Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑ\ΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑ\ΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΜΑΡΤΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Η Αγία Ευθαλία μαρτύρησε από το χέρι του αδερφού της.



site analysis


Ο μάρτυρας Ευφάλια του Λεέντιν
Η Αγία Ευθαλία, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 2 Μαρτίου,ζούσε στη Σικελία και είχε μητέρα αιμορροούσα που ονομάζονταν και αυτή Ευθαλία

Κάποτε λοιπόν η μητέρα της, είδε στο όνειρο της τους Άγιους Μάρτυρες Αλφειό, Φιλάδελφο και Κυπρίνο, που τη μνήμη τους γιορτάζουμε στις 10 Μαΐου, οι όποιοι της είπαν ότι αν πιστέψει στον Χριστό και βαπτισθεί, θα γιατρευτεί και θα σωθεί.


Οι Άγιοι μάρτυρες   Αλφειός, Φιλάδελφος και Κυπρίνος


Όταν ξύπνησε η μητέρα Ευθαλία πείστηκε στα λόγια των Αγίων Μαρτύρων. Έτσι, μαζί με τη θυγατέρα της Ευθαλία, πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.
Υπήρχε όμως και ο γιος της Σερμιλιανός, ο όποιος κόντεψε να την πνίξει, μόλις έμαθε ότι η μητέρα του έγινε χριστιανή. Γλύτωσε το βέβαιο θάνατο, με τη βοήθεια κάποιας υπηρέτριας και έφυγε.

Αποτέλεσμα εικόνας για ЕВФАЛИЯ ЛЕЕНТИНСКАЯ (СИЦИЛИЙСКАЯ), МЦ.
Η δε θυγατέρα της, η Αγία Ευθαλία, έκανε δριμύτατη παρατήρηση στον αδελφό της, που θέλησε να σκοτώσει τη μητέρα τους. Αυτός τότε, αφού την έδειρε δυνατά, έπειτα την παρέδωσε σ’ έναν δούλο του να τη βιάσει. Προσευχομένη τότε η Αγία τύφλωσε τον δούλο. Ο δε αδελφός της μόλις είδε το γεγονός, σαν άλλος Κάϊν, αποκεφάλισε την αδελφή του και έτσι η μακαριά πήρε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
πηγή 

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη



site analysis
Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη
Αγία Ματρώνα η εν Θεσσαλονίκη
Εορτάζει στις 27 Μαρτίου εκάστου έτους.
Ουκ άξιον λαθείν σε Μαρτυς Ματρώνα,
Καν ένδον ειρκτής εκπνέης κεκρυμμένη.
Εικάδι εβδομάτη θάνε Ματρώνα ενί ειρκτή.
Βιογραφία
Η Οσία Ματρώνα έζησε στη Θεσσαλονίκη και συγκαταλέγεται μεταξύ των Μαρτύρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας μας, κατά την περίοδο των διωγμών. Υπήρξε ακόλουθος μιας πλούσιας και ευγενούς Ιουδαίας, με το όνομα Παντίλλα η Παυτίλλα, η οποία ήταν σύζυγος του στρατοπεδάρχη της Θεσσαλονίκης. Καθημερινά συνόδευε την κυρία της στη συναγωγή της πόλεως, όπου ωστόσο δεν πήγαινε η ίδια, διότι κρυφά κατέφευγε σε χριστιανικό ναό, για να προσευχηθεί.
Μοιραία, όμως, επειδή για πολύ καιρό η Ματρώνα ξεγελούσε την κυρία της, μια λάθος κίνηση στάθηκε αφορμή για να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. σε μία εορτή των Ιουδαίων, κατά την οποία συνήθιζαν να τρώνε πικρά χόρτα και άζυμα, η Ματρώνα άργησε να επιστρέψει από το ναό και όταν έφθασε στην συναγωγή γινόταν η τελετή των Επιτιμίων. Ένας από τους δούλους της Παντίλλας κατήγγειλε ότι η Ματρώνα ήταν Χριστιανή και ότι εξαπατά την κυρία της, φροντίζοντας κάθε φορά που αυτή προσερχόταν στην συναγωγή, εκείνη να πηγαίνει στην Εκκλησία. Αυτό προκάλεσε την οργή της Παντίλλας, που δεν δίστασε, ξεσπώντας σε κραυγές, να την κατηγορήσει ότι είναι εχθρική προς αυτήν. Διέταξε αμέσως την σύλληψή της και, αφού την συνέλαβαν και την έδεσαν, άρχισαν να την μαστιγώνουν. Η Ματρώνα, όμως, με παρρησία δήλωσε ότι είναι Χριστιανή και ότι, αν και η κυρία της εξουσίαζε το σώμα της και την ίδια της την ζωή, ωστόσο δεν μπορούσε να την μεταπείσει σε όσα πίστευε.
Η Παντίλλα, αφού την αλυσόδεσε, διέταξε να την φυλακίσουν και να σφραγίσουν την πόρτα του κελιού της. Έπειτα από τρεις ημέρες, νωρίς το πρωί, πήγε η ίδια να δει αν η Ματρώνα ζει. Έκπληκτη διαπίστωσε ότι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της και στεκόταν φωτεινή ψάλλοντας, χωρίς να έχει το παραμικρό ίχνος τραύματος και βασανισμού. Εξοργισμένη η Παντίλλα διέταξε να δέσουν πάλι την Ματρώνα και να την μαστιγώσουν ανηλεώς. Εκείνη, έκπληκτη για την ιδιαίτερη σκληρότητα της κυρίας της, την ρώτησε γιατί την βασάνιζε, ομολογώντας ωστόσο την πίστη της στον Χριστό. Καταπονημένη από τα βασανιστήρια και μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια της, η Ματρώνα κλείσθηκε και πάλι στην φυλακή.
Έπειτα από τρεις ημέρες, όταν η Παντίλλα επισκέφθηκε το κελί της φυλακής της Αγίας, αντίκρισε το ίδιο θέαμα. Την Μάρτυρα απελευθερωμένη από τα δεσμά της, με το ίδιο φωτεινό πρόσωπο, παρά τα βασανιστήρια και την πείνα που υπέστη επί δεκατέσσερις ημέρες. Τότε η κυρία της, γεμάτη οργή, διέταξε να δέσουν την Ματρώνα σε δρύινα ξύλα και να την βασανίσουν. Εξαντλημένη η Αγία από τις μαστιγώσει και με το σώμα της γεμάτο σημάδια, ψέλλισε με αδύναμη φωνή λίγες λέξεις προσευχής και παρέδωσε το πνεύμα της.
Η Παντίλλα διέταξε τότε κάποιον με το όνομα Στρατόνικος, να τυλίξει το λείψανο της Αγίας σε δέρμα και στην συνέχεια να το ρίξει έξω από τα τείχη της πόλεως. Το ιερό λείψανό της το παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια κοντά στην Λεωφόρο, δηλαδή την Εγνατία οδό. Μετά το τέλος των διωγμών, ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος πήρε το σκήνωμα της Μάρτυρος και το μετέφερε μέσα στην πόλη και, αφού έκτισε ναό, το απέθεσε εντός αυτού.
Την εποχή της Φραγκοκρατίας, όμως, το σκήνωμα της Αγίας μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη και εναποτέθηκε σε ναό, που καταστράφηκε κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης υπήρχε και μονή αφιερωμένη στην Αγία Ματρώνα.
 Απολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ήχος γ’. Την ωραιότητα.
Γνώμην αήττητον, Ματρώνα φέρουσα, πίστιν την ένθεον, άσυλον έσωσας, μη δουλωθείσα την ψυχήν, Εβραίων τη απηνεία όθεν αριστεύσασα, και τον δόλιον κτείνασα, μυστικώς νενύμφευσαι, τω Δεσπότη της κτίσεως. Αυτόν ουν εκτενώς εκδυσώπει, πάσης ημάς ρυσθήναι βλάβης.
Οπτικοακουστικό Υλικό

Ακούστε το απολυτίκιο!
Πηγή:  saint.gr 

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Η Αγία Δροσίς και οι συν αυτή πέντε Κανονικές – 22 Μαρτίου



site analysis


22 Μαρτίου 2018


Οι άγιοι Βασίλειος Αγκύρας, Δροσίς και Καλλινίκη (22 Μαρτίου).
Η Αγία Μάρτυς Δροσίς ήταν θυγατέρα του αυτοκράτορα Τραϊανού (98 – 117 μ.Χ.) και συμπαθούσε τους Χριστιανούς, που τόσο υπέφεραν από τον διωγμό. Κάθε βράδυ η Αγία εξερχόταν από τα ανάκτορα και μαζί με πέντε Κανονικές, δηλαδή πέντε μοναχές, περισυνέλεγε και ενταφίαζε τα λείψανα των άταφων Χριστιανών, που είχαν μαρτυρήσει.
Όμως ένας σύμβουλος του αυτοκράτορος, που ήταν και μνηστήρας της Δροσίδος, ο Αδριανός, πληροφόρησε τον βασιλέα για το έργο των γυναικών. Τότε ο Τραϊανὸς τις συνέλαβε και την μεν Αγία Δροσίδα την περιόρισε στο παλάτι, τις δε μοναχές τις έριξε μέσα σε χωνευτήρι με λιωμένο χαλκό.
Στο Συναξάρι αναφέρεται ότι με τον χαλκό αυτό, μέσα στον οποίο χωνεύθηκαν οι πέντε Αγίες, ο Τραϊανός διέταξε να κατασκευασθον οι βάσεις των χάλκινων αγγείων του δημόσιου λουτρού, το οποίο είχε ανεγείρει και που επρόκειτο να δοθεί σε δημόσια λειτουργία κατά την ημέρα της εορτής των Απολλωνίων.
Όταν έγιναν τα εγκαίνια του λουτρού, ο πρώτος που έσπευσε να εισέλθει μέσα, μόλις πλησίασε, έπεσε κάτω νεκρός. Το ίδιος συνέβη και με όσους άλλους, μετά από αυτόν, πλησίασαν την θύρα.
Μόλις ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε τα γεγονότα, ρώτησε τους ιερείς των ειδώλων μήπως οι Χριστιανοί είχαν κάνει καμία μαγεία. Εκείνοι απάντησαν ότι αυτό το έκαναν τα χάλκινα αγγεία, που κατασκευάστηκαν από τα λείψανα των πέντε μοναχών. Τότε ο Τραϊανός διέταξε να κατασκευασθούν άλλα χάλκινα αγγεία, ώστε να σταματήσουν οι θάνατοι και να ξαναλιώσουν τα αγγεία μέσα στα οποία μαρτύρησαν οι Άγίες, για να κατασκευαστούν χάλκινα ομοιώματα των πέντε εκείνων Μαρτύρων προς ατίμωση και όνειδός τους.
Έτσι κι έγινε. Τα γυμνά αγάλματα στήθηκαν. Ο Τραϊανός, όμως, είδε στον ύπνο του τις πέντε μοναχές να τον επιτιμούν και να του προαναγγέλουν την κοίμηση της θυγατέρας του. Ὁ ἀσεβὴς αὐτοκράτορας ἐξοργίστηκε, διότι ο Θεός εξευτέλισε τις ανόητες βουλές του και τις γεμάτες παράνοια πράξεις του. Έδωσε, λοιπόν, εντολὴ να αναφθούν δύο κλίβανοι σε καθένα από τα δύο άκρα της πόλεως και να πυρακτώνονται συνεχώς. Με διαταγή του τοποθέτησε στους κλιβάνους και επιγραφή, η οποία έγραφε: «Χριστιανοί, που προσκυνάτε τον Εσταυρωμένο, λυτρώσατε τους εαυτούς σας από τα πολλά βασανιστήρια καὶ απαλλάξατε εμάς από τον κόπο των βασάνων. Ρίψατε εαυτούς στον κλίβανο».
Η Αγία Δροσίς απέβαλε τα βασιλικά ενδύματα και έφυγε από τα ανάκτορα χωρίς να την αντιληφθεί κανείς. Προχωρούσε προς τον κλίβανο, για να μαρτυρήσει υπέρ του Χριστού και να βρεθεί κοντά στις Αγίες, που αναπαύονταν στη Βασιλεία του Θεού. Σκέφθηκε όμως ότι δεν είχε βαπτισθεί. Έβγαλε τότε από το θηλάκιο του χιτώνα της το μύρο, μπήκε μέσα σε ένα λάκκο με νερό και βαπτίσθηκε στο Όνομα του Πατρὸς και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Στην συνέχεια κρύφθηκε κάπου για λίγες ημέρες, τρεφόμενη με τροφή που της έφερνε Άγγελος Κυρίου, και παρακαλώντας τον Θεό να της δείξει τί έπρεπε να κάνει, παρέδωσε την ψυχή της.

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Ὁ Βίος τῆς Ἁγίας Ὑπομονῆς - 13 Μαρτίου



site analysis


Η μνήμη τῆς Ὁσίας καὶ Θεοφόρου μητρὸς ἠμῶν Ὑπομονῆς,

τελεῖται στις 13 Μαρτίου καὶ στις 29 Μαΐου

Ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη»
Ἡ Ἁγία Ὑπομονή, κατὰ κόσμον Ἑλένη Δραγάση, καὶ ἀργότερα, ὡς σύζυγος τοῦ Μανουὴλ Β' Παλαιολόγου, «Ἑλένη ἡ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ αὐγούστα καὶ αὐτοκρατόρισσα τῶν Ρωμαίων ἡ Παλαιολογίνα», ἦταν θυγατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Δραγάση, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἡγεμόνες - κληρονόμους τοῦ μεγάλου Σέρβου κράλη (=βασιλιᾶ) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ καὶ εὐλογημένη γενιά. Στοὺς προγόνους της συγκαταλέγονται ἄνθρωποι ποὺ ἁγίασαν (π.χ. ὁ Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας καὶ κτίτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους = ὅσιος Συμεὼν ὁ Μυροβλύτης). Ὁ Κωνσταντῖνος Δραγάσης ἀνέλαβε τὴν ἡγεμονία τοῦ σημερινοῦ βουλγαρικοῦ τμήματος τῆς βόρειο - ἀνατολικῆς Μακεδονίας, στὴν περιοχὴ μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ἀξιοῦ καὶ Στρυμῶνος.


Ἡ γέννησή της τοποθετεῖται στὰ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τὸ Δουσὰν χρόνια. Ἡ ἀνατροφή, ἡ μόρφωση, ἡ ἀγωγή της, ἦταν διαποτισμένα μὲ ὅ,τι ἀνώτερο ὑπαγόρευε τὸ βυζαντινὸ ἰδεῶδες, διότι οἱ Σέρβοι εἶχαν ἐπηρεαστεῖ πολὺ ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ πολιτισμό. Ἐνοίωθε τὸν ἑαυτὸ τῆς περισσότερο ταυτισμένο μὲ τὸν...
πολιτισμὸ καὶ κυρίως μὲ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Συναισθηματικὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἔρρεπε μᾶλλον πρὸς τὸ Βυζάντιο, τοῦ ὁποίου ἐπέπρωτο νὰ γίνει Αὐγούστα καὶ Αὐτοκρατόρισσα, πέρα πρὸς τὴν γενέθλιο σερβικὴ πατρίδα.
Κοντὰ σ' αὐτὰ καὶ πάνω ἀπ' αὐτά, γαλουχήθηκε μὲ τὴν πατροπαράδοτη στὴν οἰκογένειά της, ἀκράδαντη ὀρθόδοξη πίστη στὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι ποὺ θὰ τὴν ὁδηγεῖ, θὰ τὴν φωτίζει, καὶ θὰ τὴν ἐμπνέει στὴν πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις καὶ δοκιμασίες ζωή της.
Ὑπολογίζεται νάταν 19 περίπου χρονῶν ὅταν παντρεύτηκε τὸν Μανουὴλ Β' Παλαιολόγο (τέλη τοῦ 1390), λίγους μῆνες πρὶν γίνει Αὐτοκράτορας.
Ἡ καινούργια ζωὴ τῆς Ἑλένης - ἁγίας Ὑπομονῆς, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἔδειξε ὅτι θὰ ἦταν Γολγοθάς. Πολλὲς ἦταν οἱ φορὲς ποὺ χρειάστηκε νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τῆς προσβολῆς καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ στὸ πλευρὸ τοῦ συζύγου της, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ κατ' ὄνομα χριστιανικὰ κράτη τῆς Δύσεως, στὴν ἀπεγνωσμένη προσπάθειά του νὰ βρεῖ τρόπους σωτηρίας τῆς ἑτοιμοθάνατης Αὐτοκρατορίας.
Ἡ Ἑλένη - ἁγία Ὑπομονὴ ἀπεδείχθη ἐξαιρετικὸς ἄνθρωπος ποὺ συγκέντρωνε πολλὲς καὶ μεγάλες ἀρετές, καὶ ψυχικὴ δύναμη. Ἔδειξε ὅτι εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τόσο τῆς θέσης της καὶ τῶν περιστάσεων, ὅσο καὶ τοῦ ρόλου ποὺ αὐτὲς τῆς ὑπαγόρευαν, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα.
Ἀγαποῦσε τὸ λαό. Ἦταν ἡ μεγάλη μάννα ποὺ ὁ καθένας μποροῦσε νὰ προστρέξει. Συμμεριζόταν τὶς ἀγωνίες του καὶ ἀνησυχίες του ἐνώπιον τῶν φοβερῶν ἐθνικῶν κινδύνων καὶ προσπαθοῦσε πάντοτε μὲ τὴν προσευχή, μὲ τὴν πραότητά της καὶ μὲ γλυκὰ καὶ παρηγορητικά της λόγια νὰ τὸν ἐνισχύσει. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὰ καὶ εὔγλωττα μέσα στὴν λακωνικότητά της τὰ ὅσα γράφει γιὰ τὴν Αὐτοκρατόρισσα, ὁ σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστὸς - Πλήθων: «Ἡ Βασιλὶς αὔτη μὲ πολλὴν ταπείνωσιν καὶ καρτερικότητα ἐφαίνετο νὰ ἀντιμετωπίζει καὶ τὰς δύο μορφᾶς τῆς ζωῆς. Οὔτε κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν δοκιμασιῶν ἀπεγοητεύετο, οὔτε ὅταν εὐτυχοῦσε ἐπανεπαύετο, ἀλλὰ εἰς κάθε περίπτωσιν ἔκανε τὸ πρέπον. Συνεδύαζε τὴν σύνεσιν μὲ τὴν γενναιότητα, περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην γυναίκα. Διεκρίνετο διὰ τὴν σωφροσύνην της. Τὴν δὲ δικαιοσύνην τὴν εἶχε εἰς τελειότατον βαθμόν. Δὲν ἐμάθαμε νὰ κάμνει κακὸν εἰς οὐδένα, οὔτε μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, οὔτε μεταξὺ τῶν γυναικών. Ἀντιθέτως ἐγνωρίσαμε νὰ κάμνει πολλὰ καλὰ καὶ εἰς πολλούς. Μὲ ποῖον ἄλλον τρόπον δύναται νὰ φανεῖ ἐμπράκτως ἡ δικαιοσύνη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γεγονός του νὰ μὴ κάμνει κανεὶς ποτὲ θεληματικὰ καὶ σὲ κανέναν κακό, ἀλλὰ μόνον τὸ ἀγαθὸν σὲ πολλούς;».
Στάθηκε ἀντάξια τοῦ φιλόσοφου καὶ φιλοχριστοῦ συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε ἄξια δίπλα του γιὰ 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα μὲ σύγχρονή τους μαρτυρία, δήλ. ὅλα γινόντουσαν μὲ συμφωνία, ὁμόνοια, συναπόφαση, ἐν πνεύματι Χριστοῦ καὶ ἀγωνιστικὴ ἁγιότητα. Κατόρθωναν νὰ τιμοῦν τὴν ἀρετὴ μὲ λόγια καὶ ἔργα. «Λόγω μὲν διδάσκοντας τὸ πρακτέον, ἔργω δὲ γενόμενοι πρότυπα καὶ εἰκόνες ἐφηρμοσμένης ἀγάπης».
Στὸ εὐλογημένο ζευγάρι ὁ Θεὸς χάρισε ὀκτὼ παιδιά. Ἔξι ἀγόρια ἀπὸ τὰ ὁποία τὰ δύο ἀνέβηκαν στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, ὁ Ἰωάννης Η' καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ΙΑ', ὁ τελευταῖος θρυλικὸς αὐτοκράτορας. Ὁ Θεόδωρος, ὁ Δημήτριος καὶ ὁ Θωμὰς διετέλεσαν δεσπότες τοῦ Μυστρά, καὶ ὁ Ἀνδρόνικος τῆς Θεσσαλονίκης. Καὶ δύο κορίτσια, τὰ ὁποῖα ὅμως πέθαναν σὲ μικρὴ ἡλικία. Ἡ πολύτεκνη καὶ φιλοτεκνη μητέρα γαλούχησε τὰ παιδιά της μὲ τὰ νάματα τῆς πίστεως καὶ τὴ γλυκύτατη διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁδηγοῦσε σὲ ἱερὰ προσκυνήματα καὶ σεβάσμια Μοναστήρια τῆς Βασιλεύουσας, καὶ ἐπιζητοῦσε ὑπὲρ αὐτῶν τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων ἀσκητῶν καὶ Γερόντων. Τὰ ἀνέθρεψε «ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου», καὶ ποτὲ δὲν «ἔπαυσε μετὰ δακρύων προσευχῆς καὶ ἀγάπης νὰ νουθετῆ ἕνα ἕκαστον».Μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, μὲ προσοχὴ καὶ προσευχὴ σμίλεψε τοὺς χαρακτῆρες τους, τοὺς ἔδωσε μαζὶ μὲ τὸ «ζῆν»καὶ τὸ «εὖ ζῆν». Ἔτσι, κατάφερε, μεταξὺ ἄλλων, νὰ θέσει τέρμα στὶς ἐπὶ 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας γιὰ τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχαν ἐξαντλήσει τὴν αὐτοκρατορία. Οἱ ὅποιες διαφορὲς ἀπόψεων ἡ διενέξεις παρουσιάζονταν (μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ἥσυχα μὲ τὸ κύρος τῆς μητρικῆς της παρέμβασης καὶ τῆς προσευχῆς της.
Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ ἀγάπη της γιὰ τὰ Μοναστήρια. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν, ξεκουραζόταν ἡ ψυχή της, ἀντλοῦσε δύναμη καὶ κουράγιο γιὰ τὴ συνέχεια. Αὐτό, τὸ ἐνέπνευσε σὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά της. Ὁ σύζυγός της ἀφοῦ παρέδωσε τὸν θρόνο στὸν πρωτότοκο Ἰωάννη, δύο μῆνες πρὶν τὸν θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), ἀπεσύρθη στὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ματθαῖος. Ἡ ἴδια, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ συζύγου της ἔγινε μοναχὴ (1425) στὴ Μονὴ τῆς κυρᾶς Μάρθας, μὲ τὸ ὄνομα Ὑπομονή. Καὶ τρία ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοὺς ἐπίσης ἔγιναν μοναχοί, ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ Ἀνδρόνικος (μ. Ἀκάκιος) στὴ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορος, καὶ ὁ Δημήτριος (μ. Δαυὶδ) στὸ Διδυμότειχο.
Ἀκόμα, ἐν ὄσω βρισκόταν στὴν πατρίδα της, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της ἔκτισαν τὴν Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στὸ Πογάνοβο τῆς πόλης Δημήτροβγκραντ τῆς Ν.Α. Σερβίας. Στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχε συνδεθεῖ μὲ τὴν Ι. Μ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Πέτρας, ὅπου φυλαγόταν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ὁσίου Παταπίου τοῦ θαυματουργοῦ, στὸν ὁποῖο ἡ ἁγία Ὑπομονὴ ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐλάβεια. Ἡ Μονὴ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν συνασκητὴ τοῦ ὁσίου Παταπίου στὴν Αἴγυπτο, ὅσιο Βάρα, ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ 450μ.Χ. Μὲ τὴν συμβολὴ τῆς ἁγίας ἱδρύθηκε στὴ Μονὴ γυναικεῖο γηροκομεῖο μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων». Ἡ εὐλάβειά της πρὸς τὸν ὅσιο Πατάπιο φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἁγιογράφος τοῦ σπηλαίου τοῦ ὁσίου Παταπίου στὰ Γεράνεια ὅρη τῆς Κορινθίας θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ ἱστορήσει τὴν ἁγία Ὑπομονὴ δίπλα ἀπὸ τὸ σκήνωμα τοῦ ὁσίου.
Ἄνθρωπος φωτεινὸς καὶ φωτισμένος ἡ ἁγία Ὑπομονή, προικισμένη μὲ πολλὰ τάλαντα, ποὺ τὰ «ἐμπορεύθηκε» μὲ σύνεση καὶ σωφροσύνη καὶ τὰ πολλαπλασίασε, κατάφερε μὲ τὴν ἀρετή, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν καρτερία της νὰ φθάσει σὲ δυσανάβατα μέτρα ἀρετῆς. Μία σημαντικὴ φυσιογνωμία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ πρῶτος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης μετὰ τὴν ἅλωση, στὸν Παραμυθητικό του Λόγο πρὸς τὸν Βασιλέα Κωνσταντῖνο ΙΑ', «Ἐπὶ τὴ κοιμήσει τῆς μητρὸς Αὐτοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς», ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ τὰ ἑξῆς:
«Τὴν μακαρίαν ἐκείνην Βασίλισσαν ὅταν τὴν ἐπεσκέπτετο κάποιος σοφός, ἔφευγεν κατάπληκτος ἀπὸ τὴν ἰδικὴν της σοφίαν. Ὅταν τὴν συναντοῦσε κάποιος ἀσκητής, ἀποχωροῦσε, μετὰ τὴν συνάντηση, ντροπιασμένος διὰ τὴν πτωχείαν τῆς ἰδικῆς του ἀρετῆς, συγκρινομένης πρὸς τὴν ἀρετὴν ἐκείνης. Ὅταν τὴν συναντοῦσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εἰς τὴν ἰδικὴν του περισσοτέραν σύνεσιν. Ὅταν τὴν συναντοῦσε κάποιος νομοθέτης, ἐγινόταν προσεκτικώτερος. Ὅταν συνομιλοῦσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ὅτι ἔχει ἐνώπιόν του ἔμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Ὅταν κάποιος θαρραλέος (τὴ συναντοῦσε), ἐνοίωθε νικημένος, αἰσθανόμενος ἔκπληξιν ἀπὸ τὴν ὑπομονήν, τὴν σύνεσιν καὶ τὴν ἰσχυρότητα τοῦ χαρακτῆρος της. Ὅταν τὴν ἐπλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, ἀποκτοῦσε ἐντονώτερο τὸ αἴσθημα τῆς φιλανθρωπίας. Ὅταν τὴν συναντοῦσε κάποιος φίλος τῶν διασκεδάσεων, ἀποκτοῦσε σύνεσιν, καί, γνωρίζοντας τὴν ταπείνωσιν εἰς τὸ πρόσωπόν της, μετανοοῦσε. Ὅταν τὴν ἐγνώριζε κάποιος ζηλωτὴς τῆς εὐσεβείας, ἀποκτοῦσε μεγαλύτερον ζῆλον. Κάθε πονεμένος μὲ τὴ συνάντηση μαζί της, καταλαγίαζε τὸν πόνο του. Κάθε ἀλαζόνας αὐτοτιμωροῦσε τὴν ὑπερβολικήν του φιλαυτίαν. Καὶ γενικὰ κανένας δὲν ὑπῆρξε, ποὺ νὰ ἦλθεν εἰς ἐπικοινωνίαν μαζί τῆς καὶ νὰ μὴν ἔγινε καλύτερος».
Ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ μὴν ζήσει τὶς τελευταῖες τραγικὲς στιγμὲς τῆς Αὐτοκρατορίας. Τὴν κάλεσε κοντά Τοῦ στὶς 13 Μαρτίου 1450, ἔχοντας διανύσει 35 χρόνια ὡς Αὐτοκρατόρισσα καὶ 25 ὡς ταπεινὴ μοναχή. Ὁ σύγχρονός της διάκονος Ἰωάννης Εὐγενικός, ἀδελφός του Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου, στὸν Παραμυθητικό του Λόγο πρὸς τὸν Κῶν/ νὸν Παλαιολόγον ἐπὶ τὴ κοιμήσει τῆς Μητρὸς τοῦ ἁγίας Ὑπομονῆς συνοψίζει:
«Ὡς πρὸς δὲ τὴν ἀοίδιμον, ἐκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τὰ πάντα ἐν ὄσω ζοῦσε, ἤσαν ἐξαίρετα, ἡ πίστις, τὰ ἔργα, τὸ γένος, ὁ τρόπος, ὁ βίος, ὁ λόγος καὶ ὅλα μαζὶ ἤσαν σεμνὰ καὶ ἐπάξια της θείας τιμῆς καί, ὅπως ἔζησε μέτοχός τῆς θείας Προνοίας, ἔτσι καὶ ἐτελεύτησεν».
Η «Ἁγία Δέσποινα»,ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε τὴν ἔννοια τοῦ μοναχικοῦ της ὀνόματος (Ὑπομονὴ) μὲ τὸν τρόπον ἀντιμετωπίσεως καὶ τῶν εὐτυχῶν στιγμῶν καὶ τῶν ἀπείρων δυσκολιῶν τῆς ὅλης ζωῆς της. Ὑπομονὴ κατὰ βίον, πράξιν καὶ μοναχικὸ ὄνομα. «Τῆ ὑπομονὴ αὐτῆς ἐκτήσατο τὴν ψυχὴν αὐτῆς».
(Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ 2006 τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης).

Σύγχρονο θαῦμα τῆς Ἁγίας
Εἶναι ἀρκετὲς οἱ ἐμφανίσεις τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς τὰ τελευταία χρόνια σὲ εὐσεβεῖς καὶ μὴ χριστιανούς. Ἐπιλεκτικὰ καταχωροῦμε ἕνα συμβὰν ποὺ περιγράφει τὴν θαυμαστὴ ἐμφάνισί τῆς καὶ θεραπεία κάποιου ἀσθενῆ.
«Ἡ ἁγία Ὑπομονὴ ἐμφανίσθηκε ὡς μοναχὴ σὲ κάτοικο τῶν Ἀθηνῶν ποὺ ἐργαζόταν σὲ ταξί. Τὸ σταμάτησε καὶ ζήτησε νὰ κατευθυνθῆ πρὸς τὸ Λουτράκι. Ὁ ταξιτζὴς εἶχε καρκίνο τοῦ δέρματος στὰ χέρια του καὶ βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀπελπισία. Καθ' ὁδὸν ἡ μοναχὴ ποὺ φοροῦσε ἕνα κουκούλι μὲ κόκκινο σταυρὸ τὸν ρώτησε.
Γιατί εἶσαι μελαγχολικός;
Καὶ ἐκεῖνος δὲν ἐδίστασε νὰ ὁμολογήσει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Μετὰ τὸν ρώτησε ἂν θέλη νὰ τὸν σταυρώσει γιὰ νὰ γίνει καλὰ καὶ ἐκεῖνος δέχθηκε. Σὲ λίγο ὅμως τὸν ἐπίασε ὑπνηλία καὶ παρεκάλεσε τὴν μοναχὴ νὰ σταθοῦνε λίγο γιὰ νὰ μὴν σκοτωθοῦνε. Εἶχαν φθάσει κοντὰ στὰ διόδια καὶ εὔκολα θὰ ἔβρισκαν ἄλλο ταξὶ ἂν ἐκείνη βιαζόταν. Κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Ὅταν ξύπνησε διαπίστωσε ὅτι τὰ χέρια του εἶχαν γίνει καλά, ἀλλὰ ἡ μοναχὴ εἶχε ἐξαφανιστῆ. Ρώτησε τοὺς ἀνθρώπους τῶν διοδίων μήπως εἴδανε καμμιὰ μοναχὴ ἐκεῖ κοντά, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τὴν εἶχε δεῖ. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στὸ ταξί του καὶ κατάλαβε ὅτι κάποια ἁγία ἦταν κι' ἔγινε ἄφαντη. Κατευθύνθηκε μετὰ στὸν γιατρό του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ περιστατικό. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἔπεσε τὸ μάτι του σὲ μία εἰκόνα ποὺ ἦταν κρεμασμένη στὸν τοῖχο τοῦ ἰατρείου. Πετάχθηκε ἀπ' τὸ κάθισμά του καὶ φώναξε: «Αὐτὴ ἢταν».
Σημειωτέον ὅτι ἡ εἰκόνα ἦταν τῆς ἁγίας Ὑπομονῆς. Ἔτσι ἔμαθε ποιὰ ἦταν ἐκείνη ποὺ τὸν θεράπευσε καὶ τὸν γλύτωσε καὶ ἀπ' τὴν ἀπελπισία. Τὸ κουκούλι μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ ἔδειχνε τὴν καταγωγὴ πρὶν γίνει αὐτοκρατόρισσα τοῦ Βυζαντίου καὶ μὲ αὐτὸ τὸ μοναχικὸ σχῆμα τελείωσε καὶ τὴν ἐπίγεια ζωή της. Ἐκ τῶν ὑστέρων γίνηκε γνωστὸ ὅτι ἡ ἡμέρα ποὺ γίνηκε τὸ θαῦμα ἦταν 13 Μαρτίου, ἡμέρα ποὺ ἡ ἁγία γιορτάζει».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο ἐκδόσεως Ι. Μ. Ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου)

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Τὴν κλεινὴν βασιλίδα ἐγκωμιάσωμεν, Ὑπομονὴν τὴν ὁσίαν, περιστερὰν εὐλαβῆ ἐκ τοῦ κόσμου πετασθείσαν τῆς συγχύσεως πρὸς τὰς σκηνᾶς τοῦ οὐρανοῦ, ἐν ἀγάπη ἀκλινεῖ, ἀσκήσει καὶ ταπεινώσει βοῶντες, θραῦσον, λιταίς σου ἠμῶν δεσμοὺς ἀνόμους, ἄνασσα
ΠΗΓΗ.ΡΩΜΑΙΪΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΆΡΤΑΣ



site analysis

Αποτέλεσμα εικόνας για ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΆΡΤΑΣ
Όσον αφορά, τα σχετικά με το βίο της οσίας και τη συγγραφή – έκδοση των ακολουθιών της, ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναφέρει τα παρακάτω :  
¨Τον βίο της Οσίας ταύτης Μητρός ημών Θεοδώρας της βασιλίσσης της Ηπείρου συνέγραψεν ο Μοναχός Ιώβ ο Ιασίτης, ο Μέλος, σύγχρονος της Αγίας, όστις και την Ακολουθίαν αυτής εποίησεν. 
Επίσης ο Άρτης Σεραφείμ, ο Ξενόπουλος (1864-1894), εποίησε και Ακολουθίαν ψαλλομένην τη κ΄ (20η) Μαρτίου επί τη μνήμη της ανακομιδής των Λειψάνων της Αγίας, καθώς και Παρακλητικόν εις αυτήν Κανόνα. Η πρώτη Ακολουθία μετά του βίου εξεδόθησαν το πρώτον εν Βενετεία το 1772, το δεύτερον πάλιν εν Βενετεία το 1812 και το τρίτον εν Αθήναις το 1841. Αμφότεραι αι Ακολουθίαι μετά του βίου και του Παρακλητικού Κανόνος εξεδόθησαν εν Αθήναις το 1874¨. Για την ιστορική αξία του βίου της οσίας που συνέταξε ο μοναχός Ιώβ, ο Αντώνιος Μηλιαράκης γράφει τα εξής : ¨Περί των πρώτων χρόνων της δεσποτείας του Μιχαήλ Β΄ ουδέν ιστορούσιν οι ιστορικοί του Βυζαντίου. Μόνη ιστορική πηγή, και αυτή σκοτεινή και συγκεχυμένη κατά τε την χρονολογίαν και τα πρόσωπα, διαλαμβάνουσα περί της αρχής του πολιτικού και στρατιωτικού σταδίου του δεσπότου τούτου, είναι το συναξάριον της Οσίας Θεοδώρας, συζύγου αυτού, γραφέν υπό μοναχού ονόματι Ιώβ¨. Παρακάτω θα παραθέσουμε αποσπασματικά (για την οικονομία του χώρου) το βίο της οσίας, τον οποίο αντιγράφουμε από την ιστοσελίδα http://www.synaxarion.gr :
¨Η Αγία Θεοδώρα γεννήθηκε περί το έτος 1210 πιθανότατα στην Θεσσαλονίκη και υπήρξε γόνος της μεγάλης και αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας Πετραλ(ε)ίφα (νορμανδικής καταγωγής), η οποία εγκατεστημένη αρχικά στο Διδυμότειχο προσέφερε πολλές και σημαντικές υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα.
Ο πατέρας της Ιωάννης είχε τον τίτλο του σεβαστοκράτορος και ήταν διοικητής Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Κοντά στους ευσεβείς και ενάρετους γονείς της ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» αντλώντας από την ζωή τους το πρώτο φωτεινό παράδειγμα ενάρετης ζωής, παράδειγμα που θα χαραχθεί ανεξίτηλα και στην δική της ζωή. Ο πατέρας της πέθανε γρήγορα αφήνοντας τη Θεοδώρα σε μικρή ακόμα ηλικία, ορφανή. Την προστασία της οικογένειας ανέλαβε ο Δούκας της Ηπείρου Θεόδωρος (θειος της), ο οποίος την εποχή αυτή είχε καταλάβει την Θεσσαλονίκη και επέκτεινε το κράτος του μέχρι την Αδριανούπολη. Η Θεοδώρα έζησε και μεγάλωσε στα Σέρβια της Κοζάνης, μία σημαντική πόλη με στρατηγική θέση την εποχή αυτή. Ανατρέφεται μαζί με τα αδέλφια της από την ευσεβή μητέρα της Ελένη και μαθαίνει καλά για τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου, που δεν είναι άλλος παρά η αγιότητα και η «κατά Θεόν ομοίωσις». Η πνευματική καλλιέργεια και ωριμότητα της νεαρής Θεοδώρας, καθώς επίσης και το κάλλος της εντυπωσιάζουν τον Μιχαήλ Β’, που στον δρόμο του για την Άρτα την συναντά στα Σέρβια, ενώ βρισκόταν υπό την προστασία του θείου της Θεοδώρου. Την ζητά αμέσως σε γάμο, ο οποίος και τελείται με κάθε μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα Σέρβια το έτος 1230. Με λαμπρή και μεγάλη συνοδεία, φτάνουν στην Άρτα, την πρωτεύουσα του κράτους της Ηπείρου, στην οποία ο Μιχαήλ Β΄ ανακηρύσσεται μετά από λίγο Δεσπότης.
Ο Μιχαήλ, ισχυρή προσωπικότητα, πνεύμα ανήσυχο και φιλόδοξο, αρχίζει να φροντίζει για την εδραίωση και εξάπλωση του κράτους του. Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα αναδεικνύεται πρώτη κυρία του Δεσποτάτου. Στην μεγάλη αυτή και ένδοξη θέση που ανέβηκε η Θεοδώρα, δεν παρασύρθηκε από την δόξα και το μεγαλείο του αξιώματός της, ούτε, παρά τη νεότητά της, τράπηκε σε υλιστικές απολαύσεις και τρυφηλή ζωή. Και όπως μας πληροφορεί ο βιογράφος της Ιώβ μοναχός, τώρα πιο πολύ κατάλαβε ότι πρέπει να φροντίζει να ζει με πιο πολλή αρετή και σωφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη και αγάπη, με αοργησία και συμπάθεια, με ελεημοσύνη και πραότητα και γενικά, ολόψυχα να δίδεται και να υπηρετεί τον Θεό και τούς ανθρώπους.
Λίγες ήταν οι ευτυχισμένες στιγμές του ζευγαριού. Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας την ευτυχία τους και την αρετή της Θεοδώρας και μην μπορώντας να υποτάξει την ίδια, ρίχνει τα φαρμακερά βέλη του εναντίων της με άλλον τρόπο: «θηλυμανίας τον άνδρα καταμαλάξας, πειρασμόν τη μακαρία εγείρει δεινώτατον». Ο Μιχαήλ παρασύρεται σε πορνεία και ακολασία από μια Αρτινή αρχόντισσα, την Γαγγρινή. Αυτή με την βοήθεια τού διαβόλου κατορθώνει να σκλαβώσει ψυχικά τον Μιχαήλ και να βάλει μίσος άσπονδο στην καρδιά του, εναντίων της καλής και Αγίας συζύγου του. Με την εντολή του προς όλους απαγορεύει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση προς την Αγία και ορίζει αυστηρά να μην κάνουν λόγο γι’ αυτήν στα ανάκτορα, ουτέ το όνομά της καν να προφέρουν στα χείλη τους. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές της ζωής της, φάνηκαν οι καρποί της αληθινής πνευματικής καλλιέργειας της Θεοδώρας. Όπως μέσα στην δόξα και την καλοπέραση του παλατιού δεν παρασύρθηκε και δεν αλλοιώθηκε, έτσι και τώρα μέσα στην φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή η Θεοδώρα δεν κάμφθηκε και δεν λιποψύχησε, αλλά φάνηκε πιο πολύ ο αδαμάντινος χαρακτήρας της και η ακεραιότητα της πίστεώς της.
Στην αυθαιρεσία του άνδρα της αντέταξε την υπομονή και το ταπεινό της φρόνημα. Παρά τις συκοφαντίες και τον διωγμό της από τα ανάκτορα, λαμπρύνθηκε με την σιωπή και την εκούσια μόνωσή της. Χωρίς καμιά ανθρώπινη βοήθεια, οπλισμένη όμως με την ακαταίσχυντη ελπίδα στον Θεό, εγκαταλείπει – έγκυος ήδη – τα ανάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί με τον πρωτότοκο υιό της, το Νικηφόρο, που γεννήθηκε στην εξορία, ταλαιπωρείται στο κρύο και στην ζέστη, στην πείνα και τη δίψα, στην εγκατάλειψη και την μοναξιά. Άγνωστη, πικραμένη και κακοντυμένη περνούσε λόφους και γκρεμούς αποφεύγοντας την μανία του άνδρα της. Στην μεγάλη αυτή δοκιμασία βρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στον ιερέα της Πρένιστας. Μία μέρα που μάζευε λάχανα, για να φάει αυτή και το μικρό της παιδί, την συναντά ο ιερέας και μετά από επίμονη προσπάθεια να μάθει ποιά είναι, η Θεοδώρα του φανερώνεται. Έτσι για λίγο διάστημα βρίσκει προστασία στο σπίτι του καλού αυτού ιερέως. Η αλήθεια όμως και η αρετή όσο και αν σπιλώνονται, όσο και αν παραθεωρούνται, δεν αργούν να φανούν. Οι ευγενείς άρχοντες της Άρτας αγανακτισμένοι από την έκλυτη ζωή του Δούκα Μιχαήλ και την αλαζονεία της πόρνης Γαγγρινής αντιδρούν δυναμικά: διώχνουν την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και απαιτούν από τον βασιλέα να αλλάξει ζωή. Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «έρχεται εις εαυτόν» και αμέσως στέλνει έμπιστους ανθρώπους να βρουν και να φέρουν πίσω την Θεοδώρα.
Πράγματι με πολλή μετάνοια και αγάπη, με επισημότητα και λαμπρότητα υποδέχεται τη νόμιμη και μόνη κυρία και βασίλισσα στα ανάκτορα και στη ζωή του. Δεύτερος σημαντικός στόχος της Αγίας ήταν η ειρήνη μεταξύ των Ελληνικών κρατών της εποχής (Φραγκοκρατία) και η συνεργασία τους – πέρα από τις ατομικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και την κοντόφθαλμη πολιτική τους – για την απελευθέρωση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Το επιχείρημα αυτό στάθηκε δύσκολο, αν λάβουμε υπ’ όψιν, ότι τα δύο σημαντικά κράτη, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας, βρίσκονταν πάντοτε σε αντιζηλία, εχθρότητα, προστριβές και πόλεμο μεταξύ τους. (Για τις προσπάθειες της Αγίας να ειρηνεύσουν τα δύο κράτη θα αναφερθούμε παρακάτω)Μετά από σαράντα περίπου χρόνια έγγαμου βίου, ο Δεσπότης Μιχαήλ Β΄, «καλώς και θεοφιλώς βιώσας», κοιμήθηκε εν Κυρίω. Η Θεοδώρα αμέσως έτρεξε στο μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζει ως μοναχή στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή Αγίας Θεοδώρας). Η ζωή της ασκητική και το πολίτευμά της αγγελικό. Για το διάστημα αυτό του βίου της γράφει ο βιογράφος της, ότι ζούσε σηκώνοντας το βάρος των πόνων και της ασκήσεως, αυξάνοντας τους καρπούς των αρετών της, παραμένοντας νύχτα και ημέρα στην αδιάλειπτη νοερά προσευχή και συνομιλία με τον Θεό με ψαλμούς και ύμνους, εξαγνίζοντας το σώμα της με νηστεία και υπηρετώντας με προθυμία τις αδελφές μοναχές. Ήταν ο προστάτης των αδικουμένων και το στήριγμα των χηρών και ορφανών, βοηθούσε τους πτωχούς, παρηγορούσε τους θλιβομένους. Φροντίζει για την ανέγερση νέων ναών και μοναστηριών και ενδιαφέρεται για την ζωή των μοναχών. Έχει μεγάλη ευλάβεια στους Οσίους ασκητές της περιοχής προς τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη τιμή, όπως φανερώνεται στον βίο του Αγίου Ανδρέου του Ερημίτου († 15 Μαΐου).
Έφθασε όμως και για την Αγία Θεοδώρα το τέλος της επίγειας ζωής και η αρχή της απολαύσεως της άνω ζωής. Στην Οσία αποκαλύπτεται η ημέρα του θανάτου της, όπως συμβαίνει σε πολλούς Αγίους. Θερμά παρακαλεί την Κυρία Θεοτόκο και τον μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο να μεσιτεύουν προς τον Κύριο να της δοθεί παράταση ζωής έξι μηνών «προς την του ναού τελείαν απάρτισιν». Έτσι κι έγινε. Και όταν έφθασε πλέον η ώρα να παραδώσει την Αγία της ψυχή στον Κύριο, συγκεντρώνει τις αδελφές μοναχές. Για τελευταία φορά τις συμβουλεύει με αγάπη και τις καθοδηγεί πως να ζουν και να αγωνίζονται εν Αγίω Πνεύματι, αυτή που ήταν το ζωντανό παράδειγμα μιας άλλης βιοτής. Προσεύχεται για την σωτηρία τους και δίνοντας τις τελευταίες εντολές της «χαίρουσα, το πνεύμα εις χείρας Θεού παρέθετο» σε ηλικία περίπου 70 ετών. Δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τον χρόνο του θανάτου της Αγίας, τοποθετείται όμως στο χρονικό διάστημα από το 1281 – 1285 μ.Χ. Το άγιο και χαριτόβρυτο σώμα της ενταφιάστηκε στο νάρθηκα του καθολικού της μονής της, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται σε ευλογία όλων των πιστών ο σεπτός της τάφος¨.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΥΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ
Η συμβολή της οσίας στα ιστορικά γεγονότα του 13ου αιώνα, συνίσταται στο γεγονός ότι, προσπάθησε να ειρηνεύσουν τα δύο ισχυρά ελληνικά κράτη της εποχής, το βασίλειο της Νίκαιας και το δεσποτάτο της Ηπείρου. Το 1249 υπήρξε μια πρώτη σοβαρή προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών, η οποία επιστεγάστηκε με το συνοικέσιο της εγγονής του Βατάτζη, Μαρίας και του Νικηφόρου, πρωτότοκου υιού του Μιχαήλ Β΄ και της Θεοδώρας.
Ας δούμε πως περιγράφουν το γεγονός του συνοικεσίου δύο ιστορικοί της Ρωμανίας, ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε κάνει συμφωνία με το δεσπότη Μιχαήλ και συγγένεψε μαζί του, γιατί αρραβώνιασε τον Νικηφόρο, τον γιό του Μιχαήλ, με τη Μαρία, την κόρη του γιού του, του βασιλιά Θεοδώρου. Η Θεοδώρα, μάλιστα, η γυναίκα του Μιχαήλ, πήρε τον γιο της, Νικηφόρο, και αφού πέρασε στην Ανατολή, συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα που βρισκόταν στις Πηγές, και έγινε το συνοικέσιο των παιδιών τους. Η Θεοδώρα τότε και ο γιος της, αφού τους περιποιήθηκε ο αυτοκράτορας, γύρισαν στην πατρίδα τους κοντά στον σύζυγο της Μιχαήλ¨.
¨Αλλά προς το παρόν έστειλε πρέσβεις (ο Μιχαήλ Β΄) στο βασιλέα Ιωάννη (Βατάτζη), ζητώντας ως νύφη, για το γιό του Νικηφόρο, την κόρη του γιού του βασιλέα Θεοδώρου Λάσκαρη, Μαρία και κατόρθωσε το ζητούμενο. Έγιναν, λοιπόν, τότε αρραβώνες και συμφωνίες, αφού ακολούθησε τον Νικηφόρο στην Ανατολή και η μητέρα του, Θεοδώρα, με σκοπό να επισκεφθεί τη μνηστευόμενη νύφη και να βεβαιώσει τις συμφωνίες που έγιναν. Και αφού τελείωσαν αυτά, επέστρεψε στην πατρίδα της με το γιό της Νικηφόρο, η Θεοδώρα, η σύζυγος του Μιχαήλ, αφήνοντας εκεί στο σπίτι της τη νύφη και λαμβάνοντας εγγυήσεις από τους βασιλείς και κηδεμόνες ότι τον επόμενο χρόνο θα τελούνταν οι γάμοι¨. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς σε αντίθεση με τον Ακροπολίτη αναφέρει ότι τις πρεσβείες για την επίτευξη του συνοικεσίου, τις έστειλε πρώτος ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και ότι συμφωνήθηκε να τελεστεί ο γάμος τον επόμενο χρόνο.
Ο Αντώνιος Μηλιαράκης μνημονεύοντας το προαναφερθέν συνοικέσιο, αναφέρει για τις βλέψεις του Δεσπότη της Ηπείρου τα εξής : ¨Ο Μιχαήλ Β΄ διά των σχέσεων τούτων (του συνοικεσίου δηλ.) ήθελε μάλλον να αποκρύπτει τους αληθείς αυτού σκοπούς, υποκρινόμενος φαινομενικήν τινα υποτέλειαν, ην πράγματι ουδόλως απεδέχετο, άρχων ήδη κράτους μείζονος του της Νικαίας, διά τούτο μετ΄ ολίγον ενθαρρυνόμενος εκ της αδυναμίας των εν Βυζαντίο Φράγκων ανεκήρυξεν εαυτόν αυτόνομον, και έθετο εν νω παράτολμον σχέδιον εκ νεανικής ορμής να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη, και αναγορευθεί εν αυτή βασιλεύς Ρωμαίων¨. Εν αντιθέσει με τον Δεσπότη της Ηπείρου, η σύζυγος του Θεοδώρα, η οποία έλαβε μέρος προσωπικά στην πραγματοποίηση του συνοικεσίου, εργάστηκε έτσι ώστε να επέλθει ειρήνη σε ανατολή και δύση. Χαρακτηριστικά ο Άγγλος ιστορικός Γουίλιαμ Μίλλερ στο κλασικό έργο του ¨Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα¨ (το οποίο αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την ιστορία της Φραγκοκρατίας στην πατρίδα μας) αναφέρει : ¨Αλλά η Θεοδώρα που ένωνε τις πιο ασυμβίβαστες ιδιότητες, του αγίου και του διπλωμάτη, πρόθυμα ανέλαβε αποστολή για να πετύχει ένα συνοικέσιο μεταξύ του γιου της Νικηφόρου και της εγγονής του Έλληνα Αυτοκράτορα Βατάτζη. Ο Αυτοκράτορας το αποδέχτηκε κι΄ αυτό έδειξε πως παγιώνονταν, οριστικά, η ειρήνη μεταξύ Νίκαιας και Ηπείρου. Πραγματικά τούτο φάνηκε όταν ο Αυτοκράτορας της (Γερμανίας) Φρειδερίκος Β΄ έγραψε στο Δεσπότη (της Ηπείρου), στα 1250, παρακαλώντας τον να αφήσει ελεύθερο το πέρασμα από την Ήπειρο, στα στρατεύματα που του έστελνε ο γαμπρός του Βατάτζης για να τον ενισχύσει στον αγώνα του εναντίον του πάπα Ιννοκέντιου IV¨.
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης φύση και θέση δυσμενώς διακείμενος απέναντι στο δεσπότη της Ηπείρου, σχολιάζει την στάση του, χρησιμοποιώντας και δύο παροιμίες τις οποίες αναφέρουμε και σήμερα : ¨Όμως η παροιμία που λέει ότι το στραβόξυλο ποτέ δεν ισιώνει και ότι ο αράπης δεν ασπρίζει, επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Μιχαήλ, αφού αποστάτησε εναντίον του αυτοκράτορα, έχοντας σαν σύμβουλό του σε αυτό το σχέδιο τον θείο του, Θεόδωρο Άγγελο¨. Ο Ιωάννης Βατάτζης πληροφορούμενος για την αποστασία του Μιχαήλ Β΄ (1251), ετοίμασε τα στρατεύματά του και επετέθη στο δεσποτάτο της Ηπείρου (1252). Ο στρατός της Νίκαιας με την καθοριστική βοήθειά του Θεόδωρου Πετραλ(ε)ίφα αλλά και άλλων αρχόντων της δυτικής Ελλάδος (όπως προαναφέραμε), ανάγκασε το δεσπότη Μιχαήλ να έρθει σε διαπραγματεύσεις. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης ο οποίος έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, ιστορεί τα παρακάτω : ¨Ξεκινήσαμε λοιπόν να συναντήσουμε τον Μιχαήλ και αφού τον συναντήσαμε στη Λάρισα, ρυθμίσαμε τα σχετικά με τη συνθήκη. Αφού πήραμε σαν όμηρο το γιό του Μιχαήλ, Νικηφόρο που ο αυτοκράτορας τον είχε τιμήσει με το αξίωμα του δεσπότη εξαιτίας της εγγονής του, καθώς και τον θείο του Μιχαήλ, Θεόδωρο Άγγελο δεσμώτη, επιστρέψαμε κοντά στον αυτοκράτορα που ήταν στρατοπεδευμένος στα Βοδηνά¨.
Τελικά ο γάμος των δύο παιδιών (Νικηφόρου και Μαρίας) τελέστηκε το 1256 δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη (1254), όταν αυτοκράτορας στη Νίκαια ήταν ο υιός του και πατέρας της νύφης, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης.  Πριν όμως γίνει ο γάμος είχαμε άλλη μία αποστασία του Μιχαήλ και άλλη μια προσπάθεια της οσίας Θεοδώρας ώστε να επιτευχθεί η ειρήνευση. Μετά την κοίμηση του Ιωάννη Βατάτζη οι Βούλγαροι και ο δεσπότης της Ηπείρου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την (όπως πίστευαν) διοικητική απειρία του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Αθέτησαν τις συμφωνίες που είχαν συνάψει με την αυτοκρατορία της Νίκαιας και έκαναν επιδρομές στις επαρχίες της. Ο βασιλιάς Θεόδωρος όμως δεν αποδείχθηκε να υστερεί καθόλου ως προς τα ηγετικά του προσόντα, κινήθηκε άμεσα με τα στρατεύματά του και ανάγκασε τους Βούλγαρους και το δεσπότη Μιχαήλ να ανανεώσουν τις προηγούμενες συνθήκες. Η βασίλισσα Θεοδώρα και πάλι ανέλαβε το ρόλο του διαμεσολαβητή. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει σχετικώς : ¨Και για να μη μακρηγορούμε, μόλις ο ήλιος βρέθηκε στη φθινοπωρινή τροχιά, πήρε ο βασιλιάς (Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης) τα ρωμαϊκά στρατεύματα και κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλία. Αλλά δεν είχε προλάβει καλά καλά η Μακεδονία να υποδεχτεί τα βασιλικά στρατεύματα, και έφτασε σ΄ αυτόν η Θεοδώρα, η γυναίκα του αποστάτη Μιχαήλ, για να τελέσει τους γάμους του γιου της, Νικηφόρου, με τη θυγατέρα του βασιλέα, Μαρία, και για να επιστρέψει όσα μέρη της επικράτειας των Ρωμαίων είχε κυριεύσει ο άντρας της στις εξορμήσεις του. Πράγματι έτσι έγινε, και η Θεοδώρα αναχώρησε ήδη προς τον άντρα της, Μιχαήλ, παίρνοντας μαζί της και τη Μαρία, νύφη της από το γιο της¨. Ο Ακροπολίτης αναφερόμενος στο συγκεκριμένο γεγονός ιστορεί ότι : ¨Αφού έφθασε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας, έκανε τους γάμους της κόρης του Μαρίας με το γιο του δεσπότη Μιχαήλ, Νικηφόρο, τον οποίο τίμησε και με το αξίωμα του δεσπότη¨. Σχετικά με το γεγονός του γάμου, ο Αντώνιος Μηλιαράκης συνοψίζοντας τις πληροφορίες που παρέχουν ο Ακροπολίτης, ο Γρηγοράς και ο Ανώνυμος (χρονικογράφος της εποχής του οποίου το όνομα δε διασώθηκε), αναφέρει τα εξής : Μετά την προς τους Βουλγάρους συνθηκολόγησιν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης ανεχώρησεν εκ Ρηγίνας εις Θεσσαλονίκην, διότι έμαθεν ότι ήρχετο εις συνάντησιν του η Θεοδώρα, σύζυγος του δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, μετά του υιού της Νικηφόρου, ίνα τελέσει τους γάμους αυτού μετά της θυγατρός του Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως Μαρίας, ων η μνηστεία ετελέσθη προ εξ ετών. Συνηντήθησαν δε η τε Θεοδώρα και ο βασιλεύς περί το Βολερόν, εν τη χώρα του Λεντζά, όπου εώρτασαν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού «14 Σεπτεμβρ. 1257» (με βάση την υποσημείωση που παραθέτει ο Μηλιαράκης, πιθανώς ο εορτασμός έγινε στον ναό της Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερών). Μετά τριήμερον δε διαμονήν ενταύθα εξηκολούθησαν την πορείαν εις Θεσσαλονίκην. Εν Θεσσαλονίκη ο τε Θεόδωρος Β΄ και η Θεοδώρα ετέλεσαν τους γάμους του Νικηφόρου και της Μαρίας, ευλογήσαντος τούτους του πατριάρχου Αρσενίου, επί τούτω εις Θεσσαλονίκην επιδημήσαντος¨.
Παρά τις συνεχείς συνθήκες και τις προσπάθειες της οσίας Θεοδώρας για την ειρήνευση των δύο κρατών, αυτή δεν επετεύχθη ποτέ. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος που κατείχε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κατόρθωσε να αποσπάσει από το κράτος της Ηπείρου, διά μέσω της συνθήκης που αναγκάσθηκε να υπογράψει ο Μιχαήλ Β΄, τα Σέρβια και το Δυρράχιο. Ο Μιχαήλ Β΄ μη ανεχόμενος τους όρους της συνθήκης που υπέγραψε, τους αθέτησε άμεσα και επιτέθηκε στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου που υπαγόταν στη Νίκαια, έχοντας ως συμμάχους τους Σέρβους.
Όσον αφορά το γάμο Νικηφόρου και Μαρίας, αυτός δεν κράτησε για πολύ, διότι η Μαρία πέθανε την εποχή κατά την οποία επαναστάτησε ο Μιχαήλ Β΄. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι : ¨Η Μαρία πέθανε τον καιρό της ανταρσίας, ενώ άλλοι λένε ότι πέθανε επειδή τη χτύπησε πολλές φορές ο άντρας της, Νικηφόρος, και άλλοι από αρρώστια¨. Ο Νικηφόρος ήταν γραπτό να νυμφευτεί και πάλι με πριγκίπισσα από την αυτοκρατορία της Νίκαιας (που εντωμεταξύ το 1261 είχε απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη). Τα γεγονότα έχουν ως εξής : Επί της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1258-1282) τα δύο κράτη συνεπλάκησαν σε μάχες από το 1259 έως το 1264. Σχετικά με την ήττα του δεσποτάτου της Ηπείρου το 1264, ο Γκιόργκ Οστρογκόρσκι παραθέτει τα παρακάτω : ¨ο αδελφός του αυτοκράτορα (Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου) ο δεσπότης Ιωάννης Παλαιολόγος, κέρδισε το καλοκαίρι του 1264 μια σημαντική νίκη και ανάγκασε το δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ να δεχθεί την ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του αυτοκράτορα. Ο γιος του Μιχαήλ Β΄, ο δεσπότης Νικηφόρος Α΄ που ήταν προηγουμένως παντρεμένος με την κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη, έλαβε τώρα ως σύζυγο μια ανιψιά του Μιχαήλ Η΄¨. Στο γεγονός του δεύτερου συνοικεσίου μεταξύ των δύο κρατών, κάνει μνεία και ο Νικηφόρος Γρηγοράς : ¨Και πάνω σ΄ αυτά, ο Αιτωλός Μιχαήλ, ο δεσπότης, ζήτησε και πήρε νύφη για το γιο του, το δεσπότη Νικηφόρο, που ήταν χήρος, την ανιψιά του βασιλιά, Άννα. Και το συνοικέσιο αυτό ήταν εγγύηση για τις συνθήκες μεταξύ τους¨.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της οσίας Θεοδώρας τα δύο κράτη δεν μπόρεσαν ποτέ να ενωθούν ειρηνικά. Όσον αφορά το δεσποτάτο της Ηπείρου ενημερωτικά να αναφέρουμε ότι, στα μέσα της δεκαετίας του 1330 ο Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος το ενσωμάτωσε στην επικράτεια της Ρωμανίας. Ακολούθως οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, κατέλαβαν την Ήπειρο. Το 1356 ο Νικηφόρος Β΄ (δεσπότης Ηπείρου) την ανακατέλαβε προσθέτοντας στην επικράτειά του και τη Θεσσαλία. Το 1359 το δεσποτάτο ενσωματώθηκε και πάλι στην αυτοκρατορία. Στις επόμενες δεκαετίες η παρηκμασμένη Ρωμανία έχανε ένα προς ένα τα εδάφη της, έτσι και η Ήπειρος κατακτήθηκε από τις ιταλικές οικογένειες Μπουοντελμόντι και Τόκκων, και στη συνέχεια από τους Οθωμανούς.
------------------------------------------------------------------------------------------


ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ: Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
     Μια πλειάδα αγίων της Εκκλησίας μας υπήρξαν βασιλείς, οι οποίοι υπερέβησαν την εγκόσμια δόξα και τον πειρασμό της εξουσίας και πολιτεύτηκαν σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και προσάρμοσαν τη ζωή τους στη ζωή του Χριστού. Μια τέτοια αγιασμένη μορφή υπήρξε και ηαγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας.
     Γεννήθηκε στα Σέρβια της Κοζάνης το 1210. Ο πατέρας της ονομαζότανΙωάννης Πετραλίφας και ήταν σεβαστοκράτορας και διοικητής τηςΘεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η μητέρα του Ελένη ανήκε σε οικογένεια αριστοκρατών της Κωνσταντινουπόλεως. Η οικογένεια του πατέρα της ήλκε την καταγωγή του από την φημισμένη ιταλική οικογένεια των Πετραλίφα. Πρόγονός της υπήρξε ο Πέτρος di Alife, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην Α΄ Σταυροφορία, τον 11ο αιώνα.

      Ανάμεσα στα έτη 1224-1230 πέθανε ο πατέρας της και ανάλαβε την προστασία της ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός – Δούκας. Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι την εποχή αυτή δεν υφίσταται η βυζαντινή αυτοκρατορία, αφότου την κατέλυσαν οι σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), αλλά κάποια βασίλεια – δεσποτάτα. Ένα από αυτά ήταν αυτό της Ηπείρου, που είχε έδρα την Άρτα. Οι Κομνηνοδούκες έφυγαν από την Κωνασταντινούπολη και ίδρυσαν το Δεσποτάτο της Ηπείρου το 1204.
        Στα 1230 ο Θεόδωρος υπέστη ήττα από τους Βουλγάρους και γι’ αυτό αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία στον ανεψιό του Μιχαήλ Β΄, γιο του Μιχαήλ Α΄ , ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Β΄ γνώρισε την νεαρή Θεοδώρα και εντυπωσιάστηκε από την σπάνια ομορφιά της και από την πνευματική της καλλιέργεια και γι’ αυτό αποφάσισε να τη ζητήσει σε γάμο. Σύντομα παντρεύτηκαν και την ανέβασε ως βασίλισσα στο θρόνο του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Οι χάρες της δεν άργησαν να γίνουν γνωστές στο παλάτι και στο λαό της Άρτας, ο οποίος εκδήλωνε με κάθε τρόπο την αγάπη του για την ευσεβή βασίλισσά του.
      Αν όμως ο λαός εκτιμούσε, θαύμαζε και αγαπούσε την Θεοδώρα, ο βάναυσος, σκληρόκαρδος και φιλήδονος Μιχαήλ την αποστρέφονταν, διότι η σεμνή και ευσεβής  βασίλισσα δεν τον ακολουθούσε στις ατέλειωτες διασκεδάσεις και τις άκρατες φιληδονίες και απολαύσεις του. Μετά τη γέννηση του γιου τους Νικηφόρου ο Μιχαήλ, σύναψε σχέσεις με κάποια αρχόντισσα αρτινή, ονόματι  Γαγγρινή, την οποία λίγο αργότερα την εγκατέστησε στο παλάτι και έκανε μαζί της δύο νόθους γιους.
        Η Θεοδώρα μη μπορώντας να αντέξει την ταπείνωση και την προσβολή αυτή   αποφάσισε να φύγει από το παλάτι, εγκαταλείποντας το θρόνο της στην ερωμένη του Μιχαήλ. Πήρε μάλιστα μαζί της και τον ανήλικο Νικηφόρο και έφυγε προς τα άγρια βουνά των Τζουμέρκων. Όπως αφηγείται ο βιογράφος της Θεοδώρας, κάποιος λόγιος μοναχός ονόματι Ιώβ, ο οποίος έζησε τον 17ο αιώνα, η αγία βασίλισσα, μαζί με το παιδί της τριγυρνούσε για πέντε ολόκληρα χρόνια στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου, ζώντας σε πλήρη ένδεια. Τρέφονταν με άγρια χόρτα και στεγάζονταν στις σπηλιές των βουνών. Μάλιστα ο βιογράφος της την  αποκαλεί«λαχανευομένη», από την μοναδική τροφή της άτυχης αρχόντισσας και του παιδιού της.
       Παρ’ όλα τα βάσανά της ουδέποτε γόγγυσε κατά του Θεού και ούτε στιγμή έχασε την βαθειά της πίστη στην πρόνοιά Του. Μετά από απίστευτες περιπέτειες, πέντε χρόνων, τη βρήκε κάποιος ενάρετος κληρικός, ο οποίος την περιμάζεψε στο χωριό Πρένιστα, το σημερινό ορεινό χωριό Κορφοβούνι της Άρτας.
        Εν τω μεταξύ έγινε γνωστή η εύρεση της βασίλισσας στον πιστό και ευλαβή λαό της Άρτας. Η χαρά των αρτινών μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε οργή κατά του μοιχού
Μιχαήλ. Εξαγριώθηκαν οι υπήκοοί του και απαιτούσαν την άμεση επιστροφή της Θεοδώρας στο παλάτι και την αποκατάσταση στο θρόνο της. Στην αρχή ο Μιχαήλ αγνοούσε τη λαϊκή κατακραυγή, αλλά όταν διαπίστωσε πως δεν ηρεμούσαν οι εξαγριωμένοι αρτινοί, αναγκάστηκε να την δεχτεί στο παλάτι, να την αποκαταστήσει στο θρόνο της και να διώξει τη μοιχαλίδα Γαγγρινή από τη βασιλική αυλή.
       Μια νέα σελίδα ανοίχτηκε για την ευσεβή βασίλισσα. Μετά την περιπέτειά της, την οποία θεώρησε δοκιμασία από το Θεό, άρχισε ένα πρωτόγνωρο θεάρεστο και φιλάνθρωπο έργο. Κατόρθωσε επισης με την προσευχή και την επιμονή της να κάνει τον Μιχαήλ να μετανοήσει για την συζυγική του απιστία. Έκανε μαζί του άλλα τέσσερα παιδιά: τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα και έζησαν τα υπόλοιπα χρόνια τους θεοφιλώς.
        Ο Μιχαήλ, μάλιστα, για να εξιλεωθεί για τον έκλυτο βίο του και την αμαρτία της μοιχείας κατά της Θεοδώρας, έκτισε ονομαστές Μονές και λαμπρές εκκλησίες στην Άρτα, τα οποία σώζοντα μέχρι σήμερα και προκαλούν το θαυμασμό μας. Ίδρυσε την Ιερά Μονή της Κάτω Παναγιάς, της οποίας κτήτορας φέρεται η Θεοδώρα. Την Ιερά Μονή παναγίας Βλαχερνών και την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου στην παλιά κάτω πόλη της Άρτας.
       Το 1270 πέθανε ο Μιχαήλ και η Θεοδώρα αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, όπου μόνασε για δέκα χρόνια, ως το θάνατό της το 1280, ή το 1281 και θάφτηκε στο νάρθηκα του ναού της Μονής, ο οποίος αφιερώθηκε κατόπιν σε αυτήν. 

      Οι ευσεβείς κάτοικοι της Άρτας και των γύρω περιοχών, την ανακήρυξαν αμέσως αγία, λόγω της πίστης της στο Θεό, της αγίας ζωής της και του μεγάλου φιλανθρωπικού της έργου. Η μνήμη της εορτάζεται στις 11 Μαρτίου και τιμάται ιδιαίτερα στην Άρτα, της οποίας είναι πολιούχος και προστάτης. Το τίμιο λείψανό της βρίσκεται σε μια κόγχη στα δεξιά του ναού , σε ασημένια λάρνακα. Κάθε χρόνο στην μνήμη της γίνεται λαμπρή λιτάνευση στην πόλη της Άρτας. 

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Η Οσία Αναστασία η Πατρικία που έμεινε έγκλειστη 28 χρόνια(+10 Μαρτίου)



site analysis


Εἰς τό ἐκδοθέν Βιβλίον μέ τίτλο « ΒΙΟΙ -ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ » ὁ ἐπιμεληθείς ταύτην κ. Ἐμμανουήλ Βαρβούνης, Ἀναπληρωτής Καθηγητής τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Ἄρχων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, Γραμματεύς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου τς Ἑνορίας ἡμῶν κατέγραψε πέντε συναξάρια πού περιλαμβάνονται σέ διάφορα συναξάρια καί περιγράφουν τόν βίο τῆς ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ τῆς Πατρικίας.
 Ἀκολούθως παρουσιάζουμε ἐκ τοῦ ὡς ἄνω βιβλίου:
1. Τό εἰσαγωγικόν σημείωμα τοῦ κ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ, τό ὁποῖον μεταφρασθέν καί εἰς τά Γερμανικά ἐδημοσιεύθη εἰς τό CHURCH STUDIES ἡ ταύτισις τοῦ λειψάνου τῆς Ἁγίας μέ αὐτό τῆς Ἁγίας Πατρικίας, πού φυλάσσεται στόν Ἱερό Καθολικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ἁρμενίου στήν Νάπολη τῆς Ἱταλίας, καί
2. Τόν Βίο τῆς Ἁγίας, δημοσιευθέντα στόν Νέο Συναξαριστή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Ἱερομόναχο Μακάριο Σιμωνοπετρίτη.

Αποτέλεσμα εικόνας για αγια αναστασια η πατρικια 28 ΧΡΟΝΙΑ

1. ΜΕΤΑΞΥ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ 

Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἡ Πατρικία ἀποτελεῖ μεγάλη μορφή τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. )[1]. Γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Πατρικία ἡ ἴδια στήν αὐτοκρατορική αὐλή[2], ἔφυγε ἀπό τήν Πόλη λόγῳ τοῦ φθόνου τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἵδρυσε μονή κοντά στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν γυναικεία μονή τῆς Πατρικίας, καί, γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ Ἰουστιανιανοῦ, ἀποσύρθηκε στήν αἰγυπτιακή ἔρημο. 


Προσέφυγε στόν ἀββά Δανιήλ τόν Σκητιώτη[3], ὁ ὁποῖος τήν ἔντυσε μέ ἀνδρικά μοναχικά ἐνδύματα καί τῆς ὅρισε νά ἐγκαταβιώσει μέσα σέ σπήλαιο, ὡς εὐνοῦχος Ἀναστάσιος. Ἐκεῖ, ἔγκλειστη, παρέμεινε ἡ ὁσία Ἀναστασία μέ προσευχή, μετάνοια καί νηστεία ὥς τήν κοίμησή της. Τό πραγματικό της φύλο ἀποκαλύφθηκε μετά τόν θάνατό της, ὅταν τό σκήνωμά της προετοιμαζόταν, ἀπό ὑποτακτικούς τοῦ ἀββά Δανιήλ, γιά τήν κηδεία καί τήν ταφή της. 
Αὐτά γράφουν τά ἁγιολογικά κείμενα πού δημοσιεύονται στήν συνέχεια. Θά πρέπει ἐδῶ νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ μεγάλη διάδοση τῶν κειμένων αὐτῶν σέ βυζαντινά χειρόγραφα, ἀλλά καί ἡ ἀναφορά τοῦ συναξαρίου τῆς ἁγίας στό Συναξάριο τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως[4]ὑποδηλώνουν διάδοση καί ἑδραίωση τῆς τιμῆς τῆς ἁγίας κατά τήν βυζαντινή περίοδο. 
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ πιθανή σχέση τῆς ὁσίας Ἀναστασίας μέ τήν ἁγία Πατρικία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς ὁποίας τά λείψανα φυλάγονται καί τιμῶνται ἰδιαιτέρως στήν Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.


 Τό συναξάρι τῆς ἁγίας, πού ἑορτάζεται στίς 25 Αὐγούστου, παραθέτει συνοπτικά ὁ Antonio Borreli[5], ἀπό τό κείμενο τοῦ ὁποίου δημοσιεύεται στή συνέχεια σέ ἑλληνική μετάφραση[6]
« Ἡ ἁγία Πατρικία, καταγομένη ἀπό τόν μεγάλο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο, γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ἔλαβε αὐλική παιδεία ἀπό τήν τροφό Ἀγλαΐα καί ἔδωσε ὄρκους ἀγνείας σέ νεαρή ἡλικία. Γιά νά μείνει μάλιστα πιστή ἔφυγε ἀπό τήν πόλη ἐπειδή ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος Β’ ( 668 – 685 μ.Χ. ), συγγενής της, τῆς εἶχε προτείνει γάμο.
Ἐκείνη ἔφτασε στή Ρώμη μαζί μέ τήν Ἀγλαΐα καί μέ ἄλλες θεραπαινίδες καί κοντά στόν Πάπα Liberio ἔλαβε τό μοναχικό πέπλο. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας της, ἡ Πατρικία γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη καί παραιτουμένη ἀπό κάθε ἀπαίτηση γιά τήν αὐτοκρατορική κορώνα, μοίρασε τήν περιουσία της στούς φτωχούς καί πῆγε γιά προσκύνηση στήν Ἁγία Γῆ. Μά μιά φοβερή καταιγίδα τήν ἔκανε νά ναυαγήσει στίς ἀκτές τῆς Νάπολης καί ἀκριβῶς στήν νησίδα Μεγαρίδα ( Φρούριο τοῦ Αὐγοῦ, Castel dell’ Ovo ) ἐκεῖ ἦταν μιά μικρή ἔρημος, ὅπου δυστυχῶς μετά ἀπό μιά ἀσθένεια πέθανε.
Αποτέλεσμα εικόνας για αγια αναστασια η πατρικια 28 ΧΡΟΝΙΑ
Ἡ νεκρώσιμος τελετή, κατόπιν οὐράνιας ἀποκάλυψης στήν τροφό Ἀγλαΐα, ἔγινε μέ τρόπο ἐπίσημο, μέ τή συμμετοχή τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ δούκα τῆς πόλης καί μεγάλου πλήθους. Τό κάρο τό ἔσερναν δύο ταῦροι χωρίς καθοδήγηση σταματᾶ μπροστά στό μοναστήρι τῆς Caponapoli τῶν βασιλειανῶν πατέρων, πού ἦταν ἀφιερωμένο στούς ἁγίους Νίκανδρο καί Μαρκιανό, τό ὁποῖο ἡ Πατρικία σέ ἕνα σταθμό της στή Νάπολη, σέ προηγούμενο ταξίδι στή Ρώμη, εἶχε ὑποδείξει ὡς τόπο πού θά ἀναπαυόταν τό σῶμα της. Ἐκεῖ παρέμεινε τό λείψανο μέ τίς συναδελφές πού τήν εἶχαν ἀκολουθήσει καί ἀπό αὐτήν θά καλούνταν στό μέλλον, πατρικιανές, δηλαδή οἱ ἀδελφές τῆς Ἁγίας Πατρικίας. Τό μοναστήρι, ὅταν μετακινήθηκαν ἀπό ἐκεῖ οἱ βασιλειανοί μοναχοί σέ ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Σεβαστιανοῦ, διατηρήθηκε ἀπό τίς ἀδελφές, πού ἀκολούθησαν τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βενεδίκτου, καί γιά αἰῶνες εἶχε μιά λαμπρή παρουσία. 
Ἐξαιτίας ἱστορικῶν καί πολιτικῶν γεγονότων τό 1864 τά λείψανα μεταφέρθηκαν στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τῶν Ἀρμενίων. Περιτυλιγμένα μέ κερί διατηροῦνται σέ μιά λήκυθο ἀπό ἀσήμι καί χρυσό καί διακοσμημένη μέ πολύτιμα πετράδια, στό παρεκκλήσι πού βρίσκεται δίπλα στή μνημειακή ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ. Πολύς κόσμος ἔτρεχε πάντα νά τήν λατρεύσει, ἔκπληκτος γιά τό θαῦμα τῆς ἀνάβλυσης τοῦ αἴματος καί τοῦ μύρου ( manna ). Τό μύρο ἀνέβλυζε ὅπως στούς ἄλλους τάφους τῶν ἁγίων, ἀπό τό μνῆμα. Ἡ μεγάλη ποσότητα βγῆκε μία χρονιά στίς 13 Σεπτεμβρίου ἀνάμεσα στά ἔτη 1190 καί 1214. Τό αἴμα ἀντιθέτως ἀνέβλυσε θαυμαστά ἀπό ἕνα φατνίο δοντιοῦ πού ἕνας ρωμαῖος ἱππότης, ἀπό ὑπερβολική λατρεία πρός τήν ἁγία, εἶχε ξεριζώσει ἀπό τό σῶμα της, κάποιους αιῶνες μετά τό θάνατό της.


Τό δόντι καί τό αἴμα διατηροῦνται σέ μία λειψανοθήκη μεγάλης ἀξίας. Στούς αἰῶνες πού πέρασαν ἡ ἀνάβλυση τοῦ αἴματος γινόταν μέ μέτρο καί σέ διαφορετικούς χρόνους. Σήμερα, μετά ἀπό προσευχή, ἀναβλύζει πλούσιο στά τοιχώματα τῆς φιάλης. Τοῦτο τό θαῦμα εἶναι λιγότερο γνωστό ἀπό τό ἄλλο πού συμβαίνει ἐπίσης στή Νάπολη, ἐκεῖνο δηλαδή τοῦ ἁγίου Ἰανουαρίου ( Σάν Τζενάρο ), κύριου προστάτη τῆς πόλης. Ἡ ἁγία Πατρικία εἶναι ἡ συν-προστάτης τῆς Νάπολης. Ἡ γιορτή της εἶναι στίς 25 Αὐγούστου ». 
Τό συναξάρι τοποθετεῖ τή νεότητα τῆς ἁγίας στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίου, οἱ χρονολογίες ὅμως 668 – 685, συμπίπτουν μέ τήν βασιλεία τοῦ Κωνσταντίνου Δ’ τοῦ Πογωνάτου[7], καί ὄχι μέ τά χρόνια πού βασίλευε ὁ Κωνστάντιος ( 337 – 361 μ.Χ. )[8]. Ἐρχόμαστε λοιπόν πιό κοντά στόν Ἰουστινιανό, παρά στόν Μ. Κωνσταντῖνο, συγγενής τοῦ ὁποίου θεωρεῖται ἡ ἁγία Πατρικία. 


Κατά τά λοιπά, τά δύο συναξάρια παρουσιάζουν πολλές καί ἐντυπωσιακές ὁμοιότητες: εὐγενής καί ἀριστοκρατική καταγωγή, ἀναχώρηση ἀπό τήν Πόλη γιά νά ἀποφευχθοῦν προτάσεις γάμου τοῦ αὐτοκράτορα ἤ ζήλεια τῆς αὐτοκράτειρας, μοναστική ζωή, διαβίωση στήν ἔρημο. Παραλλήλως, τό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας ἀναφέρεται σέ περιγραφές πού προδίδουν κάποια σύγχυση: ἐνῶ ἡ ἁγία πηγαίνει πρός τούς ἁγίους τόπους ναυαγεῖ στήν ἀντίθετη κατεύθυνση, στή Νάπολη. Ἄν καί δέν ἀναφέρεται ρητῶς, ἡ ἁγία θεωρεῖται ἱδρύτρια μονῆς καί γυναικείου μοναστικοῦ τάγματος. Τό λείψανό της ἀνακαλύπτεται καί κηδεύεται μέ θαυματουργικό τρόπο. Τέλος, στό συναξάρι τῆς ἁγίας Πατρικίας εἶναι ἐνσωματωμένα, προφανῶς ἐκ τῶν ὑστέρων, πολλά μυθικά ἁγιολογικά μοτίβα, πού ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν λεγομένων « ἁγιολογικῶν μύθων »[9]: οὐράνιες ἀποκαλύψεις πού φανερώνουν τήν θεία θέληση, ζῶα πού μέ θεϊκή καθοδήγηση ὑποδεικνύουν τόν τόπο ὅπου θά ἀναπαυθοῦν τά λείψανα τῆς ἁγίας[10], ἀνάβλυση αἴματος καί μύρου ἀπό ἅγια λείψανα, ὡς ἀπόδειξη τῆς ζωντανῆς παρουσίας τῆς ἁγίας[11], θαυμαστά συμβάντα πού συνοδεύουν τήν ἀποκοπή τμήματος τοῦ λειψάνου, μετά ἀπό αὐθαίρετη, ἀλλά εὐλαβῶν προθέσεων, πρωτοβουλία κάποιου πιστοῦ[12]


Πιθανότατα τά λείψανα τῆς ἁγίας βρέθηκαν στή Νάπολη, ἴσως κατά τήν λεηλασία ἁγίων λειψάνων καί τήν μεταφορά τους στήν Δύση, μετά τήν Δ’ Σταυροφορία, καί ἐκεῖ, χωρίς γνώση τῶν ἀκριβῶν περιστατικῶν ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ ὀνόματος τῆς ἁγίας, ἀπό τό ὁποῖο εἶχε διατηρηθεῖ στή μνήμη τῶν ἁρπαγῶν μόνο ὁ τίτλος τῆς ( Πατρικία: Patrizia di Constantinopoli ), μέ βάση προφορικές καί ἀσαφεῖς ἐνδείξεις, πλάστηκε ὁ νόθος αὐτός « βίος ». Γι’ αὐτό ἄλλωστε τήν ἁγία Πατρικία δέν τήν περιλαμβάνει, στό ἁγιολόγιό του, οὔτε ὁ Fr. Halkin, ὁ περίφημος Βολλανδιστής ἁγιολόγος, ὁ ὁποῖος ὡστόσο ἀναφέρεται ἐκτενῶς στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία[13].


Ἄρα ἡ ἁγία Πατρικία τῆς Νάπολης εἶναι μᾶλλον ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Πατρικία, παραποιημένη ἱστορικά καί ἁγιολογικά μέ μία διαδικασία συμφυρμῶν, πού εἶναι μᾶλλον συνήθης στήν ἁγιολογία μας. Τά ἱερά λείψανα τῆς Νάπολης πιθανότατα ἀνήκουν στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Πατρικία, καί εὐχῆς ἔργον θά ἦταν τμῆμα τους νά ἐπαναπατρισθεῖ ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μάλιστα στόν ἐνοριακό ναό τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Πατρικίας, στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου. 


Τέλος εἶναι ἄξιο μνημόνευσης ὅτι ἡ ἁγία Ἀναστασία συνδέει τούς δύο πρώτους θρόνους τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τό πρωτόθρονο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ τήν δευτερόθρονο ἀποστολική καθέδρα τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἀφοῦ γεννήθηκε καί ἔζησε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά μόνασε, ἀσκήτευσε καί ἐκοιμήθη ὁσιακά στήν Αἴγυπτο. Ἀνήκει, λοιπόν, τόσο στό κωνσταντινουπολίτικο ὅσο καί στό αἰγυπτιακό ἁγιολόγιο, καί εἶναι ὁπωσδήποτε ἰδιαίτερης σημασίας τό γεγονός ὅτι ὁ ἐνοριακός της ναός βρίσκεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Περιστερίου, πού ἔχει πνευματικές σχέσεις μέ τόν Οἰκουμενικό Θρόνο, διά τοῦ μητροπολίτου της κ. Χρυσοστόμου, ἀποφοίτου τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, καί μέ τήν τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησία, μέσῳ μιᾶς σειρᾶς κληρικῶν της πού ὑπηρετοῦν, ἀκόμη καί ὡς ἐπίσκοποι πλέον, στίς ἐπαρχίες τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.

Αποτέλεσμα εικόνας για АНАСТАСИЯ ПАТРИКИЯ, АЛЕКСАНДРИЙСКАЯ, ПУСТЫННИЦА

2. ΒΙΟΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΙΑΣ
Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ζοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί βασιλείας Ἰουστινιανοῦ ( 527 – 565 μ.Χ. ). Καταγόταν ἀπό πλούσια οἰκογένεια εὐγενῶν καί ὁ αὐτοκράτορας τήν τιμοῦσε ὡς πρώτη πατρικία τοῦ παλατιοῦ. Μήν δίνοντας, ὡστόσο, σημασία στήν ἐπίγεια δόξα, φύλαγε ἡ μακαρία στήν καρδία της τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί φρόντιζε μέ ζῆλο νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Ὁ δαίμονας ὅμως, ἄσπονδος ἐχθρός ὅσων ἐπιθυμοῦν τόν ἐνάρετο βίο, παίρνοντας ἀφορμή τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα πρός αὐτήν ἔσπειρε αἰσθήματα ζηλοφθονίας στήν ψυχή τῆς αὐτοκράτειρας. Ὅταν ἡ Ἀναστασία πληροφορήθηκε ὅτι ὑπήρξε αἰτία σκανδάλου, ἐκμεταλλευομένη τό γεγονός ἀποχώρησε ἀπό τήν αὐλή λέγοντας: « Σώζου, ψυχή μου, ὥστε νά λυτρωθεῖ ἡ αὐτοκράτειρα ἀπό τήν παράλογη ζήλεια, ἐσύ δέ νά ἐτοιμαστεῖς γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ». Κράτησε μικρό μέρος τῆς περιουσίας της, μοίρασε τά ὑπόλοιπα στούς πτωχούς καί ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, κοντά στήν πόλη ἵδρυσε γυναικεία μονή, σέ τόπο ὀνομαζόμενο Πέμπτον, ἡ ὁποία ἀργότερα ὀνομάσθηκε Μονή τῆς Πατρικίας. 
Μερικά χρόνια ἀργότερα, ἀφ’ ὅτου ἐκοιμήθη ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ( 548 μ.Χ. ), ὁ αὐτοκράτορας ἀναζήτησε παντοῦ τήν ὄμορφη καί ἐνάρετη Ἀναστασία γιά νά τήν παντρευτεῖ. Μόλις ἐκείνη τό πληροφορήθηκε ἐγκατέλειψε τήν μονή καί μετέβη νύκτα στήν Σκήτη, στόν ἀββᾶ Δανιήλ, γιά νά τοῦ ἐκθέσει τό πρόβλημα. Ὁ Γέροντας τήν ἔντυσε τότε μέ ἀντρικά ἐνδύματα, τῆς ἔδωσε τό ὄνομα Ἀναστάσιος καί τήν ἐγκατέστησε σέ σπήλαιο μακριά ἀπό τήν Σκήτη, βάζοντάς της κανόνα κανόνα νά ζήσει ἐκεῖ μέ νηστεία καί προσευχή χωρίς οὔτε νά ἐξέλθει οὔτε νά δεχθεῖ κανένα. Μία φορά τήν ἑβδομάδα ἕνας μαθητής του πήγαινε καί τῆς ἄφηνε μιά στάμνα νερό στήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου καί ἀποσυρόταν σιωπηλά μέ μιά μετάνοια. 


Ἐπί εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα ἔτη ἔζησε μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ γενναία καί ἀνδρεία ψυχή, τηρώντας μέ ἀκρίβεια τόν κανόνα τοῦ Γέροντα. Ὑπερνικώντας τήν φυσική ἀδυναμία καί τούς μαλθακούς τρόπους τῆς αὐλῆς ἀγωνιζόταν νυχθημερόν κατά τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ ὕπνου καί προπαντός κατά τῶν σκοτεινῶν δαιμόνων πού τῆς ὑπέβαλλαν νά ἀφήσει τήν ἡσυχία. Ἔγινε ἔτσι μέ τήν προσκαρτερία της σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἰδοποιημένη γιά τήν ἐπικείμενη ἐκδημία της ἔγραψε πάνω σέ κεραμίδι στόν ἀββᾶ Δανιήλ νά φέρει τά σύνεργα γιά τόν ἐνταφιασμό της. Ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος εἰδοποιήθηκε μές στή νύκτα μέ θεῖο ὅραμα, ἔστειλε τόν ὑποτακτικό του στήν σπηλιά. Μόλις διάβασε τό μήνυμά της ἔσπευσε νά παραυρεθεῖ στίς τελευταῖες στιγμές της καί ἔπεσε στά πόδια της ζητώντας της νά μεσιτεύσει παρά Κυρίου γιά τόν ἴδιο καί τούς μαθητές του. Ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἡ ἁγία χαιρέτησε τούς ἀγγέλους πού παρουσιάστηκαν στό πλευρό της καί μέ τό πρόσωπο ὁλόφωτο παρέδωσε τήν ψυχή της στόν Κύριο. Ἐπιστρέφοντας στήν Σκήτη ὁ ἀββᾶς Δανιήλ ἀποκάλυψε στούς μαθητές του ὅτι ὁ εὐνοῦχος Ἀναστάσιος ἦταν ἡ ξακουστή πατρικία, πού ἀναζητοῦσε ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστιανιανός γιά νά τήν νυμφευθεῖ. 


( Ἱερομονάχου Μακάριου Σιμωνοπετρίτη, Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου ἑκκλησίας. Διασκευή ἐκ τοῦ γαλλικοῦ:Σωτήρης Γουνελᾶς 7, Μάρτιος. Ἁθῆναι 2006, ἐκδ. Ἴνδικτος, σ. 103 – 105 )

[1] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 1. 324-610. Ἀθήνα 1984, σ. 250-260
[2] Γιά τό ἀξίωμα καί τή σημασία του βλ. L.Petit, “ Vie dw saint Michael Maleinow “ Revue de l’ Orient Chrétien 7 (1902 ) σ.556. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Νεότερος Ἑλληνισμός. Συμβολή στήν ἔρευνα 2. Ἀθήνα 2006, σ.43.
[3] Fr. Halkin, Bibliotheca Hagiographica Graeca 3. Bruxelles 1957, σ.σ20-21, ὅπου καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.
[4] H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiai Constantinopolitanae, Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembriw, Bruxellis 1902, στ. 523-528.
[5] Ἀπό τήν ἰστοσελίδα Santiebeati,it/dettaglio. Τό κείμενο καταχωρήθηκε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2001.
[6] Ἡ μετάφραση ἀπό τήν κα Παν. Τζιβάρα, Λέκτορα τοῦ Τμήματος Ἱστορίας καί Ἐθνολογίας, τοῦ Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, τήν ὁποία εὐχαριστῶ θερμά καί ἀπό τή θέση αὐτή.
[7] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 2 : 1. 610 - 867. Ἀθήνα 1984, σ. 63 – 69 ,71, 81, ὅπου οἱ σχετικές πηγές.
[8] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία 1...ὅ.π.., σ. 145 -147. Κ. Βαρζός, Οἱ αὐτοκρατόρισσες τοῦ Βυζαντίου 1. Ἀθῆναι 1965, σ. 145 – 166.
[9] Πρβλ. H.Delehaye, Les léhagiographiques. Bruxelles 1927, μέ παραδείγματα.
[10] Βλ. D.S.Loukatos, Le motif de la chêvre decouvrant des lieux sacrés en Grèce “, Festschrift Matthias Zender. Born 1972. σ.465 -469.
[11] Βλ. Const. Tischendorf, Apocalypses apocryphae, Lipsiae 1866, σ. 110 -111.
[12] Βλ. Ἔρα Βρανούση, Τά Ἁγιολογικά κείμενα τοῦ ὁσίου Χριστοδούλου, ἱδρυτοῦ τῆς ἐν Πάτμῳ μονῆς. Ἁθῆναι 1966, σ. 77 κ. ἑξ., 156 κ. ἑξ.
[13] Βίοι τῆς ἁγίας Πατρικίας τῆς Νάπολης σώζονται στά λατινικά, βλ. BibliothecaHagiographica Latina 1-2. Bruxellis 1898 -1901. ἀρ. 6483 -6491, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν τά ἐπεισόδια πού μνημονεύονται παραπάνω. Σχετικές πληροφορίες μοῦ ἔστειλε, σέ ἐπιστολή του, ὁ κ. Xavier Lequeux, ἀπό τό Τάγμα τῶν Βολλανδιστῶν ( 20 Ἰουλίου 2007 ), τόν ὁποῖον καί ἀπό ἐδῶ θερμά εὐχαριστῶ γιά τήν πρόθυμη βοήθεια.