Τετάρτη 24 Μαΐου 2017

Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ)



site analysis

Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ) . ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ.







 Εκπλήρωση επιθυμίας καί αποδοχή αγιότητας

Η  Γερόντισσα Χρυσή μαζί μέ τον Μπάρμπα-Ζάχο πήγαν πρώτα στην Μητροπολίτη ΠτολεμαΐδοςΙωακείμ καί μετά στην Αστυνομία.
      
 Πρώτο εξασφάλισαν την ευλογία για τίς ενέργειες τους καί άπό τη δεύτερη την άδεια ανασκαφής. Την επόμενη άμεσος ήμερα χωρίς χρονοτριβή  μαζί μέ άλλους Μηλοχωρίτες μετέβησαν στο σημείο πού είχε υποδείξει ή Αγία  Παρασκευή καί άρχισαν νά σκάβουν. Μέ λεπτομέρεια  ή Αγία είχε υποδείξει την ακριβή Οριοθέτηση  τού παλιού Καθολικού τού Μοναστηριού μέ τά ιερά αντικείμενα κοντά σέ μιά ανθισμενη τριανταφυλλιά, ανάμεσα στά βάτα.
 Η περιοχή βρίσκεται στους πρόποδες βουνού που από  πίσω του βρίσκεται ή Κλεισούρα με το Μοναστήρι τής Παναγίας μας, στο όποιο ασκητεψε ή γειτόνισσα Όσια Σοφία.

Η έκταση τού Μοναστηριού και τού Αγιάσματος  ήταν ιδιοκτησία ενός Οθωμανού πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτός είχε πραγματικά τιμωρηθεί από την Αγία για ασέβεια  του, γιατί είχε περιφράξει τό άγιασμα ώστε να μήν πηγαίνουν οί Χριστιανοί καί του χαλούν τον κήπο.Τότε παρουσιάσθηκε ή Αγία Παρασκευή καί τον απείλησε ότι θά τον τιμωρησει αν δεν ανοίξει τό άγιασμα γιά τούς Χριστιανούς, πράγμα τό οποίο έγινε. Τότε εκείνος αναγκάστηκε νά ανοίξει γιά τούς Χριστιανούς τό άγιασμα.

Η Γερόντισσα Χρυσή είπε στούς ανθρώπους  πού ήταν προσκείμενοί της, γιά νά γίνει πιστευτεί ότι εάν δεν βρεθεί τίποτα καί τούς κούραση χωρίς αποτέλεσμα, δεχόταν νά την αποκεφαλίσουνκαί νά τή θάψουν στο μέρος τηςανασκαφήςΣτις άρχές ή τά μέσα Ιουνίου του 1932 σύσσωμοι οι κάτοικοι τού Μηλοχωριου μαζί μέ τόν Ιερέα τους π. Παναγιώτη Παπαδόπουλο, ό όποιος προπορευόταν, και μέ τους νέους  πού κρατούσαν εξαπτέρυγα, λαμπάδες θυμιατά, ανηφόρισαν το δρόμο προς τον Αγιασμένο  λόφο. Ή Γερόντισσα Χρυσή πήγαινε πρώτη  σκυφτή και αμίλητη, άλλά νοερά προσευχόμενη, και έδειχνε τον δρόμο, μέχρι πού


Έφτασαν στά διακριτικά σημεία πού της είχε υποδείξει  ή Αγία, την τριανταφυλλιά ανάμεσα στα βάτα. Εκεί χάραζε μόνη της τά όρια της η ανασκαφής μέ τό δεξί της πόδι μπροστά στις σταυροκοπούμενες γυναίκες και τούς προσευχομένους γέροντες. Δεν έλλειπαν, βέβαια, και κάποιοι  υλιστές και ορθολογιστές, οι όποιοι ειρωνεύονταν και διασκέδαζαν σέ βάρος της δυστυχισμένης, καθώς έλεγαν, Χαρίσως. Ορισμένοι, μάλιστα, ετοίμαζαν και ξύλα, γιά να την κτυπήσουν γιά τά μυθεύματα και τις φαντασιώσεις της.


 Ξαφνικά, ώ τού θαύματος, σκάβοντας με με την σκαπάνη σε βάθους ενάμισι δυο μέτρων αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια παλαιού Ναού με δύο εισόδους. Μέσα σ’ αυτόν τον Ναό βρέθηκε μια πλάκα κεραμικού πού σχημάτιζε με την Αγγειοπλαστική τέχνη τό περίγραμμα της Μορφής της Αγίας Παρασκευής, δύο ασημένια Βυζαντινά  νομίσματα και δεκαπέντε πήλινα αγγεία. Από αυτά έχει διασωθεί μόνο μέρος της κεραμικής πλάκας χωρίς τή μορφή της Αγίας.



Μετά άπό τό ιστορικό αύτό γεγονός για τούς πιστούς της Δυτικής Μακεδονίας κλήρος καί λαός κατάλαβαν ότι δίπλα τους είχαν έναν άνθρωπο τού Θεού, μια θεραπαινίδα της ΑγίαςΠαρασκευής και όχι μόνο δεν την ειρωνεύονταν καί δεν την περιγελούσαν, άλλά καί την τιμούσαν ιδιαιτέρως. Ή Γερόντισσα Χρυσή φάνταζε στα μάτια τους ώς ιερή καί αγία φυσιογνωμία καί θαύμαζαν την πίστη της. Πήρα πρότυπο όλων καί πρόσωπο σεβαστό, πού είχε τή δύναμη να παρακαλεί τό Θεό, για όλους τούς ασθενείς καί ανήμπορους. Καί ως πρότυπο έπρεπε όχι μόνο να είναι παράδειγμα προς μίμηση, άλλά να ομιλεί προσευχητικά με τον Θεό μας και να ομιλεί στους άλλους για το Θεό. 

Γιά να ομιλεί συνεχώς στο Θεό μας πήρε τη μεγάλη απόφαση να του δοθεί ολοκληρωτικά να εγκαταλείψει τά εγκόσμια και να αφοσιωθεί  στη διακονία του Ναού της Αγίας Παρασκευής, ώς γνήσια θεραπαινίς της. Με πρωτοβουλία της Γερόντισσας και συνδρομές των ευσεβών κατοίκων της περιοχής κτίστηκε νέος Ναός της Αγίας Όσιομάρτυρος Παρασκευής πάνω στά θεμέλια του παλαιού καί πέντε-έξη δωμάτια, γιά τη ίδια και γιά διανυκτέρευσης των προσκυνητών.


Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ) . ΥΠΑΚΟΥΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.




Υπάκουη στην Άγια Παρασκευή

Αυτή την ενάρετη Χρυσή με τη σταθερή προσήλωση στις έλληνορθόδοξες παραδόσεις διάλεξε στήν ηλικία των πενηνταέξη της χρόνων ή Αγία Όσιομάρτυς Παρασκευή, για νά την καταστήσει πιστή τις θεραπαινίδα. Αυτήν έπέλεξε ή θαυματουργή Αγία, για νά φανερώσει τον κρυμμένο στη γη πνευματικό θησαυρό του παλιού Μοναστηριού της με τήν πήλινη εικόνα της και αλλα τιμαλφή άντικείμενα. Χίλια εξακόσια χρόνια, όπως, τής είπε, αυτά κρύβονταν θαμμένα στους λαγάνες τής γης, στη θέση «Βακούφικα», εκεί πού οι ποιμένες έβοσκαν τα ποίμνιά τους ανάμεσα στά χωριά Φούφα και Μηλοχώρι. Ό πανδαμάτορας χρόνος, οί φυσικες καταστροφές καί οί επιδρομές ληστών είχαν μετατρέψει τό Μοναστήρι τής Άγιας Παρασκευής σέ έρείπια και αυτά ήταν χωσμένα μεσα στή γή από τήν επισώρευση ογκολίθων  καί χωμάτων. Όταν τελείωσε τις αποκαλύψεις , προς την Γερόντισσα Χρυσή ή Αγία Παρασκευή   την προσέταξε να βοηθήσει στην εύρεση αυτού τού θησαυρού ή ταπεινή Γερόντισσα έσκυψε το κεφάλι, όπως ή Παναγία μας εμπρός στον Αρχάγγελο Γαβριήλ, και της ειπε «Γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκ. Α ΜΗ).


Αξίζει εδώ νά σημειωθεί ότι ό δεύτερος γιοςτης  Χρυσής, ό Τρύφωνας, είχε τυφλωθεί, άλλά ή μητέρα του πίστευε ακράδαντα στό Θεό, ότι θά θεραπευτεί. Πήγε, λοιπόν, στη στη θέση «Βακούφικα», εκεί πού σήμερα  είναι  κτισμένο τό Μοναστήρι τής Αγίας Παρασκευής, καί όπου υπήρχε άπό παλιά άγιασμα αγνώστου ως τότε Αγίου καί γέμισε ένα κανατακι. Τό έφερε στο καλύβι της καί είπε στη νύφη της, τή γυναίκα του Σταύρου, ότι επειδή εκείνη  θά ήταν στην Εκκλησία λόγω Κυριακής, να ρίξει στον Τρύφωνα, για να πλυθεί από το νερό πού έφερε, όταν εκείνος ξυπνήσει.
Όταν πράγματι ξύπνησε αύτός και τού έριξε  ή νύφη του νερό, για να πλυθεί, αμέσως άρχισε να φωνάζει:
- Βλέπω, βλέπω!
Το ίδιο βράδυ παρουσιάσθηκε ή Αγία Παρασκευή στον ύπνο τής Γερόντισσας Χρυσής και τής είπε:

Εγώ θεράπευσα το γιό σου, τον Τρύφωνα. Γι` αυτό θέλω νά πας στον Πρόεδρο τού χωριού σου , νά σού δώσει εργάτες, νά σκάψεις και νά βρεις τά θεμέλεια τής Εκκλησίας μου, πού είναι θαμμένη στη γή.
Υποχρεωμένη καθώς ήταν ή Γερόντισσα στη γιάτρισσα τού γιου της, πήγε τό επόμενο πρωί με φόβο και σεβασμό, και επισκέφτηκε τον Ιερέα τού χωριού π. Ευάγγελο, καθώς και τόν Πρόεδρο τού Παλαιοχωρίου - Φούφα Θωμά Κ. και τούς εξιστόρησε την επίσκεψη



Και τίς αποκαλύψεις της Αγίας Παρασκευής. Πηγε και στους δύο, για νά τούς πιέσει μαζί να άναλάβουν πρωτοβουλία, νά καλέσουν τούς κατοίκους τού χωριού σε παγγενιά, ώστε νά πραγματοποιήσουν αυτά πού τής περιέγραψε η Αγία. Με δόση, όμως, πειθώ και αν προσπάθησε ή πτωχή και πονεμένη χήρα νά τούς περιγράψει αυτά πού τής είπε ή Αγία Παρασκευή αυτοι δεν πίστεψαν. Μάλιστα ό Πρόεδρος την ειρωνεύθηκε λέγοντας:
Γιατί δεν φανερώθηκε σ εμένα ή Αγία που έχω οικονομική επιφάνεια μεγάλη και εξουσία, αλλά παρουσιάσθηκε σ’ εσένα την άσημη  και πτωχή; ’Έκανε λάθος επιλογή

Άμα θέλει ή Αγία ας έλθει σ εμένα!
Μετά άπο αύτή την άρνηση ή Γερόντισσα επέστρεψε στήν καλύβη της ντροπιασμένη και ταραγμένη. Φοβόταν μήπως την περάσουν τρελή  ή φαντασιόπληκτη!


Τό επόμενο βράδυ ή Αγία Παρασκευή ξαναεπισκέφθηκε τή Γερόντισσα. 

Άνοιξε τά παραθυρόφυλλα και της παρουσιάσθηκε. Εκείνη  με  συντριβή έσκυψε και έβαλε με ταπείνωσή  κεφάλι  της ανάμεσα στα πόδια της Αγίας περιμένοντας νέες της οδηγίες. Ή Αγία με επιτακτικό τρόπο της ζήτησε να ξαναπάει στον Πρόεδρο  του Φούφα, ό όποιος και πάλι την ειρωνεύτηκε. Ξανά, γιά τρίτη φορά, παρουσιάστηκε ή Αγία Παρασκευή στη Γερόντισσα και την προσέταξε αυτή τή φορά νά πάει στον Πρόεδρο του Μηλοχωρίου, τό Μπάρμπα-Ζάχο Μπαλαχτζή. Ύπακούοντας ή Γερόντισσα πήγε του εξιστόρησε αυτά που είχε ζήσει τις τελευταίες ήμερες και τον πήγε στήν περιοχή που της είχε υποδείξει ή Αγία με λεπτομέρειες εκείνος , παρακινούμενος άπό θεία έμπνευση, υποσχέθηκε να την βοηθήσει, γιά να αποκαλυφθούν τάιερά αντικείμενα άπό τό κατεστραμμένο Μοναστήρι.

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗ ΕΟΡΔΑΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΜΕΣΟΥ.

Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ) . Η ΕΝΑΡΕΤΗ ΧΗΡΑ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ.









Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ)


Ή ενάρετη χήρα τής Έορδαίας

Κάθε τόπος καί κάθε εποχή έχει τούς Αγίους της. Αυτοί με τή ζωντανή τους πίστη και τα κατορθώματα τους ενδυναμώνουν, αναθάλλουν και ανακαινίζουν την αδυνατισμένη και μαραμένη, τή γερασμένη πίστη των τωρινών Χριστιανών, ώστε νά ομολογούν ότι ό «Ιησούς Χριστός εχθές και σήμερον ό αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ 8).Δεν υπάρχει σημείο τής ευλογημένης μας πατρίδας πού στη δισχιλιοστή Χριστιανική πορεία της νά μήν έχει ποτιστεί από τα αίματα των Μαρτύρων τής πίστεως ή τούς ίδρωτες των ασκητικών κατορθωμάτων των Όσιων μας. Αυτοί οί' Άγιοι, άλλοι μικροί καί άλλοι μεγάλοι, αφού «άλλη δόξα ήλιου καί άλλη δόξα σελήνης καί άλλη δόξα αστέρων αστήρ γάρ άστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορ. ιε' ) αποτελούν τούς θεόκτιστους πύργους τής πίστεως, πού στερεωμένοι πάνω στο άρραγέστατο θεμέλιο, τον Θεάνθρωπο Κύριο, πυργώνουν καί φυλάσσουν τούς φίλους Του ευσεβείς Χριστιανούς από τις επιδρομές των ορατών καί αοράτων εχθρών.

Σήν περιοχή τής Έορδαίας τον εικοστό μόλις αιώνα, στις ήμέρες μας, διέλαμψε ή όσια κτιτόρισσα τού Μοναστηριού τής Αγίας Παρασκευής, Χρυσή, ή ταπεινή καί απλοϊκή χήρα από τό χωριό Παλαιοχώρι-Φούφα, ή γνωστότερη στήν ευρύτερη περιοχή τής Δυτικής Μακεδονίας «Μπάμπω-Ρύσσω», δηλαδή «Γιαγιά- Χαρίσω». Αυτή γεννήθηκε τό 1877 καί τό επώνυμο της ήταν Πέτρου-Κύπτη. Όμιλούσε μιά τοπική διάλεκτο τής Δυτικής Μακεδονίας με πολλές αρχαίες έλληνικές, σλάβικες, τούρκικες και βουλγαρικές λέξεις, μια διάλεκτο ανάγκης τού εμπορίου τής εποχής της με τούς όμορους λαούς των Βαλκανίων.

Ήταν πτωχή μά τίμια γυναίκα πού την άξίωσε ό Θεός μετά από γάμου κοινωνία νά άποκτήσει τέσσερα παιδιά, τρία άγόρια, τον Σταύρο, τον Τρύφωνα και τον Θεόδωρο, καθώς και μιά κόρη, την Ελένη. Από τούς γιους της, ό Θεόδωρος σκοτώθηκε άργότερα από τούς αντάρτες, ό Τρύφωνας κοιμήθηκε σε βαθειά γεράματα, ανήμερα τής εορτής του και ό Σταύρος πήγε για εργασία και παρέμεινε στη Σερβία. Έπέτρεψε ό καλός Θεός νά μείνει ή Χρυσή χήρα και νά άναθρέφει τα ορφανά της με υπομονή, άγόγγυστα, με την απλοϊκή της προσευχή, την ταπείνωση, την σιωπή και την απόλυτη εμπιστοσύνη της στο Θεό μας, γιά τόν όποιο ό ψαλμωδός λέγει οτι «ορφανόν και χήραν άναλήψεται» (Ψαλμ. 145, 9).


Σε κάθε άντιξοότητα και ταλαιπωρία τής ζωής ή Γερόντισσα Χρυσή κατέφευγε στον Κύριό μας λέγοντας «Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου» (Ψαλμ. 17, 3). Ετσι παίρνοντας δύναμη από τον ουρανό, πορευταν τον άνηφορικό της Γολγοθά μέ προσοχήκινήσεων, ώστε να μη γίνεται πρόξενος στούς συνανθρώπους της ακουσίων διενέξεωνκαι αδικιών. Όταν την αδικούσαν σιωπούσε
και προσπαθούσε πάντοτε να συμφιλιώνει διεστωτα

Ήταν ειρηνοποιός, απ’ αύτούς πού μακαρίζει ό Κύριος λέγοντας: «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται»
Ματ, ε' 9). Ή δοξολογία τού Θεού δεν έλειπε απο τά χείλη της κι ας ζούσε σε ένα πάμπτωχο καλύβι και ας άγωνιζόταν νύχτα και ημέρα για τον επιούσιο άρτο των ορφανών παιδιών της.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗ ΕΟΡΔΑΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΜΕΣΟΥ.

Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ) . ΤΟ ΝΕΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ.









Τό νέο Μοναστήρι





Τό θέρος τού έτους 1932, στις 26 Ιουλίου, στη μνήμη της Αγίας Όσιομάρτυρος Παρασκευής, πραγματοποιήθηκε μεγάλο θρησκευτικό πανηγύρι στο Μηλοχώρι ίερουργούντος του τοπικού Ποιμενάρχη, Μητροπολίτη Πτολεμαΐδας Ιωακείμ, μέ την παρουσία του Διοικητή Χωροφυλακής Εορδαίας κ. Άναγνωστάκη, του γιατρού ο κ. Σ. Θεολογίδη, του Διευθυντή του Οικοτροφείου Πτολεμαίδος κ. Καραζάνου μέ, μαθητές του και πλήθους πιστών από τα χωριά. Στο κήρυγμά του ό Μητροπολίτης  αναφέρθηκε στο βίο της Αγίας Παρασκευήςαλλά και στά θαυμαστά σημείαπου αυτή αποκάλυψε στήν ασκητική και ευλαβέστατη χήρατόν πιστό άνθρωπο του ΘεούτήΓερόντισσα Χρυσή.. Στο τέλος έκανε τρισάγιο γιά τούς κεκοιμημένους Πατέρες τουκατεστραμμένου μοναστηριού, του όποιου είχαν εντοπιστεί τά θεμέλια, και μετά από αγιασμό έκανε κατάθεση θεμελίου λίθου του νέου Μοναστηριού.


 Τό  επόμενο έτος, τό 1933, αποκαταστάθηκε πάνω στα ερείπια των θεμελίων ό παλιός Ναός τουμε μέριμνα της Όσιας Χρυσής και κτίσθηκαν τα δωμάτια γιά τούς προσκυνητές. Τά εγκαίνια τού προσκυνήματος έγιναν από τον ίδιο τόν Μητροπολίτη Πτολεμαίδος Ιωακείμ.


Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ) . ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ.





Προορατικό χάρισμα


Γιά την καθαρότητα τού βίου της, άλλά και ασκητικά της κατορθώματα απέκτησε πλούσια την  Χάρη τού Παναγίου Πνεύματος. Είχε προικισθεί με το χάρισμα της διορατικότητας. Έβλεπε την τραγωδία πού θα ενέσκηπτε τού εμφυλίου πολέμου και θρηνούσε. Έκλαιγε, γιατί η απιστία και ό εγωισμός θα έφερναν συμφορές στον τόπο, όπως πράγματι συνέβη, αφού μόνο στη Φουφά καταμετρήθηκαν είκοσι δύο θύματα.
Ποιο χέρι να φιλήσουμε;

Η Α. Β. διηγήθηκε ότι, όταν ήταν σε ηλικία δώδεκα ετών ερχόταν από την Κλεισούρα με τή μητέρα της, τον αδελφό της, πού τότε υπηρετούσε στρατιώτης, καί ένα συστρατιώτη φίλο του. Όταν έφθασαν ψηλά στο βουνό, στο σημείο πού γίνεται ορατό τό εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής, ή μητέρα της είπε στά παιδιά:
 Όταν φθάσουμε στήν Αγία Παρασκευή, να| φιλήσετε τό χέρι της Μπάμπω.
Τότε ο αδελφός της είπε στη μητέρα του: Ποιό χέρι νά φιλήσουμε; Αυτό πού είναι άπλυτο και μαύρο και βρωμά;
Η μητέρα τους τότε τον μάλωσε.

Όταν  έφθασαν στήν Εκκλησία ή Μπάμπω ,καθόταν κάτω από μια ακακία. Ή μητέρα προχώρησε και φίλησε με σεβασμό τό χέρι της, καθώς και εκείνη ή κοπέλα. Τότε τα δύο παλικάρια  έσκυψαν και αυτά νά φιλήσουν τό  χέρι της. Ή Γερόντισσα, όμως, τό τράβηξε και τους είπε:
Τό χέρι πού βρωμά θέλετε νά φιλήσετε; Η μητέρα ξαφνιασμένη ρώτησε τή Μπάμπω:
- Πώς τό ξεύρεις αυτό πού είπες;
Και εκείνη άπήντησε:
-Έγώ δεν ήμουν εκεί έπάνω πού τό συζητάτε, άλλα ή Αγία Παρασκευή πού ήταν μού το είπε!

Τό ταμένο αρνί

Ό Ζ. Τ. από το Μηλοχώρι διηγήθηκε ότι, οι αν ήταν δώδεκα ετών ό πατέρας του τον έστειλε  να βοσκήσει τά πρόβατα ενός τσοπάνου   από τό χωριό Άρδασσα. Μια ήμερα πού είχε πολύ ξηρασία και δεν υπήρχε χορτάρι για να βοσκήσουν τά πρόβατα, τά έβαλε στον ίσκιο και ξάπλωσε μαζί με άλλα τσοπανόπουλα να ξεκουραστεί και να αποφύγει τή ζέστη τού καλοκαιριού. Εκεί τον πήρε γιά λίγο ό ύπνος και είδε τή Μπάμπω με δύο άλλες γυναίκες να ανηφορίζουν. Όταν τον πλησίασαν τού λέγει η Μπάμπω:
Τί κάνεις παιδί μου, Ζήκα, εδώ;
Και αυτός της παραπονέθηκε, ότι λόγω ξηρασίας τά πρόβατα δεν είχαν χόρτο να βοσκήσουν και τά έβαλε στον ίσκιο. Τότε ή Μπάμπω τού λέγει:
-Μή στεναχωρείσαι! Τό βράδυ θα βρέξει!
Αυτός τότε ξύπνησε καί ξυπνώντας καί τά αλλά τσοπανόπουλα τούς είπε ότι είδε τή Μπάμπω της Αγίας Παρασκευής καί τον διαβεβαίωσε ότι θα βρέξει. Στη  συνεχεία αυτός τή χαρά του είπε:


Έάν βρέξει θα πάω ένα αρνάκι στήν Άγια Παρασκευή.
Τον επόμενο χρόνο ό πατέρας του του αγόρασε μερικά πρόβατα και έκτοτε έβοσκε τά δικά του. Όταν πέρασε με τά πρόβατα από την  ΑΓΙΑ Παρασκευή και τον είδε ή Μπάμπω του λέγει:
Ζήκα, δεν έφερες τό αρνάκι πού έταξες  στην Αγία Παρασκευή!
Τότε αυτός τή ρώτησε:
-         Και εσύ πού τό ξεύρεις;
Για να πάρει την άπάντηση:
-         Έγώ δεν σε είδα εκεί στο βράχο πού κοιμόσουν και σού είπα ότι θα βρέξει;
Τότε της λέγει εκείνος:
-         Και ποιες ήταν οι άλλες γυναίκες πού ήταν μαζί σου;
Και τού άπαντά ή Μπάμπω:
-         Ή Αγία Παρασκευή και ή Αγία Κυριακή!

 Άφησαν τό ψαλίδι στην κοιλιά κατά την εγχείρηση

Ό Δ. Π. διηγήθηκε τό έξης περιστατικό:

Μετά τό συμμοριτοπόλεμο ή μητέρα μου και δυο  άλλες γυναίκες ήρθαν στην Αγία Παρασκευή. Αφού κοιμήθηκαν μέσα στο Ναό ή μία,
Η νεώτερη, βογγούσε από τούς πόνους. Προτού
αναχωρήσουν τό πρωί ήλθε ή Μπάμπω και
Λέγει στήν κοπέλα πού ύπέφερε:
-         Μήν στεναχωρείσαι, κορίτσι μου! Δεν έχεις τίποτα. Να πας να πεις στο γιατρό πού σου έκανε εγχείρηση, να βγάλει τό ψαλίδι πού
έχασε στο σώμα σου!
Και εκείνη απάντησε:
-         Πού ξεύρεις ότι έκανα εγχείρηση!
Γιά να άπαντήσει ή Μπάμπω:
-         Ή Αγία Παρασκευή μου τό είπε!

Οί κακοί λογισμοί καί ή θεραπεία


Μια κυρία επισκέφτηκε στο Μοναστήρι με τό αόμματο παιδί της. Έβλεπε όλους να πηγαίνουν να φιλήσουν το χέρι της Γερόντισσας Χρυσής, άλλα εκείνη την πλησίαζε από απόσταση λόγω του μελαμψού της δέρματος. Ή Όσια Χρυσή με τό διορατικό χάρισμα κόντεψε και της είπε:
- ’Έκανες κακούς λογισμούς για εμένα και ή Αγία Παρασκευή δεν θα κάνει τό θαύμα στο παιδί σου!
Εκείνη συντετριμμένη από την αποκάλυψη αυτή της Όσιας έπεσε στα πόδια της και την εκλιπαρούσε να τή συγχωρήσει, και να προσευχηθεί για τό παιδί της. Ή εύσυμπάθητη Γερόντισσα τότε προσευχήθηκε θερμά και άμέσως τό παιδί θεραπεύθηκε.

Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ) . ΜΙΛΟΥΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ.








Άλλες θαυμαστές θεραπείες

Από ολική τύφλωση θεραπεύθηκε και ή γριά  του Μηλοχωρίου, ή κ. Αγάπη Κ. Κούση. Η κ. Βασιλική Σταύρου από την Καστοριά με παράλυτα χέρια, καθώς κατέβαινε από τό βουνό, γιά νά έλθει στο Προσκύνημα, έδειξε την Εκκλησία με τό παράλυτο χέρι, πού από εκείνη την στιγμή θεραπεύθηκε. Μάλιστα ώς ευχαριστήριο έστειλε στο Μοναστήρι μια φορητή αγιογραφημένη εικόνα της Αγίας Παρασκευής.

Ένα άλλο άλαλο κορίτσι από την Καστοριά το έφεραν στην Όσια. Εκείνη τό σταύρωσε, προσευχήθηκε και βρήκε τη λαλιά του. Ό πατέρας της  πού ήταν στην Αμερική από ευγνωμοσύνη τότε έστειλε έμβασμα για τό χτίσιμο τού Μοναστηριού.



Ομιλούσε μέ την Αγία Παρασκευή


Η  ασκητική Γερόντισσα Χρυσή, όταν δυσκολευόταν τά τελευταία χρόνια της ζωής της νά μετακινηθεί, συχνά έλεγε στους οικείους της: Ήλθε ή Αγία Παρασκευή! Πρέπει νά μέ πατε στο Ναό, όπου μέ περιμένει.
Οί δύο αφανείς και ταπεινές ασκήτριες, ή Σοφία της Κλεισούρας και ή Χρυσή της Εορδαίας, γνωρίζονταν, αφού τά Μοναστήρια τους είναι πολύ κοντά τό ένα στο άλλο και τά χωρίζει ένα βουνό. Στις γιορτές των Μοναστηριών ο αντάλλασαν επισκέψεις γιά προσκύνημα. Οί  ντόπιοι λέγουν ότι ή χάρη της Όσιας Χρυσής μετά την κοίμησή της επισκίασε την Όσια Σοφία της Κλεισούρας.


Ή δυνατότητα της Όσιας Χρυσής να γνωρίζει τα μύχια των καρδιών των προσκυνητών περιγράφεται από πολλούς έξ αυτών. Όταν κάποιος έβαζε κακό λογισμό γι’ αυτήν, ή Όσια τόν άφηνε μπροστά στην εικόνα της Αγίας Παρασκευής, ενώ εκείνη αποσυρόταν. Όμως τόζητούμενο από τον πιστό δεν εύρισκε την πραγμάτωσή του από την Αγία Παρασκευή, γιατί τούς βάραινε ό κακός λογισμός γιά τή θεραπαινίδα της. Γιά να γινόταν θαύμα έπρεπε πρώτα νά ζητήσουν συγγνώμη από την Όσια, τότε μόνο άκουγε τά αιτήματα τους ή Αγία Παρασκευή καί άνταποκρινόταν με την μαρτυρική της παρρησία στον Κύριό μας.

Όταν πήγαιναν άνύπανδρα κορίτσια και τήν παρακαλούσαν νά προσευχηθεί, γιά να αποκατασταθούν, εκείνη απαντούσε:
- Ό,τι πει ή Αγία Παρασκευή, θα σάς τό πώ!

Καί πράγματι πολλά κορίτσια βρήκαν το σύντροφό τους καί δημιούργησαν ευλογημένες οικογένειες. Ή Όσια μεσίτευε στήν Παναγία μας, στήν Αγία Παρασκευή, στον 'Άγιο Γεώργιο
  
Σε πολλούς άλλους Αγίους, πού δεν της χαλούσαν χατίρι.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗ ΕΟΡΔΑΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΜΕΣΟΥ.


Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ (1877-1959 Μ.Χ) . "Θαύματα στό Μοναστήρι από τή Γερόντισσα και την Αγία Παρασκευή"



\





Θαύματα στό Μοναστήρι από τή Γερόντισσα και την Αγία Παρασκευή




Τα θαύματα καί οι ιάσεις πού γίνονταν έκτοτε στον τόπο αυτό, άλλα καί ή ασκητική καί όσιακή πολιτεία της Γερόντισσας Χρυσής έγιναν γνωστά στα χωριά της Φλώρινας, της Καστοριάς, της Κοζάνης. Σε όλη τή Δυτική Μακεδονία εξαπλώθηκε ή φήμη τού Μοναστηριού της Αγίας
Παρασκευής καί της θεραπαινίδας καί κτιτόρισσας του, της Όσιας Χρυσής. Ακόμη καί στην Αττική καί στήν Πελοπόννησο μέχρι τή Βουλγαρία, την Τουρκία καί την ήρωοτόκο μας Κύπρο, μιλούσαν γι’ αυτό καί θαύμαζαν την παρρησία της Γερόντισσας προς τό Θεό και την Αγία Παρασκευή. Οί πιστοί κατέφθαναν στην Έορδαία, για να προσκυνήσουν τα ιερά σεμνώματα πού αποκαλύφθηκαν με θεϊκή συνεργεία από τα σπλάγχνα της μάνας γης.
Με τά νάματα τού αγιάσματος της Άγιας Παρασκευής και τις ικεσίες της Όσιας Χρυσής καθημερινά γίνονταν και εξακολουθούν νά επιτελούνται πολλά θαύματα. Τυφλοί αναβλέπουν, Χωλοί  περιπατούν, τρελοί σωφρονίζονται, παράλυτοι εγείρονται και νόσοι ανίατοι διώκονται. Καθημερινά καταγράφονται θαυμαστά σημείωσε όλους αυτούς πού με πίστη προσέρχονται στη χάρη  της Αγίας Παρασκευής και επικαλούνται τις πρεσβείες της Όσιας Χρυσής.




Θεραπεία τού τυφλού Τούρκου


Ο  εγγονός τού Τούρκου ιδιοκτήτη τού χωραφιού, κάτω από τό όποιο βρισκόταν θαμμένο το παλιό Μοναστήρι, και στο όποιο κτίστηκε τό νέο, επιβλητικό και μεγαλόπρεπο στη χάρη της Αγίας Παρασκευής, ερχόταν κατά καιρούς στο Μηλοχώρι, γιά νά δει τό μέρος που  γεννήθηκαν οί πρόγονοί του. Στις τελευταίες επισκέψεις τού Άρούμ, αυτό ήταν το όνομα του Τούρκου, το 1974, συνάντησε του τωρινό  Ηγούμενο, Γέροντα Μάξιμο, καί τού ανέφερε  ότι στην Κωνσταντινούπολη ένας  γνωστός του έπασχε από ανίατη ασθένεια στα μάτια  και κόντευε να τυφλωθεί. "Αν και μουσουλμάνος ό Άρούμ του είπε, ότι όταν έλθει στήν Ελλάδαθα τού έπαιρνεένα θαυματουργό  φάρμακοπού είχε τη δύναμη να τον θεραπεύσειΠράγματι πήρε τό αγίασμα της αγίας  Παρασκευής από τό Μοναστήρι της με τό όποιο πλύθηκε ό τυφλός Τούρκος, όπως ο γιος  της Όσιας Χρυσής, ό Τρύφωνας, και αποκαταστάθηκε πλήρως ή όρασή του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗ ΕΟΡΔΑΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΜΕΣΟΥ.

. Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΜΗΛΟΧΩΡΙΟΥ.







Η νεώτερη ιστορία του Μοναστηριού



Μετά τό ξανακτίσιμο του Μοναστηριού τής Αγίας Παρασκευής από την Όσία Χρυσή οι κάτοικοι της περιοχής μαζί με τούς Ιερείς άγωνίσθηκαν γιά την κατασκευή κτιρίων και βοηθητικών χώρων, ώστε οι προσκυνητές νά μην δυσκολεύονται κατά την παραμονή τους εκεί. Με ενέργειες τού Μητροπολίτη Φλωρίνης Βασιλείου το προσκύνημα αυτό τού Μηλοχωρίου αναγνωρίσθηκε ως Ιερά Μονή τό 1966 (ΦΕΚ 233/20 Απριλίου 1966).
Τό νέο μεγαλοπρεπές Καθολικό κτίσθηκε έπΐ ήγουμενίας τού Αρχιμανδρίτη Δαμιανού Μαυρίδη (Ιούλιος 1967-Μάΐος 1970). Στο υπόγειο τού Ιερού Βήματος σώζεται ως κατακόμβη μέρος τού προϋπάρχοντος ναύδρίου, αύτού πού άναπαλαιώθηκε από την κτιτόρισσα, Όσια Χρυσή. Τά εγκαίνια τού νέου Καθολικού έγιναν στις 26 Σεπτεμβρίου τού 1969 από τό φλογερό αγωνιστή, τον Μητροπολίτη Φλωρίνης, Αυγουστίνο Καντιώτη.




Την πρώτην Αύγούστου τού 1973 εγκαταστάθηκε Ηγούμενος τού Μοναστηριού ό μέχρι σήμερα Αρχιμανδρίτης, Γέροντας Μάξιμος Καραβάς, ό όποιος με τό ανύσταχτο ενδιαφέρον του τό άλλαζε εντελώς κτιριακά και πνευματικά. Σήμερα στον περίβολο τού μοναστηριακού
συγκροτήματος λειτουργούν έκτος τού καθολικού τέσσερα παρεκκλήσια, τού Αγίου Ιγνατίου, τού Θεοφόρου, της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Νεκταρίου τού θαυματουργού και της
κατακόμβης. Έκτος Μονής και σε απόσταση διακοσίων μέτρων βρίσκεται τό Παρεκκλήσι της Αγίας Μεγάλομάρτυρος Κυριακής.



Τα χαριτόβρυτα λείψανα της Όσιας Χρυσής άποθησαυρίζονται μέσα στο Ιερό Βήμα του Καθολικού της Αγίας Παρασκευής, στο όποιο φυλάσσεται και ή εφέστια εικόνα της Οσιαμάρτυρος. Σε ειδική περίτεχνη λειψανοθήκη έχει τοποθετηθεί ή τιμία κάρα της Όσιας, οι άλλη ξυλόγλυπτη το δεξί της χέρι άσημοδεμίνο και τα υπόλοιπα διασωθέντα λείψανά της . Τέλος σε άλλο κιβώτιο φιλντισένιο φυλάσσεται ή μανδήλα της Όσιας και όλα εκτίθενται πρός προσκύνηση και άγιασμό των πιστών προσκυνητών. Ή μνήμη της Όσιας τιμάται την Πέμπτη της Διακαινησίμου και ιδιαιτέρως στις 17 Ιουνίου, ήμέρα της άνακομιδής των ιερών της λειψάνων μέ ύμνους και ψαλμούς και ωδές πνευματικές, καθώς προτρέπει τούς Χριστιανούς ό Απόστολος Παύλος (Εφεσ. ε' 18).


Μέ τις πρεσβείες της Όσιας Χρυσής, τις εύλογίες και τό ενδιαφέρον τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης, Πρεσπών και Έορδαίας κ. Θεοκλήτου και τις φροντίδες τού Καθηγουμένου και ανακαινιστή τού Μοναστηριού, Γέροντος Μαξίμου, αυτό συνεχίζει τή μεγάλη προσφορά του στήν εύαίσθητη αύτή περιοχή και ώς άλλη κολυμβήθρα Σιλωάμ παρέχει τά ιάματα σε ολους, όσοι μέ πίστη σπεύδουν να προσκυνήσουν την Αγία Παρασκευή και την θεραπαινίδα της Όσια Χρυσή.






Μακάριο τέλος

Η ταπεινή, βασανισμένη, άλλα και αγιασμένη   Γερόντισσα Χρυσή έλαμψε με τις αρετές και τά θαύματά της, με την παρρησία της ιδιαίτερα προς την Αγία Παρασκευή. Ποτέ της δενδιαμαρτυρήθηκεακόμη και όταν τό κράτος , έδωσε κλήρο σε όλους τούς κατοίκους τού χωριούεκτός από την οικογένεια τηςΉταν ευχάριστη  σε όλους (Κολγ 15) και ας έκρυβε της πόνους και θλίψεις.Έτσι, κατάφερε γίνει εύχρηστο σκεύος τού Παναγίου Πνεύματος και ποταμός αστείρευτος χαρίτων και θαυμασίων.



Πριν αναχωρήσει για τά ουράνια σκηνώματα  ή Γερόντισσα Χρυσή αρρώστησε και οι  ΔΙΚΟΙ της την πήραν από το Μοναστήρι πάνω σε ένα κάρο, γιά να την μεταφέρουν στο πατρικό της σπίτι και να πεθάνει εκεί. Τότε άστραψε ό καθαρός ουρανός και ακούστηκαν ψαλμωδίεςαγγελικέςΉ Όσια έβλεπε πολλούς αγίους να την προσμένουν και συνομιλούσε μαζί τουςλέγοντας:
-       Θα έλθω κοντά σας!
Στην Αγία Παρασκευή ιδιαίτερα είπε:


-Τελείωσα το έργο μου καί θα έλθω κοντά σου. Λαχταρώ να βρεθούμε μαζί!
Κοιμήθηκε σε ηλικία 82 ετών, την Κυριακή του Πάσχα του 1959, πού το έτος εκείνο ήταν στις 3 Μαΐου, μόλις ακούστηκε ό χαρμόσυνος παιάνας της πίστεώς μας, τό «Χριστός Ανέστη»! Οι πιστοί του χωρίου της ήλθαν με την αναστάσιμη λαμπάδα καί το κόκκινο αυγό να σπασθούν το τίμιο σκήνωμά της. Τότε οι οικείοι της άνοιξαν την κασέλα καί πήραν τά ρούχα πού είχε ετοιμάσει από καιρό ή Γερόντισσα γιά την κηδεία της, αφού ή μνήμη τού θανάτου την συνείχε συνεχώς, καί την έντυσαν γιά να τή θάψουν. Από πριν είχε υποδείξει ή Όσια το ακριβές μέρος πού ήθελε να ταφεί καί συγκεκριμένα πίσω από το Ιερό Βήμα τού Ναού. Τή θέση αυτή της την είχε υποδείξει ή Αγία Παρασκευή.


Οι οικείοι της, όμως, την έθαψαν σε άλλο σημείο, πιο πέρα από αυτό πού ή ίδια είχε ζητήσει να ταφεί. Δυστυχώς σε εκείνο τό σημείο
περνούσε τό υπόγειο ρεύμα του αγιάσματος καί τό λείψανο της Όσιας βρεχόταν συνεχώς.
Μετά από τρία χρόνια τρία κορίτσια από τη Πλάστη είδαν την Όσια Χρυσή να τούς λέει επιτακτικά και επίμονα στον ύπνο τους:
Να με βγάλετε από εκεί, γιατί τό κεφάλι μου είναι μέσα στο νερό. Δεν αντέχω άλλο!



Τά ανέφεραν αυτά στη Στεριανή, τή νύφη της, Όσιας, πού είχε παντρευθεί τό γιό της Σταύρο, άλλά δεν τό έστερξαν να τό πράξουν αμέσως οι υπεύθυνοι τότε του Μοναστηριού.
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, γιά να ανακομίσουν τά πάνσεπτα της Γερόντισσας λείψανα, και αυτά σχεδόν λιωμένα από την υγρασία.


Τό σκήνωμα της Όσιας Χρυσής έμεινε μέσα στόν τάφο τριανταενιά ολόκληρα χρόνια. Οι προσκυνητές τού Μοναστηριού πρώτα άσπάζονταν τον τάφο της Όσιας, πού την τιμούσαν ώς τοπική Αγία καί μετά κατευθύνονταν στο Καθολικό. Ή ανακομιδή τών χαριτοβρύτων λείψανων της έγινε στις 17 Ιουνίου του έτους 1998 από τον νύν Καθηγούμενο, Γέροντα Μάξιμο Καραβά πού τον πλαισίωναν οι Αρχιμανδρίτες  π. Νικηφόρος Μανάδης και π. Παισιος Παδόπουλος καθώς και οι Μοναχοί, π. Δαμασκηνός και π. Ευδόκιμος.


Από τότε τό Μοναστήρι κατέχει ώς πολύτομο θησαυρό την Αγία Κάρα της Όσιας και τα πανσεπτα λείψανά της, καθώς και τή μανδήλα
της, άνεκτίμητα κειμήλια πού άναδίδουν ολα άρρητη ευωδία και παρέχουν στούς πιστούς τα ιάματα. Αξιοσημείωτο είναι τό γεγονός ότι ενώ τά λείψανα έλιωσαν τόσα χρόνια μέσα στήνυγρασία τού τάφου ή μανδήλα της Όσιας παρέμεινε άθικτη και εύωδιάζουσα.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.  Η ΟΣΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΡΥΣΗ ΤΗ ΕΟΡΔΑΙΑΣ. ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΜΕΣΟΥ-ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Γερόντισσα Ευγενία, ή πρυτάνισσα των καλογραιών τής Πάτμου



site analysis

ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ι.Μ. ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ.Άμμάδες στην γυναικεία μονή της Ζωοδόχου Πηγής στο νησί του Θεολόγου ..


Γερόντισσα Ευγενία, ή πρυτάνισσα των καλογραιών τής Πάτμου


 Πρέπει νά μπήκε στο μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής στις αρχές του περασμένου αιώνα. Άλλωστε, αυτό ήτανε καί τό μοναδικό γυναικείο στην Πάτμο και σχεδόν σ’ ολόκληρα τά Δωδεκάνησα με οργανωμένη ζωή και παράδοση από τό 1600. Ακολουθούσε τον πατμιακό μοναχισμό: ιδιόρρυθμο μέν, αλλά με ήγουμένη καί γερόντισσα όπως καί τό μοναστήρι του Θεολόγου.


Ή Ευγενία βίωσε σ’ αύτό τό μοναστήρι από τά νεανικά της χρόνια μέχρι τά ένενήκοντα δύο της, πού άφησε τήν μονή τής Παναγίας, γιά νά πασχάση στήν αιώνια του Πατέρα του ουράνιου. Γιά τήν μοναχή Ευγενία δεν υπήρχε άλλη Μονή εκτός τής μετάνοιας της. Αυτός ό τόπος ήταν ή επί γης παλαίστρα της.


- Ό μοναχός -έλεγε κάποτε στον πατέρα Ανθιμο- πρέπει νά κάνη υπομονή σπουδαία· δεν πρέπει νά μετακινήται από τόπο σε τόπο. Σύννεφο άνυδρο παρασυρόμενο από τον άνεμο αποκαλεί τον ακατάστατο μοναχό ό απόστολος Ιούδας στήν επιστολή του. Ό μοναχός δεν βγάζει γλώσσα στον ηγούμενο. Καί δίκιο νά ’χη, σιωπά. Είμαστε στήν διάθεση του μοναστηριού. 'Όπου έχει ανάγκη θα μάς στείλη. Εμείς την ύπακοή να φυλάξωμε ώς την πιο μεγάλη αρετή.Άν κάνης τό δικό σου, φέροντας τα μοναχικά ράσα, είναι σαν να βγήκες από τις φρένες σου.


Έζησε στην καταφρόνια και άφάνεια, γιατί ή απλότητά της δεν τής έπέτρεπε να δημιουργή κλίμα θαυμασμού. Αγαπούσε να ζή στην άκρη, παρά νά εμπλέκεται στά κοινά τού μοναστηριού. Κάποτε τής έλεγα κάποια πράγματα άστεϊζόμενος. Τά άκουγε με τόση προσοχή, που μού άφησε την εντύπωση πώς κάτι θά κάνη. Αφού τελείωσα, μού λέγει:
-       Καλά είναι όλα αυτά, αλλά καλύτερα νά τά βάλης μ’ ένα χωριό παρά με μιά καλογριά.
Έθαύμασα τον στοχασμό της καί έσιώπησα.
Έπεδίωκε την ειρήνη. Καθόλου δεν τής άρεσε ή προβολή καί τό δικαίωμα.Ό,τι έκανε στο μοναστήρι τό έπραττε συνεσταλμένα σάν χθεσινή μοναχή.
-       Άφηνε, πάτερ Γρηγόριε, νά μετρά ό Θεός τά χρόνια τής διακονίας μας στο μοναστήρι καί όχι εμείς.



Εξήντα χρόνια κάθε Σάββατο σάρωνε καί καθάριζε τό ηγουμενείο σάν ντροπαλή υπηρέτρια. Την ώρα πού γίνονταν κεράσματα υψηλών προσώπων, άλλες Μάρθες καί Μαρίες παρουσιάζονταν. Κρατούσε πάντα τό κάτω μέρος τής σκάλας στο μοναστήρι, γιά νά μή γυρίση καί πέσουνε.
Περισσότερο από τριάντα χρόνια υπηρέτησε μιά περίεργη σαλή. Στις εξάρσεις καί στις φωνές της οί καλογριές όμοθυμαδόν διεμαρτύροντο πώς ένωχλούντο, άλλ’ ή Ευγενία έκανε τά πάντα νά τις είρηνεύη. Ζούσε πάντα με τον φόβο μή διώξουνε τήν άρρωστη καί τί θά άπογίνη. Κάθε πρωί έπρεπε νά τήν πλύνη καί νά τήν άλλάξη. Είχε ένα μεγάλο πειρασμό αύτή ή κόρη: όλη τήν ήμέρα νά κάνη τά ρούχα της κορδέλες. Τόσο τά κουρέλιαζε, πού ήταν αδύνατο νά μπαλωθούνε καί νά ξαναφορεθούνε. Καί πού νά βρεθούνε ρούχα εκείνη την έποχή; Τής ελεγε σε τόνο χαμηλό:
-       Μη τα σχίζης, κόρη μου, δεν εχω άλλα.
-       Έσύ την δουλειά σου κι έγώ την δίκιά μου.


Και άκουγες τό σχίσιμο των ρούχων σαν να περπατούσες πάνω σέ συκόφυλλα.
Μετά τό πρωινό άλλαγμα, έπρεπε να τής προσφέρη τον καφέ σέ όμορφο φιρφιρένιο φλιτζάνι. Είχε την απαίτηση να στέκεται μπροστά της την ώρα τού ροφήματος. Μόλις τελείωνε, την έλουζε στα μούτρα μέ τα κατακάθια τού καφέ καί έσπαγε σέ γέλια. Άν έφευγε, χαλούσε τον κόσμο. Έκανε σαν γουρούνι όταν τό σφάζουνε. Έτσι, προκειμένου να μη προκληθή θόρυβος, παρέμενε για τό λούσιμο μέ τον καφέ.


Ό πειρασμός, όσο έβλεπε τις θυσίες τής μοναχής για την σαλή, που οί πολλοί την είχαν για χαμένο πράγμα, τοσούτω μάλλον έστηνε παγίδες. Από τα πολλά πλυσίματα των ρούχων καί λουσίματα τής άρρωστης ’έβγαλαν εκζέματα τά χέρια της, έγιναν από τις παλάμες μέχρι τούς αγκώνες μιά πληγή, πού καθόλου δέν διέφερε τής λέπρας. Οί οικείοι της σήκωσαν επανάσταση στην καλή γερόντισσα Ευγενία νά την διώξη από τό μοναστήρι, άλλως θά την έδιωχναν εκείνοι. Εύρισκόμενη σέ άδιέξοδο, άρχισε νά παρακαλή την Παναγία νά τής θεραπεύση τά χέρια, γιά νά μη ξεσηκώνωνται οί συγγενείς της.


 Είχε άκουστά πώς σ’ αυτές τις περιπτώσεις οί παλιοί χριστιανοί έκαναν Λειτουργία στην Παναγιά καί την ώρα πού έψαλλαν τό «Άξιόν έστιν» άπλωναν τά χέρια τους μέχρι πού τά χτυπούσαν στούς τοίχους τής εκκλησίας καί έλεγαν: «Διώξε, Παναγία μας, τό κακό». Έτσι, καί ή καλή μας καλογριά έκανε την νύχτα Λειτουργία στο παρεκκλήσιο τής Παναγίας τών Αγγέλων καί την ώρα τού «Άξιόν έστιν» παρακαλούσε νά άπαλλαγή από τό κακό, ’έχοντας άπλωμένα τά χέρια της. Σάν ξημέρωσε καί κόπιασαν οί συγγενείς νά άπομακρύνουν την σαλή, τούς έδειξε τά χέρια της:
-       Δέστε, δέν έχουν τίποτε. Μη γένοιτο νά βγάλετε την άρρωστη στον δρόμο· άκαρδιά, αμαρτία.
Πέρασαν πολλά χρόνια, αίροντας τον σταυρό τής ανέχειας, τής σαλής καί τής μεμψιμοιρίας των καλογραιών.
-'Όταν τήν νύχτα ήταν ανήσυχη, καμιά τό πρωί δεν μου έλεγε «καλημέρα». 


Δεν είναι εύκολο, καλογεράκια μου, να τελειώνη ή ακολουθία καί να άντικρύζης σαράντα πρόσωπα συνοφρυωμένα. Πώς να σταθής ολη τήν ημέρα μέσα σ’ αυτήν τήν ψύχρα;
Μ’ όλα αυτά, ποτέ δεν χαλούσε ό λογισμός της για καμιά καλογριά. Εκείνη τα πάντα έκανε, για να τούς ύποκλέψη τήν ίλαρότητα του προσώπου καί να διασκεδάση τον δίκαιο θυμό τους.
'Όταν ή σαλή πλησίαζε στο τέλος της, κάλεσε τήν ταλαιπωρημένη μοναχή καί έφθέγξατο λόγια παραμυθίας:
-       Ευγενία μου, σ’ ευχαριστώ για όσα έκαμες για μένα κι εσύ να με σχωρέσης για όσα σου έκαμα. Φώναξε παπά να δια- βάση ευχέλαιο καί να κοινωνήσω, γιατί εγώ σε τεσσαράκοντα μέρες θά πεθάνω.


Ή Γερόντισσα δεν τήν πίστεψε («Τρελή είναι, άσ’ την νά λέη» σκέφθηκε), άλλ’ όσο περνούσαν οί μέρες, περιώριζε τό φαγητό καί τις τρέλες της.
-       Φώναξα τον εφημέριο τής Μονής καί έκανε αυτά πού ζήτησε -συνέχισε ή Γερόντισσα. Μού ζήτησε ακόμη στήν θανή της νά καλέσω τον ηγούμενο καί όλους τούς παπάδες τού μοναστηριού καί νά τήν στολίσω με πολλά-πολλά λουλούδια. Ό καιρός ήτανε χειμώνας· πού νά ’βρισκα τά λουλούδια; Καί οί πολλοί παπάδες ήθελαν καί ευλογίες. Έγώ τί θά τούς έδινα; Καί όμως στήν έκφορά της καί λουλούδια φέρανε καί ό ήγούμενος με τούς παπάδες ήρθανε απρόσκλητοι. Γρηγόριε, έπιθύμησε τά καλά καί ό Θεός δεν θά σού τά στερήση, όσο κι αν Τον έχης λυπήσει με τις αταξίες σου.



Άλλη φορά, πού ό εφημέριός τους έπεσε στήν δυσμένεια της Μονής, πάντες έξεγέρθησαν εναντίον του. Ή Ευγενία είχε άλλη τοποθέτηση. Έβλεπε πώς ήθελαν να τον κάνουν στήν άκρια καί ψάχνανε για κατηγορίες καί συκοφαντίες. Κατέβηκε ό ήγούμενος τής Μονής με τούς προεστώτες πατέρες να κάμουν ανακρίσεις για τον παπά τους. Μιά-μιά τις καλογριές τίς καλούσαν στο ηγουμενείο για ανάκριση καί έπειτα τις κρατούσαν μέσα στον χώρο του ηγουμενείου, για να μην υπάρχει καμιά συνεννόηση μεταξύ τους. (Αυτός ήταν ιταλικός τρόπος ανακρίσεως.) Κάλεσαν με την σειρά της καί τήν Ευγενία.
-       Τί γνωρίζεις για τον παπά σας;
-       Ό παπάς μας είναι άγιος άνθρωπος. Εμείς είμαστε οί αμαρτωλές πού τον συκοφαντούμε.


Τό απόβραδο δόθηκε εντολή να καρφωθή ή πόρτα τού κελιού εξωτερικά, να μή μπορή να έξέλθη. Σημειωτέον ότι τό κελί ούτε τουαλέτα είχε ούτε νερό. Τα υπέμεινε καί αυτά αδιαμαρτύρητα, μέχρι πού ό αδελφός της τής ελευθέρωσε τήν είσοδο. Πραγματικά, ήταν άνθρωπος αγόγγυστος στούς πειρασμούς.

Την ρώτησα αν ραθυμούσε στήν λατρεία όλα αυτά τα χρόνια τής παραμονής της στο μοναστήρι ή άφησε κανόνα για άλλη μέρα.
- Ποτέ δέν τό έκανα, σκεπτόμενη πώς ή ερχόμενη πιθανόν να είναι δυσκολότερη. Εξήκοντα χρόνια διαβάζω τό Μεσονυκτικό στήν εκκλησία, άλλα τώρα χωρίς δόντια δυσκολεύομαι καί τα μάτια μου δέν μέ βοηθούνε.
Αυτός ο άνθρωπος δημιουργεί παράδοση, πού στέκεται χρόνια καί χρόνια στον ίδιο τόπο. Αυτός κουβαλά την σκυτάλη τής παραδόσεως από την μια γενιά στήν άλλη. Από μια τέτοια ψυχή, πού κράτησε την λαμπάδα αναμμένη, πώς να μη την λάβω στα χέρια μου να την συνεχίσω καί να ομολογώ την αρχαία τών πατέρων ρήση «ούτω παρέλαβον»;


Ήταν σοβαρή καλογριά· καθόλου γλυκανάλατη. Κάποτε μοναχός τής έστειλε φωτογραφία του κρατώντας γάτο. Παρά την αγάπη που του είχε, απήντησε αύστηρά: «Πάτερ, οί μοναχοί κρατούν σταυρό, όχι γάτους».
Τό κελί της ήταν πτωχό, άλλα τόσο όμορφα νοικοκυρεμένο, που δεν ήθελες να φυγής. Χώρος ζωντανός, σαν τής μάννας τό καντούνι. Τα είχε όλα: τα νοικοκυριά τής κουζίνας, τον αργαλειό, τό κρεβάτι. Σωστό χωριάτικο αρχοντικό. 'Όλα στήν θέση τους με καλό γούστο.


Τα λόγια της ήταν λίγα, άλλα εύαγγελικά. Κάποτε στήν άνέμη έφτιαχνε τα φιτίλια των λαμπάδων του Πάσχα για τό μεγάλο μοναστήρι. Έτρεμε από τα βαθιά γεράματα καί την κόπωση των νηστεψίμων ήμερων τής Μεγάλης Σαρακοστής. Τής λέγω:
-       Γερόντισσά μου, τό μοναστήρι έχει τόσα παλληκάρια καί περιμένουν από σένα νά τους φτιάξης τά φιτίλια των κεριών;
-       Εύλογημένο παιδί, αυτά τά λένε οί κοσμικοί, τά λες κι εσύ; Περισσότερο από εβδομήντα χρόνια τους διακονώ. Τώρα που είμαι στο τέλος μου -μπορεί νά είναι καί ή τελευταία φορά- θά πώ πώς δεν μπορώ; Σώπα, σώπα καί ό Θεολόγος δίνει δύναμη. Με τις ευχές του οσίου Χριστοδούλου περπατήσαμε την καλογερική όδό. Τώρα θά μάς άφήση άπαράκλητους καί άδύναμους;


Πάμπολλες φορές μου έλεγε μέ ιλαρό πρόσωπο:
-       Γρηγόριε, πρώτα νά καλλιεργούμε τις άρετές τών κοσμικών άνθρώπων καί έπειτα τών μοναχών. Οί κοσμικοί πολλαπλασιάζουν τά τάλαντά τους. Εμείς από τεμπελιά καί ραθυμία νά τά θάβουμε καί νά τά εξαφανίζουμε;
Κάθε Σαρακοστή ετοίμαζε μεγάλο δοχείο σησάμι κα-βουρδισμένο καί κοπανισμένο κι ένα δοχείο ταχίνι γιά τούς ερημίτες τού Κουβαριού. Θεωρούσε μεγάλο πράγμα τον έρημιτισμό. Είδα μέ τά μάτια μου τις καλογριές τής Ζωοδόχου
Πηγής την ώρα πού κατέβαιναν οί Κουβαρίτες τίς σκάλες του μοναστηριού, για να φύγουν για την έρημο, να άσπάζωνται τα ράσα πού σβαρνίζανε στις πέτρες και τα λιθόστρωτα. Πίστευαν πώς οί έρημίτες ισορροπούν τον κόσμο καί συγκρατούν την δίκαια οργή τού Θεού.

-       Εμείς, παιδί μου Γρηγόριε, από σάς στηριζόμαστε κι σ; έχω τόσα χρόνια στο μοναστήρι. Εμείς τα έχουμε όλα. Εσείς από τα ξερά βράχια τίποτες δεν έχετε να πάρετε. Καί τό ψωμί σας είναι πάντα μπαγιάτικο. Εμείς τό παίρνουμε στο τον φούρνο βλασερό. Αχνίζει όταν τό κόβουμε.
Ζύμωνε ή καλή γριά καί έψηνε παξιμάδια γιά τά «παιδακια τής έρημου». Έπλεκε κάλτσες καί διάφορα μάλλινα γιά τούς πτωχούς μοναχούς.


-       Τίποτα δεν είναι, αδέλφια μου, αυτά μπροστά στο μήνυμα πού αφήνει ή ερημική ζωή σας στήν κοινωνία τής Πάτμου. Καί περισσότερο σ’ εμάς τίς γριές μοναχές είναι παρηγοριά νά νιώθουμε πώς πίσω από τά ψηλά βουνά τού Προφήτη Ηλία είναι μοναχοί καί μάλιστα νέοι στήν ηλικία.

Στον αργαλειό -κρεβαταριά όπως τον έλεγαν στο χωριό μου- υφαινε διάφορα πράγματα καί εξοικονομούσε τα προς τό ζην. ’Ήτανε σπουδαία ύφάντρα. Από τό εργόχειρό της αυτό, μαζί με τον αδελφό της Θεόκτιστο μοναχό, που καί αυτός μύριες δουλειές έκανε (έσπαζε πέτρες, έκτιζε πεζούλια, ύφαινε με γιδότριχα στρωσίδια), βοηθούσαν την χήρα άνιψιά τους, που είχε πολλά παιδιά, να μη ξεστρατίσουν.


Όταν πέρασαν τα εύλογημένα χρόνια τής ακμής καί τής ισχύος καί είδε πώς την άφηναν οί δυνάμεις της, ύφανε σ’ όλους τούς μοναχούς καί ίερομονάχους τής Πάτμου από ένα λευκό χράμι για ευλογία. Την βρήκα λοιπόν στον αργαλειό τρεμάμενη να ύφαίνη.
-       Τίνος είναι πάλι αυτό πού ετοιμάζεις;
-       Του τάδε ίερομονάχου.
-       Δεν έχει ανάγκη, αδελφή μου.
-       Μη σκέπτεσαι έτσι, παιδί μου. Ή βασιλεία των ουρανών δεν δουλεύεται με τό μυαλό, άλλα με την καρδιά. Άν στηριζόμουνα στον νου μου, ούτε μέρα θά καθόμουνα στο μοναστήρι. ’Άφηνε την καρδιά σου ελεύθερη· μη την δεσμεύης στην ξερή λογική. Ή καρδιά, αν άφεθή στις αύρες τού ' Αγίου Πνεύματος, μεγαλουργεί. Ό μοναχός δεν είναι λογικός, χωρίς να είναι καί τρελός. Γι’ αυτό επιχειρεί να πετάξη στον ούρανό με τον αετό τού Θεολόγου. 

Ή ελεύθερη καρδιά ανεβαίνει στον ούρανό καί χτυπά κάθε ώρα την πόρτα του Θεού. Όχι ό Χριστός νά μάς χτυπά, όπως λέγει στήν Αποκάλυψη· εμείς νά χτυπούμε. Εμείς πάντα έξω από την πόρτα τού Χριστού, όχι ό Χριστός έξω από την δική μας.


Ήτανε σπουδαία καί στήν φιλοξενία. Εύφραίνετο τό πρόσωπό της σάν την μάννα πού βλέπη τά παιδιά της. Ετοίμαζε καί σιγοψιθύριζε: «Παι’άκια μου, παι’άκια μου, τού Χριστού παι’άκια μου».
Κάποτε, έπειτα από άγρυπνία τού Θεολόγου στο μεγάλο μοναστήρι, περάσαμε από τό κελί της. Μάς άνέμενε. Είχε τις τηγανητές.
- Νά με σχωρέσετε, καλογεράκια μου, δεν αίσθανόμου- καλά καί τηγάνισα δυό-δυό τις γόπες.


Στο κελί της ένιωσα τί σημαίνει εύλογία. Σκέτα μακαρονια  μέ λίγο τυρί, χωρίς σάλτσες, μάς προσέφερε καί ήταν πεντανόστιμα. Πόσα χρόνια πέρασαν καί τ’ αναζητώ σαν μοναδικό φαγητό. Τραπέζι δεν υπήρχε. Μια καθαρή πετσέτα στρώναμε στα γόνατα καί κάναμε συμπόσιο σπουδαίο. Δεν μάς έδωσε ποτέ την αίσθηση πώς μάς βαριέται. ’Ίσως τώρα καί στον ουρανό θά μάς προσμένη νά καμαρώση τα μοναχικά ράσα. Κι όταν ακόμα αφήσαμε την πάτμο, σύναζε ελέη καί περίμενε νά βρή τρόπο νά μάς τα αποστείλη.


Οί παλιοί μοναχοί είχανε χαρά μεγάλη στήν παρουσία τών μοναχών. Ανοιγαν τα μάτια τους σαν νά έβλεπαν προφητικά πράγματα- Αγγέλους επί τής γης. Από τό ευφρόσυνο αυτό κοίταγμα μετρούσες την έπιτυχία τού γηραιού μοναχού στα παλαίσματά του.’Άν ήταν αποτυχημένος μοναχός, τ' έβλεπε μέ αποστροφή: «Θά προκόψη καί αύτός όπως εγώ».
Ή Ευγενία ήταν ζηλώτρια μοναχή, ειρηνική. Παρά τό σωματικό της εύρος ήταν χαμηλών τόνων καί ήσύχιος άνθρωπος. Ή σκληρή άσκηση δέν τής εξανέμισε τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στο κελί της είχε αφήσει στον τοίχο τό καρφί, στο όποιο κρεμούσε ό μακαριστός αδελφός της τό ράσο του, οσάκις την έπεσκέπτετο. Ήθελε εκεί νά κρεμούμε καί τό δικό μας, για νά ένθυμήται τον αδελφό της. Έθλίβετο πολύ, όταν δέν μάθαινε νέα μας. Είχε μαλακή καρδιά καί πονούσε την ταλαιπωρία τού κόσμου. Παλιός άνθρωπος, αγάπης, υπομονής καί ήσυχίας. Αφηνε στήν σκιά της δροσιά σαν την υψίκορμη έλάτη.


 Δροσερή πηγούλα στήν μονή τής Ζωοδόχου Πηγής. Δέν είναι υπερβολή αυτά πού λέγω. Μια αμαρτωλη  ύπαρξη μου εξομολογείτο: «Βλέπω ανάξιο τον εαυτό μου. Δεν εισέρχομαι στην εκκλησία, άλλα στην σκιά της παρακαλώ τον Θεόν». Προείδε πώς ό πατήρ Ιωσήφ θά πεθάνη πιο μπροστά από κείνη, αν καί ήταν πολύ νεώτερός της. Γλυκειά γιαγιά ή Ευγενία. Μέσα στά μαύρα της ράσα όλους θώπευε ή ακτινοβολία τού προσώπου της. Ή βαθειά της πίστη με έκαρδίωνε τις ώρες πού λιποψυχούσα.
- Καλογεράκι μου, οί θλίψεις καί οί πειρασμοί θά σε μεστώσουν, αλλιώς ζούφιος θέ νά μείνης σάν τό σιτάρι πού τό χτύπησε ό λίβας. Ό Θεολόγος νά σε κρατύνει.
Καί με σταύρωνε με τό χεράκι της, βάζοντας στο θυμιατό μύρα τού Επιταφίου, γιά να μη με βασκάνη ό διάβολος.

'Όταν βάζω τά πρόσωπα αυτά, με τά όποια μάς συνδέει ή αγάπη τού Χριστού, στον νού μου, εισέρχομαι σε όαση παραδεισένια, ξεχνώ καί αύτόν τον εαυτό μου καί αισθάνομαι την χαρά τής ζωής, αληθινή πρόγευση τού παραδείσου.

Είχε καί ένα άλλο χάρισμα ή Γερόντισσα. Νοσήλευε τά διάφορα σπασίματα τού σώματος. Χρησιμώτατη διακονία στήν απομονωμένη Πάτμο. Είχε καλλιεργήσει αυτό τό χάρισμα καί ήτανε σπουδαία γιατρός. Βέβαια πρακτικός, αλλά βαθύς γνώστης τού πόνου καί τής αδυναμίας τού ανθρώπου. Ιάτρευε τις κακώσεις προτού ό πάσχων πολυκαταλάβη τί θά τού γίνη. Ήμουνα μπροστά, όταν ήρθε νέος αξιωματικός τού στρατού με στραμπουλιγμένο τό χέρι του. Τό κοίταξε καλά. Τού είπε να απλώσει την παλάμη του στήν γή. Εντελώς ανυποψίαστος εκείνος γιά τό τί θά κάνη ή Γερόντισσα, συμμορφώθηκε. Καί ξαφνικά εκείνη τό πάτησε. Έβγαλε την κραυγή τού πόνου τό παλληκάρι καί ίάθη εν ριπή οφθαλμού. 'Όταν στά βαθιά της γεράματα έσπασε τό πόδι της, την πήγανε στον ορθοπεδικό στο νοσοκομείο τής Καλύμνου. Παρακαλεί τον γιατρό να την άνασηκώση, γιά να τού υπόδειξη τί να κάνη. Τού λέγει:

-       Έτσι πού τα φτιάχνεις, θά στραβώσουν τα δάχτυλα καί δεν θά μπορώ να περπατήσω.
Έτσι καί έγινε. Έζήτησε αργότερα να τής κόψουν τά δάχτυλα, γιά να βαδίζει. Χαριεντιζόμενος τής είπα:
-       Πόσα παίρνεις από αυτές τις ιάσεις;
-       Παι’άκι μου, φύγε από αυτό τό πνεύμα, δεν είναι τού Χριστού. Ό Χριστός θεραπεύει δωρεάν κι εμείς με την ψευτονοσηλεία μας πληρωμή θέλουμε;
Τότε ξεχώρισα τί είναι θεραπεία καί ποιος την κάνει καί τί είναι νοσηλεία. Αγράμματη ή Ευγενία, αλλά κοντά της προέκρινα, όπως ό Μέγας Αντώνιος, τον νούν από τά γράμματα.


Έκοιμήθη ή Ευγενία. Αγνή καί στο σώμα καί στην ψυχή. Άπείρανδρος καί άπειρόκακος, όπως έδιδάχθη από την Παναγία την Ελεούσα τού μοναστηριού της. Σε τρεις χρόνους έγινε εκταφή τού λειψάνου. Εύωδίαζε. Καί τά χέρια από τούς αγκώνες καί κάτω βρέθηκαν αλώβητα καί άσπρα όπως την ημέρα τής θανής της. (Τό ένα βρίσκεται παρ’ ήμΐν καί τό άλλο στήν Σερβία.) Τό δε εύλογημένο κρανίο της φέρει σταυρό στήν ραφή τών οστών. 

Έτσι άμειψε ό φιλότιμος Δεσπότης την διακονία της. Έβαλε στήν ζωή της τού Χριστού τον τρόπο: «Δεν ήρθα να διακονηθώ, αλλά να διακονήσω». Αυτό τό μάθημα πήρε από τον ιερό Νιπτήρα, πού έπιτελούν την Μεγάλη Πέμπτη κάθε χρόνο στήν Πάτμο, καί τό ’φερε μαζί της πάντα.
«'Αγία διακονία, φυγαδεύτρα τών κακών λογισμών, διασκεδάστρα τής δεινής ραθυμίας, πραγμάτωση τής πιο μεγάλης αρετής, τής αγάπης, προθυμία άβίαστη γιά θάνατο καί σταυρό».


Μακάρι οί εγγύς αυτής να την ύμνολογήσουν με τις άγιες άμμάδες: «Πρέσβευε γιά μάς, μητέρα όσια μη μάς άφήσης χωρίς την δική σου συμπάθεια. Αμήν».

ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.

Η ΗΣΥΧΑΣΤΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΑ.



site analysis

«Αυτή είναι μια μεγάλη αρετή των χριστιανών, να μνημονεύουν τους κεκοιμημένους! έλεγε ταπεινά και κοίταζε με ελπίδα στα μάτια τον καθέναν ξεχωριστά.




Η ΗΣΥΧΑΣΤΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΑ.




Οι ησυχαστές είναι καλόγεροι-ερημίτες που δε έχουν ένα μόνιμο τόπο διαμονής. Στις γιορτές πηγαίνουν σ’ ένα οποιοδήποτε μοναστήρι και παίρνοντας από εκεί λίγο φαγητό, συνεχίζουν παραπέρα την ερημική ζωή τους, αγωνιζόμενοι για τη σωτηρία τους μ’ έναν άγνωστο στους άλλους τρόπο.

Στο μοναστήρι της Όπτινα ζούσε μια μοναχή σχεδόν ενενήντα ετών. Το όνομά της ήταν Βαρσανουφία και περιπλανιόταν μ’ ένα ραβδί στο χέρι από το ένα μοναστήρι ατό άλλο. Όλη της η περιουσία ήταν δύο δισάκια που κουβαλούσε μαζί της. Στο ένα δισάκι είχε λίγα ξεροκόμματα ψωμί ενώ τα υπόλοιπα ήταν χαρτιά μνημόνευσης, τα περισσότερα παλιά και φαγωμένα. Η προσκυνήτρια ερχόταν στην Όπτινα συνήθως το βράδυ και χτυπούσε με το ραβδί στο παράθυρο: «Αφήστε με να διανυκτερεύσω»!


Άλλοι την άφηναν και άλλοι όχι, γνωρίζοντας τη συνήθεια της μοναχής να μην κοιμάται το βράδυ, προσευχόμενη γονατιστή όλη νύχτα. Και δεν θα πείραζε αν μόνο αυτή δεν κοιμόνταν. Κατά τα μεσάνυχτα όμως τους ξύπναγε όλους: «Γιατί κοιμάσαι, υπναρά; Σκέψου την Τελική Κρίση και σήκω να προσευχηθείς!» Επέμενε τόσο πολύ να σηκωθούν, που πολλές φορές το ξημέρωμα την έβρισκε στο στάβλο ή σε καμιά αποθήκη, μαζί με τα πολύτιμα πράγματά της. Εκτιμούσε πολύ τα δισάκια της, αντίθετα, τα ζεστά ρούχα που της έδιναν τα χάριζε ή τα παρατούσε. Η μοναχή Βαρσανουφία ήταν παρθένος και είχε καρεί μοναχή από πολύ νεαρή. Κανείς δεν ήξερε γιατί περιπλανιόταν, όχι πάντως επειδή δεν είχε κάπου να μείνει.
Παλαιότερα ερχόταν σπάνια στην Όπτινα και μόνο στα βαθιά γεράματα εγκαταστάθηκε εκεί. Τα χρόνια είχαν αρχίσει να την βαραίνουν και οι περιπλανήσεις είχαν μειωθεί, ενώ στις ακολουθίες καθόταν σ’ ένα στασίδι. Βασικά δεν καθόταν μόνο στις ακολουθίες αλλά ερχόταν στον ναό από τις πέντε το πρωί. Έβγαζε τα χαρτάκια της από το δισάκι της και όλη την ημέρα καθόταν εκεί προσευχόμενη και μνημονεύοντας ονόματα. Δεν πήγαινε στην τράπεζα της μονής για να φάει αφού το φαγητό δεν την ενδιέφερε. Εάν την σέρβιρες κάτι ψευτομασουλούσε, αλλιώς έβγαζε ένα ξεροκόμματο από το δισάκι της, δάγκανε λίγο και το υπόλοιπο το ξαναφύλαγε με μεγάλη προσοχή.



Η μοναχή Βαρσανουφία ζούσε καλογερικά, προσεύχονταν πάνω από τα χαρτάκια της, αλλά ήταν εκτός του κόσμου χωρίς να προσέχει κανέναν. Σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ακολουθίας όμως, έκρυβε τα χαρτάκια της, πήγαινε στις εικόνες, άναβε κεριά και αν εμφανίζονταν τίποτα φασαριόζοι προσκυνητές τους έσπρωχνε με το ραβδί της λέγοντας:
-       Θού, Κύριε, φυλακήν τώ στόματί μου!

Κάποιος άλλος ένιωθε το χτύπημα του ραβδιού της στην πλάτη του και ξανά βροντούσε η φωνή της, αποκαλύπτοντας την ανομία:
—     Αίσχυνθήτωσαν οί άνομούντες διακενής!

Οι ταπεινοί ταπεινώνονταν σε τέτοιες περιπτώσεις, οι σοφοί σώπαιναν σεβόμενοι τα γηρατειά, οι οξύθυμοι όμως θύμωναν τόσο πολύ, ώστε κάποια στιγμή ο φύλακας της εκκλησίας της έσπασε το ραβδί. Η αλήθεια είναι πως ο φύλακας μετανόησε και της χάρισε ένα νέο ραβδί κι έπειτα έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Στην Όπτινα λοιπόν υπήρχαν άνθρωποι που την τιμούσαν σαν άνθρωπο του Θεού.


Ωστόσο η μοναχή δεν συμμορφωνόταν με τη σημερινή ζωή και πολλές φορές οι άνθρωποι παραπονιόνταν στους ιερείς. Παραπονέθηκα κι εγώ βλέποντας πως μια φορά χτύπησε στην πλάτη έναν απείθαρχο νεαρό. Σίγουρα το άξιζε. Το θράσος του αγοριού ξεπέρασε κάθε όριο, αφού τόλμησε να προσβάλει τη μητέρα του μέσα στην εκκλησία. Τότε πολλοί ήθελαν να κατσαδιάσουν τον νεαρό, τελικά όμως όλοι κατέκριναν τη μοναχή. Εμείς βλέπεις είμαστε ανθρωπιστές ή καλύτερα είμαστε θύματα εκείνου του «ουμανισμού», σύμφωνα με τον οποίον τα κακομαθημένα παιδιά μας δεν πρέπει να τα αγγίζουμε ούτε με το δάκτυλο και, ακόμη χειρότερα, δεν μπορείς να τους πεις μια κουβέντα, επειδή θα σου αντιμιλήσουν με θράσος. Διηγήθηκα στον πνευματικό μου για το χτύπημα και τον ρώτησα:
-       Τι πρέπει να κάνουμε;
-       Υπομονή.


Δεν χρειάστηκε να κάνουμε περισσότερη υπομονή αφού η μοναχή Βαρσανουφία πέθανε. Πριν πεθάνει παρακάλεσε όσους ήρθαν να την δουν, να πάρει κάποιος το δισάκι με τα ονόματα έτσι ώστε μετά τον θάνατό της να συνεχιστεί η μνημόνευση των ονομάτων.
-       «Αυτή είναι μια μεγάλη αρετή των χριστιανών, να μνημονεύουν τους κεκοιμημένους! έλεγε ταπεινά και κοίταζε με ελπίδα στα μάτια τον καθέναν ξεχωριστά. Όλοι όμως κοίταζαν αλλού και κανένας δεν αναλάμβανε να πάρει τα δισάκια με τα ονόματα των κεκοιμημένων που ζύγιζαν τουλάχιστον δέκα-δεκαπέντε κιλά.
Λένε πως η μοναχή Βαρσανουφία ήξερε όλα τα ονόματα απέξω. Είχε πολύ καλή μνήμη και να πώς το κατάλαβα: Μετά τον θάνατο της μητέρας μου μοίραζα στην εκκλησία φρούτα και γλυκά για το συγχώριο. Όταν είδα την μοναχή Βαρσανουφία σε μια γωνία να προσεύχεται, ήδη τα είχα μοιράσει όλα. Βρήκα ωστόσο δυο μικρές ντομάτες στην τσάντα μου. Της τις έδωσα και την παρακάλεσα να προσεύχεται για την ψυχή της κεκοιμημένης δούλης του Θεού Αναστασίας. Μετά από πέντε χρόνια και ενώ βρισκόμουν έξω από τον ναό, με φώναξε και μου είπε: «Την μητέρα σου Αναστασία την μνημονεύω πάντοτε...»


Θυμάμαι μιαν ακόμη ιστορία που σχετίζεται με το κοιμητήριο της πόλης Κοζέλσκ. Στα χρόνια των διωγμών, όταν έκλεισαν τα μοναστήρια, εδώ έθαβαν τους μοναχούς της Όπτινα και τις μοναχές του Σαμόρντινο αλλά κανείς δεν γνώριζε τα ονόματά τους. Αρχεία δεν διατηρήθηκαν, ενώ οι επιγραφές των τάφων με τον καιρό ξεθώριασαν. Οι ιερομόναχοι της Όπτινα συχνά έκαναν εδώ μνημόσυνα, μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους με αυτόν τον τρόπο: «Κύριε, Εσύ γνωρίζεις τα ονόματά τους». Μια φθινοπωρινή μέρα ήρθαν στο κοιμητήριο για το μνημόσυνο. Τα χρυσοκίτρινα φθινοπωρινά φύλλα του σφένδαμου είχαν σκεπάσει τα μνήματα και στα στενά δρομάκια είχαν σχηματιστεί ολόκληροι σωροί. Ξαφνικά μέσα από έναν σωρό πετάχθηκε χαρούμενη η μοναχή Βαρσανουφία.

-       Αδελφή Βαρσανουφία, τι κάνεις εκεί; ρώτησαν όλοι έκπληκτοι. Περνάς το βράδυ σου στο κοιμητήριο;
-       Εμένα οι νεκροί με αγαπάνε, τους απάντησε η μοναχή και ταυτόχονα οδήγησε τους αδελφούς στο κοιμητήριο λέγοντάς τους ποιος και που είναι θαμμένος!

Έτσι οι μοναχοί της Όπτινα έρχονταν συχνά στο κοιμητήριο για να φτιάξουν τις επιγραφές στους τάφους με την καθοδήγηση της μοναχής. Ταυτόχρονα τους διηγούνταν το θάρρος και το σθένος των ομολογητών που υπέφεραν για τον Χριστό στα χρόνια των διωγμών. Τους θυμόνταν όλους, τους γνώριζε, τους αγαπούσε και το βράδυ προσεύχονταν γι’ αυτούς. Σπάνια την έβλεπε κάποιος να κοιμάται.
-       Αδελφή Βαρσανουφία, την ρωτούσαμε, πώς αντέχεις χωρίς ύπνο;
-       Με βοηθούν οι νεκροί, απαντούσε αυτή με χαρά.


Δεν μας εξηγούσε πώς τη βοηθούσαν, αλλά από τα  υπάρχοντα Χρονικά, γνωρίζουμε παρόμοιες πράξεις. Το 1240 στη ρωσική γη έκανε επιδρομή ο σουηδικός στρατός, ενώ ο ευσεβής κνέζης Αλέξανδρος Νιέφσκι, περιτριγυρισμένος από μια μικρή ομάδα στρατιωτών, δεν είχε χρόνο να συγκροτήσει τον στρατό του. «Ο Θεός δεν βρίσκεται στη δύναμη αλλά στη δικαιοσύνη», είπε ο κνέζης στον ολιγάριθμο στρατό του πριν από τη μάχη. Τα ξημερώματα, πριν από την έναρξη της μάχης, η φρουρά είδε στο ποτάμι ένα καράβι με στρατιώτες των περασμένων αιώνων με επικεφαλείς τους αγίους Μπόρις και Γκλέμπ, οι οποίοι κατέφθαναν για να βοηθήσουν τον Αλέξανδρο Νιέφσκι. Οι Σουηδοί έπαθαν καταστροφή ακόμη και από την άλλη μεριά του ποταμού, όπου δεν βρισκόταν ούτε ένας Ρώσος στρατιώτης.



Να όμως και μια άλλη, πρόσφατη ιστορία που μας διηγήθηκε ένας στρατιωτικός, ο Ιβάν, ο οποίος ήταν προσκυνητής στην Όπτινα. Πριν πάει στο στρατό, ο Ιβάν ερχόταν συχνά στην Όπτινα κι έγινε καλός φίλος με τον μοναχό Τρόφιμο, έναν από τους τρεις που σφαγιάστηκαν το Πάσχα του 1993. 

Έπειτα, κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Τσετσενία, ο Ιβάν πιάστηκε αιχμάλωτος σε μια ενέδρα μαζί με άλλους στρατιώτες. Όλους τους εκτέλεσαν, ενώ τον Ιβάν σκέφτηκαν να τον πάρουν μαζί τους ζωντανό, περικυκλώνοντάς τον και πλησιάζοντάς τον όλο και πιο πολύ. Τότε ο Ιβάν απασφάλισε την περόνη της χειροβομβίδας, αποφασισμένος να τιναχτεί στον αέρα μαζί με τους εχθρούς. Έστρεψε προς τον Θεό τις τελευταίες ικεσίες του πριν από τον θάνατο: «Κύριε, δέξου το πνεύμα μου», όταν μπροστά του εμφανίστηκε ο μοναχός Τρόφιμος και του είπε λες και ήταν ζωντανός:
-       Έλα μαζί μου!

Πως τον έβγαλε ο νεομάρτυρας του Χριστού από εκεί δεν το έχει καταλάβει μέχρι σήμερα. Ξύπνησε σ’ ένα μέρος προστατευμένο και μόλις τότε διαπίστωσε έντρομος ότι κρατάει στο χέρι του τη χειροβομβίδα απασφαλισμένη, έτοιμη να εκραγεί κι έσπευσε να την εξουδετερώσει.
Το μυστήριο της μετοχής των κεκοιμημένων στη ζωή των ζώντων ήταν κρυμμένη από μας, αλλά η μοναχή Βαρσανουφία το γνώριζε. Πάντως συμβούλευε τις μοναχές να μνημονεύουν οπωσδήποτε τις μοναχές που είχαν μαρτυρήσει τον καιρό των διωγμών:

-       Θα σας βοηθήσουν ακόμη και τώρα!


Τώρα στα μνημόσυνα στην Όπτινα μνημονεύουν τη μοναχή Βαρσανουφία.
Η μοναχή τους αγαπούσε όλους, όμως αγαπούσε τους κεκοιμημένους πιο πολύ και από τους ζωντανούς. Αυτοί της φαίνονταν πιο ενδιαφέροντες αφού ΕΚΕΙ όλα είναι ΑΛΗΘΕΙΑ. Στην γη η ψυχή αισθάνεται στριμωγμένη στη ματαιότητα και μας πιέζουν οι έγνοιες και οι φροντίδες για τα φθαρτά και τα περαστικά. Γι’ αυτό ίσως σε όλη της την ζωή περιπλανιόταν, μακριά από τις έγνοιες για τα φθαρτά, ξεχνώντας τις ανάγκες της ζωής έτσι όπως ένας μεγάλος παρατάει τα παιδικά του παιχνίδια. Η πίστη της μοναχής Βαρσανουφίας ήταν απλή. Εμείς μόνο ζητάμε στα μνημόσυνα -μας εξηγούσε- να προσεύχονται οι κεκοιμημένοι για μας στο Θεό. Και αυτά δεν είναι κούφια λόγια αλλά η πραγματικότητα. Προσεύχονται για μας, μας θυμούνται και μας αγαπούν. Όλα τα επίγεια θα φθαρούν, το μόνο που θα μείνει είναι η αγάπη.


Φοβάμαι μήπως υπερβάλλω, αλλά η μοναχή Βαρσανουφία αναφερόταν στους κεκοιμημένους με τέτοια ζωντάνια, ώστε μετά την κοίμησή της θυμήθηκα τα λόγια που έγραψε ο ποιητής και φίλος μου Σάσα Τιχομίρωβ. Πέθανε σχετικά νέος και προαισθανόμενος το γεγονός έγραψε:
«Μέσα από πολλά σημάδια κατάλαβα πως οδεύουμε προς μια μεγάλη γιορτή. Να γίνουμε φως καθάριο και χαράς χορηγό που ο καθένας κλείνει βαθιά στην ψυχή του».


Η μοναχή Βαρσανουφία ήξερε κάτι γι’ αυτό το καθάριο και χαράς χορηγό φως



Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΤ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΝΙΝΑ ΠΑΒΛΟΒΑ.  . ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ

ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΕΙΟΥ. ΤΟ ΛΕΝΙΩ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ.



site analysis

ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΕΙΟΥ. ΤΟ ΛΕΝΙΩ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ." Δαμασκηνέ μου, τον άγιο Γεώργιο θυμιάζω. Έρχεται κάθε μεσημέρι στο σπίτι μου, βάζω λιβάνι στο θυμιατό και τον πηγαίνω εως εκεί που με βλέπεις καί χάνεται από μπροστά μου.










Το Λενιώ ή Αιγύπτια

Τό Λενιώ γεννήθηκε καί φτιάχτηκε στην ξακουστή Αλεξάνδρεια τής Αίγυπτου από έλληνες γονείς, άλλα στο νησί συνήθιζαν να δίνουν μαζί με τό όνομα καί τον τόπο τής καταγωγής, για να ξεχωρίζη από τους συνονόματους (όπως π.χ. 6 Γιάννης ό Χωριανός, που προερχόταν από τό ίδιο νησί, άλλα άπό τα χωριά του Άετοκεφάλου). Μεγάλωσε στις εκκλησίες τής ελληνικότατης Αλεξάνδρειας με όλες τις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις, γι’ αυτό βγήκε όμορφη στην ψυχή καί λεπτή στους τρόπους.
Όμορφη σαν τις άραποπούλες τής Αίγυπτου καί αρχόντισσα σαν τις αβρές του Φαραώ.

Τό τυχερό της ήτανε να ανταμώσει στήν ζωή της τον μπαρμπ’-Άντώνη, που ήταν άπό τους αγαθούς νησιώτες ό αγαθότερος. Ό Αντώνης δούλευε σ’ ένα φούρνο της Αλεξάνδρειας. Κάποια φορά πού τό Λενιώ πήγε ν’ αγοράσει ψωμί, τά βρήκε με τον Παριανό. Εύκολα δέχθηκε την συνάφεια μαζί του, άλλά δύσκολα χώνεψε τό ν’ αφήσει την μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας καί να περάση την ζωή της στο ξερονήσι του Αιγαίου, την Πάρο.


 Για να την δελεάση ό Αντώνης, της μίλησε γιά περιβόλια και .γάντζωνεςπού είχε τάχατες στονησί στην κατοχή του, κληρονομιά από τον πατέρα του. Με τα πολλά δέχθηκε και τον Άντώνη σύζυγο καί την Πάρο μόνιμη κατοικία της. Ξενιτεύτηκε τό Λενιώ μια γιά πάντα, χωρίς ποτέ νά γυρίση στην ομορφη πόλη της, αν καί στο νησί δεν τά βρήκε καθόλου ρόδινα ό μπαρμπ’-Αντώνης την πήγε στην περιοχή Σταυρός, όπου βρισκόταν ή κατοικία του καί τά υποστατικά του έψαχνε τό Λενιώ να βρή τούς κήπους καί τά περιβόλια πού της περιέγραφε ό Αντώνης.
- Που είναι, άνδρα μου, τά λεμόνια καί τά πορτοκάλια; Εδώ μόνον σχίνα καί φρύγανα έχει. Πού οι κήποι; Ούτε νερό να πιούμε δεν υπάρχει. Παρά τις δυσκολίες, την ανέχεια καί την φτώχεια, έμεινε πιστή σύζυγος τού Αντώνη καί μητέρα φιλόστοργος στα παιδιά πού της χάρισε ό Θεός. Ή βαθειά της πίστη της έδινε δύναμη να περάσει τό πέλαγος της ζωής χωρίς άγχος καί γογγυσμό. Δόξαζε πάντα τον Θεό καί καθημερινά προσευχότανε στον τίμιο Σταυρό, τού οποίου ό ναός ήταν σχεδόν στην αυλή της. Δύο άνθρωποι πού σύχναζαν στήν περιοχή εκείνη έβλεπαν τό Λενιώ κάθε μεσημέρι να τρέχει με τό θυμιατό στο χέρι πέρα από τό σπίτι της καί να θυμιάζει στον αέρα τόσο γρήγορα, πού ήτα νε σάν να πετούσε. Έφθανε σ’ ένα ερειπωμένο κτίσμα, σταματούσε, μετάνιζε καί γύριζε πίσω.


Ό γερο-Δαμασκηνός, πού την είδε πολλές φορές, κάποια φορά έλαβε τό θάρρος καί την ρώτησε:


-       Τί θυμιατίζεις τρέχοντας προς τα πέρα και τί προσκυνάς σ’ εκείνο το ερείπιο;
-       Αλήθεια λέγεις; Δεν βλέπεις τί θυμιάζω και τι προσκυνώ;
-’Όχι, κυρα-Λενιώ μου, τίποτες δεν βλέπω, μέχρι που σε θεωρώ παλαβή.

-       Δαμασκηνέ μου, τον άγιο Γεώργιο θυμιάζω. Έρχεται κάθε μεσημέρι στο σπίτι μου, βάζω λιβάνι στο θυμιατό και τον πηγαίνω εως εκεί που με βλέπεις καί χάνεται από μπροστά μου. Μήπως ξεύρεις τί είναι αυτό τό κτίριο;


-       Οι παλιοί ομολογούσαν πώς είναι εκκλησάκι, Λενιώ μου, του αγίου Γεωργίου. Αληθινό είναι τό όραμα σου. Μακάρι να τό θωρούσα κι εγώ, άλλ’ οι πολλές μου αμαρτίες δεν με αφήνουν να θεωρώ τα θαυμάσια του Θεού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.  ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΕΙΟΥ.-ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ