Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Γερόντισσα Ξένη τῆς Αἰγίνης (1867-1923)


Εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Αἴγινα. Πρόκειται γιὰ τὸ μοναστήρι ποὺ ἵδρυσε ὁ Ἅγιος τοῦ 20ου αἰῶνα μὲ δέκα νέες ποὺ τὸν ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ξεχώριζε ἡ Χρυσάνθη Στρογγυλοῦ, μία τυφλὴ Κρητικοπούλα.
Γεννήθηκε τὸ 1867 στὰ Χανιὰ τῆς Κρήτης, ὅταν ἔβραζε ἡ κρητικὴ ἐπανάσταση γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Σὲ ἡλικία ἐννέα μηνῶν ἔχασε τὸ φῶς της ἀπὸ μηνιγγίτιδα. Οἱ γονεῖς τῆς Νικόλαος καὶ Μαρία, εὐσεβεῖς ἄνθρωποι τὴν φώτισαν μὲ τὸ χριστιανικὸ φῶς. Ἔτσι ὅταν ἡ τυφλὴ Χρυσάνθη ᾖρθε στὴν Ἀθήνα, φιλοξενήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς οἰκογένειες καὶ χάρη στὴν πνευματική της καλλιέργεια ἀγαπήθηκε ἀπ᾿ ὅλους. Πήγαινε τακτικὰ στὴν Ἐκκλησία, στοὺς Ταξιάρχες, στὸ Πολύγωνο. Φοροῦσε καλογερικά. Ἐκεῖ τὴ συναντοῦσε ἡ Αἰκατερίνα Ματθοπούλου, εὐσεβὴς καὶ εὔπορη. Ἦταν νύφη τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου. Ἐκεῖ σύχναζε ἡ εὐσεβὴς κόρη ὅπου καὶ ἐγνώρισε τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὸν σπίτι τῆς κ. Ματθοπούλου μετὰ ἀπὸ ἕνα μνημόσυνο. Ἀπὸ τότε ἡ κ. Χρυσάνθη μὲ μιὰ ὁμάδα καλῶν κοριτσιῶν εἶχαν γιὰ πνευματικὸ τοὺς πατέρα τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Οἱ πνευματικὲς συναντήσεις αὐτὲς γίνονταν στὸ σπίτι τῆς νύφης τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθόπουλου. Τὶς ἀφοσιωμένες αὐτὲς καρδιὲς τὶς πυρπολοῦσε ὁ πόθος τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸ Θεό. Τὸ 1904 ὁ Σεβ. Νεκτάριος διάλεξε ἕνα μέρος στὴ θέση Ξάντος στὴν Αἴγινα ὅπου ὑπῆρχε ἄλλοτε ἡ Μονὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἐκεῖ ἀποφάσισαν νὰ μείνουν ὁ Ἅγιος με τὶς 10 νέες.
Μὲ τὴν πνευματικὴ διαύγεια ποὺ διέκρινε τὸν Ἅγιο, ὅρισε γιὰ ἡγουμένη τὴν τυφλὴ Χρυσάνθη ποὺ μετονομάστηκε Ξένη μοναχή.
Ὑπάρχουν προφορικὲς μαρτυρίες πιστῶν Αἰγινητῶν, ὅπου καταδεικνύεται ὁ θαυμαστὸς βίος, τὸ προφητικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα τῆς γερόντισσας, ὅπως καὶ ἡ ἐκ μέρους τῶν συμμοναζουσῶν της βαθιὰ ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση ὡς πρὸς τὴν ὁσία. Οἱ ἐνθυμήσεις ποὺ ἔχουν διασωθεῖ εἶναι ἀπολύτως χαρακτηριστικές, παραθέτουμε ἐνδεικτικὰ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτές:
«Ἦταν ἡ πρώτη ἡγουμένη τοῦ Μοναστηρίου» ἔλεγε ἡ Εὐαγγελία Μπέση. «Ἁγία γυναῖκα. Ἦταν προικισμένη μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἐφάρμοζε κατὰ γράμμα τὶς συμβουλὲς τοῦ Σεβασμιότατου καὶ βοηθοῦσε καὶ τὶς ἀδελφὲς νὰ τὶς ἐφαρμόσουν καὶ αὐτές. Τὴν σέβονταν ὅλες. Εἶχε καὶ θαυμάσιο ποιητικὸ τάλαντο. Ἦταν θρησκευτικὴ ποιήτρια. Ἔγραφε ὕμνους στὸ Χριστό, στὴν Παναγία, στοὺς Ἁγίους. Ὑπέροχη ψυχή. Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».
Παρεμφερεῖς εἶναι καὶ οἱ ἐνθυμήσεις τοῦ Σωτηρίου Οἰκονόμου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στὴν Ριζάρειο Σχολή, διηγεῖται μὲ ἔμφαση: «Ἁγία ψυχή! Μάλιστα ἀπορῶ πῶς δὲν τὴν ἀνακήρυξαν καὶ αὐτὴν ἁγία».
Ἡ Πετρούλα Βότση-Γιαννακοπούλου ἀφηγήθηκε προσωπική της ἐμπειρία: «Ἦταν Ἅγιος ἄνθρωπος! Χαριτωμένος. Εἶχε καὶ χάρισμα προορατικό. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα τὸ ἐξομολογητήριο, ἦταν παλιὰ πορτίτσα μισή - μισὴ πάνω μισὴ κάτω. - Καλημέρα Γερόντισσα, τῆς ἔλεγα. -Καλῶς τὴν Πετρούλα, ἀποκρινόταν καλοσυνάτα. Ὅποιος καὶ ἂν τὴν πλησίαζε, δίχως φυσικὰ νὰ βλέπει, οὔτε μία ἀκτῖνα φῶς, ἐπικοινωνοῦσε μαζί του σὰν νὰ ἔβλεπε κανονικά. Λέτε καὶ δὲν ἦταν τυφλή. Εἶχε χάρισμα...».
Ἰδιαιτέρως σημαντικὴ εἶναι καὶ ἡ μαρτυρία τῆς ἀνιψιᾶς της, Μαρίας Στρογγυλοῦ: «Ὅταν προσευχόταν, νόμιζες πῶς δὲν πατοῦσε στὴ γῆ! Ὅτι βρισκόταν στὸν οὐρανό!»
Ἡ Αἰγηνίτισσα μοναχὴ Νεκταρία ἔλεγε γι᾿ αὐτή: «Ἦταν ἁγία γυναῖκα! Εὐωδιάζουν τὰ ὀστᾶ της! Πολλὰ βράδια στὸ ἀπόδειπνο -ἀφοῦ εἶχε κοιμηθεῖ ὁ Ἅγιος- ἔβλεπε ἕνα Γεροντάκι μὲ τὸ σκουφάκι του τὸ μαῦρο καὶ περιφερόταν γύρω-γύρω, τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας. Δὲν ἔβλεπε καθόλου. Ἀλλὰ τὰ πάντα «ἔβλεπε». Ὅταν ἔμπαινε στὸ Ναὸ ἔλεγε: -Γιατί παιδιά μου ἔχουν σκόνη οἱ Εἰκόνες αὐτές; Μιὰ μέρα μοῦ εἶπε: -Γιατί Ζηνοβία φορᾷς τόσο κοντὸ φουστανάκι, ἀφοῦ θὰ γίνεις μοναχή;»
Τὸν Ἅγιο τὸν ξενύχτησαν πολλοὶ στὸ Μοναστήρι. Ἡ Γερόντισσα Ξένη γύριζε γύρω-γύρω καὶ παρηγοροῦσε τὸν κόσμο ποὺ ἔκλαιγε. Τὸ ἀπόγευμα πρὶν κοιμηθῇ ὁ Δεσπότης, οἱ καλόγριες πῆραν τηλεγράφημα ποὺ ἔλεγε ὅτι πάει καλύτερα στὸ Ἀρεταίειο. Χάρηκαν. Ἡ Ξένη ὅμως δὲν χάρηκε. Τὸν εἶχε δεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ τῆς εἶπε: -Ἦρθα νὰ σᾶς χαιρετίσω. Ἀναχωρῶ! Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα μάθαμε τὰ μαντάτα. Ὁ Δεσπότης κοιμήθηκε.
Στὶς ἑκατὸν τριάντα ἕξι σῳζόμενες ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, οἱ ἑκατὸν δέκα περίπου ἀποστέλλονται πρὸς τὴν «ὁσιωτάτην ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὴν ὁσίαν Ξένην». Ἡ ὁσία παρὰ τὴν ἀσθενικήν της κράση ἐβίαζε τόσον ἐαυτὴν προσευχομένη καὶ νηστεύουσα, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ τῆς ὑπενθυμίζῃ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐκθέτῃ τὴν ὑγεία της σὲ κίνδυνο. Ἄλλοτε πάλι, τῆς ἔγραφε «νὰ ὀλιγοστεύσῃ τὰ κομβοσκοίνια». Ἐκείνη, βεβαίως, πειθαρχοῦσε, διότι ἦτο ἄνθρωπος ὑπακοῆς, ἐγνώριζε, ἐξ ἄλλου, καλῶς τί θὰ ἀπαντοῦσε ὁ ἅγιος ὅταν ὁποιαδήποτε μοναχὴ παρήκουε τὶς νουθεσίες του: «Φυλάξατε τὰς συνθήκας τοῦ ἁγίου σχήματος καὶ τοὺς νόμους Του».
Ἡ ἴδια εἶχε μεγάλη εὐαισθησία καὶ φόβο Θεοῦ προκειμένου νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ποτὲ δὲν μεταλάμβανε ἂν δὲν ἔπαιρνε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου. Εἶχε βαθιὰ ταπείνωση. Ἀρκεῖ νὰ μνημονευθεῖ ὅτι ὅταν τῆς ἔδιναν καινούργιο ράσο δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸ φοράῃ καινούργιο, γι᾿ αὐτὸ ἔκοβε ὁρισμένα τεμάχια καὶ τοποθετοῦσε στὴν θέση τοῦ μπαλώματα, ὥστε νὰ φαίνεται παλαιό. Εἶχε διαυγῆ διάκριση καὶ θεάρεστη ὑπομονή. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, πεπεισμένος διὰ τὴν πνευματική της σοφία καὶ σύνεση, τῆς ἔγραφε νὰ γνωρίσῃ τὶς ἀδελφὲς «ὅτι ὀφείλουσιν ἅπασαι νὰ ἐξαγορεύονται τοὺς λογισμούς των εἰς αὐτήν», ἄλλοτε πάλι, τῆς ἔγραφε: «ἐπιθυμῶ οὐδεμία τῶν ἀδελφῶν πλήν σου νὰ διατάσσῃ».
Ἀσκούμενη καὶ ἁγιαζομένη τοιουτοτρόπως, κατέστη ἔμπειρος εἰς τοὺς ὅρους τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος τῆς ἔγραφε γιὰ μία ἀδερφή: «Ὑπομιμνήσκω αὐτὴ τοὺς ὅρους τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος. Πρῶτον: Αὐταπάρνησις. Ταύτη ἕπεται ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος καὶ ἡ ὑποταγή. Δεύτερον: Ὑπομονὴ καὶ ταπείνωσις καὶ τὰ παρεπόμενα ταῖς ἀρεταῖς ταύταις. Καὶ τρίτον: Προσοχὴ καὶ διάκρισις» καὶ ἐν συνεχείᾳ τῆς παραγγέλει: «Περὶ αὐτῶν καὶ περὶ τῶν λοιπῶν τοῦ πολιτεύματος ὅρων νὰ τὴν διδάξεις σύ». Ἡ θεία Ἡγουμένη Ξένη - ἔχουσα ὑπόψη της τὸ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» – ἐβίαζε τὸν ἐαυτόν της (ὅπως τὴν καθοδηγοῦσε ὁ ἅγιος) μετὰ συνέσεως ἐν πᾶσι», «ὥστε ἡ πίστις, ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν ἔβαινον κάθ᾿ ἑκάστην τελειούμεναι». Ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου πατέρα της. Ἀγωνιζόταν νὰ δουλεύει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἔχει τὸ νοῦ της στὸ Θεό, καὶ αὐτὰ προσπαθοῦσε νὰ ἐμπνεύσει καὶ στὶς ψυχὲς τῶν μοναζουσῶν τῆς ἀδελφότητος, συνιστώντας σὲ αὐτὲς τὴν προσευχή, καὶ τὴν προσοχή. Μάλιστα, γιὰ νὰ μὴν τὸ ξεχνοῦν τὶς παρακινοῦσε κάθε μέρα νὰ γράφουν στὴν παλάμη τοὺς προσοχὴ καὶ προσευχή. Ἐπαναπαυόμενος ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴν ἁγιότητά της, τῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σταυρώσει μὲ ἅγιο λείψανο μία ἀδερφή. Στὴ σκέψη της καὶ στὴ γνώμη της, ὁ ἅγιος ἔδινε πολὺ σημασία, γι᾿ αὐτὸ τῆς ἀνέθεσε ἐν λευκῷ καὶ κατὰ τὴν κρίση της τὸ πρόγραμμα τῆς Μονῆς. Ἀκόμη καὶ τὸ κελλί του τὸ ἔκτισε τελικὰ ἐκεῖ ποὺ εἶχε τὴν γνώμη της νὰ κτισθεῖ.
Αὐτὰ εἶναι στὴν πνευματικὴ σφαῖρα συντελούμενα θαύματα, μιὰ ἀγράμματος, στερούμενη καὶ τοῦ φυσικοῦ φωτὸς τῶν ματιῶν, κατορθώνει νὰ διοικεῖ μοναστικὴ ἀδελφότητα καὶ νὰ προάγει αὐτὴ πνευματικῶς.
Ἡ μοναχὴ Ξένη «εἶχε μία πηγαία ποιητικὴ φλέβα, μιὰ εὐαίσθητη ψυχὴ ποὺ τὴν λέπτυναν ἀκόμη περισσότερο ὁ πόνος καὶ ἡ πίστη. Αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράζει σὲ στίχους τὰ συναισθήματα ποὺ τὴν πλημμύριζαν, τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸ Χριστό, τὴν Παναγία, τὸ δέος μπροστὰ στὴν φοβερὴ Δευτέρα Παρουσία, τὸ φόβο γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ τὸν κρυμμένο πόνο, γιὰ τὸ βαθὺ σκοτάδι ποὺ τὴν ἔζωνε. Οἱ στίχοι ποὺ ἡ τύφλωσή της τῆς ἐμπνέει τρέμουν ἀπὸ στεναγμό, ἀλλὰ δονοῦνται ἀπὸ ἁπαλὴ πίστη καὶ ἁπαλύνουν μὲ τὴν παρηγοριὰ ποὺ ἡ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ δώσει».

Ἐξομολόγηση τῆς τυφλῆς

Ἄνθρωποι, λυπηθεῖτε με γιὰ τὴν κατάστασή μου,
καὶ δεηθεῖτε τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὴν ψυχή μου.
Πιστεύσατε μὲ ἀδελφοί, ἀλήθεια τὸ λέγω,
Σὲ μένα ἐπερίσσευσε τὸ ὄνομα τῶν ἔργων.
Ἂν θέλετε νὰ μάθετε ποία ἡ ἀρετή μου,
Λέγω, γυμνὴ παντὸς καλοῦ ὑπάρχει ἡ ψυχή μου.
Ἐστερημένη ἀρετῶν καὶ κατακεκριμένη,
καὶ πάσης ἀγαθότητος ἐγκαταλελειμένη.
Ἔχω πτωχείαν ἄπειρον, πληγᾶς καὶ ἀσθενείας
Καὶ κινδυνεύω νὰ χαθῶ εἰς βάθος ἀπωλείας.
Ἔχω δεινὴν ἀμέλειαν, μεγάλην ὀκνηρίαν,
Θυμὸν ὑπερηφάνειαν, σκληρότητα, κακία.
Εἶμαι ψυχρὰ στὴν ἀρετήν, θερμὴ εἰς τὴν κακία,
Ἑτοίμη εἰς τοὺς γέλωτας καὶ τὴν πολυλογία.
Ἀντὶ τῆς κατανύξεως ἔχω ἀναισθησία,
Ἀντὶ νὰ κλαίω πάντοτε γελῶ ἡ τρισαθλία.
Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι τί, καὶ ὅλα τὰ καλύπτει.
Ὡς πότε θὰ ἐξαπατῶ τὸν κόσμο ἡ ἀθλία,
Μὲ τὰς ψευδεῖς μου ἀρετὰς καὶ τὴν ὑποκρισία;
Ὅταν ὁ κόσμος μὲ ἐπαινεῖ, χαίρω καὶ καμαρώνω
Καὶ ὅταν μὲ ἐλέγχουσι, λυποῦμαι καὶ θυμώνω.
Ὅσοι μὲ ἐγνωρίσατε πρέπει νὰ λυπεῖσθε,
καὶ δάκρυα νὰ χύνετε, ὅταν θὰ μὲ ἐνθυμεῖσθε.
Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ μὲ διαφωτίσει
Καὶ δι᾿ εὐχῶν σας ἀδελφοί, ἐλπίζω νὰ μὲ σώσῃ,
Καὶ ἐκ τῆς δεινῆς κακίας μου νὰ μὲ ἐλευθερώσει.
Αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ Ἡγουμένη ποιήτρια Ξένη. Εἶχε βαθιὰ ταπείνωση, διαυγῆ διάκριση καὶ θεάρεστη ὑπομονή. Ὁ Θεὸς τῆς χάρισε καὶ ποιητικὸ τάλαντο. Δὲν εἶναι βέβαια κάποια ξακουστὴ ποιήτρια. Τὰ ἁπλὰ ποιήματά της ὅμως δροσερὰ ἀγριολούλουδα, κομμένα ἀπὸ τὸν καλλιεργημένο ἀγρὸ τῆς ποιητικῆς της φύσης, συνθέτουν μία ὡραία ἀνθοδέσμη, ποὺ θὰ διατηρεῖ αἰώνια τὴν εὐωδία της, ἀφοῦ ἀναφέρονται στὸν αἰώνιο καὶ Ἀμάραντο Ρόδο, τὴν Παναγία Μητέρα του.
Μᾶς θυμίζουν τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Μέγας Ἀντώνιος στὸν τυφλὸ Θεολόγο τῆς Ἀλεξάνδρειας Δίδυμο: «Μὴν σὲ ταράσσει ποὺ δὲν ἔχεις τοὺς αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καὶ οἱ μῦγες καὶ τὰ κουνούπια. Χαῖρε διότι ἔχεις ὀφθαλμούς, μὲ τοὺς ὁποίους καὶ οἱ ἄγγελοι βλέπουν, μὲ τοὺς ὁποίους βλέπουμε τὸ Θεὸ καὶ τὸ δικό του φῶς.»
Μερικὰ ποιητικὰ θησαυρίσματα σὰν τῆς τυφλῆς αὐτῆς κόρης, μποροῦν νὰ δώσουν μία ἀφορμὴ γιὰ βαθύτερες σκέψεις καὶ ἀναζητήσεις. Εἶναι ἕνας μακρινὸς ἀπόηχος τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τοῦ Καισαρίου Δαπόντε. Μιὰ ζωντανὴ συνέχεια τοῦ θρησκευτικοῦ δημοτικοῦ στίχου. Καὶ εἶναι πολὺ συγκινητικὸ ὅτι καὶ στὴ ἐποχή μας ἔχουμε τέτοια λουλούδια ἀπὸ τὴν μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ τέτοια γυναικεῖα ἀναστήματα, πλάι στὸν ἅγιο τοῦ αἰῶνα μας.
Κοιμήθηκε τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1923.

Μακρίνα Μοναχή


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiikoKo_qkHHCPIehCVA2KYbmZR9tOylYwsoyfYQ5KdNqcYizeQ-Ky-okrHtuj89ebKkj4l-DwyHV5ylxdXU0L8eT3NAPBx4B86j-CzOU2mls54yiwmaHLK3u49AUuChqHEUVo_mawGi8/s1600/%25CE%259C%25CE%2591%25CE%259A%25CE%25A1%25CE%2599%25CE%259D%25CE%2591+%25CE%259C%25CE%259F%25CE%259D%25CE%2591%25CE%25A7%25CE%2597.jpg
Η Γερόντισσα Μακρίνα, προηγουμένη της Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) από την Ιερά Μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας.

Η Γερόντισσα Μακρίνα, κατά κόσμον Μαρίκα Τσιροπούλα, γεννήθηκε στην Λειβαδιά το 1917. Πολύ ευκατάστατη η οικογένειά της και η ίδια ζούσε μια κοσμική ζωή μέχρι τα 35 της περίπου χρόνια, όταν η Χάρη του Θεού την επισκέφθηκε. Από τότε με την καθοδήγηση των διακριτικών πνευματικών πατέρων π. Δανιήλ και π. Γρηγεντίου άλλαξε τρόπο ζωής και έγινε ενεργό μέλος της Εκκλησίας και της ενορίας.

Η ψυχή της, όμως, “πυρακτουμένη θεϊκώ έρωτι” ζητούσε κάτι βαθύτερο. Έτσι “ως πρόβατον Θεοδιψητικόν” εγκατέλειψε τον κόσμο και ενώθηκε με τις γνωστές της Μοναχές και την Γερόντισσα Ανθούσα της Μονής Ευαγγελιστρίας. Μετά, όμως, από 7 χρόνια, με την ευλογία και την συγκατάθεση της Γερόντισσας και του τότε Μητροπολίτου κυρού Νικοδήμου, έκανε πράξη τον λογισμό της, πήρε την απόφαση να ριχθή στον σκληρό αγώνα της μοναξιάς και του μόχθου, να εγκατασταθή στην δύσβατη, απρόσιτη, έρημη και ερειπωμένη τότε Μονή Πελαγίας για να την ανακαινίση, μα περισσότερο να ανάβη το κανδήλι της Παναγίας. Φοβερό το τόλμημα, οικτρές οι συνθήκες, ερείπια παντού, όμως, δεν κλονίσθηκε, δεν δειλίασε, δεν λύγισε. Αντίθετα με θάρρος, με ακράδαντη πίστη και με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό και με την πεποίθηση ότι ήταν δικό Του θέλημα, οπλισμένη παράλληλα με σωματική και πνευματική ανδρεία και υπομονή και με μια εσωτερική δύναμη πού, όπως πολλές φορές η ίδια διαβεβαίωνε, την ενίσχυε σε όλες τις δυσκολίες και αντιξοότητες, ανέλαβε να φέρη εις πέρας το δύσκολο αυτό έργο.


Η αγάπη της για τον Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν πηγαία. Με ειλικρινή, άδολη αγάπη και αβραμιαία φιλοξενία δεχόταν όλους. Συμμετείχε στα προβλήματα και τις στενοχώριες τους, προσευχόταν για αυτούς, τους συμβούλευε, τους καθοδηγούσε.

Η προσευχή της ήταν απλή, ζωντανή. Ζούσε έντονα την παρουσία του Θεού και των αγίων και όλα τα ερμήνευε ως θαύματα. Ο Θεός την ενίσχυε ποικιλοτρόπως, άκουγε ψαλμωδίες, φωνούλες, τιτιβίσματα πουλιών. Με δάκρυα θερμά φώναζε πολλές φορές “Κύριέ μου μη με εγκαταλείψης”.

Όταν πλησίαζε τα 70 της χρόνια και αρκετές ασθένειες είχαν κάνει την εμφάνισή τους, οι δε δυνάμεις της είχαν αρχίσει να την εγκαταλείπουν, ενέτεινε τις προσευχές της και παρακαλούσε με δάκρυα την Κυρία Θεοτόκο να φροντίση να στείλη αδελφότητα να συνεχίση το έργο της “και να μην ερημώση το Μοναστηράκι της” που τόσο αγάπησε. Τότε ήταν, καθώς έλεγε η ίδια, που την επισκέφθηκε ο π. Πορφύριος και της προείπε ότι ο Θεός θα της πάρη όλες τις αρρώστιες και ότι “θα ρθούν πολλές και καλές μοναχές· εσύ να είσαι καλή μαζί τους”. Και πράγματι, όταν το 1987 με την μεσολάβηση του Σεβ. Μητροπολίτη Θηβών κ. Ιερωνύμου εμφανίσθηκε η νέα αδελφότητα, την δέχθηκε ολόψυχα, παραιτήθηκε από Ηγουμένη και με σεβασμό υποτάχθηκε στην καινούρια, την Γερόντισσα Φωτεινή, ενσωματώθηκε και έζησε μαζί τους επί 17 χρόνια σαν μια οικογένεια παρά την διαφορά της ηλικίας και το γεγονός ότι είχε μείνει μόνη της για 19 ολόκληρα χρόνια. Όχι μόνο ήταν υποδειγματικά προοδευτική, καλή και συνεργάσιμη αλλά ενστερνίσθηκε και ό,τι η νέα αδελφότητα αγαπούσε (τον πνευματικό, τους Γεροντάδες, τους αγίους).

Φιλακόλουθη, όπως ήταν, δεν παρέλειπε να κατεβαίνη στον Ναό ακόμη και με χιόνια, παγετούς, πυρετό. Αγαπούσε πολύ να διαβάζη το ψαλτήρι και τους κανόνες. Χαιρόταν να βλέπη να γίνωνται έργα και μάλιστα αυτά που βοηθούσαν στην καλύτερη διαβίωση των αδελφών (όπως ηλεκτροδότηση, καινούρια πτέρυγα, καλοριφέρ, αγιογράφηση του Καθολικού, εκδόσεις των βιβλίων, κεντήματα).

Αγαπούσε πολύ την άσκηση όχι μόνο στην τροφή και στην ενδυμασία αλλά και το σωματικό κόπο γιατί αυτά βοηθούσαν στην ταπείνωση. Και αν καμιά φορά γινόταν κάποια παρεξήγηση, άλλαζε αμέσως λογισμό, και πρώτη έτρεχε να βάλη μετάνοια. Είχε δε χύσει πολλά δάκρυα για εκείνο το αυθόρμητο εγκάρδιο χαρακτηριστικό της γέλιο. Ζώντας, βέβαια, μέσα στην ορθόδοξη μοναχική παράδοση δεν ιδιοποιήθηκε καθόλου το έργο της αλλά, όπως διαβεβαίωνε και πίστευε η ίδια, το απέδιδε εξ ολοκλήρου στην δύναμη και βοήθεια του Θεού. Ισχύει εδώ το του ψαλμωδού: “Κατατρύφησον του Κυρίου και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου”.

Πλήρης, λοιπόν, ημερών, 87 ετών, και γεμάτη εσωτερικά, μετά από μια δύσκολη τρίμηνη κατάκλιση, όπου αποκαλύφθηκε η όλη της εσωτερική εργασία και καλλιέργεια, εν μέσω όλης της αδελφότητος, έφυγε οσιακά, αθόρυβα. Ετάφη στον άγιο Αλέξιο, όπου πριν 5 χρόνια η ίδια είχε ετοιμάσει τον τάφο της.

Στον επικήδειο λόγο του ο Σεβ. Μητροπολίτης Θηβών κ. Ιερώνυμος μεταξύ των άλλων είπε: “...Σήμερα φεύγει από κοντά μας η Γερόντισσα Μακρίνα δικαιωμένη. Γιατί αυτά που ήθελε, αυτά για τα οποία αγωνίσθηκε, ο Θεός της τα χάρισε. Λένε πολλοί ότι τα έσχατα του ανθρώπου τον χαρακτηρίζουν. Και τα έσχατα της Γερόντισσας Μακρίνας ήταν ευλογημένα. Μια ομάδα αγγέλων πλάι της την υπηρετούσαν, την διακονούσαν. Όχι ένα ή δύο παιδιά να υπηρετήσουν την μητέρα, αλλά 5-6-7 παιδιά να είναι συνέχεια στην υπηρεσία της και την διακονία της. Έτσι, λοιπόν, φεύγει πλήρως αναπαυμένη, χαρούμενη, αφού είδε να ολοκληρώνωνται τα οράματά της, πολλές φορές δε μου έλεγε στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις μας "Δόξα τω Θεώ για όλα αυτά τα οποία με αξίωσε να κάνω, να δω και να ζήσω".

Να ευχηθούμε από την χώρα των ζώντων στην οποία αναπαύεται να εύχεται για όλους μας, για τους κατά σάρκα και πνεύμα συγγενείς, για όσους είχαν συνδεθή μαζί της, για τους προσκυνητές του Μοναστηριού, αλλά ιδιαίτερα για την αδελφότητα, “τις κόρες της” όπως έλεγε, να τις ευλογή ο Θεός, να τις δίνη δύναμη και κουράγιο στην δύσκολη αυτήν εποχή, ώστε να την μνημονεύουν, να προσεύχωνται γι’ αυτήν και εκείνη γι’ αυτές ώστε να ολοκληρώνεται αυτό που είπε ο Κύριος ότι δηλαδή όλοι μας είμαστε μια οικογένεια και δεν έχουμε εδώ πόλη αλλά την μέλλουσα επιζητούμε.

Η μνήμη της αδελφής Μακρίνας Μοναχής να είναι αιωνία”.

Μ.Σ.
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ -ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ-ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΜΟΝΑΧΗ ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ ΔΕΒΕΝΤΖΗ. ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΜΠΑΣΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ. Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΦΩΝΗ ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΕ....

....


Η κατά κόσμον Παναγιώτα, θυγατέρα των ευσεβών Φωτίου και Διαμάντως Δερβεντζή γεννήθηκε εις το χωρίον Μπάσι του νομού Κορινθίας γύρω στα 1900 (τότε τα κορίτσια δεν αναγράφοντα στα μητρώα).
Στην τρυφερά ηλικία των 8 ετών έχασε τον πατέρα της και αναγκάστηκε όπως και τα αδέλφια της Πάτρα, Κατίνα, Αλέκος και Φώτης να ξενιτευτεί για να αντιμετώπιση μόνη της τη ζωή. Έτσι Βρέθηκε στο σπίτι κάποιων ευλαβών ομογενών στην Αίγυπτο, οι όποιοι την προσέλαβαν ως οικιακή Βοηθά. Οι άνθρωποι αυτοί καθώς είδαν τον απλό και σεμνό χαρακτήρα της και την εργατικότητα, προθυμία και ειλικρίνεια της την ξετίμησαν και την είχαν σαν παιδί τους. Της φέρθηκαν καλά χωρίς να την εκμεταλλεύονται ή να την στενοχωρούν. Τούς μισθούς της δε, τούς κατέθεταν ακέραιους σε Τράπεζα του Καΐρου.
Στα 30 της χρόνια αξιώθηκε να πραγματοποίηση ένα άγιο και ευσεβή πόθο της: να προσκυνήσει εις τα θεοβάδιστα μέρη της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ. Στην Ιερουσαλήμ οραματίστηκε 3 άνδρες πού της έδωσαν εντολή να επιστρέψει στο χωριό της στην Ελλάδα και να κτίση ένα ναό προς τιμήν τους. Εκείνη με την απλότητα πού διέθετε, θεώρησε ότι ήταν οι 3 Ιεράρχες και φρόντισε να προμηθευθεί σύντομα κάποια εικόνα τους. Όμως οι μορφές της εικόνας δεν έμοιαζαν με εκείνες πού οραματίστηκε. Τις μορφές ανεγνώρισε στο εικόνισμα της Αγίας Τριάδος πού της έδωσε ό πνευματικός της.
Με την ευλογία του αγίου εκείνου ανδρός και την αμέριστη συμπαράσταση ιών αφεντικών της, έθεσε σε εφαρμογή το θεάρεστο έργο της.
Έγραψε στ' αδέλφια της Αλέκο και Κατίνα και τους ανέθεσε να αναλάβουν το έργο άνεργέσεως του ναού της Αγίας Τριάδος δίπλα στο ναΐσκο της Αγίας Κυριακής στην γενέτειρά της στο Μπάσι. Με χρήματα από την προσωπική της εργασία λοιπόν και χάρις στις ανύσταχτες της ενέργειες αναγκάστηκε και ήταν ολιγογράμματος, έθεμελιώθη το έτος 1936 ό ιερός ναός της Αγίας Τριάδος. Με τους μισθούς της επίσης αγοράστηκε και ικανή έκταση γύρω από το ναό με σκοπό την μελλοντική ίδρυση Μονής.
Το 1946 έρχεται οριστικά στην Ελλάδα και έγκαταβιώνει στο μοναδικό τότε κελλάκι πού βρίσκεται στα ΒΑ τού ναού. Με τη συμπαράσταση του πρώτου εξαδέλφου της Παναγιώτου Σκούρα ιερέως και διδασκάλου κείρεται μοναχή υπό τού τότε Μητροπολίτου Κορινθίας και κατόπιν Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ στον ιερό ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών Γκούρας Κορινθίας το έτος 1949 λαμβάνουσα το όνομα Πρίσκιλλα.
Με τις σύντονες προσπάθειές της και την συμπαράσταση των Μπασιωτών μετέβαλε σύντομα τον αγριεμένο τόπο σε οίκον Θεού, σε συγκροτημένο μοναστήρι πού το στόλιζαν οι δίδυμες εκκλησίες τής Αγίας Τριάδος και τής Αγίας Κυριακής.
Με τη συντροφιά των Αγίων και τής προσευχής ζούσε ευτυχισμένη στο ερημητήριο της από το όποιο έξήρχετο· μόνο για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει στις πλησιόχωρες ενορίες και πάντοτε πεζή. Πεζή έξαλλου επεσκέφθη και την Ιερά Μητρόπολη τρεις φορές όταν χρειάστηκε να μεταβεί εκεί για υποθέσεις του μοναστηρίου της. Και αυτό γιατί θεωρούσε κάθε άνεση ανεπίτρεπτη για τις μοναχές.
Στο ταπεινό αλλά ευλογημένο μοναστηράκι της έζησε και αρκετές δύσκολες στιγμές ιδίως κατά τη διάρκεια τού δεύτερου αντάρτικου (1946- 1949). Τότε οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν τις εκκλησίες για κατάλυμα και άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν με τα ξύλα από την ξυλεία πού προοριζόταν για την επένδυση των κελιών. Κάποια φορά ξέχασαν αναμμένη τη φωτιά και έτσι κατεκάη ή επίπλωση τού ναού χωρίς όμως να καταστραφούν οι εικόνες τού τέμπλου.
Ή απλοϊκή Γερόντισσα έκτοτε υπέφερε από φοβίες. Κάποια νύχτα όταν μετά τον κανόνα της έγειρε να κοιμηθεί, άκουσε μια ουράνια φωνή να τής υπαγορεύει μία προσευχούλα την οποία αποστήθισε και ή οποία έκτοτε έγινε ή παρηγοριά της μέσα στην ερημιά.
Ή προσευχή εκείνη έλεγε τα έξης:
«Βρίσκομαι στην ερημιά, κι έχω απέναντι μου υψηλά Βουνά, κι έχω τον Θεό Πατέρα, τον Ιησού παρηγοριά. Τα πουλάκια πού πετούνε, δω και εκείνες μες τα κλαδιά τσίου - τσίου τα καημένα, πώς πετούν χαριτωμένα τί ευχάριστο για μένα, πού δεν βλέπω άλλον κανένα! Με το βλέμμα ιλαρό τα υποδέχομαι και γώ και μαζί συνομιλώ. 'Ω Ποιητά μου, Λυτρωτά μου, δώσε θάρρος στην καρδιά μου να ξεχνώ την ερημιά μου, στα ιερά καθή κοντα μου, στην καλή την Παναγιά μου, πούχω πάντα συντροφιά μου, στην καλή μου Παναγιά, συντροφιά μου και ελπίδα».
Ή αείμνηστος Γερόντισσα ήταν καλοσυνάτη και ευγενής με όλους, αποφεύγοντας κάθε κοσμικότητα στην συμπεριφορά της. Διακρίθηκε για την ακλόνητο πίστη και την ευσέβεια της, τη βαθειά ταπείνωση, την πραότητα και την συγχωρητικότητά της ως επίσης και την εντιμότητα της, χάρισμα σπάνιο και το όποιο την καθιέρωσε στην συνείδηση των Μπασιωτών σαν πνευματική τους Μητέρα.
Το στόμα της δεν εξέφρασε ποτέ άπρεπη ή πικρό λόγο, ή δε διδαχή της κινούσε τον τυχόντα συνομιλητή της εις μετάνοια και διόρθωση. Το κομποσκοίνι και η ευχή ήταν αχώριστοι σύντροφοι της.
Η δίαιτα της ήταν λιτότατη και λιγοστή. Το κελάκι της απλό και απέριττο πρόδιδε την πνευματική εργασία που ετελείτο εκεί σε όποιον εισερχόταν σε αυτό.
Διάθετε και το ιαματικό χάρισμα το οποίο πλουσιοπάροχα της χορήγησε η Θεία Χάρις για την αγία βιωτή της και την καθαρή προσευχή της. Έτσι εξελίχθηκε σε μάνα κάθε πονεμένου ο οποίος την πλησίασε και ο οποίος έφευγε χαρούμενος με τη
βεβαίωση ότι θα ενεργήσει για ιό πρόβλημα του ή ταπεινή προσευχή της αγίας εκείνης γυναικός.
Αξιώθηκε να απόκτηση και μία υποτακτική, την αδελφή Θωμαϊδα ή οποία με αυταπάρνηση την εξυπηρέτησε όταν γύρω στα ογδόντα της χρόνια έσπασε το πόδι της. Δοξάζοντας το ύπερύμνητον όνομα της Αγίας Τριάδος και αδιαλείπτως προσευχόμενη έκοιμήθη στις 22 Αυγούστου 1984.
Τις πληροφορίες μας έδωσε το πνευματικόν τέκνον της Γεροντίσσης, ό εκείνες Κιάτου Κορινθίας καταγόμενος Θεολόγος Γεώργιος Μαγκιρίδης, ό οποίος σαν παιδί έπεσκέπτετο τακτικά την Γερόντισσα και ρουφούσε αχόρταγα τη διδαχή της.


ΒΙΒΛΙΟΓ. ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

ΜΟΝΑΧΗ ΜΑΡΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ (ΠΑΤΕΡΑ)


Η ΠΡΩΗΝ ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΕΦΟΠΛΙΣΤΡΙΑ


Στις 9 Ιουνίου (27 Μαΐου 2005 εγκατέλειψε την πρόσκαιρη ζωή και πορεύτηκε προς την αληθινή ή μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα, κατά κόσμον Κατίγκω Πανάγου Πατέρα. Πήγε για να συναντήσει τον νυμφίο της Χριστό, Τον όποιο είχε αγαπήσει «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος» της. Ή μακαριά μοναχή Μαρία -Μυρτιδιώτισσα ήταν μια σπάνια πνευματική φυσιογνωμία πού, από τη στιγμή πού γνώρισε κι αγάπησε το Χριστό, δεν αρκέστηκε να Τον βιώσει ή ίδια και μάλιστα απόλυτα, ολοκληρωτικά, αλλά προσπάθησε μ' όλη τη (μεγάλη) δύναμη της ψυχής της και μ' όσα (πλούσιοι) μέσα της χορήγησε ό Θεός να πείσει και πολλούς άλλους ανθρώπους να Τον γνωρίσουν και να Τον αγαπήσουν, αρχίζοντας από τον στενό οικογενειακό της κύκλο και διευρύνοντας τον κύκλο αυτόν όλο και περισσότερο. Ως την άλλη άκρη της γης έφτασε ή επιρροή της.

Ποια όμως ήταν ή μοναχή Μαρία Μυρτιδιώτισσα;
Για όσους δεν την ήξεραν ή δεν είχαν ακούσει γι' αυτήν αξίζει να σημειώσουμε επιγραμματικά τα εξής:

Ή κατά κόσμον Αικατερίνη (Κατίγκω) Δημ. Λαιμού γεννήθηκε στο μικρό νησάκι των Οινουσσών, απέναντι από τη Χίο, το 1912. Όπως οι περισσότεροι κάτοικοι των Οινουσσών, έτσι κι οι δικοί της γονείς ήταν πλοιοκτήτες, εφοπλιστές. Έτσι ή Κατίγκω έζησε μια ζωή γεμάτη ανέσεις. Σπούδασε στα καλλίτερα σχολεία, ταξίδεψε σ' όλα τα μέρη του κόσμου και γενικά δε στερήθηκε τίποτα από τα εγκόσμια αγαθά. Οι γονείς της, όμως, εκτός από την άνεση και την πολυτέλεια, της εμφύτεψαν και μεγάλη πίστη στο Χριστό και την Εκκλησία Του, καθώς και μεγάλη αφοσίωση στην πατρίδα και τις εθνικές παραδόσεις.

Το 1931 παντρεύτηκε τον, επίσης, εφοπλιστή Πανάγο Διαμαντή Πατέρα και από τη συζυγία αυτή προέκυψαν τρία παιδιά: ή Καλλιόπη, ό Διαμαντής και ή Ειρήνη.

Ή οικογένεια ζούσε μια σώφρονα και παραδοσιακή ζωή, με ανθηρή υγεία και με όλα τα χαρακτηριστικά της άνεσης, πού παρέχει ή πλήρης οικονομική ευχέρεια, ως τη στιγμή, πού ό αρχηγός της οικογένειας προσβλήθηκε από ανίατη μορφή καρκίνου. Ό Θεός φαίνεται πώς επέτρεψε τη δοκιμασία αυτή, για ν' αναδειχτεί έτσι ή πίστη κι ή προσήλωση στο Χριστό τόσο των ιδίων όσο και της οικογένειας τους. :Από τότε ή οικογένεια αφοσιώθηκε με περισσότερο ζήλο και μεγαλύτερη πίστη στο Χριστό.

Ή μικρή κόρη, ή Ειρήνη, σε μια έξαρση αυτοθυσίας κι αγάπης, ζήτησε από το Θεό με την προσευχή της ν' απαλλαγεί ό αγαπημένος της πατέρας από την θανατηφόρα αρρώστια κι ας μεταφερόταν σε κείνη. Κι ό Θεός με την ανεξιχνίαστη βουλή Του άκουσε την προσευχή της. Κι ή μικρή Ειρήνη προσβλήθηκε από την ίδια αρρώστια με τον πατέρα της. Κι ό πατέρας της από τότε και παρά τίς δυσοίωνες προβλέψεις των γιατρών, έζησε για πολλά χρόνια ακόμα και κοιμήθηκε το 1966.

Ή αρρώστια του Πανάγου Πατέρα και ιδιαίτερα της μικρής Ειρήνης συγκλόνισαν την οικογένεια. Πέρα άπ' όλες τις φροντίδες για την ίαση τους, ή οικογένεια, με πρωτοστάτη την Κατίγκω, προσέφυγαν με μεγάλη πίστη στο Θεό και ζητούσαν από Εκείνον μόνο βοήθεια και στήριξη. Ή δοκιμασία τους έφερνε όλο και περισσότερο κοντά στην Εκκλησία. Γνωρίστηκαν με τους καλλίτερους πνευματικούς της εποχής (δεκαετίες του 1950 και 1960). Ιδιαίτερα από τότε πού συνάντησαν τον γέροντα Ιερώνυμο τον Σιμωνοπετρίτη και λίγο αργότερα τον γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας, ή Κατίγκω Πατέρα και δι αυτής ολόκληρη ή οικογένεια της μπήκαν σε άλλη τροχιά.

Ή άνετη έπαυλης του Ψυχικού οπού έμεναν, μετατράπηκε σχεδόν σε μοναστήρι. Ηγούμενοι, μοναχοί και πνευματικοί από το Άγιο Όρος κι από την υπόλοιπη Ελλάδα παρηύλαυναν καθημερινά σχεδόν από το σπίτι τους. Ομιλίες και κηρύγματα γίνονταν σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα μέσα στο σπίτι, με ομιλητές τους πιο σπουδαίους ιεροκήρυκες και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Δεν υπήρχε γνωστός πνευματικός άνθρωπος τότε, πού να μη πέρασε από εκεί, να μη φιλοξενήθηκε και να μη ζητήθηκε ή γνώμη κι ή συμβολή του στην πνευματική αναγέννηση της οικογένειας, των συγγενών και του ευρύτερου κοινωνικού τους περίγυρου.

Μέσα στο σπίτι είχαν φτιάξει κι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, πού το είχε εικονογραφήσει ό μακαριστός αγιογράφος και φίλος της οικογένειας Φώτης Κόντογλου. Εκεί γίνονταν καθημερινά ακολουθίες, αλλά και λειτουργίες, οσάκις υπήρχε κοντά τους ιερέας. Ή Κατίγκω ιδιαίτερα, αλλά και τα μέλη της οικογένειας της, ζούσαν μυστηριακή ζωή, με συχνή εξομολόγηση, θεία κοινωνία και αγώνα για εσωτερική τελείωση.

Ήταν να θαυμάζει κανείς με την αυταπάρνηση της πραγματικής αρχόντισσας Κατίγκως. Θυσίασε όλα όσα είχε για την αγάπη του Χριστού. Και δεν ήταν λίγα. Τα πλούσια εδέσματα της τ' αντάλλαξε με λιτά φαγητά και κατά τις νηστίσιμες ήμερες με αυστηρή άλαδη νηστεία Αντί τα πολυτελή φορέματα, που φορούσε πριν, τώρα αρκούνταν σ' ένα απλό μαύρο φόρεμα. Τις βραδινές βεγγέρες και τις λοιπές νυκτερινές διασκεδάσεις τίς αντικατέστησε με τις πολύωρες ακολουθίες και τίς αγρυπνίες. Τα συχνά ταξίδια για λόγους αναψυχής τώρα έδωσαν τη θέση τους σε προσκυνήματα. Δεν άφησε προσκυνήματα και μοναστήρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πού να μη τα επισκέφτηκε. Ό Θεός με τα κρίματά Του επέτρεψε ν' αναπαυτεί ή μικρή Ειρήνη το 1961 (26 Νοεμβρίου), σε ηλικία 21 ετών. Ακριβώς ένα μήνα νωρίτερα, του Άγιου Δημήτριου, είχε δεχτεί τη μοναχική κούρα, μετονομασθείς Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, από ευλάβεια στην Παναγία Μυρτιδιώτισσα, της οποίας το μοναστήρι στη Χίο βρίσκεται απέναντι από το νησάκι τους, τις Οινούσσες. στο σύντομο βίο της δοκιμάστηκε πολύ, υπόμεινε με μαρτυρική καρτερία τους πόνους και την αρρώστια της κι ό θάνατος της ήταν όσιακός. Κι όταν μετά από τρία χρόνια την ξέθαψαν, το λείψανο της βρέθηκε άφθαρτο. Μετά από αυτό οι ευλαβείς γονείς ανέλαβαν να κάνουν πράξη ένα τάμα, πού είχαν κάνει μαζί με τη κόρη τους, όταν κάποτε την επισκέφτηκαν σε μια κλινική στη Ζυρίχη, όπου νοσηλευόταν. Να φτιάξουν ένα μοναστήρι προς δόξαν Θεού. Ήθελαν έτσι να Τον ευχαριστήσουν για τίς αμέτρητες δωρεές Του, να Του , αφιερώσουν ένα μικρό μέρος από τον πλούτο, πού με τη βοήθεια Του απόκτησαν. Κι έτσι έγινε το πανέμορφο μοναστήρι, ένας σωστός παράδεισος, πού σήμερα κοσμεί το νησάκι των Οινουσσών.

Ή αρχόντισσα Κατίγκω Πατέρα, μετά το θάνατο και του συζύγου της, πού στο μεταξύ είχε καρεί μοναχός κι αυτός κι είχε λάβει το όνομα Ξενοφών, έγινε μοναχή στο μοναστήρι της κι οϊ μοναχές, πού εγκαταβιούσαν εκεί την εξέλεξαν ηγουμένη.

Ή γερόντισσα Μαρία Μυρτιδιώτισσα, πέρα από τ' άλλα χαρίσματα της, διακρινόταν από μια πίστη πολύ δυνατή. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς, πώς ή πίστη της ήταν ικανή «και όρη μεθιστάνειν», όπως είπε κι ό Χριστός. Ήταν μια πίστη στερεή, αψεγάδιαστη, καθαρή σαν διαμάντι, πού δε σηκώνει την παραμικρή σκιά. Ό,τι είπε κι ό,τι επέτρεψε ό Θεός, για τη γερόντισσα Μαρία ήταν δώρο Του. Σε καμιά περίπτωση δεν άφησε τον εαυτό της όχι μόνο να γογγύσει, άλλ' ούτε και να σκεφτεί ότι ό Θεός Ίσως να μη την άκουσε, Ίσως να ήταν υπερβολικός στις άφθονες δοκιμασίες, πού της έστειλε. Δοξολογούσε το Θεό συνέχεια, σε κάθε περίσταση, όσο λυπηρά κι αν ήταν τα γεγονότα, πού αντιμετώπιζε. Δοξάζοντας το Θεό δέχτηκε την είδηση του θανάτου της νεαρής κόρης της, με δοξολογίες προέπεμψε και το μοναχό Ξενοφώντα, τον πρώην σύζυγο της. Άλλα και τις άλλες σκληρές δοκιμασίες, πού δέχτηκε στη συνέχεια, το θάνατο της πρωτότοκης κόρης της Καλλιόπης σε ηλικία 47 ετών και, λίγο αργότερα, του μοναχογιού της Διαμαντή, επίσης στην ηλικία των 47 ετών, τίς αντιμετώπισε με ιώβεια υπομονή. «Δόξα τω Θεώ», ήταν ή απάντηση στο θλιβερό άγγελμα του θανάτου τους. Κι όταν πάνω στο νεκροκρέβατο του γιου της κάποια ξαδέλφη της τόλμησε ν' αναρωτηθεί, γιατί ό Θεός επέτρεψε να πεθάνει τόσο νέο το παλικάρι, ή ηρωίδα μάνα απάντησε:
—'Άκουσε Κατίνα. Ό Θεός ούτε λαθεύει ούτε αδικεί. Κατάλαβες;

Κι ό λόγος της ήταν ομολογιακός, γεμάτος παρρησία, δε σήκωνε αντιρρήσεις. Ή παραμικρή υποψία, πώς Ίσως τα γενόμενα να μη ήταν σωστά, για την πιστή γερόντισσα ήταν σαν αμφιβολία στην πρόνοια του Θεού, ισοδυναμούσε με βλασφημία στην παντοδυναμία και την πανσοφία Του.

Σε θέματα πού αφορούσαν στην πίστη δε γνώριζε υποχωρήσεις. Όπου κι αν βρισκόταν, οποίος κι αν ήταν μπροστά της, όταν ένιωθε ή άκουγε το παραμικρό πού νόμιζε πώς αλλοίωνε το πιστεύω της, θα επενέβαινε, για να διορθώσει τα πράγματα. Κάποτε σε μια δίκη ό συνήγορος της, προφανώς, για να δημιουργήσει καλές εντυπώσεις για την πελάτισσα του, είπε απευθυνόμενος στο προεδρείο:
—Ή γυναίκα αυτή, κ. πρόεδρε, είχε την ατυχία να χάσει σε νεαρή ηλικία την κόρη της...
Σ' αυτό το σημείο και αγνοώντας τους δικονομικούς κανόνες, ή δυναμική Κατίγκω παρεμβαίνει:
—Όχι, κ. δικηγόρε, δεν είχα καμιά ατυχία. 'Ό,τι δίνει ή επιτρέπει ό Θεός, δεν είναι ατυχία αλλά δώρο δικό Του.

Και βέβαια την ακλόνητη πίστη της την συνόδευαν και τα έργα της πίστης. Το χέρι της ήταν πάντα ανοιχτό, για να δίνει. Δωρεές γενναίες σε θρησκευτικούς συλλόγους και σε οργανώσεις χριστιανικές, σε μοναστήρια κι εκκλησίες δίνονταν αφειδώς και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ανώνυμα. Όποιος φτωχός κι άπορος την πλησίαζε, θα 'χε κι αυτός το μερτικό του από το γενναιόδωρο χέρι της. Όπου άκουγε ότι υπήρχε ανάγκη, έσπευδε, δεν έμενε ασυγκίνητη. Την ένοιαζε όλος ό κόσμος. Από τα πέρατα της οικουμένης της τηλεφωνούσαν ή της έγραφαν, για να της ζητήσουν πνευματική ή υλική στήριξη. Κι εκείνη πάντα πρόθυμη να συμπαρασταθεί το κατά δύναμη. Ό λόγος της ήταν φλογερός, έδινε πάντα θάρρος, ελπίδα, ενέπνεε την πίστη. Δεν άφηνε περιθώρια για απελπισία κι απογοήτευση. 0πλο ακαταμάχητο είχε τη δική της πίστη. Συνήθιζε να λέει, οπού έβλεπε ίχνη αμφιβολίας κι απιστίας:
—Με αυτά πού έπαθα εγώ, αν δεν είχα τον Χριστό μου, θα 'πρεπε να βρίσκομαι ή στο τρελοκομείο η στον τάφο. Τι άλλο μου έμεινε να πάθω; Έχασα την μικρή μου κόρη, έπειτα τον άντρα μου, στη συνέχεια και τ' άλλα δύο μου παιδιά. Αρρώστιες βαριές και ανίατες, βάσανα και στενοχώριες με συνόδευαν σ' όλη μου τη ζωή. Δόξα τω Θεώ όμως. Ό Ιώβ έπαθε περισσότερα, μα δεν έπαψε ποτέ να δοξολογεί το Θεό.

Ή υπομονή της ήταν πραγματικά ιώβεια. Τηρουμένων των αναλογιών δοκίμασε κι εκείνη όλα τα βάσανα του Ιώβ. . Για την αγάπη του Χριστού τα 'δωσε όλα κι έφτασε στο σημείο ή εφοπλίστρια αρχόντισσα να επαιτεί, για τη συντήρηση του μοναστηριού της. Το μόνο πού δεν έχασε ποτέ, ήταν ή βαθιά ριζωμένη πίστη της, πού την ωθούσε διαρκώς σε δοξολογία Θεού.

Ό Θεός την αξίωσε να φτάσει σε βαθύ γήρας. Μια Βαθιά ταπείνωση, πού κρυβόταν μέσα της όλ' αυτά τα χρόνια από το βάρος της εξουσίας και των πρωτοβουλιών, πού ήταν αναγκασμένη να παίρνει, άρχισε να βγαίνει στην επιφάνεια και να εκδηλώνεται προς τίς αδελφές της μονής. Ελεεινολογούσε τον εαυτό της, έλεγε πώς ήταν υπερήφανη, επειδή μια ζωή είχε συνηθίσει να διατάζει. Και τώρα, πώς θα παρουσιαζόταν στο Χριστό με τέτοιο εγωισμό; Κι αυτό το επαναλάμβανε συνέχεια. Ζούσε έτσι σε μια κατάσταση διαρκούς μετάνοιας. Κι ή κατάσταση αυτή της έφερνε γαλήνη, την ειρήνευε. Είχε αποκτήσει στα τελευταία της μια παιδική απλότητα. Είχε ωριμάσει πνευματικά φαίνεται κι ήταν έτοιμη ν' αναχωρήσει από τα εγκόσμια, για να συναντήσει τον Χριστό μας, Εκείνον, πού αγάπησε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και για χάρη του Όποιου είχε θυσιάσει τα πάντα.

Μετά από σύντομη σχετικά ασθένεια αναχώρησε ήρεμα για τη Βασιλεία των ουρανών, συνοδευόμενη από την ολόθυμη αγάπη των μοναζουσών, πού την είχαν σαν πραγματική τους μητέρα, όπως και την αποκαλούσαν. Το κενό πού άφησε στο μοναστήρι αλλά και σ' όσους καλότυχους έτυχε να την γνωρίσουν είναι πραγματικά μεγάλο, δυσαναπλήρωτο. Ήταν από τους τελευταίους, αν όχι ή τελευταία, πού κλείνει μια σειρά από σπουδαίους ανθρώπους, πού ήξεραν να τα δίνουν όλα στο Θεό, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς κρατούμενα, χωρίς υστεροβουλίες, χωρίς επιφυλάξεις. Ή μνήμη των έργων και του βίου της θα μείνει αιώνια. Την ανάπαυση, πού ποτέ δε γνώρισε σ' αυτή τη ζωή, πιστεύουμε πώς ό δικαιοκρίτης Θεός θα της χαρίσει πλούσια στην άλλη, την αληθινή ζωή.

Ή κηδεία της ήταν πάνδημη. Συγγενείς και γνωστοί έφτασαν άπ' όλο τον κόσμο, για να συνοδέψουν το σκήνωμα της στην τελευταία του κατοικία. Όλοι ήταν γεμάτοι θλίψη, μα και μια θεία παρηγοριά κυριαρχούσε μέσα τους. Ήταν το φαινόμενο της χαρμολύπης, πού μια ζωή βίωνε ή ίδια και τώρα την μετέδιδε και στους δικούς της ανθρώπους, πού πήγαν να την χαιρετήσουν. Κι αξίζει να σημειωθεί πώς ό Θεός έδειξε τη χάρη Του στην πιστή δούλη Του. Μετά από δύο μέρες, πού έγινε ή κηδεία της το σώμα της δεν παρουσίαζε κανένα σημείο φθοράς, δεν είχε χάσει καθόλου την ευκαμψία του. Το χέρι της, πού το ασπάζονταν όλοι, ήταν τελείως μαλακό, σαν ζωντανό, ούτε καν την κρυάδα του θανάτου δεν είχε.

Οι ευχές κι οι πρεσβείες της ελπίζουμε πώς θα σκεπάζουν και θα προστατεύουν το αγαπημένο της μοναστήρι και τους λοιπούς γνωστούς της. Ας είναι αιωνία ή μνήμη της!

ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

ΕΥΠΡΑΞΙΑ ΜΟΝΑΧΗ.


H μοναχή Ευπραξία εκοιμήθη προ ολίγων μηνών , νοσούσα εκ καρκίνου, στην έρημο της Αριζόνα στις ΗΠΑ.

Κοντά της ήταν ο γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεϊτης.

Κόντρα στο “ευαγγέλιο της υγείας” που προπαγανδίζουν αμερικανόφερτες αιρέσεις των πεντηκοστιανών και των ψευτοχαρισματικών, οι ορθόδοξοι μοναχοί και μοναχές δίνουν μηνύματα ΖΩΗΣ και μετά την κοίμησή τους… Το σώμα τους , και μετά θάνατον, αντανακλά την κατάσταση της καρδιάς τους και τη πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών.

Είναι ένα μήνυμα ζωής προς όλους μας που ζούμε χαμένοι μέσα στη μοναξιά των μεγαλουπόλεων, τον εγωισμό μας, την προσκόλληση σε υλικά αγαθά, διασκεδάσεις, ουσίες και οινοπνεύματα,πολιτικές ιδεολογίες και ψευτοθρησκείες… Είναι ένα μήνυμα να αλλάξουμε ζωή και να έρθουμε κοντά Του, κοντά σ’ Αυτόν που είναι η ΟΔΟΣ και η ΑΛΗΘΕΙΑ και η ΖΩΗ και η ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ. Είναι μια απτή απόδειξη των αποτελεσμάτων της Αγάπης, της νοερής προσευχής, της Μυστηριακής ζωής μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία…

Δύο σύγχρονες Γερόντισσες της Κρήτης



 
Η αγιασμένη μοναχή Ξένη Παττακού 
 
Γεννήθηκε το 1878 το Χρωμοναστήρι Ρεθύμνης και κοιμήθηκε, τυφλή και πλήρης ημερών, στην ιερά μονή Σαββατιανών, στο Ηράκλειο, στις 7.8.1995. ["Νεκρός": Στράφηκε στο μοναχισμό όταν η οικογένειά της την εμπόδισε να παντρευτεί τον άνθρωπο που αγαπούσε]. Με το πρόσωπό της συνδέονται αρκετές παραδόσεις περί υπερφυσικών σημείων και εμφανίσεων, όπως ότι, όταν ήταν νέα και ασκήτευε σε ερημικό μέρος, ένας ντόπιος ξεκίνησε από το χωριό του να τη βιάσει (ήταν πανέμορφη). Επέστρεψε όμως άπρακτος και έντρομος, γιατί είδε δύο ένοπλους άντρες (αγγέλους) να φρουρούν την είσοδο του κελλιού της. 
Όπως και οι παλαιοί ασκητές (αλλά και πολλοί από εκείνους που αναφέρονται σ’ αυτή την εργασία), η γερόντισσα Ξένη πολλές φορές αντιμετώπισε το διάβολο καταπρόσωπο με διάφορες μορφές και σώθηκε χάρη στην άμεση επέμβαση, σε όραμα, της Παναγίας.
“Παραισθήσεις από την απομόνωση, τη νηστεία και τις εμμονές”, θα πουν κάποιοι. Δεν μπορώ να βεβαιώσω κανέναν για το αντίθετο –απλώς καταγράφω τις μαρτυρίες, που δεν έχω λόγο να τις αμφισβητήσω, αν και δεν είμαι άγιος για να τις ερμηνεύσω με βεβαιότητα. Η διάκριση των πνευμάτων (να ξέρεις, δηλαδή, από πού προέρχονται τα οράματά σου, να διακρίνεις τα αληθινά από τα ψεύτικα) είναι η «βασίλισσα των αρετών» για τους ορθόδοξους ασκητές, που συχνά αντιμετώπισαν το πρόβλημα της τρέλας ή των διαβολικών δοκιμασιών. Κατά τον άγ. Ιωάννη της Κλίμακος, μόνον οι τέλειοι είναι σε θέση να γνωρίζουν από τις σκέψεις της ψυχής τους «ποία μεν του συνειδότος, ποία δε Θεού, ποία δε δαιμόνων έννοια», όμως «εν δυσίν όμμασιν αισθητοίς φωτίζεται το σώμα, και εν ορατή και νοητή διακρίσει οι οφθαλμοί της καρδίας λαμπρύνονται» (Κλίμαξ, ΚΣΤ΄, Β΄, ο΄). 
Προσθήκη "Νεκρού": από τη βιογραφία της, όπως παραδίδεται από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της, φαίνεται ότι ήταν εργάτρια της νοεράς προσευχής, μια αγιασμένη ψυχή που ανήκε στην ορθόδοξη παράδοση των ησυχαστών μοναχών, δηλαδή εκείνων που μαθαίνουν να προσεύχονται διαρκώς  (κάνοντας παράλληλα και τις καθημερινές τους εργασίες), ανοίγοντας έτσι την καρδιά τους προς το Χριστό.
 
Η γερόντισσα Φιλοθέη Τζαγκαράκη 
 
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που η σχέση τους με το Θεό έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: σε όνειρα ή οράματα φαίνεται ότι ο ουρανός τούς εμπιστεύεται ιερούς θησαυρούς, με την αποστολή να τους διαφυλάξουν αλλά και να τους αναδείξουν. Η αγιότητά τους είναι ιδιότυπη και οι άνθρωποι τους αγαπούν και τους σέβονται, επειδή έχουν καθαρή και φωτεινή καρδιά, γεμάτη αγάπη –και γι’ αυτό γίνονται «σκεύη εκλογής» και παίρνουν στα χέρια τους τα ιερά κειμήλια. Επιτρέψτε μου να αναφέρω δυο τρεις περιπτώσεις από το Ρέθυμνο της Κρήτης. [...]

Κοντά στο μοναστήρι του προφήτη Ηλία στα Ρούστικα Ρεθύμνης, δίπλα στο ναΐσκο της αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας, είναι θαμμένη από το 1975 η μακαριστή μοναχή Φιλοθέη , κατά κόσμον Στυλιανή Τζαγκαράκη, γνωστή ως Χατζίνα, κάτοχος ιστορικού και θαυματουργού σταυρού ευλογίας (μητέρα τεσσάρων παιδιών, μεταξύ αυτών και του π. Σταύρου Τζαγκαράκη, εφημερίου της ενορίας Αγίων Αναργύρων στο προάστιο Περιβόλια του Ρεθύμνου, ο οποίος φυλάσσει τώρα το κειμήλιο αυτό), η ζωή της οποίας σφραγίστηκε από πλήθος θαυμαστών σημείων συνδεδεμένων με τον τίμιο σταυρό που είχε στη φύλαξή της κληροδοτημένο από μια θεία της. 
Το πρώτο και ίσως σπουδαιότερο απ’ αυτά ήταν η ανάσταση του μικρού Σταύρου, όταν, σε ηλικία λίγων μηνών, σκοτώθηκε πέφτοντας απ’ την ταράτσα. Ο θάνατός του πιστοποιήθηκε από γιατρό και ορίστηκε η κηδεία του. Το όνομα Σταύρος το φέρει λόγω του θαύματος που τον επανέφερε στη ζωή. Η συνέχεια ήταν εντυπωσιακή, με αμέτρητους προσκυνητές που ζήτησαν την ευλογία του θαυματουργού κειμηλίου. Η Χατζίνα, λαϊκή τότε και σύζυγος του Νίκου Τζαγκαράκη, αρχικά αντιμετώπισε την αντίδραση του τότε επισκόπου Ρεθύμνης, που άλλαξε όμως στάση κατά την πορεία. 
Μετά το θάνατο του συζύγου της και σε προχωρημένη ηλικία η ίδια έλαβε το μοναχικό σχήμα και το όνομα Φιλοθέη. Εξυπακούεται ότι δεν εκμεταλλεύτηκε οικονομικά τα θαύματα του σταυρού (θεραπείες κ.λ.π.), δε δημιούργησε οπαδούς, δε διαφήμισε τον εαυτό της, δεν έγινε διάσημη παρά μόνο από στόμα σε στόμα, δεν απέκτησε χρήματα ούτε πέρασε τον εαυτό της για αγία.
 
Για τη Γερόντισσα Φιλοθέη βλ: 1) Η Γερόντισσα Φιλοθέη μοναχή, κατά κόσμον Στυλιανή Τζαγκαράκη (Χατζήνα), Ορθόδοξος Κυψέλη, 2005, και 2) Αννίτας Πιτσιδιανάκη (επιμ.) «Όταν λαός και κλήρος πορεύονται αρμονικά», εφημ. «Ρέθεμνος», Ρέθυμνο Τετάρτη 6.12.2000, σελ. 10.
 
Προσθήκη "Νεκρού": Από μαρτυρίες ντόπιων, φαίνεται ότι η Γερόντισσα δεν ήταν άγευστη του διορατικού χαρίσματος. Κάποτε κάποια ευσεβής γυναίκα ήθελε να την επισκεφτεί στο μοναστήρι της αγίας Φιλοθέης, αλλά χρειαζόταν 200 δραχμές για ταξί (ή για τη συγκοινωνία) και ο αυταρχικός σύζυγός της αρνιόταν να της δώσει αυτό το ποσόν. Μετά από πολύ αγώνα, τον έπεισε, αφού όμως είχε πληγωθεί και πικραθεί πολύ. Πήγε στη Γερόντισσα και συζήτησαν άλλα θέματα, δεν της είπε για το θέμα με το σύζυγό της. Όταν όμως έφευγε, η Γερόντισσα της έδωσε ένα φάκελο, για να τον δώσει στον άντρα της. Όταν εκείνος άνοιξε το φάκελο, είδε ότι είχε μέσα 200 δραχμές.