Θέλησα χτες, να μιλήσω για την Αγία Μαρία την Αιγυπτία που η Εκκλησία την πρόβαλε σαν το απόλυτο παράδειγμα της μετάνοιας! Βγαίνοντας να μιλήσω, θυμήθηκα μιαν άλλη Μαρία, μιαν άλλη αμαρτωλή μετανιωμένη... Θέλησα να κηρύξω την μετάνοια της έτσι όπως την έζησα στα παιδικά μου μάτια, όταν εκείνη, γερασμένη και ανήμπορη πια ετοιμαζόταν για το μεγάλο ταξίδι στον τόπο του Ουράνιου Πατέρα της... Κίνησα να μιλήσω γιαυτήν, όπως και τώρα... Για μιαν άλλη , αγιασμένη πόρνη που κατάχτησε την βασιλεία των Ουρανών...
Τούτες τις μέρες, συλλογίζομαι την μετάνοια, το δώρο της επανόρθωσης του ανθρώπου, μέσα στην πορεία προς το πάθος. Κηρύχνουμε την μετάνοια, χωρίς πολλές φορές οι ίδιοι να την αισθανόμαστε στην καρδιά μας. Ανοίγουμε την πόρτα της σωτηρίας για τους άλλους,κινδυνεύοντας να μείνουμε οι ίδιοι απ΄έξω.
Και βλέπεις ανθρώπους που περνούν στιγματισμένοι δίπλα μας και ξέρεις πως αυτοί, οι άθλιοι της ζωής, θα βρεθούν στον παράδεισο και συ και γω θα τους κοιτάμε παρακλητικά σαν τον πλούσιο της παραβολής, βασταγμένους στην αγκαλιά του Αβραάμ , μακρυά από την δική μας οδύνη της κόλασης που μόνοι μας βουτηχτήκαμε...
Βλέπεις, το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου, το έκαμε ο Θεός ευτυχώς και όχι ο άνθρωπος! Γιατί αν είχε συμβεί το αντίθετο, τότε ο παράδεισος θα παρέμενε κλειστός και μικρός. Κλειστός για τους πολλούς και μικρός για τους λίγους...
Θυμήθηκα μιαν κυρά Μαίρη των παιδικών μου χρόνων. Την γνώρισα γριά και ανήμπορη, κουρελού και ζητιάνα να περιμένει τα ψίχουλα της αγάπης των πλουσίων χριστιανών απλώνοντας τους το αμαρτωλό της χέρι που δεχόταν με αξιοπρέπεια την βοήθεια τους. Όμως κάποτες αυτή η γυναίκα ήταν μια όμορφη κυρά, με μιαν ομορφιά που χάθηκε μέσα στον χρόνο και την οποία φρόντισαν να διαφυλάξουν κανά δυο ασπρόμαυρες ξεθωριασμένες φωτογραφίες! Πέρασαν χρόνια να μάθω την ζωή της. Και χτες, την μνημόνεψα φανερά με τον δικό μου τρόπο, περιγράφοντας την ζωή της όπως και τώρα...
Στον προπολεμικό Πειραιά, ήταν η Τρούμπα. Το αμαρτωλό κομμάτι της παραθαλάσσιας πόλης μέσα στο οποίο υπήρχαν τα κόκκινα φανάρια. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και φυλής, ξεμεθούσαν πάνω στην σάρκα , παλεύοντας να κρατήσουν την γεύση της λιγόζωης ηδονής ξεσπώντας πάνω σε κορμιά γυναικών δυστυχισμένων, αιχμαλωτισμένων μέσα στα χαμόσπιτα της Τρούμπας. Οι συνήθεις επισκέπτες, κρυφοπερπατούσαν στα δρομάκια μην τους δει κανένα μάτι και ξεπέσει η τιμή τους... Οι άτιμες των σπιτιών, τιμή δεν είχαν!
Σε ένα τέτοιο σπίτι βρέθηκε, η ηρωίδα του κειμένου, βαλμένη εκεί μέσα από την ίδια της την μάνα! Τι νομίζεις; Έτσι άδικα η ζωή, θεωρείται η καλύτερη και πλέον απρόβλεφτη σεναριογράφος; Η μάνα της την έκλεισε εκεί. Και η κοπέλα, στα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής της, προδομένη από την μάνα που την γέννησε, ζούσε μέσα στο χαμόσπιτο της Τρούμπας, μόνη, έρημη και ατιμασμένη από τον καθωσπρεπισμό των κυρίων που σαν κλέφτες κρυμμένοι στο μισοσκόταδο άνοιγαν την πόρτα για να παλέψουν με την σάρκα...
Τα σώματα μαραίνονται γρήγορα! Μα πριν μαραθούν, γίνονται σφουγγάρια και σφουγγίζουν τα πάθη του ανθρώπου. Βαραίνουν, κουράζονται πριν να παραδοθούν στην τιμωρία του χρόνου που τα απειλεί συνεχώς. Μα κάποτες οι απειλές του πιάνουν τόπο και τα σώματα παραδίδονται αιχμάλωτα στην φθορά του. Ακόμα όμως και τότε, μέσα στα φθαρμένα σώματα κρύβονται άφθαρτες ψυχές που αποζητούν την αγιότητα γιατί δεν την έχουν εξασφαλισμένη! Αυτές οι ψυχές, οι καθάριες ψυχές, είναι εκείνες που διάλεξε ο Χριστός να τους ανοίξει την πόρτα του παραδείσου, μιας και όλοι οι άλλοι τους την είχανε κλεισμένη.
Κάπως έτσι περνούσαν τα χρόνια στο ανήλιαγο χαμόσπιτο της Τρούμπας, με το λουλούδι να μαραίνεται σιγά- σιγά, μέσα στην δυστυχία του. Όμως, το μάτι του Θεού φτάνει και κει μέσα, τρυπώνει μέσα από τις στέγες, μπαίνει σαν πρωινή ηλιαχτίδα και βλέπει μόνον ψυχές! Ψυχές που δεν βλέπουν ανθρώπινα μάτια. Ψυχές πονεμένες και δακρυσμένες που αποζητούν την εξιλέωση μέσα από την αγιασμένη μετάνοια, μέσα από την αγιασμένη επανόρθωση.
Κάποτες, βρέθηκε ένας αμαξάς από τους αραμπατζήδες της εποχής εκείνης. Ανοιχτόκαρδος, φιλότιμος και προ πάντων αυθεντικός, που μπήκε μέσα στον βυθό της Τρούμπας να αναζητήσει το αυθεντικό μαργαριτάρι. Και όπως ο δύτης βουτά στα σκοτεινά νερά, έτσι και εκείνος βούτησε βαθιά για να το βγάλει. Την γνώρισε εκεί μέσα και αμέσως της ζήτησε να τον ακολουθήσει από το σκοτάδι στο φως, για μιαν άλλη ζωή που ίσαμε τότε, δεν είχε εκείνη γνωρίσει. Αυτή, η παστρικιά δέχθηκε να ξεφύγει από κει μέσα. Ζητούσε και η ίδια να βρει το φως. Τι κιαν ήταν κάμποσο μεγαλύτερος της; Την αγαπούσε πραγματικά, την αγαπούσε για πάντα και όχι για λίγα λεπτά. Έτσι η γυναίκα κινά να βαδίσει έναν νέο δρόμο απαλλαγμένη από τα βάρητα της ζωής που άφησε μέσα στο χαμόσπιτο της Τρούμπας...
Ο άνθρωπος αυτός την αγάπησε πραγματικά. Τόσο όσο χρειάστηκε ο ίδιος να κατέβει ώστε να την ανεβάσει. Και το κατάφερε. Σ' αυτή την νέα ζωή, η γυναίκα θυμούνταν τις ώρες της οδύνης και τα δάκρυα έρχονταν να σφραγίσουν το χρεολύσιο της αμαρτίας της. Θέλησε την ευτυχία της να την μοιράσει και σε άλλους. Γνώρισε την φιλανθρωπία και θέλησε να την γνωρίσει και σε άλλους που την είχαν αποστερηθεί. Μοίραζε φαγιά, ρούχα, λεφτά. Και ο άντρας της, ποτέ δεν την σταμάτησε καταλαβαίνοντας πως έτσι το λουλούδι παραμένει ανθισμένο.
Όμως είπαμε! Η καλύτερη σεναριογράφος, είναι η ίδια η ζωή με τα καμώματα της. Ένα απόσπερο φεύγει ο σωτήρας της για το μεγάλο ταξίδι. Τον έκλαψε, τον τίμησε και τον ευγνωμονούσε για όσα της είχε προσφέρει. Για την ελευθερία της από το ζυγό που η ίδια η μάνα της την έβαλε και για εκείνα που ο άντρας της, της άφηκε να πορευτεί με τιμιότητα το υπόλοιπο της ζωής της.
Εκείνη, συνέχιζε την αγιασμένη φιλανθρωπία της στους φτωχούς και πεινασμένους. Είχε κάνει φτωχή και πεινασμένη και η ίδια άλλωστε. Δεν ήξερε όμως τότε, πως ξάφνου- αυτές είναι οι συγκυρίες της ζωής- θα βρισκόταν ξαφνικά μόνη, έχοντας χάσει από την μια στην άλλη αυτά τα ελάχιστα που είχε από τον άντρα της, μιας και βρισκόμενη στην ανάγκη, έχασε ότι της είχε απομείνει...
Κάπου εκεί την θυμάμαι μέσα από τα παιδικά μου μάτια. Να μένει σε μια τρώγλη και να ζει από την ελεημοσύνη των ανθρώπων της γειτονιάς! Να απλώνει το χέρι για βοήθεια και να δέχεται την φιλανθρωπία εκείνων που μπορεί να μην γνώριζαν το παρελθόν της, έβλεπαν όμως το παρόν της. Και απορούσαν! Απορούσαν βλέποντας την να ζητιανεύει και ξάφνου, να την βλέπουν με σακούλες στα χέρια γεμάτες τρόφιμα να τις πηγαίνει και να τις απιθώνει έξω από πόρτες πεινασμένων... Απορούσαν βλέποντας την να μαθαίνει πως κάποιο φτωχό κορίτσι παντρευόταν και να πηγαίνει να αγοράζει προικιά να του τα προσφέρει, να δώσει σαν μάνα, ό,τι η ίδια είχε στερηθεί από την μάνα της...
Να σταθεί κοντά στον κάθε πονεμένο. Να αγκαλιάσει το ανάπηρο παιδί σαν να ναι δικό της, βλέποντας μέσα σε αυτό, έναν από τους αγγέλους του Θεού που περπατούν πάνω στη γης. Να σταθεί δίπλα στον πόνο του άλλου, με τέτοια γενναιότητα ώστε να λησμονεί τον δικό της πόνο. Γριούλα πια... Κουρασμένη με τα δάκρυα να κυλούν στο ρυτιδιασμένο απ' τα χρόνια πρόσωπο της, να αποζητά το έλεος του Θεού, για τα χρόνια της αμαρτίας που τα ξεχρέωσε στα μάτια Του μέσα από τις τόσες φιλανθρωπίες της!
Στο γηροκομείο της ενορίας βρήκε θαλπωρή στα τελευταία της, έχοντας κοντά της μιαν ευλογημένη ψυχή που στάθηκε σαν άγγελος έως το τέλος που της έκλεισε τα μάτια. Φεύγοντας, γαλήνεψαν τα θαμπωμένα μάτια της... Είδε τον εαυτό της νέα, έτσι όπως παρέμεινε στην ξέθωρη ασπρόμαυρη φωτογραφία. Θυμήθηκε τα χαμόσπιτα της Τρούμπας, μέσα στα οποία αιχμαλωτίστηκαν τα σώματα, αλλά όχι οι ψυχές, γυναικών σαν και αυτήν που έζησαν την αποστροφή του τίμιου κόσμου, του κόσμου που τις χαρακτήρισε, του κόσμου που τις χρησιμοποίησε, του κόσμου που τις έφτασε τα τελικά στα σκαλοπάτια της αγιότητας!
Ένα δόξα σοι, ο Θεός, ήταν το τελευταίο που ακούστηκε από το στόμα της, όταν η αγιασμένη πόρνη κινούσε να βρει την γαλήνη σε έναν κόσμο που ο πόνος, η θλίψη και η οδύνη είναι τελείως άγνωστες έννοιες. Σε έναν κόσμο που οι δακτυλοδειχτούμενοι δεν είναι από τους ανθρώπους, αλλά από τον ίδιο τον Φιλάνθρωπο Θεό...
π. Θωμάς Ανδρέου