Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΜΑΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.



Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ήταν μια γριούλα. Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.

Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
- Φύγε από εδώ! Ποιος σε κάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Και άθεος θα πεθάνω.

Ο παπάς τα έχασε.
- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με κάλεσε η γριά!
- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή, ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει. Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε.

Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Lela Koukis

Η ΜΑΝΑ ( Μια πολύ συγκινητική και αληθινή ιστορία )



Σηκωνόταν κάθε πρωί και πριν κάνει οτιδήποτε άλλο κατευθυνόταν προς το προσκυνητάρι.
 
Έκανε τον σταυρό της, αργά, ευλαβικά.
Έπιανε με το δεξί της χέρι το μικρό ποτηράκι που χρησιμοποιούσε για καντήλι το έφερνε στο αριστερό της χέρι και ξανάκανε το σταυρό της.

Το άφηνε απαλά πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν εκεί δίπλα, άνοιγε μια μικρή μπιζουτιέρα που μέσα αντί για χρυσαφικά είχε θυμίαμα, καρβουνάκια, φυτιλάκια. 
Πρόσθετε λίγο λάδι, άλλαζε το φυτιλάκι, το άναβε ψέλνοντας το «Άξιον εστίν», το τοπετούσε και πάλι στο κέντρο του προσκυνηταριού.

Το παλιό φυτιλάκι με την χαρτοπετσέτα δεν τα πετούσε στα σκουπίδια, είχε μια ειδική σακούλα, όταν γέμιζε την έπαιρνε και την έκαιγε σε μια άκρη της αυλής του σπιτιού της.

Κάθε μέρα ο γιος της την πετύχαινε σε κάποιο σημείο αλλαγής του φυτιλιού.
Αυτός πήγαινε πάντα βιαστικά στο μπάνιο, να πλυθεί, να ντυθεί να πάει στην δουλειά.

Ο πατέρας του τους είχε αφήσει εδώ και χρόνια, μάλλον καλύτερα που έφυγε μιας και η καημένη του η μάνα τράβηξε πολλά από τα μεθύσια και τις ασωτίες του.

Την παρατηρούσε κάθε μέρα, κάθε πρωί να ψέλνει, να θυμιάζει το σπίτι, να τον αποχαιρετά με το θυμιατό στο χέρι, να τον σταυρώνει καθώς αυτός απομακρυνόταν.
Και πάλι την έβλεπε να ανοίγει απαλά τις κουρτίνες του παραθύρου και να τον παρατηρεί καθώς έμπαινε στο αμάξι.

Μετά και αυτή ντυνόταν και πήγαινε στο ναό να ακούσει την ισχνή φωνή του ιερέα να ψέλνει τον όρθο της ημέρας.
Μέσα στο ναό καθόταν όρθια κάτω από την αγιογραφία της Αγίας Αικατερίνης.

Εκεί στο στασίδι ακουμπούσε λίγο, έκλεινε τα μάτια της και έλεγε την ευχή.
Μόλις τελείωνε ο όρθος περίμενε τον πάτερ να πάρει την ευχή του.
Έβαζε μετάνοια, φιλούσε το χέρι του και έφευγε.

Το απόγευμα καθώς γυρνούσε κουρασμένος από την δουλειά την έβρισκε είτε να κρατά το συναξάρι είτε το προσευχητάρι.
Του έβαζε να φάει, δεν τον ρωτούσε πολλά, μόνο αν ήταν καλά, μόνο αν ήθελε κάτι και μπορούσε να το κάνει.

Καθόταν μαζί του και τον έβλεπε να τρώει.
Τον έβλεπε και χόρταινε και η ίδια, χαιρόταν όταν έτρωγε όλο το φαγητό στο πιάτο, μα χαιρόταν περισσότερο εάν ζητούσε κι άλλο.
Αν σήκωνε τα μάτια του έβλεπε πάντα το χαμόγελό της.
Σιωπηλή, ήρεμη, παρόν.
Τελείωνε το φαγητό του.
Έκανε τον σταυρό της.

Σηκωνόντουσαν από το τραπέζι.
Πήγαινε στο σαλόνι, άνοιγε την τηλεόραση, έβλεπε είδήσεις ή αθλητικά, μπορεί να τον έπερνε ο ύπνος εκεί.
Κατα το βραδάκι, σηκωνόταν ντυνόνταν και καθώς άνοιγε την πόρτα έλεγε «μάνα, θα βγώ…».

Η φωνή της ακουγόνταν πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, έκαμε να τον προλάβει μα τις περισσότερες φορές τον λόγο της τον προλάβαινε ο ήχος της εξώπορτας «…να προσέχεις παιδί μου…».

Έμενε στην κλειστή εξώπορτα, όρθια, μόνη, σιωπηλή. 
Μετά από λίγο γυρνούσε στο δωμάτιό της.
Δίπλα στο μονό κρεβάτι της είχε ένα μικρό χαλάκι. 
Σήκωνε απαλά την φούστα της, τα γονατά της ακουμπούσαν χάμο.
Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο σε μια εικόνα της 
Παναγίας που είχε στο κομοδίνο της.

Δεν άκουγες τίποτα να βγαίνει από το στόμα της, δεν άκουγες φωνή, μα αν ήσουν παρόν θα έβλεπες τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα, να χαρακώνουν τα μάγουλά της, να κυλάνε στο λαιμό της και να χάνονται στην αλυσίδα του σταυρού της.

Οι ώρες περνούσαν, δύο, τρεις και τέσσερις ώρες.
Στα γόνατα.
Στο μικρό αυτό χαλάκι, στην μικρή αυτή κάμαρα.

Ποτέ της δεν έκανε κύρηγμα στο γιο της.
Ποτέ της δεν τον ρωτούσε που πήγαινε, με ποιους ήταν, τί έκανε.
Την ανησυχία της την έκανε προσευχή.

Το κλειδί στην πόρτα ακουγόταν.
Ήταν ο γιος της.
Γύρισε.
Έκανε τον σταυρό της.
Ακουμπούσε το μέτωπό της χάμο και έμενε εκεί μέχρι ο γιος της να μπει στο δωμάτιό του.
Αφού έπεφτε για ύπνο, έκανε αυτή να σηκωθεί.

Μα κάποιες φορές ήταν τόσο δύσκολο.
Τόση ώρα στα γόνατα δεν αισθανόταν πλέον τα πόδια της.
Προσπαθούσε στηριζόμενη στο κρεβάτι της.
Κάποιες φορές ίσα ίσα που κατάφερνε να ακουμπήσει το σώμα της στο στρώμα, κάποιες άλλες φορές έμενε χάμο απλώνοντας τα πόδια της περιμένοντας να κυκλοφορήσει και πάλι το αίμα.

Την επόμενη μέρα, η πόρτα του δωματίου του άνοιγε. 
Καθώς πήγαινε στο μπάνιο την έβλεπε και πάλι να αλλάζει το φυτιλάκι.
Και αυτό γινόταν χρόνια.
Πάντα διακριτική. 
Είχανε μεταξύ τους μια συνδέουσα απόσταση, μία σχέση σεβασμού, κατανόησης, αλληλοπεριχώρησης.

Ο καιρός περνούσε.
Γνώρισε μια κοπέλα όμορφη, καλοσυνάτη, απλή.
Την αγαπούσε πολύ ο γιος της, και αυτή την αγάπησε πολύ.
Την έφερε και στο σπίτι.
Της είπανε ότι έχουν σκοπό να παντρευτούν.

Η μάνα του σηκώθηκε έκανε στο σταυρό της, «να ναι ευλογημένο παιδιά μου», είπε, έπεσα στα γόνατα, έπιασε τα χέρια της κοπέλας και τα φίλησε.
Τα φίλησε και τα γέμισε δάκρυα, δάκρυα χαράς.

Πέρασαν μερικές ημέρες.
Το πρόγραμμα στο σπίτι δεν άλλαξε.
Μέχρι εκείνο το πρωινό.

Ξύπνησε, βγήκε από το δωμάτιό του μα δεν είδε την μάνα του.
Κοντοστάθηκε.
Έμεινε ακίνητος μερικά δευτερόλεπτα.
Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Τα χείλη του ψέλλιζαν μια λέξη μα την επαναλάμβαναν αδύναμα, ψιθυριστά.

Μα όσο πήγαινε η λέξη δυνάμωνε, μέχρι που η φωνή του έγινε κραυγή… «μάνα μου», έλεγε και ξανάλεγε, έτρεξε στη μικρή της κάμαρα.
Άνοιξε την πόρτα.
Την είδε γονατιστή πάνω στο μικρό χαλάκι.

Ακίνητη, σιωπηλή, ήρεμη, χωρίς πνοή, με μάτια κλειστά, με το κομποσχοίνι στα χέρια της.
Είχε γύρει και ακουμπούσε στο πλάι του κρεβατιού.
Το μικρό πορτατίφ ήταν ακόμα αναμένο.
Μπροστά της η εικονά της Παναγίας.

Γονάτισε δίπλα της.
Σταμάτησε να φωνάζει.
Σταμάτησε να κινείται κι αυτός.
Και οι δυο πλέον ήταν γονατιστοί.
Μάνα και γιος.
Δίπλα δίπλα.

Μετά από μερικά λεπτά γύρισε, την είδε, της χάιδεψε τα μαλλιά, την πλησίασε και την ασπάστηκε στα μάτια της, σ’αυτά τα μάτια που ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα της προσευχής της, της νήψης που βίωνε.

Τα δικά του μάτια είχαν γίνει κόκκινα από την αλμύρα των δακρύων του.
Η όψη του όμως ήταν ειρηνική, όπως της μάνας του.

Σηκώθηκε.
Πήγε προς το προσκυνητάρι.
Πήρε με το δεξί του χέρι το καντηλάκι.
Άλλαξε το φυτιλάκι.
Έκανε το σταυρό του.

Μετά ειδοποίησε τους συγγενείς…

Το μεγαλύτερο κήρυγμα είναι η ζωή μας.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΟΥ Η ΜΑΜΜΗ ΜΟΥ






Αυτή η γιαγιά με εδίδαξε με την ζωή της και τον λόγο της το πατρώον σέβας. «Η νηστεία είναι, παιδί μου, η βάσις κάθε σωματικής ασκήσεως.» Όλες τις Σαρακοστές άλαδο η γιαγιά και ολόκληρο το σπίτι. Μ᾽ έμαθε ν᾽ ανάβω το καντήλι, να θυμιάζω, να ανάπτω κερί μπροστά στα εικονίσματα και να προσεύχωμαι στον όρθρο και στο δείλι. Μου υπέδειξε τις μετάνοιες σαν προσευχή που την δέχεται ο Θεός. Με δίδαξε ότι αν τρεις Κυριακές δεν ακούσουμε τον εξάψαλμο, σταματάμε να είμαστε χριστιανοί. «Σήκω, παιδί μου, ο παπάς πέρασε, ανέβηκε στην Παναγία· μη ξεχνάς ότι και την προηγούμενη Κυριακή τον χάσαμε τον εξάψαλμο.» Μ᾽ έμαθε να τον ακούω όρθιος και σεβίζων, υποκλινόμενος. Την ώρα που διαβαζότανε το Ευαγγέλιο έβαζε κερί στο μανάλι, γιατί πίστευε ότι το Ευαγγέλιο είναι η διαθήκη που άφησε ο Χριστός στον κόσμο, και στην σύνταξη και ανάγνωση των διαθηκών, που γινότανε πάντοτε το εσπέρας, όλοι βαστούσαν κερί, για να βλέπη ο συντάκτης. Μ᾽ έμαθε πως το «Δόξα Πατρί» είναι η μεγαλύτερη δοξολογία και ιστάμενος όρθιος να σταυροσημειούμαι. Μ᾽ έμαθε την Μεγάλη Σαρακοστή, εισερχόμενος στον ναό, να κάνω τρεις μετάνοιες, για τον προηγιασμένο Άρτο που βρίσκεται στην αγία Τράπεζα.

Μου υπέδειξε, περνώντας μπροστά από κάθε εκκλησία, να σταυροσημειούμαι και να επικαλούμαι τον Άγιο της εκκλησιάς. Όπου και να βρίσκωμαι, την ημέρα των Θεοφανείων να την τιμώ όπως την Κυριακή του Πάσχα. Μου διηγήθηκε ότι πολλοί ευλαβείς άνθρωποι είδαν τα ξημερώματα της εορτής της Μεταμορφώσεως το άκτιστον φως. Μου υπέδειξε την Κυριακή να μη γονατίζω, γιατί οι άγιοι Κολλυβάδες τους δίδαξαν ότι η Κυριακή είναι Πάσχα. Μ᾽ έμαθε το πρόσφορο το καλοζυμωμένο να το προσφέρω στην εκκλησία όχι με γυμνά τα χέρια, αλλά σε άσπρη καθαρή πετσέτα. Μ᾽ έμαθε όταν φτιάχνω τα κόλλυβα, να ᾽χω κερί και λιβάνι. Μου υπέδειξε στο Ιερό που διακονώ, ποτέ τα ενδύματά μου να μην αγγίξουνε την αγία Τράπεζα, γιατί -όπως έλεγε- είναι ο θρόνος του Θεού.

Κι έτσι δώνω συχώριο σε όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες που μου είπαν: «Πρόσεχε τους μορφωμένους. Από αυτούς θα χαλάση ο Θεός τον κόσμο». «Τα υπέρμετρα των δαιμόνων εισιν» έλεγε ο όσιος Αμφιλόχιος ο Πάτμιος. Οδήγησέ τον τον άλλον στην στράτα του Θεού και ο Θεός θα τον κατευθύνη και θα τον διδάξη. Όχι μεγαλοστομίες. Εμείς μένουμε σ᾽ αυτά που διδαχθήκαμε από τους προγόνους μας, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι οι ακολουθίες, το κερί και το λιβάνι και το καντήλι που ανάβει μπροστά στα άγια εικονίσματα. Και πιο πέρα δεν πηγαίνω. Αν θέλη, ας με πάη ο Θεός.

Κύριε, βοήθα. Θόλωσαν τα νερά και δεν βλέπουμε την ομορφιά του βυθού της θάλασσας. Κύριε, συγκράτησε τους μεγαλοδιανοούμενους. Φρενάρισε το κακό που μας βρίσκει τα τελευταία χρόνια. Και εμείς, λάτρεις σου αμετάθετοι και αμετακίνητοι.

Μακαριστος Γρηγόριος ο Αρχιπελαγίτης.
Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου .
+2018

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Η ΜΑΝΑ ΔΩΔΕΚΑ ΠΑΙΔΙΩΝ , ΤΗΣ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗΣ ΜΑΚΡΑΣΥΚΑΣ.


Η  ΜΑΝΑ ΔΩΔΕΚΑ ΠΑΙΔΙΩΝ , ΤΗΣ  ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗΣ ΜΑΚΡΑΣΥΚΑΣ.
Αυτή είναι η  κυρία Παναγιώτα Κωνσταντίνου από την κατεχόμενη Μακράσυκα,
μάνα δώδεκα παιδιών.
Αγρότισσα στα νιάτα της.

Τη μέρα που μπήκανε οι Τούρκοι στο χωριό της, φόρτωσε στην καρότσα του τρακτέρ  εννιά από τα παιδιά της και φύγανε με τα ρούχα που φορούσανε. 
Πήρε μαζί της 2 παπλώματα, 2 πεπόνια και 5 χαλλούμια.Τίποτε άλλο.

Έφτασαν στην Ξυλοτύμπου.
Ο Χαμπής,  ο σύζυγος της, ήρθε περπατητός με το κοπάδι τους από τη Μακράσυκα λίγες μέρες αργότερα.
Έζησαν 2 χρόνια στα αντίσκηνα.
Δυο ιδιαίτερα δύσκολα χρόνια.
Μετακόμισαν στον συνοικισμό "Κόκκινες" στη Λάρνακα.
Τα παιδιά της μεγάλωσαν.
Έκαναν κι αυτά οικογένειες,
παιδιά , εγγόνια.
Απλή η ιστορία.
Ίσως κανείς δεν θα νοιαστεί να την καταγράψει, όπως και άλλες παρόμοιες ιστορίες.

Η κυρία Παναγιώτα  κοιμήθηκε σήμερα λίγες μέρες προτού κλείσει τα 97 της χρόνια.
Δεν χρειάστηκε κανένα κίνητρο από καμιά κυβέρνηση για να φέρει στον κόσμο δώδεκα ανθρώπους.
Δεν στηρίχθηκε σε επιδόματα.
Στηρίχθηκε μόνο στον Κύριο των Δυνάμεων που δίνει δύναμη σ' εμάς τους αδύναμους.

Τα χέρια της, δεν θα γίνουν εξώφυλλο σε κανένα  περιοδικό, ούτε θα ψηφιστεί "Γυναίκα της Χρονιάς" σε καμιά κατηγορία.

Εμείς που τη γνωρίσαμε νιώθουμε ευλογημένοι.

Για μας είναι  γυναίκα της χρονιάς, 
κάθε χρονιάς,
σε όλες εκείνες τις κατηγορίες που αφορούν την ανθρωπιά, την υπομονή, την πίστη και την αξιοσύνη.
ΠΗΓΗ.ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

«Πέτρο κοίταξε πόσοι άγιοι είναι κοντά σου!»




Πριν 3 ημέρες χαιρετίσαμε από τον μάταιο τούτο κόσμο τον οχτάχρονο Πέτρο στον παλαιό Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέου Κανάγκας. Λίγες μέρες νωρίτερα η μαμά του τον έφερε σε κωματώδη κατάσταση στην Ιεραποστολή προκειμένου να ζητήσει βοήθεια από την Εκκλησία. Οι αδελφές αμέσως έδωσαν τα χρήματα για να νοσηλευτεί. Βλέποντας η μητέρα του να σβήνει το παιδάκι της το πήρε και το έφερε στην Ιεραποστολή. Μόλις μπήκε από την πόρτα της Ιεραποστολής το παιδάκι πέταξε στον ουρανό. Η μητέρα του με το κλάμα και με τα συγκινητικά λόγια της μας έσφιγγε την καρδιά. Όπως ήταν το τοποθέτησαμε σε έναν πάγκο. Δίπλα του με ένα κεράκι αναμμένο η πονεμένη μάνα του. Δύο ιερείς έψαλαν την ακολουθία. Εγώ αφού ευλόγησα το παιδί κάθισα σε ένα στασίδι για λίγη προσευχή. Όχι για το παιδί..... ήταν άγγελος!!!! Αλλά για την πονεμένη μάνα. Ακόμη σκεφτόμουν με πόσες τιμές εμείς οι Ευρωπαίοι κηδεύουμε τους ανθρώπους μας και πόσο απέριττα οι αφρικανοί αδελφοί μας. Εκείνη η μάνα  κάποια στιγμή έδειχνε στο παιδί της τους Αγίους που ήταν στο τέμπλο και του έλεγε «Πέτρο κοίταξε πόσοι άγιοι είναι κοντά σου!!!»… Στο τέλος οι αδελφές αγόρασαν ένα μικρό φέρετρο για τον ενταφιασμό του!!!! Ο μικρός Πέτρος θα πήγαινε τώρα στην τετάρτη τάξη αλλά ο Κύριος τον ήθελε κοντά του!!!

Το παραπάνω συγκινητικό και διδακτικό περιστατικό μας το αφηγείται ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κανάγκας κ. Θεοδόσιος, ο οποίος και ήταν παρών και μέτοχος των όσων συνέβησαν πριν λίγες ημέρες στην Ιεραποστολή στη Κανάγκα! 

Μας συγκλονίζει και μας διδάσκει η πίστη αυτής της μητέρας, η οποία παρά τον πόνο και την οδύνη που προκάλεσε ο θάνατος του οχτάχρονου παιδιού της, αυτή γνωρίζει οτι ο γιος της βρίσκεται στη Βασιλεία των Ουρανών συνοδευόμενους από τους Αγίους μας!




Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Βοηθούσε γυναίκες να κάνουν έκτρωση, όταν ...




Η Αμπι Τζόνσον είχε από μικρή ηλικία αποφασίσει τι θα κάνει όταν μεγαλώσει. Και με βάση αυτό κατέστρωσε το πρόγραμμά της: Θα βοηθούσε τις γυναίκες να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην έκτρωση και γι’ αυτό σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Texas A&M και απέκτησε Master of Arts στη συμβουλευτική από το Πανεπιστήμιο Sam Houston. Όλα προγραμματισμένα.


Ετσι, από νωρίς εντάχτηκε ως εθελόντρια στο πρόγραμμα του Οικογενειακού Προγραμματισμού στη γενέτειρά της το Τέξας, αν και μεγάλωσε σε οικογένεια που ήταν αντίθετη στις αμβλώσεις. Και το 2001 προσλήφθηκε σε κλινική Planned Parenhood στο Bryan του Τέξας, όπου και εξελίχτηκε σε θέση διευθυντή της κλινικής. Ηταν τόσος ο ζήλος και η ευσυνειδησία της στην εκτέλεση των καθηκόντων της που το 2008 ανακηρύχτηκε «υπάλληλος της χρονιάς». Και ο απολογισμός της πλούσιος: Η κλινική διενήργησε περισσότερες από 22.000 εκτρώσεις σ’ αυτή την οκταετία.

Ώσπου μια μέρα, τον Σεπτέμβριο του 2009, όλα ανατράπηκαν. Όπως γράφει η ίδια στην αυτοβιογραφία της, που τιτλοφορείται Unplanned*, τότε όλα «αποπρογραμματίστηκαν»: «δέκα λεπτά συγκλόνισαν τα θεμέλια των αξιών μου και άλλαξαν την πορεία της ζωής μου».


Ηταν όταν ένας γιατρός της ζήτησε να τον βοηθήσει στην εκτέλεση μιας έκτρωσης στη 13η εβδομάδα κύησης με αναρρόφηση. Διηγείται η ίδια: “Ο γιατρός εισήγαγε τον σωλήνα αναρρόφησης, ο οποίος δεν είχε ακόμη ενεργοποιηθεί. Όταν άγγιξε το μωρό, το μωρό πήδηξε, άρχισε να μετακινείται και να κινεί τα χέρια και τα πόδια του, προσπαθώντας να αντισταθεί και να απελευθερωθεί. Η συσκευή ενεργοποιήθηκε […]. Είδα αυτό το παιδί να διαμελίζεται στη μήτρα της μητέρας του […], με τη μικρή, τέλεια σχηματισμένη σπονδυλική στήλη να στροβιλίζεται στη μήτρα της μητέρας του. Τελικά να απορροφάται και η οθόνη έγινε μαύρη […]. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο Οικογενειακός Προγραμματισμός μου είχε πει ψέματα”.

Εμεινε ακόμα εννέα μέρες στην κλινική και τότε αποφάσισε να απευθυνθεί στη Συμμαχία για τη Ζωή, της κίνησης κατά των αμβλώσεων. «-Πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε κυρία; – Είμαι η Αμπι Τζόνσον και θέλω να αλλάξω ζωή….». Παραιτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2009.


Τέσσερα χρόνια μετά την παραίτηση της Aμπι Τζόνσον από το Planned Parenthood, οι προσπάθειες των ακτιβιστών υπέρ της ζωής οδήγησαν στο κλείσιμο της παλιάς κλινικής της. Και μάλιστα, η Συμμαχία για τη Ζωή μετακόμισε στις εγκαταστάσεις αυτής της κλινικής και τη μετέτρεψε σε κέντρο εγκύων γυναικών. Στην είσοδο, έχει χτιστεί ένα υπέροχο μνημείο αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που πέθαναν πριν από τη γέννησή τους σε αυτό το μέρος. Τα σκεπάζουν δύο μεγάλοι άγγελοι.

Η ίδια η Αμπι Τζόνσον, οδηγούμενη και από τις σοβαρές επιπτώσεις των αμβλώσεων στην υγεία των γυναικών**, δημιούργησε μια οργάνωση πρώην εργαζομένων στον Οικογενειακό Προγραμματισμό η οποία βοήθησε στην επαγγελματική αποκατάσταση πάνω από 550 εργαζόμενων σε κλινικές αμβλώσεων να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους.

Η βιογραφία της Αμπι Τζόνσον έγινε ταινία με τον ίδιο τίτλο και, εν μέσω κορωνοϊού, την πρώτη εβδομάδα προβολής μπήκε στις δέκα πρώτες δημοφιλέστερες ταινίες. H παραγωγή της στοίχισε 6 εκ. δολάρια και οι μέχρι τώρα εισπράξεις της ξεπέρασαν τα 21 εκ. δολάρια. Η σκηνοθεσία είναι των Κάρυ Σόλομον και Τσακ Κονζέλμαν. Παίζουν οι ηθοποιοί Ασλη Μπράτσερ, Εμμα Ελ Ρόμπερτς, Ρόμπια Σκοτ και Τζάρεντ Λοτ.

*Abby Johnson, Unplanned: The Dramatic True Story of a Former Planned Parenthood Leader’s Eye-Opening Journey across the Life Line. Colorado Springs: SaltRiver/Focus on the Family, 2010.


**Παραλείποντας τις όχι αμελητέες βλάβες που μπορούν να συμβούν κατά την εκτέλεση, μετά την άμβλωση:

· το 44% των γυναικών παρουσιάζει νευρικές διαταραχές

· το 36% διαταραχές ύπνου

· το 30% – 50% προβλήματα στη σεξουαλική ζωή

· το 25% επισκέπτονται ψυχίατρο

· το 60% αναφέρει ιδεασμό αυτοκτονίας

· το 28% από αυτές επιχειρεί αυτοκτονία

· το 3%-5% εμφανίζει στειρότητα και μάλιστα οδηγούνται σε

· αυτοκαταστροφική συμπεριφορά

· εξασθένηση των μητρικών δεσμών, και έχουν
αυξημένες πιθανότητες κακοποίησης και κατάληξης τού ζευγαριού στο χωρισμό.


Πηγές: La Nef, le salon beige, onmed

Μετάφραση: Ευάγγελος Νιάνιος

Δείτε ακόμα

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

To μωρό που έζησε τόσο... όσο για να αλλάξει τη ζωή μας



Πραγματικό περιστατικό... που έγινε μέσα στο 2019, με πρωταγωνίστρια μια Ελληνίδα ΜΑΝΑ του αποδήμου Ελληνισμού.
Πού να το φανταζόμουν, ότι μετά από έναν υπέρηχο ρουτίνας τα πράγματα δε θα πήγαιναν όσο καλά και βολικά είχα συνηθίσει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Μια ζωή όμορφη, προσαρμοσμένη και κανονισμένη όπως ακριβώς ήθελα. Είχα ξεχάσει βέβαια πως Άλλος ελέγχει την κατάσταση…

Έγκυος λοιπόν στο δεύτερο παιδί μου. Ύστερα από την πρώτη υποψία της γιατρού, οι εξετάσεις που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν το τραγικό γεγονός. Τρισωμία 18. Το μωρό ήταν τραγικά άρρωστο και μη συμβατό με τη ζωή. Τρύπα στην καρδιά, το νεφρό μη σωστά σχηματισμένο, το χεράκι του γυρισμένο ανάποδα και άλλα πολλά που δεν χρειάζεται να αναφέρω.


Οι πιθανότητες να επιζήσει έστω και ενδομητρίως ήταν απειροελάχιστες. Η λύση που μου προτάθηκε;  Έκτρωση! Γιατί ; Διότι θα γλυτώναμε οικογενειακώς το ψυχικό κόστος και οποιαδήποτε τυχόν επιπλοκή σε μένα. Η καρδιά μου σκίστηκε στα δυο. Ήταν το πιο οδυνηρό συναίσθημα που ένιωσα ποτέ. Ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο σε εμάς; Αλλά και πάλι πώς θα μπορούσα να σκοτώσω εγώ το μωρό μας;  

Είχα την ελπίδα πως θα γεννιόταν ζωντανό για να το αεροβαφτίσουμε και να πάει στην αγκαλιά του Θεού. Οδυνηρή για εμένα υπήρξε και η στάση του συζύγου μου. Για να γίνω πιο σαφής, ο άντρας μου τάχθηκε εναντίον μου, με όποιο ψυχολογικό κόστος συνεπάγεται αυτό, ιδιαίτερα σε μια τέτοια κύηση.

Ήταν βαρύς ο σταυρός μου. Προσευχές, δάκρυα που κυλούσαν μέχρι το πάτωμα και χρόνος που έμοιαζε ατελείωτος. Βαριά ωστόσο έπεσε πάνω μου και η «άνωθεν» βοήθεια. Άνθρωποι που δεν γνώριζα στάθηκαν δίπλα μου σαν οικογένεια. Ο πνευματικός μου πατέρας με στήριζε και με ενεθάρρυνε σε όλη αυτή τη διαδρομή, με τις ευχές τα λόγια και την προσευχή του.

 Έτσι λοιπόν το αντιμετώπιζα, με πολλή προσευχή αλλά και παρηγοριά από τη μητέρα μας την Παναγία. Οι εννέα μήνες πέρασαν. Γεννήθηκε ένα πολύ όμορφο και βαρύτατα άρρωστο μωράκι. Ο άντρας μου με δάκρυα στα μάτια με ευχαριστούσε για το δώρο που του έκανα. Γνώρισε τον γιο του, που του έμοιαζε απίστευτα. Μπροστά στο θαύμα άλλαξαν όλα. Το αεροβαφτίσαμε, του δώσαμε πολλά φιλιά το αποχαιρετίσαμε και έφυγε ήρεμα από αυτήν τη ζωή για να πάει στην αληθινή. Ο πόνος πολύς και βαθύς, η καρδιά μου κομμάτια. Άξιζαν παρόλα αυτά όλες οι προσωπικές μου θυσίες.

Το κακό που προξένησε αυτό το μωράκι; Σας το καταθέτω με απόλυτη ειλικρίνεια.

Ξύπνησε τη μαμά του θυμίζοντας της την ματαιότητα αυτής της ζωής και έδειξε σε όλους μας πως το να αποφεύγεις τον πόνο για να μη χάσεις τη βολή σου, δεν σε κάνει δυνατό. Το να αντιμετωπίζεις αντιθέτως τον πόνο με υπομονή και εμπιστοσύνη στην αγάπη του Θεού σε κάνει ήρωα. Τουλάχιστον η κόρη μου έτσι θα μας βλέπει σε λίγα χρόνια από τώρα και αυτό μου αρκεί!


 Αφήστε με να ζήσω!

Πηγή:  https://www.tideon.org/

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

* Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στην πατρίδα μας!



8 Σεπτεμβρίου 1944, ώρα 5:30 το πρωί. Στρατιωτικά γερμανικά οχήματα με ανοικτές τέντες, διασχίζουν την Ιερά Οδό και καταλήγουν στην αρχή μιας μικρής χαράδρας του δάσους Δαφνί, λίγο πριν την άνοδο για την ανηφοριά που βρίσκεται το Χαϊδάρι. Εκεί σταματούν και κατεβάζουν 59 Έλληνες. Τους τοποθετούν σε σειρά και ετοιμάζονται για εκτέλεση. Ξεχωρίζουν τις εννέα γυναίκες που θα εκτελέσουν πρώτες, πριν από τους άντρες.  

Και ενώ όλοι παγώνουν, μια γυναικεία φωνή ακούγεται θαρρετά: «Θάρρος παιδιά! Ζήτω η πατρίδα μας. Μη λυγίσετε παιδιά!». Ύστερα παίρνει μια-μια τις μελλοθάνατες τις βάζει σε κύκλο και αρχίζει να τραγουδά το τραγούδι του Ζαλόγγου. 

Είναι η Λέλα Καραγιάννη, η μεγάλη ηρωίδα της Εθνικής μας Αντίστασης, επικεφαλής της αντιστασιακής οργάνωσης Μπουμπουλίνα. Γεννημένη το 1898 στη Λίμνη Ευβοίας κατοικούσε στην Αθήνα με τον σύζυγό της -φαρμακοποιό στο επάγγελμα- και τα επτά παιδιά τους.
 
H oικία της Λέλας Καραγιάννη στη συμβολή των οδών Λέλας Καραγιάννη αριθ. 1 και Σταυροπούλου στην Αθήνα, κοντά στην Πλατεία Αμερικής
Λίγους μήνες πριν, στις 11 Ιουλίου 1944 οι Γερμανοί ύστερα από πληροφορίες, είχαν κάνει έφοδο στο σπίτι της επί της οδού Φυλής. Ο ένας από τους τρεις γιους της, ο Γιώργος, είχε ήδη συλληφθεί τον Ιούνιο του 1941 από τους Γερμανούς. Κατηγορήθηκε για περίθαλψη ενός στρατιωτικού Αυστραλού τραυματία, ο οποίος πάνω στο μεθύσι του σε μπαρ άνοιξε το στόμα του επιπόλαια σε Γερμανό πράκτορα. Κατά την διάρκεια της ανάκρισής του ο Γιώργος Καραγιάννης δραπέτευσε και βγήκε στο βουνό Ελικώνας της Βοιωτίας, όπου εκτελούσε χρέη διερμηνέα της βρετανικής αποστολής, υπό τον πράκτορα Ντον Στοτ.
 
Μια από τις αντιστασιακές πράξεις της Λέλας Καραγιάννη ήταν να προμηθεύει με τρόφιμα και φάρμακα τους Βρετανούς στρατιώτες που είχαν βρεί καταφύγιο στην Μονή Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων
 Τα Ες Ες πιάνουν στις 11 Ιουλίου τέσσερα από τα επτά παιδιά της Καραγιάννη, που βρίσκονται στο σπίτι. Στην συνέχεια, συλλαμβάνουν στην Γλυφάδα και το τρίτο αγόρι, τον Νέλσονα, αλλά και την ίδια που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο.
 
Η Καραγιάννη είχε συλληφθεί άλλη μια φορά από τους Ιταλούς για περίθαλψη του Βρετανού υπολοχαγού Στιούαρτ, εξ αιτίας του οποίου κρατήθηκε στην φυλακή επί εξάμηνο η ίδια και επί δίμηνο ο φαρμακοποιός σύζυγός της Νίκος, καθώς ο Βρετανός μη λαμβάνοντας μέτρα προφύλαξης συνελήφθη το μεσημέρι της 13 Οκτωβρίου 1941 και στην ανάκριση από τα βασανιστήρια έσπασε. Το ίδιο βράδυ συνέλαβαν οι Ιταλοί το ανδρόγυνο Καραγιάννη. Όμως οι Ιταλοί που έβλεπαν να υποτιμούνται από τους Γερμανούς, σκοπίμως δεν έδωσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να μην εξυπηρετήσουν τα γερμανικά σχέδια και μετά δίμηνο φυλάκισης του Νίκου Καραγιάννη και εξάμηνο της συζύγου του, τούς αποφυλακίζουν.
 
Τώρα οι ναζί φέρνουν σε αντιπαράσταση την Λέλα Καραγιάννη με Έλληνα συνεργάτη της, ο οποίος μετά από βασανιστήρια λύγισε και μίλησε. Βλέπει να βασανίζουν τα παιδιά της μπροστά στα μάτια της. 

Διηγείται ο γιος της Βύρων:

«Αν ποτέ σας πιάσουν οι Γερμανοί, μας είπε, να δείξετε γενναιότητα και να μην λυγίσετε, γιατί έτσι θα επιβαρύνετε περισσότερο την θέση σας.
Προσέξτε καλά, δεν ξέρετε τίποτα για το τι έκανα, έτσι μόνο θα γλυτώσετε, και δεν θέλω να κλάψετε ή να πενθήσετε γαι μένα, μόνο να σκέπτεστε, ότι ό,τι κάναμε το κάναμε για την πατρίδα και αυτό θα σας ανακουφίζει». 
Μας έλεγε ακόμη ότι πίστευε στον Θεό και στην βοήθειά του για να σωθούμε εμείς, τα παιδιά της. Ύστερα, ήλθαν στο δικό μου κλουβί και με ανέβασαν πάλι στον ανακριτή Μπέκε. Αυτήν την φορά είδα με έκπληξη την μητέρα μου και τον αδελφό μου Νέλσωνα στο ανακριτικό γραφείο του Μπέκε. Η μητέρα, προφανώς για να μην λυγίσω, ή για να μην δουν οι Γερμανοί μητρική αδυναμία και στοργή για μας και τα εκμεταλλευτούν, με κοίταξε αυστηρά, κάνοντάς μου νεύρα με το βλέμμα, που σήμαινε να σταθώ στο ύψος μου και να φερθώ γενναία. Μια μόνο λέξη μου είπε επιτακτικά: «Πρόσεχε». Βέβαια είχε δει τα χάλια μου, τα καμένα πόδια μου, το ματωμένο πουκάμισό μου και τα παράλυτα χέρια μου. Αυτή η στάση της, απέναντί μου, έκανε τον Μπέκε να καταλάβει, ότι η Λέλα Καραγιάννη δεν είναι εύκολη λεία, και θα ήταν αδύνατον να της πάρει λέξη. O Μπέκε με άρπαξε και βίαια με γύρισε και με κόλλησε με το πρόσωπο στον τοίχο, το ίδιο έκανε και στον αδελφό μου. Έβγαλε το περίστροφο απ’ την θήκη του, το κόλλησε στο κεφάλι του Νέλσωνα, και κοιτάζοντας το ρολόι του χεριού του και μέσω διερμηνέα είπε στην μητέρα, με ύφος αποφασισμένο να εκτελέσει την απειλή του: «Λέλα Καραγιάννη, πρόσεξε καλά, σου δίνω δυο λεπτά προθεσμία, για να μου απαντήσεις σ’ αυτά που σ’ ερωτώ, διαφορετικά θα εκτελέσω, τώρα εδώ μπροστά σου, ένα - ένα τα παιδιά σου, αρχίζοντας από αυτόν εδώ. Λέγε, γιατί θα πιέσω την σκανδάλη, πού έχεις τον πομπό σου, ποιος τον χειρίζεται, με ποιους συνεργάζεσαι, ποιες είναι οι πηγές απ’ τις οποίες παίρνεις τις πληροφορίες για τις κινήσεις μας, ποιοι είναι οι συνεργάτες σου, πού βρίσκεται ο καπετάνιος Χρυσίνης με το καΐκι του». 
Το περίστροφο του Μπέκε έσπρωχνε το κεφάλι του Νέλσωνα, και το έκανε να γέρνει, ήταν αγριεμένος και φαινόταν αποφασισμένος να εκτελέσει την απειλή του. Τότε άκουσα την μητέρα να λέει, με σταθερή και ήρεμη φωνή: «Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στην πατρίδα μας. Πρόσεξε καλά, και πάλι σου λέω ότι αυτά δεν ξέρουν τίποτα και άδικα θα τα σκοτώσεις». 
 Η ψυχή της έτρεμε καθώς τα έλεγε αυτά, η φωνή της ηχούσε παράξενα, επίσημα και κατηγορηματικά, ο Νέλσων και εγώ κοιταχτήκαμε έντρομοι με λοξή ματιά, ο Μπέκε έμεινε άναυδος, αμήχανος. Τελικά τράβηξε το πιστόλι απ’ τον κρόταφο του Νέλσωνα και βάζοντάς το μέσα στην πέτσινη θήκη που κρεμόταν απ’ την ζώνη του, είπε τρέμοντας από οργή: «Τα παιδιά σου τα χρειάζομαι προς το παρόν, και μόλις τελειώσω μ’ αυτά, υπόσχομαι να τα στείλω στο εκτελεστικό απόσπασμα, να μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό».

Τη βασάνισαν φρικτά, την κρέμασαν από το ταβάνι, την άφησαν τρεις μέρες διψασμένη και όμως δεν άνοιξε το στόμα της. Ο δε ανακριτής της, ο Γερμανός Μπάικε, πεισμένος πια ότι δεν θα μιλήσει έκλεισε τον φάκελό της με ένδειξη «Λέλα Καραγιάννη, να εκτελεσθεί».

Μαζί με άλλους συλληφθέντες από την SD, την περίφημη ασφάλεια των Ες Ες, τους οδήγησαν στο κτίριο της οδού Μέρλιν, αριθ. 6, όπου και το Αρχηγείο των Ες Ες της Αθήνας. Από κει τους διαμοίρασαν και τους έκλεισαν στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Στην Μέρλιν συντάσσονταν οι κατάλογοι των προς φυλάκιση ή προς εκτέλεση πατριωτών.
 
Τους φυλάκισαν μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου και ως πράκτορες προφανώς τους προόριζαν για ανταλλαγή με συλληφθέντες δικούς τους. Με την δυσμενή τροπή που πήρε ο πόλεμος για την Γερμανία όμως και ενώ διαφαίνονταν η υποχώρηση των στρατευμάτων τους στο μέτωπο της Ελλάδας, δεν υπήρχε λόγος ανταλλαγής και αποφάσισαν να τους εκτελέσουν. Και η απόφαση λήφθηκε παρά το δεδομένο ότι εναντίον των 59 υπήρχαν μόνον κατηγορίες, όχι όμως και καταδικαστική απόφαση γερμανικού στρατοδικείου.
 
Οι συλληφθέντες ήταν κλεισμένοι στις φυλακές, αλλά μια ημέρα πριν την εκτέλεση, τούς είχαν υποσχεθεί πως θα τους απελευθέρωναν. Εκείνες τις ημέρες οι Γερμανοί άνοιγαν συχνά τις πύλες των φυλακών Αβέρωφ. Τους μετέφεραν την παραμονή το απόγευμα στις 8 η ώρα, στο κολαστήριο της Μέρλιν. Μάλιστα αυτοί του Αβέρωφ είχαν λάβει και τα αποφυλακιστήριά τους μαζί με τα προσωπικά τους είδη. Τους κατέγραψαν και στον πίνακα αποφυλακισθέντων. Αντί όμως για αποφυλάκιση, τους μεταφέρουν στο άντρο της SD και από κει ώρα 5.30 πριν το χάραμα της 8ης Σεπτεμβρίου 44 στο Χαϊδάρι.
 
Αναμνηστική πλάκα στην oικία της Λέλας Καραγιάννη
Εκεί τους βρίσκουν οι ριπές των πολυβόλων και τους σωριάζουν κατά γης. Και τότε γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Είναι η στιγμή που εκτυλίσσεται η πιο αντρεία πράξη μελλοθανάτου:
 
Ανάμεσα από τους μελλοθανάτους άνδρας, ξεπετιέται ένα παιδί 19 ετών. Είναι ο Γιαννάκης Χούπης, γιος του π. Βασιλείου Χούπη, εφημέριου στην Αγία Ειρήνη. Τόσο εντυπωσιάζεται ο Γιαννάκης από το θάρρος των γυναικών, που ορμά στο κοντινότερο πολυβόλο, το αρπάζει από τα χέρια ενός Γερμανού και το στρέφει εναντίον των. Δυστυχώς δεν ξέρει να το χειρισθεί. Μάταια δοκιμάζει να πυροβολήσει. Οι Γερμανοί τρομοκρατούνται και αρχίζουν να βάλλουν στο σωρό των πατριωτών, όσο να τους σωριάσουν όλους.
 
Την πληροφορία για τον Γιαννάκη Χούπη, 18 χρόνων, φοιτητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την διασώζει ο μελλοθάνατος Νίκος Μπάρδης, που πήρε χάρη την τελευταία στιγμή, όπως και ο Δημ. Αλεξόπουλος, λόγω παρέμβασης του δοτού πρωθυπουργού Ιω. Ράλλη. Του την έδωσε ο Έλληνας διερμηνέας Δημητριάδης που ήταν παρών στην εκτέλεση. Την εξομολόγηση των μελλοθανάτων έκανε, το προηγούμενο βράδυ, ο καθολικός ιερέας Χρυσόστομος Βασιλείου, τον οποίο εκτέλεσαν μαζί με τους μελλοθανάτους οι Γερμανοί. 
 
Αυτές ήταν οι τελευταίες εκτελέσεις που έγιναν από Γερμανούς. Μετά από 34 ημέρες η Αθήνα απελευθερώθηκε.
 
Σε αυτό το τελευταίο μεγάλο έγκλημα των ναζί στην Ελλάδα που διαπράχθηκε στο δάσος Δαφνί της Αττικής, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, εκτελέστηκαν εκτός από τους 56 Έλληνες και Ελληνίδες, μια Ουγγαρέζα, η Άννα Μπαν, μια Αγγλίδα συλληφθείσα τον Απρίλη του 1944 στην Πάτρα η Μάρτζορυ Δημοπούλου, που είχε παντρευτεί τον Τάκη Δημόπουλο από τον Πύργο και ένας αξιωματικός του ιταλικού στρατού, ο  Βιτόριο ντε Κάρλο.
 
Μαρμάρινη προτομή της Λέλας Καραγιάννη τοποθετήθηκε στην οδό Τοσίτσα στα Εξάρχεια το 1963 και είναι έργο της γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντή. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2016 βανδάλισαν το γλυπτό αποκεφαλίζοντάς το
Το 1947, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στη Λέλα Καραγιάννη το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας, τιμώντας την προσωπικότητα και τα πεπραγμένα της πολύτεκνης, πατριώτισσας, Ελληνίδας μάνας. 
Με προεδρικό διάταγμα που εκδόθηκε στην Αθήνα, την 18-05-2020, μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας:
Απονέμεται στην Ελληνίδα αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944, αρχηγό της Οργάνωσης Πληροφοριών και Δολιοφθοράς «Μπουμπουλίνα», Λέλα Καραγιάννη του Αθανασίου, για τον απαράμιλλο ηρωισμό της, την αυτοθυσία και την αφοσίωση που επέδειξε προς το Ελληνικό Έθνος, τα οποία την κατέστησαν στη μνήμη όλων των Ελλήνων και Ελληνίδων ως Εθνικό ιδεώδες, ο βαθμός του Ταξίαρχου επί τιμή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 3883/2010. (Αριθμ. βεβ. ΓΕΣ/ΔΟΙ/2ο/1254166/28-05-2020)
ΠΗΓΗ.ΑΜΦΟΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2020

Ένας διαφορετικός επικήδειος!


Ο λόγος με τον οποίο προέπεμψε στην αιωνιότητα την κατά σάρκα μητέρα του ο Μητροπολίτης Μόρφου π.Νεόφυτος, τη 6η Σεπτέμβρη 2014

Μεταβαίνει σήμερον «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν» ὁ πλέον δικός μας ἄνθρωπος: ἡ μάνα μας! Γιὰ τὸν καθένα ἡ μάνα εἶναι «μάννα» καί, βεβαίως, καὶ ἡ Μηλιὰ γιὰ μένα. Ἡ Μηλιὰ τοῦ Θεοχάρη Ἀκρίτα, τῆς Μυροφόρας τοῦ Πρωτόπαπα καὶ τῶν Πρωτοπαπάδων. Ἡ Μηλιὰ ὕστερα τοῦ Νικόλα τοῦ Μασοῦρα, τοῦ ἀλετράρη, ποὺ τὴ νυμφεύθηκε μετὰ τὴν πρόωρη χηρεία του. Πρὶν πῶ ὁτιδήποτε γιὰ τὴ μάνα μας, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας, ὅτι ἡ Μηλιὰ ἦταν κόρη τῆς Μυροφόρας, ποὺ προαναφέραμε, τῆς γνωστῆς ὡς Θεοχάραινας τῆς Κάτω Ζώδειας. Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ γιαγιά μου Μυροφόρα ἄφησε μνήμη ὁσίας γυναικός. Καί, ὅπως ἡ ἴδια εἶπε στὴν ἀδελφή της Μάρθα (σήμερα 99 ἐτῶν!), σὲ μεταθανάτια ὁλοφώτεινη ἐμφάνισή της σ᾽αυτήν· «Ὁ Χριστὸς μὲ κατέταξε μὲ τὶς παρθένες, κι ἃς ἔκαμα τέσσερα παιδιά. 
Ἡ παρθενία δὲν εἶναι αὐτό, ποὺ νομίζετε! Ἔγκειται στὸν νού! 
Κι ἐγὼ πρόσεχα τὸν νού μου ἀπὸ τὰ 33 μου χρόνια, ὁπόταν ἔχασα τὸν ἄνδρα μου.» Ἡ μάνα μου, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἰσῆλθε στὸ σπίτι τοῦ μακαριστοῦ πατέρα μας, ἔμελλε νὰ γίνει μητέρα, μητέρα τῶν δύο ὀρφανῶν παιδιῶν του, τοῦ Ἀνδρέα μας καὶ τοῦ Μιχάλη μας. 

Μιὰ λεπτομέρεια, τὴν ὁποία εἶναι καλὰ νὰ τὴν ἔχουν ὑπόψη τους οἱ σύγχρονες γυναῖκες τῆς Κύπρου. Ἡ μάνα μου δὲν εἶχε μόνο νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Στὸ σπίτι μέσα βρῆκε καὶ τὴν πενθερὰ τοῦ πατέρα μου ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ τὸν πενθερό του. Ὅταν τὰ πενθερικὰ τοῦ πατέρα μου εἶδαν πόσο καλὸς ἄνθρωπος, πόσο καλὴ χριστιανὴ ἦταν ἡ Μηλιά, ἄνκαι εἶχαν κόρες, εἶπαν, καλύτερα στὴν Μηλιὰ νὰ μείνουμε· καὶ ἔτσι τοὺς γηροκόμησε καὶ αὐτούς. 
Ὅταν κάποτε πῆγα νὰ ἐξομολογηθῶ, νέος διάκος τότε, στὸν Γέροντα τοῦ Σταυροβουνίου, π. Ἀθανάσιο, μὲ ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, γυιέ μου;» 
«Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», τοῦ ἀπάντησα. «Ἀπὸ τὴν Πάνω Ζώδεια», μοῦ εἶπε τότε, «γνώρισα μιὰ γυναίκα, ποὺ ἔκανε κάτι τὸ σπάνιο: μεγάλωσε, ὄχι μόνο τὰ δικά της παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ ἄνδρα της ἀπὸ τὸν πρῶτο του γάμο καὶ γηροκόμησε καὶ τὰ πενθερικά της!» Χαμογέλασα, καὶ τοῦ λέω· «Ἡ μάνα μου εἶναι αὐτή, Γέροντα!» 
«Εἶσαι εὐλογημένος, ποὺ ἔχεις αὐτὴ τὴ μάνα», μοῦ εἶπε. «Πρόσεχε, γιατί εὐλογημένες μάνες, σημαίνει εὐλογημένες ὑποχρεώσεις.» Μεγαλώσαμε κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴ γυναίκα. Αἰσθάνομαι, ὅτι ἡ μεγαλύτερη προίκα, ποὺ ἔδωσε στὰ παιδιά της, στὰ ἐγγόνια της, στὰ δισέγγονα καὶ στὰ τρισέγγονά της, εἶναι ἡ πίστη. Μᾶς ἔδωσε πίστη βαθιά, ποὺ νὰ μὴν στερεύει ποτὲ ἐνώπιον ὁποιασδήποτε δυσκολίας. Καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία ἀπὸ τὸν θάνατο! Καὶ τὸν γεύτηκε ἡ Μηλιὰ τὸν θάνατο ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια μέχρι τὰ ὕστερά της, ὅταν πρῶτα, στὰ ἑφτὰ τῆς χρόνια, κήδευσε τὸν πατέρα της, στὰ πενήντα της τὸν ἄνδρα της Νικόλα, ὕστερα τὸν γυιό της Πέτρο, 24 ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς, καὶ κατόπιν τὸν πλέον ἀγαπημένο της «γυιό», ποὺ γι᾽ αὐτὴν δὲν ἦταν κατὰ σάρκα γυιός της, τὸν ἀγαπημένο μας γαμπρὸ Ἀνδρέα. Ἀλλά, μάνα, σημαίνει νὰ ἔχεις παιδιά, τὰ ὁποῖα ἀντέχουν αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή· δὲν τὴν ἀπολυτοποίουν αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἐξασκοῦν ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Αὐτὸ ἔζησε, αὐτὸ μᾶς μετέδωσε ἡ μάνα μας. Θὰ ἤθελα, ὡς εὐχαριστία γιὰ τὴν παρουσία σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί μου, νὰ σᾶς πῶ μερικὰ περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς μάνας μας, γιὰ νὰ δοῦμε αὐτό, ποὺ ὁ ἅγιος Γέροντάς μας π. Συμεών, Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, μᾶς περιέγραψε προηγουμένως στὸν λόγο του, ὡς λαϊκὴ εὐσέβεια. «Ἔχεις λαόν; ´Εχεις Θεόν!» Ὅταν τῆς εἶπα κάποτε, «Μάνα, ἡ Στέλλα ἀγάπησε τὸν Ἀνδρέα καὶ παντρεύτηκαν, ὁ Χάρης ἀγάπησε τὴν Εὐδοκία καὶ παντρεύτηκαν», τότε ἐκείνη μοῦ λέει· «Ἀγάπησες κι ἐσὺ καμμιάν, γυιέ μου; Πές μου το, καὶ εἶναι καλὸ πράμα!» Τῆς λέω· «Ἀγάπησα τὴν πιὸ ὄμορφη, τὴν Ἐκκλησία!» «Μά, θὰ γίνεις μοναχός;» Τῆς λέω, «Ναί». Δὲν μοῦ ἔφερε καμμιὰ ἀντίδραση κοσμική. Ἡ ἀντίδρασή της ἦταν πνευματικοῦ χαρακτήρα. Μοῦ εἶπε μόνο· «Ξέρεις, ἐσὺ ὁ ἐνθουσιώδης, τί σημαίνει μοναχός; Καὶ μάλιστα καλὸς μονάχος;» Τὴν ἐρωτῶ· «Ἐσὺ ξέρεις;» Μοῦ λέει· «Ξέρω, ὅτι ὁ καλὸς μοναχός, γυιέ μου, μέχρι νὰ πεθάνει εἶναι τσακωμένος μὲ τὸ κορμί του. Εἶσαι διατεθειμένος γι᾽ αὐτὸ τὸν καβγὰ ἢ τελικὰ θὰ μᾶς προσβάλεις;» Θυμήθηκα τότε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, περὶ τοῦ τί ἐστὶ μοναχός· «Μοναχὸς ἐστι, βία φύσεως διηνεκὴς καὶ φυλακὴ αἰσθήσεων ἀνελλιπὴς» (Κλῖμάξ, Λόγος Α´, ι´). Ἡ Μηλιὰ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔμαθε αὐτό; Ποιὰ ἄνωθεν σοφία τὴ φώτιζε; 
Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναφώναξα μάνα. 
Τὴ φώναζα, εἴτε γερόντισσα, εἴτε σκέτα, Μηλιά. 
Αἰσθανόμουν, ὅτι δὲν μοῦ ἀνήκει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ποὺ κουβαλοῦσε τὴ σοφία ἀρχαίων χρόνων. Θὰ μοῦ πεῖτε, μέχρι ποὺ φτάνουν αὐτοὶ οἱ χρόνοι; Μέχρι τοὺς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἐποχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων! Διότι, ἂν δοῦμε ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη λαϊκὴ εὐσέβεια, εἶναι ἡ λαϊκὴ εὐσέβεια αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἀγραμμάτων ψαράδων τῆς Τιβεριάδος.

Καὶ ἀπὸ τότε οἱ ἄνθρωποι τὴ διαδέχονται, τὴν παραλαμβάνουν καὶ τὴν παραδίδουν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά. 
Ἂν ἑνωθεῖ καὶ μὲ τὴν ἱερωσύνη αὐτό, γίνεται καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Χάριτι Θεοῦ, σ᾽ ἐμᾶς τοὺς ἀναξίους συνέβη! Ἀλλά, τί κουβαλοῦμε στὰ κηρύγματά μας, στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν λαό; Ὅλοι μας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς, κουβαλοῦμε τὴ σχέση τοῦ πατέρα μας καὶ τῆς μάνας μας μὲ τὸν Θεό. Ἂν βρήκαμε καὶ κανένα καλὸ ἅγιο Γέροντα στὴ νεανική μας ζωή, τότε κουβαλοῦμε καὶ τὴ σχέση αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ τὸν Τριαδικό· αὐτὸ μεταδίδουμε! Ἄρα, πόσα πολλὰ ὀφείλω, σκεφτεῖτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο; Ἀργότερα, εἶπα στὴ μάνα μου· «Νὰ μοῦ δώσεις τὴν εὐχή σου, νὰ πάω νὰ γίνω μοναχός!» «Ἅ!», μοῦ λέει, «δὲν θὰ σοῦ δώσω τὴν εὐχή μου νὰ γίνεις μοναχός, ἐὰν δὲν δῶ πρῶτα τὸν δάσκαλό σου.» Τὸν Γέροντά μας, ἐννοοῦσε! Ὅταν τὴν πῆγα στὸν π. Συμεὼν καὶ τὸν πρωτοεῖδε, μοῦ εἶπε, πρὶν ἀκόμα τῆς μιλήσει· «Ὁ δάσκαλός σου εἶναι τοῦτος ὁ παστὸς (=αδύνατος);» «Ναί», τῆς λέω. Μοῦ λέει τότε· «Νὰ ἔχεις τὴν εὐχή μου, γυιέ μου. Τουλάχιστον ξέρεις νὰ διαλέγεις δασκάλους!» Τί ἔκαμε νομίζετε κατόπιν, ὡς πρώτη της κίνηση; Ἐγκατέλειψε τὸν καλὸ τῆς ἐδῶ Πνευματικό, τὸν π. Σωτήριο ἀπὸ τὴν Ἄσσια, καὶ ἔκαμε Πνευματικό της τὸν π. Συμεών. Τῆς εἶπα τότε· «Γιατί ἔκαμες Πνευματικὸ τὸν π. Συμεών;» «Γιὰ νὰ σὲ κατηγορῶ», μοῦ λέει, «καὶ νὰ βοηθήσω ἔτσι αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ καταλάβει μιὰν ὥρα γρηγορότερα, γιὰ νὰ συνεργαζόμαστε μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία σου.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Μηλιά! Σπάνια μᾶς ἐπαινοῦσε! Πολὺ πιὸ σπάνια μᾶς χάιδευε! Παρόλο τοῦτο, ὅλοι μας, καὶ παιδιά της καὶ ἐγγόνια της καὶ δισέγγονα καὶ τρισέγγονά της καὶ ὅλοι ὅσοι τὴν πλησίαζαν, αἰσθανόμαστε τὴν πνευματικὴ ἀγάπη της, νὰ χαϊδεύει τὴν καρδιά μας καὶ ὅλο μας τὸ εἶναι. Ἡ μάνα μας δὲν ἦταν ἄνθρωπος τοῦ γλυκοῦ λόγου. Ἐνίοτε αὐτὸς γινόταν καὶ πικρός. Ὅταν κάποτε τῆς εἶπα· «Μάνα, ὅλοι μοῦ λένε ὅτι εἶμαι ἀπότομος! Ὁ πατέρας μου ἦταν γλυκύς, ἐσὺ δὲν εἶσαι ἀπότομη. Ἀπὸ ποιὸν πῆρα;» Δαχτυλόδειξε τότε μὲ μιὰ μεγαλοπρέπεια τὸν ἑαυτό της καὶ εἶπε· «Ἀπὸ μένα πῆρες!» «Μά, δὲν εἶσαι ἀπότομη!» Μοῦ λέει· «Ἤμουν, γυιέ μου, μέχρι τὰ πενήντα μου! Μετὰ μὲ ἐπισκέφθηκε ὁ θάνατος, καὶ κατάλαβα, ὅτι τὸ νὰ ἐπιβάλλω τὴ γνώμη μου μὲ τὸ ἔξυπνο μυαλό μου, ποὺ κληρονόμησα ἀπὸ τὴ γενιὰ τῶν Ἀκριτῶν, δὲν εἶναι εὐλογημένο ἀπὸ τὸν Θεό. Καλύτερα νὰ τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ νὰ τοὺς ἐπιβάλλουμε ἐμεῖς τὴν ἄποψή μας.» Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ἡ μάνα μας! Νὰ σᾶς πῶ ἀκόμη γιὰ τὶς ἐπισκέψεις, ποὺ εἶχε ἀπὸ ἁγίους σὲ δύσκολες ὧρες τῶν παιδιῶν της: Ὅταν ἦταν νὰ γεννήσει ἐμένα, εἶδε τὸν ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὅταν θὰ γινόμουν μοναχός, τὴν ἔπεισε γιὰ τὴν ἐπιλογή μου ὁ ἅγιος Σπυρίδωνας, ποὺ συνομίλησε μαζί της. Ὅταν κινδύνευσε ὁ ἀδελφός μου Χάρης μὲ δύσκολη ἀσθένεια, κι ἐμεῖς τῆς κρύβαμε τὴν ἀσθένειά του, τῆς τὴν ἀποκάλυψε ἕνας ἅγιος! Μοῦ εἶπε μιὰ μέρα· «Δεσπότη, μὰ ὁ ἅγιος Νικήτας ἦταν ξανθός;» Τῆς λέω, «Ναί. Ἦταν Γότθος. Ἡ πατρίδα του ἦταν ἐκεῖ, ποὺ σήμερα εἶναι ἡ Ρουμανία. Ἀλλά, γιατί μὲ ἐρωτᾶς;» «Τὸν εἶδα», μοῦ λέει «ὅταν πῆγα νὰ προσκυνήσω ἕνα ἀπόγευμα, καὶ μοῦ εἶπε· ‘’Να μὴν στεναχωριέσαι γιὰ τὸν Χάρη! Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια οὐ πρὸς θάνατον, ἀλλὰ παιδαγωγία Χριστοῦ’’. Τί σημαίνει ὅμως αὐτὸ τὸ τελευταῖο;» «Εἶναι γιὰ νὰ τὸν φέρει κοντά του ὁ Χριστός, μάνα.» Τότε ἀναφώνησε· «Δόξα σοι, ὁ Θεός! Νὰ μᾶς δώσει ὅ,τι δοκιμασία θέλει! Φτάνει νὰ εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό!» Καὶ τῆς λέω· «Γιατί, μάνα, νὰ νιώθουμε τόσην ἀγάπη, ὅταν εἴμαστε κοντὰ στὸν Χριστό;» «Εἶσαι Δεσπότης, γυιέ μου, καὶ μ᾽ ἐρωτᾶς ἐμένα; Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος· τὰ ἄλλα ὅλα εἶναι προσωρινά!» Νὰ ἀναφέρω ἀκόμη γιὰ τὴν αἴσθηση τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ποὺ εἶχε, ὅταν συμμετεῖχε σ᾽ αὐτά. Πόση σοβαρότητα καὶ εὐλάβεια αἰσθανόταν ἀπέναντι στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας! 

Καὶ ἕνα τελευταῖο: Μὲ εἶδε μιὰ φορὰ νὰ γογγύζω καὶ νὰ ἔχω θυμό, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μιὰ περιπετειώδη Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε. Καί, τί νομίζετε μοῦ εἶπε, ὅταν μὲ εἶδε στὴ Μητρόπολη ἐκνευρισμένο; «Μά, εἶσαι ἐκνευρισμένος;» Τῆς λέω, «Ναί, ἀπὸ ὁρισμένα διατρέξαντα στὴ Σύνοδο, ποὺ εἴχαμε.» «Δὲν μοῦ λές, παιδί μου, ὅταν εἶσαι ἐπάνω στὸν θρόνο καὶ σὲ θυμιατίζουν δύο διάκοι κι ἐσὺ καμαρώνεις, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Κι ὅταν σὲ μνημονεύουν συνεχῶς στὸν ναὸ καὶ λένε· ‘‘υπὲρ τοῦ πατρὸς καὶ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Νεοφύτου’’, κι ἐσὺ εὐλογὰς καμαρωτός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω, «Μοῦ ἀρέσει.» «Κι ὅταν προσκυνὰ τὸ χέρι σου ὁ λαός, σοῦ ἀρέσει;» Τῆς λέω καὶ πάλιν, «Ναί, μοῦ ἀρέσει!» «Ἔ, λοιπόν! Τὰ καλὰ δεχούμενα, τὰ κακὰ οὐχί; Αὐτὸ σὲ μάθαμε;» 

Πρὶν τέσσερα χρόνια, ἀντιλήφθηκα ὅτι ἡ μνήμη τῆς μάνας μας ἄρχισε νὰ ἀδυνατίζει. 
Τὴ ρώτησα· «Ἔζησες πολλοὺς πόνους στὴ ζωή σου. 
Ποιὸς ἦταν ὁ πιὸ μεγάλος πόνος;» Μοῦ ἀπάντησε· «Ὅταν κατέβασα τὸν γυιό μου τὸν Πέτρο στὸν τάφο. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος ἡ μάνα νὰ θάβει τὸ σπλάχνο της!» Ἀμέσως ὅμως μετά, γιὰ νὰ μὴν τὴ νικήσει ἡ θλίψη, πρόσθεσε μὲ βιασύνη• «Ἀλλά, δόξα σοι, ὁ Θεός· δόξα σοι, ὁ Θεός! 
Ὁ Θεὸς ξέρει τὸ γιατί!» Ὕστερα, τῆς ζήτησα νὰ μοῦ δώσει μιὰ νουθεσία, δίκην παρακαταθήκης, τί νὰ προσέξω στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου μου. Καὶ μοῦ ἀπάντησε· «Ὁ Θεὸς σὲ ἀνέβασε πολὺ ψηλά. Πρόσεχε, νὰ μὴ ‘‘γείρει’’ ὁ νούς σου!» Ἐννοοῦσε, νὰ μὴν μὲ κυριεύσει ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς μάνας μας ἦταν νὰ μᾶς μάθει τὴν ταπείνωση, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός! 

Ὡς ἐπιστέγασμα τῶν πτωχῶν μου τούτων λόγων γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς μάνας μου, ἐπιτρέψετέ μου νὰ καταθέσω κάτι, ποὺ μοῦ εἶπε πρὶν λίγο ἕνας παλαιὸς γνωστός μας δάσκαλος, ποὺ γνώριζε καὶ τὴ Μηλιά: «Ἡ μάνα σοῦ ἦταν ἡ μοῦσα σου, ποὺ σὲ ἐνέπνεε. Φρόντισε νὰ συνεχιστεῖ τοῦτο τὸ ὡραῖο ποὺ νιώθαμε κοντά της καὶ κοντά σου. Νὰ εἶσαι σὲ συνεχὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα της, γιὰ νὰ συνεχισθεῖ αὐτὴ ἡ ἔμπνευση!» 

Αὐτά, ἀγαπητοί μου πατέρες καὶ ἀδελφοί, ὡς δεῖγμα εὐχαριστίας γιὰ τὴ δική σας παρουσία, καὶ ἐξαιρέτως τὴ δική σας, ἅγιοι ἀρχιερεῖς καὶ ἀγαπητὲ ἀρχιεπίσκοπε τῶν Μαρωνιτῶν. Αὐτὰ καὶ γιὰ σᾶς, λαὲ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἤρθατε νὰ δεῖτε ἕνα κομμάτι τῆς δικῆς σας ψυχῆς νὰ φεύγει, ἕνα κομμάτι ποὺ φαίνεται ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴ σύγχρονη Κύπρο, καὶ μένει ἡ Κύπρος ἡ μοντέρνα, ἡ μεταλλαγμένη, ποὺ ἀναζητᾶ τὸ καινούργιο νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Κοντὰ στὴ μάνα μας μάθαμε, ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ἡ ἄλλη ζωὴ ἔχει νόημα καὶ ὁ θάνατος ἔχει νόημα· εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς Ἀναστάσεως! 
Αὐτὰ μάθαμε κοντὰ στὴ μάνα μας.

 Εὔχομαι ὅλη ἡ Κύπρος νὰ εἶναι κοντὰ σὲ τέτοιους ἀνθρώπους. 
Δόξα τῷ Θέῷ, κάθε γενιὰ ἔχει τέτοιους ἀνθρώπους! 

Τὸ ζητούμενο, νὰ μπορέσουμε νὰ μαθητεύσουμε καὶ νὰ μεταδώσουμε αὐτὴ τὴ μαθητεία καὶ στὰ τέκνα καὶ στὰ ἔκγονά μας. 

Παρακαλῶ, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί μου, ἀρχιερεῖς καὶ πατέρες, νὰ μνημονεύετε τακτικὰ στὶς προσευχὲς καὶ τὶς Λειτουργίες σας τὴν δούλη τοῦ Θεοῦ Μηλιά. Εὐχαριστοῦμε ἀπὸ καρδιᾶς! Τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ Μηλιάς, εἴη αἰωνία ἡ μνήμη! Ἀμήν! 
 Ἱερὸς ναὸς Ἁγίου Ἐλευθερίου, Συνοικισμὸς Λατσιῶν, 06.09.2014
ΠΗΓΗ.ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ