Κατά τους χρόνους του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), έζησε στην Ηλιούπολη, στην επαρχία της Λιβανησίας της Φοινίκης, η Ευδοκία, Σαμαρείτιδα κατά το γένος. Ήταν πάρα πολύ όμορφη, γι’ αυτό κιόλας το λόγο, εξέκλινε από μικρή στην πορνεία, γιατί πολλές φορές είναι δύσκολο να συμβαδίζει η ομορφιά του σώματος με τη σεμνότητα. Κάθε ημέρα, την επισκέπτονταν πάρα πολλοί για να εκτελέσουν την επιθυμία τους, και όχι μόνο από εκείνη τη χώρα, αλλά και από άλλες πολλές, ξοδεύοντας πολλά χρήματα προς χάρη της. Έτσι, η Ευδοκία, είχε συγκεντρώσει άπειρο πλούτο ζώντας αμαρτωλή ζωή και φυσικά δεν φρόντιζε για την μέλλουσα ζωή, ούτε σκεφόταν τι γίνεται μετά τον θάνατο. Επειδή όμως ο καλός βοσκός ψάχνει για το απολωλός πρόβατο, έφθασε και γι’ αυτή ο καιρός της ψυχικής της γιατρειάς με τον εξής τρόπο:
Ένας μοναχός ευσεβής, πηγαίνοντας προς την πατρίδα του, έμεινε σε κάποιο σπίτι κοντά στης Ευδοκίας. Κάνοντας λοιπόν την καθημερινή του βραδυνή μελέτη, και διαβάζοντας τα σχετικά με την Κρίση, την κόλαση των αμαρτωλών, και την ανταπόδωση των δικαίων, έτυχε και τα άκουσε η Ευδοκία όλα τη νύχτα, από ένα παράθυρο και τόσο πολύ ηρθε σε κατάνυξη, πού έτρεχαν σαν ποτάμι τα δάκρυά της, σκεπτόμενη τις αμαρτίες της. Όταν ξημέρωσε, προσκάλεσε τον μοναχό να της εξηγήσει όλα αυτά τα όποια άκουγε να διαβάζει όλο το βράδυ. Ο μοναχός την παρότρυνε να βαπτιστεί χριστιανή και να σκορπίσει σωστά, εκείνον τον πλούτο τον οποίο κακώς απέκτησε, να τον μοιράσει μετά χαράς σε φτωχούς και τότε ο Πανάγαθος Θεός θα την ανταμείψει, αντί γι’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, με πλούτο άϋλο και αιώνια ζωή… το μόνο στο οποίο είχε ενδοιασμούς η Αγία είναι στο ότι ηταν πολύ καλομαθημένη, χρειαζόταν κάποιο πνευματικό οδηγό και βασικά ήθελε να βεβαιωθεί για το αν αυτά πού της είπε ο μοναχός ήταν αληθινά. Ο μοναχός τη συμβούλευσε να προσευχηθεί στο Θεό για μία εβδομάδα με νηστεία, για να της δείξει το θέλημά Του. Η Ευδοκία ακολούθησε πιστά τις εντολές του μοναχού. Αφού πέρασε μία εβδομάδα και βγήκε από το κελλί, τη ρώτησε ο μοναχός εάν ο Θεός της έδειξε κάποιο σημείο Του. Αυτή τότε του απάντησε, ότι καθώς προσευχόταν με δάκρυα στα μάτια, ενθυμούμενη τις αμαρτίες της, είδε πριν ξημερώσει, φως τεράστιο πάνω από τον ήλιο και έναν λαμπερό νέο, ο οποίος την άρπαξε και την ανέβασε στον ουρανό. Εκεί είδε άπειρους λευκοφόρους με την ίδια αστραφτερή μορφή, οι οποίοι την υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Καθώς έμπαινε σ’ αυτό το απερίγραπτο φως, φάνηκε έξω από την πόρτα ενας μεγάλος και άσχημος γίγαντας, ο οποίος αφού της έτριξε τα δόντια του, φώναζε τόσο δυνατά, ώστε όλος ο τόπος σειόταν. Άρχισε λοιπόν σε κάποια στιγμή να φιλονικεί με τον οδηγό της, τον αρχάγγελο Μιχαήλ και να του λέει ότι εάν σώσει αυτή, η οποία μίανε τόσους ανθρώπους με τις ασωτίες της, θα πρέπει να σωθούν και όλοι αυτοί οι οποίοι έχουν κάνει άσχημες και άδικες πράξεις. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε γλυκειά φωνή εξ’ ουρανού, η οποία έλεγε: «Έτσι θέλησε ο Θεός για τους υιούς των ανθρώπων, να υποδέχεται τους μετανοημένους σαν εύσπλαχνος πού είναι και να τους οδηγεί στην αιώνιο ζωή. Αυτά είπε ο Άγγελος, την σφράγισε τρεις φορές και έφυγε προς τον ουρανό.
Ο μοναχός αφού άκουσε όλα αυτά τα θαυμαστά, την διαβεβαίωσε ότι αυτό ήταν σημάδι από τον Θεό. Της έδωσε κουράγιο, την προέτρεψε να πενθήσει για τις αμαρτίες της, την βοήθησε να μοιράσει την άπειρη περιουσία της, την έστειλε στον Επίσκοπο της πόλης για να την βαπτίσει και στο τέλος την οδήγησε στο γυναικείο μοναστήρι, το οποίο είχε υπό την επίβλεψή του. Η Ευδοκία αγωνιζόταν τον καλόν αγώνα περισσότερο από τις υπόλοιπες μοναχές. Έτσι, όταν κοιμήθηκε η Γερόντισσα της Μονής, με θεία υπόδειξη, όλες ψήφισαν την Ευδοκία για Γερόντισσα, η οποία με την αγία πολιτεία της είχε υποστεί πραγματικά «θεία αλλοίωση».Έτσι διήλθε τον επίγειο βίο της, τελώντας άπειρα θαύματα ακόμα και όταν ήταν στη ζωή.
Όταν ηγεμόνας ήταν στην Ηλιούπολη ο Αυρηλιανός κάποιοι από τους παλαιούς εραστές της Ευδοκίας πού άκουσαν ότι πίστεψε στο Χριστό και μονάζει σε μοναστήρι, έστειλαν μια ψευδή αναφορά στον βασιλέα και την κατηγόρησαν, ότι έκλεψε βασιλικά χρήματα και με αυτά χτίζει μοναστήρια στην έρημο. Ο ηγεμόνας τότε κίνησε διωγμό και έστειλε τριακόσιους στρατιώτες μ’ έναν άρχοντα για να την πάρουν από τη Μονή βιαίως μαζί με τα χρήματα. Επί τρία ημερόνυχτα προσπαθούσαν να μπουν στη Μονή, αλλά μία αόρατη δύναμη τους εμπόδιζε και τρεις ημέρες μετά, κάποια αόρατη θανάσιμη πνοή τους εθανάτωσε και ξεψύχησαν όλοι, εκτός από τον άρχοντα και τρεις στρατιώτες, πού έφεραν και το μήνυμα στο βασιλέα για το γεγονός. Τότε, ο ίδιος ο γιος του βασιλιά, κίνησε εναντίον της αγίας, αλλά καθώς πήγαινε έφιππος στο Μοναστήρι, έπεσε και χτύπησε θανάσιμα. Τότε ο βασιλιάς έστειλε γράμμα στην αγία, η οποία μετά από προσευχή ανέστησε, όχι μόνο το γιό του βασιλιά, αλλά και όλους τους στρατιώτες πού είχαν αιφνίδια πεθάνει ενώ πήγαιναν να συλλάβουν την αγία. Τότε όλοι οι παρόντες, μαζί και ο βασιλιάς πίστεψαν ότι ο Θεός της χριστιανης Ευδοκίας είναι Μέγας και Αληθινός.
Κατόπιν, στην Ηλιούπολη, έγινε ηγεμόνας ένας ειδωλολάτρης ονόματι Διογένης, ο οποίος βασάνισε την αγία, αλλά κατά τα βασανιστήρια έγιναν τόσα πολλά θαύματα πού και αυτός τελικά πίστεψε στον αληθινό Θεό. Αφού έζησε ο ηγεμόνας θεάρεστη ζωή, ανέβηκε στο αξίωμα κάποιος Βικέντιος, πολύ σκληρός με τους Χριστιανούς. Αυτός, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε να σταματήσει την Αγία με άλλον τρόπο, έστειλε στρατιώτες και έκοψαν την οσία της κεφαλή, την 1η του μηνός Μαρτίου. Έτσι, η Αγία, αφού τελείωσε τον δρόμο του μαρτυρίου της, το μεν πνεύμα της απήλθε στα ουράνια, το δε τίμιο και πάνσεπτο λείψανό της έμεινε στην γη, τελώντας τα μετά θάνατον θαύματα, χάρη την οποία έλαβε από τον Θεό, για τη θερμή της μετάνοια. Ας αξιωθούμε και εμείς τέτοιας ειλικρινούς και μεγάλης μετάνοιας με τις πρεσβείες της. Αμήν.

Πηγή: Διμηνιαίο Περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», Τ. 1, Μάρτιος-Απρίλιος 2004

Ἁγία Εὐδοκία ἡ ἀπό Σαμαρειτῶν Ὁσιομάρτυς [1 Μαρτίου]



agia eydokia apo samareitwn osiomartys 01

Η Αγία Ευδοκία που η Εκκλησία μας γιορτάζει την 1η Μαρτίου, έζησε στους χρόνους του χριστιανομάχου βασιλιά Τραϊανού (98- 117 μ.Χ.) και γεννήθηκε στη Ηλιούπολη της Φοινίκης, από γονείς Σαμαρείτες. Ήταν δε προικισμένη από τη φύση, με σπάνια χαρίσματα, εκπληκτικής ομορφιάς. Μ’ αυτή της την ομορφιά, τρέλαινε τους νέους της εποχής της, που έτρεχαν πίσω της, να τη δουν και να τη θαυμάσουν από κοντά. Η συμπεριφορά τους αυτή, την έκαναν να νοιώθει υπερήφανη, αλαζονική,  και χωρίς σωφροσύνη. Έτσι, η ομορφιά της, αντί να προβάλλεται με ευγνωμοσύνη, σαν δώρο του Δημιουργού, έγινε παγίδα ολέθρου και όργανο της αμαρτίας. Όμως, ο φιλεύσπλαχνος Θεός, της προετοίμαζε την μεγάλη στιγμή που θα άνοιγαν τα μάτια της ψυχής, προκειμένου να γνωρίσει την Χριστιανική Πίστη και την Ορθόδοξη Διδασκαλία.
Έτσι, για καλή της τύχη, πέρασε από την πόλη στην οποία έμενε η Ευδοκία ένας μοναχός, που ονομάζονταν Γερμανός. Κουρασμένος όπως ήταν, από την οδοιπορία αρκετών ημερών, ήθελε να βρει κάπου ένα δωμάτιο, να ξεκουραστεί. Η Θεία Πρόνοια, έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε  να μείνει σ ένα δωμάτιο, που ήταν δίπλα στην κατοικία της. Όλες τις νυχτερινές ώρες ο μοναχός προσεύχονταν, όπως άλλωστε συνηθίζεται και διάβαζε, την ακολουθία του. Όταν τέλειωσε την ακολουθία του, άρχισε να διαβάζει την Καινή Διαθήκη και όλως τυχαία, για τη φοβερή ημέρα της Κρίσεως, την Δευτέρα Παρουσία. Διάβαζε λίγο μεγαλόφωνα και σε γλώσσα γνώριμη, στην περιοχή. Η βραδιά ήταν ζεστή και τα παράθυρα παρέμεναν, ανοιχτά. Τη φωνή του μοναχού, άκουε πεντακάθαρα η νεαρή Ευδοκία, που συγκλονίστηκε από τα συνταρακτικά λόγια, που διάβαζε ο μοναχός. Σκέφτονταν το τραγικό τέλος, που θα έχουν οι αμαρτωλοί και έβλεπε η ίδια με συντριβή, το δικό της ελεεινό  κατάντημα. Γεμάτη από φόβο και τρόμο, άρχισε να κλαίει, απαρηγόρητα. Μόλις, ξημέρωσε, επισκέπτεται το μοναχό και τον παρακάλεσε να της εξηγήσει, τι σημαίνουν όλα αυτά που διάβαζε τη νύχτα και της προκάλεσαν, τόση λύπη. Μάλιστα δε του εξήγησε, ότι και πλούσια είναι, αλλά και πολύ αμαρτωλή.
Τότε ο μοναχός της εξηγεί και της λέγει:
› Παιδί μου, όποιος πλουτίζει δίκαια, εφαρμόζοντας το νόμο του Θεού, δεν μπορεί κανείς να τον κατακρίνει, εύκολα. Όποιος όμως πλουτίζει από αδικίες, πάντα τιμωρείται. Έτσι, τα όποια προϊόντα που προέρχονται από αμαρτίες, δεν τα θέλει ο Θεός, γιατί ζητάει από τον καθ’ ένα μας, καθαρή καρδιά και ζωή ενάρετη. Προκειμένου δε να σωθείς, πρέπει να εφαρμόσεις δυο και μόνο πράγματα. Το ένα είναι να βαπτιστείς και το άλλο, να μοιράσεις τον πλούτο που έχεις, στους πτωχούς. Μετά βγάλε τα πολυτελή ενδύματα και στολίδια, που έχεις επάνω σου και φόρεσε, απλά και φτωχικά. Στη συνέχεια να κλειστείς για μια βδομάδα στο δωμάτιο σου, να μείνεις νηστικιά και να προσεύχεσαι. Τότε, ο αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός, θα σου φανερώσει εκείνο, που επιθυμεί η ψυχή σου.
Η νεαρή Ευδοκία, υποσχέθηκε στο γέροντα μοναχό, ότι θα κάμει εκείνο, που  της είπε. Τον παρακάλεσε όμως, να προσεύχεται και γι’ αυτήν, μέχρι να περάσει η βδομάδα. Μόλις συμπληρώθηκε η βδομάδα, ο μοναχός Γερμανός, της ζήτησε να βγει να την δει και τη ρώτησε:
› Μήπως, αυτές τις μέρες είδες τίποτα, δηλαδή κάποιο όραμα;.
Και αμέσως η Ευδοκία του απαντά:
› Όπως προσευχόμουνα πάτερ, με δάκρυα στα μάτια, είδα ένα φως λαμπρότερο και από τον ήλιο και ένας νέος αστραπόμορφος, εμφανίστηκε μπροστά μου. Με πιάνει από το χέρι και με οδήγησε σ’ ένα τόπο, χαρούμενο. Εκεί με υποδέχτηκαν με χαρά, ένα αναρίθμητο πλήθος λευκοφόρων. Μετά άκουσα μια γλυκιά φωνή, που ήταν όλο μεγαλοπρέπεια και πρόσταξε, να οδηγηθώ στο σπίτι μου, να αγωνιστώ και Εκείνος, θα συγχωρέσει της αμαρτίες μου.
Ο γέροντας μοναχός με δάκρυα στα μάτια,  συμβουλεύει την νεαρή Ευδοκία, να αγωνιστεί, προκειμένου να κερδίσει το θαυμάσιο τόπο, που μόλις είδε, για να τον απολαύσει αιώνια.
Η Ευδοκία άρχισε να εφαρμόζει πιστά, όλα εκείνα που υποσχέθηκε. Με συνεχείς προσευχές και με δάκρυα στα μάτια, παρακαλούσε τον Θεό, να την λυπηθεί και να την βοηθήσει. Βρίσκει τον Επίσκοπο της περιοχής και τον παρακαλεί, να τη βαπτίσει. Στη συνέχεια θέτει τον πλούτο της στη διάθεση του Επισκόπου, να τον μοιράσει στους φτωχούς Χριστιανούς, στις χήρες και τα ορφανά. Έτσι απαλλαγμένη από τα δεσμά της ύλης, αποσύρεται σε Μοναστήρι, βοηθούμενη σ’ αυτή της την απόφαση, από τον γέροντα μοναχό Γερμανό, εφαρμόζοντας συγχρόνως, αυστηρή ταπείνωση και ακτημοσύνη. Φορούσε δε, σ’ όλη της τη ζωή, το ίδιο ένδυμα που φόρεσε, όταν έλαβε το Άγιο Βάπτισμα. Το φαγητό της ήταν λιτό, λίγο ψωμί και νερό, κατάφερε να φθάσει, σε μεγάλο βαθμό πνευματικής τελείωσης. Όταν δε, αργότερα, πέθανε η Ηγουμένη της Μονής, τότε στη θέση της εξέλεξαν οι υπόλοιπες μοναχές, τη μοναχή Ευδοκία.
Όμως, γι’ αυτή της την πνευματική πρόοδο, κάποιος ενοχλούνταν υπερβολικά και προσπαθούσε να βρει το δικό του διαβολικό τρόπο, να την καταστρέψει. Καταστρώνει λοιπόν το διαβολικό σχέδιο του και εμπιστεύεται ένα όργανο δικό του, τον Φιλόστρατο, που γνώριζε καλά την μοναχή Ευδοκία και του εμπιστεύεται, το σχέδιο του. Εκείνος αφού ντύθηκε πρώτα μοναχός, πήγε στο Μοναστήρι και ζήτησε να δει την Ηγουμένη, ότι δήθεν, κάτι ήθελε να της πει. Μόλις η μοναχή Ευδοκία τον αντίκρυσε και μόλις, άρχισε να της υπενθυμίζει προηγούμενες καταστάσεις από τη ζωή της, η Ηγουμένη ένοιωσε τόση οργή, που τον φύσηξε στο πρόσωπο και του είπε:
› Ο Κύριός μου, που είναι ο Δίκαιος Κριτής, να σε τιμωρήσει και να μη βγεις απ’ εδώ μέσα σώος και αβλαβής, γιατί συμβουλεύεις εκείνα, που επιθυμεί ο διάβολος.
Ο Φιλόστρατος, έπεσε κάτω στο πάτωμα, νεκρός. Οι μοναχές, που έζησαν το γεγονός, θαύμασαν την πίστη που είχε η Ηγουμένη στο Σωτήρα μας Χριστό και περίμεναν να δουν, το αποτέλεσμα. Η Οσία Ευδοκία μετά από ολονύχτια προσευχή, κατάφερε να αναστήσει τον Φιλόστρατο. Εκείνος έπεσε στα πόδια της Οσίας και με δάκρυα στα μάτια της ζητούσε να τον συγχωρήσει, γι’ αυτά τα ελεεινά λόγια, που της είπε.
Εκείνη την περίοδο βασίλευε τη Ρώμη, ο αυτοκράτορας διώκτης των χριστιανών Αυρηλιανός ( 270- 275 μ.Χ.). Οι πληροφορίες, που έφθασαν στα αυτιά του από κάποιους καλοθελητές, για την Οσία Ευδοκία, δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Την κατηγόρησαν, ότι δήθεν, με τα χρήματα του Δημοσίου κατασκευάζει Μοναστήρια, μέσα στα οποία βλασφημούνται οι Θεοί. Έτσι, δίδει αμέσως εντολή στο στρατιωτικό του απόσπασμα, να συλλάβουν την Οσία Ευδοκία και να την μεταφέρουν στα ανάκτορα, προκειμένου να δώσει, τις ανάλογες διευκρινήσεις. Όμως, Άγγελος Κυρίου, που προστάτευε την Οσία, την ενημέρωσε για τους επερχόμενους στρατιώτες, τονίζοντάς της συγχρόνως να μην φοβηθεί, γιατί ο Θεός είναι μαζί της. Μόλις, οι στρατιώτες έφθασαν, πολιόρκησαν το Μοναστήρι και προσπαθούσαν να εισέλθουν μέσα, αλλά δεν τα κατάφερναν. Άγγελος Κυρίου, που το προστάτευε, τους τραυμάτισε θανάσιμα και έχασαν την ζωή τους. Εκείνοι, που γλύτωσαν, ήταν ελάχιστοι και τρομαγμένοι γύρισαν πίσω και ενημέρωσαν το βασιλιά, γι’ αυτά, που συνέβησαν. Όμως, αντί να τρομάξει και ο ίδιος, γι’ αυτά που του μετέφεραν οι δικοί του στρατιώτες, οργίστηκε περισσότερο κατά της Οσίας, που στέλνει νέο απόσπασμα στρατιωτικό, ελπίζοντας να τα καταφέρει καλύτερα. Μάλιστα δε, επικεφαλής του αποσπάσματος, ήταν ο ίδιος, ο γιός του. Έτσι, πριν, ακόμη μπορέσουν να φθάσουν στο προορισμό τους, ο επικεφαλής του αποσπάσματος γιός του βασιλιά, έπεσε από το άλογο και χτύπησε το κεφάλι του κάτω στο έδαφος και έμεινε νεκρός.
Η θλιβερή είδηση του θανάτου, βύθισε στο βαρύ πένθος τα ανάκτορα. Φίλοι και συγγενείς μαζεύτηκαν και θρηνούσαν τον άδικο χαμό, του νεκρού γιού, του βασιλιά. Μέσα στους φίλους, ήταν και ο Φιλόστρατος, ο οποίος συμβούλευε συνέχεια το βασιλιά, να ζητήσει ταπεινά συγνώμη, από την Αγία Ευδοκία. Με ταπείνωση ο βασιλιάς, γράφει επιστολή προς την Αγία και την παρακαλεί να τον βοηθήσει, με όποιο τρόπο μπορεί, και επέλεξε τον επίσημο αντιπρόσωπό του, δικαστή Βαβύλα, να  μεταφέρει την επιστολή, στην Αγία. Μόλις, πήρε στα χέρια της  την επιστολή και αφού την διάβασε, άρχισε αμέσως, να προσεύχεται. Μετά, ετοιμάζει επιστολή προς το βασιλιά και με μεγάλη ταπείνωση του γράφει:
› Εγώ βασιλιά μου, είμαι ανάξια να κάμω δέηση για το γιό σου, στο Σωτήρα μου Χριστό. Εσύ όμως, αν πιστέψεις, με όλη τη δύναμη της ψυχής σου, σ’ Αυτόν, η μεγάλη σου θλίψη θα μεταβληθεί, σε χαρά και αγαλλίαση.
Ο Βαβύλας, κρατώντας την επιστολή στα χέρια του, έτρεχε σαν τρελός από χαρά, γιατί γνώριζε το θησαυρό, που μεταφέρει. Μόλις έφθασε στον τόπο των θρήνων και των σπαραγμών, τοποθετεί την επιστολή επάνω στο νεκρό και αμέσως αναστήθηκε. Όλοι οι παρευρισκόμενοι βροντοφώναξαν:
› Μέγας ο Θεός της Χριστιανής Ευδοκίας.
Και όλοι βαπτίστηκαν και έγιναν Χριστιανοί. Ο γιός δε, υπηρέτησε  την Εκκλησία του Χριστού μας, στην αρχή σαν Διάκονος και αργότερα, σαν Επίσκοπος της περιοχής.
Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για την Αγία Ευδοκία, όταν αναλαμβάνει ηγεμόνας της Ηλιούπολης, ο σκληρόκαρδος και απάνθρωπος, Διογένης. Η σύζυγος του ονομάζονταν Γελασία και ήταν Χριστιανή, που μάταια προσπαθούσε να τον πείσει, να γίνει και αυτός Χριστιανός. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε, τελικά, αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει και να αποσυρθεί στο Μοναστήρι, που ήταν Ηγουμένη η Αγία Ευδοκία και να γίνει μοναχή. Ο Διογένης οργισμένος απ’ αυτές τις συμπεριφορές, στέλνει αμέσως το στρατιωτικό του απόσπασμα, να συλλάβουν την Αγία, γιατί την θεωρούσε σαν την αιτία των κακών, που του συνέβησαν. Μόλις, η Αγία, κατάλαβε το απόσπασμα να βρίσκεται έξω από το Μοναστήρι, μπήκε στο Ναό και πήρε από το κιβώτιο της Αγίας Τράπεζας, μικρή μερίδα, από το Τίμιο Σώμα του Χριστού, το έβαλε σ’ ένα μικρό κουτί και το φύλαξε επάνω της.
Οι στρατιώτες συνέλαβαν την Αγία και την οδήγησαν, στον ηγεμόνα. Αυτός με τη σειρά του, έδωσε εντολή να την ρίξουν στη φυλακή και να την αφήσουν νηστική, τέσσερεις μέρες, προκειμένου να καταρρεύσει και να θυσιάσει με ευκολία, στα είδωλα. Όταν, τις επόμενες μέρες ζήτησε να την φέρουν μπροστά του, για να την ανακρίνει, της ζήτησε επίμονα, να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη, με θάρρος ομολογεί την πίστη της στον Αληθινό Θεό, για να προκαλέσει έτσι, την οργή του ηγεμόνα. Δίδει αμέσως εντολή ο αιμοχαρής, να την ξεγυμνώσουν και να την μαστιγώσουν αλύπητα. Ένας, όμως, από τους δήμιους βρήκε το κουτί, που είχε κρυμμένο επάνω της, η Αγία. Μόλις το παρέδωσε στον ηγεμόνα και στην προσπάθειά του να το ανοίξει, βγήκε από μέσα φωτιά που κατέκαψε τον ηγεμόνα, αλλά και όσους βρίσκονταν κοντά του.
Ο θάνατος του ηγεμόνα, διαδόθηκε σαν αστραπή και βύθισε στο βαρύ πένθος τους κατοίκους. Συγκεντρώθηκαν όλοι και θρηνούσαν, για τον άδικο χαμό του. Κάποιος από τους δήμιους, που πίστεψε στον Αληθινό Θεό της Αγίας, με δάκρυα στα μάτια, την παρακαλούσε να προσευχηθεί, για τον ηγεμόνα και να τον βοηθήσει. Η Αγία βρήκε το κουράγιο να προσευχηθεί, παρά τους ανελέητους ξυλοδαρμούς, που μόλις δοκίμασε. Ήθελε να φανεί η Δόξα του Θεού και να πιστέψουν περισσότεροι στο Σωτήρα μας Χριστό, ακουμπά με το χέρι της τον ηγεμόνα ο οποίος αναστήθηκε και στη συνέχεια στους στρατιώτες, που  αναστήθηκαν και αυτοί. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, θαύμασαν τον Αληθινό Θεό της Αγίας και έγιναν Χριστιανοί.
Όμως, λίγο αργότερα, που πέθανε ο Διογένης, τον διαδέχτηκε στη θέση του, ο σκληρόκαρδος και αιμοχαρής, Βικέντιος. Είχε ακούσει αρκετά και γνώριζε πολλά, για τα θαύματα της Αγίας. Γρήγορα κατάλαβε, ότι δεν τα βγάζει πέρα μαζί της και στέλνει το στρατιωτικό του απόσπασμα και της κόβουν, το Άγιο Κεφάλι Της.
Ήταν η 1η Μαρτίου και τη μέρα αυτή γιορτάζεται, από την Εκκλησία μας.
(Πηγή: «Αγία Ευδοκία η από Σαμαρειτών η Οσιομάρτυς (1 Μαρτίου)», stavrianakis.gr, από Orthognosia)

agia eydokia apo samareitwn osiomartys 02

Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της μετανοίας, όπως και άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ‘λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης, αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα, ήδη στην αρχή της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του Κυρίου της.
Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης» («Καταλιπούσα τα τερπνά και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, και τον σταυρόν αραμένη επ’ ώμων, προσήλθε του νυμφευθήναί σοι, Χριστέ, και σηυν οιμωγαίς δακρύων εβόα∙ Μη με την πόρνης απορρίψης, ο ασώτους καθαίρων∙ μη μου τα δάκρυα παρίδης των δεινών οφλημάτων∙ αλλά δέξαι με, ώσπερ την πόρνην εκείνην, την το μύρον σοι προσενέγκασαν, και ακούσω καγώ∙ η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην»). Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια μας τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Με άλλα λόγια, κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» («Αγάπης εραστών των φθαρτικών σεμνόν προτιμήσασα Νυμφίον, τω έρωτι, Ευδοκία, τω αφθάρτω επανέθου σαυτήν») (ωδή ς΄).
Και δεύτερον, ο υμνογράφος μας παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου παρά το φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» («Η Σαμαρείτις ουχ ύδωρ Ευδοκία, αλλ’ αίμα, Σώτερ, εκ τραχήλου σοι φέρει») (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Απλώς το γνωρίζουμε: η προσφορά η δική μας γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία.
(Πηγή: «Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ Η ΑΠΟ ΣΑΜΑΡΕΙΤΩΝ (1 ΜΑΡΤΙΟΥ), π. Γεώργιος Δορμπαράκης, ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ)

agia eydokia apo samareitwn osiomartys 03

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φόβον ἔνθεον, ἀναλαβοῦσα, κόσμου ἔλιπες, τὴν εὐδοξίαν, καὶ τῷ Λόγῳ Εὐδοκία προαέδραμες, οὐ τὸν ζυγὸν τὴ σαρκί σου βαστάσασα, ὑπερφυῶς ἠγωνίσω δι' αἵματος. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Εὐδοκία τό πνεῦμά σου.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.
Ὁ εὐδοκήσας ἐκ βυθοῦ ἀπωλείας, πρός εὐσεβείας τόν ἀκρότατον ὅρον, ἀναγαγεῖν σε ἔνδοξε ὡς λίθον ἐκλεκτόν, οὗτος καί τόν βίον σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρύνας, χάριν ἰαμάτων σοι, Εὐδοκία παρέχει· ὃν ἐκδυσώπει σῴζεσθαι ἡμᾶς, Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων ἐφάμιλλε.
Μεγαλυνάριον Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν.
Φωτισθεῖσα τῇ αἴγλῃ τῇ θεϊκῇ, τὸν τῆς πλάνης κατέλιπες σκοτασμόν, καὶ βίον ἀνέλαβες, μετὰ σώματος ἄϋλον, χαρισμάτων δὲ θείων, πλησθεῖσα τοῦ Πνεύματος, ἐκ ψιλῆς προσρήσεως, νεκροὺς ἐξανέστησας· ὅθεν ἐπὶ τέλει, μαρτυρίου στεφάνῳ, ἐνθέως κεκόσμησαι, καὶ τὸν δόλιον ᾔσχυνας, Εὐδοκία Ἰσάγγελε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τὴν ἁγίαν μνήμην σου.