Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Ἐσθήρ - Ἡ κατάληξη ὅσων ἀσεβοῦν κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ πιστοῦ στὸ Θεό.



site analysis



ESTHIR AMAN
Ἐσθήρ - Ἡ κατάληξη ὅσων ἀσεβοῦν κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ πιστοῦ στὸ Θεό.
Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου, Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
Τὸν ἕκτο αἰώνα πρὸ Χριστοῦ οἱ Ἰουδαῖοι βρέθηκαν αἰχμάλωτοι γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους στὴν Βαβυλώνα ἐπὶ ἑβδομήντα ἔτη. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τοὺς εἴχε ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ ἁπλὰ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν δοκιμασία τοὺς διαπαιδαγωγοῦσε. Μάλιστα στὴν διάρκεια τῶν ἑβδομήκοντα ἐτῶν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους βρέθηκαν σὲ ἰδιαίτερα εὐμενεῖς θέσεις καὶ ὑπηρετοῦσαν στὴν αὐλὴ τοῦ Βασιλέως. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπήρξε καὶ ὁ Μαρδοχαῖος: «Μαρδοχαῖος ὁ τοῦ Ἰαΐρου, τοῦ Σεμεΐου, τοῦ Κισσαίου, ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἄνθρωπος Ἰουδαῖος οἰκῶν ἐν Σούσοις τῇ πόλει, ἄνθρωπος μέγας, θεραπεύων ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως. ἦν δὲ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, ἧς ᾐχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐξ Ἱερουσαλὴμ», Εσθ. Α,1-3.
Ὁ Μαρδοχαῖος ὑπηρετοῦσε μὲν στὴν αὐλὴ τοῦ Βασιλέως, ἀλλὰ ὅμως ἕνα συγκεκριμένο γεγονὸς τὸν ἔκανε νὰ ἀποκτήσει ἰδιαίτερη εὔνοια ἀπὸ τὸν Βασιλέα: ἡ ἀνακάλυψη καὶ καταγγελία τῆς συνωμοσίας δύο εὐνούχων αὐλικῶν τοῦ Βασιλέα εἰς βάρος του γιὰ τὴν δολοφονία του, ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν παραδειγματικὴ καταδίκη αὐτῶν καὶ τὴν σωτηρία τοῦ Βασιλέα ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ αὐτὴ:

 «προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καταχωρίσαι εἰς μνημόσυνον ἐν τῇ βασιλικῇ βιβλιοθήκῃ ὑπὲρ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου ἐν ἐγκωμίῳ.», Ἐσθ. 2,23. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὠφελήθηκε ἕνας αὐλικός, ὁ Ἀμάν: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἐδόξασεν ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης Ἀμὰν Ἀμαδάθου Βουγαῖον καὶ ὕψωσεν αὐτόν, καὶ ἐπρωτοβάθρει πάντων τῶν φίλων αὐτοῦ.», Ἐσθ. 3,1.     Καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ φοβερό. Ὁ Ἀμὰν ἀπαιτοῦσε μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὸν Μαρδοχαῖο καὶ νὰ τὸν προσκυνεῖ ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ σχετικὸ πρόσταγμα τοῦ Βασιλέως, καὶ ἐπειδὴ ὁ Μαρδοχαῖος δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀφοῦ δὲν τοῦ τὸ ἐπέτρεπε ἡ πίστη του στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος ποὺ ἦταν, ὁ Ἀμὰν θέλησε νὰ ἐξολοθρεύσει αὐτὸν καὶ μαζὶ καὶ ὅλον τὸν λαό του, τὸν ἰουδαϊκὸ λαὸ («καὶ ἐπιγνοὺς Ἀμὰν ὅτι οὐ προσκυνεῖ αὐτῷ Μαρδοχαῖος, ἐθυμώθη σφόδρα καὶ ἐβουλεύσατο ἀφανίσαι πάντας τοὺς ὑπὸ τὴν Ἀρταξέρξου βασιλείαν Ἰουδαίους. » Ἐσθ. 3,5-6). Καὶ γιὰ νὰ τὸ πετύχει αὐτὸ εἶπε στὸ Βασιλιὰ: «οἱ νόμοι αὐτῶν εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ τοὺς νόμους ὅλων τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Αὐτοὶ, λοιπὸν, δὲν ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ βασιλέως καὶ εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν εἶναι συμφέρον στὸν βασιλέα νὰ ἀφήσει αὐτοὺς νὰ ζοῦν. Ἐάν λοιπὸν φαίνεται καλὸν στὸν βασιλέα, ἅς ἐκδώσει ἕνα διάταγμα καταστροφής τους, ἐγῶ δὲ ἐγγράφως θὰ ἀναλάβω τὴν ὑποχρέωση νὰ καταθέσω στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ βασιλέως δέκα χιλιάδες τάλαντα ἀργυρίου”. («οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, τῶν δὲ νόμων τοῦ βασιλέως παρακούουσι, καὶ οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἐᾶσαι αὐτούς· εἰ δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, δογματισάτω ἀπολέσαι αὐτούς, κἀγὼ διαγράψω εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ βασιλέως ἀργυρίου τάλαντα μύρια.», Ἐσθ. 3,8-9). Καὶ βλέπουμε στὰ λόγια του αὐτὰ, ὅτι ἐπειδὴ ὁ Βασιλιὰς θὰ ζημιωνόταν οἰκονομικὰ ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τόσων ἀνθρώπων, ἀφοῦ δὲν θὰ τοῦ πληρώναν πλέον τους φόρους τους, ἀναλάμβανε ὁ Ἀμὰν ἀκόμα καὶ νὰ ἀποζημειώσει ὁ ἴδιος τοὺς φόρους τους. Ἀρκεῖ νὰ ἐξαφανίσει τὸν Μαρδοχαῖο ποὺ προσκυνεῖ τὸν Θεὸ ἀντὶ γι’ αὐτὸν, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν λαό του, ποὺ πιστεύουν στὸν ἴδιο Θεό!
Ἔτσι ὁ Βασιλιὰς πείστηκε, ἐξέδωσε τὸ σχετικὸ βασιλικὸ διάταγμα καὶ τὸ ἀπέστειλε σὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Βασιλείας του. Τότε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ εἰσήλθε στὴ μεγαλύτερη δοκιμασία ὅλων τῶν ἐτῶν τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας του καὶ σὲ μιὰ τρομερὴ ἀνησυχία περιμένοντας τὴν ὁρισμένη ἡμέρα τῆς ἐξολόθρευσής του ἀπὸ ὅσους τὴν ἐπιθυμοῦν, χωρὶς νὰ ἔχει κανεῖς τὸ δικαίωμα νὰ τοὺς ὑπερασπισθεῖ: «αὶ ἐν πάσῃ χώρᾳ, οὗ ἐξετίθετο τὰ γράμματα, κραυγὴ καὶ κοπετὸς καὶ πένθος μέγα τοῖς Ἰουδαίοις, σάκκον καὶ σποδὸν ἔστρωσαν ἑαυτοῖς.», Ἐσθ. 4,3. Ὅμως ὁ Θεὸς ἦταν μαζὶ μὲ τὸ λαό του ὅσο καὶ ἄν ἐπέτρεπε νὰ δοκιμάζεται ἔτσι, καὶ ὁ Ἀμὰν εἶχε κάνει ἕνα μεγάλο λάθος: τυφλωμένος ἀπὸ τὴν μεγάλη του ὑπερηφάνεια καὶ φιλοδοξία ποὺ γέμιζαν αὐτὸν μίσος γιὰ ὅποιον τοῦ στεκόταν ἐμπόδιο, δὲν εἶχε ἐλέγξει καλὰ μὲ ποιοὺς πάει νὰ τὰ βάλει. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ Μαρδοχαῖος εἶχε κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ Βασιλιὰ καὶ τὸ ξεσκέπασμα τῶν συνωμοτών ἀπὸ αὐτὸν εἶχε καταχωρηθεί στὸ Βιβλίο τῶν Χρονικῶν τοῦ Βασιλείου ὡς μέγα γεγονὸς, τὸ πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ νέα βασίλισσα ποὺ κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ἀντικατέστησε τὴν προηγούμενη, ἐπειδὴ ἐκείνη ἔδειξε ἀνυπακοή («…Ἀστὶν τῇ βασιλίσσῃ, ὅτι οὐκ ἐποίησε τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως προσταχθέντα διὰ τῶν εὐνούχων.», Ἐσθ. 1,15), καὶ ἦταν ἡ Ἐσθήρ, ἦταν ξάδελφή του καὶ αὐτὸς τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὅταν ἔμεινε ὀρφανή, καταφέρνοντας χωρὶς ὁ Βασιλιὰς νὰ γνωρίζει τὴν καταγωγή της, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Μαρδοχαίου, νὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπέλεξε ὁ Βασιλιὰς γιὰ νέα σύζυγό του. Καὶ ἡ Ἐσθὴρ ὅταν στὴν δύσκολη ὥρα τῆς ζήτησε ὁ ξάδελφός της νὰ ἐπέμβει γιὰ νὰ σώσει τὸ λαὸ, τὸν ἄκουσε. Ἔτσι παρουσιάστηκε στὸ Βασιλιὰ ἀπρόσκλητη, παρόλο ποὺ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο σήμαινε καταδίκη σὲ θάνατο («εἰσελεύσομαι πρὸς τὸν βασιλέα παρὰ τὸν νόμον, ἐὰν καὶ ἀπολέσθαι με δέῃ.», Ἐσθ. 4,16). Τὸ ἔκανε ὅμως, ἀφοῦ πρώτα προετοιμάστηκε νηστεύοντας καὶ αὐτὴ καὶ ὅλος ὁ λαὸς στὴν πόλη γιὰ τρία ἡμερόνυχτα: « βαδίσας ἐκκλησίασον τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἐν Σούσοις καὶ νηστεύσατε ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ μὴ φάγητε μηδὲ πίητε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς νύκτα καὶ ἡμέραν, κἀγὼ δὲ καὶ αἱ ἅβραι μου ἀσιτήσομεν», Ἐσθ. 4,16.
Ὅμως ὅταν μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἡ Ἐσθὴρ ὁλοκληρώνοντας τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ της («Καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὡς ἐπαύσατο προσευχομένη, ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς θεραπείας καὶ περιεβάλετο τὴν δόξαν αὐτῆς.», Ἐσθ. 5,1) παρουσιάστηκε στὸν Βασιλέα, ἐκεῖνος τὴν δέχθηκε ὡς Βασίλισσα ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ αὐτὴ μαζί του τοὺς ὁρίζει: «τί ἐστιν Ἐσθήρ; ἐγὼ ὁ ἀδελφός σου, θάρσει, οὐ μὴ ἀποθάνῃς ὅτι κοινὸν τὸ πρόσταγμα ἡμῶν ἐστι· πρόσελθε.», Ἐσθ. 5,1ζ. Τότε πέτυχε τὴν πρόσκληση του σὲ γεῦμα ποὺ θὰ παρέθετε ἡ ἴδια, ζητώντας νὰ εἶναι παρὸν καὶ ὁ Ἀμάν. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τοῦ Ἀμάν. Αὐτὴ ὅμως ὁριστικοποιήθηκε μὲ τὴν κατ’ οἰκονομία Θεοῦ ἀνάγνωση τοῦ Βιβλίου τῶν Χρονικῶν ἐνώπιων τοῦ Βασιλέα τὴν νύχτα λόγω τῆς ἀϋπνίας ποὺ εἶχε, ὁπότε ἀναζητώντας κάτι γιὰ νὰ τοῦ διαβάσουν, τοῦ διάβασαν γιὰ τὴν σωτηρία του ἀπὸ τὴν συνωμοσία εἰς βάρος του χάρη στὸν Μαρδοχαῖο. Τὴν ἐπόμενη ἡμέρα ὅλα ἔγιναν ἀστραπιαία. Ὁ Ἀμὰν ποὺ νόμιζε ὅτι νέες τιμές τὸν περίμεναν, βρέθηκε νὰ τιμὰ κατόπιν διαταγῆς τοῦ Βασιλέως τὸν ἄνθρωπο ποὺ μισοῦσε, τὸν Μαρδοχαῖο, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε μόλις ἑτοιμάσει ἕνα ἰκρίωμα πενήντα πήχεις ψηλό γιὰ νὰ τὸν κρεμάσει, ἐνῶ στὸ γεῦμα  ποὺ ἀκολούθησε, ὅπως τοῦ εἶπαν οἱ φίλοι του καὶ ἡ γυναῖκα του λίγο πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ὅτι «ὁριστικῶς καὶ βεβαίως θὰ πέσεις καὶ θὰ ταπεινωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Μαρδοχαίου, διότι μαζὶ του εἶναι ὁ ἀληθινός, αἰώνιος Θεός» («πεσὼν πεσῇ καὶ οὐ μὴ δύνῃ αὐτὸν ἀμύνασθαι, ὅτι Θεὸς ζῶν μετ᾿ αὐτοῦ», Εσθ. 6,13), ἡ Ἐσθὴρ φανέρωσε σὲ αὐτὸ ἐνώπιων τοῦ Βασιλιὰ τὴν ἰουδαϊκή κατάγωγή της, ποὺ ἀπὸ αὐτὴ γινόταν πλέον ἀναμφίβολα ἀντιληπτὸ ὅτι τὸ μίσος τοῦ Ἀμὰν στρέφεται καὶ ἐναντίον της, ὁπότε ἡ κατάληξη αὐτοῦ ἤταν πιὰ ἐντελῶς δεδομένη καὶ ἀναπόφευκτη. Καὶ ἡ θανατική ποινὴ του ἐκτελέστηκε μὲ τὴν σταύρωσή του στὸ ἰκρίωμα ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος γιὰ νὰ ξεφορτωθεῖ τὸν Μαρδοχαῖο. Τὴν ἴδια κατάληξη εἶχε καὶ ὅλη οἰκογένειά του, γιατὶ ὁ Βασιλιὰς ἄν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ καταργήσει τὸ βασιλικὸ διάταγμα τῆς ἐπίθεσης κατὰ τῶν Ἰουδαῖων, ἐξέδωσε δεύτερο ποὺ ἐπέτρεπε τὴν ὑπεράσπιση τῶν Ἰουδαῖων, καὶ ἔτσι στὴν ὁρισμένη ἡμέρα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πανίσχυρου πλέον Μαρδοχαίου ποὺ πήρε τὴν θέση τοῦ Ἀμὰν ὡς δεύτερος μετὰ τὸν Βασιλιά («ἔλαβε δὲ ὁ βασιλεὺς τὸν δακτύλιον, ὃν ἀφείλετο Ἀμάν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν Μαρδοχαίῳ», Ἐσθ. 8,2), ἀντὶ νὰ θανατωθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, θανατώθηκαν οἱ ἐχθροί τους, μὲ πρώτους τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀμάν.  
Ὅλα αὐτὰ ποὺ συνέβησαν ὁ Μαρδοχαῖος τὰ εἶχε δεῖ σὲ ὄνειρο λίγο πρὶν συμβοῦν, τὸ ὁποῖο στὴν βιβλικὴ ἱστορία τῆς Ἐσθὴρ περιγράφεται ὡς ἐξῆς: «… ἡγέρθηκαν, συνασπίσθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν ὅλα τὰ ἔθνη νὰ πολεμήσουν ἐναντίον ἑνὸς ἔθνους δικαίων ἀνθρώπων. Αἴφνης κατά τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔγινε γνόφος καὶ σκότος. Θλίψις καὶ στενοχωρία ἀπλώθηκε στὴν γῆ. Δεινὰ καὶ ταραχὴ μεγάλη. Ὅλο τὸ ἔθνος τῶν δικαίων, ἐπειδὴ φοβήθηκε, μήπως οἱ συμφορὲς ἐκσπάσουν ἐναντίον αὐτῶν καὶ καταστραφοῦν, παρεκάλεσαν τὸν Θεόν μὲ μεγάλη φωνή. Ἀπό τὴν βοὴν τοῦ δικαίου αὐτοῦ ἔθνους ἐρράγει καὶ φανερώθηκε κάποια μικρά πηγή, ἀπό τὴν ὁποία ὅμως ἐπήγασεν ἕνας μεγάλος ποταμός, νερὸ ἄφθονον. Ἐφάνει τὸ φῶς τῆς πρωΐας, ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καὶ οἱ ταπεινωμένοι δίκαιοι ὑψώθηκαν, ἐνισχύθηκαν καὶ κατέφαγον τοὺς ἰσχυροὺς ἐχθρούς τους» («ἡτοιμάσθη πᾶν ἔθνος εἰς πόλεμον, ὥστε πολεμῆσαι δικαίων ἔθνος. καὶ ἰδοὺ ἡμέρα σκότος καὶ γνόφου, θλῖψις καὶ στενοχωρία, κάκωσις καὶ τάραχος μέγας ἐπὶ τῆς γῆς·καὶ ἐταράχθη πᾶν ἔθνος δίκαιον φοβούμενοι τὰ ἑαυτῶν κακὰ καὶ ἡτοιμάσθησαν ἀπολέσθαι καὶ ἐβόησαν πρὸς τὸν Θεόν. ἀπὸ δὲ τῆς βοῆς αὐτῶν ἐγένετο ὡσανεὶ ἀπὸ μικρᾶς πηγῆς ποταμὸς μέγας, ὕδωρ πολύ· καὶ φῶς καὶ ἥλιος ἀνέτειλε, καὶ οἱ ταπεινοὶ ὑψώθησαν καὶ κατέφαγον τοὺς ἐνδόξους.», Ἐσθ. Α, 6- 10). Δηλαδὴ, ἐπιγραμματικά,  ὅλα τὰ ἔθνη στράφηκαν ἐναντίον τοῦ ἔθνους τῶν δικαίων ἀνθρώπων, ἤ ἀλλιῶς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τελικὰ μετὰ ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ φόβο, ἀφοῦ παρεκάλεσαν οἱ πιστοὶ τὸ Θεό, ἐκπήγασε καὶ ἔτρεξε τὸ νερὸ, ἐφάνει τὸ φῶς, ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, καὶ τελικὰ οἱ δίκαιοι ἐπέζησαν καὶ βασίλευσαν, ἐνῶ ὅσοι τοὺς πολέμαγαν νικήθηκαν καὶ ταπεινώθηκαν.
Καὶ τὶ ἄλλο δὲν συμβαίνει σήμερα παρὰ ὁ πόλεμος ὅλων κατὰ τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησία καὶ μάλιστα ἐδῶ ποὺ δοξάστηκε περισσότερο ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, στὴν πατρίδα Ἑλλάδα, ἀπαιτῶντας ἀπὸ ὅλες τῆς κατευθύνσεις, ἀπὸ ἐκτὸς καὶ ἀπὸ ἐντὸς, τὸ ξεπούλημά της, τὴν λεηλασία τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν της, τὸν πνευματικὸ θάνατο τῶν τέκνων της, νὰ ξεχάσουν τὴν ἱστορία καὶ τὴν πίστη τους, τὴν γλώσσα καὶ τὴν ταυτότητά τους. Τὴν ἔχουν κατασυκοφαντήσει («οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, τῶν δὲ νόμων τοῦ βασιλέως παρακούουσι, καὶ οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἐᾶσαι αὐτούς·») καὶ ζητοῦν τὴν ἀπώλειά της («εἰ δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, δογματισάτω ἀπολέσαι αὐτούς»). Πληρώνουν ὅσο καὶ ὅσο γι’ αὐτὸ, μνημόνια τρισεκατομμυρίων («διαγράψω εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ βασιλέως ἀργυρίου τάλαντα μύρια»), ἀρκεῖ νὰ πετύχουν τὴν διαφθορὰ τῶν ἀξιῶν μας, τὴν πνευματικὴ μας ἀλλοτρίωση, νὰ ἀπεμπολήσουμε τὴν πλούσια ανεκτίμητη κληρονομιά μας, τὸ μοναδικὸ ἱστορικό παρελθόν μας. Στὴν πραγματικότητα βέβαια, αὐτὰ ποὺ μᾶς πληρώνουν, τὰ μύρια τάλαντα ἀργυρίου, μπροστὰ σὲ αὐτὰ ποὺ θέλουν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν καὶ νὰ μᾶς στερήσουν, δὲν εἶναι παρὰ τὰ ἄχρηστα κύμβαλα τῆς ἀδικίας. Ὅμως δὲν ὑπολογίζουν κάτι: τοὺς Μαρδοχαίους, ποὺ δὲν τοὺς προσκυνοῦν ὅσο καὶ ἄν λυσσάνε, ὅσο ψηλὰ ἰκριώματα καὶ ἄν ἑτοιμάζουν, τῶν ὁποίων τὰ ὁνόματα εἶναι γραμμένα στὸ Βιβλίο τοῦ Βασιλιά καὶ διαβάζονται μπροστά Του τουλάχιστον κάθε Κυριακὴ στὴ Θεία Λειτουργία, καὶ τὶς Ἐσθὴρ ποὺ ἔχουν παρρησία μπροστὰ στὸ Βασιλέα καὶ Αὐτὸς τὶς ἀγαπάει καὶ εἶναι διατεθειμένος νὰ τὶς χαρίσει ὡς καὶ τὸ μισὸ βασίλειό Του («καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί θέλεις, Ἐσθήρ; καὶ τί σού ἐστι τὸ ἀξίωμα; ἕως τοῦ ἡμίσους τῆς βασιλείας μου, καὶ ἔσται σοι.», Ἐσθ. 5,3). Ὁ Βασιλιὰς ἐπιτρέπει νὰ βάζουν σὲ δοκιμασία τὸν λαό του αὐτοὶ ποὺ δὲν Τὸν γνωρίζουν, ὅταν ὅμως ἔρθει ἡ ὥρα Αὐτὸς ἔχει τὴν τελευταία κουβέντα. Καὶ ἀποδοκιμάζει τὸν κάθε ἀσεβὴ καὶ προκλητικὸ Ἀμὰν, ἐνῶ εὐδοκεῖ στὸ κάθε εὐσεβὴ πιστό του Μαρδοχαῖο καὶ στὴ κάθε Ἐσθήρ.
ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Ρούθ - Μια μοναδική σχέση πεθεράς και νύφης, μια μοναδική σχέση εμπιστοσύνης με τον Θεό



site analysis
Στην σύγχρονη κοινωνία μας εφαρμόζεται με διαφορετικό τρόπο η παραβολή του Χριστού με τα ενενήντα εννέα πρόβατα και το απολεσθέν ένα. Δηλαδή ενώ ο Χριστός δίδαξε ότι από τα εκατό πρόβατα της ποίμνης μόνο το ένα είχε χαθεί και πρέπει να αναζητηθεί, σήμερα έχουν απομακρυνθεί τα ενενήντα εννέα και έχει παραμείνει το ένα. Πράγματι, αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας είναι αρκετά μειωμένος ο αριθμός των προσώπων, ειδικά των νέων, που εκκλησιάζονται.Έτσι, οι κληρικοί,
ως διάδοχοι των αποστόλων, αγωνίζονται για το θέμα αυτό και επικεντρώνουν την ποιμαντική τους μέριμνα σε δύο επίπεδα. Από την μια αναζητούν, όπου μπορούν και όπως μπορούν, τους ανθρώπους που έχουν απομακρυνθεί από την Εκκλησία, προκειμένου να τους προσελκύσουν και από την άλλη, προσπαθούν να διαφυλάξουν και θρέψουν πνευματικά όσους συνειδητά μετέχουν στην εκκλησιαστική ζωή. Αυτό όμως που πολλές φορές δημιουργεί προβλήματα είναι ότι όσοι με την θέλησή τους προσέρχονται στις ενορίες τους δεν γνωρίζουν την Πίστη μας, τα δόγματα της Εκκλησίας, τους Ιερούς Κανόνες, την Αγία Γραφή. Έχουν μια δική τους προσέγγιση στα πράγματα με αποδοχή ή απόρριψη όσων δεν ταιριάζουν στον χαρακτήρα τους. Χρέος μας απέναντί τους είναι η κατήχησή τους. Άλλωστε η πνευματική καθοδήγηση και πορεία των χριστιανών είναι ορθή όταν στηρίζεται σε σωστή θεολογική βάση. Στην γνώση και στο βίωμα. Όταν δεν συμβαίνει έτσι έχουμε παρεκτροπές και παθογένειες με αποτέλεσμα για κάποιους η Πίστη να γίνεται κάτι που περισσότερο μοιάζει με ειδωλολατρία και μαγεία.
Με αυτήν την σκέψη προσπαθούμε να φέρουμε τα αγιογραφικά κείμενα της Εκκλησίας μας πιο κοντά στους ανθρώπους παρουσιάζοντάς τα με τρόπο απλό και ευσύνοπτο και ελπίζουμε θελκτικό. Έχοντας προσεγγίσει τα πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, έχουμε φθάσει στο βιβλίο της Ρούθ, στο οποίο θα αναφερθούμε στο παρόν κείμενο.
Πρόκειται για μια ιδιαιτέρως διδακτική διήγηση που ξεδιπλώνεται στα μόλις τέσσερα κεφάλαια του ομωνύμου βιβλίου. Κύριο πρόσωπο της διήγησης είναι η Ρούθ, μια ευσεβής αν και ειδωλολάτρισσα γυναίκα, η οποία προβάλλεται «ως φωτεινό παράδειγμα αφοσίωσης στους δεσμούς της ισραηλιτικής οικογενείας και αμείβεται προς τούτο δαψιλώς από το Θεό». Πριν καταγράψουμε συνοπτικά την διήγηση να αναφέρουμε ότι το όνομα Ρούθ σημαίνει καλλονή ή φίλη, ότι δεν γνωρίζουμε τον συγγραφέα του βιβλίου και ότι η χρονολόγηση της συγγραφής του τοποθετείται μεταξύ της Δαβιδικής και της Μακκαβαϊκής εποχής.
Η διήγηση αναφέρει ότι η Ρούθ ήταν μια νεαρή γυναίκα από την περιοχή της Μωάβ που αποκτά σύζυγο ισραηλίτη. Βρισκόμαστε στην εποχή των Κριτών, κατά την οποία ο ισραηλίτης Αβιμέλεχ εξαιτίας κάποιου λιμού στην Ιουδαία έχει απομακρυνθεί από την πατρίδα του την Βηθλεέμ. Πηγαίνει για μια καλύτερη τύχη προς την Μωάβ, κοντά στον Ιορδάνη, μαζί με την γυναίκα του Νωεμίν και τους γιούς του Μααλών και Χελαιών. Δυστυχώς ενώ οι γιοι έχουν παντρευτεί τις Ορφά και Ρούθ πεθαίνουν χωρίς να έχουν αποκτήσει παιδιά. Πεθαίνει επίσης και ο  πατέρας τους. Η χήρα πλέον Νωεμίν μετά το χτύπημα που έλαβε αποφασίζει να γυρίσει στην πατρίδα της αφού πλέον ο λιμός δεν υφίσταται. Τότε, οι δύο νύφες της εκδήλωσαν την επιθυμία να την συνοδεύσουν και να ζήσουν μαζί της. Η Νωεμίν τις προτρέπει με επιχειρήματα να μείνουν στην χώρα τους και να συνεχίσουν την ζωή τους. Η Ορφά πείστηκε από τους λόγους της πεθεράς της αλλά δεν έγινε το ίδιο με την Ρούθ, η οποία αποφάσισε να μείνει μαζί της και μάλιστα να ασπασθεί και την ισραηλιτική θρησκεία. Έτσι, πεθερά και νύφη, τον μήνα του θερισμού, οδοιπορούν προς την Βηθλεέμ. Η Ρούθ  αναζητά προς βρώση ό,τι είχε απομείνει  στους αγρούς και εκεί γνωρίζει το πρόσωπο που θα της πρόσφερε ευτυχία περισσή. Πρόκειται για τον Βοόζ, έναν συγγενή του πεθερού της, ο οποίος έγινε το στήριγμά της. Η πεθερά της χαίρεται για την εξέλιξη της γνωριμίας αυτής και προτρέπει τον Βοόζ να την νυμφευθεί - αυτό όριζε ο λεϋιρατικός γάμος- αφού άλλωστε ήταν ο πιό κοντινός συγγενής του άνδρα της. Πράγματι έγινε ο γάμος αυτός και από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Ωβήδ, ο παππούς του βασιλιά Δαβίδ.
Η Διδασκαλία του βιβλίου
Το βιβλίο τονίζει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στο Θεό. Τόσο η Νωεμίν όσο και η νύφη της φανερώνουν ότι έχουν εμπιστευθεί την ύπαρξή τους και το μέλλον τους στο Θεό. Το έλεός Του ζητά η Νωεμίν λέγοντας: «ποιῆσαι Κύριος μεθ᾽ὑμῶν ἔλεος». Προκαλεί εντύπωση ότι αυτή η πίστη θα ήταν γεγονός απλό, φυσικό και δεδομένο για μια πιστή ισραηλίτισσα αλλά όχι και τόσο για μια ειδωλολάτρισσα γυναίκα. Εδώ έχουμε μια πορεία θυσιαστικής αγάπης ανθρώπου προς τον πλησίον του όπου μέσα από την αγάπη αυτή γνωρίζει ο άνθρωπος τον αληθινό θεό. Σαν να καλεί ο Θεός την γυναίκα αυτή λέγοντας της, με τον τρόπο του, ότι εσύ δεν γίνεται να είσαι μακριά μου. Στην διήγηση λοιπόν του βιβλίου ο Θεός «κρύβεται» πίσω από τα γεγονότα και τις καταστάσεις.
                Πρέπει να σταθούμε στο γεγονός ότι από την μια μεριά ο συντάκτης του βιβλίου πιστεύει στην μοναδικότητα του Θεού αλλά, από την άλλη, δεν ομιλεί περιφρονητικά για τους θεούς των ειδωλαλατρών στην χώρα των Μωαβιτών.Εκτός αυτού διαγράφεται με σαφήνεια ότι ο Θεός δεν περιορίζεται σε γεωγραφικά όρια ή  ανθρώπινα καλούπια. Η πρόνοιά Του αφορά σε όποιον τον επικαλείται και ζητά την προστασία Του. Έτσι, ως πάνσοφος, παντογνώστης και παγκόσμιος Θεός ρυθμίζει την ιστορία της ανθρωπότητας. Ενδιαφέρεται για κάθε ψυχή.
Ένα σχετικό θέμα για τον «χαρακτήρα» του Θεού είναι η σχέση αγαθότητας και  ευλογίας. Έτσι, η ευλογία μετά τον λιμό αποτελεί σημείο ευαρέσκειας του Θεού όπως συμβαίνει και με τον επιτυχημένο γάμο μετά την αυταπάρνηση της Ρούθ. Σε αυτά τα περιστατικά αλλά και σε άλλα πολλά, που απαντούν στην Βίβλο, γίνεται φανερή η επέμβαση του Θεού στην πορεία των γεγονότων, η οποία όμως εξυπηρετείται μέσω ανθρώπων.
                Τέλος, το βιβλίο Ρούθ μας μιλά για τον ιδανικό τρόπο σχέσεως μεταξύ των ανθρώπων. Η αγάπη έως θυσίας για τον πλησίον αποτελεί την πεμπτουσία της πίστης στο Θεό. Η διάθεση προσφοράς στον διπλανό είναι αυτό που «συγκινεί» το Θεό και τον κάνει να προσφέρει πλούσια την ευλογία Του. Μια τέτοια κοινωνία μοιάζει σήμερα ουτοπική αλλά είναι σε όλους μας τόσο ποθητή. Μια τέτοια κοινωνία όμως αποτελεί παράδεισο επί της γης!
* Ο ενδιαφερόμενος για την ερμηνευτική μελέτη του βιβλίου μπορεί να ανατρέξει στους: Ωριγένη (PG. 12, 989-990) και Θεοδώρητο Κύρου (PG.80, 517-528).

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

ΔΙΚΑΙΗ ΔΕΒΒΩΡΑ Η ΚΡΙΤΗΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ



site analysis
. ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ.

Η Δεββώρα ήταν προφήτισσα και Κριτής του λαού Ισραήλ. Ήταν σύζυγος του Λαφιδώθ (Κριταί 4,4). Κατοικούσε στα όρια του όρους Εφραίμ, μεταξύ Ραμά και Βαιθήλ. Εκεί κάτω από έναν φοίνικα έκρινε και δίκαζε τις διαφορές που είχε ο λαός μεταξύ του (Κριταί 4,5). Σε μια εποχή σύγχυσης και απόγνωσης του λαού υπήρξε "μητέρα για το Ισραήλ" (Κριταί 5,7). Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των χρονολογιών της Παλαιάς Διαθήκης ο Δεββώρα και ο Βαράκ θα πρέπει να κυβέρνησαν τους Ισραηλίτες περίπου το 1261-1222 π.Χ. για 40 χρόνια (Κριταί 5,31).

Όταν πέθανε ο Αώδ, οι Ισραηλίτες δυσαρέστησαν πάλι με τις πράξεις τους τον Κύριο. Και ο Κύριος τους παρέδωσε στον Ιαβίν, έναν Χαναναίο βασιλιά, που βασίλευε στην Ασώρ. Αρχηγός του στρατού των Χαναναίων ήταν ο Σισάρα (Σίσερα), που κατοικούσε στην Αρισώθ, που βρισκόταν στην περιοχή που ονομαζόταν Χώρα των Εθνών. Αυτός είχε εννιακόσιες σιδερένιες άμαξες και καταπίεζε σκληρά τους Ισραηλίτες είκοσι ολόκληρα χρόνια. Έτσι οι Ισραηλίτες επικαλέστηκαν τον Κύριο να τους ελευθερώσει (Κριταί 4,1-3).

Εκείνο τον καιρό Κριτής του Ισραήλ ήταν η προφήτισσα Δεββώρα, γυναίκα του Λαφιδώθ. Αυτή καθόταν συνήθως κάτω από έναν φοίνικα, που αργότερα ονομάστηκε «Φοίνικας της Δεββώρας», μεταξύ των πόλεων Ραμά και Βαιθήλ, στην ορεινή περιοχή της φυλής Εφραίμ, και οι Ισραηλίτες πήγαιναν σ' αυτήν για να κρίνει και να δικάζει τις υποθέσεις τους. Μια μέρα η Δεββώρα έστειλε και κάλεσε το Βαράκ, γιο του Αβινεέμ (Αβινωάμ), από την Κάδης της φυλής Νεφθαλί, και του έδωσε την εντολή να πάρει μαζί του δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Νεφθαλί και Ζαβουλών και να πάει στο όρος Θαβώρ, και να επιτεθεί στον Σισάρα, αρχιστράτηγο του Ιαβίν.

Ο Βαράκ αρνήθηκε να πάει χωρίς τη Δεββώρα, η οποία τελικά τον συνόδευσε στη μάχη. Έτσι ο Βαράκ συγκέντρωσε στην Κάδης δέκα χιλιάδες άντρες από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί και μαζί με τη Δεββώρα, ανέβηκαν στο όρος Θαβώρ (Κριταί 4,4-10). Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται, ότι εκτός από τις φυλές Ζαβουλών και Νεφθαλί, ακολούθησαν κι άλλοι το Βαράκ, όπως οι Ισραηλίτες από την φυλή Εφραίμ που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή των Αμαληκιτών, καθώς επίσης και από τη φυλή Βενιαμίν και η πατριά του Μαχίρ από τη φυλή Μανασσή, οι οποίοι χρησίμευσαν για την ανακάλυψη των εχθρών. Από τη φυλή Ζαβουλών ακολούθησαν όσοι μπορούσαν να γράψουν, για να ιστορήσουν τα γεγονότα. Από τη φυλή Ισσάχαρ ακολούθησαν οι αρχηγοί. Οι υπόλοιπες φυλές δεν έλαβαν μέρος για διάφορους λόγους (Κριταί 5,13-18).

Όταν ανάγγειλαν στον Σισάρα ότι ο Βαράκ, ανέβαινε στο όρος Θαβώρ, αυτός συγκέντρωσε τις εννιακόσιες σιδερένιες άμαξές του, και όλο το στρατό του, και αναχώρησε από την Αρισώθ στρατοπεδεύοντας στον ποταμό Κισών.

Τότε η Δεββώρα είπε στο Βαράκ, ότι ο Κύριος θα του παραδώσει τον Σισάρα. Ο Βαράκ κατέβηκε από το όρος Θαβώρ με τις δέκα χιλιάδες άντρες πίσω του. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στη Θαναάχ και στα νερά της Μαγεδδώ. Στο μεταξύ ο Κύριος προκάλεσε σύγχυση στο στρατό του Σισάρα, όταν αντίκρυσε το στρατό του Βαράκ. Ο Σισάρα είχε τρομάξει τόσο, ώστε κατέβηκε από το αμάξι του κι έφυγε πεζός. Αλλά ο Βαράκ καταδίωξε τις άμαξες και το στρατό των εχθρών ως την Αρισώθ. Ακόμη κι όταν τ' άλογα περιεπλάκησαν μεταξύ τους, οι στρατιώτες του Σισάρα έσπευσαν να σωθούν πεζοί. Ο σταρτός του Βαράκ κατέσφαξε όλους τους στρατιώτες του Σισάρα. Δεν έμεινε ούτε ένας ζωντανός. Ο ποταμός Κισών γέμισε από τα πτώματα του στρατού του (Κριταί 4,11-16. 5,19-22).

Ο Σισάρα κατέφυγε τρέχοντας στη σκηνή της Ιαήλ, της γυναίκας του Χαβέρ του Κιναίου, ενός Ισραηλίτη που εκείνο τον καιρό είχε φιλικές σχέσεις με τον Ιαβίν, βασιλιά της Ασώρ. Η Ιαήλ έκρυψε το Σισάρα στη σκηνή της κάτω από ένα σκέπασμα. Ο Σισάρα αφού ξεδίψασε, αποκαμωμένος καθώς ήταν κοιμήθηκε βαθιά. Τότε η Ιαήλ πήρε έναν πάσσαλο από τη σκηνή κι ένα σφυρί, πλησίασε αθόρυβα κι έμπηξε το παλούκι στο μηνίγγι του, έτσι που καρφώθηκε στη γη και ο Σισάρα πέθανε. Τότε έφτασε και ο Βαράκ που καταδίωκε το Σισάρα. Η Ιαήλ τον καλοδέχτηκε και του έδειξε το Σισάρα που ήταν νεκρός μέσα στη σκηνή της (Κριταί 4,17-22).

Από την ημέρα εκείνη οι Ισραηλίτες εξαπέλυαν όλο και πιο ορμητικές επιθέσεις εναντίον του Ιαβίν, ωσότου τον εξουδετέρωσαν (Κριταί 4,23-24). Και η χώρα ησύχασε για σαράντα χρόνια (Κριταί 5,31). Μετά τη μάχη η Δεββώρα και ο Βαράκ τραγούδησαν έναν ύμνο, ο οποίος αναφέρεται στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών (Κριταί 5,1-30). Τα γεγονότα που αφορούν τη Δεββώρα και το Βαράκ αναφέρονται στο 4ο και 5ο κεφάλαιο του βιβλίου των Κριτών. Στον ύμνο της Δεββώρας και του Βαράκ αναφέρεται ότι οι άνθρωποι φοβόντουσαν να πορευτούν από τους μεγάλους δρόμους και πορευόντουσαν από άλλα μονοπάτια, εξαιτίας ληστών. Δεν υπήρχαν ισχυροί άνδρες μεταξύ των Ισραηλιτών, οι οποίοι είχαν παραστρατήσει στην ειδωλολατρεία. Οι πόλεις αντιμάχονταν η μια την άλλη, εξαιτίας των αρχόντων. Οι Ισραηλίτες δεν οπλοφορούσαν (Κριταί 5,6-8).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Δεββώρας την Κυριακή προ του Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων) μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

Στο βιβλίο των Ψαλμών ο ποιητής απευθύνεται στον Θεό και του ζητάει να πράξει εναντίον των εχθρών των Ισραηλιτών, όπως έπραξε ενάντια στους Μαδιανίτες και στους αρχηγούς τους Ωρήβ και Ζηβ και στους βασιλιάδες τους Ζεβεέ και Σαλμανά, καθώς και ενάντια στο Χαναναίο στρατηγό Σισάρα και το βασιλιά Ιαβείν στην Αενδώρ, κοντά στο χείμαρρο Κεισών (Ψαλμοί 82,10-12).

ΔΙΚΑΙΗ ΡΕΒΕΚΚΑ. ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ.



site analysis


Η Ρεβέκκα ήταν κόρη του Βαθουήλ (Βεθουήλ) (Γένεση 22,23). Το όνομα της μητέρας της δεν αναφέρεται. Παππούς της ήταν ο Ναχώρ και γιαγιά της η Μελχά. Ήταν αδερφή του Λάβαν, γυναίκα του Ισαάκ (Γένεση 25,20) και μητέρα του Ιακώβ και του Ησαύ.
Η Ρεβέκκα αναφέρεται για πρώτη φορά στη γενεαλογία του Ναχώρ, αδερφού του Αβραάμ (Γένεση 22,20-24). Η αγαπημένη τροφός της Ρεβέκκας ήταν η Δεβώρα, η οποία την συνόδευσε στην Χαναάν (Γένεση 35,8).

Η Ρεβέκκα βρισκόταν στη Χαρράν, την πόλη του Ναχώρ, όταν ο Αβραάμ έστειλε το δούλο του Ελιέζερ να βρει νύφη για τον Ισαάκ. Ο Ελιέζερ αφού πήρε διάφορα δώρα, έφυγε για τη Μεσοποταμία, στην πόλη όπου κατοικούσε ο Ναχώρ, ο αδερφός του Αβραάμ.
Όταν έφτασε έξω από την πόλη, προς το βράδυ, άφησε τις καμήλες να ξεκουραστούν κοντά στο πηγάδι, όπου πήγαιναν οι γυναίκες για να πάρουν νερό. Κατόπιν προσευχήθηκε στον Κύριο να τον βοηθήσει στην εκλογή. Η κόρη που θα του έδινε νερό και θα πότιζε τις καμήλες του, αυτή θα ήταν η εκλεκτή που θα προόριζε ο Κύριος για τον Ισαάκ.

Δεν είχε ακόμα τελειώσει την προσευχή του, και να η Ρεβέκκα, η κόρη του Βαθουήλ, γιου της Μελχά και του Ναχώρ, ερχόταν με μια στάμνα στον ώμο. Η κόρη ήταν πολύ όμορφη στην εμφάνιση και κανένας άντρας δεν την είχε αγγίξει. Κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της και ξανανέβηκε. Τότε έτρεξε ο δούλος να την συναντήσει και της είπε: «Άφησε με να πιω λίγο νερό απ' το σταμνί σου». Εκείνη απάντησε: «Πιες, κύριε μου». Και πρόθυμα κατέβασε το σταμνί που κρατούσε και του έδωσε να πιει. Όταν πια είχε πιει αρκετά, του είπε: «θα φέρω νερό και για τις καμήλες σου να πιουν, να ξεδιψάσουν». Έτρεξε και πήγε πίσω στην πηγή να πάρει νερό για όλες τις καμήλες.
Όταν ποτίστηκαν οι καμήλες, ο δούλος πήρε ένα χρυσό κρίκο για τη μύτη, βάρους μισού σίκλου, και δυο βραχιόλια για τα χέρια της κοπέλας, βάρους δέκα σίκλων χρυσού. Και τη ρώτησε, "Πες μου, ποιανού κόρη είσ' εσύ; Υπάρχει χώρος στο σπίτι του πατέρα σου για να διανυκτερεύσω απόψε;»
Εκείνη απάντησε: «Εγώ είμαι κόρη του Βαθουήλ, του γιου που η Μελχά γέννησε στο Ναχώρ. Στο σπίτι μας υπάρχει και χορτάρι και άφθονο άχυρο. Υπάρχει ακόμα και χώρος για να περάσετε τη νύχτα».
Τότε ο άνθρωπος έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο: «Ας είν' ευλογημένος ο Κύριος, ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, που δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του και την πιστότητα του στον κύριο μου. Κι εμένα ο Κύριος με οδήγησε κατευθείαν στο σπίτι του αδερφού του κυρίου μου».

Η Ρεβέκκα έτρεξε στο σπίτι της και ανάγγειλε όλα αυτά τα συμβάντα. Η Ρεβέκκα είχε έναν αδερφό, που ονομαζόταν Λάβαν. Μόλις αυτός άκουσε τα λόγια που της είχε πει ο άνθρωπος, έτρεξε να τον συναντήσει έξω από την πόλη κοντά στην πηγή, όπου στεκόταν ακόμη μαζί με τις καμήλες και περίμενε. Τον προσκάλεσε στο σπίτι και τον περιποιήθηκε.
Ο δούλος του Αβραάμ τους διηγήθηκε όλη την ιστορία, τι του είπε ο κύριός του, πως ξεκίνησε από τη Χαναάν, πως έφτασε στη Μεσοποταμία και τι επακολούθησε στην πηγή με τη Ρεβέκκα. Κατόπιν τους είπε αν δέχονται η Ρεβέκκα να παντρευτεί με τον Ισαάκ.
Ο Λάβαν και ο Βαθουήλ αποκρίθηκαν: «Από τον Κύριο προέρχεται αυτό το πράγμα! Εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε ούτε ναι ούτε όχι. Να η Ρεβέκκα, είναι στη διάθεση σου. Πάρ' την και πήγαινε, κι ας γίνει σύζυγος του γιου του κυρίου σου, όπως το είπε ο Κύριος».
Όταν ο δούλος του Αβραάμ άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε στη γη και προσκύνησε τον Κύριο. Έπειτα έκανε πλούσια δώρα στη Ρεβέκκα, στον αδερφό της και στη μητέρα της.

Το πρωί, όταν σηκώθηκαν, ετοιμάστηκαν για το μακρύ ταξίδι. Οι γονείς και τα αδέρφια της Ρεβέκκας αφού της ευχήθηκαν και την ευλόγησαν, την άφησαν να φύγει. Κατόπιν ο δούλος του Αβραάμ,  πήρε τη Ρεβέκκα και τις δούλες της και ξεκίνησαν όλοι μαζί για τη Χαναάν.
Στο μεταξύ ο Ισαάκ είχε εγκατασταθεί στα νότια της Χαναάν. Ένα βράδυ κοίταξε μακριά και είδε κάτι καμήλες που πλησίαζαν. Όταν η Ρεβέκκα είδε τον Ισαάκ, ρώτησε το δούλο: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που έρχεται να μας συναντήσει;» Ο δούλος απάντησε: «Είναι ο κύριος μου». Τότε εκείνη πήρε το πέπλο και σκεπάστηκε. Ο δούλος διηγήθηκε στον Ισαάκ όλα όσα είχε γίνει. Τότε ο Ισαάκ οδήγησε τη Ρεβέκκα στη σκηνή της μητέρας του της Σάρρας, και την πήρε για γυναίκα του (Γένεση κεφ. 24).

Η Ρεβέκκα όμως ήταν στείρα και ο Ισαάκ προσευχήθηκε στον Κύριο γι' αυτό. Ο Κύριος άκουσε την προσευχή του και η Ρεβέκκα έμεινε έγκυος με δίδυμα στην κοιλιά της. Αυτός που βγήκε πρώτος ήταν εντελώς κόκκινος και τριχωτός σαν μανδύας, και τον ονόμασαν Ησαύ. Μετά βγήκε ο αδερφός του, που με το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα του Ησαύ, και τον ονόμασαν Ιακώβ.
Ο Ησαύ έγινε εξαίρετος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήταν ήσυχος άνθρωπος, που του άρεσε να μένει στη σκηνή. Ο Ισαάκ αγαπούσε τον Ησαύ, γιατί του άρεσαν τα φαγητά του κυνηγιού ενώ η Ρεβέκκα αγαπούσε τον Ιακώβ (Γένεση 25,20-28).

Εκείνη την εποχή στη χώρα έπεσε πείνα. Ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα πήγαν και εγκαταστάθηκαν στα Γέραρα. Όταν οι άνθρωποι του τόπου τον ρωτούσαν για τη γυναίκα του, ο Ισαάκ έλεγε ότι ήταν αδερφή του, γιατί φοβόταν μήπως, αν έλεγε πως ήταν γυναίκα του, τον σκότωναν επειδή η Ρεβέκκα ήταν όμορφη. Όταν ο Αβιμέλεχ, ο βασιλιάς του τόπου, έμαθε την αλήθεια, έδωσε σε όλο το λαό τη διαταγή, πως όποιος πειράξει τον Ισαάκ και τη γυναίκα του θα θανατωθεί.
Επειδή οι κάτοικοι του τόπου φθόνησαν τον Ισαάκ για τα αγαθά του, Αβιμέλεχ ζήτησε τότε από τον Ισαάκ να φύγει από την περιοχή τους. Έτσι ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα έφυγαν από 'κει και εγκαταστάθηκαν κοντά στην κοιλάδα των Γεράρων (Γένεση 26,1-25).

Έτσι τα χρόνια είχαν περάσει και ο Ισαάκ είχε πια γεράσει. Τα μάτια του είχαν εξασθενήσει τόσο που δεν έβλεπε καθόλου. Μια μέρα κάλεσε τον Ησαύ, το μεγαλύτερο γιο του να πάει στην εξοχή και να του φέρει κυνήγι, να του ετοιμάσει ένα νόστιμο φαγητό, όπως του αρέσει, και  να τον ευλογήσει πριν πεθάνει.

Η Ρεβέκκα άκουσε αυτά που έλεγε ο Ισαάκ στο γιο του τον Ησαύ. Όταν λοιπόν αυτός βγήκε στην εξοχή να κυνηγήσει και να φέρει το κυνήγι στον πατέρα του, εκείνη είπε στο γιο της τον Ιακώβ: «Πήγαινε στο κοπάδι και φέρε δυο καλά κατσικάκια. Εγώ θα τα μαγειρέψω για τον πατέρα σου πολύ νόστιμα, όπως του αρέσουν. Εσύ θα του τα πας, και θα τα φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει».
Ο Ιακώβ της είπε: «Ναι, αλλά ο αδερφός μου ο Ησαύ είναι τριχωτός, ενώ εγώ δεν είμαι. Ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφίσει και καταλάβει ότι τον κοροϊδεύω, έτσι θα προκαλέσω κατάρα εναντίον μου αντί για ευλογία».
Αλλά η μητέρα του του είπε: «Η κατάρα πάνω μου, παιδί μου! Μόνο άκουσε αυτά που σου λέω και πήγαινε να μου φέρεις τα κατσίκια».
Ο Ιακώβ πήγε, τα πήρε και τα έφερε στη μητέρα του. Εκείνη του έκανε ένα πολύ νόστιμο φαγητό, όπως το ήθελε ο πατέρας του. Μετά πήρε από τα ρούχα του Ησαύ, του μεγαλύτερου γιου της, τα πιο καλά που υπήρχαν στο σπίτι και έντυσε τον Ιακώβ. Με το δέρμα των κατσικιών κάλυψε τα χέρια του και τον άτριχο λαιμό του και του έβαλε στα χέρια το νόστιμο φαγητό, που είχε ετοιμάσει, καθώς και το ψωμί.

Ο Ιακώβ τα πήγε στον πατέρα του και κατάφερε να του πάρει την ευλογία. Μόλις ο Ισαάκ τέλειωσε την ευλογία του προς τον Ιακώβ, γύρισε ο αδερφός του ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε κι αυτός ένα νόστιμο φαγητό και το πήγε στον πατέρα του. Ο Ισαάκ παρόλο που κατάλαβε την απάτη, δεν πήρε πίσω την ευλογία που έδωσε στον Ιακώβ.
Έτσι ο Ησαύ μίσησε τον Ιακώβ και η Ρεβέκκα προκειμένου να γλιτώσει τον Ιακώβ από την οργή του αδερφού του, τον έστειλε στη Χαρράν, στον αδελφό της το Λάβαν στη Μεσοποταμία, μέχρι να ξεθυμάνει ο θυμός του (Γένεση 27,1-46 και 28,1-9).

Η Ρεβέκκα από τότε δεν ξαναείδε τον Ιακώβ. Μετά από 20 χρόνια που ο Ιακώβ επέστρεψε στη Χαναάν, βρήκε τη μητέρα του νεκρή στον οικογενειακό τάφο, που ήταν μέσα σε σπηλιά στον αγρό Μαχπελά (Γένεση 49,31). Η Ρεβέκκα εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Αγία την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων.

Πηγή:http://users.sch.gr/aiasgr/Agiologia/Palaia_Diathikh/Dikaioi/Dikaih_Rebekka.htm
1
Προσθήκη σχολίου…

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

ΔΙΚΑΙΑ ΑΒΙΓΑΙΑ (ΑΒΕΓΑΗΛ) ΣΥΖΥΓΟΣ ΔΑΫΙΔ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΑΝΑΚΤΟΣ.



site analysis


Η Αβιγαία ήταν η δεύτερη σύζυγος του Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,42. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. Α' Παραλειπομένων 3,1). Πριν απ' αυτόν ήταν σύζυγος του Νάβαλ, ενός πλούσιου, σκληρού και κακού ανθρώπου (Α' Βασιλειών 25,3. 25,14. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2). Η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση (Α' Βασιλειών 25,3). Γιος του Δαβίδ και της Αβιγαίας ήταν ο δεύτερος γιος του, ο Δαλουΐα ή Δαμνιήλ (Δανιήλ, Χιλεάβ) (Β' Βασιλειών 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1). Καταγόταν από την Κάρμηλο (Α' Βασιλειών 25,2-3. 27,3. 30,5. Β' Βασιλειών 2,2. 3,3. Α' Παραλειπομένων 3,1).

Tον καιρό που ο Σαούλ καταδίωκε το Δαβίδ, εκείνος κατέφυγε στην έρημο Μαάν. Εκεί ζούσε κάποιος, που είχε τα κοπάδια του στο βουνό Κάρμηλο. Το όνομα του ήταν Νάβαλ και ήταν πάρα πολύ πλούσιος με τρεις χιλιάδες πρόβατα και χίλια γίδια. Η γυναίκα του η Αβιγαία ήταν πολύ συνετή και ωραιότατη στην εμφάνιση. Ο ίδιος ήταν σκληρός και κακός άνθρωπος, αναιδής και κτηνώδης (Α' Βασιλειών 25,1-3).

Ο Δαβίδ έμαθε ότι ο Νάβαλ είχε πάει στον Κάρμηλο να κουρέψει τα πρόβατά του. Έστειλε λοιπόν δέκα ανθρώπους να πάνε ειρηνικά στο Νάβαλ και να του ζητήσουν τρόφιμα. Εκείνος αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια στο Δαβίδ, μιλώντας με πολύ σκληρά και περιφρονητικά λόγια γι' αυτόν. Όταν οι απεσταλμένοι του Δαβίδ του ανήγγειλαν τα λόγια του Νάβαλ, ο Δαβίδ πήρε μαζί του 400 άνδρες και ξεκίνησε για να τιμωρήσει το Νάβαλ, ενώ τους υπόλοιπους 200 τους άφησε να προσέχουν τα πράγματα (Α' Βασιλειών 25,4-13).

Στο μεταξύ ένας από τους νεαρούς δούλους του Νάβαλ πήγε στην Αβιγαία, τη γυναίκα του αφεντικού, και της ανέφερε τα γεγονότα. Της τόνισε την καλοσύνη του Δαβίδ και την κακία του αφεντικού του.
Η Αβιγαία χωρίς να πει τίποτα στον άντρα της, πήρε 200 καρβέλια ψωμί, 2 ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα σφαγμένα, πάνω από 100 κιλά κοπανισμένο κριθάρι, 5 περίπου κιλά ξερή σταφίδα και 200 αρμαθιές ξερά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια για να τα δώσει στο Δαβίδ (Α' Βασιλειών 25,14-19).
Ενώ η Αβιγαία πήγαινε καβάλα στο γαϊδούρι της, ο Δαβίδ και οι άνδρες του έρχονταν προς το μέρος της και συναντήθηκαν. Μόλις είδε το Δαβίδ, κατέβηκε βιαστικά από το γαϊδούρι, έσκυψε το κεφάλι της μπροστά του και τον προσκύνησε ως το έδαφος. Η Αβιγαία έπεσε στα πόδια του και ζήτησε συγχώρεση για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Αναγνώρισε στο πρόσωπο του Δαβίδ το μελλοντικό βασιλιά του Ισραήλ και του ζήτησε επειδή έχει την εύνοια του Θεού να μη βαρύνει τη συνείδησή του χύνοντας αίμα αθώων ανθρώπων (Α' Βασιλειών 25,20-31).
Ο Δαβίδ δέχτηκε τα δώρα που του πρόσφερε η Αβιγαία και την καθησύχασε ότι δεν πρόκειται να πράξει κάποιο κακό πάνω στην οικογένειά της και στους δούλους της (Α' Βασιλειών 25,32-35). Όταν η Αβιγαία γύρισε στον Νάβαλ, εκείνος είχε φαγοπότι στο σπίτι του και ήταν τύφλα στο μεθύσι. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ο Νάβαλ είχε πια ξεμεθύσει, η Αβιγαία του διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν. Τότε ο Νάβαλ έπαθε συμφόρηση από την καρδιά του και παρέλυσε. Μετά από δέκα περίπου μέρες πέθανε (Α' Βασιλειών 25,36-38).
Όταν έμαθε ο Δαβίδ ότι ο Νάβαλ πέθανε, δοξολόγησε τον Κύριο που εκδικήθηκε την προσβολή που του έκανε ο Νάβαλ και τον εμπόδισε να κάνει στο σπίτι του κάποιο κακό. Μετά έστειλε ανθρώπους στο όρος Κάρμηλο να προτείνουν στην Αβιγαία να γίνει γυναίκα του. Εκείνη πήγε στο Δαβίδ κι έπεσε με το πρόσωπο καταγής και αποδέχτηκε την πρόταση. Μετά η Αβιγαία ετοιμάστηκε, πήρε τις πέντε υπηρέτριές της, ανέβηκε στο γαϊδούρι της και ακολούθησε τους ανθρώπους του Δαβίδ και έγινε γυναίκα του (Α' Βασιλειών 25,39-42).

Όταν ο Δαβίδ με τους 600 άντρες του, για να γλιτώσουν από την καταδίωξη του Σαούλ, κατέφυγαν στους Φιλισταίους, πήραν μαζί τους και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν στη Σικελάγ (Σεκελάκ). Έτσι ο Δαβίδ είχε μαζί του και τις δύο γυναίκες του, την Αβιγαία και την Αχινοάμ (Α' Βασιλειών 27,1-3).
Τον επόμενο χρόνο που ο Δαβίδ με τους άντρες του ακολούθησαν τους Φιλισταίους σε πόλεμο με τους Ισραηλίτες, οι Αμαληκίτες βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στη Σικελάγ. Πυρπόλησαν την πόλη, αιχμαλώτισαν άνδρες και γυναίκες, και τους πήραν μαζί τους. Όταν, μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Δαβίδ και οι άνδρες του στην πόλη, τη βρήκαν πυρπολημένη και είδαν ότι οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους είχαν απαχθεί. Τότε άρχισαν όλοι τους να κλαίνε με γοερές κραυγές, ώσπου εξαντλήθηκαν από το κλάμα. Αιχμαλωτίστηκαν επίσης και οι δύο γυναίκες του Δαβίδ, η Αχινόομ και η Αβιγαία (Α' Βασιλειών 30,1-8).
Ο Δαβίδ με τους άντρες του καταδίωξαν τους Αμαληκίτες, και με τη βοήθεια ενός νεαρού Αιγυπτίου, τους πρόλαβε και τους πολέμησε με επιτυχία. Κανείς απ' αυτούς δε σώθηκε κι έτσι ο Δαβίδ ελευθέρωσε τις δύο γυναίκες του και όλες τις οικογένειες των στρατιωτών του. Ακόμη πήρε πίσω όλα όσα είχαν αρπάξει οι Αμαληκίτες, αλλά και όλα τα ζώα των Αμαληκιτών (Α' Βασιλειών 30,9-20).

Μετά το θάνατο του Σαούλ, ο Δαβίδ μαζί με τις δυο γυναίκες του, την Αχινόομ και την Αβιγαία, και τους άνδρες του με τις οικογένειες τους, εγκαταστάθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, στη Χεβρών και στις γύρω πόλεις. Εκεί ο Δαβίδ χρίστηκε βασιλιάς της φυλής Ιούδα (Β' Βασιλειών 2,1-3. 3,2). Από την Αβιγαία ο Δαβίδ απέκτησε στη Χεβρών τον δεύτερο γιο του, τον Δαλουΐα (Χιλεάβ) (Β'