Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Γερόντισσα ΕΥΦΗΜΙΑ (+ 1978) Καθηγουμένη Ἱερᾶς Μονῆς Εἰσ. Θεοτόκου Καλαμῶν



site analysis



Γεννήθηκε στίς Μαντίνιες Λακωνίας τό 1885, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς, τόν Γεώργιο καί τήν Καλλιόπη Λυμπερέα. Σέ νεανική ἡλικία νυμφεύθηκε τόν Συνταγματάρχη Διονύσιο Μοιρέα, μετά τόν θάνατο τοῦ ὁποίου (τό 1918), ἀσπάσθηκε τόν μοναχικό βίο. Ὑπῆρξε πνευματικό ἀνάστημα τοῦ μαθητοῦ τοῦ νεοασκητοῦ τῆς Καλαμάτας Ἠλία Παναγουλάκη (+ 1918) Γεωργίου Πουλουπάτη (ἔπειτα Ἱερομ. Γερασίμου καί Ἐπισκόπου Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας Χρυσοστόμου, + 1956).
Τό 1919 ἵδρυσε τήν Ἱερά Μονή Εἰσοδείων Θεοτόκου Καλαμάτας (στή θέση Γιαννιτσάνικα), μαζί μέ τίς δόκιμες Καλλιρόη Χανδρινοῦ καί Ἀθηνᾶ Κυριακοπούλου. Γενικά ἡ Μονή της ἀκολούθησε τήν ἱστορική πορεία τῆς Μονῆς Εὐαγγελιστρίας – Σκήτης Παναγουλάκη Καλαμῶν, τῆς ὁποίας ὁ Γέροντας της Ἱερομ. Γεράσιμος ἦταν Ἡγούμενος ἀπό τό 1920.
Τό 1934 προσχώρησε στή Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὑπό τόν Ἁγιορείτη ἀρχιμ. Ματθαῖο Καρπαθάκη (ἔπειτα Ἐπίσκοπο Βρεσθένης καί Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν), μαζί μέ τίς Μονές Εὐαγγελιστρίας Καλαμάτας καί Τιμίου Προδρόμου Κορώνης. Αὐτό εἶχε σάν συνέπεια τόν διωγμό τῆς μονῆς ἀπό τήν νεοημ. Μητρόπολη, κυρίως κατά τήν περίοδο 1951 – 1961, ἐπί ἀρχιερατείας Χρυσοστόμου Δασκαλάκη.
Ἡ μακαριστή γ. Εὐφημία μόλις γνώρισε τόν Ἅγιο Πατέρα Ματθαῖο γοητευμένη ἀπό τήν πνευματική του προσωπικότητα καί τήν ἁγιότητα του βίου του, ἔγινε πνευματικό του τέκνο (ὅπως ἄλλωστε καί ὁ Γέροντάς της Ἱερομ. Γεράσιμος) καί χειροθετήθηκε μοναχή ἀπό τόν ἴδιο, στήν Ἱ. Μ. Παναγίας Κερατέας. Μάλιστα, ὅταν ἐπρόκειτο νά ἀρχίσει ἡ ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ τῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου, ἡ γ. Εὐφημία κάλεσε τόν Ἅγιο Πατέρα στήν Καλαμάτα γιά νά τόν θεμελιώσει καί ἐκεῖνος μή δυνάμενος, εὐλόγησε τόν θεμέλιο λίθο καί τόν ἔστειλε νά κατατεθεῖ κατά τήν θεμελίωση!
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 7.5.1978, ἀφήνοντας τό μοναστήρι της συμπληρωμένο κτηριακά καί μέ 20 ἀδελφές νά ἐπιμελοῦνται ἐκεῖ τήν ψυχική τους σωτηρία. Ἐνταφιάστηκε στή μονή της, χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γ.Ο.Χ. Μεσσηνίας Γρηγορίου.

Τῆς ἀοιδήμου Γεροντίσσης ΕΥΦΗΜΙΑΣ εἴη Αἰωνία ἡ Μνήμη

Γερόντισσα ΓΕΡΑΣΙΜΙΑ (+ 1987) Καθηγουμένη Ἱ. Μονῆς ἁγ. Γεωργίου Μεσισσοχωρίου Θηβῶν



site analysis



Γεννήθηκε στίς Κυκλάδες, στή νῆσο Ἴο, ἀλλά στήν παιδική της ἡλικία ἡ οἰκογένειά της ἐγκαταστάθηκε στόν Πειραιᾶ. Τότε ὁ πατέρας της γνώρισε τόν ἀοίδημο Ἱερομ. Ματθαῖο Καρπαθάκη, ἔπειτα Ἐπίσκοπο Γ.Ο.Χ. Βρεσθένης καί Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν (+ 1950), μέ τόν ὁποῖο συνδέθηκε πνευματικά καί τόν ἔκανε πνευματικό τῆς οἰκογενείας του.
Ὁ πόθος της γιά τήν μοναχική ἀφιέρωση ἐκδηλώθηκε νωρίς, ἤδη ἀπό τά μαθητικά χρόνια. Ἔτσι μόλις τελείωσε τό Σχολαρχεῖο ἔγινε μοναχή σέ μονή τῆς Πάρου. Ἀργότερα συνδέθηκε μέ τόν γέροντα Ζηλωτή Ἁγιορείτη Ἱερομόναχο Γεράσιμο Διονυσιάτη, μέ τόν ὁποῖο τό 1937 ἄρχισε τήν ἀνέγερση ἱερᾶς μονῆς στήν περιοχή Μελισσοχωρίου Θηβῶν, ἀφιερωμένης στόν Μεγαλομάρτυρα ἅγ. Γεώργιο. Στή μονή αὐτή παρέμεινε μέχρι τοῦ θανάτου της, μόνη μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος Γερασίμου καί ἀργότερα τῆς μοναδικῆς συμμοναστρίας της, «μέ τήν συντροφιά τοῦ βιβλίου, τοῦ ἐργοχείρου καί τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ», ὅπως συνήθιζε νά λέει.
Τήν διέκρινε ἀφοσίωση στό μοναχικό ἰδεῶδες καί τήν πνευματική ζωή, εὐκάβεια πρός τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας (ἰδιαιτέρως τούς Μεγαλομάρτυρες Γεώργιο καί Μηνᾶ) καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Τήν ἀγάπη της αὐτή ἐξεδήλωσε σέ μεγάλο βαθμό μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τήν φιλανθρωπία κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς, ὁπότε ἐξυπηρέτησε πολλούς πού εἶχαν ἀνάγκη. Τήν διέκρινε ἐπίσης ὁ ζῆλος τῆς Ἱεραποστολῆς. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς μέ προθυμία ἔτρεχαν στό μοναστήρι της γιά νά ἀκούσουν λόγο Θεοῦ καί τίς συμβουλές καί νουθεσίες της γιά μία πιο πνευματική καί ἀνώτερη Χριστιανική ζωή.
Τήν τελευταῖα δεκαετία τῆς ζωῆς της ἀξιώθηκε νά δεῖ τήν ἐπάνδρωση τῆς μονῆς της μέ γυναικεία ἀδελφότητα, χάρις στίς φιλότιμες προσπάθειες τοῦ ἀρχιμ. Παύλου Καραγκούνη (ἐφημερίου τοῦ Ἱ. Ν. Τιμίου Προδρόμου Ροῦφ Ἀθηνῶν).
Κοιμήθηκε εἰρηνικά στή μονή της τόν Ἰούλιο τοῦ 1987. Ἐνταφιάστηκε στή μετάνοιά της. Τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας προέστη ὁ Σεβ. Μητροπ. Ἀττικῆς κ. Ματθαῖος, βοηθούμενος ὑπό τοῦ Ἱερομ. Δαμιανοῦ καί τοῦ Διακόνου Κοσμᾶ.

Τῆς ἀοιδήμου Γεροντίσσης ΓΕΡΑΣΙΜΙΑΣ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη

Γερόντισσα ΚΑΛΛΙΝΙΚΗ Καθηγουμένη Ἱ. Μονῆς Παντανάσσης Μυστρᾶ (+ 1990)



site analysis



Κατά κόσμον Καλή Χριστάκου, γεννήθηκε τό 1900 στήν παρακείμενη τοῦ Μυστρᾶ κοινότητα τῆς Μαγούλας. Ἦταν ἄνθρωπος «σπανίας εὐφυϊας καί ἐπιδεξιότητος, πολυτάλαντος καί χαρισματοῦχος, διά τοῦτο καί ἀσχολήθηκε μέ πολλάς τέχνας κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς της» («Κ.Γ.Ο.», τ. 1990, σελ. 20). Ἀπό τήν ἡλικία τῶν 10 ἔτων ἄρχισε νά τήν ἐνδιαφέρει τό ἐμπόριο, ἐνῶ βοηθοῦσε τόν πατέρα της στίς ἀγροτικές ἐργασίες καί τήν μητέρα της στά οἰκακά. Καταγομένη ἀπό οἰκογένεια κυνηγῶν, ἔγινε καλή κυνηγός, ἀλλά καί ἄφθαστη στήν ἱππασία!
Στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν σπούδασε ζωγραφική – κλασσική (ἀναγεννησιακή) ἁγιογραφία, ἀρχικά κοντά στόν Ἁγιογράφο Σπῦρο Μοσχονᾶ καί στή συνέχεια (μοναχή πλέον) κοντά στό ζωγράφο Παντελῆ, ὁ ὁποῖος ἔκανε σχέδια τῶν τοιχογραφιῶν τῆς Παντανάσσης, γιά λογαριασμό τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου τῶν Ἀθηνῶν. Ἔργα της ὑπάρχουν στό τέμπλο τοῦ ναοῦ τῆς Παντανάσσης καί σέ ἄλλους ναούς τῆς Λακωνίας.
Στήν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν πῆρε τήν ἀπόφαση νά μονάσει, ἀλλά ἡ οἰκογένειά της πρόβαλε ἀντιρρήσεις, ἔτσι μόνο μετά ἀπό 6 χρόνια, μπόρεσε νά ὑλοποιήση τόν πόθο της. Τόν Μάϊο τοῦ 1921, σέ ἡλικία 21 ἐτῶν, κοινοβίασε στή Μονή Παντανάσσης καί ὑποτάχθηκε στίς ἀδελφές Γιατράκου (γ. Παναρέτη καί μ. Εὐσεβία).
Τό 1924 ἄρχισε νά ἀσχολεῖται μέ τήν τέχνη τῆς φωτογραφίας. Ἀγόρασε ἐπαγγελματική φωτογραφική μηχανή, ἐγκατέστησε ἐργαστήριο σέ ἕνα ἀπό τά κελλιά τῆς μονῆς καί ἐκτύπωνε ταχυδρομικές κάρτες μέ τίς ἐκκλησίες καί τά τοπία τοῦ Μυστρᾶ! Ἡ ἔκδοση τῶν καρτῶν σταμάτησε ὅταν τήν ἐκτύπωση ἀνέλαβε ἡ Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία.
Τό 1937 ἔλαβε τήν ρασοσευχή καί τό μοναχικό ὄνομα Καλλινίκη. Τό ἴδιο ἔτος, ἔπειτα ἀπό πολλές προσπάθειες εἰδικῶν ἀρχαιολόγων καί ἁγιογράφων (Ὀρλάνδου, Ξυγγόπουλου, Καλλιγᾶ, Κόντογλου, Στέρνη), γιά τήν ἐξεύρεση τρόπου καθαρισμοῦ τῶν τοιχογραφιῶν, ἐφεύρε τόν τρόπο καί συνεργάσθηκε στενά μέ τόν Κόντογλου γιά τήν στερέωση καί τόν καθαρισμό τῶν Βυζαντινῶν ναῶν τοῦ Μυστρᾶ. Ἀργότερα γιά τό ἴδιο θέμα συνεργάσθηκε μέ τήν Βυζαντινολόγο Μαρία Σωτηρίου, ἱδρύτρια τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν. Σάν συντηρητής ἐργάσθηκε στούς ναούς τῆς Περιβλέπτου, τῶν ἁγ. Θεοδώρων, τοῦ Ἀφεντικοῦ (Ὁδηγητρίας), στόν μικρό ἅϊ Γιάννη καί τελευταῖα στήν Ἁγία Σοφία. Ἐκεῖ τερμάτισε τήν καριέρα της λόγῳ ὑπερκοπώσεως, τό 1957, μετά ἀπό 20 χρόνια ὑπηρεσίας καί διακονίας τῆς ὑψηλῆς εἰκονογραφικῆς τέχνης.
Τό 1945 (μετά τήν κοίμηση τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου καί τήν ἀνάδειξη τῆς γ. Πελαγίας), ἀνέλαβε οἰκονόμος τῆς Μονῆς, θέσει πού διατήρησε μέχρι τό 1985! Τό 1957 ἀνέλαβε τό Μετόχιο τῆς Παναγίας Ἐλεούσης, στό ὁποῖο ἔκτισε ναό, ἁγιογραφημένο ἀπό τόν μαθητή τοῦ Κόντογλου Εὐάγγ. Μαυρικάκη.
Τό 1985, μετά τήν κοίμηση τῆς γ. Πελαγίας, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς. Ἐπίσημα χειροθετήθηκε Ἡγουμένη τό 1989, ἀπό τόν τότε Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἀνδρέα (+ 2005), ὁπότε καί ἔλαβε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα.
Ἡ γ. Καλλινίκη εἶχε ἀκόμη καί ποιητική φλέβα. Κατέλειπε δύο ἔξοχα δείγματα τοῦ ποιητικοῦ της ταλέντου, ἕναν ὕμνο πρός τήν Παντάνασσα καί ἄλλον ἕνα πρός τήν Παναγία Ἐλεοῦσα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 20η Νοεμβρίου 1990, σέ ἡλικία 90 ἐτῶν, μετά ἀπό μακρά δοκιμασία ἐξ αἰτίας προβλήματος τοῦ στομάχου. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία της ἐψάλλη στήν Παντάνασσα ἀπό τόν Ἱερομ. Νεόφυτο Τσακίρολγου. Ἐνταφιάσθηκε στό κοιμητήριο τῆς μονῆς. Ἀποχαιρετιστήριους λόγους ἀπηύθυναν ἐκ μέρους τῆς ἀδελφότητος ἡ Μοναχή Εὐφροσύνη καί ἐκ μέρους τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας ἡ Ἔφορος Αἰμιλία Μπακούρου.
Ἡ μ. Εὐφροσύνη μεταξύ ἄλλων εἶπε:
«Δυνατή ἔργῳ καί λόγῳ. Δυναμική καί πραεῖα. Ἁπλῆ καί ἄκακος. Εὔσπλαχνος καί δικαία. Φορεύς τῆς εἰλικρινοῦς καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Ἀγάπης πρῶτον πρός τόν Θεόν, τόν ἀθάνατον αὐτῆς Νυμφίον, καί δεύτερον εἰς τόν πλησίον της. Ὑπερασπιστής τῶν ἀδικουμένων, τῶν χηρῶν καί ὀρφανῶν. Μήτηρ πλήρους στοργῆς καί προνοίας. Ὑπόδειγμα ἀξιομημίτου ὑπομονῆς ἐν τῆ ἀσθενείᾳ της. Ψυχή ἐλεύθερη καί ζῶσα ἐν Θεῶ καί θεοποιουμένη τῆ ἐλευθερίᾳ τῆ ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.
Ταπεινή τῆ καρδίᾳ, μέ ὑψηλούς πάντα στόχους. Φιλάδελφος, φιλεύσπλαχνος καί φιλόστοργος ἐν τῆ ἀδελφότητι καί εἰς πάντα ἄνθρωπον. Βράχος ἀκλόνητος ἐν τῆ πίστει καί τῆ Ὀρθοδόξῳ Ὁμολογίᾳ. Κανών ἀρετῆς ἀκριβέστατος
».
Ἡ Ἔφορος Αἰμιλία Μπακούρου μεταξύ ἄλλων εἶπε:
«Στόν τομέα τόν ἀρχαιολογικό καί τόν καλλιτεχνικό, στάθηκε πρωτοπόρος μέ τό ἔργος της καί συνάδελφος στόν ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία τῶν ἀρχαίων, φύλακας, συντηρητής καί ἀρχαιολόγος μαζί. Ὅσοι ἐργαζόμαστε ἐδῶ, καταφεύγαμε πολλές φορές στή δική της ψυχική μεγαλωσύνη καί κατανόηση. Κατανοοῦσε καί κατηύθυνε, ἀλλά κυρίως μετέδιδε δύναμη. Μέ μοναδικό τρόπο μετέδιδε δύναμη σ’ ὅποιον κατέφευγε στό δικό της θάρρος. Νοιαζόταν γιά ὅλους, ἐντός κι ἐκτός τῶν τειχῶν καί γιά τά ἀνθρώπινά μας προβλήματα. Γι αὐτό ὁ θάνατός της θ’ ἀφήσει μεγάλο κενό. Αὐτό τό κενό καλοῦνται νά πληρώσουν οἱ παλαιότερες καί νέες ἀδελφές τῆς μονῆς. Συντριμένες σήμερα γιά τόν ἀποχωρισμό τῆς Ἡγουμένης τους, συσπειρωμένες αὔριο γύρω ἀπό τήν Παναγία τήν Παντάνασσα, ὅπως πάντα, ὅπως παλιά, θ’ ἀκολουθήσουν τήν ἴδια πορεία».
Ἡ τοπική ἐφημερίδα «Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» ἔγραψε σχετικά (φ. 14. 12. 1990): «Μία σεβάσμια μορφή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνα πραγματικό κόσμημα τοῦ μοναδικοῦ βίου, ἔφυγε πρόσφατα ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Ἡ ἡγουμένη τῆς Ἱ. Μ. Παντανάσσης Μυστρᾶ Καλλινίκη Χριστάκου, εἰς ἡλικίαν 90 ἐτῶν ἐξεδήμησε πρός Κύριον καί ἐνεταφιάσθη στό κοιμητήριο τῆς μονῆς. Στήν τελευταία της κατοικία τήν συνόδευσαν πολλοί κάτοικοι τοῦ Μυστρᾶ καί τῆς εὑρύτερης περιοχῆς καί ἐπί τῆς σοροῦ της κατέθεσαν στεφάνους ἡ Ὑπηρεσία Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων, ἡ Ἐπιτροπή Ἀναστηλώσεως τῶν Μνημείων Μυστρᾶ καί οἱ φύλακες τῶν ἀρχαιοτήτων Μυστρᾶ…
Ἡ Ἡγουμένη Καλλινίκη γεννήθηκε στή Μαγούλα τῆς Σπάρτης καί ἀπό νεαρωτάτης ἡλικίας εἰσῆλθε στήν ὁλιγομελῆ - τότε - ἀδελφότητα τῆς Ἱ. Μ. Παντανάσσης, μέ ἀποκλειστικό σκοπό νά ἀφιερώσει τήν ζωή της στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί τίς ἀπεριόριστες δυνατότητές της στήν ὑπηρεσία τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ. Γι αὐτό καί πέραν τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν καθηκόντων ἠσχολεῖτο μέ πάθος μέ τήν διατήρηση καί διάσωση τῶν ἀνεκτιμήτων ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Μυστρᾶ καί ἰδίως μέ τήν ἀποκάλυψη τῶν ἀριστουργηματικῶν τοιχογραφιῶν τῶν ἐκκλησιῶν του. Ἐκτός τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων της καί πέραν τῶν καλλιτεχνικῶν καί ἄλλων χρήσιμων δραστηριοτήτων της, ἀνέπτυξε καί πλούσια φιλανθρωπική δραστηριότητα, μέ σεμνό καί ἀθόρυβο τρόπο. Ἐπί 70 χρόνια ὑπῆρξε ἕνα ὁλοζώντανο κύτταρο τῆς θρησκείας, τῆς ἀνθρώπινης καλωσύνης καί τῆς ἀκάματης ἐργατικότητας
».
Τέλος τό Περιοδικό «ΚΗΡΥΞ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ» (φ. Ἰαν. 1991, σελ. 22), ἔκλεισε τό ἐπιμνημόσυνο ἀφιέρωμά του μέ τά ἀκόλουθα: «Ὡς Ὀρθόδοξος μοναχή διεκρίνετο διά τήν προσήλωσίν της καί τόν διάπυρον αὐτῆς ζῆλον εἰς τήν γλυκυτάτην Ὀρθοδοξίαν, τόν ἔνθεον αὐτῆς ἔρωτα, τήν ἀγάπην διά τό μοναστήρι της, τόν σεβασμόν πρός τίς Γερόντισσές της, τήν ἀγάπην της πρός τίς ἀδελφές, τήν στοργήν της πρός τά πνευματικά της τέκνα καί τόν ἱεραποστολικόν της ζῆλον, διότι πολλάς ψυχάς ὡδήγησε εἰς τήν Ἁγίαν Ὀρθοδοξίαν διά τοῦ λαμπροῦ της παραδείγματος, τῆς ἐμμονῆς της εἰς τήν πατρώαν πίστιν καί εὐσέβειαν καί διά τοῦ πειστικοῦ της λόγου καί τῆς καθαρᾶς της προσευχῆς».

Τῆς ἀοιδήμου Γεροντίσσης ΚΑΛΛΙΝΙΚΗΣ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη

Γερόντισσα ΘΕΟΔΩΡΑ (+ 1982) Καθηγουμένη Ἱ. Μ. ἁγ. Παρασκευῆς Μύτικα Χαλκίδος



site analysis


Κατά κόσμον Παναγιώτα Μπούρικα, γεννήθηκε τό 1905 στό Μύτικα Χαλκίδος. Τό 1931 κοινοβίασε στή Μονή τῶν ἁγ. Θεοδώρων Πάρου, τοῦ λογίου Μοναχοῦ Μάρκου Χανιώτη. Περίπου τό 1940 ἐγκαταστάθηκε σέ πατρογονικό της κτῆμα στό Μύτικα, ὅπου ὑπῆρχε ναός τῆς ἁγ. Παρασκευῆς καί ἵδρυσε τήν ὁμώνυμη γυναικεία μονή, μέ τήν εὐλογία τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου Α’ , Ἐπισκόπου Βρεσθένης.
Ὁ ναός τῆς ἁγ. Παρασκευῆς κτίστηκε τό 1900, μετά ἀπό θαῦμα τῆς ἁγ. Παρασκευῆς, ἀπό τήν Παρασκευή Μπούρικα. Μέχρι τό 1937 πού κοιμήθηκε, μόναζε ἐκεῖ ἡ μοναχή Φιλοθέη (Στ. Μπούρικα) καί ἀπό τό 1940 καί μετά ἡ Γερόντισσα Θεοδώρα. Κατά τήν κοίμησή της ἡ μονή ἀριθμοῦσε 10 μοναχές (πού ἀσχολοῦνταν μέ τήν ἁγιογραφία, τό ἐργόχειρο καί τήν φρουτοκαλλιέργεια), μέ πνευματικό τόν Ἱερομ. Μηνᾶ Παπουλίδη ἀπό τήν Θεσσαλονίκη καί ἐφημέριο τόν Ἱερέα Χριστόφορο Κουκουράβα.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 26η Δεκεμβρίου 1982, σέ ἡλικία 77 ἐτῶν. Ἐνταφιάστηκε στή μονή της τήν ἑπομένη (Κυριακή 27. 12. 1982), χοροστατοῦντος τοῦ Σεβ. Μητροπ. Ἀττικῆς Ματθαίου, ὁ ὁποῖος καί ἀπηύθυνε λόγο παρηγορίας καί τιμῆς.

Τῆς ἀοιδήμου Καθηγουμένης ΘΕΟΔΩΡΑΣ εἴη Αἰωνία ἡ Μνήμη

Γερόντισσα ΠΑΪΣΙΑ Καθηγουμένη Ἱ. Μονῆς Παντανάσσης Μυστρᾶ (+ 1945)



site analysis



Ἦταν κόρη τοῦ ἥρωα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 Στρατηγοῦ Γιατράκου καί τῆς εὐλαβεστάτης Πηγῆς (ἔπειτα Ἡγουμένης Παναρέτης), ἡ ὁποία μόνασε τό 1888 στή Μονή Παντανάσσης Μυστρᾶ μαζί μέ τίς δύο κόρες της (ἔπειτα μοναχές Παϊσία καί Εὐσεβία).
Ἡ Γερόντισσα Παναρέτη κοιμήθηκε εἰρηνικά περί τό 1895. Τήν διαδέχθηκε ἡ κατά σάρκα θυγατέρα της Γερόντισσα Παϊσία, ἡ ὁποία ἡγουμένευσε 50 χρόνια ! (1895 – 1945), ὅμως στήν Παντάνασσα κυριαρχοῦσε ἡ χαρισματική προσωπικότητα τῆς κατά σάρκα ἀδελφῆς της Μοναχῆς Εὐσεβίας.
«Ἡ μοναχή Εὐσεβία - γράφει ἡ μ. Εὐφροσύνη Παντζούρη, τότε ἀδελφή τῆς Μονῆς Παντανάσσης - ἦτο ἄνθρωπος μέ μεγάλην θρησκευτικήν καί ἱστορικήν μόρφωσιν καί ἰσχυράν μνήμην. Ἦτο εἰς θέσιν νά ἀπαγγέλη ἀπό μνήμης κείμενα Ἁγίων Πατέρων ὁλοκλήρων σελίδων, καθώς καί βίους Ἁγίων καί διάφορα ἱστορικά γεγονότα, μέ ἀκριβεῖς χρονολογίας καί λεπτομερείας».
Ἡ μ. Εὐσεβία ὑπῆρξε ἐπίσης συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Βυζαντιναί Ἀρχαιότητες Μυστρᾶ», τό ὁποῖο ὑπογράφεται «ὑπό Εὐσεβίας Γιατράκου, Μοναχῆς, Ἀρχιφύλακος Μυστρᾶ».
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου (γ. Παϊσίας καί μ. Εὐσεβίας), δημιουργήθηκε στή Σπάρτη τό ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναγίας Ἐλεούσης Μετόχιο τῆς μονῆς (ἐπί τῆς ὁδοῦ Μενελάου), στό ὁποῖο φυλάσσεται παλαιά θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας. Σχετικά μέ τήν εἰκόνα εἶναι γνωστά τά ἀκόλουθα στοιχεῖα: Ἡ εἰκόνα (σέ μορφή τριπτύχου) μεταφέρθηκε στή Σπάρτη ἀπό τήν Μικρά Ἀσία κατά τήν διακυβέρνηση τοῦ Ἰω. Καποδίστρια (1831), ἀπό τήν οἰκογένεια Ρουσοπούλου. Γιά διάστημα 111 χρόνων (1831 – 1942), φυλάσσονταν στήν κατοικία τῆς οἰκογενείας αὐτῆς, μέ εὐθύνη τῆς Μοναχῆς Ἀβερκίας Ρουσοπούλου (+ 1942). Τό 1957 διορίσθηκε ἀπό τήν Μονή Παντανάσσης ὑπεύθυνη τοῦ Μετοχίου ἡ Μοναχή Καλλινίκη (Χριστάκου, ἔπειτα Γερόντισσα), χάρις στίς προσπάθειες τῆς ὁποίας κτίσθηκε ναός καί βοηθητικό κτίσμα. Πρόκειται γιά ναό μικρῶν διαστάσεων, ρυθμοῦ μονόκλιτης βασιλικῆς, ἁγιογραφημένο ἀπό τόν Εὐάγγελο Μαυρικάκη (μαθητή τοῦ Φ. Κόντογλου).
Ἀκόμη ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου, ἡ Παντάνασσα καί ὁ Μυστρᾶς γενικότερα τράβηξαν τό ἐνδιαφέρον ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τῶν Γραμμάτων, τῶν Τεχνῶν καί τῆς Πολιτικῆς, Ἑλλήνων καί ξένων, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων (ὁ Γαβριήλ Millet φωτογραφίζει τά μνημεῖα, ἡ S. Dufrenne μελετᾶ τά εἰκονογραφικά προγράμματα, ὁ Μητροπολίτης Θεόκλητος Μηνόπουλος διενεργεῖ τήν πρώτη ἀνεπίσημη ἀνασκαφή, ὁ Νίκος Καζαντζάκης φθάνει προσκυνητής, ὁ Φώτης Κόντογλου ἐργάζεται γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν, ὁ Ὀρλάνδος συνεχίζει τίς ἀναστηλώσεις πού εἶχε ἀρχίσει ὁ Ἀδαμαντίου τό 1907 - 1910, ὁ Ζησίου δημοσιεύει τίς ἐπιγραφές, ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος Ἁγιορείτης θέλει νά ἱδρύσει μονή, οἱ Ν. Βέης, Ἀ. Ξυγγόπουλος, Δ. Ζακυνθινός, Μαρία Σωτηρίου, Ἐμμ. Χατζηδάκης κ.ἄ. μελετοῦν τά μνημεῖα καί γράφουν γι’ αὐτά).
Ἀκόμη, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. μέχρι καί τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἐπισκέφθηκαν τήν Παντάνασσα μεγάλες προσωπικότητες τῆς Πολιτικῆς. Τό 1909 ἡ Βασίλισσα Ὄλγα μέ τόν Διάδοχο Κωνσταντῖνο. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Γεώργιος Β’ μέ τήν Ρουμανίδα σύζυγό του (κατά τόν Νικ. Γεωργιάδη, Πρόεδρο τῆς Πνευματικῆς Ἑστίας Σπάρτης, πρέπει νά ἦταν ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Βασιλέως Ἀλεξάνδρου, διότι ὁ Γεώργιος - ὅπως φαίνεται σέ φωτογραφία τῆς ἐποχῆς – φέρει ἕνα φαρδύ περιβραχιόνιο πένθος). Τό 1928 ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. Τό 1937 πάλι ὁ Γεώργιος Β’ καί τό 1939 ὁ Διάδοχος Παῦλος μέ τήν Φρειδερίκη. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι τήν Παντάνασσα ἐπισκέφθηκε καί ὁ ἐκ τῶν Ἡγετῶν τοῦ Ναζισμοῦ Γκαίμπλς.
Μέχρι τό 1940 ὁ Δῆμος Σπαρτιατῶν συνήθιζε νά παραθέτει τό ἐπίσημο πρός τιμήν τῶν ὑψηλῶν ἐπισκεπτῶν γεῦμα, στή στοά τῆς Παντανάσσης.
Τό 1910 συνδέθηκε μέ τόν Μυστρᾶ καί τήν Μονή Παντανάσσης ὁ Κρητικῆς καταγωγῆς Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος Ματθαῖος Καρπαθάκης, ἐξόριστος τότε στή Μονή Ζερμπίτσας, λόγῳ κριτικῆς τοῦ γάμου τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου μέ τήν Γερμανίδα Πριγκίπισσα Σοφία, χωρίς νά προηγηθεῖ τό Βάπτισμά της.
Ὁ Ματθαῖος βρέθηκε καί πάλι στή Λακωνία τό 1922, καί πάλι ἐξόριστος, λόγῳ ἐμπλοκῆς του στή διαμάχη Βασιλέως Κωνσταντίνου - Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Κατά τήν δεύτερη αὐτή περίοδο τῆς ἐξορίας του συνδέθηκε ἀκόμη περισσότερο μέ τήν γ. Παϊσία καί τήν Μονή Παντανάσσης.
Ὁ Ματθαῖος, κληρικός διακρινόμενος γιά τούς ἀγῶνες του, τήν πνευματική καί θεολογική του συγκρότηση καί τήν ἐκκλησιαστική του παιδεία (ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Ἱεροσολύμων καί ἐπί 45ετία σπηλαιώτης ἀσκητής στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους), ὑπῆρξε μεγάλος ἐραστής τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχικοῦ ἰδεώδους καί ταυτόχρονα λάτρης τοῦ Βυζαντίου καί τῶν ἰδεῶν του. Στό Μυστρᾶ, γοητευμένος ἀπό τίς φυσικές καλλονές, τήν ἱστορικότητα τοῦ τόπου, τίς καταπληκτικές Βυζαντινές ἐκκλησίες καί - στό πρόσωπο τῆς γ. Παναρέτης καί τῆς ἀδελφότητας τῆς Παντάνασσας -μέ τό πνευματικό του ἄρωμα καί τήν διαχρονική του ἀκτινοβολία, ἀποφάσισε νά ἱδρύσει γυναικεία μονή, μέ κέντρο τόν ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου. Ἡ ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς προσέκρουσε στήν ἀρχαιολογική σημασία τοῦ χώρου (τό 1922 ὁ Μυστρᾶς εἶχε ἀνακηρυχθεῖ ἀρχαιολογικός χῶρος) καί ἔτσι ἵδρυσε τήν μονή του στήν Κερατέα τῆς Ἀττικῆς, τό 1927.
Τό πλέον σημαντικό γεγονός τῆς ἡγουμενίας τῆς γ. Παϊσίας ἦταν ἡ μή συμμόρφωση τῆς Μονῆς Παντανάσσης μέ τήν ἡμερολογιακή ἀλλαγή τοῦ 1924. Ἡ πνευματική σχέση καί σύνδεση τῆς ἀδελφότητος μέ τόν Ἱερομ. Ματθαῖο, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐμμονή της στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, δεδομένου ὅτι ὁ Ματθαῖος ἦταν ἀπό τά ἡγετικά στελέχη τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν (κοινῶς Παλαιοημερολογιτῶν). Δέν εἶναι γνωστό ποιός ἐξυπηρετοῦσε πνευματικά καί λειτουργικά τήν μονή μέχρι τό 1935 (ὁπότε προσχώρησε ὁ Λάκωνας κληρικός Βίκτωρ Μπουλοῦκος), τό πλέον πιθανό ὅμως εἶναι νά τήν ἐξυπηρετοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ματθαῖος (τουλάχιστον σάν Πνευματικός) καί κληρικοί τῶν μονῶν του (λ.χ. ὁ π. Ἰωακείμ Μπουρελάκης, ἀπό τούς πρώτους συνεργάτες του).
Ὁ ἀρχιμ. Βίκτωρ (κατά κόσμον Βασίλειος) ἦταν Λάκωνας στήν καταγωγή, λόγιος καί ἀξιόλογος κληρικός. Μέχρι τό 1935 μόναζε στήν ἱστορική Μονή Τιμίου Προδρόμου στό Καστρί Κυνουρίας (δέν ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι ἦταν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς). Μέ τήν Γερόντισσα Παϊσία, τήν Μοναχή Εὐσεβία καί τήν ἀδελφότητα τῆς Παντάνασσας διατηροῦσε στενή πνευματική σχέση. Μέσῳ τῶν δύο αὐτῶν ζηλωτριῶν μοναζουσῶν εἶχε γνωρίσει τόν Ἱερομ. Ματθαῖο καί ἔτσι τό 1935 ἦταν ἕτοιμος νά ἀσπασθεῖ τίς ἐκκλησιολογικές του θέσεις.
Ὁ ἀρχιμ. Βίκτωρ ἀρχικά ἤθελε νά ἐγκαταβιώσει στό Μυστρᾶ, ἀλλά προσέκρουσε στήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία. Ἔτσι ἐντάχθηκε στήν νεοσύστατη (1934) ἀνδρική μονή τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου (Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ), τῆς ὁποίας ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1941. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ μονή ἀριθμοῦσε 70 πατέρες!
Ἡ Γερόντισσα Παϊσία κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1945, μετά ἀπό ἡγουμενία 50 ἐτῶν! καί ἐνταφιάστηκε στή μονή της.

Τῆς ἀοιδήμου Γεροντίσσης ΠΑΪΣΙΑΣ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη

Γερόντισσα ΠΑΪΣΙΑ Καθηγουμένη Ἱ. Μονῆς Παντανάσσης Μυστρᾶ (+ 1945)



site analysis



Ἦταν κόρη τοῦ ἥρωα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 Στρατηγοῦ Γιατράκου καί τῆς εὐλαβεστάτης Πηγῆς (ἔπειτα Ἡγουμένης Παναρέτης), ἡ ὁποία μόνασε τό 1888 στή Μονή Παντανάσσης Μυστρᾶ μαζί μέ τίς δύο κόρες της (ἔπειτα μοναχές Παϊσία καί Εὐσεβία).
Ἡ Γερόντισσα Παναρέτη κοιμήθηκε εἰρηνικά περί τό 1895. Τήν διαδέχθηκε ἡ κατά σάρκα θυγατέρα της Γερόντισσα Παϊσία, ἡ ὁποία ἡγουμένευσε 50 χρόνια ! (1895 – 1945), ὅμως στήν Παντάνασσα κυριαρχοῦσε ἡ χαρισματική προσωπικότητα τῆς κατά σάρκα ἀδελφῆς της Μοναχῆς Εὐσεβίας.
«Ἡ μοναχή Εὐσεβία - γράφει ἡ μ. Εὐφροσύνη Παντζούρη, τότε ἀδελφή τῆς Μονῆς Παντανάσσης - ἦτο ἄνθρωπος μέ μεγάλην θρησκευτικήν καί ἱστορικήν μόρφωσιν καί ἰσχυράν μνήμην. Ἦτο εἰς θέσιν νά ἀπαγγέλη ἀπό μνήμης κείμενα Ἁγίων Πατέρων ὁλοκλήρων σελίδων, καθώς καί βίους Ἁγίων καί διάφορα ἱστορικά γεγονότα, μέ ἀκριβεῖς χρονολογίας καί λεπτομερείας».
Ἡ μ. Εὐσεβία ὑπῆρξε ἐπίσης συγγραφέας τοῦ βιβλίου «Βυζαντιναί Ἀρχαιότητες Μυστρᾶ», τό ὁποῖο ὑπογράφεται «ὑπό Εὐσεβίας Γιατράκου, Μοναχῆς, Ἀρχιφύλακος Μυστρᾶ».
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου (γ. Παϊσίας καί μ. Εὐσεβίας), δημιουργήθηκε στή Σπάρτη τό ἐπ’ ὀνόματι τῆς Παναγίας Ἐλεούσης Μετόχιο τῆς μονῆς (ἐπί τῆς ὁδοῦ Μενελάου), στό ὁποῖο φυλάσσεται παλαιά θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας. Σχετικά μέ τήν εἰκόνα εἶναι γνωστά τά ἀκόλουθα στοιχεῖα: Ἡ εἰκόνα (σέ μορφή τριπτύχου) μεταφέρθηκε στή Σπάρτη ἀπό τήν Μικρά Ἀσία κατά τήν διακυβέρνηση τοῦ Ἰω. Καποδίστρια (1831), ἀπό τήν οἰκογένεια Ρουσοπούλου. Γιά διάστημα 111 χρόνων (1831 – 1942), φυλάσσονταν στήν κατοικία τῆς οἰκογενείας αὐτῆς, μέ εὐθύνη τῆς Μοναχῆς Ἀβερκίας Ρουσοπούλου (+ 1942). Τό 1957 διορίσθηκε ἀπό τήν Μονή Παντανάσσης ὑπεύθυνη τοῦ Μετοχίου ἡ Μοναχή Καλλινίκη (Χριστάκου, ἔπειτα Γερόντισσα), χάρις στίς προσπάθειες τῆς ὁποίας κτίσθηκε ναός καί βοηθητικό κτίσμα. Πρόκειται γιά ναό μικρῶν διαστάσεων, ρυθμοῦ μονόκλιτης βασιλικῆς, ἁγιογραφημένο ἀπό τόν Εὐάγγελο Μαυρικάκη (μαθητή τοῦ Φ. Κόντογλου).
Ἀκόμη ἐπί τῶν ἡμερῶν τῶν ἀδελφῶν Γιατράκου, ἡ Παντάνασσα καί ὁ Μυστρᾶς γενικότερα τράβηξαν τό ἐνδιαφέρον ἐπιφανῶν ἐκπροσώπων τῶν Γραμμάτων, τῶν Τεχνῶν καί τῆς Πολιτικῆς, Ἑλλήνων καί ξένων, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων (ὁ Γαβριήλ Millet φωτογραφίζει τά μνημεῖα, ἡ S. Dufrenne μελετᾶ τά εἰκονογραφικά προγράμματα, ὁ Μητροπολίτης Θεόκλητος Μηνόπουλος διενεργεῖ τήν πρώτη ἀνεπίσημη ἀνασκαφή, ὁ Νίκος Καζαντζάκης φθάνει προσκυνητής, ὁ Φώτης Κόντογλου ἐργάζεται γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν τοιχογραφιῶν, ὁ Ὀρλάνδος συνεχίζει τίς ἀναστηλώσεις πού εἶχε ἀρχίσει ὁ Ἀδαμαντίου τό 1907 - 1910, ὁ Ζησίου δημοσιεύει τίς ἐπιγραφές, ὁ Ἱερομ. Ματθαῖος Ἁγιορείτης θέλει νά ἱδρύσει μονή, οἱ Ν. Βέης, Ἀ. Ξυγγόπουλος, Δ. Ζακυνθινός, Μαρία Σωτηρίου, Ἐμμ. Χατζηδάκης κ.ἄ. μελετοῦν τά μνημεῖα καί γράφουν γι’ αὐτά).
Ἀκόμη, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. μέχρι καί τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἐπισκέφθηκαν τήν Παντάνασσα μεγάλες προσωπικότητες τῆς Πολιτικῆς. Τό 1909 ἡ Βασίλισσα Ὄλγα μέ τόν Διάδοχο Κωνσταντῖνο. Ἀργότερα ὁ Βασιλεύς Γεώργιος Β’ μέ τήν Ρουμανίδα σύζυγό του (κατά τόν Νικ. Γεωργιάδη, Πρόεδρο τῆς Πνευματικῆς Ἑστίας Σπάρτης, πρέπει νά ἦταν ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ Βασιλέως Ἀλεξάνδρου, διότι ὁ Γεώργιος - ὅπως φαίνεται σέ φωτογραφία τῆς ἐποχῆς – φέρει ἕνα φαρδύ περιβραχιόνιο πένθος). Τό 1928 ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. Τό 1937 πάλι ὁ Γεώργιος Β’ καί τό 1939 ὁ Διάδοχος Παῦλος μέ τήν Φρειδερίκη. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι τήν Παντάνασσα ἐπισκέφθηκε καί ὁ ἐκ τῶν Ἡγετῶν τοῦ Ναζισμοῦ Γκαίμπλς.
Μέχρι τό 1940 ὁ Δῆμος Σπαρτιατῶν συνήθιζε νά παραθέτει τό ἐπίσημο πρός τιμήν τῶν ὑψηλῶν ἐπισκεπτῶν γεῦμα, στή στοά τῆς Παντανάσσης.
Τό 1910 συνδέθηκε μέ τόν Μυστρᾶ καί τήν Μονή Παντανάσσης ὁ Κρητικῆς καταγωγῆς Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος Ματθαῖος Καρπαθάκης, ἐξόριστος τότε στή Μονή Ζερμπίτσας, λόγῳ κριτικῆς τοῦ γάμου τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου μέ τήν Γερμανίδα Πριγκίπισσα Σοφία, χωρίς νά προηγηθεῖ τό Βάπτισμά της.
Ὁ Ματθαῖος βρέθηκε καί πάλι στή Λακωνία τό 1922, καί πάλι ἐξόριστος, λόγῳ ἐμπλοκῆς του στή διαμάχη Βασιλέως Κωνσταντίνου - Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Κατά τήν δεύτερη αὐτή περίοδο τῆς ἐξορίας του συνδέθηκε ἀκόμη περισσότερο μέ τήν γ. Παϊσία καί τήν Μονή Παντανάσσης.
Ὁ Ματθαῖος, κληρικός διακρινόμενος γιά τούς ἀγῶνες του, τήν πνευματική καί θεολογική του συγκρότηση καί τήν ἐκκλησιαστική του παιδεία (ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Ἱεροσολύμων καί ἐπί 45ετία σπηλαιώτης ἀσκητής στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους), ὑπῆρξε μεγάλος ἐραστής τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχικοῦ ἰδεώδους καί ταυτόχρονα λάτρης τοῦ Βυζαντίου καί τῶν ἰδεῶν του. Στό Μυστρᾶ, γοητευμένος ἀπό τίς φυσικές καλλονές, τήν ἱστορικότητα τοῦ τόπου, τίς καταπληκτικές Βυζαντινές ἐκκλησίες καί - στό πρόσωπο τῆς γ. Παναρέτης καί τῆς ἀδελφότητας τῆς Παντάνασσας -μέ τό πνευματικό του ἄρωμα καί τήν διαχρονική του ἀκτινοβολία, ἀποφάσισε νά ἱδρύσει γυναικεία μονή, μέ κέντρο τόν ναό τοῦ ἁγ. Νικολάου. Ἡ ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς προσέκρουσε στήν ἀρχαιολογική σημασία τοῦ χώρου (τό 1922 ὁ Μυστρᾶς εἶχε ἀνακηρυχθεῖ ἀρχαιολογικός χῶρος) καί ἔτσι ἵδρυσε τήν μονή του στήν Κερατέα τῆς Ἀττικῆς, τό 1927.
Τό πλέον σημαντικό γεγονός τῆς ἡγουμενίας τῆς γ. Παϊσίας ἦταν ἡ μή συμμόρφωση τῆς Μονῆς Παντανάσσης μέ τήν ἡμερολογιακή ἀλλαγή τοῦ 1924. Ἡ πνευματική σχέση καί σύνδεση τῆς ἀδελφότητος μέ τόν Ἱερομ. Ματθαῖο, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐμμονή της στήν ἑορτολογική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, δεδομένου ὅτι ὁ Ματθαῖος ἦταν ἀπό τά ἡγετικά στελέχη τοῦ Ἀγῶνος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν (κοινῶς Παλαιοημερολογιτῶν). Δέν εἶναι γνωστό ποιός ἐξυπηρετοῦσε πνευματικά καί λειτουργικά τήν μονή μέχρι τό 1935 (ὁπότε προσχώρησε ὁ Λάκωνας κληρικός Βίκτωρ Μπουλοῦκος), τό πλέον πιθανό ὅμως εἶναι νά τήν ἐξυπηρετοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Ματθαῖος (τουλάχιστον σάν Πνευματικός) καί κληρικοί τῶν μονῶν του (λ.χ. ὁ π. Ἰωακείμ Μπουρελάκης, ἀπό τούς πρώτους συνεργάτες του).
Ὁ ἀρχιμ. Βίκτωρ (κατά κόσμον Βασίλειος) ἦταν Λάκωνας στήν καταγωγή, λόγιος καί ἀξιόλογος κληρικός. Μέχρι τό 1935 μόναζε στήν ἱστορική Μονή Τιμίου Προδρόμου στό Καστρί Κυνουρίας (δέν ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι ἦταν Ἡγούμενος τῆς Μονῆς). Μέ τήν Γερόντισσα Παϊσία, τήν Μοναχή Εὐσεβία καί τήν ἀδελφότητα τῆς Παντάνασσας διατηροῦσε στενή πνευματική σχέση. Μέσῳ τῶν δύο αὐτῶν ζηλωτριῶν μοναζουσῶν εἶχε γνωρίσει τόν Ἱερομ. Ματθαῖο καί ἔτσι τό 1935 ἦταν ἕτοιμος νά ἀσπασθεῖ τίς ἐκκλησιολογικές του θέσεις.
Ὁ ἀρχιμ. Βίκτωρ ἀρχικά ἤθελε νά ἐγκαταβιώσει στό Μυστρᾶ, ἀλλά προσέκρουσε στήν Ἀρχαιολογική Ὑπηρεσία. Ἔτσι ἐντάχθηκε στήν νεοσύστατη (1934) ἀνδρική μονή τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου (Μεταμ. Σωτῆρος Κουβαρᾶ), τῆς ὁποίας ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία. Κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1941. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ μονή ἀριθμοῦσε 70 πατέρες!
Ἡ Γερόντισσα Παϊσία κοιμήθηκε εἰρηνικά τό 1945, μετά ἀπό ἡγουμενία 50 ἐτῶν! καί ἐνταφιάστηκε στή μονή της.

Τῆς ἀοιδήμου Γεροντίσσης ΠΑΪΣΙΑΣ εἴη αἰωνία ἡ μνήμη

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

H Aγία Υπομονή (13 και 29 Μαίου)



site analysis

Από τις εκδόσεις ‘Ορθόδοξος Κυψέλη’, (Πνευματικά Ορθόδοξα Μηνύματα Σωτηρίου Οικοδομής).
Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν θυγατέρα του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες – κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (=βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν (π.χ. ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους = όσιος Συμεών ο Μυροβλύτης). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βορειο – ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνος.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο το Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένοιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συναισθηματικά και ουσιαστικά έρρεπε μάλλον προς το Βυζάντιο, του οποίου επέπρωτο να γίνει Αυγούστα και Αυτοκρατόρισσα, περά προς την γενέθλιο σερβική πατρίδα.
Κοντά σ’ αυτά και πάνω απ’ αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται νάταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη του 1390), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης – αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη – αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάννα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Διεκρίνετο δια την σωφροσύνην της. Την δε δικαιοσύνην την είχε εις τελειότατον βαθμόν. Δεν εμάθαμε να κάμνει κακόν εις ουδένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως εγνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η’ και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας. Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετή ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «εύ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο
Ακόμα, εν όσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’, «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κων/ νον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα»,όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
(Από το ημερολόγιο του 2006 της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης).
Σύγχρονο θαύμα της Αγίας
Είναι αρκετές οι εμφανίσεις της αγίας Υπομονής τα τελευταία χρόνια σε ευσεβείς και μη χριστιανούς. Επιλεκτικά καταχωρούμε ένα συμβάν που περιγράφει την θαυμαστή εμφάνισί της και θεραπεία κάποιου ασθενή.
«Η αγία Υπομονή εμφανίσθηκε ως μοναχή σε κάτοικο των Αθηνών που εργαζόταν σε ταξί. Το σταμάτησε και ζήτησε να κατευθυνθή προς το Λουτράκι. Ο ταξιτζής είχε καρκίνο του δέρματος στα χέρια του και βρισκόταν σε μεγάλη απελπισία. Καθ’ οδόν η μοναχή που φορούσε ένα κουκούλι με κόκκινο σταυρό τον ρώτησε.
Γιατί είσαι μελαγχολικός;
Και εκείνος δεν εδίστασε να ομολογήσει όλη την αλήθεια. Μετά τον ρώτησε αν θέλη να τον σταυρώσει για να γίνει καλά και εκείνος δέχθηκε. Σε λίγο όμως τον έπιασε υπνηλία και παρεκάλεσε την μοναχή να σταθούνε λίγο για να μην σκοτωθούνε. Είχαν φθάσει κοντά στα διόδια και εύκολα θα έβρισκαν άλλο ταξί αν εκείνη βιαζόταν. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε διαπίστωσε ότι τα χέρια του είχαν γίνει καλά, αλλά η μοναχή είχε εξαφανιστή. Ρώτησε τους ανθρώπους των διοδίων μήπως είδανε καμμιά μοναχή εκεί κοντά, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Τότε συγκλονισμένος γύρισε στο ταξί του και κατάλαβε ότι κάποια αγία ήταν κι’ έγινε άφαντη. Κατευθύνθηκε μετά στον γιατρό του και του διηγήθηκε το περιστατικό. Την στιγμή εκείνη έπεσε το μάτι του σε μια εικόνα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του ιατρείου. Πετάχθηκε απ’ το κάθισμά του και φώναξε : ‘Αυτή ήταν’.
Σημειωτέον ότι η εικόνα ήταν της αγίας Υπομονής. Έτσι έμαθε ποια ήταν εκείνη που τον θεράπευσε και τον γλύτωσε και απ’ την απελπισία. Το κουκούλι με τον κόκκινο σταυρό έδειχνε την καταγωγή πριν γίνει αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου και με αυτό το μοναχικό σχήμα τελείωσε και την επίγεια ζωή της. Εκ των υστέρων γίνηκε γνωστό ότι η ημέρα που γίνηκε το θαύμα ήταν 13 Μαρτίου, ημέρα που η αγία γιορτάζει».
(Από το βιβλίο εκδόσεως Ι. Μ. Οσίου Παταπίου Λουτρακίου).
Η μνήμη της Οσίας και Θεοφόρου μητρός ημών Υπομονής, τελείται τη 13η Μαρτίου και 29η Μαΐου.

Απολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει βοώντες, θραύσον, λιταίς σου ημών δεσμούς ανόμους, άνασσα.