Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Τα πράγματα του Θεού είναι απλά



site analysis


Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.
Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...
- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.
Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να έρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:
- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:
- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του έφυγε όλη η αντάρα του μυαλού του.
Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.
- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιε μου, να ξαποστάσεις.
Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού.
Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.
- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.
- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της.
Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:
- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.
- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.
Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιον Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω ...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.
- Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές.
Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.
Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα.
Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ' ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».
- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!
ΠΗΓΗ.ΑΗΔΟΝΙ

Γερόντισσα Αναστασία της Ι.Μ. "Κυρά των Αγγέλων"



site analysis

Η Γερόντισσα Αναστασία, η τελευταία κτίτωρ και ανακαινιστής της Μονής της Κυράς, εγεννήθη το έτος 1910 εις τον συνοικισμό Βλαχάτικα του χωρίου Αγίων Θεοδώρων Λευκίμμης.
Ο πατήρ της ωνομάζετο Χαράλαμπος Βλάχος και η μήτηρ της Ελένη Βλάσση. Ήσαν πτωχοί αγρότες, άνθρωποι του μόχθου, τίμιοι και ευσεβείς. Η θεοσεβής μήτηρ της Ελένη εις νεαρά ηλικία, αξιώθηκε θεϊκής οπτασίας προ του κατεστραμμένου ιερού σκηνώματος της Παναγίας της Κυράς. Η Γερόντισσα ήτο δίδυμος με την Διαμαντίνα Βλάχου-Κουρή και είχε ακόμη τέσσαρας αδελφάς, τας: Ασημίνα, Αρετούσα, Θεοδώρα και Ιωαννέτα. Επίσης είχε και δύο αδελφούς, τον Συμεών και τον Στυλιανόν. Από τους αδελφούς και αδελφάς της Γεροντίσσης απέκτησε τέκνα μόνον ο Συμεών, τον αριθμόν τρία.
Εις την οικογένεια της ευρίσκοντο και δύο ενάρετοι ρασοφόροι....

Η Γερόντισσα Αναστασία εγκαθίσταται στην Κυρά

Η Αναστασία όταν ήταν δέκα ετών διαβαίνουσα από την κατεστραμμένη Εκκλησία της Κυράς, αφού έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταύρου άκουσε μία γλυκεία γυναικεία φωνή, η οποία ερχόταν από το κωδωνοστάσιο του ναού να της λέγη: «Είναι κρίμα ο οίκος μου να είναι έρημος. Εσύ τέκνον μου εκλήθης διά να φτιάξης την Εκκλησίαν και την Μονήν Μου».

Εις τα δεκατέσσαρά της χρόνια εμφορουμένη από θειο πόθο γι' ολοκληρωτική αφιέρωσι στον Χριστό η Αναστασία εγκαταλείπει την πατρική της οικία και εγκαταβιοί στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου εις τα Μελίκια Λευκίμμης όπου και ενδύεται το ράσο.
Εκεί αποδύεται σε αυστηρούς ασκητικούς αγώνας, ενθυμουμένη πάντοτε την εντολή της Παναγίας. Με υπομονή, προσευχή και πνευματική πρόοδο περνούν 9 χρόνια έως ότου καταρτισθή στην μοναχική ζωή πλήρως.
Το έτος 1933, με την ευλογία της Μονής της μετανοίας της, αποχωρεί από τον Άγιο Νικόλαο και εγκαθίσταται οριστικά στην Κυρά. Τα πάντα γύρω της μαρτυρούν την εγκατάλειψι και αδιαφορία.
Οι τοίχοι του ναού είναι γκρεμισμένοι. Στον χώρο του ναού φύονται αγριοσυκιές. Επάνω στην Αγία Τράπεζα ευρίσκει ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι, το οποίο εχρησιμοποιείτο ως κανδήλα. Κοιμάται αρχικώς στο ύπαιθρο έως ότου εγκατασταθή στο μοναδικό κελλί το οποίο έκτισαν ειδικά γι' αυτήν οι συγγενείς της.

Η ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης

Νηστεύει υπέρ μέτρον. Κάνει συχνότατα τριήμερα. Εσθίει μία φορά την ημέρα μετά την δύσι του ηλίου. Συνήθως άρτον εξηραμμένον άνευ ελαίου ακόμη και τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές. Ποτέ της δεν χορταίνει το φαγητό της ακόμη κι αν αυτό είναι ολίγα νερόβραστα αγριολάχανα.
Από την αδιάκοπη νηστεία παθαίνει θυρεοειδή και αβιταμίνωσι. Η υγεία της κλονίζεται κι όμως η αγάπη του Χριστού φλογίζει το είναι της. Κατά την μαρτυρία της υποτακτικής της μοναχής Αναστασίας Καστρινού, το σώμα της ήταν ένα ξύλο τετυλιγμένο στα ράσα.
Στον λαιμό της έφερε μία τεράστια κοίλη σε μέγεθος πορτοκαλιού εξαιτίας του θυρεοειδούς. Ουδέποτε έκαμε παράπονο για την ασθένεια της ούτε και επισκέφθηκε ιατρό για να υποβληθή στην αναγκαία εγχείρησι ή να της χορήγηση φάρμακα. Ένας ιατρός προσπάθησε να την εξετάση και εκείνη τον επετίμησε λέγουσα: «Κοίταξε να αλλάξης την ζωήν σου διότι είσαι βουτηγμένος εις την αμαρτίαν».

Υπέφερε φρικτούς πόνους

Η Γερόντισσα είχε στο ένα της πόδι πληγωθεί από κτύπημα τσεκουριού κατά την διάρκεια αγροτικών εργασιών. Ποτέ της δεν επεσκέφθη ιατρό γι' αυτό τον λόγον. Προσευχόταν και η πίστις της τής έδιδε αντοχή στους πόνους. Μοναδικό της φάρμακο ήταν το λάδι της κανδήλας της Κυράς με το όποιο το άλειφε όσες φορές υπέφερε...

Ελέγχει τους καταλύοντας την νηστεία

Ευρέθη κάποτε σε ταξείδι στην Ηγουμενίτσα για κάποια υπόθεσι της Μονής και εφιλοξενήθη σε γνωστά της πρόσωπα τα οποία κατέλυαν κρέας σε ήμερα Παρασκευή. Αφού τους ήλεγξε αυστηρότατα, συνέλεξε από το χωράφι χόρτα και τα εμαγείρευσε για να φάνε όλοι.
Στον εαυτό της και μόνον ήταν εγκρατής υπέρ μέτρον. Στις μοναχές της εφέρετο μετά διακρίσεως και αναλόγως των ασθενειών των επέτρεπε να εσθίουν ιχθύας (βακαλάο) ή κρέας. «Εσύ δουλεύεις εις το κτήμα και κοπιάζεις και δικαιούσαι να τρως καλά διά να έχης την υγειάν σου», συνήθιζε να τους λέγη.
Όλοι ενθυμούνται τα νερόβραστα μα νοστιμότατα φαγητά της. Εμαγείρευε με ιδιαίτερη αγάπη και για τους προσκυνητάς οι οποίοι έρχονταν από την Ήπειρο για να την συμβουλευθούν...

Άλλη ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης

Η ιδία κατά κανόνα συνετηρείτο από την θεία Κοινωνία. Ετηρούσε την αλουσία και την χαμαικοιτία. Μέχρι τέλους της ζωής της ετήρει το ανυπόδητον ακόμη και με τους μεγαλύτερους παγετούς. (Έτσι την βλέπομε και στις σχετικές φωτογραφίες της εποχής).
Από τότε που στρώθηκε μουσαμάς στο πάτωμα ουδέποτε επάτησε επάνω αλλά ούτε και επλησίασε ποτέ της το ψυγείο. Τις ελάχιστες ώρες αναπαύσεως «έκλεβε» τον ολιγοστό της ύπνο επάνω σε δύο χονδροκομμένα σανίδια, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο όπου και έστρωνε μία κουρελού, το δε προσκέφαλό της ήταν μία πέτρα.
Τα ενδύματά της ήσαν πάντοτε πεπαλαιωμένα και εφθαρμένα πλήρη επιδιορθωμάτων ώστε δεν εγνώριζε κανείς, ποιο ήταν το αρχικό ύφασμα!
Κατόπιν παρελεύσεως είκοσι εποικοδομητικών για το πνεύμα της χρόνων, προσήλθε στην Μονή η πρώτη της υποτακτική και σταδιακώς η συνοδεία της έγινε επταμελής. Η διδαχή της για τις μοναχές της δεν αφεώρα απλώς στην τέλεσι των τριών βασικών αρετών αλλά κυρίως την ταπείνωσι, την αφάνεια, την καταπολέμησι της φιλαυτίας, την αδιάλειπτη προσευχή και την απόλυτη πτωχεία.
Πλούσιες ήσαν οι πνευματικές δωρεές οι οποίες της εδόθησαν άνωθεν για την μεγάλη της αυταπάρνησι και την υπέρμετρη άσκησί της. Της εδόθησαν άνωθεν το προορατικό και το διορατικό, χαρίσματα τα οποία χρησιμοποιούσε με κεκαλυμμένο τρόπο προς δόξαν Θεού για να ωφελήση την συνοδεία της και τους πάσχοντας πνευματικώς συνανθρώπους της και όχι γι' εντυπωσιασμό και αυτοπροβολή.

Η ελεήμων μήτηρ

Μέσα στην πάροδο των ετών πολλοί απηλπισμένοι εκτύπησαν την θύρα του κελλιού της και ανεχώρησαν χαίροντες, λαβόντες ως εφόδιο την αγία προσευχή της. Επιθυμούσε να διδάξη όλους δύο πράγματα: την προσευχή και την εξομολόγησι.
Με το πτωχότατο βαλάντιο της συμπαρεστάθηκε σε πολλούς αναξιοπωθούντας κατά την διάρκεια της Κατοχής και ύστερα εμπεριστάτους συνανθρώπους της και ιδιαίτερα τους πτωχούς οικογενειάρχας. Πολλούς επίσης απέτρεψε από εγκληματικές ενέργειες.
Αποτέλεσμα της θαυμαστής προσευχής της


 Διά της προσευχής της ανέβλυσε θαυματουργικώς νερό από ξηροπήγαδο της Μονής, εξεδιώχθησαν τα φίδια από τον αύλειο χώρο του ναού και εκαθαρίσθησαν δαιμονιζόμενοι οι οποίοι και μόνον στο άκουσμα του ονόματός της εθορυβούσαν φωνάζοντες: «Δεν την αντέχομε, δεν την αντέχομε την γριά ξυπόλητον».
Η σεμνότης και η ευπρέπεια της εμφανίσεως των προσκυνητών, ανδρών τε και γυναικών ήσαν κανών απαράβατος. Από τις αυστηρές παρατηρήσεις της, ουδείς εξαιρείτο. Τα χείλη της και το καθάριο στόμα της εξέφεραν μόνον προσευχές και δοξολογίες στον Θεό.
Η αργολογία, η κατάκρισις και η ιεροκατηγορία ήσαν άγνωστοι γι' αυτήν παρ' όλο ότι επληγώθη «λόγω και έργω» από την κακία των ανθρώπων ακόμη και αναξίων μερικών ρασοφόρων και λειτουργών.
Όταν την επεσκέπτονταν μορφωμένοι, εκπαιδευτικοί κ.ά. αμέσως έφερε ένα βιβλίο, συνήθως την Αγία Γραφή, και επιτακτικώς έλεγεν: «Εσύ που είσαι γραμματιζούμενος για διάβασέ μας λίγο από αυτό το βιβλίο να ιδούμε τι έχει να μας πη σήμερα ο Θεός μέσα απ' αυτό!».
Ωμιλούσε αυστηρά και ήλεγχε διότι δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις από το θέλημα του Θεού όπως το εδιδάχθηκε από την Αγία Γραφή και την παράδοσι των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ουδείς όμως την εφοβείτο διότι εις αυτό το πήλινο σκεύος ηδύνατο να διακρίνη τις αγάπη μητρική και στοργή πνευματική γι' όλα τα τέκνα της Κυράς όπως συνήθως απεκάλει τους προσκυνητάς της Μονής.

Ο λόγος της ήταν απλούς αλλά και θεοφώτιστος. Οι συμβουλές της λιτές και κατανοητές και από τους απλούστερους. Η συμβολή της στην επίλυσι των προβλημάτων των πιστών ήταν θετική με αίσια έκβασι. Όποιος την επλησίαζε αισθανόταν μία ανεξήγητη γαλήνη και γλυκύτητα να κυριαρχή στο είναι του και αυτό ήτο αποτέλεσμα της ειρηνικής και προσευχομένης καρδίας της.
 Η συναναστροφή μαζί της μόνον ψυχωφελής και εποικοδομητική μπορούσε να είναι. Τόσον εξοικειωμένη ήταν με το ιερό πρόσωπο της Θεομήτορος, ούτως ώστε σε κάθε στιγμή και ώρα έσπευδε προ της αγίας Της εικόνος για να Της καταθέση το κάθε τι. Όταν οι προσκυνητές ή και τα πνευματικά της τέκνα της εζήτουν καθοδήγησι έλεγε: «Πάω να ρωτήσω πρώτα την Παναγίαν».


Η Γερόντισσα και οι προσκυνηταί

Την Γερόντισσα επισκέπτονταν καθημερινά πολλοί προσκυνηταί από διάφορα μέρη της νήσου και της Ελλάδος. Κατά την υποτακτική της μοναχή Αναστασία Καστρινού ο κόσμος εσχημάτιζε «σχοινί». Ήσαν δηλαδή πολλοί στην σειρά ωσάν σχοινί το οποίο δεν έχει αρχή και τέλος.
Η Γερόντισσα τους εδέχετο όλους και ευκατάστατους και ασήμαντους, και πνευματικούς και ακατάρτιστους.
Η ιδία στεκόταν εμπρός στην θαυματουργό εικόνα της Κυράς των Αγγέλων ενώ τον προσκυνητή έβαζε να προσευχηθή ενώπιον του Κυρίου στον Αρχιερατικό θρόνο.
Αφού τους απεκάλυπτε Χάριτι Θεού τα δέοντα για την σωτηρία τους, τους συνιστούσε νηστεία, προσευχή, εξομολόγησι, ευχέλαιο και Θεία Κοινωνία. Άλλοτε τα έλεγε στους ιδίους και άλλοτε έβαζε τους οικείους τους να μεταφέρουν τα μηνύματά της. Πολλές φορές έλεγε στις μοναχές: «Πιο γρήγορα απόψε οι δουλειές σας, ενωρίς να πάτε εις το κελλί. Αύριο θα έλθουν πολλοί Χριστιανοί από Ήπειρον και από παντού».
Τηλέφωνο και άλλο μέσο επικοινωνίας δεν υπήρχε. «Έχομε ένα σύρμα από την Μονήν μέχρι τα πανταχού της γης σπίτια», συνήθιζε να λέγη. «Και ποιο είναι αυτό;» την ρωτούσαν. «Η χάρις του Θεού και της Παναγίας» απαντούσε με ταπείνωσι. Όταν δε την ρωτούσαν τι βλέπει και ομιλεί αναλόγως στον καθένα εκείνη έκρυπτε την αγιοπνευματική αρετή της και έλεγεν απλώς: «Η χάρις του Θεού με φωτίζει τι να πω η αγράμματος και αθλία».
 Εκείνο δε το οποίο εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι απευθυνόταν στην Παναγία και τους Αγίους με οικειότητα, ωσάν σε ειδικά της πρόσωπα!
Εφρόντιζε όλοι να φιλοξενηθούν και να ξεκουρασθούν στο μοναστήρι και να φύγουν με εφόδιο την ευλογία της Παναγίας και την ιδική της ευχή και φορτωμένοι κυριολεκτικά με τα δώρα της αγάπης της. Ήταν αφιλοχρήματος και ανάργυρος.
Οι προσφορές για τα έργα της Μονής δίδονταν από όσους μπορούσαν χωρίς η ιδία να το ζητήση. Η κεκρυμμένη αρετή της την επρόδιδε και παρ' όλη την «ανάρμοστον» εμφάνισί της το Πνεύμα του Θεού πληροφορούσε τις καρδιές όλων που την επισκέπτονταν κατ' επανάληψι για να ωφεληθούν από τον λόγο και την προσευχή της. Στις καρδιές όλων εγένετο Μήτηρ, η μετά την Κυράν όντως Μήτηρ!...


Κύριο μέλημά της η ανακούφισις των ενδεών

Η μακαρία Γερόντισσα Αναστασία ζούσε σε από¬λυτη πτωχεία. Ως νεαρά ήταν εύμορφος και όλοι την επαινούσαν γι' αυτό. Για αυτό έβαλε κανόνα στον εαυ¬τό της να μένη πάντοτε ρακένδυτος και ατημέλητος....
Η τέχνη της ήταν το να μοιράζεται όχι από το πε-ρίσσευμα της αλλά εξ εκείνου το οποίον δίδοντας το, το εστερείτο. Είχε βεβαίως την πρόνοιά της η Μεγάλη Γερόντισσα της Μονής, η ιδία η Κυρά!...


Σηκώνει αγογγύστως τον σταυρό του διωγμού

Εκείνο όμως το οποίο εχαρακτήρισε κατ' εξοχή την ζωή της μακάριας Γεροντίσσης ήταν ο διωγμός. Διωγμός από παντού από εκκλησιαστικούς και τοπικούς άρχοντας. Διωγμός ανηλεής και ακατάπαυστος. Ο εν λόγω σταυρός του διωγμού είναι ένας εκ των οποίων δίδονται άνωθεν εις τους τελείους προς εξαγιασμό τους.
Όπως λέγη απλώς ο λαός, η Γερόντισσα «ουδέποτε κατάπιε γλυκό σάλιο». Εκυνηγήθη βαναύσως, εκτυπήθη, εκακοποιήθη και εδικάσθη γι' υλικά ωφέλη. Εκείνη όμως προσευχομένη αντεμάχετο τους πονηρούς δαίμονας οι οποίοι παρετηρούσαν μία πτωχή και αγράμματη γυναίκα να τους πολεμά αγογγύστως και με ταπείνωσι, μηδέποτε διαμαρτυρόμενη....
Η τελευταία ιδιοκτήτρια του ναού, η Ελένη Μοναστηριώτου, προτού κοιμηθή τον φυσικό θάνατο εδήλωσε εις όλους ότι επιθυμία της ήταν ο Ναός της Παναγίας να γίνη Ιερά Μονή και να εγκαταβιώσουν σε αυτήν μοναχαί. Η προσευχή και η φιλοξενία να μην παύουν όπως χαρακτηριστικώς είχεν είπει. Η απλοϊκή Αναστασία κατώκησε χάριτι Θεού και κατ’ εντολή της Παναγίας στην Κυράν και ειργάσθη αόκνως για την ανακαίνισι του ναού και την συγκρότησι της Ιεράς Μονής εις βάρος πολλές φορές της υγείας της και άνευ βοηθείας των εντοπίων.
Η εργασία της αυτή μαζί με την πνευματική της προκοπή εκίνησαν τον φθόνο των δαιμόνων οι οποίοι εχρησιμοποίησαν ευυπόληπτους κατά τα άλλα «χριστιανούς» για να την εκδιώξουν από την εστία της Παναγίας. Όταν συνεκροτήθη η Μονή, η κοινοτική αρχή θυμήθηκε το θέμα και άρχισε να διεκδική τον ναό προς εκμετάλλευσι οικονομική, για να γίνη τόπος αναψυχής και παραθερισμού και να οργανώνωνται εκδηλώσεις ως και εμποροπανηγύρεις. Επιπλέον δε, εσκέφθησαν όπως μεταφέρουν εκεί και το κοιμητήρι της κοινότητος ούτως ώστε να έχουν πλήρη οικονομικά οφέλη από τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Αυτό συνέβη κατά το έτος 1936 και ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία εξεδιώχθηκε από το κελλί της με δικαστική απόφασι.
Όταν έπαυσε ο σάλος αυτός, η Αναστασία επέστρεψε στο κελλί της. Στον Ναό της Κυράς ανήκαν αρκετά αγροτεμάχια τα οποία δυστυχώς είχαν καταπατηθεί από τον 19ον αιώνα. Οι καταπατηταί όμως στο διάβα των χρόνων εγνώρισαν οικτρό θάνατο. Οι γυναίκες τους εθεώρησαν τους θανάτους αυτούς επέμβασι της θείας δίκης και συνετισθείσαι παρέδωκαν στην Αναστασία είκοσι ελαιόδενδρα καθώς επίσης κεραμίδια και ξυλεία για τα έργα της Μονής.
Νέοι διωγμοί επερίμεναν την Αναστασία. Η άδικος κατά πάντα κοινοτική αρχή θεωρούσε την Αναστασία επίβουλον των συμφερόντων τους και παρ' όλην την πτωχεία και την κακοπάθειά της ο δαίμων ετύφλωνε τους οφθαλμούς τους και την επολεμούσαν κάθε φορά με περισσότερη μανία.


Το «αγιοκούφαλον»

Καταφύγιο της ήταν η κουφάλα μιας γέρικης εληάς έξω από το προαύλειο της Κυράς. Από τις πύρινες προσευχές της ο χώρος εκείνος εν ώρα νυκτός ακτινοβολούσε και σημειωτέον ότι κατ' εκείνους τους χρόνους δεν υπήρχαν λαμπτήρες στους δημοσίους δρόμους ή τους χώρους κοινής χρήσεως. Εξαιτίας δε του υπερκοσμίου φωτός το οποίο εκάλυπτε τον χώρο, επεκράτησε το έθος η ελαία να ονομάζεται «αγιοκούφαλον».
 Δεν είμεθα σε θέσι να γνωρίζωμε τις επιθέσεις τις οποίες εδέχετο η οσία μήτηρ σε εκείνο τον χώρο από τον μισόκαλο δαίμονα αλλ' ούτε και τις άνωθεν παρηγοριές και ενισχύσεις τις οποίες ελάμβανε. Ένα μόνον γνωρίζομε, ότι απ' εκείνους τους χρόνους κατά τους οποίους εζούσε και ασκήτευε εις αυτό η Αναστασία και έως σήμερα, ο χώρος θεωρείται ιερός και αγιοβάδιστος.


Η υπαίθριος κανδήλα

Χαρακτηριστικό είναι και το εξής θαυμαστό περιστατικό: όταν η Γερόντισσα ζούσε στο αγιοκούφαλο, άναβε υπαίθρια κανδήλα η οποία δεν έσβηνε ούτε και με την σφοδρότερη κακοκαιρία. Αντιθέτως οι καταπατηταί άναβαν κανδήλα στο ναό η οποία και έσβηνε ευθύς αμέσως μετά την άψι της φλογός αυτής! Τόση μανία εκυρίευσε το είναι των ανθρώπων εκείνων ώστε εθρυμμάτισαν την κανδήλα της Αναστασίας. Μετ' ολίγον όμως η φοράδα του καταπατητού έρριψε επί της γης την σύζυγο και την θυγατέρα του, οι οποίες ταπεινωθείσαι εκ του συμβάντος αυτού, εζήτησαν συγγνώμην από την Γερόντισσα για την ανόσια πράξι τους.


Το μακάριον τέλος της Γεροντίσσης Αναστασίας



Η Γερόντισσα Αναστασία έχουσα συμπληρώσει τον κύκλο της επί γης ζωής της, έχουσα φέρει εις πληρότητα την διακονία της και έχουσα ανεγείρει την Μονή της Κυράς ετοιμαζόταν για την έξοδό της από τον κόσμο αυτό προσευχομένη αδιαλείπτως, ευλογούσα και νουθετούσα τις αδελφές της συνοδείας της και συγχωρούσα εκ βάθους καρδίας τους διώκτας της. Προέβλεψε δε ότι οι δυσκολίες θα συνεχίζονταν και μετά την κοίμησί της. Για αυτό ώρισε ως διαδόχους της τας Αγγελική Καστρινού (και ύστερα Αναστασία μοναχή) και μετ' αυτήν την Ελευθερία Μεταξά (και ύστερα Ευπραξία μοναχή).
Από τις αρχές του θέρους του έτους 1979 η Γερόντισσα ήταν εξαιρετικώς αδύναμος και εξασθενημένη και σταδιακώς άρχισε να φθάνη προς το τέλος. Οι αδελφές την παρακαλούν να φάη κάτι (λαδερό μόνον) για να δυναμώση. Εκείνη όμως αρνείτο λέγουσα: «Αυτός είναι ο κανών μου, θα τον κρατήσω έως το τέλος». Άλλοτε την παρακαλούσαν να την ιδή ιατρός επειδή εχειροτέρευε. Πάλιν αρνείτο λέγουσα: «Ιατρός μου είναι η Παναγία. Αν με γιάνη καλώς, αν όχι ας με πάρη μαζί Της». Η μακαρία έθετε την όλη ύπαρξι και άπασα την ελπίδα αυτής εις τον Χριστό και την Παναγία.
Στην πανηγύρι της Μονής (15/08/1979), φανερώς καταβεβλημένη ακολουθούσε το πρόγραμμα της Μονής. Αισθάνεται όμως κατάνυξι και πνευματική αλλοίωσι. Με ιδιαίτερο ζήλο στάθηκε στην αγρυπνία και έψαλε τα εγκώμια της Παναγίας, δίδουσα την ευχή της στα πνευματικά αυτής τέκνα και τους πολυπληθείς προσκυνητάς της Μονής.
Μετά την περίοδο της πανηγύρεως αισθάνθηκε ατονία και δεν εξήλθε του κελλίου της πλέον των είκοσι ημερών. Οι αδελφές ανήσυχες την παρακαλούν να δεχθή την ύστατη ιατρική βοήθεια. Όμως εκείνη αρνείτο ως και πρότερον....
Οι αδελφές άκουσαν ότι στο χωριό εφιλοξενείτο μία ιατρός παθολόγος την οποίαν επεσκέφθησαν κρυφίως και της εζήτησαν να εξετάση την Γερόντισσα. Πράγματι, εκείνη εδέχθηκε. Όταν εισήλθε στο κελλί της Γεροντίσσης έκπληκτος την άκουσε να λέγη: «Εγώ παιδί μου, δεν εζήτησα ιατρόν, να πας εις την ευχήν του Χριστού και της Παναγίας!».
Τις τελευταίες ημέρες το πολύαθλο σώμα της άρχισε να πρήσκεται. Τα δάκρυα έγιναν ο αχώριστος σύντροφός της και το κομβοσχοίνι εκινείτο ρυθμικώς εις τα σκελετωμένα δάκτυλα της.
Παρεκαλούσε δε τις αδελφές, όσες φορές την επεσκέπτονταν, να της αναγινώσκουν τα θαύματα της Παναγίας και τους Βίους των Αγίων.
Τρεις ημέρες προ της κοιμήσεώς της ειδοποίησε τις αδελφές ότι έλαβε μήνυμα από την Παναγία για το επικείμενο τέλος της. Επιπλέον έδωσε εντολή να αγοράσουν ψάρια πολλά διότι ως εξήγησε: «Την Κυριακήν θα έχομε πάρα πολύν κόσμον εις την Μονήν!»
Όντως, μετά τρεις ήμερες και περί την ενδέκατη πρωινή ώρα, όταν την επεσκέφθηκε η αδελφή Βασιλική, η Γερόντισσα την διέταξε να κτυπήση το καμπανάκι για να συναχθούν οι αδελφές από τα διακονήματα. «Όχι», αντέταξε η αδελφή, «ακόμη δεν είναι ώρα για το γεύμα». Όχι παιδί μου, εδώ και τώρα να έλθουν οι αδελφές εις το κελλίον μου», είπεν η Γερόντισσα με επιτακτικό τρόπο ο οποίος δεν εχώρει αντίρρησι.

Μετ' ολίγον οι αδελφές συνήχθησαν στο κελλί της όπου ανεκοίνωσε σε αυτές ότι έφθασε η ώρα του επί γης χωρισμού τους. Εκείνες, απαρηγόρητες εθρηνούσαν. Όμως η μακαρία μήτηρ τις εστήριζε πνευματικώς νουθετούσα αυτές και ευλογούσα. Εδοξολόγει τον Θεό και ανέθετε στην σκέπη της Παναγίας Μητρός Του αυτάς τας παρθένους, τας οποίας μετά κόπου εσύναξε στον οίκο της Θεομήτορος. Τελευταία της επιθυμία ήταν να τας ακούση να ψάλουν το τροπάριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ακολούθως το του Αγίου Σπυρίδωνος. Εκείνες λίαν συγκεκινημένες και με λυγμούς το έκαμαν. Ακολούθως εζήτησε να ακούση ξανά το Τροπάριο της Κοιμήσεως. Όταν οι αδελφές έλεγαν το «...ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου...», εκείνη ανεσηκώθη της κλίνης της, εβροντοφώναξε το «Δόξα σοι ο Θεός», εσταυροκοπήθη, άπλωσε τας χείρας της και παρέδωκε το πνεύμα της εις χείρας Θεού.
Ήτο τότε Σάββατο, 22 Σεπτεμβρίου 1979, και περί ώραν 13.00 μ.μ.
Οι αδελφές συνέστειλαν μετά δέους το τίμιο σκήνος της φορούσαι εις αυτό για πρώτη φορά καινουργή ράσα....
Η αδελφή Νίκη έκοψε ένα βόστρυχο εκ της μέλαινης κόμης της Γεροντίσσης και τον εφύλαξε εις ένα κυτίο ομού μετά τριών χαλίκων εκ του τάφου της. Ακολούθως το λείψανον ευτρεπίσθη επί του νεκροκραββάτου των μοναζουσών και ετέθη εις λαϊκό προσκύνημα εις το μέσον του Καθολικού της Μονής.
Οι αδελφές εκτύπησαν πένθιμα τους κώδωνας της Μονής και έτσι εμαθεύθηκε εις τα γύρω της Μονής χωριά το θλιβερό νέο. Ο κόσμος άρχισε να συρρέη στην Κυράν για να αποτίση φόρο τιμής στην «καλογρηάν» όπως την εκάλουν και να ζητήση την ευλογία της.
Μοναχές από όλες τις Μονές της νήσου κατέφθασαν για να αγρυπνήσουν και να αναγνώσουν εκ περιτροπής το ιερό ψαλτήρι. Καθ' όλη την διάρκεια της νυκτός έφθαναν προσκυνητές από διάφορα μέρη της νήσου, της Ηπείρου και της Ελλάδος. Ο ναός και οι αύλειοι χώροι της Μονής ήσαν γεμάτοι ασφυκτικώς.
Ενωρίς τα χαράματα εξεκίνησεν η Θεία Λειτουργία την οποία ετέλεσεν ο τότε Εφημέριος της Μονής Νικόλαος Βούλγαρης.
Μετά την τέλεσι της εξοδίου ακολουθίας, ο εφημέριος εξεφώνησεν ένα λίαν συγκινητικόν λόγον.
Στην συνέχεια παραθέτομε μερικά αποσπάσματα από το λόγο εκείνο: «...Πάλεψες σκληρά ενάντια στην αμαρτία, όρθωσες περήφανα και αποφασιστικά το σκελετωμένο σου κορμί κατά του σατανά κι όλων εκείνων που τόλμησαν να σε καταστρέψουν, κι έκανες τη ζωή σου ένα αγώνα σκληρό και μακροχρόνιο, μα νικηφόρο όμως. Τιμώρησες, όσο δεν γινόταν περισσότερο το σαρκίο σου, και τόκανες σωστό κυματοθραύστη, που πάνω σ' αυτόν, συντρίβονταν τα μανιασμένα κύματα του μίσους και της κακίας, δοκίμασες πάρα πολλά στην όλη σου ζωή, μα ανεδείχθης τελικά νικήτρια, και σαν καλή αθλήτρια του Χριστού, στέφθηκες σαν άλλος μάρτυρας με το αμαράντινο στεφάνι της δόξης.
Ταπεινώθηκες απ’ τους ανθρώπους πολ¬λές φορές στην παρούσα ζωή, βρίστηκες και χλευάστηκες για την αγνή και ακλόνητη σου πίστη, γι' αυτό μπορείς και συ να καυχηθής όπως ο Ιερός Παύλος, ότι "ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι"»....
«Σειρά από ταπεινώσεις και περιφρονισμούς ήταν η όλη σου ζωή, όμως, τι κι αν πόνεσες τόσο πολύ; τι κι αν ταπεινώθηκες όσο πολύ λίγοι στον κόσμο; τι κι αν περιφρονήθηκες από φίλους κι από εχθρούς; Κι ακόμα τι κι αν σε πέταξαν από το φτωχικό σου κελλί, αυτό που συ η ίδια είχες ανεγείρει με πολλές στερήσεις;... Όλα όσα δεινά δοκίμασες στην ζωή, σε στήριξαν αφάνταστα, γιγάντωσαν το πνευματικό σου σθένος, και μ' οδηγό την σκέπη και προστασία της Μεγαλόχαρης, ξεπρόβαλλες κάθε φορά, όλο και πε-ρισσότερο ενισχυμένη».
Μετά το πέρας της εξοδίου ακολουθίας οι μοναχές εσήκωσαν σεμνοπρεπώς το νεκροκράββατο και το ελιτάνευσαν τρεις φορές πέριξ του ναού.
Κατά το μοναχικό έθος η Γερόντισσα ετάφη ερραμμένη στο μοναχικό της ράσο, κεκαλυμμένη με λευκή σινδόνα, θέαμα πρωτόγνωρο για τους απλοϊκούς προσκυνητάς. Μόνον μοναχαί ήγγισαν το λείψανο, το εναπέθεσαν στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο και το εκάλυψαν με χώμα και εις τόπο τον οποίο η ιδία η μακαριστή είχε επιλέξει.
Μετά την ταφή προσεφέρθη εις όλους πλουσιοπάροχο γεύμα με τους ιχθύας, τους οποίους παρήγγειλε η τεθνεώσα....
Όλοι θρηνούσαν για τον πνευματικό απορφανισμό τους, ανεχώρησαν όμως από τη Μονή με αίσθημα κατανύξεως, πλήρεις πνευματικής χαράς και αγαλλιάσεως....
Κατά τα τελευταία έτη της ζωής της συντροφιά εκράτει στην Γερόντισσα ένα γατάκι το οποίο ευρήκε στους αγρούς κτυπημένο. Το περιεποιήθη και το εμεγάλωσε και εκείνο ευγνωμόνως την ακολουθούσε και εσυνήθιζε να αναβαίνη στους ώμους της. Μετά την ταφή εκαθόταν στον σταυρό του μνήματος της και ενιαούριζε τεθλιμμένα...




Ιερομονάχου
Δημητρίου Καββαδία
Βίος και Πολιτεία της Ασκήτριας Αναστασίας
της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας,
1910-1979

Η Οσία Βρυαίνη εορτάζει στις 30 Αυγούστου και είναι άγνωστη στους περισσότερους συναξαριστές.



site analysis



29-30 Αυγούστου 2010, Ι. Ν. Αγ. Βρυαίνης, Μαντριά, Πάφος


Με την ευκαιρία της εορτής της Αγίας Βρυαίνης την Κυριακή 29 Αυγούστου θα τελεσθεί ο Μέγας πανηγυρικός εσπερινός χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Πάφου κ. Γεωργίου.
Την επομένη το πρωί θα τελεσθεί ο όρθρος και η πανηγυρική Θεία Λειτουργία χοροστατούντος του Πανοσιολογιώτατου Αρχιμανδρίτου της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου κ. Τυχικού.
Λίγα Λόγια για την Οσία Βρυαίνη
Η Οσία Βρυαίνη εορτάζει στις 30 Αυγούστου και είναι άγνωστη στους περισσότερους συναξαριστές. Στην Πάφο όμως τιμάται ιδιαίτερα. Ναός αφιερωμένος στο όνομά της υπάρχει στα Μανδριά και λειτουργείται ως ξωκκλήσι της κοινότητας. Το ξωκκλήσι αυτό βρίσκεται δίπλα στην θάλασσα και γίνεται μεγάλη πανήγυρη στις 30 Αυγούστου. Η ύπαρξη της εκκλησίας εκεί εμαρτυρείτο από τα χαλάσματά της. Το 1975 όμως ανοικοδομήθηκε από τα θεμέλια ο νέος μικρός ναός που δεσπόζει του χώρου σήμερα.


Στην άκρη του χωριού μας βρίσκεται ένα μικρό εκκλησάκι. Ένα εκκλησάκι με μεγάλη και μοναδική ιστορία. Είναι ένα ξωκλήσι που έχει ιδιαίτερη σημασία για το χωριό και τους ανθρώπους του. Είναι το μοναδικό εκκλησάκι στον κόσμο αφιερωμένο στην Αγία Βρυαίνη.
Το ξωκλήσι είναι δίπλα από τη θάλασσα. Βρίσκεται σε μια γραφική τοποθεσία από όπου μπορείς να αγναντέψεις ολόκληρο το χωριό και να γεμίσεις τα πνευμόνια σου με καθαρό αέρα. Περιβάλλεται από μικρά, όμορφα δεντράκια, όπου του χαρίζουν μια ξεχωριστή ομορφιά.
Είναι μια λιτή εκκλησία με άσπρους τοίχους και ένα μικρό τρούλο. Τα παράθυρα της είναι μικρά. Στο εσωτερικό βρίσκονται πολλές εικόνες Αγίων και η εικόνα της Αγίας Βρυαίνης. Το ξωκλήσι είναι πετρόκτιστο με τρούλο και σε εντυπωσιάζει. Το εσωτερικό είναι χωρισμένο στο ιερό και τον πρόναο. Μέσα υπάρχουν παλιές εικόνες, λαμπάδες, κέρινα ομοιώματα και τάματαΚαθημερινά την επισκέπτονται κάτοικοι του χωριού μου, αλλά και άνθρωποι από άλλες πόλεις, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα και να προσευχηθούν.
Δεν είμαστε σίγουροι για την ακριβή χρονολογία που κτίστηκε η εκκλησία. Το 1975, ένα χρόνο μετά την Τουρκική εισβολή, όταν ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες στο χωριό, βρήκαν το μικρό εκκλησάκι σε κακή κατάσταση. Η εκκλησία είχε εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου και έτσι μεγάλο τμήμα της κατέρρευσε. Σώζονταν μόνο τα θεμέλια και μέρος από το ιερό. Η μελέτη του ιερού μας δίνει κάποιες ενδείξεις ως προς την περίοδο κατασκευής της εκκλησίας και φανερώνει την ιστορική της αξία. Τώρα η εκκλησία έχει αναστηλωθεί.
Ένας από τους πιο γνωστούς θρύλους γύρω από την εκκλησάκι της Αγίας Βρυαίνης εξιστορεί πως ένα καράβι ενώ βρισκόταν ανοιχτά της Κύπρου, ξαφνικά ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ο καπετάνιος ψάχνοντας καταφύγιο για να σώσει το καράβι του, πλησίασε τις ακτές. Μα η τρικυμία τον οδήγησε στα Μαντριά. Ο καπετάνιος και οι ναύτες του καραβιού βλέποντας τότε τον κίνδυνο να τσακιστούν στα βράχια, παρακάλεσαν την εικόνα της Όσιας Βρυαίνης, που υπήρχε στο πλοίο, να τους γλυτώσει. Έκαναν μάλιστα τάμα πως αν σώζονταν θα της έχτιζαν μια εκκλησία προς τιμή της. Η Αγία Βρυαίνη άκουσε τις προσευχές των ναυτικών και η τρικυμία κόπασε. Ο καπετάνιος για να δείξει την ευγνωμοσύνη του που σώθηκε αυτός και οι άντρες του, τήρησε το τάμα που έκανε και έφτιαξε ένα μικρό εκκλησάκι στο όνομα της Αγίας Βρυαίνης κοντά στη θάλασσα.
Πολλά χρόνια μετά το ξωκλήσι ξεχάστηκε, παραμελήθηκε και με τον καιρό καταστράφηκε.
Το 1975, μαζί με τους πρόσφυγες που ήρθαν στα Μανδριά κυνηγημένοι από τον Τούρκο εισβολέα, ήταν και μια γυναίκα από την Άσσια, η κυρία Σταυρούλα. Τίποτα εκείνο τον καιρό δεν θύμιζε το εκκλησάκι, που τα χαλάσματά του είχα κρυφτεί κάτω από τα χώματα. Μια νύχτα όμως παρουσιάστηκε στον ύπνο της κυρία Σταυρούλας μια μαυροντυμένη γυναίκα που της υπέδειξε ένα σημείο κοντά στη θάλασσα. Δείχνοντας της είπε: «Τους βλέπεις αυτούς τους θεμελιούς; Εκεί να βρίσκεται ένα ξωκλήσι. Να πας και να το βρεις». Την άλλη μέρα η γυναίκα πήγε στο τόπο που είδε στο όνειρό της. Κάτω από τα χώματα βρήκε τα θεμέλια της παλιάς εκκλησιάς της αγίας Βρυαίνης.
Κάθε φορά που το πεισκεπτόμαστε νιώθουμε γαλήνη και ηρεμία. Έχουμε την αίσθηση ότι βρίσκεται εκεί η Αγία και με το άγρυπνο, γλυκό της βλέμμα μας καθησυχάζει. Αυτή η μικρή εκκλησία θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας. Κι ας είναι πολύ μικρή και ταπεινή. Είναι ένας πραγματικός θησαυρός για το χωριό μας αλλά και για την ιστορία του τόπου.
Έλενα Νικηφόρου
Ραφαέλλα Νικολάου
Μαρία Γεωργίου


http://www.schools.ac.cy

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Βίος της νεομάρτυρος Φατίμα αλ Μουταίρι



site analysis


«Θα έρθουν από την Δύση και την Ανατολή και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο Βασίλειο του Θεού»
Η Φατίμα γεννήθηκε το 1982 στην πόλη Μπαρίντα της περιοχής Κασσίμ στην Σαουδική Αραβία. Μεγάλωσε σε μια πενταμελή οικογένεια, με τους γονείς της και δύο μεγαλύτερα αδέρφια. Η οικογένεια ήταν μουσουλμάνοι, χωρίς ωστόσο να είναι φανατικοί...
Από τα παιδικά της χρόνια είχε την ικανότητα ν’ αποστηθίζει ότι άκουγε στο σχολείο, κάτι που ώθησε την μητέρα της να την γράψει στο θρησκευτικό σχολείο, σκεπτόμενη ότι θα της έκανε καλό ωθώντας την ν’ αποστηθίσει το κοράνι και ν’ ακολουθήσει την οδό του ορθόδοξου Ισλάμ. Όμως το νεαρό κορίτσι ακολούθησε το ακραίο μονοπάτι της θρησκείας, ντυνόταν στα μαύρα με μαντίλα και μπούρκα, έκανε όλες τις προσευχές που της ζητούσαν οι θρησκευτικές αρχές και νήστευε κάθε Δευτέρα και Πέμπτη επιπλέον του μηνός του ραμαζανίου. Απείχε πλέον απ’ οτιδήποτε την ωθούσε σε μια χαλαρών ηθών, σύμφωνα με την ίδια, εφηβική ζωή. Απαγόρευσε το ράδιο και την τηλεόραση στο σπίτι, εμποδίζοντας την οικογένεια να ακούει τραγούδια και μουσική. Διέκοψε κάθε σχέση με τις άλλες έφηβες της ηλικίας της, που τολμούσαν να δείξουν το πρόσωπό τους , ν’ ακούσουν λαϊκά τραγούδια ή να συζητήσουν θέματα πέρα από τ’ αυστηρά πλαίσια του Κορανίου, κάτι βέβαια που την ώθησε στο να απομονωθεί πλήρως από κάθε σχέση με τα κορίτσια της ηλικίας της . Η μητέρα της μετανιώνοντας πικρά που την έστειλε σ’ αυτό το σχολείο την πήρε και την πήγε στο δημόσιο .
Αυτή η απομάκρυνση της δημιούργησε ένα είδος κατάθλιψης με κεφαλαλγίες και ο γιατρός διέγνωσε ψυχολογικά αίτια. Τότε η Φατίμα αδυνατώντας να συνεχίσει σε αυτή την κατάσταση έκανε μια πλήρη μεταστροφή. Πέταξε τα μαύρα ρούχα και άρχισε να ζει όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της, κοιτάζοντας πάλι τηλεόραση, ακούγοντας μουσική και μάλιστα μαθαίνοντας τα τραγούδια, συνεχίζοντας όμως να προσεύχεται καθημερινά και να ακούει στην τηλεόραση και στο ράδιο τους σεΐχηδες να κηρύσσουν τους λόγους τους. Έλεγε όμως, πως πραγματοποιώντας τα θρησκευτικά της καθήκοντα η καρδιά της παρέμενε μακριά από τον Θεό. Στη συνέχεια όμως μια μετάλλαξη συνέβη στην ψυχή της, αδυνατώντας πλέον ν’ ανεχτεί τους θρησκευτικούς ηγέτες, δογματικούς και φανατικούς να περνούν το χρόνο τους προφέροντας απειλές και κατάρες επί παντός επιστητού. Άρχισε να μισεί αυτούς τους λόγους και προσπαθούσε συνέχεια ν’ αποδείξει ότι το πραγματικό Ισλάμ δεν είναι αυτό που κηρύττουν οι σεΐχηδες, αλλά αυτό της ανεκτικότητας και της ειρήνης. Έλεγε πως παρόμοιοι λόγοι απομακρύνουν τους ανθρώπους από την θρησκεία.

Δεκαοκτώ ετών πήγε στο πανεπιστήμιο και σπούδασε πληροφορική κι επικοινωνία, πέρασε επτά χρόνια αναζητώντας ένα Ισλάμ μετριοπαθές, και το βρήκε τελικά κοντά σ’ ένα κήρυκα (σύμφωνα με τα λεγόμενά της κομψό και καλοντυμένο), ο οποίος δεν πρόφερε κατάρες κι απειλές, παρέθετε όμως παραδείγματα κι έδινε ικανοποιητική λαβή για σκέψη.
Κατά την διάρκεια της αναζήτησης της αλήθειας για τον Θεό, στην ηλικία των εικοσιέξι της χρόνων, προκηρύχθηκε από την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας ένας διαγωνισμός εκθέσεως με τίτλο «Το Ισλάμ ανάμεσα στην μετριοπάθεια και τον φανατισμό», με βραβείο ένα εκατομμύριο δηνάρια. Ο διαγωνισμός απευθυνόταν σε όλες τις αραβικές χώρες. Η Φατίμα, έχοντας ήδη κερδίσει έναν προηγούμενο διαγωνισμό, ενθουσιάστηκε με το θέμα που την απασχολούσε πολύ κι άρχισε να δουλεύει. Για να επιτύχει άρχισε να ρωτά ποιος γνώριζε έναν μουσουλμάνο που από ζηλωτής έγινε μετριοπαθής. Οι έρευνές της απέβησαν άκαρπες. Τότε θυμήθηκε που είχε διαβάσει μια ημέρα στο διαδίκτυο ύβρεις σε έναν Σαουδάραβα που προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Σκέφτηκε πως αυτός ήταν ο άνθρωπος που χρειαζόταν. Τον αναζήτησε και τον βρήκε στην ιστοσελίδα του. Αρχικά προσπάθησε να μάθει αν ήταν ζηλωτής μουσουλμάνος, αλλά απογοητεύθηκε όταν της απάντησε αρνητικά, στην συνέχεια τον ρώτησε γιατί άφησε το Ισλάμ για μία θρησκεία γεμάτη λάθος δόγματα. Τότε ο Ερνέστ (όπως τον αποκαλεί) επιχείρησε μια συζήτηση μαζί της για το πρόσωπο του Μωάμεθ, ο οποίος γι αυτόν δεν ήταν ένας πραγματικός προφήτης. Η Φατίμα αντέδρασε έντονα κατηγορώντας τον ότι αρνήθηκε την αφοσίωσή του στον προφήτη. Αυτός άρχισε τότε να της το αποδεικνύει αναφερόμενος σε κείμενα σύγχρονα του Μωάμεθ και της απέδειξε την μοχθηρότητα της καρδιάς του στο κείμενο «IbnHisham», όπου ο προφήτης έδεσε μία γυναίκα που τον αντιπαθούσε από τα πόδια και την έσυρε μαζί με τον εξάδελφό του στην έρημο . Επειδή η Φατίμα δεν θυμόταν αυτό το εδάφιο πήγε στην βιβλιοθήκ, όπου και βρήκε την αφήγηση όπως της είχε αναφέρει. Απογοητευμένη και μη γνωρίζοντας τι να του απαντήσει του είπε: «Και άφησες όλο το Ισλάμ και την αλήθεια του για ένα τόσο μικρό και ασήμαντο περιστατικό;» Της πρότεινε τότε να διαβάσει τα βιβλία δύο προσηλυτισμένων που κατακρίνουν το Κοράνι, της Wafaa Sultan και του Kamel an Najjar. Η Φατίμα άρχισε λοιπόν ν’ αναζητά πληροφορίες για την προσηλυτισμένη Wafaa Sultan αλλά όλες οι τοποθεσίες στο διαδίκτυο που μιλούσαν γι αυτήν και τα γραπτά της είχαν φραγή από την λογοκρισία. Δοκίμασε τότε Kamel an Najjar και βρήκε αναρτημένο όλο το βιβλίο του «Κριτικές του Ισλάμ». Άρχισε να το διαβάζει και ανακάλυψε τότε τις τέσσερις αλήθειες για το Κοράνι: Λάθη γραμματικά (αν το βιβλίο ήταν Θεία έμπνευση δεν θα υπήρχαν ορθογραφικά λάθη), λάθη ιστορικά, επιστημονικά. Αυτό το βιβλίο απεκάλυπτε το πρόσωπο του Μωάμεθ, τις φιλοδοξίες του, τους πολέμους του, τις γυναίκες του, τους σαρκικούς του έρωτες…
Τελειώνοντας την ανάγνωσή του, ανέφερε : «Έγινα άθεη δεν πίστευα πλέον σε τίποτε». Νοιώθοντας το βάρος της θρησκευτικής ψευδαίσθησης στην οποία ζούσε, επέστρεψε σπίτι της και βίωσε μια σοβαρή καταθλιπτική κρίση. Άρχισε να παίρνει ηρεμιστικά αδυνατώντας ν’ αντέξει την απάτη στην οποία ένας ολόκληρος κόσμος είχε παρασυρθεί, και στο τέλος σταμάτησε να τρώει και να πίνει. Η μητέρα της προσπάθησε πολλές φορές να μάθει την αιτία, χωρίς να λάβει ποτέ μια απάντηση . Δέκα ημέρες αργότερα έλαβε μια επιστολή από το κέντρο στο οποίο εργαζόταν για να αναλάβει την θέση της. Για να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο, δέχθηκε να πάει στην εργασία της, αλλά η φυσική της εμφάνιση ήταν αξιοθρήνητη.
Νοιώθοντας την ανάγκη να γνωρίσει περισσότερα για τον χριστιανισμό, ήρθε σε επαφή διαδικτυακά με τον Ερνέστ, ο οποίος την προέτρεψε να διαβάσει κάποια βιβλία για την χριστιανική πίστη. Ανακάλυψε τότε μαρτυρίες στο Κοράνι για τον Χριστό τον θάνατό Του και την Ανάστασή Του, όπως και μία μαρτυρία για την ύπαρξη της Αγίας Τριάδος… Κατάλαβε τότε πως το Ισλάμ έκανε μια υποκριτική εκστρατεία εναντίον των χριστιανών κατηγορώντας τους για πολυθεϊσμό κι ότι λάτρευαν για Θεό έναν άνθρωπο. Απευθύνθηκε και πάλι σ’ αυτόν τον άγνωστο Θεό τον οποίο όμως γνώριζε από τα παιδικά της χρόνια μέσα από την φώτιση που ένοιωθε συχνά στη ζωή της: «Κύριε σταμάτα, φθάνει, αρκετά με άφησες σε αυτή την ψευδαίσθηση, τώρα πες μου ποιος είσαι; ποιό είναι το μονοπάτι που οδηγεί σ’ Εσένα; ήρθε η ώρα να μου αποκαλυφθείς, δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο αυτή την κατάσταση».
Σιγά-σιγά μπήκε σε φόρα συζητήσεων μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών και με την Θεία Πρόνοια ανακάλυψε τα Άγια Ευαγγέλια. Άρχισε να διαβάζει αυτό του ευαγγελιστή Ματθαίου και τότε άρχισε όλη η ιστορία. Όταν έφθασε στο κήρυγμα στο όρος (κεφάλαια 5,6,7) συνέβη μια πραγματική πνευματική μύηση και η Φατίμα αναφώνησε με όλη της την δύναμη: « εσύ είσαι ο Θεός μου, Εσένα αναζητούσα από παιδί, ήξερα πως σκεπτόσουν τοιουτοτρόπως, πού είσαι Κύριέ μου;» έλεγε αυτά και άλλα πολλά λουσμένη σε δάκρυα χαράς, γιατί αυτός που της μιλούσε ήταν ο Θεός της. Αναρωτιόταν πως και δεν είχε διαβάσει νωρίτερα το Ευαγγέλιο, πως γινόταν και γνώριζε ότι τα πράγματα ήταν έτσι (ο Θεός είναι καλός, ελεήμων και δεν καλεί τους ανθρώπους στο μίσος και στην εκδίκηση…). Θυμήθηκε τη φώτιση που ένοιωθε από παιδί κάθε φορά που καλούσε αυτόν τον Θεό τον οποίον δεν γνώριζε και που τώρα αποκαλύφθηκε στην πνευματική της καρδιά. Διηγείτο πως από εκείνη τη στιγμή η χαρά κατοίκησε και πάλι στην ψυχή της και πως όλος ο κόσμος δεν την χωρούσε, τέτοια ήταν η χαρά που πλημμύριζε την ύπαρξή της.
Διάβασε το ευαγγέλιο του Ματθαίου τέσσερις φορές αδυνατώντας να πιστέψει πως βρήκε τον Θεό της, το φόρτωσε στον υπολογιστή της και φύλαγε στην τσάντα της συνέχεια ένα αντίγραφο. Έπειτα μπήκε και πάλι στο διαδίκτυο στα χριστιανικά φόρα και κατάφερε να δει την ζωή του Κυρίου σε βίντεο και μετά την προσευχή του τέλους ένοιωσε πως πραγματικά είχε γίνει χριστιανή. Όταν στο διαδίκτυο ανέφερε στον Ερνέστ ότι προσηλυτίστηκε, αυτός την συμβούλεψε να φυλάγεται διότι στην Σαουδική Αραβία μια μουσουλμάνα που γινόταν χριστιανή κινδύνευε με την ποινή του θανάτου. Της πρότεινε λοιπόν να φύγει από την Σαουδική Αραβία και να πάει στη χώρα όπου διέμενε αυτός (μάλλον στις Η.Π.Α.). Αποφάσισε λοιπόν να φύγει όμως το διαβατήριό της, που είχε υπογράψει ο πατέρας της έληγε σε τρείς μήνες και στο αεροδρόμιο της είπαν πως δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει βίζα με αυτά τα χρονικά περιθώρια. Πήγε τότε στο προξενείο και λίγο πριν μπει απευθύνθηκε στο Χριστό: «Κύριε, εάν είσαι ο πραγματικός Θεός, όποιο και να είναι το χρονικό περιθώριο, πρέπει ν’ αποκτήσω αυτή τη βίζα». Μπήκε στο γραφείο κι έκανε την αίτηση χωρίς πραγματικά να ελπίζει. Δύο ημέρες αργότερα επέστρεψε στο προξενείο και προς μεγάλη της έκπληξη της έδωσαν τη βίζα, τρέμοντας από χαρά και φόβο επέστρεψε σπίτι της και την ίδια εβδομάδα ετοίμασε τις αποσκευές της και πριν ξυπνήσουν οι γονείς της πήρε το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε στο αεροδρόμιο.
Εκεί ξεκίνησε μια άλλη ταλαιπωρία, για τρείς ώρες οι υπάλληλοι της αεροπορικής εταιρείας την έστελναν από τον ένα στον άλλο, εμποδίζοντάς την να ταξιδέψει, επειδή το διαβατήριο της έληγε σε λιγότερο από έξι μήνες, χρονικό όριο που απαιτείτο από τις συμφωνίες με Ευρώπη και Αμερική, ώστε ένας Σαουδάραβας να μπορεί να ταξιδέψει. Τελικά δυστυχής, εξαντλημένη και απελπισμένη μπήκε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψει σπίτι της, σκεπτόμενη τι θα έλεγε στους γονείς της αν την έβλεπαν να επιστρέφει με τις αποσκευές. Τότε ξαφνικά, της ήρθε η ιδέα να ζητήσει την βοήθεια του Χριστού. Δεν πρόλαβε να ξεκινήσει με το αυτοκίνητο κι ένας άγνωστος άνδρας τη ρώτησε τι έκανε τελικά. Του απάντησε πως απόκαμε να πηγαίνει από το ένα γραφείο στο άλλο. Την κάλεσε τότε να τον ακολουθήσει στο αεροδρόμιο, μα η Φατίμα του είπε πως ήταν άδικος κόπος, όμως μπροστά στην επιμονή αυτού του ανδρός αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει μέχρι το γραφείο του διευθυντή των αερογραμμών, ο άγνωστος κάτι του ψιθύρισε στο αυτί κι έφυγε. Ο διευθυντής τρομοκρατημένος κάλεσε τη Φατίμα και τη ρώτησε για την εν λόγω υποστήριξη. Αυτή αρνήθηκε πως έχει κάποιο μέσον, ενώ ο διευθυντής έστελνε ένα e-mail στο αεροδρόμιο και δευτερόλεπτα μετά δέχθηκε την απάντηση, τότε σηκώθηκε γρήγορα πήρε την μάρτυρα και διέταξε να ανοίξει γρήγορα το τελωνείο πριν απογειωθεί το αεροπλάνο. Η Φατίμα δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, ξέσπασε σε κλάματα και αργότερα διηγείτο πως οι εργαζόμενοι του αεροδρομίου άρχισαν να γελούν και να την κοροϊδεύουν που έκλαιγε. Περνώντας το τελωνείο τη ρώτησαν πως κατάφερε και πήρε το εισιτήριο. Τους απάντησε από μέσα της: «πρέπει να αγαπάς τον Χριστό».
Έφυγε από την Σαουδική Αραβία και πήγε στη χώρα του Ερνέστ. Εκεί έζησε μερικές εβδομάδες, βαπτίσθηκε (μάλλον Σάρα, αφού χρησιμοποιούσε αυτό το όνομα στα χριστιανικά φόρα στο διαδίκτυο) και γνώρισε «τον λαό του Χριστού». Διηγείτο πως είχε στο πνευματικό επίπεδο αρκετές δυσκολίες στις συζητήσεις με τους χριστιανούς: ορθόδοξους, καθολικούς, διαμαρτυρόμενους. Έγραψε ένα ποίημα πολύ συγκινητικό που αφορούσε την ένωση που θα έπρεπε να διέπει τους χριστιανούς (οι άνθρωποι που υποδέχτηκαν την Φατιμά είναι ορθόδοξοι παλαιστινιακής καταγωγής).
Αφού γνώρισε χριστιανούς που ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, επέστρεψε σπίτι της στην Αραβία. Δεν γνωρίζουμε τι συνέβη κατά την επιστροφή της που έγινε στα μέσα του 2007. Μάθαμε όμως ότι στη συνέχεια έφυγε από την γενέτειρά της και πήγε σε μια γειτονική πόλη να εργαστεί σαν δασκάλα. Ο πατέρας της προσπάθησε πολλές φορές να την παντρέψει αλλά εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε σχέση με μουσουλμάνο (χωρίς ωστόσο να το δηλώνει ανοιχτά). Υπέφερε πάρα πολύ από την έλλειψη ελευθερίας στην Αραβία και η μόνη της παρηγοριά ήταν το διαδίκτυο, μέσω του οποίου ερχόταν σε επαφή με τα χριστιανικά φόρα, κατέβασε χριστιανικά βιβλία και είχε μια πολύ εμπιστευτική σχέση με μια χριστιανή συγγραφέα από το Λίβανο (Μαγκι). Η εξήγησή της για την Αγία Τριάδα ήταν: «Ο Πατέρας είναι το εγώ του Θεού, από το οποίο γεννήθηκε ο Λόγος και βγήκε το Πνεύμα».
Με το φωτισμένο πνεύμα της κατάλαβε τι ήταν το Ισλάμ κι έγραψε στους μουσουλμάνους ποιήματα όπου γινόταν αναφορά στην πραγματική πίστη η οποία παράγει την πραγματική αγάπη, αυτή του Χριστού. Πρέπει να φανταστούμε τη ζωή αυτής της γυναίκας που ζούσε σ’ ένα εχθρικά θρησκευτικό περιβάλλον που την απειλούσε με θάνατο σε κάθε βήμα της ύπαρξής της. Χαρακτήρας ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην αγάπη του Κυρίου και Θεού της, μοναχή σε αυτή την ισλαμική απεραντοσύνη, χωρίς καμία υποστήριξη φυσιολογικά θα έπρεπε να παραιτηθεί όμως στα τέλη του Ιουλίου του 2008, κατά την διάρκεια μίας συζήτησης θρησκευτικού περιεχομένου στο σπίτι μπροστά στους γονείς και τον αδερφό της, ο οποίος εργαζόταν στον οργανισμό «οι φύλακες του Ισλάμ», η Φατίμα δήλωσε πως η ζωή του Χριστού ήταν απείρως πιο αγνή από εκείνη του Μωάμεθ. Τότε ο αδελφός της θολωμένος από θυμό την άρπαξε και της ζήτησε να κάνει αμέσως μετάνοιες για την βλασφημία που ξεστόμισε, κατηγορώντας παράλληλα το διαδίκτυο πως ήταν η αιτία της ψυχικής και θρησκευτικής της εκτροπής, αλλά η Φατίμα δεν τον άφησε να την ταπεινώσει και του είπε: «στον Θεό δεν αρέσει να αρνούμαι τα λεγόμενά μου» .
Μετά από αυτή τη λογομαχία πήγανε σε κάποιο θείο της και όταν επέστρεψαν στις μία το πρωί βρήκε το δωμάτιό της ανοιχτό και τον υπολογιστή της εξαφανισμένο, μετά από αναζήτηση τον βρήκε στο δωμάτιο του αδερφού της, τον πήρε γρήγορα από τα χέρια του. Επέστρεψε στο δωμάτιό της και έγραψε το τελευταίο της μήνυμα σε κάποιον με τίτλο: είμαι πολύ ταραγμένη. συνημμένα το κείμενο: ειρήνη Κυρίου και Θεού Ιησού Χριστού!
Είμαι πολύ ανήσυχη, οι γονείς μου άρχισαν να αμφιβάλλουν για εμένα, μετά από μία θρησκευτική συζήτηση που συνέβη χθες βράδυ με τους γονείς και τ’ αδέλφια μου, προσέβαλα το Ισλάμ χωρίς να το αντιληφθώ σε μία έκρηξη θυμού διότι νοιώθω πολύ πιεσμένη σε αυτή τη χώρα όπου δεν υπάρχει καμία θρησκευτική ελευθερία, εν ολίγοις τους είπα πως η ζωή του Ιησού είναι απείρως πιο αγνή από του Μωάμεθ και πως δεν υπάρχει καμία σύγκριση μεταξύ τους. Η συζήτηση άναψε σε σημείο που ο αδελφός μου, μου είπε: «μετανόησε γιατί αλλιώς βλασφημάς!» του είπα: «αυτό δεν αρέσει στο Θεό» και τότε είδα πως έγινε απειλητικός. Έπειτα δέχθηκα ένα σωρό βρισιές από τα αδέλφια μου, που κατηγόρησαν το διαδίκτυο για την ψυχική και θρησκευτική μου εκτροπή. Στη συνέχεια πήγαμε στον θείο μου κι όταν επέστρεψα στις μία το πρωί, βρήκα το δωμάτιό μου ανοιχτό και τον υπολογιστή να λείπει. Τον ξαναβρήκα στο δωμάτιο του αδελφού μου…Υπήρχαν χριστιανικές σκέψεις γραμμένες από εμένα με τον Σταυρό επάνω από αυτές, μερικές μάλιστα ήταν σε πρόζα. Τον ρώτησα γιατί πήρε τον υπολογιστή μου και μου απάντησε πως ο δικός του είχε χαλάσει κι ότι έπρεπε να συνδεθεί στο διαδίκτυο. Με κοίταξε με ένα απειλητικό βλέμμα, του χαμογέλασα κι επέτρεψα στο δωμάτιό μου (έχοντας πάρει ωστόσο τον δικό μου) και κλειδώθηκα αμέσως. Αναρωτιέμαι πως μπήκε στο δωμάτιό μου; πού βρήκε το κλειδί, αφού το είχα επάνω μου; φοβήθηκα, πάνε τώρα τέσσερις ώρες που βρίσκομαι κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Άρχισα ν’ ανησυχώ για την συμπεριφορά του και το βλέμμα του με τρομάζει. Προσευχήσου για εμένα σε παρακαλώ… εάν απουσιάσω για λίγο μην ανησυχείς, ο Κύριος είναι μαζί μου, είναι το φώς και η σωτηρία μου, από τι να φοβηθώ; θα απομακρυνθώ λιγάκι από το διαδίκτυο για να μη δώσω δικαιώματα.
Αυτό είναι το τελευταίο μήνυμα της νεομάρτυρος. Τη συνέχεια τη μάθαμε από τα ΜΜΕ και από ένα μήνυμα που έστειλε στο διαδίκτυο μία φίλη της.
Το πρώτο μπλόκ που μίλησε για τη μάρτυρα Φατίμα ήταν αυτό των «ελεύθερων Κοπτών»: ένας αδελφός σκότωσε την αδελφή του στην περιοχή AlCharquiya όταν ανακάλυψε ότι προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό. Την βασάνισε καίγοντάς την στο πρόσωπο και στη πλάτη (θέλοντας να την εξαγνίσει από το μίασμα της προσηλύτισης στον Χριστό ), στη συνέχεια της έκοψε τη γλώσσα και την χτύπησε μέχρι θανάτου.
Αργότερα κάποια αραβικά μέσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση, χωρίς ωστόσο να επεκταθούν. Τα χριστιανικά φόρα στα οποία συμμετείχε έκλεισαν για πολλές ημέρες σε ένδειξη πένθους. Αλλά η σημαντικότερη πληροφορία δημοσιεύθηκε από μια φίλη της νεομάρτυρος, η οποία συντετριμμένη από το θάνατό της διηγήθηκε ότι οι γονείς της Φατίμα προσκλήθηκαν στην ταφή η οποία έγινε σε μουσουλμανικό κοιμητήριο. Οι γονείς της, διέδωσαν την πληροφορία ότι σκοτώθηκε εξ αιτίας της ατίμωσης προς την οικογένεια μετά από ένα σαρκικό αμάρτημα που διέπραξε. Όμως η φίλη της υποστηρίζει ότι η Φατίμα ήταν μια νέα γυναίκα πολύ αγνή, με ευγενικές αρετές, πολύ μορφωμένη και ότι ποτέ δεν θα διέπραττε ένα τέτοιο ατόπημα. Ήταν όμορφη με μακριά μαύρα μαλλιά να στολίζουν το πρόσωπό της. Οι γείτονες γνώριζαν ότι σκοτώθηκε επειδή προσηλυτίσθηκε στο χριστιανισμό, διότι ο άλλος της αδερφός εργαζόταν στην αστυνομία και από εκεί μάθαμε τον λόγο της εκτέλεσής της. Ο δολοφόνος αδελφός βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη φυλακή, ενώ αυτή η πληροφορία αποσιωπήθηκε από την κυβέρνηση, η οποία δεν τιμωρούσε παρόμοιες πράξεις. Εδώ και δέκα ημέρες που έμαθα για την εκτέλεσή της δεν κοιμάμαι πλέον τις νύχτες. Αχ, πόσο τους μισώ, εγώ η ίδια αν ήξερα ότι προσηλυτίσθηκε στο χριστιανισμό θα τις είχα προσφέρει ένα Σταυρό. Ο Θεός να την ελεήσει. Ο Θεός να την ελεήσει. Ο Θεός να την ελεήσει… (αυτό το μήνυμα χρονολογείται από τις 3 Αυγούστου του 2008) άρα η μαρτυρία της Φατίμα έγινε στις 24 Ιουλίου.
Αναφέρουμε εδώ τα τελευταία λόγια και το τελευταίο ποίημα που η Φατίμα απηύθυνε στους μουσουλμάνους.
«Ω μουσουλμάνοι, αρκετά, τα σπαθιά σας δεν μ’ αγγίζουν πια, ούτε η κακία σας, ούτε η ατιμία σας. Οι απειλές σας δεν με ταράσσουν καθόλου, δεν σας φοβάμαι.
Στο όνομα του Θεού, είμαι πράγματι χριστιανή και θα παραμείνω χριστιανή μέχρι το θάνατό μου».

Τελευταίο ποίημα που γράφτηκε από τη νεομάρτυρα Σάρα.
Ω, μάτια μου κλάψτε για το χρόνο που πέρασε μιας θλιμμένης ζωής.
Είθε ο Κύριος Ιησούς να σας φωτίσει ω μουσουλμάνοι.
Να μαλακώσει τις καρδιές σας ίνα μπορέσετε και αγαπήσετε αλλήλους.
Για να σας δείξω την αλήθεια, για εσάς αποκαλύφθηκε.
Μια αλήθεια που δεν τη γνωρίζετε.
Κι αυτό που λένε για τον Κύριο των προφητών (Ιησούς Χριστός).
Λατρεύουμε τον Κύριο τον Ιησού το Φως του κόσμου.
Φύγαμε από τον Μωάμεθ, τα βήματά του δεν ακολουθούμε πια.
Ακολουθούμε τον Ιησού, την αποκαλύψεως Αλήθεια.
Ειλικρινά τη χώρα μας αγαπούμε και προδότες δεν είμαστε.
Σαουδάραβες πολίτες, περήφανα είμαστε.
Μα πώς να προδώσουμε θα μπορούσαμε πατρίδα και αγαπημένους γονείς.
Μα πως αλλέως να ήταν, έτοιμοι είμαστε για τη Σαουδική Αραβία να πεθάνουμε.
Η χώρα των προγόνων μου, η δόξα για την οποία ποιήματα γράφουμε.
Περήφανοι λέμε είμαστε, περήφανοι, περήφανοι που γεννηθήκαμε Σαουδάραβες
(υπ’ όψιν ένας Σαουδάραβας που προσηλυτίζεται στο χριστιανισμό θεωρείται προδότης).
Την οδό μας επιλέξαμε, αυτήν εκείνων που οδηγήθηκαν εις την αλήθεια.
Κάθε άνθρωπος ελεύθερος είναι την πίστη του να επιλέξει.
Αρκετά, αφήστε μας ήσυχους στον Χριστό να πιστέψουμε.
Αφήστε μας, τη ζωή μας να εορτάσουμε, πριν αναχωρήσουμε.
Δάκρυα από τα μάτια μου κυλούν και η καρδιά μου θλιμμένη είναι για τους προσήλυτους.
Πόσο σκληροί είσαστε, ο Κύριος μακάριους αποκαλεί τους κατατρεγμένους.
Για τον Χριστό θα υπομείνουμε τα πάντα.

Η μετάφραση έγινε από το γαλλικό κείμενο «
adresse internet:http://nouveaux martyrs.blogspot.com