Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΟΥΜΑΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΟΥΜΑΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Αγία Φιλοθέη του Άρτζες(με άφθαρτο λείψανο)+7 Δεκεμβρίου



site analysis


Η Αγ. Φιλοθέη του Άρτζες γεννήθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα στην πόλη Τίρνοβο-στα νότια του Δούναβη από γονείς απλούς και αγράμματους.Η μητέρα της προερχόνταν από το γένος των Βλάχων.Ήταν γυναικα πολύ πιστή και ελεήμων ΄Εμεινε ορφανή από μάνα από πολύ μικρή.Ο πατέρας της ασχολούνταν με την καλλιέργεια των χωραφιών.Είχε χριστιανική πίστη αλλά ήταν ανενέργητη.Μετά το θάνατο της γυναίκας του παντρεύτηκε μια γυναίκα άσπλαχνη και αλαζονική. Η μικρή Φιλοθέη δεν έλειπε ποτέ από το ναό, ήταν σιωπηλή, αγαπούσε πολύ τους φτωχούς και το Χριστό.Οι νηστείες της και οι καλωσύνες της εξόργιζαν την μητριά της Υπέφερε πολλά από τη μητριά της υπομένοντας καρτερικά τις βρισιές και το ξύλο.Τίποτα όμως δε μπορούσε να την εμποδίσει από τις ελεημοσύνες της.
Η μητριά της, της είχε αναθέσει να παίρνει φαγητό στον πατέρα της που εργαζόνταν στο χωράφι.Εκείνη όμως το μοίραζε στους φτωχούς.Αυτό επαναλήφθηκε πιο πολλές φορές.
Μια φορά, παρακολουθώντας την ο πατέρας της για να δει τι κάνει με το φαγητό και βλέποντας την ελεημοσύνη της, με κτηνώδη θυμό όρμησε επάνω της και την χτύπησε αλύπητα μ’ένα τσεκούρι χωρίς να συλλογισθεί ποιο πλάσμα χτυπούσε.. Η Αγ. Φιλοθέη παρέδωσε τότε την ψυχή της στο Θεό σε ηλικία 12 ετών. Ήταν 7 Δεκεμβρίου του 1218. Προσπαθώντας ο φονιάς πατέρας να σηκώσει το σώμα της δε μπόρεσε επειδή είχε γίνει πολύ βαρύ σαν ένας βράχος!. Βλέποντας ο φονιάς αυτό το θαύμα ειδοποίησε τον επίσκοπο του Τίρνοβο και μαζί με τον κλήρο πήγαν εκεί όπου κείτονταν η Αγία. Καταλαβαίνοντας ότι η θέληση της ήταν να την πάρουν σ’ άλλον τόπο και όχι στο Τίρνοβο. Άρχισαν να ονομάζουν όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες που βρισκόνταν στα δεξιά και αριστερά του Δούναβη. Όταν μνημόνευσαν το όνομα του ναού του Αγ.Νικολάου της μονής Κουρτέα ντε Άρτζες το σώμα της ελάφρυνε πολύ. Τότε κατάλαβαν που ήθελε να την πάνε.
Θυμιάζοντας το λείψανο, τ’ οποίο ένα θείο φως το περιέβαλε, πήραν το λείψανο στην εκκλησία του Τιρνόβο μέχρι να ειδοποιήσουν τον ηγεμόνα Ραντου Νέγκρου για το ποια ήταν η θέλησή της αγίας.
Τότε όλος ο κλήρος και ο λαός μαζί με τον ηγεμόνα Ράντου με δοξολογίες,λαμπάδες και θυμιατά μετέφεραν αυτό το θείο δώρο,το σώμα της αγίας και το τοποθέτησαν στην εκκλησία Κουρτέα ντε Άρτζες στην πόλη Άρτζες της Ρουμανίας όπου και το άφθαρτο λείψανό της βρίσκεται μέχρι και σήμερα.
Η μνήμη της εορτάζεται στις 7 Δεκεμβρίου

επιμέλεια-http://www.proskynitis.blogspot.com/

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

Προφητείες της Οσίας μοναχής Μακαρίας († 18 Ιουνίου 1993)



site analysis

Από το βιβλίο του Ghenadie Durasov «Οσία μοναχή Μακαρία, η παρηγοριά των
θλιβομένων» (στα ρουμανικά).
...Σύντομα θα συμβεί κάτι…
-Τι συγκεκριμένα μάτουσκα;
-Πόλεμος, πόλεμος θα είναι παντού, θα αρχίσουν να χτυπιούνται μεταξύ τους με ρόπαλα
… Δεν θα υπάρχει κάποιος να θάψει τους νεκρούς. και πολλοί άνθρωποι θα πεθάνουν. Όταν θα αρχίσουν να χτυπιούνται με τα ρόπαλα όλοι θα γελάνε. Όταν όμως θα αρχίσουν να τους πυροβολούν όλοι θα κλαίνε (4 Μαρτίου 1992).
-Βλέπετε πόσο σκοτεινά είναι όλα; Οι μάγοι τα σκοτείνιασαν όλα.
Θα τους πετάνε σ’ έναν λάκκο και εκεί θα τους θάβουν (28 Μαΐου 1992).
Σας το ξαναείπα. Σύντομα όλα θα είναι σκοτεινά (17 Νοεμβρίου 1987).
-Ο ήλιος έλαμπε και τον χειμώνα. Τώρα δεν θα λάμπει ούτε το καλοκαίρι. Οι μάγοι θα ρίξουν κατάρες
… Αυτή είναι μόνο η αρχή. Σύντομα θα κάνει πολύ κρύο. Το Πάσχα θα έχουμε χιόνια, ενώ ο χειμώνας θα αρχίζει από της Αγίας Σκέπης (σ.σ. 1 παλ. / 14 Οκτωβρίου νέο ημερ. στη Ρωσία. Στην Ελλάδα μεταφέρθηκε στις 28 Οκτ,).
-Δεν θα βγαίνει χορτάρι μέχρι των Αγίων Αποστόλων. Ο ήλιος θα σμικρυνθεί στο μισό
στον ήλιο (27 Αυγούστου 1987).
-Οι μάγοι σκοτείνιασαν τον ουρανό για να μην φαίνονται οι πράξεις τους. Οι μάγοι
αγαπούν το σκοτάδι (5 Οκτωβρίου 1987).
-Στους σκοτεινούς ανθρώπους αρέσει να μαυρίζουν την γη, ενώ οι δυνάμεις του
κακού πολλαπλασιάζονται. Σύντομα ο καθένας θα ξέρει αυτήν την δουλειά (σ.σ. την μαγεία). Όλα τα ακάθαρτα πνεύματα θα συγκεντρωθούν γύρω από τον κακό. Θα τους συγκεντώσει και θα αρχίσουν. Η ζωή θα είναι άσχημη (28 Οκτωβρίου 1987)
  • Τώρα ήρθε η ώρα τους, ενώ οι καλές εποχές τελειώνουν. Θα ξεγελάσουν τον λαό
    και θα δείχνουν ο ένας τον άλλον (σαν φταίχτη) με το δάχτυλο. (27 Μαρτίου 1987)
  • Οι μάγοι θα καλύψουν όλο τον κόσμο με το σκοτάδι, ενώ χωρίς ήλιο τίποτα δεν θα
    μεγαλώνει. (18 Φεβρουαρίου 1988)
  • Ο ήλιος θα εμφανιστεί τέσσερις φορές και μετά θα είναι πάλι σκοτάδι. Θα ζούμε
    στα σκοτεινά. (27 Αυγούστου 1987)
  • Δεν θα σας αφήνουν να ανάψετε τα φώτα. Θα λένε ότι πρέπει να κάνετε οικονομία
    στην ενέργεια. (28 Ιουνίου 1988)
. . . -Θα είναι δύσκολα το καλοκαίρι και ακόμη πιο δύσκολα τον χειμώνα. Οι δρόμοι θα είναι γεμάτοι με χιόνια και κανένας δεν θα τους καθαρίζει. Η παγωνιά θα είναι σκληρή και ανυπόφορη (29 Απριλίου 1988).
. . . – Σύντομα θα μείνετε χωρίς ψωμί (29 Ιανουαρίου 1989)
  • Σύντομα δεν θα έχετε ούτε νερό, ούτε μήλα, ούτε πατάτες (19 Δεκεμβρίου 1987).
  • Μεγάλη πείνα θα υπάρχει, χωρίς ψωμί. Θα κόβετε την κλώδα στα δυο για να την
    μοιραστείτε. (18 Φεβρουαρίου 1988)
  • Θα λάβει χώρα μεγάλη εξέγερση. Οι άνθρωποι θα φεύγουν από τα υψωμένα (σ.σ.
    εννοεί τις πόλεις, και τα υψηλά κτίρια). Θα τρέχουν οι άνθρωποι από εδώ και από εκεί. Κανένας δεν θα μένει στο σπίτι του – δεν θα υπάρχει τίποτα για φαγητό, ούτε ψωμί. (28 Δεκεμβρίου
    1990).
 Εάν προσευχηθούμε στον Χριστό, στην Παναγία και στον Προφήτη Ηλία αυτοί
δεν θα μας αφήσουν να πεθάνουμε από την πείνα. Θα προστατέψουν όσους πιστεύουν
στον Θεό και προσεύχονται ανυπόκριτα.
… – Όταν θα αρχίσουν να εξορίζουν τους καλόγερους θα σταματήσουν να φυτρώνουν
τα σιτηρά.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Η αγία Θεοδώρα από την Σύχλα (17ος - 18ος αιών)



site analysis



Α) Η ζωή της 
Η Οσία Θεοδώρα της Σύχλας είναι η σπουδαιότερη αγίας μοναχή ανάμεσα στις άλλες, που έζησαν στα ρουμανικά μοναστήρια. Γεννήθηκε στο χωριό Βινατόρι της επαρχίας Νεάμτς το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνος. 
Ο πατήρ Στέφανος Γιώλντεα ήταν φύλακας του φρουρίου Νεάμτς. Μετά τον θάνατο της αδελφής της Μαργαρίτας, η Θεοδώρα παντρεύθηκε ένα νεαρό από το Ισμαήλ (πόλις της Ρουμανίας). Μα επειδή δεν έκαναν παιδιά, επήγαν και οι δύο σε μοναστήρια. 
Η μακαρία Θεοδώρα εφόρεσε το μοναχικό ένδυμα στην σκήτη Βαρζαρέστ της επαρχίας Ρίμνικ Σαράτ, ενώ ο σύζυγός της Ελευθέριος στην σκήτη Μάρε Ποϊάνα (Μεγάλο Ξέφωτο). Επειδή καταστράφηκε η σκήτη από τους τούρκους, η Θεοδώρα έγινε ησυχάστρια στα βουνά του Μπουζάου. Κατόπιν, αναχωρώντας για την περιοχή του Νεάμτς, ησύχασε μόνη της επί 30 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά του βουνού Σύχλα, όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία. 
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευαρεστώντας τον Θεό, μετώκισε απ’ αυτή την ζωή τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνος και ενταφιάσθηκε στην σπηλιά. Στα χρόνια 1828-1834, τα Λείψανα της αγίας Θεοδώρας μετεφέρθησαν στο μοναστήρι Πετσέρσκα του Κιέβου, όπου και ευρίσκονται μέχρι σήμερα.

Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας 
1) Αυτό το μακάριο βλαστάρι του Ρουμανικού μοναχισμού, ήταν από βρεφικής ηλικίας επίλεκτο και φυτεύθηκε στον Οίκο του Θεού. Αν και ήταν συνδεδεμένη με άνδρα η μακαρία Θεοδώρα, δεν εύρισκε ανάπαυσι στην ψυχή της, έως ότου έγινε νύμφη του Χριστού. Εγκατέλειψε τα μάταια και, φορώντας το ένδυμα της μετανοίας, ασκήτευσε σε μια από τις σκήτες, που είναι στην κοιλάδα του Μπουζάου. 

2) Εδώ προώδευσε πάρα πολύ η οσία Θεοδώρα στην σιωπή, την προσευχή και την υπακοή. Σε λίγα χρόνια έφθασε στα μέτρα των παλαιών αγίων, αφού αξιώθηκε να λάβη την καρδιακή προσευχή και να γνωρίζη το πλήθος των μεθοδειών του νοητού εχθρού. Για όλα αυτά οι μοναχές την αγάπησαν και ωφελούντο από την ταπείνωσι, την άσκησι και τον ζήλο της. 

3) Όταν εισέβαλαν οι τούρκοι στην κοιλάδα του Μπουζάου, η οσία Θεοδώρα κρύφθηκε στα όρη με την πνευματική της Μητέρα, την Μεγαλόσχημη μοναχή Παϊσία. Εκεί αγωνίσθηκαν μερικά χρόνια με νηστεία και αγρυπνία, υπομένοντας με ανδρικό φρόνημα την πείνα, το ψύχος και άλλους, αγνώστους σ’ εμάς, πειρασμους του διαβόλου. Αλλά αντιπαλαίοντας η μακαρία με την φλογερή προσευχή της, τα υπέμενε όλα, αφού γευόταν τις μυστικές παρηγοριές του Αγίου Πνεύματος. 

4) Σαν εκοιμήθη στο όρος η πνευματική της Μητέρα μεταξύ των ετών 1670-1675, η οσία Θεοδώρα έλαβε πληροφορία από τον Θεό για τα βουνά του Νεάμτς. Εδώ, αφού επροσκύνησε την θαυματουργό Εικόνα της Μητέρας του Κυρίου που ήταν στην μεγάλη Λαύρα, επήγε να συμβουλευθή τον ηγούμενο της σκήτης Συχαστρίας, ιερομόναχο μεγαλόσχημο Βαρσανούφιο. Αυτός πληροφορήθηκε στην καρδιά του ότι η Θεοδώρα επιθυμεί την ερημική ζωή και εγνώρισε από το Άγιο Πνεύμα την αρετή της. 
Πρώτα της μετέδωσε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Κατόπιν, δίνοντάς της για πνευματικό οδηγό τον Πνευματικό Παύλο, της είπε: «Πήγαινε στην έρημο για ένα χρόνο, στα δάση των βουνών της Σύχλας. Εάν ημπορέσης με την Χάρι του Θεού να υπομείνης τις δυσκολίες και τους φοβερούς πειρασμούς του διαβόλου, μείνε εκεί μέχρι του θανάτου σου. Εάν όμως δεν ημπορέσης να υπομείνης, να επιστρέψης σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι και εκεί να εργάζεσαι με ταπείνωσι την σωτηρία της ψυχής σου». 

5) Αναζητώντας ο όσιος Παύλος ένα ερημικό κελλί για την μακαρία Θεοδώρα και μη ευρίσκοντας, συνάντησε ένα γέροντα ησυχαστή, που ασκήτευε κάτω από κάτι βράχους της Σύχλας. Αυτός, έχοντας το προορατικό χάρισμα, είπε στη Θεοδώρα: 

― Αγωνίσου, μοναχή Θεοδώρα στο κελλί μου, διότι εγώ θα πάω σ’ άλλο ερημικώτερο καλυβόσπιτο. Ως εκ τούτου, αφού εγκατέστησε ο ιερομόναχος και μεγαλόσχημος Παύλος την οσία Θεοδώρα στα βουνά της Σύχλας και την ευλόγησε, επέστρεψε πάλι στην σκήτη. 

6) Σ’ αυτό το κελλί αγωνίσθηκε η οσία Θεοδώρα περίπου 30 χρόνια, δοξάζοντας ακατάπαυστα τον Θεό και υπερνικώντας με υπομονή και ταπείνωσι όλες τις παγίδες του εχθρού. Επειδή ενισχύετο με την άνωθεν δύναμι, δεν κατέβηκε πλέον από το βουνό, ούτε ανθρώπινη βοήθεια δέχθηκε από κανέναν. Μόνο ο μακάριος Παύλος, ο Πνευματικός της, ανέβαινε μόνος του από καιρό σε καιρό στο κελλί της με τα Άχραντα Μυστήρια και έτσι πάντοτε αγωνίσθηκε σ’ όλη την ζωή της. 
Μ’ αυτή την αγγελική πολιτεία τόσο πολύ προώδευσε η οσία, ώστε έκανε αγρυπνίες όλες τις νύκτες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι να έλθουν τα χαράματα και το πρόσωπό της έλαμπε. Ύστερα αναπαυόταν δύο ώρες και πάλι άρχιζε. Τροφή ελάμβανε μόνο μια φορά κάθε δεύτερη ημέρα, λίγο παξιμάδι με χόρτα του δάσους, φτέρη και ξυνήθρα (λάπαθο), το οποίο μέχρι τώρα ονομάζεται «Το λάπαθο της αγίας Θεοδώρας». Νερό συγκέντρωνε από το βρόχινο, μέσα σ’ ένα κοίλωμα ενός βράχου, που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Το πηγάδι της οσίας Θεοδώρας». Και ένα παράδοξο θαύμα είναι ότι, το νερό δεν τελειώνει ουδέποτε απ’ αυτό το κοίλωμα του βράχου.
Αργότερα όταν εκοιμήθη ο όσιος Παύλος, η μακαρία Θεοδώρα απέμεινε μόνη της, έχοντας μόνο την πρόνοια του Θεού. 

7) Κάποτε, όταν εισέβαλαν οι τούρκοι μέσα στα χωριά και τα μοναστήρια της περιοχής Νεάμτς, τα δάση εγέμισαν από χωρικούς και μοναχούς. Τότε έφθασαν και μερικές μοναχές στο κελλί της οσίας Θεοδώρας. Η μακαρία Θεοδώρα τους είπε:
― Μείνετε εσείς στο κελλί μου, διότι εγώ έχω άλλο τόπο πιο κατάλληλο για καταφύγιο. Από εκείνη την στιγμή μετέβη σε μια άλλη κοντινή σπηλιά και συνέχισε μόνη της την άσκηση, άγνωστη απ’ όλους. Την νύκτα αναπαυόταν λίγο επάνω σε μια πέτρινη πλάκα, η οποία φαίνεται μέχρι σήμερα. 

8) Κάποτε μια συμμορία από τούρκους περιπλανιόταν στα βουνά της Σύχλας για σατανικές δουλειές και έφθασαν και στην σπηλιά της οσίας Θεοδώρας. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω της για να την εξοντώσουν. Μα η αγία έπεσε στα γόνατα, εσήκωσε τα χέρια της προς τον Θεό και είπε: Λύτρωσέ με Κύριε, από τα χέρια των φονευτών μου! Εκείνη την στιγμή άνοιξε θαυματουργικά ο τοίχος της σπηλιάς. Αμέσως η νύμφη του Χριστού έφυγε από εκεί, κρύφθηκε στα δάση και έτσι εγλύτωσε από τον θάνατο. 

9) Ξεχασμένη απ’ όλους τους ανθρώπους, ως τα γεράματά της χωρίς καμμιά συντροφιά, άφησε όλη την ελπίδα της μόνο στον Θεό. Αφού εγκατέλειψε το κελλί η οσία Θεοδώρα, αγωνίσθηκε στην σπηλιά σαν ένας ενσώματος άγγελος. Τώρα πλέον ούτε κρύο ούτε πείνα αισθάνεται καθόλου, ούτε ο διάβολος πλέον την ταλαιπωρεί. Προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι ν’ αρπαγή με τον νου σ’ αυτά τα ουράνια μυστήρια, ενώ με το σώμα υψώνεται επάνω από το έδαφος. Τότε φωτίζεται το πρόσωπό της, ενώ από το στόμα εξέρχεται και ανεβαίνει υψηλά μια φλόγα πυρός, όπως στους μεγάλους αγίους. Διότι είχε φθάσει η μακαρία με την προσευχή πολύ υψηλά, σε έκστασι, και γλυκαινόταν το πρόσωπό της με μια απερίγραπτη θεϊκή Χάρι. 

10) Τα ενδύματα της αγίας Θεοδώρας είχαν φθάσει τώρα να είναι μερικά κουρέλια, με τα οποία μετά δυσκολίας εσκέπαζε το αδύνατο από την πολλή άσκησι σώμα της. Ακόμη και η τροφή τελείωσε. Γι’ αυτό ανέλαβαν τα πουλιά του ουρανού, κατόπιν εντολής του Δημιουργού των, να της φέρνουν καθημερινά ψίχουλα και φλούδες από ψωμί που τα έπαιρναν από την τράπεζα της σκήτης Συχαστρίας. Η μακαρία Θεοδώρα προσευχόταν ακατάπαυστα για τον κόσμο και χαιρόταν διότι σε λίγο θα αποδημούσε από το θνητό σώμα της. 

Σαράντα ημέρες πριν από το μακάριο τέλος της, προσευχήθηκε στον Θεό να της αποστείλη ένα ιερέα, για να μεταλάβη τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος δεν άφησε απαρατήρητη την ψυχική της επιθυμία. 

11) Κάποια φορά παρετήρησε ο ηγούμενος της Συχαστρίας κοπάδια από πουλιά να φέρνουν ψίχουλα στο ράμφος των και να πετούν προς το βουνό της Σύχλας. Συλλογίστηκε λοιπόν κατ’ ιδίαν μήπως εκεί ζη κανένας άγιος ησυχαστής. Γι’ αυτό έστειλε δύο αδελφούς να παρακολουθήσουν πού πηγαίνουν αυτά τα πουλιά. Εβάδιζαν πλέον οι αδελφοί αυτοί στην περιοχή εκείνη και, περιπλανώμενοι την νύκτα μέσα στο δάσος, προσεύχονταν και περίμεναν να φωτίση. Κατόπιν, παρατηρώντας μπροστά των μια στήλη φωτός να υψώνεται στον ουρανό, την επλησίασαν και είδαν μια γυναίκα να λάμπη σαν ήλιος στο πρόσωπο, να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα και να μη στηρίζεται στο έδαφος. Ήταν η αγία Θεοδώρα. 

― Σ’ ευχαριστώ, Κύριε που με άκουσες! Είπε η μακαρία. Μετά επρόσθεσε: Μη φοβάσθε, αδελφοί, διότι είμαι μια ταπεινή δούλη του Θεού. Αλλά, σας παρακαλώ, να μου ρίξετε ένα επανωφόριο να σκεπασθώ διότι είμαι στο σώμα γυμνή. Αφού κατόπιν τους εκάλεσε να πλησιάσουν, τους διηγήθηκε τη ζωή της, το τέλος της που πλησίαζε, και τους έδωσε την εξής εντολή:

― Κατεβήτε στην σκήτη και πέστε στον ηγούμενο να στείλη τον Πνευματικό Αντώνιο και τον ιεροδιάκονο Λαυρέντιο εδώ, με το σώμα και το Αίμα του Χριστού.

― Πώς να πάμε με τέτοια νύκτα στην σκήτη, απάντησαν οι αδελφοί, αφού δεν γνωρίζουμε τον δρόμο;

― Πηγαίνετε με το φως που βλέπετε μπροστά σας και αμέσως θα φθάσετε.

12) Τα χαράματα της επομένης ημέρας έφθασαν στην Σύχλα ο Πνευματικός Αντώνιος με τον διάκονο Λαυρέντιο και τους δύο αδελφούς και ευρήκαν την αγία Θεοδώρα μπροστά στην σπηλιά της, κάτω από τους κλώνους ενός ελάτου. Στην αρχή η οσία τους αφηγήθηκε την ζωή της, κατόπιν απήγγειλε το «Πιστεύω», μετέλαβε τα Θεία Μυστήρια και, ζητώντας ευλογία από τον ιερέα, είπε: «Δόξα σοι ο Θεός, πάντων ένεκεν». Την ίδια στιγμή η αγία Θεοδώρα παρέδωσε την μακαρία ψυχή της στην αγκαλιά του Χριστού, ενώ το σώμα της ευωδίασε. Κηδεύθηκε και τοποθετήθηκε τιμητικώς από τους πατέρας στην σπηλιά, όπου ασκήτευσε.

13) Η είδησις για την ζωή και τον θάνατο της αγίας Θεοδώρας της Σύχλας διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλα τα μοναστήρια, στα χωριά της Μολδαβίας, μέχρι ακόμη και το άλλο μέρος των συνόρων. Γι’ αυτό έτρεχαν στην σπηλιά της πιστοί από τα χωριά, προ παντός ασθενείς, και εθεραπεύοντο από τις διάφορες αρρώστειές των. Διότι το σώμα της δοξάσθηκε με αφθαρσία, ανέβλυσε ευωδία και έκανε θαύματα. Μερικοί προσκυνούσαν τα Λείψανά της, άλλοι ασθενείς άγγιζαν το φέρετρό της, ενώ πολλοί πλένονταν με νερό από το πηγάδι της και ελάμβαναν βοήθεια και παρηγοριά.

14) Το άγιο σώμα της οσίας Θεοδώρας της Σύχλας έμεινε στην σπηλιά επί εκατό χρόνια, αφού απήλαυσε μια βαθειά ευλάβεια και τιμή, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους πατέρας. Μα ως θνητό και κρίμασιν οις οίδε Κύριος, το σώμα αποσυνετέθη. Στα χρόνια 1828-1834 τα άγια Λείψανά της μετεφέρθηκαν στο Κίεβο και τοποθετήθηκαν στις κατακόμβες του μοναστηριού Πετσέρσκα με το όνομα σε μια επιγραφή «Η αγία Θεοδώρα των Καρπαθίων», όπου και υπάρχουν μέχρι σήμερα. Η ψυχή της όμως τώρα προσεύχεται πάντοτε μπροστά στην Παναγία Τριάδα για όλο τον κόσμο.

Οσιωτάτη Μήτηρ ημών Θεοδώρα, πρέσβευε τω Κυρίω υπέρ ημών!
Ρουμανικό Γεροντικό
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 
Θεσσαλονίκη

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Η αγία Θεοδώρα από την Σύχλα (17ος-18ος αιών)



site analysis



[el]image1
Η αγία Θεοδώρα από την Σύχλα
(17ος-18ος αιών)
Α) Η ζωή της
Η Οσία Θεοδώρα της Σύχλας είναι η σπουδαιότερη αγίας μοναχή ανάμεσα στις άλλες, που έζησαν στα ρουμανικά μοναστήρια. Γεννήθηκε στο χωριό Βινατόρι της επαρχίας Νεάμτς το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνος. Ο πατήρ Στέφανος Γιώλντεα ήταν φύλακας του φρουρίου Νεάμτς. Μετά τον θάνατο της αδελφής της Μαργαρίτας, η Θεοδώρα παντρεύθηκε ένα νεαρό από το Ισμαήλ (πόλις της Ρουμανίας). Μα επειδή δεν έκαναν παιδιά, επήγαν και οι δύο σε μοναστήρια. Η μακαρία Θεοδώρα εφόρεσε το μοναχικό ένδυμα στην σκήτη Βαρζαρέστ της επαρχίας Ρίμνικ Σαράτ, ενώ ο σύζυγός της Ελευθέριος στην σκήτη Μάρε Ποϊάνα (Μεγάλο Ξέφωτο). Επειδή καταστράφηκε η σκήτη από τους τούρκους, η Θεοδώρα έγινε ησυχάστρια στα βουνά του Μπουζάου. Κατόπιν, αναχωρώντας για την περιοχή του Νεάμτς, ησύχασε μόνη της επί 30 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά του βουνού Σύχλα, όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ευαρεστώντας τον Θεό, μετώκισε απ’ αυτή την ζωή τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνος και ενταφιάσθηκε στην σπηλιά. Στα χρόνια 1828-1834, τα Λείψανα της αγίας Θεοδώρας μετεφέρθησαν στο μοναστήρι Πετσέρσκα του Κιέβου, όπου και ευρίσκονται μέχρι σήμερα.
Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας
1) Αυτό το μακάριο βλαστάρι του Ρουμανικού μοναχισμού, ήταν από βρεφικής ηλικίας επίλεκτο και φυτεύθηκε στον Οίκο του Θεού. Αν και ήταν συνδεδεμένη με άνδρα η μακαρία Θεοδώρα, δεν εύρισκε ανάπαυσι στην ψυχή της, έως ότου έγινε νύμφη του Χριστού. Εγκατέλειψε τα μάταια και, φορώντας το ένδυμα της μετανοίας, ασκήτευσε σε μια από τις σκήτες, που είναι στην κοιλάδα του Μπουζάου.
2) Εδώ προώδευσε πάρα πολύ η οσία Θεοδώρα στην σιωπή, την προσευχή και την υπακοή. Σε λίγα χρόνια έφθασε στα μέτρα των παλαιών αγίων, αφού αξιώθηκε να λάβη την καρδιακή προσευχή και να γνωρίζη το πλήθος των μεθοδειών του νοητού εχθρού. Για όλα αυτά οι μοναχές την αγάπησαν και ωφελούντο από την ταπείνωσι, την άσκησι και τον ζήλο της.
3) Όταν εισέβαλαν οι τούρκοι στην κοιλάδα του Μπουζάου, η οσία Θεοδώρα κρύφθηκε στα όρη με την πνευματική της Μητέρα, την Μεγαλόσχημη μοναχή Παϊσία. Εκεί αγωνίσθηκαν μερικά χρόνια με νηστεία και αγρυπνία, υπομένοντας με ανδρικό φρόνημα την πείνα, το ψύχος και άλλους, αγνώστους σ’ εμάς, πειρασμους του διαβόλου. Αλλά αντιπαλαίοντας η μακαρία με την φλογερή προσευχή της, τα υπέμενε όλα, αφού γευόταν τις μυστικές παρηγοριές του Αγίου Πνεύματος.
4) Σαν εκοιμήθη στο όρος η πνευματική της Μητέρα μεταξύ των ετών 1670-1675, η οσία Θεοδώρα έλαβε πληροφορία από τον Θεό για τα βουνά του Νεάμτς. Εδώ, αφού επροσκύνησε την θαυματουργό Εικόνα της Μητέρας του Κυρίου που ήταν στην μεγάλη Λαύρα, επήγε να συμβουλευθή τον ηγούμενο της σκήτης Συχαστρίας, ιερομόναχο μεγαλόσχημο Βαρσανούφιο. Αυτός πληροφορήθηκε στην καρδιά του ότι η Θεοδώρα επιθυμεί την ερημική ζωή και εγνώρισε από το Άγιο Πνεύμα την αρετή της. Πρώτα της μετέδωσε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Κατόπιν, δίνοντάς της για πνευματικό οδηγό τον Πνευματικό Παύλο, της είπε: «Πήγαινε στην έρημο για ένα χρόνο, στα δάση των βουνών της Σύχλας. Εάν ημπορέσης με την Χάρι του Θεού να υπομείνης τις δυσκολίες και τους φοβερούς πειρασμούς του διαβόλου, μείνε εκεί μέχρι του θανάτου σου. Εάν όμως δεν ημπορέσης να υπομείνης, να επιστρέψης σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι και εκεί να εργάζεσαι με ταπείνωσι την σωτηρία της ψυχής σου».
5) Αναζητώντας ο όσιος Παύλος ένα ερημικό κελλί για την μακαρία Θεοδώρα και μη ευρίσκοντας, συνάντησε ένα γέροντα ησυχαστή, που ασκήτευε κάτω από κάτι βράχους της Σύχλας. Αυτός, έχοντας το προορατικό χάρισμα, είπε στη Θεοδώρα:
― Αγωνίσου, μοναχή Θεοδώρα στο κελλί μου, διότι εγώ θα πάω σ’ άλλο ερημικώτερο καλυβόσπιτο. Ως εκ τούτου, αφού εγκατέστησε ο ιερομόναχος και μεγαλόσχημος Παύλος την οσία Θεοδώρα στα βουνά της Σύχλας και την ευλόγησε, επέστρεψε πάλι στην σκήτη.
6) Σ’ αυτό το κελλί αγωνίσθηκε η οσία Θεοδώρα περίπου 30 χρόνια, δοξάζοντας ακατάπαυστα τον Θεό και υπερνικώντας με υπομονή και ταπείνωσι όλες τις παγίδες του εχθρού. Επειδή ενισχύετο με την άνωθεν δύναμι, δεν κατέβηκε πλέον από το βουνό, ούτε ανθρώπινη βοήθεια δέχθηκε από κανέναν. Μόνο ο μακάριος Παύλος, ο Πνευματικός της, ανέβαινε μόνος του από καιρό σε καιρό στο κελλί της με τα Άχραντα Μυστήρια και έτσι πάντοτε αγωνίσθηκε σ’ όλη την ζωή της. Μ’ αυτή την αγγελική πολιτεία τόσο πολύ προώδευσε η οσία, ώστε έκανε αγρυπνίες όλες τις νύκτες με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι να έλθουν τα χαράματα και το πρόσωπό της έλαμπε. Ύστερα αναπαυόταν δύο ώρες και πάλι άρχιζε. Τροφή ελάμβανε μόνο μια φορά κάθε δεύτερη ημέρα, λίγο παξιμάδι με χόρτα του δάσους, φτέρη και ξυνήθρα (λάπαθο), το οποίο μέχρι τώρα ονομάζεται «Το λάπαθο της αγίας Θεοδώρας». Νερό συγκέντρωνε από το βρόχινο, μέσα σ’ ένα κοίλωμα ενός βράχου, που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Το πηγάδι της οσίας Θεοδώρας». Και ένα παράδοξο θαύμα είναι ότι, το νερό δεν τελειώνει ουδέποτε απ’ αυτό το κοίλωμα του βράχου.
Αργότερα όταν εκοιμήθη ο όσιος Παύλος, η μακαρία Θεοδώρα απέμεινε μόνη της, έχοντας μόνο την πρόνοια του Θεού.
7) Κάποτε, όταν εισέβαλαν οι τούρκοι μέσα στα χωριά και τα μοναστήρια της περιοχής Νεάμτς, τα δάση εγέμισαν από χωρικούς και μοναχούς. Τότε έφθασαν και μερικές μοναχές στο κελλί της οσίας Θεοδώρας. Η μακαρία Θεοδώρα τους είπε:
― Μείνετε εσείς στο κελλί μου, διότι εγώ έχω άλλο τόπο πιο κατάλληλο για καταφύγιο. Από εκείνη την στιγμή μετέβη σε μια άλλη κοντινή σπηλιά και συνέχισε μόνη της την άσκηση, άγνωστη απ’ όλους. Την νύκτα αναπαυόταν λίγο επάνω σε μια πέτρινη πλάκα, η οποία φαίνεται μέχρι σήμερα.
8) Κάποτε μια συμμορία από τούρκους περιπλανιόταν στα βουνά της Σύχλας για σατανικές δουλειές και έφθασαν και στην σπηλιά της οσίας Θεοδώρας. Τότε ώρμησαν κατ’ επάνω της για να την εξοντώσουν. Μα η αγία έπεσε στα γόνατα, εσήκωσε τα χέρια της προς τον Θεό και είπε: Λύτρωσέ με Κύριε, από τα χέρια των φονευτών μου! Εκείνη την στιγμή άνοιξε θαυματουργικά ο τοίχος της σπηλιάς. Αμέσως η νύμφη του Χριστού έφυγε από εκεί, κρύφθηκε στα δάση και έτσι εγλύτωσε από τον θάνατο.
9) Ξεχασμένη απ’ όλους τους ανθρώπους, ως τα γεράματά της χωρίς καμμιά συντροφιά, άφησε όλη την ελπίδα της μόνο στον Θεό. Αφού εγκατέλειψε το κελλί η οσία Θεοδώρα, αγωνίσθηκε στην σπηλιά σαν ένας ενσώματος άγγελος. Τώρα πλέον ούτε κρύο ούτε πείνα αισθάνεται καθόλου, ούτε ο διάβολος πλέον την ταλαιπωρεί. Προσεύχεται αδιάκοπα στον Θεό με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, μέχρι ν’ αρπαγή με τον νου σ’ αυτά τα ουράνια μυστήρια, ενώ με το σώμα υψώνεται επάνω από το έδαφος. Τότε φωτίζεται το πρόσωπό της, ενώ από το στόμα εξέρχεται και ανεβαίνει υψηλά μια φλόγα πυρός, όπως στους μεγάλους αγίους. Διότι είχε φθάσει η μακαρία με την προσευχή πολύ υψηλά, σε έκστασι, και γλυκαινόταν το πρόσωπό της με μια απερίγραπτη θεϊκή Χάρι.
10) Τα ενδύματα της αγίας Θεοδώρας είχαν φθάσει τώρα να είναι μερικά κουρέλια, με τα οποία μετά δυσκολίας εσκέπαζε το αδύνατο από την πολλή άσκησι σώμα της. Ακόμη και η τροφή τελείωσε. Γι’ αυτό ανέλαβαν τα πουλιά του ουρανού, κατόπιν εντολής του Δημιουργού των, να της φέρνουν καθημερινά ψίχουλα και φλούδες από ψωμί που τα έπαιρναν από την τράπεζα της σκήτης Συχαστρίας. Η μακαρία Θεοδώρα προσευχόταν ακατάπαυστα για τον κόσμο και χαιρόταν διότι σε λίγο θα αποδημούσε από το θνητό σώμα της.
Σαράντα ημέρες πριν από το μακάριο τέλος της, προσευχήθηκε στον Θεό να της αποστείλη ένα ιερέα, για να μεταλάβη τα Πανάχραντα Μυστήρια. Και ο Κύριος δεν άφησε απαρατήρητη την ψυχική της επιθυμία.
11) Κάποια φορά παρετήρησε ο ηγούμενος της Συχαστρίας κοπάδια από πουλιά να φέρνουν ψίχουλα στο ράμφος των και να πετούν προς το βουνό της Σύχλας. Συλλογίστηκε λοιπόν κατ’ ιδίαν μήπως εκεί ζη κανένας άγιος ησυχαστής. Γι’ αυτό έστειλε δύο αδελφούς να παρακολουθήσουν πού πηγαίνουν αυτά τα πουλιά. Εβάδιζαν πλέον οι αδελφοί αυτοί στην περιοχή εκείνη και, περιπλανώμενοι την νύκτα μέσα στο δάσος, προσεύχονταν και περίμεναν να φωτίση. Κατόπιν, παρατηρώντας μπροστά των μια στήλη φωτός να υψώνεται στον ουρανό, την επλησίασαν και είδαν μια γυναίκα να λάμπη σαν ήλιος στο πρόσωπο, να προσεύχεται με τα χέρια υψωμένα και να μη στηρίζεται στο έδαφος. Ήταν η αγία Θεοδώρα.
― Σ’ ευχαριστώ, Κύριε που με άκουσες! Είπε η μακαρία. Μετά επρόσθεσε: Μη φοβάσθε, αδελφοί, διότι είμαι μια ταπεινή δούλη του Θεού. Αλλά, σας παρακαλώ, να μου ρίξετε ένα επανωφόριο να σκεπασθώ διότι είμαι στο σώμα γυμνή. Αφού κατόπιν τους εκάλεσε να πλησιάσουν, τους διηγήθηκε τη ζωή της, το τέλος της που πλησίαζε, και τους έδωσε την εξής εντολή:
― Κατεβήτε στην σκήτη και πέστε στον ηγούμενο να στείλη τον Πνευματικό Αντώνιο και τον ιεροδιάκονο Λαυρέντιο εδώ, με το σώμα και το Αίμα του Χριστού.
― Πώς να πάμε με τέτοια νύκτα στην σκήτη, απάντησαν οι αδελφοί, αφού δεν γνωρίζουμε τον δρόμο;
― Πηγαίνετε με το φως που βλέπετε μπροστά σας και αμέσως θα φθάσετε.
12) Τα χαράματα της επομένης ημέρας έφθασαν στην Σύχλα ο Πνευματικός Αντώνιος με τον διάκονο Λαυρέντιο και τους δύο αδελφούς και ευρήκαν την αγία Θεοδώρα μπροστά στην σπηλιά της, κάτω από τους κλώνους ενός ελάτου. Στην αρχή η οσία τους αφηγήθηκε την ζωή της, κατόπιν απήγγειλε το «Πιστεύω», μετέλαβε τα Θεία Μυστήρια και, ζητώντας ευλογία από τον ιερέα, είπε: «Δόξα σοι ο Θεός, πάντων ένεκεν». Την ίδια στιγμή η αγία Θεοδώρα παρέδωσε την μακαρία ψυχή της στην αγκαλιά του Χριστού, ενώ το σώμα της ευωδίασε. Κηδεύθηκε και τοποθετήθηκε τιμητικώς από τους πατέρας στην σπηλιά, όπου ασκήτευσε.
13) Η είδησις για την ζωή και τον θάνατο της αγίας Θεοδώρας της Σύχλας διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλα τα μοναστήρια, στα χωριά της Μολδαβίας, μέχρι ακόμη και το άλλο μέρος των συνόρων. Γι’ αυτό έτρεχαν στην σπηλιά της πιστοί από τα χωριά, προ παντός ασθενείς, και εθεραπεύοντο από τις διάφορες αρρώστειές των. Διότι το σώμα της δοξάσθηκε με αφθαρσία, ανέβλυσε ευωδία και έκανε θαύματα. Μερικοί προσκυνούσαν τα Λείψανά της, άλλοι ασθενείς άγγιζαν το φέρετρό της, ενώ πολλοί πλένονταν με νερό από το πηγάδι της και ελάμβαναν βοήθεια και παρηγοριά.
14) Το άγιο σώμα της οσίας Θεοδώρας της Σύχλας έμεινε στην σπηλιά επί εκατό χρόνια, αφού απήλαυσε μια βαθειά ευλάβεια και τιμή, περισσότερο απ’ όλους τους άλλους πατέρας. Μα ως θνητό και κρίμασιν οις οίδε Κύριος, το σώμα αποσυνετέθη. Στα χρόνια 1828-1834 τα άγια Λείψανά της μετεφέρθηκαν στο Κίεβο και τοποθετήθηκαν στις κατακόμβες του μοναστηριού Πετσέρσκα με το όνομα σε μια επιγραφή «Η αγία Θεοδώρα των Καρπαθίων», όπου και υπάρχουν μέχρι σήμερα. Η ψυχή της όμως τώρα προσεύχεται πάντοτε μπροστά στην Παναγία Τριάδα για όλο τον κόσμο.
Οσιωτάτη Μήτηρ ημών Θεοδώρα, πρέσβευε τω Κυρίω υπέρ ημών!
Ρουμανικό Γεροντικό
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”
Θεσσαλονίκη

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

St Theodora of Sihla Commemorated on August 7 Troparion & Kontakion Saint Theodora, one of Romania’s greatest female ascetics, was born in the village of Vanatori, Neamts in the first half of the seventeenth century, and was the daughter of Stephen Joldea and his wife. In her youth, St Theodora went through a great trial in her family. Her sister, Marghiolita, had a tragic death. The event affected her deeply. At this point, the thought of retreating from the world blossomed in her heart. She wished to atone for her parents, for her sister, for herself. But her grieving parents did not agree to her decision, since she was now their only child. They entreated her, and, at the proper time, they married her to a young man from Ismail, who was working in their parts, and who often went to venerate the holy sites. After entering into a lawful marriage, they lived together in her husband’s house. St Theodora and her husband did not have any children. Therefore, she and her husband decided to enter the monastic life. Her husband went to the Skete of Poiana Marului, where he was tonsured with the name Eleutherius. He was also ordained to the holy priesthood. Theodora also received the monastic tonsure in the Skete of Poiana Marului. In just a few short years, she advanced in obedience, prayer, and asceticism, acquiring the grace of unceasing prayer of the heart. When her skete was destroyed by the Turks, she fled to the Buzau Mountains with her Spiritual Mother, Schemanun Paisia. They lived for several years in fasting, vigil and prayer, enduring cold, hunger, and demonic temptations. When her Spiritual Mother fell asleep in the Lord (between 1670-1675), St Theodora was led by God to the mountains of Neamts. After venerating the wonderworking Neamts Icon of the Mother of God (June 26) in the monastery, she was told to seek the advice of Hieromonk Barsanuphius of Sihastria Skete. Seeing her desire for the eremetical life, and recognizing her great virtues, he gave her Holy Communion and assigned Hieromonk Paul as her Father Confessor and spiritual guide. Fr Barsanuphius advised Theodora to go and live alone in the wilderness for a year. “If, by the grace of Christ, you are able to endure the difficulties and trials of the wilderness, then remain there until you die. If you cannot endure, however, then go to a women’s monastery, and struggle there in humility for the salvation of your soul.” Fr Paul searched in vain for an abandoned hermitage where St Theodora might live. Then they met an old hermit living beneath the cliffs of Sihla. This clairvoyant Elder greeted them and said, “Mother Theodora, remain in my cell, for I am moving to another place.” Fr Paul left Theodora on Mount Sihla, blessing her before he returned to the skete. St Theodora lived in that cell for thirty years. Strengthened with power from on high, she vanquished all the attacks of the Enemy through patience and humility. She never left the mountain, and never saw another person except for Fr Paul, who visited her from time to time to bring her the Spotless Mysteries of Christ and the supplies she needed to survive. St Theodora made such progress in asceticism that she was able to keep vigil all night long with her arms lifted up toward heaven. When the morning sun touched her face, she would eat some herbs and other vegetation to break her fast. She drank rain water which she collected from a channel cut into the cliff, which is still known as St Theodora’s Spring. When Turks attacked the villages and monasteries around Neamts, the woods became filled with villagers and monastics. Some nuns found St Theodora’s cell, and she called out to them, “Remain here in my cell, for I have another place of refuge.” Then she moved into a nearby cave, living there completely alone. An army of Turks discovered the cave, and were about to kill the saint. Lifting up her hands, she cried out, “O Lord, deliver me from the hands of these murderers.” The wall of the cave opened, and she was able to escape into the woods. As St Theodora grew old, she was forgotten and there was no one to care for her. Placing all her hope in God, she continued her spiritual struggles, and reached great heights of perfection. When she prayed her mind was raised up to Heaven, and her body was lifted up off the ground. Like the great saints of earlier times, her face shone with a radiant light, and a flame came forth from her mouth when she prayed. In time her clothes became mere rags, and when her food ran out, she was fed by birds just as the Prophet Elias (July 20) was. They brought crusts of bread to her from the Sihastria Skete. Seeing the birds come to the skete and then fly away with pieces of bread in their beaks, the Igumen sent two monks to follow them. Night fell as they walked toward Sihla, and they lost their way in the woods. They decided to wait for daylight, and began to pray. Suddenly, they saw a bright light stretching up into the sky, and went to investigate. As they approached, they saw a woman shining with light and levitating above the ground as she prayed. St Theodora said, “Brethren, do not be afraid, for I am a humble handmaiden of Christ. Throw me something to wear, for I am naked.” Then she told them of her life and approaching death. She asked them to go to the skete and ask for Fr Anthony and the hierodeacon Laurence to come and bring her Communion. They asked her how they could find their way to the skete at night, for they did not know the way. She said that they would be guided to the skete by a light which would go before them. The next day at dawn, Fr Anthony went to Sihla with the deacon and two other monks. When they found St Theodora, she was praying by a fir tree in front of her cave. She confessed to the priest, then received the Holy Mysteries of Christ and gave her soul to God. The monks buried her in her cave with great reverence sometime during the first decade of the eighteenth century. News of her death spread quickly, and people came from all over to venerate her tomb. Her holy relics remained incorrupt, and many miracles took place before them. Some kissed the relics; others touched the reliquary, while others washed in her spring. All who entreated St Theodora’s intercession received healing and consolation. St Theodore’s former husband, Hieromonk Eleutherius, heard that she had been living at Sihla, and decided to go there. He found her cave shortly after her death and burial. Grieving for his beloved wife, Eleutherius did not return to his monastery, but made a small cell for himself below the cliffs of Sihla. He remained close to her cave, fasting, praying, and serving the Divine Liturgy. He lived there for about ten years before his blessed repose. He was buried in the hermits’ cemetery and the Skete of St John the Baptist was built over his grave. St Theodora’s relics were taken to the Kiev Caves Monastery between 1828 and 1834. There she is known as St Theodora of the Carpathians. Our Venerable Mother Theodora was glorified by the Romanian Orthodox Church in June 1992.





St Theodora of Sihla

Saint Theodora, one of Romania’s greatest female ascetics, was born in the village of Vanatori, Neamts in the first half of the seventeenth century, and was the daughter of Stephen Joldea and his wife.
In her youth, St Theodora went through a great trial in her family. Her sister, Marghiolita, had a tragic death. The event affected her deeply. At this point, the thought of retreating from the world blossomed in her heart. She wished to atone for her parents, for her sister, for herself. But her grieving parents did not agree to her decision, since she was now their only child. They entreated her, and, at the proper time, they married her to a young man from Ismail, who was working in their parts, and who often went to venerate the holy sites. After entering into a lawful marriage, they lived together in her husband’s house.
St Theodora and her husband did not have any children. Therefore, she and her husband decided to enter the monastic life. Her husband went to the Skete of Poiana Marului, where he was tonsured with the name Eleutherius. He was also ordained to the holy priesthood.
Theodora also received the monastic tonsure in the Skete of Poiana Marului. In just a few short years, she advanced in obedience, prayer, and asceticism, acquiring the grace of unceasing prayer of the heart.
When her skete was destroyed by the Turks, she fled to the Buzau Mountains with her Spiritual Mother, Schemanun Paisia. They lived for several years in fasting, vigil and prayer, enduring cold, hunger, and demonic temptations. When her Spiritual Mother fell asleep in the Lord (between 1670-1675), St Theodora was led by God to the mountains of Neamts. After venerating the wonderworking Neamts Icon of the Mother of God (June 26) in the monastery, she was told to seek the advice of Hieromonk Barsanuphius of Sihastria Skete. Seeing her desire for the eremetical life, and recognizing her great virtues, he gave her Holy Communion and assigned Hieromonk Paul as her Father Confessor and spiritual guide.
Fr Barsanuphius advised Theodora to go and live alone in the wilderness for a year. “If, by the grace of Christ, you are able to endure the difficulties and trials of the wilderness, then remain there until you die. If you cannot endure, however, then go to a women’s monastery, and struggle there in humility for the salvation of your soul.”
Fr Paul searched in vain for an abandoned hermitage where St Theodora might live. Then they met an old hermit living beneath the cliffs of Sihla. This clairvoyant Elder greeted them and said, “Mother Theodora, remain in my cell, for I am moving to another place.”
Fr Paul left Theodora on Mount Sihla, blessing her before he returned to the skete. St Theodora lived in that cell for thirty years. Strengthened with power from on high, she vanquished all the attacks of the Enemy through patience and humility. She never left the mountain, and never saw another person except for Fr Paul, who visited her from time to time to bring her the Spotless Mysteries of Christ and the supplies she needed to survive.
St Theodora made such progress in asceticism that she was able to keep vigil all night long with her arms lifted up toward heaven. When the morning sun touched her face, she would eat some herbs and other vegetation to break her fast. She drank rain water which she collected from a channel cut into the cliff, which is still known as St Theodora’s Spring.
When Turks attacked the villages and monasteries around Neamts, the woods became filled with villagers and monastics. Some nuns found St Theodora’s cell, and she called out to them, “Remain here in my cell, for I have another place of refuge.” Then she moved into a nearby cave, living there completely alone. An army of Turks discovered the cave, and were about to kill the saint. Lifting up her hands, she cried out, “O Lord, deliver me from the hands of these murderers.” The wall of the cave opened, and she was able to escape into the woods.
As St Theodora grew old, she was forgotten and there was no one to care for her. Placing all her hope in God, she continued her spiritual struggles, and reached great heights of perfection. When she prayed her mind was raised up to Heaven, and her body was lifted up off the ground. Like the great saints of earlier times, her face shone with a radiant light, and a flame came forth from her mouth when she prayed.
In time her clothes became mere rags, and when her food ran out, she was fed by birds just as the Prophet Elias (July 20) was. They brought crusts of bread to her from the Sihastria Skete. Seeing the birds come to the skete and then fly away with pieces of bread in their beaks, the Igumen sent two monks to follow them. Night fell as they walked toward Sihla, and they lost their way in the woods. They decided to wait for daylight, and began to pray. Suddenly, they saw a bright light stretching up into the sky, and went to investigate. As they approached, they saw a woman shining with light and levitating above the ground as she prayed.
St Theodora said, “Brethren, do not be afraid, for I am a humble handmaiden of Christ. Throw me something to wear, for I am naked.”
Then she told them of her life and approaching death. She asked them to go to the skete and ask for Fr Anthony and the hierodeacon Laurence to come and bring her Communion. They asked her how they could find their way to the skete at night, for they did not know the way. She said that they would be guided to the skete by a light which would go before them.
The next day at dawn, Fr Anthony went to Sihla with the deacon and two other monks. When they found St Theodora, she was praying by a fir tree in front of her cave. She confessed to the priest, then received the Holy Mysteries of Christ and gave her soul to God. The monks buried her in her cave with great reverence sometime during the first decade of the eighteenth century.
News of her death spread quickly, and people came from all over to venerate her tomb. Her holy relics remained incorrupt, and many miracles took place before them. Some kissed the relics; others touched the reliquary, while others washed in her spring. All who entreated St Theodora’s intercession received healing and consolation.
St Theodore’s former husband, Hieromonk Eleutherius, heard that she had been living at Sihla, and decided to go there. He found her cave shortly after her death and burial. Grieving for his beloved wife, Eleutherius did not return to his monastery, but made a small cell for himself below the cliffs of Sihla. He remained close to her cave, fasting, praying, and serving the Divine Liturgy. He lived there for about ten years before his blessed repose. He was buried in the hermits’ cemetery and the Skete of St John the Baptist was built over his grave.
St Theodora’s relics were taken to the Kiev Caves Monastery between 1828 and 1834. There she is known as St Theodora of the Carpathians.
Our Venerable Mother Theodora was glorified by the Romanian Orthodox Church in June 1992.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Η κάρα της Αγίας Τατιάνας στην Κραιόβα της Ρουμανίας



site analysis


Η Αγία Μάρτυς Τατιανή καταγόταν από τη Ρώμη και έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου του Σεβήρου (222-235 μ.Χ.). Ο πατέρας της είχε διατελέσει ύπατος.
Η Αγία Τατιανή είχε το εκκλησιαστικό αξίωμα της διακόνισσας και στην υμνολογία παρίσταται ως μαθήτρια των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η επισημότητα της καταγωγής της και ο ένθεος ζήλος με τον οποίο εκτελούσε τα διακονικά της καθήκοντα, έδωσαν στην Τατιανή περιφανή θέση μεταξύ των Χριστιανών. Και οι Εθνικοί όμως είχαν ακούσει περί αυτής και δεν μπορούσαν να δεχθούν το γεγονός ότι μια τέτοια γυναίκα καταφρονούσε τις κοσμικές βλέψεις και περιφρονούσε τα είδωλα, για να υπηρετεί με τόση αυταπάρνηση τους Χριστιανούς και να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Κυρίου.
Όταν, επί Σεβήρου, διατάχθηκε δίωξη των Χριστιανών, η Τατιανή συνελήφθη και επειδή διεκήρυττε την πίστη της στον Χριστό, την οδήγησαν μπροστά στο βασιλέα και μαζί με αυτόν εισήλθε σε ένα ειδωλολατρικό ναό. Εκεί όμως η Αγία, με μια θερμή προσευχή στο Χριστό, συντάραξε τα ξόανα (τα ξύλινα αγάλματα) των θεοτήτων της ειδωλολατρίας και τα γκρέμισε στο δάπεδο. Για τον λόγο αυτό την υπέβαλαν σε βασανιστήρια. Την κτύπησαν και με σιδερένια νύχια της ξέσκισαν τα βλέφαρα. Έπειτα την κρέμασαν και της ξύρισαν το κεφάλι. Ακολούθως την έριξαν πάνω σε φωτιά, αλλά δεν έπαθε τίποτα. Κατόπιν την έριξαν σε πεινασμένα άγρια θηρία, αλλά αυτά δεν τόλμησαν να την βλάψουν. Ύστερα από όλα αυτά, οι ειδωλολάτρες, έκοψαν την Τίμια κεφαλή και κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγία εισήλθε με το στέφανο της δόξας στη χαρά του Κυρίου της. 
Η κάρα της Αγίας Τατιανής μαζί με λείψανα των Αγίων Σεργίου,Βάκχου και Νηφωνος Κων/λεως
Μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως(1453)όταν ηγεμόνας ήταν ο ευσεβής Νεάγκοε Μπασαράμπ,οι άρχοντες Κραιοβέστι έφεραν την κάρα της Αγ.Τατιανής,μαζί με το λείψανο του Αγ.Γρηγορίου του Δεκαπολίτου(Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΕΔΩ) στην Μονή Μπίστριτσα.Το 1955 μεταφέρθηκε στον καθεδρικό ναό του Αγ.Δημητρίου της Κραιόβας-Ρουμανία
ΠΗΓΗ.proskynitis.blogspot.com

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Συνέντευξη μὲ τὴν μοναχὴ Φωτεινὴ ,μία ἐρημίτισσα τῶν καιρῶν μας



site analysis



(Ἡ μοναχὴ Φωτεινὴ ζεῖ στὸ δάσος τοῦ Νέαμτς κοντὰ στὴ σπηλιὰ τῆς Ἅγ. Θεοδώρας τῆς Σίχλα σὲ μία καλύβα ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Τὸ κατὰ κόσμο ὄνομά της ἦταν Φλοαρέα Μπουζίνκου, ἦταν παντρεμένη, χώρισε καὶ ἔχει ἕνα παιδί. Ἔγραψε καὶ δημοσίευσε ποιήματα καὶ διηγήματα, ἐργάστηκε, ἀλλὰ πάντα ἀκολουθοῦσε τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὰ προβλήματα καὶ τὶς στενοχώριες της ψάχνοντάς Τον στὰ μοναστήρια, στὶς ἀκολουθίες καὶ στὸ λόγο τῶν πνευματικῶν. Ἔγινε μοναχὴ ὅταν ἡ Ἅγ. Θεοδώρα τῆς Σίχλα τὴν θεράπευσε ἀπὸ τὸν καρκίνο κατὰ τρόπο θαυμαστὸ. Ἐδῶ στὰ βουνὰ τῆς Σίχλα βρῆκε τὴ πολυπόθητη γι’ αὐτὴ ἡσυχία σὲ μία καλύβα. Σίγουρα ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ δοκιμασίες εἶναι μεγάλες καὶ γι’ αὐτὸ μᾶς μιλάει ἡ ἀδελφὴ Φωτεινὴ μὲ πολὺ ταπεινοφροσύνη)

-Πῶς εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς στὴν ἔρημο ἀδερφὴ Φωτεινὴ σὲ σχέση μὲ τὴ ζωὴ στὸ κόσμο; Ἐπειδὴ λένε γιὰ αὐτοὺς ποὺ διαλέγουν νὰ ζήσουν στὴν ἐρημιὰ ὅτι εἶναι τρελοὶ(μοναχὴ Φωτεινή ) – Σᾶς λέγω σίγουρα ὅτι ἂν γεννιόμουν ξανὰ κατευθείαν στὴν ἡσυχία θὰ πήγαινα. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ μεταξὺ «ἡσυχίας» καὶ «κόσμου», ἀκόμη καὶ μεταξὺ μοναστηριοῦ καὶ τῆς ἡσυχίας τῆς ἐρήμου. Σίγουρα οἱ πειρασμοὶ εἶναι πιὸ μεγάλοι στὴν ἔρημο ἀλλὰ ἡ χαρὰ ποὺ δίνει ὁ Κύριος δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τίποτα ἐγκόσμιο. Ἂν ἀπὸ τὴ ἔρημο χρειαστεῖ νὰ βγεῖς στὸν κόσμο (ὅπως καμιὰ φορὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνω ἐγὼ ) αἰσθάνεσαι ὅτι μπαίνεις στοὺς «τρελλοὺς» ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι λένε γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἀποτραβιοῦνται στὴν ἐρημιά….ἀλλὰ δὲ θέλω νὰ προσβάλω κανέναν.
-Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐδῶ σὲ αὐτὴ τὴ καλύβα εἶστε στὸ προθάλαμο τοῦ Παραδείσου;

-Ἐγὼ χαίρομαι γιὰ ὅ,τι μοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἐπειδὴ αἰσθάνομαι ὅτι μὲ ἀγαπάει ἡ Παναγία, ἀλλιῶς δὲ θὰ ἄντεχα στοὺς πειρασμοὺς τῆς ἐρήμου χωρὶς τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ τοῦ Χριστοῦ ….ἐπειδὴ ὁ ἐχθρὸς εἶναι πεισματώδης καὶ ἐπιθετικὸς ἰδίως πρὸς ἐκείνους ποὺ φέρουν τὸ ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποτραβήχτηκαν στὴν ἡσυχία

-Μοναχὴ Φωτεινὴ γνωρίζω μοναχοὺς καὶ μοναχὲς ποὺ θέλουν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ πᾶνε στὴ ἔρημο σὲ μιὰ μικρὴ καλύβα στὸ δάσος, νὰ εἶναι μὲ τὸ Χριστὸ, μόνοι, αὐτοὶ καὶ ὁ Χριστός, ὅσο καὶ νὰ ὑπέφερουν. Σὲ αὐτοὺς θὰ ἤθελα ἀπὸ τὴ πεῖρα σας νὰ πεῖτε τί πειρασμοὶ τοὺς περιμένουν

-Ναί, μπορῶ νὰ πῶ, ἀφοῦ σίγουρα πολλοὶ μοναχοὶ εἶναι ἤδη οἰκεῖοι μὲ τὶς παγίδες καὶ τὶς πονηρίες τοῦ ἐχθροῦ. Ἀλλὰ δὲ ξέρω νὰ δώσω συμβουλὲς· ἡ ἁγιοσύνη τους πρέπει νὰ δώσει σὲ μένα. Ἂν αἰσθάνονται λοιπὸν αὐτὴ τὴν ἀνάγκη, ἀφοῦ ἔχουν μείνει στὸ μοναστήρι τουλάχιστον 10 χρόνια (σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες) θὰ πρέπει νὰ ἔχουν πρῶτα ἀπὸ ὅλα τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ τους.

-Μετὰ τὸ 1989 κυρίως βγαίνουν στὸ δάσος κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲ τὰ πᾶνε καλὰ μὲ τοὺς νόμους καὶ ἂν δοῦν κάποιο μοναχὸ σὲ κάποιο καλυβάκι τὸν ληστεύουν. Αὐτοὶ δὲ ξέρουν τί εἶναι ἐρημίτης, μοναχὸς, ὅτι διάλεξε νὰ ζήσει στὴ φτώχεια καὶ ὅτι δὲν ἔχουν τί νὰ κλέψουν.

-Ἦρθαν καὶ σὲ μένα δὲ πολυβρῆκαν κάτι νὰ κλέψουν, ἀλλὰ εἶχα μία ὑποτακτικὴ ἡ ὁποία φοβήθηκε καὶ ἔφυγε, δὲν ἄντεξε. Ἤ τὴ νύχτα ὅταν κάνεις τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου συμβαίνει νὰ αἰσθάνεσαι τὸν διάβολο νὰ περνάει ἀπὸ κοντά σου καὶ νὰ ἀφήνει μιὰ μυρωδιὰ ψοφιμιοῦ, κάτι τρομερὸ καὶ νὰ χρειάζεται νὰ ἀνοίξεις τὴ πόρτα καὶ τὸ παράθυρο τῆς καλύβας γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ συνεχίσεις τὴ προσευχὴ

-Ἐμφανίζεται αὐτὴ ἡ μυρωδιὰ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἡ «πηγὴ» αὐτῆς τῆς μυρωδιᾶς;

-Ναὶ σίγουρα στὸ δάσος δὲν ὑπάρχουν τέτοιες μυρωδιές. Ἀλλὰ εἶναι καλὸ αὐτὸ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στὸ σατανὰ νὰ σὲ πειράξει γιὰ νὰ Τὸν πλησιάσεις πιὸ πολύ, ἐπειδὴ ἴσως δὲν ἔκανες ὅλο τὸ κανόνα καὶ γιὰ αὐτὸ ἔχεις πειρασμοὺς, ὅπως ἐγὼ ἡ ἀνάξια, ὅπου δὲν προσεύχομαι ὅσο πρέπει καὶ στενοχωρῶ τὸ Θεό. Ἄλλη φορὰ ἐνῶ προσευχόμουν ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ ξερίζωσε ὑδρορροὲς ἀπὸ τὸ τοῖχο τῆς καλύβας (ἂν καὶ ἔξω δὲν ἦταν κανεὶς), ἐγὼ τὰ ἔβαλα στὴ θέση τους καὶ συνέχισα τὴ προσευχή, ἀλλὰ ἔχασα ἀρκετὸ χρόνο γιὰ τὴν ἐπιδιόρθωση. Συνέχισα νὰ διαβάζω τὸ ψαλτήρι καὶ πάλι ἄκουσα τὶς ὑδρορροὲς νὰ πέφτουν…τὶς ἐπιδιόρθωσα καὶ συνέχισα τὴ προσευχή μου.

Τί εἶναι πιὸ δύσκολο στὴν ἔρημο ἀδερφὴ Φωτεινή;

-Αὐτὸ ποὺ εἶναι δύσκολο εἶναι ἡ πάλη μὲ τοὺς λογισμοὺς. Εἶναι δύσκολη αὐτὴ ἡ πάλη ἐπειδὴ ὁ ἐχθρός σοῦ δίνει σκέψεις ὅπου οὔτε ποὺ ὑποπτεύεσαι πὼς μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸ μυαλό σου. Γιὰ παράδειγμα : «τί γυρεύεις ἐδῶ ;», «γιατί ἦρθες ἐδῶ;», «ἄλλη δουλειὰ δὲν ἔχεις;», «δὲν μποροῦσες νὰ μείνεις στὸν κόσμο;»

Γιὰ αὐτὸ εἶναι καλὸ νὰ μὴν ἐπισκέπτονται συγγενεῖς ἐπειδὴ τὸν ἀναστατώνουν, ἴσως κάποια μοναχὴ ἢ μοναχὸς γιὰ νὰ φέρει λίγο φαγητό. Εἶναι καλὸ ὅμως τὸν ἐρημίτη νὰ μὴν τὸν ἐπισκέπτεται κόσμος. Ἐμένα ὁ πνευματικός μου δὲ μοῦ ἐπιτρέπει νὰ δέχομαι κόσμο καὶ ἄλλωστε γιατί νὰ ἔρθει κάποιος σὲ ἐμένα, τί συμβουλὲς νὰ τοῦ δώσω… ἐγὼ εἶμαι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος… προσεύχομαι γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ὅπως κάνει ἡ ἐκκλησία μας.

http://anemonpnon-magdalini.blogspot.com

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Μία σύγχρονη ἁγία μητέρα



site analysis


ΜΟΝΑΧΗ ΑΓΑΘΗ-ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ Π. ΚΛΕΟΠΑ

«Έχασε» τα 9 από τα 10 παιδιά της!!!

Μοναχή Αγάθη Ήλίε Μοναστήρι Παλαιά Άγαπία (1876-1968)
Δεν ημπορούμε εδώ να μη μνημονεύσουμε και την μοναχή Άγάθη Ήλιε, την κατά σάρκα μητέρα του μεγαλυτέρου ησυχαστού των νεωτέρων χρόνων στην Ρουμανία, του άρχιμ. όσιου Γέροντος Κλεόπα Ήλίε.
Προέρχεται από την Σουλίτσα του νομού Μποτοσάνι. Ό άνδρας της, Αλέξανδρος, ήταν στην ζωή του έμπορος αγελάδων. Ό Θεός τούς ευλόγησε και απέκτησαν 10 παιδιά. Από μικρά τα έμαθαν οι γονείς τους ν' αγαπούν τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, τις προσευχές και να αποφεύγουν τούς πειρασμούς στην προσωπική τους ζωή. Λίγο μακριά από το χωριό τους, υπήρχε ή σκήτη Κοζάντσεα, στην οποία αγωνιζόταν ό π. Παΐσιος Όλάρου, ό γέροντας του π. Κλεόπα. Εκεί έτρεχαν συχνά τα παιδιά αυτής της πολύτεκνης οικογένειας για να προσευχηθούν, να ακούσουν διδαχές του Γέροντος Παϊσίου, να βοσκήσουν τα ζώα της σκήτης...
Αλλά ό Καλός Θεός, του οποίου τα κρίματα είναι ωκεανός ανεξερεύνητος, επέτρεψε να πιει αυτή ή ευσεβέστατη οικογένεια πολλά πικρά ποτήρια. Τα παιδιά τους ένα ένα τα έπαιρνε από την ζωή, στο άνθος της νεότητός τους, όπως συνέβη κάποτε και με τα παιδιά του Ιώβ. Μόνο ένα παιδί τους έμεινε κοντά τους.
Αρχίζοντας από το 1915 μέχρι το 1935 άρχιζαν τα παιδιά τους να φεύγουν από την ζωή με το θέλημα του Θεού.
Ό γιός τους Ιωάννης απέθανε σε ηλικία 16 ετών. Μετά από ένα χρόνο απέθανε ή κόρη τους Πορφυρία σε ηλικία 18 ετών. Μετά από δύο χρόνια απέθανε ή Μαρία, σε ηλικία 26 ετών. Ή καημένη ή μητέρα τους, ή κ. Μαρία, έκλαιγε συνεχώς για τα χαμένα παιδιά της. Κάθε φορά πήγαινε στην σκήτη, και ό Γέροντας Παΐσιος την παρηγορούσε λέγοντας της ότι στέλνει αγγέλους στον ουρανό.
Μετά από λίγα χρόνια άρχισε να κλαίει και πάλι ή μητέρα τους Μαρία, διότι τώρα δύο αγόρια της, ό Βασίλειος και ό Γεώργιος έφυγαν για την μονή Συχαστρία να γίνουν μοναχοί.
Το 1931, ήλθε και πάλι στην σκήτη ή κ. Μαρία, διότι έμαθε ότι ό γιός της, ό μοναχός Βασίλειος, απέθανε. Μετά από δύο χρόνια ή ίδια δοκιμασία της συνέβη με τον θάνατο του Γεωργίου, πού είχε γίνει μοναχός και είχε όνομασθή Γεράσιμος. Μετά από ένα χρόνο έτρεχε και πάλι στην σκήτη ή κ. Μαρία να παρηγηρηθή διότι απέθανε ή κόρη της Αικατερίνη. Ήτο 20 ετών και είχε μπει στην μονή Άγαπία σαν δόκιμη μοναχή. Της πέθαναν οκτώ παιδιά και απέμεινε με δύο. «Τα παιδιά σου ψάλλουν τον Θεό σαν άγγελοι στον ουρανό, μάμα Μαρία. Εκεί θα συναντηθείτε», της έλεγε για να την παρηγορήσει κάθε φορά ό π. Παΐσιος Όλάρου.
Το 1949 ήλθε πάλι ή κ. Μαρία στον π. Παΐσιο να τον πληροφορήσει ότι έφυγε για τον Κύριο και ό 9ος γιός της, ό Μιχάλης. Και πάλι ό π. Παΐσιος να την παρήγορη λέγοντας της: «Τα 9 παιδιά σου πήγαν στον Κύριο και έχουν φορέσει εννέα μαρτυρικά στεφάνια».
Μετά από λίγο καιρό απέθανε και ό άνδρας της, ό Αλέξανδρος. Ό τελευταίος υιός της ό Κωστάκης είχε ήδη φύγει για δόκιμος στο μοναστήρι. Είναι ό μετέπειτα μεγάλος Γέροντας της Ρουμανικής Εκκλησίας, ό όσιος π. Κλεόπας Ήλίε. Ή πονεμένη μάνα, Μαρία, ζητεί την συμβουλή του Πνευματικού της, τί να κάνη, διότι ό Δόκιμος Κωστάκης την καλεί να τον ακολουθήσει στον μοναχικό βίο.
-Πήγαινε, μητέρα Μαρία, να γίνεις και εσύ μοναχή και προσευχήσου για ζωντανούς και πεθαμένους.
Έτσι τον χειμώνα του 1946 ή γιαγιά Μαρία, σε ηλικία 70 ετών, επήγε πρώτα στην Συχαστρία να προσκύνηση τούς τάφους των δύο παιδιών της. Κατόπιν με την καρότσα επήγε στην μονή Παλαιά Άγαπία, όπου έμεινε οριστικά. Έγινε μοναχή με το όνομα Άγάθη και έζησε άλλα 22 χρόνια. Βέβαια δεν μπορούσε να διαβάζει βιβλία, ούτε ακολουθίες στην εκκλησία. Δεν ήξερε να διαβάζει. Αυτό πού την χαρακτήριζε ήταν ή καλοσύνη της και ή αθωότητα της ψυχής της. Είχε μία παιδική ψυχή, χωρίς κακία, χωρίς υπερηφάνεια, χωρίς κακές σκέψεις στο μυαλό της. πίστευε οτιδήποτε της έλεγαν, υπάκουε σε όποιον την διέταζε να κάνη κάτι, αγαπούσε όλους τούς ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις, συνομιλούσε με όλους και έκλαιγε μπροστά στην συμφορά και τον πόνο του κάθε άνθρωπου.
-Ποιό διακόνημα κάνεις στο μοναστήρι, Αδελφή Άγάθη;
-Κόβω ξύλα με το πριόνι, φροντίζω για τα λουλούδια και βοηθώ στο μαγειρείο...
Μία άλλη απασχόλησης της ήταν να πηγαίνει ενίοτε στο δάσος για όλη την ήμερα, να συγκεντρώνει ξυλαράκια για το μαγειρείο, να προσεύχεται και το βράδυ να επιστρέφει με την δύσι του ηλίου.
Ένα χρόνο πριν από την όσιακή κοίμησί της, έπαυσε πλέον να ομιλεί για τα παιδιά της. Εάν κάποια μοναχή περνούσε και την ερωτούσε, ή γερόντισσα Άγάθη, στέναζε λιγάκι, αλλά χαιρόταν σαν ένα μικρό παιδί. Και έλεγε:
-Τί καλές είναι αυτές οι αδελφές! Με φροντίζουν σαν μητέρα τους. Ιδού εγώ παρέμεινα μόνη... Κοιμήθηκε και ή ηγουμένη Ολυμπιάδα. Παρέμεινα μόνη μου...
Μόνη παρηγοριά της τώρα ήταν ή εκκλησία και οι αδελφές πού την διακονούσαν στο κελί της. πέρασε τα 22 αυτά χρόνια της μοναχικής της ζωής με ταπείνωση, προσευχή, σιωπή, αγάπη, ησυχία και πνευματική ειρήνη.
Ή Παλαιά Άγαπία ήταν γι' αυτήν ένα λιμάνι σωτηρίας. Εδώ ή γερόντισσα Άγάθη γνώρισε στα γεράματα της ένα άλλο κόσμο, τον κόσμο του Θεού. Εδώ εύρήκε την αληθινή ειρήνη του Θεού και ήταν ευτυχισμένη. Τα παιδιά της, σχεδόν όλα, τα έστειλε στον ουρανό, πριν να πάη ή ίδια. Δεν τα μόλυνε ή ανομία του κόσμου, δεν τα πότισε το φαρμάκι της κοσμικής ζωής. Δεν υπέφεραν στην ζωή τους. Τώρα ή μητέρα τους προσεύχεται για όλα αυτά. Στο μοναστήρι εύρήκε την ειρήνη και την ελπίδα της σωτηρίας της.
Το καλοκαίρι του 1968 ή μοναχή Άγάθη αισθανόταν μεγάλη αδυναμία. Μόλις πού εξερχόταν για λίγο στον εξώστη του κελιού της να ζεσταθεί από τις ακτίνες του ηλίου. Για μερικές ήμερες έπεσε στο κρεβάτι.
-Γερόντισσα Άγάθη, δεν θα φας λίγο φαγητό; Να μερικά μήλα.
-Μήλα έχω να φάω στον παράδεισο, όπου φεύγω σε λίγο, απήντησε.
-Και πράγματι, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1968 πέρασε ή ψυχή της στην άλλη ζωή, στην ηλικία των 92 ετών. Ήλθε και την αποχαιρέτισε όλη ή Αδελφότης της Μονής και την συνόδευαν μέχρι την τελευταία της κατοικία με δάκρυα χαράς, με ψαλμωδίες, με λαμπάδες και θυμιάματα και με το κτύπημα των καμπάνων μέσα στην χαρά και την ειρήνη του Χριστού.
ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
 http://agios-dimitrios.blogspot.com/2011/11/9-10.html#more

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Eldress Agatha: Mother of Elder Cleopa Ilie



site analysis


 

Eldress Agatha Ilie (1876 - 1968), formerly known as Maria before being tonsured a nun, was the mother according to the flesh of one of the greatest hesychasts of modern Romania - Elder Cleopa Ilie.

She was from Soulitsa in the district of Botosani. Her husband was named Alexander, who was a cow merchant for a living. God blessed them with ten children. From a young age this pious couple taught their children to love the ecclesiastical services, to pray, and to flee temptations in their personal lives. Nearby their village was the Kozantsea-Botosani Skete, where Fr. Paisios Olarou struggled, who became the spiritual father of Elder Cleopa as well as the entire family. This is where the children of this large family would go to pray and to listen to the teachings of Elder Paisios, as well as help graze the animals of the Skete.

But God, Who alone is All-Good, and Whose ways are beyond comprehension, allowed this large pious family to suffer many bitter trials. One by one each child was taken from this life, much like the children of Job. This occurred between 1915 and 1935, by the will of God. John died at the age of 16. After a year his sister Porphyria died at the age of 18. After two years the 26 year old Maria died. Their mother Maria was in deep sorrow constantly for the loss of her children. She would go to the Skete and Elder Paisios would console her saying that she was sending angels to heaven. Her sorrow would continue after a few years when Basil and George left to become monks at Sihastria Monastery, and in 1931 she was informed that Basil had died as well. George, who had taken the name Gerasimos, would die two years later. One year later another terrible loss came upon Maria, when her daughter Katherine died; she was only 20 years old and was a novice at Agapia Monastery. Eight children had died at this point, and two were left for her consolation. Every time a child was taken from her, Fr. Paisios would say: "Your children are chanting to God like angels, Maria. There you will meet again." In 1949 Maria went to inform Fr. Paisios that her ninth child died, named Michael. He told her: "Your nine children have gone to the Lord and received nine martyric crowns." Shortly after this her husband, Alexander, died. Her last surviving child, Constantine, had already gone to become a novice at Sihastria Monastery in 1936, and came to be known as Cleopas upon his tonsure. Cleopa was urging his mother at this point to become a nun, and Fr. Paisios informed her: "Go Maria, you also become a monastic and pray for the living and the dead."

In the winter of 1946 Maria went to join a convent, at the age of 70, after first visiting Sihastria Monastery to venerate the tombs of her two sons. From there she went by carriage to the Monastery of Old Agapia, where she stayed for good. There she took the name Agatha and lived for another 22 years. All her life she was illiterate and could not read books or the Divine Services. What characterized her was her goodness and innocence of soul. Her soul was child-like, without evil, without pride, without bad thoughts in her mind. Whatever somebody told her, she believed, and whatever she was asked to do, she did with obedience, because she loved everybody and had no discrimination. She spoke with everyone, and cried for the misfortune and pain of all people.

 

When she was asked what obedience she had at the Monastery, she would respond: "I cut wood with the saw, I take care of the flowers, and I help with the cooking." Another job she had was to go into the woods all day to gather sticks for the kitchen, the whole time praying while she worked, and she would return before sunset.

One year before her repose, she ceased altogether speaking of her children. If a nun happened to ask Sister Agatha about her children, she would groan a little bit, but then be happy as a child, saying: "How good are these sisters. They care for me like a mother. Behold, here I am alone. Abbess Olympia also reposed. I have remained alone."

Her only consolation now was the Church and the Sisters who took care of her in her cell. She lived the 22 years of her monastic life with humility, prayer, silence, love, quietude, and spiritual prayer.

Old Agapia Monastery was a haven for Eldress Agatha. Though she sent all but one of her children to heaven before her own repose, through prayer she was ever near them together with all the saints through the grace of the Holy Spirit. In the Monastery she found comfort and peace of soul. In the summer of 1968 Eldress Agatha began to feel weak. She only had the strength to walk to the balcony of her cell to catch some warmth from the rays of the sun. For a few days she was bedridden. "Eldress Agatha, won't you eat some food? Here are a few apples," said the nuns who took care of her. To this she responded: "Apples I will eat in Paradise, where I am going soon." On 15 September 1968, at the age of 92, her soul went to Paradise, after saying farewell to the entire Sisterhood of the Monastery.