site analysis
Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίοΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ
| ||
Γυναικείος Ὀρθόδοξος Μοναχισμός. Κεφ.: «Γυναικεία Ἀνδραγαθήματα», (Σχόλια), σσ. 118-119. Εἶναι χαρακτηριστικοί οἱ ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀφιλαυτία καὶ τὴν ὑπακοὴ τῆς Κοινοβιάτισσας ὁσίας Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ (812-892), ὄχι μόνο μὲ τὴν ὑπηρεσία της ὡς ἀχρείας δούλης τῶν ἀδελφῶν σὲ βαριὰ διακονήματα, μὲ τὴν ἀποδοχὴ ταπεινώσεων καὶ μὲ τὴ γενναία παραίτηση ἀπὸ τὸ μητρικὸ φίλτρο πρὸς τὴ μοναχὴ θυγατέρα της ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἠθελημένη κακοπάθεια τῆς χαμαικοιτίας σὲ ψάθα σὲ βαρεῖς χειμῶνες καὶ μὲ τὴν ἀνδρεία πρόθυμη καὶ ἐν πίστει ἀποδοχὴ παιδαγωγικοῦ ἐπιτιμίου νὰ δια-νυκτερεύσει στὸ ὕπαιθρο μιὰ νύχτα μὲ ραγδαία βροχή, λυσσασμένο ἄνεμο καὶ χιόνι: ... αἱ τοῦ ὄμβρου σταγόνες κατὰ τοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς καὶ τῶν ὤμων κειμένου ῥάκους κρυσταλλωθεῖσαι, ἐκρέμαντο. Κατὰ τὸ λόγο τῆς ἡγουμένης της, ἄγγιζε τὰ μέτρα τῶν τεσσαράκοντα μαρτύρων. Τὴν ἔκθεση στὸ κρύο καὶ κατάβρεξη μὲ παγωμένα νερὰ ὑπέμειναν ὅλες οἱ ρωσίδες διὰ Χριστὸν Σαλὲς τοῦ 19ου αἰ. (Πάσα τοῦ Σάρωφ, Εὐγενία Θεοφάνοβνα, κ.ἄ.), ἰδιαίτερα μάλιστα ἡ μεγάλη ὁσία Πελαγία Ἰβάνοβνα (1809 Ἀρζαμὰς – 30 Ἰαν. 1884 Ντιβέγιεβο), ἡ ὁποία ἀπὸ παιδὶ ὑπέμεινε καὶ σκληροὺς ξυλοδαρμοὺς ἀπὸ τὸ οἰκογενειακό της περιβάλλον καὶ τὸ σύζυγό της ἀργότερα, ποὺ τὴ χτυποῦσε μὲ ρόπαλα μέχρις αἵματος, τὴν ἄφηνε νηστική, τὴν κλείδωνε στὸ κρύο, τὴν ἔδενε μὲ ἁλυσίδες. Ὅταν τελικὰ στὸ Ντιβέγιεβο ἀνατέθηκε ἡ φροντίδα της σὲ καλὴ διακονήτρια, ἡ ἀσκήτρια ἀναπλήρωνε τὴν ἀπώλεια τῆς ἔξωθεν σκληρότητας ὑποπιάζοντας τὸ σῶμα της ἡ ἴδια. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες της δέχτηκε πλῆθος χαρισμάτων (διορατικό, προφητικό, ἰαματικὸ κ.ἄ.). Στάθηκε ἡ μεγάλη προστάτιδα τοῦ Ντιβέγιεβο καὶ ὅλης τῆς Ρωσίας. Ἕνα αἰώνα ἀργότερα στὴν Ἑλλάδα ἡ διὰ Χριστὸν Σαλὴ Ταρσώ (†1989), βιώνοντας ἐν μετανοίᾳ τὴ μίμηση τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν πιὸ ἀπόλυτη μορφή της, ἔμεινε τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ἀσκήσεώς της χωρὶς στέγη στὸ ὕπαιθρο. Πολλὲς φορὲς τὴν εἶδαν μέσα στὴ βροχὴ νὰ κάθεται κρατώντας μιὰ λαμαρίνα στὸ κεφάλι καί, ἄλλοτε, παρὰ τὴ νεροποντὴ ἡ μὴ ἔχουσα ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ νὰ μένει ἄβροχη ἤ, παρὰ τὶς νυχτερινὲς χιονοπτώσεις νὰ παραμένει στεγνή, ἔχοντας ἕνα μέτρο γύρω της τὸν τόπο χωρὶς χιόνι. Μόνο καθὼς γερνοῦσε, ἔφτιαξε μόνη μὲ τσιμεντόλιθους χαμηλὴ καλύβα μὲ μιὰ κουρελοῦ στὸ ἄνοιγμα καὶ στὴν ὀροφὴ λαμαρίνες ποὺ ἔπαιρνε συχνὰ ὁ ἄνεμος. ῾Ο περιβάλλον χῶρος ἦταν ἕνας ἀφόρητος σκουπιδότοπος. ῾Υπέμενε στὶς πληγές της μυρμήγκια ἢ σφῆκες. ῾Υπέμεινε τὴ ρυπαρότητα τῆς σαλότητας καὶ τὴν ἐν γένει ἐξ αὐτῆς παραίτηση ἀπὸ κάθε ἔννοια λογικότητας καὶ κύρους, τὴν καταφρόνεση τῶν ἄλλων, τὴ μοναξιά. Δὲν ξάπλωνε ποτέ. ῾Ησύχαζε καθιστὴ σὲ ἕνα μικρὸ πάγκο. ῾Η Γ. Σοφία Χοτοκουρίδου τῆς Κλεισούρας ἔζησε τὸν ἄκρως μετανοϊκὸ βίο της σὲ συνθῆκες μεγαλύτερου παγετοῦ καὶ ὑγρασίας, τυλιγμένη μὲ ποντικοφαγωμένο σάλι ἢ παλιοκουβέρτα καὶ ἀδειάζοντας ἀλύπητα στὰ ξυλιασμένα πάντα ξυπόλυτα πόδια της κουβάδες μὲ παγωμένο νερό. Ὅταν τύχαινε νὰ τὴν ξεχάσουν καὶ νὰ τὴν κλειδώσουν τὴ νύχτα ἔξω ἀπὸ τὴ Μονή, δὲν παραπονιόταν. Ἕνα πρωῒ τὴ βρῆκαν ἔτσι σκεπασμένη μὲ χιόνι κι ὡστόσο ζεστή. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου