λόγω του μεγάλου βάθους της θαλάσσης τα νερά είναι μαύρα.  Εκεί πλέον βυθίστηκε…
***
ΜΕΤΑ από μερικές ημέρες, ένα ελληνικό πλοίο αγκυροβόλησε στην  τοποθεσία Γαει. Το τρίτο βράδυ, ο φύλακας του πλοίου παρετή-
ρησε ότι από τον πυθμένα της θαλάσσης εξερχόταν φως και ενόμισε ότι εκεί υπήρχε μεγάλος θησαυρός από χρυσό.
Αμέσως, ειδοποίησε τον πλοίαρχο για να ανελκύσουν με δύτες τον θησαυρό, τελικά όμως αντί χρυσού ανείλκυσαν τον σάκκο με το τίμιο Λείψανο της  Αγίας Παρθενομάρτυρος  Ελένης.
Στον πολύτιμο σάκκο υπήρχε η σεπτή κεφαλή της  Αγίας, αποκομμένη από το υπόλοιπο σώμα… Στην κορυφή είχε ένα καρφί….  Επίσης, υπήρχε και μία άλλη τρύπα από καρφί.
Ηταν προφανές, ότι οι αγαρηνοί αφού βασάνισαν την  Αγία, έμπηξαν δύο καρφιά στο κεφάλι της και την αποκεφάλισαν.
Δυο από τους τούρκους δύτες εγνώριζαν για το μαρτύριο και ότι έρριψαν την  Αγία στην θάλασσα, αλλά εφοβούντο να ομιλήσουν προηγουμένως.
Ο πλοίαρχος τότε μετέφερε κρυφά την τιμία Καρα της  Αγίας  Ελένης στον  Ιερό Ναό της Παναγίας στην Σινώπη, το δε σεπτό Σκήνωμά της επεβίβασε σε άλλο πλοίο, το οποίο έφευγε με  Ελληνες για την Ρωσία.
Στο σημείο της θαλάσσης που βυθίστηκε το ιερό Λείψανο, εξήλθε ως πίδακας γλυκύ νερό και από τότε η περιοχή αυτή ωνομάσθηκε « Αγιάσματα».
ΔΙΑ της τιμίας Καρας της  Αγίας Παρθενομάρτυρος  Ελένης εγίνοντο πολλά θαύματα στην Σινώπη.
Ιδιαίτερα, όσοι υπέφεραν από πονοκεφάλους, εκαλούσαν τον  Ιερέα, ο οποίος έφερνε την αγία Καρα, έψαλλε την Παράκλησι, έκαμνε  Αγιασμό και εθεραπεύετο ο πόνος.
Ο πρόεδρος Καφαρόπουλος Χρήστος, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών πριν από το 1924, έφερε την τιμία Καρα της  Αγίας  Ελένης και εναπέθεσε αυτήν στον  Ιερό Ναό της  Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης στην  Ανω Τούμπα Θεσσαλονίκης, όπου φυλάσσεται σήμερα ευωδιάζουσα και θαυματουργούσα, προς δόξαν του εν  Αγίοις δοξαζομένου Κυρίου και Θεού ημών.

Ταις της  Αγίας Παρθενομάρτυρος  Ελένης της εκ Σινώπης του Ποντου
αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός,ελέησον και σώσον ημάς.  Αμήν! 

Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημίτρια ( Ρωσία αρχές 19ου αι.— 19-2-1860)



site analysis


31ΟΚΤ
Βίος και Πολιτεία
Α. Γέννηση – ανατροφή: Στην επαρχία του Νόβγκοροντ της Ρωσίας, κατά μήκος του ποταμού Λόβατ στο χωριό Περεντίνο γεννήθηκε η Μαρία, αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν η γενέτειρα του γέροντα Ιγνατίου, ιδρυτή της Ι. Μ. του Όλονετς, στη λίμνη Βέϊζ. Ο γέροντας αυτός, μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο πολύ νέοι ξεκίνησαν τους μοναχικούς τους αγώνες από το Άγιο Όρος. Ο τρίτος αδελφός τους, ο Βασίλειος Σοφρόνωφ παντρεύτηκε μια χωρική από διπλανό χωριό. Μετά από χρόνιες προσευχές γέννησαν τη Μαρία και κατόπιν δυο γιους και δυο θυγατέρες.
Οι γονείς τους έδωσαν με την ζωή τους το παράδειγμα στα παιδιά τους. Στην Μαρία αυτό έμπαινε βαθιά στην καρδιά της, γι’ αυτό φαινομενικά δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά. Ίσως γιατί όλη η οικογένεια ξεχώριζε για την καλοσύνη της σ’ όλο το χωριό.
Η Μαρία από έξη χρονών φρόντιζε τα αδέλφια της και βοηθούσε στο νοικοκυριό. Φρόντιζε ακόμα και τα κατοικίδια ζώα. Άρχισε όμως να μην παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς και να μη συμμετέχει στους χορούς του χωριού. Όταν η μητέρα της την ωθούσε να παίξει, αυτή χωρίς φασαρία έβγαινε, αλλά  έμενε μόνη και παρατηρούσε τη φύση…
Όταν προσκυνητές ή ταξιδιώτες φιλοξενούνταν στο σπίτι, η Μαρία ρουφούσε κυριολεκτικά τις ιστορίες για τα μοναστήρια και τις ακολουθίες σ’ αυτά. Οι γονείς άρχιζαν να διαβλέπουν την κλήση της αυτή, γι’ αυτό ο πατέρας της το συζήτησε με διαφόρους γέροντες. Έτσι ο αναγνώστης του Περεντίνο την έμαθε να διαβάζει Ωρολόγιο και Ψαλτήρι. Σύντομα αποστήθισε όλες τις προσευχές και πολλούς ψαλμούς. Έτσι οι γονείς τους την οδήγησαν για ευλογία στον γέροντα Ησαΐα στην περιοχή του Όλονετς…

Β. Αναχωρεί από τον κόσμο  με την φίλη της: Όσο ζούσαν οι γονείς της, έμενε μαζί τους. Μόνο για προσκύνηση απομακρυνόταν. Κοιμήθηκε πρώτα ο πατέρας της. Ο πρωτότοκος – με οικογένεια – γιος  κληρονόμησε το σπίτι με τα γύρω κτήματα. Αυτή με την μητέρα της έμειναν σ’ ένα κήπο με μηλιές, όπου αδελφός της τους έφτιαξε ένα ζεστό ξύλινο σπιτάκι.
Κάποτε πηγαίνοντας   για προσκύνημα στο Κίεβο γνώρισε την Άννα, μια κοπέλα  δουλοπάροικη. Ήθελε να μονάσει, γι’ αυτό το είχε σκάσει απ’ το «αφεντικό» της. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο, ώστε έμειναν στον κήπο με τις μηλιές… Σ’ ένα χρόνο πέθανε και η μητέρα της Μαρίας. Μετά την κηδεία, παρ’ ότι ήταν χειμώνας, ξεκίνησαν για το Όλονετς. Πέρασαν από πυκνό χιονισμένο δάσος περπατώντας… Όταν βγήκαν απ’ αυτό συνάντησαν βρήκαν τον θείο της  π. Ησαΐα ιδρυτή του ερημητηρίου του Αγίου Νικηφόρου! Τις οδήγησε με την διορατικότητά του στη γερόντισσα Ακυλίνα, πρώην ερημήτρια λίγα χιλιόμετρα από τη Μονή. Ο Γέροντας άκουσε και την εξομολόγηση της Άννας. Ζήτησε απ’ τους μαθητές του, π. Δανιήλ και π. Γεράσιμο να τις φροντίσουν και να τις εξασφαλίσουν και μετά τον θάνατό του… Με την ανιψιά του έκανε ιδιαίτερη συζήτηση, κυρίως για θέματα της γνήσιας πνευματικής άσκησης και της εργασίας της νοεράς προσευχής. Της έδωσε «μοναχικό κανόνα». Ήταν ο μοναχικός κανόνας του Αγίου Παχωμίου για την ζωή στην έρημο:
α) διάβασμα Ψαλτηρίου,
β) πολλές μετάνοιες,
γ) μελέτη ιερών βιβλίων,
δ) συνεχής εργασία με την νοερά προσευχή… και εργόχειρο!   Τους έδωσε μάλιστα εντολή να μην συζητούν μεταξύ τους, παρά μόνο για τα αναγκαία.

Γ.  Η  αφετηρία της ερημική της ζωής: Έμεναν σε μια καλύβα οκτώ τετραγωνικών μέτρων, όπου ο γέροντας τους έδωσε τα απαραίτητα γι’ αυτή την ερημική συμβίωση! Μέσα σε τρία χρόνια έφτασαν σε ζηλευτά ύψη ερημικής ασκητικής ζωής. Τότε πηγαίνοντας στο ερημητήριο του π. Ησαΐα για να κοινωνήσουν (που εν τω μεταξύ είχε γίνει μεγαλόσχημος με το όνομα Ιγνάτιος) και του ανακοίνωσαν την απόφασή  τους να ζήσουν χωριστά. Ο γέροντας μετά από ιδιαίτερες συζητήσεις έδωσε την ευλογία του. Χάρηκε πολύ και φρόντισε να φτιαχτεί στο δάσος και ένα δεύτερο κελί. Σύντομα όμως αναπαύτηκε (20-4-1852).
Τότε άρχισαν για την Μαρία πολλοί πνευματικοί πειρασμοί. Υπόμεινε αρκετές νύκτες άγρυπνη  με απερίγραπτο φόβο. Ο νέος πνευματικός της (π. Γεράσιμος) με προσευχή και συμβουλές για απάθεια στους «παιδαριώδεις» αυτούς πειρασμούς την βοήθησε να τους ξεπεράσει…
Τότε άρχισαν νέοι και πιο δυνατοί πειρασμοί: Ο ιερομόναχος Μητροφάνης, υπεύθυνος για την διοίκηση του Μοναστηριού, επικουρούμενος από τον π. Δανιήλ, ζήτησε να απομακρυνθούν και να μονάσουν σε γυναικεία μοναστήρια … λόγω ευθυνοφοβίας. Απομακρύνθηκε πρώτα η Άννα δέκα μίλια και πήγε πίσω απ’ την λίμνη. Με την βοήθεια ευλαβών πιστών εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή που ήταν πραγματικό κρησφύγετο. Έτσι ο Θεός διαφύλαξε την εκλεκτή του. Μετά από λίγο καιρό ο ηγούμενος απομάκρυνε και την Μαρία. Αυτή άρχισε να περιπλανιέται στο δάσος, για να μην στερηθεί το αγαπημένο της … καταφύγιο!
Εκεί ανακάλυψε μια καλύβα με το δάπεδό της κάτω από το έδαφος. Έφτασε στο κοντινότερο χωριό και γνώρισε μέσω του γερο-Αντρέα, ενός συμπαθούς ξυλοκόπου, τον «ιδιοκτήτη της». Αυτός της την χάρισε… Ο δόκιμος μοναχός Τρύφων έμαθε το γεγονός από τον γερο-Ανδρέα και το ανέφερε στον π. Γεράσιμο. Αυτός τότε άρχισε πάλι να την έχει υπό την προστασία του. Και η Μαρία επισκεπτόταν το Μοναστήρι για να κοινωνήσει…
Δ΄. «Νέα  τάξη» στο …δάσος:   Το φθινόπωρο η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από το χωριό της για να παρουσιαστεί στις τοπικές αρχές, για έλεγχο των  πιστοποιητικών της. Πήγε. Στο διάστημα που έλειπε ένα άγριο παγερό βράδυ δυο ξυλοκόποι ανακάλυψαν την καλύβα της. Έμειναν εκεί, άναψαν την υγρή θερμάστρα τους και μετά από λίγες μέρες από ένστικτο  πήγε εκεί ο γερο – Ανδρέας και τους βρήκε νεκρούς. Έγινε αυτοψία από τις αρχές και βρέθηκε ότι πέθαναν από ασφυξία. Οπότε κατέστρεψαν την καλύβα, χωρίς δικαίωμα ξανακτισίματος…
Όταν η Μαρία γύρισε έκλαψε πάνω από τα συντρίμμια… Είχε όμως σταθερή την απόφαση να ζήσει εκεί. Έδειξε στη διοίκηση του μοναστηριού την άδεια που είχε στα πιστοποιητικά της για ελεύθερη εγκαταβίωση. Ζήτησε τότε από τον γερο-Ανδρέα να της κτίσει κρυφά, με εργάτη, μια νέα καλύβα σε άλλο σημείο με τα λίγα χρήματα που έφερε από το χωριό της. Εγκαταστάθηκε λοιπόν πέρα από ένα φαράγγι…
Στο μοναστήρι αποσύρθηκε ο ηγούμενος και εγκαταστάθηκε ο π. Σίλβεστρος, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Γεράσιμο… Αυτός έκανε ριζικές αλλαγές και έσπασε η ενότητα και η ομοψυχία! Έτσι ο π. Γεράσιμος έμεινε έγκλειστος για να μην προκαλέσει και άλλες αντιδράσεις! Η Μαρία όμως κατάφερε να έχει επικοινωνία μαζί του. Όμως αργότερα την ανακάλυψαν… Τότε ο ηγούμενος την έδιωξε από την κρυψώνα της, ονομάζοντάς την «απατεώνα», γιατί ζούσε εκεί κρυφά! Της έκαψαν την καλύβα της! Το δάσος ολόκληρο άκουγε τότε τους λυγμούς της Μαρίας…
Ο ηγούμενος μάλιστα αποφάσισε να την διώξει τελείως και ενημερώσει τις αρχές, γι’ αυτήν και τον γερο-Ανδρέα. Ο π. Γεράσιμος τα πληροφορήθηκε και με τον π. Τρύφωνα έστειλε μήνυμα στην Μαρία να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού και να περιμένει την Πρόνοιά του. Της ζήτησε να πάει κοντά στην πατρίδα της όπου σε ανθρώπους που τιμούσαν τον π. Ησαΐα – Ιγνάτιο  να βρει καταφύγιο. Ενημέρωσε μάλιστα τον επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριατσινίνωφ και άλλους πατέρες να την δεχτούν. Η Μαρία τα δέχτηκε και έκανε υπακοή… χωρίς γογγυσμούς!

Ε΄. Ταξίδι στον Καύκασο:  Η  Μαρία έφυγε και έφτασε στην Σταράγια όπου έγινε δεκτή από τον Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο στην μονή του αγίου Σεργίου, κοντά στην Πετρούπολη. Την βοήθησε επίσης η πασίγνωστη ευεργέτρια  Τ. Β. Ποτέμκινα, η οποία είχε περιουσία κοντά στο μοναστήρι Σβιατογκόρσκ (Άγια Όρη), στο Καρκώφ.  Με συστατική της επιστολή έφτασε, μέσω Κιέβου, μαζί με την καινούργια της συναθλήτρια και συγγενή της Ματρώνα Μιχαήλοβνα στη διάρκεια της νηστείας των Αγίων Αποστόλων.  Ο ηγούμενος όμως εκεί δεν θεώρησε καλό να τους δώσει ευλογία να μείνουν στο δάσος, όπου ζούσαν αρκετοί γέροντες ερημίτες.
Εν τω μεταξύ η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από τον π. Θεοφάνη, μέσω του γέροντα Γεράσιμου, να πάει κοντά του στον Καύκασο, στην Σταυρούπολη! Εκεί υπήρχαν πολλά γυναικεία ερημητήρια. Οι προσκυνήτριες πραγματοποίησαν το μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους, αφού στηρίζονταν στην Πρόνοια του Θεού. Μερικές φορές βάδιζαν μέχρι τριάντα μίλια!  Ξεκίνησαν στις  29 Ιουνίου και έφτασαν στις 29 Αυγούστου! Το έλεος του Θεού πράγματι τις προστάτεψε και από ανθρώπους και από άγρια ζώα και από τον καύσωνα της ημέρας και από την έλλειψη χρημάτων … Στην Σταυρούπολη συνάντησαν ένα ευλαβή κτηματία που γνώριζε τον π. Θεοφάνη.
Εκεί έλειπε ο επίσκοπος και διαπραγματεύτηκε ο π. Θεοφάνης με την ηγουμένη Σεραφιμίνα της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί ζούσαν 200 μοναχές, που δύσκολα χωρούσαν. Η Μαρία άφησε την Ματρώνα στη μονή και εξομολογήθηκε στον π. Θεοφάνη την αγάπη της για ερημική ζωή, στην οποία ήταν… συνηθισμένη.

ΣΤ΄. Σε ερημικό καταφύγιο στον Καύκασο:  Η Μαρία ανακάλυψε σ’ ένα γειτονικό φαράγγι μία σπηλιά. Οι προσπάθειες του γέροντα και της ηγουμένης στάθηκαν μάταιες να την μεταπείσουν! Τα δάκρυα και η επιμονή της λύγισαν τον π. Θεοφάνη. Η σπηλιά  ήταν χαμηλή και στενή. Τα τοιχώματά της ήταν από χώμα και η οροφή της ήταν πλεγμένη από λινάρι. Για θέρμανση έφτιαξαν πέτρινη θερμάστρα. Τα τραπέζια και τα καθίσματα έγιναν από κορμούς δένδρων και στρώμα  μια υφαντή ψάθα…Για τροφή κράτησε λίγο αλεύρι και ένα είδος σίκαλης…
Η φιλέρημη ερημήτρια χάρηκε πολύ με την νέα κατοικία της! Το χειμώνα όμως φάνηκε η ακαταλληλότητα της σπηλιάς. Οι βροχές εισχωρούσαν από την οροφή και η υγρασία έφτανε μέχρι τα ρούχα… Το κρύο ήταν παγερό. Η Μαρία εξαντλήθηκε. Αναγκάστηκε να ζητήσει να πάει κοντά της η … Ματρώνα. Ζήτησε εξομολόγηση από τον εφημέριο της περιοχής και κοινώνησε. Μετά δυνάμωσε κάπως, αλλά ήταν ανήμπορη.
Παρ’ όλα αυτά δεν άφησε το κανόνα της… Για να μην την βλέπει στην προσευχή της η  Ματρώνα ζήτησε και της έφτιαξαν μια γωνία με παραβάν. Έτσι χωρίστηκε η σπηλιά σε … δύο δωμάτια. Η σπηλιά βέβαια ήταν σκοτεινή και είχε σύνολο 5 μέτρα μήκος και 2.5  μέτρα πλάτος. Αγωνίστηκαν με αναστεναγμούς και δάκρυα, με αδιάλειπτη προσευχή μέρα και νύκτα μέχρις εκεί που επέτρεπε η σωματική τους αδυναμία. Η Ματρώνα μάζευε τα ξύλα για την φωτιά, νερό απ’ την χαράδρα και έφτιαχνε χυλό με το αλεύρι. Αυτή ήταν η τροφή τους!
Κάποτε οι πατέρες του Όλονετς έμαθαν για την Μαρία και την εξάντλησή της! Ο π. Γεράσιμος μέσω του π. Δανιήλ, που είχε γίνει ηγούμενος στην μονή Πολυούστρωφ, με επιστολή  ζήτησε να επιστρέψουν κοντά στη λίμνη Βέϊζ, αφού δεν υπήρχαν πια τα παλιά εμπόδια. Ενημερώθηκε επίσης και ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Την  άνοιξη τους έδωσε ευλογία να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

Ζ΄. Το τελευταίο ερημητήριο του Βορρά:  Οδοιπορώντας πέρασαν από το μοναστήρι Σβιατογκόρσκ.
Ξεκουράστηκαν και με πλοίο  έφτασαν στη Νέα Λάντογκα από το Νόβγκοροντ. Πέρασαν και από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που έμεινε η Ματρώνα ένα χρόνο γιατί είχε εξαντληθεί απ’ το ταξίδι και δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει! Στο ερημητήριο του Αγίου Νικηφόρου η Μαρία συνάντησε την Άννα, που με μεσολάβηση των πατέρων του Όλονετς εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, το Παντάν.  Βρισκόταν στη μέση ενός δάσους. Εκεί η Άννα κάρηκε μοναχή και έζησε 31 χρόνια. Κοιμήθηκε στις 11 Ιουλίου το 1901, Σε ηλικία 83 ετών.
Οι γέροντες δεν θέλησαν να λυπήσουν την Μαρία και της έδωσαν την ευλογία να μείνει στα γύρω δάση. Της διάλεξαν όμως την καταλληλότερη δυνατή τοποθεσία, 5 μίλια μακριά από το μοναστήρι. Εδώ η Μαρία εγκαταστάθηκε μαζί με την …ανιψιά της Πελαγία που παλιότερα είχε μείνει μαζί της. Αυτή όμως δεν άντεξε. Την επόμενη άνοιξη κάλεσε κοντά της την  Ματρώνα, που είχε συνέλθει. Ο ηγούμενος ήταν συγκαταβατικός και είχε ευλάβεια γι’ αυτές! H Μαρία δεν έζησε για πολύ στο τελευταίο της καταφύγιο. Οι κακουχίες της και ένα άγριο κρυολόγημα της κλόνισαν οριστικά την υγεία της. Όλο τον χειμώνα υπέφερε από υψηλό πυρετό και πόνους στα δόντια και το πρόσωπό της. Υπήρχαν φάσεις που ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής αυτής της σκληρής αθλήτριας!
Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1860 οι πόνοι έφτασαν στο απροχώρητο. Η κατάστασή της χειροτέρευε γιατί δεν έπαιρνε κανένα φάρμακο!  Η Ματρώνα πήγε  να μείνει με την Πελαγία. Δεν μπόρεσε να γυρίσει σύντομα κοντά της λόγω χιονοθύελλας. Ο γερο – Ανδρέας πρώτος άνοιξε δρόμο στο χιόνι και με πέδιλα του σκι έφτασε στην καλύβα. Όταν την είδε πώς ήταν έφυγε για το χωριό και επέστρεψε σε δύο ώρες με ένα μπουκάλι βότκα! Χωρίς συναίσθηση η ερημήτρια έβρεξε ένα πανί με βότκα και το έβαλε στα χείλη της, ενώ ο Ανδρέας είχε φύγει. Η βότκα την άναψε και έβγαλε μια κραυγή προς το Θεό έβαλε χιόνι στο πρόσωπό της και άρχισε να φτύνει κάτι που δοκίμαζε για πρώτη φορά! Τα δάκρυά της ήταν ασυγκράτητα. Ξεκίνησε να πάει στο μοναστήρι! Ακολούθησε τα’ αχνάρια του Ανδρέα και η Πρόνοια του Θεού δεν την άφησε…
Έπεσε αναίσθητη στο χιόνι, αλλά  αδελφοί την είδαν από μακριά και αναίσθητη την πήγαν σε κοντινό … στάβλο. Όταν έφτασε ο π. Γεράσιμος η Μαρία φέρθηκε σαν να ξύπνησε απ’ τον ύπνο. Δεν κατάφερε να μιλήσει, αλλά με νοήματα ζήτησε να της κάνουν ευχέλαιο.
Για τρεις βδομάδες η μαρτυρική ερημήτρια έμεινε στο κρεβάτι. Την δέκατη Πέμπτη ημέρα το πρόσωπό της έλαμψε μ’ ένα υπερκόσμιο φως και πήρε την έκφραση μιας ευλογημένης ηρεμίας. Όλα τα σημάδια εξαφανίστηκαν. Ζήτησε να εξομολογηθεί και τις  επόμενες ημέρες κοινωνούσε!
Το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου του 1860 η Μαρία αναπαύτηκε…Στην κηδεία της μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ούτε στην πανήγυρη δεν ερχόταν. Στην διάρκεια της εξόδιας ακολουθίας το πρόσωπό της το κάλυψε ένα ουράνιο φως, σημάδι για την οσιότητα του βίου και μήνυμα για το περιεχόμενο της ησυχαστικής ζωής των Ορθοδόξων ασκητών!!!

Βιβλιογραφία: Πέτρου Μπότση, Οσία Μαρία του Όλονετς, σειρά οι Φιλόθεες, Αθήνα 1992.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Π. Α. Μ.
Πηγή: Ενοριακός Παλμός. Ιερά Μητρόπολη Πατρών – Μηνιαίο Ενοριακό έντυπο. Κοιμήσεως Θεοτόκου Οβρυάς Μεσσατίδος. Έτος έκτο – Αρ. Φύλλου 62 – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  2001.-Ο.Ο.Δ.Ε

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Η ΟΣΙΑ ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΑΣΙΝ, ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΟΥ ΤΒΕΡ (+ 1368)



site analysis


Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Ἀρχική δημοσίευση τοῦ κειμένου στό Περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ»Λευκωσίας, (φ. 39, 1993, σελ. 33 – 38) καί στό Περιοδικό "Ο ΠΟΙΜΗΝ"τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μυτιλήνης (τ. 1993). Κατωτέρω δημοσιεύεται βελτιωμένο.
Λέγεται, ὅτι ὁ ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ βοήθησε τόν Τσάρο Ἀλέξανδρο Β’ «νά δεῖ τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου του» (ὅταν ὁ Ἡγεμόνας τόν ἐπισκέφθηκε μυστικά στή μονή του). Ἔτσι ὁ Τσάρος «πέθανε» γιά τόν κόσμο καί ἔζησε τήν κατά Θεόν ἀσκητική ζωή ὡς λαϊκός Στάρετς Θεόδωρος Κούσμιτς τῆς Σιβηρίας. Ἡ Ὁσία Ἄννα τοῦ Κασίν κατά τήν διάρκεια τῆς πολυτάραχης ζωῆς της, ὄχι ἁπλῶς εἶδε, ἀλλά βίωσε τήν ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου καί γι’ αὐτό ἀντάλλαξε τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου μέ τήν Ἀγγελική Μοναχική πολιτεία. Ὁ βίος της - ὁ κοσμικός, ἀλλά καί ὁ μοναχικός - ἄν καί ἄγνωστος στίς λεπτομέρειές του, περιεῖχε φαίνεται μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες, τόσους καί τέτοιους ὥστε νά τιμηθεῖ ἀπό τόν δωρεοοδότη Κύριο μέ τήν ἀφθαρσία τοῦ Λειψάνου της καί τό χάρισμα τῶν ἰαμάτων.
Ἡ ἁγ. Ἄννα γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς, τό 1278. Ἦταν συγγενής τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Μιχαήλ Ἡγεμόνα τοῦ Τσερνίκωφ (20η Σεπτεμβρίου) καί Βασιλείου Ἡγεμόνα τοῦ Ροστώφ (4η Μαρτίου). Τό 1294 συζεύθηκε τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γ' Γιαρολάβιτς. Εἶχε τήν ἀτυχία νά ἐμπλακεῖ ἡ οἰκογένειά της στήν ἐμφύλια διαμάχη γιά τόν τίτλο τοῦ Μεγάλου Ἡγεμόνα, μέ τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο τῆς Μόσχας.

Τό ἱστορικό-κοινωνικό ὑπόβαθρο τοῦ βίου τῆς ἁγ. ἌνναςἈπό τά μέσα ἤδη τοῦ 11ου αί. ἡ ἐμφάνιση στίς στέππες τοῦ Ρωσικοῦ νότου τοῦ ληστρικοῦ λαοῦ τῶν Πολόβτσων, ὑποχρέωσε μεγάλο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ νά μετακινηθεῖ πρός τά βορειοανατολικά. Ἀκόμη ἡ διαίρεση τῆς Κιεβινῆς Ρωσίας σέ πολλές μ ικρές καί μεταξύ τους ἀντιμαχόμενες ἡγεμονίες, ἡ προϊοῦσα ἀνεξαρτητοποίηση τῆς ἐμπορικῆς δημοκρατίας τοῦ Νόβγκοροντ καί ἡ ταχύτατη ἀνάπτυξη τῆς Ἡγεμονίας τοῦ Σούζνταλ, συντέλεσαν στήν παρακμή τοῦ Κιέβου. Τό 1169 ὁ Ἡγεμόνας τοῦ Βλαδιμήρ Ἀνδρέας Μπογκολιούμπσκυ κατέλαβε καί λεηλάτησε τό Κίεβο καί μετέφερε τήν ἕδρα τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα στό Βλαδιμήρ. Μεταξύ τῶν νέων πόλεων πού ἱδρύθηκαν τότε ἦταν τό Τβέρ, τό Νίζνι Νόβγκοροντ καί ἡ Μόσχα.
Τό Κίεβο κατέρρευσε ὁριστικά τό 1240, μέ τήν κατάληψη καί καταστροφή του ἀπό τούς Τατάρους, ἀπό τούς ἴδιους εἰσβολεῖς ὅμως καταλύθηκε καί ἡ Ἡγεμονία τοῦ Σούζνταλ – Βλαδιμήρ. Οἱ Ἡγεμόνες – Πρίγκιπες τῶν μικρῶν ἡγεμονιῶν κατανάλωσαν τίς ἐλάχιστες – πλέον – δυνάμεις τοῦ Ρωσικοῦ Ἔθνους στίς μεταξύ τους ἐμφύλιες διαμάχες γιά τήν ἀπόκτηση τοῦ τίτλου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα, τόν ὁποῖο – κατά τόν Καθηγητή Βλ. Φειδᾶ - ὁ Τάταρος Χάν παραχωροῦσε «είς τόν πλουσιώτερον καί ταπεινότερον τούτων».
«Οἱ Ρῶσσοι Ἡγεμόνες - γράφει - ἔδει νά ἀναγνωρισθοῦν ὑπό τῶν Χάν κατά τήν ὑποχρεωτικήν μετάβασίν των εἰς τήν διαμονήν τῶν Χάν, τό Σαράϊ, ὅπου μετέβαινον συνήθως μετά πολλῶν δώρων. Αἱ ἀπαιτήσεις τῶν Χάν ἦσαν ἡ ὑποταγή τῶν Ρώσσων Ἡγεμόνων καί ἡ τακτική συλλογή τοῦ καταβαλλομένου ὑπό τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ φόρου, τοῦ λεγομένου «βυχόντ». (Βλ. Φειδᾶ, «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ρωσίας, 988 – 1988», σελ. 140 – 141).
Κατά τήν περίοδο 1304 – 1319 τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα διεκδικοῦσαν ὁ σύζυγος τῆς ἁγ. Ἄννας Ἡγεμόνας τοῦ Τβέρ Μιχαήλ Γιαροσλάβιτς - δευτερότοκος γιός τοῦ Γιαροσλάβου Γ’ Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1238 – 1240) καί πατέρα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι – καί ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μόσχας Γεώργιος Δανίλοβιτς, ἐγγονός τοῦ Ἀλεξάνδρου Νέβσκι. Στόν μεταξύ τῶν δύο Ἡγεμόνων ἐμφύλιο ἀγῶνα ἀτυχῶς ἀναμείχθηκε καί ἡ Ρωσική Ἐκκλησία, στό πρόσωπο τοῦ Μητροπολιτῶν Ρωσίας Πέτρου καί Θεογνώστου. Αἰτία ἦταν ἡ μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας ἀπό τό Κίεβο ἀρχικά στό Βλαδιμήρ καί τελικά στή Μόσχα καί οἱ προσωπικές ἀπόψεις πάνω στό θέμα Ἱεραρχῶν καί Ἡγεμόνων.
Τό πρόβλημα δημιουργήθηκε μέ τήν ἐξαφάνιση τό 1240 τοῦ Βυζαντινῆς προελεύσεως Μητροπ. Ρωσίας Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἴσως θανατώθηκε ἀπό τούς Τατάρους ἤ ἐπέστρεψε στήν ΚΠολη. Ὁ διάδοχός του ἅγ. Κύριλλος Β’ (1242 - 1281), ὁ ὁποῖος ἐξελέγη χάρις στήν ὑποστήριξη τοῦ Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Δανιήλ Ρωμανόβιτς, ἦρθε ἀπό τήν Νίκαια (τότε πολιτικό-θρησκευτική ἕδρα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας) στή Ρωσία τό 1248. Ὁ Κύριλλος στά 33 χρόνια τῆς ἀρχιερατίας του ἀπέφυγε τήν μόνιμη ἐγκατάσταση σέ κάποια πόλη. Ὁ διάδοχός του Μητροπολίτης ἅγ. Μάξιμος (1282 - 1305), μέχρι τό 1299 ἀκολούθησε τήν τακτική τοῦ προκατόχου του, τό 1299 ὅμως ἐγκαταστάθηκε στό Βλαδιμήρ. Τήν μεταφορά τῆς ἕδρας ἐπικύρωσε καί τό Πατριαρχεῖο ΚΠόλεως. (Miklosich - Muller, “Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, Sacra et Profana”, 1860, σελ. 351 - 353).
Μετά τόν θάνατο τοῦ Μητροπ. Μαξίμου τόν Θρόνο διεκδίκησαν δύο ὑποψήφιοι. Ὁ Μοναχός Γερόντιος (ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ Μιχαήλ) καί ὁ Ἱερομόναχος Πέτρος (ὑποστηριζόμενος ἀπό τόν Ἡγεμόνα τῆς Γαλικίας Γεώργιο Λβόβιχ). Σημειώνεται, ὅτι ἡ πλευρά τοῦ Γεωργίου ἐξέφραζε τούς ἀντιτιθεμένους στή μεταφορά τῆς Μητροπολιτικῆς Ἕδρας ἀπό τό Κίεβο, ἐνῶ ἐκείνη τοῦ Μιχαήλ τήν ἀντίθετη. Βεβαίως καί οἱ δύο πλευρές εἶχαν πολιτικά κίνητρα καί συμφέροντα στίς τοποθετήσεις τους.
Τό 1308 ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως Ἀθανάσιος Α’ χειροτόνησε Μητροπ. Ρωσίας τόν Ἱερομόναχο Πέτρο, ἡ ἐκλογή καί χειροτονία του ὅμως δυσαρέστησε τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ καί τό 1310 ὁ Μητροπ. Πέτρος ἀντιμετώπισε τίς κατηγορίες τοῦ Ἐπισκόπου Τβέρ Ἀνδρέα, σέ Σύνοδο πού συκλήθηκε στό Περεγιασλάβλ. Παρά τό γεγονός, ὅτι στό βίο τοῦ ἁγ. Πέτρου ἀναφέρεται ὅτι «τό περιεχόμενο τῶν κατηγοριῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἀνδρέα ἐναντίον του ἦταν γνωστό στόν ἅγιο Πρίγκιπα Μιχαήλ, ἀλλά αὐτός δέν θεώρησε σκόπιμο νά ἀναμιχθεῖ στήν ὑπόθεση», οἱ γιοί τοῦ Μιχαήλ Πρίγκιπες Ἀλέξανδρος καί Δημήτριος παραυρέθηκαν στή Σύνοδο (Περιοδικό «ΘΥΜΙΑΜΑ», φ. 2, 1985, σελ. 12).
Ὁ Μητροπολίτης ἅγ. Πέτρος, παρά τήν ἀθώωσή του στή Σύνοδο τοῦ 1310, ἀρνήθηκε τήν ὑποστηριξή του στό Τβέρ καί τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ καί ὑποστήριξε ἐνεργά τήν Μόσχα καί τόν Ἡγεμόνα Γεώργιο, ὅπου μετέφερε τήν Μητροπολιτική Ἕδρα, χωρίς ὅμως νά ἀλλάξει τόν τίτλο τοῦ Μητροπολίτη Ρωσίας. Τό γεγονός αὐτό ἐνίσχυσε τήν θέση τῆς Ἡγεμονίας τῆς Μόσχας ἀπέναντι στίς ἄλλες. Ἐξόχως ὀξυδερκής ὁ Πέτρος ὑποστήριξε τήν Μόσχα, διότι διέβλεπε τήν ἀνάγκη ἑνώσεως τῶν μικρῶν Ρωσικῶν Ἡγεμονιῶν κάτω ἀπό μία πολιτική ἕδρα καί ἕνα Ἡγεμόνα πανρωσικῆς ἐμβελείας καί ἀποδοχῆς.
Ὁ σύζυγος τῆς ἁγ. Ἄννας Μιχαήλ γεννήθηκε τό 1271 καί ἦταν - ὅπως προαναφέρθηκε - δευτερότοκος γιός τοῦ Γιαροσλάβου Γ’ Βσεβολόντοβιτς, Μεγ. Ἡγεμόνα τοῦ Βλαδιμήρ (1238 – 1240) καί πατέρα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἥρωα τῆς Ρωσίας Ἁγίου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρου Νέβσκι , γεννάρχη τόσο τῆς Ἡγεμονικῆς Δυναστείας τῆς Μόσχας, ὅσο καί ἐκείνης τοῦ Τβέρ.
Ὁ Μιχαήλ διαδέχτηκε τό 1285 τόν πατέρα του στήν Ἡγεμονία τοῦ Τβέρ. Κατά τήν πρώτη φάση τῆς συγκρούσεως μεταξύ Τβέρ καί Μόσχας οἱ Τάταροι ἀπένειμαν τό 1305 τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα στόν Μιχαήλ. Σέ μία προσπάθεια νά ἐνισχύσει τήν θέση του ὁ Ἡγεμόνας Γεώργιος τῆς Μόσχας, ἐκτέλεσε τόν κρατούμενο ἀπό τό 1300 στή Μόσχα Ἡγεμόνα τοῦ Ριαζάν Κωνσταντῖνο καί προσάρτησε τό Ριαζάν στήν Ἡγεμονία του. Στή συνέχεια κατέλαβε τό Μοζάϊσκ καί μέ τήν συμπαράσταση τοῦ Μητροπ. Ρωσίας ἁγ. Πέτρου, συνεργάστηκε μέ τήν ἀνεξάρτητη Ἡγεμονία τοῦ Νόβγκοροντ κατά τοῦ Τβέρ. Ἐνισχυμένος μέ τούς τρόπους αὐτούς ὁ Γεώργιος πῆγε τό 1315 στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, γιά νά διεκδικήσει τόν τίτλο τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα ἀπό τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος καί καθαιρέθηκε ἀπό τούς Τατάρους, ὅταν ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Χάν Οὐζμπέκ Πριγκίπισσα Κοντσάκα. Ἐνισχυμένος καί ἀπό Ταταρικά στρατεύματα ὁ Γεώργιος ἐπιτέθηκε τότε κατά τοῦ Τβέρ, ἀλλά νικήθηκε καί ὁ ἀδελφός του Βόρις, ὅπως καί ἡ σύζυγός του Κοντσάκα συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι. Ὅταν ἡ κρατούμενη στό Τβέρ σύζυγός του ἀπεβίωσε ξαφνικά κάτω ἀπό ἀδιευκρίνιστες συνθῆκες, ὁ Γεώργιος ἰσχυρίστηκε ὅτι δηλητηριάστηκε καί κατηγόρησε στόν πεθερό του Χάν Οὐζμπέκ τόν Ἡγεμόνα Μιχαήλ. Τελικά ὁ Οὐζμπέκ κάλεσε καί τούς δύο διεκδικητές στήν Ὀρδή. Ἡ Ἡγεμονίδα Ἄννα συνόδευσε τόν σύζυγό της μέχρι τό χωριό Μαλίνικ, στόν ποταμό Νέρλα καί ἔκτοτε δέν τόν ξαναεῖδε ζωντανό (1318). Τελικά ὁ Χάν ἐκτέλεσε τόν Μιχαήλ πρίν ἀρχίσει ἡ δίκη του.
Ὁ Ρωσικός λαός θεώρησε τόν θάνατο τοῦ Ἡγεμόνα Μιχαήλ μαρτύριο, δεχόμενος ὅτι τά αἴτια τοῦ θανάτου του ἦσαν ἐκτός ἀπό πολιτικά καί θρησκευτικά, ἀφοῦ μποροῦσε νά ἐξωμώσει γιά νά σώσει τήν ζωή του (ὅπως λ.χ. οἱ ἐπί Τουρκοκρατίας Ἅγιοι Νεομάρτυρες).
Ὁ Γεώργιος τῆς Μόσχας ἀντίθετα ἐπέστρεψε στή Ρωσία τό 1319, μισούμενος ἀπό τόν λαό καί τούς ἄλλους Ἡγεμόνες, σάν συνεργάτης τῶν κατακτητῶν, γιά λογαριασμό τῶν ὁποίων εἶχε ἀναλάβει τήν εἴσπραξη τῶν φόρων.
Τό 1322, ὁ γιός τοῦ Μιχαήλ Δημήτριος, ζητῶντας ἐκδίκηση γιά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατήγγειλε στούς Τατάρους ὅτι ὁ Γεώργιος κρατοῦσε γιά λογαρισμό του μέρος τῶν φόρων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ Γεώργιος κλήθηκε νά δικαστεῖ ἀπό τόν Χάν, καθαιρέθηκε καί ὁ τίτλος ἀπονεμήθηκε στόν Δημήτριο. Τό 1325, ἐνῶ οἱ δύο ἀντίπαλοι συναντήθηκαν στό Στρατόπεδο τῆς Χρυσῆς Ὀρδῆς, ὁ Δημήτριος σκότωσε τόν Γεώργιο μπροστά στόν Χάν Οὐζμπέκ, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτελεστεῖ καί ὁ ἴδιος ἀπό τούς Τατάρους ὀκτώ μῆνες ἀργότερα (1326).
Τήν ἄποψη περί μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Μιχαήλ ἐνίσχυσε καί τό γεγονός, ὅτι τό λείψανό του, ἄν καί παρέμεινε ἄταφο ἐπί διετία, βρέθηκε ἀδιάφθορο καί ἐνταφιάστηκε μέ μεγάλες τιμές τό 1320 στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Τβέρ, κοντά στούς τάφους τῶν γονέων του καί τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου τῆς πόλεως ἁγ. Συμεών (ἡ μνήμη του τήν 4η Φεβρουαρίου).
Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Μιχαήλ εἶναι εὑρύτατα διαδεδομένη στή Ρωσική Ἐκκλησία καί τιμᾶται τήν 24η Ἰουνίου, τήν 30η Σεπτεμβρίου καί τήν 22α Νοεμβρίου.

Ἡ Πριγκίπισσα Ἄννα ὡς Μοναχή καί ἉγίαἩ Ἡγεμονίδα Ἄννα, ἄν καί ἔζησε σέ μία ἐξαιρετικά ταραγμένη ἐποχή (κοινωνικά ἐκρηκτική, πολιτικά ρευστή καί σέ πολλά σημεῖα βάρβαρη καί ἀπάνθρωπη), διατήρησε τήν πίστη της καί ἀναλώθηκε σέ ἔργα φιλανθρωπίας καί εὐποιϊας, στηρίζοντας τόν χειμαζόμενο ἀπό τά δεινά τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καί τῆς Ταταρικῆς κατοχῆς Ρωσικό λαό. Ἀπό τό ὕψος τοῦ Θρόνου οἱ πειρασμοί τῆς ἡγεμονικῆς ζωῆς καί οἱ κοσμικές περιπέτειες, τῆς ἔδειξαν τό μέγεθος τῆς ἀνθρώπινης ματαιότητας. Ἔτσι μετά τήν ἐκτέλεση τοῦ συζύγου της (1318), ἀποσύρθηκε στή Μονή τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Τβέρ, ὅπου μόνασε 30 χρόνια.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1368 στή Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου - Ὑπαπαντῆς, στό Κασίν, ὅπου τήν εἶχε μεταφέρει ὁ νεώτερος γιός της Ἡγεμόνας Βασίλειος, γιά νά τήν προφυλάξη ἀπό κάποια ἐπιδημία.
Ὁ τάφος παρέμεινε στήν ἀφάνεια γιά διάστημα δύο περίπου αἰώνων. Τό Λείψανό της ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο τό 1611 (242 χρόνια μετά τήν κοίμησή της), μετά ἀπό ἐμφάνισή της στόν ἀσθενή Γεώργιο, νεωκόρο τοῦ Ναοῦ. Τοῦ εἶπε τό ὄνομά της, τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν θεραπεύσει καί ἔκανε παρατηρήσεις γιά τήν κατάσταση τοῦ τάφου της. «Κανείς δέν τόν σέβεται – εἶπε - ἄλλοι κάθονται πάνω του καί ἄλλοι ἀκουμποῦν ἐκεῖ τά καπέλα τους». Ζήτησε νά τοποθετήσουν πάνω του τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου καί νά ἀνάβουν καντήλι, βεβαίωσε δέ ὅτι αὐτή προσεύχεται στήν Ὑπεραγία Θεοτόκου γιά τήν πόλη.
Ἀναδείχθηκε θαυματουργός, διότι σύντομα –μετά τήν θεραπεία τοῦ νεωκόρου - καταγράφηκαν ἄλλες 26 θεραπείες καί τό Κασίν τήν ἀνάδειξε πολιοῦχο του. Κατά τόν 18ο αἰ. καταγράφηκαν ἄλλες 39 περιπτώσεις ἰάσεων καί κατά τήν περίοδο 1899 – 1909 ἄλλες 31. Σέ 20 περίπου περιπτώσεις οἱ εὐεργετηθέντες τήν περιέγραψαν σάν μοναχή, ἡλικίας 50 περίπου ἐτῶν, ἡ ὁποία συστήθηκε σάν «Ἄννα, ἡ ὁρθῶς πιστεύουσα».
Κατά τήν Περίοδο τῶν Ταραχῶν (πρώτη δεκαετία τοῦ 17ου αἰ.), πυρπολήθηκε ἀπό τούς Πολωνούς εἰσβολεῖς ἡ Μονή τῆς Ὑπαπαντῆς – Κοιμ. Θεοτόκου στό Κασίν, ὅπου ὁ τάφος τῆς Ἁγίας. Ἡ νέα περίοδος ἀκμῆς τῆς μονῆς ἐγκαινιάζεται μέ τήν παρουσία ἀνάμεσα στά ἐρείπια μιᾶς ἄλλης Πριγκίπισσας, τῆς Ὁσίας Δωροθέας τοῦ Κασίν.
Ἡ ὁσ. Δωροθέα γεννήθηκε τό 1549 (κατά τήν βασιλεία Ἰβάν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ) καί κατάγοταν ἀπό τήν Πριγκιπική οἰκογένεια τῶν Κορκοντίνωφ. Γιά τό κοσμικό της ὄνομα καί τήν προηγούμενη ζωή της δέν σώζονται πληροφορίες. Εἶναι γνωστό μόνο ὅτι ἦταν νυμφευμένη μέ τόν Θεόδωρο Λαντίγκιν, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε ὑπερασπιζόμενος τήν πόλη.
Ὁ θάνατος τοῦ συζύγου της, ἡ καταστροφή τῆς πατρίδας της, ἡ πεῖνα καί οἱ κακουχίες τοῦ λαοῦ, ἔδειξαν στή Δωροθέα τήν ἐγκόσμια ματαιότητα καί τήν ὁδήγησαν στήν ἀπόφαση νά μονάσει. Ἐγκαταστάθηκε στήν πυρπολημένη μονή τῆς Ὑπαπαντῆς καί μέ πολύ κόπο ἔφτιαξε ἕνα κελλί στή μέση τῶν ἐρειπίων. Στήν προσπάθειά της νά ἀνοικοδομήσει τήν μονή, βρῆκε τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Κόρσουμ. Σύντομα ἡ φήμη τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς της ζωῆς ἔφερε κοντά της καί ἄλλες φιλομόναχες ψυχές καί ἔτσι ἡ μονή ἐπανιδρύθηκε.
Ἡ ὁσ. Δωροθέα ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα τό 1615 καί κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1629, κατά τήν βασιλεία Μιχαήλ Ρωμανώφ, χωρίς ποτέ νά ἀναλάβει τήν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ἐνταφιάσθηκε στό βόρειο μέρος τοῦ ναοῦ. Μέχρι τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 ἡ ἀδελφότητα τηροῦσε χρονικό τῶν θαυμάτων της. Κατά θεία οἰκονομία καί ἡ δική της μνήμη ἄρχισε νά διαδίδεται μετά πάροδο δύο περίπου αἰώνων (ὅπως καί τῆς ἁγ. Ἄννας), ὅταν ἄρχισαν ἐμφανίσεις της στήν Ἡγουμένη Ἀντωνία.
Ἡ Ἡγουμένη Ἀντωνία (Μεζέντσοβα, + 1875), πνευματική θυγατέρα τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ Ἱερέως Πέτρου τοῦ Ἄγκιλιχ, ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης ἀρετῆς. Μόναζε σέ μονή τοῦ Σούζνταλ - ὅπου τά Λείψανα τῆς θαυματουργοῦ ὁσ. Σοφίας (Πριγκίπισσας Σολωμονίας, συζύγου τοῦ Μεγ. Ἡγεμόνα Βασιλείου Γ', + 1542, 16η Δεκεμβρίου) – καί ἦρθε στή Μονή Ὑπαπαντῆς, μετά ἀπό ἐμφάνιση τῆς ὁσ. Δωροθέας. Ἐπί τῶν ἡμερῶν της ἡ ἁγ. Ἄννα ἐμφανιζόταν καί ὑπεδείκνυε ποιες δόκιμες ἦσαν ἕτοιμες γιά τήν μοναχική κουρά καί πού βρίσκονταν θαμμένα παλαιά μοναχικά σχήματα. Τό 1857, πεπεισμένη γιά τήν ἁγιότητα τῆς ὁσ. Δωροθέας, ὕψωσε πάνω ἀπό τόν τάφο της ἕνα παρεκκλήσιο ἀπό λαμαρῖνα (φοβούμενη τήν ἀντίδραση τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν), ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως τῆς περιοχῆς ἐπευλόγησε τήν πράξη της καί ἔτσι τό 1870 ἕνα πέτρινο παρεκκλήσιο κάλυψε τόν τάφο.
Ἡ ἁγιότητά τῆς ἁγ. Ἄννας διακηρύχθηκε Συνοδικά τό 1909, κατά τήν βασιλεία τοῦ Τσάρου Νικολάου Β’. Στίς μεγαλειώδεις τελετές πού πραγματοποιήθηκαν τότε συμμετεῖχαν ὁ Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Μητροπ. Μόσχας Βαδίμηρος (ἔπειτα Κιέβου, Νεομάρτυρας, + 1918), 12 Ἀρχιεπίσκοποι καί Ἐπίσκοποι, ὁ Βασιλικός Ἐπίτροπος τῆς Συνόδου Λουκιάνωφ, ἡ Μεγ. Δούκισσα Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα (Νεομάρτυρας + 1918) καί περίπου 100.000 πιστοί. Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν τύχη τοῦ Λειψάνου της.
Ἡ ἁγ. Ἄννα τοῦ Κασίν εἶναι προστάτης ὅσων ὑποφέρουν ἀπό τήν στέρηση συγγενικῶν τους προσώπων.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται τήν 12η Ἰουνίου καί τήν 2α Ὀκτωβρίου καί ἡ Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου της τήν 21η Ἰουλίου.
Μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917 δέν εἶναι γνωστή ἡ τύχη τῆς Μονῆς Ὑπαπαντῆς καί τῶν τιμίων Λειψάνων τῶν Ὁσίων Ἄννας καί Δωροθέας. Ὅμως, «μεταξύ ἐκείνων πού ἀγαποῦν τούς δούλους τοῦ Θεοῦ - σημειώνεται στή «Θηβαϊδα τοῦ Βορρᾶ» - ἡ μνήμη τῆς ὁσ. Ἄννης δέν πρόκειται νά ξεχαστεῖ καί ἐκείνη συνεχίζει νά προσεύχεται στόν οὐρανό γιά τη Ρωσική γῆ καί γιά ὅλους ἐκείνους πού τήν τιμοῦν μέ πίστη καί ἀγάπη».

Γερόντισσα Μακρίνα


site analysis





Θέλει να Του μιλάμε ο Χριστός μας, όχι να λέμε ένα ξερό «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» θέλει να Του λέμε λόγια να μας σώσει. Ήταν μία κοπέλα, μου τηλεφώνησε προχθές και μου λέει ότι πέρσι ήταν κατάκοιτη. Ούτε από δω γυρνούσε ούτε από κει, είχε πάθει εγκεφαλικό. Αλλά την ευχούλα δεν την άφηνε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», στο κεφάλι δεν είχε πάθει τίποτε. Και λοιπόν μετά παρουσιάστηκε η Παναγία τόσο λαμπρή, τόσο όμορφη, τόσο ωραία, πού ήταν ένα ανάστημα που δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς και πίσω της ήταν τάγμα αγγέλων. Είχε μία σκέπη και σκέπαζε όλο τον κόσμο και της λέει:


-Τι θέλεις να σου κάνω;


Λέει:


-Θέλω να γυρίσω από το ένα πλευρό και από το άλλο γιατί είμαι παράλυτη. Η πλάτη μου κουράστηκε και να σωθώ, τη σωτηρία μου θέλω.


-Αυτά θα σ’ τα δώσω, αλλά όμως αυτό που θα σου πω να κάνεις να με φωνάζεις, γιατί εγώ θέλω να με φωνάζετε.


Λοιπόν, της Παναγία μας να της λέμε λογάκια, να της λέμε το ένα, το άλλο. Θέλω να φωνάζεις της λέει. Αυτά θα σ’ τα κάνω. Πλημμύρισε το δωμάτιο όλο άρωμα και τέτοιο φως μέσα στο σπίτι της, πού έλαμπε το προσωπάκι της, τόσο πολύ χάρη είχε και κατόπιν άρχισε και σηκωνότανε από το ένα πλευρό, από το άλλο και γύριζε από το ένα μέρος και το άλλο.


Γι’ αυτό ό Χριστός μας θέλει να Τον φωνάζουμε, θέλει να Τον ζητάμε. Είναι εραστής μας. Ο Χριστός θέλει όλη την αγάπη μας να την δώσουμε σ’ Εκείνον και ύστερα Αυτός τα οικονομάει όλα….
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ:ΦΩΣ