Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΣΚΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΣΚΗΤΕΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Γερόντισσα Ἄννα



site analysis


Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
Η μα­κα­ρι­στή γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να Γι­ο­βά­νο­γλου γεν­νή­θη­κε τό 1903 στήν Πάν­ορ­μο τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ εὐ­λα­βεῖς, τόν Ἰω­άν­νη καί τήν Δή­μη­τρα. Ἦ­ταν πρω­τό­το­κη καί εἶ­χε ἄλ­λα ὀ­κτώ ἀ­δέλ­φια. Στήν βά­πτι­ση τῆς δό­θη­κε τό ὄνο­μα Ἀνα­στα­σία.
Μέ τήν ἀν­ταλ­λα­γή τῶν πλη­θυ­σμῶν με­τά ἀ­πό τα­λαι­πω­ρί­ες ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στό χω­ριό Πη­γά­δια Κυρ­γί­ων Δρά­μας. Στά Πη­γά­δια ὁ πα­τέ­ρας της ἔ­γι­νε κτη­νο­τρό­φος. Αὐ­τή ὡς με­γα­λύ­τε­ρη φρόν­τι­ζε γιά τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της για­τί καί ἡ μη­τέ­ρα της ἐρ­γα­ζό­ταν.
Ἀ­πό μι­κρή ἀ­γα­ποῦ­σε τόν Χρι­στό. Ὅταν μι­λοῦ­σε γιά τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γία ἔκλαι­γε. Ἀπό μι­κρή κρα­τοῦ­σε ὅλες τίς νη­στεῖ­ες καί κρέ­ας δέν ἔφα­γε πο­τέ. Ὅταν πή­γαι­ναν στό χω­ριό της μο­να­χοί ἀ­πό τά Κύρ­για, αὐ­τή πή­γαι­νε κον­τά τους καί ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­η γιά τόν Χρι­στό. Δέν πῆ­γε σχο­λεῖ­ο, δέν ἤ­ξε­ρε νά­ δι­α­βά­ζη. Προ­σευ­χό­ταν καί με­ρι­κές νύ­χτες ἄ­κου­γε ἀγ­γε­λι­κές ψαλ­μω­δί­ες.
Δι­η­γεῖ­το: «Ἤμα­σταν ἐν­νιά ἀ­δέλ­φια καί μό­νο κρα­τού­σα­με (τη­ρού­σα­με) τοῦ πα­τέ­ρα μας τόν λό­γο. Ἀλ­λά ἦρ­θε και­ρός πού νά μήν τόν κρα­τή­σω ἐ­γώ, για­τί ἤ­μουν με­γα­λύ­τε­ρη τριά­ντα χρό­νων κο­πέλ­λα καί ἦρ­θε και­ρός νά παν­τρευ­τῶ καί τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου ὅ­λα με­γά­λω­σαν καί ἦ­ταν γιά παν­τρειά καί μουρ­μού­ρι­ζαν (γόγ­γυ­ζαν) ἐ­ναν­τί­ον μου, πό­τε θά παν­τρευ­τεῖς; Τί θά κά­νεις;».
Πα­ντρεύ­τη­κε ἕνα νέο ὀνό­μα­τι Γιάν­νη πού εἶ­χαν γιά βο­σκό στά πρό­βα­τά τους. Ἐπει­δή οἱ γο­νεῖς της δέν συ­γκα­τα­τέ­θη­καν, τήν ἔδιω­ξαν ἀπό τό σπί­τι. Ὁ σύ­ζυ­γός της μιά βδο­μά­δα με­τά ἀπό τόν γά­μο τους πῆ­γε στήν Κο­ζά­νη νά δῆ τούς δι­κούς του καί δέν ξα­να­γύ­ρι­σε πο­τέ, οὔ­τε καί ἔμα­θε τί ἀπέ­γι­νε. Ἡ ἴ­δια δέν γόγ­γυ­ξε πο­τέ, δέν τόν κα­κο­λό­γη­σε, δέν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Τόν συγ­χω­ροῦ­σε καί ἔλε­γε νά εἶ­ναι κα­λά. Ἔ­λε­γε: «Ἔ­τσι ἤ­θε­λε ὁ Θε­ός καί ἔ­τσι ἔ­γι­νε».
Ἡ Ἀνα­στα­σία ἐγκα­τα­λει­μέ­νη ἀπό ὅλους καί πε­ρι­μέ­νο­ντας παι­δά­κι, ἀ­πελ­πί­στη­κε καί ἐ­πι­χεί­ρη­σε νά πέ­ση σέ μιά λί­μνη, νά κά­νη κα­κό στόν ἑ­αυ­τό της. Τό­τε ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε: «Μπῆ­κα μέ­σα στήν λί­μνη καί ὅ­ταν τό νε­ρό ἔ­φθα­σε μέ­χρι τόν λαι­μό, ἔ­νι­ω­σα ἕ­να φτε­ρού­γι­σμα πί­σω ἀ­πό τό σῶ­μα μου καί ἄ­κου­σα μιά φω­νή: “Τέ­τοι­α ψυ­χή ποῦ θά τήν ρί­ξεις μέσ᾿ τόν βοῦρ­κο;”. Μᾶλ­λον θά ἦ­ταν ὁ φύ­λα­κας ἄγ­γε­λός μου. Τό ἄγ­γιγ­μα τῆς φτε­ρού­γας ἀ­κό­μα τό θυ­μᾶ­μαι. Χα­ρά­χτη­κε στήν μνή­μη μου».
Ὕ­στε­ρα κα­τέ­φυ­γε σέ μιά θεί­α της, τήν Σο­φί­α, ἡ ὁ­ποί­α τήν πε­ρι­έ­θαλ­ψε, τήν βο­ή­θη­σε νά γεν­νή­ση τό παι­δά­κι καί με­τά τό με­γά­λω­σαν μα­ζί, για­τί ἡ Ἀνα­στα­σία ἐρ­γα­ζό­ταν στά κα­πνά, στό Δο­ξᾶ­το καί στά Κύρ­για.
Στε­νο­χω­ρι­ό­ταν γιά τήν κό­ρη της Βε­νέ­τα πού δέν εἶ­χε πα­τέ­ρα. Ἔ­λε­γε: «Δέν πει­ρά­ζει, βρέ παι­δά­κι μου, ἔ­χεις ἐ­μέ­να, ἐ­γώ σέ φρον­τί­ζω, ἐ­γώ καί μάν­να καί πα­τέ­ρας». Ἔ­κα­νε τό πᾶν νά μήν τῆς λεί­ψη τί­πο­τε. Δού­λευ­ε νύ­χτα–μέ­ρα διό­τι ἐπι­πλέ­ον βο­η­θοῦ­σε τ᾿ ἀ­δέλ­φια της καί γη­ρο­κό­μη­σε τήν μη­τέ­ρα της.
Ἐρ­γα­ζό­ταν σκλη­ρά ὅλη τήν ἡμέ­ρα στά χω­ρά­φια καί τή νύ­χτα προ­σευ­χό­ταν. Συ­νή­θι­ζε μέ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ νά συ­γκε­ντρώ­νο­νται σέ κά­ποιο σπί­τι ἐκ πε­ρι­τρο­πῆς ἐνώ­πι­ον μιᾶς θαυ­μα­τουρ­γῆς εἰ­κό­νας τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου, νά ἀγρυ­πνοῦν καί νά προ­σεύ­χο­νται γιά ὅλον τόν κό­σμο. Καί ἡ ἴδια ξυ­πνοῦ­σε πά­ντα πρωΐ γιά νά προ­σεύ­χε­ται για­τί πί­στευε ὅτι ὁ Θε­ός τό­τε σ᾿ ἀκού­ει κα­λύ­τε­ρα. Ὅταν πι­στεύ­ης καί πα­ρα­κα­λᾶς ὁ Θε­ός δέν σέ ξε­χνᾶ.
Ἀγα­ποῦ­σε πο­λύ τόν Θε­ό. Ἀ­νέ­φε­ρε τήν λέ­ξη «Θε­ός μου», χαι­ρό­ταν ἡ ψυ­χή της καί ἔτρε­χαν τά δά­κρυά της. Ἔ­λε­γε: «Ἀ­γα­πά­ω τό­σο πο­λύ τόν Θε­ό. Θέ­λω νά πά­ω στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα νά προ­σκυ­νή­σω».
Μά­ζευ­ε δραχ­μή–δραχ­μή χρή­μα­τα γιά τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Πρῶ­τα πῆ­γε καί προ­σκύ­νη­σε στήν Τῆ­νο. Ἐ­κεῖ, ὅ­πως ἔ­λε­γε, εἶ­δε ζων­τα­νή τήν Πα­να­γί­α καί ἄ­κου­σε μιά φω­νή πού τῆς εἶ­πε «νά πᾶς στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα». Πῆ­γε, προ­σκύ­νη­σε στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους καί ἐκεῖ γνώ­ρι­σε τόν γέ­ρο­ντα Ἀμ­φι­λό­χιο καί τήν μο­να­χή Ἐ­λι­σά­βετ στό Χο­ζε­βᾶ. Βα­πτί­σθη­κε στόν Ἰορ­δά­νη πο­τα­μό καί με­τά ἀπό πολ­λή προ­σευ­χή καί με­γά­λη νη­στεία ἔγι­νε μο­να­χή μι­κρό­σχη­μη μέ τό ὄνο­μα Ἄν­να. Ἔκα­νε ὑπα­κοή στόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο, τῆς ἔδω­σε ἐντο­λές καί κα­νό­να γιά νά προ­ε­τοι­μα­σθῆ νά πά­ρη ἀρ­γό­τε­ρα τό με­γά­λο Σχῆ­μα.
Ὅταν ἐπέ­στρε­ψε ἦ­ταν κα­τεν­θου­σι­α­σμέ­νη, ἄν καί κα­τά­κο­πη ἀ­πό τήν κού­ρα­ση καί τή νη­στεί­α δέν μπο­ροῦ­σε νά περ­πα­τή­ση. Πῆ­γε ὕ­στε­ρα καί ἔ­μει­νε σ᾿ ἕ­να μο­να­στή­ρι τῆς πε­ρι­ο­χῆς γιά σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες. Ἤ­θε­λε νά μεί­νη γιά πάν­τα ἐ­κεῖ, ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη δέν τήν κρά­τη­σαν.
Ὕστε­ρα ἔμε­νε στό Δο­ξᾶ­το μό­νη της σ᾿ ἕ­να μι­κρό καί πα­λαι­ό κελ­λά­κι χω­ρίς φῶς μέ μιά σομ­πού­λα. Δέν θέ­λη­σε νά μεί­νη στό σπί­τι τῆς κό­ρης της ἀλ­λά κο­ντά της, ἀπό εὐ­αι­σθη­σία γιά νά μήν τήν ἐπι­βα­ρύ­νη, ἀλ­λά καί γιά νά ἔχη τήν ἡσυ­χία της νά κά­νη τά μο­να­χι­κά της κα­θή­κο­ντα. Εἶ­χε στρω­μέ­νες πα­λαι­ές μπα­λω­μέ­νες κου­ρε­λοῦ­δες ἀλ­λά ὁ­λο­κά­θα­ρες. Πά­νω στό κρεβ­βα­τά­κι της εἶ­χε μιά βα­λι­τσού­λα πού μέ­σα εἶ­χε τά νε­κρι­κά της φο­ρέ­μα­τα, κε­ρά­κια καί σά­βα­νο ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Στόν τοῖ­χο πά­νω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι της εἶ­χε τά εἰ­κο­νί­σμα­τά της καί ἕ­να καν­τή­λι ἀ­κοί­μη­το.
Ἡ γε­ρό­ντισ­σα Ἄν­να νή­στευε καί προ­σευ­χό­ταν νύχτα–μέρα. Ξυ­πνοῦ­σε στίς 3 με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Ὅταν τήν ρω­τοῦ­σε ἡ κό­ρη της για­τί ξυ­πνᾶ τή νύ­χτα ἀπα­ντοῦ­σε: «Δέν μπο­ρῶ νά κοι­μη­θῶ, παι­δί μου. Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἔρ­χε­ται καί μέ ξυ­πνᾶ καί συ­νε­χί­ζω τήν προ­σευ­χή». Ἀλ­λη­λο­γρα­φοῦ­σε μέ τόν π. Ἀμ­φι­λό­χιο καί ἔστελ­νε δέ­μα­τα στήν μο­να­χή Ἐλι­σά­βετ. Προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν νά πά­ρη τό με­γά­λο Σχῆ­μα.
Γι᾿ αὐτό πα­ρήγ­γει­λε μί­α μο­να­χι­κή ζώ­νη ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος μέ τόν κα­θη­γη­τή κ. Ρα­δῆ. Ἐ­κεῖ­νος δέν βρῆ­κε ζώ­νη καί φεύ­γον­τας τό ἀ­νέ­φε­ρε σ᾿ ἕ­ναν Ἡ­γού­με­νο. Ὁ Ἡ­γού­με­νος ἔ­δω­σε τήν δι­κή του πού φο­ροῦ­σε. Τήν ἔ­φε­ρε στό σπί­τι του καί κά­ποι­ες φί­λες τῆς γυ­ναί­κας του τῆς εἶ­παν νά τήν κρα­τή­ση αὐ­τή γιά εὐ­λο­γί­α. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἦρ­θε ἡ ἀδελ­φή Ἄν­να καί λέ­ει στήν κυ­ρί­α Ρα­δῆ: «Κυ­ρί­α Ἕλ­λη, ἡ ζώ­νη μου ἦρ­θε. Ἔ­βλε­πα ἕ­να καν­τη­λά­κι πού ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τό Ἅγι­ον Ὄρος καί ἀ­πό κά­τω ἦ­ταν ἡ ζώ­νη». Ἐ­ξε­πλά­γη ἡ κ. Ἕλ­λη. Τῆς ἔ­δω­σε τήν ζώ­νη καί ἐ­κεί­νη τήν πῆ­ρε μέ λα­χτά­ρα.
Τήν πέμ­πτη φο­ρά πού πῆ­γε ἡ γε­ρό­ντισ­σα Ἄν­να στά Ἱε­ρο­σό­λυ­μα ὁ γέ­ρον­τας Ἀμ­φι­λό­χιος, ἡγού­με­νος τοῦ Χο­ζε­βᾶ, τήν ἔ­κει­ρε με­γα­λό­σχη­μη μο­να­χή, τό ἔτος 1972. Ἀ­πό τό­τε ἔ­βλε­παν καί ἔ­νι­ω­θαν οἱ γνω­στοί της μιά ἰδι­αί­τε­ρη χά­ρη στήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να, ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια ἔ­λε­γε: «Στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πού πῆ­γα κά­τι ἔ­λα­βε ἡ ψυ­χή μου ἀ­πό τόν Θε­ό μου καί δέν μπο­ρῶ νά κά­νω κα­κό οὔ­τε στόν ἑ­αυ­τό μου οὔ­τε σέ ἄλ­λους. Ἔ­χω εὐ­λο­γί­α ἐ­πά­νω μου. Δέν νι­ώ­θω κού­ρα­ση οὔ­τε οἱ νη­στεῖ­ες μέ ἐξαν­τλοῦν, πε­τά­ω». Τά ρά­σα της μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.
Ὅ­ποι­ος τήν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἔ­νι­ω­θε κον­τά της χα­ρά καί χά­ρη. Κερ­νοῦ­σε τούς ἐ­πι­σκέ­πτες κα­φέ, κα­νέ­να αὐ­γου­λά­κι καί ἀ­παν­τοῦ­σε στίς ἐ­ρω­τή­σεις τους με­τα­δί­δον­τας τήν χά­ρη καί τά βι­ώ­μα­τά της. Τά βα­θυ­γά­λα­ζα μά­τια της ἔ­λαμ­παν καί ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σαν ἀ­πό κα­λω­σύ­νη.
Θυ­μί­α­ζε τίς εἰ­κό­νες στό κελ­λά­κι της, ἀλ­λά τή νύ­χτα ἔ­βγαι­νε στόν δρό­μο καί θυ­μί­α­ζε τούς ἀν­θρώ­πους πού πή­γαι­ναν στά κα­πνά. Θυ­μί­α­ζε ὅ­λο τό Δο­ξᾶ­το καί προ­σευ­χό­ταν γιά τόν κό­σμο.
Δι­η­γεῖ­ται ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη Ρα­δῆ–Τα­μπου­λί­δου, στήν ὁποία ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐρ­γα­ζό­ταν ὡς οἰ­κια­κή βο­η­θός: «Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν στό σπί­τι μου ἄ­να­βε τό θυ­μια­τό καί θυ­μί­α­ζε ὅ­λο τό σπί­τι λέ­γον­τας προ­σευ­χές. Μέ συμ­βού­λευ­ε νά τό κά­νω καί ἐ­γώ αὐ­τό δι­ότι ἔτσι δέν μπο­ρεῖ νά μέ πλη­σιά­ση ὁ δι­ά­βο­λος. Μά­λι­στα ἔ­λε­γε νά θυ­μιά­ζω τά παι­διά καί, πρίν κοι­μη­θοῦν, νά σταυ­ρώ­νω τά παι­διά καί τά προ­σκέ­φα­λά τους. Ὅ­ταν προ­σευ­χό­ταν εἶ­χε σκυμ­μέ­νο τό κε­φά­λι καί ἀ­να­στέ­να­ζε. Ὅ­ταν ση­κω­νό­ταν τίς νύ­χτες γιά νά προ­σευ­χη­θῆ, τήν ἄ­κου­γαν τά παι­διά καί μοῦ ἔλε­γαν ὅ­τι αὐ­τή ἡ για­γιά ὅ­λη τή νύ­χτα τρα­γου­δά­ει (ψέλ­νει, προ­σεύ­χε­ται). Αὐ­τή ἔψελ­νε ὅλη τή νύ­χτα στόν Χρι­στό, ὅ­πως ἔ­λε­γε, καί τά δά­κρυά της ἔ­βρε­χαν τό πά­τω­μα. Εὐ­χό­ταν γιά ὅλους τούς ἀν­θρώ­πους».
Συμ­βού­λευ­ε: «Νά προ­σεύ­χε­σαι χα­ρά­μα­τα καί ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι μέ τά χέ­ρια στόν οὐ­ρα­νό. Τό­τε σέ ἀ­κού­ει ὁ Θε­ός, βλέ­πεις καί τούς Ἀγ­γέ­λους. Ὅ­ταν πα­ρα­κα­λᾶς, νά πα­ρα­κα­λᾶς πρῶ­τα τόν Χρι­στό καί ἔ­πει­τα τούς Ἁ­γί­ους, ὅ­σους θυ­μᾶ­σαι, ὄ­χι μό­νον ἕ­ναν. Καί αὐ­τά τά πα­ρα­κά­λια τά παίρ­νουν οἱ Ἅ­γιοι καί τά πᾶ­νε στήν Πα­να­γί­α καί ἡ Πα­να­γί­α τά δί­νει στόν Χρι­στό. Ἐ­γώ μιά φο­ρά πα­ρα­κα­λοῦ­σα καί ξέ­χα­σα τόν ἅ­γιο Θε­ό­δω­ρο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε, λοι­πόν, καί μοῦ λέ­ει: “Ὅ­λους τούς πα­ρα­κα­λᾶς καί μέ­να μέ ξέ­χα­σες”. “Ποι­ός εἶ­σαι;”, λέ­ω, “­δέν σέ γνώ­ρι­σα”. “Ὁ ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος εἶ­μαι”, λέ­ει. Ἀ­πό τό­τε κά­θε φο­ρά τόν πα­ρα­κα­λά­ω».
Ἔ­λε­γε μέ ἁ­πλό­τη­τα στήν προ­σευ­χή της: «Ἡ ἀ­δελ­φή Ἄν­να σᾶς πα­ρα­κα­λεῖ: “Ἅ­γι­ε Ἀ­λέ­ξι­ε, ἅ­γι­ε Παν­τε­λε­ή­μων”» καί μνη­μό­νευ­ε πολ­λούς Ἁ­γί­ους πού εἶ­χε σέ εὐ­λά­βεια, καί ὅ­σων Ἁ­γί­ων εἶ­χε εἰ­κο­νά­κια.
Ἦ­ταν φυ­σι­κή ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς Γε­ρόν­τισ­σας μέ τούς Ἁ­γί­ους. Δε­χό­ταν ἁ­πλά καί ἀ­πε­ρί­ερ­γα τίς ἐμ­φα­νί­σεις τῶν Ἁ­γί­ων μέ πί­στη, χω­ρίς νά περ­νοῦν λο­γι­σμοί κε­νο­δο­ξί­ας. Ὅ­ταν πή­γαι­νε ἡ κό­ρη της στό κελ­λά­κι της, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τήν ἀπέ­τρε­πε νά κά­θε­ται μέ τήν πλά­τη πρός τήν Ἀ­να­το­λή, για­τί ἐ­κεῖ ἔ­βλε­πε νά στέ­κε­ται κά­ποι­ος Ἅ­γιος καί τό θε­ω­ροῦ­σε ἀ­σέ­βεια. Τήν συμ­βού­λευε νά κά­νη πά­ντα προ­σευ­χή πρίν ἀπό κά­θε της ἔρ­γο γιά νά πε­τύ­χη. Στίς δυ­σκο­λί­ες ἔλε­γε στήν κό­ρη της: «Μή στε­νο­χω­ριέ­σαι˙ θά κά­νω προ­σευ­χή καί ὅταν ἔρ­θη ἡ ὥρα θά γί­νει (ξε­πε­ρα­στῆ)˙ ἐάν δέν θέ­λη ὁ Θε­ός δέν γί­νε­ται. Ἐκεῖ­νος ξέ­ρει. Ξέ­ρω κι ἐγώ για­τί δέν γί­νε­ται;».
Κά­ποια χρο­νιά Κυ­ρια­κή τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα κρα­τοῦ­σε εἰ­κό­να στήν λι­τα­νεί­α καί ἔ­βλε­πε τόν εἰ­κο­νι­ζό­με­νο Ἅ­γιο νά προ­πο­ρεύ­ε­ται.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να εἶχε τέ­τοι­α ἁ­πλό­τη­τα, ὥ­στε δέν τῆς περ­νοῦ­σε λο­γι­σμός ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας, διό­τι τά θε­ω­ροῦ­σε ὅλα φυ­σι­κά. Μέ τήν μα­κα­ρί­α ἁ­πλό­τη­τα, τήν εὐ­λά­βεια, τήν κα­θα­ρό­τη­τα καί τόν φι­λό­τι­μο ἀ­γῶ­να της, ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά ἔ­χη πολ­λές ἁγιο­φά­νει­ες. Εἶ­δε τόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α καί τοῦ ἀ­σπά­σθη­κε τό χέ­ρι˙ τόν Τί­μιο Πρό­δρο­μο καί μά­λι­στα πα­ρα­τή­ρη­σε τό ση­μά­δι τῆς ἀ­πο­το­μῆς ἀ­πό τό ξῖ­φος στόν λαι­μό του˙ τούς ἁ­γί­ους Θε­ο­δώ­ρους τούς ἔ­βλε­πε συ­χνά νά περ­νοῦν τίς νύ­χτες μέ τά ἄ­λο­γα καί τίς στο­λές τους μέ­σα ἀ­πό τό Δο­ξᾶ­το. Ὑ­πάρ­χει ἐ­ξωκ­κλή­σι τῶν ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων καί αὐ­τοί προ­στα­τεύ­ουν τό χω­ριό. Εἶ­δε καί τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο σέ ὥ­ρα θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας.
Ζή­τη­σε νά γνω­ρί­ση καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ἡ ἴ­δια. «Εἶ­χα ἀ­πο­ρί­α, δέν μπο­ροῦ­σα νά κα­τα­λά­βω πῶς εἶ­ναι τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἤ­θε­λα νά ξέ­ρω ὅ­λα τά Ἅ­για». Ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί τό εἶ­δε ἐν εἴ­δει πε­ρι­στε­ρᾶς.
Κά­πο­τε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἡρ­πά­γη στόν Πα­ρά­δει­σο, ὅ­πως δι­η­γή­θη­κε ἡ ἴ­δια: «Ἡ Χά­ρις μέ πῆ­ρε… πα­αί­νο­με σ᾿ ἕ­να δρό­μο, κα­λός ὁ δρό­μος, (περ­νοῦ­σε) μέ­σα ἀπό χω­ρά­φια πού εἶ­χαν καί ἀγ­κά­θια. Με­τά ἀ­νοί­ξα­με μιά πόρ­τα καί ἀρ­χί­σα­με νά πα­αί­νο­με σέ κῆ­πο. Μπή­κα­με μέ­σα κά­να δυ­ό βή­μα­τα καί ἄρ­χι­σα νά βλέ­πω κα­λά πράγ­μα­τα. Εἶ­χε πράγ­μα­τα γιά φα­γώ­σι­μο. Εἶ­δα τά μοῦ­ρα, νά τά λιμ­πί­ζε­σαι. “Νά φθά­σω ἕ­να μοῦ­ρο;­”, “ὄ­χι δέν εἶ­ναι δι­κά σ᾿”, μοῦ εἶ­πε “­θά ᾿ρθῆ ἡ ὥ­ρα νά εἶ­ναι δι­κά σ᾿”. Γυ­ρί­σα­με πί­σω, δέν προ­χω­ρή­σα­με ἄλ­λο μέ­σα στόν Πα­ρά­δει­σο».
«Μιά ἄλ­λη φο­ρά», δι­η­γή­θη­κε, «μιά κα­λω­σύ­νη ἔ­κα­να, ἀλ­λά δέν θυ­μᾶ­μαι τί, ὅ­μως θυ­μᾶ­μαι μέ ἀ­νέ­βα­σε μιά καί μιά στόν οὐ­ρα­νό. Ἀ­νέ­βη­κα καί ἔ­βλε­πα τούς ἀν­θρώ­πους νά περ­πα­τᾶν σάν μυρ­μήγ­κια. Πῶς νά κα­τέ­βω ἐ­γώ ἀ­πό δῶ; Σκεύ­ο­μαι, σκεύ­ο­μαι… μο­να­χή ἤ­μουν ἐ­κεῖ. Τά που­λιά πε­τοῦ­σαν ἐ­κεῖ κάτ᾿, τἄ­βλε­πα. Ὕ­στε­ρα ἦρ­θε ἕ­νας ἀ­γέ­ρας δυ­να­τός καί ἐ­φθά­σα­με κάτ᾿. Ἀλ­λά λέ­ω ­ποῦ εἶ­μαι τώ­ρα, ποῦ νά εἶ­μαι; Τό­τε κα­τά­λα­βα ὅ­τι πα­τοῦ­σα στή γῆ, ὅ­τι εἶ­μαι στόν κό­σμο πού γνω­ρί­ζω, δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νον τόν κό­σμο δέν τόν γνω­ρί­ζω. Ἀ­κό­μα θυ­μοῦ­μαι τά που­λιά πού ἦ­ταν ἀ­πό κά­τω μου».
Κά­πο­τε ἄ­κου­σε μιά φω­νή πού τῆς εἶ­πε: «Ἡ ἀ­ρε­τή σου πε­ρίσ­σε­ψε», καί ταυ­τό­χρο­να αἰ­σθάν­θη­κε καί μιά χά­ρι. Ἡ μα­κα­ρί­α καί ἁ­πλου­στά­τη γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐ­νῶ ζοῦ­σε τήν ἀ­ρε­τή, δέν ἤ­ξε­ρε τί εἶ­ναι «ἀ­ρε­τή» καί ρω­τοῦ­σε κά­ποι­ον: «Εἶ­χα μιά γει­τό­νισ­σα στά Κύρ­για πού τήν ἔ­λε­γαν Ἀ­ρε­τή καί πέ­θα­νε. Ποῦ μέ θυ­μή­θη­κε τώ­ρα με­τά ἀπό χρό­νια καί ἦρ­θε στόν ὕπνο μου;!».
Ἔ­λε­γε ὅ­τι ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­σε ἔ­νι­ω­θε τόν Κύ­ριό μας μέ­σα της ἐ­πί μιά ἑ­βδο­μά­δα καί αἰ­σθα­νό­ταν τά μέ­λη της μέ­λη Χρι­στοῦ. Με­τά πού πή­γαι­νε στό σπί­τι τῆς κό­ρης της καί ἔ­πι­νε τόν κα­φέ, πρῶ­τα ἔ­πι­νε λί­γο νε­ρό γιά νά κα­τε­βῆ ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α. Με­τά ξέ­πλυ­νε τό πο­τή­ρι τοῦ κα­φέ καί ἔρ­ρι­χνε τά νε­ρά στήν γλά­στρα. Τι­μοῦ­σε καί πρό­σε­χε πο­λύ τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α πή­γαι­νε ἀ­πό τίς 6 ἡ ὥρα, πρίν ἀπό τόν πα­πᾶ. Ἔ­λε­γε: «Θά πά­ει ὁ Χρι­στός πρίν ἀ­πό μᾶς καί μεῖς θά πᾶ­με με­τά;». Στό πρό­σω­πο τοῦ κά­θε ἱε­ρέ­ως ἔ­βλε­πε τόν Χρι­στό.
Συ­νή­θι­ζε νά πη­γαί­νη καί σέ μα­κρι­νά ἐξωκ­κλή­σια, νά προ­σκυ­νά­η καί νά προ­σεύ­χε­ται. Μέ τά πό­δια πή­γαι­νε ἀλ­λά συ­νή­θως κά­ποι­ος βρι­σκό­ταν καί τήν ἔ­παιρ­νε στό αὐ­το­κί­νη­το.
Ἐρ­γα­ζό­ταν γιά νά οἰ­κο­νο­μή­ση τά πρός τό ζῆν, νά σπου­δά­ση τήν κό­ρη της καί νά φρο­ντί­ση καί τήν μη­τέ­ρα της. Ἔ­παιρ­νε τήν σύν­τα­ξη τοῦ ΟΓΑ, 15.000 δραχ­μές καί ἔ­λε­γε: «Βα­σί­λισ­σα εἶ­μαι». Ἄν τῆς ἔ­δι­ναν χρή­μα­τα, τά ἔ­δι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἐ­νῶ τά τρό­φι­μα τά μοί­ρα­ζε σέ φτω­χούς.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐ­πι­σκε­πτό­ταν καί τό μο­να­στή­ρι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως στήν Σή­ψα. Οἱ ἀ­δελ­φές τήν ἀ­γα­ποῦ­σαν καί χαί­ρον­ταν νά τήν φι­λο­ξε­νοῦν. Ἡ ση­με­ρι­νή γε­ρό­ντισ­σα Πορ­φυ­ρία ἐν­θυ­μεῖ­ται καί ση­μει­ώ­νει γιά τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να: «Τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους τό 1992 με­τά ­ἀ­πό μιά ἀ­γρυ­πνί­α ἡ γε­ρό­ντισ­σά μας Ἀ­κυ­λί­να μᾶς ἔ­στει­λε τρεῖς ἀ­δελ­φές στό Δο­ξᾶ­το νά δοῦ­με τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να καί νά τῆς πᾶ­με ξύ­λα καί ἄλ­λες εὐ­λο­γί­ες.
»Ἦ­ταν μιά σκη­νή ἀ­πό ἀρ­χαῖ­ο Γε­ρον­τι­κό. Τό σπί­τι παμ­πά­λαι­ο, ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο, πάμ­πτω­χο. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να κυρ­τω­μέ­νη, ἀ­δύ­να­τη, μέ δύ­ο γα­λα­νά μα­τά­κια πού λάμ­πα­νε ἀ­πό τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, μᾶς εἶ­πε πολ­λά: “Γιά σᾶς πού νέ­α κο­ρί­τσια φύ­γα­τε ἀ­πό τά σπί­τια σας καί ζῆ­τε μέ­σα στά βου­νά πού εἶ­ναι τό Μο­να­στή­ρι σας, πού δώ­σα­τε τήν ζω­ή σας, πού εἶ­στε παι­διά τοῦ Θε­οῦ καί τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι κρυμ­μέ­νο μέ­σα σας, ἀρ­γό­τε­ρα μέ τά χρό­νια θά σᾶς φα­νε­ρώ­ση ὁ Θε­ός τά μυ­στι­κά Του­”. Ἦ­ταν τό­τε αὐ­τός ὁ λο­γι­σμός πού πο­λύ μέ ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε ἄν ἡ μο­να­χι­κή μου ζω­ή θά εἶ­χε πο­τέ καρ­πούς. “Ἐγώ”, μᾶς ἔ­λε­γε μέ μί­α φο­βε­ρή ἁ­πλό­τη­τα, “τώ­ρα τά βλέ­πω αὐ­τά πού βλέ­πω καί εἶ­μαι τό­σο με­γά­λη στήν ἡ­λι­κί­α­”.
»Εὐ­ω­δί­α­ζε ὁ­λό­κλη­ρη. Μᾶς σταύ­ρω­σε μί­α μί­α καί στήν κά­θε μί­α ἔ­λε­γε χεί­μαρ­ρο ἀ­πό εὐ­χές πού ἦ­ταν ὅ,τι ἡ κά­θε μιά εἶ­χε ἀ­νάγ­κη.
»Εἶ­πε ὅ­τι εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὅ­ρα­μα μέ τρί­α κο­ρί­τσια. Τό ἕ­να λε­γό­ταν νε­ρό, τό ἄλ­λο φω­τιά, τό ἄλ­λο τι­μή. “Ἡ τι­μή­”, εἶ­πε, “­ἄν τήν χά­σης δέν τήν ξα­να­βρί­σκεις, τήν φω­τιά τήν βρί­σκεις, τό νε­ρό ἐ­πί­ση­ς”.
»Κά­ποι­α στιγ­μή πού βρε­θή­κα­με μό­νες, μᾶς λέ­ει ξαφ­νι­κά: “Ἐγώ πολ­λά πέ­ρα­σα ἀλ­λά τά κρά­τη­σα μέ­σα μου καί ζυ­μώ­θη­καν μέ­σα μου καί γί­ναν ἕ­να μέ μέ­να καί τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα­”.
–Δη­λα­δή νά μήν μι­λᾶ­με Γε­ρόν­τισ­σα;
–Ἔ! μο­να­χού­τσι­κες εἴ­σα­στε (μο­να­χοῦ­λες δη­λα­δή). Νά μι­λᾶ­τε καί λί­γο ἀλ­λά νά λέ­τε πάν­τα τά κα­λά ὄ­χι τά στρα­βά.
»Ὅ­ταν εἴ­χα­με κά­ποια με­γά­λη δυ­σκο­λί­α, ξαφ­νι­κά ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στό Μο­να­στή­ρι μας ἀ­προ­ει­δο­ποί­η­τα. Σκυ­φτή, γα­λή­νια, μέ τά γα­λα­νά μα­τά­κια της γε­μά­τα ἀ­γά­πη. Στή­ρι­ζε τίς ἀ­δελ­φές, φε­ρό­ταν μέ ἀ­πέ­ραν­το σε­βα­σμό στήν Γε­ρόν­τισ­σά μας, κα­θό­ταν δυ­ό–τρεῖς μέ­ρες καί ἔ­φευ­γε πά­λι. Τίς νύ­χτες τήν ἄ­κου­γαν οἱ ἀ­δελ­φές ἀ­πό τά γει­το­νι­κά κελ­λιά νά ση­κώ­νε­ται καί νά προ­σεύ­χε­ται μέ δο­ξο­λο­γί­α, εὐ­χα­ρι­στί­α, δά­κρυ­α, γε­μά­τη θεῖ­ο ἔ­ρω­τα. Ἔμ­παι­ναν στό κελ­λί της καί οὔ­τε τίς κα­τα­λά­βαι­νε. Ἔ­λε­γε ὅ­τι τά δά­κρυ­α τῆς προ­σευ­χῆς νά μήν τά σκου­πί­ζου­με μέ μαν­τή­λια ἀλ­λά μέ τήν φούν­τα ἀ­πό τό κομ­πο­σχοί­νι, δι­ό­τι τά δά­κρυ­α αὐ­τά εἶ­ναι ἱ­ε­ρά.
»Ἕ­να πρω­ϊ­νό, (τό­τε τίς κα­θη­με­ρι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες τίς κά­να­με στήν Ἀ­νά­λη­ψη), ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ ὥ­ρα πού προ­σκυ­νᾶ­με τίς εἰ­κό­νες, ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἔ­τυ­χε νά στέ­κε­ται δί­πλα μου. Τήν βά­ζα­με νά χαι­ρε­τά­η με­τά τήν Γε­ρόν­τισ­σα καί οὐ­δέ­πο­τε καί γιά τί­πο­τε δέν εἶ­χε φέ­ρει ἀν­τίρ­ρη­ση. Ἐ­κεῖ­νο τό πρωΐ τήν ἔ­βλε­πα νά μήν κου­νι­έ­ται. Τῆς λέ­ω σι­γά: “Πᾶτε νά προ­σκυ­νή­σε­τε­”. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση πού δέν μοῦ ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α. Τῆς τό ξα­να­εῖ­πα. Ὅλες οἱ ἀ­δελ­φές τήν πε­ρί­με­ναν. Μ᾿ ἔπια­σε ἀ­γω­νί­α καί τήν σκούν­τη­σα ἐλα­φρά. Ντρε­πό­μουν κι ὅλας, ἤμουν ἡ τε­λευ­ταί­α στήν σει­ρά ρα­σο­φό­ρα καί τήν σε­βό­μου­να πο­λύ. Ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἄ­γαλ­μα. Δέν κου­νι­ό­ταν. Οἱ ἀ­δελ­φές πῆ­γαν στήν σει­ρά τους καί χαι­ρέ­τη­σαν. Τε­λεί­ω­σε ἡ πρώ­τη Ὥρα, πή­ρα­με εὐ­χή καί φύ­γα­με. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να με­τά τήν πρω­ϊ­νή Τρά­πε­ζα ζή­τη­σε νά μι­λή­ση στήν Γε­ρόν­τισ­σά μας. Τῆς εἶ­πε λοι­πόν ὅ­τι ἐ­κεῖ δί­πλα της στό παγ­κά­ρι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως ἀ­νά­με­σά μας στε­κό­ταν ὁ γέ­ρον­τας Γε­ώρ­γιος Καρ­σλί­δης καί αὐ­τή ἀ­πό τό δέ­ος δέν κου­νιό­ταν. “Μέ σκουν­τοῦ­σα­ν”, εἶ­πε, “­μέ ἔ­λε­γαν νά πά­ω νά προ­σκυ­νή­σω. Κα­λά, δέν βλέ­πα­νε τόν Γέ­ρον­τα;”».
Καί ἄλλη ἀδελφή σημειώνει: «Τό ἔ­τος 1994 ἦ­ταν ἡ χρο­νιά πού γιά πρώ­τη φο­ρά ἐ­πι­σκέ­φθη­κε καί φι­λο­ξε­νή­θη­κε στό μο­να­στή­ρι μας ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να. Ἡ χά­ρις ἦ­ταν δι­ά­χυ­τη στό πρό­σω­πό της, χα­ρί­ζο­ντας στήν ὅ­λη μορ­φή της μιά μυ­στη­ρι­ώ­δη γλυ­κύ­τη­τα πού εἵλ­κυ­ε τόν κά­θε πνευ­μα­τι­κό ἄν­θρω­πο πρός αὐ­τήν. Αὐ­τή ἡ γλυ­κύ­τη­τά της προ­ξέ­νη­σε καί σ᾿ ἐμέ­να τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά τήν πλη­σιά­σω καί νά συ­νο­μι­λή­σω μα­ζί της μέ πνεῦ­μα μα­θη­τεί­ας στά ὅ­σα θά εἶ­χε τυ­χόν νά μέ δι­δά­ξη. Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να ἦ­ταν πο­λύ γνω­στή καί εἶ­χε φή­μη ἁ­γί­ας γυ­ναι­κός, ἀλ­λά πα­ρολ᾿ αὐ­τά δέν ἔ­τυ­χε πο­τέ νά φθά­ση κά­τι στ᾿ αὐ­τιά μου γι᾿ αὐ­τήν, γι᾿ αὐ­τό καί τήν πλη­σί­α­σα ἔ­χο­ντας τό μυα­λό μου κα­θα­ρό καί ἀ­νε­πη­ρέ­α­στο ἀ­πό ἐντυ­πώ­σεις τρί­των. Ἔ­σκυ­ψα, πῆ­ρα τα­πει­νά τήν εὐ­χή της καί ση­κώ­νον­τας τό­ κε­φά­λι μου συγ­κλο­νί­στη­κα ὁ­λό­κλη­ρη κα­θώς τό βλέμ­μα ἔ­πε­σε στά βα­θυ­γά­λα­νά της μά­τια πού μέ δι­α­περ­νοῦ­σαν ὁ­λό­κλη­ρη καί βυ­θί­ζον­ταν στό εἶ­ναι μου. Πνευ­μα­τι­κή ἀ­κτι­νο­γρα­φί­α, σκέ­φτη­κα.
»Τό ὅ­λο της πα­ρου­σι­α­στι­κό θύ­μι­ζε πα­λαι­ά ἀ­σκή­τρια. Ἕ­να μι­κρό ἄν­θος τῆς ἐ­ρή­μου. Τά φτω­χι­κά της μο­να­χι­κά ἐν­δύ­μα­τα, τό ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νο της πα­ρου­σι­α­στι­κό ἀ­πό τίς ἀ­έ­να­ες νυ­χθή­με­ρες προ­σευ­χές της, τά βα­θου­λω­μέ­να της μά­τια, σοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι βρι­σκό­σουν μπρο­στά σέ μιά ἀ­σκή­τρια τοῦ ὄ­ρους τῆς Νι­τρί­ας. Προ­πα­ντός δέ ἡ ἀ­σκη­τι­κή εὐ­ω­δί­α πού ἀ­νέ­πεμ­πε στήν ὅ­λη ἀ­τμό­σφαι­ρα γύ­ρω της. Ἀ­κό­μη θυ­μᾶ­μαι τό ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο ἀ­πό τήν πο­λυ­και­ρία κομ­πο­σχοί­νι της πού ἔ­φερ­νε ἀ­τέ­λει­ω­τους γύ­ρους στά ρο­ζι­α­σμέ­να της δά­κτυ­λα λέ­γο­ντας τήν ἀ­γα­πη­μέ­νη της μο­νο­λό­γι­στη εὐ­χή.
»Στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν πάν­το­τε ὄρ­θια, σπα­νί­ως θά κα­θό­ταν, καί αὐ­τό μό­νο ἄν ἡ δι­κή μας Γε­ρόν­τισ­σα ἦ­ταν κα­θι­στή. Ὅ­ταν δέ ἡ ἀ­κο­λου­θί­α ἐτε­λεῖ­το στό μι­κρό ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ γέ­ρον­τος Γε­ωρ­γί­ου Καρ­σλί­δη, τήν Ἀ­νά­λη­ψη, τήν βλέ­πα­με ἄν ἦ­ταν κα­θι­στή, νά πε­τά­γε­ται πά­νω ἤ ὅ­ταν ἦ­ταν ὄρ­θια, νά μέ­νη ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νη καί νά κοι­τά­η μέ ἐ­πι­μο­νή πρός μιά κα­τεύ­θυν­ση. Κα­τό­πιν, γύ­ρι­ζε ἔκ­πλη­κτη πρός ἐ­μᾶς καί μᾶς ρω­τοῦ­σε μέ ἀ­πο­ρί­α: «Κα­λά, ἐ­σεῖς δέν εἴ­δα­τε τόν Γέ­ρον­τα; Τό­ση ὥ­ρα βρι­σκό­ταν ἀ­νά­με­σά σας καί σᾶς κοί­τα­ζε!». Τέ­τοι­α κα­θα­ρό­τη­τα εἶ­χαν τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς της ὥ­στε ἔ­βλε­παν τούς οὐ­ρά­νιους ἐ­πι­σκέ­πτες. Αὐ­τή ὅ­μως δέν μπο­ροῦ­σε νά τό συ­νει­δη­το­ποι­ή­ση αὐ­τό λό­γῳ τῆς με­γά­λης της ἁ­πλό­τη­τας.
»Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να φι­λο­ξε­νού­με­νη στό μο­να­στή­ρι μας δι­έ­με­νε πλη­σί­ον στό να­ΰ­δριο τοῦ Γέ­ρο­ντα. Πολ­λές φο­ρές τά πρω­ϊ­νά μᾶς ἔ­λε­γε μέ θαυ­μα­σμό: “Πώ, πώ! Τί ἀ­γρυ­πνί­α ἦ­ταν αὐ­τή πού εἴ­χα­τε ἀ­πό­ψε! Μά τί ψαλ­μω­δί­ες ἦ­ταν αὐ­τές!”­. Καί πά­λι στίς δι­κές μας ἀντιρ­ρή­σεις ὅ­τι δέν εἴ­χα­με ἀ­γρυ­πνί­α ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ, ἀ­δυ­να­τοῦ­σε νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­ση ὅ­τι δέν ἦταν ἀν­θρώ­πι­νες ψαλ­μω­δί­ες ἐ­κεῖ­νες πού ἄ­κου­σε. Πα­ρό­μοι­ο πε­ρι­στα­τι­κό μᾶς δι­η­γή­θη­κε μιά κυ­ρί­α πού γνώ­ρι­ζε τήν Γε­ρόν­τισ­σα. Δί­πλα ἀ­πό τό σπί­τι τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας ὑ­πῆρ­χε τό κτί­ριο τοῦ ΟΤΕ. Κά­θε νύ­χτα ἄ­κου­γε ἀπ᾿ ἐ­κεῖ ψαλ­μω­δί­ες. “Μά τί κα­λά παλ­λη­κά­ρια εἶ­ναι αὐ­τά;” δι­η­γό­ταν στήν κυ­ρί­α. “Ὅλη μέ­ρα δου­λεύ­ουν καί κά­θε βρά­δυ ἀ­γρυ­πνία. Μπρά­βο τους! Ὁ Θε­ός νά τά εὐ­λο­γῆ”. Φυ­σι­κά, ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι τό βρά­δυ τό κτί­ριο ἦ­ταν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά βυ­θι­σμέ­νο στήν σι­ω­πή γιά ὅ­λους τούς ἄλ­λους γεί­το­νες.
»Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να προ­σευ­χό­ταν ἀ­δι­α­λεί­πτως. Κά­θε φο­ρά πού πή­γαι­να στό κελ­λί, ὅ­ποι­α ὥ­ρα καί νά ἦ­ταν πρωΐ ἤ βρά­δυ, τήν εὕ­ρι­σκα νά προ­σεύ­χε­ται εἴ­τε κα­θι­στή εἴ­τε ὄρ­θια μέ τό κομ­πο­σχοί­νι της καί τά μά­τια της πάν­τα γε­μᾶ­τα δά­κρυ­α. Ἔ­τσι τήν βρῆ­κα καί μιά μέ­ρα πού πῆ­γα νά τῆς πά­ω τό δί­σκο γιά με­ση­με­ρια­νό φα­γη­τό. Ση­κώ­θη­κε ὄρ­θια, μ᾿ ἀγ­κά­λια­σε, μέ φί­λη­σε καί μοῦ εὐ­χή­θη­κε στορ­γι­κά. Τήν ρώ­τη­σα:
–Γε­ρόν­τισ­σα, τί νά κά­νω ὅ­ταν μ᾿ ἐ­νο­χλοῦν κα­κοί λο­γι­σμοί;
–Νά κά­νης κομ­πο­σχοί­νι. Πιό ἀρ­γά θά φύ­γουν αὐ­τά. Πιό ἀρ­γά ὅ­μως.
»Με­τά κοί­τα­ξε τό μέ­τω­πό μου, ἄ­στρα­ψε ὅ­λη ἡ μορ­φή της καί εἶ­πε μέ χα­ρά:
–Ἄ! Αὐ­τός ὁ σταυ­ρός πού ἔ­χεις στό κά­λυμ­μά σου, καί μοῦ σταύ­ρω­σε τό κε­φά­λι λέ­γον­τάς μου: “Ὁ Θε­ός νά σοῦ δώ­ση αὐ­τά πού πο­θεῖ ἡ ψυ­χή σου”.
»Εἶ­χε κα­τα­λά­βει ὅ­λες μου τίς πνευ­μα­τι­κές ἐ­πι­θυ­μί­ες.
–Ὁ Θε­ός σ᾿ ἀ­γα­πά­ει, μοῦ εἶ­πε ξα­νά. Νά τόν προ­σκυ­νᾶς τόν Χρι­στό. Ν᾿ ἀ­πο­λαύ­σης αὐ­τήν τήν ζω­ή (τήν μο­να­χι­κή). Σέ κα­λό μέ­ρος εἶ­σαι ἐ­δῶ. Ὁ Θε­ός σ᾿ ἔ­πλα­σε γιά νά τόν ἀ­γα­πᾶς καί γεν­νή­θη­κες μό­νο γιά Ἐ­κεῖ­νον, γιά νά Τόν ἀ­γα­πᾶς. Θά ζή­σεις πολ­λά χρό­νια καί πο­λύ με­γά­λη θά πε­θά­νεις.
»Ἄλ­λο­τε σέ μιά συ­ζή­τη­ση τήν ρώ­τη­σα:
–Πῶς ν᾿ ἀ­γα­πή­σου­με τόν Χρι­στό;
–Νά τόν κλαῖ­τε τόν Χρι­στό. Νά σκέ­φτε­στε συ­νέ­χεια τό πά­θος Του. Νά κλαῖ­τε. Καί ἄν δέν μπο­ρῆ­τε νά κλαῖ­τε, ἄς πο­νάη ἡ καρ­διά σας˙ τά δά­κρυ­α θἄρ­θουν με­τά καί θά εἶ­ναι καί κα­λύ­τε­ρα. Εἶ­σαι ἀ­κό­μα μι­κρή. Νά ξε­χά­σης αὐ­τά πού ἔ­χεις στόν νοῦ σου. Νά κοι­τᾶς τόν Χρι­στό στόν Σταυ­ρό, Ἐ­κεῖ­νον πού πέ­θα­νε γιά μᾶς, γιά ὅ­λους μας. Καί τό­τε θά ἔρ­θει ἡ ἀ­γά­πη γιά Ἐ­κεῖ­νον.
»Μοῦ δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ὅταν ἦ­ταν στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα τήν Πα­να­γί­α νά ψά­χνη τόν Υἱ­όν της (τόν Ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν τό­τε φυ­λα­κι­σμέ­νο) καί νά ρω­τά­η μέ­σα στόν πό­νο καί τήν ἀ­γω­νί­α της τούς στρα­τι­ῶ­τες καί κα­νείς νά μήν τῆς ἀ­παν­τά­η. Αὐ­τά ὅ­λα τά ἔ­λε­γε μέ­σα σέ λυγ­μούς καί βρι­σκό­ταν ἀ­κό­μη καί ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή μπρο­στά ἴ­σως στό ἴ­διο θέ­α­μα. Τό­σο μέ μα­γνή­τι­σε ἡ μορ­φή της ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή πού δέν ἤ­θε­λα νά φύ­γω ἀ­πό κον­τά της.
»Ἄλ­λη φο­ρά τῆς εἶ­πα: “Γε­ρόν­τισ­σα, πο­νῶ ὅ­ταν σκέ­φτω­μαι τόν Χρι­στό”, καί μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Αὐ­τό θά σέ σώ­σει”. Σέ ἐ­ρώ­τη­σή μου πῶς νά γί­νω κα­θα­ρή μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: “Αὐ­τό θἄρ­θει με­τά ἀ­πό χρό­νια”. Ὅ­ταν τῆς εἶ­πα ὅ­τι ἔ­χω κα­κούς λο­γι­σμούς, μοῦ εἶ­πε: “Νά φέρ­νης πάν­το­τε τόν Χρι­στό μπρο­στά σου καί νά Τόν ἔ­χης μέ­σα στήν καρ­διά σου. Ζή­τα Του νά μήν χά­σης αὐ­τά πού ἔ­χεις καί ὅ­λα τά κα­κά θά φύ­γουν. Νά φω­νά­ζης τήν Ἁ­γί­α Τριά­δα. Πο­τέ νά μήν ἀ­πο­μα­κρύ­νης τόν Χρι­στό ἀ­πό τήν σκέ­ψη σου. Ἐ­γώ πάν­τα Τόν ἔ­χω μέ­σα μου, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Καί ἐ­σύ νά ἔ­χης πάν­το­τε τόν Χρι­στό μπρο­στά σου καί νά μήν στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, για­τί ὁ δι­ά­βο­λος μᾶς πο­λε­μᾶ ὅ­λους”­.
»Πο­λύ τήν ἀ­γά­πη­σα τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να για­τί ἀ­γα­ποῦ­σε μέ ὅ­λο της τό εἶ­ναι τόν Χρι­στό. Ἦ­ταν ἡ ζω­ή της, δέν σκε­φτό­τα­νε τί­πο­τα ἄλ­λο. Ζοῦ­σε σέ ἄλ­λο κό­σμο, τόν δι­κό Του κό­σμο. Τά μά­τια της, αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α μά­τια, πί­στευ­ες ὅ­τι βλέ­πα­νε τά πάν­τα, ὁ­ρα­τά καί ἀ­ό­ρα­τα. Εἶ­χε μιά ἀ­γά­πη, μιά στορ­γή γιά ὅ­λους, προ­σευ­χό­τα­ν γιά ὅ­λον τόν κό­σμο καί μνη­μό­νευε τά ὀ­νό­μα­τα πού τῆς ἔδι­ναν. Λά­τρευ­ε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τόν Θε­ό μέ ὅ­λη τήν ὕπαρ­ξή της. Δέν ἔ­τρω­γε, δέν κοι­μό­τα­νε, γιά νά τά δώ­ση ὅ­λα στήν προ­σευ­χή. Ζοῦ­σε πάμ­πτω­χη. Δέν εἶ­χε κα­μ­μί­α ἄ­νε­ση. Τό σπί­τι της ἐ­ρεί­πιο. Δέν τήν πεί­ρα­ζε καί οὔ­τε πο­τέ ἔ­κα­νε πα­ρά­πο­νο γιά τί­πο­τα. Δέν ἤ­θε­λε τί­πο­τα. Ἡ μό­νη μέ­ρι­μνά της ἦ­ταν νά κρα­τά­η τόν Χρι­στό».
Τό φτω­χι­κό κελ­λά­κι τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας συγ­κέν­τρω­νε πολ­λούς πο­νε­μέ­νους καί δι­ψα­σμέ­νους πνευ­μα­τι­κά ἀν­θρώ­πους καί αὐ­τή ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη με­τέ­δι­δε πα­ρη­γο­ριά καί εἰ­ρή­νη. Ἀνά­λο­γα μέ τίς πνευ­μα­τι­κές ἀνά­γκες τοῦ κα­θε­νός συ­μβού­λευε ἁπλά καί πρα­κτι­κά ἀπό τήν πεῖ­ρα καί τήν Χά­ρι πού εἶχε:
«Νά πᾶς (γιά προ­σκύ­νη­μα) στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἐκεῖ εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοί μας».
«Πρέ­πει νά τυ­ραν­νή­σης τήν ψυ­χή σου γιά νά σέ ἀ­κού­ση ὁ Θε­ός».
«Σ᾿ αὐ­τή τήν ζω­ή εἴ­μα­στε προ­σω­ρι­νοί. Ἤρ­θα­με καί φεύ­γο­με. Μό­νο τά βου­νά μέ­νουν στήν θέ­ση τους».
«Ἔ­κα­νε ὁ ἄλ­λος λά­θος, ἄρ­ρω­στος εἶ­ναι. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι ἀρ­ρώ­στια. Νά τούς λυ­πώ­μα­στε τούς ἀν­θρώ­πους πού κά­νουν ἁ­μαρ­τί­ες».
«Ὅ­λοι θά πε­θά­νου­με, ἀλ­λά εἶ­ναι δύ­σκο­λος ὁ θά­να­τος».
«Ἐ­δῶ (σ᾿ αὐ­τήν τήν ζω­ή) εἶ­ναι τό βα­ρύ (δύ­σκο­λο). Πῶς νά ἐ­λα­φρώ­σου­με τήν ψυ­χή μας. Ἐ­κεῖ πά­νω εἶ­ναι ὅ­λα τε­λει­ω­μέ­να».
«Ὁ κα­θέ­νας νά νη­στέ­ψη κα­τά τήν κρά­ση του, ὅ­σο βα­στά­ει (ἀν­τέ­χει) τό πνεῦ­μα του. Ἐ­κεῖ­να τά πολ­λά πού θά νη­στέ­ψου­με δέν μᾶς τά γνω­ρί­ζει (λαμ­βά­νει ὑπ᾿ ὄ­ψη του) ὁ Θε­ός. Ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει τήν ψυ­χή μας. Μέ τήν ἐλιά ξη­με­ρω­νό­μου­να καί, ὅ­ταν ἦ­ταν νά κοι­νω­νή­σω, καί τήν ἐλιά βα­στοῦ­σα (νή­στευα). Δέν μέ ἔ­βλα­πτε. Ἡ πολ­λή νη­στεί­α ὅ­μως δυ­σκο­λεύ­ει τήν ψυ­χή καί δέν μπο­ρεῖ νά προ­σευ­χη­θῆ. Δέν μπο­ρεῖ νά κα­τε­βά­ση τό μυα­λό ὅ­ταν εἶ­ναι νη­στι­κό, ὅ­ταν εἶ­ναι τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο, δέν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀ­κού­ση τήν ψυ­χή».
«Νά ὑ­πη­ρε­τῆς τόν ἑ­αυ­τό σου καί αὐ­τούς πού ἔ­χεις στό σπί­τι σου. Ἐ­γώ καί μ᾿ ἕνα μπου­κά­λι νε­ρό περ­νοῦ­σα τήν μέ­ρα, δέν πά­θαι­να τί­πο­τα, ἀλ­λά τό βρά­δυ ἔ­τρω­γα κά­να κρεμ­μύ­δι. Κα­θά­ρι­ζα τό χω­ρά­φι, ἀλ­λά νά σέ πῶ δέν πά­θαι­να τί­πο­τε. Μέ τή νη­στεί­α δέν πα­θαί­νεις τί­πο­τα, ἀλ­λά ἅ­μα πε­ρά­ση ἡ ἡ­λι­κί­α, ὅλα σέ βρί­σκουν. Ἀ­δυ­να­τοῦν μέ­σα τά ὄρ­γα­να καί δέν μπο­ρεῖς. Τώ­ρα ἔ­χω σταυ­ρό, ἀλ­λά πο­λε­μῶ νά κά­νω τή νη­στεί­α μου. Κρέ­ας δέν τρώ­ω».
«Ὅ­ταν πα­ρα­κα­λῆ­τε τήν Πα­να­γί­α γιά κά­τι, θέ­λει νά σᾶς ἀ­κού­ση ἀλ­λά θέ­λει καί τήν δι­κή σας ὑ­πο­μο­νή καί θέ­λη­ση. Νά βα­στά­ζε­τε Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή νη­στεί­α. Γε­νι­κά τήν θέ­λει ἡ Πα­να­γί­α τή νη­στεί­α. Χαί­ρε­ται καί μπο­ρεῖ νά με­σι­τεύ­ση στόν Κύ­ριον ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦν Χρι­στόν».
«Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στε­νο­χώ­ρια νά τήν ση­κώ­νου­με μέ ὑ­πο­μο­νή. Δέν θά μα­ραί­νου­με τήν ψυ­χή μας, κα­κό λό­γο δέν θᾶ ποῦ­με, οὔ­τε στόν Θε­ό οὔ­τε σέ κεῖ­νον πού προ­ξε­νεῖ τήν στε­νο­χώ­ρια. Θά τήν κρα­τοῦ­με σάν δι­κό μας βί­ο (βί­ω­μα). Γιά μᾶς ἦρ­θε, ὁ Θε­ός θά τήν πά­ρει καί θά φέ­ρει κα­λύ­τε­ρα. Καί νά πα­ρα­πο­νε­θοῦ­με καί νά στε­νο­χω­ρη­θοῦ­με, θά τό βά­λου­με στόν τό­πο του (θά τό δι­ορ­θώ­σου­με); Ἐ­μεῖς καί νά στε­νο­χω­ρι­ώ­μα­στε καί νά σφιγ­γώ­μα­στε χαλ­νᾶ­με (ζη­μι­ώ­νου­με) τόν ἑ­αυ­τό μας. Ἐ­μεῖς θά κά­νου­με τό ἀν­θρώ­πι­νο καί τἄλ­λα στόν Θε­ό. Ἡ ὑ­πο­μο­νή ἄ­κρα (ὅ­ρια) δέν ἔ­χει».
«Ὅλα τά δο­κί­μα­σα, μό­ν­ο ἡ ὑ­πο­μο­νή μέ βο­ή­θη­σε. Δό­ξα τῷ Θε­ῷ».
«Ὅ,τι θέ­λε­τε δέν μπο­ρεῖ­τε νά τό ζη­τή­σε­τε ἀ­πό τόν Θε­ό ἅμα δέν κρα­τᾶ­τε τίς νη­στεῖ­ες καί τήν δι­και­ο­σύ­νη˙ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες ὅ­σο μπο­ρεῖ­τε νά δί­νε­τε. Πού τἄ­χου­με ὅ­λα νά δο­ξά­ζου­με τόν Θε­ό. “Δόξα τῷ Θεῷ­”, νά τό λέ­με. Για­τί θυ­μᾶ­σαι καί τό χαί­ρε­σαι. Ἐ­κεί­νη τήν χα­ρά τήν ἀ­να­λα­βαί­νει ὁ Θε­ός».
«Νά πα­ρα­κα­λᾶ­με πρῶ­τα τόν Χρι­στό, ὕ­στε­ρα Ἀγ­γέ­λους, Ἁγίους. Ὅ­σους βά­λεις στό μυα­λό σου, ὅ­ποι­ους θέ­λεις. Ὄ­χι μό­νο κά­ποι­ον συγ­κε­κρι­μέ­νον. Για­τί ὅ­λοι προ­σπα­θοῦν γιά μᾶς. Καί τή νύ­χτα κι ὅλας. Τή νύ­χτα ὅ­πως καί μεῖς προ­σευ­χό­μα­στε καί κεῖ­νοι τά παίρ­νουν ἐ­κεῖ­να καί τά πα­αί­νουν στήν Πα­να­γί­α καί ἡ Πα­να­γί­α τά πα­αί­νει στόν Χρι­στό».
«Ὅ­σο προ­σπα­θοῦ­με καί μᾶς ἔρ­χε­ται ἡ εὐ­λά­βεια, θέ­λου­με πιό πο­λύ νά δυ­σκο­λευ­τοῦ­με. Καί (γιά) κεῖ­νο μᾶς δο­κι­μά­ζει ὁ Θε­ός λί­γο νά δῆ θά μπο­ροῦ­με νά τό βα­στά­ξου­με; Θά κά­νου­με ὑ­πο­μο­νή. Καί κα­λό νά εἶ­ναι θά τό βα­στά­ξου­με καί κα­κό νά εἶ­ναι θά τό βα­στά­ξου­με. Για­τί ὅ­λα ὁ Θε­ός ἐ­δῶ τά ἔ­δω­σε».
«Τήν τι­μή (σή­με­ρα) ποῦ νά τήν βροῦ­με; Ἔφυ­γε, πέ­τα­ξε, δέν ὑπάρ­χει. Ἡ τι­μή πού εἶ­ναι στόν ἄν­θρω­πο στο­λί­δι καί στήν ζωή του καί στόν θά­να­το. Καί πού θά πε­θά­νου­με θά μᾶς ζη­τή­σουν τήν τι­μή μας».
«Καμ­μιά φο­ρά μέ ἔρ­χε­ται μιά στε­νο­χώ­ρια χω­ρίς νά θέ­λω. Ὅμως δέν ἀπελ­πί­ζο­μαι. Ἄς ἔρ­θη καί αὐ­τή. Ὁ και­ρός τά φέρ­νει, ὁ και­ρός τά παίρ­νει. Νά τά πε­ρά­σου­με ὅλα, διό­τι εἴ­μα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι στόν Θεό. Ὁ Θε­ός ὅπως τά δί­νει θά τά πά­ρει. Καί ἄλ­λο κα­λύ­τε­ρο δέν ἔχου­με ἀπό τήν ὑπο­μο­νή. Μήν ἀπελ­πι­ζώ­μα­στε. Ὅσο πε­ρισ­σό­τε­ρο βα­στή­ξει, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρη χα­ρά θά ἔχου­με».
«Νά κρα­τᾶς τό­σο πο­λύ τόν ἑαυ­τό σου (τό νοῦ σου) στήν ψυ­χή σου (συ­γκε­ντρω­μέ­νο), μήν τήν βά­ζεις τήν λο­γι­κή μέ­σα, νά φέ­ρης (σκέ­φτε­σαι) ἅγια πράγ­μα­τα, καί νά σκέ­φτε­σαι ποιός Ἅγιος θά σέ βο­η­θή­σει. Ὅ,τι καί νά κά­νης Ἅγιοι θά σέ ἐξυ­πη­ρε­τή­σουν».
Σέ πολ­λούς νέ­ους ἔδι­νε τήν εὐ­χή της νά πα­ντρευ­τοῦν καί εἶ­χαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νο γά­μο. Σέ ἄλ­λους προ­έ­λε­γε τήν γέν­νη­ση τῶν παι­δι­ῶν τους καί μά­λι­στα ἔλε­γε πό­σα θά εἶ­ναι.
Σέ κά­ποι­ον νέο προ­εῖ­πε ὅ­τι θά πε­ρά­σει στήν σχο­λή πού ἐπι­θυ­μεῖ, στήν ἀρ­χή θά δυ­σκο­λευ­τῆ καί με­τά θά εἶ­ναι κα­λά, ὅπως καί ἔγι­νε.
Σέ κά­ποια κυ­ρία πού εἶ­χε πολ­λά παι­διά καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τ᾿ ἀφή­ση γιά νά πάη στούς Ἁγί­ους Τό­πους, ἐνῶ τό ἤθε­λε πο­λύ, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τῆς προ­εῖ­πε ὅτι θά ἐκ­πλη­ρω­θῆ ὁ πό­θος της καί μά­λι­στα στό ση­μεῖο πού βρέ­θη­κε ὁ Τί­μιος Σταυ­ρός, θά κλά­ψει, ὅπως συ­νέ­βη.
Στόν Ἀν­τί­γο­νο Γα­νι­τί­δη πού τήν ρώ­τη­σε ἄν θά πρέ­πει νά παν­τρευ­τῆ μία κο­πέλ­λα πού τήν πρό­τει­ναν οἱ δι­κοί του καί πού ἦταν πο­λύ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ Γε­ρόν­τισ­σα ἀ­πάν­τη­σε: «Ὄ­χι, ὄ­χι, δέν θά τήν πά­ρεις γιά γυ­ναῖ­κα σου. Ἐ­σύ θά πά­ρεις μιά γυ­ναῖ­κα πού θά εἶ­ναι πο­λύ δε­μέ­νη μέ τήν μάν­να της». Πράγ­μα­τι ἔτσι ἔ­γι­νε.
Σέ κά­ποια παν­τρε­μέ­νη πού τήν ἐπι­σκέ­φθη­κε, τῆς εἶ­πε ὅταν ἔφευ­γε ὅτι θά κά­νει ἀγο­ρά­κι. Αὐ­τή δέν κα­τά­λα­βε, για­τί δέν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι εἶ­ναι ἔγ­κυ­ος, πρᾶγ­μα πού ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τό εἶ­χε δεῖ πνευ­μα­τι­κά.
Με­ρι­κές φο­ρές, ἐ­νῶ προ­σευ­χό­ταν στό κελ­λί της καί χτυ­ποῦ­σε κά­ποι­ος τήν πόρ­τα, αὐ­τή τόν κα­λω­σό­ρι­ζε μέ τό ὄ­νο­μά του πρίν νά τόν δῆ. Βά­δι­ζε στούς δρό­μους τῆς Δρά­μας, καί ἐ­νῶ περ­νοῦ­σαν πολ­λά αὐ­το­κί­νη­τα, αὐ­τή, χω­ρίς νά πα­ρα­τη­ρῆ τ᾿ αὐ­το­κί­νη­τα, φώ­να­ζε κά­ποι­ον γνω­στό της καί τόν χαι­ρε­τοῦ­σε ἀ­πό μα­κρυά ἐνῶ ἦταν μέ­σα σέ αὐ­το­κί­νη­το. Ἀν­θρω­πί­νως δέν ἦ­ταν δυ­να­τόν οὔ­τε τό αὐ­το­κί­νη­το νά ξε­χω­ρί­ση, ἀλ­λά αὐ­τή τά ἔ­βλε­πε δι­α­φο­ρε­τι­κά καί δι­έ­κρι­νε ἀκό­μη καί τά γνω­στά της πρό­σω­πα ἀ­πό μα­κρυ­ά.
Κά­πο­τε τήν ρώ­τη­σε ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη Ρα­δῆ–Τα­μπου­λί­δου: «Γε­ρόν­τισ­σα, ἔ­χω χο­λη­στε­ρί­νη καί οἱ για­τροί μοῦ εἶ­παν νά ἐ­λατ­τώ­σω τήν τρο­φή. Δέν εἶ­μαι κα­λά. Ἀ­πό τήν δί­αι­τα ἐ­ξαν­τλή­θη­κα, δέν μπο­ρῶ νά ση­κώ­σω τό χέ­ρι μου». Ἀ­πάν­τη­σε ἡ Γε­ρόν­τισ­σα: «Δέν τρῶς, παι­δί μου. Ἡ ζω­ή ἀπ᾿ τό φαΐ ἔρ­χε­ται. Μήν ἀκοῦς τούς για­τρούς. Ν᾿ ἀρ­χί­σης νά τρῶς». Μοῦ εἶ­πε νά γο­να­τί­σω στά εἰ­κο­νί­σμα­τα καί αὐ­τή προ­σευ­χό­ταν: «…καί τήν Ἕλ­λη… νά μήν ἀρ­ρω­στή­ση, τί θά κά­νει τά ἕ­ξι παι­δά­κια της, πά­ρε ἀ­πό μέ­να καί δῶ­σε δύ­να­μη σ᾿ αὐ­τήν». Ση­κώ­θη­κε ἡ κυ­ρί­α Ἕλ­λη καί ἦ­ταν κα­λά.
Ἡ γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να πολ­λές φο­ρές ἔ­λα­βε πεῖ­ρα δαι­μό­νων ἀλ­λά ἡ μα­κα­ρί­α ἁ­πλό­τη­τά της καί ἡ τα­πεί­νω­σή της σάν θώ­ρα­κες τήν προ­στά­τευ­αν ἀ­πό τήν κα­κί­α τοῦ δι­α­βό­λου. Τήν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος: «Σοῦ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται δαί­μο­νες;». Ἀ­πάν­τη­σε: «Τούς στέλ­νει ὁ ἄλ­λος, ἀλ­λά δέν ἔ­χουν δι­καί­ω­μα νἄρ­θουν κο­ντά μου. Ἔ­χουν τόν φό­βο».
Δι­η­γή­θη­κε: «Πῆ­γα νά προ­σευ­χη­θῶ καί ἔρ­χε­ται ἕ­νας καί μοῦ δί­νει ἕ­να χα­στού­κι ἐ­δῶ καί βρω­μί­θη­σεν (αἰ­σθάν­θη­κα δυ­σω­δί­α). Ση­κώ­νο­μαι καί σκεύ­ο­μαι… Μό­λις μέ χτύ­πη­σε ἦρ­θε Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, τόν εἶ­δα τόν Ἄγ­γε­λο Κυ­ρί­ου, καί εἶ­πε: “Τί δι­καί­ω­μα ἔ­χεις καί πᾶς σ᾿ αὐ­τήν; Αὐ­τή στε­φά­νι φο­ρά­ει στό κε­φά­λι τη­ς”. Ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Τό χα­στού­κι πού μέ πό­νε­σε τό θυ­μᾶ­μαι».
Τήν ρώ­τη­σε ὁ Ἀν­τί­γο­νος Γα­νι­τί­δης ἀ­πό τό Δο­ξᾶ­το Δρά­μας γιά τά τε­λώ­νια καί ἡ Γε­ρόν­τισ­σα τόν μά­λω­σε λέ­γον­τάς του ὅ­τι εἶ­ναι μι­κρός καί νά μήν ἀ­σχο­λῆ­ται μ᾿ αὐ­τά. Καί ὕ­στε­ρα τοῦ δι­η­γή­θη­κε: «Κά­ποι­ο κα­λο­καί­ρι, ἦ­ταν βρά­δυ καί κα­θό­μουν σ᾿ αὐ­τό τό κα­μα­ρά­κι. Ἦρ­θαν δύ­ο ἄ­σχη­μοι ἄν­τρες (δαί­μο­νες) μέ κόκ­κι­να μά­τια καί μέ χτυ­πή­σα­νε καί μέ ρί­ξα­νε κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι, ἀλ­λά με­τά ἦρ­θαν οἱ δι­κοί μας (Ἄγ­γε­λοι) καί τούς ἔ­κα­ναν “μέ τά κρεμ­μυ­δά­κια”. Τό πρωΐ μέ βρῆ­κε ὁ ἐγ­γο­νός μου κά­τω πε­σμέ­νη, χτυ­πη­μέ­νη καί μέ πή­γα­νε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Δρά­μας. Γι᾿ αὐ­τό σοῦ λέ­ω μήν ἀ­σχο­λῆ­σαι μέ τά τε­λώ­νια».
Κά­ποι­α πού τήν γνώ­ρι­σε μαρ­τυ­ρεῖ: «Ὅ­ταν γνώ­ρι­σα τήν γε­ρόν­τισ­σα Ἄν­να, ἦ­ταν πά­νω ἀ­πό ἐ­νε­νήν­τα χρό­νων. Τήν ἔ­νι­ω­σα ὄ­χι σάν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη ἀλ­λά σάν μι­κρό ἀ­πί­στευ­τα χα­ρού­με­νο παι­δά­κι. Ἦ­ταν ἀ­νά­λα­φρη καί ἀ­θώ­α, καί ὁ χρό­νος θαρ­ρεῖς πώς δέν τήν εἶ­χε ἀγ­γί­ξει. Ἦ­ταν τό ὀ­μορ­φό­τε­ρο καί γλυ­κύ­τε­ρο πρό­σω­πο πού εἶ­χα δεῖ στήν ζω­ή μου. Ἀ­να­παύ­ο­μαι καί αἰ­σθά­νο­μαι πα­ρη­γο­ριά ἀ­κό­μη καί τώ­ρα, ὅ­ταν μό­νο σκέ­φτω­μαι τήν γλυ­κύ­τη­τα καί τήν χά­ρη τοῦ προ­σώ­που τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας».
Ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1998 σέ ἡ­λι­κί­α 95 ἐ­τῶν. Ὅ­ταν ξε­ψυ­χοῦ­σε, ἐ­πε­κα­λεῖ­το ὅ­λους τούς γνω­στούς της Ἁ­γί­ους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν ἅγιο Ἀ­λέ­ξιο πού τόν εἶ­χε σέ ξε­χω­ρι­στή εὐ­λά­βεια.
Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τῆς γε­ρόν­τισ­σας Ἄν­νας.
Νά ἔ­χου­με τήν εὐ­χή της. Ἀμήν.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αθηνά Σγούρου



site analysis


SGOYROY
Γεν­νή­θη­κε τό 1879 στό Χω­ριό Κου­ρα­μά­δες Κερ­κύ­ρας ἀ­πό γο­νεῖς πο­λύ φτω­χούς ἀλ­λά πο­λύ τί­μιους καί πι­στούς. Ὁ πα­τέ­ρας της λε­γό­ταν Χρι­στό­δου­λος Σγοῦ­ρος καί ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος Βυ­ζαντι­νῆς οἰ­κο­γέ­νειας πού εἶ­χε ἐγ­κα­τα­στα­θῆ ἀ­πό αἰ­ῶ­νες στήν Κέρ­κυ­ρα. Ἡ μάν­να της λε­γό­ταν Κων­σταντί­να Γραμ­μέ­νου. Προερ­χό­ταν ἀπό πο­λύ­τε­κνη οἰ­κο­γέ­νεια.
Ἀ­πό τά πρῶ­τα της χρό­νια ἔ­ζη­σε τήν με­γά­λη φτώ­χεια, τήν στέ­ρη­ση καί τόν θά­να­το μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ἀ­πό τά δώ­δε­κα παι­διά πού ἔ­φε­ραν στόν κό­σμο οἱ γο­νεῖς της μό­νο πέντε ἐ­πέ­ζη­σαν καί ἀ­πό αὐ­τά ἕ­να ἦ­ταν σω­μα­τι­κά ἀ­νά­πη­ρο καί ἕ­να δι­α­νο­η­τι­κά. Τί­πο­τε δι­κό τους δέν εἶ­χαν ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να μι­κρό σπι­τά­κι πού ἔ­με­ναν.
Τά λί­γα κτη­μα­τά­κια πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν ἦ­ταν ξέ­να, ἀρ­χοντι­κά καί ἔ­δι­ναν με­γά­λο με­ρί­διο ἀ­πό τήν σο­δειά τους στούς κα­τό­χους.
Εἶ­χαν ὅ­μως πο­λλή πί­στη, ἐλ­πί­δα καί ἀ­γά­πη στόν Θε­ό. Ὁ πα­τέ­ρας της οὐ­δέ­πο­τε βλα­σφή­μη­σε γιά τήν δυ­στυ­χί­α του καί γι­ά τούς θα­νά­τους τῶν παι­δι­ῶν του. Ἀντί­θε­τα εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε τόν Θε­ό πού τά παι­διά του ἀ­ξι­ώ­νο­νταν νά γί­νουν Ἄγ­γε­λοι.
Ἡ Ἀ­θη­νᾶ ὡς πι­ό με­γά­λη (δεύ­τε­ρη κα­τά σει­ρά), ἐ­πω­μί­στη­κε καί αὐ­τή τό βά­ρος καί τήν φροντί­δα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς της ἀ­πό ἡ­λι­κί­ας πέντε ἐ­τῶν. Ἡ μάν­να της ξε­νο­δού­λευ­ε καί τῆς ἄ­φη­νε ὅ­λη τήν εὐ­θύ­νη νά φροντί­ση τά μι­κρό­τε­ρα ἀ­δέλ­φια της. Δέν εἶχε μέ τί νά τά τα­ΐ­ση καί λυ­πό­ταν πού τά ἔ­βλε­πε πει­να­σμέ­να καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τά χορ­τά­ση. Δύ­σκο­λοι και­ροί, φτώ­χεια καί ἀ­νέ­χεια.
Σέ ἡ­λι­κί­α ἑ­πτά ἐ­τῶν πή­γαι­νε καί αὐ­τή μέ τήν μάν­να της στήν ξέ­νη δου­λειά, πού ἐ­κεί­νη τήν ἐ­πο­χή ἦ­ταν τό­σο σκλη­ρή ἐ­νῶ ἡ ἴδια βρι­σκό­ταν σέ τό­σο τρυ­φε­ρή ἡ­λι­κί­α.
Ὅ­μως ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν ἡ­λι­κί­α εἶ­χε ζῆ­λο καί ἄκου­γε μέ προ­σο­χή καί ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­ταν μι­λοῦ­σαν (ἰδί­ως ὁ πα­τέ­ρας της) γι­ά τόν Θε­ό, τούς Ἁ­γί­ους, γιά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί πα­ρά­δο­σή μας. Ἔτσι ἔγι­νε φο­ρέ­ας καί βί­ω­νε τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἠ­θι­κῆς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου μας.
Παντρεύ­τη­κε σέ με­στή ἡ­λι­κί­α (27 ἐ­τῶν). Ὁ γά­μος της ἔ­γι­νε με­τά ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες καί ἐ­πει­σό­διο πού πο­λύ τήν στε­νο­χώ­ρη­σε. Στό σπί­τι πού μπῆ­κε βρῆ­κε πο­λύ ἐ­χθρι­κό κλῖ­μα ἀ­πέ­ναντί της, για­τί ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ ἄν­δρα της δέν ἤ­θε­λε μέ κα­νέ­να τρό­πο νά τήν κά­νη νύ­φη της ἐ­πει­δή ἦ­ταν πο­λύ φτω­χή. Δυ­στυ­χῶς καί ὁ ἄν­δρας της πολ­λές φο­ρές στήν πο­ρεί­α τοῦ γά­μου τους πα­ρα­συ­ρό­ταν ἀ­πό τούς δι­κούς του. Ἡ στε­νο­χώ­ρια της καί ἡ κα­κή με­τα­χεί­ρι­ση ἦ­ταν καί ἀ­φορ­μή νά ἀ­πο­βά­λη τό πρῶ­το παι­δί της. Κα­τά τήν ἀ­πο­βο­λή αὐ­τή ἔ­πα­θε με­γά­λη αἱ­μορ­ρα­γί­α καί ὁ για­τρός πού κλή­θη­κε δέν κα­τώρ­θω­σε νά τήν βο­η­θή­ση. Ὅ­ταν τήν εἶ­δε νά ἔχη πέ­σει σέ κῶ­μα ἀ­πο­φάν­θη­κε ὅ­τι δέν θά ζή­σει για­τί εἶ­χε πά­ρει τήν πο­ρεία πρός τόν θά­να­το. Ἡ ἀ­να­πνο­ή της ἐ­λά­χι­στη, τό πρό­σω­πό της κί­τρι­νο, τό σῶ­μα πα­γω­μέ­νο καί οἱ ὧ­ρες περ­νοῦ­σαν μέ ἀ­γω­νί­α. Ἀ­πό τό πρω­ΐ μέ­χρι ἀρ­γά τό ἀ­πό­γευ­μα στήν ἴ­δια κα­τά­στα­ση. Ἡ μία ἀ­πό τίς ἀ­δελ­φές της προ­σευ­χό­ταν.
Ξαφ­νι­κά τήν εἶ­δαν νά ἀ­νοι­γο­κλεί­νη τά μά­τια της, νά ζω­η­ρεύ­η τό πρό­σω­πό της, νά κι­νῆ­ται τό σῶ­μα της, καί ν᾿ ἀρ­χί­ζη νά μι­λά­η. Τά πρῶ­τα λό­για της ἦ­ταν: «Ποῦ εἶ­μαι; Ποῦ βρί­σκο­μαι; Για­τί ἦρ­θα πά­λι ἐ­δῶ;». Σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν ὅ­λοι. Θαῦ­μα! Πῶς ξα­να­ζωντά­νε­ψε; Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ἐντε­λῶς, ἀ­να­στέ­να­ξε βα­θιά. «Ἄχ, για­τί νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ πού ἤ­μουν;».
«Ἀ­πό ποῦ;», τήν ρώ­τη­σαν οἱ ἀ­δελ­φές της. «Ἀ­κοῦ­στε καί θά σᾶς πῶ. Βρέ­θη­κα σέ σκο­τά­δι βα­θύ καί ἤ­θε­λα νά προ­χω­ρή­σω, νά φύ­γω ἀ­πό ἐ­κεῖ, νά δῶ φῶς. Μοῦ φά­νη­κε πώς κά­ποι­ος ἦ­ταν κοντά μου καί ὅ­πως προ­χω­ροῦ­σα, μέ συ­νώ­δευ­ε. Ἤ­ξε­ρε καί τ᾿ ὄ­νο­μά μου καί μοῦ εἶ­πε:
‒Ἀ­θη­νᾶ, μή φο­βᾶ­σαι, ἔ­λα μα­ζί μου, πᾶ­με ἀ­πό ἐ­δῶ.
‒Ποῦ μέ παίρ­νεις; τόν ρώ­τη­σα.
‒Ἔ­λα καί θά δῆς. Σι­γά–σι­γά βρε­θή­κα­με σέ φῶς. Ἔ­τσι εἶ­δα κι αὐ­τόν πού μέ συ­νώ­δευε. Ἦταν ἕ­νας λαμ­πε­ρός νέ­ος καί εἶ­χε μί­α φο­ρε­σιά ἄ­σπρη. Συ­να­ντή­σα­με ἕ­να με­γά­λο πορ­τό­νι (ἔ­τσι ἔ­μοια­ζε) πρός τήν Ἀ­να­το­λή. Πε­ρά­σα­με μέ­σα. Ἄ! Τί φῶς ἦ­ταν αὐ­τό πού εἶ­δα! Πι­ό πο­λύ ἀ­πό μέ­ρα με­ση­μέ­ρι. Καί τί εἴ­δα­νε τά μά­τια μου ἐ­κεῖ μέ­σα! Δέν­δρα πολ­λά καί λου­λού­δια ἀπ᾿ ὅ­λα τά χρώ­μα­τα στο­λί­ζα­νε αὐ­τόν τόν τό­πο. Ὅ­λα κα­θα­ρά, ἄ­στρα­φταν καί οἱ ἄν­θρω­ποι πού βρί­σκο­νταν ἐ­κεῖ. Ὅ­λοι μέ τά γι­ορ­τι­νά τους σάν νἄ­τα­νε πα­νη­γύ­ρι. Τά πρό­σω­πά τους χα­ρού­με­να καί στέκονταν κα­τά σει­ρές ἄν­δρες, γυ­ναῖ­κες καί τρα­γου­δοῦ­σαν. Πολ­λοί μοῦ μι­λοῦ­σαν, μέ χαι­ρε­τοῦ­σαν. “Κα­λῶς τήν Ἀ­θη­νᾶ”, μοῦ ἔ­λε­γαν. Καί ἐ­γώ ἤ­μουν πο­λύ χα­ρού­με­νη, κα­θώς περ­νοῦ­σα μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τούς τούς ἀν­θρώ­πους καί μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τά τά ὡ­ραῖ­α λου­λού­δια. Ρώ­τη­σα καί ἐ­γώ αὐ­τόν πού μέ ἔ­παιρ­νε:
‒Ποῦ εἴ­μα­στε ἐ­δῶ;
‒Ἄ! Ἐ­δῶ εἴ­μα­στε στόν Πα­ρά­δει­σο καί ὅ­λοι αὐ­τοί πού βλέ­πεις ἐ­δῶ, εἶ­ναι οἱ ψυ­χές πού ὅ­ταν ἦ­ταν στήν ζω­ή εἶ­χαν ἀ­γά­πη καί ἔ­κα­ναν κα­λά ἔρ­γα. Νά, αὐ­τοί εἶ­χαν αὐ­τή τήν ἀ­ρε­τή, οἱ ἄλ­λοι τήν ἄλ­λη.
»Ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με ὅ­λο καί πι­ό πο­λύ φῶς, ὅ­λο καί πι­ό ὄ­μορ­φα ἦ­ταν τά πάντα καί πε­ρισ­σό­τε­ρο χα­ρού­με­να. Δέν ἤ­ξε­ρα τί νά πῶ, ἔ­τσι ρώ­τη­σα πά­λι.
‒Δέν μοῦ λές, ἄν­θρω­πέ μου, ὅ­λες οἱ ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­ταν πε­θαί­νουν, ὅ­λες ἐ­δῶ ἔρ­χονται;
‒Ὄ­χι, μοῦ λέ­ει, ἂν θέ­λης πᾶ­με νά ἰ­δῆς ποῦ εἶ­ναι καί οἱ ἄλ­λες ψυ­χές.
»Μέ μιᾶς βρε­θή­κα­με σάν σέ σού­ρου­πο καί ὅ­σο προ­χω­ρού­σα­με τό­σο σκο­τεί­νι­α­ζε. Μπή­κα­με σ᾿ ἕ­να πορ­τό­νι σκοῦ­ρο, πού ἦ­ταν πρός τήν Δύ­ση. Καί τί νά δοῦ­με ἐ­κεῖ! Ἀν­θρώ­πους, ἄλ­λους πε­σμέ­νους κά­τω, ἄλ­λους ση­κω­μέ­νους νά βογ­γᾶ­νε, νά κλαῖ­νε, γυ­ναῖ­κες μέ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά νά πα­ρα­δέρ­νωνται καί μί­α βρώ­μα πού δέν ἄντε­χα. Προ­χω­ρού­σα­με καί ὅ­λο χει­ρό­τε­ρα. Ἐ­δῶ βλέ­πα­με πολ­λούς πού ἦ­ταν μέ­σα σέ ἀ­κα­θαρ­σί­ες καί ἄλ­λους μέ­σα σέ φω­τιά νά καί­γωνται.
‒Μά για­τί νἆ­ναι ἔ­τσι αὐ­τοί ἐ­δῶ; ρώ­τη­σα.
‒Ἄ, Ἀ­θη­νᾶ μου, αὐ­τές ἐ­δῶ εἶ­ναι οἱ ψυ­χές αὐ­τῶν πού ἔ­κα­ναν τήν τά­δε ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­κεῖ­νοι ἐ­κεῖ ἔ­κα­ναν ἄλ­λες καί δέν με­τε­νό­η­σαν, γι᾿ αὐ­τό ἦρ­θαν ἐ­δῶ. Ἔ­τσι μοῦ ἔ­λε­γε γι­ά ὅ­λους.
»Πι­ό πέ­ρα τί νά δῶ! Μέ­σα ἀ­πό ἕ­να πο­λύ με­γά­λο λάκ­κο νά βγαί­νουν καί νά πε­τι­οῦνται πά­νω κά­τι σάν σκου­πί­δια πού πά­λι ξα­νά­πε­φταν μέ­σα.
‒Καί αὐ­τό τί εἶ­ναι; ρώ­τη­σα.
‒Αὐ­τά πού ἀ­νε­βο­κα­τε­βαί­νουν σ᾿ αὐ­τό τό βά­ρα­θρο εἶ­ναι οἱ πο­λύ ἁ­μαρ­τω­λές ψυ­χές πού καί­γο­νται.
»Μ᾿ ἔ­πια­σε ἀ­να­τρι­χί­λα καί ἄρ­χι­σα νά κλαί­ω, για­τί πο­λύ πό­νε­σα πού ἔ­βλε­πα αὐ­τά. Ξαφ­νι­κά ἄ­κου­σα κά­ποι­ον νά φω­νά­ζη σ᾿ αὐ­τόν πού μ᾿ ἔ­παιρ­νε:
‒Πά­ρε τήν Ἀ­θη­νᾶ ἀ­πό ἐ­κεῖ. Για­τί τήν ἔ­φε­ρες σ᾿ αὐ­τόν τόν τό­πο νά στε­νο­χω­ρη­θῆ; Νά φύ­γη γρή­γο­ρα. Βγή­κα­με πά­λι στό φῶς, καί ἐ­κεῖ μοὖρ­θε ἡ πε­ρι­έρ­γεια καί τόν ρώ­τη­σα:
‒Μά ποι­ός εἶ­σαι ἐ­σύ, ἄν­θρω­πέ μου, πού εἶ­σαι ὅ­λο κοντά μου, καί ποῦ μέ γνω­ρί­ζεις;
‒Εἶ­μαι Ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ πού παίρ­νω τίς ψυ­χές αὐ­τῶν πού πε­θαί­νουν.
‒Ἔ, τό­τε θά ξέ­ρεις καί γι­ά τήν ψυ­χή τῆς Νι­κο­λέτ­τας (μιᾶς γνω­στῆς μου) ποῦ ἐ­πῆ­γε.
‒Αὐ­τή δέν πῆ­γε κα­λά, για­τί δέν ἔ­κα­νε ψυ­χι­κό (ἐ­λε­η­μο­σύ­νη) πο­τέ της.
‒Καί ἡ ψυ­χή τῆς Χα­ρί­κλειας (μιᾶς ἄλ­λης γνω­στῆς μου) ποῦ πῆ­γε;
‒Ἄ, αὐ­τή ἐ­πῆ­γε λαμ­πά­δα στόν Θε­ό.
»Ρώ­τη­σα καί γι᾿ ἄλ­λες ψυ­χές ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἤ­ξε­ρα καί μοῦ ἀ­παντοῦ­σε ὅ­τι ἄλ­λες πῆ­γαν σέ κα­λό μέ­ρος καί ἄλ­λες σέ ἄ­σχη­μο.
‒Καί μέ­να ποῦ θά μέ πά­ρεις, τοῦ λέ­ω.
‒Ἐ­σύ θά γυ­ρί­σεις πά­λι, μοῦ ἀ­πήντη­σε, για­τί σέ φω­νά­ζουν καί δέν ἔ­χω δι­ο­ρί­α νά σέ κρα­τή­σω ἄλ­λο.
»Καί ἔ­τσι μέ μιᾶς τόν ἔ­χα­σα καί βρέ­θη­κα πά­λι ἐ­δῶ».
Πολ­λοί τήν κο­ρό­ϊ­δευ­αν, δέν τήν πί­στευ­αν, τῆς ἔ­λε­γαν ὅ­τι ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἡ ἴ­δια ἐ­πέ­με­νε: «Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο. Ἐ­γώ τὄ­ζη­σα αὐ­τό». Δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο, δι­ό­τι πέ­ρα­σαν ἑ­βδο­μή­κοντα χρό­νια καί με­τά τό θυ­μό­ταν μέ ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες, παρ᾿ ὅ­λο πού χρει­α­ζό­ταν πά­νω ἀ­πό μί­α ὥ­ρα νά τό ἀ­φη­γη­θῆ σέ ὅ­λη του τήν ἔ­κτα­ση μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα, χω­ρίς νά προ­σπα­θῆ νά πεί­ση. Ἄλ­λη ἀ­πό­δει­ξη ἦ­ταν ἡ βέ­βαι­η πί­στη της γι­ά τήν ἐ­που­ρά­νια ζω­ή. Τό με­γά­λο ἰ­σό­βιο ἐν­δι­α­φέ­ρον της καί ὁ ἀ­γώ­νας της γι­ά τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α της γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν, ἡ λα­χτά­ρα της νά μι­λά­η καί νά ἀ­κού­η γι­ά τόν Χρι­στό μας, τήν Πα­να­γί­α μας, τούς Ἀγ­γέ­λους, τούς Ἁ­γί­ους˙ ὁ πό­θος της καί ἡ σί­γου­ρη ἐλ­πί­δα της γι­ά τήν Ἀ­νά­στα­ση, (πο­τέ της ὅ­σο ἐκ­κλη­σι­α­ζό­ταν δέν ἔ­χα­σε τό Ἑ­ω­θι­νό Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Κυ­ρια­κῆς) καί τέ­λος οἱ ἔ­γνοι­ές της, οἱ εὐ­χές καί οἱ προ­σευ­χές γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο.
Ὡς ἄν­θρω­πος κι αὐ­τή εἶ­χε τά ἐ­λατ­τώ­μα­τά της καί ἐλ­λεί­ψει πνευ­μα­τι­κοῦ ὁ­δη­γοῦ καί λό­γῳ ἄ­γνοι­ας μπο­ρεῖ νά δι­έ­πρατ­τε μι­κρά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Ὅ­μως ἡ ἔ­μπρα­κτη ἀ­γά­πη της γι­ά τόν Θε­ό καί τούς ἀν­θρώ­πους τά ἐ­λά­φρυ­νε ὅ­λα.
Δέν μπο­ροῦ­σε νά χορ­τά­ση, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δί­πλα της πει­νά­ει, οὔ­τε νά κοι­μη­θῆ, ἂν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι κά­ποι­ος δέν ἔ­χει κρεβ­βά­τι νά μεί­νη. Μέ­σα στήν πο­λυ­με­λῆ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν σκάν­δα­λο καί εὐ­λο­γί­α. Ὅ­,τι μά­ζευ­ε τό σκόρ­πι­ζε χω­ρίς νά λο­γα­ριά­ζη τήν γκρί­νια καί τίς ἀντι­δρά­σεις τῶν ἄλ­λων. Πο­τέ ὅ­μως δέν τούς ἔλει­ψαν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα οὔ­τε κα­τά τήν κα­το­χι­κή καί με­τα­κα­το­χι­κή φτώ­χεια.
Στό σπί­τι της δε­χό­ταν καί φι­λο­ξε­νοῦ­σε ὅ­λους ὅ­σοι βρί­σκονταν ἄ­στε­γοι στό χω­ριό ἢ στό Λι­βά­δι τοῦ Ρό­πα, ὅ­που εἶ­χε ἕ­να σπι­τά­κι καί ἔ­με­νε ἐ­πο­χια­κά. Πέ­ρα­σαν ἀ­πό τό σπί­τι της, ἔ­φα­γαν καί κοι­μή­θη­καν σέ δύ­σκο­λους καί σέ ἐμ­πό­λε­μους και­ρούς Σέρ­βοι, Ἑ­βραῖ­οι, Ἰ­τα­λοί, πρό­σφυ­γες τῆς Μ. Ἀ­σί­ας, ζη­τιᾶ­νοι, γυ­ρο­λό­γοι, πλα­νό­διοι, ἔμ­πο­ροι, μο­να­χοί, ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κό­μη τσιγ­γᾶ­νοι, τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γοί καί ψυ­χο­πα­θεῖς.
Ἡ καρ­διά της δέν ἔ­κα­νε δι­ά­κρι­ση, ἔ­βλε­πε τόν κά­θε ἄν­θρω­πο ὡς εἰ­κό­να Θε­οῦ, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη. Ἔκα­νε ψυ­χι­κό χω­ρίς νά ἀ­πο­βλέ­πη σέ ἀντα­μοι­βή. Δέν φο­βή­θη­κε πο­τέ οὔ­τε σκέ­φθη­κε μή­πως κιν­δυ­νεύ­ση ἀ­πό τούς κά­θε εἴ­δους ἀν­θρώ­πους πού φι­λο­ξε­νοῦ­σε. Σκε­φτό­ταν ἁ­πλά καί πί­στευ­ε στήν πρό­νοι­α τοῦ Θε­­οῦ. Ὅ­ταν ἔ­με­νε στό Λι­βά­δι (δυ­ό ὧ­ρες μα­κρυ­ά ἀ­πό τό χω­ριό), τό σπί­τι της γι­νό­ταν τό μό­νο ἀ­πο­κούμ­πι γιά κά­θε χω­ρια­νό καί μή πού ξέ­με­νε ἐ­κεῖ ἀ­πό κα­κο­και­ρί­α. Τό μέ­ρος ἐ­κεῖ ἦ­ταν σχε­δόν ἔ­ρη­μο. Τί νά τούς δώ­ση νά φᾶ­νε; Δέν με­ρι­μνοῦ­σε. «Ἔ­χει ὁ Θε­ός», ἔ­λε­γε. Ἡ ἀ­γά­πη πάντα οἰ­κο­νο­μά­ει. Λί­γο κα­λαμ­πο­κί­σιο ἀ­λεύ­ρι γι­ά μί­α κου­λού­ρα στήν χό­βο­λη, μέ λί­γο ρύ­ζι μέ θρούμ­πα καί δυ­ό­σμο θά χόρ­ται­ναν ὅ­σοι κι ἂν ἦ­ταν. Καί ὅ­ταν ἡ καρ­διά της λα­χτα­ροῦ­σε νά προ­σφέ­ρη καί κά­τι ἄλ­λο ἀλ­λά δέν εἶ­χε, συ­νέ­βαι­νε με­ρι­κές φο­ρές καί τό ἑ­ξῆς ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο. Ἔρ­χονταν οἱ γά­τες ἀ­πό τόν κάμ­πο πού κυ­νη­γοῦ­σαν καί τῆς ἔ­φερ­ναν πό­τε ὀρ­τύ­κια, πό­τε λα­γου­δά­κια, πού ἀ­φοῦ τά σκό­τω­ναν, τά ἄ­φη­ναν στά πό­δια της νι­α­ου­ρί­ζοντας. Τό πε­ρί­ερ­γο ἦ­ταν ὅ­τι δέν τῆς ἔ­φε­ραν πο­τέ ἀ­κά­θαρ­το.
Ἐ­κεῖ στό Λι­βά­δι ἀ­ξι­ώ­θη­κε καί ἑ­νός ὁ­ρά­μα­τος. Ἐ­νῶ στε­κό­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ της ἕ­να βρά­δυ εἶ­δε σέ μί­α στιγ­μή τόν οὐ­ρα­νό νά ἀ­στρά­φτη. Νό­μι­σε ὅ­τι θά βρέ­ξει. Ὅ­μως τό φῶς με­γά­λω­νε καί ἔ­φε­ξε ὅ­λος ὁ κάμ­πος σάν νά ἦ­ταν μέ­ρα. Τό φῶς, ὅ­πως ἔ­λε­γε, προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό κά­τι πού ἔ­βλε­πε στόν οὐ­ρα­νό πού ἔμοιαζε σάν ὁ­λό­φω­το ἅρ­μα σέ σχῆ­μα πο­λυ­ε­λαί­ου. Κα­θώς περ­νοῦ­σε πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι της ἔ­μει­νε ἔκ­θαμ­βη ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά του. Τό πα­ρα­κο­λού­θη­σε μέ­χρι πού χά­θη­κε στίς πλα­γι­ές ἑ­νός λό­φου. (Κα­νείς ἄλ­λος ἀ­πό τήν γύ­ρω πε­ρι­ο­χή δέν τό εἶ­δε, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­να κο­ρι­τσά­κι ὀ­κτώ χρόνων πού ἔ­βο­σκε τά πρό­βα­τα). Σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε, δέν μπο­ροῦ­σε νά τό ἐ­ξη­γή­ση. Ὕ­στε­ρα ὅ­μως ὁ λο­γι­σμός τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το γι­ά τό χε­ρου­βι­κό ἅρ­μα πού πή­γαι­νε σ᾿ ἕ­να ἐ­ρη­μοκ­κλή­σι, τόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη, πού οἱ ἄν­θρω­ποι τό εἶ­χαν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει καί ἔ­με­νε χρό­νια ἀ­λει­τούρ­γη­το.
Ζοῦ­σε μέ πολ­λή ἁ­πλό­τη­τα καί κα­θα­ρό­τη­τα. Ἔ­νιω­θε τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ κοντά της καί εἶ­χε πά­ντα χα­ρά. Εἶ­χε ὅ­μως καί πει­ρα­σμούς καί πολ­λές δο­κι­μα­σί­ες στήν ζω­ή της. Ὁ ἄν­δρας της δέν ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ. Ἦ­ταν νευ­ρι­κός, βλα­σφη­μοῦ­σε καί αὐ­τή πλη­γω­νό­ταν.
Νέ­ος με­τά ἀ­πό ἕ­να ἀ­τύ­χη­μα ἔ­χα­σε ἐντε­λῶς τό φῶς του καί ἡ ἴ­δια ἔ­πρε­πε νά ὑ­πο­μεί­νη τήν σο­βα­ρή αὐ­τή ἀ­να­πη­ρί­α καί τίς συ­να­κό­λου­θες πα­ρα­ξε­νι­ές του. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γα χρό­νια ἔ­πε­σε, χτύ­πη­σε καί ἔ­μει­νε πα­ρά­λυ­τος. Ἡ κό­ρη της εἶ­χε γεν­νη­θῆ ἀ­νά­πη­ρη ἀλ­λά ἦ­ταν καί αὐ­τή ἰ­δι­ό­τρο­πη, ἀ­νυ­πά­κο­η καί ἀ­τύ­χη­σε πο­λύ στόν γά­μο της. Ὁ γυι­ός της μι­κρός ἦ­ταν πο­λύ φι­λά­σθε­νος. Τρεῖς φο­ρές κιν­δύ­νευ­σε νά πε­θά­νη. Ἡ εὐ­σπλαγ­χνί­α τοῦ Θε­οῦ μέ τίς προ­σευ­χές της τόν γλύ­τω­σε καί τοὔ­δω­σε καί πολ­λά παι­διά.

SGOYROY1

Ἡ ἴ­δια εἶ­χε πάντα προ­βλή­μα­τα μέ τήν ὑ­γεί­α της πού τήν βα­σά­νι­ζαν μέ­χρι τό τέ­λος της. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά δέν γόγ­γυ­σε πο­τέ. Πάντα εὐ­χό­ταν. Ἔ­κλαι­γε με­τά κλαι­όντων καί ἔ­χαι­ρε με­τά χαι­ρόντων. Προ­σευ­χό­ταν γι­ά ὅ­λον τόν κό­σμο, γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους, πρίν κοι­μη­θῆ κά­θε βρά­δυ. Ἡ προ­σευ­χή της κρα­τοῦ­σε ἀρ­κε­τή ὥ­ρα.
Τε­λευ­ταῖα αὐ­τό πού τήν στε­νο­χω­ροῦ­σε πο­λύ ἦ­ταν ὅ­τι δέν εὕ­ρι­σκε νά κά­νη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Οἱ ἄν­θρω­ποι πλέ­ον δέν εἶ­χαν ἀ­νάγ­κες, ὅ­πως πα­λαι­ά καί οἱ ζη­τιά­νοι ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν. Πῶς θά χόρ­ται­νε ὅ­μως χω­ρίς νά δώ­ση τί­πο­τε; Ἀλ­λά ὁ Θε­ός τήν εὐ­σπλα­χί­σθη­κε καί τῆς ἔ­στελ­νε ζη­τιά­νους. Ὅ­ταν κα­τέ­βαι­νε κά­θε πρω­ΐ ἀ­πό τό σπί­τι της, στήν πόρ­τα τῆς ἔ­κα­ναν ὑ­πο­δο­χή κά­θε εἶ­δος ζώ­ων. Σκύ­λοι, γά­τες, κό­τες, πε­ρι­στέ­ρια, σπουρ­γί­τια. Ὅ­λα τήν συ­νώ­δευ­αν στήν αὐ­λή τοῦ σπι­τιοῦ, σέ ὅ­λα κά­τι εἶ­χε νά δώ­ση, ὅλα κα­τα­λά­βαι­ναν τήν ἀ­γά­πη της, δέν τήν φο­βό­νταν, ἔ­τρω­γαν μέ­σα ἀ­πό τά χέ­ρια της, ἀ­κό­μη καί αὐ­τά τά σπουρ­γί­τια πού δέν πλη­σιά­ζουν σέ ἄν­θρω­πο. Κοί­τα­ζε καί στά πό­δια της μή­πως ὑ­πάρ­χουν μυρ­μή­γκια νά τά τα­ΐ­ση κι αὐ­τά, καί χαιρό­ταν τό­σο πο­λύ, σάν τήν Εὔ­α στόν Πα­ρά­δει­σο.
Τά τέ­λη της ἦ­ταν χρι­στι­α­νι­κά καί εἰ­ρη­νι­κά, ὄ­χι ὅμως καί ἀ­νώ­δυ­να. Ἕ­να πρωΐ ση­κώ­θη­κε με­τά ἀ­πό μέ­ρες πού εἶ­χε μεί­νει ἄρ­ρω­στη στό κρεβ­βά­τι, νά τα­ΐ­ση τά που­λιά πού τῆς χτυ­ποῦ­σαν τό τζά­μι καί φώ­να­ζαν, ἔ­πε­σε καί κτύ­πη­σε. Ἔ­κτο­τε πο­νοῦ­σε καί ὑ­πέ­φε­ρε.
Ζή­τη­σε τόν πα­πᾶ νἄρ­θη νά τήν δι­α­βά­ση για­τί ἔτσι πί­στευ­ε ὅ­τι θά γι­νό­ταν κα­λά. Ὁ πα­πᾶς ὅ­μως δέν ἦρ­θε ἐγ­καί­ρως. Ὅ­ταν ἦρ­θε τοῦ εἶ­πε μό­λις τόν εἶ­δε: «Τώ­ρα, πα­πᾶ μου, εἶ­ναι ἀρ­γά πού ἦρ­θες, ἐ­γώ θά φύ­γω ἀ­πό­ψε».
Τήν τε­λευ­ταί­α αὐ­τή μέ­ρα, 11 Φε­βρου­α­ρί­ου 1976, ἑορ­τή τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας καί τοῦ ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου εἶ­χε πολ­λούς πό­νους ἀλ­λά καί μί­α γα­λή­νια χα­ρω­πή προ­σμο­νή. Ἀ­πό τό πρω­ΐ ἄρ­χι­σε νά πα­ραγ­γέλ­νη τά τῆς κη­δεί­ας της. Τί ροῦ­χα θά τῆς φο­ροῦ­σαν, πῶς καί ποι­οί θά τήν ἔντυ­ναν, πῶς θά τήν κτέ­νι­ζαν, ποι­οί πα­πά­δες θἄρ­χονταν κ.λ.π.
Με­τά κά­λε­σε νἄρ­θουν οἱ γει­τό­νισ­σες καί ἡ νύ­φη της, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α, ἀ­φοῦ τήν χαι­ρέ­τη­σε, ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση, ἂν πο­τέ τήν εἶ­χε πι­κρά­νει. Ἐ­πί­σης καί ὅσους ἐ­πή­γαι­ναν νά τήν δοῦν, ἕ­ναν–ἕ­ναν τούς χαι­ρε­τοῦ­σε καί ζη­τοῦ­σε τήν συγ­χώ­ρη­σή τους. Πρός τό σού­ρου­πο ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α της με­γά­λω­σε. Εἶ­πε νά προ­σευ­χη­θοῦν στόν Θε­ό νά τήν πά­ρη γρή­γο­ρα, νά μήν τήν ἀ­φή­ση ὅ­λη νύ­χτα. Δέν πί­στε­ψαν οἱ συγ­γε­νεῖς της ὅ­τι θά ἔ­φευ­γε ἐ­κεί­νη τή νύ­χτα. Εἶ­πε στή νύ­φη της νά ξυ­πνή­ση καί τούς ἄλ­λους, ἀλ­λά δέν τήν πί­στε­ψε ἐ­πει­δή τήν ἔβλε­πε νά ἔχη τά λο­γι­κά της καί τήν ὁμι­λί­α της. Ἐκοι­μή­θη πρίν ἀπό τίς δύ­ο καί τά τε­λευ­ταῖ­α της λό­για ἦ­ταν: «Ὄ­μορ­φα–ὄ­μορ­φα».
Ὀ­κτώ ὧ­ρες πού ἔ­μει­νε μέ­σα στό φέ­ρε­τρο τό σῶ­μα της ἦ­ταν ζε­στό ἀ­κό­μη. Τό πρό­σω­πό της γα­λή­νιο, ρο­δα­λό, χα­μο­γε­λα­στό καί ἀ­ρ­ρυ­τί­δω­το, σάν πρό­σω­πο κο­ρι­τσιοῦ καί ὄ­χι αἰ­ω­νό­βιας γρι­ού­λας 97 ἐ­τῶν.
Ὁ Κύ­ριος ἂς ἀ­να­παύ­ση τήν ψυ­χή της, ὅ­πως καί ἐ­κεί­νη ἐ­λέ­η­σε καί ἀ­νέ­παυ­σε τόν Ἴ­διο στό πρό­σω­πο κά­θε δει­νο­πα­θοῦντος ἀν­θρώ­που.
Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο». Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Βαΐα Γεωργιαννάκη



site analysis


baia
Γεν­νή­θη­κε στό χω­ριό Ρι­ζο­βού­νι τῆς Λάκ­κας Σου­λί­ου τοῦ νομοῦ Πρε­βέ­ζης, τό 1927. Ἦ­ταν δί­δυ­μη μέ μί­α ἄλ­λη ἀ­δελ­φή, ἡ ὁ­ποί­α ὅμως δέν ἔ­ζη­σε.
Ἡ μη­τέ­ρα της Φω­τει­νή ἔ­φυ­γε καί αὐ­τή πο­λύ νω­ρίς γιά τούς οὐ­ρα­νούς, πέ­φτοντας ἀ­πό μιά ἐ­λιά ὅ­ταν τό βρέ­φος της ἦ­ταν σα­ράντα ἡ­με­ρῶν. Ὁ πα­τέ­ρας της ξα­να­νυμφεύθη­κε καί ἀπέ­κτη­σε ἄλ­λα τρί­α παι­διά.
Ἡ Βά­για σε­βό­ταν πο­λύ τήν μη­τρυιά της. Ὡς με­γα­λύ­τε­ρη πού ἦ­ταν, φρόντι­ζε γι­ά ὅ­λα. Ἦταν μι­κρο­μάν­να καί ἔ­τρε­χε πα­ντοῦ· στά γί­δια ξυ­πό­λυ­τη ἐ­πά­νω στό βου­νό, στά χω­ρά­φια νά σκα­λί­ση, στό δά­σος νά κό­ψη καί νά κου­βα­λή­ση ξύ­λα κ.λ.π. Ἦ­ταν πο­λύ γε­ρό κο­ρί­τσι καί τό­σο φι­λό­τι­μη καί ἐρ­γα­τι­κή πού ἔ­τρε­χε σέ ὅ­λες τίς δου­λει­ές πρώ­τη.
Παντρεύ­τη­κε μι­κρή καί τό 1947 γεν­νή­θη­κε τό πρῶ­το της παι­δί. Συ­νο­λι­κά ἀ­πέ­κτη­σε ἕ­ξι παι­διά. Ἦ­ταν χα­ρού­με­νος ἄν­θρω­πος καί ζωντα­νή γυ­ναῖ­κα ὥστε ὅ­λοι στό χω­ριό τήν θαύ­μα­ζαν.
Ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἀρ­ρώ­στη­σε βα­ρειά. Οἱ για­τροί δέν μπο­ροῦ­σαν νά τοῦ προ­σφέ­ρουν καμ­μιά βο­ή­θεια. Ὡς μάν­να πο­νοῦ­σε πο­λύ γι­ά τό παι­δί της καί ἦ­ταν ἕ­τοι­μη καί τήν ζω­ή της νά θυ­σιά­ση. Ἔ­παιρ­νε τό παι­δί στήν πλά­τη καί ἀ­νέ­βαι­νε στά βου­νά καί πή­γαι­νε ὧ­ρες πο­δα­ρό­δρο­μο σέ Μο­να­στή­ρια καί Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς πε­ρι­ο­χῆς, γιά νά τό γι­α­τρέ­ψη.
Ζώντας ἔ­τσι κα­θη­με­ρι­νά μέ­σα σ᾽ αὐ­τόν τόν πό­νο, βλέ­πει στόν ὕ­πνο της μιά γυ­ναῖ­κα ἡ ὁ­ποί­α τῆς εἶ­πε: «Νά πά­ρης τό παι­δί σου καί κα­θα­ρά ροῦ­χα καί νά ἔρ­θης στό σπί­τι μου. Ἐ­κεῖ θά κα­τέ­βεις πολ­λά σκα­λο­πά­τια στό ἁ­γί­α­σμα, θά πλύ­νεις τό παι­δί, θά τό ἀλ­λά­ξεις, θά πά­ρεις πα­πᾶ νά λει­τουρ­γή­ση καί τό παι­δί θά γί­νει κα­λά».
Τήν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα εἶ­πε τό ὄ­νει­ρό της στόν σύ­ζυ­γό της ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ἀ­πο­πῆ­ρε καί τήν μά­λω­σε νά μήν πι­στεύ­η σέ ὄ­νει­ρα καί φαντα­σί­ες. Ἡ Βά­για ὅ­μως δέν ἡ­σύ­χα­ζε. Ρώ­τη­σε καί τε­λι­κά ἔ­μα­θε ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μία τέ­τοι­α Ἐκ­κλη­σί­α στό ἀ­πέ­ναντι χω­ριό στούς Κομ­τσιά­δες–Ἀμ­πε­λιά. Πράγ­μα­τι σώ­ζε­ται ὁ μι­κρός να­ός τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς, μνη­μεῖ­ο τοῦ δεκάτου αἰ­ῶ­νος. Πί­σω ἀ­πό τό να­ό ὑ­πάρ­χει μί­α με­γά­λη σπη­λιά ἀπ᾽ ὅ­που μί­α σκά­λα μέ πολ­λά σκα­λο­πά­τια ὁ­δη­γεῖ στό ἁ­γί­α­σμα τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς πού τρέ­χει σάν πο­τά­μι. Μό­λις τό ἔμα­θε παίρ­νει τό παι­δί της καί ἀ­νε­βαί­νει στό βου­να­λά­κι τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς. Ἐ­κεῖ βρῆ­κε τήν σπη­λιά, τά σκα­λο­πά­τια καί τόν τό­πο, ὅ­πως τόν εἶ­χε δεῖ στό ὄ­νει­ρό της. Ἔ­λου­σε τό παι­δί, λει­τούρ­γη­σε τό Ἐκ­κλη­σά­κι καί τό παι­δί ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως κα­λά.
Ἡ σι­δε­ρέ­νια της ὑ­γεί­α ὅ­μως πο­λύ γρή­γο­ρα ἔ­μελ­λε νά γί­νη θρύ­ψα­λα. Κάποτε ἡ Βά­για πῆ­γε στήν βρύ­ση νά πλύ­νη καί λι­πο­θύ­μη­σε. Ἔ­κτο­τε λι­πο­θυ­μοῦ­σε συ­χνά καί ἡ ζω­ή της ἔ­γι­νε μαρ­τύ­ριο. Λι­πο­θυ­μοῦ­σε στό σπί­τι, στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στό χω­ρά­φι, στό δρό­μο. Ἔ­χα­νε τε­λεί­ως τίς αἰ­σθή­σεις της, ἔ­πε­φτε κά­τω καί με­τά ἀ­πό λί­γη ὥ­ρα συ­νερ­χό­ταν.
Τά μι­κρά της παι­διά ζοῦ­σαν καί αὐ­τά τό μαρ­τύ­ριό τους. Ἔ­βλε­παν τήν μάν­να τους νά ὑ­πο­φέ­ρη καί αὐ­τά ἀ­πό πά­νω της ἔκλαιγαν νο­μί­ζοντας ὅ­τι πέ­θα­νε. Πάντο­τε ὅ­μως κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­ταν θά λι­πο­θυ­μοῦ­σε, γι᾿ αὐ­τό τά προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε, τά κα­θη­σύ­χα­ζε καί τά ἔ­λε­γε: «Θά ἀρ­ρω­στή­σω, νά μήν φο­βη­θῆ­τε, νά μέ ἀ­φή­σε­τε καί ἐ­γώ θά συ­νέλ­θω μό­νη μου».
Τί ἦ­ταν αὐ­τό πού πά­θαι­νε; Ἡ θεί­α της πού τήν ἔ­ζη­σε ἀ­πό μι­κρό κο­ρι­τσά­κι, τό ἀ­πο­δί­δει στήν πεῖ­να. Ζοῦ­σε μέ τό­ση φτώ­χεια καί πεῖ­να πού γι­ά τά ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να εἶ­ναι ἀ­πί­στευ­το. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν ἡ πι­ό φτω­χή στό χω­ριό καί τήν ἴ­δια τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν “φτω­χο­βά­για”.
Ἀλ­λά στό μαρ­τύ­ριο αὐ­τό προ­στέ­θη­κε καί ἕ­να ἄλ­λο ψυ­χι­κό μαρ­τύ­ριο ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, πι­ό ὀ­δυ­νη­ρό. Στό χω­ριό με­ρι­κοί χαι­ρέ­κα­κοι ἄν­θρω­ποι «προ­σέ­θη­καν ἐ­πί τό ἄλ­γος τῶν τραυ­μά­των»[1] της, ἐ­πι­δί­ω­ξαν δη­λα­δή νά τήν βγά­λουν τρελ­λή γι­ά νά τήν κλεί­σουν σέ τρελ­λο­κο­μεῖ­ο στήν Κέρ­κυ­ρα.
Ἄλ­λοι στό χω­ριό τήν ἀ­πέ­φευ­γαν σάν νά ἦ­ταν λω­βι­α­σμέ­νη καί κο­ρό­ϊ­δευ­αν τά παι­διά της. Μό­νον αὐ­τός πού τά ἔ­ζη­σε μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βη τί ση­μαί­νουν αὐ­τά γι­ά μί­α τρυ­φε­ρή παι­δι­κή ψυ­χή καί πό­σο ἀ­βά­στα­χτος ἦ­ταν ὁ πό­νος γι­ά μί­α μη­τρι­κή καρ­διά, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πέ­φε­ρε πε­ρισ­σό­τε­ρο γι­ά τά παι­διά της πα­ρά γι­ά τόν ἑ­αυ­τό της.
Ἀλ­λά ἡ Βά­για ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ καί ἄντε­ξε. Σή­κω­σε αὐ­τόν τόν σταυ­ρό πού τῆς ἔ­δω­σε ὁ Κύ­ριος μέ πολ­λή πί­στη, ὑ­πο­μο­νή καί τα­πεί­νω­ση. Πο­τέ δέν γόγ­γυ­ξε, δέν τά ἔ­βα­λε μέ τόν Θε­ό. Τα­πει­νά ἔ­σκυ­βε τό κε­φα­λά­κι της στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.
Σάν ἄν­θρω­πος ὧ­ρες–ὧ­ρες λύ­γι­ζε, ἔ­κλαι­γε, πα­ρα­πο­νι­ό­ταν καί πι­κραι­νό­ταν, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­ταν κά­ποι­οι μέ τήν στά­ση τους τήν ἐ­ξου­θέ­νω­ναν καί ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά τῆς κά­νουν κα­κό. Ἀλ­λά ὁ κα­λός Θε­ός πού εἶ­ναι ὁ Θε­ός τῶν κα­τα­φρο­νε­μέ­νων, τῶν ἀ­δι­κου­μέ­νων καί τῶν πο­νε­μέ­νων, πο­τέ δέν τήν ἄ­φη­σε μό­νη της. Τήν προ­στά­τευ­ε πάντα, τῆς ἔ­δι­νε δύ­να­μη καί κου­ρά­γιο γι­ά νέ­ες δο­κι­μα­σί­ες.
Τό βρά­δυ ἄ­να­βε τό καντη­λά­κι μπρο­στά στό εἰ­κο­νο­στά­σι. Ἀ­φοῦ πρῶ­τα ἔ­βα­ζε τόν μι­κρό γυι­ό της νά κά­νη τόν σταυ­ρό του, τοῦ ἑ­τοί­μα­ζε νά κοι­μη­θῆ, μέ μη­τρι­κή δέ τρυ­φε­ρό­τη­τα τόν κα­λη­νύ­χτι­ζε καί τόν φι­λοῦ­σε. Πή­γαι­νε ὕ­στε­ρα μπρο­στά στίς εἰ­κό­νες καί ἔ­κα­νε τήν προ­σευ­χή της.
«Σ᾽ εὐ­χα­ρι­στῶ, Χρι­στέ μου, Ἀ­φέντη μου. Δο­ξα­σμέ­νο τό ὄ­νο­μά Σου. Πα­να­γί­α μου, φύ­λα­ξε τά παι­διά μου καί ὅ­λον τόν κό­σμο». Στό τέ­λος ἔ­βγα­ζε κι ἕ­ναν ἀ­να­στε­ναγ­μό «ὤ­ϊ, μαν­νού­λα μου». Ὕστερα ἄρ­χι­ζε νά κά­νη με­τά­νοι­ες στρωτές μέ­χρι κά­τω μέ σταυ­ρούς. Κα­τό­πιν ἔ­σκυ­βε κά­τω τό κε­φά­λι της σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζοντας τίς ὑ­πό­λοι­πες ἀ­λά­λη­τες προ­σευ­χές της.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α πή­γαι­νε πάντα ὅ­λες τίς Κυ­ρια­κές καί τίς Ἑ­ορ­τές, καί κρα­τοῦ­σε ὅ­λες τίς ἀρ­γί­ες σχο­λα­στι­κά.
Ὅ­ταν ὁ πα­πᾶς δι­ά­βα­ζε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο μπρο­στά στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, πή­γαι­νε, γο­νά­τι­ζε κά­τω ἀ­πό τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί ἔ­βα­ζε τό πε­τρα­χή­λι πά­νω στό κε­φά­λι της. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, φι­λοῦ­σε τό πε­τρα­χή­λι, τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τό χέ­ρι τοῦ πα­πᾶ μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια.
Ἐ­πει­δή λι­πο­θυ­μοῦ­σε καί μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τῆς ἔ­λε­γαν με­ρι­κές γυ­ναῖ­κες νά στα­μα­τή­ση νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται ἐ­πει­δή τήν ἔ­πια­ναν, ὅ­πως ἔ­λε­γαν, τά κε­ριά, τό λι­βά­νι καί δέν εἶ­χε κα­θα­ρό ἀ­έ­ρα ἀλ­λά αὐ­τή τούς ἀ­παντοῦ­σε:
«Ἐ­μέ­να καί νά μέ σκο­τώ­σε­τε, δέν μπο­ρεῖ κα­νέ­νας νά μέ βγά­λη μέ­σα ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ Θε­οῦ, θά πη­γαί­νω καί ἂς πε­θά­νω».
Ἀλ­λά οἱ δο­κι­μα­σί­ες τοῦ Ἰ­ώβ δέν ἔ­χουν τε­λει­ω­μό γιά τήν Βάγια. «Ὅν ἀ­γα­πᾷ Κύ­ριος παι­δεύ­ει, μα­στι­γοῖ δέ πάντα υἱ­όν ὅν πα­ρα­δέ­χε­ται»[2].
Μί­α ἡ­μέ­ρα στό σχο­λεῖ­ο ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἔ­παι­ζε μέ μιά μπάλ­λα λε­ρω­μέ­νη καί μο­λύν­θη­κε. Ὅταν ἦρ­θε στό σπί­τι δέν τό εἶ­πε στήν μάν­να του γι­ά νά τό λού­ση, ἀλ­λά ξά­πλω­σε τό βρά­δυ κά­τω στρω­μα­τσά­δα μα­ζί μέ τά ἄλ­λα παι­διά καί τό πρωΐ ξύ­πνη­σαν τά παι­διά της ὅ­λα μέ σπυ­ριά στό κε­φά­λι. Ἀ­πό τήν στε­νο­χώ­ρια της μό­λις τά εἶ­δε, ἔ­πα­θε ἰ­σχυ­ρό νευ­ρι­κό κλο­νι­σμό. Στε­νο­χω­ρή­θη­κε τό­σο πο­λύ πού δέν ἄντε­ξε, ξα­ναρ­ρώ­στη­σε καί γι᾿ αὐ­τό τήν ἔ­στει­λαν στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τά παι­διά της τέ­λος τά ἔ­στει­λαν στήν Ἀ­θή­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Συγ­γροῦ ὅ­που καί θε­ρα­πεύ­τη­καν, ἀλ­λά ὅ­ταν γύ­ρι­σαν στό χω­ριό μέ τά λί­γα μαλ­λά­κια τους ὅ­λοι τά ἀ­πέ­φευ­γαν ἀ­κό­μη καί οἱ συγ­γε­νεῖς γι­ά νά μήν κολ­λή­σουν. Κα­νέ­νας δέν ἄ­νοι­ξε τό σπί­τι τους νά πά­ρη τά παι­διά πα­ρά μό­νο μί­α ξα­δέλ­φη της (τοῦ Θω­μᾶ Χρη­στιᾶ ἡ μάν­να) τά πῆ­ρε καί τά φρόντι­σε μέ ἀ­γά­πη ὥ­σπου νά ἔρ­θη ἡ μάν­να τους.
Νέ­α ὅ­μως φουρ­τού­να ξε­σπά­ει ἐ­πά­νω της. Εἶ­χε γεν­νη­θῆ καί τό τέ­ταρ­το παι­δί της, ἡ Ἑ­λε­νί­τσα. Θά ἦ­ταν μέ­χρι δύ­ο χρό­νων. Ἡ μάν­να ἔ­λει­πε καί πά­λι ἄρ­ρω­στη στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ἡ Φω­τει­νή, ἡ με­γά­λη ἀ­δελ­φή πού θά ἦ­ταν καί αὐ­τή 5–6 χρό­νων, ἐ­κτε­λοῦ­σε χρέ­η μάν­νας, νοι­κο­κυ­ρᾶς καί φρόντι­ζε καί τήν μι­κρή. Ἐ­κεῖ πού τό εἶ­χε στήν κού­νια καί τό κου­νοῦ­σε, αὐ­τό ἔ­κλαι­γε συ­νέ­χεια. Τό τά­ϊ­σε ἀλ­λά αὐ­τό πά­λι ἔ­κλαι­γε. Τέ­λος στα­μά­τη­σε τό κλά­μα καί νό­μι­σε ὅ­τι τό μω­ρό ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε. Ἀρ­γό­τε­ρα ἦρ­θε ἡ νου­νά τῆς Ἑ­λε­νί­τσας γι­ά νά δῆ τί κά­νει˙ τό κοι­τά­ζει, τό πιά­νει ἀλ­λά τό μι­κρό εἶ­χε πε­θά­νει. Σάν ἀγ­γε­λου­δά­κι ἔ­φυ­γε γι­ά τούς οὐ­ρα­νούς.
Ἀ­φοῦ τήν θά­ψα­νε, ἀρ­γό­τε­ρα πῆ­γε ὁ σύ­ζυ­γός της νά πα­ρα­λά­βη τήν Βά­για ἀ­πό τήν Ἡ­γου­με­νί­τσα. Μέ τά πό­δια πῆ­γε καί μέ τά πό­δια γύ­ρι­σαν στό χω­ριό, βου­νό–βου­νό ἡ­μέ­ρες πο­δα­ρό­δρο­μο. Στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τήν εἶ­χαν πε­ρι­ποι­η­θῆ. Ἔ­φα­γε λί­γο κα­λό φα­γά­κι καί πῆ­ρε ἐ­πά­νω της, ὅ­ταν δέ γύ­ρι­σε στό χω­ριό ἦ­ταν πο­λύ ὄ­μορ­φη, ὅ­πως τούς φά­νη­κε. Αὐ­τή ὅ­μως μέ ἀ­γω­νί­α καί ἀ­νη­συ­χί­α ζη­τοῦ­σε νά δῆ τό παι­δί. Ὁ πα­τέ­ρας τήν ξε­γε­λοῦ­σε προ­σπα­θώντας νά μήν τῆς πῆ τό δυ­σά­ρε­στο καί θλι­βε­ρό ἀλ­λά τῆς ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­ναι στούς παπ­ποῦ­δες στήν Φι­λιπ­πιά­δα. Ἔ­τρε­ξε ἐ­κεῖ ὅπου ἔ­μα­θε τήν ἀ­λή­θεια ὅ­τι πέ­θα­νε ἡ Ἑ­λε­νί­τσα, καί εἶ­πε: «Ἄ! κα­λά τό εἶ­χα δεῖ ἐ­γώ στόν ὕ­πνο ὅ­τι πέ­θα­νε τό παι­δί μου καί σεῖς μέ ξε­γε­λά­σα­τε!».
Τήν ἔ­κλαι­γε ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα. Καί ὅ­ταν τῆς ἔ­λε­γαν φτά­νει πι­ά, πέ­ρα­σαν τό­σα χρό­νια, ἀ­παντοῦ­σε: «Ἡ μάν­να πο­τέ δέν ξε­χνά­ει τό παι­δί της ὅ­σα χρό­νια καί ἂν πε­ρά­σουν».
Πα­ρά τίς τό­σες με­γά­λες φουρ­τοῦ­νες πού εἶ­χε πε­ρά­σει στήν ζω­ή της, δέν ἤ­θε­λε νά δεί­χνη τόν πό­νο της καί ἔ­κρυ­βε μέ­σα της τόν με­γά­λο σταυ­ρό πού σή­κω­νε. Δέν ἤ­θε­λε νά τήν λυ­ποῦνται καί νά τήν πα­ρη­γο­ροῦν γι᾽ αὐ­τό καί συμ­με­τεῖ­χε σ᾽ ὅ­λες τίς χα­ρές καί τίς λύ­πες τοῦ χω­ριοῦ.
Στούς γά­μους πή­γαι­νε πάντο­τε πρώ­τη μέ τό δῶ­ρο της. Ὅταν τῆς ἔ­λε­γαν, «βρέ Γι­ώρ­γαι­να, τί τό θέ­λεις ἐ­σύ τό δῶ­ρο, φτω­χειά γυ­ναῖ­κα, ἐ­σέ­να κα­νέ­νας δέν σέ πα­ρε­ξη­γεῖ», τό­τε αὐ­τή ἔ­λε­γε: «Ὄ­χι, ἡ φτώ­χεια, φτώ­χεια καί ὁ γά­μος, γά­μος. Εἶ­ναι ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ἐ­γώ ἂς μήν ἔ­χω νά φά­ω, τό δῶ­ρο μου θά τό πά­ω καί θά τούς εὐ­χη­θῶ».
Καί ὄ­χι μό­νο πή­γαι­νε ἀλ­λά καί ἔ­σερ­νε πρώ­τη τόν χο­ρό καί τρα­γου­δοῦ­σε. Χό­ρευ­ε πο­λύ ὡ­ραῖ­α, τούς πα­ρα­δο­σια­κούς χο­ρούς τοῦ χω­ριοῦ καί ὅ­λοι δέν πί­στευ­αν στά μά­τια τους, πῶς μί­α γυ­ναῖ­κα μέ τό­σα βά­σα­να εὕρι­σκε τό κου­ρά­γιο καί νι­κοῦ­σε τόν ἑαυ­τό της.
Ἐ­πί­σης τῆς ἄ­ρε­σαν πο­λύ οἱ γι­ορ­τές πού γί­νο­νταν στό Σχο­λεῖ­ο. Πή­γαι­νε μέ λα­χτά­ρα νά ἀ­κού­ση τά παι­διά πού ἔ­λεγαν τά ποι­ή­μα­τα στίς Ἐ­θνι­κές Ἑ­ορ­τές, πού ἔπαι­ζαν τά δρά­μα­τα καί τρα­γου­δοῦ­σαν.
Ὅ­λη της ὅ­μως ἡ ψυ­χή καί ἡ καρ­διά ἦ­ταν δο­σμέ­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στίς γι­ορ­τές καί στά πα­νη­γύ­ρια πού γί­νονταν στά δι­ά­φο­ρα ἐ­ξωκ­κλή­σια τοῦ χω­ριοῦ: Στήν Πα­να­γί­α στό Κα­στρί, στήν ἁ­γί­α Μα­ρί­να, στήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή, στήν ἁ­γί­α Σο­φί­α, στόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α, στήν Πα­να­γιά τοῦ Λα­πό­βου, στόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο στήν Φι­λιπ­πιά­δα κ.ἄ.
Ἐ­κεῖ ὅ­μως ὅ­που ἔ­λαμ­πε ἀ­πό χα­ρά ἦ­ταν τά Χρι­στού­γεν­να, στήν γι­ορ­τή τοῦ γυι­οῦ της, καί τήν Μ. Ἑ­βδο­μά­δα, ὅ­ταν ἄρ­χι­ζε τίς ἑ­τοι­μα­σί­ες γι­ά τήν Λα­μπρή, τό Πά­σχα.
Κάποιο ἔτος ἔ­στει­λε τόν μι­κρό της γυι­ό νά κό­ψη κόκ­κι­να τρι­αντά­φυλ­λα ἀ­πό τίς τρι­αντα­φυλ­λι­ές γι­ά νά τά πᾶ­νε στόν Ἐ­πι­τά­φιο τήν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή. Πη­γαί­νο­ντας γιά τήν Ἐκκλησία ὁ μι­κρός ἀ­πό ἀ­φέ­λεια τά μύ­ρι­σε. Τό­τε ἀ­μέ­σως τοῦ δί­νει μί­α–δυ­ό στά χέ­ρια καί τοῦ λέ­γει: «Μήν τά μυ­ρί­ζης, παι­δί μου, δέν κά­νει. Θά τά πᾶ­με στόν Χρι­στό τά τρι­αντά­φυλ­λα καί πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­μύ­ρι­στα, κα­θα­ρά καί ἁ­γνά. Γρή­γο­ρα, πέ­τα­ξέ τα καί τρέ­ξε νά κό­ψης ἄλ­λα».
Καί στόν Ἐ­πι­τά­φιο ἂν δέν περ­νοῦ­σαν τρεῖς φο­ρές σταυ­ρω­τά κά­τω ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι μπου­σου­λώ­ντας τά παι­διά της γι­ά νά πά­ρουν εὐ­λο­γί­α, δέν τά ἄ­φη­νε νά βγοῦ­ν ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἦ­ταν στορ­γι­κή καί πο­λύ τρυ­φε­ρή μάν­να για­τί εἶ­χε πο­νέ­σει πο­λύ γι­ά τά παι­διά της. Γι᾽ αὐ­τά μέ χα­ρά ἐστε­ρεῖ­το τά πάντα, μό­νο ἤ­θε­λε νά τά ἔ­χη κοντά της.
Ἡ αὐ­το­θυ­σί­α της ἦ­ταν με­γά­λη. Ὅ­ταν τήν πή­γαι­ναν στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, κα­θό­ταν λί­γο και­ρό, μό­λις δέ δυ­νά­μω­νε λί­γο καί ἔ­νι­ω­θε τόν ἑ­αυ­τό της κα­λύ­τε­ρα, δέν μπο­ροῦ­σε κα­νέ­νας νά τήν κρα­τή­ση μέ­σα, οὔ­τε για­τροί οὔ­τε νο­σο­κό­μες. «Θά φύ­γω», ἔ­λε­γε, «θά πά­ω στά παι­διά μου, μ᾽ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη». Ἔφευγε καί ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τήν Φι­λιπ­πιά­δα μέ τά πό­δια. Νύ­χτα ἔ­φτα­νε, χτύ­πα­γε νά τῆς ἀ­νοί­ξου­ν καί τή νό­μι­ζαν φάντα­σμα.
Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ξε­πέ­ρα­σε τε­λεί­ως τόν ἑ­αυ­τό της ἦ­ταν ἡ μέ­ρι­μνά της γι­ά τά κο­ρί­τσια της. Προ­αι­σθα­νό­ταν τόν θά­να­τό της καί ζοῦ­σε μέ­ρα–νύ­χτα σχε­δόν μέ τήν μνή­μη τοῦ θα­νά­του. Ἤ­θε­λε προ­τοῦ πε­θά­νη νά ἔ­χη τα­κτο­ποι­ή­σει τά προι­κιά τῶν κο­ρι­τσι­ῶν.
«Ὅ­ταν κλεί­σω τά μά­τια μου», ἔ­λε­γε, «θέ­λω τά παι­διά τῆς Βά­γιας νά τά ἔ­χουν ὅ­λα, νά μή τούς λεί­πη τί­πο­τα». Εἶ­χε πο­λύ φι­λό­τι­μο καί με­γά­λη λε­πτό­τη­τα μέ εὐ­αι­σθη­σί­α στίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις της. Ἔ­τσι μ᾽ αὐ­τήν τήν ἀ­γω­νί­α καί τήν μέ­ρι­μνα εἶ­χε κα­τα­δι­κά­σει τόν ἑ­αυ­τό της σχε­δόν σέ ἀ­σι­τί­α γι­ά νά μπο­ρέ­ση νά κά­νη λί­γες οἰ­κο­νο­μί­ες γι­ά τά παι­διά της. Τῆς εἶ­χαν βγά­λει μί­α συντα­ξού­λα ὡς ἄρ­ρω­στη πού ἦ­ταν. Μό­λις ἔ­παιρ­νε τήν συντα­ξού­λα της πή­γαι­νε κατ᾽ εὐ­θεῖ­αν καί ἀ­γό­ρα­ζε νή­μα­τα. Κα­θό­ταν ὕ­στε­ρα ὧ­ρες καί χτυ­ποῦ­σε στόν ἀρ­γα­λει­ό γι­ά νά ὑ­φά­νη τά προι­κιά τῶν κο­ρι­τσιῶν της πού καί χορ­τᾶ­τος νά εἶ­ναι κα­νείς δέν ἀντέ­χει καί πο­λύ.
Ἡ Βαΐα σέ ἡλικία 35 ἐτῶν
Ἡ Βαΐα σέ ἡλικία 35 ἐτῶν

Τά χέ­ρια της δού­λευ­αν πάντα ἀ­στα­μά­τη­τα. Στόν δρό­μο πού πή­γαι­νε γι­ά τό χω­ρά­φι, κρα­τοῦ­σε τίς γί­δες καί συγ­χρό­νως ἔ­πλε­κε καί καμ­μιά φα­νέλ­λα ἢ ἔ­γνε­θε μέ τήν ρό­κα της.
Ἂν καί ἦ­ταν πο­λύ φτω­χειά, εἶ­χε πο­λύ κα­λή καρ­διά καί ἀ­γα­ποῦ­σε νά δί­νη ἐ­λε­η­μο­σύ­νες ὅ­σο μπο­ροῦ­σε. Πάντα ἀπ᾽ αὐ­τά πού εἶ­χε πρῶ­τα ξε­χώ­ρι­ζε ἕ­να με­ρί­διο καί τό ἔ­στελ­νε σέ δι­ά­φο­ρες οἰ­κο­γέ­νει­ες, καί ἂς εἶ­χε αὐ­τή με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­νάγ­κη ἀπ᾽ αὐ­τές. Εἶ­χαν ἕ­να μι­κρό χω­ρα­φά­κι κά­τω ἀ­πό τό Κα­στρί τό Μο­να­στή­ρι, ὅ­που φύ­τευ­αν ὅ­λα τά κα­λο­και­ρι­νά. Πή­γαι­νε νά τά πο­τί­ση μί­α ὥ­ρα δρό­μο μέ τό ἄ­λο­γο. Μά­ζευ­ε τά κη­πευ­τι­κά καί μέ­χρι νά τά πά­η στό σπί­τι της τά πε­ρισ­σό­τε­ρα τά μοί­ρα­ζε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τη, ὅ­μως δί­δα­σκε πράτ­του­σα καί προ­σπα­θοῦ­σε νά με­τα­δώ­ση στά παι­διά της τό πνεῦ­μα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Μί­α φο­ρά κρε­μά­στη­κε μί­α γί­δα τους ἐ­κεῖ πού βο­σκοῦ­σε στά βρά­χια, ἀλ­λά πρό­λα­βε ὁ γεί­το­νας καί τήν ἔ­σφα­ξε. Τό­τε παίρ­νει σχε­δόν τήν μι­σή γί­δα, τήν βά­ζει σ᾽ ἕ­να σακ­κί καί τήν πη­γαί­νει σέ μί­α ξα­δέλ­φη τοῦ συ­ζύ­γου της. Ἡ γυ­ναῖ­κα αὐ­τή πο­λύ συ­χνά τήν πρό­σβαλ­λε καί τήν πί­κραι­νε μέ τήν στά­ση της, δι­ό­τι ἤ­θε­λε νά ἀ­να­κα­τεύ­ε­ται στά οἰ­κο­γε­νεια­κά της. Ἐ­κεί­νη τό­τε συγ­κι­νή­θη­κε καί ἄλ­λα­ξε συ­μπε­ρι­φο­ρά.
Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χη, ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τούς ἄλ­λους. Ὅ­λους στό χω­ριό τούς ἀ­γα­ποῦ­σε καί συ­νή­θι­ζε πρώ­τη αὐ­τή, σάν νά ἦ­ταν μι­κρό­τε­ρη, νά χαι­ρε­τᾶ.
Ἦ­ταν ντυ­μέ­νη πάντα στά μαῦ­ρα ἀ­πό τά τριά­ντα της χρό­νια. Εἶ­χε ἐ­πά­νω της μί­α πη­γαί­α γλυ­κειά εὐ­γέ­νεια, μέ σε­βα­σμό πρός τούς ἄλ­λους καί εὐ­λά­βεια στά θεῖα.
Τε­λευ­ταῖ­α ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό λευ­χαι­μί­α. Συ­χνά ἔ­κα­νε ἐμ­ε­τούς. Ὅ,τι ἔ­τρω­γε τό ἔ­βγα­ζε καί ἡ κοι­λιά της πρη­ζό­ταν. Αὐ­τό φαί­νε­ται τό εἶ­χε χρό­νια πού τήν βα­σά­νι­ζε καί ἐ­πη­ρέ­α­ζε καί τήν ὅ­λη ὑ­γεί­α της γι᾿ αὐτό εἶ­χε με­γά­λη ἀ­δυ­να­μί­α στόν ὀρ­γα­νι­σμό της. Τήν ἔστει­λαν πρῶ­τα στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς ἁ­γί­ας Ὄλ­γας στή Ν. Ἰ­ω­νί­α. Ὕ­στε­ρα νο­ση­λεύ­τη­κε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα στήν Ἀ­θή­να. Οἱ για­τροί τῆς εἶ­χαν πεῖ νά πη­γαί­νη κά­θε ἕ­ξι μῆ­νες γι­ά ἐ­ξε­τά­σεις, νά τρώ­η κα­λά, νά ξε­κου­ρά­ζε­ται καί νά μή στε­νο­χω­ρι­έ­ται. Μό­λις ὅ­μως γύ­ρι­ζε στό σπί­τι ρι­χνό­ταν στίς δου­λει­ές τοῦ σπι­τιοῦ, στά ζῶ­α, στά χω­ρά­φια, στήν σπο­ρά, στό θέ­ρος, στό νοι­κο­κυ­ριό. Ἡ ἀρ­ρώ­στια ὅ­μως μέ­σα της δού­λευ­ε σι­γά–σι­γά καί τήν ἐ­ξα­σθέ­νι­ζε ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο.
Ἐ­κτός ἀ­πό τίς πολ­λές ἀρ­ρώ­στι­ες καί τά βά­σα­νά της ἡ Βά­για εἶ­χε καί πό­λε­μο ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Μιά ἡ­μέ­ρα κα­τά τό με­ση­μέ­ρι εἶ­δε ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς τόν δι­ά­βο­λο πού πῆ­γε νά τήν γκρε­μί­ση κά­τω ἀ­πό τό ἄ­λο­γο, ἀλ­λά ἡ Πα­να­γί­α τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τήν προ­στά­τευ­σε. Ἐ­κεῖ κοντά ἦ­ταν ἕ­να ἐ­ξωκ­κλή­σι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Ἐ­λε­ού­σας. Γι᾿ αὐ­τό καί σ᾿ ὅ­λη τήν ζω­ή της, ὅ­ταν περ­νοῦ­σε ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο, ξε­πέ­ζευ­ε ἀ­πό τό ἄ­λο­γο, πή­γαι­νε ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη νά ἀ­νά­ψη τά καντή­λια καί νά εὐ­χα­ρι­στή­ση τήν Πα­να­γί­α.
Γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά πῆ­γε στήν Πα­να­γί­α στό Κα­στρί, τόν Δε­κα­πενταύ­γου­στο. Με­τά τόν Ἑ­σπε­ρι­νό ἔ­πια­σε ἀ­πό τό χέ­ρι τόν γυι­ό της καί ρω­τοῦ­σε: «Δέν μοῦ λές, παι­δί μ᾽, ὅ­λα αὐ­τά ἐ­δῶ πού δεί­χνουν ψη­λά στούς τοί­χους τά κά­ναν στούς Ἁ­γί­ους; Τό­σα μαρ­τύ­ρια καί βα­σα­νι­στή­ρια!». Κοί­τα­ζε τά πα­ρα­στα­τι­κά μαρ­τύ­ρια τῶν Ἁ­γί­ων κά­νοντας τόν σταυ­ρό της καί ἔ­λε­γε ὡς συ­νή­θως. «Μέ­γας Κύ­ρι­ε, Μέ­γας Κύ­ρι­ε, ἥ­μαρ­τον, Χρι­στέ μου». Ποι­ός ξέ­ρει τί αἰ­σθα­νό­ταν ἡ ψυ­χή της! Τούς συμ­πο­νοῦ­σε για­τί καί ἡ δι­κή της ἡ ζω­ή ἦ­ταν ἕ­να συ­νε­χές μαρ­τύ­ριο.
Ὕ­στε­ρα ἀ­πό μι­σό χρό­νο ἔμ­παι­νε καί ἡ ἴ­δια στό τε­λευ­ταῖ­ο στά­διο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου της. Οἱ ἐ­με­τοί συ­νέ­χεια αὐ­ξά­νονταν καί αὐ­τή εἶ­χε γί­νει ἀ­δύ­να­τη σάν φτε­ρό, ὥ­σπου μί­α ἡ­μέ­ρα τοῦ Μαρ­τί­ου φώ­να­ξαν τόν τα­ξιτ­ζῆ τοῦ χω­ριοῦ, ἕ­να πο­νό­ψυ­χο ἄν­θρω­πο, τόν Τά­κη Μη­λι­ώ­νη, γι­ά νά τήν πά­η στήν Ἀ­θή­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο.
Κοί­τα­ζε γύ­ρω–γύ­ρω σάν νά τά ἔ­βλε­πε γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά καί ἔ­λε­γε: «Θά γυ­ρί­σω πί­σω ζωντα­νή;». Μᾶλ­λον ἔ­δι­νε κου­ρά­γιο μό­νη της στόν ἑ­αυ­τό της δι­ό­τι τό ἤ­ξε­ρε πο­λύ κα­λά ὅ­τι θά ἀ­να­χω­ροῦ­σε γι­ά τόν οὐ­ρα­νό. Γι᾽ αὐ­τό καί πο­λύ και­ρό πρίν εἶ­χε πε­ρά­σει καί εἶ­χε χαι­ρε­τή­σει τό σό­ϊ της.
Στήν Ἀ­θή­να πού τήν πῆ­γε ὁ τα­ξιτ­ζῆς, μό­νη της καί ἀ­συ­νό­δευ­τη συ­νάντη­σε καί πά­λι τήν ἀ­πο­νιά, ὅ­μως τώ­ρα γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Κα­νέ­να σπί­τι συγ­γε­νι­κό δέν ἄ­νοι­ξε νά τήν δε­χτῆ γι­ά λί­γο, νά ζε­στα­θῆ ἡ ψυ­χού­λα τῆς πο­λύ­πα­θης Βά­γιας. Ὁ τα­ξιτ­ζῆς τήν πῆ­γε ἀ­πό κα­λω­σύ­νη, μέ δι­κή του πρω­το­βου­λί­α, στό Λα­ϊ­κό Νο­σο­κο­μεῖ­ο στό Γου­δί, ἄ­γνω­στη σέ ἀ­γνώ­στους καί τήν ἔβα­λαν σ᾽ ἕ­να διά­δρο­μο σέ ρά­ντζο.
Τό­τε εἰ­δο­ποι­ή­θη­κε ὁ γυι­ός της καί πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο νά τήν δῆ. Ὁ για­τρός τοῦ εἶ­πε ὅ­τι πρέ­πει νά κά­νη ἐγ­χεί­ρη­ση καί τοῦ ζή­τη­σε 50.000 δρχ. Τό πο­σό ἦ­ταν πο­λύ με­γά­λο καί δέν εἶ­χαν νά δώ­σουν τό­σα χρή­μα­τα, γι᾽ αὐτό ἡ ἐγ­χεί­ρη­ση δέν ἔγι­νε. Ἔ­ζη­σε μί­α ἑ­βδο­μά­δα μό­νο καί ἐ­κοι­μή­θη. Ἐ­κεῖ ἄ­φη­σε τό χι­λι­ο­βα­σα­νι­σμέ­νο κορ­μά­κι της ἐ­νῶ ἡ ψυ­χού­λα της φτε­ρού­γι­σε καί πέ­τα­ξε ἀ­νά­λα­φρη στούς οὐ­ρα­νούς, στο­λι­σμέ­νη μέ τό στε­φά­νι τῆς πί­στε­ως, τῆς τα­πει­νώ­σε­ως καί τῆς ὑ­πο­μο­νῆς. Στα­μά­τη­σε πι­ά γι᾽ αὐ­τήν ὁ πό­νος, ἡ θλί­ψη καί ὁ στε­ναγ­μός, πού ἦ­ταν οἱ πι­ό ἀ­γα­πη­μέ­νοι σύντρο­φοί της σ᾽ ὅ­λη της τήν ζω­ή. Ἐκοι­μή­θη στίς 10 Μαρ­τί­ου τοῦ 1974, σέ ἡ­λι­κί­α 47 ἐ­τῶν.
Ἡ κη­δεί­α ἔ­γι­νε στό χω­ριό. Ὅ­λες οἱ καρ­διές συ­μπό­νε­σαν τήν πιό φτω­χή, τήν πιό πο­νε­μέ­νη, τήν πιό βα­σα­νι­σμέ­νη καί τήν πιό ἀ­γα­πη­μέ­νη γυ­ναῖ­κα τοῦ χω­ριοῦ. Κα­νέ­νας δέν εἶ­χε οὔ­τε τό πα­ρα­μι­κρό πα­ρά­πο­νο ἐνα­ντί­ον της.
Ὁ πα­πᾶς τοῦ χω­ριοῦ, πού πο­τέ δέν μι­λοῦ­σε σέ κη­δεῖ­ες, μί­λη­σε στήν κη­δεί­α τῆς Βά­γιας καί εἶ­πε πολ­λά ἐ­παι­νε­τι­κά γι᾽ αὐτήν.
Ἡ πα­ρου­σί­α της ἔ­χει μεί­νει ἀ­ξέ­χα­στη. Γι­ά πολ­λά χρό­νια οἱ γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ, ὅ­ταν συ­ναντοῦ­σαν τά παι­διά της, ρω­τοῦ­σαν: «Ἄ, παι­δά­κι μου, σύ εἶ­σαι τό παι­δί τῆς Βά­γιας;», καί ἔ­κλαι­γαν.
Ἡ Βά­για ὅσο ζοῦ­σε με­ρι­κές φο­ρές μι­λοῦ­σε λί­γο πα­ρά­ξε­να, προ­έ­λε­γε κά­ποι­α πράγ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νια γί­νο­νταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τό­τε θυ­μοῦ­νταν τά λό­για της.
Ἀρ­κε­τό και­ρό πρίν ἀ­πό τόν θά­να­τό της εἶ­χε κά­τι προ­αι­σθαν­θῆ καί γι᾽ αὐ­τό εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πό τό σό­ϊ της νά τούς χαι­ρε­τή­ση. «Φεύ­γω, ἐ­γώ θά φύ­γω θά πά­ω νά ἀντα­μώ­σω τήν για­γιά μας, τί θέ­λε­τε νά τῆς πῶ;».
Μί­α ἑ­βδο­μά­δα πρίν πά­η γι­ά τό Νο­σο­κο­μεῖ­ο στήν Ἀ­θή­να, πῆ­γε στήν ἀ­δελ­φή της τήν Ἀ­θη­νᾶ πού ἐργαζόταν στίς ἐ­λι­ές στό χω­ρά­φι, καί τῆς λέ­ει ἡ Ἀ­θη­νᾶ: «Για­τί ἔ­κα­νες τό­σο κό­πο καί ἦρ­θες ἐ­δῶ κά­τω στό χω­ρά­φι;», καί τῆς ἀ­παντά­ει: «Ἔ, πῶς νά μήν ἔρ­θω νά χαι­ρε­τή­σω τήν ἀ­δερ­φή μου; Ἀ­θη­νᾶ, γι­ά μέ­να πά­ει, τε­λεί­ω­σε τό πα­νη­γύ­ρι, σέ μιά βδο­μά­δα θά πε­θά­νω».
Ὅ­ταν ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἦ­ταν μι­κρό, εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πό τό χω­ριό ἕ­νας Δε­σπό­της. Στό σπί­τι ἐ­κεῖ πού ἔτρω­γα­ν καί τό παι­δά­κι πι­ό πέ­ρα ἔ­παι­ζε, ση­κώ­νε­ται καί λέ­γει σέ ἕ­να συγ­γε­νῆ της: «Ἄχ, βρέ Σταῦ­ρε, νά μοῦ ἔ­δι­νε καί ἐ­μέ­να ὁ Θε­ός ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά μου νά γί­νη ἄν­θρω­πος δι­κός του, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στήν Ἐκ­κλη­σί­α».
Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α της καί ἡ εὐ­χή της ἔ­γι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.Ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νια τό παι­δί της αὐ­τό ἐ­πέ­λε­ξε τήν μο­να­χι­κή ζω­ή.
Σέ κά­ποι­ο συγ­γε­νῆ της μί­α φο­ρά εἶ­χε πεῖ: «Ὅ­ταν βγῆς στήν σύντα­ξη θά χω­ρί­σεις», καί πράγ­μα­τι χώ­ρι­σε καί ἔ­λε­γε μέ θαυ­μα­σμό ὅ­τι εἶ­χε χά­ρι­σμα ἡ Βά­για.
Σ᾽ ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της πού τήν εἶ­χε πι­κρά­νει πο­λύ, ἐ­πει­δή καί πο­λύ τό ἀ­γα­ποῦ­σε, ἐ­πά­νω στόν πό­νο της τοῦ εἶ­χε πεῖ: «Δέν θέ­λω νά βγά­λης τό ὄ­νο­μά μου καί οὔ­τε τό ὄ­νο­μα Βά­για νά ἀ­κού­σης».
Πράγ­μα­τι αὐ­τός στήν κό­ρη του δέν ἔ­δω­σε τό ὄνο­μα τῆς μάν­νας του ἀλ­λά καί ὅ­ταν ἦ­ταν κα­λε­σμέ­νος στά βα­φτί­σια τῆς κό­ρης τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του ξαφ­νι­κά μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ταν ἄρ­χι­σε τό μυ­στή­ριο, ὁ γυι­ός του κά­τι ἔ­πα­θε σάν πυ­ρε­τό, σάν ρῖ­γος, τόν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω καί τόν πῆ­γα­ν στόν για­τρό. Ὅ­ταν γύ­ρι­σε, τό μυ­στή­ριο εἶ­χε τε­λει­ώ­σει καί δέν εἶ­χε ἀ­κού­σει τό ὄ­νο­μα Βά­για πού ἔ­δω­σαν στό κο­ρι­τσά­κι. Καί τό­τε θυ­μή­θη­κε τήν πρόρ­ρη­ση τῆς μάν­νας του.
Ὁ Θε­ός νά ἀ­να­παύ­ση τήν ψυ­χή τῆς πο­λύ­πα­θης Βά­γιας στήν βα­σι­λεί­α Του, χα­ρί­ζοντάς της ἀντί τῶν προ­σκαί­ρων θλί­ψε­ων πού ὑ­πέ­μει­νε τήν αἰ­ώ­νιον ζω­ήν. Ἀ­μήν.

(Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

(Πηγή ηλ. κειμένου: enromiosini.gr)