Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΩΣΙΔΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΩΣΙΔΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Ο ιερομάρτυς Ηλίας Τσετβερούχιν (†16 Φεβρ. 1934) και η πρεσβυτέρα του Ευγενία


Μάρτυρες του 20ού αιώνα (οι πραγματικοί «αναρχικοί» σ’ έναν κόσμο υποταγμένο σε νέα είδωλα)


Η ζωή του π. Ηλία είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή της εναρέτου συζύ­γου που του έδωσε ο Θεός, η οποία μοιράστηκε μαζί του όλες τις λύπες και τις χαρές. Η Ευγενία ήταν μια πολύ ευσεβής κόρη που σκεπτόταν να γίνει μοναχή, αλλά με τη συμβουλή του Γέροντος Βαρ­νάβα της Σκήτης της Γεθσημανή, άρχισε να αναζητά έναν ευσεβή σύζυγο. Οι γο­νείς του Ηλία είχαν μεγάλα σχέδια για τον γιό τους επειδή ήταν ένας λα­μπρός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο. Όταν όμως γνώρισε την Ευγενία άρχι­σαν και οι δυο να μελετούν με πόθο πνευματικά βιβλία. Εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και μια δελεαστική κα­ριέρα και εισήλθε στο ιερατικό Σεμινά­ριο του Αγίου Σεργίου της Λαύρας της Αγίας Τριάδος.

Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση αγίων Γερόντων. Η μη­τέρα της γνώριζε πολλούς Γέροντες και συχνά τους επισκεπτόταν. Βλέποντας αυτό ο Ηλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε να έχει και αυτός ένα Γέροντα, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε. Η Ευγενία τού συνέ­στησε να πάει στη Σκήτη της Γεσθημανή, στον Γέροντα Βαρνάβα. Την άλλη μέρα ο νεαρός ιεροσπουδαστής πήγε στον Γέ­ροντα.

Ο Γέροντας τον δέχθηκε με ευγέ­νεια, τον έβαλε να καθίσει, του έφερε σαμοβάρι και του έδωσε να πιει τσάι, ενώ συνεχώς του έλεγε καθώς τον κτυπούσε χαϊδευτικά στο κεφάλι: «Είσαι ο μάρτυράς μου! Είσαι ο ομολογητής μου!». Μετά του έδωσε μερικές συμβουλές και τον άφησε να φύγει.

Ο ιεροσπουδαστής γύρισε χαρούμενος στον ξενώνα. Επιτέλους, είχε βρει έναν πνευματικό οδηγό στον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευθεί όλη του τη ζωή! Το βράδυ πήγε στον ναό και με κατάπληξη άκουσε να μνημο­νεύουν τον κεκοιμημένο ιερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ήταν πραγμα­τικά η έκπληξή του και η λύπη του όταν έμαθε ότι λίγες ώρες μετά την αναχώρησή του, ο Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Τα­ραγμένος επέστρεψε στο σπίτι του.

Αλλά ο Κύριος δεν άφησε ανεκπλή­ρωτη την βαθειά επιθυμία της γεμάτης πίστη ψυχής του. Μετά από λίγο καιρό οι συσπουδαστές του τού πρότειναν να τον πάρουν μαζί τους στο ερημητήριο του Ζωσιμά, που δεν ήταν μακριά από τη Λαύρα της Αγίας Τριάδος, για να δουν τον ερημίτη Γέροντα Αλέξιο (ο οποίος αργότερα ανέσυρε τον κλήρο για την εκλογή του Πατριάρχου Τύχωνος). Ο Ηλίας δέχθηκε ευχαρίστως. Ο Γέρο­ντας τούς υποδέχθηκε εγκάρδια και σύ­ντομα έγινε ο πνευματικός οδηγός του Ηλία και της μνηστής του. Όταν για πρώτη φορά τους είδε μαζί, αναφώνησε: «Τί ψηλός που είναι αυτός, και τί μι­κρούλα αυτή!». Πραγματικά ο Ηλίας ήταν πολύ ψηλός και δυνατός, πραγμα­τικός ιππότης, ενώ η Ευγενία ήταν ένα μικροκαμωμένο και ευαίσθητο κορίτσι. Με την ευλογία του Γέροντος Αλεξίου συναντιούνταν δυο φορές το μήνα στο σπίτι της Ευγενίας, και δυο φορές το μήνα μπορούσε να της γράφει ένα γράμ­μα, το οποίο όμως έπρεπε να το διαβάζει προηγουμένως η μητέρα της Ευγενίας. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια… Ο Η­λίας τελείωσε με επιτυχία το Σεμινάριο και άρχισε να σπουδάζει στη Θεολογική Ακαδημία.

Τότε η Ευγενία ήταν 25 ετών, δηλαδή όχι πια νέα, κατά την αντίληψη της επο­χής εκείνης. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας νόμος, κατά τον οποίο οι φοιτητές της Ακαδημίας μπορούσαν να ήταν έγγαμοι. Η οικογένεια της Ευγενίας ζούσε υπό την καθοδήγηση ενός Γέρο­ντος στη Μόσχα, ο οποίος συνέστησε επίσπευση του γάμου τους. Ο Ηλίας υπα­κούοντας στον Γέροντα πήγε στους γο­νείς της Ευγενίας. Αλλά τότε παρου­σιάστηκε ένα απροσδόκητο εμπόδιο: Ο πατέρας της Ευγενίας αρνήθηκε κατη­γορηματικά να του τη δώσει για σύ­ζυγο, επειδή δεν είχε δυνατότητα να τη συντηρήσει. Ο Ηλίας θύμωσε και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα. Όμως η μητέρα τής Ευγενίας τον έπεισε να την ζητήσει πάλι από τον πατέρα της. Και χρειάστηκε να τονίσει επανειλημμένα ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μόνο με τα δι­κά τους μέσα, αν και στην πράξη όλα τα χρήματα που είχαν ήταν ένα μικρό ποσό που είχε συγκεντρώσει η Ευγενία παρα­δίδοντας μαθήματα μουσικής, και το οποίο είχε βάλει στην άκρη με την ευλο­γία της μητέρας της, για την προίκα της. Τελικά ο πατέρας της συμφώνησε. Έκα­ναν ήσυχα και ταπεινά την τελετή του γάμου τους και αμέσως μετά έφυγαν για το γαμήλιο ταξίδι. Πήγαν στο ερημητήριο του Ζωσιμά για να ετοιμαστούν για τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας, κοντά στον αγαπημένο τους Γέροντα.

Όλα τα μέλη της οικογενείας της Ευγενίας σέβονταν πολύ τον Γέροντα Αλέξιο. Ένας από τους συγγενείς της, ο οποίος αργότερα έγινε μοναχός, πή­γαινε συχνά στο ερημητήριο του Ζω­σιμά και έβλεπε επανειλημμένα το ίδιο όνειρο. Του φαινόταν σαν να ήταν κά­ποια μεγάλη γιορτή. Ο ιδρυτής της Μονής, ο ασκητής Ζωσιμάς, στεκόταν στη μέση της Ωραίας Πύλης και εμύρωνε κάθε έναν που ερχόταν. Μετά το μύρωμα, με τα ολόλαμπρα λευκά τους ενδύματα, περνούσαν κατ’ ευθείαν μέσα από την Ωραία Πύλη! Το όνειρο αυτό, ειδικά επειδή επαναλαμβανόταν τόσο συχνά και επειδή έμπαιναν στο Ιερό ακόμη και γυναίκες, προκάλεσε μεγάλη απορία στον νέο αυτόν. Τελικά, όταν είδε το όνειρο για έκτη φορά, πήγε στον Γέροντα Αλέξιο. Ο Γέροντας δεν απο­κάλυψε την εξήγηση του ονείρου, αλλά μόνο ρώτησε αν ήταν πολλοί άνθρωποι.

—Ήταν πολλοί, πάτερ, ολόκληρο πλήθος!

—Ωραία! Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ! επανέλαβε χαρούμενα ο Γέροντας.

Οι νεαροί νεόνυμφοι έμειναν ένα μήνα στο μοναστήρι. Μετά γύρισαν στη Μόσχα και νοίκιασαν ένα διαμέρισμα στην περιοχή Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Σεργίου.

Ζούσαν πολύ φτωχικά, αλλά όπως υπο­σχέθηκαν στον πατέρα της Ευγενίας, ζούσαν μόνο με δικά τους χρήματα. Η Ευγενία πάντα τόνιζε ότι σ’ όλη τους τη ζωή ποτέ δεν χρωστούσαν σε κανέναν ούτε μια δεκάρα.

Ζούσαν τόσο φτωχικά που η Ευγενία αναγκαζόταν να ρίχνει στη σόμπα μόνο έξι ξύλα την ημέρα για να ζεστάνει το διαμέρισμα, το οποίο έτσι δεν ήταν ποτέ αρκετά ζεστό.

Όταν γεννήθηκε το πρώτο παιδί τους, έστειλαν αμέσως τηλεγράφημα στην αδελφή της Ευγενίας. Όταν ήρθε κοντά τους, τους εξήγησε ότι έμαθε τη γέννηση του παιδιού πριν πάρει το τηλεγράφημα!

—Μα πώς: τη ρώτησαν.

—Ο άγιος Σεραφείμ εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μού είπε: «Πήγαινε να τους συγχαρείς! Έχουν γιό και το όνομά του είναι Σέργιος». Πράγματι ονόμασαν τον πρώτο τους γιό Σέργιο και τον δεύτερο Σεραφείμ.

Ο π. Ηλίας τελείωσε την Ακαδημία πριν ξεσπάσει η επανάσταση (του 1917). Μετά την χειροτονία του, υπηρέτησε για ένα μικρό διάστημα στην εκκλησία ενός πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στην εκκλησία του αγίου Νικολάου στην πε­ριοχή Τολματσέφ της Μόσχας, όπου και υπηρέτησε μέχρι τη σύλληψή του το 1932.

Ο π. Ηλίας ήταν ένας ευλαβής ιε­ρεύς. Ποτέ δεν συντόμευε τις ακολου­θίες. Κανοναρχούσε τα στιχηρά και συ­χνά διάβαζε τους κανόνες (που συνήθως παραλείπονταν στις ρωσικές ενορίες). Η πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στην εκκλησία και διηύθυνε τη χορωδία. Σ’ εκείνη τη θλιβερή εποχή, μετά το ξέσπα­σμα της επαναστάσεως, η εκκλησία του αγίου Νικολάου στην περιοχή Τολματσέφ ήταν φάρος πνευματικού φωτός για πολλούς πιστούς. Μία ενορίτισσα του π. Ηλία αναπολεί: «Ω, η εκκλησία μας στο Τολματσέφ, άστραφτε από κα­θαριότητα! Αλλά ήταν τόσο κρύα, που πάγωναν τα πόδια σου στο πάτωμα!». Όμως η πρεσβυτέρα, σε οποιαδήποτε περίσταση, ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της στον Θεό.

Κάποτε, την ημέρα της εορτής του α­γίου Νικολάου, η πρεσβυτέρα γυρνούσε από την εκκλησία και, βάζοντας το χέρι της στην τσέπη, ανακάλυψε ότι ήταν ά­δεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν να καλούν ενορίτες στο σπίτι τους για ένα λιτό γεύμα. Η πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στην εκκλησία και ρώτησε τον π. Ηλία αν είχε καθόλου χρήματα. Αυ­τός, με λυπημένο βλέμμα, της έδωσε μόνο μερικά κέρματα. Δεν γινόταν τίποτε. Η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το σπίτι. Στον δρόμο συλλογιζόταν τί ωραία που θα ή­ταν αν είχε μονάχα δύο ρούβλια. Θα αγό­ραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι άλλο ακόμη και αυτά θα τους έφθαναν. Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε για το σπίτι.

Ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη ημέρα, και μπροστά από το σπίτι τους είχαν σχηματιστεί λακκούβες με λασπόνερα. Τα πόδια της τα είχε τυλιγμένα με πα­νιά, αφού την εποχή εκείνη ήταν αδύνα­το να βρεθούν παπούτσια, και μ’ αυτή την υπόδηση πηδούσε πάνω από τα λα­σπόνερα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της δυο προσεκτικά διπλωμένα χαρτονομί­σματα, που έπλεαν στο νερό σαν δυο μι­κρές βαρκούλες. Τα πήρε, τα ξεδίπλωσε, ήταν δυο ρούβλια! Άρχισε να ρωτά τους διαβάτες αν έχασαν δυο ρούβλια, αλλά όλοι απαντούσαν αρνητικά. Τότε η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε τον Θεό και επανέλαβε για άλλη μια φορά τον λόγο του Κυρίου:«Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33). Κατόπιν άρχισε να ετοιμάζει ένα λιτό γεύμα.

Κάποια άλλη φορά, η πρεσβυτέρα και ο π. Ηλίας αποφάσισαν να πάνε στο ερημητήριο του Ζωσιμά. Εκείνο τον καιρό το Μοναστήρι δεν μπορούσε πια να παραθέτει τράπεζα για τους επισκέπτες, αφού μόλις και μετά βίας επαρ­κούσαν τα τρόφιμα για τους μοναχούς. Αν και δεν είχαν τότε ούτε μια δεκάρα, εντούτοις η πρεσβυτέρα δεν άλλαξε την απόφαση να ξεκινήσουν για το προσκύ­νημα, και πήγε σ’ έναν ηλικιωμένο ανα­γνώστη να τον παρακαλέσει, αν μπο­ρούσε, να προσέχει τα παιδιά τους όσο θα έλειπαν. Στο δρόμο επαναλάμβανε: «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 23). Αυτό ήταν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρεσβυτέρας: Τα λόγια της Γραφής, τα οποία για πολλούς ανθρώπους είναι απλές λέξεις που τις αποστηθίζουν από τα βιβλία, γι’ αυτήν ήταν λόγοι ολοζώ­ντανοι και αληθινοί.

Γυρνώντας στο σπίτι, είδε ξαφνικά ένα μακρύ αντικείμενο τυλιγμένο σ’ ένα λινό σάκο. Η πρεσβυτέρα φοβήθηκε ότι ήταν ένα πτώμα και άρχισε να τρέχει. Μετά όμως πρόσεξε ότι αυτό το αντικεί­μενο δεν ήταν τόσο μεγάλο και πίεσε τον εαυτό της να υπερνικήσει τον φόβο και να επιστρέψει. Με τη σκέψη ότι πιθανόν θα ήταν κάποιο παιδί που το είχαν εγκα­ταλείψει, κοίταξε μέσα στο σάκο και έμεινε κατάπληκτη από το θέαμα. Ήταν γεμάτος με διάφορα τρόφιμα, κρέας, λά­δι, ψωμί, δηλαδή ό,τι ακριβώς χρειαζό­ταν για το ταξίδι τους! Πιθανόν κάποι­ος χωρικός τα έφερε για να τα πουλήσει στην πόλη, αλλά φοβήθηκε την εθνο­φυλακή και έριξε το σάκο στην άκρη του δρόμου.

Βέβαια, δεν είχαν όλες οι δυσκολίες τέτοια ευτυχή κατάληξη για την πρε­σβυτέρα, αλλά αυτή ποτέ δεν έχανε την πνευματική της εγρήγορση. Κάποτε ήρθε κάποια άγνωστη και πρότεινε να της πουλήσει μια τσάντα γεμάτη με λα­χανικά σε τιμή μάλλον χαμηλή. Με με­γάλη δυσκολία συγκέντρωσε το ποσό και το έδωσε στη γυναίκα, η οποία την έφερε στο σιδηροδρομικό σταθμό όπου, όπως έλεγε, ήταν τα τρόφιμα. Όταν έφθασαν στο σταθμό η γυναίκα είπε στην πρεσβυτέρα να την περιμένει και αυτή μπήκε στον θάλαμο του σταθμού για να φέρει τα τρόφιμα. Η πρεσβυτέρα περίμενε μερικές ώρες προτού πάει η ίδια στον θάλαμο, μόνο και μόνο για να δει ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν ήταν κανείς εκεί μέσα. Πόσο δύσκολο της ήταν να γυρίσει στο σπίτι, όπου την περίμεναν τα πεινασμένα παιδιά και ο παπάς της τόσο ανυπόμονα! Στον δρόμο της επιστροφής η πρεσβυτέρα συλλογι­ζόταν πώς είναι δυνατόν να προσευχηθεί κανείς για τέτοιους ανθρώπους. Πάν­τως αυτοί μας βοηθούν στη σωτηρία της ψυχής μας, ενώ συγχρόνως, χάνουν τη σωτηρία της δικής τους ψυχής. Όταν η πρεσβυτέρα μπήκε στο δωμάτιο και είδε όλους να την κοιτάζουν με απορία, είπε:

—Παιδιά, σηκωθήτε! Ας προσευχη­θούμε! «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν». Μας έκλεψαν!

Αλλά όλες αυτές οι θλίψεις ήταν ασή­μαντες μπροστά στην οδύνη της πρεσβυ­τέρας όταν ο μικρότερος γιός της, ο Βάνια, πέθανε. Έπαιζε με κάποια μεγαλύ­τερα παιδιά στον δρόμο και άρπαξε ένα κρυολόγημα, και καθώς η πρεσβυτέρα δεν μπορούσε να τον προσέχει συνεχώς (κάθε μέρα συμμετείχε στη χορωδία της εκκλησίας) το κρύωμα γύρισε σε μηνιγ­γίτιδα. Και τότε ακριβώς η πρεσβυτέρα έσπασε το χέρι της… Όλες μαζί οι συμ­φορές έπεσαν επάνω της: η θανατηφό­ρος αρρώστια του γιού της, το σπασμέ­νο χέρι της, η πείνα… Αλλά αυτή κατά­φερνε να παρίσταται καθημερινά στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, όπως πριν.

Ο Βάνια πονούσε τόσο ανυπόφορα, ώστε ρωτούσε τη μητέρα του: «Είναι αλήθεια, μητέρα, ότι είμαι κι εγώ ένας μάρτυρας;». Πέθανε την ίδια μέρα που πέθανε και ο Γέροντας Αλέξιος. Ο π. Ηλίας στον επικήδειο λόγο του είπε ότι αυτή την ημέρα πέθανε ένα πολύ μικρό παιδί, αφού υπέφερε πολύ περισσότερο από τους μεγάλους, αν και δεν είχε ανά­λογες αμαρτίες. H μοναχή που υπηρε­τούσε στο ιερό ήρθε στην πρεσβυτέρα και της είπε: «Αγαπητή μου πρεσβυτέ­ρα, συγχαρητήρια, έχεις ήδη ένα γιό στον Παράδεισο!»

Στο τέλος της ζωής της η πρεσβυτέρα δεν θυμόταν τα σχετικά με τον Βάνια. Συνήθιζε να λέει: «Είχα πέντε παιδιά». Και μετά, με λυπημένο χαμόγελο, πρόσ­θετε: «Δεν θυμάμαι όλα όσα πέρασα στη ζωή μου. Ο Κύριος μού πήρε από την μνήμη τα πιο δύσκολα».

Ο π. Ηλίας ζούσε ασκητική ζωή. Μό­νο δυο εβδομάδες τον χρόνο περνούσε με την οικογένειά του στην εξοχή, όπου τα παιδιά μπορούσαν να ξεκουραστούν, κατά την διάρκεια απαραιτήτων επισκευών και καθαριότητος του ναού. Κα­τά κανόνα εκτελούσε κάθε μέρα όλες τις ακολουθίες χωρίς να παραλείπει ή να συντομεύει τίποτα. Το βράδυ μετά τις ιερές ακολουθίες γίνονταν πνευματικές συζητήσεις.

Η πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινά να μπορεί ο παπάς της να δειπνά πριν από τα μεσάνυχτα. Γυρνούσε στο σπίτι κάθε μέρα μετά τις ένδεκα. Το πρωί ο π. Ηλίας θα κοιμόταν ακόμη, όταν θα παρουσια­ζόταν βιαστικά κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας αν έχει σηκωθεί (οι πε­ρισσότεροι ενορίτες ήταν νεαροί). Η πρεσβυτέρα ποτέ δεν γκρίνιαζε γι’ αυτές τις ενοχλήσεις, μόνο έλεγε: «Κάποια δούλη του Θεού ήρθε, δεν φαίνεται τόσο χαρούμενη». Λίγο αργότερα, αυτή η δούλη του Θεού εκαλείτο στον «κλήρο»[2] για συνομιλία.

Αργότερα, ο επίσκοπος Ιωάννης είπε στην πρεσβυτέρα (η οποία πήγαινε στήν εκκλησία του μετά τον θάνατο του π. Ηλία): «Ο παπάς σου ήταν το πρό­τυπό μου, και εσύ ήσουν η πιστή βοηθός του σε όλα».

Σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς της πείνας κατάφεραν να διατηρήσουν την ομορφιά και την λάμψη της εκκλη­σίας και τον πλούτο των αμφίων. Πόσο υπερήφανοι ήταν όταν έβλεπαν τον ιε­ρέα τους να λειτουργεί με πλούσια και όμορφα άμφια, ή όταν τους διάβαζε και τους εξηγούσε τα έργα των αγίων Πατέ­ρων! Κάποτε, μετά από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη ομιλία για τον άγιο Ιωάν­νη τον Χρυσόστομο, όταν ο π. Ηλίας πέ­ρασε πίσω από τον «κλήρο», η πρεσβυτέ­ρα του ψιθύρισε: «Το ύψος ημίν της τα­πεινοφροσύνης υπέδειξεν» (από το απο­λυτίκιο του αγίου).

Ήταν τότε το έτος 1932. Παντού γί­νονταν έρευνες, συλλήψεις και εξορίες. Μερικοί ενορίτες συνελήφθησαν, μαζί με πολλούς συγγενείς τους. Τον π. Ηλία τον κάλεσαν στη NKVD[3] και του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον πειράξουν καθό­λου, αρκεί μόνο να εγκατέλειπε την ιερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθού­σαν να τον βάλουν σε μια καλή θέση στην Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ως ειδικό της τέχνης. Μη ξέροντας τί να κάνη, ο π. Η­λίας γύρισε στο σπίτι και η πρεσβυτέρα τον ενίσχυσε στον αγώνα της ομολογίας.

Μετά από λίγο ήταν η ονομαστική εορ­τή του π. Ηλία και ήρθαν μερικοί επισκέ­πτες. Ο πατερούλης είχε βρει πάλι το κέφι του και ήταν εύθυμος και χαρούμενος. Οι επισκέπτες έφυγαν αργά το βράδυ. Σε λίγα λεπτά ένα κορίτσι επέστρεψε και ψιθύρισε στην πρεσβυτέρα ότι η αστυ­νομία παρακολουθούσε στενά το σπίτι τους. Η πρεσβυτέρα ευχαρίστησε το κο­ρίτσι και βγήκε έξω. Μια ομάδα τριών ανδρών την πλησίασε και τη ρώτησε πού μένουν οι Τσετβερούχιν. Η πρεσβυτέρα τούς έδειξε το σπίτι, τους είπε τον αριθμό του διαμερίσματος και αμέσως έτρεξε στο σπίτι. «Παπά, ήρθαν για σένα!» είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Ο π. Ηλίας φόρεσε το επιτραχήλιο του Γέροντος Α­λεξίου και διάβασε την «ευχή επί τη ενάρξει παντός αγαθού έργου». Δεν πρόλαβε να πει τις τελευταίες λέξεις και ακούστη­κε ένα τραχύ χτύπημα στην πόρτα. Η πρεσβυτέρα τούς υποδέχθηκε με μια ελαφρά υπόκλιση:

— Περάστε.

Φαίνον­ταν βιαστικοί και ρώτησαν σαστισμένοι:

—Εσύ δεν ήσουν που μας έδειξες το δρόμο:

—Ναι.

—Λοιπόν, ετοίμασε τα πράγματά του.

Καθώς η πρεσβυτέρα ετοίμαζε βια­στικά ό,τι ήταν απαραίτητο, αυτοί έκα­ναν μια επιφανειακή έρευνα. Γενικά ήταν πολύ ευγενικοί και τους επέτρεψαν να αποχαιρετιστούν. Φεύγοντας ένας απ’ αυτούς είπε:

—Λοιπόν, παπαδιά, μπορείς να κοιμηθείς ήσυχη. Δεν θα σε ενοχλήσουμε άλλο[4].

—Πώς μπορώ να κοιμηθώ ήσυχη τώ­ρα; απάντησε η πρεσβυτέρα.

Όλη τη νύχτα την πέρασε με προσευ­χή και δάκρυα. Κατά το πρωί όμως απο­κοιμήθηκε και τότε είδε μια ανέκφρα­στα μεγαλόπρεπη Κυρία που της είπε:

—Μη φοβάσαι! Δεν θα πάθει τίποτε ο παπάς σου στη φυλακή. Εγώ θα μεσιτεύω γι’ αυτόν.

—Πραγματικά έχεις εσύ εξουσία μέ­σα στη φυλακή; ρώτησε η πρεσβυτέρα με έκπληξη.

—Εγώ έχω παντού εξουσία. Μη φοβάσαι· δεν θα πάθει τίποτε στη φυλα­κή. Εσύ όμως να προσεύχεσαι στον Αδριανό και στη Ναταλία! Και μ’ αυτά τα λόγια η υπέροχη Κυρία εξαφανίστηκε! Η πρεσβυτέρα ξύπνησε με μεγάλη απορία: Γιατί η Θεο­τόκος (κατάλαβε ότι αυτή που είχε έρθει ήταν η Πανάμωμος Παρθένος) της έδωσε εντολή να προσεύχεται στους αγίους Αδριανό και Ναταλία; Όταν όμως διά­βασε το συναξάρι τους (26 Αυγούστου) και διαπίστωσε ότι ο Αδριανός ήταν μάρτυς, ενώ η Ναταλία υπέφερε μαζί του λόγω της αγάπης της προς αυτόν και τον ενίσχυε στο μαρτύριο, τότε κατάλα­βε γιατί η Υπεραγία Θεοτόκος της είπε να προσεύχεται σ’ αυτούς τους αγίους.

Μετά τη σύλληψη του π. Ηλία και άλλες θλίψεις βρήκαν την πρεσβυτέρα. Τους έδιωξαν από το διαμέρισμα, και για ένα διάστημα ήταν περιπλανώμενοι εδώ κι εκεί, έως ότου κάποια οικογέ­νεια τους πήρε μαζί τους. Έδιωξαν τα παιδιά από το σχολείο, τους έκλεψαν την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Όμως η μεγαλύτερη δοκιμασία ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης τους. Η Μάσενκα ή­ταν το μικρότερο παιδί της οικογενείας. Όταν η πρεσβυτέρα περίμενε τη γέννησή της, επισκέφθηκε τον Γέροντα Αλέ­ξιο, ο οποίος τότε ζούσε ακόμη. Την υποδέχθηκε με την ερώτηση: —Ποιος είναι;

—Η αμαρτωλή Ευγενία.

—Είσαι μόνη σου;

—Όχι, πάτερ, είμαστε δύο!

Πλησιάζοντας για να πάρει την ευχή του, ρώτησε:

—Πάτερ, τί θα κάνω;

—Κόρη, μόνο που θα πρέπει να της ράψεις νυφικό.

—Μα φυσικά, αν έχει κανείς κορίτσι θα πρέπει να του ράψει το νυφικό του, είπε έκπληκτη η πρεσβυτέρα. Μόνο μετά τον θάνατο της Μάσενκα κατάλαβε τα λόγια του Γέροντα – ότι η θυγατέρα της θα γινόταν νύφη Χριστού.

Η κόρη της πέθανε από μια συνηθι­σμένη παιδική αρρώστια. Ο ασθενικός οργανισμός της (ήταν μόνο πέντε ετών) δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσει συγ­χρόνως την πείνα, το κρύο και την αρρώστια. Κάτω από τέτοιες συνθήκες (τότε είχε πεθάνει και η μητέρα της Ευγενίας) την ενδυνάμωνε, όπως έλεγε η ίδια, μό­νο ένα πράγμα: η προσευχή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, την οποία επαναλάμβανε ακατάπαυστα: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».

Λόγω αυτών των δοκιμασιών, μόνο μετά από δυο χρόνια μπόρεσε η πρε­σβυτέρα να πάει στον σύζυγό της, που ήταν τότε εξόριστος στην περιοχή του ποταμού Κράσναγια Βίσερα. Ήταν πολύ δύσκολο να πάει σ’ αυτήν την απομονωμένη βόρεια περιοχή κατά την εποχή της άνοιξης οπότε είχε πολλές λάσπες, αλλά τελικά έφθασε στον προο­ρισμό της. Έφερε για τον π. Ηλία ένα Ευαγγέλιο και ένα μικρό φιαλίδιο με αγιασμό. Το Ευαγγέλιο το άρπαξαν αμέσως, ενώ για το φιαλίδιο ρώτησαν:

—Τί είναι αυτό;

—Για σας είναι απλό νερό, αλλά για μένα είναι κάτι ιερό. Είναι το φάρμακό μου, απάντησε η πρεσβυτέρα και τελικά της επέτρεψαν να του το δώσει.

Με την πρώτη ματιά η Ευγενία κατά­λαβε ότι ο π. Ηλίας ήταν πολύ διαφορε­τικός. Δεν την ευλόγησε, αλλά αντίθετα της είπε: «Τώρα εδώ δεν ασκώ πια την ιερωσύνη». Φαινόταν σαν να τον είχαν βασανίσει, σαν να είχε καταρρεύσει. Η συνάντηση κράτησε πολύ και ο π. Ηλίας μπόρεσε να της πει τα πάντα.

Μετά τη σύλληψή του τον έφεραν στη φυλακή, όπου τον έβαλαν σε ένα «ειδικό κελλί». Ο μικρός θάλαμος ήταν εντελώς γεμάτος και με την πρώτη ματιά φαινό­ταν ότι δεν υπήρχε καθόλου άδειος χώρος. Ο π. Ηλίας δεν ήξερε τι να κά­νει, αλλά κάποιος του φώναξε: «Χώσου κάτω από τα κρεβάτια!». Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο γι’ αυτόν που ήταν τό­σο ψηλός. Τελικά όμως μπόρεσε να χωθεί κάτω από τα ξύλινα κρεβάτια και να ξαπλώσει στο βρώμικο πάτωμα, που ήταν γεμάτο από φτυσίματα.

Ήταν αδύνατο να κοιμηθεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον άφηναν άλλω­στε οι φωνές και οι βλαστήμιες που ακού­γονταν στον θάλαμο. Θυμήθηκε τα πνευ­ματικά του τέκνα και πόσο τον σέβονταν και ξέσπασε σε δάκρυα. Της είπε ακόμη πώς τους έφεραν στην επαρχία Κράσνα­για Βίσερα. Τους ανάγκασαν να περπα­τούν πάνω στο χιόνι, που είχε παγώσει επιφανειακά. Το λεπτό στρώμα του πά­γου έσπαζε κάτω από τα πόδια τους και οι κατάδικοι σε κάθε βήμα βυθίζονταν μέσα στο χιόνι μέχρι τη μέση. Κάποιος που βάδιζε πίσω από τον π. Ηλία είπε: «Πάντα αγαπούσα το δάσος, τώρα όμως το μισώ» και έκανε μια απειλητική χει­ρονομία με τη γροθιά του προς το δά­σος. Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, χωρίς να έχουν φάει ή πιει τίποτα όλη την ημέρα, αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα μέσα σε μια καλύβα. Οι εξουθενωμέ­νοι άνδρες αμέσως έπεσαν στο πάτωμα και αποκοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι.

Μόνο ο π. Ηλίας έμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα ένας ανα­στεναγμός ξέσπασε από τα βάθη της καρδιάς του: «Ω Κύριε, γιατί με εγκα­τέλειψες; Σε υπηρέτησα τόσο πιστά. Ολόκληρη τη ζωή μου την αφιέρωσα σε Σένα. Πόσες φορές διάβασα τον Ακάθι­στο Ύμνο και τους Κανόνες. Με πόση ευλάβεια υπηρετούσα στην εκκλησία! Γιατί με εγκατέλειψες και υποφέρω τό­σο πολύ; Ω Υπεραγία Θεοτόκε, ω άγιε ιεράρχα Νικόλαε, ω άγιε πάτερ Σερα­φείμ, πάντες οι Άγιοι του Θεού! Μετά απ’ όλες τις προσευχές μου σε σας γιατί βασανίζομαι τόσο;».

Όλη τη νύκτα έτσι έκραζε ενώπιον του Κυρίου. Ξαφνικά μια θεία επίσκεψη, σαν φλόγα, άγγιξε την πονεμένη ψυχή του και τη γέμισε με μια υπερκόσμια πα­ρηγοριά. Το φως της πίστεως φώτισε μυστικά την καρδιά του καιάναψε μέσα του μια ανέκφραστη και ακατανίκητη αγάπη προς τον Χριστό, την οποία όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος «ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. 12, 4).

Όταν ξημέρωσε, ήταν νέος άνθρω­πος, αναγεννημένος, σαν να είχε βαπτισθεί «εν πυρί» (Ματθ. 3, 11). Μετά από αυτή τη νύκτα δεν μπορούσε πια να ζει μια συνηθισμένη ζωή. Ο ίδιος τόνισε στην πρεσβυτέρα: «Και αν ακόμα μ’ αφήσουν ελεύθερο, μη νομίσεις ότι θα λειτουργήσω ποτέ όπως πριν. Ο παλιός κόσμος έφυγε για πάντα, και δεν πρό­κειται να ξαναγυρίσει». Ο κόσμος στον οποίο είχε συνηθίσει να ζει είχε εξαφανιστεί για πάντα γι’ αυτόν, επειδή είχε χα­ριστεί σ’ αυτόν μια υπερκόσμια εμπει­ρία, με την μεσιτεία της Υπεραγίας Θε­οτόκου, όπως είχε υποσχεθεί στην πρε­σβυτέρα Ευγενία, τη σύγχρονη αγία Ναταλία. Συνεπώς είχε να διαλέξει ένα από τα δύο: ή να υποχωρήσει και να γίνει ένας κανονικός σοβιετικός σκλάβος-πολίτης, ή να πεθάνει εντελώς ως προς αυτόν τον κόσμο. Η ευθύτητα του χαρα­κτήρα του δεν του επέτρεπε, κάτω από συνθήκες αθεϊστικής καταπιέσεως, να «άρη τον ζυγόν» της ιερωσύνης. Το συνειδητοποίησε αυτό και διάλεξε τον θάνατο ως ένωση με τον Ζωοδότη Χρι­στό, τον Κύριό μας!

Καθώς ο π. Ηλίας αποχαιρετούσε την πρεσβυτέρα, της είπε: «Ξέρεις, η καρδιά μου φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Νομίζω ότι ήλθα εδώ για να κα­ταλάβω ότι δεν υπάρχει απολύτως τίπο­τε καλύτερο, τίποτε πιο θαυμαστό από Αυτόν. Θα ήθελα να πεθάνω γι’ Αυ­τόν!» Αφού αποχαιρέτησε ο ένας τον άλλον, η πρεσβυτέρα ξεκίνησε για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι της επι­στροφής. Όταν έφθασε στο σπίτι, την περίμενε ένα τηλεγράφημα: Στο στρατό­πεδο συγκεντρώσεως άναψε μια πυρκαϊά και ο π. Ηλίας έγινε παρανάλωμα του πυρός μαζί με ένδεκα άλλους! Πόσο ταιριαστό ήταν το όνομά του στη ζωή του και στον θάνατό του – Ηλίας ση­μαίνει ακριβώς «πύρινος»!

Μετά τον τραγικό θάνατό του π. Η­λία η πρεσβυτέρα έπεσε άρρωστη για πολύ καιρό. Όταν έγινε καλά άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά της. Εκεί­νο τον καιρό είδε ένα όνειρο: Εμφανί­στηκε σ’ αυτήν, όπως όταν ζούσε, ο π. Πέτρος Λαγκώφ, (ένας ιερεύς που είχε τουφεκισθεί μερικά χρόνια πριν), και της είπε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει να προσεύχεσαι στον άγιο Σέργιο, στον άγιο Σεραφείμ και στον άγιο ιερομάρτυρα Πάμφιλο. Ας προσευχηθούμε μα­ζί: Άγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε υπέρ ημών! Άγιε ιερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε υπέρ ημών!». Όταν ξύπνησε η πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ότι η οικο­γένειά της πάντα σεβόταν τον άγιο Σέρ­γιο και τον άγιο Σεραφείμ και έδωσαν τα ονόματα των δύο αυτών αγίων σε δύο αγόρια τους. Αλλά για τον ιερομάρτυρα Πάμφιλο, ούτε καν είχε ακούσει τί­ποτε. Όταν όμως πήγε στην εκκλησία και άνοιξε το Μηναίο, ανακάλυψε ότι εκείνη ακριβώς την ημέρα ήταν η εορτή του ιερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φε­βρουαρίου). Μελετώντας το συναξάρι του αγίου, έμαθε ότι ο άγιος Πάμφιλος ήταν ένας πρεσβύτερος πολύ μορφωμέ­νος, που είχε μια τεράστια βιβλιοθήκη και ο οποίος μαρτύρησε μαζί με άλλους ένδεκα μάρτυρες, μερικοί από τους οποίους «πυρί ετελειώθησαν»!

Η υπόλοιπη ζωή της πρεσβυτέρας δεν ήταν εύκολη. Ήταν μόνη της. χωρίς τον σύντροφο της ζωής της, με ένα παιδί στην αγκαλιά της. Παρ’ όλα αυτά εξα­κολουθούσε κάθε μέρα, όπως και πρώτα, να ψάλλει και να διευθύνει τη χορωδία της εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του π. Ηλία, η πρεσβυτέρα έψαλλε στην εκκλη­σία του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, όπου λειτουργούσε ένας επίσκοπος που λεγόταν Ιωάννης. Ήταν αρκετά νέος, δεν είχε φθάσει ακόμη τα σαράντα. Αυστηρός ασκητής ο ίδιος, απαιτούσε από τους ψάλτες ακριβή τήρηση του Τυ­πικού. Οι μακρές μοναστηριακές ακο­λουθίες και η έντονη πνευματική ζωή της ενορίας δεν άρεσαν στις αρχές. Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1937 ήρθαν για να συλλάβουν τον Δεσπότη. Κάποιος τον είχε ήδη προειδοποιήσει και ήταν προετοιμασμένος για τη σύλληψή του. Όταν η αστυνομία τον κάλεσε να βγει έξω «για λίγα λεπτά» είπε στην πρεσβυτέρα: «Αν δεν γυρίσω σε δεκα­πέντε λεπτά, αρχίστε το Απόδειπνο χωρίς εμένα». Φυσικά δεν γύρισε ποτέ!

H πρεσβυτέρα θυμόταν με μεγάλο σεβασμό τον επίσκοπο Ιωάννη. Ποτέ δεν άφηνε από τα χέρια της το κομποσχοίνι που της είχε δώσει, το οποίο από τη συνεχή χρήση είχε γίνει γκρι (από άσπρο, όπως συνηθίζουν οι Ρώσοι). Το τοποθέτησαν στον τάφο μαζί της.

Όταν άρχισε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλε­μος η πρεσβυτέρα αντιμετώπισε πολλές νέες δοκιμασίες. Ο ένας γιός της συνε­λήφθη, τους άλλους δυο τους έστειλαν στο μέτωπο, απ’ αυτούς ο μεγαλύτερος δεν γύρισε ποτέ! Αυτή η ίδια υπέφερε από την πείνα. Αλλά πάντοτε παρέμενε η ίδια ήρεμη πρεσβυτέρα, που πάντοτε ήλπιζε στον Θεό. Κάποτε όμως άρχισε να έχει αμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλές δυστυχίες να έρχονται στους πι­στούς. Αναρωτιόταν μήπως πραγμα­τικά είχε έλθει το τέλος της χριστιανικής πίστεως για τη Ρωσία. Μ’ αυτές τις σκέ­ψεις έπεσε να κοιμηθεί και είδε ένα όνει­ρο. Η Θεοτόκος της είπε: «Όσο ανάβει το καντήλι μπροστά στη λειψανοθήκη του αγίου Σεργίου, η Ρωσική Εκκλησία θα αντέχει». Η πρεσβυτέρα εξακολου­θούσε να αμφιβάλλει και γι’ αυτό προ­σευχήθηκε: «Ω Υπεραγία Θεοτόκε, αν ήσουν πράγματι Εσύ, κάνε να δω αυτό το όνειρο για δεύτερη φορά». Την επομένη νύχτα πράγματι είδε πάλι το ίδιο όνειρο. Όταν το διηγείτο αυτό η πρε­σβυτέρα, δεν παρέλειπε να προσθέτει: «Και το καντήλι είναι ακόμη αναμμένο!».

Τα χρόνια περνούσαν. Η πρεσβυτέρα ζούσε με τον ίδιο τρόπο ζωής όπως και προηγουμένως. Πάντοτε την περιτριγύ­ριζαν πολλοί άνθρωποι, επειδή μετά τον θάνατο του π. Ηλία ανέλαβε την καθοδήγηση των πνευματικών του τέκνων, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος. Κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες ανάγκαζαν ακόμη και πολλούς κληρικούς να αποστατούν από την πίστη, αυτή κρατούσε κοντά στην Εκκλησία έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Αμέσως μετά το τέλος του πολέμου η πρεσβυτέρα πήρε ένα γράμμα από τον μικρότερο γιό της. Της έγραφε ότι γυρνούσε από το μέτωπο. Όλα τα παράθυρα του σπι­τιού της ήταν σπασμένα και η πρεσβυτέ­ρα ήθελε να τα επισκευάσει πριν έρθει ο γιός της. Γι’ αυτή τη δουλειά όμως χρειαζόταν τουλάχιστον εκατό ρούβλια ενώ αυτή δεν είχε ούτε ένα καπίκι. Ως συνήθως, η πρεσβυτέρα έσπευσε στην προσευχή. Και την άλλη μέρα ήρθε μια νεαρή κόρη και της έδωσε εκατό ρού­βλια! Φυσικά η πρεσβυτέρα έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από έκπληξη, παίρνο­ντας ένα τέτοιο δώρο από ένα άγνωστο κορίτσι. Αλλά η κόρη τής εξήγησε ότι τη νύχτα είδε στο όνειρό της τη μητέρα της, μια ενορίτισσα του π. Ηλία που είχε πεθάνει πριν από αρκετό καιρό, και της είπε: «Θέλεις να δώσεις στην πρεσβυτέρα Ευγενία εκατό ρούβλια για μνημόσυνο της ψυχής μου;». Κι έτσι ο Κύριος για άλλη μια φορά βοήθησε θαυματουργικά την πρεσβυτέρα.

Προς το τέλος της ζωής της η πρε­σβυτέρα έλαβε από τον Κύριο ολοφάνε­ρα το διορατικό χάρισμα. Μια φορά πή­γαινε στην εκκλησία με μια πνευματική της κόρη. Με το συνηθισμένο γρήγορο βήμα της προσπέρασε δυο χωριατόπαι­δα, τα οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Η πρεσβυτέρα, χωρίς να σταματήσει, τα χτύπησε ελαφρά στο κεφάλι και είπε: «Νικόλαος και Σέργιος». Τότε η συνοδός της απεφάσισε να ελέγξει τον λόγο της πρεσβυτέρας. Σταμάτησε και ρώτησε τα αγόρια πώς ονομάζονται. Η απάντηση ήταν: «Νικόλαος και Σέργιος!».

Ήδη η πρεσβυτέρα, κατά θεία παραχώρηση, είχε υποφέρει πάρα πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες, αλλ’ όμως ο Κύριος ήθελε να δοκιμάσει την πίστη της μέχρι τέλους, και κατά κάποιο τρόπο να διακηρύξει και να δείξει σ’ έναν κόσμο που είχε παραφρονήσει, όλες τις αρετές της δούλης Του. Στα ογδόντα της χρό­νια η πρεσβυτέρα έπεσε και έσπασε τα πλευρά της και λόγω εσφαλμένης θεραπείας οι μύες έγιναν ατροφικοί. Έτσι, μέ­χρι τον θάνατό της δεν μπόρεσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτη και περνούσε τον καιρό της με τη μελέτη, την προσευχή και την πνευματική τροφοδότηση πολλών. Στα ενενήντα της χρόνια, λόγω απρόσεκτης νοσηλείας, έπαθε «κατάκλιση» (πληγές λόγω συνε­χούς κατακλίσεως) και το σώμα της έγι­νε τόσο σαθρό, ώστε αυτοί που φρόντι­ζαν την καθαριότητά της μπορούσαν να δουν τα οστά της σπονδυλικής της στή­λης. Υπέφερε πάρα πολύ. Η νύφη της (ζούσε με τον μικρότερο γιό της) συχνά την περιγελούσε και κάποτε της είπε:

—Να, εσύ έδωσες τα πάντα στον Θεό σου, και τον άνδρα σου και τα παιδιά σου. Αυτός τώρα πώς σε ξεπληρώνει έτσι;

—«Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. 3, 12), απάντησε η πρεσβυτέρα.

—Ε, τότε γιατί παιδεύει και μένα εξ αιτίας σου;

Η πρεσβυτέρα χαμογέλασε και είπε:

—Αυτό σημαίνει ότι αγαπά και σένα!

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η πρεσβυτέρα ασχολήθηκε σοβαρά με την συγγραφή των απομνημονευμάτων της. Προφανώς, είχε αντιληφθεί τη μεγάλη σπουδαιότητα που είχαν τα γεγονότα τόσο της δικής της ζωής, όσο και της ζωής των άλλων ανθρώπων που έζησαν κοντά της. Αγαπούσε να θυμίζει ότι ήταν αυτόπτης μάρτυς της αναγνωρίσε­ως πολλών αγίων, και κυρίως του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ και του αγίου Ερμογένους της Μόσχας. Και συχνά πρόσθετε: «Και θα πεθάνω όταν θα γίνει μια αναγνώριση». Δεν διευκρίνιζε ποιος άγιος επρόκειτο να αναγνωρισθεί, αλλά προφανώς εννοούσε τους Νεομάρτυρες, αφού ένα μήνα πριν από τον θάνατό της είπε: «Γνωρίζετε καλά τον παπά μου, και τον επίσκοπο Ιωάννη, και τον π. Πέ­τρο Λαγκώφ, και όλους τους άλλους – όλοι τους είναι άγιοι Μάρτυρες». Και με ιδιαίτερη έμφαση επανέλαβε: «Άγιοι Μάρτυρες!».

Λίγες ημέρες πριν από την εκδημία της κάλεσαν έναν ιερέα για να της μεταδώσει την θεία Μετάληψη. Μόλις έλαβε τα τίμια Δώρα, αυτή η υπέργηρη γυναίκα, η οποία στην πράξη ήταν ήδη νεκρή, ξαφνικά με καθαρή φωνή είπε: «Αγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ελέησον! Τί ευτυχία!».Ο ιερεύς γονάτισε μπρο­στά στο κρεβάτι της και την παρακάλε­σε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, όταν συνα­ντήσεις τον Κύριο, ενθυμήσου και μένα τον αμαρτωλό!».

Μετά από λίγες μέρες η πρεσβυτέρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά της και όλοι εμείς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικά είδαμε κάτι που δεν το είχαμε ξαναδεί ποτέ άλλοτε, ούτε πρό­κειται να το δούμε άλλη φορά: το πρό­σωπό της άρχισε να μεταβάλλεται και από μια συνηθισμένη απλή ταπεινή γριά, όπως τη βλέπαμε πάντοτε, έγινε μια εντελώς ασυνήθιστα θαυμαστή, ολό­λαμπρη γυναίκα. Ένας γιός της ψιθύ­ρισε: «Ίσως τώρα μόλις συνάντησε τον παπά της!». Ένα λεπτό αργότερα όλα πέρασαν, η ψυχή της βγήκε από το σώμα και η πρεσβυτέρα φαινόταν σαν ένας συνηθισμένος νεκρός άνθρωπος[5].

Η πρεσβυτέρα Ευγενία έζησε μια μα­κρά και εξαιρετικά δύσκολη ζωή. Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή της, σε κανένα δεν έκανε τον δάσκαλο, αλλά ακριβώς αυτός ο τρόπος της ήσυχης, ταπεινής ηλικιωμένης γυναίκας ήταν η καλύτερη διδα­σκαλία της χριστιανικής ευσέβειας, για εκείνους που θέλουν, στην άθεη εποχή μας, να ζουν σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού. Όπως ακριβώς η αγία Νατα­λία, η οποία επέζησε μετά το μαρτύριο του αγίου Αδριανού και «ετελειώθη εν ειρήνη», έτσι και η πρεσβυτέρα Ευγενία ήταν και αυτή μάρτυς μαζί με τον «μαρτυρικώς τελειωθέντα» σύζυγό της πατέ­ρα Ηλία.

Μοναχή Μαρία Γιεράστοβα

Πηγή:  Αγιορείτικη Μαρτυρία,Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου,

τεύχος 18, Απρίλιος 1995.

Σχόλιο π. Δ. Μ.: Ο σημερινός βολεμένος Χριστιανός (κληρικός ή λαϊκός) για ποιο μαρτύριο και για ποια μαρτυρία «έμπροσθεν των ανθρώπων» θα έχει να καυχηθεί, όταν κληθεί να δώσει λόγο ενώπιον του Θεού;

1.    RUSSIA’S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.

2.    «Κλήρος» είναι το παραπέτασμα (εικονοστάσι) πίσω από το οποίο ψάλλει η μικτή χορω­δία, χωρίς να είναι ορατή από το εκκλησίασμα.

3.    NKVD: Η Σοβιετική μυστική αστυνομία η οποία κατά περιόδους είχε διαφορετικά ονό­ματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD και τελευταία KGB.

4.    Ειρωνικό υπονοούμενο για την προθυμία της.

5.    Παρόμοιο θαυμαστό γεγονός αναγράφεται ατό συναξάρι της αγίας Θεοδώρας της εν Θεσσαλονίκη (29 Αυγούστου και 5 Απριλίου) της οποίας ο βίος παρουσιάζει μερικές ομοιό­τητες με την ζωή της πρεσβυτέρας Ευγενίας.


ΠΗΓΗ antexoume

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Ιστορίες της Ηγουμένης Μακαρίας (Σεμιόνοβα)

«Πίσω από τον τοίχο να έχουν πάρτι, κι εγώ να κάνω μετάνοιες»


Η καθηγούμενη της Ιεράς Μονής Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη Βόλσκ, της επαρχίας Σαράτοβ, Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα) διηγείται πώς και γιατί έγινε μοναχή, για τα μαθήματα του μοναχικού βίου και την αναστήλωση της Μονής στο Βολσκ.

Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)Η Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)

Ήθελα να γίνω συγγραφέας

Από πολύ μικρή ηλικία διάβαζα πολύ. Μετά το σχολείο, μπήκα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της πόλης Καζάν, στη σχολή δημοσιογραφίας. Έχοντας φοιτήσει τέσσερα χρόνια, πήγα στη Μόσχα για να μπω στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Α.Μ.Γκόρκι. Ήθελα να γίνω συγγραφέας, και ήδη όλο και κάτι έγραφα. Και μπήκα με αυτά που είχα γράψει. Έψαχνα το στιλ μου, ονειρευόμουν να μάθω να γράφω.

Ούτε εγώ ούτε γνωστοί μου δεν είχαμε πνευματικά βιβλία. Ποτέ κανείς δε μας μιλούσε για την πίστη. Μόνο πολύ αργότερα κατάλαβα γιατί οι μπολσεβίκοι κατέστρεφαν τα λειτουργικά και πνευματικά βιβλία: αφού είναι ο λόγος του Θεού, είναι η χάρη. Η πραγματική λογοτεχνία μαλακώνει την ψυχή, ετοιμάζει τον άνθρωπο για τη συνάντηση με τον Θεό. Η πνευματική λογοτεχνία οδηγεί σε Αυτόν.

Όταν άρχισα να διαβάζω την «Διήγηση περί περασμένων χρόνων» του Οσίου Νέστωρα του Χρονογράφου, αμέσως ένιωσα το βάθος του έργου αυτού. Και μετά κατάφερα να διαβάσω το Ευαγγέλιο. Εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ με αυτό το θεόπνευστο βιβλίο που το όνειρο να γίνω συγγραφέας με εγκατέλειψε για πάντα: δε θα γράψει κανείς τίποτα καλύτερο από το Ευαγγέλιο!

Πίσω από τον τοίχο να έχουν πάρτι κι εγώ να κάνω μετάνοιες

Γεννήθηκα το 1967 και μεγάλωσα, όπως όλοι οι συνομήλικοι μου, σε ατμόσφαιρα αθεϊσμού. Βέβαια, η γιαγιά μου ήταν πιστός άνθρωπος και, μετά από παράκλησή της, η μαμά την βοηθούσε να πάει στην εκκλησία, όπου η ίδια ποτέ δεν είχε μπει. Θεωρούνταν ότι η πίστη είναι για τις γιαγιάδες και είναι απομεινάρι του παρελθόντος. Οι γονείς μου (ο μπαμπάς αρχιμηχανικός, η μαμά καθηγήτρια) δε με είχαν βαπτίσει καν.

Η φίλη μου από το Ινστιτούτο Λογοτεχνίας με έφερε στην εκκλησία και είπε:

– Πάτερ Βλαδίμηρε, πρέπει να βαπτίσουμε την Ελένη (έτσι με λέγανε στον κόσμο)!

– Ας ετοιμαστεί και στο τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής θα την βαπτίσουμε, - απάντησε ο παππούλης.

Ήταν το 1994 και σπούδαζα στο προτελευταίο έτος. Μετά από τη βάπτιση, το ενδιαφέρον μου για τη συγγραφή εξαφανίστηκε, όπως και το ενδιαφέρον μου για φοιτητική ανέμελη ζωή. Θυμάμαι: στην εστία, πίσω από τον τοίχο να έχουν πάρτι, μουσική, γέλιο, και εγώ να προσεύχομαι, να κάνω μετάνοιες.

Οι διάσπαρτες συναντήσεις στη διαδρομή της ζωής μου

Στον κόσμο, η πρώτη μου ενορία ήταν ο Ιερός Ναός των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού στον παράδρομο Στολέσνικοβ. Εκεί πήγαινα κάθε Κυριακή. Ακόμα και τώρα νιώθω τη βοήθεια αυτών των Αγίων. Οι συναντήσεις μαζί τους είναι διάσπαρτες σε όλη τη διαδρομή της ζωής μου. Έτσι, στο μοναστήρι η πρώτη μου βοηθός ήταν η μοναχή Δαμιάνα. Όταν αναστηλώναμε την Ιερά Μονή Γρεμιάτσεβ, χρειαζόμασταν πολύ τσιμέντο. Στη γιορτή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού κατάλαβα πώς να το βρούμε, και μας το έφερε ο άνθρωπος που τον λέγανε Κοσμά.

Όταν, όντας έφηβη, ετοιμαζόμουν να πάω στη Μόσχα από την πόλη Καζάν, μια ξαδέλφη μου είχε γεννήσει το γιο της, τον Αρτέμιο. Ο άντρας της την είχε εγκαταλείψει με το μωρό και η ψυχή μου πονούσε για αυτόν το κοκκινομάλλικο αγοράκι. Τότε, δεν είχα βαπτιστεί και δεν ήξερα να προσεύχομαι. Όμως, μου φαίνεται ότι ο Κύριος δέχτηκε αυτόν τον πόνο ψυχής ως προσευχή. Μετά, έχοντας βαπτισθεί ήδη, προσευχόμουν πραγματικά για τον Αρτέμιο. Και τώρα έχω την αίσθηση ότι ο Άγγελος-φύλακάς του με βοηθάει παντού: όλοι οι ευεργέτες μου έχουν το όνομα Αρτέμιος.

Πώς με τις σκέψεις μας και με τις πράξεις μας υφαίνουμε το «χαλί» της ζωής μας

Όταν αναρωτιέμαι για τις συμπτώσεις στη ζωή μας, μου φαίνεται ότι με τις σκέψεις μας και με τις πράξεις μας υφαίνουμε το «χαλί» της. Ο Κύριος μας στέλνει κάποιους ανθρώπους, μας καλεί σε κάποιες περιστάσεις και παρακολουθεί πώς θα συμπεριφερθούμε σε αυτές. Το χαλί είναι λείο ύφασμα, όμως από την ανάποδη έχει όλο κόμβους. Ο Κύριος το πλέκει μαζί μας, υφαίνει το μοτίβο της ζωής μας.

Αν δε δεχόμαστε αυτό που μας δίνει ο Κύριος, τότε μελλοντικά ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους ίδιους «κόμβους»

Αν δε δεχόμαστε αυτό που μας δίνει ο Κύριος, τότε μελλοντικά ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους ίδιους κόμβους, που οι ίδιοι φτιάξαμε με τη λανθασμένη μας αντίδραση σε όσα συμβαίνουν. Όταν δεν συμπονέσαμε κάποιον ή αρνηθήκαμε τη βοήθειά μας σε κάποιον, έτσι και εμείς οι ίδιοι στο μέλλον θα βρεθούμε χωρίς βοήθεια, καθώς δε θα βρίσκουμε βοηθό όταν θα τον έχουμε ανάγκη.

Πρέπει να εξελισσόμαστε πνευματικά, όμως συχνά δεν το κάνουμε, δεν αποκτούμε χάρη, δεν κάνουμε καλές πράξεις που περιμένει από μας ο Κύριος. Και ξανά επιστρέφουν σε μας παρόμοιες περιστάσεις, λες και μας αφήνουν στην ίδια τάξη στο σχολείο και ξανά μας δίνουν να λύνουμε προβλήματα που δεν είχαμε κάποτε λύσει.

Οι περιστάσεις που μας περιμένουν στο μέλλον, ορίζονται από τις πράξεις μας στο παρελθόν. Και τα βάρη της τωρινής μας ζωής ορίζονται από τα παραπτώματα του παρελθόντος. Όταν το συνειδητοποιούμε, τότε ανοίγει ο δρόμος προς την μετάνοια.

Σέρνονται από τα κακά πάθη, όπως τα σύννεφα από τον αέρα

Παλιά υπήρχε η κουλτούρα της ορθόδοξης ανατροφής. Οι άνθρωποι καταλάβαιναν καλά τι είναι η αμαρτία, τι είναι το πάθος. Όταν το παιδί από μικρός συνηθίζει στην εξομολόγηση, μαθαίνει να διακρίνει τους καλούς και τους κακούς λογισμούς, έχει στο μυαλό του ότι πρέπει να αποκρούει τους κακούς λογισμούς.

Και τώρα βλέπω πολλούς νέους να βαρύνονται από πάθη, αν και είναι πολύ νέοι. Δεν έχουν την παραμικρή ιδέα από πνευματική ζωή, πνευματικό αγώνα και συχνά σέρνονται από τα κακά πάθη, όπως τα σύννεφα από τον αέρα.

Άπειροι, χωρίς να καταλαβαίνουν τι τους συμβαίνει, πραγματικά μωρά από πνευματική άποψη, που δεν ξέρουν ούτε τι είναι εξομολόγηση, ούτε τι είναι Θεία Κοινωνία. Χάνουν την αγνότητα και την υγεία τους ακόμα και στην εφηβεία, καθώς πέφτουν σε πολλά και θανάσιμα αμαρτήματα και σταματάνε μόνο στα 25-27 τους. Και αυτό γιατί δεν έχουν πλέον ούτε δυνάμεις, ούτε υγεία για να συνεχίζουν να ζουν ακολουθώντας τα πάθη τους. Βλέπεις πολύ νέους ανθρώπους να ταλαιπωρούνται ολοκληρωτικά από πάθη.

Παντρεύονται και αμέσως χωρίζουν. Κάνουν παιδιά και δεν μπορούν να τους δώσουν τίποτα το καλό, επειδή και οι ίδιοι δεν είχαν πάρει τίποτα καλό. Δεν ξέρουν πώς θα οδηγήσουν τα παιδιά τους στην πίστη, πώς να τους μάθουν να αγωνίζονται ενάντια στα πάθη, επειδή οι ίδιοι δεν τα είχαν μάθει έτσι.

Οι δεκαετίες διωγμών της Εκκλησίας έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους. Ολόκληρες γενιές δεν έχουν ούτε την παραμικρή ιδέα για τον Θεό, για την πνευματικότητα, και ακόμα και τώρα θεωρούν ότι η πίστη είναι η μοίρα των γιαγιάδων και όσων δεν έχουν γευτεί την «επιτυχημένη» ζωή. Και χρειάζεται πραγματικό ταρακούνημα για να ξυπνήσουν αυτοί οι άνθρωποι και να σκεφτούν το νόημα της ζωής και την πίστη και όχι απλά να κολυμπάνε στο ταραγμένο πέλαγος της καθημερινότητας και να πολιορκούνται από τα διάφορα πάθη.

Γιατί τελικά ήρθαμε στο μοναστήρι;

Μετά το πέμπτο έτος, η φίλη μου πήγε στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Τσερνοόστροβσκιϊ στην πόλη Μαλογιαροσλάβετς. Τώρα είναι η μητερούλα Νεκταρία (μητερούλα στη ρωσική παράδοση είναι ευγενική προσφώνηση για τις ηγουμένες, ηλικιωμένες μοναχές και πρεσβυτέρες – σημ.μεταφρ.). Το 1995, τελείωσα το Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Λογοτεχνίας και ακολούθησα τη φίλη μου.

Στον κόσμο δε με έλκυε, πλέον, τίποτα. Αν και είχα πολύ καλές σπουδές, επάγγελμα, φίλους, ακόμα και έναν άξιο αρραβωνιαστικό είχα.

Ο Μητροπολίτης Πσκόβ και Πορχόβ Τύχωνας (Σεβκουνόβ) διηγούταν ότι, όταν πίστεψε στον Θεό νεαρός στην ηλικία, άλλαξε όλη η ζωή του:

«Το μοναδικό μέρος όπου ένιωθα καλά ήταν η εκκλησία. Ούτε οι φίλοι, ούτε η διασκέδαση, ούτε η αγαπημένη κάποτε δουλειά, τίποτα δεν άγγιζε την καρδιά μου. Ακόμα και τα βιβλία, οι αγαπημένοι μου Ντοστοέβσκιϊ και Τολστόϊ δεν προσέλκυαν την προσοχή μου. Κατάλαβα ότι είχα αλλάξει εντελώς. Μπορεί κιόλας να είχα γίνει απελπιστικά άχρηστος για τον τόσο αγαπημένο μου, παλιότερα, κόσμο. Αποκαλύφθηκε μια άλλη ζωή, έτσι που τα όσα είχα ζήσει στα 24 μου χρόνια δεν άντεχαν να συγκριθούν μαζί της».

Ο Κύριος, ήδη, είχε καλέσει τον νεαρό και η κλήση αυτή ήταν παρόμοια με αυτή που άκουσαν κάποτε οι νεαροί ψαράδες από την Καπερναούμ: απλά δεν μπορούσαν να συνεχίζουν τη συνηθισμένη τους ζωή και, εγκαταλείποντας τα πάντα, έσπευσαν προς τον Κύριον, έχοντας γίνει μαθητές Του.

Αργότερα, έχοντας ασκητεύσει ήδη μερικές δεκαετίες σε μοναχικό σχήμα, ο Σεβασμιώτατος Τύχωνας έλεγε:

«Γιατί όμως ήρθαμε στο μοναστήρι και με όλη τη ψυχή μας θέλαμε να μείνουμε εδώ για πάντα; Επειδή στον καθένα μας αποκαλύφθηκε ένας υπέροχος, ασύγκριτος με οτιδήποτε άλλο κόσμος. Και αυτός ο κόσμος αποδείχθηκε πολύ πιο ελκυστικός από εκείνον στον οποίον είχαμε ζήσει μέχρι τότε, τα δικά μας λίγα και κατά κάποιον τρόπον πολύ ευτυχισμένα χρόνια».

Αυτά τα λόγια του Σεβασμιωτάτου Τύχωνα αποδίδουν πολύ καλά την τότε κατάστασή μου και τις βλέψεις μου.

Μοναστική καθημερινότητα

Ξεκίνησε η μοναστική μου καθημερινότητα. Είχα πνευματική ανάταση, παρά το γεγονός ότι το μοναστήρι δεν ήταν καλά οργανωμένο, επειδή αναστηλωνόταν και κτιζόταν. Η ρασοφορία μου έγινε το 1996 και η μοναχική κουρά το 2001, με το όνομα Μακαρία. Λένε, ότι στην ρασοφορία ο άνθρωπος πετάει από τη χάρη που του χαρίζει ο Κύριος. Του δίνει να γευτεί τη χαρά την μοναχικής ζωής για να την θυμάται και να κατευθύνεται προς αυτήν.

Στο μοναχισμό, ήδη, νιώθει το βάρος της μοναχικής του ενδυμασίας και του στέλνονται δυσκολίες για την πνευματική εξέλιξη. Ο Κύριος επιτρέπει να υπάρχουν πειρασμοί έτσι ώστε να αποκτήσουμε πνευματική εμπειρία.

Στον μοναχισμό υπάρχουν πολλές δυσκολίες, όμως θυμάμαι μόνο φωτεινά και χαρούμενα πράγματα

Όταν κοιτάω πίσω τη μοναχική μου ζωή, βλέπω ότι υπήρχαν δυσκολίες, όμως θυμάμαι μόνο φωτεινά και χαρούμενα πράγματα. Η χαρά του επιτελεσμένου καθήκοντος. Αν τότε δεν είχα ξεπεράσει τις δυσκολίες, τώρα δε θα είχα τόση χαρά.

Ο Κύριος πάντα δίνει αυτό που μπορεί να σου χρειαστεί

Σε μας, στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, έρχονταν γέροντες αγιορείτες και μαθαίναμε από αυτούς, από στόμα σε στόμα, τις παραδόσεις εξαγόρευσης των λογισμών, την προσευχή του Ιησού, την ικανότητα να βλέπεις τα πάθη και να τα πολεμάς.

Οι αδελφές της μονής μας είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν με τη σειρά για διακόνημα στην Ιερά Μονή Γκόρνενσκιϊ στα Ιεροσόλυμα. Στην αρχή, είχα ζήσει εκεί για έξι μήνες και ύστερα για τρείς μήνες ακόμα. Βοηθούσα στην κουζίνα, στην τράπεζα. Είχα τη δυνατότητα να επισκέπτομαι τους Αγίους Τόπους. Αυτό ήταν το ορατό Ευαγγέλιο. Έτσι, όταν αργότερα διάβαζα το Ευαγγέλιο, όλες αυτές τις εικόνες τις είχα μπροστά στα μάτια μου.

Η μητερούλα Ηγουμένη έστελνε τις αδελφές στα μετόχια. Αναστηλώναμε τα μετόχια στην περιοχή Γκρεμιάτσεβο, Ροζντέστβενο, Καρίζα. Αναγκαζόμασταν να αρμέγουμε αγελάδες, να ετοιμάζουμε άχυρα, να δουλεύουμε στους λαχανόκηπους και να μαθαίνουμε τη δουλειά του οικοδόμου. Ο Κύριος πάντα δίνει αυτό που μπορεί να σου χρειαστεί: μάθαινα να προσεύχομαι, να κτίζω ναούς. Και όλο αυτό μου χρειάστηκε, όταν έγινα Ηγουμένη. Περνώντας από όλα τα διακονήματα, έμαθα πολλά.

Στο Ιερά Μονή «Όπτινα Πούστιν». Στο κέντρο η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου, η μητερούλα Νικολάη και τα πνευματικά της τέκνα: δεξιά η Ηγουμένη Μακαρία και αριστερά η Ηγουμένη ΘεοδοσίαΣτο Ιερά Μονή «Όπτινα Πούστιν». Στο κέντρο η Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου, η μητερούλα Νικολάη και τα πνευματικά της τέκνα: δεξιά η Ηγουμένη Μακαρία και αριστερά η Ηγουμένη Θεοδοσία

Εκεί που σκεφτόμουν την αγελάδα, έγινα Ηγουμένη

Κάποτε ο Μητροπολίτης Σαράτοβ και Βολσκ Λογγίνος απευθύνθηκε στην Ηγουμένη μας, με την παράκληση να βρει μοναχή η οποία θα μπορούσε να γίνει Ηγουμένη σε μοναστήρι που ήταν υπό αναστήλωση. Η μητερούλα πρότεινε δύο αδελφές. Μια άλλη αδελφή και εμένα. Με προειδοποίησε για αυτό, αλλά (για να με ταπεινώσει) συμπλήρωσε:

– Οι ευκαιρίες να γίνεις ηγουμένη είναι κοντά στο μηδέν: τι ηγουμένη είσαι εσύ!

Γι’ αυτό, δε σκεφτόμουν την ηγουμενία και δεν είχα και ιδιαίτερο άγχος. Όλη μου έγνοια εκείνη τη στιγμή ήταν η αγελάδα η οποία επρόκειτο να γεννήσει στο μετόχι όπου έμενα.

Ο Σεβασμιώτατος Λογγίνος μας εξήγησε ότι στην πόλη Βόλσκ επέστρεψαν επιτέλους το πρώην μοναστήρι, το οποίο για πολλά χρόνια δεν αξιοποιούνταν για αυτό που προοριζόταν. Επίσης, μας ενημέρωσε ότι ο ναός του μοναστηριού είναι κατεστραμμένος και χρειάζεται να κτιστεί εκ νέου.

Η άλλη αδελφή με την οποία παρουσιαστήκαμε στο Σεβασμιώτατο, ήταν πολύ καλή οικοδόμος. Και του είπα:

– Άγιε Σεβασμιώτατε, εδώ είναι η αδελφή, μια άριστη οικοδόμος.

Αυτός μας μίλησε και, τελικά, για κάποιο λόγο επέλεξε εμένα.

Δεν ήθελα να εγκαταλείψω το αγαπημένο μου μοναστήρι

Επιστρέφω στο μετόχι για να πάρω τα λιγοστά μου πράγματα και να πάω σε μια ξένη, άγνωστη πόλη. Η ψυχή μου με όλα αυτά είναι γεμάτη γογγυσμό: δεν ήθελα καθόλου να εγκαταλείψω το αγαπημένο μου μοναστήρι.

Κάθομαι στο τιμόνι αγχωμένη. Άρχισε να χιονίζει. Ο δρόμος γλιστρούσε. Το αυτοκίνητο που προπορευόταν φρέναρε απότομα, και εγώ δεν πρόλαβα να φρενάρω και χτύπησα λίγο τον προφυλακτήρα του. Ο οδηγός βγήκε, με κοίταξε, αναστέναξε και είπε:

– Μητερούλα, πόσο δύσκολη μέρα είναι σήμερα!

Και δε με μάλωσε. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε. Ο γογγυσμός στην ψυχή μου σταμάτησε, επειδή αμέσως συνειδητοποίησα ότι γογγύζω για την απόφαση του αρχιερέα.

Στον Ιερό Ναό της Ιεράς Μονής της Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη ΒολσκΣτον Ιερό Ναό της Ιεράς Μονής της Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη Βολσκ

Πώς αναστηλώναμε το μοναστήρι

Το 2013, έφτασα στην πόλη Βολσκ για να αναστηλώσω το κατεστραμμένο μοναστήρι. Εμένα και την αδελφή-βοηθό μας υποδέχτηκαν με αγάπη. Μέσα σε ένα μήνα είχαμε μετατρέψει την πρώην αίθουσα συναυλιών σε εκκλησία του Αγίου Νικολάου και τελέσαμε την πρώτη ακολουθία. Διαβάζαμε τον παρακλητικό κανόνα στον Άγιο και νιώθαμε την υποστήριξή του.

Τον Μάιο του 2014 αρχίσαμε να σκάβουμε θεμέλια για την ανέγερση νέου ναού. Τον κτίσαμε μέσα σε δύο χρόνια.

Στο μοναστήρι μας λειτουργεί Κέντρο για γυναίκες σε δύσκολη κατάσταση

Στο μοναστήρι μας λειτουργεί Κέντρο για γυναίκες σε δύσκολη κατάσταση. Αυτή τη στιγμή έχουμε εκεί εφτά μαμάδες και δέκα παιδιά, από εννέα μηνών έως τριών χρονών. Ως επί το πλείστον, αυτές οι μαμάδες είναι οι ίδιες ορφανές που δεν είχαν πάρει ούτε την πρέπουσα ανατροφή ούτε αγάπη. Βρίσκονται σε μας με πλήρη κάλυψη. Αν αγοράζω τρόφιμα για τις αδελφές, ακριβώς το ίδιο κάνω για τις μητέρες και τα παιδιά του Κέντρου μας. Έχουν δική τους τράπεζα, κουζίνα, καθαριστήριο. Τους επισκέπτονται καθηγητές, ψυχολόγος, νομικός, γιατροί.

Έτσι ζούμε στην Ιερά Μονή μας στο Βολσκ. Τώρα έχουμε εννέα αδελφές.

Λιτανεία στην Ιερά Μονή της Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη ΒολσκΛιτανεία στην Ιερά Μονή της Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια στην πόλη Βολσκ

Στο μοναστήρι μας κάθε χρόνο έρχεται η λιτανεία από όλες τις εκκλησίες της πόλης. Οι κάτοικοι της πόλης Βολσκ περίμεναν πολύ την αναστήλωση του παλαιού μας μοναστηριού.

Οι μοναχές της Μονής μας που είχαν εκτελεστεί για την πίστη τους, προσεύχονται για μας και θέλουμε να κτίσουμε ένα εκκλησάκι προς τιμή τους

Μετά την επανάσταση είχαν εκτελεστεί 37 μοναχές της Μονής μας και θέλουμε να κτίσουμε ένα εκκλησάκι προς τιμήν αυτών που μαρτύρησαν για τον Χριστό. Από ό, τι φαίνεται, αυτές προσεύχονται για εμάς. Εδώ νιώθουμε την πολύ ισχυρή πνευματική τους υποστήριξη.

Νομίζω ότι χάρη στις προσευχές τους μπορέσαμε τόσο γρήγορα να αναγεννήσουμε το μοναστήρι και να κτίσουμε το ναό.

Ο Ιερός Ναός της Παναγίας της Βλαδιμήρσκαγια στις αρχές του 20ου αιώναΟ Ιερός Ναός της Παναγίας της Βλαδιμήρσκαγια στις αρχές του 20ου αιώνα

Ο εκ νέου κτισμένος Ιερός Ναός της Ιεράς Μονής Παναγίας ΒλαδιμήρσκαγιαΟ εκ νέου κτισμένος Ιερός Ναός της Ιεράς Μονής Παναγίας Βλαδιμήρσκαγια

Το Κέντρο βρίσκεται στο νέο κτίριο, έτσι ώστε οι μαμάδες και τα παιδιά να μπορούν να ζουν με ανέσεις. Οι αδελφές ζουν ακόμα στο παλαιό κτίριο, το οποίο δεν έχει αναστηλωθεί ακόμα. Για αυτό το έργο απαιτούνται πολλά χρήματα. Γι’ αυτό, θα προσευχόμαστε για όσους θελήσουν να μας βοηθήσουν.

Ηγουμένη Μακαρία (Σεμιόνοβα)
Κατέγραψε η Όλγα Ροζνιόβα
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

Pravoslavie.ru

1/11/2021