Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ -ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΕΛΑΓΙΑ



site analysis



«Η οσία Πελαγία έζησε επί βασιλέως Νουμεριανού και καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας. Ζούσε μέσα στις ορχήστρες και τα θέατρα της εποχής και ήταν πόρνη, μαζεύοντας από την πονηρή αυτή εργασία πάρα πολλά χρήματα. Όταν όμως κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο Νόνο, που ήταν άγιος άνθρωπος, και μετανόησε θερμά, βαπτίσθηκε και άφησε ό,τι σχετιζόταν με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της σαν σκουπίδια. Στη συνέχεια, περιβλήθηκε τρίχινα ρούχα, και αφού παρουσιάστηκε ως άνδρας, πήγε κρυφά στο όρος των Ελαιών, όπου και εγκλείστηκε σ’ ένα κελί, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής της εκεί, κατά τρόπο θεάρεστο. Στο κελί αυτό αναπαύτηκε εν Κυρίω».



Η οσία Πελαγία ανήκει σε εκείνη τη χορεία των ανθρώπων, για τους οποίους ο Κύριος, απευθυνόμενος στους Φαρισαίους,  είχε πει: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των Ουρανών». Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν από πλευράς κοινωνικής δεν έχουν καλό όνομα, σαν τους Φαρισαίους για παράδειγμα, που θεωρούνταν οι καλύτεροι Ιουδαίοι και συνεπώς οι πιο κοντινοί στον Θεό, αλλά διακρίνονται για την καλή τους διάθεση, την καλή τους προαίρεση, και που γι’  αυτό, μόλις δοθεί η πρόκληση από πλευράς του Θεού, αμέσως ανταποκρίνονται και ακολουθούν τον Θεό. Ο Κύριος για τέτοιους ανθρώπους είπε την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου ή και την παραβολή του ασώτου, να δείξει δηλαδή ότι εκείνο που μετράει ενώπιον του Θεού τελικώς είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, το «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και όχι μία εικόνα αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, λόγω πιθανόν κάποιων καλών πράξεών του, η οποία το μόνο που επισύρει από τον Θεό είναι η καταδίκη του.

Με την οσία Πελαγία, όπως και με τις αντίστοιχες παρόμοιες περιπτώσεις: την οσία Μαρία την Αιγυπτία, για παράδειγμα,  την οσία Ταϊσία την πόρνη (που και αυτήν εορτάζουμε σήμερα) κ.ά., βρισκόμαστε με ανάγλυφο θα λέγαμε τρόπο, μπροστά στο φαινόμενο της μετανοίας, το οποίο αποτελεί και τη μόνη προϋπόθεση εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός μας δηλαδή, όπως απαρχής έδειξε ο Κύριος, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την αναμαρτησία του, η οποία ασφαλώς και δεν υπάρχει – όλοι γνωρίζουμε ότι ο μόνος αναμάρτητος είναι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός – αλλά τη μετάνοιά του, ως συναίσθηση της αμαρτίας του και ελπίδα στη φιλανθρωπία Εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο τελευταίος των Προφητών, Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία, και ο ίδιος ο Κύριος, εκείνο που ετόνιζαν απαρχής και στη συνέχεια των δράσεών τους, ήταν το «μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των Ουρανών». Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας τονίζει πάντοτε ότι η μόνη διάκριση των ανθρώπων που γίνεται αποδεκτή, δεν είναι από πλευράς φυλετικής, κοινωνικής, μορφωτικής, γένους κλπ., αλλά από το αν οι άνθρωποι είναι μετανοημένοι ή όχι. Άνθρωπος που συναισθάνθηκε τις αμαρτίες του και στράφηκε με ελπίδα στον Θεό, αυτός θεωρείται και ο άγιος άνθρωπος, αυτός θεωρείται ο πολίτης του Ουρανού. Άνθρωπος που νιώθει «καλά» με τον εαυτό του, με την έννοια ότι μπορεί να καυχάται για τις αρετές του, συνεπώς να μη νιώθει κανένα έλλειμμα μέσα του, είναι ο άνθρωπος από τον οποίο ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Η περίπτωση της παραβολής του τελώνου και του Φαρισαίου, που μνημονεύσαμε και παραπάνω, είναι παραπάνω από ενδεικτική.

Με την οσία Πελαγία λοιπόν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει μετάνοια. Σημαίνει  αλλαγή τρόπου ζωής, και μάλιστα χωρίς υπεκφυγές και αναβολές. Μόλις κατάλαβε η οσία ότι η ζωή της δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό, αμέσως μετανόησε και εξέφρασε τη γνησιότητα της μετανοίας της με την αλλαγή της ζωής της, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό: κλείστηκε διά παντός σ’  ένα κελί, αλλάζοντας ακόμη και την εμφάνισή της. Κι αυτό είναι ακριβώς το σημάδι της γνήσιας μετάνοιας: η άμεση αλλαγή της ζωής∙ η στροφή προς τον Θεό και η τήρηση του αγίου θελήματός Του. Και τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι πολλές φορές μας εμπαίζει ο διάβολος, ο οποίος δεν έρχεται να μας πει να μη μετανοήσουμε. Εκείνο στο οποίο μας σπρώχνει είναι να αναβάλουμε τη μετάνοιά μας. Το αύριο είναι η αιχμή του δόρατος του Πονηρού, γιατί ξέρει ότι το αύριο γίνεται μεθαύριο, το μεθαύριο η μεθεπομένη κ.ο.κ., συνεπώς ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε στα ίδια. Η υμνολογία της ημέρας, σχεδόν καθ’  ολοκληρίαν, αυτήν τη μετάνοια τονίζει στο πρόσωπο της οσίας Πελαγίας, για να μας πει ότι αφενός η μετάνοια οδηγεί στην πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών του ανθρώπου και την πλήρωσή του με όλες τις δωρεές του Θεού, αφετέρου αποτελεί τον μονόδρομο και για εμάς, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο. Ας ακούσουμε τον οίκο του κοντακίου της ημέρας: «Όσοι εν βίω αμαρτίαις εμολύνθημεν, ως ο τάλας εγώ, ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, τον οδυρμόν τε μετά δακρύων της οσίας Μητρός ημών Πελαγίας, ίνα ταχύ εκ Θεού την συγχώρησιν λάβωμεν∙ καθάπερ η μακαρία, έτι ζώσα, τον ρύπον απέπλυνε της αμαρτίας, και έλαβεν εκ Θεού την τελείαν συγχώρησιν, οδόν μετανοίας υποδείξασα».  Όσοι μολυνθήκαμε από τις αμαρτίες στη ζωή μας, όπως ο ταλαίπωρος εγώ, ας ζηλέψουμε τη μετάνοια και τον οδυρμό με δάκρυα της οσίας Μητέρας μας Πελαγίας, για να λάβουμε γρήγορα τη συγχώρηση από τον Θεό. Όπως συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία: όσο ήταν ακόμη στη ζωή, έπλυνε καλά τη βρωμιά της αμαρτίας και έλαβε από τον Θεό την τέλεια συγχώρηση, υποδεικνύοντάς μας το δρόμο της μετανοίας.
ΠΗΓΗ.ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2019

Μια πόρνη έγινε Αγία!



site analysis
agia taisia
Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος στην Romfea.gr

Μια ξεχωριστή περίπτωση και πολύ διδακτική είναι η ζωή της αγίας Ταϊσίας, που εορτάζεται η μνήμη της στις 8 Οκτωβρίου.
Η ίδια η μητέρα της, εκμεταλλευόμενη την ομορφιά του σώματός της και κατασπαράσσοντας την ωραιότητα της ψυχής της, την ώθησε στην πορνεία και αυτό στην τρυφερή ηλικία των 17 μόλις ετών.
Παρότι ζούσε μέσα στη βρωμιά, παρότι δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα αντικείμενο, που βέβαια, αποκτούσε χρήματα, φαίνεται πως μια σπίθα πίστης σιγόκαιγε στον κατασυντριμμένο εσωτερικό της κόσμο.
Αυτή η σπίθα της προκάλεσε θλίψη και η θλίψη την οδήγησε σε ριζική αναθεώρηση της ζωής και της σκέψης της, σε μεταμόρφωσή της.
Ήρθε γι’ αυτή η ώρα της μεγάλης αλλαγής, της μετάνοιας.
Επειδή τα πλούτη της προέρχονταν από ανομήματα, τα πέταξε στη θάλασσα και μέχρι το τέλος της ζωής της δεν αποχωρίστηκε τη φτώχεια, φροντίζοντας παράλληλα άρρωστα και ανήμπορα άτομα.
Πόνεσε και πληγώθηκε όχι μόνο για το κατάντημά της, όχι μόνο γιατί εξευτελίστηκε τόσο πολύ, αλλά γιατί μέχρι τη μεταστροφή της περιφρόνησε την αγάπη του Θεού.
Προτού πλησιάσει το Χριστό είχε τα μάτια ανοιχτά, αλλά ήταν τυφλή πνευματικά.
Το κύλισμα στο βούρκο δεν την άφηνε να δει το φως της αλήθειας,της κρατούσε κλειστά τα μάτια της ψυχής.
Όταν, όμως, την επισκέφθηκε η χάρη του Θεού, έκλεισαν τα σωματικά μάτια και άνοιξαν για πάντα τα μάτια της ψυχής.
Και μας παρακινεί να ζήσουμε τη μετάνοια όχι σαν κάτι στιγμιαίο και εφήμερο, αλλά σαν κάτι διαρκές και μόνιμο.
Να τη ζήσουμε βαθιά, προσωπικά, ως Ορθόδοξοι με αίσθημα ευθύνης, υπεύθυνα και όχι ανεύθυνα.
Η απόφαση της επιστροφής από την αθλιότητα στη Θεότητα, είναι μια γενναία απόφαση.
Και για να είναι αληθινή τρεις είναι οι απαραίτητες κινήσεις: Στην καρδιά η συντριβή. Στο στόμα η παραδοχή των λαθών. Στη ζωή η διόρθωση.
Έτσι θα δούμε τον εαυτό μας, που πρώτα αγνοούσαμε. Θα δούμε ύπουλες αδυναμίες και πάθη, που πρώτα τα παραβλέπαμε και τα αμνηστεύαμε.
Θα δούμε ότι η αμαρτία δεν είναι αθώο παιχνιδάκι, αλλά ένα παιχνίδι με το θάνατο.
Δεν είναι ικανότητα για να ξεφύγουμε, είναι ψεύτισμα και ξεστράτισμα.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Τη Ε΄ (5η) του μηνός Οκτωβρίου, η Αγία Μάρτυς ΜΑΜΕΛΧΘΑ λίθοις βληθείσα τελειούται.



site analysis

Μαμέλχθα η Αγία Μάρτυς ήτο από την Περσίδα, ιέρεια του ναού της Αρτέμιδος, έχουσα και αδελφήν Χριστιανήν. Επειδή δε είδε κατ’ όναρ Άγγελον Θεού, όστις εδείκνυε και εδίδασκεν αυτήν τα μυστήρια των Χριστιανών, εξύπνησε τεταραγμένη και διηγήθη τούτο εις την αδελφήν της, η οποία έφερεν αυτήν εις τον Επίσκοπον, όστις εβάπτισεν αυτήν. Μαθόντες δε τούτο οι ειδωλολάτραι εθυμώθησαν και εθανάτωσαν με λίθους αυτήν, καθ’ ον χρόνον εφόρει ακόμη η μακαρία τα φωτεινά ιμάτια του αγίου Βαπτίσματος και έρριψαν αυτήν εις λάκκον βαθύτατον, από τον οποίον μόλις και μετά βίας ηδυνήθησαν οι Χριστιανοί να εκβάλωσι το άγιον αυτής λείψανον. Τότε ο Επίσκοπος επήγεν εις τον βασιλέα των Περσών και έλαβεν από αυτόν εξουσίαν, να κρημνίση μεν τον ναόν της Αρτέμιδος, να οικοδομήση δε αυτόν εις Εκκλησίαν της Αγίας Μάρτυρος ταύτης Μαμέλχθας. Ποιήσας δε τούτο, απεθησαύρισεν εις τον νεόκτιστον Ναόν το τίμιον αυτής λείψανον.

Mνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΕΘΟΔΙΑΣ της εν Κιμώλω τη νήσω ασκητικώς διαλαμψάσης.



site analysis

Τη Ε΄ (5η) του μηνός Οκτωβρίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΕΘΟΔΙΑΣ της εν Κιμώλω τη νήσω ασκητικώς διαλαμψάσης.Αποτέλεσμα εικόνας για μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΕΘΟΔΙΑΣ της εν Κιμώλω


Δεν θα εκλείψουν από την Αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν, την επί γης στρατευομένην, έως της συντελείας του αιώνος, οι άγιοι και θεοφόροι άνθρωποι, τόσον άνδρες όσον και γυναίκες, αλλ’ εις εκάστην εποχήν αναφαίνονται ως άλλοι φαεινοί αστέρες και αειλαμπείς φωστήρες, «λόγον ζωής επέχοντες» (Φιλιπ. β, 16), εις το νοητόν αυτής στερέωμα και καταφωτίζουν των ευσεβών το πλήρωμα, δια του αγίου αυτών Βίου και των αγαθών και εναρέτων έργων, και διεγείρουν και προθυμοποιούν ημάς προς εργασίαν του θείου θελήματος.
Και εις μεν την παλαιάν εποχήν, οπότε διέλαμπεν η αρετή και επολιτεύετο με θερμόν ζήλον η Ευαγγελική ζωή, οι Άγιοι εφαίνοντο συχνότερον και ήσαν πολλοί, αλλ’ εις τους εσχάτους τούτους καιρούς, κατά τους οποίους εσβέσθη ο προς τα καλά και θεάρεστα ζήλος, και εψύγη, ως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, «η αγάπη των πολλών» (Ματθ. κδ, 12), ούτοι αναφαίνονται σπανιώτερον, ως άλλοι κομήται. Και τας μεν θεοφιλείς ψυχάς ευφραίνουν και εξάπτουν την επιθυμίαν αυτών προς «όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά» (Φιλιπ. δ, 8), κατά τον θείον Παύλον· τους αμελείς και αδιαφόρους διεγείρουν από τον λήθαργον της αμελείας και αδιαφορίας και θερμαίνουν την ψυχράν των προαίρεσιν προς την αγάπην του καλού, τους δε πεπλανημένους επαναφέρουν εις την ευθείαν της ευσεβείας οδόν και εν ενί λόγω, πολιτευόμενοι ως έχοντες «το πολίτευμα εν ουρανοίς» (Φιλιπ. γ, 20), γίνονται τύπος και παράδειγμα της κατά Χριστόν ζωής εις πάντας, προς δόξαν Θεού, του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού, επιβεβαιούντες το Αποστολικόν ρητόν «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ, 8).
 Μεταξύ των νεοφανών τούτων Οσίων διαλάμπει ως εωθινός και αρτιφανής αστήρ η Οσία μήτηρ Μεθοδία, η θεοφόρος θεράπαινα του Κυρίου, το σκεύος του Αγίου Πνεύματος, η υποτύπωσις της καθαράς ζωής, το αμάραντον άνθος της νήσου Κιμώλου, το ευωδιάσαν δια της ευωδίας των αρετών της τας Κυκλάδας νήσους· διότι γενομένη «ευωδία Χριστού», ως λέγει ο θείος Παύλος, δια της εναρέτου ζωής της, εις πάντας τους θέλοντας να σωθούν, υπήρξε τω όντι «οσμή ζωής εις ζωήν» (Β΄ Κορ. β, 16). Αύτη, λοιπόν, η Οσία και πανεύφημος μήτηρ ημών Μεθοδία εβλάστησεν εκ ρίζης ευσεβούς και αγαθής ως αειθαλής βλαστός και εύκαρπος εις την νήσον Κίμωλον, γεννηθείσα κατά το έτος 1865 τη 16η Νοεμβρίου εκ γονέων ευσεβών και φοβουμένων τον Θεόν. Ο πατήρ αυτής εκαλείτο Ιάκωβος, η δε μήτηρ Μαρία, έχοντες επίθετον Σάρδη. Ούτοι είχον τρεις υιούς και πέντε θυγατέρας. Εξ αυτών η Δευτέρα ήτο η Ειρήνη, η μετέπειτα Μεθοδία, η Οσία του Χριστού νύμφη, ήτις ολοψύχως ηγάπησεν αυτόν και μετά πίστεως θερμοτάτης εξεπλήρωσε τας αγίας αυτού εντολάς. Από νεαράς ηλικίας εφαίνετο η μακαρία οποία έμελλε μετά ταύτα να αποβή, και οποίους καρπούς θα αποφέρη εν τη Αγία του Χριστού Εκκλησία, ως άλλη ελαία κατάκαρπος. Διότι απεστρέφετο και απέφευγε δι’ όλων της των δυνάμεων κάθε τι δυνάμενον να βλάψη την ψυχήν και ενεκολπούτο τα καλά και ωφέλιμα, και τα χρηστά και αγνά ήθη και τας αγίας και πνευματικάς συναναστροφάς, δια μέσου των οποίων εφωτίζετο η ψυχή της και εθερμαίνετο η καρδία της προς θείον έρωτα. Ήτο σεμνοτάτη και πλήρης φρονήσεως και θείου φόβου, αγαπώσα θερμώς την Εκκλησίαν, εις την οποίαν τακτικώς εις κάθε ευκαιρίαν εφοίτα, μετά πάσης ευλαβείας και κατανύξεως. Ούτως ανατραφείσα η Οσία «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. στ, 4) ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν, καθ’ ην απέβλεπε και εσκόπει να αφιερωθή εξ ολοκλήρου εις τον Θεόν, αλλ’ οι γονείς της ηθέλησαν να την υπανδρεύσουν, καίτοι αύτη είχεν άλλας σκέψεις και αποφάσεις. Δια να μη λυπήση όμως τους γονείς της, υπήκουσεν εις την θέλησιν αυτών και έλαβε σύζυγον εκ Χίου καταγόμενον και ναυτικόν το επάγγελμα. 
Καίτοι η Μεθοδία ήλθεν εις κοινωνίαν γάμου, ουδόλως εμαράνθη ο ζήλος και η θερμή αγάπη της προς τον ουράνιον νυμφίον Χριστόν, αλλ’ έτι μάλλον ήναπτεν εις την ψυχήν της ο θείος έρως, και ηκολούθει την ιδίαν ως και πρότερον ζωήν, όσον βεβαίως ηδύνατο, παρακαλούσα θερμώς τον Κύριον να την αξιώση του ποθουμένου και να αφιερωθή εντελώς εις Αυτόν, ως η Χάρις του ευδοκήση, διότι τα πάντα ανέθεσεν εις το θέλημα του Κυρίου, ο δε Κύριος ποιεί το «θέλημα των φοβουμένων αυτόν» (Ψαλμ. ρμδ, 19), κατά τον Προφητάνακτα. Επολιτεύετο, λοιπόν, η μακαρία Μεθοδία Ευαγγελικήν και σώφρονα πολιτείαν, και υπετάσσετο όλη ψυχή και διανοία εις το θείον θέλημα. Ο σύζυγος αυτής ναυαγήσας εις τι ταξείδιον εις τας ακτάς της Μικράς Ασίας, δεν επανήλθεν εις Κίμωλον. Απολέσασα τον σύζυγόν αυτής η Οσία και απαλλαγείσα πάσης φροντίδος, απεφάσισε πλέον να εκπληρώση την πρώτην αυτής επιθυμίαν και να αφιερωθή τελείως εις τον Θεόν, απαρνουμένη κόσμον και πάντα τα του κόσμου πράγματα. Ταύτα μελετώσα νυχθημερόν και παρακινουμένη έτι περισσότερον προς την αγγελικήν, κατά την επιθυμίαν της, ζωήν, υπό του επί αγιότητι βίου διακριθέντος Ιερέως Γεωργίου Νικολάου Λογοθέτου, ανεφλέχθη υπό του πυρός της θείας αγάπης· και εγκαταλείψασα τα πάντα και μακρύνασα πάσης κοσμικής σχέσεως, ήρεν επ’ ώμων τον χρηστόν και ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν, ενδυθείσα το μοναχικόν σχήμα. Εκάρη δε Μοναχή εν τω Ιερώ και περικαλλεί Ναώ της Παναγίας «Οδηγητρίας» Κιμώλου, υπό του τότε Αρχιεπισκόπου Σύρου Μεθοδίου μετονομασθείσα αντί Ειρήνης Μεδοδία. Ανεκλάλητον χαράν ησθάνθη η μακαρία εις την ψυχήν της, διότι ηξιώθη και έτυχεν εκείνου, του οποίου από νεαράς ηλικίας ολοψύχως επεθύμει και εδόξαζε τον ουράνιον αυτής νυμφίον Χριστόν, όστις την ηξίωσε να άρη τον Σταυρόν αυτού και να ακολουθήση την καθαράν και απηλλαγμένην φροντίδων υλικών ασκητικήν ζωήν. Γενομένη, λοιπόν, Μοναχή η Οσία και ακολουθήσασα τον Κύριον εξ όλης καρδίας και διανοίας και ισχύος, επεδόθη μετά πολλού ζήλου και ακαταβλήτου και ζεούσης προθυμίας εις τους ασκητικούς αγώνας, δια μέσου των οποίων ενέκρωσε την σάρκα «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε, 24) και εβάδιζεν αμεταστρεπτί μετά συνέσεως και σοφίας «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την απάγουσαν εις ζωήν αιώνιον». Δια να απαλλαγή δε τελείως από πάσης συναφείας και συναναστροφής ματαίας του κόσμου, δυναμένης να αποσπάση τον νουν αυτής από την θεωρίαν και μελέτην των ουρανίων πραγμάτων, ενεκλείσθη εις τι μικρόν κελλίον ευρισκόμενον «εις το Στιάδι» εντός του «Μέσα Κάστρου» της Κιμώλου παρά τον Ιερόν Ναόν της Γεννήσεως του Κυρίου, ένθα και διετέλει κατά το πλείστον έγκλειστος, περιστέλλουσα εαυτήν εκ των ματαίων και φθαρτών και αναγομένη εις υψηλοτέρας πνευματικάς αναβάσεις. Εξήρχετο δε του κελλίου της εν μεγάλη ανάγκη, όταν την εκάλει η αγάπη και το συμφέρον και η ωφέλεια του πλησίον, διότι, πλέον του εαυτής, το του πλησίον εζήτει η Οσία, κατά την Αποστολικήν παραγγελίαν. Αλλ’ οποίους αγώνας διετέλεσεν ενταύθα η μακαρία Μεθοδία! Αδυνατεί πράγματι να διηγηθή τις τους καμάτους της εγκλείστου και ισαγγέλου ζωής της, την άσκησιν, την νηστείαν, την αγρυπνίαν, τα δάκρυα, την αδιάλειπτον προσευχήν. 
Εκοιμάτο ολίγον δια την ανάγκην του σώματος επί ξυλίνου κραββάτου άνευ στρώματος, το δε υπόλοιπον μέρος της νυκτός προσηύχετο μετά θερμών δακρύων και κατανύξεως προς τον γλυκύτατον αυτής νυμφίον Χριστόν, του οποίου το κάλλος και την ωραιότητα φανταζομένη με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής, ανεφλέγετο προς την αγάπην αυτού· το δε φαγητόν της ήτο λιτότατον. Καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος ενήστευεν αυστηρώς, πλην του Σαββάτου και της Κυριακής, ότε και μετελάμβανε των Αχράντων Μυστηρίων και επληρούτο η καρδία αυτής ανεκφράστου πνευματικής χαράς. Πλείστοι ευσεβείς προσέφερον εις αυτήν τροφάς διαφόρους και ενδύματα, αλλ’ η Οσία διένεμεν αυτά εις τους έχοντας ανάγκην πτωχούς και ασθενείς. Καθ’ όλην την αγίαν και Μεγάλην Τεσσαρακοστήν διετέλει έγκλειστος και δεν εδέχετο ουδένα εις επίσκεψιν, επιδιδομένη καθ’ ολοκληρίαν εις προσευχάς και πνευματικάς μελέτας. Μόνον εκ τινος θυριδίου του κελλίου της ήρχετο ενίοτε εις επικοινωνίαν μετά των έξω και έδιδεν εις τους ζητούντας «ευλογημένον έλαιον» εκ της ακοιμήτου κανδήλας του κελλίου της, το οποίον ελάμβανον μετά πίστεως οι Κιμώλιοι και εχρησιμοποίουν εις ποικιλοτρόπως πάσχοντας, προς θεραπείαν και απαλλαγήν πάσης νόσου και δεινής περιστάσεως. Η ενάρετος αύτη και αγία πολιτεία της ενθεωτάτης Μεθοδίας ήτο εικών και απομίμησις της ισαγγέλου ζωής των παλαιών Οσίων ανδρών και γυναικών, των οποίων τας αρετάς και τον ένθεον ζήλον εμιμείτο και εφαίνετο όλη θεόληπτος και ουρανόφρων, τα άνω ζητούσα και προς αυτά και μόνον κατευθύνουσα όλα τα κινήματα της ψυχής της και όλα τα διαβήματα και την πορείαν της αγίας ζωής της και καθ’ εκάστην μελέτην είχε τον νόμον του Θεού και τα θεία δικαιώματα, τα φωτίζοντα τον νουν και γλυκαίνοντα την καρδίαν και τρόπον τινά ποιούντα τον άνθρωπον μετά σαρκός άσαρκον και άγγελον επίγειον και όλον ενθεώτατον και θεοφώτιστον, «πεπληρωμένον καρπών δικαιοσύνης» (Φιλιπ. α, 11), οία ήτο και η μακαρία Μεθοδία. Δια της πρακτικής αρετής και των πνευματικών αγώνων της κατά Χριστόν πολιτείας ενέκρωσε τελείως την σάρκα και απέρριψε παν υλικόν και γήϊνον φρόνημα και «πάσαν εν τω νοϊ υλώδη έμφασιν» και ανήλθεν εις την τελειοτέραν αρετήν, την θεωρίαν των αϋλων, ήτις έχει ως βάσιν την πρακτικήν και κραταιάν συνεργόν, την αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Δια ταύτης της αρετής εκαθάρισε την ψυχήν και την καρδίαν και εφωτίσθη υπό του φωτισμού του Παναγίου Πνεύματος, του ενοικούντος εν καθαραίς καρδίαις και έφθασεν εις μέτρον απαθείας και τελειότητος, διελθούσα μετά συνέσεως και φόβου Θεού τους μακαρισμούς του Κυρίου, γενομένη εντεύθεν μακαρία και θεοειδής, κατά την θείαν υπόσχεσιν. Φθάσασα η θεόφρων Μεθοδία εις την μακαρίαν ταύτην κατάστασιν και «ζώσα εν Χριστώ» πλέον και φωτιζομένη υπό των ελλάμψεων της θείας Χάριτος, έγινε σκεύος εκλεκτόν και εύχρηστον των αρετών, στυλογραφία και τύπος καλών έργων «εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (Α΄ Τιμόθ. δ, 12). Άλλη ελαία δαβιτικώς κατάκαρπος των ουρανίων καρπών, «φως και άλας» του πλησίον, κατά το θείον Ευαγγέλιον. Και εν ενί λόγω, εδείχθη αληθής διδάσκαλος μετανοίας και ευσεβείας και πάσης καλής και θεοφιλούς πράξεως εις την πατρίδα αυτής Κίμωλον, την οποίαν τοσούτον ελάμπρυνε δια της εναρέτου ζωής και ποικιλοτρόπως ωφέλησε δια «του λόγου της Χάριτος» και πολύ περισσότερον δια του αγίου παραδείγματός της, διότι «και λαλούσα και σιγώσα» προυξένει ωφέλειαν. 
Η φήμη της αγγελικής αυτής πολιτείας διεδόθη πολύ ταχέως, όχι μόνον εν Κιμώλω, αλλά και εις τας πέριξ νήσους, και πολλαί γυναίκες, διότι μόνον γυναίκας εδέχετο, ακούουσαι και μανθάνουσαι τα κατ’ αυτήν, έτρεχον εις το ασκητήριόν της, το οποίον κατέστη ήδη πνευματικόν διδασκαλείον, δια να εύρουν πνευματικήν ωφέλειαν και ανακούφησιν εις τας ψυχικάς ανωμαλίας και λοιπάς πικρίας του βίου. Αι προσερχόμεναι εις την Οσίαν εύρισκον ό,τι επόθουν, ανακουφιζόμεναι και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Η Οσία εδίδασκεν αυτάς την αποχήν της αμαρτίας, τα θεάριστα έργα της μετανοίας, τα χρηστά και σεμνά ήθη και λοιπά χριστιανικά καθήκοντα, την προς αλλήλους αγάπην, την υπομονήν και καρτερίαν εις τας θλίψεις και εν ενί λόγω, «όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα» (Φιλιπ. δ, 8) και πάσαν άλλην αρετήν. Ο λόγος της Οσίας ήτο, κατά τον Ησαϊαν, «δρόσος και ίαμα» εις τας ασθενούσας ψυχάς, θεραπεύων και δροσίζων τους επιθυμούντας την θεραπείαν «και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν» (Εβρ.  δ, 12), ως λέγει ο θείος Παύλος, εις τους σκληροκαρδίους και δυσπειθείς. Πολλοί δε ζώντες άτακτον και αμαρτωλόν βίον, και μάλιστα ναυτικοί, μετέβαλον ζωήν και μετενόησαν ειλικρινώς, μεταβληθέντες δια του λόγου και του παραδείγματος της Μεθοδίας και επέστρεψαν εξ οδού απωλείας εις το «λατρεύειν αυτώ (τω Θεώ) εν οσιότητι και δικαιοσύνη» (Λουκά α, 74-75). Αι εκάστοτε προστρέχουσαι εις το ασκητήριον της Οσίας μητρός – και αύται ήσαν πολλαί γυναίκες – επέστρεφον εις τα ίδια μεταβεβλημέναι τελείως, «από παλαιού εις καινόν άνθρωπον» και ηλλοιωμέναι «υην θείαν αλλοίωσιν» πλήρεις θάρρους και πίστεως και αγάπης προς τον Χριστόν, διηγούμεναι όσα είδον και ήκουσαν ωφέλιμα και σωτήρια «ρήματα ζωής αιωνίου» (Ιωάν. στ, 68). Δια της καθαρωτάτης και ουρανίου πολιτείας της η Μεθοδία, δια της οποίας ευηρέστησε και εδόξασε τον Θεόν, ηξιώθη, πλην της ανωτέρω Χάριτος, να τελή και θαύματα προς δόξαν Χριστού, εις τους μετά πίστεως ζητούντας παρ’ αυτής βοήθειαν εις διαφόρους ανάγκας και περιστάσεις, εκ των οποίων σημειούμεν και τινα, τα εξής: Γεωργός τις Κιμώλιος είχεν όγκον εις τον λαιμόν. Κατέφυγε μετά θερμής πίστεως εις την Οσίαν, ήτις προσευχηθείσα εσημείωσεν επί του πάθους τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, και έδωκε συγχρόνως εις τον ασθενή να πίη το έλαιον της ακοιμήτου κανδήλας του ασκητηρίου της. Ο πάσχων ιάθη τελείως δοξάζων τον Θεόν. Η του Κιμωλίου Βασιλείου Λογοθέτου γυνή Αλεξάνδρα, στείρα ούσα, κατέφυγεν εις την Οσίαν Μεθοδίαν, παρακαλούσα θερμώς αυτήν να προσευχηθή δια να συλλάβη τέκνον. 
Η Οσία Μήτηρ προσηυχήθη προς Κύριον και η πρώην άγονος και στείρα γυνή συνέλαβε και έτεκε δοξάζουσα και αύτη τον Χριστόν επί τω γεγονότι θαύματι. Η Αικατερίνη Γ. Λογοθέτου, κατοικούσα εις το «Κάστρον», έναντι του ασκητηρίου της Οσίας, ησθένησε βαρέως. Η Οσία Μήτηρ επεσκέφθη την ασθενούσαν γυναίκα, την οποίαν δια των προσευχών της και του ελαίου της κανδήλας του ασκητηρίου της παραδόξως εθεράπευσε. Γυνή τις Κιμωλία είχεν όγκον εις το στήθος. Ακούσασα δια την Χάριν, την οποίαν έλαβεν η Οσία παρά Κυρίου, προσέτρεξεν εις αυτήν μετά πίστεως και εθεραπεύθη τελείως δια των προσευχών της Οσίας Μητρός και του ηγιασμένου ελαίου. Ο Ιερεύς Γεώργιος Ν. Λογοθέτης ησθένησε βαρέως και εκινδύνευσεν. Η Οσία Μήτηρ του έστειλε «σταύρωμα» εκ του ηγιασμένου ελαίου της ακοιμήτου κανδήλας της. Ήλειψαν δια τούτου τον βαρέως ασθενούντα, όστις και ιάθη. Τοιαύται αι αρεταί και τα κατορθώματα της Οσίας Μεθοδίας και η δοθείσα εις αυτήν παρά Κυρίου Χάρις και μερική ανταπόδοσις, διότι το τέλειον της ανταμοιβής θα λάβουν οι Άγιοι εν τη Δευτέρα του Σωτήρος παρουσία, μετά την παγκόσμιον εξανάστασιν. Ηρνήθη τον κόσμον και τας προσκαίρους ηδονάς και απολαύσεις και ενυμφεύθη τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, τον οποίον τόσον ηγάπησε και τας εντολάς αυτού εξεπλήρωσεν. Εβάδισε την στενήν και τεθλιμμένην του Ευαγγελίου οδόν εις τον παρόντα κόσμον και εδόξασε τον Κύριον της δόξης δια της αγίας αυτής ζωής, δια τούτο και αξίως παρ’ αυτού εδοξάσθη. «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω, λέγει Κύριος» (Α΄ Βασ. β, 30). Εφύλαξεν ακηλίδωτον και αμόλυντον το κατ’ εικόνα θείαν και ομοίωσιν και ηξιώθη να τρυγήση εκείνο το οποίον επεθύμησε και του οποίου δεν ηξιώθη η Εύα, απατηθείσα υπό του εχθρού, ήτοι τον καρπόν της αιωνίας ζωής και της ανεκφράστου θεώσεως. Τοιουτοτρόπως ζώσα και πολιτευομένη η μακαρία Μεθοδία και «την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι» (Β΄ Κορ. δ, 10) περιφέρουσα και πανταχού εκπέμπουσα τας πνευματικάς αυτής ακτινοβολίας εδείχθη εις την νήσον Κίμωλον πραγματική ευλογία Θεού και επίσκεψις θεία, παρηγορούσα τους θλιβομένους και στενοχωρουμένους, νουθετούσα τους ατάκτους και υποδεικνύουσα εις ένα έκαστον την οδόν του Ευαγγελίου και της αιωνίου σωτηρίας, δια την οποίαν έχυσεν επί του Σταυρού το πανάγιον αίμα Του ο Υιός του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Έχαιρον δε οι ευσεβείς Κιμώλιοι «χαράν μεγάλην» (Ματθ. β,10) βλέποντες και ακούοντες την αγγελικήν ζωήν και τας εναρέτους πράξεις της Οσίας και την εκ τούτου προσγινομένην ωφέλειαν και πνευματικήν ανάπλασιν εις την νήσον των. Διότι η Κίμωλος κατά τας ημέρας εκείνας, καθ’ ας διέπρεπεν η Οσία, είδεν «ημέρας αγαθάς» (Α΄ Πέτρου γ, 10) και «πνευματικής αγαλλιάσεως» κατά την θείαν έκφρασιν. Ούτως ηγωνίσθη οσίως η Οσία Μεθοδία τον καλόν της αρετής και ασκήσεως αγώνα, και ούτω διήλθε και ηνάλωσε την ζωήν της προς δόξαν Θεού και ωφέλειαν του πλησίον, εκπληρώσασα τον επί γης προορισμόν της. Εκοιμήθη δε οσίως εν Κυρίω τη 5η Οκτωβρίου, εν ημέρα Κυριακή, του σωτηρίου έτους 1908, άγουσα το 43ον έτος της ηλικίας της και συνηριθμήθη εις την χορείαν των απ’ αιώνος Οσίων, επί τα ίχνη των οποίων ηκολούθησε και την άσκησιν μετά θερμού ζήλου εμιμήθη. 
Την επαύριον δε του θανάτου αυτής παρετηρήθη ότι αι χείρες της δεν είχον καταστή άκαμπτοι και σκληραί ως συμβαίνει εις τα νεκρά σώματα, αλλά παραδόξως διετηρούντο ευλύγιστοι, καθώς και το λοιπόν σώμα, ως να ήτο ζώσα η μακαρία. Όθεν διαδραμούσης της φήμης καθ’ άπασαν την νήσον Κίμωλον συνέρρευσαν άπαντες, άνδρες, γυναίκες και παιδία και ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως το πανέντιμον και ιερώτατον εκείνο λείψανον. Γενομένης δε μετά ταύτα ανακομιδής ανεκομίσθησαν τα τίμια αυτής λείψανα και εναπετέθησαν εις τον εν Κιμώλω Ιερόν Ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος και των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Αλλ’ ω Πανοσία και θεοφόρε Μήτερ Μεθοδία, ως εν τω αφθάρτω Νυμφώνι της αιωνίου ζωής, εν ταις λαμπρότησι των Αγίων χορεύουσα και αγαλλομένη, δεόμεθά σου και παρακαλούμεν σε, μη παύση πρεσβεύουσα προς Κύριον υπέρ των ευσεβών συμπολιτών σου Κιμωλίων, και πάντων των τιμώντων την μνήμην σου ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, ίνα απαλλαττώμεθα πάσης οργής, ανάγκης και θλίψεως· σκέπε δε πάντοτε και φύλαττε εκ παντός κινδύνου την τε πατρίδα σου Κίμωλον, την αγιασθείσαν υπό των ασκητικών σου ιδρώτων και καυχωμένην εν σοι πάντοτε, και άπασαν την Ορθόδοξον ημών πατρίδα, την Ελλάδα. Αμήν.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Τη Δ΄ (4η) του αυτού μηνός Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΔΟΜΝΙΝΗΣ και των θυγατέρων αυτής ΒΕΡΙΝΗΣ και ΠΡΟΣΔΟΚΗΣ.



site analysis

Δομνίνη η Αγία Μάρτυς και αι θυγατέρες αυτής Βερίνη και Προσδόκη τρωθείσαι από τον ένθεον ζήλον και τον του Θεού έρωτα, αφήκαν οικίας και συγγενείς και μετέβησαν εις την πόλιν Έδεσσαν. Καθ’ ον δε χρόνον διέτριβον εκεί, έρχεται αιφνιδίως ο ανήρ της Βερίνης και ο πατήρ της, ειδωλολάτραι όντες, ομού με άλλους στρατιώτας, και συλλαβόντες αυτάς τας ωδήγησαν εις την Ιεράπολιν, παρά την οποίαν ρέει εις ποταμός· ότε δε οι στρατιώται έτρωγον και εμέθυον, αι Άγιαι αύται κρυφίως φεύγουσαι και προσευξάμεναι εις τον Θεόν, εμβήκαν εις τον ποταμόν και αφήκαν εαυτάς εις τα ρεύματα του ποταμού. Και ούτως ετελειώθησαν αι μακάριαι δια του πνιγμού εν τω ύδατι.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Τη Λ΄ (30η) του Οκτωβρίου, η Αγία Μάρτυς ΕΥΤΡΟΠΙΑ ξίφει τελειούται.



site analysis

Ευτροπία η Αγία Μάρτυς διεβλήθη εν Αλεξανδρεία εις τον ηγεμόνα Απελλιανόν, ότι ήτο Χριστιανή και ότι συχνάκις ήρχετο εις τας φυλακάς και επεσκέπτετο τους εγκεκλεισμένους Αγίους δια την πίστιν του Χριστού. Όθεν ομολογήσασα αφόβως τον Χριστόν, εν πρώτοις μεν κρεμασθείσα κατεξεσχίσθη, έπειτα δε εκάη με λαμπάδας ανημμένας.
Ενόμιζε δε την φλόγα ως ύδωρ δροσερόν και εβεβαίωνεν ενώπιον όλων, ότι έβλεπε φοβερόν τινα άνθρωπον, ο οποίος κατέψυχεν αυτήν και την εδρόσιζε· τούτον δε έβλεπον και οι στρατιώται. Μετά ταύτα εβασανίσθη σκληρότερον και ερρίφθη εις την φυλακήν. Παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα την επομένην ημέραν, εχλεύασεν αυτόν και τα είδωλά του· όθεν έκοψαν την γλώσσαν της, αποκόψαντες είτα και την αγίαν της κεφαλήν και ούτως η μακαρία παρέδωκε την αγίαν της ψυχήν εις χείρας Θεού και έλαβε παρ’ αυτού του Μαρτυρίου τον στέφανον.

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Τη ΚΖ΄ (27η) του Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΚΑΠΕΤΩΛΙΝΗΣ και ΕΡΩΤΗΪΔΟΣ.



site analysis

Καπετωλίνα και Ερωτηϊς αι Άγιαι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού και Ζιλικινθίου άρχοντος της Καππαδοκίας, εν έτει σπθ΄ (289). Και η μεν Καπετωλίνα ήτο ευγενής και πλουσία, η δε Ερωτηϊς ήτο δούλη αυτής. Διαμοιράσασα δε η Αγία Καπετωλίνα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς και ελευθερώσασα τους δούλους της, παρουσιάσθη εις τον άρχοντα Ζιλικίνθιον και εκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· όθεν πρώτον μεν εκλείσθη εις την φυλακήν, κατά δε την ερχομένην ημέραν απεκεφαλίσθη. Η δε Ερωτηϊς εκτύπησε με πέτρας τον άρχοντα· δια τούτο δέρεται με ράβδους και διαμείνασα αβλαβής με την του Χριστού Χάριν, ξίφει την κεφαλήν αποτέμνεται. Και ούτως έλαβον και αι δύο τους στεφάνους της αθλήσεως.

Τη ΚΘ΄ (29η) του Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Ρωμαίας.


 site analysis 
Αναστασία η Αγία Οσιομάρτυς του Χριστού η σήμερον εορταζομένη ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζη δε κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως και των διαδόχων αυτού Γάλλου και Βαλεριανού εν έτει σνστ΄ (256). Είναι δε και άλλη Μάρτυς Αναστασία η επιλεγομένη Φαρμακολύτρια, καταγομένη και αυτή από την Ρώμην, ακμάσασα κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, αλλά τα μεν περί αυτής ας ίδη πας τις εις την κβ΄ (22αν) του Δεκεμβρίου μηνός, ότε επιτελείται η μνήμη αυτής· ενταύθα δε να διηγηθώμεν τα περί της σήμερον εορταζομένης, ήτις τον Χριστόν εκ βρέφους ποθήσασα, ήρε τον ζυγόν αυτού τον χρηστόν και γλυκύτατον και εβάστασε το ελαφρόν αυτού φορτίον, ήτοι της μοναδικής πολιτείας, ύστερον δε ηξιώθη του Μαρτυρίου και υπέμεινε γενναίως και ανδρειότατα υπέρ της αγάπης του ουρανίου Νυμφίου αυτής διάφορα και πάνδεινα κολαστήρια· όθεν και υπ’ αυτού εδοξάσθη μεγάλως με τριπλούν στέφανον· ένα μεν δια την παρθενίαν αυτής, άλλον της ασκήσεως και έτερον τον του Μαρτυρίου, περί του οποίου θα διηγηθώμεν επιμελώς προς όφελος των αναγιγνωσκόντων.
Αύτη η αξιέπαινος κόρη και της του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού Αναστάσεως επώνυμος απηρνήθη πατέρα, μητέρα και συγγενείς, εμίσησε πλούτον και δόξαν και πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν και εγκατέλιπεν άπαντα τα ρευστά και πρόσκαιρα αγαθά, δια να απολαύση τα αεί και πάντοτε διαμένοντα. Απήλθε λοιπόν εις το Μοναστήριον, όταν ήτο ετών είκοσι, και την εκούρευσεν ενάρετός τις και εγγράμματος Μοναχή, ονόματι Σοφία, ήτις εδίδασκεν αυτήν και ενουθέτει επιμελώς εις την μοναδικήν πολιτείαν. Η δε νεάνις, συνετή και εύτακτος, ωφελείτο διηνεκώς από τας νουθεσίας της διδασκάλου και εδείκνυε πολλήν αρετήν. Η δε Σοφία εδόξαζε τον Κύριον, βλέπουσα την πνευματικήν αυτής θυγατέρα να προκόπτη εις τον ένθεον έρωτα. Ο εχθρός όμως εφθόνει της κόρης την γενναιότητα και της έδωκεν εις την σάρκα μεγάλον και σφοδρότατον πόλεμον, ίνα την αναγκάση, εάν δυνηθή, να μισήση την μοναδικήν πολιτείαν ή καν να γίνη αμελής εις την άσκησιν. Αλλ’ η Αγία ποσώς δεν ώκνει εις τους πνευματικούς αγώνας, μάλιστα και προθυμοτέρα εγίνετο, όσον δε έβλεπε τον εχθρόν και επίβουλον, ότι την επολέμει δυνατά, τοσούτον και αυτή ανδρείως αντηγωνίζετο και ούτω κατά κράτος ενίκα και κατήσχυνε τον πειράζοντα. Βλέπων δε ο μισόκαλος ότι με τον τρόπον τούτον δεν ηδυνήθη να νικήση, επεχείρησε και άλλην επιβουλήν ο τρισάθλιος, ήτοι εφανέρωσεν αυτήν εις τους υπηρέτας της ασεβείας και διακόνους του, οίτινες είχον τον καιρόν εκείνον πόθον πολύν και επιμέλειαν να βασανίζωσι τους Χριστιανούς με διάφορα κολαστήρια. Δραμόντες λοιπόν ούτοι ανήγγειλαν προς τον ηγεμόνα Πρόβον, ότι η Αναστασία ούτε τους θεούς αυτών προσεκύνει, ούτε τους βασιλείς εσέβετο, αλλά εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθή και Ποιητήν πάσης της κτίσεως. Συνάξας λοιπόν ο Πρόβος πολυάνθρωπον θέατρον, προστάσσει να φέρωσιν εκεί την μακαρίαν, οι δε υπηρέται απήλθον ευθύς με μεγάλην ορμήν εις το Μοναστήριον και θραύσαντες τας θύρας εισήλθον μετά αναισχυντίας, ζητούντες την Αναστασίαν εξ ονόματος. Η δε διδάσκαλος αυτής Σοφία, ιδούσα την μανίαν των στρατιωτών, εγνώρισε την αιτίαν και τους παρεκάλεσε να αναμείνωσιν ολίγην ώραν. Λαβούσα δε την Αναστασίαν μετά δακρύων, απήλθον κρυφίως εις το θυσιαστήριον και λέγει προς αυτήν τοιαύτα έμπροσθεν της ιεράς Εικόνος του Δεσπότου Χριστού: «Εγώ, ηγαπημένη μου θύγατερ, από την ώραν, κατά την οποίαν σε ανεδέχθην, δεν ημέλησα ουδόλως να σε διδάσκω εις την κατά Θεόν πολιτείαν, και τώρα έφθασες εις ηλικίαν του πληρώματος του Χριστού. Ύπαγε λοιπόν προς αυτόν αγαλλιωμένη, διότι με αυτόν σε νυμφεύω σήμερον, εις αυτόν σε προσάγω και εις αυτόν σε παραδίδω να σε δεχθή δια νύμφην του άφθορον. Ιδού και Νυμφών ευπρεπής, και ο καλών αψευδής, και παρίστανται οι Άγιοι Άγγελοι να σε οδηγήσωσιν ως νύμφην Χριστού εις τους ουρανίους θαλάμους, να αγάλλησαι και να συνευφραίνησαι μετ’ αυτού πάντοτε, εις την ευφροσύνην εκείνην την ανεκλάλητον. Βάδισον την στενήν του Μαρτυρίου και τεθλιμμένην οδόν, ότι δι’ αυτής υπάγει εις την ευρυχωρίαν και την αιώνιον αναψυχήν η ψυχή σου· επειδή πρέπον είναι και δίκαιον όχι μόνον βασανιστήρια πάνδεινα να υπομείνωμεν δια την αγάπην του Χριστού, αλλά και αυτόν τον θάνατον να λάβωμεν αγαλλιώμενοι, διότι, εάν αυτός ο Κύριός μας και Δεσπότης απέθανε δι’ ημάς, πως να μη μιμηθώμεν και ημείς προθύμως τον εκείνου δια την σωτηρίαν μας θάνατον; Μάλιστα, ηγαπημένη μου θύγατερ, δεν λογίζεται θάνατος το να αποθάνης δια τον Χριστόν, αλλά ευφροσύνη, χαρά, ηδονή, λαμπρότης και αγαλλίασις, φως του φωτός τούτου γλυκύτερόν τε και ωραιότερον και διάβασις και μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα εις τα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και παμμόχθηρα, εις τα χρηστότερα και χαρμόσυνα. Τώρα υπάγεις, φιλτάτη μου, εις τα βέβαια και μόνιμα, τα διηνεκή και μηδέποτε λήγοντα, να συνευφραίνησαι μετά των φρονίμων Παρθένων εις εκείνην την άρρητον ηδονήν και άφραστον αγαλλίασιν, την αεί και πάντοτε διαμένουσαν. Μη δειλιάσης λοιπόν το αυστηρόν των τυράννων και το δριμύ των κολάσεων, διότι ο Δεσπότης Χριστός, ο Νυμφίος σου, θέλει σου παρασταθή δια να ελαφρύνη τους πόνους σου. Αν δε σε αφήση και ολίγον να κακοπαθήσης, δια να φανή η υπομονή σου και η δοκιμή της πίστεώς σου και δια να θαυμάσωσιν οι ορώντες την ανδρείαν και προθυμίαν σου, πάλιν δεν θέλει σε εγκαταλείψει έως τέλους· αλλ’ όταν αδυνατίσης, τότε θέλει σβεσθή η δριμύτης των πληγών και των πόνων σου και θέλει σου ανατείλει φως και παράκλησις, δόξα δε Κυρίου θέλει σε κυκλώσει». Ταύτα και έτερα πλείονα είπεν η πάνσοφος Σοφία προς την παρθένον. Αύτη δε της απεκρίθη λέγουσα· «Ποίησον δέησιν, μήτερ μου, και ικεσίαν προς τον Δεσπότην μας, να μου στείλη εξ ύψους δύναμιν και βοήθειαν, να μη δειλιάσω την των τυράννων ωμότητα, ότι το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής, και χωρίς της θείας βοηθείας δεν κατορθούται το αγαθόν. Εύξαι λοιπόν θερμώς υπέρ εμού, μήτερ μου, και θέλω σπουδάσει, κραταιουμένη από την δύναμιν του Θεού και από τας ευχάς σου, να φυλάξω πάσας τας εντολάς απαρασαλεύτους». Ταύτα είπεν η παρθένος προς την διδάσκαλον, παρευθύς δε έδραμον οι στρατιώται και την ήρπασαν ως αρνίον από την μητέρα του και δένοντες αυτήν με σίδηρα, την επήγαν εις το κριτήριον χαίρουσαν· βλέποντες δε οι στρατιώται τοσαύτην ευκοσμίαν και ωραιότητα εθαύμαζον. Ο δε Πρόβος καθήσας εις το κριτήριον ηρώτησε την Αγίαν πως ωνομάζετο. Η δε απεκρίνατο: «Αναστασία καλούμαι, διότι ο Κύριος με ανέστησε, δια να καταισχύνω σήμερον σε και τον πατέρα σου τον διάβολον». Ταύτην την τραχείαν απόκρισιν ακούσας ο Πρόβος ηβουλήθη να καταμαλάξη με κολακείας το αυστηρόν αυτής και απότομον, μη γινώσκων ο ανόητος ότι η κόρη είχεν εις την πίστιν την ψυχήν στερεωτέραν αδάμαντος. Έλεγε λοιπόν προς αυτήν: «Άκουσόν μου, θύγατερ, επειδή σε συμβουλεύω προς το συμφέρον σου, και θυσίασον εις τους μεγάλους θεούς, να σε νυμφεύσω με πλουσιώτατον άρχοντα, να σου δώσω χρυσίον πολύ, αργύριον, ιμάτια λαμπρά, υπηρετών και αιχμαλώτων πληθύν, να γίνης εις μίαν στιγμήν ευγενής και περίδοξος. Γνώρισον λοιπόν το συμφέρον σου και πράξον άξια της ωραιότητος και της ψυχικής ευγενείας σου. Μη θελήσης να δοκιμάσης τον θυμόν μου και να μάθης πόσον μέγα κακόν είναι η ασέβεια, διότι εγώ (οι θεοί το γνωρίζουσι) σε λυπούμαι δια το κάλλος σου και ως να ήμην κατά σάρκα πατήρ σου φροντίζω δια το όφελός σου και σε συμβουλεύω το συμφέρον σου· εάν όμως δεν μου ακούσης, είναι ανάγκη να δοκιμάσης τον θυμόν μου και την αγριότητά μου, όπως είδες τώρα την ευμένειαν και ημερότητά μου και τότε θα μετανοήσης ανωφελώς». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, ενεθυμήθη των μητρικών παραινέσεων της σοφής διδασκάλου Σοφίας και απεκρίθη ταπεινώς λέγουσα· «Δι’ εμέ, ω δικαστά, Νυμφίος, πλούτος και ζωή, είναι ο γλυκύτατος Χριστός, ο Δεσπότης μου, ο δε δι’ αυτόν θάνατος είναι δι’ εμέ και της ζωής τιμιώτερος. Δια τον Χριστόν μου πάντα τα ηδέα και απολαυστικά της γης κατεφρόνησα. Χρυσόν, άργυρον, λίθους πολυτίμους και τα λοιπά, τα οποία τιμώσιν οι φιλόσαρκοι, ως πηλόν λογίζομαι· πυρ δε και ξίφος και σίδηρον, μελών στέρησιν, πληγάς τε και μάστιγας και ει τι άλλο νομίζετε δια τιμωρίαν, εγώ τα έχω δια ηδονήν και αγαλλίασιν, αποβλέπουσα εις τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μου. Όχι δε μόνον να πάθω τοιαύτα δεινά δι’ αγάπην του, αλλά και να αποθάνω μυριάκις επιθυμώ δι’ αυτόν. Μη υποκρίνεσαι λοιπόν ότι λυπείσαι την καλλονήν μου, η οποία μαραίνεται ως τα άνθη του αγρού, αλλά ποίησον παν ό,τι είναι εις την εξουσίαν σου, δια να μη παρέρχεται ο καιρός ματαίως, διότι εγώ ξυλίνους ή λιθίνους θεούς δεν θέλω προσκυνήσει ποτέ». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εθυμώθη και προστάσσει πρώτον μεν να την δείρωσιν ανηλεώς εις το πρόσωπον, έπειτα δε να την γυμνώσωσι δια να την βλέπη όλον το θέατρον προς αισχύνην της. Εγλυμνωσαν λοιπόν εκείνο το πάγκαλον σώμα και εις τους Αγγέλους αιδέσιμον και το παρέστησαν ενώπιον πάντων χωρίς τινος σκεπάσματος δια να καταφρονηθή υπό πάντων. Τότε της λέγει ο άρχων: «Ούτω σου πρέπει δια την υπερηφάνειάν σου να διαπομπεύεσαι ενώπιον τοσούτων οφθαλμών ανδρών· αλλά καν τώρα ζήτησον την ευμένειαν των θεών και μη θελήσης να ίδης προώρως μαραινόμενον τοσούτον κάλλος και να απολεσθής αθλιώτατα, διότι, εάν δεν ποιήσης το θέλημά μου, ουδείς δύναται να σε λυτρώση από τας χείρας μου, αλλά θέλω σε κατακόψει εις λεπτά τεμάχια και θέλω σε ρίψει να σε φάγωσι τα άγρια θηρία». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ, ω ηγεμών, την γύμνωσιν ταύτην του σώματος δεν την έχω δι’ αισχύνην, αλλά δια καλλωπισμόν και μάλιστα λαμπρότατόν τε και ευπρεπέστατον· διότι, εκδυθείσα τον παλαιόν άνθρωπον, επιθυμώ να ενδυθώ τον νέον με δικαιοσύνην και αλήθειαν· όθεν είμαι έτοιμος να λάβω και αυτόν τον θάνατον, με τον οποίον με εφοβέρισας, διότι έχω αυτόν πολλά ποθεινότατον. Εάν δε και τα μέλη μου κατακόψης, ωμότατε δικαστά, και εκριζώσης την γλώσσαν, τους οδόντας και τους όνυχας, τότε μάλλον θα με ευεργετήσης περισσότερον. Όλην εμαυτήν χρεωστώ εις τον Δημιουργόν και Σωτήρα μου και τούτον ποθώ να δοξασθή εις όλα τα μέλη μου, έτι δε να παραστήσω αυτά εις αυτόν κεκαλλωπισμένα με τον στολισμόν της ομολογίας». Αυτά και έτερα όμοια είπεν η Αγία, δια να θυμωθή ο δικαστής, να μη την λυπηθή και την αφήση ατιμώρητον και στερηθή των στεφάνων της αθλήσεως. Θαυμάσας λοιπόν ο άρχων και όλον το θέατρον τοσαύτην παρρησίαν μιας παρθένου, αφήκε τας κολακείας και επιχειρίζεται τας τιμωρίας και δεινά κολαστήρια. Όθεν προστάσσει να καρφώσωσιν εις την γην τάσσαρας πασσάλους επάνω εις τους οποίους την ετάνυσαν και την εκρέμασαν αντιστρόφως και κάτωθεν μεν είχον πυρ με έλαιον, πίσσαν, θείον και άλλα όμοια, με τα οποία κατεφλέγοντο το στήθος, η κοιλία και τα σπλάγχνα της, άνωθεν δε την έδερον εις την ράχιν με ράβδους οι άσπλαγχνοι. Ούτω λοιπόν έπασχεν η αείμνηστος βασανιζομένη ώραν πολλήν, ήτο δε η ράχις και όλα τα νώτα της καταξεσχισμένα από τους ραβδισμούς· έμπροσθεν δε κατεφλέγοντο αι σάρκες, αι φλέβες και το αίμα, είχε δε τόσην οδύνην και πόνους, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψη τις, αλλά και μόνον εις το άκουσμα τοιούτων βασάνων δειλιά και θαυμάζει πας άνθρωπος. Αλλ’ η Μάρτυς (ω ψυχής γενναίας όντως δια Χριστόν και αναγκων της φύσεως υψηλοτέρας!) με την ευχήν μόνην, ώσπερ με δρόσον τινά, έσβυνε την σφοδρότητα του πυρός ενθυμουμένη τα παλαιά του Θεού θαυμάσια, επειδή είχεν πολλήν σύνεσιν και σοφίαν των θείων Γραφών και ούτως ελάφρυνε τας οδύνας της. Το δε άγριον και απάνθρωπον εκείνο θηρίον, ο βασιλεύς, ιδόν ότι δεν εδειλίασε τοσαύτας βασάνους, προστάσσει να την δέσωσιν εις τροχόν· και ευθύς εγένετο έργον ο λόγος του, γυρίζων δε ο τροχός δια τινος μηχανής συνέτριψε τα οστά της Αγίας, τα νεύρα και οι αρμοί ετανύοντο και όλη, φεύ! Η πλάσις του σώματος μετετοπίσθη από την φυσικήν αρμονίαν και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Η δε Μάρτυς πάλιν επεκαλείτο εκείνον, όστις ηδύνατο να την βοηθήση εν καιρώ θλίψεως και να την λυτρώση από τας χείρας των εχθρών, ταύτα λέγουσα· «Θεέ θεών, ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίς της ψυχής μου και σωτηρία μου, μη μακρύνου απ’ εμού, ότι εξέλιπεν εις οδύνην η ζωή μου, εκολλήθη εις γην η γαστήρ μου «και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. ρα:4) και δος μοι βοήθειαν εν ώρα θλίψεως «ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν (Ψαλμ. ιζ: 33). Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας, ω ταχείας επισκοπής! Ω οξυτάτης λυτρώσεως! Ευθύς ευρέθη αύτη ελευθερωμένη εξ εκείνου του χαλεπού μηχανήματος και ίστατο έμπροσθεν του δικαστού υγιής εις όλον το σώμα άνευ ουδενός σημείου πληγής ή καύματος πυρός εις τας σάρκας της. Αλλ’ αυτός ο τετυφλωμένος δεν ηδυνήθη να αισθανθή την θαυματουργίαν της θείας δυνάμεως, μεμεθυσμένος από την ας΄ρβειαν και μανίαν και σκότος περικείμενος· όθεν εκρέμασε πάλιν αυτήν εις το ξύλον και με όνυχας σιδηρούς την κατέσχιζαν. Η δε Αγία προσηύχετο και ευθύς ήλθεν εξ ύψους βοήθεια, ητόνησαν οι δήμιοι και αύτη ίστατο ουδέ ποσώς οδυνωμένη. Απορών δε ο ηγεμών ηγείρετο πολλάκις από τον θρόνον του με πολλήν οργήν και θυμόν, μη γνωρίζων τι να πράξη. Ο διάβολος όμως, όστις του ωμίλει κρυφίως, του ενεθύμισε να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αύτη η τιμωρία είναι χαλεπή και δριμυτάτη, ακροαταί, διότι εις το μέρος αυτό είναι μάλιστα καθιδρυμένη και ερριζωμένη η καρδία. Αλλά η Μάρτυς, έχουσα μεγαλύτερον πάθος εις την καρδίαν δια τον έρωτα του Χριστού, κατεφρόνησε του μικρού και ελάσσονος. Ο δε τύραννος, ιδών ότι και ταύτην την χαλεπωτάτην βάσανον υπέμεινεν η Οσία, ηγωνίζετο ο αλιτήριος να νικήση την υπερβολήν της καρτερίας με την υπερβολήν των κολάσεων· όθεν ανέσπασεν αυτής όλους τους οδόντας και τους όνυχας. Η δε Αγία, ως να μη ησθάνετο πόνον τινά, ηυχαρίστει θερμότερον τον Κύριον, διότι ηξιώθη να γίνη συγκοινωνός αυτού εις τα Πάθη, ενύβριζε δε και τους θεούς του τυράννου, σκότος αυτούς και πλάνους και δαίμονας και απώλειαν ψυχής ονομάζουσα. Ταύτα μη υποφέρων να ακούη ο δικαστής (επειδή εις τους ασθενείς οφθαλμούς είναι μισητόν το φως το γλυκύτατον) κελεύει να ανασπάσωσι την γλώσσαν της Αγίας από την φάρυγγα. Η δε Μάρτυς ουδόλως εδειλίασε την τιμωρίαν ταύτην, μόνον εζήτησεν ολίγην διορίαν δια να αποδώση την πρέπουσαν προσευχήν με το όργανον της φωνής και να δοξάση τον Κύριον. Ευχαριστήσασα λοιπόν τον Θεόν εποίησε δέησιν εις αυτόν όπως την αξιώση να επιστέψη με ένδοξον τέλος το Μαρτύριόν της και όσοι ασθενείς την επικαλεσθώσιν εις βοήθειαν, να τους δίδη την θεραπείαν ως ιατρός παντοδύναμος. Ταύτα της Αγίας προσευξαμένης, ήλθε φωνή ουρανόθεν μαρτυρούσα την αποδοχήν των αιτημάτων της, ήτοι ότι θα γίνη το θέλημά της καθώς εζήτησε. Τότε η Μάρτυς ακούσασα την θείαν φωνήν εχάρη και λέγει εις τον δήμιον να τελέση το προσταττόμενον, εκείνος δε έκοψεν, οίμοι! με σίδηρον την θεολόγον εκείνην γλώσσαν, την φθεγγομένην τα θεία λόγια. Έτρεχον λοιπόν τα αίματα και εκοκκίνισαν τα ιμάτια της αμώμου νύμφης του Χριστού, ήτις από τον πόνον ολιγοψυχήσασα εζήτησεν ύδωρ και της το έδωκεν ευσεβής τις και ενάρετος Χριστιανός ονόματι Κύριλλος, όστις δια την μικράν αυτήν καλωσύνην του ψυχρού ποτηρίου απολαμβάνει αντιμισθίαν παρά Θεού τον στέφανον της αθλήσεως. Διότι μανθάνων ο Πρόβος, ότι ελυπήθη την Αγίαν και της έδωκεν ύδωρ, προσέταξε να κόψωσι τας κεφαλάς και των δύο και ούτως ετέλεσαν τον δρόμον του Μαρτυρίου αμφότεροι. Έμεινε δε ερριμμένον ημέρας τινάς το λείψανον της Οσίας χωρίς ουδόλως να εγγίση εις αυτό πετεινόν ή θηρίον από θείαν νεύσιν και βούλησιν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και θείος Άγγελος ουρανόθεν καταπέμπεται να αποδώση εις την διδάσκαλον αυτής Σοφίαν το άγιον λείψανον, η οποία προσηύχετο από την ώραν που έλαβον από τας αγκάλας της την Αναστασίαν και εδέετο προς τον Κύριον να την ενδυναμώνη έως τέλους, να μη νικηθή από κολακείας ή να δειλιάση τα κολαστήρια και ζημιωθή των στεφάνων. Ούτω λοιπόν προσευχομένη της Σοφίας μετά θερμών δακρύων και εξ όλης ψυχής, εφάνη εις αυτήν Άγιος Άγγελος, αφού ετελείωσεν η Αγία και απήλθεν εις τον ουράνιον θάλαμον να αγάλλεται αιώνια, όστις αναγγέλλει εις αυτήν το ποθούμενον τέλος της Οσιομάρτυρος Αναστασίας, το ευκταιότατον μήνυμα και ήδιστον και γλυκύτατον εις αυτήν άκουσμα· έτι δε και οδηγός αυτής γίνεται και της έδωκε το ποθεινότατον εις αυτήν και σεβάσμιον της Μάρτυρος λείψανον, εις το οποίον περιχυθείσα η μακαρία Σοφία και καταφιλούσα αυτό με θερμά δάκρυα και πολλήν αγαλλίασιν, έλεγε ταύτα: «Ποθεινόν μου και πολυέραστον τέκνον, το οποίον ανέθρεψα καλώς με κόπον πολύν, με ησυχίαν και άσκησιν, ευχαριστώ σοι, ότι δεν κατεφρόνησας τας επαγγελίας, δεν ηστόχησας τας νομοθεσίας, ουδέ παρείδες τας εντολάς, αλλά εφύλαξας τας υποσχέσεις και παρέστης εις Χριστόν τον Νυμφίον σου περιβεβλημένη παρθενίας ιμάτιον, πεποικιλμένη με του Μαρτυρίου τα στίγματα και εστολισμένη με στέφανον εκ λίθων τιμίων, τώρα δε κατοικείς εις τόπον σκηνής θαυμαστής, εις τον οίκον της δόξης Κυρίου και συν Αγγέλοις ευφραίνεσαι. Δια τούτο παρακαλώ σε, φιλτάτη μου θύγατερ και πνευματική μητέρα μου, γενού μοι της προσκαίρου ταύτης ζωής καλή γηροτρόφος και μεσίτις άμα και πρέσβυς προς τον Δεσπότην μας να με αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Αυτά και έτερα λέγουσα η φιλόπαις και φιλόθεος Σοφία ενηγκαλίζετο και καταφίλει το τίμιον λείψανον, αλλά δεν ηδύνατο να το εγείρη δια το γήρας· όθεν, ενώ εσυλλογίζετο περί τούτου, εφάνησαν αίφνης δύο άνδρες εις το είδος και τον τρόπον αιδέσιμοι, οίτινες ήγειραν το σεβάσμιον εκείνο και ιερλωτατον λείψανον και το επήγαν μετά της Σοφίας εις την Ρώμην και το απέθεσαν εντός αυτής λαμπρώς και εντίμως εις δόξαν Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τιμή και κράτος, συν Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Τη ΚΘ΄ (29η) Οκτωβρίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΝΗΣ, της μετονομασθείσης Ευφημιανός.



site analysis

Άννα η Οσία Μήτηρ ημών εγεννήθη εις το Βυζάντιον, από ευλαβή τινα έγγαμον Διάκονον του εν Βλαχέρναις Ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ονόματι Ιωάννου· αφ’ ου δε απεβίωσαν οι γονείς της, εφρόντισεν η μάμμη της να την ενώση δια γάμου με άνδρα ευλαβέστατον, μετά του οποίου απέκτησε δύο τέκνα. Ελθών όμως τότε από το όρος του Ολύμπου ο εκ πατρός θείος της, Μοναχός ων ασκητικώτατος και διορατικώτατος, του οποίου μολονότι έκοψε την γλώσσαν Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος, ο εικονομάχος, ο βασιλεύσας κατά τα έτη ψιζ΄- ψμα΄ (717 – 741), εν τούτοις ελάλει ανεμποδίστως, ούτος, λέγω, άμα είδε την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, φωτισθείς υπό της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, είπεν ως προορατικός ταύτα, τα οποία εφανέρωναν την μέλλουσαν προκοπήν της Αγίας·
«Διατί ηνώσατε με άνδρα την Άνναν, η οποία μόνον εις αγώνας και πόνους ασκητικούς αποβλέπει»; Ταύτα δε ειπών εκείνος και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησεν. Αφ’ ου δε παρήλθον έτη τινά και κατεβιβάσθησαν εις τα πέταυρα του Άδου οι δυσσεβείς βασιλείς Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο τούτου μιαρώτατος γόνος Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος, έτι δε και ο του Κοπρωνύμου υιός Λέων Δ΄ ο Χάζαρος, ανήλθον δε εις τον θρόνον ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη, οι Ορθόδοξοι και πιστότατοι βασιλείς, οι βασιλεύσαντες εν έτει ψπ΄ (780), τότε μαθόντες αυτοί τους πειρασμούς και τα βάσανα, όσα υπέστη από τον θηριώνυμον Λέοντα και τον Κοπρώνυμον Κωνσταντίνον ο αγιώτατος θείος της Οσίας Άννης, έστειλαν και τον έφεραν δια να λάβουν την ευχήν και την ευλογίαν του Αγίου τούτου ανδρός. Αφ’ ου δε συνεβούλευσεν εκείνος τους βασιλείς τα συμφέροντα προς την ευαρέστησιν του Θεού και ητοιμάζετο πάλιν να αναχωρήση από την Κωνσταντινούπολιν και να υπάγη εις την ησυχίαν, είπε προς την ανεψιάν του ταύτην Άνναν, η οποία εκυοφόρει τότε το δεύτερον αυτής τέκνον· «Ανδρίζου τέκνον, και ίσχυε, διότι «πολλαί αι θλίψεις των δικαίων» (Ψαλμ. λγ: 20). Γνώριζε δε, ότι αν δεν σκεπάσης τον άνδρα σου εις τον τάφον, δεν θέλεις γεννήσει το παιδίον, το οποίον έχεις τώρα εν τη κοιλία σου». Επληρώθη δε και η προφητεία αύτη του Οσίου, διότι μετά τον έκτον μήνα απέθανεν ο σύζυγος αυτής. Θρηνήσασα λοιπόν η Άννα πικρώς δια τον θάνατον του ανδρός της, κατεξήρανε τον εαυτόν της εκ της λύπης. Αφ’ ου δε εγέννησε και απεγαλάκτισε το νεώτερον αυτό τέκνον της, το παρέδωκεν εις τας χείρας του ετέρου θείου της, εκράτησε δε παρ’ εαυτή το έτερον τέκνον, το οποίον ήτο ολίγον μεγαλύτερον και επεδόθη εις τους ασκητικούς αγώνας. Οποίοι δε και πόσοι ήσαν οι αγώνες της, εκείνη μόνη η μακαρία τους εγνώριζεν, επειδή εις το κρυπτόν τούτους μετεχειρίζετο, αποφεύγουσα την δόξαν των ανθρώπων. Εις τους αγώνας τούτους της ασκήσεως ευρισκομένης της Αγίας, έρχεται πάλιν από τον Όλυμπον ο διορατικώτατος εκείνος θείος της· η δε Άννα, τούτον ιδούσα, έπεσεν εις τους πόδας του και εζήτει την ευλογίαν του. Ο δε είπε προς αυτήν· «Ενδυναμού εν Κυρίω, τέκνον· που είναι το παιδίον σου;» Η δε απεκρίθη· «Το μεν νεώτερον παρέδωκα εις τον αδελφόν σου και μετά Θεόν ευεργέτην μου, το δε άλλο ευρίσκεται μετ’ εμού». Ταύτα δε ειπούσα και άλλα τινά λόγια προσθέσασα, τα οποία είναι ίδια λυπημένης καρδίας, εκάλεσε και τα δύο τέκνα της και τα παρέστησεν εις τον τίμιον Γέροντα. Παρεκάλει δε αυτόν μετά δακρύων λέγουσα· «Εύξαι, ω Πάτερ τίμιε, δια τα τέκνα μου ταύτα». Ο δε Γέρων είπε· «Δεν έχουσιν αυτά ανάγκην ευχής». Τούτο ακούσασα η Άννα, βαρέως το εδέχθη και εκ βάθους καρδίας στενάξασα είπεν· «Αλλοίμονον εις εμέ την αμαρτωλήν! Τι άραγε μέλλει να γίνωσι τα κατ’ εμέ;» Και ο Γέρων είπε· «Δεν σου είπον, τέκνον, ότι πολλαί αι θλίψεις των δικαίων; Εάν δε ημείς δεν υπομείνωμεν θλίψεις και πειρασμούς, δεν δυνάμεθα να σωθώμεν· διότι ούτως είναι πρέπον και αρεστόν εις τον Θεόν». Η δε Άννα λέγει· «Μήπως, Πάτερ μου, εφάνη εύλογον εις τον Δεσπότην Χριστόν να μεταστήση εις την εκεί ζωήν τα ανήλικα ταύτα τέκνα μου»; Και ο γέρων απεκρίθη· «Καλώς είπας, θύγατερ, διότι εντός ολίγου θέλει τα αφαιρέσει από σε ο Κύριος». Η δε Άννα, ευχαριστήσασα τον Θεόν, καθώς ήτο πρέπον και πεσούσα εις τους πόδας του τιμίου Γέροντος, έλαβε την ευχήν και ευλογίαν του. Μετά δε την αναχώρησιν του Γέροντος ήρχισε να διαμοιράζη τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς δια των δύο χειρών της. Επειδή δε μετ’ ολίγον καιρόν απέθανον και τα δύο της τέκνα, εθρήνησε μεν ταύτα μετά δακρύων, διαμοιράσασα δε εις τους πτωχούς και τα υπόλοιπα πράγματα, τα οποία της εναπέμειναν, περιήρχετο τας Εκκλησίας προσκυνούσα, προσευχομένη και ανάπτουσα τας κανδήλας των Αγίων Εικόνων. Τέλος, ευρούσα η Οσία Μοναχόν τινα από τον Όλυμπον, εκουρεύθη παρ’ αυτού και έγινε Μοναχή· φορέσασα δε έσωθεν ανδρικά ενδύματα και έξωθεν γυναικεία ανεχώρησε κρυφίως χωρίς να την αντιληφθή τις και επήγεν εις τα μέρη του Ολύμπου. Εκεί απορρίψασα τελείως τα γυναικεία ενδύματα και μόνον τα ανδρικά φορούσα, εισήλθεν εντός του Κοινοβίου και συνωμίλησε με τον θυρωρόν, λέγουσα, ότι έχει μεγάλην επιθυμίαν να συναντήση τον Ηγούμενον. Ο θυρωρός ανήγγειλε τούτο εις τον Ηγούμενον, ο οποίος εκάλεσεν αυτήν· η δε Άννα, παρασταθείσα έμπροσθεν του Ηγουμένου, ερρίφθη εις τους πόδας του και εζήτει την συνήθη ευλογίαν. Ο Ηγούμενος, αφ’ ου την ηυλόγησεν, ήγειρεν αυτήν, νομίζων δε ότι είναι ανήρ ευνούχος την ηρώτησε· «Διατί ήλθες εις ημάς, αδελφέ; Και ποίον είναι το όνομά σου»; Η δε Άννα απεκρίθη· «Το μεν αίτιον, δια το οποίον ήλθον εδώ, Πάτερ άγιε, είναι το πλήθος των αμαρτιών μου, ίνα δηλαδή ησυχάσω εις το υπόλοιπον διάστημα της ζωής μου και δια της ησυχίας εύρω ίλεων τον Θεόν εν τη ημέρα της κρίσεως, αν και είμαι πάντη ανάξιος· ονομάζομαι δε Ευφημιανός». Ο δε Ηγούμενος είπε προς αυτήν· «Εάν έχης, τέκνον, τοιούτον λογισμόν και ποθής αληθώς την σωτηρίαν σου, φεύγε την παρρησίαν· επειδή η φύσις των ευνούχων ευκόλως κυριεύεται από τους εμπαθείς λογισμούς». Ταύτα δε ειπών και την συνηθισμένην ποιήσας ευχήν, συνηρίθμησεν αυτήν μετά των λοιπών αδελφών του Κοινοβίου. Η δε αοίδιμος Άννα τόσον πολύ προώδευεν, ώστε έγινεν εις όλους τους Μοναχούς του Κοινοβίου τύπος και παράδειγμα πάσης αρετής και μάλιστα της ταπεινότητος. Ο δε υπηρέτης της Οσίας, τον οποίον είχεν αφήσει εις τον οίκον της δια να οικονομήση τα πράγματά της, καθώς τον διέταξεν, βλέπων την απουσίαν της κυρίας του, εξήλθεν εις αναζήτησιν αυτής. Απαντήσας δε τον Μοναχόν εκείνον, ο οποίος έκειρε την Οσίαν Μοναχήν, ηρώτα αυτόν, εάν γνωρίζη, που ευρίσκεται η κυρία του εκείνη, η τα γήϊνα καταλιπούσα και επιζητούσα τα ουράνια. Ο δε Μοναχός απεκρίθη· «Ότι μεν έμαθον την περί εκείνης υπόθεσιν, τούτο δεν δύναμαι να αρνηθώ· που δε τώρα ευρίσκεται δεν γνωρίζω· αλλά ελθέ να συμπορευθώμεν εις το δείνα Μοναστήριον». Φθάσαντες δε εις αυτό, ηρώτησαν επιτηδείως τον θυρωρόν, πληροφορηθέντες δε ότι ευνούχος τις ευρίσκεται εκεί, αντελήφθησαν ότι μέσα εις τα δίκτυα έχουσι το κυνήγιον, ήτοι ότι ευρίσκεται η Οσία εντός του Μοναστηρίου· όθεν παρεκάλεσαν τον θυρωρόν να αναγγείλη εις τον ευνούχον, ότι τον ζητούσιν ο τάδε και ο δείνα. Η δε Οσία ταύτα ακούσασα και μη δυναμένη άλλως να πράξη, εξήλθεν εις υπάντησιν αυτών· ο δε κουρεύσας αυτήν Μοναχός, δεικνύων τον συνοδοιπόρον του, λέγει εις την Οσίαν· «Ιδού ο πιστότατός σου διάκονος και οικονόμος, όστις πολλά έπαθεν έως τώρα δια την αναζήτησίν σου, ιδού, λέγω, είναι παρών και αν θέλης, ας υπάγωμεν εις το ιδικόν μας Μοναστήριον». Ταύτα ακούσασα η Οσία και θέλουσα να φυλάξη την υπακοήν εις τον Γέροντά της, προσήλθεν εις τον Ηγούμενον και εζήτησε την ευλογίαν εκείνου ως και των λοιπών αδελφών και ούτως εξήλθεν από το Κοινόβιόν της και μετέβη εις το άλλο Μοναστήριον, ομού με τον αναδεχθέντα αυτήν εις το άγιον σχήμα Μοναχόν και τον υπηρέτην της. Διατρίψασα δε εκεί αρκετόν καιρόν και θεαρέστως πολιτευομένη εποίησε θαύματα άπειρα· όθεν επειδή η φήμη των θαυμάτων διεδόθη εις πάμπολλα μέρη, ένεκα τούτου ήλθον πολλοί κοσμικοί εις το Μοναστήριον δια να γίνωσι Μοναχοί, αλλ’ η στενότης του Μοναστηρίου ημπόδιζε την αύξησιν των προσερχομένων. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου, εμπνευσθείς από τον Θεόν, εδηλοποίησε δια γραμμάτων εις τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Ταράσιον τα θαυμάσια έργα του Μοναχού Ευφημιανού και ότι επειδή διεκωδωνίσθησαν τα τοιαύτα θαύματά του συνέδραμον πολύ πλήθος ανθρώπων εις το Μοναστήριον ίνα μονάσωσι, πλην δεν εχώρουν εις αυτό, διότι ήτο πολύ στενόν και μικρότατον. Ο δε Πατριάρχης, ταύτα μαθών, συνεφώνησε με τον του Ηγουμένου θείον σκοπόν και έδωκεν εις αυτόν δωρεάν τόπον τινά κρημνισμένον· όθεν ο Ηγούμενος, τούτον λαβών, εις διάστημα ολίγων ετών έκτισεν εις αυτόν Μοναστήριον εκ θεμελίων, το οποίον ονομάζεται τώρα Μοναστήριον των Αβραμιτών. Εις τούτο δε το Μοναστήριον διέταξε την Οσίαν Άνναν να διανύση τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής της. Αφ’ ου δε εγένετο τούτο, κατέστη περιβόητος εις όλους η αγγελική ζωή της μακαρίας Άννης. Όθεν επληθύνοντο καθ’ εκάστην ημέραν οι προσερχόμενοι εις το Μοναστήριον. Ο μισόκαλος όμως εχθρός, φθονών την προκοπήν της Αγίας και θέλων να λυπήση αυτήν, ενέσπειρε ζιζάνια εις τινα Μοναχόν μεν κατά το σχήμα, κατά δε τα έργα και πράγματα φίλον όντα του χαιρεκάκου δαίμονος· όθεν μετήρχετο αυτός το απαραίτητον έργον του διαβόλου, δηλαδή το να εκτοξεύη ύβρεις αισχράς εναντίον της Οσίας, διότι ήτο ευνούχος, και το να κατηγορή αυτήν φανερά. Αλλ’ η μακαρία εκείνη εις ουδέν ελογίζετο τας κατηγορίας, μάλλον δε και ως ευεργεσίας ταύτας ενόμιζε. Γυνή δε τις θεοφιλής, ακούσασα τους αισχρούς και βδελυρούς λόγους, τους οποίους έλεγε κατά της Οσίας ο τη αληθεία αισχρός Μοναχός, όστις και εφάνη ότι ήτο φονεύς εις το ύστερον, ταύτα, λέγω, ακούσασα, του είπε· «Πρόσεχε, αδελφέ, μήπως αυτός τον οποίον κατηγορείς δεν είναι ευνούχος, ουδέ εμπαθής, καθώς υπολαμβάνεις, αλλά γυνή, και γυνή απαθής. Και τότε συ μεν μέλλεις να λάβης την γέενναν του πυρός δια τας κατηγορίας σου, θα μολύνης όμως και εκείνους, οι οποίοι σε ακροάζονται, κατηγορούντα την απαθή. Επειδή πρό τινων ετών γυνή τις, διαμοιράσασα τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, έγινεν αφανής και πρόσεξε μήπως είναι αυτή η ιδία, την οποίαν συ λέγεις ευνούχον εμπαθή και εκ τούτου καταδικάζεις την ψυχήν σου εις απώλειαν». Ο δε μιαρός εκείνος και δόλιος Μοναχός, αντί να συσταλή, προσέθεσεν εις την πονηρίαν του και τούτον τον λόγον, τον οποίον ήκουσεν, ήτοι εκήρυττεν εις όλους, ότι ήτο γυνή. Προσεπάθει δε ο ανόσιος να εύρη ευκαιρίαν τινά δια να κρημνίση την Αγίαν εις κατηφορικόν τόπον, ούτως ώστε κρημνιζομένης ταύτης να ανασυρθώσι τα ενδύματά της και ίδη αυτήν γεγυμνωμένην και γνωρίση το βέβαιον, εάν είναι γυνή ή όχι. Ποιήσας δε τούτο ο μυσαρός, δεν είδε μεν τίποτε, έγινεν όμως ημίξηρος, τιμωρηθείς υπό της θείας δυνάμεως. Όθεν αναχωρήσας από το Μοναστήριον, μετέβη εις την πατρίδα του· εκεί δε ευρισκόμενος συνελήφθη ως υπεύθυνος δι’ έγκλημα φόνου και ούτως ο άθλιος κρεμασθείς εις την αγχόνην, απέρρηξε την μιαράν του ψυχήν. Η δε Αγία, αφ’ ενός μεν επειδή ευφημίσθη εκ τούτου και αφ’ ετέρου δια να αποφύγη τα σκάνδαλα, επορεύθη εις τα μέρη του καλουμένου Στενού, έχουσα μεθ’ εαυτής δύο Μοναχούς, Ευστάθιον και Νεόφυτον ονομαζομένους, και εκεί ευρούσα Εκκλησίαν, ήτις είχεν ύδωρ και ολίγον κήπον, κατώκησεν εις αυτήν. Μετά παρέλευσιν δε ετών τινών, προσκληθείσα υπό τινων Μοναχών, ανεχώρησεν απ’ εκεί και επήγεν εις το Βυζάντιον κατά τα μέρη του Σίγματος, ένθα διήνυσε το υπόλοιπον της ζωής της οσίως και θεαρέστως, θαύματα πολλά και ιατρείας χαρισαμένη εις εκείνους, όσοι προσέτρεχον εις αυτήν. Και ούτως η μακαρία εν ειρήνη προς τον ποθούμενον Χριστόν εξεδήμησεν.

Τη ΚΘ΄ (29η) Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΜΕΛΙΤΙΝΗΣ.



site analysis

Μελιτινή η Αγία Μάρτυς, διαβληθείσα εις τον επιτόπιον άρχοντα, ότι ήτο Χριστιανή, παρίσταται εις αυτόν. Και πρώτον μεν δέρεται εις το πρόσωπον και γυμνούται καθ’ όλον το σώμα της, και ούτως ως νικήτρια ίσταται πομπευομένη δια τον Χριστόν επί πολλάς ώρας, εν τω μέσω του κριτηρίου· πλην και ούτω γυμνή ισταμένη εχλεύαζε τον άρχοντα και όλα τα είδωλά του· διότι τιμήν ενόμιζεν η μακαρία την ατιμίαν ταύτην, την οποίαν ελάμβανε δια τον Χριστόν. Έπειτα δε βασανισθείσα με πολλάς βασάνους και φυλαχθείσα αβλαβής, τελευταίον κατεπληγώθη δια ξίφους και ούτω παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού.

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Η Αγία Σεβαστιανή (24 Οκτωβρίου)



site analysis
Αγία Σεβαστιανή
Αγία Σεβαστιανή
Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.
Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ’ αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας. Συνελήφθη γι’ αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.

Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.
Πηγή: Optiko.Net

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Η Οσία Παρασκευή η Επιβατηνή και τα Βαλκάνια (14 Οκτωβρίου)



site analysis



.
Πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρου Πέ­τρου Σιν­το­ρε­άκ
Εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι ὁ κά­θε Ἅ­γιος ἀ­νή­κει σ᾿ ὁ­λό­κλη­ρη τήν τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τόν τό­πο πού γεν­νή­θη­κε ἤ καί δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­θη­κε. Μπο­ρεῖ ἕ­νας Ἅ­γιος νά μήν εἶ­ναι καί τό­σο γνω­στός κά­που. Αὐ­τό δέν ση­μαί­νει ὅ­τι δέν εὐ­λο­γεῖ καί δέν προ­στα­τεύ­ει τούς πι­στούς ἐ­κεί­νου τοῦ τό­που. Πολ­λές φο­ρές ἐμ­φα­νί­ζε­ται καί κά­νει θαύ­μα­τα ἐ­κεῖ, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας στοι­χεῖ­α ἀ­πό τή ζω­ή του γιά τήν πνευ­μα­τι­κή ἐ­νί­σχυ­ση τοῦ εὑρύ­τε­ρου κοι­νοῦ. Εἶ­ναι ὅ­μως πο­λύ πιό αἰ­σθη­τή ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου στά μέ­ρη πού εὐ­λο­γή­θη­καν ἀ­πό τό πέ­ρα­σμά του ἐν ζω­ῇ ἤ ἀ­πό τό πέ­ρα­σμα τῶν Λει­ψά­νων του, με­τά τήν κοί­μη­ση Αὐ­τοῦ.  Μί­α τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι τῆς Ὁ­σί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς τῆς Ἐ­πι­βα­τη­νῆς. Ἀ­πό τόν Βί­ο της βλέ­που­με ὅ­τι ὅ­ταν ζοῦ­σε δι­έ­σχι­σε τήν χρι­στι­α­νι­κή γῆ ἀ­πό τήν Ἀ­να­το­λι­κή Θρά­κη μέ­χρι τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους, καί με­τά τόν θά­να­το εὐ­λό­γη­σε τά Βαλ­κά­νια διά μέ­σου τῶν Λει­ψά­νων Αὐ­τῆς. Γι᾿ αὐ­τό, θε­ω­ρῶ ὅ­τι μπο­ρεῖ εὐ­στό­χως νά ὀ­νο­μα­στῆ «Ὁ­σί­α Πα­ρα­σκευ­ή τῶν Βαλ­κα­νί­ων».
Ἡ Ὁ­σί­α Πα­ρα­σκευ­ή ἡ Ἐ­πι­βα­τη­νή (14 Ὀ­κτω­βρί­ου) γεν­νή­θη­κε στούς Ἐ­πι­βά­τες Ἀ­να­το­λι­κῆς Θρά­κης (ση­με­ρι­νή Selimpasa), πε­ρί­που 40 χλμ. δυ­τι­κά τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, στήν θά­λασ­σα τοῦ Μαρ­μα­ρᾶ. Γνω­ρί­ζου­με ἀ­κό­μα δύ­ο ὀ­νό­μα­τα ἀ­πό τήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ὁ πα­τέ­ρας της λε­γό­ταν Νι­κή­τας. Ὁ ἀ­δελ­φός της Εὐ­θύ­μιος ἔ­γι­νε Ἐπί­σκο­πος Μα­δύ­του. Γιά τήν χρο­νο­λο­γί­α γεν­νή­σε­ως οἱ ἀ­πό­ψεις δι­α­φέ­ρουν. Το­πο­θε­τεῖ­ται ἀ­πό τίς ἀρ­χές τοῦ 10ου αἰ­ῶ­νος μέ­χρι τό πρῶ­το μι­σό τοῦ 12ου αἰ­ῶ­νος.
Ἡ Ὁ­σί­α με­γά­λω­σε «ἐν παι­δεί­ᾳ καί νου­θε­σί­ᾳ Κυ­ρί­ου». Στήν ἡ­λι­κί­α 10 χρο­νῶν μί­α Εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή (Μᾶρ­κος 8,34) πού ἄ­κου­σε στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τήν κά­νει νά προ­σφέ­ρη συ­στη­μα­τι­κά ἐ­λε­η­μο­σύ­νη στούς πτω­χούς, πρᾶγ­μα πού θά τῆς γί­νη βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα, ἄν καί γι᾿ αὐ­τό ἔ­πρε­πε νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζη τίς ἀ­πα­γο­ρεύ­σεις τῆς μη­τέ­ρας της.
Ὁ πό­θος γιά ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή τήν κά­νει νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψη κρυ­φά τό σπί­τι καί νά ξε­κι­νή­ση μί­α μα­κρινή πε­ρι­ο­δεί­α. Ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ὅ­που προ­σκυ­νεῖ τά πολ­λά Λεί­ψα­να πού φυ­λάσ­σον­ταν στούς να­ούς της καί συμ­βου­λεύ­ε­ται τούς πιό γνω­στούς Γε­ρον­τάδες. Με­τά, πη­γαί­νει στήν Χαλ­κη­δό­να (ση­με­ρι­νή Kadikoy) γιά νά προ­σκυ­νή­ση τά Λεί­ψα­να τῆς Ἁ­γί­ας Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Εὐ­φη­μί­ας. Ἑ­πό­με­νη στά­ση εἶ­ναι ἡ Ἡ­ρά­κλεια τοῦ Πόν­του (ση­με­ρι­νή Eregni) ὅ­που ἡ Ὁ­σί­α θά ὑ­πη­ρε­τή­ση γιά πέν­τε χρό­νια σ᾿ ἕ­να να­ό τῆς Πα­να­γί­ας μέ κά­θε εἴ­δους ἀ­σκή­σεις. Ἀ­πό δῶ φεύ­γει στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ καί ἀ­φοῦ προ­σκυ­νεῖ ὅ­λα τά προ­σκυ­νή­μα­τα τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πό­λης ἐγ­κα­θί­στα­ται σ᾿ ἕ­να γυ­ναι­κεῖ­ο Μο­να­στή­ρι στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου. Με­τά ἀ­πό ἕ­να χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα, ἕ­νας ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου τήν ἀ­ναγ­γέλ­λει νά γυ­ρί­ση στήν πα­τρί­δα της ὅ­που θά ἔ­φευ­γε στήν αἰ­ώ­νια ζω­ή, στόν ἀ­γα­πη­μέ­νο της Νυμ­φί­ο.
Στόν γυ­ρι­σμό ἐ­πι­σκέ­πτε­ται δεύ­τε­ρη φο­ρά τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί με­τά ἐγ­κα­θί­στα­ται στήν Καλ­λι­κρά­τεια (ση­με­ρι­νή Mimar Sinan), μί­α κω­μό­πο­λη πού βρι­σκό­ταν μό­λις 17 χλμ. ἀ­πό τή γε­νέ­τει­ρά της, τούς Ἐ­πι­βά­τες. Ἀ­φοῦ ὑ­πη­ρε­τεῖ δύ­ο χρό­νια στό να­ό τῶν 12 Ἀ­πο­στό­λων, ἀ­να­παύ­ε­ται στήν ἡ­λι­κί­α 27 χρο­νῶν καί ἐν­τα­φι­ά­ζε­ται σάν ξέ­νη κον­τά στή θά­λασ­σα. Ὁ Θε­ός ὅ­μως ἤ­θε­λε νά δο­ξά­ση τήν πι­στή δού­λη Του. Με­τά ἀ­πό ἕ­να δι­ά­στη­μα ἐν­τα­φι­ά­στη­κε κον­τά της τό πτῶ­μα ἑ­νός ναύ­τη. Ἡ Ὁ­σί­α ἐμ­φα­νί­στη­κε στό ὄ­νει­ρο σέ δύ­ο εὐ­λα­βεῖς ἀν­θρώ­πους καί τούς προ­έ­τρε­πε νά ξε­χω­ρί­ζουν τά Λεί­ψα­νά της ἀ­πό τό πτῶ­μα τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ ναύ­τη. Μ᾿ αὐ­τό τόν τρό­πο ἔ­γι­νε γνω­στή ὅ­λη ἡ ζω­ή τῆς Ὁ­σί­ας. Τά Λεί­ψα­νά της με­τα­φέρ­θη­καν μέ πομ­πή στό να­ό τῆς Καλ­λικρά­τειας ὅ­που ξε­κί­νη­σαν νά κά­νουν πά­ρα πολ­λά θαύ­μα­τα.
Ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­μως οἱ ἱ­στο­ρι­κές συν­θῆ­κες ἔ­κα­ναν τά Λεί­ψα­να νά με­τα­φέ­ρον­ται σέ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη. Κα­τό­πιν δι­α­πραγ­μα­τεύ­σε­ων τοῦ Τσά­ρου Ἰ­ω­άν­νου Ἀ­σᾶν ΙΙ, βρέ­θη­καν στό Τύρ­νο­βο τῆς Βουλ­γα­ρί­ας με­τα­ξύ πε­ρί­που 1230 καί 1393. Στή συ­νέ­χεια,  οἱ Τοῦρ­κοι θά εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α ἄλ­λων πε­ρι­ο­δει­ῶν τῶν Λει­ψά­νων. Γιά νά μήν πέ­σουν στά χέ­ρια τους, με­τα­φέρ­θη­καν γιά πέν­τε χρό­νια στή Βουλ­γα­ρι­κή πό­λη Βυ­δύ­νιο, κον­τά στόν πο­τα­μό Δού­να­βη. Ἡ ἑ­πό­με­νη πο­ρεί­α θά εἶ­ναι στό Βε­λι­γρά­δι τῆς Σερ­βί­ας, μέ­χρι τό 1521, καί με­τά στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γιά 120 χρό­νια. Ἐ­δῶ με­τα­φέρ­θη­καν σέ δι­ά­φο­ρους να­ούς: Παμ­μα­κά­ρι­στο, τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου Ξυ­λό­πορ­τας καί τε­λι­κά στό ση­με­ρι­νό Πα­τρι­αρ­χει­κό να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου. Στόν τε­λευ­ταῖ­ο να­ό φυ­λάσ­σον­ται καί τώ­ρα τρί­α Λεί­ψα­να: Τῆς Ἁ­γί­ας Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Εὐ­φη­μί­ας, τῆς Ἁ­γί­ας Σο­λο­μω­νῆς καί τῆς Ἁ­γί­ας Θε­ο­φα­νοῦς, πρώ­της συ­ζύ­γου τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος Λέ­ον­τος ΣΤ’ τοῦ Σο­φοῦ.
Τό 1641, ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου χά­ρι­σε τά Λεί­ψα­να τῆς Ὁ­σί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς στόν ἡ­γε­μό­να τῆς Μολ­δο­βλα­χί­ας, Βα­σί­λει­ο Λού­που, ὡς ἔν­δει­ξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης γιά τήν ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νη οἰ­κο­νο­μι­κή βο­ή­θειά του. Ἀ­πό τό­τε φυ­λάσ­σον­ται στό Ἰ­ά­σιο καί προ­στα­τεύ­ουν τό­σο τούς ὁ­μό­δο­ξους Ρου­μά­νους ὅ­σο καί ὅ­λους τούς προ­σκυ­νη­τές πού ἀ­να­τρέ­χουν στή χά­ρη Της. Ἡ προ­κή­ρυ­ξη τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως πού ἔ­κα­νε ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ὑ­ψη­λάν­της στήν αὐ­λή τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν τοῦ Ἰ­α­σί­ου στίς 23 Φε­βρου­α­ρί­ου 1821 ἔ­γι­νε με­τά τήν προ­σκύ­νη­ση στά Λεί­ψα­να τῆς Ὁ­σί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς πού φι­λο­ξε­νοῦν­ταν ἐ­κεῖ.
Τό 1888 τά Λεί­ψα­να σώ­θη­καν μέ θαυ­μα­στό τρό­πο ἀ­πό μί­α με­γά­λη πυρ­κα­γιά. Με­τα­φέρ­θη­καν ἀ­μέ­σως στό και­νούρ­γιο Κα­θε­δρι­κό να­ό τοῦ Ἰ­α­σί­ου, τό με­γα­λύ­τε­ρο τῆς χώ­ρας. Μέ­χρι σή­με­ρα ἡ γι­ορ­τή τῆς Ὁ­σί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς ἀ­πο­τε­λεῖ τό πιό γνω­στό καί με­γά­λο πα­νη­γύ­ρι τῆς Ρου­μα­νί­ας. Εἰ­δι­κοί πού ἀ­σχο­λή­θη­καν μέ τό θέ­μα, δι­α­πί­στω­σαν ὅ­τι πρό­κει­ται γιά ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λύ­τε­ρα πα­νη­γύ­ρια τοῦ Ὀρ­θο­δό­ξου κό­σμου, ἔ­χον­τας ὑπ᾿ ὄ­ψη τόν ἀ­ριθ­μό τῶν προ­σκυ­νη­τῶν πού πᾶ­νε στό Ἰ­ά­σιο ἀ­πό ὅ­λη τή χώ­ρα καί ἀ­πό τό ἐ­ξω­τε­ρι­κό, κα­θώς καί τίς θρη­σκευ­τι­κές καί πο­λι­τι­στι­κές ἐκ­δη­λώ­σεις πού γί­νον­ται μέ τήν εὐ­και­ρί­α τοῦ πα­νη­γυ­ριοῦ. Εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι ἡ σει­ρά τῶν πι­στῶν πού ἐ­πι­θυ­μοῦν νά προ­σκυ­νή­σουν τά ἱ­ε­ρά Λεί­ψα­να ἐ­πε­κτεί­νε­ται καί 3-4 χλμ, καί ὅ­τι αὐ­τοί πε­ρι­μέ­νουν μέ ὑ­πο­μο­νή ἕ­ως καί 30 ὧ­ρες καί πα­ρα­πά­νω. Κα­τά τή διά­ρκεια τοῦ πα­νη­γυ­ριοῦ, ὅ­λη ἡ πό­λη ζων­τα­νεύ­ει μέ μο­να­δι­κό τρό­πο. Πέ­ρα ἀ­πό τήν προ­σπά­θεια τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως καί τῶν ἐ­νο­ρι­ῶν τῆς πό­λης νά ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τίς πνευ­μα­τι­κές ἀλ­λά καί τίς ὑ­λι­κές ἀ­νάγ­κες τῶν προ­σκυ­νη­τῶν (χι­λιά­δες πα­κέ­τα μέ φα­γη­τό, ζε­στά τσά­για κ.τ.λ.), γί­νε­ται με­γά­λος ἀ­γῶ­νας καί ἐκ μέ­ρους πολ­λῶν ἄλ­λων φο­ρέ­ων πού βο­η­θᾶ­νε ὁ κα­θέ­νας μέ τόν δι­κό του τρό­πο. Ὁ Δῆ­μος Ἰ­α­σί­ου, ὁ Στρα­τός, ἡ Ἀ­στυ­νο­μί­α, τά Νο­σο­κο­μεῖ­α, ἡ Πυ­ρο­σβε­στι­κή βά­ζουν στή δι­ά­θε­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἑ­κα­τον­τά­δες ὑ­παλ­λή­λους γιά νά πραγ­μα­το­ποι­η­θῆ μέ τίς κα­λύ­τε­ρες συν­θῆ­κες τό πέ­ρα­σμα τῶν 1,5 ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων προ­σκυ­νη­τῶν πού βρί­σκουν τήν μό­νη αἰτία τῆς πα­ρου­σί­ας τους στό Ἰ­ά­σιο ἐ­κεῖ­νες τίς μέ­ρες τήν Ὁ­σί­α Πα­ρα­σκευ­ή πού εὐ­λα­βοῦν­ται πο­λύ βα­θειά.
Ἡ Ὁ­σί­α Πα­ρα­σκευ­ή καί ἡ Ἑλ­λά­δα
Γιά νά δι­α­τη­ρή­ση καί νά ἐμ­πλου­τί­ση τήν κοι­νή ἱ­στο­ρί­α καί τήν πνευ­μα­τι­κή κοι­νω­νί­α τῶν Βαλ­κα­νι­κῶν λα­ῶν, ἡ Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Μολ­δα­βί­ας καί Μπου­κο­βί­νας μέ ἕ­δρα τό Ἰ­ά­σιο προ­σκα­λεῖ συ­στη­μα­τι­κά στό πα­νη­γύ­ρι τῆς Ὁ­σί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς ἐκ­προ­σώ­πους τῶν ὑ­πο­λοί­πων Ὀρ­θο­δό­ξων Βαλ­κα­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν πού συ­σχε­τί­ζον­ται μέ τήν ἀ­να­φε­ρό­με­νη Ἁ­γία προ­στά­τι­δα.
Ἡ σχέ­ση με­τα­ξύ τῆς Ἑλ­λά­δας καί τῆς Ὁ­σί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς ἔ­χει ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο χα­ρα­κτή­ρα. Τά Λεί­ψα­νά της δέν πέ­ρα­σαν ἀ­πό δῶ, ἀλ­λά ἡ μνή­μη της εἶ­ναι πο­λύ ζων­τα­νή σέ δι­ά­φο­ρα Ἑλ­λη­νι­κά μέ­ρη. Πρό­κει­ται γιά τρεῖς ἐ­νο­ρί­ες πού τήν ἔ­χουν προ­στά­τι­δα. Μέ τήν Ἀν­ταλ­λα­γή τοῦ πλη­θυ­σμοῦ, οἱ πρό­σφυ­γες ἀ­πό τούς Ἐ­πι­βά­τες ἵ­δρυ­σαν ἕ­να και­νούρ­γιο χω­ριό κον­τά στή Θεσ­σα­λο­νί­κη, τούς Νέ­ους Ἐ­πι­βά­τες, ἐ­νῶ με­ρι­κοί ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στήν Πτο­λε­μα­ΐ­δα. Ἀ­πό τήν Καλ­λι­κρά­τεια ἵ­δρυ­σαν τή Νέ­α Καλ­λικρά­τεια στή Χαλ­κι­δι­κή. Σ᾿ αὐ­τά τά μέ­ρη ὑ­πάρ­χουν ἱ­ε­ρά Κει­μή­λια ἀ­πό τήν Ἀ­να­το­λι­κή Θρά­κη πού μαρ­τυ­ροῦν, μα­ζί μέ τούς λί­γους ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους ἐ­πι­ζῶν­τες, γιά τή δό­ξα τοῦ πα­ρελ­θόν­τος.
Ἄλ­λο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι ἡ με­τα­φο­ρά δι­α­φό­ρων Λει­ψά­νων ἀ­πό τήν Ἑλ­λά­δα στό Ἰ­ά­σιο μέ τήν εὐ­και­ρί­α τοῦ Πα­νη­γυ­ριοῦ τῆς Ὁ­σί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς. Ἀ­να­φέ­ρου­με ἐν­δει­κτι­κά: Τό 1996 –Λεί­ψα­να τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­ου τοῦ Πρω­το­κλή­του ἀ­πό τήν Πά­τρα, τό 2000 –Λεί­ψα­να τοῦ Ἁ­γί­ου Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Γε­ωρ­γί­ου ἀ­πό τή Λει­βα­διά, τό 2001 –ἡ Ἁ­γί­α Ζώ­νη τῆς Πα­να­γί­ας ἀ­πό τήν Ι.Μ. Κά­τω Ξε­νιά Βό­λου, τό 2003 –Λεί­ψα­να τοῦ Ἁ­γί­ου Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου ἀ­πό τή Θεσ­σα­λο­νί­κη, τό 2005 –τε­μά­χιο τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α Σου­με­λᾶ, τό 2006 –Λεί­ψα­να τοῦ Ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου ἀ­πό τήν Αἴ­γι­να, τό 2007 –Λεί­ψα­να τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου ἀ­πό τήν Ι.Μ. Βαρ­λα­άμ, Με­τέ­ω­ρα, τό 2008 –Λεί­ψα­να τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πό τήν Ι.Μ. Πα­να­γί­α Δο­βρᾶ, Βέ­ροι­α, τό 2010 –Λεί­ψα­να τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ ἀ­πό τήν Ι.Μ. Ἁ­γί­ου Παύ­λου, Ἅ­γιον Ὅ­ρος.
Ὅ­λα αὐ­τά στό Ἰ­ά­σιο. Στήν Ὁ­σί­α Πα­ρα­σκευ­ή. Στήν νε­α­ρή Ἑλ­λη­νί­δα πού χά­ρη στήν ἁ­γνή καί ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή της συ­νέ­βα­λε γιά 1000 πε­ρί­που χρό­νια στήν φα­νέ­ρω­ση τῆς δύ­να­μης τοῦ Θε­οῦ πού ἀ­νυ­ψώ­νει τόν πέ­νη­τα, δί­νον­τάς του τό δῶ­ρο τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας, τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας καί τῆς πα­ρα­κλή­σε­ως. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γοῦν­ται τά ἀ­να­ρίθ­μη­τα θαύ­μα­τα πού ἔ­χουν γί­νει καί συ­νε­χί­ζουν νά γί­νον­ται κον­τά στά ἄ­φθαρ­τα Λεί­ψα­νά της. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται ἐ­πί­σης ἡ δι­α­χρο­νι­κή εὐ­λά­βεια τῶν προ­σκυ­νη­τῶν Της πού καλ­λι­ερ­γεῖ­ται καί αὐ­ξά­νε­ται συ­νε­χῶς πρός δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καί τῶν Ἁ­γί­ων Του.
Ἱ­κε­τεύ­ω τα­πει­νά τήν Ὁ­σί­α Πα­ρα­σκευ­ή τήν Ἐ­πι­βα­τη­νή νά ἑ­νώ­νη καί πά­λι πνευ­μα­τι­κά ὅ­λους τούς Ὀρ­θο­δό­ξους λα­ούς τῶν Βαλ­κα­νί­ων γιά νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν, σύμ­φω­να μέ τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τούς δύ­σκο­λους και­ρούς πού δι­α­σχί­ζου­με.