Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Μοναχή Ευπραξία υποτακτική του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού



site analysis

Ήταν παντρεμένη και είχε ένα παιδί τον Ιωάννη, τον οποίο άφησε μικρό και τελείως πτωχό στην μητέρα της για τον έρωτα του Χριστού.
Υπήρξε ευκατάστατη, είχε 4 σπίτια στην Κωνσταντινούπολη και θείο Αρχιμανδρίτη από τον οποίο κληρονόμησε Αγια Λείψανα που τα διαμοιράστηκαν αργότερα οι πατέρες της συνοδείας του Γέροντος Ιωσήφ.
Όταν ήλθαν στην Ελλάδα, μαζεύτηκαν και άλλες γυναίκες που είχαν μεγάλο ζήλο για τον Μοναχισμό και την ευχή και υπό την καθοδήγηση του Γέροντος Ιωσήφ έκαναν Μοναστήρι κυρίως από τα χρήματα της Γεροντίσσης Ευπραξίας αλλά και από άλλες στα μέρη της Θράκης (μεταξύ Ξάνθης και Κομοτηνής). Δυστυχώς υπήρχε μεταξύ τους αντιζηλία, φιλονικίες κτλ. και έβγαινε κάθε τόσο από το Άγιον Όρος ο Γέρων Ιωσήφ και τις βοηθούσε. Οι έξοδοι αυτές από το Όρος ήταν η αιτία να στενοχωριέται και να θλίβεται ο πατήρ Αρσένιος, διότι έπρεπε να βγαίνη και αυτός μαζί του και δεν ήθελε. Ήσαν «συμφωνηταί» – τους είχε διαβάσει Ιερέας – και δεν είχαν ευλογία να χωρίσουν ούτε ένα 24ωρο.
Αυτά έγιναν – δηλαδή το κτίσιμο της Μονής – μετά τα 8 χρόνια του πειρασμού του Γέροντος, όταν πια ήταν τελείως απαθής, σαν μικρό παιδί.
Οι Ιερείς όμως της ενορίας, κατηγόρησαν το Γέροντα για πολλά και μεταξύ αυτών και για ηθικά ζητήματα και του έκαναν δίκη, στην οποία δεν παρουσιάστηκε ο Γέροντας. Εν τω μεταξύ και ο κόσμος από απλότητα έκαναν υπερβολές π.χ. όταν τον έβλεπαν έλεγαν «ο Χριστός, ο Χριστός!» καθ’ όσον είχε γκριζογάλανα μάτια και ξανθά γενάκια κ.τ.λ.
Όταν κατάλαβε ο Γέροντας ότι δεν υπάρχει ωφέλεια, δεν ξαναπήγε στο Μοναστήρι. Αυτό συνέβη γύρω στο 1938. Οι αδελφές, μια γιατί δεν πήγαινε ο Γέροντας, μια γιατί τις κυνηγούσαν οι ιερείς της ενορίας, διαλύθηκαν. Όλες όμως κρατούσαν γερά στην Μοναχική παράδοση. Πολλές από αυτές αγίασαν. Δύο πήγαν στην Μονή της Παναγίας της Πευκοβουνογιατρίσσης στην Κερατέα (Ευφροσύνη, Φεβρωνία), άλλη ήταν η ΚλαιοΜαρία του Περισσού. Η Γερόντισσα Ευπραξία πήγε στη Θεσσαλονίκη και έμενε πολύ φτωχικά σε ένα καμαράκι με χώμα στο πάτωμα (κοντά στον Προφήτη Ηλία), μαζί με την μάνα της, στην αυλή του σπιτιού του αδελφού της.
Ο Γέρων Ιωσήφ, επειδή την είδε ότι ήταν γερή στην ευχή, της έδωσε εντολή να κλειστή μέσα και της έδωσε ησυχαστικό τυπικό, να ασχοληθή μόνο με την «ευχή». Να μην βγαίνη, να μην έχη φιλίες.
Στην ερώτησή της για το πως θα διαιτάται εκείνος της απάντησε: «Εγώ θα σε φροντίσω, θα σου στέλνω τα προς χρείαν, μόνο εσύ να καθήσης μέσα… Αν χρειαστή κοσμικά ρούχα θα φορέσω και θα βγώ στον κόσμο να δουλέψω για να σου στέλνω». Και πράγματι της έστελνε. Αυτή κλείστηκε μέσα, δεν την γνώριζε σχεδόν κανείς. Εκκλησιαζόταν αλλά στην Ενορία δεν είχε κουβέντες και γνωριμίες. Έκανε πως δεν ήξερε καλά τη γλώσσα και έτσι απέφευγε. Λίγο πιο πέρα από το καλυβάκι της ήταν άλλο καλυβάκι και εκεί πήγαινε. Έκλεινε τα εξώφυλλα των παραθύρων για να είναι σκοτεινά και έλεγε την ευχή. Για όσους την γνώρισαν ήταν ο αββάς Ισαάκ στην πράξη. Ζούσε με απόλυτη πτωχεία στην ησυχία. Υπήρξε πολύ αγωνίστρια και κατανυκτική. Πληροφορίες γι’ αυτήν πήραμε από το Ιερόν Κοινόβιο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» Οινουσσών Χίου.
Στο παράρτημα δημοσιεύουμε αποσπάσματα από επιστολές της οσίας μητρός προς κάποιον ιερομόναχο.
Αποσπάσματα από αλληλογραφία
της Γεροντίσσης Εύπραξίας του Ιωσήφ
προς Ιερομόναχο τινά
Διαβάζοντας κανείς γεύεται τη γλύκα της κατανυκτικής της καρδιάς…
«…Ο Θεός Τατλή Ιησούς μας, Παναγία Θεοτόκος μας, Μητέρα μας να γίνη, να προστατεύη πάντοτε, να φυλάγη, μέσα στην καρδιά σου να καθίση. Κάθε λεπτό να του πής. Τατλή Ιησούμ! άχ Τατλή Ιησούμ, τατλή Βασιλέμ. Θεοτόκος μας να το πής. Να κλαις από τη φωτιά στην καρδιά σου, την αγάπη σου στο Χριστό μας, ν’ ανάψη μέσα σου. Αχ, άχ, άχ κάθε αναπνοή σου. Αμάν. Εγώ αμαρτωλή εύχομαι νύκτα – ημέρα με θερμά δάκρυα. Είμαι υποχρεωμένη, είμαι φορτωμένη. Πως να το δώσω τον Θεόν λόγια. Ελεημοσύνη τρώγω. Κλαίω άχ, άχ πολύ παρακαλώ, να μή λησμονάς το όνομά μου να μνημονεύης. Εάν ακούσης πέθανε Ευπραξία, ένα 40λείτουργο να κάμνης, θα με πάρης από την κόλαση. Είμαι στον κόζμο κολαζμένη. Δεν είμαι άκξια να πάγω Παράδεισος. Το δικό σας προσευχή, ευσπλαχνία του Τατλή Ιησού μας ελπίζω».
«…Τατλή Ιησού μας να έλθη (στην) καρδιά σου ν’ ανάπψη μέσα σου, να γίνης φως, να καταλάβης Τατλή Ιησού μας… που κάμνεις προσευχή με το κομβοσχοίνιον «Κύριε, Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον ημάς». Αυτά να λες να εύρης γλύκα (απόγλυκα) να κλαις νύκτα ημέρα, όλο το σώμα ν’ αγιάζης, να καταλάβης εάν τατλή Ιησού μας έρχεται καρδιά σου, αυτή γίνι (γίνεται), το σώμα γίνι (γίνεται) σαν λάστιχο. Βγαίνει κοζμικό σώμα, έρχεται άγιο σώμα. Το σώμα λέγει, δουλεύει σαν το ωρολόγιον. Κύριε Ιησού μου, Χριστέ μου, Υιέ του Θεού ελέησον ημάς, λέγει μέσα σου. Όλο το σώμα δε σταματάγει. Αυτά τα κερδίζεις με σιωπή, σκοτεινά, ούτε φως να γίνη. Σκέπασε (με) το κουκούλιον το πρόσωπόν σου να πής την ευχή. Το σώμα αγιάζει, νεκρό γίνεται.
Τότε να ιδής τι εστάνη (αισθάνεσαι), τον άγιο Γέροντά μας. Προσευχή να βοηθήση να κατοίκηση μέσα στον Τατλή Ιησούς μας. Αμήν.
Εγώ αμαρτωλή εύχομαι χρυσό παιδάκι μου… να γίνη μέσα σου φως. Ο πειραζμός να φοβηθή κοντά σου, να μην έλθη να κάπψη (να καή).
Εγώ έδωσα ο Θεός πλούτον, και εγώ τον Θεόν αγάπη έδωσα, τον Θεόν υπακουγή τον Γέροντα μου.
Άγιος Γέροντας μου έταξε. Μη φοβάσαι, εγώ θα (σε) κοιτάξω. Θα φορέσω κοζμικά ρούχα, θα δουλέψω να σε κοιτάξω. Που είναι; Από μένα πρώτα πέθανε. Άγιασε….
Έως τώρα ο Θεός δε με άφησε, αλλά πολλά υπόφερα από τον αγώνα. Τώρα γραία είμαι, άρρωστη είμαι, βροχικό άσθμα έχω.
[Τατλη Ιησουμ = γλυκύς Ιησούς]
Δωρεάν πολλά (μου) έδωσε ο Θεός. Ολόκληρο το σώμα μου λέγει (την) ευχή. Από την γλύκα της ευχής ανάβει μέσα μου. άχ, άχ, άχ Τατλή Ιησούμ κλαίω, δε μπορώ, πάρτο ψυχή μου, πάρτο, κλαίω δεν είμαι άξια να πώ την ευχή, κλαίω.
Πηγή: Ιερομονάχου Δημητρίου Καββαδία «Μοναζουσών Σύναξις», θαυμαστόν γυναικείον γεροντικόν του εικοστού αιώνος, Αθήνα 2005-ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Η ΑΓΙΑ ΚΙΚΙΛΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ +22 Νοεμβρίου



site analysis



Εικόνα 4 από 9
Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχών και των σωμάτων ημών παρά του Κυρίου αιτησώμεθα". 

Έτσι δέεται η Εκκλησία, γιατί είναι πίστη πως ένας άγιος Άγγελος του Θεού φυλάγει και παραστέκει κάθε πιστό.
Αυτή την πίστη την βλέπομε αισθητή πραγματικότητα στη ζωή της αγίας παρθενομάρτυρος Κικιλίας, που είναι από τα αγνότερα και ευωδέστερα θύματα της πίστεως και της οποίας η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει την μνήμη. 
Έβλεπεν η αγία του Θεού τον φύλακα Άγγελό της, που την προστάτευε και την ωδηγούσε στον βίο της.
Η παρουσία του αγίου Αγγέλου την ετήρησε μέχρι τέλους αγνή για να γίνη προσφορά και θυσία στον ουράνιο νυμφίο της λογική και ευάρεστη.
Μας δίνει μεγάλη ηθική δύναμη στους πειρασμούς και στους κινδύνους του κόσμου να επαναλαμβάνωμε την προσευχή:
"Άγιε Άγγελε ... μη εγκαταλίπης με τον αμαρτωλόν, μηδέ αποστής απ’ εμού...".
Οι Άγιοι Κιλικία, Βαλεριανός και Τιβούριος, έζησαν τον 3ο αιώνα μετά Χριστόν. 
Οι γονείς της Κικιλίας ήταν ειδωλολάτρες, από τους πιο ευγενείς και επισήμους. 
Αλλ’ η κόρη τους άκουσε τη διδασκαλία του Χριστού, την αγάπησε και βαπτίστηκε.
Μετά από λίγο την πάντρεψαν με τον Βελεριανό, νέο με ευγενικά αισθήματα πού με την επίδραση της εκλεκτής συζύγου, ασπάσθηκε και αυτός την χριστιανική θρησκεία. 
Κατόπιν μάλιστα, και οι δύο μαζί, έφεραν στο χριστιανισμό και τον αδελφό του Βαλεριανού Τιβούρτιο. 
Κατά τον διωγμό εναντίον των χριστιανών επί Διοκλητιανού, απειράριθμοι υπήρξαν αυτοί που ακολούθησαν το δρόμο του μαρτυρίου.
Έτσι και η Κικιλία, ο Βαλεριανός και ο Τιβούρτιος δεν φρόντισαν να κρυφτούν.
Φανερά παρηγορούσαν τις χήρες και συντηρούσαν τα ορφανά των μαρτύρων, ακόμα και περισυνέλεγαν τα λείψανα τους και τα έθαβαν με ευλάβεια.
Όταν τους έπιασαν για το έργο πού έκαναν, ομολόγησαν με θάρρος την πίστη τους και θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό.
Η εκκλησία της Ρώμης θρήνησε τη μεγάλη απώλεια, και έθαψε τα λείψανα τους με μεγάλη ευλάβεια.
Η μνήμη της τιμάται στις 22 Νοεμβρίου.
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Η Χρυσταλλού και το θαύμα του Αποστόλου Ανδρέα



site analysis


Μιά φορά, ήταν μιά γυναίκα που την έλεγαν Χρυσταλλού. Τούτη η γυναίκα στον κόσμο είχε μόνο ένα γιό.Κι ήταν έξυπνος-έπαιρνε τα γράμματα πολλά-κι όμορφος και ζωηρός.
Μιάν ημέρα, μάνα μου, εβγήκαν οι Τούρκοι κι είδαν το παιδί πως ήταν παλλικάρι κι επήραν το.Από τότε η μάνα του… μέρα-νύκτα έκλαιε.
-Α, το γιό μου, α το γιό μου…Απόστολε Αντρέα μου, φανέρωσε μου τον, Απόστολε Αντρέα μου…
Μιά νύχτα πήγε ο Απόστολος Αντρέας και της λέει:
-Τι έχεις και κλέεις;
-Τι έχω; Μου κλέψαν το παιδάκι μου και δεν ηξέρω που ένι.Τον σκότωσαν; Ζεί; Τι τον εκάμαν δεν ηξέρω.
-Να μην μαραζώνεις, της λέει, τον έχουν πολλά καλά.Να μην κλέεις και σε δέκα χρόνους από τώρα να πάεις στο Μοναστήρι μου στην Καρπασία και θα τον εύρεις.
Έκτοτε σιώπησε η κακορίζικη, πήρε παρηγοριά.Πέρασε ένας χρόνος, άλλος ένας χρόνος…Τέλος πάντων να μην τα πολυλογούμε, τελείωσαν οι δέκα χρόνοι.Ετοιμάστηκε η Χρυσταλλού κι έπιασε τα τάματα που έταξε στον Απόστολο Αντρέα και πήγε στο Μοναστήρι του στην άκρη της Κύπρου.Πήρε πρόσφορα, άναψε λαμπάδες, έκαμε γιορτή, παράκληση, λειτουργήθηκε, μετάλαβε και βγήκε έξω από την εκκλησία.Είχε έγνοια, παρατηρούσε…Έρχονταν ξένοι πολλοί.Από ένα καράβι κατέβηκαν κάμποσοι κι ένας αξιωματικός των Τούρκων, ψηλός, όμορφος, λεβέντης.Παρατηρεί, εγνώρισεν την εκείνος.”Είναι η μάνα μου, λαλεί τούτη”!Πάει κοντά και της λέει:
-Ε, ποιά είσαι εσύ;
-Εκλέψαν μου το γιό μου, γιέ μου, εκλέψαν μου τον, εσκοτώσαν μου τον, τι τον εκάμαν δεν ηξέρω.Μου είπε όμως ο Απόστολος Αντρέας να’ ρτω σε δέκα χρόνους και θα τον εύρω.
-Θένα τον αναγνωρίσεις; Λαλεί της.Έχει τόσον καιρό να τον δεις.
-Θένα μου βοηθήσει, γιέ μου, ο Απόστολος Αντρέας να τον αναγνωρίσω.
Δεν έχει κανένα σημάδι πάνω του; Λαλεί της.
-Πάνω στο πόδι του.Από τον καιρό που ήταν μωρό, καθώς έπαιζε κοντά στη νεστιά, εκύλισ’ ένα κάρβουνο πάνω στο πόδι του.Μέχρι ν’ αρχίσει φωνές, μέχρι να πάω κοντά, κάηκε και σούρωσε.Τον πήρα στο γιατρό και του έβαλε κάτι πάνω και γλύκανε ο πόνος, και λίγο-λίγο υγίανε.Τού έμεινε όμως σημάδι.
-Έχω κι εγώ λαλεί της, ένα σημάδι.Σηκώνει τα ρούχα του…αρχίνησε κλάματα.
-Γιέ μου, λαλεί του, μα είσαι εσύ;
-Εγώ είμαι! Και λούστηκαν στο κλάμα.
Μάνι-μάνι πήγε κι αγόρασε ρούχα χριστιανικά για να βγάλει τα τούρκικα και πήγε εις τους παπάδες και τους είπε την ιστορία του.
-Να έρθετε να με διαβάσετε, να με λειτουργήσετε να φωρέσω τα ρούχα μου τα χριστιανικά, γιατί ηύρα τη μάνα μου.
Ήρθαν, εδιαβάσαν τον, ελειτουργήσαν τον, εκοινωνήσαν τον κι έκαψε τα ρούχα τα τούρκικα κι εφόρεσε τα ρωμεΐκα.

Είδες ο Απόστολος Αντρέας…!Πρέπει να’ χεις πίστη πάνω σου για να σε ακούει ο αφέντης μου ο Θεός.Πίστη και καλοσύνη.

Κυπριακό λαϊκό διήγημα βασισμένο σε αληθινή ιστορία
Μεταφέρθηκε σε γραπτό λόγο από τον Χαράλαμπο Επαμεινώνδα

Saint Winefride Virgin and Martyr



site analysis




Her father, whose name was Thevith, was very rich, and one of the prime nobility in the country, being son to Eluith, the chief magistrate, and second man in the kingdom of North Wales, next to the king. Her virtuous parents desired above all things to breed her up in the fear of God, and to preserve her soul untainted amidst the corrupt air of the world. About that time Saint Beuno, Benno, or Benow, a holy priest and monk, who is said to have been uncle to our saint by the mother, having founded certain religious houses in other places, came and settled in that neighborhood. Thevith rejoiced at his arrival, gave him a spot of ground free from all burden or tribute, to build a church on, and recommended his daughter to be instructed by him in Christian piety.



When the holy priest preached to the people, Wenefride was placed at his feet, and her tender soul eagerly imbibed his heavenly doctrine, and was wonderfully affected with the area truths which he delivered, or rather which God addressed to her by his mouth. The love of the sovereign and infinite good growing daily in her heart, her affections were quite weaned from all the clings of this world; and it was her earnest desire to consecrate her virginity by vow to God, and, instead of an earthly bridegroom, to choose Jesus Christ for her spouse. Her parents readily gave their consent, shedding tears of Joy, and thanking God for her holy resolution. She first made a private vow of virginity in the hands of Saint Beuno; and some time after received the religious veil from him, with certain other pious virgins, in whose company she served God in a small nunnery which her father had built for her, under the direction of Saint Beuno, near Holy-Well. After this, Saint Beuno returned to the first monastery which he had built at Clunnock, or Clynog Vaur, about forty miles distant, and there soon after slept in our Lord. His tomb was famous there in the thirteenth century. Leland mentions, that Saint Beuno founded Clunnock Vaur, a monastery of white monks, in a place given him by Guithin uncle to one of the princes of North-Wales. His name occurs in the English Martyrology.

After the death of Saint Beuno, Saint Wenefride left Holy-Well, and after putting herself for a short time under the direction of Saint Deifer, entered the nunnery of Gutherin in Denbighshire, under the direction of a very holy abbot called Elerius, who governed there a double monastery. After the death of the abbess Theonia, Saint Wenefride was chosen to succeed her. Leland speaks of Saint Elerius as follows: “Elenus was anciently, and is at present in esteem among the Welsh. I guess that he studied at the banks of the Elivi where now Saint Asaph’s stands. He afterwards retired in the deserts. It is most certain that he built a monastery in the vale of Cluide, which was double, and very numerous of both sexes. Among these was the most noble virgin Guenvrede, who had been educated by Beuno, and who suffered death, having her head cut off by the furious Caradoc.” Leland mentions not the stupendous miracles which Robert of Salop and others relate on that occasion, though in the abstract of her life inserted in an appendix to the fourth volume of the last edition of Leland’s Itinerary, she is said to have been raised to life by the prayers of Saint Beuno. In all monuments and calendars she is styled a martyr: all the accounts we have of her agree that Caradoc, or Cradoc, son of Alain, prince of that country, being violently fallen in love with her, gave so far way to his brutish passion, that finding it impossible to extort her consent to marry him, or gratify his desires, in his rage he one day pursued her, and cut off her head, as she was flying from him to take refuge in the church which Saint Beuno had built at Holy Well. Robert of Shrewsbury and some others add, that Cradoc was swallowed up by the earth upon the spot; secondly, that in the place where the head fell, the wonderful well which is seen there sprang up, with pebble stones and large parts of the rock in the bottom stained with red streaks, and with moss growing on the sides under the water, which renders a sweet fragrant smell; and thirdly, that the martyr was raised to life by the prayers of Saint Beuno, and bore ever after the mark of her martyrdom by a red circle on her skin about her neck. If these authors, who lived a long time after these transactions, were by some of their guides led into any mistakes in any of these circumstances, neither the sanctity of the martyr nor the devotion of the place can be hereby made liable to censure. Saint Wenefride died on the 22nd of June, as the old panegyric preached on her festival, mentioned in the notes, and several of her lives testify: the most ancient life of this saint, in the Cottonian manuscript, places her death, or rather her burial at Guthurin on the 24th of June. The words are: “The place where she lived with the holy virgins was called Guthurin, where sleeping, on the eighth before the calends of July, she was buried, and rests in the Lord.” Her festival was removed to the 3rd of November, probably on account of some translation; and, in 1391, Thomas Arundel, archbishop of Canterbury, with his clergy in convocation assembled, ordered her festival to be kept on that day throughout his province with an office of nine lessors, which is inserted in the Sarum Breviary. The time when this saint lived is not mentioned in any of her lives: most, with Alford and Cressy, think it was about the close of the seventh century. Her relics were translated from Guthurin to Shrewsbury in the year 1138, and deposited with great honor in the church of the Benedictine abbey which had been founded there, without the walls, in 1083, by Roger earl of Montgomery. Herbert, abbot of that house, procured the consent of the diocesan, the bishop of Bangor, (for the bishopric of Saint Asaph’s, in which Guthurin is situated, was only restored in 1143,) and caused the translation to be performed with great solemnity, as is related by Robert, then prior of that house, (probably the same who was made bishop of Bangor in 1210,) who mentions some miraculous cures performed on that occasion to which he was eyewitness. The shrine of this saint was plundered at the dissolution of monasteries.

Several miracles were wrought through the intercession of this saint at Guthurin, Shrewsbury, and especially Holy-Well. To instance some examples: Sir Roger Bodenham, knight of the Bath, after he was abandoned by the ablest physicians and the most famous colleges of that faculty, was cured of a terrible leprosy by bathing in this miraculous fountain, in 1606, upon which he became himself a Catholic, and gave an ample certificate of his wonderful cure, signed by many others. Mrs. Jane Wakeman of Sussex, in 1630, brought to the last extremity by a terrible ulcerated breast, was perfectly healed in one night by bathing thrice in that well, as she and her husband attested. A poor widow of Kidderminster in Worcestershire, had been long lame and bedridden, when she sent a single penny to Holy-Well to be given to the first poor body the person should meet with there; and at the very time it was given at the Holy-Well, the patient arose in perfect health at Kidderminster. This fact was examined and juridically attested by Mr. James Bridges, who was afterwards sheriff of Worcester, in 1651. Mrs. Mary Newman had been reduced to a skeleton, and to such a decrepit state and lameness that for eighteen years she had not been able to point or set her foot on the ground. She tried all helps in England, France, and Portugal; but in vain. At last she was perfectly cured in the very well while she was bathing herself the fifth time. Roger Whetstone, a Quaker near Bromsgrove, by bathing at Holy-Well was cured of an inveterate lameness and palsy, by which he was converted to the Catholic faith. Innumerable such instances might be collected. Cardinal Baronius expresses his astonishment at the wonderful cures which the pious bishop of Saint Asaph’s, the pope’s vicegerent for the episcopal functions at Rome, related to him as an eyewitness. See Saint Wenefride’s life, written by Robert prior of Shrewsbury, translated into English with frequent abridgments, and some few additions from other authors, (but not without some mistakes,) first by F. Alford, whose true name was Griffith, afterwards by J. F., both Jesuits; and printed in 1635, and again with some alterations and additional late miracles by F. Metcalf, S. J., in 1712. Lluydh, in his catalogue of Welsh manuscripts, mentions two lives of Saint Wenefride in that language, one in the hands of Humphrey, then bishop of Hereford, the other in the college of Jesus, Oxon.

Source: http://saints.sqpn.com/stw06001.htm

Η Οσία Ματρώνα(9 Noμβρίου)



site analysis



Η Οσία Ματρώνα έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού (450 – 457 μ.Χ.) και Λέοντα Θρακός ή Μακέλλη (457 – 474 μ.Χ.). Καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας και ανατράφηκε από γονείς πλούσιους και ευσεβείς.
Σε κατάλληλη ηλικία παντρεύτηκε με κάποιο Δομέτιο (κατ’ άλλους Δομετιανό), με τον όποιο απόκτησε μια κόρη και κατά τα χρόνια του Λέοντα του Θρακός ήλθαν οικογενειακά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνδέθηκε με μια ευσεβή γυναίκα, την Ευγενία, και σύχναζε στους ιερούς ναούς, ποθώντας να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη λατρεία του θείου. Έτσι εγκατέλειψε τον σύζυγο της, και την κόρη της αφού την εμπιστεύθηκε σε κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στη Μονή του Βασιανού (βλέπε 10 Οκτωβρίου), μεταμφιεσμένη με το όνομα Βαβύλας.
Αλλά καταζητούμενη από τον άνδρα της και αφού αποκαλύφθηκε το φύλο της, στάλθηκε από τον Βασιανό σε γυναικεία Μονή των Ιεροσολύμων. Κατόπιν αναχώρησε και από ‘κει και πολλά μέρη αφού επισκέφθηκε, γριά πλέον, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε από τον Βασιανό σε ιδιαίτερο μέρος (της Ματρώνης ονομαζόμενο αργότερα), όπου έκτισε Μονή, στην οποία μαζεύτηκαν αρκετές μοναχές. Στη Μονή αυτή λοιπόν, έζησε με μεγάλη αρετή και πνευματική τελειότητα.
Απεβίωσε ειρηνικά σε ηλικία 100 χρονών.

Η αγία Θεοκτίστη της Λέσβου, η "αόρατη" ασκήτρια, σκλάβα των πειρατών



site analysis

Η μεγάλη ασκήτρια & ο άγιος μεταφραστής



Εικ. από εδώ, όπου επίσης post για την αγία. Είναι φανερή η ομοιότητα της εικόνας με την εικόνα της άλλης μεγάλης αγίας ασκήτριας της πνευματικής μας παράδοσης, της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που έζησε επίσης αθέατη από τους ανθρώπους και αξίζει να τη γνωρίσετε (π.χ.εδώ & εδώ).

Σημαντικές μαρτυρίες για την ζωή και το έργο της Οσίας Θεοκτίστης μας παρέχει ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, που υπήρξε σύγχρονός της.
Η Αγία Θεοκτίστη καταγόταν από την αρχαία πόλη της Λέσβου Μήθυμνα. Νωρίς έμεινε ορφανή και από τους δύο γονείς της. Την ανατροφή και προστασία της ανέλαβαν οι συγγενείς της. Ένεκα του ότι είχε πικρή πείρα της ορφάνιας, αισθάνθηκε ιδιαίτερη συμπάθεια για τα ορφανά, τα οποία βοηθούσε με κάθε τρόπο. Είχε πολλή πίστη και αγάπη για τον Χριστό. Γι' αυτό και περιφρόνησε όλα τα εγκόσμια και ολοκληρωτικά στράφηκε προς αυτόν. Έγινε μοναχή και μάλιστα ίδρυσε και Ιερή Μονή, στη οποία συγκέντρωσε πολλές ευσεβείς νέες, που με την ζωή και το φιλάνθρωπο έργο τους έτρεφαν πνευματικά και υλικά όλους τούς αναξιοπαθούντας.
Η αγία Θεοκτίστη τις μεγάλες αρετές της χριστιανικής πίστεως και της αγάπης μετέφραζε καθημερινά σε έργα.
 Συνέτρεχε στις ανάγκες των πιστών και παράλληλα εκήρυττε τον Χριστό, κάνοντας και ιεραποστολή. Ήταν δεκαοκτώ ετών όταν κάποια μέρα της εβδομάδος του Πάσχα πήγε να επισκεφθεί την αδελφή της σε κάποιο χωριό. Όμως τότε έκαναν επιδρομή στη Λέσβο Άραβες Πειρατές, με αρχηγό τον Νήσιρη. Επέδραμαν με άγριο τρόπο. Επέφεραν τρομερές καταστροφές και προέβησαν σε αιχμαλωσίες. Μεταξύ των αιχμαλώτων νεανίδων ήταν και η Θεοκτίστη.
Μετά τις βιαιοπραγίες τους ανεχώρησαν. Την επόμενη όμως ημέρα, ένεκα της μεγάλης θαλασσοταραχής, αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν στο φυσικό λιμάνι της Πάρου, δηλαδή στη Νάουσα της Πάρου. Εκεί απεβίβασαν τις αιχμάλωτες νέες στην ξηρά και σκεφτόταν για την πώλησή τους. Τότε, η αγία Θεοκτίστη κατόρθωσε να ξεφύγει της προσοχής τους και να φύγει. Ύστερα από πολύ κοπιαστική πορεία αποστάσεως δέκα περίπου χιλιομέτρων, μέσω δάσους και αγρίων περιοχών, έφθασε στη Παροικιά, σημερινή πρωτεύουσα της Πάρου και στον περίφημο Ιερό Ναό της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής
 που είναι κτίσμα του 4ου αιώνος από την αγία Ελένη.

Εκατονταπυλιανή (από εδώ)

Η ίδια η αγία Θεοκτίστη την πορεία της από την Νάουσα στην Παροικιά περιγράφει ως εξής, σύμφωνα με την εξιστόρηση των κατ' αυτών από τον Συμεών Μεταφραστή. 
"Αφού επαραμέρησα εισήλθον εις το δάσος και περιεπάτησα τόσον, όπου εκαταξέσχισα από το ξύλο και τους λίθους τους πόδας μου. Όθεν έφθασα ως αποθαμένη, μη δυναμένη από τον πόνον να στέκωμαι".
Οι πειρατές ασφαλώς θα την ανεζήτησαν. Αλλ' αφού δεν την εβρήκαν, ανεχώρησαν. Η οσία Θεοκτίστη είχε απαλλαγεί. Από τότε λοιπόν αυτή έζησε στον Ιερό Ναό της Εκατονταπυλιανής και για 35 ολόκληρα χρόνια, κακοπαθώντας, ασκούμενη και μαχόμενη εναντίον της πείνας, του ψύχους και του καύσωνος. Η τροφή της ήταν χόρτα και άγρια φυτά. Και όπως μας διηγείται ο Συμεών ο μεταφραστής, ουδέποτε στο χρονικό αυτό διάστημα την είδε άνθρωπος. Προφανώς κρυβόταν. Περνούσε τις μέρες της με προσευχές, αγρυπνίες και νηστείες. Όλη της την ζωή την είχε εναποθέσει στην πρόνοια του Θεού και στην προστασία της Θεοτόκου.
Μετά την παρέλευση των τριάντα πέντε αυτών ετών, πέρασαν από την Πάρο κάποιοι κυνηγοί, οι οποίοι έφθασαν στην Παροικιά. Ένας από αυτούς ήρθε στον Ναό της Εκατονταπυλιανής για να προσευχηθεί και συνάντησε την Αγίαν, η οποία του εξιστόρησε την ιστορία της. Το θέαμα που συνάντησε ο κυνηγός αυτός ήταν θαυμαστό και εξαίσιο γιατί:
"Οι τρίχες της κεφαλής της Αγίας ήταν λευκές, το δε πρόσωπο της είχε σκούρο χρώμα. Σάρκες καθόλου δεν φαινόταν, μα μόνο ένα δέρμα το οποίο συνείχε και συγκρατούσε τους αρμούς των νεύρων και των οστέων". Το σώμα της έμοιαζε πιο πολύ με σκιά παρά με ανθρώπινο σώμα."
Η αγία Θεοκτίστη, αφού με την όλη της ζωή και την αγγελική της πολιτεία εδόξασε τον Θεό, και αφού μας άφησε αθάνατα ίχνη παραδείγματος αληθινής χριστιανής και οσίας και αφού μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, άφησε τον κόσμο το αυτό έτος 889 στον Ιερό Ναό της Εκατονταπυλιανής. Το άγιο λείψανό της παρέλαβαν οι κάτοικοι της νήσου Ικαρίας. Τμήμα του αγίου της λειψάνου υπάρχει στην Μήθυμνα της Λέσβου. Στην Πάρο και στον Ιερό ναό της Εκατονταπυλιανής σώζεται επίσης τμήμα του λειψάνου της χειρός της. Στην είσοδο του ιστορικού αυτού Ιερού Ναού και αριστερά όπως εισερχόμαστε, ευρίσκεται ο τάφος της

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Η ξυπόλητη πόρνη



site analysis


Κάποιος αδελφός ησύχαζε σ' ένα κεΛλί της Αιγύπτου, ζώντας με πολλή ταπείνωση. Είχε όμως στην πόλη μιαν αδελφή πόρνη, πού γινόταν αιτία νά χάνονται πολλές ψυχές. Οι γέροντες παρακινούσαν συχνά τον αδελφό νά πάει νά τη βρει, μήπως με τις συμβουλές του κατορθώσει νά την αποσπάσει από την αμαρτωλή ζωή της. Τελικά κατάφεραν νά τον πείσουν.
Μόλις έφτασε στον τόπο πού έμενε ή αδελφή του, κάποιος γνωστός τον είδε κι έτρεξε νά της μηνύσει:
Έλα νά δεις! Ό αδελφός σου είναι έξω, στην πόρτα! Σκίρτησε ή καρδιά της μόλις τ' άκουσε.
Παράτησε τούς εραστές, πού περιποιόταν, κι έτρεξε ξέσκεπη νά συναντήσει τον αδελφό της. 'Έκανε αυθόρμητα νά τον αγκαλιάσει, και εκείνος της είπε:
Αδελφή μου γνήσια, λυπήσου την ψυχή σου.
Πώς θ' αντέξεις τα πικρά κι ατέλειωτα βασανιστήρια της κολάσεως, για τούς τόσου πού χάνονται εξαιτίας σου; Περίτρομη εκείνη τού λέει: Είσαι βέβαιος πώς -υπάρχει πλέον για μένα σωτηρία;
Υπάρχει, φτάνει νά θέλεις, απάντησε ο αδελφός.
'Έπεσε τότε στα πόδια  του και τον παρακαλούσε νά την πάρει μαζί του στην έρημο.
Ρίξε στο κεφάλι σου το ιμάτιο σου κι έλα, της είπε. 'Όχι, πάμε νά φύγουμε! Με συμφέρει νά κυκλοφορώ άπρεπα ξέσκεπη, παρά νά ξαναμπώ οστό εργαστήριο της ανομίας.
Καθώς προχωρούσαν, ο αδελφός της τη νουθετούσε για νά μετανοήσει. Κάποια στιγμή όμως είδε μερικούς διαβάτες νά τούς πλησιάζουν από την αντίθετη κατεύθυνση. της λέει λοιπόν:
- Επειδή δεν ξέρουν πώς είσαι αδελφή μου, βγές για λίγο έξω από το δρόμο, ώσπου νά περάσουν αυτοί πού έρχονται. Εκείνη ξεμάκρυνε από κοντά του.
Ας συνεχίσουμε τώρα το δρόμο μας, αδελφή μου, της είπε μετα την απομάκρυνση των περαστικών.
Μα δεν πήρε απόκριση.
Πλησίασε κοντά της, και τη βρίσκει νεκρή! Συνάμα βλέπει και τα πόδια  της καταματωμένα.Ήταν, βλέπετε, ξυπόλητη.
Όταν αργότερα ο αδελφός ανακοίνωσε το γεγονός στους γέροντες, εκείνοι διαφωνούσαν μεταξύ τους για το αν σώθηκε ή όχι. Τελικά όμως ο Θεός αποκάλυψε γι' αυτήν σ' ένα γέροντα, ότι δέχθηκε τη μετάνοιά της, επειδή, μόλις μεταμελήθηκε, αδιαφόρησε πια για όλα τα υλικά πράγματα, καταφρόνησε ακόμα και το σώμα της και δεν έβγαλε ούτε ένα στεναγμό για τις τόσες πληγές της.