Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Η Αγία Επίχαρις (27 Σεπτεμβρίου)



site analysis


Η αγία Επίχαρις ζούσε στην Ρώμη την εποχή που ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού (303-305). Καίτοι ήταν δωδεκα ετών, συνελήφθη ως χριστιανή και ανακρίθηκε από τον έπαρχο Καισάριο, ο οποίο πρόσταξε να την κρεμάσουν και να  την ξύνουν. Ενώ η μάρτυς έπασχε, προσευχόταν στον Θεό να δείξη τα θαυμάσιά του στους παρευρισκομένους ειδωλολάτρες και ευθύς η πέτρα, επάνω στην οποία στεκόταν η αγία, ανέβλυσε άφθονο νερό. Το θαύμα αυτό οδήγησε πολλούς εθνικούς στην πίστι του Χριστού.
Ο Καισάριος όμως το θεώρησε μαγεία και διέταξε τέσσερεις στρατιώτες να την κτυπούν στον τράχηλο με μολύβδονες σφαίρες. Η Επίχαρις παρεκάλεσε τον Θεό να δείξη την δύναμί του και στον Καισάριο. Έπεσαν τότε νεκροί και οι τέσσερεις δήμιοί της, ο δε έπαρχος από την λύπη του συντόμευσε την δίκη, διατάζοντας να αποκεφαλίσουν την μάρτυρα και να καύσουν το τίμιο λείψανό της.
[“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 306-307)]
(Πηγή ηλ. κειμένου: vatopaidi.wordpress.com)

Θαυμαστές μαρτυρίες από τον π.Χριστόδουλο Χατζηθανάση, πατέρα της πολύτεκνης Μαρίας από τον Ωρωπό



site analysis


Ο ιερέας που έχασε την 43χρονη κόρη του σε τροχαίο μιλά, τρεις μήνες μετά το θάνατό της, στην εκπομπή του ΣΚΑΪ. Λύνει τη σιωπή του για το θάνατο της μαίας κόρης του, στα τέλη του περασμένου Ιουνίου, περιγράφοντας την καθημερινότητά της πριν το μοιραίο ενώ εξηγεί και γιατί τα δέκα εγγόνια του ντύθηκαν στα λευκά στην κηδεία της που πραγματοποιήθηκε στον Ωρωπό. Ο Βενιαμίν της οικογένειας ήταν μόλις 10 μηνών αλλά κανένα από τα υπόλοιπα 9 αδέρφια παρά τον πόνο τους δεν έδειξε απελπισία σε αυτή την δύσκολη στιγμή.
«Είναι σα να περνάμε μία γέφυρα και να πηγαίνουμε από την άλλη μεριά του ποταμού», αναφέρει χαρακτηριστικά για αυτή την πρωτόγνωρη αντιμετώπιση του θανάτου. «Άλλο να έχω πόνο και άλλο να με πιάνει απελπισία», εξηγεί ο ίδιος.
Ο ιερέας παππούς τους (Χριστόδουλος Χατζηθανάσης) πρεσβύτερος Αγίου Χριστόφορου Πικερμίου) αναφέρθηκε και στο θαύμα του καρκίνου που είχε η κόρη του και εξαφανίστηκε. Νόσησε σε ηλικία 13 ετών.
πηγη.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Γαλάτεια Γρηγοριάδη Σουρέλη – Η μάνα μου, όπως δεν την γνώρισε κανείς



site analysis

Έφυγε όπως της άξιζε. Με μια τελευταία πνοή μέσα στη γαλήνη και την ησυχία του σπιτιού της. Χωρίς νοσοκομεία και εντατικές, χωρίς πόνο και ταλαιπωρία. Της άξιζε γιατί όλη η ζωή της ήταν γεμάτη πόνο και αγώνα.
Χωρισμένοι οι γονείς της. Ο μπαμπάς της την κράτησε για υπηρέτρια της μητριάς της. Ο αδελφός της μακριά. Δεν της επιτρεπόταν ούτε να διαβάζει, ούτε να πάει σχολείο. Κλεισμένη στο σπίτι, έκανε τη δούλα αλλά έτσι έμαθε να μαγειρεύει όπως κανείς… Δεν ξεχνιούνται οι λαχανοντολμάδες της, το θρυλικό κοκκινιστό (που άμα δεν έχει πιάσει, δεν έχει γίνει καλό!), το χάιδεμα που ήθελε το φαί για να γίνει νόστιμο…
Ερωτεύτηκε νωρίς και έφυγε από το σπίτι της. Τρία παιδιά και πολύς πόνος. Ο έρωτας δεν ήταν αμοιβαίος. Την άφησε για μια άλλη που παραδόξως τη μνημόνευε στην εκκλησία σε όλη της τη ζωή. «Να είναι καλά που με έσωσε» έλεγε και της άναβε πάντα ένα κεράκι να συγχωρεθεί.
Χωρισμένη με τρία παιδιά εκείνη την εποχή ίσον καταδικασμένη και ατιμασμένη για πάντα. Όχι όμως για τη ΓαλάτειαΈπιασε δουλειά και πούλαγε την αγγλική εγκυκλοπαίδεια Caxton πόρτα- πόρτα. Αναδείχθηκε η κορυφαία πωλήτρια σε όλη την Ευρώπη. Μόνο στην εκδήλωση που έγινε προς τιμήν της ως αναγνώριση του επιτεύγματός της, ο Άγγλος γενικός διευθυντής και οι υπόλοιποι ιθύνοντες κατάλαβαν με έκπληξη ότι η Γαλάτεια δε μιλούσε λέξη Αγγλικά…
Μετά ο θεός τη βοήθησε. Ο παιδίατρός που παρακολουθούσε τα παιδιά της χωρίς αμοιβή, ένας άγιος άνθρωπος που λεγόταν Χατζηδάκης την πίεσε να γράψει. Την έβαλε στη Δαμασκό, που εκείνη την εποχή ήταν το κέντρο της διανόησης. Και έγραψε. Και πήρε το Κρατικό βραβείο, την ανώτατη διάκριση της εποχής. Και το κορίτσι που δεν είχε στον ήλιο μοίρα έβγαλε το πρώτο της βιβλίο στον Κολλάρο, στην Εστία. Κάτι που τότε θεωρούνταν αδύνατο.
Αδύνατο για τη Γαλάτεια; Δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της αυτή η λέξη. Οι δυσκολίες συνεχείς. Αλλά οι φίλοι της πολλοί και διαλεχτοί. Γερές φιλίες. Καρδιακές. Με βάθος και δόσιμο. Πολλή αγάπη και νοιάξιμο. Και πολλά θαύματα.
Το πιο μεγάλο; Ο Σουρέλης. Δέκα χρόνια μικρότερος. Αριστούχος φοιτητής Φιλοσοφικής. Ξυπόλητος από το χωριό. Γέλαγε λέγοντας ότι όταν έβαλε παπούτσια για πρώτη φορά κρυολόγησε. Αλλά διαννοούμενος εκ γενετής. Φωτογραφική μνήμη, γεμάτος γνώσεις και ανησυχίες. Θαμπώθηκε από τη λάμψη της και αφιέρωσε τη ζωή του σε αυτήν. Την παντρεύτηκε, έκαναν εμένα, μας σπούδασε και τους τέσσερις στο εξωτερικό και της στάθηκε όσο κανείς.
Ήταν το σύστημα μέσα στο χάος της μάνας μου. Αν δεν έλεγε ο Σουρέλης «τυπωθήτω» το βιβλίο ξαναγραφόταν. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Η Γαλάτεια ακούμπησε επάνω του και μεγαλούργησε. Σε κάθε τομέα. Ο ένας έκανε τον άλλο καλύτερο άνθρωπο. Τον δίδαξε αυθορμησία και ελευθερία. Τη δίδαξε αγάπη και υπομονή. Δε θα επεκταθώ. Ήταν σπουδαίος. Μεγάλο θαύμα για όλους μας…
Ξαναγυρνάω στη Γαλάτεια, γιατί γι’ αυτή είναι το σημερινό…
Μια μέρα είχε τριάντα χιλιάδες για να πληρώσει το ενοίκιό της. Όλα της τα λεφτά. Χτυπάει το κουδούνι και μια γειτόνισσα της εξηγεί την ανάγκη της και της τα ζητάει. Η Γαλάτεια τα δίνει και όλοι την κοιτάζουμε απορημένοι. «Έχει ο θεός», λέει, «τα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από εμάς». Βγαίνει στην Πατησίων για δουλειά και όπως κατεβαίνει από το τρόλει, τη σταματά ένας παλιός γνωστός της, της δίνει ένα φάκελο και την ευχαριστεί για τα δανεικά που του είχε δώσει σε χρόνο ανύποπτο. Τον ανοίγει και μέσα έχει τριάντα χιλιάρικα. Έτσι απλά. Πάντοτε έτσι γινόταν σε όλη της τη ζωή.
Μπορώ να συνεχίσω επ’ άπειρον, γιατί η ζωή της ήταν γεμάτη συναρπαστικές στιγμές και θαύματα. Όχι τυχαία, γιατί πίστευε σε θεό με ένα δικό της πολύ άμεσο τρόπο. Διεκδικούσε με φωνή αυτό που ήθελε. Μιλούσε στην Παναγιά και την κατσάδιαζε. Της έλεγε «Άκου να σου πω, μάνα είσαι και καταλαβαίνεις. Πρέπει να δώσεις τη βοήθεια και πρέπει να το κάνεις γρήγορα γιατί άλλο δεν αντέχεται το πρόβλημα». Και την επόμενη μέρα γινόταν αυτό που ζητούσε.
Ήταν στην εντατική και την είχαμε ξεγραμμένη. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ με την καρδιά της. Πολλά εμφράγματα και την περιμέναμε. Μπαίνω και της λέω: «Ρε μάνα, εκεί που είσαι βλέπεις να συμβαίνει τίποτε;» Ανοίγει τα μάτια της και μου λέει: «Βέβαια και βλέπω! Είναι ο Άγιος Λουκάς εδώ και με έχει στο νου του». Σε μια βδομάδα ήταν στο σπίτι της…
Τελειώνω.
Τον τελευταίο καιρό δεν μπορούσε να γράψει («δεν μπορώ να συμμαζέψω το μυαλό μου» έλεγε, δεν μπορούσε να κάνει εκπομπές γιατί δεν είχε αναπνοή και δεν έβλεπε καλά. Όποτε της μιλούσα λοιπόν, μου έλεγε: «Άσχημο πράγμα τα γεράματα γιε μου… Δεν ξέρω τι να κάνω που αν και είμαι όσο είμαι (δεν έλεγε ποτέ την ηλικία της) εδώ μέσα, και χτύπαγε τη στήθος της, εδώ μέσα είμαι ακόμη είκοσι χρονών. Τι να κάνω γιε μου;
Καλό Παράδεισο μάνα μου. Η παρέα σου είναι εκεί πάνω και σε περιμένει με ανυπομονησία, να συνεχίσετε τα ωραία σας. Θα μου λείψεις. Θα μου λείψει η φωνή σου στα αυτιά μου: «Καλημέρα γαϊδούρι μου, γιαβρί μου, τι κάνεις; Μη ξεχνάς να μ΄αγαπάς».
Σ΄αγαπώ μάνα μου πολύ.
ΠΗΓΗ.http://www.themamagers.gr

ΑΓΙΑ ΡΑ"ΙΣ-Η δωδεκάχρονη παρθενομάρτυς(+23 Σεπτεμβρίου)



site analysis


Αποτέλεσμα εικόνας για МУЧЕНИЦА ИРАИДА
Μικρός ό βίος της, πού διεσώθη. Μικρή ή ηλικία της, αλλά μεγάλος ό άθλος και ή δόξα της ανήλικης Αγίας Ραΐδος, πού θυσιάστηκε για την αγάπη του Χρίστου στα δώδεκα της χρόνια! "Αλλα κορίτσια στην ηλικία της παίζουν με τα παιχνίδια τους και τις κούκλες ή ονειρεύονται το κοσμικό τους μέλλον και τις χαρές του μάταιου κόσμου. Αντίθετα ή μικρή Ραΐδα oλα τα είχε περιφρονήσει άπό μικρή και δεν αγαπούσε και δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο από τον Κύριο μας Ίησού Χριστό, τον Δημιουργό και Σωτήρα του σύμπαντος καί τον πιο μεγάλο, τον πιο αληθινό καί ασύγκριτο φίλο καί προστάτη των παιδιών. Κι όπως αναφέρει ό Συναξαριστής στα «Μηναία» (μήνας Σεπτέμδριος ΚΓ') :

«Ποθούσα κάλλος ή Ραΐς Θεού βλέπειν σαρκός το κάλλος έκδίδωσι τω ξίφει».
Καί σε σημερινή άπόδοσι:
«Ή Ραΐς ποθώντας να δη την ομορφιά του Θεού θυσίασε με το ξίφος την ομορφιά της σάρκας».

 Δεν εΐναι ή πρώτη και δεν είναι ή μόνη ανήλικη Αγία, πού έμαρτύρησε για τον Χριστό. Αμέτρητα είναι τα αγόρια και τα κορίτσια, πού έθυσίασαν την ζωή τους και τις χαρές του κόσμου τούτου για τον Κύριο. Στρατιές από, μικρούς ενσαρκους αγγέλους, πού χαίρονται τώρα στην Βασιλεία των Ουρανών.
Έκείνο, πού ξεχωρίζει την Ραΐδα από όλες τις άλλες μορφές των παιδιών, πού αγίασαν με το μαρτύριο, είναι ότι δόθηκε μόνη της, εθελοντικά στο μαρτύριο, χωρίς κανείς να την βιάση σε κάτι τέτοιο, Αντίθετα μάλιστα προσπάθησε και αγωνίστηκε να φτάση ως το μαρτύριο και να ξεπεράση τα εμπόδια, πού συναντούσε.
 Είναι μια από τις σπάνιες, άλλα και τόσο ώραΐες και μεγάλες κορυφώσεις έθελοθυσίας από αγάπη. Κι' όλα αυτά τα μαρτύρια και ό αποκεφαλισμός, οί σκληρές και άγριες ώρες, πού λυγίζουν ακόμη καϊ τους μεγάλους, να γίνονται σ΄' ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών και το κοριτσάκι αυτό αντί να λιπόψυχη και να άποφεύγη τον πόνο, να ζήτα μόνο του, από αγάπη και μόνο, τα βάσανα και τον θάνατο για την αγάπη και την δόξα του Θεού!
 "Ω., Κύριε των Δυνάμεων, πόσο θαυμαστά ξέρεις να μας διδάσκης και να μας δίνης οδηγούς για την ζωή μας κι' ας είμαστε εμείς τόσο ράθυμοι και σκληρόκαρδοι και εγωιστές και ανάξιοι για κάθε ευεργεσία. Πάντα το έλεος σου είναι μεγαλύτερο από κάθε σκέψη και από κάθε φαντασία της αμαρτωλής καρδίας μας!...

"Ας σταθούμε όμως μέσα στις λίγες αράδες, πού διέσωσαν για την Ραΐδα οί Συναξαριστές, μέσα στις μυριάδες των Άγιων και των Μαρτύρων, πού μετριούνται σε πολλά εκατομμύρια.

Γράφει λοιπόν το Συναξάρι της θαυματουργής Αγίας ότι γεννήθηκε στην πόλι Τάμμαν της Αιγύπτου. Δεν αναφέρεται όμως ή ακριβής ημερομηνία της γεννήσεως της. Πάντως υπολογίζεται ότι γεννήθηκε στο τέλος περίπου του τρίτου αιώνος. Ηταν κόρη ενός Χριστιανού ιερέως, -πού τον έλεγαν Πέτρο και είχε φροντίσει από νωρίς να της δώση χριστιανική ανατροφή και να της έμπνευση απεριόριστη πίστη και αγάπη για τον Χριστό. Μέρα και νύχτα ή μικρή Ραΐδα βρισκόταν μαζί με τον πατέρα της και ζούσε από κοντά την λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, Κι όταν εξέφρασε την επιθυμία της να γίνη μοναχή, ό καλός πατέρας δέχτηκε μετά χαράς κι όχι όπως κάνουν σήμερα πολλοί γονείς, πού αρνούνται και αντιδρούν και αναστατώνουν τον κόσμο, εάν τα παιδιά τους αποφασίσουν να αφιερωθούν στο Χριστό...

Ευλόγησε λοιπόν ό ιερεύς Πέτρος την δωδεκάχρονη κόρη του, της έδωσε την ευχή του και τις καλές του πατρικές συμβουλές και υστέρα την παρέδωσε στο γυναικείο μοναστήρι της Τάμμαν. Έκεί φόρεσε το σχήμα της δόκιμης μοναχής, μέχρι να φθάση στην νόμιμη ηλικία για να γίνη μοναχή.

Μια μέρα, πού πήγαινε μαζί με τις άλλες μοναχές στην πηγή για να κουβαλήση νερό, είδε ενα πλήθος από μοναχούς, μοναχές, κληρικούς και λαϊκούς, πού τους εΐχε συλλάβει ό σκληρός ηγεμόνας της περιοχής Λουκιανός. "Οταν έμαθε ότι τους είχαν δέσει γιατί ήταν Χριστιανοί και θα τους θανάτωναν, εάν δεν αρνιόνταν την πίστη τους, έτρεξε σαν μικρό έλαφάκι για να ένωθή μαζί τους και να όμολογήση τον Χριστόν Κύριον και Θεόν και Σωτήρα του κόσμου. Ό κομενταρίσιος (δεσμοφύλακας) την λυπήθηκε, καθώς την είδε τόσο μικρή, με το μαύρο ράσο της και την σταμάτησε με καλό τρόπο:

— Που πας κοριτσάκι μου, εσύ με τους άλλους; Αυτούς θα τους σκοτώσουν αν επιμείνουν στην θρησκεία τους. Εσύ όμως γιατί να πεθάνης πριν από την ώρα σου; Κι οϋτε κανένας σε βιάζει να κάνης κάτι τέτοιο.
Είσαι μικρή ακόμα και δεν ξέρεις τι κάνεις...
— Ξέρω τι πιστεύω και τι κάνω, κομενταρίσιε, είπε θαρρετά ή μικρή Ραΐς. Κι οϋτε με νοιάζει πότε θα πεθάνω, τώρα ή αργότερα. Είμαι Χριστιανή και θέλω να ομολογήσω και να διακηρύξω την πίστη μου!
— Ξανασκέψου το, την συμβούλεψε ό δεσμοφύλακας.Είσαι τόσο μικρούλα. Κρίμα να χαθείς από τώρα, πρινγνωρίσης την ζωή και τον κόσμο.
— Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο από τον Χριστό και οποίος θυσιάζεται για τον Κύριο δεν πεθαίνει ποτέ του. Κατάλαβες; Μη στενοχωριέσαι λοιπόν για μένα και πες μου που είναι ό ηγεμόνας;
Της έδειξαν την αμαξά του κι' εκείνη χωρίς δισταγμό πλησίασε και είπε στον σκληρό Λουκιανό:
— "Αρχοντα Λουκιανέ, είμαι Χριστιανή κι' έτοιμη αν χρειασθή να πεθάνω για τον Χριστό και Θεό μου, πού τον αγαπώ και τον λατρεύω πάνω από όλα και από την ϊδια την ζωή !
— Μπα, μπα και τους δικούς μας θεούς δεν τους προσκυνάς, λοιπόν μικρή μου;
— Ούτε τους προσκυνώ, ούτε τους θεωρώ θεούς, αλλά ψεύτικα είδωλα καΐ τους περιφρονώ με όλη την καρδιά μου!
Ό Λουκιανός κάγχασε και μίλησε με άσέβεια για την πίστη των Χριστιανών. Ή Ραΐς αντί να του απάντηση με λόγια, έκανε ένα βήμα πιο κοντά στον ηγεμόνα και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε στην αρχή με το τόλμημα της Ραΐδος και υστέρα ούρλιαξε από τον θυμό του, για την άπάντηση, πού πήρε στις βλασφημίες του κατά του αληθινού Θεού.
— Βασανίστε την! Σκοτώστε την! Κομματιαστέ την!
Ή μικρή Αγία όταν άκουσε τις φωνές του ηγεμόνα δεν ταράχτηκε ούτε φοβήθηκε. Ή καρδιά της χαιρόταν, πού θα υπέφερε για τον Κύριο, όπως κι' Εκείνος είχε υποφέρει πάνω στον σταυρό για την σωτηρία των ανθρώπων. Χαιρόταν, γιατί έφτυσε εναν εχθρό του Χρίστου, δπως κι Εκείνος είχε δεχθή «έμπτυσμούς» από τους βασανιστές του πριν σταυρωθή. Κι ακόμα έχαιρε, γιατί ό θάνατος της θα την εφερνε ολοκάθαρη καί πιο γρήγορα μπροστά στον θρόνο του Θεοϋ και θα μπορούσε να δη τις ομορφιές και τα μεγαλεία της Βασιλείας των Ουρανών.
Οι δήμιοι άρπαξαν την μικρή Ραΐδα και κατά διαταγήν του Λουκιανού, την βασάνισαν πολύ, πριν την αποκεφαλίσουν με ξίφος.
«Ποθούσα κάλλος ή Ραΐς Θεοϋ βλέπειν...»

"Ετσι μόλις έπεσε στην γη το κομμένο κεφάλι της Αγίας ή ψυχή της πέταξε ψηλά στα ουράνια καϊ τότε ο πόθος της να δη την ομορφιά του Θεοϋ — μακάρι όλοι να την δουμε μια μέρα — έγινε πραγματικότης. Ό ίδιος ό Κύριος, πού στεφανώνει όλους τους Μάρτυρες, στεφάνωσε και την δωδεκάχρονη Ραΐδα με την αιώνια δόξα του Μαρτυρίου υπέρ Χρίστου και χαίρεται τώρα την «ά-νεκλάλητη χαρά» στους κόλπους του Αβραάμ. Άλλα κι' εδώ στη γη, ή Αγία Παρθενομάρτυς Ραΐς, θα λάμπη μέσα στο στερέωμα της μνήμης της Εκκλησίας, για να θυμίζη ότι ή δωδεκάχρονη 'Αγία έθυσίασε εθελοντικά την ζωή της για τον Κύριο και μας δείχνει πόσο πρέπει να αγαπούμε τον Χριστό και τίποτε να μη μας χωρίζη από Εκείνον, στον όποιον ανήκει, μαζί με τον Θεόν Πατέρα και το "Αγιον Πνεϋμα, ή δόξα, ή δύναμις και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν

πηγή«Π.Μ.Σωτήρχος-Παιδομάρτυρες»/orthodoxigynaika.blogspot

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Στην αγιασμένη πόρνη...



site analysis


Θέλησα χτες, να μιλήσω για την Αγία Μαρία την Αιγυπτία που η Εκκλησία την πρόβαλε σαν το απόλυτο παράδειγμα της μετάνοιας! Βγαίνοντας να μιλήσω, θυμήθηκα μιαν άλλη Μαρία, μιαν άλλη αμαρτωλή μετανιωμένη... Θέλησα να κηρύξω την μετάνοια της έτσι όπως την έζησα στα παιδικά μου μάτια, όταν εκείνη, γερασμένη και ανήμπορη πια ετοιμαζόταν για το μεγάλο ταξίδι στον τόπο του Ουράνιου Πατέρα της... Κίνησα να μιλήσω γιαυτήν, όπως και τώρα... Για μιαν άλλη , αγιασμένη πόρνη που κατάχτησε την βασιλεία των Ουρανών...

Τούτες τις μέρες, συλλογίζομαι την μετάνοια, το δώρο της επανόρθωσης του ανθρώπου, μέσα στην πορεία προς το πάθος. Κηρύχνουμε την μετάνοια, χωρίς πολλές φορές οι ίδιοι να την αισθανόμαστε στην καρδιά μας. Ανοίγουμε την πόρτα της σωτηρίας για τους άλλους,κινδυνεύοντας να μείνουμε οι ίδιοι απ΄έξω.

Και βλέπεις ανθρώπους που περνούν στιγματισμένοι δίπλα μας και ξέρεις πως αυτοί, οι άθλιοι της ζωής, θα βρεθούν στον παράδεισο και συ και γω θα τους κοιτάμε παρακλητικά σαν τον πλούσιο της παραβολής, βασταγμένους στην αγκαλιά του Αβραάμ , μακρυά από την δική μας οδύνη της κόλασης που μόνοι μας βουτηχτήκαμε... 

Βλέπεις, το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου, το έκαμε ο Θεός ευτυχώς και όχι ο άνθρωπος! Γιατί αν είχε συμβεί το αντίθετο, τότε ο παράδεισος θα παρέμενε κλειστός και μικρός. Κλειστός για τους πολλούς και μικρός για τους λίγους... 

Θυμήθηκα μιαν κυρά Μαίρη των παιδικών μου χρόνων. Την γνώρισα γριά και ανήμπορη, κουρελού και ζητιάνα να περιμένει τα ψίχουλα της αγάπης των πλουσίων χριστιανών απλώνοντας τους το αμαρτωλό της χέρι που δεχόταν με αξιοπρέπεια την βοήθεια τους. Όμως κάποτες αυτή η γυναίκα ήταν μια όμορφη κυρά, με μιαν ομορφιά που χάθηκε μέσα στον χρόνο και την οποία φρόντισαν να διαφυλάξουν κανά δυο ασπρόμαυρες ξεθωριασμένες φωτογραφίες! Πέρασαν χρόνια να μάθω την ζωή της. Και χτες, την μνημόνεψα φανερά με τον δικό μου τρόπο, περιγράφοντας την ζωή της όπως και τώρα...   

Στον προπολεμικό Πειραιά, ήταν η Τρούμπα. Το αμαρτωλό κομμάτι της παραθαλάσσιας πόλης μέσα στο οποίο υπήρχαν τα κόκκινα φανάρια. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και φυλής, ξεμεθούσαν πάνω στην σάρκα , παλεύοντας να κρατήσουν την γεύση της λιγόζωης ηδονής ξεσπώντας πάνω σε κορμιά γυναικών δυστυχισμένων, αιχμαλωτισμένων μέσα στα χαμόσπιτα της Τρούμπας. Οι συνήθεις επισκέπτες, κρυφοπερπατούσαν στα δρομάκια μην τους δει κανένα μάτι και ξεπέσει η τιμή τους... Οι άτιμες των σπιτιών, τιμή δεν είχαν! 

Σε ένα τέτοιο σπίτι βρέθηκε, η ηρωίδα του κειμένου, βαλμένη εκεί μέσα από την ίδια της την μάνα! Τι νομίζεις; Έτσι άδικα η ζωή, θεωρείται η καλύτερη και πλέον απρόβλεφτη σεναριογράφος; Η μάνα της την έκλεισε εκεί. Και η κοπέλα, στα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής της, προδομένη από την μάνα που την γέννησε, ζούσε μέσα στο χαμόσπιτο της Τρούμπας, μόνη, έρημη και ατιμασμένη από τον καθωσπρεπισμό των κυρίων που σαν κλέφτες κρυμμένοι στο μισοσκόταδο άνοιγαν την πόρτα για να παλέψουν με την σάρκα... 

Τα σώματα μαραίνονται γρήγορα! Μα πριν μαραθούν, γίνονται σφουγγάρια και σφουγγίζουν τα πάθη του ανθρώπου. Βαραίνουν, κουράζονται πριν να παραδοθούν στην τιμωρία του χρόνου που τα απειλεί συνεχώς. Μα κάποτες οι απειλές του πιάνουν τόπο και τα σώματα παραδίδονται αιχμάλωτα στην φθορά του. Ακόμα όμως και τότε, μέσα στα φθαρμένα σώματα κρύβονται άφθαρτες ψυχές που αποζητούν την αγιότητα γιατί δεν την έχουν εξασφαλισμένη! Αυτές οι ψυχές, οι καθάριες ψυχές, είναι εκείνες που διάλεξε ο Χριστός να τους ανοίξει την πόρτα του παραδείσου, μιας και όλοι οι άλλοι τους την είχανε κλεισμένη.

Κάπως έτσι περνούσαν τα χρόνια στο ανήλιαγο χαμόσπιτο της Τρούμπας, με το λουλούδι να μαραίνεται σιγά- σιγά, μέσα στην δυστυχία του. Όμως, το μάτι του Θεού φτάνει και κει μέσα, τρυπώνει μέσα από τις στέγες, μπαίνει σαν πρωινή ηλιαχτίδα και βλέπει μόνον ψυχές! Ψυχές που δεν βλέπουν ανθρώπινα μάτια. Ψυχές πονεμένες και δακρυσμένες που αποζητούν την εξιλέωση μέσα από την αγιασμένη μετάνοια, μέσα από την αγιασμένη επανόρθωση. 

Κάποτες, βρέθηκε ένας αμαξάς από τους αραμπατζήδες της εποχής εκείνης. Ανοιχτόκαρδος, φιλότιμος και προ πάντων αυθεντικός, που μπήκε μέσα στον βυθό της Τρούμπας να αναζητήσει το αυθεντικό μαργαριτάρι. Και όπως ο δύτης βουτά στα σκοτεινά νερά, έτσι και εκείνος βούτησε βαθιά για να το βγάλει. Την γνώρισε εκεί μέσα και αμέσως της ζήτησε να τον ακολουθήσει από το σκοτάδι στο φως, για μιαν άλλη ζωή που ίσαμε τότε, δεν είχε εκείνη γνωρίσει. Αυτή, η παστρικιά δέχθηκε να ξεφύγει από κει μέσα. Ζητούσε και η ίδια να βρει το φως. Τι κιαν ήταν κάμποσο μεγαλύτερος της; Την αγαπούσε πραγματικά, την αγαπούσε για πάντα και όχι για λίγα λεπτά. Έτσι η γυναίκα κινά να βαδίσει έναν νέο δρόμο απαλλαγμένη από τα βάρητα της ζωής που άφησε μέσα στο χαμόσπιτο της Τρούμπας...

Ο άνθρωπος αυτός την αγάπησε πραγματικά. Τόσο όσο χρειάστηκε ο ίδιος να κατέβει ώστε να την ανεβάσει. Και το κατάφερε. Σ' αυτή την  νέα ζωή, η γυναίκα θυμούνταν τις ώρες της οδύνης και τα δάκρυα έρχονταν να σφραγίσουν το χρεολύσιο της αμαρτίας της. Θέλησε την ευτυχία της να την μοιράσει και σε άλλους. Γνώρισε την φιλανθρωπία και θέλησε να την γνωρίσει και σε άλλους που την είχαν αποστερηθεί. Μοίραζε φαγιά, ρούχα, λεφτά. Και ο άντρας της, ποτέ δεν την σταμάτησε καταλαβαίνοντας πως έτσι το λουλούδι παραμένει ανθισμένο.

Όμως είπαμε! Η καλύτερη σεναριογράφος, είναι η ίδια η ζωή με τα καμώματα της. Ένα απόσπερο φεύγει ο σωτήρας της για το μεγάλο ταξίδι. Τον έκλαψε, τον τίμησε και τον ευγνωμονούσε για όσα της είχε προσφέρει. Για την ελευθερία της από το ζυγό που η ίδια η μάνα της την έβαλε και για εκείνα που ο άντρας της, της άφηκε να πορευτεί με τιμιότητα το υπόλοιπο της ζωής της. 

Εκείνη, συνέχιζε την αγιασμένη φιλανθρωπία της στους φτωχούς και πεινασμένους. Είχε κάνει φτωχή και πεινασμένη και η ίδια άλλωστε. Δεν ήξερε όμως τότε, πως ξάφνου- αυτές είναι οι συγκυρίες της ζωής- θα βρισκόταν ξαφνικά μόνη, έχοντας χάσει από την μια στην άλλη αυτά τα ελάχιστα που είχε από τον άντρα της, μιας και βρισκόμενη στην ανάγκη, έχασε ότι της είχε απομείνει...

Κάπου εκεί την θυμάμαι μέσα από τα παιδικά μου μάτια. Να μένει σε μια τρώγλη και να ζει από την ελεημοσύνη των ανθρώπων της γειτονιάς! Να απλώνει το χέρι για βοήθεια και να δέχεται την φιλανθρωπία εκείνων που μπορεί να μην γνώριζαν το παρελθόν της, έβλεπαν όμως το παρόν της. Και απορούσαν! Απορούσαν βλέποντας την να ζητιανεύει και ξάφνου, να την βλέπουν με σακούλες στα χέρια γεμάτες τρόφιμα να τις πηγαίνει και να τις απιθώνει έξω από πόρτες πεινασμένων... Απορούσαν βλέποντας την να μαθαίνει πως κάποιο φτωχό κορίτσι παντρευόταν και να πηγαίνει να αγοράζει προικιά να του τα προσφέρει, να δώσει σαν μάνα, ό,τι η ίδια είχε στερηθεί από την μάνα της...

Να σταθεί κοντά στον κάθε πονεμένο. Να αγκαλιάσει το ανάπηρο παιδί σαν να ναι δικό της, βλέποντας μέσα σε αυτό, έναν από τους αγγέλους του Θεού που περπατούν πάνω στη γης. Να σταθεί δίπλα στον πόνο του άλλου, με τέτοια γενναιότητα ώστε να λησμονεί τον δικό της πόνο. Γριούλα πια... Κουρασμένη με τα δάκρυα να κυλούν στο ρυτιδιασμένο απ' τα χρόνια πρόσωπο της, να αποζητά το έλεος του Θεού, για τα χρόνια της αμαρτίας που τα ξεχρέωσε στα μάτια Του μέσα από τις τόσες φιλανθρωπίες της!

Στο γηροκομείο της ενορίας βρήκε θαλπωρή στα τελευταία της, έχοντας κοντά της μιαν ευλογημένη ψυχή που στάθηκε σαν άγγελος έως το τέλος που της έκλεισε τα μάτια. Φεύγοντας, γαλήνεψαν τα θαμπωμένα μάτια της... Είδε τον εαυτό της νέα, έτσι όπως παρέμεινε στην ξέθωρη ασπρόμαυρη φωτογραφία. Θυμήθηκε τα χαμόσπιτα της Τρούμπας, μέσα στα οποία αιχμαλωτίστηκαν τα σώματα, αλλά όχι οι ψυχές, γυναικών σαν και αυτήν που έζησαν την αποστροφή του τίμιου κόσμου, του κόσμου που τις χαρακτήρισε, του κόσμου που τις χρησιμοποίησε, του κόσμου που τις έφτασε τα τελικά στα σκαλοπάτια της αγιότητας!

Ένα δόξα σοι, ο Θεός, ήταν το τελευταίο που ακούστηκε από το στόμα της, όταν η αγιασμένη πόρνη κινούσε να βρει την γαλήνη σε έναν κόσμο που ο πόνος, η θλίψη και η οδύνη είναι τελείως άγνωστες έννοιες. Σε έναν κόσμο που οι δακτυλοδειχτούμενοι δεν είναι από τους ανθρώπους, αλλά από τον ίδιο τον Φιλάνθρωπο Θεό... 
                                                                                 π. Θωμάς Ανδρέου

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Η αγία οσιομάρτυς Σωσάννα



site analysis




Η μνήμη της τελείται στις 19 Σεπτεμβρίου.
Λίθο πολύτιμο, ατίμητο μαργαριτάρι στο περιδέραιο της πίστεως, κρίκο χρυσό στην αλυσίδα των αγίων της Εκκλησίας μας αποτελεί η οσιομάρτυς Σωσάννα. Γυναίκα ανδρεία (Παροιμ. λα΄ 10), που απώθησε το ασθενές του φύλου της και με την ισχύ της θείας χάριτος, που » πάντοτε τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί «, ενεδύθη με ανδρικό φρόνημα, με την » πανοπλία του Θεού » (Εφεσ. στ΄ 11) και νικηφόρως διεξήγαγε τον αγώνα της στην ασκητική και αθλητική παλαίστρα.
Άνθος ευθαλέστατο, που προήλθε από δυσσεβή ρίζα, ανεβλάστησε η Σωσάννα από πατέρα Έλληνα ειδωλολάτρη και μητέρα Εβραία, τον Αρτέμιο και τη Μάρθα, κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού (286-305). Πατρίδα είχε την Παλαιστίνη. Σε νεαρή ηλικία αρνήθηκε την » ασέβεια και τις κοσμικές επιθυμίες » (Τιτ. α΄ 12), προσέτρεξε στην πίστη του Χριστού, κατηχήθηκε και ομολόγησε μιά πίστη και «εν βάπτισμα» (Εφεσ. δ΄ 5) ενώπιον του πρεσβυτέρου Σιλβανού.
Με το θάνατο των γονέων της, η Σωσάννα ελευθερώνει τους δούλους της και υπακούοντας στο θεϊκό πρσταγμα «πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς «(Ματθ. ιθ΄ 21) διανέμει την περιουσία της στους έχοντες ανάγκη και ακολουθεί το δρόμο της μοναδικής πολιτείας. Ενδύεται ανδρικά ενδύματα, «κείρεται την κεφαλή» και καταφεύγει σε ανδρικό κοινόβιο με το όνομα Ιωάννης. Στη Μάνδρα αυτή της περιοχής των Ιεροσολύμων, που αναδεικνύεται για τη Σωσάννα σχολείο αρετών, «απεκδύεται τον παλαιό άνθρωπο «(Κολοσ. γ΄ 9) και με συνεχείς αγώνες επιδιώκει την ηθική τελείωση και τη νήψη κατά την προτροπή του αποστόλου Πέτρου (Α΄ Πετρ. ε΄ 8). Αναδεικνύεται προϊστάμενος της Μάνδρας και η φήμη της ως Ιωάννου ξεπερνά τα στενά όρια του περιβάλλοντος της Μονής. Οι Άγγελοι χαίρονται στον ουρανό και οι δαίμονες φρίττουν βλέποντες την πνευματική προκοπή της Σωσάννης. Αυτοί βάζουν μιά προσκυνήτρια να συκοφαντήσει τη Σωσάννα, που θεωρούσε άνδρα, ότι προσπάθησε να την παρακινήσει στην αμαρτία. Η γενναία, όμως, δούλη του Χριστού δέχεται προθύμως το πικρό ποτήρι της συκοφαντίας. Πιστεύει ότι στο τέλος η αλήθεια θα λάμψει σαν τον ήλιο, όπως και έγινε.
Ο επίσκοπος Ελευθερουπόλεως που ήλθε για ανακρίσεις πρότεινε την καθαίρεση του Ιωάννου, που, όμως, αμυνόμενος ζήτησε δύο παρθένες διακόνους της Εκκλησίας, ενώπιον των οποίων απεκάλυψε την γυναικεία του φύση. Ο Επίσκοπος εκπληττόμενος, όχι μόνο απάλλαξε τον Ιωάννη – Σωσάννα από την κατηγορία, αλλά θαυμάζων το σθεναρό της φρόνημα τη χειροτονεί διάκονο της Εκκλησίας. Από τη θέση αυτή η Σωσάννα υπηρέτησε την Εκκλησία με πολύ ζήλο και απόλυτη αφοσίωση » τω πνεύματι ζέουσα τω Κυρίω δουλεύουσα» (Ρωμ. ιβ΄ 1). Έτσι έγινε δοχείο ουρανίων δωρεών και προικίσθηκε και με τη χάρη των θαυμάτων. Η καρδιά της, φωτιά που φλεγόταν από την αγάπη προς το Νυμφίο Χριστό ζητεί τώρα να ενωθεί όσο το δυνατό ενωρίτερα μαζί του. Επιθυμεί διακαώς το μαρτύριο.
Όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος έρχεται στην Ελευθερούπολη και προσφέρει θυσία στα αναίσθητα είδωλα, η Σωσάννα τα κρημνίζει με μόνη την προσευχή της και με παρρησία ομολογεί την «καλή ομολογία «(Α΄ Τιμοθ. στ΄ 12). Ο δρόμος του μαρτυρίου ανοίγεται τώρα μπροστά της. Τραχύς μα ωραίος θέλγει τη γενναία αθλήτρια. Της κόβουν τους μαστούς, αλλά με τη χάρη του Θεού, αυτοί ξαναγίνονται υγιείς. Και τότε το θαύμα παίρνει άλλες διαστάσεις. Το πλήθος των παρισταμένων μη μπορώντας να κατανοήσει το γενόμενο πιστεύει στο Θεό, δέχεται προθύμως το μαρτύριο και αποκεφαλίζεται. Συναριθμείται έτσι στο πλήθος των αθλητών της πίστεως.
Στο στόμα της μακαρίας Σωσάννης οι άνομοι δήμιοι ρίχνουν λειωμένο μόλυβδο, που της κατακαίει τα σπλάγχνα. Και πάλι, όμως, με τη χάρη του Θεού, μένει αβλαβής. Ντροπιάζονται οι ασεβείς από τα καταπληκτικά αυτά γεγονότα. Εθελοτυφλούν με το να απορρίπτουν την αλήθεια της αληθινής πίστεως. Επιμένουν να προτιμούν το σκοτάδι από το φως. Έτσι κτυπούν ανελέητα τη Σωσάννα και τέλος το βασανισμένο της σώμα το ρίχνουν στη φωτιά.
Από αυτήν η ψυχή της πολυάθλου μάρτυρος εξέρχεται στεναφηφόρος. Παίρνει τον κότινο της νίκης, » τον αμαράντινο της δόξης στέφανο » (Α΄ Πετρ. ε΄ 4) που της παραδίδει ο Κύριος καλώντας της κοντά του στην άληκτη μακαριότητα, στη βασιλεία των ουρανών. Εκεί η Σωσάννα απολαμβάνει τη θέα του κάλλους του ωραίου της Νυμφίου και τον παρακαλεί να καταστήσει και όλους εμάς άξιους μιμητές του ηρωϊκού της φρονήματος και της προς αυτόν αμετάθετης αγάπης και πίστεώς της.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Υμνογράφος

Η Παραβολή "Η Ωραία Όμορφη Γυναίκα"



site analysis



Μόλις δύο ναυτικοί πήγαν σε ένα ταξίδι στον κόσμο για να βρουν το πεπρωμένο τους. Ταξίδευαν σε ένα νησί όπου ο ηγέτης μιας από τις φυλές είχε δύο κόρες. Ο μεγαλύτερη  ήταν όμορφη και ο μικρότερη δεν ήταν .
Ένας από τους ναυτικούς είπε στον φίλο του:
- Εδω, βρήκα την ευτυχία μου, μένω εδώ και  θα παντρεύω την κόρη του ηγέτη.
- Ναι, έχετε δίκιο, η μεγαλύτερη κόρη του ηγέτη είναι όμορφη, έξυπνη. Έχετε κάνει τη σωστή επιλογή - παντρευτείτε.
"Δεν με καταλαβαίνεις, φίλε!" Θα παντρευτώ τη νεώτερη κόρη του ηγέτη.
- Είσαι σίγουρος ; Είναι τόσο ... όχι όμορφη .
"Αυτή είναι η απόφαση μου, και θα τη κάνω."
Ένας φίλος  που ήταν πιο μακριά ψάχνοντας για την ευτυχία του είπε στο γαμπρό . Πρέπει να  σου πω ότι στη φυλή ήταν σύνηθες να δίνεις για την νύφη το λύτρο των αγελάδων. Μια καλή νύφη κοστίσει δέκα αγελάδες.
Πήρε δέκα αγελάδες και πήγε στον ηγέτη.
"Κύριε, θέλω να παντρευτώ την κόρη σου και να της δώσω δέκα αγελάδες!"
"Είναι μια καλή επιλογή." Η μεγαλύτερη κόρη μου είναι όμορφη, έξυπνη και αξίζει δέκα αγελάδες. Συμφωνώ.
"Όχι, κύριε, δεν καταλαβαίνετε." Θέλω να παντρευτώ τη μικρότερη κόρη σας.
- Αγαπάς; Δεν βλέπεις, είναι τόσο ... όχι όμορφη .
"Θέλω να την παντρευτώ."
"Εντάξει, αλλά ως έντιμος άνθρωπος, δεν μπορώ να πάρω δέκα αγελάδες, δεν αξίζει τον κόπο." Θα πάρω τρεις αγελάδες γι 'αυτήν, όχι περισσότερο.
"Όχι, θέλω να πληρώσω δέκα αγελάδες."
Παντρεύτηκαν.
Πέρασαν αρκετά χρόνια και ο περιπλανώμενος φίλος, ήρθε στο πλοίο του, αποφάσισε να επισκεφθεί τον άλλο φίλο  τουκαι να μάθει πώς ήταν η ζωή του. Έρχεται, πηγαίνει στην ακτή, και βλέπει μια γυναίκα με εξαιρετική ομορφιά. Την ρώτησε πώς να βρει τον φίλο του. Έδειξε. Έρχεται και βλέπει: ο φίλος του κάθεται γύρω από τα παιδιά που τρέχουν γύρω.
- Πώς ζεις;
- Είμαι χαρούμενος.
Εδώ είναι η πιο όμορφη γυναίκα.
"Εδώ,  την συνάντησα ." Αυτή είναι η σύζυγός μου.
"Πώς;" Είσαι ξαναπαντρεύτηκες ;
- Όχι, είναι ακόμα η ίδια γυναίκα.
"Αλλά πώς συνέβη ότι άλλαξε τόσο πολύ;"
- Και τη ζητάς εσύ.
Ο  φίλος ήρθε στη γυναίκα και ρώτησε:
"Λυπάμαι για την απλότητα, αλλά θυμάμαι ότι ήσασταν άσχημη πραγματικά ." Τι συνέβη και έγινες τόσο όμορφη;
"Είναι απλό, μόλις συνειδητοποιήσα ότι αξίζω δέκα αγελάδες."


Οι γυναίκες ανθίζουν από την αγάπη ...
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ