Η προφήτις Άννα ήταν σημαντική προσωπικότητα της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν θυγατέρα του Φανουήλ από την Φυλή Ασήρ και αξιώθηκε της υψίστης τιμής να δη τον Υιό και Λόγο του Θεού, το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, σεσαρκωμένο. Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης έβλεπαν τον Θεό Λόγο άσαρκο, αφού όλες οι εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη είναι εμφανίσεις του ασάρκου Λόγου, προφήτευσαν την ενανθρώπησή Του και τον ανέμεναν.
Η προφήτις Άννα αξιώθηκε να δη τον Χριστό όταν τον έφερε η Παναγία μαζί με τον Ιωσήφ στον Ναό, σαράντα ημερών βρέφος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν δε ο δίκαιος Συμεών δέχθηκε στην αγκάλη του τον Χριστό, όπως τον είχε πληροφορήσει το Άγιον Πνεύμα, ότι δηλαδή δεν θα αποθάνη πριν να δη τον Χριστό, και είπε το «νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη…», τότε η προφήτις Άννα άρχισε να υμνή και να δοξολογή τον Θεό με δυνατή φωνή και μιλούσε για το «παιδί» σε όλους, όσοι ανέμεναν λύτρωση στην Ιερουσαλήμ. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο ιερός υμνογράφος, η προφήτις Άννα, γεμάτη κατάνυξη και πνευματική αγαλλίαση, υμνούσε τον Χριστό και αναφερόταν στα γεγονότα που θα συμβούν στην ζωή Του, εμεγάλυνε δε και την Θεοτόκο. «Ιερώς ανθωμολογείτο, Άννα υποφητεύουσα η σώφρων και οσία και πρεσβυρά τω Δεσπότη εν τω ναώ διαρρήδην, την Θεοτόκον δε ανακηρύττουσα, πάσι τοις παρούσιν εμεγάλυνεν».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης σχολιάζοντας τον παραπάνω ύμνο λέγει, μεταξύ των άλλων, και τα εξής αξιοπρόσεκτα:
1. Ότι «αυτή η Άννα, η θυγατέρα του Φανουήλ, γεμάτη αγαλλίαση προσευχόταν και υμνούσε τον Θεό δυνατά και την άκουγαν οι παρόντες σε αντίθεση με την Άννα την μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, η οποία προσευχόταν με σιωπή».
Είναι αποδεκτά από την Εκκλησία και τα δύο αυτά είδη προσευχής. Δηλαδή, όταν προσευχόμαστε κατ’ ιδίαν έχουμε την δυνατότητα να προσευχόμαστε σιωπηλά, ήτοι με τον νου και την καρδιά μας. Ενώ στις λατρευτικές Συνάξεις, ήτοι στις ιερές Ακολουθίες και στην θεία Λειτουργία, οι ύμνοι και οι προσευχές, ψάλλονται και αναγινώσκονται δυνατά και εις ευήκοον πάντων, ούτως ώστε να συμμετέχουν όλοι οι παρόντες.
2. Ότι άλλο πράγμα είναι το προφητεύω και άλλο το υποφητεύω. Προφητεύω σημαίνει ότι αναφέρομαι σε γεγονότα τα οποία θα συμβούν στο μέλλον, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ υποφητεύω θα πη ότι κάνω λόγο για γεγονότα περασμένα η παρόντα η για γεγονότα τα οποία θα συμβούν μετά από μικρό χρονικό διάστημα.
Η προφήτις Άννα όταν αξιώθηκε να δη το «σωτήριον του Θεού» ήταν ογδόντα τεσσάρων ετών. Παντρεύτηκε στην νεανική της ηλικία, αλλά έζησε με τον άνδρα της μόνον επτά χρόνια και μετά έμεινε χήρα. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, μέχρι τα βαθειά της γεράματα, τα αφιέρωσε στην λατρεία του Θεού και περνούσε τον χρόνο της ζωής της στον ναό με προσευχές και νηστείες «λατρεύουσα νύκτα και ημέραν».
Ο βίος και η πολιτεία της προφήτιδος Άννης μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα.
Η οποιαδήποτε διακονία στον Ναό του Θεού και γενικότερα στην Εκκλησία όταν γίνεται ελεύθερα και προ παντός με αγάπη και μεράκι αποτελεί πηγή έμπνευσης, ευλογίας και πνευματικής αγαλλίασης. Επειδή, όταν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται καταπιεσμένος, αλλά ο,τι κάνει το κάνει προς δόξαν Θεού, μόνον και μόνον γιατί το θέλει και το αγαπά, δηλαδή το πράττει με την καρδιά του, με ευχάριστη διάθεση χωρίς δυσανασχέτηση και γογγυσμό, τότε ελκύει την Χάρη του Θεού, η οποία κατέρχεται στην καρδιά του και του προξενεί γλυκύτητα, χαρά, ειρήνη και πνευματική αγαλλίαση. Ιδιαίτερα, όταν έχη συνηθίσει να προσεύχεται κατά την διάρκεια της όποιας διακονίας του, τότε ο χρόνος της ζωής του αγιάζεται και ο ίδιος αισθάνεται εσωτερική πληρότητα και πνευματική χαρά. Με την ευχάριστη εσωτερική διάθεση, και το υποχρεωτικό γίνεται προαιρετικό. Όταν κανείς θεωρή την διακονία του μέσα στην Εκκλησία ως έργο ευλογημένο και όχι ως καταναγκαστικό έργο, τότε ο λογισμός του παραμένει καθαρός και η ψυχή του γεμάτη ειρήνη. Άλλωστε, είναι παρατηρημένο ότι όσο μεγαλύτερη είναι η αγάπη, τόσο λιγότερη είναι η κούραση που αισθάνεται κανείς και τόσο μεγαλύτερη η εσωτερική ειρήνη και η χαρά.
Η προφήτις Άννα εξακολουθούσε να διακονή στον Ναό μέχρι τα βαθειά της γεράματα, χωρίς να λογαριάζη κόπους και κούραση, επειδή αγαπούσε πολύ τον Θεό. Αποτέλεσμα δε της αγάπης προς τον Θεό είναι η αγάπη προς τους ανθρώπους, η εσωτερική πληρότητα και η νοηματοδότηση της ζωής. Αυτό θα πρέπη να παραδειγματίση όλους εμάς, που με το παραμικρό κουραζόμαστε, δυσανασχετούμε, αισθανόμαστε καταπίεση και βασανιζόμαστε από λογισμούς φυγής και εγκατάλειψης της προσπάθειας και του αγώνα. Δεν γνωρίζουμε, δυστυχώς, οι περισσότεροι πως να αξιοποιούμε τον χρόνο της ζωής μας και τον σπαταλούμε άσκοπα, λες και θα μπορούσαμε να τον ξαναβρούμε. Ο χρόνος της ζωής μας είναι λίγος και μετρημένος και πρέπει να τον αξιοποιούμε με έργα αγάπης και θυσιαστικής διακονίας και με προσευχή. Ο Μ. Βασίλειος μας λέγει ότι εάν χάσουμε χρήματα μπορούμε να βρούμε άλλα, ενώ «χρόνον εάν απωλέσωμεν, άλλον ευρείν ου δυνάμεθα» και ότι «προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος».
Είναι πράγματι ευχάριστο το γεγονός ότι υπάρχουν και στις μέρες μας άνθρωποι, οι οποίοι παρά το προχωρημένο της ηλικία τους διαθέτουν νεανικό ζήλο και αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους κατά τον καλύτερο τρόπο, με το να θέτουν εθελούσια τον εαυτό τους στην διακονία του Θεού και του «πλησίον». Οι άνθρωποι αυτοί χαριτώνονται από τον Θεό και αποτελούν για το περιβάλλον που ζουν, αλλά και για όλους εκείνους που τους συναναστρέφονται, όαση πνευματική στην έρημο της σημερινής άφιλης κοινωνίας και πηγή έμπνευσης, χαράς και ευλογίας.
Η μακαρία Γοργονία [23 Φεβ.] ήταν αδελφή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (*) [25 Ιαν.] και θυγατέρα του Γρηγορίου Ναζιανζηνου του Πρεσβυτέρου [1η Ιαν.] και της αγίας Νόννας [5 Αυγ.].
Από το υποδειγματικό αυτό ζευγάρι δεν έλαβε μόνο την ύπαρξη, άλλα και τον ζήλο για την πίστη. Μεγάλωσε στην Ναζιανζό, αλλά πάντα θεωρούσε ως αληθινή πατρίδα της την ουράνια Ιερουσαλήμ και ότι η πραγματική ευγένειά της ήταν εκείνη της εικόνος του Θεού που από νεαρή ηλικία προσπαθούσε να καλλύνει με τα στολίδια των αρετών, ιδιαιτέρως δε την αγνεία στην οποία διέπρεπε. Νυμφευμένη με έναν κάτοικο του Ικονίου, τον Αλύπιο, με τον οποίο έκανε τρεις κόρες, επεδείκνυε στον γάμο την διάθεση των παρθένων αποκλειστικά προς τον Θεό και συμπαρέσυρε πίσω της τον σύζυγό της ως συναθλητή στους αγώνες της αρετής. Διαφυλάσσοντας το βλέμμα της από κάθε άσεμνο θέαμα, κλείνοντας τα αυτιά της στις μάταιες συζητήσεις ώστε να ακούν μονάχα τα θεία και σωτήρια λόγια, έλεγχε τα ανάρμοστα γέλια μεταμορφώνοντάς τα σε ένα χαμόγελο που φώτιζε ειρηνικά την όψη της και γνώριζε, όπως κανείς άλλος, να συγκρατεί την γλώσσα της και να νοστιμεύει με άλας τα λόγια της ώστε να αποτελούν αίνους στον Κύριο.
Αντίθετα με τόσες άλλες γυναίκες, δεν έχανε τον καιρό της σε επιπολαιότητες, ούτε αντενεργούσε στην φυσική τάξη των πραγμάτων που θέλησε ο Θεός, φροντίζοντας για ενδύματα και στολίδια και παραμορφώνοντας το πρόσωπο της, εικόνα του Θεού, με πούδρες και ψιμύθια. Ένα καλλώπισμα μόνο γνώριζε, εκείνο της ψυχής από τις άγιες αρετές και το μόνο κοκκινάδι που έβαζε στο ωχρό από την νηστεία πρόσωπο της ήταν το ερυθρίασμα της αιδημοσύνης.
Πρότυπο χριστιανής συζύγου, με την σοφία και την ευλάβειά της, ήταν για τους συγγενείς της, τους συμπολίτες αλλά και πολλούς ξένους, σύμβουλος εμβριθής σε πολλά λεπτά ζητήματα που αφορούν την συμπεριφορά των χριστιανών στον κόσμο. Κανείς άλλος τα χρόνια εκείνα δεν μεριμνούσε τόσο για τους ναούς του Θεού, κανείς δεν απέτινε τόση τιμή στους ιερείς και στους κληρικούς, έχοντας πάντα γι’ αυτούς ορθάνοιχτη την θύρα της κατοικίας της. Δεν είχε εξάλλου τον όμοιό της στις ελεημοσύνες και στην συμπόνια για τους τεθλιμμένους, σε σημείο μάλιστα που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν τον δίκαιο Ιώβ: «οφθαλμός τυφλών, πους χωλών, η μητέρα των ορφανών...» (πρβλ. Ιώβ 29, 15).
Μοίραζε όλα τα αγαθά της σε ελεημοσύνες κι έτσι όταν εξεδήμησε από την ζωή αυτή δεν άφησε πίσω της παρά μόνο το σώμα της· φρόντιζε, ωστόσο, πάντοτε να κρατά μυστικές τις αγαθοεργίες της.
Μία ημέρα είχε ένα τρομερό ατύχημα: ανατράπηκε η άμαξά της που την έσυρε στο χώμα για πολύ μεγάλη απόσταση· παρά ταύτα η αγία αρνήθηκε από αιδώ να δείξει το καταμωλωπισμένο σώμα της στον γιατρό, εναποθέτοντας την ελπίδα της στον Θεό ο οποίος την θεράπευσε τότε θαυματουργικώς.
Μιαν άλλη φορά που υπέφερε από μια αρρώστια μπροστά στην οποία οι γιατροί έμεναν ανίσχυροι, σηκώθηκε την νύχτα και πήγε στην εκκλησία να προσπέσει στην αγία Τράπεζα, υπενθυμίζοντας στον Θεό τα προηγούμενα θαύματά Του προς όφελος των δούλων Του. Σαν την γυναίκα του Ευαγγελίου που έλουσε με τα δάκρυα της τα πόδια του Κυρίου, η Γοργονία πότισε με τα δικά της δάκρυα το ιερό θυσιαστήριο και βρήκε την ιατρειά της. Όταν έλαβε όψιμα, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, το άγιο Βάπτισμα, τίποτε πια δεν την κρατούσε στην ζωή αυτή και παρακαλούσε για νύκτες τον Χριστό να πορευθεί προς συνάντησή Του χωρίς άλλη χρονοτριβή. Κατά την διάρκεια μιας τέτοιας αγρυπνίας της αποκαλύφθηκε η ημέρα του θανάτου της και το μόνο που της απέμενε πια ήταν να φροντίσει να βαπτισθεί ο σύζυγός της, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το έργο της ως μαθήτριας του Χριστού και εφάμιλλης των αγίων Αποστόλων. Όταν έφθασε η ημέρα, έπεσε άρρωστη και αφού συγκέντρωσε γύρω της συγγενείς και φίλους για να τους μεταδώσει την τελευταία διδαχή της για την αιώνια ζωή, εξεδήμησε προς τον χορό των αγίων ψιθυρίζοντας ανεπαίσθητα σχεδόν τον στίχο του ψαλμού: Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω (Ψαλμ. 4, 9).
______________________________________
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου Εκδόσεις «Ίνδικτος», 2006
(*) Συνοψίζεται εδώ ο Εις Γοργονίαν επιτάφιος, που εξεφώνησε ο άγιος Γρηγόριος προς τιμήν της αδελφής του· Λόγος 8, ΕΠΕ 6, Θεσσαλονίκη 1980, 346-381. Σχόλιο «Αλ. Όψ.»: Αφορμή για την προβολή του βίου της Αγίας ήταν η ακρόαση μιας ομιλίας του π. Κων/νου Στρατηγόπουλου. Τον ευχαριστούμε από καρδίας.
Η χορεία των Νεομαρτύρων λαμπρύνει και αυτή με το δικό της τρόπο το αγιολόγιο τη Εκκλησίας μας. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, γέροντες, νέοι, ακόμα και μικρά έδωσαν την ομολογία της πίστεώς τους στο Χριστό και την επισφράγισαν με το αίμα τους και τη ζωή τους.
Η αγία Νεομάρτυς Κυράννα είναι μια από αυτούς. Έζησε σε χρόνους χαλεπούς για την Εκκλησία και το Γένος μας, στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπου οι βάρβαροι ασιάτες ασκούσαν εξουσία ζωής και θανάτου στους υποδούλους Χριστιανούς και εφάρμοζαν το «νόμο της σπάθας»! Γεννήθηκε στην Αβυσσάκα της Θεσσαλονίκης, τη σημερινή Όσσα Λαγκαδά. Είχε προικιστεί από το Θεό με θαυμαστή εξωτερική ομορφιά και σπάνιο ψυχικό μεγαλείο. Διακρίνονταν από όλα τα άλλα κορίτσια του χωριού για τη σεμνότητά της και την σωφροσύνη της.
Όλοι την αγαπούσαν και τη σέβονταν, εκτός από το μισόκαλο διάβολο, ο οποίος φθόνησε την αγνότητά της. Επειδή δε μπόρεσε να παρασύρει την ίδια σε αισχρούς λογισμούς και αμαρτωλές επιλογές, έγειρε σε κάποιο τοπικό τούρκο διοικητή αστυνομικού τμήματος και εισπράκτορα των φόρων, γενίτσαρο, σφοδρό ερωτικό πάθος για τη σεμνή και όμορφη Χριστιανή νέα. Προσπαθούσε με διάφορες κολακείες να την κατακτήσει. Τις έταζε χρήματα, κοσμήματα, φορέματα και αξιώματα, χωρίς αποτέλεσμα. Μεταχειρίστηκε κατόπιν απειλές για σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια, ακόμα και το θάνατο, μα εκείνη έμεινε αμετάπειστη και απωθούσε τον έκφυλο τούρκο.
Όσο η Κυράννα αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις του γενίτσαρου, τόσο μεγάλωνε το αμαρτωλό του πάθος για εκείνη. Απογοητευμένος όμως από την άρνηση της κόρης, γεννήθηκε μέσα του φοβερό μίσος για εκείνη, το οποίο έφτανε ως την καταστροφή της. Έβαλε άλλους γενίτσαρους, την οποία συνέλαβαν και την οδήγησαν στη Θεσσαλονίκη να δικαστεί, ότι δήθεν αθέτησε την υπόσχεσή της να τον παντρευτεί και να αλλαξοπιστήσει. Την ακολούθησαν και οι γονείς της με δάκρυα και προσευχές για το άδικο πάθος του παιδιού τους. Οι ανακριτές την μεταχειρίστηκαν κατ’ αρχήν με την προσφιλή τους τακτική, των κολακειών και κατόπιν τις φοβέρες και τις απειλές. Όμως η Κυράννα έμεινε ηρωικά τολμηρή και ατάραχη μπροστά τους. Ομολόγησε με θάρρος πως είναι Χριστιανή, ότι έχει ως νυμφίο της το Χριστό, στον οποίο ανήκει το σώμα και η ψυχή της. Για την αγάπη Του ήταν διατεθειμένη να χύσει το αίμα της και να δώσει τη ζωή της. Πως οι κολακείες τους, πολλώ δε μάλλον τα βασανιστήρια, δε θα στέκονταν εμπόδιο για την αγάπη της για το Χριστό, τον αληθινό Θεό. Μετά τη θαρραλέα ομολογία της σώπασε έσκυψε το κεφάλι της και με σεμνότητα άρχισε να προσεύχεται νοερά στον Κύριο, να την ενδυναμώσει στη μεγάλη δοκιμασία που πρόσμενε.
Οι τούρκοι ανακριτές βλέποντας τον ηρωισμό και την αμετακίνητη γνώμη της, ένοιωσαν ντροπιασμένοι και έγιναν θηρία από το θυμό τους. Την έριξαν στο πιο σκοτεινό και υγρό κελί της φυλακής. Ο ερωτύλος γενίτσαρος έλαβε την άδεια από τον διευθυντή της φυλακής να μπαίνει ότι ώρα ήθελε στο κελί της για να τη βασανίζει. Μαζί του έμπαιναν και άλλοι γενίτσαροι, οι οποίοι ξεσπούσαν επάνω της με ιδιαίτερη αγριότητα. Την έδερναν, την κλωτσούσαν, την κρεμούσαν από τα πλούσια μαλλιά της για ώρες στο ταβάνι του κελιού, μέχρι λιποθυμίας. Το βράδυ ο δεσμοφύλακας την κρεμούσε από τις μασχάλες όλη τη νύχτα, στο χειμωνιάτικο κρύο ώστε να μη μπορεί να κοιμηθεί. Όμως εκείνη, όχι μόνο υπέμεινε, με πρωτοφανή καρτερία το μαρτύριο, αλλά φαινόταν να το αντιμετωπίζει με χαρά και ικανοποίηση για χάρη του Χριστού!
Αλλά στην ίδια φυλακή υπήρχαν και άλλοι κρατούμενοι Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, και μαζί τους και κάποιες τουρκάλες, οι οποίοι έβλεπαν το μαρτύριο της Κυράννας και ήλεγξαν τον απάνθρωπο δεσμοφύλακα, ότι δε φοβάται το Θεό και βασανίζει μια αθώα. Αλλά εκείνος έγινε αγριότερος και τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν για μια εβδομάδα.
Την επομένη ημέρα ο δεσμοφύλακας έγινε πιο επιθετικός και άγριος. Άρπαξε την Κυράννα, την κρέμασε με αλυσίδες και άρχισε να τη χτυπά αλύπητα με μια σανίδα. Οι άλλοι φυλακισμένοι άρχισαν να φωνάζουν και να διαμαρτύρονται, μαζί τους και οι τουρκάλες κρατούμενες. Ο δεσμοφύλακας άρχισε να τρέμει ολόκληρος και έπεσε στο έδαφος μπρούμυτα να κλαίει γοερά.
Όμως την ίδια στιγμή η αγία ξεψύχησε, παραδίδοντας την ψυχή της στο Χριστό, τον Οποίο τόσο αγάπησε και Του χάρισε τη ζωή της, όπως ήταν κρεμασμένη, χωρίς να το καταλάβει κανείς. Σιμά τα χαράματα ένα εκτυφλωτικό φως κατέβηκε από τη στέγη της φυλακής και έλουσε το σώμα της αγίας, φωτίζοντας όλη τη φυλακή. Οι φυλακισμένοι ξύπνησαν έντρομοι και άρχισαν να φωνάζουν και να προσεύχονται! Οι τουρκάλες και κάποιοι Εβραίοι κρατούμενοι φώναζαν πως «το κρίμα της φτωχής Ρωμιάς θα μας κάψει»! έφτασε και ο δεσμοφύλακας, ο οποίος τρέμοντας κατέβασε το σώμα της από την κρεμάλα και διαπίστωσε το θάνατό της. Το φως άρχισε να ελαττώνεται και μια υπερκόσμια ευωδία πλημμύρησε τη φυλακή. Ο φύλακας σκέπασε το τίμιο λείψανο με σεβασμό και δόξασε το Θεό, που τον αξίωσε να δει τέτοια θαυμαστά γεγονότα. Προφανώς μετάνιωσε και έγινε Χριστιανός, πιθανότατα «κρυπτοχριστιανός».
Όταν ξημέρωσε διαδόθηκε σε όλη τη Θεσσαλονίκη η τελείωση της αγίας και η έκλαμψη του θαυμαστού φωτός. Οι τούρκοι ένιωσαν ντροπιασμένοι και έδωσαν την άδεια στους Ρωμιούς να παραλάβουν το σώμα της αγίας και να το ενταφιάσουν με τις δικές τους συνήθειες. Το έθαψαν έξω από τη Θεσσαλονίκη, αφού μοίρασαν για ευλογία και αγιασμό, σε τεμάχια, τα ματωμένα ενδύματά της. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751. Την ημέρα αυτή η Εκκλησία μας τιμά την ιερή της μνήμη. Ιδού λοιπόν και ο ηρωισμός των αγίων γυναικών της Εκκλησίας μας, εφάμιλλος των αγίων ανδρών! ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ
Γράφει ο Κωνσταντίνος Χολέβας – Πολιτικός Επιστήμων.
Καθώς προετοιμαζόμαστε για τον εορτασμό των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι γνωστοί απολογητές της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι ωραιοποιούν την Οθωμανική κατάκτηση, αρνούνται την καταπίεση και ομιλούν για μία «συνύπαρξη θρησκευτικών κοινοτήτων» στο πλαίσιο της Οθωμανικής διοίκησης. Αρνούνται το Κρυφό Σχολειό, λησμονούν σκοπίμως τα βασανιστήρια και τους εξισλαμισμούς, αγνοούν τους Νεομάρτυρες.
Σ’ όλους αυτούς απαντούν τα ιστορικά ντοκουμέντα, οι γραπτές πηγές της εποχής εκείνης. Μία αποστομωτική απάντηση δίνουν ο βίος, οι επιστολές και το μαρτύριο της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας, την οποία τιμά η Εκκλησία μας στις 19 Φεβρουαρίου. Γεννήθηκε ως Ρεβούλα Μπενιζέλου το 1522 στην Αθήνα και πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου 1589, λόγω των βαρυτάτων τραυμάτων από τον ξυλοδαρμό της. Είχε χτυπηθεί αλύπητα από τους Τούρκους, δεμένη σε ένα στύλο, στις 3 Οκτωβρίου 1588, στο σημερινό μετόχι του Αγίου Ανδρέου, στην πλατεία Αμερικής.
Η Αγία Φιλοθέη βασανίσθηκε δύο φορές από τους Τούρκους, κυρίως λόγω της εθνικής και εκπαιδευτικής δραστηριότητάς της. Είχε ανοίξει σχολείο για κορίτσια 150 χρόνια πριν γίνει αυτή η συζήτηση στη Βρετανική Βουλή. Είχε δημιουργήσει μοναστήρι, στο οποίο προστάτευε Χριστιανές γυναίκες για να μην τις αρπάξουν οι Τούρκοι για τα χαρέμια. Καλλιέργησε την Ελληνορθόδοξη Παιδεία και την εθνική συνείδηση. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους βασανίσθηκε δύο φορές από τους Τούρκους. Την πρώτη φορά επιβίωσε, τη δεύτερη δεν άντεξε και κατέληξε μετά από λίγους μήνες.
Σε επιστολή της προς τη Γερουσία της Βενετίας με ημερομηνία 22.2.1583 η Αθηναία αρχόντισα και ευσεβής μοναχή γράφει:
«..Τον μήνα Αύγουστον ήλθαν οι Αγαρηνοί και ηύραν σκλάβον του φλαμπουράρη (Τούρκου διοικητή), όπου τον είχαμεν εις την φύλαξιν δια την ελευθερίαν του, και τρεις τούρκισσες όπου ήταν καλόγριες. Και κατά τας ώρας με έλαβαν εις τας χείρας τους και με έβαναν εις τον γουλάν (πύργο) εις μεγάλην φύλαξιν και καθ’ εκάστην ώραν με έδιδαν μαρτύριον να γένω τούρκισα εγώ τε και οι αδελφές ή να με καύσουν»!
Ή θα εξισλαμισθείς ή θα σε κάψουμε, ήταν η απειλή των Οθωμανών προς τη μοναχή Φιλοθέη κατά τον πρώτο βασανισμό της. Αυτή ήταν η «ανεκτική» Οθωμανική Αυτοκρατορία, την οποία αθωώνουν οι Οθωμανολάγνοι!
Προς τους αρνητές του Κρυφού Σχολειού ο βίος και το μαρτύριο της Αγίας Φιλοθέης απαντούν: Η Αγία εξόργισε τους Τούρκους και μαρτύρησε, διότι άνοιξε σχολείο ελληνικό! Πλήρωσε με τη ζωή της την προσπάθεια να καλλεργήσει την ελληνική παιδεία.
Η επιβίωση του Ελληνισμού στα δύσκολα χρόνια της δουλείας οφείλεται πρωτίστως στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στους Νεομάρτυρες. Αξίζει να μελετήσουμε τον βίο και το σπουδαίο έργο της Αγίας Φιλοθέης. Είθε να έχουμε την ευλογία της!
(Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ: ᾽Ηλεκτρ. διεύθ. synaxarion. gr)
Ημέρα ξεχωριστής χαράς η σημερινή, και μάλιστα για την Αθήνα, η οποία τιμά ιδιαιτέρως την οσιομάρτυρα Φιλοθέη. Και δικαίως: στην Αθήνα έζησε και αγίασε και μαρτύρησε η αγία. Κι ακόμη περισσότερο: εκεί βρίσκονται και τα τίμια λείψανά της. Τα λείψανα των αγίων, ως γνωστόν, αποτελούν το μεγαλύτερο θησαυρό για έναν τόπο, με το δεδομένο βεβαίως ότι υπάρχουν πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Διότι οι ορθόδοξοι έχουμε τα «μάτια» να μπορούμε να βλέπουμε τη χάρη του Θεού σ’ αυτό που για τους απίστους είναι ένα νεκρό σώμα, ένα πτώμα. Για εμάς, το «πτώμα» είναι η ζωντανή παρουσία του αγίου και η απτή απόδειξη ότι ο Χριστός αγιάζει τον άνθρωπο ολοτελή: και στην ψυχή και στο σώμα. Πού σημαίνει: η ψυχή ζει την ενέργεια του Θεού, καθώς είναι στραμμένη σ’ Εκείνον, κι αυτή η ενέργεια μεταγγίζεται και στο συνδεδεμένο με αυτήν σώμα. Κανείς υλισμός δεν είναι ανώτερος και δραστικότερος από αυτόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα καθημερινά θαύματα που επιτελούνται από τον άγιο, μέσω των λειψάνων του, είναι η επιβεβαίωση της παραπάνω αλήθειας. Κι ακόμη: τα λείψανα, ευωδιάζοντα και μυροβολούντα, δείχνουν σε πόση πλάνη βρίσκονται όλοι εκείνοι που πρεσβεύουν την καύση των νεκρών. Πόσος πνευματικός μυωπασμός και έλλειμμα πίστεως κρύβεται πίσω από την πεποίθηση αυτή. Η ακολουθία της ημέρας έρχεται να εξαγγείλει αυτήν τη χαρά. «Σήμερα η ένδοξη Αθήνα χαίρεται, γιατί τίθενται σε προσκύνηση τα θεία λείψανα της Φιλοθέης, κι όλος ο λαός κατασπάζεται αυτά με πόθο» («Σήμερον χαίρουσιν αι κλειναί Αθήναι, ότι εις προσκύνησιν τα θεία λείψανα της Φιλοθέης προτίθεται και μετά πόθου πας ο λαός ταύτα κατασπάζεται»).
Η χαρά όμως, κατά τον υμνογράφο, δεν είναι μόνον για την ύπαρξη των λειψάνων της αγίας. Η πόλη χαίρεται – και μαζί της κάθε πόλη και χώρα - και για το γεγονός ότι η αγία υπήρξε μία ζωντανή και αληθινή φανέρωση, όσο ζούσε, του ίδιου του Θεού. Διότι φανέρωνε την αγάπη Εκείνου – «ο Θεός αγάπη εστί» - σε βαθμό που υπήρξε μία δεύτερη ακένωτη πηγή της κεφαλαιώδους αυτής αρετής. Η οσιομάρτυς δηλαδή όχι μόνον είχε συμπάθεια προς τον συνάνθρωπο, αλλά είχε την αγάπη του Χριστού, η οποία φθάνει σε σημείο θυσίας για χάρη του συνανθρώπου, ακόμη και του θεωρούμενου εχθρού. Κι αυτή η αγάπη του Χριστού, επειδή ακριβώς λειτουργεί στην καρδιά του αληθινού πιστού, δεν τελειώνει ποτέ. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις, στενοχωρία, κίνδυνος, μάχαιρα; Ουδέν δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού». Το ίδιο λοιπόν επισημαίνουμε και στην αγία Φιλοθέη. «Φάνηκες ατέλειωτη πηγή αγάπης» («αγάπης ώφθης πηγή ακένωτος»). Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μία τέτοια αγάπη δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα θεωρητικό. Εκφράζεται πάντοτε έμπρακτα, ως προσφορά στον συνάνθρωπο. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Άλλωστε μία αγάπη που δεν παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σταματά να είναι αγάπη. Γίνεται ένα ιδεολόγημα, που εξυπηρετεί μάλλον άλλες σκοπιμότητες. Η αγία Φιλοθέη λοιπόν υπήρξε ένα υπόμνημα αυτής της έμπρακτης αγάπης. Κατά το συναξάρι και κατά τον υμνογράφο συνεπώς, «πρέπει να χαίρεται, γιατί σκόρπισε όλον τον επίγειο πλούτο της για να περιθάλψει τον κάθε αναγκεμένο, κατεξοχήν δε των νέων γυναικών». «Χαίρε, πανέντιμε. Συ γαρ τον επίγειον πλούτον σκορπίσασα, περί σαυτήν δε συνάξασα παρθένων πλήθη, αγάπης ώφθης πηγή ακένωτος». «Συ, οσία, μοίρασες τον ρευστό πλούτο σου στους αναγκεμένους» («Συ τον πλούτον ένειμας, οσία, τον σον δεομένοις, τον ρευστόν»).
Η προσφορά της αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, εγγίζει κορυφές πνευματικού όρους, διότι ακριβώς υπήρξε σε πολύ δύσκολη εποχή. Δεν έκανε ελεημοσύνες σε εποχή ελευθερίας, που έχει κανείς ίσως την άνεση για κάτι τέτοιο. Η ζωή της όλη, ζωή ελεημοσυνών, βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τους Τούρκους και απειλείτο διαρκώς. Και στο τέλος δεν απέφυγε πράγματι τον μαρτυρικό θάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε στο σκοτάδι το έντονο φως και στον χειμώνα ένα μοσχομύριστο λουλούδι και στη στυγνή δουλεία της Τουρκοκρατίας ένας ζεστός ήλιος. Και όντως έτσι την παρουσιάζει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Σαν ολόλαμπρος αστέρας έλαμψες στο σκοτάδι, και σαν ευωδιαστό και μυρόπνοο άνθος άνθησες τον χειμώνα. Σαν φως και σαν ήλιος ανέτειλες χαμογελαστά στην Αθήνα, θερμαίνοντας και φωτίζοντας τους σκοτεινιασμένους από τη στυγνή δουλεία» («ως αστήρ φαεινότατος εν τω σκότει επάλαμψας και ως άνθος εύοσμον και μυρόπνοον εν τω χειμώνι εξήνθησας∙ ως φως και ως ήλιος εξανέτειλας φαιδρώς εν Αθήναις, θερμαίνουσα και φωτίζουσα τους δουλεία στυγνή εζοφωμένους»).
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας καταλήγουν στο αυτονόητο: να πρεσβεύει η αγία για όλους μας, κυρίως όμως για την αγαπημένη της πόλη. «Πρέσβευε για την πόλη, στην οποία έζησες τη ζωή σου με οσιότητα» («υπέρ του άστεως πρέσβευε, εν ω τον βίον εν οσιότητι διετέλεσας»). Και θα 'λεγε κανείς ότι είναι το πιο επίκαιρο και κρίσιμο αίτημα αυτό για την Αθήνα, όταν βλέπει το πώς την έχουν καταντήσει και οι κάτοικοί της, οι οποίοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό σηκώθηκαν και έφυγαν για «καλύτερες» περιοχές, και οι διάφοροι εχθροί της, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού στις ομορφιές και τις παραδόσεις της, στα μνημεία και τα προσκυνήματά της, την καταστρέφουν και την διασύρουν παγκοσμίως. Πρέπει να θλίβεται πάρα πολύ η αγιασμένη ψυχή της, βλέποντας αυτά που κάθε φορά διαδραματίζονται «εις τας κλεινάς Αθήνας». Ίσως την προφυλάσσει και ο Κύριος, καλύπτοντας τους οφθαλμούς της, για να μη βλέπει τι ασχήμια υπάρχει, εκεί που υμνήθηκε ο αττικός ουρανός και αναπέμφθηκαν ολόθερμες δεήσεις προς τον Κύριο της δόξης. Η Εκκλησία μας όμως, θέλοντας να βλέπει με αισιοδοξία τα πράγματα και γνωρίζοντας ότι τελικώς το καλό κυριαρχεί επί του κακού, επιμένει και θα επιμένει: ««Περίσωζε την πόλη σου με τις προσευχές σου προς τον Δεσπότη Χριστό» («Σαις προσευχαίς προς τον Δεσπότην την πόλιν περίσωζε την σην»). Γένοιτο.